© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μία ιστορία αλληλεγγύης μέσα στον εμφύλιο: Ο χωροφύλακας σώζει τον αριστερό και ο αριστερός τον χωροφύλακα

Istorima Code
12425
Story URL
Speaker
Ιωάννα Λέζου (Ι.Λ.)
Interview Date
22/11/2022
Researcher
Μαργαρίτα Κορωναίου (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

Ε[00:00:00]ίναι Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022, είμαι η Κορωναίου Μαργαρίτα, ερευνήτρια στο Istorima, και βρίσκομαι μαζί με την κυρία Ιωάννα Λέζου στην Νέα Φιλαδέλφεια. Κυρία Ιωάννα θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για την ζωή σας;

Ι.Λ.:

Να σας πω αρκετά λόγια για την ζωή μου. Γεννήθηκα το 1933. Έμενα στον Περισσό. Έχω ζήσει αρκετά χρόνια της Κατοχής. Δε θυμάμαι πάρα πολύ αυτά που έγιναν στην κήρυξη του πολέμου, ήμουν 7 χρόνων, δεν πολυθυμάμαι πράγματα. Θυμάμαι αυτήν την αναμπουμπούλα και αυτήν την ιστορία και αυτόν τον ενθουσιασμό, γύρω μου περιφέρετο ο κόσμος, να είναι χαρούμενος και κάθε φορά που είχαμε μία νίκη, όταν ο ελληνικός στρατός προχωρούσε, είχαμε χαρά μεγάλη και ενθουσιασμό. Έμαθα να πλέκω κάνοντας την φανέλα του στρατιώτη. Πλέκανε όλες οι κυρίες, και η μαμά μου και οι θείες μου και έμαθα από εκεί να πλέκω. Και τώρα ακόμα πλέκω πολύ ωραία. Βέβαια δεν βλέπω καλά, αλλά πλέκω άμα χρειαστεί. Λοιπόν, θα σας πω μία ιστορία που έζησα στην Κατοχή. Φύγανε οι Γερμανοί. Θυμάμαι την μέρα πάρα πολύ έντονα: 12 Οκτωβρίου του 1943, ο χαμός! Όταν έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός, τι γινότανε στην Αθήνα... Οι καμπάνες, ο κόσμος να φωνάζει, να χαίρεται, να τραγουδάει, να κλαίει! Ήτανε φοβερές στιγμές, αξέχαστες. Άρχισε, αλλά δυστυχώς άρχισαν –αυτά γίνονταν τον Οκτώβριο, 12 Οκτωβρίου–, άρχισε ο φοβερός εμφύλιος πόλεμος. Εμείς ζούσαμε στον Περισσό. Η περιοχή εκείνη ήταν όλη από αριστερούς. Εμείς ήμαστε η μόνη οικογένεια που δεν ήμαστε αριστεροί. Ήτανε προσφυγικοί συνοικισμοί αυτοί, και της Νέας Ιωνίας και του Περισσού. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με όλους. Ο πατέρας μου ήτανε ένας άγιος άνθρωπος, ήτανε –όχι ανώτερος– μεσαίος αξιωματικός της χωροφυλακής. Εργαζόταν στο αρχηγείο χωροφυλακής στην οδόν Ιουλιανού και ερχότανε με το τραμ το κίτρινο στα Πατήσια. Από εκεί, με τα πόδια στον Περισσό. Όταν ερχότανε, εκεί είχαν αρχίσει να εμφανίζονται γύρω οι αριστεροί που γράφανε στους τοίχους. Περνούσε πίσω από το Νεκροταφείο το Β’. Εκεί είχανε σημείο που γράφανε τα παιδιά αυτά, οι αριστεροί, τον βλέπανε, δεν του λέγανε τίποτα, ούτε τον έβρισαν ποτέ, και το καπέλο κάτω από την μασχάλη του κι ερχότανε στο σπίτι τα βραδάκια. Ήτανε αγαπητός σε όλο τον κόσμο. Δίπλα μας ήμαστε, γύρω γύρω αριστεροί ήτανε. Εμείς ήμαστε οι μόνοι όπως είπα και πιο μπροστά. Ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα και ήρθε ένα παιδί που ήταν αριστερός αλλά ήτανε μέσα στην μάχη, στους αντάρτες. Καθότανε δίπλα μας. Τον κυνηγάγανε οι Γερμανοί και οι Ταγματασφαλίτες. Χτύπησε την πόρτα μας, του άνοιξε ο πατέρας μου, του είπε ότι τον κυνηγάνε και ο πατέρας μου άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, πέρασε στο ταρατσάκι εκείνος, στην ταράτσα την άλλη, την άλλη, και χάθηκε, εξαφανίστηκε, σώθηκε. Μετά από λίγη ώρα –τα θυμάμαι πολύ καλά αυτά– χτυπήσανε κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους ο πατέρας μου μιλούσε και τους έλεγε: «Εγώ είμαι αξιωματικός της χωροφυλακής. Τι δουλειά έχω με αυτά τα πράγματα που μου ζητάτε;», και φύγανε αυτοί. Και τελικά έμαθα αργότερα ότι ζητούσανε αυτόν τον άνθρωπο, τον οποίο είχε σώσει κυριολεκτικά ο πατέρας μου.

Μ.Κ.:

Αυτό έγινε–

Ι.Λ.:

