© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Όλοι πεθάναν αυτοί και μείνανε οι βλακείες τους»: Αναμνήσεις από την Κατοχή και τα Μετεμφυλιακά χρόνια στα Κύργια Δράμας
Istorima Code
12494
Story URL
Speaker
Ιωάννης Φερσίδης (Ι.Φ.)
Interview Date
03/09/2022
Researcher
Φώτης Κοροσιάδης (Φ.Κ.)
[00:00:00]Είναι 4 Σεπτεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στα Κύργια του νομού Δράμας με τον κύριο Γιάννη Φερσίδη, είμαι ο Κοροσιάδης Φώτης, είμαι Ερευνητής στο Istorima. Κύριε Γιάννη, αρχικά σάς ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για τη ζωή σας.
Για τη ζωή μου. Πότε γεννήθηκα. Το 1940 γεννήθηκα, Γενάρη. Είμαι ο τρίτος, το τρίτο παιδί του πατέρα μου. Μετά από λίγο καιρό, κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1900, τον Οκτώβριο. Και μετά από λίγο, πάλι, ακόμα λίγο καιρό, πεθαίνει η μάνα μου, η Μαρία, όταν εγώ ήμουν σε ηλικία 19 μηνών. Λοιπόν. Τα χρόνια δύσκολα, Κατοχή, οι Βούλγαροι ήτανε σκληροί κατακτητές, σκορπούσαν την πείνα και τον τρόμο... Ξύλο πολύ, χτυπούσαν τους γονείς μας πάρα πολύ με το παραμικρό. Έτσι, για να τους τρομοκρατήσουν, για να μην κάνουν, για να μην εξεγερθούνε. Αυτός ήταν ο σκοπός τους. Και ήμασταν τρία παιδιά. Η γιαγιά μου, του πατέρα μου η μάνα, όσο μπορούσε μας προστάτευε και μας βοηθούσε. Ο πατέρας μου ήτανε γύρω στα 40 τότε. Και δεν τα βγάζαμε πέρα, όχι μόνο εμείς, κανένας δε τα έβγαζε πέρα από οικονομικής πλευράς, αλλά εμείς δεν είχαμε και μάνα, ας πούμε, για να μας προστατέψει κάπως, όπως η μάνα είναι... Τέλος πάντων, υποφέραμε. Το 1945 ο πατέρας μου παντρεύεται, κάνει άλλα δύο παιδιά και γίναμε πέντε, γίναμε πιο φτωχοί από ό,τι ήμασταν. Σκληρός αγώνας, από μικρά παιδιά δουλεύαμε στα χωράφια, παιδική ζωή δεν κάναμε καθόλου, καθόλου κατά κάποιο... Όχι τότε και μετά ακόμα. Και... Τι να πω άλλο;
Οι γονείς σας, από πού κατάγονται οι γονείς σας, πού ζούσανε;
Οι γονείς μου, ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα 16 του χρόνια στη Σαμψούντα στη Μικρά Ασία, στον Πόντο. Όχι Μικρασία. Στον Πόντο. Από κει ήρθε 16 χρονών, ήρθε εδώ, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, έκανε εμάς. Και τα πράγματα φτάσανε μέχρι το 1945, είπαμε ότι η μάνα μου ήταν από το Πόντο, από άλλη περιοχή, αλλά εδώ ανταμώσανε, εδώ γνωριστήκανε, εδώ παντρευτήκανε.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθανε...
Ναι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθε ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχανε πάει στη Ρωσία και εκεί τους κυνηγούσε ο Στάλιν. Και η μάνα μου ήτανε οχτώ αδέλφια. Ήρθαν από κει η γιαγιά μου, ο παππούς μου, η μάνα μου, εδώ, εγκατασταθήκαν για λίγο στα Κύργια, έτσι γνωριστήκαν με τον πατέρα μου και κάνανε αυτή την οικογένεια. Τέλος πάντων, η μάνα μου πέθανε σε ηλικία 29 χρονών. Ε, μετά ο πατέρας μου παντρεύτηκε, είναι φυσιολογικό η μάνα, όταν κάνει άλλα παιδιά, η μητριά να πούμε, να μη θέλει τα άλλα, τα παλιά, τα παραπαίδια που λέμε εμείς εδώ. Δεν περάσαμε καλά. Εγώ, το 1952, πήγα στο γυμνάσιο, ήμουνα καλός μαθητής. Αλλά η μητριά μου δεν ήθελε εγώ να σπουδάσω, γιατί εγώ είχα όνειρα και οι συμμαθητές μου λέγανε ότι: «Ο Γιάννης θα πάει, είναι πολύ καλός μαθητής» και τα λοιπά... Αυτή φοβότανε. Αν εγώ γίνω καλός μαθητής, εάν προκόψω, ας πούμε, αν δηλαδή βγάλω το γυμνάσιο, θα ζητήσω να πάω να σπουδάσω κάπου, σε κάνα πανεπιστήμιο και τα δικά της τα παιδιά τι θα γίνουνε. Γιατί τα κουκιά μετρημένα ήτανε... Τέλος πάντων, με ανάγκασε να διακόψω, διέκοψα το γυμνάσιο, άρχισα να δουλεύω στα χωράφια. Μέχρι το '60, που πήγα –πριν πάω φαντάρος–, πήγα στη Γερμανία, κάθισα εκεί ένα χρόνο περίπου, βοήθησα τον πατέρα μου, πολύ τον αγαπούσα, τον έστελνα λεφτά... Κατατάχθηκα στα ΛΟΚ, λοκατζής ήμουνα, ασυρματιστής, στα σήματα μορς ήμουνα σε όλη την ΕΣΣΟ. ΕΣΣΟ όταν λέμε είναι σε όλη τη σειρά, που λέμε εμείς στο στρατό. Ήμουνα πρώτος, κάναμε διαγωνισμό και έβγαινα πάντα πρώτος, έπαιρνα, έπιανα εκατόν είκοσι γράμματα στο λεπτό. Και είχα την ευκαιρία να... Με προτείναν να πάω στη Νεάπολη στην Ιταλία, εκεί που είναι, η έδρα, που ήτανε, η έδρα του ΝΑΤΟ. Να γίνω εκεί ένας υπάλληλος, ας πούμε, στρατιωτικός υπάλληλος. Δεν πήγα. Εδώ, λαχταρούσα το χωριό. Δεν πήγα. Λάθος μου. Ήρθα εδώ μετά... Αφού συμπλήρωσα χρόνο στο στρατό, σε μια άσκηση έπαθα μια αβαρία, έπαθα διάτρηση στομάχου πάνω στο βουνό. Πολύ δύσκολα γλίτωσα. Ήμουνα είκοσι πέντε μέρες αβοήθητος σε δυο μέτρα χιόνι. Πήγαμε για χειμερινή διαβίωση. Ε μετά, με φέρανε στα Σέρρας, στο νοσοκομείο. Εκεί κάθισα ένα μήνα, έκανα τριάντα μεταγγίσεις, με κάνανε τριάντα φιάλες κάθε μέρα και το αίμα το απέβαλα, δεν το δεχόταν ο οργανισμός. Οι γιατροί είπανε: «Άλλο δεν μπορούμε, θα πεθάνει το παιδί». Τέλος πάντων, τελευταία ένας λέει: «Θα δώσω και εγώ μία», ένας φαντάρος, «θα δώσω στον Γιάννη και εγώ αίμα και να δούμε. Τον αγαπώ πολύ και πρέπει να γίνει». Έδωσε αυτός το αίμα, με το βάλανε, το κράτησα το αίμα... Τέλος πάντων, από κει και μετά άρχισε η ανάρρωση. Πήγα και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, μετά μου δώσαν αναβολή δυο χρόνια και ξανασυνέχισα. Ξαναπήγα στη Γερμανία, εκεί δεν μπόρεσα, τα πράγματα τα βρήκα λίγο διαφορετικά απ' ό,τι ήξερα... Μετά παντρεύτηκα. Γύρισα πίσω και κάναμε μια συνεταιρική δουλειά με τον αδερφό μου το μεγάλο. Ε, αυτός δεν σκεφτόταν όπως εγώ. Και στο τέλος –είχα και οικογένεια– ξεκίνησα να κάνω μάρμαρα, μωσαϊκά, τοποθέτηση μαρμάρων και κατασκευές μωσαϊκών. Δούλεψα σαράντα χρόνια, έβγαλα και από εκεί μια σύνταξη, τέλος πάντων... Και κάναμε, φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα, στο 2022. Βέβαια, μεσολαβήσαν πολλά πράγματα από τότε μέχρι τώρα. Αν πούμε, τώρα, για την υγεία μου... Θυμάμαι, εκείνα τα χρόνια, από τη δεκαετία, στη δεκαετία του '40-'50 να πω, όλοι, επειδή δεν τρώγαμε, ας πούμε, ούτε... Εγώ γάλα δεν έχω πιει καθόλου στη ζωή μου, ούτε κρέας, τέτοια πράγματα, δεν ξέραμε. Και από την πείνα και από την ασιτία που μας έδερνε, ήμασταν συνέχεια άρρωστοι, δηλαδή, είχαμε, δεν ήμασταν ζωηρά παιδιά και αυτό το έβλεπα σε όλο τον κόσμο. Και προχτές ξέχασα να σε πω ότι, όπως τώρα έχουμε το κορονοϊό, τότε είχαμε τη φυματίωση. Η φυματίωση ερχότανε από την ασιτία και από το κρύο. Δεν είχαμε σόμπες τότε, για να καίμε και να ζεσταινόμαστε. Όλοι τυλιγόμασταν με τα παπλώματα, με τα αυτά. Και αν είχαμε λίγα ξύλα... Τέλος πάντων. Ο κόσμος πεινούσε. Να πω και μία περίπτωση ενός γείτονά μας, ο οποίος, επειδή δεν είχε, είχε τρία παιδιά, είχε κάνει, το ένα πίσω απ' το άλλο, πολλή φτώχεια... Και όταν πετούσαμε τις κότες, οι κότες ό,τι ψοφούσανε, από επιδημίες, όπως και τώρα, τις πετούσαμε σε ένα ρέμα. Αυτός πήγαινε τη νύχτα και με ένα φανελάκι διάλεγε την πιο βαριά κότα, την έπαιρνε, ψόφια, την πήγαινε σπίτι και ξεπουπούλιζε, την έσφαζε και την έτρωγε. Για να ζήσει, τίποτα άλλο. Και τα παιδιά του, να πούμε, από κει τα τάιζε, από κείνο το κρέας. Και όλοι λέγανε... Από την μια, τον παρεξηγούσαν και από την άλλη λέγανε: «Τι να κάνει...». Δεν είχε ούτε ψωμί. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα. Αυτή η φτώχεια συνεχίστηκε μέχρι το '60. Βέβαια, δεν ήταν και τόσο... Όσο περνούσαν τα χρόνια, λίγο καλυτέρευαν, αλλά όχι πολύ. Πήγαμε στη Γερμανία, εκεί τα πράγματα αλλάξανε για όλους και για αυτούς που πήγανε και για αυτούς που μείναν εδώ. Αυτοί που μείναν εδώ δεν μπορέσαν να κάνουνε, να καλλιεργήσουνε πιο πολλά χωράφια, γιατί τα 3/4 του πληθυσμού λείπαν στη [00:10:00]Γερμανία. Αυτά τα χωράφια εδώ τα καλλιεργούσαν οι υπόλοιποι, που μείνανε. Τέλος πάντων. Κάτι έγινε. Δεν...
Δηλαδή, έπαιρναν τα χωράφια των ανθρώπων που φύγανε, που μετανάστευσαν...
Τα πήρανε... Τα νοικιάζανε. Πληρώνανε κάθε χρόνο ένα ποσό και... Λοιπόν, από ιατρική ασφάλεια δεν υπήρχε καθόλου. Εγώ, θυμάμαι, είχα αρρωστήσει, κάτι με είχε παρουσιαστεί στο έντερο και με τα γιατροσόφια, με τα πρακτικά... Ερχόταν η άλλη, έλεγε: «Εγώ ξέρω», ερχόταν, μου 'τριβε την κοιλιά, με έκαμνε χειρότερα. Η άλλη έκανε έτσι, η άλλη αλλιώς. Και μια φορά, θυμάμαι, ο πατέρας μου μας πήρε ότι χάνομαι, ήμουνα εγώ 13 χρόνων, ότι έχω τα τελευταία μου, έφερε γιατρό. Έφερε έναν γιατρό, ο οποίος ήτανε σε όλη την περιοχή. Γιατρός εδώ, τον έφερε θυμάμαι... Και μου 'δωσε κάτι χάπια και με εκείνα λίγο συνήλθα και είπε: «Να το ταΐζετε καλά το παιδί, γιατί από την πείνα έπαθε έτσι». Η μητριά δεν μας έδινε. Η μητριά ό,τι είχε, τα 'δινε στα παιδιά της. Η Σοφία, η αδελφή μου, υπέφερε πάρα πολλά. Ήτανε 12 χρόνων, 11 χρονών και την έβαλε και ζύμωνε –ψωμί τότε ζυμώναμε, δεν αγοράζαμε ψωμιά– μια σκάφη μεγάλη έπαιρνε δεκαοχτώ-είκοσι ψωμιά. Τώρα, ένα κορίτσι 10-11 χρόνω να ζυμώνει ψωμί, και όχι ένα ψωμί, είπαμε, δεκαοχτώ ψωμιά μεγάλα, φρατζόλες. Αυτό γινόταν κάθε εβδομάδα. Να πλένει ρούχα, με τα χέρια φυσικά, να σφουγγαρίζει, να καθαρίζει, να κάνει... Και το χωράφι πάλι χωράφι. Δηλαδή, η δουλειά του χωραφιού ήτανε συνεχόμενη, δε σταματούσε καθόλου. Ήμασταν παιδιά μικρά και κάναμε δουλειά που σήμερα δεν τις κάνει ούτε ένας μεγάλος. Έτσι, όλοι γίναμε... Όχι καχεκτικοί, αλλά, τέλος πάντων, δεν αναπτυχθήκαμε κανονικά. Δεν, δεν ζήσαμε καλά. Και τώρα, εμάς η ζωή, η δική μου ζωή άρχισε μετά τα 60.
Να σας πάω πάλι πίσω. Είπατε ότι ο πατέρας σας ήρθε από τη Σαμψούντα. Θυμάστε με τι συνθήκες ήρθε, πώς ήταν όταν ήρθε εδώ...
