«Προσπαθώ ακόμα να εγκλιματιστώ στην ελληνική νοοτροπία»: Ο Στέφανος Καρυδάκης αφηγείται τις δυσκολίες που αντιμετώπισε επιστρέφοντας στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στη Βραζιλία και η προσαρμογή στην ελληνική κοινωνία
00:00:00 - 00:10:45
Partial Transcript
Γεια σας, είμαι η Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 25 Αυγούστου 2022 και μαζί μας έχουμε τον κύριο Στέφανο Καρ…μετά δεν μπορούσα, έπρεπε να αφοσιωθώ στη σχολή. Πήγαινα σχολή, τελείωσα και έχω αυτόν τον δρόμο που έχω και έφτασα εδώ τώρα, στη Σαλαμίνα.
Lead to transcriptSegment 2
Η ζωή στη Βραζιλία και ο σχολικός εκφοβισμός
00:10:45 - 00:18:04
Partial Transcript
Θα σας γυρίσω πίσω στη Βραζιλία- Ναι- Και θέλω να μου πείτε πώς ήταν η καθημερινότητα για έναν Έλληνα εκεί; Σαν παιδί η καθημερινότητά μο…ν το είπε, αλλά μετά από μία μελέτη που έγινε δεν ίσχυε πια…». Οπότε και καταλάβαμε όλοι πόσο χαζός ήταν αυτός ο καθηγητής, τώρα στο Τ.Ε.Ι.
Lead to transcriptSegment 3
Οι θεατρικές σπουδές, η επαγγελματική πορεία και η δημιουργία θεατρικών εργαστηρίων
00:18:04 - 00:26:59
Partial Transcript
Αυτό ήταν άλλο ένα στοιχείο για μένα που με έκανε να μην αισθανθώ καλά. Μετά είχα πιάσει δουλειά στον δήμο Πειραιά. Γιατί από μία κουβέντα π…ναι στον χώρο και έχουν ανάγκη από δουλειά και μπορούν να προσφέρουνε. Προτιμούν, λοιπόν, να τα κλείσουν παρά να τα προχωρήσουμε, δυστυχώς.
Lead to transcriptSegment 4
Το εργασιακό περιβάλλον ως δημόσιος υπάλληλος και ως ηθοποιός
00:26:59 - 00:33:07
Partial Transcript
Υπάρχουν γεγονότα που να σας έχουν χαραχτεί ή να σας έχουν επηρεάσει στη ζωή σας από τον εργασιακό σας χώρο στο θέατρο ή στην τηλεόραση; Γε…ονητής. Υπήρχανε πάντοτε πολύ όμορφες εικόνες. Πολύ όμορφες! Πολύ ωραία περνάγαμε. Ωραία ήταν στα γυρίσματα, και στο θέατρο ακόμα καλύτερα.
Lead to transcriptSegment 5
Το παραλίγο ναυάγιο μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας, ταξίδια και εμπειρίες
00:33:07 - 00:43:26
Partial Transcript
Πάμε σε ένα άλλο κεφάλαιο της ζωής σας, ταξίδια.- Ναι- Είχατε ξαναπάει σε χώρα άλλη, πέρα από την Ελλάδα και τη Βραζιλία; Όχι! Το πρώτο μ…Έτρωγα ρύζι ξαναπήγαινα πίσω «τάβλα» στο κρεβάτι και μετά με τα αντιβιοτικά κάπως συνήλθα. Αλλά δύσκολη χώρα. Πολύ δύσκολη χώρα. Πανέμορφη!
Lead to transcriptSegment 6
Η αγάπη για το θέατρο και η δημιουργία του θεάτρου Σαλαμίνας
00:43:26 - 00:50:44
Partial Transcript
Τώρα θα γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα- Πάμε- Θα ήθελα να μου πείτε πώς προέκυψε το «Θέατρο Σαλαμίνας»; Το «Θέατρο Σαλαμίνας» ήτανε μία ανάγκ… ταξίδεψαν- Κι εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά και εύχομαι να κάνετε κάθε σας όνειρα πραγματικό. Ευχαριστώ! Καλή συνέχεια και εσύ τι κάνεις.
Lead to transcript[00:00:00]Γεια σας, είμαι η Ειρήνη Κοτσέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 25 Αυγούστου 2022 και μαζί μας έχουμε τον κύριο Στέφανο Καρυδάκη, σκηνοθέτη και ιδρυτή του «Θεάτρου Σαλαμίνας».
Καλησπέρα, Ρένα!
Καλησπέρα!
Καλώς ήρθες στο χώρο μας.
Καλώς σας βρήκα! Θα θέλατε να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Να σου πω, ναι! Εγώ, όπως είπες, λέγομαι Καρυδάκης Στέφανος, γεννήθηκα στη Βραζιλία από Έλληνες γονείς που είχανε πάει μετανάστες εκεί. Είμαι λοιπόν ένα παιδί μεταναστών και εγώ, το οποίο όμως επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε ζω και προσπαθώ ακόμα να εγκλιματιστώ στην ελληνική νοοτροπία. Γιατί όταν μεγαλώνεις σε μία χώρα που ναι μεν, μπορεί να λέγεται «τριτοκοσμική» ή φτωχή, -δεν ξέρω τι- αλλά στο δημοτικό θυμάμαι ακόμα, τότε μας ερχόντουσαν τροχονόμοι με φαναράκια και τα βάζανε στην πρίζα και μας δείχνανε πώς είναι το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και τα ανθρωπάκια, που αυτό εγώ δεν το είδα ποτέ στην Ελλάδα. Είναι μία άλλη πραγματικότητα. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, είχαμε πάει σε ένα σχολείο στο Δημοτικό, παρότι είχα τελειώσει το Δημοτικό στη Βραζιλία με ξαναβάλανε εδώ στην Γ΄ Δημοτικού, για να μάθω καλά τα ελληνικά. Μάλλον πέτυχε αυτό! Απλώς έχασα 2-3 χρονιές, γιατί με αφήσαν και στη Γ΄ Δημοτικού επίτηδες, για να τα μάθω ακόμα καλύτερα. Και όλο αυτό όμως, μου δημιούργησε εμένα ένα πρόβλημα, που δεν μπορούσα να ενταχθώ. Έβλεπα παιδιά να φεύγουν από κοντά μου, φίλους μου να τους χάνω. Δεν έχω παιδικούς φίλους στην Ελλάδα. Και έτσι προσπάθησα πάρα πολύ μόνος μου να ορθοποδήσω κοινωνικά.
Θα ήθελα να μου πείτε πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στη Βραζιλία;
Στη Βραζιλία ήταν πάρα πολύ ωραία! Καταρχήν, είχαμε ολοήμερο σχολείο. Εγώ θυμάμαι ότι ξύπναγα το πρωί και ήθελα να πάω σχολείο με όρεξη, είχα διάθεση να πάω σχολείο. Πηγαίναμε 8:30 το πρωί, 8:00 η ώρα αν θυμάμαι καλά, και φεύγαμε 18:00 το απόγευμα. Κάναμε ένα διάλειμμα το μεσημέρι, τρώγαμε είχαμε μεγάλα τραπέζια τραπεζαρίες που πηγαίναμε εκεί και καθόμασταν τρώγαμε, κάναμε και τα μαθήματά μας μετά και όταν γυρίζαμε στο σπίτι 18:00 ώρα μετά, το απόγευμα το μόνο που κάναμε ήταν να παίζουμε. Δεν μας ενδιέφερε, τα ‘χαμε όλα έτοιμα. Ούτε φροντιστήρια θέλαμε ούτε τίποτα. Πηγαίναμε σπίτι και παίζαμε, βλέπαμε τηλεόραση, ήμασταν και από τους προνομιούχους που είχαμε τηλεόραση τότε, οι πρώτες ασπρόμαυρες που είχανε βγει και θυμάμαι πολύ ωραία… Στο Σάο Πάολο να βγαίνω έξω, να περπατάω ξυπόλητος, επειδή μας άρεσε κιόλας. Παίζαμε έξω ποδόσφαιρο, ναι. Αυτά! Τα παιδικά μου χρόνια στη Βραζιλία δεν ήταν και πάρα πολλά, γιατί ήμουνα 11 χρονών, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Απλώς εκεί το Δημοτικό είναι τέσσερις τάξεις για αυτό και το τελείωσα και ήρθα εδώ και με βάλανε στην Γ΄ Δημοτικού, μετά πάλι.
