Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Αφήγηση από το Φυλακτό Έβρου: ήθη, έθιμα, καθημερινή ζωή και τοπική ιστορία
Segment 1
Συνθήκες ζωής και θέση γυναικών στο Φυλακτό Έβρου
00:00:00 - 00:08:13
Partial Transcript
Είναι Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με τον κύριο Φίλιππο Προϊκάκη στη Βάρη Αττικής. Ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη, είμαι ερευνήτρια στο…ν κουζίνα ό,τι μπορούσε. Τέτοια ταλαιπωρία είχε η νύφη. Αλλά, μετά αυτή περίμενε την άλλη νύφη να κάνει κι αυτή την έξυπνη και το αφεντικό.
Lead to transcriptSegment 2
Έθιμα, γιορτές και αγροτική ζωή στο Φυλακτό Έβρου
00:08:13 - 00:30:25
Partial Transcript
Τα πανηγύρια μας, οι γιορτές μας ήταν έντονα, πολλά. Στη Θράκη πολύ έντονα και τα έθιμα, πολύ έντονα, πολύ ωραία. Δεν είχαμε και τίποτα άλλο…ταν άλλο πράμα!— και χορεύανε αυτά τα τραγούδια όλο το χωριό πάλι. Μια γιορτή… 21η Απριλίου ήταν η εθνική γιορτή. Συμφωνείτε; Τα χωριά μας…
Lead to transcriptSegment 3
Η περιοχή κατά τον Εμφύλιο
00:30:25 - 00:39:01
Partial Transcript
Βασικά, όλος ο Νομός είναι «γαλάζιος» Νομός. Βασιλόφρονες και εθνικόφρονες. Αριστεροί υπάρχουνε πολλοί αλλά έχει γίνει μεγάλο μακελειό στο Ν…ρή. Σμιγμένοι και Αριστεροί και Δεξιοί και οι παπάδες, όλοι μαζί. Είχαν κατεβάσει κάτι τανκς, φέρναν από κάτω απ’ την Αλεξανδρούπολη αυτοί.
Lead to transcriptTopics
Segment 4
Χλωρίδα-πανίδα στο Νομό Έβρου
00:39:01 - 00:43:59
Partial Transcript
Έχει επεισόδια ιστορικά. Εμείς είμαστε στις παρυφές του δάσους της Δαδιάς το Φυλαχτό. Φυλαχτό, Τυχερό, Προβατώνας, Λευκίμμη, Δαδιά. Το δάσος…λλη μεριά προς τη θάλασσα. Όταν δεν έχει απλώνεται. Και μερικοί ψαράδες έχουν δύο βάρκες. Μια ψαρεύουν στη θάλασσα θαλασσινά ψάρια και μία…
Lead to transcriptSegment 5
Δέλτα Έβρου και φύλαξη συνόργων από ντόπιους
00:43:59 - 00:48:17
Partial Transcript
Είναι τεράστιο μέρος. Είναι κάπου 300.000-400.000 στρέμματα το δικό μας το μέρος εδώ. Γκιαούρ Αντάς λέγεται, το λέν’ οι Τούρκοι, Γκιαούρ Αντ…ύρκους. Την άλλη φορά που ‘χε γίνει πάλι, το ‘86… Πολλά επεισόδια πολλά. Με τους Τούρκους τους ντόπιους, όμως, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Lead to transcriptSegment 6
Φυλετικές καταγωγές των ανθρώπων στο Νομό Έβρου
00:48:17 - 01:02:46
Partial Transcript
Οι ντόπιοι Τούρκοι, λοιπόν… Καταρχάς, εμάς το χωριό μας δεν υπήρχε. Ήτανε κάποιοι Τούρκοι, Πομάκοι που μέναν εκεί —ήταν τούρκικο το χωριό— κ…χει κάνει ο Σινάν, ο ίδιος το ‘χει κάνει. Πιο ωραίο από ‘κείνο είναι αυτό εδώ. Και το ‘χουν φωτισμένο οι Τούρκοι. Φαίνεται πάρα πολύ ωραίο.