Κοίταξε. Ο πατέρας μου δεν μας έλεγε τίποτε, γιατί δεν καθόταν να μας... Εκείνος είχε τα προβλήματα του, να πούμε, και το πρόβλημα ήτανε η φροντίδα, τι τρώμε, πώς θα μας ταΐσει για να επιβιώσουμε, να πούμε. Η γιαγιά μου μας έλεγε μερικά πράγματα. Εκεί στον Πόντο, στη Σαμψούντα, έξω απ' τη Σαμψούντα, ένα προάστιο, εκεί ζούσανε, ήτανε, ζούσανε καλά. Όταν λένε καλά, ήτανε αγρότες, αλλά ο παππούς μου ήταν επιχειρηματίας-αγρότης και ήτανε καλά. Όταν αρχίσανε τότε η προπαγάνδα, ας πούμε, των Τούρκων για να διώξουνε τους Έλληνες και έπρεπε να βρουν κάποιες αφορμές, βάλανε τους λαούς μεταξύ τους, ας πούμε, τους Έλληνες με τους Τούρκους να τρώγονται... Ο παππούς μου σκότωσε ένα Τούρκο. Και μπήκε φυλακή τρία χρόνια και τρεις μήνες. Πριν ξεψυχήσει αυτός είπε, εκεί στους... Δηλαδή, ξεψυχώντας είπε: «Να πείτε τον», ξέρω 'γω, ποιον είχαν εκεί πέρα δικαστή, «να μην το βάλουν φυλακή τον Δημοσθένη, γιατί εγώ τον προκάλεσα». Παρόλα αυτά, έφαγε τρία χρόνια και τρεις μήνες. Κάθισε μες τη φυλακή. Και εκεί οι φυλακές στη Τουρκία ήτανε... Δεν είναι όπως εδώ, δηλαδή, να τρων και να κοιμούνται μέσα εκεί. Όλη μέρα δουλεύανε, φαΐ δεν τους δίναν καθόλου, έπρεπε να έρθουν από το σπίτι να τους δώσουνε. Αν δεν τους δώσουν, αν δεν τους φέρουν φαΐ από το σπίτι, δεν τρώγανε και πεθαίνουνε. Αυτό το είχαν. Η γιαγιά μου, κάθε μέρα, αυτό μας το 'λεγε η γιαγιά μου, συνέχεια. «Τρία χρόνια και τρεις μήνες μαγείρευα δύο φορές την ημέρα. Πήγαινα στον παππού φαΐ, έκοβα καπνό, τον πήγαινα με τσιγαρόχαρτα και τον συντήρησα εκεί». Μόλις έφυγε απ' την Τουρκία, φύγαν από κει, γιατί έπρεπε να φύγουνε, ταλαιπωρηθήκανε πολλούς μήνες –δεν με είπε πόσους– στα βουνά. Και τρώγανε ό,τι βρίσκαν, ας πούμε. Δηλαδή, περπατώντας, όπως ερχόσανε. Μέχρι Τραπεζούντα ήρθαν με τα πόδια, πολλά χιλιόμετρα. Και πιο πολύ, νύχτα περπατούσαν για να μην τους δούνε οι Τούρκοι, γιατί ήτανε, είχε γίνει, το μικρόβιο είχε μπει, δηλαδή, πολύ βαθιά. Και πολύ τους κυνηγούσανε. Μετά, απ' την Τραπεζούντα πήραν ένα πλοίο και ήρθανε σε ένα νησί στο Ιόνιο... Πώς το είπε; Στη Λευκάδα. Εκεί δεν τους ήθελαν οι Έλληνες, οι ντόπιοι, εκεί πέρα. Και δεν τους δίναν ούτε νερό να πιούνε. Αναγκάστηκαν και φύγαν από κει και ήρθανε εδώ στη Μακεδονία. Και αφού ήτανε καπνοπαραγωγοί, ας πούμε, στο επάγγελμα και ξέραν τα καπνά, είπαν: «Να πάμε στη Μακεδονία, εκεί που κάνουν καπνά». Και ήρθαν εδώ στη Δράμα, εγκατασταθήκανε στη Δράμα μέσα. Είπαμε, ο παππούς μου επιχειρηματίας, μυαλό πολύ κοφτερό, αμέσως άρχισε, απλώθηκε, έκανε πολλά καπνά, έκανε δυο σπίτια, ένα στο χωριό και ένα στη Δράμα. Και το οικόπεδο στη Δράμα το είχε αγοράσει, ήτανε πολύ προοδευτικός. Πέθανε το '36, ηλικία 63 χρονών. Τέλος πάντων, εμένα η γιαγιά μου με μεγάλωσε σαν μάνα, ας πούμε, γιατί ήξερε ότι εγώ ήμουνα ο πιο μικρός, πάντα ήμουνα όλο... Σε ό,τι γινότανε υποχωρούσα συνέχεια, ήμουνα ένα φοβισμένο παιδί. Και, θυμάμαι, όταν πηγαίναμε στο σχολείο από δω, στο γυμνάσιο στο Δοξάτο, περπατούσαμε το πρωί 5 χιλιόμετρα μέχρι να πάμε εκεί και 5 μετά το μάθημα να γυρίσουμε. Αυτά γινότανε χωρίς να φάμε πρωινό. Ποτέ η μητριά μου δεν σηκώθηκε το πρωί και να πει: «Αυτός ο άνθρωπος έχει πέντε ώρες μάθημα και μια ώρα δρόμο να πάει και μια να γυρίσει, εφτά ώρες, νηστικός εφτά ώρες... Πώς θα αντέξει;». Αυτά τα πράγματα δεν τα σκέφτηκε καθόλου. Τα παιδιά της περνούσανε πολύ καλά, πλουσιοπάροχα δηλαδή, το χαρτζιλίκι τους μπόλικο, το φαΐ πάντα διαλεχτό... Εμάς μας είχε έτσι. Τέλος πάντων, τι σκεφτότανε... Ο Θεός και η ψυχή τους. Και αυτά και πολλά άλλα με κάναν και διέκοψα. Λέω δεν γίνεται έτσι. Γιατί φορούσα κάτι ρούχα πάντα, όσα δεν χωρούσε... Ο αδερφός μου μεγάλωνε και, όταν τα ρούχα δεν τον χωρούσανε, τα πετούσε και τα 'παιρνα εγώ. Εκείνα ή φαρδιά ήτανε ή κοντά ήτανε, τα παπούτσια του, τα αυτά του, όλα, οι κάλτσες μας είχαν από πίσω απ' τη φτέρνα, η μισή φτέρνα φαινότανε, γιατί ήταν τρύπιες, δεν μας μπαλώναν, δεν μας κάνανε, περνούσαμε από τα παιδιά, από τους συμμαθητές και όλοι μας κοροϊδεύανε... Είχαμε και αυτό το, σήμερα που λένε, bullying, αυτό εμείς το 'χαμε φάει με το κουτάλι. Και λέγανε: «Οι γύφτοι απ' τα Κύργια, οι γύφτοι», να πούμε, «οι τσιγγάνοι». Και αυτά δεν τα ανεχόμουνα, διέκοψα και λέω άντε. Ας πάει και αυτό έτσι. Και φτάσαμε σε ένα σημείο. Το λάθος μου ήτανε που δεν έμεινα στο στρατό. Έπρεπε να μείνω, θα περνούσα πολύ καλά και θα είχα και καλύτερη εξέλιξη.
Οι γονείς σας, όταν ήρθαν, τι γλώσσα μιλούσαν;
Όταν;
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι γονείς σας μιλούσαν ποντιακά;
Ποντιακά.
Ελληνικά;
Ο πατέρας μου μιλούσε και ελληνικά, είχε πάει στο σχολείο εκεί. Ήτανε παιδί εύπορου ανθρώπου, ας πούμε. Και γιατί εκεί, ξέρεις, στο Πόντο, έξω κι αλλού ακόμα, οι Τούρκοι, ο πρόεδρος του χωριού ήταν Τούρκος φυσικά, ο Διοικητής αυτός που ήταν ο ανώτερος τους, είχε το δικαίωμα να κάνει, να κάνει ό,τι θέλει, ας πούμε, στο πληθυσμό. Ανάμεικτοι ήτανε οι κάτοικοι, δηλαδή, Τούρκοι και Έλληνες ζούσαν μαζί, ζούσανε. Ήταν αγαπημένοι πάντα. Ε μετά μπήκανε τα πολιτικά μέσα, τέλος πάντων, κάνανε, όταν ήρθε αυτή η διένεξη μεταξύ τους... Ο πατέρας μου μιλούσε ελληνικά πολύ καλά, διάβαζε, ήταν καλός. Η γιαγιά μου ήξερε μόνο ποντιακά, μόνο ποντιακά. Και πολλοί που ήρθαν απ' το ίδιο χωριό, από κει, ξέρανε μόνο τούρκικα. Μόνο τούρκικα, δηλαδή, ο πατέρας μου είχε πολλούς χωριανούς εδώ, στο χωριό που ζούσαν, που ήρθαν εδώ. Από κει, και κει ήταν χωριανοί και δεν ξέρανε ούτε μία λέξη ελληνική. Γιατί δεν τους επέτρεπαν. [00:20:00]Κάποτε λέγανε –εγώ μικρός ήμουν, τ' άκουγα– ότι ο Μεταξάς, ο δικτάτορας, είχε απαγορεύσει να μιλάνε τουρκικά εδώ πέρα τους Έλληνες και τους ανάγκασε να μάθουν ελληνικά. Ε, τώρα ένας γέρος 60-70 χρόνων τι ελληνικά να μάθει... Το μυαλό ήτανε σφουγγάρι. Και μάθανε πέντε λέξεις και εκείνες τις λέγανε όπως να 'ναι. Κατά τα άλλα, μέσα στα καφενεία, ποντιακά μιλούσανε όλοι. Ε και εμείς επηρεαστήκαμε πολύ. Όταν γράφαμε έκθεση, μέσα στην έκθεση, μας ξέφευγε και μια λέξη ποντιακή. Ε, και όταν τις διάβαζε ο δάσκαλος ή ο καθηγητής μετά στους μαθητές, αυτή η ποντιακή λέξη χαλούσε όλη την ποιότητα της έκθεσης. Όλοι γελούσαν εις βάρος μας. Περάσαμε πολύ άσχημα, πολύ δύσκολα χρόνια. Δηλαδή, από τη μια υγεία, αρρωσταίναμε, δεν είχαμε γιατρό, δεν είχαμε να φάμε. Έξω δεν είχαμε ρούχα να βγούμε. Μετά, ένα ρούχο μάς έλειπε, θέλαμε να πάμε, γίναμε 17-18 χρόνων, πάμε να γαμπρίσουμε, ξέρω 'γω, αγαπούσαμε την τάδε, λέγαμε να πάμε. Πότε του παπούτσι, τα παπούτσια μας έλειπαν, πότε παντελόνι δεν είχαμε, αγοράζαμε κείνα, δεν είχαμε πουκάμισο... Πάντα κάτι μας έλειπε, δεν περάσαμε, δηλαδή, πολύ δύσκολη ζωή.
Και οι άνθρωποι, οι οποίοι μιλούσαν μόνο ποντιακά όταν ήρθαν, πώς έγινε η διανομή των κτημάτων;
Η διανομή.
Αφού δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τις αρχές...
Κοίταξε, η διανομή... Εδώ κατοικούσαν Τούρκοι. Η ανταλλαγή έγινε, φύγανε οι δικοί μας από κει κυνηγημένοι, δεν πήραν μαζί τους τίποτα, ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν στην πλάτη... Και... Ενώ οι Τούρκοι από δω φύγανε μέχρι –έτσι λέγαν οι παλιοί– ότι πήραν και τις γάτες μαζί τους, δηλαδή ήτανε, φύγανε άνετα. Ήταν αυτή μια κακή συμφωνία που έκανε ο Βενιζέλος με τον Κεμάλ, δηλαδή, γιατί αυτοί να φύγουνε, να πάρουνε όλα τα υπάρχοντα και οι δικοί μας εκεί μέχρι και τις λίρες που είχανε... Γιατί η λίρα ήτανε το νόμισμα που συναλλάσσονταν με τα εμπορεύματα και τα λοιπά. Και τις λίρες ακόμα τις θάψανε, γιατί δεν μπορούσαν να τις κουβαλήσουνε. Και πολλοί πήγανε μετά, τώρα, τα τελευταία χρόνια, πήγανε και ψάχναν τις λίρες που θάψανε... Όλα χαθήκανε. Λοιπόν. Ήρθαν εδώ, έπρεπε να πάρουνε, έπρεπε να ζήσουνε. Τους δώσανε ένα κλήρο. Το χωριό γύρω στις 10.000 στρέμματα. Οι κάτοικοι ήτανε γύρω στους 7.000. Και έπρεπε να γίνει αυτή η διανομή εξίσου σε όλους, ο καθένας ανάλογα με τα μέλη της οικογένειάς του, έπαιρνε και τα ανάλογα στρέμματα. Ο κλήρος ήτανε 17 στρέμματα, αυτός που είχε δύο παιδιά έπαιρνε 17 και ένα τέταρτο, αυτός που είχε τρία παιδιά έπαιρνε 17 και μισό, κάτι τέτοια. Τέλος πάντων, τα χωράφια εδώ άγονα, μόνο καπνά κάμνανε, και κείνο αν έβρεχε. Δεν βοηθούσε, δηλαδή, το μέρος. Και η διανομή η πρώτη έγινε το '27, το 1927. Και των οικοπέδων και των χωραφιών. Τώρα, αυτοί που δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά... Αυτοί που μοιράζαν τα χωράφια, δηλαδή, τους ρίχνανε πάντα, τους δίνανε χωράφια άγονα, σε μια γωνία, σε μια κατηφόρα, δίπλα σε ένα ρέμα, κάτι τέτοια. Όλοι αυτοί έχουν αδικηθεί. Και αυτοί που ξέρανε πέντε γράμματα και ξέρανε και πέντε ελληνικά, πήραν χωράφια και τι... Αφού όλα άγονα ήτανε, δεν ήτανε... Το 1963-'64 ξεκίνησε εδώ, ξεκίνησαν να κάνουνε αρδευτικό δίκτυο. Ξεκινήσανε με πολύ λίγα στρέμματα και λίγο-λίγο ο κάμπος μας όλος τώρα είναι αρδευτικός, αρδεύεται. Αλλά δεν μείνανε οι άνθρωποι τώρα και αυτά που παράγουν δεν έχουν καμία αξία. Θυμάμαι κάποτε δίναμε –γύρω στο '60, 1960– δίναμε 100 κιλά σιτάρι στο μύλο και μας έδινε εκατό φρατζόλες, εκατό ψωμιά. Τώρα αυτή η αναλογία έχει απομακρυνθεί πολύ. Τώρα, δηλαδή, άμα πουλήσεις 100 κιλά στάρι, θα πάρεις δεκατέσσερα ευρώ και θα αγοράσεις έξι ψωμιά. Πού έξι ψωμιά και πού εκατό; Σκέψου πόσο, πόσο αδικημένοι είναι αυτοί οι αγρότες. Εδώ, τώρα, τα καπνά ήταν η βασική μας παραγωγή, απ' αυτά, με αυτά ζούσαμε. Σήμερα δεν παράγει, ούτε ένα φύλλο καπνού δεν παράγεται. Όλα έχουνε σταματήσει, στάρια δεν παράγουνε, τα χωράφια τα εκμεταλλεύονται δυο-τρεις μεγαλοαγρότες και αυτοί κλέβει, γιατί λένε πότε το γάλα δεν μπορούν να πουλήσουνε, πότε το στάρι δεν μπορούν να πουλήσουνε, πότε το βαμβάκι... Δεν έμεινε ζωή εδώ πέρα, δεν υπάρχει ζωή. Και όλοι τρέξαν τα παιδιά τους να τα σπουδάσουνε. Σπουδάσαμε τον Γιώργο και είναι άνεργος. Πουθενά δεν παν τα πράγματα καλά. Σπουδάσαμε τη Βάσω, 40 χρόνων έγινε και δύο εξάμηνα δούλεψε σε λύκειο, δίδαξε. Μέχρι τώρα ποιος θα την κοίταζε; Αν δεν ήμουν εγώ, τι θα 'καμνε αυτή; Ή έπρεπε να ζητιανέψει, ή έπρεπε να πάει πού;
Και είπατε ότι το '41 πέθανε η μητέρα σας. Μου είχατε πει ότι τότε ο πατέρας σας θα σας έδινε για υιοθεσία...