Όταν ήρθε η στιγμή να φύγετε απ' τη Βραζιλία, πώς το βιώσατε όλο αυτό;
Για ένα παιδάκι που ήταν 11 χρονών δεν μπορείς εκείνη τη στιγμή να καταλάβεις… Μου άρεσε σαν ιδέα. Λέω: «Θα πάμε σε μία άλλη χώρα», ήταν σαν μία εκδρομή για μένα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι είναι μία αλλαγή στη ζωή μου και αυτό το κατάλαβα πολύ πιο μετά, εδώ στην Ελλάδα, όταν πήγα φαντάρος, ακόμα και ίσως και εκεί στα 19-20 το κατάλαβα αυτό. Γιατί μέχρι τότε ήτανε μία προσαρμογή σε όλα, στη γλώσσα. Εγώ καταρχήν, δεν ήξερα να διαβάζω καλά ελληνικά. Μέναμε στην Αττική και κατεβαίναμε με το τρένο στον Πειραιά, για να πάμε στους παππούδες μου και περνώντας από την Ομόνοια, εγώ το διάβαζα «Ομονόια», γιατί εκεί δεν έχουμε αποσιωπητικά, διαβάζουμε… Κάθε γράμμα είναι μία λέξη είναι ακριβώς όπως το βλέπεις, το διαβάζεις. Και αυτό το έμαθα πολύ αργότερα εγώ στο σχολείο ότι λέγεται «Ομόνοια», «Ομόνοια» και όχι «Ομονόια». Με τα παιδιά είχαμε προβλήματα. Έπρεπε να επιβληθώ και εγώ με τη δύναμή μου. Θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα, όταν είχαμε φύγει πια από την Αττική, κατεβήκαμε στον Πειραιά, παιδιά που μου κάνανε «bullying» επειδή δεν ήξερα καλά τα ελληνικά. Και εκεί πια επιβλήθηκα με τη δύναμή μου. Έβαλα ένα παιδί κάτω, πήγα να το πνίξω και τότε είπαν οι άλλοι, ακούω τότε το… Αυτό που ακούγεται συνήθως με το σκληρό καρύδι, «Σκληρό καρύδι ο Καρυδάκης». Και από τότε δεν με ξαναπειράξανε και κατάλαβα τότε ότι μόνο με τη δύναμη μπορείς να επιβληθείς εδώ. Το σχολείο ήτανε εχθρικό. Ήταν ένα παλιό σπίτι στην οδό Ταρσού θυμάμαι, τώρα στην Αττική στο δημοτικό αυτό, το οποίο ήταν αφιλόξενο. Ένα κακό! Φαντάσου όταν φεύγεις από ένα… Ήμασταν στην Ακαδημία ήτανε στα πρώτα χρόνια, τα πρώτα δύο χρόνια του δημοτικού στη Βραζιλία καταλαβαίνουνε για τι πράγμα κάνεις στη ζωή σου. Έχει πάρα πολλά εργαστήρια, έχει πάρα πολλούς τρόπους να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και εμένα [00:05:00]με βάλανε στο τμήμα του θεάτρου και από κει που ήταν και αυτή η τρέλα μου, που την έχω μέχρι και σήμερα. Ξεκίνησα δηλαδή, πάρα πολύ μικρός, να καταλάβω τι είναι αυτό που μου αρέσει και αυτό που θέλω να κάνω. Και πράγματι αυτό έκανα στο τέλος. Γιατί όταν ήρθα στην Ελλάδα, υπήρχε ένας μεγάλος, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που ήμουν αποστασιοποιημένος από όλα. Δεν είχα φίλους, δεν μπορούσα να κάνω φίλους. Η νοοτροπία διαφορετική, εγώ αισθανόμουν άσχημα που δεν μπορούσα να μιλάω, οι άλλοι που δεν με κάνανε φίλο τους και αυτό ήταν ένα πρόβλημα για ένα παιδί. Ξαφνικά δεν πήγαινα σχολείο. Ναι, δεν πήγαινα σχολείο! Έφευγα το πρωί το σπίτι και γύριζα στους δρόμους της Αττικής, στον Άγιο Παντελεήμονα γύρω-γύρω γύρω-γύρω… Ευτυχώς που ήμουνα και τυχερός, διότι δεν με βρήκε κάποιος, να με απαγάγει οτιδήποτε άλλο να συμβεί. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είχε γίνει; Οι γονείς μου ‘μαθαν τρεις μήνες μετά όταν ξέραν ότι πρέπει να πάνε, να πάρουν το αποδεικτικό το — πώς το λένε — τον έλεγχο. Και πηγαίνοντας σχολείο τους είπε ο δάσκαλος: «Τι έλεγχο να πάρετε; Το παιδί σας δεν έρχεται σχολείο!». Και αντί ο δάσκαλος να ενημερώσει το σπίτι, τρεις μήνες ένα παιδί που έχει πάει; Τι γίνεται; Γιατί; Ζει ή πέθανε; Τι έχει πάθει; Τίποτα… Τότε ‘μάθαν οι γονείς μου και ήμουνα σε μία πιο μεγάλη επιτήρηση μετά, να πάω στο σχολείο μου. Δεν μου άρεσε καθόλου το σχολείο. Δεν διάβαζα, δεν ήθελα να ξέρω τι μου γίνεται, τίποτα-τίποτα! Δεν ήθελα να ξέρω τίποτα! Μεγάλος σταθμός στην αλλαγή της προσωπικότητάς μου και στην ωριμότητα μου ήταν ο στρατός για μένα. Κάτι που άλλοι δεν το θέλουνε με τίποτα. Εγώ στον στρατό ήμουνα πάρα πολύ τυχερός, γιατί είχα τελειώσει μία Σχολή Μηχανικών αυτοκινήτων, που και αυτό το έκανα για χατίρι του πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου δεν ήξερε, σου λέει: «Πολλά αυτοκίνητα έχει, ο γιος μας δεν τα τραβάει τα γράμματα -γιατί αυτό είχαν στο μυαλό τους, όχι ότι δεν υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί στο σχολείο στη Βραζιλία εγώ πήγαινα κάθε μέρα με πολύ μεγάλη χαρά- και να γίνεις μηχανικός τουλάχιστον, μην πεινάσεις!». Και πήγα να τελειώσω τη σχολή λόγω του πατέρα μου. Ούτε το πτυχίο δεν ξέρω πού είναι μέχρι σήμερα, κάπου το ‘χω. Τότε, όμως, όταν πήγα στον στρατό και καταθέσαμε ό,τι είχαμε κάνει με αυτό το πτυχίο με πήγανε στη Σ.Τ.Υ.Α. Σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών της Αεροπορίας. Εγώ όμως ήμουν αυτός, ο οποίος είχε το μικρότερο πτυχίο από όλους. Όλοι ήταν με Master, με πανεπιστημιακά πτυχία. Οπότε αυτό εμένα μου έδωσε μία δυνατότητα να έχω επαφή με ανθρώπους, που είχανε μία άλλη γνώση και ακαδημαϊκή και κοσμική και — πώς να το πω — κοινωνική και άρχισα να δουλεύει μέσα μου πάλι το να κάνω κάτι. Και πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου από το στρατόπεδο και της λέω: «Πήγαινε γράψε με στο Τεχνικό». Δεν είχα τελειώσει Λύκειο. Απ’ το Γυμνάσιο πήγα σε μία τεχνική σχολή. «Πήγαινε, γράψε με στο Λύκειο στο νυχτερινό». Εκεί έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό η μάνα μου, δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο από εμένα, και πράγματι με έγραψε. Και ο Διοικητής μου, όταν πήγα να του ζητήσω την άδεια να βγαίνω κάθε μέρα από το στρατόπεδο καθημερινές, αλλά να μένω μέσα Σαββατοκύριακα, να κάνω τις σκοπιές μου, δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο να θέλω να βγαίνω καθημερινά, για να μένω Σαββατοκύριακα. Του είπα ότι: «Θα πάω σχολείο!». Αυτό αρκούσε για να με βγάζει κάθε μέρα έξω, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Ο κύριος Παπάς! Να του πούμε το όνομά του, γιατί αξίζει! Ήταν ένας πολύ καλός στρατιωτικός άνθρωπος. «Στρατιωτικός άνθρωπος» το λέω, καταλαβαίνοντας τι εννοώ, τι θέλω να πω. Και μου λέει: «Κύριε Καρυδάκη -είχε και μία φωνή βαριά- θα βγαίνεις κάθε μέρα έξω!». Μου έβγαλε και μια κάρτα να βγαίνω με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο αξιωματικών, για να προλαβαίνω να πηγαίνω, να έχω και κάνα-δυο ώρες ελεύθερες, να διαβάζω για το βράδυ. Και από τότε άρχισε… Μετά τελειώσα με πολύ καλό βαθμό, μπήκα στα ΤΕΙ γραφικών Τεχνών, χωρίς εξετάσεις με τον βαθμό μου και τότε άρχισα να ψάχνω πάλι αυτό το μικρόβιο του θεάτρου. Πέρασα από μία σχολή στον Πειραιά τότε, δεν ήξερα πού είχανε σχολές, δεν ήξερε τίποτα. Βλέπω «Πειραϊκός Σύνδεσμος». «Α -λέω- εδώ είναι, Πειραϊκός Σύνδεσμος, Ανωτέρα Δραματική Σχολή». Μπαίνω μέσα, ήταν μία κυρία, μία γιαγιά, η οποία όμως με τρόμαξε. Τώρα που έχω την ωριμότητα και ξέρω μετά από τόσα χρόνια το θέατρο, δεν είχε άδικο σε αυτά που έλεγε. Ο τρόπος που τα είπε ήτανε κακός, γιατί με τρόμαξε αυτή η μεγάλη αυστηρότητα, η τυπικότητα, το να είσαι σωστός στην ώρα σου, να είσαι εκεί την ώρα κείνη που πρέπει να ‘ναι, να διαβάζεις, να κάνεις… Ήτανε όμως ο τρόπος της τόσο επιθετικός και τόσο κακός που εσένα σε φόβισε. Δεν μπορούσα να έχω όλα αυτά στο μυαλό μου, δεν μπορούσα να έχω αυτή την πίεση και έτσι δεν το έκανα. Έφυγα! Θαυμάζα, όμως, κάποιους ηθοποιούς που έβλεπα στην τηλεόραση, πήγαινα θέατρο και μαθαίνω ότι ανοίγει ο Διαμαντόπουλος, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος σχολή. Και τότε πήγα σε αυτή τη σχολή και ήμουνα και πολύ τυχερός, γιατί είχα καταπληκτικούς δασκάλους και τον Βασίλη τον Διαμαντόπουλο. Με δεχτήκανε, πέρασα τις εξετάσεις. Την Μαρίνα τη Γεωργίου τη γυναίκα του, τον Τάκη τον [00:10:00]Χρυσικάκο, τον Δημήτρη τον Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο τον Αλεξανδράκη, που πήρα πάρα πολλά από αυτούς και σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός. Και άρχισα να παλεύω. Σταμάτησα το Τ.Ε.Ι., το παράτησα. Για λίγο διάστημα, παράλληλα, εφόσον είχα πάει και σχολή, πήγαινα ακόμα στο Τ.Ε.Ι. και δημιούργησα την πρώτη θεατρική ομάδα στο Τ.Ε.Ι. τότε, με παιδιά φοιτητές που θέλανε και αυτοί να κάνουνε θέατρο ερασιτεχνικό. Ήταν η πρώτη μου προσπάθεια αυτή και δεν θυμάμαι τώρα το όνομα του προέδρου των Τ.Ε.Ι. τότε, που μας είχε υποστηρίξει και το στηρίξε αυτό. Μας έδινε το αμφιθέατρο και κάναμε πρόβες και είχαμε ανεβάσει του Σκούρτη τα Κομμάτια και θρύψαλα. Από κει και πέρα, όμως, μετά δεν μπορούσα, έπρεπε να αφοσιωθώ στη σχολή. Πήγαινα σχολή, τελείωσα και έχω αυτόν τον δρόμο που έχω και έφτασα εδώ τώρα, στη Σαλαμίνα.