Έγινε προ της... Είχανε φύγει οι Γερμανοί, μετά από τις 12 Οκτωβρίου άρχισαν τα πράγματα να στενεύουνε, άρχισε να είναι ο κλοιός της αριστεράς, έβραζε η Νέα Ιωνία. Εμάς δεν μας είχε πειράξει κανένας. Και ο Περισσός έβραζε Άρχισε να στενεύει ο κύκλος, έβραζε η Νέα Ιωνία, ο Περισσός, άρχισε να στενεύει. Ο πατέρας μου ερχότανε πια φυλαγμένος, φοβότανε. Αρχίσανε να φοβούνται και οι δικοί μου. Ζούσαμε μαζί, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδερφός μου κι ο αδερφός της μητέρας μου. Τότε ενωνόντουσα[00:05:00]ν πολύ οι οικογένειες, ήταν ανύπαντρος εκείνος, για να μας βοηθήσει και λίγο οικονομικά. Μετά από την Κατοχή είμαστε όλοι εξαντλημένοι οικονομικά κι όλα. Κάποτε μάθαμε σε ένα σπίτι παράλληλα, σε έναν δρόμο που ήταν παράλληλα με το δικό μας το σπίτι, απέναντι, ζούσε μια άλλη οικογένεια στρατιωτικών. Μάθαμε ότι ένα βράδυ πήγανε οι άνθρωποι οι αριστεροί, χτυπήσανε την πόρτα και την πήρανε την κυρία. Ο άντρας της ήτανε χαμένος, δεν υπήρχε, ήτανε δηλαδή στον στρατό, δεν ξέρανε πού βρισκόταν. Την πήρανε για ανάκριση και δεν ξαναγύρισε η γυναίκα αυτή. Τον πατέρα μου ήδη τον είχαμε χάσει, είχε εξαφανιστεί. Είχε πέσει το αρχηγείο χωροφυλακής και είχανε φύγει αυτοί από εκεί οι αξιωματικοί και οι χωροφύλακες. Κι όλο μίκραινε αυτός ο κλοιός. Άρχισαν να φοβούνται οι δικοί μου ότι και η μαμά μου θα έχει την ίδια τύχη με αυτήν την κυρία. Οπότε, ένα βράδυ έγινε. Ήρθανε και ζητήσανε την μαμά μου. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε ο θείος μου, τη ζητήσανε γιατί θέλανε να της κάνουνε μία ανάκριση, έτσι το λέγανε. Ήτανε τρεις κι ένας καθότανε από έξω. Ο θείος μου μας έλεγε μετά ότι είδε ότι αυτός που ήταν απέξω ήταν αυτός που είχε σώσει ο πατέρας μου και κάτι τους έλεγε. Όπως φαίνεται, αυτοί ήταν οι ορκισμένοι που κάνανε αυτές τις δουλειές και ήτανε πολύ σπάνιο να αλλάξουνε γνώμη. Τους είπε: «Αφήστε τους κι ελάτε το πρωί να την πάρετε». Φύγανε αυτοί, εμείς κοιμόμαστε, και ο αδερφός μου κι εγώ, εγώ ήμουνα 10 χρονών ακριβώς κι ο αδερφός μου ήτανε 4,5-5,5. Κάποια στιγμή μάς ξυπνήσανε ο θείος μου και η μητέρα μου. Είχε φτάσει η ώρα περίπου, όπως καταλαβαίνω μετά που τα μελετάω μόνη μου, πρέπει να ήταν 4:00 η ώρα το πρωί, ήτανε παραμονή της Αγίας Βαρβάρας. 4 Δεκεμβρίου ήτανε. Πήραμε κάτι φαγώσιμα, ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε από εκεί. Στο σπίτι ανοιχτή την πόρτα την αφήσαμε. Και ξεκινήσαμε από τον Περισσό, περάσαμε την Ριζούπολη, φτάσαμε στα Πατήσια, κατεβήκαμε στην Αχαρνών. Με τον φακό. Σκοτάδια. Ακούγαμε να πέφτουνε τουφεκιές πολλές, όπλα χτυπάγανε. Άρχισε η περιπέτεια της οδού Αχαρνών. Ξεκινήσαμε να παίρνουμε την Αχαρνών και να κατεβαίνουμε. Είχε σπίτια, μονοκατοικίες η Αχαρνών. Η Αχαρνών έφτανε μέχρι εκεί που είναι η γέφυρα της Αχαρνών τώρα και μετά ξεκινούσε ένας δρομάκος που είχε κάτι μονοκατοικίες. Όταν μπήκαμε στην Αχαρνών είχε αρχίσει να πέφτουν οι σφαίρες πάρα πολύ γύρω μας. Σερνόμαστε από αυλή σε αυλή, δυο παιδιά κι εκείνη, να προχωρά πρώτα ο μπάρμπας μου και πίσω εμείς στην μέση και πίσω η μάνα μου και εναλλάξ, πότε η μάνα μου μπροστά... Θυμάμαι πρέπει να είχαμε φτάσει περίπου, περίπου τώρα που το μετράω, στην Αγίου Μελετίου, δίψασα και της λέω, θυμάμαι, της λέω: «Μαμά διψάω». «Μη μιλάς -μου λέει- θα βρούμε νερό». Είχανε πάρει κάτι παγούρια του στρατού που είχανε, κάτι χακί παγούρια, αλλά φαίνεται τελείωσε το νερό. Περάσαμε και τον Άγιο Παντελεήμονα, είχε ξημερώσει για τα καλά. Συναντούσαμε ανθρώπους με όπλα, δεν ξέραμε τι είναι αυτοί. Ήτανε Εγγλέζοι; Ήτανε αντάρτες; Δεν ξέραμε. Και κόσμος να τρέχει. Παρένθεση, τώρα που είδα αυτά τα ντοκιμαντέρ και τα επίκαιρα από την Ουκρανία κι έβλεπα τον κόσμο να τρέχει, μου ήρθαν αυτές οι μνήμες. Πραγματικά, νόμιζα ότι εγώ τρέχω. Από σπίτι σε σπίτι. Η εικόνα είναι να σερνόμαστε στις αυλές, Μετά από τον Άγιο Παντελεήμονα βρήκαμε μια αυλή ανοιχτή, μπήκαμε μέσα, πέφτανε οι σφαίρες, και βρήκαμε ένα υπόγειο ανοιχτό και κάτσαμε στο υπόγειο εκεί, λουφάξαμε. Βγήκε λίγο ο θείος μου και λέει: «Τώρ[00:10:00]α ξεκινάμε πάλι». Ξεκινήσαμε, φτάσαμε κάποια ώρα, δεν ξέρω ποια ώρα πια, τέρμα, δηλαδή από εκεί που αρχίζει η Αχαρνών και αρχίζει η πλατεία Βάθης. Έπρεπε να περάσουμε έναν δρόμο, δεν τον θυμάμαι ακριβώς τι ήταν αυτός ο δρόμος, αλλά είδαμε, μπροστά ήτανε