Ναι, με πήγε μέχρι... Από εδώ, 5-6 χιλιόμετρα. Η Δράμα απέχει από δω, έτσι κοφτά, γύρω στα 15. Με πήγε. Εδώ έχουμε ένα ποτάμι, το λέμε κουρουτσάι. Κουρουτσάι θα πει ξερό ρέμα. Αυτό τρέχει μόνο όταν, σε μεγάλες βροχές. Με έβαλε στο γάιδαρο, στο σαμάρι που λέμε, στην αγκαλιά του με είχε... Και με πήγε να με δώσει ψυχοπαίδι. Κάπου. Και είχε έναν... Μακρινός συγγενής ήταν αυτός, δεν είχε παιδιά και με πήγε εκεί. Ήθελε να με πάει εκεί, να με αφήσει και να φύγει. Και εγώ, ήτανε Νοέμβρης, κρύο έκαμνε, με είχε τυλιγμένο, ξύπνησα, φαίνεται κρύωσα, ήμουνα 2 χρόνων και κάτι... Και κοίταξα το μέρος, άγνωστο εκεί πέρα, και λέω: «Μπαμπά, πού με πας;» Και συγκινήθηκε, έκλαψε. Έκλαψε και «Το σκέφτηκα», λέει, «να συνεχίσω το δρόμο, να γυρίσω πίσω. Και σκέφτηκα και είπα «Έχεις στο σπίτι άλλα δυο παιδιά, ό,τι γίνουν εκείνα, ας γίνει και αυτό». Γιατί όλοι από πείνα κινδυνεύαμε να πεθάνουμε. Και γύρισε πίσω. Εν τω μεταξύ, δεν υπήρχαν τότε συγκοινωνίες, αυτοκίνητα και τα λοιπά, είχαμε μια επικοινωνία, ο πατέρας μου είχε μια επικοινωνία πολύ δύσκολη και αυτή... Και έλεγε αυτός μετά, τον είπε τον πατέρα μου: «Γιατί δεν το έφερες το παιδί; Εγώ θα το μεγάλωνα». Μετά από κάνα-δυο χρόνια, τρία, ανταμώσανε. Τέλος πάντων, τον είπε την περίπτωση. Με έφερε εδώ. Η γιαγιά μου, άμα δεν ήταν η γιαγιά μου, η οποία πέθανε το 1961, 87 χρονών. Εγώ ήμουνα τότε 20 χρονών, όταν πέθανε, 21 και πάντα, μέχρι να πεθάνει, με πρόσεχε. Η δε μητριά... Ο πατέρας μου πέθανε από κεραυνό έξω απ' το χωριό εδώ πέρα, πού είναι το στρατόπεδο, πέθανε από κεραυνό το '71, σε ηλικία 62 χρόνων. Και η μητριά μου πέθανε πριν τρία χρόνια, 103 χρονών. Και μας άφησαν εδώ, 'ντάξει, φυσιολογικά παν όλα...
Και το '41, την ίδια χρονιά, μου 'χατε πει ότι είχε γίνει και μία σφαγή...
Η σφαγή έγινε εδώ πάνω, που εγώ μωρό ήμουνα, τέλος πάντων. Έγινε σφαγή, σφάξανε... Κάνανε μια προβοκάτσια, ας την πούμε. Βούλγαροι σκότωσαν κάποιο Βούλγαρο και είπαν ότι τον σκοτώσαν οι Έλληνες, κάναν επανάσταση οι Έλληνες. Και είπανε: «Θα κάνουμε σφαγή». Πιο μπροστά είχε γίνει η σφαγή στο Δοξάτο και σφάξαν πολλούς εκεί. Σου λέει και εδώ θα 'χουμε, πήγαν στο βουνό οι δικοί μας. Ξέρανε ποια μέρα θα γίνει η σφαγή, πήγαν στο βουνό, εδώ στο Καρά Ορμάν, που λέμε, Καρά Ορμάν θα πει «μαύρο βουνό». Πήγαν εκεί, από πίσω πήγαν [00:30:00]και οι Βούλγαροι για να τους κυνηγούσανε. Εγώ δεν ξέρω, δεν είπε κανένας αν ήμουνα εκεί πάνω ή όχι. Αλλά ένα γειτονάκι μας, το είχε πάρει η γιαγιά του και η μάνα του επάνω στο βουνό και πεινούσε, κρύωνε και έκλαιγε. Και έλεγε η γιαγιά του: «Σφάξτε το, σκοτώστε το, πνίξ' το το παιδί. Πνίξ' το, γιατί κλαίει και θα μας ακούσουνε οι Βούλγαροι, θα 'ρθουν να μας σφάξουνε». Το παιδί τελικά δεν το πνίξανε και έζησαν όλοι και γυρίσαν πίσω, αλλά εκείνη τη μέρα σφάξανε, γύρω στα εκατόν εβδομήντα άτομα σφάξανε εδώ πάνω. Και κάθε χρόνο γιορτάζουνε, κάνουνε μνημόσυνο εδώ πάνω. Παρέα, κόσμος εκεί. Ε, κάναμε, πολλά είδαμε, τέλος πάντων, μέχρι το '49 συνέχεια είχαμε επεισόδια... Με τον Εμφύλιο, το '49 σταμάτησε ο Εμφύλιος. Μέχρι τότε, οι γονείς μας ήτανε, έπρεπε να αμυνθούνε, ήτανε, είχανε ιδρύσει τότε τα ΤΕΑ, που λέμε, Τάγμα Εθνοφυλακής... Το άλφα δεν ξέρω...
Αμύνης.
Άμυνας λέγεται, πώς λέγεται... Όλη μέρα, όλη νύχτα φυλάγανε σκοπιές και περιπολίες κάνανε στο χωριό, γιατί κατέβαιναν οι συμμορίτες, ας πούμε, και κάνανε ληστείες, δέρνανε, χτυπούσαν, βιάζανε... Και την ημέρα στο χωράφι. Τι να σε κάνει; Δεν μπορούσανε... Δηλαδή, πολύ ταλαιπωρήθηκε και ο πατέρας μου. Όταν πέθανε, όταν τον χτύπησε ο κεραυνός και πέθανε, οι πιο πολλοί λέγανε: «Έλα μωρέ, γλίτωσε ο άνθρωπος». Ήταν 62 χρόνων, αν τον έβλεπες, θα 'λεγες: «Είναι αυτός γύρω στα 90...».
Θέλετε να μου πείτε πρώτα για τους Βούλγαρους, ό,τι θυμάστε...
Τους Βουλγάρους;
Πότε ήρθαν...
Απ' τους Βουλγάρους, εγώ, όταν ήρθανε, εγώ ήμουνα πολύ μωρό. Λένε, λέγανε και οι γυναίκες ότι, όταν η μάνα μου αρρώστησε, υπήρχαν οι Βούλγαροι εδώ, το '41, και τη βοηθήσανε για να τη θεραπεύσουνε. Δηλαδή, αυτή είχε μείνει έγκυος στο τέταρτο παιδί και λόγω της Κατοχής και της φτώχειας δεν ήθελε να το κάνει το παιδί. Γιατί δεν υπήρχανε για να κάνουν τις αποβολές που κάνουν σήμερα και τα λοιπά. Και είπαν ότι στον Άγιο Αθανάσιο είναι ένας, να μην πω το όνομά του, ότι κάνει κάτι φάρμακα και αποβάλουν το παιδί. Πήγαν τρεις γυναίκες από δω, τρεις φιλενάδες, η μάνα μου και δυο άλλες γυναίκες, πήγαν και τον βρήκανε, τον παρακαλέσανε, τους έδωσε το φάρμακο, ήρθαν εδώ... Η μάνα μου δεν το πήρε, γιατί δεν ήτανε, σου λέει: «Μήπως πάθω τίποτα». Ρωτάει τις φιλενάδες: «Τι έγινε; Τι κάνατε;». «Εμείς το πήραμε το φάρμακο και είμαστε μια χαρά». «Να το πάρω και εγώ τότε». Το πήρε... Εν τω μεταξύ, αυτές, όμως, δεν το είχαν πάρει το φάρμακο. Τη γελάσανε. Πήρε το φάρμακο, το ήπιε και δηλητηριάστηκε. Σαράντα μέρες έκανε, έδινε αγώνα για να επιβιώσει. Και οι Βούλγαροι –ήταν εδώ τότε το '41, έτσι λένε τώρα αυτοί οι γείτονες εκεί–, οι Βούλγαροι πολύ προσπαθήσαν να την σώσουνε. Και γιατρό φέρανε, αλλά ήταν αργά. Μετά που πήρε το φάρμακο σε σαράντα μέρες πέθανε, 15 Αυγούστου του 1941 σε ηλικία 29 ετών. Λοιπόν. Ε, από κει και μετά, τα είπαμε, άρχισαν τα βάσανα. Όλοι και εγώ, πιο μικρός, πιο πολύ τυραννήθηκα. Και η αδερφή μου, η Σοφία, και αυτή πολύ τυραννήθηκε και ο αδερφός μου τα ίδια, ήταν 5 χρόνων όταν πέθανε η μάνα μου. Η αδελφή μου ήταν 3 και εγώ ήμουν 1,5. Τι άλλο να πούμε;
Οι Βούλγαροι–
Κανένα καλό δεν έχουμε να πούμε...
Οι Βούλγαροι που έμεναν όταν... Στο χωριό, πού... Οι Βούλγαροι πού έμεναν στο χωριό;
Πού έμεναν;
Οι Βούλγαροι.
Οι Βούλγαροι είχαν εδώ, στο κέντρο του χωριού –που λέμε Οργαντζή–, είχανε, είχανε κάτι κτίσματα εδώ πέρα που ήτανε αστυνομία. Φυσικά, χωροφύλακες ήτανε, δεν ήταν, οι Βούλγαροι... Ήτανε ο αστυνομικός σταθμός, εδώ μένανε... Ήταν και το κοινοτικό κτίριο, ας πούμε, σήμερα που είναι το Δημαρχείο. Και εκεί μένανε. Ήταν καμιά δεκαριά αυτοί. Καμιά δεκαριά, αλλά επειδή δέρνανε πολύ, ήταν πολύ αυστηροί, δεν χρειαζόταν παραπάνω. Είχαν και τους γύρω-γύρω, τους χαφιέδες, ας πούμε, που δίναν πληροφορίες... Μέναν εδώ αυτοί κάνανε ό,τι... Ό,τι θέλαν κάνανε. Έχει πέσει πάρα πολύ ξύλο, έχει πέσει, δηλαδή, πολλά πράγματα. Κάθε βράδυ, πηγαίνανε και παίρνανε το κουπόνι, ψωμί, ήτανε καλαμποκίσιο ψωμί, μπομπότα που λέγαμε. Και επειδή το στάρι, το σταρίσιο το ψωμί, το παίρνανε, το στάρι το κουβαλούσαν στη Βουλγαρία. Εκεί αυτοί τρώγαν το σταρίσιο ψωμί και εμείς τρώγανε το καλαμποκίσιο, γιατί ήταν πιο φθηνό και πιο... Εμείς με τη μπομπότα, για αυτό και τα στομάχια μας... Εγώ, σε ηλικία 12 και πιο μικρός ακόμα, 11 χρόνων, ήμουνα στομαχικός, είχα στομάχι. Από την πείνα ήτανε. Και λέγανε, μετά λέγανε οι γιατροί: «Ε μωρέ», έτσι με λέγανε, «από την πείνα έχεις γίνει στομαχικός», είχα έλκος. Και πονούσα πολύ και, όταν τη νύχτα κοιμόμουνα, δαγκούσα το πάπλωμα, έτσι, από το αυτό, για να ξεθυμάνω, για να με περάσει ο πόνος. Αφού τα δόντια μου όλα πέσανε από το δάγκαμα που έκανα στο πάπλωμα. Και όταν πήγα φαντάρος, μετά, μετά την αναβολή που πήρα, το '64, το '63-'64, μετά την αναβολή, αφού ξαναπαρουσιάστηκα, πήγα έκανα εγχείρηση στο στομάχι και σταμάτησαν οι πόνοι. Εκεί που λέγαμε τους γιατρούς, λέγανε και η φυματίωση και το έλκος στομάχου, ήταν όλα από την πείνα, ήταν όλα από την ανέχεια. Εγώ δεν είχα φάει κρέας στη ζωή μου μέχρι μέχρι τα 17 μου, τα 18. Και καμιά κότα που εσφάζαμε, την τρώγαν οι άλλοι. Εγώ, σε μας δεν, δεν ερχόταν το φαΐ, δεν έφτανε. Κάνα φρούτο που τρώγαμε και ψωμί. Ψωμί, ελιές, ψωμί, ελιές, κρεμμύδι, ψωμί, τέτοια, αυτά ήτανε, αυτά ήταν το φαΐ μας.