Θα σας γυρίσω πίσω στη Βραζιλία-
Ναι-
Και θέλω να μου πείτε πώς ήταν η καθημερινότητα για έναν Έλληνα εκεί;
Σαν παιδί η καθημερινότητά μου ήταν να πηγαίνω στο σχολείο το πρωί και με αφορμή αυτό τώρα… Γιατί, μετά μεγαλώνοντας εγώ, και εδώ στην Ελλάδα πια, αποστασιοποιημένος από τη Βραζιλία, αλλά μαθαίνοντας ότι συμβαίνει και με την εγκληματικότητα και τα λοιπά, ρωτώ τον πατέρα μου: «Καλά –του λέω- άφηνες το παιδί σου…». Γιατί στο Σάο Πάολο… Μία πόλη με μεγάλη εγκληματικότητα, με άφηνε ο πατέρας μου να πηγαίνω από το σπίτι στο σχολείο μόνος μου, μετά όμως ερχόταν και με έπαιρνε. Το θυμάμαι ότι με παίρνανε από το σχολείο και του το ‘πα με παράπονο, του λέω: «Καλά, άφηνες το παιδί σου -λέω- 10 χρόνων, 11 να πηγαίνει στο σχολείο μόνος του;». Μου λέει: «Νόμιζες πως ήσουν μόνος σου». Αυτός λοιπόν, τι έκανε; Με άφηνε να πηγαίνω μόνος, για να μου δίνει την πρωτοβουλία, να αισθάνομαι ότι μπορώ να πάω μόνος μου, αλλά αυτός με παρακολουθούσε. Ερχόταν από πίσω μου, μέχρι να φτάσω στο σχολείο και να μπω μέσα. Παρότι δεν είχε τελειώσει Δημοτικό, αυτός ο άνθρωπος είχε λειτουργήσει τόσο πολύ όμορφα που ήξερε τι θέλουν το παιδί και πράγματι, του βγάζω το καπέλο για αυτό. «Νόμιζες -μου λέει- πως ήσουν μόνος σου!». Και αυτό που θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ως σήμερα, σαν να ‘ναι μ’ένα τατουάζ στο μυαλό μου, ήταν ένα πρωί που πήγαινα σχολείο και βλέπω μία ομάδα παιδιών πέντε-έξι παιδάκια, με ρακένδυτα ρούχα και είχαν ένα πιστόλι στο χέρι. Θυμάμαι που γυάλιζε αυτό το πιστόλι, το θυμάμαι σαν τώρα πόσο πολύ γυάλιζε στον ήλιο! Και με μία κίνηση, όπως το κράταγε έτσι, το βάζει μέσα στο μανίκι του και φύγανε. Πήγανε κάπου για ληστεία προφανώς. Ναι, και ήταν παιδιά 10 χρόνων στην ηλικία μου. Το θυμάμαι σαν τώρα, πέρασα από δίπλα τους. Αυτή είναι μία εικόνα πολύ δυνατή που έχω από κει. Από κει και πέρα, πήγαινα σ’ ένα ελληνικό σχολείο. Όταν, κάνα-δυο χρόνια πριν φύγουμε για την Ελλάδα… Γιατί αποφασίσανε να μάθουμε και τα ελληνικά καλά, που τι να μάθεις τώρα εκεί; Εμένα δεν με ενδιέφερε και η Ελλάδα. Τότε θυμάμαι έπαιζε η Βραζιλία με την Ελλάδα ένα φιλικό αγώνα στο Μαρακανά και εγώ υποστήριζα τη Βραζιλία και ο πατέρας μου έλεγε στη μάνα μου: «Α, τα παιδιά μας θα γίνουν Βραζιλιανάκια, δεν θέλω, δεν θέλω!». Είχε τα προβλήματά του και αυτός. Και ήταν ωραία, για μένα ήταν ωραία! Θυμάμαι που παίζαμε με τα παιδιά από το σχολείο, θυμάμαι το σχολείο μας που ήταν ολοήμερο και ήμασταν όλη μέρα εκεί και ήτανε μία χαρά για μας. Και μαθαίναμε πράγματα… Την προπαίδεια, ας πούμε, που μάθαμε εδώ στην Στ' Δημοτικού, εγώ την ήξερα από την Γ'. Και όταν πηγαίνοντας, όταν ήρθαμε εδώ και πηγαίνω στην Γ΄, Δ΄, και Ε΄ Δημοτικού και Στ' Δημοτικού άκουγα πράγματα, τα οποία ήδη τα είχα διδαχτεί στη Βραζιλία και για αυτό ίσως ήταν και βαρετό για μένα το σχολείο. Δεν μ’ ενδιέφερε να πάω. Ήταν και η ατμόσφαιρά του μέσα, ένα σπίτι -σας λέω- παλιό, έτοιμο να πέσει, μία αυλή μικρούλα μες στη βρώμα. Οπότε τι να σε τραβήξει να πας σχολείο; Δεν είχες κίνητρο. Και, ναι, στην Βραζιλία ήταν ωραία. Αν δεν υπήρχε η εγκληματικότητα, ήταν πολύ καλά.
Εδώ «βιώσατε bullying», είπατε-
Ναι-
Υπήρχε έτσι, ένα περιστατικό που να έχει καταγραφεί στη μνήμη σας;
Το περιστατικό αυτό έξω από το σπίτι μου, μία μέρα που με πειράζανε όλα τα παιδιά και έπρεπε εγώ με τη βία να δείξω ότι είμαι πιο δυνατός από αυτούς, ώστε να σταματήσει αυτό το πράγμα. Και παραλίγο να πνίξω ένα παιδί. Τον έβαλα κάτω, είμαι και ογκώδης γενικότερα σαν άτομο, οπότε ήμουνα πιο δυνατός από αυτούς και τον έβαλα κάτω και ήρθαν και με χωρίσανε οι άλλοι. Και ακούω αυτό που σου είπα πριν: «Ο Καρυδάκης είναι σκληρό καρύδι!». Από τότε δεν με ξαναενόχλησε κανένας, αλλά δεν έπρεπε να γίνει αυτό, λογικά! Δεν πρέπει να επιβληθείς με τη βία, που ήμασταν –ας πούμε- στο Μπρόνξ; Κι όμως συμβαίνει και εδώ και από τότε με σεβαστήκανε, αλλά τί σεβαστήκανε; Φοβόντουσαν, προφανώς. Τι να σεβαστούνε; Δεν ήμουνα κάνας επιστήμονας να με σεβαστούν. Φοβόντουσταν τη δύναμή μου, ότι θα τους έδερνα. Με αυτούς βέβαια δεν κάνουμε παρέα, παιδιά –ας πούμε- από τη γειτονιά, δεν έχω παιδικούς φίλους στην Ελλάδα. Δεν έχω… Εγώ φίλους άρχισα να κάνω από τα 20 και μετά, 22 μετά τον στρατό. Στη Σχολή στη Δραματική, εκεί. Για μένα είναι [00:15:00]ένας κενός χρόνος τα 11 μέχρι τα 22 μου, δηλαδή αυτά τα 11 χρόνια είναι ένας και ένας χρόνος, δεν έχω τίποτα ευχάριστο. Μόνο τα μπάνια που κάναμε στις παραλίες. Αυτό!
Πώς σας αντιμετώπιζαν οι δάσκαλοι, εδώ στο ελληνικό σχολείο;
Στην Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα, δεν θυμάμαι καμία… Δεν θυμάμαι ούτε δάσκαλο ούτε δασκάλα στην Ελλάδα. Ενώ θυμάμαι στη Βραζιλία που ήμουνα 6-8 χρονών τη δασκάλα μου. Δεν θυμάμαι, δεν τους θυμάμαι, ούτε καν σαν φάτσα. Δεν με ενδιέφερε, δεν ήθελα ούτε να ξέρω ότι υπάρχει αυτό το σχολείο. Όλα μαζί δουλέψανε αρνητικά. Ένα παλιό κτίριο, με μία αυλή βρώμικη, με τα θρανία αυτά τα κλασικά, τα παλιά, τα ξύλινα. Δεν σου έκανε αίσθηση να πας στο… Αυτός ο ξύλινος λόγος ότι: «3 + 3, 6». «Αυτό! Τελείωσε! Δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο! δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει πολλαπλασιασμός ή διαίρεση δεν μπορεί υπάρχει άλλο 6. Δεν μπορούν να υπάρχουν τρία δυάρια, για να γίνουν 6. Τρία και τρία είναι…». Σου δίνω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις, περίπου, τι γίνεται. Δεν υπήρχε διδακτική επάρκεια σε αυτούς τους ανθρώπους. Ή όταν έκανες ένα λάθος ένα παιδάκι που ήρθε από τη Βραζιλία, που δεν ξέρει να μιλήσει στη γλώσσα, δεν ξέρει να σου πει αυτό που θέλεις, το χτύπαγες με χάρακα στο χέρι; Αυτή ήταν η αφορμή που δεν ξαναπήγα σχολείο. Με χτύπησε με χάρακα στο χέρι και πήγε να με χτυπήσει και δεύτερη φορά και τραβάω το χέρι μου και χτυπάει το δικό του και επειδή, νευρίασε πιο πολύ αυτός τότε, με δέρνει και πιο δυνατά μετά. Ναι, δυστυχώς! Ήτανε αυτή η πρακτική τότε της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, το οποίο βέβαια, συνεχίστηκε στα Τ.Ε.Ι. Έτσι κι αλλιώς — δεν θα πούμε το όνομα του δασκάλου — σε ένα εργαστηριακό μάθημα ήταν ένας, ο οποίος έλεγες πολλά πράγματα με πολύ μεγάλο στόμφο και με έναν αέρα που δεν ταίριαζε. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Σε ένα διάλειμμα λοιπόν, λέω στα παιδιά: «Ρε παιδιά -λέω- αυτός ο άνθρωπος μάς λέει ψέματα. Τα φουσκώνει πολύ! Δεν είναι, δεν μπορεί να είναι έτσι, δεν μπορώ να το πιστέψω». Είχα μία αίσθηση από μικρός διαισθανόμουνα την αλήθεια, το ψέμα και τους λέω: «Όταν θα μπούμε μέσα, σε κάτι που θα μας αναφέρει, εγώ θα το αμφισβητήσω με δικά μου επιχειρήματα και θα δείτε ότι δεν θα είναι αλήθεια. Δεν θα έχω να πω κάτι πάνω σε αυτό, αλλά θα πω δικά μου επιχειρήματα, διάφορες βλακείες…», «Ωραία -λέει- κάντο!». Μπαίνουμε μέσα λοιπόν, μας έλεγε για κάποιον θεωρία για τις γραφικές τέχνες που -δεν ξέρω τι έκανε. «Ναι -του λέω- καλό, αλλά αυτό το έχει αμφισβητήσει ο Χάτζερ Βούζεντ», είπα ένα όνομα έτσι, περίεργο, γερμανικό, δεν θυμάμαι τώρα. Αυτός ο άνθρωπος, αντί να πει: «Ναι, δεν το ξέρω, θα το κοιτάξω και θα σου απαντήσω αύριο…», θεώρησε καλό να πει εκεί μπροστά σε όλους ότι «κάνω λάθος». Διότι: «Αυτός ναι, μεν το είπε…», δηλαδή, το δέχτηκε αυτό που είπα εγώ, «Ναι μεν το είπε, αλλά μετά από μία μελέτη που έγινε δεν ίσχυε πια…». Οπότε και καταλάβαμε όλοι πόσο χαζός ήταν αυτός ο καθηγητής, τώρα στο Τ.Ε.Ι.