Lead to transcriptSegment 7
Παραδοσιακή πάλη με λάδι
01:02:46 - 01:06:19
Partial Transcript
Βέβαια, μας την πήραν οι Τούρκοι. Θέλαν να την πάρουν κι οι Βούλγαροι. Η πρωτεύουσα της Θράκης είναι η Αδριανούπολη για μένα, θα ‘πρεπε να ε…«τούρκικη παλαίστρα» το βγάζει της Αδριανούπολης. Είναι μεγάλη εκεί. Τρεις μέρες γιορτή είναι. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Είναι μεγάλη γιορτή.
Lead to transcriptSegment 8
Φυλετικές καταγωγές των ανθρώπων στο Νομό Έβρου
01:06:19 - 01:11:41
Partial Transcript
Λοιπόν, μου είπατε, ωστόσο, πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη και για τους Μάρηδες. Οι Μάρηδες. Τι ήταν οι Μάρηδες; Οι Μάρηδες είναι αυτόχθο…ομάκοι στην Ελλάδα είναι γύρω στους είκοσι πέντε χιλιάδες. Δεν είναι πολλοί. Στη Βουλγαρία είναι οι πολλοί. Μάλιστα. Παράξενα παιχνίδια.
Lead to transcriptSegment 9
Θρακικό ιδίωμα και τοπικοί χοροί-τραγούδια
01:11:41 - 01:16:54
Partial Transcript
Νομίζω ότι λίγο-πολύ ό,τι είχαμε σημειώσει να πούμε τα είπαμε. Θα ήθελα, έτσι, κλείνοντας τη συνέντευξη —θα σας ευχαριστήσω πάρα πολύ και να… Έχουν άλλους χορούς. Αναλόγως. Οι Μάρηδες έχουνε… Αυτοί χορεύουν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχουν πάθος με τα τραγούδια. Τι άλλο να πω;
Lead to transcriptSegment 10
Η πολιτιστική παρακαταθήκη της Θράκης
01:16:54 - 01:20:57
Partial Transcript
Θράκη! Απ’ τον Όλυμπο και πάνω μέχρι την Ουκρανία και μέχρι την Ουγγαρία Θράκη ήτανε, αρχαία Θράκη, έτσι; Δώσαμε Εύμολπο. Ξες τι ήταν ο Εύμο…νούπολη, που ‘ταν ανεπτυγμένο το επίπεδο— πάρα πολλούς λόγιους, έτσι; Βάρναλης, Βιζυηνός. Σας δώσαμε κι έναν Άγιο, το Νεκτάριο της Αιγίνης.
Lead to transcriptLocations
Segment 11
Η επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
01:20:57 - 01:27:39
Partial Transcript
Έδωσε πολλά η Θράκη. Πάντα, όμως, είναι παραγκωνισμένη. Δεν τα γνωρίζουν, δεν τα διδάσκουν. Αγώνα εναντίον των Τούρκων πάρα πολύ, αντίσταση …Οι Πομάκοι ξέρεις τι λένε; «Να φοβάσαι του Τούρκου το βόλι, του Βούλγαρου το ξύλο και του Έλληνα το καλαμάρι». Αυτά που λες. Πολλά είπαμε.
Lead to transcriptTopics
Segment 12
Η πολιτιστική παρακαταθήκη της Θράκης
01:27:39 - 01:30:11
Partial Transcript
Υπέροχα. Πολλά, πολλά και… Είναι ατελείωτη. Είναι και ανεξερεύνητη η Θράκη και ειδικά η προϊστορική Θράκη που νομίζω έχει πάρα πολλές πληρο… να καταλάβεις πόσο ημιάγρια ήταν η κατάσταση. Μάλιστα. Ωραία. Να τελειώσουμε λέτε; Ό,τι θέλεις. Να πούμε ένα «τέλος της συνέντευξης».