Μου λέγατε για το κουπόνι... Για το κουπόνι ξεκινήσατε να μου λέτε κάτι... Που παίρνατε κουπόνι...
Ε, το κουπόνι... Κοίταξε, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας, δίνανε φέτες. Κόβανε μια φέτα... «Πόσα άτομα είσαστε;». «Πέντε». «Πέντε φέτες ψωμί». Άλλοι που ήταν οχτώ άτομα, παίρναν οχτώ φέτες ψωμί. Σκέτο ψωμί, για το φαΐ δεν υπήρχε καμία αυτή. Τώρα, ό,τι, οι γονείς μας, ό,τι μπορούσαν και κρύβαν και κλέβανε... Κλέβανε. Κλέβανε από τα χωράφια τους, δηλαδή, απ' την παραγωγή τους. Κλέβανε μερικά πράγματα, στάρι συνήθως κλέβανε. Θυμάμαι εγώ, ο πατέρας μου μέσα στο στάβλο είχε κάνει, είχε ανοίξει ένα λάκκο, είχαμε τότε ένα γαϊδούρι, τα ζώα μας αυτά ήταν όλα κι όλα. Ένας γάιδαρος για να κάνουμε τα καπνά. Και άνοιξε ένα λάκκο και έβαλε δύο βαρέλια εκεί μέσα και τα γέμισε στάρι. Όταν ήθελε να κάνει η γιαγιά μου αλεύρι και κορκότο για να φάμε, πιλάφι, ανοίγαν εκεί, παίρναν τις κοπριές από εκεί, παίρνανε λίγο στάρι, το κάναν με τους χειρόμυλους, το αλέθανε... Ε, το αλεύρι γινότανε ψωμί και αυτό που ήτανε χοντρό λιγάκι, που έμενε πάνω-πάνω, εκείνο το κοσκίνιζε και το έκανε η γιαγιά μου πιλάφι και τρώγαμε. Ήταν το καλύτερο αυτό. Μας έκανε και μακαρόνια τότε με το χέρι, θυμάμαι. Λάδι δεν υπήρχε, χωρίς λάδι, όλα ήταν χωρίς λάδι. Το λάδι, το λάδι, πρώτη φορά, το λάδι, το γνώρισα όταν ήμουνα 12-13 χρόνων. Και ήταν πανάκριβο και το τρώγαμε με το σταγονόμετρο. Παρόλο που είχαν φύγει οι Βούλγαροι, αλλά ήταν, είπαμε, ήταν η φτώχεια, η ανέχεια. Αυτά ήτανε τα χρόνια μας. Και σήμερα, έχουμε παράπονα, γιατί δεν ζούμε καλά. Δεν ξέρω. Ο άνθρωπος φαίνεται είναι αχάριστος. Εγώ αισθάνομαι ότι ζω καλά, ότι είμαι σε καλή κατάσταση, έχω την υγεία μου τώρα, είμαι 82 μισό, περνάω καλά με την οικογένειά μου, ζω καλά και είμαι ευχαριστημένος, γιατί θυμάμαι τα παλιά. Τώρα, πώς ζουν οι άλλοι που εκμεταλλευτήκανε, που καταχραστήκανε, που κλέψανε, που κάνανε, που βρήκαν ευκαιρίες και τις [00:40:00]εκμεταλλευτήκανε, αυτούς εγώ δεν τους δίνω σημασία, δεν τους παίρνω υπόψη καθόλου. Τι να το κάνω. Αλλά, ζούμε καλά.
Κύριε Γιάννη, συγγνώμη, είχατε, είχαμε μείνει στο σημείο που είχατε κρύψει το στάρι. Μετά τι έγινε; Ήρθανε, το βρήκαν οι Βούλγαροι το–
Όχι, εκείνο δεν το βρήκαν καμιά φορά, ξέρανε, όμως, ότι κάτι συμβαίνει και ήρθε ένας απ' αυτούς που ήτανε... Απ' τους δωσίλογους, που ήταν πάντα με τους Βούλγαρους μαζί. Ήρθε και λέει τη γιαγιά μου: «Πού είναι ο Γιώργος;». Ο πατέρας μου. Λέει: «Στο χωράφι. Δεν ξέρω πού είναι». Λέει: «Το στάρι πού το 'χετε;». «Δεν έχουμε στάρι». «Το στάρι», λέει, «γιατί, άμα το βρω, θα σε κάνω... Θα σε σκοτώσω». «Δεν το 'χω», λέει. Λέει: «Κάτσε κάτω». Κάθεται η γιαγιά μου, βγάζει από την τσέπη του ένα ψαλίδι και την κούρεψε. Εγώ ήμουνα μωρό, τόσος ήμουνα, 5, 5 χρόνων. Μπροστά μου. Έκλαιγε η γιαγιά μου, έκλαιγα και εγώ. Και τη λέει: «Και την άλλη φορά που θα 'ρθω, άμα δεν με πεις πού είναι το στάρι, δεν γλυτώνεις». Αλλά, όταν έφυγε εκείνος, η γιαγιά μου πάλι, 'ντάξει, σου λέει, γλιτώσαμε. Πάντα ζούσανε με το άγχος, δηλαδή, δεν ξέρανε αν αύριο θα ζήσουνε ή θα πεθάνουνε ή θα τους σκοτώσουνε ή θα τους... Πολύ, πολύ, είχαμε πολύ σκληρή Κατοχή, πολύ κακή Κατοχή είχαμε εδώ. Οι Βούλγαροι ήτανε σκληροί τύραννοι, κατακτητές.
Άλλα περιστατικά θυμάστε από την Κατοχή, άλλα περιστατικά;
Άλλα περιστατικά... Όταν έβλεπα εγώ τους χωροφύλακες, έκλαιγα, τους φοβόμουνα... Από τη στολή που φορούσανε. Ο ένας δεν έδινε σημασία πολλή, ένας που τον λέγανε, Γιοβάν τον λέγανε, θυμάμαι... Αυτός με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με έδινε κάτι τετραγωνάκια, σαν τα ζάρια, να πούμε, κάτι από ζάχαρη φτιαγμένα. Και με έδινε εκεί πέρα και με το 'βαζε στο στόμα και εγώ σταματούσα, δεν έκλαιγα. Και μετά, με άφηνε, δηλαδή, υπήρχαν μέσα και άνθρωποι λίγο ανθρωπιστές, ας πούμε. Είχαμε και έναν άλλο σκληρό, τον λέγανε Βόρι. Αυτός ήτανε... Δεν ήταν Βούλγαρος καθεαυτό, ήτανε από ένα χωριό της Δράμας. Έγινε, δέχτηκε τη βουλγαρική υπηκοότητα, τη βουλγαρική αυτή, ξέρω 'γω, ονομάστηκε Βούλγαρος, φόρεσε τη στολή του χωροφύλακα και ήταν εδώ, έγινε τύραννος των Ελλήνων. Είχαμε και τέτοιους εδώ. Εγώ, απ' την Κατοχή, πολλά πράματα δε μπορώ, γιατί θυμάμαι τους τελευταίους μήνες της Κατοχής. Ε μετά, όταν φύγαν αυτοί, το '46 πρέπει να ανοίξαν τα σχολεία, τότε θυμάμαι πρέπει να ήτανε. Πήγα πρώτη τάξη... Δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε, γιατί το σχολείο το γκρεμίσανε, το κάψανε... Μάλλον το γκρεμίσανε οι Βούλγαροι, ήταν δίπλα στην εκκλησία. Εκεί σκοτώθηκε και ένας από τους Έλληνες, Ανέστης Χατζηβασιλειάδης λεγότανε, έπεσε πάνω του ο τοίχος και τον σκότωσε. Και εγώ, έτσι, σαν παιδί που ήμουνα και όλη μέρα γυρνούσα στο αυτό, βρέθηκα εκεί και τον είδα που 'τανε, που έπαιρνε βαθιές ανάσες... Τον είχανε στη γωνία, στην εκκλησία δίπλα και όλοι περιμένανε τι θα γίνει. Τελικά πέθανε και εμάς μας διώξανε όλους, μας είπαν: «Φύγετε». Αυτό το θυμάμαι.
Πώς βρέθηκε εκεί όταν γκρέμιζαν τον τοίχο, πώς ήταν εκεί;
Κοίτα. Αυτοί... Τώρα, εκεί πώς βρέθηκε... Αυτοί ήτανε, οι Βούλγαροι οι ίδιοι χωροφύλακες δεν δουλεύανε, δεν τα γκρεμίζανε, βάζανε δικούς μας ανθρώπους, ας πούμε. Αυτός ήταν τότε παλικάρι. Θυμάμαι, πρέπει να είχε και δύο κορίτσια αυτός. Η μία ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από μένα και η άλλη δυο χρόνια μικρότερη. Και τα είχε αναλάβει, μετά, ο παππούς και τα μεγάλωσε αυτά τα κορίτσια. Ανέστης Χατζηβασιλειάδης, εγώ το θυμάμαι καλά. Από την Κατοχή μόνο αυτά τα λίγα πρέπει να θυμάμαι, γιατί...
Μου 'χατε πει και για–
Θυμάμαι και μια άλλη περίπτωση. Πεινούσα και με λέει η γιαγιά μου... Λέω τη γιαγιά μου: «Πεινάω». Με λέει: «Τι να σε δώσω; Δεν έχω τίποτα». Εμένα πονούσε η κοιλιά μου. Αυτό το έχω πει και στα παιδιά πολλές φορές. Με λέει: «Πάνε στη νονά σου, εκείνη μπορεί, εκείνοι έχουνε πάντα». Η νονά μου ήταν δίπλα στην εκκλησία το σπίτι. Πήγα καμιά 100 μέτρα, 150 μέτρα απ' το σπίτι μας ήτανε. Πήγα επάνω κει, λέω τη νονά μου: «Νονά, πεινάω». Λέει: «Τι να σε δώσω, αγόρι μου, ξέρω 'γω; Κάτσε», μου λέει, πάει μέσα, είχανε εκεί μια αποθηκούλα, πάει παίρνει μια χούφτα κριθάρι... Το κριθάρι είναι ζωοτροφή, έχει άγανο. Άγανο είναι, δηλαδή, όπως είναι το άγανο του σταριού που τσιμπάει, άμα το φας. Μπορεί να πνιγείς. Για να μην το φάω και πνιγώ, άναψε φωτιά, ας πούμε, το κοκκίνισε λιγάκι, το καβούρδισε, να πούμε, λίγο κοκκίνισε, κάηκαν τα άγανα και μου έδωσε και τα 'φαγα. Μια χούφτα. Εγώ αμέσως χόρτασα. Με έδωσε και λίγο νεράκι ήπια. Με δέκα βήματα, πάλι στο σπίτι. Μόλις με είδε η γιαγιά μου χαρούμενο, ποντιακά τώρα, «Τι έγινε», μου λέει. Λέω: «Η νονά με έδωσε κριθάρι και έφαγα». Λέει: «Πώς το 'φαγες το κριθάρι;» Λέω: «Το καβούρδισε, το 'ψησε». «Α μπράβο τη νονά», ξέρω 'γω, την κουμπάρα. Και εκείνο το θυμάμαι. Είπαμε, μέσα σε τόσους λίγους μήνες, αυτά τα λίγα απ' την Κατοχή.
Μου είχατε πει και για το λαγότοπο...
Ναι, εδώ στο λαγότοπο –από δω περνάτε εσείς για να 'ρθείτε εδώ– είναι στο κέντρο μεταξύ Κύργια και Άγιος Αθανάσιος, είναι στο κέντρο, εκεί, ένα βουναλάκι, από δω φαίνεται, χαμηλό βουνό, λόφος είναι. Από κάτω οι πρόποδες, όλο με πέτρα, φυσικά, και είχε χωράφια εκεί. Εκεί μαζεύονταν πολλές ακρίδες, πάντα. Και επιστρατεύανε και γυναίκες και άντρες, με μια σκούπα στο χέρι, ο καθένας ό,τι σκούπα είχε και πηγαίναν, σκοτώναν ακρίδες. Με τη σκούπα.
Για τα σπαρτά;
Τρώγαν τα σπαρτά οι ακρίδες και τα καταστρέφανε. Τώρα, όποιος κουραζότανε ή απ' την πείνα δεν άντεχε και δεν, έτρωγε ξύλο, να πούμε, δηλαδή, ήτανε μεγάλη πίεση, είχαμε. Και ερχότανε εδώ πέρα κουρασμένοι, πτώμα οι άνθρωποι, νηστικοί, διψασμένοι, ταλαιπωρημένοι... Πηγαίνανε, φέρνανε για να ψήσουν τα ψωμιά ή να κάνουν φαΐ να φάνε οι άνθρωποι, ας πούμε, εδώ πέρα, πηγαίνανε στο βουνό, φέρνανε ξύλα, πουρνάρια, ξέρω 'γω. Στο δρόμο τους πιάνανε αυτοί, που ήτανε οι συνεργάτες του Βουλγάρων, ας πούμε, Έλληνες, τους τα 'παίρναν τα ξύλα, τους λέγανε: «Κατεβάστε τα στο σπίτι μας, γιατί θα φάτε ξύλο». Ε υποχωρούσαν οι άνθρωποι. Όλη μέρα στο βουνό κόβανε ξύλα, κάνανε, να φέρουν στο σπίτι, να κάνουνε... Ή τη σόμπα να ανάψουνε και ερχόντουσαν χωρίς ξύλα. Είχαμε τα αυτά, δηλαδή, οι Έλληνες σ' αυτά ήτανε κάτσε καλά. Είχαμε εδώ, στα Κύργια, πάρα πολλούς προδότες, που λέμε, είχαμε...
Θεωρείτε ότι αναγκάστηκαν να γίνουν φίλοι με τους Βούλγαρους για να επιβιώσουν;
Τι για να επιβιώσουνε;
Αναγκάστηκαν να τα βρουν με τους Βούλγαρους για να επιβιώσουν;
Ε ναι, είχαμε και τέτοιους, είχαμε... Αυτοί, οι Βούλγαροι, ζητούσανε πάντα συνεργασία με τέτοιους, με, λίγο, αυτούς που ήταν ευκατάστατοι. Εάν δεν τη δεχόσουνα τη συνεργασία, μετά έπεφτε η βία. Κάνανε βία. Όλοι αυτοί που είχανε τα πρόβατα, τα κατσίκια εδώ πέρα, τα κοπάδια γενικά, τις αγελάδες, όλοι αυτοί ήτανε συνεργάτες των Βουλγάρων. Τους δίνανε τυρί, γάλα, γιαούρτι, τρώγαν αυτοί... Μεταξύ, ξέρω πολλές περιπτώσεις που βιάζανε και γυναίκες και δεν μιλούσαν οι γυναίκες. Έχουνε κάνει πολλά αίσχη οι Βούλγαροι... Και τώρα που λέμε ότι είμαστε σύμμαχοι και φίλοι και ξέρω 'γω, φέρνω ανάποδες εγώ. Θα πεις τώρα, μπορεί να συνεχιστεί αυτό το μίσος αιώνες; Δεν μπορεί. Αλλά οι Βούλγαροι και σε άλλες περιπτώσεις μάς κάνανε πολλά, το μάτι τους, ο νους τους είναι πώς θα πάρουν την Καβάλα, την Θεσσαλονίκη, όλο το μυαλό τους εδώ είναι, πώς να μας κατακτήσουνε. Δεν είναι καλός λαός, δεν είναι, κακοί άνθρωποι πρέπει να 'ναι.