Segment 3
Οι θεατρικές σπουδές, η επαγγελματική πορεία και η δημιουργία θεατρικών εργαστηρίων
00:18:04 - 00:26:59
Αυτό ήταν άλλο ένα στοιχείο για μένα που με έκανε να μην αισθανθώ καλά. Μετά είχα πιάσει δουλειά στον δήμο Πειραιά. Γιατί από μία κουβέντα που είχα με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο με τον δάσκαλό μου, ήταν να παίξω στη Λάμψη, να κάνω κάποια επεισόδια και εγώ πήγα στο μέντορά μου, να τον ρωτήσω: «Κύριε Διαμαντόπουλε που να… Να παίξω στη Λάμψη; Γι’ αυτό μου έχουν κάνει αυτή την πρόταση». Και μου λέει το εξής: «Εάν θέλεις να γίνεις ηθοποιός, θα κάνεις θέατρο. Αν θες να γίνεις γνωστός, θα κάνεις τηλεόραση». Τότε το άκουσα αυτό σαν πάρα πολύ σωστό. Δεν είναι τόσο σωστό, γιατί ο ηθοποιός μπορεί να κάνει και τηλεόραση, μπορεί να κάνει τα πάντα. Όταν όμως έχεις ένα σύμβολο μπροστά σου, το οποίο ζει και για σένα είναι μόνο αυτό και τίποτα άλλο, δέχτηκα a priori ότι ο ηθοποιός είναι και το θέατρο μόνο. Και έτσι δεν πήγα να κάνω αυτό. Και μου λέει: «Εσύ μένεις Πειραιά, γιατί δεν μπαίνεις στο δήμο που έχει…», 10-15 θέατρα έχει ο Δήμος Πειραιά τότε. Δεν ακούγεται μεγάλος αριθμός, είχε πάρα πολλά θέατρα. Είναι το Δημοτικό, το Βεάκειο, το Κάτω από τη Γέφυρα, το Σινεάκ, το Θέατρο Γραμμών που έκλεισε, το Πειραϊκό. Πάρα πολλά θέατρα. Μου λέει: «Μπες στον δήμο να ασχοληθείς με το θέατρο εκεί, εφόσον σου αρέσει τόσο πολύ το θέατρο». Και έτσι προσπάθησα να μπω στο δήμο και τα κατάφερα — μέσω γνωριμιών, προφανώς — όπως καταλαβαίνεις και ανέλαβα και το θεατρικό του Δήμου Πειραιά. Ιδρύσαμε την πρώτη θεατρική ομάδα στην ιστορία του δήμου, το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Πειραιά, τη φιλαρμονική του Δήμου Πειραιά, το οποίο όμως, όταν έφυγα από το δήμο με μετάθεση και ήρθα Σαλαμίνα, κλείσανε το εργαστήριο. Θεωρήσαν καλό να κλείσουν το εργαστήριο, αντί να φέρουν έναν άνθρωπο του χώρου, να το αναλάβει και να συνεχίσει τη δουλειά του και έμεινε μόνο η φιλαρμονική ανοικτή. Αυτό!
[00:20:00]Θα ήθελα να μου πείτε επειδή είπατε ότι γνωρίσατε μεγάλα ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου, εάν βιώσατε μαζί τους κάτι που σας έχει χαραχτεί στη μνήμη;
Στη μνήμη όλα. Όλες, η κάθε μέρα. Κάθε μέρα που ήμουνα με αυτούς τους ανθρώπους είναι μία ταυτότητα. Είναι ένα χάραγμα. Δεν μπορείς είναι μεγάλες μορφές αυτοί οι άνθρωποι, για να μην τους θυμάσαι καθημερινά. Και το πώς δίδασκε το μάθημά του ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν κάτι καταπληκτικό. Μέσα από την ηρεμία του που τον έβλεπες σαν να μην υπήρχε σκηνή και ξαφνικά γίνονταν ένας ογκόλιθος και γέμιζε όλη τη σκηνή με τη φωνή του, με το μόνο να κουνήσει το χέρι του. Ή ο Αλέκος Αλεξανδράκης με αυτά που σου έλεγε, να σου μάθει, με την ηρεμία που τον διακατείχε και πώς τα έλεγε, πώς σου μετέφερε τις εικόνες. Όλα αυτά είναι αποτυπωμένα στο μυαλό μου είναι μεγάλες στιγμές για μένα. Και μόνο που ήμουνα δίπλα τους τόσο καιρό και μιλάγαμε και κάναμε παρέα, γιατί κάναμε παρέα. Δεν είχε αυτή τη σχέση που είχαμε με το σχολείο, που δεν θυμάμαι τίποτα από το δημοτικό. Είχαμε επαφή! Είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό σου λέω, εγώ από κει και πέρα ξανά άρχισα να γίνομαι άνθρωπος. Το θέατρο. Το θέατρο με έχει πραγματικά, με έχει βάλει σε μία ταυτότητα και με έχει κάνει να νιώσω ξανά σαν άνθρωπος στη ζωή να ανακαλύψω να βάλω στόχους και οι άνθρωποι αυτοί που είχα μαζί μου τότε, που ήμουνα πολύ τυχερός.
Ο μέντοράς σας;
Ε, ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος και η Μαρίνα η Γεωργίου, η γυναίκα του. Γιατί κάναμε και παρέα περισσότερη.
Υπήρχε κάποιος άλλος μεγάλος καλλιτέχνης, που ήρθατε σε επαφή μαζί του, που τον ζήσατε;
Ναι, μετά είχα την τύχη να παίξω με την Άννα τη Συνοδινού. Με είχε επιλέξει από μία ακρόαση και ανεβάσαμε κάποιες αρχαίες τραγωδίες. Και αυτή μία μεγάλη, μεγάλο σύμβολο στο θέατρο, μεγάλη ηθοποιός. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αυτό το πράγμα και πραγματικά και από αυτήν πήρες σαν άνθρωπος πάρα πολλά πράγματα. Kαι οι γνώσεις, που ήταν ατελείωτες — είναι μία εγκυκλοπαίδεια κινητή η γυναίκα. Και στο σπίτι της πάρα πολλές φορές που είχαμε πάει, γιατί εκεί ξεκινήσαμε και κάναμε πρόβες. Έκανα τον Τριγαίο και τον αφηγητή σε κάποιες αρχαίες τραγωδίες που ανέβαζε και αυτό ήταν μεγάλο σχολείο για μένα πάλι. Και με αυτήν έμαθα να διαχειρίζομαι και πιο σωστά τη γλώσσα και να ψάχνω πολύ περισσότερο τη γλώσσα αυτά τα: «Άλφα, γιώτα, τα όμικρον- γιώτα, που είναι έψιλον, το «ι», γιατί να υπάρχει το «ι» το γιώτα, το «η» ήτα, το «οι» όμικρον γιώτα; Και πώς να προσφέρονται αυτά;». Κάτι που δεν διδάσκεται στα σχολεία μας. Στα σχολεία μας τελειώνεις το Δημοτικό, τελειώνεις το Γυμνάσιο, το Λύκειο, πας πανεπιστήμιο, παίρνεις και το διδακτορικό σου. Και έχεις πάρει ένα πτυχίο και δεν ξέρεις να μιλάς. Δεν έχεις προφορά! Ενώ η «γη», που είναι δύο γραμματάκια το «γ» και το «η», είναι Γη. Είναι γη, είναι στρογγυλό, μέσα από το φάρυγγα βγαίνει. «Γη», και το λέμε «Γη». Ή το «κερί», κερί. Το κερί είναι με «ι», όταν είναι το «κερί». Οι καιροί όμως, που είναι (αι και οι) είναι: «Καιροί. Οι καιροί είναι καλοί». Έτσι; «Η Αναστασία», σαν όνομα δεν είναι «Η Αναστασία», δεν είναι ο «Γιώργος», είναι ο «Γιώργος». Και ακούς και λες: «Ο Γιώργος» με «ω». Και αυτά και προσπαθώ να διδάξω και στα παιδιά εδώ στη Σαλαμίνα και στο εργαστήριο του Ροντήρη, που είμαι μόνιμο μέλος και τ’ ακούνε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πραγματικά. Αρχίζουν και διορθώνουνε και το ηχητικό τους -πώς να το πω- την ηχητική πλευρά της ομιλίας τους. Ακούγεται πιο όμορφη η ομιλία τους και σκηνικά και στην καθημερινότητά τους όμως. Και αυτό πιστεύω ότι είναι μεγάλη επιτυχία για μένα, να έχω καταφέρει αυτό. Γιατί αυτά τα παιδιά θα κρατήσουν ζωντανή την γλώσσα. Τι άλλο; Δηλαδή μιλάς και πρέπει να ακούει ο άλλος, να καταλαβαίνει τι εννοείς. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις, να έχεις προφορά και είναι και η ελληνική προφορά δεν υπάρχει, γιατί δεν διδάσκεται πουθενά. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι — που είμαστε άνθρωποι του χώρου, της τέχνης — να την κρατήσουμε και να τη διατηρήσουμε. Να ξέρουμε, γιατί υπάρχει το «η» ήτα, γιατί υπάρχει το «ι» γιώτα, γιατί υπάρχει το «οι» όμικρον-γιώτα και πώς προφέρεται το καθένα; Όπως είναι το «ο», το «ω» δεν είναι το ίδιο. Αυτό!