Lead to transcriptLocations
Tags
[00:00:00]Είναι Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με τον κύριο Φίλιππο Προϊκάκη στη Βάρη Αττικής. Ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε σιγά-σιγά. Θα θέλατε, κύριε Φίλιππε, να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς, το βιογραφικό σας;
Το βιογραφικό μου είναι…
Από πού είστε…
Απ’ το νομό Έβρου είμαι, επαρχία Σουφλίου τότε. Τώρα είναι Δήμος μεγάλος. Το ‘53 γεννήθηκα στο Φυλαχτό Σουφλίου, ένα μικρό χωριό χίλιων ατόμων περίπου, στο ποτάμι, παραποτάμιο χωριό. Βέβαια, ήταν πρόσφυγες. Ήρθαν ακριβώς απ’ την απέναντι μεριά. Ήταν τα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Από κει ήρθαν οι δικοί μας και εγκατασταθήκαν σ’ αυτό το μέρος. Τους έδωσε το κράτος διάφορα κτήματα εκεί πέρα για να μπορούν να επιβιώσουν. Αρκετά εύφορα τα μέρη. Εγώ γεννήθηκα το ‘53 και πρόλαβα —πώς θα το πω τώρα; Δεν υπήρχε τίποτα ακόμα τότε, ούτε συγκοινωνίες, ούτε ρεύμα, ούτε νερό. Δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ο κόσμος είχε αυτάρκεια. Δουλεύαν όλο το καλοκαίρι για να έχουν για το χειμώνα. Γεωργοκτηνοτρόφοι ήτανε, περισσότερο γεωργοί γιατί ‘τανε μεγάλες οι εκτάσεις. Μέσα μεταφοράς μόνο το τρένο. Η μεγαλύτερη πόλη του πλανήτη ήταν το Σουφλί για μας. Το Σουφλί είχε το μετάξι του κι ήταν λίγο… σε πρωτόγονη κατάσταση, βασικά. Τα ρούχα μας τα φτιάχναν οι γυναίκες. Δεν είχαμε… Λίγα πράγματα αγοράζανε. Παπούτσια δεν είχαμε. Όταν κλείναν τα σχολεία ξυπόλυτοι, στο ποτάμι συνέχεια να κάνουμε μπάνια, να μάθουμε μπάνιο να κάνουμε. Οι Τούρκοι από κει, εμείς από δω. Μιλούσαμε, βόσκαμε τα ζώα μας. Μόλις κλείναν τα σχολεία εμείς βόσκαμε τα ζώα. Κάθε σπίτι είχε τα ζώα του. Είχε ένα ζευγάρι και μερικά περισσότερο για να γεννάνε μοσχάρια, για να μπορούν το χειμώνα να βγάζουνε λεφτά για την επιβίωση. Πρωτόγονη ζωή αλλά πολύ ωραία, πολύ ωραία. Τώρα, οι γυναίκες είχανε μια ταλαιπωρία εκεί πέρα. Η ταλαιπωρία τους ήτανε… Όλες τις δουλειές οι γυναίκες τις κάνανε, ειδικά το χειμώνα. Νερό δεν υπήρχε. Δεν είχε υδροδότηση τα χωριά κανένα και πηγαίναν με τη στάμνα σε μια πηγή έξω απ’ το χωριό κοντά kαι καθόταν εκεί πέρα και περιμένανε με τη σειρά να γεμίσουν και συζητούσαν, τα λέγανε, περνούσαν και την ώρα τους. Ρεύμα δεν υπήρχε. Mε τις λάμπες πετρελαίου, καθαρό πετρέλαιο. Στα καφενεία είχαν τα λουξ. Τι άλλο…
Κι εσείς, λοιπόν…