αίματα και νερά. Είχαν σπάσει τα νερά. Και από πάνω κάποιος έριχνε, έριχνε, κατά διαστήματα, έριχνε, όταν δεν πέρναγε ο κόσμος, όταν πέρναγε ο κόσμος σταματούσε αυτός από πάνω. Τι ήταν αυτός δεν ξέρω. Αριστερός, δεξιός, δεν ξέρω. Η εικόνα ήταν η εξής. Πέρασε πρώτα η μάνα μου αυτόν τον δρόμο, την είδα να περνάει απέναντι με ένα μαντήλι στα χέρια και μου έδωσε και ο θείος μου ένα μαντήλι και μου λέει: «Τώρα πέρνα». Πέρασα κι εγώ και γυρίζω και βλέπω τον αδερφό μου, 4 και μισό, 5 ήτανε, κρατούσε ένα μαντηλάκι και πέρασε κι αυτός τον δρόμο. Αυτό είναι αξέχαστο. Και μετά πέρασε κι ο θείος μου. Όταν περάσαμε φτάσανε στην οδό Σωκράτους, την πήραμε την οδό Σωκράτους περπατώντας, είχε ηρεμία πια, τα αφτιά μας είχαν συνηθίσει αυτόν τον ήχο. Να μπαίνουμε, να βγαίνουμε σε αυλές ώσπου να προχωρήσουμε, να φτάσουμε εκεί σε ένα σημείο που να μη γίνεται πόλεμος. Στην αγορά βρήκαμε κάτι μήλα και τα αγοράσαμε. Βρεθήκαμε μπροστά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, στην πλατεία Κλαυθμώνος, μισοπεθαμένοι πια, είχε αρχίσει να γέρνει το φως, να μην έχει πολύ φως. Περάσαμε την οδό Κοραή, ερημιά. Ακουγότανε απόμακρος ο ήχος του πολέμου και μετά θυμάμαι ότι εκεί μου είπανε ότι τέρμα Ιπποκράτους προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκεί γινότανε ο πόλεμος της Αθήνας, των Αθηνών. Πολεμούσε ο Φλωράκης, ο καπετάν Γιώτης. Εκεί γινότανε. Πλησίαζε σιγά σιγά να κλείσει ο κύκλος. Ο ελεύθερος χώρος, όπως λέγανε, ήταν το Πανεπιστήμιο. Μέχρι την Ιπποκράτους ήταν θυμάμαι, κάτω Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου. Πήραμε αυτά τα μήλα και πήγαμε μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Ερημιά το Πανεπιστήμιο, δεν είχε τίποτα, άνθρωπος δεν μπορούσε... Κάτσαμε στα πρώτα σκαλιά, αριστερά, στην αριστερή πλευρά της σκάλας, καθίσαμε εκεί και ηρεμήσαμε. Θυμάμαι τον αδερφό μου να είναι γερμένος στην αγκαλιά του θείου μου και τρώγαμε μήλα. Τρώγαμε ή μας τρώγανε. Έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές στον δρόμο κοιμόμουνα όρθια, από την Αχαρνών που σου λέω περνάγαμε, γιατί είχαμε ξυπνήσει και από τις 04:00. Μετά, όταν μεγάλωσα και κινούμουν μόνη μου πια, πολλές φορές πήγαινα κι έβλεπα τα σκαλάκια αυτά και σκεφτόμουνα αυτούς τους δυο ανθρώπους, τι τραβήξανε για να σώσουνε δύο παιδιά, και τους εαυτούς τους. Και καθόμουνα και μελετούσα και το σκεφτόμουνα σαν μνημόσυνο. Τα σκαλιά του Πανεπιστημίου στην αριστερή πλευρά τους, θα ήταν τρίτο, θα ήταν τέταρτο, δε θυμάμαι, σκαλί. Κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουμε, είχε αρχίσει πια να πέφτει η νύχτα. Βγήκαμε στη Σίνα, φτάσαμε στην Ακαδημίας και πήγαμε δεξιά. Φτάσαμε εκεί στην οδό Κανάρη. Ανεβήκαμε επάνω στο Κολωνάκι, ο δρόμος αυτός ήταν η Πατριάρχου Ιωακείμ που πήγαμε. Είχα μια θειά, πρώτη ξαδέρφη της μαμάς μου και του θείου μου. Αυτή ζούσε σε ένα διαμερισματάκι μικρό στο ισόγειο της πολυκατοικίας, δε θυμάμαι τον αριθμό της πολυκατοικίας. Καμιά φορά περνάω και την βλέπω. Δεν πήγαμε απ’ την κύρια είσοδο, βγήκαμε απ’ την αριστερή πλευρά, απ’ την είσοδο της υπηρεσίας. Χτυπήσαμε δυνατά την πόρτα, ήρθαν, μας ανοίξανε και μπήκαμε μέσα σε αυτό το δυάρι και είδαμε κι άλλους ανθρώπους εκεί που είχαν έρθει από άλλες περιοχές των Αθηνών. Εκεί ζήσαμε περίπου τ[00:15:00]έσσερις με πέντε μήνες. Βρέθηκε κι ο πατέρας μου, δε θυμάμαι πώς βρέθηκε, πού ήτανε. Βέβαια γυρίσαμε στον Περισσό, ζήσαμε εκεί, γυρίσαμε στον Περισσό, είχανε αλλάξει λίγο τα πράγματα. Μας υποδέχθηκαν οι γείτονες, το σπίτι ήταν όπως το είχαμε αφήσει, το κλείδωσαν οι άνθρωποι, πηγαίναν κατά διαστήματα και το ανοίγανε. Λειτούργησε η γειτονιά πάρα πολύ εκεί. Βέβαια έχασα μία χρονιά στο σχολείο αλλά η δασκάλα είπε –Δ' Δημοτικού πήγαινα– η δασκάλα είπε στην μαμά μου να μου κάνει λίγο φροντιστήριο στα μαθηματικά, κι έτσι πήδηξα την Ε' τάξη, πήγα κατευθείαν στην ΣΤ' και πήγα και καλά. Αυτά είναι κομμάτι από την ιστορία της ζωής μου που έζησα, που δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Δεν μπορώ να πω ότι έχω κακές μνήμες από την ζωή μου στον Περισσό. Πέρασα καλά. Πέτυχα χρόνια με Κατοχή και μετά με το δεκεμβριανό, τον φοβερό αυτόν πόλεμο, τα Δεκμβριανά, πώς τα λέγανε, τον Εμφύλιο, που δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος από τον εμφύλιο. Γεια σας, σας φιλώ.