Ροντήρης-
Ροντήρης-
Ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή σας-
Ναι.
Έτσι; Θα θέλατε να μου πείτε;
Τεράστιο! Ναι. Είχα την τύχη να με καλέσουνε στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, για να αναλάβω να φτιάξω τη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Πειραιά, που και τότε που είχα την επαφή. Και με την κυρία Συνοδινού είχαμε προτείνει να κάνουμε το πρώτο ελληνικό τμήμα σε πανεπιστήμιο αγγλόφωνο, που να διδάσκει το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα. Γιατί θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα. Αν όχι στην Ελλάδα, πού άλλου; Από το ’87 στη Βραζιλία, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Στο πανεπιστήμιο του Ρίο ντε [00:25:00]Τζανέιρο υπάρχει πανεπιστημιακό τμήμα που διδάσκει αρχαία τραγωδία. Ελληνική Αρχαία Τραγωδία από το ’87 είναι ένα τμήμα που πας και παίρνεις ένα μεταπτυχιακό, κάνεις ένα Master. Εδώ δεν υπάρχει. Τελειώνεις μία Δραματική Σχολή, πού θα μάθεις Αριστοφάνη, πού θα μάθεις Αισχύλο; Πώς θα μάθεις; Από τις λίγες φορές που έχεις διδαχτεί στη σχολή σου από κάποιους δασκάλους, που είχαν τη δυνατότητα ή είχανε και το μεράκι να το κάνουν; Γιατί κάποιοι άλλοι βαριούνται κιόλας. Ή και δεν θέλουν να σου μάθουν τα μυστικά, γιατί φοβούνται υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός σου λέει θα μου φάει μια δουλειά αύριο αυτός. Εδώ στην Ελλάδα λοιπόν, αυτό λείπει. Και ήταν αυτός ο στόχος να γίνει στο πανεπιστήμιο του Πειραιά ένα τέτοιο τμήμα με υπεύθυνη την Άννα Συνοδινού που είχα προτείνει εγώ τότε. Θα δίδασκε ο Στέφανος ο Ληναίος, Παπακωνσταντίνου ο νεότερος, ο Χρήστος ο Κάλλοου, που ξέρουνε πολύ καλά αγγλικά. Δεν έγινε, γιατί δυστυχώς, υπήρχανε κάποιες αναποδιές από Αθήνα από κάποιο πανεπιστήμιο της Αθήνας που κάποιοι θεατράνθρωποι θεώρησαν ότι εδώ κάποιοι μπαίνουνε στα πόδια τους και γιατί: «Εμείς εδώ και 40 χρόνια δεν το κάναμε και θα το κάνετε εσείς τώρα;». Γιατί εμείς μπορούμε! Γιατί εμείς προσπαθήσαμε να το κάνουμε, αλλά δεν μας αφήσανε, δυστυχώς. Εν πάση περιπτώσει, στήσαμε την ομάδα τη θεατρική του πανεπιστημίου Πειραιά πήγε πάρα πολύ καλά, διακρίθηκε. Ανεβάσαμε τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Πήραμε και βραβεία σκηνοθεσίας, πήραμε βραβείο μουσικής πρωτότυπης μουσικής. Ο Δημήτρης ο Καρούζος μας έγραψε μουσική. Βραβείο καλύτερης παράστασης και πάει λέγοντας. Τον Ματωμένο γάμο τιμηθήκαμε με το μετάλλιο «Μελίνα Μερκούρη». Γενικά κάναμε πάρα πολύ καλές δουλειές, πάρα πολύ καλές και δυνατές δουλειές. Το οποίο όμως και αυτό σταμάτησε να λειτουργεί, όταν έφυγα εγώ και ήρθα Σαλαμίνα. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί να μην συνεχίζονται αυτοί, αυτοί οι πυρήνες. Τόσοι άνθρωποι είναι στον χώρο και έχουν ανάγκη από δουλειά και μπορούν να προσφέρουνε. Προτιμούν, λοιπόν, να τα κλείσουν παρά να τα προχωρήσουμε, δυστυχώς.
Υπάρχουν γεγονότα που να σας έχουν χαραχτεί ή να σας έχουν επηρεάσει στη ζωή σας από τον εργασιακό σας χώρο στο θέατρο ή στην τηλεόραση;
Γεγονότα… Τι εννοείς; Οτιδήποτε. Στον εργασιακό μου χώρο, επειδή δούλευα στο δήμο Πειραιά και δουλεύω και εδώ στο δήμο Σαλαμίνας, η νοοτροπία μου εμένα δεν ήταν πολύ του δημοσίου υπαλλήλου. Αυτό ήταν… Ήμουνα σε μία συνεχή σύγκρουση με τους συναδέλφους μου, που δεν θέλω να τους χαρακτηρίσω τεμπέληδες. Δεν είναι τεμπέληδες, γιατί και αυτοί που μπήκανε μέσα στο δημόσιο, βρήκανε μία τέτοια αντίληψη και την ακολούθησαν. Εγώ όμως επειδή ασχολούμαι με το θέατρο, με το πιο δημιουργικό κομμάτι της ζωής και δεν μπορούσα ούτε να κάθομαι και να περιμένω να περάσει η ώρα ούτε να κάνω κοπάνες, χωρίς να υπάρχει λόγος ήμουνα σε μία σύγκρουση. Όταν ειδικά στο χώρο του θεάτρου, που έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα γρήγορα, άμεσα. Τώρα! Να μη χάσουμε τις προθεσμίες και ο άλλος βαριότανε ή είχε κάποια άλλα πράγματα να κάνει, που τα θεωρούσε πιο σημαντικά. Γιατί σου λέει: «Τώρα θέατρο θα κάνουμε;» Μία φορά, θυμάμαι δεν ανέβηκε μία παράσταση στο δήμο Πειραιά, ο Γυάλινος κόσμος, έτοιμη παράσταση για να ανέβει, επειδή δεν είχαν προτζέκτορα. Και όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε τα μαθήματα της υποκριτικής μπροστά στην κάμερα — που την έκανε ο Διονύσης Λυκιαρδόπουλος ένας πολύ καλός κινηματογραφιστής — ζητήσαμε μία τηλεόραση. Διότι, λογικό είναι. Όταν κάνεις μπροστά στην κάμερα υποκριτική, δεν πρέπει να το δεις μετά στην τηλεόραση; Αυτό που συζητιότανε στο δήμο ήτανε: «Ο Καρυδάκης τώρα θέλει και τηλεόραση, να κάθεται να βλέπει τηλεόραση». Βλέπεις ότι δεν υπάρχει η σωστή αντίληψη των πραγμάτων. Αυτό με δυσκόλεψε πάρα πολύ, το να κάνουμε το εργαστήρι του Δήμου Πειραιά πιο σωστό, πιο καλό, πιο δυνατό. Έβγαινε μία αντίληψη προς τα έξω ότι: «Ο Καρυδάκης είναι τεμπέλης, ότι κάνει θέατρο, κάθεται στο χώρο και βλέπει τηλεόραση. Τι μας νοιάζει τώρα αυτό; Θέατρα; Ήρθαμε να μπουμε στον δήμο, να κάνουμε θέατρο;» και τέτοια πράγματα. Αυτή είναι μία αντίληψη που έπρεπε να την παλέψω πάρα πολύ και ήμουνα εντελώς μόνος μου σε αυτό. Μόνο όταν άνθρωποι εκτός δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, εννοώντας όμως αιρετούς, οι οποίοι κατάλαβαν τι γίνεται εκεί. Από όλα τα κόμματα, από οποιοδήποτε χώρο. Αυτό ήταν που εμένα, πραγματικά, είναι ένα γεγονός που αξίζει να αναφερθεί. Και ο [...], που ανήκε στην αριστερά και η [...], που ανήκε στη δεξιά και ο [...], που ανήκε στην αριστερά και ο [...], που ανήκε στη δεξιά και ο [...], ο οποίος ανήκε στον σοσιαλιστικό χώρο, όλοι αυτοί με υποστήριξανε να κάνω αυτό που έκανα. Γιατί πιστέψανε σε αυτό. Πώς το κάναν αυτό; Δεν με είχανε ως απλό υπάλληλο σε ένα τομέα του πολιτισμού ή σε ένα οπουδήποτε [00:30:00]χώρο του δήμου. Με αποσπάσανε στο γραφείο δημάρχου και αντιδημάρχων, για να μπορώ να έχω την ελευθερία να κάνω αυτά τα πράγματα. Δεν είναι παρανοϊκό; Ίσως και για αυτό όταν έφυγα εγώ, έκλεισε και το εργαστήρι. Γιατί και οι αιρετοί φύγανε και μετά οι άλλοι δεν τους ενδιέφερε να στηρίξουν αυτό το πράγμα. Θεωρούσανε ότι «o Καρυδάκης είναι τεμπέλης». Δυστυχώς και ο Δήμος Πειραιά θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί απίθανα προγράμματα, που έτρεχαν τότε με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ειδικά από το 2000 μέχρι το 2004 που ο Δήμος Πειραιά ήταν ενταγμένος στους ολυμπιακούς δήμους της Ελλάδας και έτρεχε ένα πρόγραμμα θυμάμαι της πολιτιστικής πρωτεύουσας ευρωπαϊκής πολιτιστικής δράσης, από το 2000 έως το 2004, που ήταν ένας προθάλαμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Δήμος Πειραιά δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε ένα ευρώ από τα προγράμματα, που είναι προγράμματα, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν μέσω των θεατρικών ομάδων από αδελφοποιημένους δήμους, χορηγίες από το Υπουργείο Πολιτισμού, χορηγίες από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Τράπεζας Ελλάδος από τον Ο.Π.Α.Π. Δηλαδή θα μπορούσε ο Δήμος Πειραιά να έχει κάνει ένα πολύκεντρο νεότητας, μία λέσχη νεολαίας με μηδέν κόστος και δεν την έκανε μέχρι και σήμερα. Υπάρχουν 470 καφετέριες, υπάρχουν 18 club, υπάρχουν… Δεν ξέρω τι υπάρχουν στον Πειραιά και δεν υπάρχει μία λέσχη νεολαίας! Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη Σαλαμίνα, φυσικά. Και αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισα να κάνω αυτό το κέντρο πολιτισμού εδώ, στη Σαλαμίνα, το Θέατρο Σαλαμίνας. Για να κάνουμε τις εκθέσεις ζωγραφικής μας, να κάνουμε το θέατρό μας και να μην έχουμε και κανέναν πάνω από το κεφάλι μας να μας λέει τι πρέπει να κάνουμε και τι δεν πρέπει. Γιατί δεν υπάρχουν πρέπει στο θέατρο. Στο θέατρο υπάρχει μόνο το πρέπει το δικό σου, αυτό που πρέπει να κάνεις για να εκτονωθείς. Αυτό πρέπει να κάνεις για να δείξεις τι έχεις μέσα σου, τη δημιουργική σου πλευρά. Δεν μπορείς να βάλεις όρια, δεν υπάρχουν πρέπει. Πρέπει μόνο να προσέχεις τον άλλον, να μην τον χτυπήσεις, να μη χτυπήσεις εσύ, να είσαι σε έναν οργανωμένο χώρο με την έννοια της ασφάλειας. Αυτά πρέπει! Ναι, λογικό είναι! Να μην βάλεις φωτιά πάνω στο σκοινί και πάρει φωτιά ο κόσμος. Από εκεί και πέρα όμως, η δημιουργική πλευρά δεν υπάρχει πρέπει. Υπάρχει μόνο: «Κάν’ το! Κάν’ το». Αυτό δεν γίνεται εύκολα στην Ελλάδα. Δυστυχώς. Και όσοι προσπαθούνε να κάνουνε πράγματα μέσα από χώρους που είναι λίγο πιο δημοτικούς, αν θέλεις ή ελέγχονται από κάποιες τέτοιες φορείς, δεν είναι εύκολο, να γίνουν. Δεν γίνονται συνήθως.