Κι εμείς ήμασταν μια χαρά. Περιμέναμε πότε θα ‘ρθουν οι γιορτές, περιμέναμε πότε θα ‘ρθει η Κυριακή οι πιτσιρικάδες. Κάθε Κυριακή, μόλις σχόλαγε η εκκλησία, κατεβαίναν έξω στην πλατεία τα όργανα, οι γκάιντες, τα κλαρίνα, και παίζανε για να χορεύει ο κόσμος. Κάθε Κυριακή, μόλις σχολούσε η εκκλησία, είχε χορό στο χωριό κάτω. Αυτή ήταν η διασκέδασή μας κι εμάς, η ψυχαγωγία μας. Λεφτά δεν υπήρχανε. Με αυγά αγόραζαν τσιγάρα οι μεγάλοι. Περισσότερο δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν με την έννοια ότι ήταν φτωχοί οι άνθρωποι. Το πρώτο… Κινηματογράφοι και τέτοια δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα. Πρώτη φορά ήρθε μία κρατική υπηρεσία —δε θυμάμαι ποια ήταν. Ήμουνα πολύ μικρός— με κινηματογραφική μηχανή κι έπιασαν ένα ντουβάρι απέναντι σ’ ένα σπίτι και μαζεύτηκε το χωριό, χτύπησαν την καμπάνα —χτυπούσαν την καμπάνα, φαντάσου— και μαζευτήκαμε εκεί πέρα και βλέπαμε τα Επίκαιρα, ας πούμε. Και μετά το πρώτο έργο που ήρθε, πάλι κρατική, ήταν η Γκόλφω. Το πρώτο έργο που ήρθε ήτανε η Γκόλφω. Μετά αρχίσαν κάτι ιδιωτικοί κινηματογράφοι να γυρνάνε τα χωριά με τη ντουντούκα, με τα μεγάφωνα. Τυλίγαν με τέντα γύρω-γύρω και πήγαινε ο κόσμος κι έβλεπε τον Ξανθόπουλο κι αυτά, αλλά πολύ αργότερα. Τα δε εισιτήρια με δυο κουβάδες σιτάρι, φασόλια, καλαμπόκι. Αυτά ήταν τα εισιτήρια του σινεμά! Και αυγά. Και όσοι είχαν λεφτά δίναν και λεφτά. Ωραία ήταν. Από συγκοινωνίες τίποτα, το τρένο μόνο και τ’ άλλα με τα πόδια. Παντού με τα πόδια. Παντού με τα πόδια: απ’ τα χωράφια, απ’ τα πανηγύρια... Είχαμε πανηγύρι πολύ μακριά, 40-τόσα χιλιόμετρα, και πηγαίναμε με τα πόδια. 45 χιλιόμετρα και πηγαίναμε με τα πόδια στο Λουτρό, ένα χωριό, κι είχαμε συγγενείς εκεί, στο οποίο είχε και παλαίστρα που παλεύανε, η πάλη με το λάδι, θρακική πάλη με το λάδι. Τα πρόλαβα αυτά. Αλλά, γυρνούσαμε την άλλη μέρα, την πιο άλλη. Καθόμασταν, κοιμόμασταν εκεί. Παντού με τα πόδια. Όλες οι δουλειές οι αγροτικές πρωτόγονα. Για να φανταστείς, είχα δει σ’ ένα αγγείο βυζαντινό μια φωτογραφία, έτσι, φωτογραφία, ζωγραφιά ακριβώς το 900 μ.