Μ.Κ.:

Να σας ρωτήσω εγώ;

Ι.Λ.:

Ναι, ναι.

Μ.Κ.:

Ωραία, να τα πάρουμε λίγο από την αρχή.

Ι.Λ.:

Ναι. Πες μου τι θέλεις να σου διευκρινίσω.

Μ.Κ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, εσείς από την Κατοχή τι θυμάστε;

Ι.Λ.:

Δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Θα στα πω τώρα. Θυμάμαι αυτά, δεν κατεβαίναμε εμείς στο κέντρο πολύ, τα παιδιά. Θυμάμαι μονάχα που άκουγα τα μπλόκα που γίνονταν στην Ομόνοια και άκουγα αυτήν την καταραμένη ιστορία της Καισαριανής. Το μαθαίναμε, πάρα πολύ. Θυμάμαι μία άλλη εικόνα, όταν οι Γερμανοί τα σπάσανε με τους Ιταλούς, οι Ιταλοί, οι άνθρωποι τραβήξανε πάρα πολλά από τους Γερμανούς. Θυμάμαι είχε ξεμείνει ένας Ιταλός στην περιοχή μας, εκεί στην γειτονιά μας, ο Βιτόριο, ο οποίος για να βοηθήσει την οικογένεια που τον κρατούσε έκανε κάτι σαν λουλουδάκια με πλαστικά, πλαστικά, δεν ξέρω τι ήταν αυτή η ύλη τότε, εκείνη την εποχή, και τα πουλούσε για να ζήσει. Τον κρύβανε οι Έλληνες εκεί τον Ιταλό, τον Βιτόριο, να μην τον πιάσουνε οι Γερμανοί. Και κάποια στιγμή, όταν βλέπανε ότι υπάρχουν Γερμανοί, κυκλοφορούν περίεργοι τύποι, φωνάζανε: «Τον Βιτόριο! Τον Βιτόριο!», αυτό το θυμάμαι, στα αφτιά μου ακόμα το έχω. Και τον κρύβανε τον Βιτόριο, και το ήξερε όλη η γειτονιά ότι ήταν ο Ιταλός εκεί. Μετά έμαθα, γιατί εμείς ήρθαμε στην Φιλαδέλφεια μετά, έμαθα ότι ήρθε με την οικογένειά του ο Βιτόριο. Γλίτωσε και πήγε στην Ιταλία και ήρθε με την οικογένειά του κι έγινε μεγάλη ιστορία όταν πήγε η οικογένεια μετά. Ήτανε μία ωραία ανάμνηση που είχα. Αυτά τα θυμάμαι. Και μια ιστορία που είχα με τον Γερμανό. Τα αδέρφια της μητέρας μου, ο αδερφός της μητέρας μου έμενε στην Ριζούπολη. Μεταξύ Περισσού και Ριζουπόλεως ήταν ένας χώρος ανοιχτός. Σ’ αυτόν τον χώρο είχε έναν μεγάλο λάκκο με ασβέστη, ξερό. Μεγάλος λάκκος, 2 επί 2, ένα ορθογώνιο ήταν αυτό. Συνήθως με έστελνε η μητέρα μου και ανταλλάσσαμε με τη θεία μου, διάφορα ανταλλάσσανε αυτές, διάφορα, καλαμποκάλευρο, ό,τι είχε η μία με την άλλη. Έτσι γινόταν τότε. Αλεύρια, τραχανάδες, ό,τι είχανε. Πηγαινοερχόμουνα εγώ. Συνήθως εγώ γιατί ήμουνα η μεγαλύτερη και από τα ξαδέρφια μου. Οπότε, μια φορά με στέλνει η μάνα μου και εγώ σαχλαμάριζα, είχα βρει έναν τενεκέ και τον κλώτσαγα, το τενεκεδάκι αυτό. Κι αυτός ο τενεκεδάκος έπεσε μέσα σε αυτόν τον λάκκο. Στον λάκκο αυτόν κοιτάζω, τι να δω; Πού έπεσε ο τενεκεδάκος. Είδα ένα νόμισμα χάρτινο. Το είδα αυτό και δίνω μία και πέφτω μέσα και τον πιάνω. Αμ δεν μπορούσα να ανεβώ. Έκανα από δω, έκανα από εκεί. Δεν μπορούσα να ανεβώ. Κάποια στιγμή ακούω κάποια βήματα. Είχα κάτσει σε μία γωνιά και προσπαθούσα να ανεβώ. Όπου έβαζα το πόδι μου αυτό έπεφτε ο τοίχος. Χωμάτινος ήτανε.[00:20:00] Κοιτάζω και βλέπω έναν Γερμανό. Ο Γερμανός με κοίταζε, κάτι μου έλεγε. Εγώ είχα χωθεί στην άλλη γωνία και δεν πήγαινα. Μου έδινε το χέρι του κι εγώ δεν πήγαινα. Μου έλεγε αυτός, μου έλεγε γερμανικά και δεν τον καταλάβαινα τι έλεγε. Κάποια στιγμή αποφάσισα, δεν μπορούσα, έβλεπα ότι δεν μπορούσα, πήγα και του έδωσα το χέρι μου. Με άρπαξε ο Γερμανός, με έβγαλε από εκεί. Ούτε ευχαριστώ δεν του είπα του Γερμανού, ούτε ελληνικά, γερμανικά δεν ήξερα. Πήρα δρόμο και έτρεχα! Πώς είναι κάτι ζώα που τα αφήνουνε, που τα έχουνε φυλακίσει και ανοίγει την πόρτα... Έτσι ήμουνα. Κάθε φορά που βλέπω κάποιο έργο, ντοκιμαντέρ με ζώα και τρέχει το ζώο έτσι, θυμάμαι πώς έφυγα εγώ εκείνη την φορά. Μία από τις ιστορίες μου της Κατοχής ήταν αυτό.