Μου 'χατε πει, την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε, για έναν Έλληνα χαφιέ, ο οποίος μπέρδευε το αλεύρι με χώμα...
Ε ναι, αυτός ήτανε...
Τι έκανε, γιατί το έκανε αυτό;
Το έκανε... Αυτός... Όταν βρίσκανε οι Βούλγαροι σε ένα σπίτι παράνομο –κατά τη γνώμη τους παράνομο– στάρι ή καλαμπόκι, οτιδήποτε άλλο φαγώσιμο, το παίρνανε και το πηγαίνανε σ' [00:50:00]αυτόνα, σ' αυτόνα τον δωσίλογο, που λέμε. Αυτός, μετά έδινε όπου ήθελε. Αυτός είχε τόνους στο σπίτι του μαζεμένο. Αυτά τα κατασχεμένα όλα, που λέμε, τα 'παιρνε αυτός. Και τώρα, να το πούμε κι αυτό, βίαζε και πολλές γυναίκες, τους έδινε στάρι και τις είχε όλη τη νύχτα μαζί του. Ε, τώρα, δεν ξέρω, κατά λάθος, πώς έγινε, βίασε και μία άλλη, η οποία ήτανε κόρη του ενός οπλαρχηγού. Αυτός ήταν στη Θεσσαλονίκη φευγάτος, τότε, γιατί τον κυνηγούσαν οι Βούλγαροι. Και όταν ήρθε και είδε, έμαθε ότι την κόρη του τη βίασε ο τάδε, ο αυτός, να μην πούμε το όνομά του, τον απείλησε να τον σκοτώσει. Και αυτός λέει: «Θα την πάρω την κόρη σου» και την πήρε την κόρη, την παντρεύτηκε. Τον γάμο τον θυμάμαι όμως. Εγώ ήμουνα τότε λιγότερο από 10 χρόνων. Γάμους δεν άφηνα, πήγαινα συνέχεια, έτρεχα... Παιδιά ήμασταν. Και όλο τέτοια γεγονότα είχαμε, δεν είχαμε και τίποτα, κάνα ευχάριστο, έτσι, για να πούμε.
Και χώμα γιατί έβαζε στο–
Χώμα έβαζε... Έναν που δεν το χώνευε, τον έβαλε στο στάρι μέσα χώμα. Σου λέει: «Θα σε δώσω 10 κιλά φερειπείν αυτό, θα κάνεις αυτό, θα σου δώσω 10 κιλά στάρι». Αντί να δώσει 10 κιλά, έβαζε 5 και 5 έβαζε χώμα. Όποιος μιλούσε, έτρωγε ξύλο. Ήτανε...
Βουλγαρικό συσσίτιο δεν υπήρχε; Συσσίτιο βουλγαρικό... Υπήρχε;
Εγώ δεν ξέρω να υπήρχε συσσίτιο. Μόνο τα ψωμιά που μοιράζανε, που δίνανε.
Με τα κουπόνια...
Τα κουπόνια, αυτά. Δεν είχε. Τώρα, αν είχε και... Γιατί εμείς ήμασταν στον κάτω συνοικισμό, εκεί που μένει ο αδερφός μου, εκεί ήταν και το πατρικό μας. Τώρα, αν υπήρχε κάτι και εμείς δεν τα βλέπαμε... Γιατί, εδώ, δεν ανεβαίναμε πάνω. Εμείς εκεί κάναμε πιάτσα, μέσα στο συνοικισμό, στο μαχαλά, που λέμε. Τότε τον λέγανε Ασαά μαχαλά, που σημαίνει κάτω μαχαλάς. Και εκεί. Τώρα, αν πάνω γινόταν κάτι... Αλλά πολλοί λένε ότι είχανε μαζέψει οι Βούλγαροι πολλούς νέους, τους πήρανε και τους πήγανε στη Βουλγαρία και κάνανε μια, αυτή... Τους βάζαν και δουλεύανε σε δημόσια έργα, βουλγάρικα δημόσια έργα, και αυτούς τους λέγανε ντουρντουβάκια. Άμα έχεις ακούσει αυτή τη λέξη καμιά φορά, ντουρντουβάκια. Από το δικό μας το συνοικισμό, ήτανε πέντε-έξι αυτοί. Αυτοί, μερικοί πήγανε, τους πήραν και στη Γερμανία, αλλά πιο πολύ στη Βουλγαρία. Και έλεγε ένας: «Με το κομπρεσέρ ανοίγαμε γαλαρίες, είχαμε το κομπρεσέρ και κάναμε, τρυπούσαμε», λέει, «επάνω. Μερικές πέτρες πέφτανε πάνω μας, κράνος δεν φορούσαμε, με πετσέτες είχαμε τα κεφάλια μας. Και μια τρώγαμε, την ημέρα μία φορά. Πρωινό δεν υπήρχε. Πρωί και βράδυ τρώγαμε», λέει. «Και υποφέραμε πολύ». Κάτσανε εκεί δυο-τρία χρόνια. Όταν έγινε η απελευθέρωση, τότε τους αφήσαν και ήρθαν εδώ. Απ' αυτούς, κανένας δεν έζησε, δεν γέρασε, όλοι πεθάναν, έτσι, σε μικρή ηλικία, τα ντουρντουβάκια, αυτά που λέμε, αυτό, κάπως αλλιώς λέγονται αυτοί στην ελληνική γλώσσα. Πάντως, αιχμαλωσία ήτανε αυτoί; Δεν ήτανε... Είπαμε, υγεία δεν υπήρχε, παιδεία δεν υπήρχε, υγεία, νοσοκομείο δεν υπήρχε. Το νοσοκομείο αυτό έγινε μετά το '50. Ακριβώς δεν ξέρω ποια ημερομηνία. Κοντά στο γήπεδο της Δόξας, εκεί πέρα κάπου υπήρχε ένα μικρό νοσοκομείο, που εκείνο δε χωρούσε ούτε πενήντα άτομα. Και μετά κάνανε το αυτό, το σημερινό νοσοκομείο, που έχει και αυτό τα μαύρα του τα χάλια. Όποιος αρρώσταινε, πέθαινε. Εάν, δηλαδή, με τα πρακτικά μπορούσε να σωθεί, καλώς, αλλιώς πέθαινε. Από φυματίωση πεθάναν πάρα πάρα πολλοί. Και ξέρεις, ήταν μεταδοτική η φυματίωση, είναι μεταδοτική και αυτοί οι άνθρωποι πάντα ζούσανε απομονωμένοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Λέγανε: «Εκείνος είναι φυματικός, μην τον πλησιάζεις». Υπήρχε ένα σανατόριο στην Καβάλα, αν το έχεις ακουστά, μετά έγινε νοσοκομείο και μετά που χτίστηκε το καινούριο νοσοκομείο, τώρα τελευταία, στα τελευταία πόσα χρόνια, πριν χτιστεί αυτό, ήτανε, η Καβάλα είχε δυο νοσοκομεία, το ένα, το σανατόριο και το άλλο βγαίνοντας για Ξάνθη. Όσοι μπορούσανε ή όσοι είχανε γνωστούς, είχαν το μέσο, οι φυματικοί πηγαίναν στο σανατόριο. Τους κρατούσαν εκεί σαράντα μέρες, τους ταΐζανε καλά, τους δίναν κάτι χάπια... Είχε καθαρόν αέρα εκεί πέρα, ήτανε όλο πεύκα και έλατα, να πούμε, αυτά. Και μετά τους στέλνανε πίσω. Αλλά αυτοί που είχανε στο σπίτι πάλι τους αρρώστους, τους υπόλοιπους, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, που ήταν ακόμα, δεν είχαν θεραπευτεί, αυτοί ξανακολλούσανε και δεν γλιτώνανε. Εγώ ξέρω εκεί, στη γειτονιά μας, οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν. Θυμάμαι ένα παλικάρι, Κώστα τον λέγανε, 19 χρονών πέθανε από φυματίωση. Τον είχαν στην Καβάλα, στο σανατόριο, και δεν τον γλιτώσαν οι γιατροί, γιατί ήτανε τρίτο στάδιο, λέγανε ότι ήταν, πρώτο, δεύτερο, τρίτο στάδιο. Είχαμε κάτι συγγενείς που πεθάναν από φυματίωση, πολλοί. Και όλα ήτανε από την Κατοχή, από την πείνα, απ' τον πόλεμο γενικά.
Εκκλησία πηγαίνατε επί βουλγαρικής Κατοχής;
Εγώ δεν ξέρω αν λειτουργούσε η εκκλησία, γιατί δεν ήμουνα, μικρό παιδί ήμουνα, αλλά εγώ, στο σπίτι, η γιαγιά μου είχε ένα εικονοστάσι, θυμάμαι. Και εκεί μας έβαζε και κάναμε προσευχή και μετάνοιες. Μας μάθαινε προσευχές, ποντιακά, τα 'λεγε, τα μαθαίναμε, ακόμα τα θυμάμαι. Και δεν ξέρω αν υπήρχε τότε, αν πηγαίναν στην εκκλησία.
Επειδή έχω ακούσει ότι γινότανε στα βουλγάρικα η λειτουργία...
Παπά είχαμε, θυμάμαι, παπα-Σταύρο. Αλλά αφού είχαμε παπά, θα είχαμε και... Η εκκλησία ήταν ένα τζαμί που το κάνανε ορθόδοξη εκκλησία. Μετά που φύγαν οι Βούλγαροι, η εκκλησία λειτουργούσε κανονικά, πολύ κανονικά, δηλαδή, ο κόσμος δεν χωρούσανε μες την εκκλησία, ήτανε μικρή, όχι μικρή, κάμποση, αλλά ο πληθυσμός ήτανε, ήμασταν τετρακόσια τόσα άτομα στο χωριό και όλοι πηγαίναν στην εκκλησία, γιατί ήταν όλοι θεοφοβούμενοι, όλοι νομίζαμε ότι η εκκλησία θα μας σώσει από τους Βουλγάρους και δεν θα ξαναγίνει το κακό αυτό και τα λοιπά. Όλοι ήμασταν θρησκόληπτοι, γίναμε, όλοι.
Θέλετε να μου πείτε για τα χρόνια αυτά με τους αντάρτες, τους θυμάστε;
Αντάρτες μόνο τους ακούγαμε, δεν τους είδαμε καθόλου εδώ στο χωριό εμείς. Μόνο τους ακούγαμε. Λέγανε ότι: «Απόψε οι αντάρτες πήγανε, χτυπήσανε τις Κρηνίδες». Ύστερα, λέγανε, τώρα μετά από δυο μέρες, λέγανε: «Οι αντάρτες χτυπήσανε τη Σέλιανη», τους Φιλίππους. Ε μετά λέγανε: «Περιστεριά». Ακούγαμε... Εδώ, εδώ δεν πατήσαν καθόλου, ήτανε οργανωμένοι καλά αυτοί, τα ΤΕΑ ήταν οργανωμένα. Είχανε, θυμάμαι, δύο πολυβόλα, είχανε χειροβομβίδες, είχανε εγγλέζικα όπλα, πολυβολεία πολλά, τέσσερα είχαμε εκεί στο συνοικισμό, αλλά όλοι οι συνοικισμοί είχαν πολυβολεία... Και αυτοί δεν ερχόντουσαν εδώ πέρα, σου λέει: «Τι να πάμε, να μπλέξουμε εκεί. Αφού υπάρχουν πιο εύκολα χώρια». Αλλά εγώ αντάρτη δεν έχω δει, ακούγαμε ο τάδε ήτανε αντάρτης –μετά τα μάθαμε– ο τάδε ήταν στο βουνό... Μετά, όταν τα πράγματα ηρεμήσανε και ήρθαν αυτοί όλοι να κατοικήσουν στο χωριό, υπήρχε το μίσος μεταξύ τους, λίγο φυσιολογικό. Δεν χωνεύονταν, άλλος έλεγε: «Άντε, ρε κομμουνιστή». Ο άλλος: «Άντε, ρε χαφιέ», ξέρω 'γω, τέτοια, όλο τέτοια ακούγαμε στα καφενεία. Αυτά είναι.
Τα πολυβολεία, τα πολυβολεία. Πείτε μου λίγο για–
Τα πολυβολεία χτίστηκαν με προσωπική εργασία των κατοίκων. Φέρανε πέτρα εδώ, απ' το βουνό, τα κάνανε έτσι, στρογγυλά ήτανε, με πολεμίστρες, να πούμε, έτσι, γύρω-γύρω τρύπες, είχανε τα όπλα εκεί για να βλέπουνε, τα 'χαν έτσι. Και εκεί καθόσανε όλη τη νύχτα οι γονείς μας, κάνανε και περιπολίες και έτσι περάσανε τέσσερα χρόνια. Μετά, απ' το '45 μέχρι το '49 και αυτό ήτανε, μεγάλη δοκιμασία ήταν αυτή, γιατί δεν μπορείς τώρα όλη νύχτα να γυρνάς, να κοιμάσαι στο πολυβολείο, μέσα σε υγρασίες και σε αυτά και την άλλη μέρα να πας στη δουλειά. Γιατί χωρίς τον πατέρα, τα παιδιά δεν μπορούσαν να πάνε στη δουλειά. Τι να παν να κάνουν; Θέλανε καθοδήγηση, θέλανε κουμάντο. Και η φτώχεια, αντί να υποχωρεί, γινόταν ακόμα πιο δύσκολη.
Άρα κάνανε σκοπιές καθημερινά εκεί... Κάνανε σκοπιές στα πολυβολεία.
Ναι, κάθε βράδυ, κάθε μέρα, γιατί ο κίνδυνος ήτανε πάντα υπαρκτός. Γιατί, δεν ξέρανε, αυτοί... Σου λέει: «Απόψε μπορεί να μας χτυπήσουν αυτοί, οι Βούλγαροι, αυτοί οι...». Συμμορίτες τούς λέγαμε εμείς τότε, έτσι τους λέγανε, έτσι τους μάθαμε... Οι αντάρτες.