Χ. Ακριβώς με τα ίδια εργαλεία, το άρωτρο, την ξυάλη που είχαμε για τα ζώα, το ζυγό που βάζαμε τα ζώα, ακριβώς τα ίδια εργαλεία σχεδόν πόσους αιώνες. Μ’ αυτά τα εργαλεία δουλεύαμε. Όλα με τα χέρια. Δεν υπήρχε μηχανή. Δεν είχε τρακτέρ, δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα. Όλα με τα χέρια. Μπορείς να πήγαινες… Είχαμε και πολλές εκτάσεις, μεγάλες εκτάσεις. Εμείς αρχίζαμε και από 7 χρονών πιάναμε τσαπί. Μας δίναν τσαπί να σκάβουμε. Εκεί τα σκάβαν, δεν υπήρχαν ζιζαντιοκτόνα και τέτοια. Πρώτα θα οργωθεί το χωράφι και, όταν ήταν να σκάψουμε, ένα αυλάκι τα παιδιά κι από δύο παίρναν οι μεγάλοι. Όλες οι δουλειές με τα χέρια. Μεγάλη ταλαιπωρία. Τα καλαμπόκια, τα φασόλια. Πω πω πω πω, πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο, ειδικά για τις γυναίκες. Να ‘σαι σκυμμένος, τώρα, όλη μέρα και να βγάζεις φασόλια, να τα βάζεις σε στήλες και μετά να περνάει το κάρο, να τα πηγαίνει στο αλώνι, να τα στουμπίζεις με το ξύλο ή με τα ζώα γύρω-γύρω —ντουκάνα λεγόταν αυτό—, να τα λυχνίσεις, να τα βάλεις σε τσουβάλια. Τα καλαμπόκια, πάλι, να κόβεις τις κορφές, μετά αργότερα, όταν γίνει ο καρπός, τον καρπό· να τα πας στο αλώνι, να τα κάνεις γύρω-γύρω, να τ’ αφήσεις, να μαζέψεις κόσμο απ’ το χωριό όλο να σε βοηθήσει να τα ξεφλουδίσεις. Το βράδυ γινόταν αυτό κι ήσουν υποχρεωμένος να πας σε όλους εσύ, κι εσύ και η γυναίκα σου, ξέρω ‘γώ. Πηγαίναν και μαζευόντουσαν τα βράδια. Περνούσε και η ώρα τους. Από κει οι γυναίκες, από δω οι άντρες και λέγαν τα αστεία τους, τα τέτοια τους, τα τραγούδια τους και περνούσε. Ξεφλούδιζαν καλαμπόκια. Πάντως, ήταν πολύ δύσκολες οι αγροτικές δουλειές. Η γυναίκα, όμως, ήτανε σκλάβα. Τώρα που συνειδητοποιώ, δηλαδή, τις καταλαβαίνω γιατί θέλαν να φύγουν και παίρναν τον πρώτο που τις ζητούσε, φαντάροι ή ξένοι, να φύγουν απ’ το χωριό. Γιατί ήταν υποχρεωμένη να σηκωθεί πρώτη, να μαγειρέψει, να ετοιμάσει και τα παιδιά όταν ήταν να πάνε σχολείο, να πάμε στο χωράφι, να σκάβει όλη μέρα, να θερίζει ή οτιδήποτε, και μόλις γυρνούσαμε το βράδυ, όταν βασίλευε ο ήλιος, απ’ το χωράφι, να κάνει και τις δουλειές του σπιτιού και να μαγειρέψει για βράδυ και να μαγειρέψει για την άλλη μέρα. Σκλάβες. Ειδικά οι νύφες, η πρώτη όταν παντρευότανε, η τελευταία νύφη τον πεθερό τον έλεγε «αφέντη». Αφεντάκια ήτανε τα αδέρφια του άντρα της, τα πιο μεγάλα, οι πιο μεγάλοι. Και θυμάμαι στο τραπέζι, όταν έτρωγε η οικογένεια, σε πολλές οικογένειες που ήταν πολλά άτομα, καθόταν με μια πετσέτα όρθια, να φάει η οικογένεια, ο πεθερός, όλοι, όλοι, να τα μαζέψει και να φάει κλαίγοντας πολλές φορές κρυφά μες στην κουζίνα ό,τι μπορούσε. Τέτοια ταλαιπωρία είχε η νύφη. Αλλά, μετά αυτή περίμενε την άλλη νύφη να κάνει κι αυτή την έξυπνη και το αφεντικό.