Υπήρχε κάποιο περιστατικό στο θέατρο ή στην τηλεόραση στα γυρίσματα;
Κακό, καλό; Δεν υπήρχε κάτι πού να… Όχι! δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που να ήτανε μία ευχάριστη ατμόσφαιρα περάσαμε καλά και στις πρόβες μας και στο θέατρο και στην τηλεόραση είχα γνωρίσει έτσι, αρκετά καλούς. Με τον Νίκο Ψαρά, που έχω παίξει στο Αlpha και με το… Και με το Μηνά τον Χατζησάββα στην ΕΡΤ που έκανα στην άμυνα ζώνης, που ήμουν ο προπονητής. Υπήρχανε πάντοτε πολύ όμορφες εικόνες. Πολύ όμορφες! Πολύ ωραία περνάγαμε. Ωραία ήταν στα γυρίσματα, και στο θέατρο ακόμα καλύτερα.
Πάμε σε ένα άλλο κεφάλαιο της ζωής σας, ταξίδια.-
Ναι-
Είχατε ξαναπάει σε χώρα άλλη, πέρα από την Ελλάδα και τη Βραζιλία;
Όχι! Το πρώτο μου ταξίδι ήταν από τη Βραζιλία προς την Ελλάδα, με μία στάση στην Ιταλία για κάποιες μέρες και που εκεί κοντέψαμε να πνιγούμε, πραγματικά. Γιατί θυμάμαι εγώ — σαν παιδάκι που ήμουνα — ότι μας όλα τα σωσίβια… Ακούγαμε τις βάρκες να πέφτουν, τις αλυσίδες να σπάνε ήταν μία φοβερά μεγάλη τρικυμία, περάσαμε από τη Βραζιλία, φτάσαμε στην Ιταλία και αυτό είναι από την Ιταλία στην Ελλάδα να φανταστείς. Ναι, ναι! Φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Εγώ σαν παιδάκι πιο πολύ ακόμα — 11 χρόνων ήμουνα. Έχω φωτογραφία μετά που βγάλαμε τα σωσίβια, πάνω στο κατάστρωμα. Το κατάστρωμα πάνω ήταν σπασμένα όλα τα παγκάκια, τα ρολόγια που είχε έξω, τζαμαρίες. Όλα τα είχε σπάσει. Το καράβι… Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σου εξηγήσω, να σου περιγράψω πώς… Γυρόφερνε μες στη θάλασσα. Ήμασταν κάτω στις καμπίνες και το φινιστρίνι το ‘χανα για… Τον αέρα, τον ουρανό που βλέπαμε το ‘χανα για κάποια ώρα. Δηλαδή, βούλιαζε τόσο πολύ που μετά από λίγο, εμφανιζόταν πάλι και μετά μας ανέβασαν όλους επάνω. Αλλά αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ έντονα. Πραγματικά, ήτανε μία πολύ δύσκολη εικόνα που έχω, μία πολύ κακή εικόνα που έχω στο νου μου από το ταξίδι αυτό, το πώς σωθήκαμε, τότε. Αλλά κάτι άλλο λέγαμε νομίζω…
Εάν ταξιδέψατε σε-
Α, ναι! Μετά. Τα ταξίδια τα δικά μου ήτανε τελείως τυχαία. Κάποια στιγμή πήγα στην Πορτογαλία και από κει και πέρα άρχισα να θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, άρχισα να ταξιδεύω, να φεύγω και κατάλαβα ότι θέλω να φεύγω από τη νοοτροπία που ζούσα εδώ. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Δεν μπορούσα εδώ. Οπότε πολλά λεφτά που έβγαλα, γιατί δούλευα και δύο δουλειές και [00:35:00]τρεις και σερβιτόρος δούλευα και σε συνεργείο αυτοκινήτων όπως σου είπα πριν και σε εξατμίσεις, τα χάλαγα για να κάνω ταξίδια. Γύρισα πάρα πολλά μέρη. Έχω πάει από την Αυστραλία από εδώ πιο κοντινά μέρη Λετονία- Ρίγα, Γερμανία και τα πιο μακριά βέβαια, στην Ασία, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ. Ταϊλάνδη σπούδασα και μασάζ για δύο χρόνια. Στο Λάος έχω πάει, στη Βιρμανία –ναι- Βιετνάμ -το είπα νομίζω δεν θυμάμαι-. και έκανα αυτά τα ταξίδια. Μεγάλα ταξίδια ζωής, αλλά δεν πήγαινα για δυο-τρεις μέρες ή πέντε μέρες πήγαινα για ένα μήνα. Ήθελα να γίνω ένα με τους ντόπιους, να δω την καθημερινότητα τους. Ξύπναγα το πρωί πήγαινα στην αγορά, περπάταγα στους δρόμους, πήγαινα να πιω καφέ, να φάω στα δικά τους εστιατόρια, όχι στα τουριστικά. Ήθελα να δω πώς ζούνε και όλο αυτό το πράγμα με οδήγησε να καταλάβω, γιατί μιλώντας και συνομιλώντας με αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους, ότι σε όλο τον κόσμο και εδώ στην Ελλάδα και σε αυτές τις χώρες που πήγα το πρόβλημα των ανθρώπων είναι, να έχουνε μία καλή δουλειά, έναν άνθρωπο να τους αγαπάει και ένα όμορφο μέλλον. Αυτό! Πέρα από θρησκείες, πέρα από κόμματα, πέρα από πολιτικές πεποιθήσεις… Αυτό! Τόσο απλό! Από όπου κι αν πήγα. Από τη Βιρμανία, μέχρι την Αυστραλία. Και είναι τόσο δύσκολο να γίνει.