Εσείς το θυμάστε αυτό, είχατε... Πηγαίνατε καθόλου εκεί τα βράδια ;
Εγώ πήγαινα. Καμιά φορά ο πατέρας μου έλεγε: «Φέρε ξύλα να ζεσταθούμε», πήγαινα εκεί πέρα. Αυτοί, καμιά φορά, κάνανε, έτσι, για να περάσουν την ώρα τους, πίνανε και κάνα ουζάκι, κάνα τσίπουρο, γιατί όλοι είχαμε αμπέλια τότε, κάνανε τσίπουρο μετά. Μετά την Κατοχή φυσικά. Μας δίναν εκεί πέρα, τρώγαμε [01:00:00]κάτι, τσιμπούσαμε κάνα φιστίκι, κάνα αυτό, ξέρω 'γω... Παιδιά ήμασταν και εμείς, θέλαμε, λαχταρούσαμε. Εγώ είχα πολλή μανία στα όπλα, είχαμε στο σπίτι μας πολλά όπλα, ο πατέρας μου ήταν ομαδάρχης. Όλοι ερχόντουσαν κάθε βράδυ από το σπίτι μας και παίρναν το όπλο τους και πηγαίναν να φυλάξουνε. Ε εμένα, τα 'βλεπα εγώ σα παιχνίδια τα όπλα, μου αρέσανε. Αλλά είπαμε, όταν γίναμε, όταν σταμάτησε ο Εμφύλιος πόλεμος, εγώ ήμουνα 9 χρονών... Παιδί. Μετά αρχίσανε, όταν σταμάτησε ο Εμφύλιος, αρχίσαν άλλα βάσανα. Είχα βγάλει το δημοτικό και πήγα στο γυμνάσιο. Τότε πηγαίνανε, τότε ήταν με εξετάσεις το γυμνάσιο, για να μπεις στο γυμνάσιο έπρεπε να δώσεις εξετάσεις. Είχα δώσει εξετάσεις και πέρασα με την πρώτη και προχωρούσα κανονικά, αλλά...
Οι σχέσεις των δεξιών με τους αριστερούς, πώς ήταν όταν φύγαν οι Βούλγαροι;
Ήτανε πολύ κακές. Και ακόμα. Τώρα, όταν μαλώνουνε δύο παλιοί. Τώρα και εγώ παλιός είμαι, αλλά πιο παλιοί από μένα. «Άντε, ρε κομμούνι», ξέρω 'γω, να πούμε, «άντε ρε, εσύ δεν ήσουνα που πρόδωσες τον τάδε...». Αυτά τα ακούγαμε μέχρι τώρα, μέχρι πριν δέκα-είκοσι χρόνια. Ε τώρα αυτά σταματήσαν λίγο. Όπως είχαμε πρώτα και ακόμα συνεχίζονται σε μικρότερο βαθμό οι πρόσφυγες, οι Πόντιοι με τους Μικρασιάτες. Οι μεν Πόντιοι ήταν δήθεν οι καθυστερημένοι, γιατί δεν ξέραν ελληνικά οι περισσότεροι, ή ποντιακά μόνο ξέρανε ή μόνο τούρκικα και λίγοι ξέραν ελληνικά. Ενώ οι Μικρασιάτες, που ήρθαν από τη Σμύρνη και από άλλα μέρη από εκεί πέρα, ξέραν ελληνικά, ήτανε δήθεν πιο μορφωμένοι, πιο αυτοί και κάναν κουμάντο αυτοί. Και αυτό το κακό συνεχίζεται και τώρα. Και τώρα, τα εγγόνια και τα δισέγγονα ακόμα εξαιρούνε, κάνουν εξαιρέσεις σε πολλά πράγματα. Εγώ, ελεύθερος επαγγελματίας ήμουνα σαράντα χρόνια, από τους Μικρασιάτες δύσκολα έπαιρνα δουλειά. Προτιμούσανε αυτοί έναν δικό τους, Μικρασιάτη. Από τη μια με κυνηγούσαν οι Μικρασιάτες και από την άλλη με κυνηγούσανε για τα κόμματα. Εγώ ποτέ δεν είπα: «Είμαι ο τάδε, είμαι...» Εγώ ψήφισα, όλα τα κόμματα τα 'χω ψηφίσει. Αλλά ο πατέρας μου ήτανε βασιλόφρων και όλοι ξέρανε ότι, σου λέει, τα παιδιά του βασιλόφρονες είναι και αυτοί, είναι δεξιοί. Και όλοι με ξέραν για δεξιό. Εγώ δεν ήμουνα ποτέ δεξιός. Και πολλοί μού λέγανε: «Καλός, ωραίος είσαι, ρε Γιάννη, αλλά δεν μπορώ, το κόμμα δεν, το κόμμα μάς δεσμεύει, δεν μπορώ να σε δώσω τη δουλειά, γιατί έχουμε και εμείς από κει μια αβάντα». Αυτό γινόταν πολύ με το ΠΑΣΟΚ, με το ΠΑΣΟΚ γινόταν πάρα πολύ. Εγώ έχω ψηφίσει και αριστερά και δεξιά και κέντρο... Μετά από... Σκεφτόμουν και μετά ψήφιζα. Αυτοί είναι εκεί, σου λέει: «Ο πατέρας μου είναι δεξιός, θα ψηφίζω δεξιά συνέχεια. Ή «Ο πατέρας μου είναι κομουνιστής. Και εγώ κομμουνισμό». Αυτά, μία μεγάλη μερίδα του λαού το κάνει αυτό. Αλλά και η προέλευση, να πούμε, από την πατρίδα έπαιξε μεγάλο ρόλο στα επαγγέλματα. Είπαμε, ακόμα το συνεχίζουνε μερικοί.
Να σας ξαναρωτήσω, συγγνώμη που θα σας ξαναρωτήσω. Πείτε μου λίγο παραπάνω για όταν ήσασταν μικρός που πηγαίνατε στο πολυβολείο. Ήταν βράδυ, τι κοιτούσατε, τι σας έκανε εντύπωση...
Όχι, αυτό ήτανε, τέτοια ώρα. Δηλαδή, πριν νυχτώσει, γιατί τα πολυβολεία ήταν όλα στην άκρη του χωριού, απ' έξω, ας πούμε. Μετά απ' τα πολυβολεία δεν υπήρχαν σπίτια. Και εγώ πήγαινα πάντα σε ένα πολυβολείο, από κει που περάσατε. Από το Ευρύπεδο, έτσι, που πάτε, που πάει ο δρόμος. Δεν είχαμε, έτσι, πήγαινα πολύ αραιά, να πούμε, μόνο το χειμώνα που πήγαινα τον πατέρα μου εκεί κάτι να φάει, πηγαίναμε ξύλα... «Φέρε μας», έλεγε, «πετρέλαιο για προσάναμμα». Κάτι τέτοια, να πούμε, και έτρεχα εγώ, ήμουνα παιδί, ήμουνα 8-9 χρόνων, τότε πετούσαμε, δεν περπατούσαμε.
Και δουλεύαμε και σκληρά, ήμασταν, από τότε κουραζόμασταν, δηλαδή, πολύ σκληρά δουλεύαμε. Δεν μας λυπότανε κανένας. Δηλαδή, κάναμε δουλειές πάντα που δεν έπρεπε να τις κάνουμε, αλλά έπρεπε να τις κάνουνε οι μεγαλύτεροι, πολύ μεγαλύτεροι. Εγώ ήμουν 8 χρονών και... Πώς να σου πω; Πήγαινα, ήμουνα 14 χρόνων και πήγαινα στα ξύλα, στο βουνό, περπατούσαμε από δω με το γάιδαρο, πρόσεξε. Φεύγαμε από δω η ώρα 2:00 τη νύχτα, τέτοια εποχή, λίγο πιο αργά, Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Πηγαίναμε πάνω στην Περιστεριά που είναι από δω με τα πόδια τέσσερις ώρες, τρεις ώρες... Πηγαίναμε, κόβαμε ξύλα, τα φορτώναμε στο γάιδαρο και ερχόμασταν εδώ πέρα, τα φέρναμε για να κάψουμε το χειμώνα. Στην ηλικία μου, αυτό το πράγμα δεν έπρεπε να το κάνω εγώ. Αυτό ήταν ανδρική δουλειά, δεν ήταν παιδική δουλειά. Και όμως, εγώ το έκαμνα, γιατί έβλεπα, ο πατέρας μου κουρασμένος, εξαντλημένος... Και φορτώναμε τα γαϊδούρια με ξύλα, αυτά κουρασμένα, πεινασμένα, ταλαιπωρημένα, δεν μπορούσαν να βγάλουν όλο το δρόμο, στο δρόμο πέφταν, ξαπλώναν κάτω να ξεκουραστούνε... Μετά δε μπορούσαν να σηκωθούνε... Πολλή ταλαιπωρία. Πεινασμένοι, διψασμένοι. Δεν είχαμε παγούρια να πάρουμε νερό μαζί μας. Από δω, όταν φεύγαμε η ώρα 2:00 τη νύχτα, ερχόμασταν, μετά από δώδεκα ώρες ερχόμασταν εδώ, πάλι 2:00 η ώρα το μεσημέρι, πίναμε μισή ώρα νερό, πίναμε για να συνέλθουμε. Δεν είχαμε παγούρια να πάρουμε νερό μαζί μας. Πράγματα, αυτά που άμα με τα πούνε εμένα οι παλιοί, εγώ αν δε τα ζούσα, δεν θα τα πίστευα. Τότε δεν υπήρχαν πλαστικά, τα πλαστικά αρχίσανε μετά το '50, μετά το '50... Τι; Μετά το '55. Και δεν είχαμε παγούρια, δεν είχαμε τίποτα. Διψασμένοι. Όταν έβρεχε, μερικές πέτρες, έτσι, ήτανε φτιαγμένες, ας πούμε... Όχι φτιαγμένες, έτσι απ' τη φύση τους. Είχανε κάτι γούρνες, σχηματίζανε και μέσα, αυτό εκεί, σταματούσε νερό. Και το νερό, όμως, μετά από δυο-τρεις μέρες, πρασίνιζε και είχε μέσα σκουλήκια, βατραχάκια... Και τι δεν είχε; Σαύρες. Τα διώχναμε με τα χέρια, έτσι, και πίναμε νερό από κει. Και τώρα δεν μας αρέσει το νερό της βρύσης, να πούμε, και θέλουμε και φίλτρα, θέλουμε και αυτά. Δηλαδή, τέλος πάντων, αυτά δεν τελειώνουνε, αυτά πρέπει να τα γράφεις ένα-ένα και να τα ηχογραφήσεις και να μιλάς για μέρες, συνέχεια. Πολλά υποφέραμε.