Μ.Κ.:

Όταν ο πατέρας σας κρυβότανε μετά–

Ι.Λ.:

Δεν ξέρω πού ήτανε ο μπαμπάς μου.

Μ.Κ.:

Όταν λοιπόν ο πατέρας σας κρυβόταν, εσείς ρωτούσατε;

Ι.Λ.:

Πάντα ρωτούσαμε. Ρωτούσα αλλά δεν έπαιρνα και σαφείς απαντήσεις. Όσον αφορά την Κατοχή και τους Γερμανούς, είχαμε έναν τρομερό φόβο. Όχι με τους Ιταλούς τόσο πολύ, με τους Γερμανούς. Ο κόσμος καθόταν στις γειτονιές έξω. Βάζανε, είχε πάρα πολλή σκόνη η Αθήνα τότε πάντοτε, ήτανε ξηρό το κλίμα, και τα απογεύματα καταβρέχανε τον δρόμο και βγάζανε καρέκλες έξω και καθόντουσαν. Άντρες-γυναίκες. Εμείς παίζαμε, κατά διαστήματα πηγαίναμε εκεί, ακούγαμε. Εκείνο που άκουγα πάρα πολύ έντονα ήταν: «Το είπε το Λονδίνο». Πώς και πού ακούγανε αυτό το Λονδίνο δεν ξέρω. Άκουγα πάντοτε: «Το Λονδίνο. Το είπε το Λονδίνο. Το είπε το Λονδίνο». Κάποιες νίκες που έκαναν οι Σύμμαχοι, τα μαθαίνανε αυτοί και τα λέγανε, τα λέγανε τότε και ακούγαμε κι εμείς. Υπήρχε ένας φόβος. Παίζαμε σαν παιδιά. Δεν είχαμε πολλά παιχνίδια, παίζαμε με σφαίρες. Τις στήναμε αυτές τις σφαίρες, δεν είχανε μπροστά, πίσω είχαν μια μικρή γόμωση. Τις στέλναμε, ξέραμε ποιες ήταν ιταλικές, ποιες ήταν εγγλέζικες, τις είχαμε μάθει. Αλλά με αυτό το πράγμα που είχε από πίσω, που δεν το θυμάμαι και πολύ καλά τι ήτανε, είχαν γίνει και πολλά δυστυχήματα στα παιδιά. Τα χτυπάγανε αυτά και κάποια έκρηξη γινόταν. Είχανε πολλά γίνει δυστυχήματα. Τα στήναμε σαν βόλους και παίζαμε. Αγόρια και κορίτσια στους δρόμους. Και πολλά πολλά παιχνίδια άλλα.

Μ.Κ.:

Και όταν, ως παιδάκι δηλαδή που έπρεπε να φύγετε, τι καταλάβατε;

Ι.Λ.:

Δεν κατάλαβα τίποτα εκείνη την ώρα που μας ξυπνήσανε. Μας είπανε: «Φεύγουμε. Φεύγουμε γιατί μας κυνηγάνε». Δεν μας είπαν ποιος μας κυνηγάει.

Μ.Κ.:

Αλλά πώς νιώθατε; Είχατε–

Ι.Λ.:

Κοίταξε, κουρασμένη ήμουνα, διψασμένη ήμουνα. Της γκρίνιαζα της μαμάς μου θυμάμαι. Κι εκείνος ο μικρός ο αδερφός μου, πότε τον παίρνανε αγκαλιά, πότε τον έπαιρνε στον ώμο η μαμά μου, πότε ο θείος μου. Εμένα δεν με έπαιρνε, ήμουνα 10 χρονών παιδάκι, ποιος να με πάρει αγκαλιά;

Μ.Κ.:

Καταλαβαίνατε όμως ότι υπάρχει κίνδυνος;

Ι.Λ.:

Πολύ. Πάρα πολύ καταλάβαινα. Αφού μας είχανε χωμένους στο υπόγειο που σου είπα. Μας είπανε: «Μην σηκώνετε κεφάλι». Σερνόμαστε. Αυτή την εικόνα την έχω να σέρνομαι στην Αχαρνών.

Μ.Κ.:

Κι όταν καταλάβατε ότι πυροβολούσανε–

Ι.Λ.:

Ναι. Δεν ξέραμε τι ήταν αυτοί που πυροβολούσανε. Ήταν αντάρτες, ήταν αριστεροί, κομουνιστές ή ήταν οι Εγγλέζοι; Γιατί ανάμεσα στον Εθνικό Στρατό πρέπει να ήταν και Εγγλέζοι μαζί.

Μ.Κ.:

Και εκεί τι, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε να κάνετε;

Ι.Λ.:

Είχαμε προορισμό, να πάμε στην θεία μου. Αυτό ήτανε. Και μας λέγανε: «Άντε φτάσαμε» κι αυτά. Πού να φτάσουμε; Όταν φτάσαμε... Πού να φτάσεις; Ήτανε νέοι όμως άνθρωποι, και η μάνα μου και ο θείος μου ήτανε νέοι άνθρωποι, είχανε δυνάμεις ακόμη. Ήτανε η μαμά μου, πόσο ήτανε τότε; Ήτανε γεννημένη η μαμά μου το ’13. Πόσο ήτανε τότε; Ήτανε νέα γυναίκα, άνθρωποι. Μπορεί να μην ήτανε δυναμωμένοι μετά την Κατοχή αλλά ήτανε νέοι άνθρωποι, δεν ήτανε μεγάλο[00:25:00]ι. Αυτό το σκέφτομαι, το οδοιπορικό αυτό τώρα και τρελαίνομαι δηλαδή. Το σκέφτομαι πολλές φορές. Με έχει χαράξει. Με έχει χαράξει. Ύστερα, εκεί που είμαστε στην θεία μου, ακούσαμε ότι ήρθε ο Τσώρτσιλ και έμενε στην Μεγάλη Βρετάνια. Τότε γίνονταν διαπραγματεύσεις για να τελειώσει ο πόλεμος αυτός, ο εμφύλιος. Και μάλιστα λέγανε ότι είχανε σκάψει μία στοά κάτω οι αντάρτες για να τον χτυπήσουνε μεταξύ, νομίζω, δεν θυμάμαι καλά, νομίζω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, μία στοά που θα έβγαινε στην Grand Bretagne. Εκεί έμενε Τσώρτσιλ. Δεν αφήνανε οι Δυτικοί να πάει στο παραπέτασμα η Ελλάδα. Με κανέναν τρόπο δεν θέλανε οι Αμερικάνοι και οι Εγγλέζοι.