Ποιο ταξίδι σας έχει επηρεάσει περισσότερο;
Στο Βιετνάμ. Το Βιετνάμ, γιατί όταν ακούς Βιετνάμ, όταν άκουγα για Βιετνάμ μέχρι, πριν πάω, στο μυαλό μου ήτανε μόνο οι βόμβες Ναπάλμ… Αυτό είναι το τραγικό πρόβλημα που έχει κάνει τηλεόραση, που κάνει τηλεόραση και το τι μας περνάνε, γιατί έχει μία εικόνα κακή στο μυαλό σου. Καταστροφής, άνθρωποι που πεινάνε, που κλαίνε, που σφάζονται, που σκοτώνονται. Είναι μία απίθανη χώρα. Πήγα τελείως τυχαία και δεν ήθελα να πάω. Και στην αρχή με πιέσανε. Πραγματικά! Γιατί όταν τελείωσα τα μαθήματα του μασάζ, μία συμφοιτήτριά μου εκεί είχε ξενοδοχείο στο Βιετνάμ και είχε έρθει για να πάρει το πτυχίο του μασάζ, για να ανοίξει ένα σπα στο ξενοδοχείο της και ουσιαστικά αυτή με παρακίνησε. «Έλα δεν θα έχεις την ευκαιρία να ξανάρθεις τόσο μακριά για να πας και στο Βιετνάμ. Αφού ξέρω -μου λέει- και κόσμο εκεί και θα μείνεις σε ξενοδοχείο, δε θα πληρώσεις. Έλα μου –λέει- Θα σου δείξω πως είναι και το Βιετνάμ και το ένα και το άλλο…» ουσιαστικά αυτή αγαπούσε τόσο πολύ τη χώρα της που ήθελε να την διαφημίσει. Και έτσι πήγα. «Άντε –λέω- ας πάω!». Ταϊλάνδη είχα πάει ήμουνα χρόνια ήξερα πως είναι. «Για 15 μέρες –λέω- ας πάω Βιετνάμ». Από τότε πήγα άλλες 3 φορές φαντάσου. Ναι, πήγα είναι ένα βουνό, που λέγεται «Σάπα» και είναι στα σύνορα της Κίνας με το Βιετνάμ, το οποίο κάνεις ένα ολόκληρο ταξίδι, για να πας εκεί έτσι. Ταξιδεύεις όλη νύχτα με το τρένο, μετά παίρνεις ένα μικρό λεωφορειάκι, μετά παίρνεις ένα άλλο αυτοκίνητο και δεν ξέρω κι εγώ τι, και φτάνεις εκεί πέρα, το οποίο για μένα ήταν ο παράδεισος. Είναι φανταστικό μέρος, φανταστικό μέρος. Αλλά αυτό που με εξέπληξε στη Σάπα είναι ότι μπαίνοντας στην πλατεία του χωριού, είδα μία Καθολική Εκκλησία. Δεν το περίμενα. Περιμένεις να δεις κάτι… ένα Ναό βιετναμέζικο, ένα Βούδα -ξέρω γω- και όμως βλέπεις μία Καθολική Εκκλησία, γιατί είχανε επηρεαστεί πολύ από τους Γάλλους. Και για αυτό και στο Βιετνάμ σε σχέση με άλλες ασιατικές χώρες, βρίσκεις εύκολα γλυκά και ψωμί επειδή, τα bakery από τους Γάλλους, που τους είχαν μεταφέρει αυτή τη νοοτροπία. Και εκεί στη Σάπα έχει και σχολή ζαχαροπλαστικής, η οποία σχολή ζαχαροπλαστικής είναι σε ένα διώροφο κτίριο το κάτω μέρος, το υπόγειο -ας πούμε- γιατί ήτανε πρανές το έδαφος ήταν η Σχολή και πάνω μπορείς να πας, να φας κιόλας από αυτά που φτιάχνουν τα παιδιά. Εγώ πήγαινα εκεί κάθε μέρα, έπινα τον καφέ μου, έπαιρνα και ένα γλυκάκι, ήταν πάρα πολύ ωραία. Ναι, αυτό με επηρέασε με την έννοια ότι κατερρίφθη μία εικόνα που είχα για το Βιετνάμ, που δεν το περίμενα. Και βέβαια, με πήγε αυτή η κοπέλα και στον παππού της σε ένα χωριό που μας έλεγε για τους Αμερικανούς, που του κάψανε το σπίτι τρεις φορές. «Εδώ -μου λέει- που κάθεσαι τώρα εσύ, το ‘χω φτιάξει τρεις φορές το σπίτι. –Ξύλινο, ξύλινα σπίτια- τρεις φορές μου το κάψανε οι βόμβες Ναπάλμ και τρεις φορές το έφτιαξα». Αυτά είναι, αυτές είναι φοβερές ιστορίες. Αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση, σαν χώρα που δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου σκεφτεί ποτέ να πάω ήτανε η Βιρμανία, η «Μπούρμα». Που νομίζω έχει αλλάξει και όνομα, τώρα λέγεται κάπως αλλιώς. Μία χώρα με φοβερά δύσκολο καθεστώς, δηλαδή οι δικτατορίες που γνωρίζουμε όλου του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που συμβαίνει σε αυτή τη χώρα. Τίποτα όμως! Οι άνθρωποι φοβούνται να [00:40:00]μιλήσουνε. Δεν μιλάνε ποτέ και σε καμία περίπτωση για το εσωτερικό κομμάτι της πολιτικής τους. ATM δεν υπήρχανε, πουθενά. Έπρεπε να έχεις πάρει λεφτά μαζί σου. Ευτυχώς που κάποιος μου το είχε πει πριν πάω και μάλλον είμαι και ο πρώτος Έλληνας που πήγε στη Βιρμανία. Και σε ένα σημείο, πήγα σε μία λίμνη που λέγεται: «Ιnle Lake», η οποία είναι πάνω σε ένα βουνό είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στη Χώρα. Στην πρώτη μεγαλύτερη της χώρας δεν μπορούσα να πάω, γιατί ήτανε οι αντιφρονούντες τους έχουν απομονώσει σε ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας και τους έχουμε εκεί πέρα μόνους τους. Σφάζουνε εκεί βέβαια κόσμο. Αυτή η λίμνη, λοιπόν εκεί, άμα δεν σου πουν ότι είναι λίμνη νομίζεις ότι έχεις πάει σε θάλασσα. Τόσο μεγάλη και μες στη βάρκα πού είσαι ,που πηγαίνεις… πώς είναι τα σπίτια στις Μαλδίβες; έτσι ακριβώς είναι εκεί μέσα στη λίμνη. Είναι με πασσάλους, σπίτια. Εκεί μέναμε κιόλας. Νομίζεις ότι θα τη σηκώσεις στο χέρι σου και θα αγγίξεις τον ουρανό. Πραγματικά όμως! Δηλαδή, έκανα έτσι. Νόμιζα ότι θα άγγιζα τον ουρανό. Δεν το έχω ξανανιώσει αυτό πουθενά αλλού και πραγματικά είναι μία πολύ ωραία χώρα, αλλά με πολύ δύσκολο καθεστώς. Πολύ δύσκολο καθεστώς. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει για κάποια χρόνια πριν και πριν πάω εγώ. Εγώ πήγα πριν από 10 χρόνια. Πέντε, έξι χρόνια πριν, οι μοναχοί βάζανε φωτιά στο αυτοαναφλεγόντουσταν στο δρόμο για… ως εναντίον. Εναντιονώνστουσταν στο καθεστώς. Χάθηκαν πάρα πολλοί μοναχοί από αυτούς. Ένας δέχτηκε να μου μιλήσει μία φορά που έφτασα βράδυ στο ξενοδοχείο μου, ο οποίος με πολύ μεγάλο φόβο και ψιθυριστά σχεδόν μου έλεγε ότι: «Ψάχνουμε να βρούμε τους δικούς μας ανθρώπους. Δεν ξέρουμε που είναι!» Και μόνο αυτό. Τίποτα άλλο. Μου έδωσε μία μπαλαντέζα, για να συνδέσω τον υπολογιστή μου, το laptop που είχα και δεν υπήρχε, δεν ήταν μπαλαντέχα. Ήταν δύο σίδερα, δύο σύρματα με ένα καλώδιο που πήγαινε στην πρίζα. Δηλαδή, έπρεπε να προσέχω, να μην αγγίξω και τα σύρματα να βάλω την… το φις εκεί. Δεν υπήρχανε μπαλαντέζες. Εγώ αρρώστησα, γιατί μία μέρα κουράστηκα πάρα πολύ και ενώ ξέρω ότι δεν πρέπει να τρώμε χόρτα. Τα δικά τους εκεί τα χόρτα έχουνε… αυτοί έχουνε ένα DNA στο DNA τους το οποίο αντέχουν αυτό. Εμείς όμως όχι οι δυτικοί και εγώ το ήξερα, άλλα πέρναγα τόσο ωραία, είχα νοικιάσει ένα ποδήλατο, πήγα να δω το «Σιέμ Ριπ» -είναι εκεί που γύρισε η Angelina Jolie τις ταινίες τις… δεν θυμάμαι πώς τις λένε τώρα μπορεί κάποιος να ανατρέξει να δει ποια ταινία γυρίσει στο Σιέμ Ριπ- και ήταν τόσο όμορφα, που γύρισα πίσω και είχε ένα μικρό εστιατόριο απέναντι το ξενοδοχείο και πήγα εγώ έφαγα spring rolls πήρα και μία σαλάτα και η σαλάτα αυτή λοιπόν, δεν έπρεπε να τη φάω. Ενώ το ήξερα, αλλά από την ευχαρίστηση μου και τόσο ωραία πέρναγα, τρώω και τη σαλάτα και τρεις μέρες ήμουνα στο κρεβάτι με πυρετό και διάρροια. Και δεν μπορούσαμε να βρούμε αντιβιοτικά, γιατί είναι το… τους έχουν αποκλείσει από τις δυτικές χώρες, λόγω του καθεστώτος. Και στη μαύρη αγορά πληρώνοντας κάτι παραπάνω, βρήκαμε αντιβιοτικά από την Αυστραλία, μου φέρανε στο ξενοδοχείο. Και έτσι τη γλίτωσα, γιατί ήμουνα τέζα –σου λέω-. Έχασα 3 μέρες. Ήμουνα τρεις μέρες στο κρεβάτι. Σηκωνόμουν μόνο ίσα-ίσα που μπορούσα και πήγαινα απέναντι στο εστιατόρια του έλεγα: «Ρύζι λαπά» -ξέρεις- ρύζι σκέτο. Έτρωγα ρύζι ξαναπήγαινα πίσω «τάβλα» στο κρεβάτι και μετά με τα αντιβιοτικά κάπως συνήλθα. Αλλά δύσκολη χώρα. Πολύ δύσκολη χώρα. Πανέμορφη!