Άγρια ζώα είχατε συναντήσει στα βουνά;
Λύκους έχω δει, αλεπούδες... Λαγούς. Οι λαγοί, 'ντάξει, αυτά δεν μας πειράζανε... Από φίδια πάρα πολλά. Και το φίδιο άγριο θηρίο δεν είναι; Αφού δεν είναι ήμερο, άγριο είναι. Φίδια πολλά, διάφορα φίδια, μεγάλα και μικρά. Φίδια... Είδα και δύο φορές λύκαινα με πέντε λυκάκια στα χωράφια κάτω. Στα βουνά βλέπαμε. Λύκος περνούσε από κοντά μας, σημασία δεν μας έδινε. Ο λύκος δεν ορμάει σε άνθρωπο εύκολα, μόνο την εποχή που γεννάει, που έχει μικρά, για να προστατεύσει τα παιδιά, γιατί φοβάται μήπως και τα κάνεις κακό, τότε σου ορμάει ο λύκος. Και αυτά γίνονται και όταν ζευγαρώνουνε. Και τότε ακόμα είναι επικίνδυνοι οι λύκοι. Απ' το Φλεβάρη μέχρι το Μάρτη, εκεί μέσα. Εγώ με τα πόδια πήγα στη Δράμα, 5:00 η ώρα έφυγα από εδώ, νύχτωσε, το χειμώνα νύχτα, έφτασα εκεί ώρα 11:00. Με τα πόδια, δεν είχα τίποτα μαζί μου. Τη νύχτα δεν τη φοβάμαι καθόλου, ούτε τότε, ούτε τώρα. Ε, 'ντάξει, φτάσαμε μέχρι εδώ. Τι να πούμε άλλο; Εγώ, η Σοφία, η γιαγιά σου, και ο αδερφός μου, ο Δήμος, πήγαμε εδώ πάνω, σε ένα χωράφι, έξω απ' το χωριό, κάνα-δύο χιλιόμετρα είναι, 1,5-2 χιλιόμετρα. Ήταν καπνό και σπάζαμε καπνό, νύχτα, πάντα νύχτα πηγαίναμε, γιατί τις ημέρες δεν γινότανε. Λοιπόν. Ο Δήμος, ο μεγάλος, ήταν πιο μεγάλος, εγώ αν ήμουν τότε 12-13, αυτός ήταν 17, ήταν ο αρχηγός μας, ας πούμε, από τους τρεις. Αυτός έδεσε, έβγαλε το σαμάρι απ' το γάιδαρο, το άφησε κάτω, ξέχασαμε να πάρουμε πάσσαλο για να το καρφώσουμε εκεί... Και με την τριχιά, με 20 μέτρα τριχιά, για να δένουμε τα καλάθια, ας πούμε, χρησιμοποιούσαμε την τριχιά... Έβαλε το γάιδαρο εκεί πέρα τη νύχτα σ' ένα χέρσο χωράφι εκεί πέρα και βοσκούσε δίπλα μας. Καμιά φορά, ακούμε εκεί ένα θόρυβο μέσα στη νύχτα, δεν βλέπαμε, νύχτα, εμείς είχαμε ένα φαναράκι, έφεγγε μπροστά μας. Έφεγγε, δηλαδή, ίσα-ίσα να βλέπουμε για να σπάζουμε καπνό. Και φωνάζει ο αδερφός μου: «Λύκος! Λύκος!». Έτρεξε αυτός, από πίσω του και εμείς. Ο λύκος πήρε, κυνηγούσε το γάιδαρο. Το σαμάρι στο δρόμο από πίσω, όπως ήταν, έτσι... Ο λύκος ήταν πολύ επιφυλακτικός, πάντα φοβότανε, πάντα... Και η αλεπού και ο λύκος, άμα δούνε τέτοια πράγματα, φοβούνται, φοβούνται να μην είναι παγίδα, να πούμε. Ενώ μπορούσε ο λύκος να τον φάει τον γάιδαρο, τον ακολουθούσε, γιατί φοβόταν από το σκοινί και απ' τα ξύλα που σερνόνταν από πίσω του. Έφτασε έξω απ' το χωριό ο γάιδαρος, έφτασε και λύκος και ένας που κοιμόταν, ένα παιδί στο κάρο, ξύπνησε, τρόμαξε, έκανε, φώναξε και αυτός... Ήρθε ο πατέρας του και έγινε άνω-κάτω, να πούμε, και εμείς από πίσω τρέχαμε [01:10:00]κλαίγοντας. Ε, τι ήμασταν, παιδιά ήμασταν. Ήρθαμε εδώ... Εν τω μεταξύ, ο λύκος, αφού μπήκαμε σε κατοικημένο μέρος, κατοικημένη περιοχή, ο λύκος έκανε πάσο, έφυγε, γύρισε πίσω. Ο γάιδαρος, λαχανιασμένος ο φουκαράς, πήγαμε εκεί, τον βλέπουμε, δεν είχε δαγκασιές, δεν είχε τίποτα... Ξημέρωσε, ήρθε ο πατέρας μου. «Τι έγινε;». «Έτσι και έτσι». Και, έτσι, πέρασε και αυτό. Εν τω μεταξύ, το είπα και χθες. Όταν ένα πράγμα χαλούσε, άμα σε έτρωγε ο λύκος ένα ζώο ή έσπαζε το κάρο σου, δεν μπορούσες να το αντικαταστήσεις. Έπρεπε να πας στην τράπεζα. Στην τράπεζα άμα πήγαινες, έπρεπε να έχεις βουλευτή. Έτσι εκβιάζανε τον κόσμο για να τους ψηφίζει. Σου λέει, εγώ... Στις εκλογές σού 'λεγε: «Θα με ψηφίσεις». Αν του έλεγες: «Μπα, είμαι εγώ αριστερός, είμαι κομμουνιστής, είμαι κεντρώος», σου έλεγε: «Ναι, αλλά εγώ σου έδωσα το κάρο, αν δεν ήμουν εγώ, κάρο δεν θα είχες, ούτε άλογο θα είχες». Έτσι εκβίαζαν τον κόσμο και παίρνανε τις ψήφους. Και θυμάμαι, εκείνο το σαμάρι, δεν είχαμε λεφτά να κάνουμε σαμάρι, τότε έκανε 200 δραχμές, δεν ξέρω πόσο, και ο πατέρας μου είπε: «Θα πάω στην τράπεζα. Έτσι κι αλλιώς χρειαζόμαστε λεφτά». Πήγε, μέσω του βουλευτή του Γρίβα, ήταν της ΕΡΕ αυτός τότε, έκοβε και έραβε. Πήρε ο πατέρας μου δάνειο και κάναμε τα... Και εγώ, όταν πήγα στη Γερμανία το 1960, τον Ιούλιο, δεν είχαμε λεφτά για να έχω, για να πάω στη Γερμανία. Πήγα με λεωφορείο, όρθιος. 2,5 χιλιάδες χιλιόμετρα όρθιος τα 'κανα. Και δεν είχαμε λεφτά για τα εισιτήρια και εκεί κάπως λίγο να κάνουμε, να ζήσουμε λίγες μέρες μέχρι να βρούμε δουλειά. Και, θυμάμαι, κάναμε δάνειο απ' τον συνεταιρισμό 2.000 δραχμές. Με εκείνες τις 2.000 έβγαλα διαβατήριο, πλήρωσα το λεωφορείο και μου μείναν κάτι λίγα. Όταν έφτασα στα Σκόπια, εκεί κάναμε μια στάση και φάγαμε, είχα ένα κοτόπουλο ψημένο, με είχε δώσει η μητριά. Εκείνο δύο φορές είχα φάει πιο μπροστά και τελείωσε, το πετούσα, τρώγανε οι Γιουγκοσλάβοι εκεί πέρα, τα μαζεύανε... Και πήγα στη Γερμανία, απ' τα Σκόπια μέχρι τη Γερμανία, χωρίς να βάλω στο στόμα μου τίποτα. Πήγαμε πάνω στο Χάακεν, στο βορινό μέρος της Γερμανίας, άλλα 1.500 χιλιόμετρα. Και εκεί πήγαμε και απ' την πείνα ζαλιζόμασταν. Και ζητούσαμε και μας δώσανε, φάγαμε... Θυμάμαι, την άλλη μέρα κάποιος έλεγε, ένας Γερμανός που πήγα να πιάσω δουλειά, μου 'δωσε αχλάδι, άλλος μου 'δωσε μια μπανάνα. Εγώ μπανάνα δεν ήξερα να φάω. Δεν ήξερα αν η μπανάνα τρώγεται η φλούδα ή το μέσα, να πούμε. Και έλεγα: «Έφαγα το αχλάδι, την μπανάνα θα τη φάω μετά», να πούμε. Τους έλεγα. Ήξερα πέντε λέξεις απ' το λεξικό. Και έτσι ζούσαμε, έτσι πέρασε η ζωή μας, τα νιάτα μας έτσι, αυτά ήτανε.
Δηλαδή, πηγαίνατε στην τράπεζα και ζητούσατε αυτό, ένα ζώο, ας πούμε;
Ναι. Έλεγες, ας πούμε, ότι: «Ψόφησε η αγελάδα μου». Ή «Ψόφησε το άλογο». Ή σκοτώθηκε το άλογο, γιατί πολλές φορές με τα κάρα, τούμπερναν τα αυτά, να πούμε, σκοτωνόνταν και τα άλογα και άνθρωποι σκοτωθήκαν με τα κάρα... Ψοφούσαν τα ζώα, γιατί γεράσανε και γιατί δεν αντέχανε στη βαριά δουλειά. Δεν υπήρχαν λεφτά, ένας ζώο, ένας γάιδαρος έκανε τότε 1000 δραχμές. Πού να βρεις 1000 δραχμές; Τα καπνά δεν είχανε πέραση πολλή. Τα καπνά τα παίρνανε για ένα κομμάτι ψωμί, ούτε για ένα κομμάτι ψωμί. Με εκβιασμούς, με αυτά, άνοιγε η τιμή, η πρώτη τιμή άνοιγε 70 δραχμές το κιλό και μετά με κάτι κόλπα εμπορικά, να πούμε, τα άλλα τα παίρνανε με 30, με 15... Μερικά τα καίγαμε κιόλα. Λέγανε: «Αυτά είναι άχρηστα» και τα καίγανε. Μες τα ρέματα. Και πηγαίναμε σε βουλευτή. Για να πας στο νοσοκομείο να θεραπευτείς, ήθελες βουλευτή. Να πάρεις δάνειο, ήθελες βουλευτή. Εγώ θυμάμαι και μία περίπτωση, ένας γείτονας μας, ήτανε ο πατέρας του κομμουνιστής. Έβγαλε το γυμνάσιο, αριστούχος, ήθελε να πάει στην Αυστρία να σπουδάσει. Δεν του δίναν διαβατήριο. Ήτανε τρία άτομα παρέα, οι άλλοι βγάλαν διαβατήρια, ήταν δεξιοί, αυτόν δεν του δίνανε διαβατήριο. Πήγε το παιδί στη Νομαρχία, στη Δράμα, με τα πόδια πήγε. Τα σπίτια μας ήταν όπως είναι αυτό με το απέναντι. Πήγε, βρήκε εκεί πέρα το νομάρχη. Του λέει: «Αυτό και αυτό μου συμβαίνει. Ο πατέρας μου είναι κομμουνιστής. Εγώ, άμα σας πω ότι δεν είμαι, δεν θα με πιστέψετε. Αλλά εμένα τι με ενδιαφέρει τι έκανε ο πατέρας μου; Εγώ απ' του πατέρα μου την ιδεολογία δεν ωφελήθηκα καθόλου. Εγώ θέλω να πάω να σπουδάσω, να το απολυτήριό μου με 19 και... Θέλω να σπουδάσω». Και ο νομάρχης τον έδωσε, του λέει: «Πήγαινε, το διαβατήριό σου θα σ' το φέρει ο χωροφύλακας αύριο το μεσημέρι». Και έγινε έτσι η δουλειά και πήγε σπούδασε. Αλλά ο άνθρωπος δεν είχε τυχερό. Πήγε σπούδασε, μετά από λίγα χρόνια πέθανε. Τέλος πάντων, αυτά τα πράγματα συνέβαιναν πάρα πολύ. Αυτά δημιουργήσανε μίσος μεταξύ των ανθρώπων. Έχουμε τέτοια επεισόδια πάρα πάρα πολλά. Ποιο να πρωτοθυμηθείς; Πολλά, πάρα πολλά.
Εσείς είχατε ζητήσει ποτέ κάποιο ζώο από κάποιον βουλευτή;
Δεν άκουσα.
Είχατε ζητήσει ποτέ κάποιο ζώο από βουλευτή;
Ναι. Κοίτα, από βουλευτή μία περίπτωση ήτανε που πήγα στη Γερμανία, το διαβατήριο, για τα αυτά, για τα έξοδά μου. Πιο μπροστά, πολύ πιο μπροστά, πήραμε μια αγελάδα, ήμασταν πέντε παιδιά και δεν είχαμε γάλα στο σπίτι και έπρεπε να 'χουμε γάλα. Δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε αγελάδα και πήραμε μία αγελάδα... Αυτή δεν είχαμε να την πληρώσουμε, έκανε, θυμάμαι, 2.500 δραχμές. Και την αγοράσαμε από έναν εκεί γείτονα, λίγο πιο πάνω από μας έμενε... Και εγώ τη βοσκούσα συνέχεια, την είχα με ένα σκοινάκι, την πήγαινα στα χωράφια και τη βοσκούσα. Και το γάλα τόσο πολύ που μου άρεσε, γιατί δεν είχα πιει ποτέ γάλα... Την αρμέγαμε εγώ και η γιαγιά μου, οι άλλοι πηγαίναν στα χωράφια, εγώ πήγαινα, βοσκούσα την αγελάδα, πήγαινα πιο αργά. Αρμέγαμε την αγελάδα. Η μητριά μου ήξερε ότι η αγελάδα δίνει 2,5 οκάδες γάλα. Η γιαγιά μου άρμεγε την αγελάδα, με έδινε, έπινα ένα ποτήρι, έπινε και εκείνη και στη θέση του γάλακτος, ας πούμε, που έπαιρνε, έβαζε νερό. Μια-δυο το κατάλαβε η μητριά και λέει: «Γιατί βάζεις νερό στο γάλα; Το πίνετε το γάλα και βάζεις νερό; Δίνεις σε αυτούς εδώ πέρα», λέει, «το παιδί το δικό μου δεν μπορεί να πίνει γάλα με νερό και ξέρω 'γω». Και είχαμε, έτσι, επεισόδια, φασαρίες συνέχεια. Και εκείνη την αγελάδα την ξοφλούσαμε μετά, κάθε χρόνο κρατούσανε ένα ποσό η τράπεζα, την πληρώναμε εις διπλούν, δηλαδή, 2,5 χιλιάρικα αν πήραμε, την πληρώσαμε 5-6. Οι τράπεζες, τότε, δέρνανε, αλωνίζανε, βαρούσανε τόκους. Και ο πατέρας μου πολύ ταλαιπωρήθηκε. Η μία ταλαιπωρία ήτανε η προσφυγιά που ήρθε απ' την Τουρκία εδώ. Η άλλη που πέθανε η γυναίκα του, η άλλη που ήταν η Κατοχή και η άλλη ταλαιπωρία του ήτανε πολύ, που του στοίχισε πολύ στη ζωή, ήτανε που η μητριά δεν μας ήθελε και μας εξαιρούσε πολύ και δεν ήξερε με ποιον να κλείσει. Και έλεγε: «Να υποστηρίξω τα παιδιά, θα σηκωθεί να φύγει αυτή. Να υποστηρίξω αυτήνα, τα παιδιά λυπάμαι». Δεν ήξερε τι να κάνει. Και εμείς καταλαβαίναμε τη θέση του... Και εγώ, όταν πήγα στη Γερμανία, κρατούσα όσα χρειαζόμουν για να ζήσω και τα υπόλοιπα τα 'στελνα στον πατέρα μου. Θυμάμαι έστελνα, κάθε δεκαπέντε μέρες, του 'στελνα 250 μάρκα. Και έλεγα... Ήξερα ότι τα λεφτά σπαταλιούνται. Αλλά έλεγα: «Πέντε λεπτά που θα χαρεί, όταν πάρει τα λεφτά και δει τα λεφτά, πέντε λεπτά που θα χαρεί, αυτό φτάνει». Και όταν η μαμά σου γέννησε τον Μουρατάκη, είχε αρρωστήσει και με εκείνα τα λεφτά, πήγανε στο γιατρό... Η γιαγιά θα πέθαινε, θα πέθαινε, γιατί την είχε παρουσιαστεί κάτι στην εγκυμοσύνη, δεν ξέρω...
Για νερό τι κάνατε; Για το νερό, το νερό.
Νερό. Ε, νερό δεν είχαμε, νερό. Είχαμε βρύσες... Από προπολεμικά, μες στο χωριό είχε πέντε βρύσες. Ήτανε δύο-τρεις κεντρικές βρύσες, που πήγαιναν, δηλαδή... Κάθε 100 μέτρα, βάλανε και μία βρύση και πήγαινε ο κόσμος, έπαιρνε νερό ίσα-ίσα για να πιει. Το νερό ήτανε, ήταν λίγο νερό, απ' το Κεφαλάρι ερχότανε μέσω... Απ' τη γαλαρία περνούσε η σωλήνα, ερχότανε σε μια δεξαμενή και διοχετεύονταν εδώ. Αυτές οι βρύσες που ήταν σε ψηλό μέρος τρέχανε δέκα λεπτά, κόβονταν μετά. Εμείς είχαμε μια βρύση πολύ χαμηλά και κοβόταν τελευταία το νερό. Νερό για να πιούμε είχαμε, αλλά όχι παραπάνω. Μπάνιο δεν ξέραμε και... Δεν ξέραμε ότι χρειάζεται μπάνιο ο άνθρωπος. [01:20:00]Τέλος πάντων. Εκείνο δεν μας ενδιέφερε, κήπο δεν κάναμε, γιατί δεν είχαμε νερό, τα ζώα πίναν νερό από τις γκιόλες... Και όταν θέλαμε καμιά φορά κάτι να κάνουμε, που χρειαζόμασταν πολύ νερό, βάζαμε τα βαρελάκια, στον γάιδαρο τα φορτώναμε, πηγαίναμε στις πηγές του Κεφαλαριού, από δω 5-6 χιλιόμετρα, 5 χιλιόμετρα είναι γεμάτα. Και φέρναμε νερό και κάναμε τη δουλειά μας. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, μέχρι το '70 που βάλανε καινούργια δίκτυα, κάνανε τότε επί Χούντας, καινούργια δίκτυα, βάλανε υδρόμετρα για να μη γίνεται σπατάλη και μετά είχαμε συνέχεια νερό και αρχίσαν ο κόσμος να κάνει και μπάνια και τα λοιπά. Πιο μπροστά ήμασταν εκατό χρόνια πίσω απ' ό,τι είμαστε τώρα.