Μ.Κ.:

Πάντως εσείς επιστρέψατε στο σπίτι σας–

Ι.Λ.:

Μετά. Είχε αρχίσει και είχε τελειώσει η ιστορία της Βάρκιζας, που παρέδωσαν τα όπλα.

Μ.Κ.:

Αλλά ακόμα δεν είχανε–

Ι.Λ.:

Ω, βέβαια, βέβαια. Βέβαια. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε κατασκήνωση με την αστυνομία και πηγαίναμε στα βασιλικά ανάκτορα –άδεια τότε ήταν αυτά– και μέναμε, όχι στα ανάκτορα, στα σπίτια του υπηρετικού προσωπικού που είχε στα ανάκτορα, και μέναμε εκεί. Γύρω γύρω μάς φύλαγε η χωροφυλακή τότε και πηγαίναμε πάλι κατασκήνωση. Φτώχεια, δυστυχία. Όλος ο ελληνικός λαός, όχι μόνο εμείς. Όλοι. Εκεί μάθαμε να τρώμε τα λαδερά, μάθαμε να τρώμε ένα πιάτο, ποιο ήταν αυτό το πιάτο; Θυμάμαι μας έδιναν στον μπακάλη μια σούπα, «η σούπα του μπακάλη» την λέγανε. Ένα πράγμα φρικτό. Αλλά βρεθήκαμε μετά που φύγανε οι Γερμανοί με πολλά ρεβίθια. Άμα συναντήσεις κάποιον παλιό Αθηναίο –σου μιλάω πάντα για την Αθήνα, δεν τα ξέρω τα άλλα. Εκεί οι άλλοι ζούσανε καλύτερα από εμάς. Οι έξω, στην επαρχία είχαν τα χωραφάκια τους. Εμείς πού μέσα στην Αθήνα; Και είχαμε βρεθεί με πολλά ρεβίθια. Να δεις εσύ φεστιβάλ ρεβιθιού. Τα ψήνανε, τα κάνανε στραγάλια, τα κάνανε καφέ. Ό,τι μπορείς να φανταστείς τα ρεβίθια. Μας μεγαλώσανε. Μας κρατήσαν στην ζωή. Και ύστερα, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, μας δίνανε λίγη σοκολάτα στα παιδιά και σταφίδες. Σταφίδα πολλή φάγαμε. Αυτό που θυμάμαι, τα χεράκια αυτά που, χουφτίτσα, δεν υπήρχαν τότε χαρτοπετσέτες και τέτοια, χουφτίτσα, μαύρη σταφίδα. Μας έσωσε και η σταφίδα. Εκείνο δε που ήτανε χαρακτηριστικό της Κατοχής ήταν το λάδι. Ήταν σαν νόμισμα. Μία οκά λάδι ήτανε, έπαιρνες το τάδε, το τάδε, το τάδε. Και κάτι άλλο που θυμάμαι στην Κατοχή, θυμάμαι ότι το σπίτι που είχαμε νοικιάσει στον Περισσό εμείς, αναγκάστηκαν να το πουλήσουνε τότε. Τα λεφτά τα δίναμε στον καινούριο νοικοκύρη. Μετά, όταν τελείωσαν όλα αυτά στην Κατοχή, τα πήρε ο παλιός, τα πήραν τα σπίτια αυτά οι παλιοί που αναγκάστηκαν στην Κατοχή να τα πουλήσουν. Αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Αυτά.

Ι.Λ.:

Βέβαια ήμουνα και πάρα πολύ μικρή και ξέρεις, και εκείνη την εποχή τα παιδιά των 10 χρονών δεν είχαν και την αντίληψη και τις προσλαμβάνουσες που έχουνε τώρα τα παιδιά. Δεν είχανε. Δεν μας δίνανε και πολλή σημασία εμάς. Θυμάμαι πολλές εικόνες. Θυμάμαι γάμους μετά στα σπίτια, βαφτίσια στα σπίτια, τα παιδιά να κουβαλάνε, αυτή η εικόνα να τα κουβαλάνε για να γίνουν οι βαφτίσεις στα σπίτια, όλα τα εργαλεία αυτά του βαφτίσματος. Θυμάμαι ότι μετά, όταν φύγανε οι Γερμανοί, προτού γίνει αυτή η ιστορία με τον Εμφύλιο, είχαν αρχίσει και κάνανε γλέντια. Πηγαίνανε στα σπίτια οικογένεια ολόκληρη, έφερνε ο καθένας το κατιτί του και τραγουδούσανε και χορεύανε. Υπήρχανε και τότε νιάτα. [00:30:00]Πολλά νιάτα. Και ωραία τραγούδια. Είχανε κι ένα είδος μουσικής, ένα είδος κιθάρας που την λέγανε χαβάλια. Είχανε την κιθάρα πάνω στα πόδια και είχαν ένα μηχανάκι από την μια πλευρά και στα χέρια είχανε σαν, κάτι σαν δαχτυλίδια, στα νύχια μπροστά, και έπαιζε μουσική. Παίζανε την κιθάρα έτσι και τραγουδάγανε, ωραία τραγούδια, προπολεμικά, τα οποία ακούγονται ακόμη. Κι εμείς μαζί. Άλλος κοιμόταν στην μία πολυθρόνα από μας, άλλος κοιμόταν εκεί. Αλλά πάντα η οικογένεια μαζί. Και έφερνε ο καθένας, όπως σου είπα προηγουμένως, το κατιτί του. Και γίνονταν αυτά τα γλέντια. Και μετά ήρθε αυτή η συμφορά με τον εμφύλιο.. Άντε να ορθοποδήσει αυτή η Ελλάδα μετά...