Τώρα θα γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα-
Πάμε-
Θα ήθελα να μου πείτε πώς προέκυψε το «Θέατρο Σαλαμίνας»;
Το «Θέατρο Σαλαμίνας» ήτανε μία ανάγκη να γίνει. Εγώ επειδή, έμενα Σαλαμίνα, δούλευα στον Πειραιά, αλλά έμενα Σαλαμίνα πηγαινοερχόμουν λοιπόν και ένιωθα αυτό το κενό το πολιτιστικό στη Σαλαμίνα. Υπάρχουν ομάδες, υπήρχαν ομάδες που κάναμε πραγματάκια όμορφα, ωραία δεν υπήρχε κάτι όμως οργανωμένο. Αυτό έλειπε και δεν γινότανε και από το δήμο κάτι οργανωμένο, κάτι αντίστοιχο. Θα μπορούσε ο δήμος Σαλαμίνας να έχει μία λέσχη νεολαίας με τμήματα ζωγραφικής, φωτογραφίας, γλυπτικής, θέατρο, κινηματογράφο, με όλα αυτά τα προγράμματα, που όπως είπα και πριν: «Τρέχουν ακόμα και τώρα υπάρχουνε δεν τα εκμεταλλευόντουσαν…» για κάποιο λόγο, δεν ξέρω εγώ. Εγώ, επειδή είχα πολλούς μαθητές στον Πειραιά, στο πανεπιστήμιο από τη Σαλαμίνα με παρακίνησαν κάποια στιγμή να κάνουμε και εδώ κάτι αντίστοιχο. Και τότε με συνεργασία με το Δημήτρη Ροντήρη, κάναμε ένα παράρτημα του Δημήτρη Ροντήρη στην Παναγία τη Βροντού. Βρήκαμε ένα χώρο και είχαμε ξεκινήσει, τότε με κάποια παιδιά, να κάνουμε πρόβες σε μονόπρακτα έργα και ανεβάσαμε και κάποια μονόπρακτα στο «Μπόγρη», την αίθουσα. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να προχωρήσει, γιατί εγώ τότε είχα πάρα πολλές δραστηριότητες στην Αθήνα, ήμουνα τότε με την Άννα Συνοδινού, είχα το [00:45:00]εργαστήρι θεατρικών σπουδών Δημήτρης Ροντήρης, ήμουνα στον Πειραιά το Θεατρικό Εργαστήρι, δεν προλάβαινα, να λειτουργεί σωστά. Και έτσι εκεί κάπου το σταματήσαμε. Μετά από όμως από την κρίση αυτή των 10 χρόνων και τα λοιπά, που πέρασε ο καιρός και ποια μην έχοντας τόσες πολλές δραστηριότητες στην Αθήνα, ξανά πάλι συναντηθήκαμε με τα παιδιά και κάποιους καινούργιους ακόμα, που ενδιαφέρθηκαν να κάνουμε αυτό το πράγμα και επειδή οι ανάγκες των καιρών ήταν τέτοιες, που έπρεπε να συμβεί, έπρεπε να γίνει. Είπαμε να το κάνουμε με όποιο κόστος και το έκανα. Εγώ βασικά προχώρησα μπροστά, νοίκιασα έναν χώρο. Γιατί ξέρεις, τα παιδιά σήμερα έρχονται, αύριο δεν έρχονται. Δεν ξέρεις πότε θα σου μείνει, δεν έχεις υπογράψει ένα συμβόλαιο ότι θα σου μείνουνε. Και εδώ επειδή εμείς δεν επιδοτούμαστε από το κράτος, όλα αυτά είναι έξοδα, τα οποία επιβαρύνουνε ένα άτομο, αυτόν που το έχει. Και προσπαθώ με χίλιους τρόπους να κάνουμε δραστηριότητες και δεν θέλω και να πάρω -αν θέλεις- από το Κράτος ή από το δημόσιο χρήματα, για να διατηρήσουμε αυτή την αυτονομία μας, να κάνουμε αυτό μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας όπως μπορούμε, χωρίς να έχουμε κάποιον να μας πει: «Εγώ θα σας δώσω, αλλά θα κάνετε αυτό ή θα κάνετε αυτό για να υποστηρίξετε εκείνη την πολιτική δραστηριότητα προεκλογικά ή οτιδήποτε…» δεν θέλουμε. Διότι όπως είπε και ο Μπρεχτ: «Το θέατρο δεν κάνει πολιτική… το θέατρο δεν είναι πολιτική, αλλά κάνει πολιτική!». Λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το θέατρο δεν μπορεί να διορθώσει τον κόσμο, αλλά μπορεί να βελτιώσει τους ανθρώπους. Αυτοί μπορούν να διορθώσουν τον κόσμο. Αυτός είναι ο στόχος μας.
Τι είναι για σας θέατρο;
Η ζωή μου ολόκληρη με μία λέξη. Αυτό! Τίποτα άλλο! Είναι αυτό που με έχει κρατήσει στη ζωή και με έχει κάνει ένα… να μπορώ να… επανήλθα από το τίποτα. Δεν είχα να κάνω τίποτα. Δεν ήξερα τι να κάνω ζωή μου. Ήμουνα 18 χρονών 19 και δεν είχα, δεν είχα στόχους. Εγώ θυμάμαι, τώρα παιδιά που μιλάγαμε, είχα πάει διακοπές στον Πόρο με κάτι φίλους και ένα παιδί μου λέγε ότι: «Εγώ θα πάω στην Ελβετία, γιατί έχει μία σχολή με ταξιδιωτικά, με τουριστικά επαγγέλματα…» Δεν θυμάμαι ακριβώς τι, και τα άκουγα και δεν μπορούσα να καταλάβω. «Εντάξει, θα κάνει μία δουλειά –λέω- και αυτός». Τώρα καταλαβαίνω ότι αυτός είχε ένα στόχο, που εγώ τότε δεν είχα στόχο. Δεν ήξερα απλώς ήμουνα, ζούσα. Γιατί δεν μου άνοιξε κάποιος την πόρτα. Δεν ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, που να σου δώσει τη δυνατότητα να φτιάξεις στόχο. Ένα παιδί που ήρθε από τη Βραζιλία, γιατί αυτός, προφανώς, στην Ελλάδα γεννήθηκε, αλλά εγώ που δεν ήξερα τη γλώσσα, που δεν είχα φίλους, που δεν είχα ανθρώπους, όλα αυτά ήτανε λίγο ξένα για μένα. Δεν ήξερα πού να απευθυνθώ, δεν ήξερα με ποιους να μιλήσω. Οι δάσκαλοι ήτανε απόμακροι. Μία δασκάλα που είχαμε εμείς στο λύκειο, στο γυμνάσιο έπιανε τους γονείς τον καθέναν και έλεγε –ας πούμε- στη μάνα μου ότι: «Ξέρεις κάτι; μην κάνει ο γιος σου παρέα με τον Γρηγόρη, γιατί είναι κακό παιδί μετά πήγαινε στη μάνα του Γρηγόρη και η άλλη παρέα ο γιος σου με το Στέφανο, γιατί είναι κακό παιδί.» και το μάθαμε εμείς τώρα που είμαστε ακόμα φίλοι με αυτά τα παιδιά. Ότι έλεγε στις μανάδες μας τα ίδια πράγματα, μία ηλίθια δασκάλα, που αντί να σε μάθει πέντε πράγματα σε φόβιζε. Δυστυχώς! Δυστυχώς! Το θέατρο για μένα είναι η ζωή μου ολόκληρη. Είναι… Δεν μπορώ να… δεν γίνεται χωρίς θέατρο. Είναι σαν να μου κόψεις το πόδι, σαν να μου κόψεις το χέρι, την καρδιά.
Θα ήθελα να μου πείτε αν θα αλλάζατε κάτι από όλη αυτή την πορεία της ζωής σας;
Ναι, δεν θα ερχόμουνα στην Ελλάδα αν μπορούσα. Αν ήταν στο χέρι μου να μπορώ να το κάνω αυτό, δεν θα ερχόμουν στην Ελλάδα. Θα ήμουνα στη Βραζιλία, στην Ακαδημία του θεάτρου όπως ήμουνα, θα ‘χα κάνει την πορεία μου και πιστεύω ότι θα ήμουνα πολύ καλύτερα. Βέβαια, δε μου έκανε κακό αυτό. Γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους, έτσι. Όπως τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την Άννα Συνοδινού, τον Παπαμιχαήλ, τον Αλεξανδράκη -- ανθρώπους σύμβολα. Ίσως όμως να γνώριζα ανάλογα σύμβολα εκεί και σε μία τεράστια χώρα των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων που σίγουρα υπάρχουν και εκεί μεγάλα σύμβολα. Δεν ξέρω. Ίσως όμως να μην ερχόμουνα. Με το καθεστώς που λειτουργεί εδώ την παιδεία. Δεν υπάρχει παιδεία. Δυστυχώς! Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα.
Έχετε αναφέρει αρκετές φορές το Διαμαντόπουλο και θα ήθελα να μου πείτε ποιες ήταν οι σχέσεις μεταξύ σας;
Είχαμε μία πάρα πολύ καλή σχέση. Δεν ήταν η σχέση του δασκάλου με του μαθητή. Ήτανε του πατέρα με τον γιο. Στα διαλείμματα εγώ δεν πήγαινα επάνω στο κυλικείο καθόμουνα κάτω στο γραφείο. Ένα μικρό γραφειάκι και καθόμαστε και συζητάγαμε, μιλάγαμε. Μου έλεγε τις ιστορίες του, ήτανε ο μέντοράς μου. Λίγους φίλους. Και στο χώρο δεν κάνεις εύκολα φίλους. Η φίλη μου η καλή στο χώρο ήταν η Χρύσα η Σπηλιώτη, η [00:50:00]οποία ήταν αδερφή μου. Δεν… δεν είναι εύκολο να σε αγκαλιάσουν άνθρωποι στο χώρο. Δεν είναι εύκολο, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ναι, τη χάσαμε… Δυστυχώς… αλλά αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν άνθρωποι που σηματοδοτήσαν και το πώς θα κινηθώ στο χώρο και με δεχτήκανε με αγκάλιασανε, -ξέρεις είναι σημαντικό αυτό το πράγμα- και αυτοί με μάθανε να αγκαλιάζω νέους ανθρώπους και να δίνομαι και να τους ανοίγω τις πόρτες. Αλλιώς, ίσως και εγώ να ήμουνα κάπως διαφορετικός. Δεν ξέρω… Αυτά!
Σ ας ευχαριστώ πάρα πολύ! Οι ιστορίες σας μας ταξίδεψαν-
Κι εγώ ευχαριστώ.
Να είστε καλά και εύχομαι να κάνετε κάθε σας όνειρα πραγματικό.
Ευχαριστώ! Καλή συνέχεια και εσύ τι κάνεις.
Photos

Αναπαράσταση γάμου
Στη Βραζιλία, στο σχολείο, στην κατεύθυνση ...

Αναπαράσταση γάμου
Ο Στέφανος Καρυδάκης με την συμμαθήτριά το ...

Στέφανος Καρυδάκης
Ο Στέφανος Καρυδάκης έξω από το Θέατρο που ...

Στέφανος Καρυδάκης
Φωτογραφικό υλικό από την ημέρα της συνέντ ...
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Στέφανος Καρυδάκης αφηγείται τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια στη Βραζιλία μέχρι την επιστροφή στην Ελλάδα και τη δύσκολη προσαρμογή στην ελληνική κοινωνία. Κάνει λόγο για τα ταξίδια σε άλλες χώρες που του δίδαξαν μια άλλη πλευρά της ζωής και την αγάπη του για το θέατρο που τον οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου κλειστού τύπου θεάτρου της Σαλαμίνας.
Narrators
Στέφανος-Απόστολος Καρυδάκης
Field Reporters
Ειρήνη Κοτσέλη
Tags
Interview Date
24/08/2022
Duration
50'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Στέφανος Καρυδάκης αφηγείται τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια στη Βραζιλία μέχρι την επιστροφή στην Ελλάδα και τη δύσκολη προσαρμογή στην ελληνική κοινωνία. Κάνει λόγο για τα ταξίδια σε άλλες χώρες που του δίδαξαν μια άλλη πλευρά της ζωής και την αγάπη του για το θέατρο που τον οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου κλειστού τύπου θεάτρου της Σαλαμίνας.
Narrators
Στέφανος-Απόστολος Καρυδάκης
Field Reporters
Ειρήνη Κοτσέλη
Tags
Interview Date
24/08/2022
Duration
50'