Άλλες αγροτικές εργασίες, είπατε είχατε αμπέλια, καπνά...
Αμπέλι το είχαμε, έτσι, για να τρώμε εμείς μονάχα, για να φάμε. Κάναμε και λίγο κρασί και λίγο τσίπουρο κάναμε.
Το αμπέλι το είχατε από παλιά, δηλαδή–
Από προπολεμικά, το είχαν κάνει η μάνα μου με τον πατέρα μου, το είχανε κάνει μαζί. Και σκάβανε με τα χέρια, κάνανε χαντάκια, να πούμε. Το κάναμε, πολλές οικογένειες είχανε, γιατί, όταν έγινε η διανομή στα χωράφια, δώσανε σε κάτι άγονα μέρη –άμα πάμε, θα τύχει να τα γνωρίσεις– έτσι, κάτι υψώματα, χαμήλωμα, κάτι πλάγιες... Δώσαν από 2 στρέμματα στον καθένα να πάει να βάλει αμπέλι. Το αμπέλι δε θέλει εύφορο μέρος. Και όλοι είχαν από 2 στρέμματα. Εμείς εκείνο το μέρος δεν το χρησιμοποιήσαμε, είχαμε ένα κοντά, στο σπίτι μας κοντά, ένα χωραφάκι, 2,5 στρέμματα, είχαμε αμπέλι. Κάναμε εκεί, τρώγαμε, κάναμε κρασί, κάναμε ούζο... Όλα μετά την Κατοχή, στο διάστημα της Κατοχής το αμπέλι το τρώγανε οι Βούλγαροι. Εμείς όλοι για να πάρουμε τα κλειδιά, απ' τους Βουλγάρους τα παίρνανε ο πατέρας μου τα κλειδιά και έλεγε: «Θα πάω να πάρω για τα παιδιά σταφύλια» και τον λέγανε: «Παρ' τα κλειδιά και φέρ' τα πάλι πίσω». Έτσι γινότανε. Όλα ήταν κατασχεμένα τότε, δεν... Αλλά, αυτά ήταν...
Τα καπνά;
Τα καπνά βάζαμε, 15-20 στρέμματα καπνά... Αν έβρεχε γίνονταν, αν δεν έβρεχε δεν γίνονταν. Τα αρδευτικά έργα γίνανε μετά το '63-'64, πολύ λίγα, πολύ... Δεν εξυπηρετούσαν όλο τον κόσμο. Κάνανε κάπνα. Με τα καπνά δεν είχανε και τιμές καλές, οι έμποροι πάντα είχαν το πάνω χέρι, ό,τι θέλαν κάνανε... Τα παίρνανε όσο θέλανε. Δηλαδή, ένας που 'καμνε –μια οικογένεια– σε νορμάλ χρονιά, αν δουλεύαν τέσσερα άτομα, μπορούσαν να κάνουν 2 τόνους, 1000 οκάδες καπνό. Οκάδες ήταν τότε. Και απ' αυτές τις 1000 οκάδες, τα λεφτά που έπαιρναν, αν πουλούσε με καλή τιμή, τα 'βγαζε πέρα. Αλλιώς δεν τα 'βγαζε όλη τη χρονιά, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, γιατί δεν φτάναν τα λεφτά. Κι άμα είχε και παιδιά στο σχολείο, τίποτα. Μέχρι το '60 πεινούσαμε. Μετά το '60 αρχίσανε, άρχισε ο κόσμος να χορταίνει ψωμί.
Να σας ρωτήσω και για το σχολείο; Για το σχολείο να σας ρωτήσω. Εσείς ξεκινήσατε μετά την απελευθέρωση.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε πώς ήταν οι τάξεις, τα παιδιά...
Η τάξη μας, ένα τέτοιο, σε ένα τόσο, πιο μικρό δωμάτιο απ' αυτό, το 'χανε νοικιάσει, μάλλον το χωρίζει ένας κάτοικος εκεί. Είχε καμία τριάντα θρανία. Τι θρανία, έτσι στη σειρά ξύλα, με ξύλα, σαν καναπέδες. Καθόμασταν έξι άτομα, ο ένας στριμωχτά με τον άλλονα, μπροστά άλλη σειρά έξι άτομα. Αυτό χωρούσε γύρω στα σαράντα άτομα. Ήταν η έδρα του δασκάλου εκεί πέρα με το αυτό, το τραπέζι. Κάναμε το πρωί μέχρι τις 12:00 η ώρα μάθημα, το απόγευμα έκανε άλλη βάρδια, ο ίδιος δάσκαλος με άλλα παιδιά. Και αυτό γινότανε πολλά χρόνια, ώσπου έγινε δίπλα ένα άλλο σχολείο, με μεγαλύτερη αίθουσα, πιο άνετη, ξέρω 'γω. Ήμασταν ογδόντα παιδιά σε έναν τόσο θάλαμο μέσα, δηλαδή πολύ, πολύ στριμωχτά. Αλλά ήταν δυο βάρδιες, γινότανε. Και τα Σάββατα κάναμε τότε μάθημα, δεν υπήρχε, όπως τώρα, το Σάββατο... Το Σάββατο καταργήθηκε και στο δημόσιο και αυτά μετά τη Χούντα. Εγώ, επί Χούντας που δούλευα εδώ στο στρατόπεδο, και τα Σάββατα δουλεύαμε κανονικά.
Και ήταν και παιδιά μεγαλύτερα από σας, που είχανε σταματήσει το σχολείο...
Ναι, αυτά δεν είχανε σταματήσει. Ήταν και παιδιά που σταματήσανε, ήταν και παιδιά που θα ξεκινούσανε στο σχολείο... Ας πούμε, το '34 γεννηθέντες, έπρεπε το '40 να πάνε σχολείο. Δεν πήγανε, λόγω του πολέμου. Αυτοί, όταν έφυγε, έγινε ο πόλεμος, γίνανε 11-12 χρόνων. Αυτοί ντρέπονταν να 'ρθουν και στο σχολείο, οι πιο πολλοί μείναν αγράμματοι. Οι πιο πολλοί μείναν αγράμματοι και δεν ξέρανε το άλφα. Δηλαδή, ντρέπονταν να πάνε. Γιατί άλλος είχε μουστάκι, άλλος είχε γένια, άλλος, ξέρω 'γω, ήταν αναπτυγμένος λίγο παραπάνω, γάμπριζε, έκανε και σου λέει: «Να πάω εγώ τώρα σχολείο, να μάθω το άλφα. Τι το χρειάζομαι εγώ, τα γράμματα;» Μείναν πολλοί αναλφάβητοι. Θυμάμαι...
Και το σχολείο ήταν στο χωριό, το σχολείο, ή πηγαίνατε σε άλλα χωριά;
Όχι, εκεί στη γειτονιά μας είχαμε το σχολείο.
Ήταν αυτό που γκρέμισε... Χτίστηκε–
Αυτό που γκρέμισε ήτανε στο βόρειο μέρος του χωριού, του συνοικισμού και αυτό που κάνανε μετά, που κάναμε μάθημα μαζί, ήτανε στο κέντρο. Και λίγο πιο δίπλα, κάναν το άλλο σχολείο, τώρα υπάρχει ακόμα, αλλά δεν λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά... Τώρα δεν λειτουργεί.
Και οι μαχαλάδες του χωριού, οι συνοικίες αυτές, πώς ήταν;
Όπως είναι και τώρα, δηλαδή, το Ευρύπεδο εκεί πέρα ήτανε ένας μαχαλάς των Κυργίων. Όλα, εφτά συνοικισμοί μαζί αποτελούσαν τα Κύργια. Ανατολικά είναι το τότε Αραπλί, τώρα το βάλαν Βαθυχώρι, το κάνανε. Πιο πάνω το Yψηλό, Κασαπλί, Βαθύσπηλο πιο πέρα, Οργαντζή, Αγάπη, Τραχεία, εφτά συνοικισμοί... Μερικοί συνοικισμοί μεταξύ τους ενωθήκανε, ήτανε κοντά και ενώθηκαν. Αλλά το Ευρύπεδο και το Βαθυχώρι δεν ενώθηκαν, γιατί ήταν η απόσταση λίγο μεγάλη. Γίναν ενδιάμεσα σπίτια. Αυτό το σπίτι τώρα, εδώ πέρα, ήτανε χωράφι κάποτε, όταν το αγόρασα εγώ και το κάναν οικόπεδο. Παρακάτω έχει κι άλλα, τρία-τέσσερα σπίτια... Σταμάτησε η ανοικοδόμηση, κόσμος λιγόστεψε και αυτά τα σπίτια που χτίσαμε τότε, τα πιο πολλά είναι άδεια τώρα, αδειάσανε.
Και είχατε πει ότι σε κάθε μαχαλά έμεναν προσφυγικές εθνότητες διαφορετικές...
Κοίταξε. Πιο πολύ, ανάμεικτοι είναι οι πιο πολλοί. Δηλαδή, όλοι θέλανε να είμαστε σε ένα μαχαλά, όλοι να 'μαστε Πόντιοι ή όλοι να 'μαστε Μικρασιάτες. Ναι, αλλά δεν προσφέρονταν πολλά σπίτια και σου λέει: «Θα πάρεις αυτό το σπίτι στον τάδε συνοικισμό», έλεγε η επιτροπή τότε. Άμα έλεγε: «Δεν θέλω εγώ, γιατί εκεί δεν έχω φίλους», θα του 'λεγε: «Αυτό δικαίωμά σου είναι, κάτσε εκεί πέρα, κάνε ό,τι θέλεις. Εμείς σε δίνουμε σπίτι, δεν το πήρες, το αρνείσαι, γιατί δεν έχεις φίλους, δεν έχεις, ξέρω 'γω, ανθρώπους πατριώτες σου, να πούμε, από την πατρίδα, αυτό είναι ένα άλλο... Εμείς απαλλασσόμαστε, δηλαδή, κάναμε το χρέος μας, ας πούμε». Και αυτοί αναγκαστήκαν τότε, λίγο ανακατευτήκαν οι άνθρωποι. Δηλαδή, στο Ευρύπεδο είχαμε, από τον Πόντο ήτανε το 80%, ήταν καμιά δεκαριά οικογένειες από την Ανατολική Θράκη και ήταν κι άλλες δυο-τρεις οικογένειες από την Προύσα. Έτσι, η ίδια κατανομή έχει γίνει και σε όλους αυτούς, να πούμε. Όποιος δεν ήθελε να πάει με τους Πόντιους, τον έλεγε: «Δικαίωμά σου, αλλά μη ζητάς σπίτι, να πούμε, πάνε βρες σπίτι, όπου θέλεις». Έτσι, ανακατεύτηκε ο πληθυσμός, γιατί εκεί στην πατρίδα, που λέμε, στη Μικρά Ασία και σε αυτά, δεν μπορούσανε έτσι να... Άλλο τρόπο ζωής είχανε οι Μικρασιάτες και άλλο οι δικοί μας, οι Πόντιοι, αλλιώς... Και η γλώσσα δεν ταίριαζε και τα έθιμα δεν ταιριάζανε και η νοοτροπίες, όλα αυτά ήταν διαφορετικά, να πούμε. Λίγο-λίγο σμίξανε.
Και μεικτοί γάμοι γίνανε, δηλαδή.
Μεικτοί γάμοι... Στους μεικτούς γάμους είχαμε πολλά προβλήματα. Οι Μικρασιάτες δεν δίνανε κορίτσια σε Πόντιους, ούτε οι Πόντιοι παίρνανε κορίτσια. Εδώ, ένας εδώ γείτονας ερωτεύτηκε μια, όχι πριν πολλά χρόνια, πριν 55-60 χρόνια. Ερωτεύτηκε μια κοπέλα, Σοκιαλή τη λέμε, Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του: «Με τίποτα». Την έκλεψε αυτός, έφυγε. Έβαλε τους δυο γιους του και λέει: «Θα τον σκοτώσετε και θα φέρετε το [01:30:00]κεφάλι του εδώ. Τον θέλω σκοτωμένο. Να πάρει», λέει, «Μικρασιάτισσα...». Τον κυνηγήσανε, δεν τον βρήκανε... Μετά, μεσολαβήσανε πολλοί και τον είπανε: «Τι είναι αυτά τα πράγματα; Άνθρωπος δεν είναι; Καλό κορίτσι είναι. Γιατί; Αφού την αγάπησε, θα την πάρει. Εσύ αύριο θα πεθάνεις και αυτός θα ζήσει μαζί της». Του γεμίσαν το κεφάλι. «Άντε», είπε, «αλλά δεν θέλω να τον μιλήσω καθόλου, να μην τον δω μπροστά μου». Και τον απάλλαξε από τη θανατική ποινή μόνο, κατά τα άλλα δεν είχαν σχέσεις καλές. Όλοι πεθάναν αυτοί και μείνανε οι βλακείες τους. Είχαμε, αυτά τα είχαμε.
Κύριε Γιάννη, εγώ έχω καλυφθεί, έχω καλυφθεί με τις ερωτήσεις μου. Άμα θέλετε να προσθέσετε κάτι...
Ε τι να πω, τα είπαμε όλα. Τώρα, το βράδυ που θα κοιμάμαι και θα φέρω στο μυαλό μου μερικά πράγματα, αν χρειαστεί, θα τα συμπληρώσουμε, ναι.
Ναι. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μη λες ευχαριστώ. Εγγονός μου είσαι, εγώ σε βλέπω σαν εγγονό μου. Δεν θα λες ευχαριστώ, ό,τι μπορώ θα προσφέρω, να γίνει η δουλειά σου, να κάνεις αυτό που θέλεις, είτε σαν επάγγελμα είτε σαν χόμπι... Ό,τι πρόβλημα έχεις και μπορώ να σε εξυπηρετήσω, να έρχεσαι εδώ, σαν να είσαι δικό μας παιδί, είσαι δικό μας παιδί, πώς να το κάνουμε.