Μ.Κ.:

Τις εκδρομές πότε τις πηγαίνατε;

Ι.Λ.:

Τις εκδρομές τις πηγαίναμε, αυτές αν θυμάμαι και καλά, στο διάστημα που φύγανε οι Γερμανοί, και μετά όταν γυρίσαμε στα σπίτια και άρχισε η ζωή. Στις γειτονιές ήτανε κάτι αυτοκίνητα που είχανε, σαν φορτηγά ήτανε. Μπροστά είχανε δύο θέσεις στην ουσία, αλλά ήμαστε και αδύνατοι. Οι μεγαλύτεροι από ηλικία πηγαίνανε εκεί και καθόντουσαν, μέσα, μπροστά με τον οδηγό. Κι εμείς όλοι οι άλλοι οι νέοι, οι πιο νεότεροι, καθόμασταν από πίσω, όρθιοι, δίναμε το κατιτί μας και πληρώναμε θέσεις ορθίων. Και τρέχανε και πηγαίναμε στην Βουλιαγμένη, μακριά, στην Βουλιαγμένη. Τραγούδια και χαρές: «Να το πάρεις το κορίτσι». Αυτά όλα τα τραγούδια ακούγονταν, αυτά. Ύστερα άρχισαν και πήγανε στο Γυμνάσιο. Πήγα στο κέντρο στο Γυμνάσιο και κατέβαινα από τον Περισσό στα Πατήσια μαζί με άλλα κοριτσάκια και ήμουν 12 χρονών. Και είχα μια δύσκολη και αυστηρή μάνα, κι όμως με άφηνε και πήγαινα. Πήγαινα κι ερχόμουνα έτσι. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Πραγματικά με τις πόρτες ανοιχτές κοιμόμαστε και με τα παράθυρα. Την έζησα την Αθήνα. Την έζησα αυτή την Αθήνα. 

Μ.Κ.:

Έχετε κι άλλη μία ιστορία, μου είχατε πει, πολύ ενδιαφέρουσα.

Ι.Λ.:

Ναι. Εμείς, όπως σου είπα, μέναμε στον Περισσό, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, κι έμενε κι ένας θείος μου ανύπαντρος. Μέναμε μαζί. Είχαν αυτοί οι δυο όμως δύο αδέρφια, την θεία μου η οποία ήτανε αριστερή αυτή –και θα σας συνδέσω με την ιστορία, το θέμα της θείας μου–, λοιπόν κι έναν αδελφό. Ο οποίος ο θείος μου αυτός ο ένας ήτανε πάρα πολύ σοβαρός άνθρωπος, ανύπαντρος, σοβαρός άνθρωπος μπορώ να πω και κλειστού χαρακτήρα άνθρωπος. Είχανε πολύ καλή επαφή με την μαμά μου. Είχανε κι αυτόν τον αδερφό ο οποίος ήτανε ένας μπον βιβέρ. Ένας άνθρωπος χαριτωμένος, παντρεμένος με δυο παιδιά, λιγάκι έμπαινε σε μια δουλειά, έβγαινε, ήτανε μέσα σε όλα. Τραγούδαγε, χόρευε κι αυτά. Λιγάκι τον είχανε έτσι, τον κρατάγανε τον θείο μου αυτόν να μην είναι πολύ εκδηλωτικός, σοβαροί αυτοί οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου, όπως σου είπα, ήτανε στην αστυνομία κι ο θείος μου ο άλλος ήτανε στην νομαρχία, ο ανύπαντρος που έμενε μαζί μας. Ο άλλος μου ο θείος αυτός, ο Βασίλης, έβρισκε μια δουλειά, την έχανε. Ήτανε έτσι ένας περίεργος, ωραίος άνθρωπος, αλλά είχε οικογένεια. Πάντα τον φρόντιζαν οι γονείς μου και ο θείος μου ο άλλος και τον νουθετούσαν διαρκώς. Αυτός στον πόλεμο τον Ελληνοϊταλικό ήταν στο μέτωπο. Ήτανε νέος και μάλιστα ήτανε και οδηγός αυτοκινήτου, είχε μάθει και να οδηγεί τότε, είχε ένα δίπλωμα με μικρό αριθμό. Κάποια μέρα, θυμάμαι σαν τώρα, ήρθε στο σπίτι μας. Είχανε πληρωθεί –τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρωνόντουσαν κάθε βδομάδα, τόση λίγη αξία είχανε τα χρήματα– ήρθε ο θείος μου κι έφερε τα λεφτά π[00:35:00]ου πληρώθηκε εκείνη την ημέρα και συζητούσανε οι δικοί μου οι μεγάλοι ότι βγήκανε καινούρια νομίσματα. Ήτανε κι ο θείος μου ο Βασίλης εκεί. Τα έδειχναν εκεί, τα είδανε, κι εγώ, τα είδα κι εγώ. Ήτανε μεγάλα σαν πετσέτες. Αξία μηδαμινή είχανε όλα βέβαια αυτά –μικρή, όχι μηδαμινή– και λέει ο θείος μου ο Βασίλης: «Να το δω κι εγώ αυτό». Του το δίνουνε, το κοίταξε καλά καλά, φτάνει κάτω και βλέπει, είχε εκεί «Διοικητής Τραπέζης Ελλάδος». Λεγότανε, ένα όνομα μικρό, Χατζηκυριάκος. Και λέει κάποια στιγμή: «Εγώ αυτόν τον ξέρω». Δεν του έδωσαν σημασία οι άλλοι. Ξαναλέει: «Εγώ αυτόν τον ξέρω!». Με τα ίδια μου τα αφτιά τα ακούω αυτά. «Τι ξέρεις; -του λένε- «Όλους τους ξέρεις εσύ, όλους φίλους τους έχεις. Πού τον ξέρεις; Πού τον γνώρισες μωρέ; Ξέρεις τον διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος;». «Τον ξέρω σου λέω». «Πού τον ξέρεις;». «Τον είχα στον στρατό μαζί μου. Ήμασταν μαζί. Μαζί πολεμούσαμε». Παρένθεση σου κάνω, όταν τελείωνε η ιστορία αυτή, τον Απρίλιο, οι δυνάμεις μας είχαν ελαττωθεί πάρα πολύ απάνω στον στρατό και είχανε κάνει μια κλίση στην εφεδρεία αλλά ήτανε μεγάλοι οι άνθρωποι. Δηλαδή ήτανε τότε για την εποχή εκείνη, όταν ο θείος μου ήταν 21 χρονών, αυτός ήταν 40. Ήταν αυτοί 40. Πήγανε στον πόλεμο αμάθευτοι, δεν ξέρανε να πολεμούνε, και τους λέγανε και «κουραμπιέδες». Ήτανε συνήθως δικηγόροι, γιατροί, ήταν άνθρωποι λίγο μαλθακοί γι' αυτούς. Πήγαν εκεί στο μέτωπο, οι άλλοι ήτανε μπαρουτοκαπνισμένοι. Αυτοί πέσανε εκεί στα δύσκολα, δεν τα φέρανε πέρα, τρέχανε οι άλλοι, τους μαζεύανε από δω κι από εκεί, τροφές από τα χωριά, τους ταΐζανε, και μας είπε δε ο θείος μου ότι: «Αυτόν τον ξέρω γιατί αυτόν τον έχω κουβαλήσει στην πλάτη μου». Άρχισαν να το σκέφτονται και να λένε: «Δεν μπορεί να λέει αυτός τέτοια πράγματα και να είναι ψέματα». Ε, σηκώθηκε κι έφυγε. Μετά το συζητήσανε οι τρεις τους, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο άλλος μου ο θείος: «Μπας και λέει αλήθεια;». Κι όταν ξαναήρθε, του είπανε: «Να πας να τον βρεις και να του ζητήσεις δουλειά». «Ναι ναι» είπε εκείνος, τέλος πάντων κάπως χάθηκε το θέμα. Ύστερα η μάνα μου το σκέφτηκε καλά και του λέει, λέει στον πατέρα μου και στον θείο μου: «Δεν πάτε μαζί, να τον πείσουμε και να πάτε μαζί εκεί στην Τράπεζα Ελλάδος μήπως πραγματικά έτσι είναι;». Τελικά τον πείσανε. Αυτός φοβήθηκε αλλά τελικά τον πείσανε. Και φτιαχτήκανε, πήρανε άδειες απ' τις δουλειές τους οι δυο και πήγανε. Πήγανε. Ήταν φαίνεται ευκολότερο να δεις έναν αξιωματούχο τότε από τώρα, όπως είναι τώρα τα πράγματα. Στο ιδιαίτερο γραφείο συνάντησαν μία κυρία εκεί: «Τι θέλετε;». «Θέλουμε να δούμε τον κύριο Διοικητή». «Δεν μπορείτε σήμερα γιατί σήμερα έχει κάποιες ειλημμένες υποχρεώσεις». Και φύγανε –άλλο που δεν ήθελε ο μπάρμπας μου– και φύγανε. Το ξαναβάλανε μπρος μετά από μερικές μέρες. Πίεζε η μάνα μου, πίεζε η μάνα μου και ξαναπήγανε πάλι. Ξαναπήγανε, την βρήκανε την κυρία εκεί, τους είπε: «Περιμένετε». Και περιμένανε. Και άρχισε πάλι να φοβάται λιγάκι ο θείος μου αλλά τον κράταγε ο πατέρας μου κι ο θείος μου, τον κρατάγανε. Κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του γραφείου και βγαίνει ο Διοικητής, κάποιον ξεπροβόδιζε κι έφευγε κάποιος κύριος, κι όταν βγήκε έπεσε κατευθείαν το βλέμμα του –μας τα διηγείται μετά ο πατέρας μου και ο θείος μου– πάνω στον θείο μου τον Βασίλη. Έκανε ένα βήμα, βγήκε από την πόρτα, έκατσε στο ιδιαίτερο και τον κοίταξε και του λέει: «Βασίλη εσύ είσαι;». Και λέει ο Βασίλης: «Εγώ είμαι». Περιττό να σου πω τι έγινε... Τους πήρε μέσα, αρχίσανε να λένε τα δικά τους, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται. Τελικά αυτή η μέρα έληξε ως εξής[00:40:00]. Του είπε: «Έχεις δουλειά;». «Δεν έχω», του λέει. «Πες μου μόνο -του λέει- ότι έχεις βγάλει το Γυμνάσιο». «Το έχω το χαρτί», του λέει ο θείος μου. Ρώτησε τους άλλους: «Εσείς τι είσαστε;». Λέει ο πατέρας μου: «Εγώ είμαι στην αστυνομία» κι ο θείος μου ήταν στο Υπουργείο, τότε ήταν στο Εσωτερικών ή στην Νομαρχία Αττικής. «Έχουμε -λέει- δουλειά». «Έχετε κάποιον άλλο;». Λέει ο θείος μου: «Την αδερφή μου». Είχε βγάλει η θεία μου το Γυμνάσιο. Τελικά του λέει: «Φέρε μου το χαρτί. Εγώ κάποια στιγμή θα περάσω σαν δωσίλογος. Αλλά νομίζω ότι έτσι έπρεπε να βοηθήσω την πατρίδα μου. Έπρεπε να έχω αυτήν την θέση». Πράγματι, πήγανε την άλλη μέρα –βέβαια όταν το είπανε στην θεία μου, η θεία μου έφυγε και πήγε στο αντάρτικο– μπήκε στην Τράπεζα Ελλάδος. Πέρασε πάρα πολύ καλά. Βοηθήθηκε πάρα πολύ και εκείνος και η οικογένειά του. Βέβαια, ο θείος μου μάθαινα ότι πήγαινε και τον έβλεπε στην φυλακή. Δεν ξέρω τι κάνανε οι άλλοι. Δεν ξέρω πώς τελείωσε αυτός ο άνθρωπος. Γιατί η ιστορία συνεχίζεται της ζωής μας και δεν ξέρω τι έγινε. Ξέρω μόνο αυτό το γεγονός που πραγματικά ήτανε ωραίο και μου έχει συμβεί στην ζωή μου. Αυτή η φιλία που κράτησε τόσο και ήταν τόσο δυνατή. 

Μ.Κ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ λοιπόν για την συνέντευξη.

Ι.Λ.:

Να είσαστε καλά. Να είσαστε καλά.