Τα πανηγύρια μας, οι γιορτές μας ήταν έντονα, πολλά. Στη Θράκη πολύ έντονα και τα έθιμα, πολύ έντονα, πολύ ωραία. Δεν είχαμε και τίποτα άλλο και τα περιμέναμε πώς και πώς, πώς και πώς. Οι γιορτές… Και τα Χριστούγεννα είχαμε έθιμα. Δεύτερη ειδικά μέρα των Χριστουγέννων, την παραμονή, είχαμε τα… που γυρνούσαμε τα κάλαντα. Μικρά παιδιά, τώρα. Ξεκινούσαμε 02:00 η ώρα το βράδυ. Τρεις φορές γυρνούσαμε τα κάλαντα. Παραμονή 02:00 η ώρα το βράδυ σηκωνόταν κι οι γριές στα σπίτια, ανάβανε τη φωτιά στο τζάκι κι είχε μια στρογγυλή πέτρα —σάτσι το λέγανε, σάτσι—, που παίρναν ζυμάρι και κάναν κάτι κουλουράκια έτσι. Και πηγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντά μας. Εμείς…Τώρα να τα πω; Είναι λίγο περίεργα! «Κόλιντα. Μπάμπω, δώσε μια κουλρίτσα… Κόλιντα, μπάμπω, δώσε μια κουλρίτσα. Ας είναι σταρίσια, ας είναι καλαμποκίσια. Κόλιντα, μπάμπω». Αυτό ήτανε. Αλλά, σιγά-σιγά αρχίσανε… Και το ζυμάρι ήτανε. Αρχίζαν μας δίνανε κάνα κάστανο, κάνα ξυλοκέρατο —χαρούπια. Χαρούπια εμείς τρελαινόμασταν—, σύκα ξερά. Σιγά-σιγά, όμως, μας δίναν κουλούρα οι γριές. Δε μας άρεσε και την κρεμούσαμε μ’ ένα σκοινί στην πόρτα τους. Σ’ ένα άλλο διπλανό χωριό, που ήταν Αρβανίτες, το Τυχερό, αυτοί είχαν μανία να κλέβουν. Όταν πηγαίνανε παραμονή τέτοια ώρα πάλι για να πουν τα κάλαντα —το λέγανε αρβανίτικα, ένα άλλο αρβανίτικο. Δεν το ξέρω όλο, «Χάμπε ντέρε», κάπως έτσι. Τέλος πάντων—, έπρεπε να κλέψουν κάτι απ’ το σπίτι του νοικοκύρη. Παίρνανε το κάρο, διάφορα τέτοια. Τα πηγαίναν, όμως, και τ’ αφήναν στην πλατεία, όχι να τα κλέψουνε... Και πήγαινε[00:10:00] το πρωί να τα βρει ο καθένας. Κάθε χωριό είχε και τα έθιμά του, γιατί τα χωριά ήτανε…Άλλοι είχαν έρθει από δω, άλλοι από κει. Έχουμε το ιδίωμα το θρακικό. Είναι περίεργη γλώσσα. Μπορεί να συνεννοηθώ με τα διπλανά χωριά αλλά πολλές λέξεις είναι αλλιώτικες, αλλιώς, αλλοιωμένες, άλλη αυτή, αλλιώς προφέρονται, διαφορετικές λέξεις. Χωριό με χωριό η διαφορά τεράστια. Όλα. Και στην αρχή πλακωνόμασταν κιόλας, μαλώναμε. Είχαν έρθει άλλοι από κει, άλλοι από κει, άλλοι απ’ τη βόρεια Θράκη, απ’ την Ανατολική Θράκη, άλλοι ντόπιοι, άλλοι… Χαλασμός γινόταν. Σιγά-σιγά, όμως... Με τους Αρβανίτες μαλώναμε πολύ. Σιγά-σιγά εσμίξαν οι λαοί, οι άνθρωποι. Παντρευτήκαν μεταξύ τους και τώρα είμαστε αγαπημένοι όλοι. Μια χαρά ήμασταν. Τα έθιμά μας αυτά. Τώρα, τα Χριστούγεννα, μετά, το μεσημέρι που σφάζαν το γουρούνι, την ώρα που σφάζανε το γουρούνι, κόβαν τα κρέατα κι αυτά, πηγαίναμε κι εμείς. Είχαμε βέργες και λέγαμε τα κάλαντα. Άλλα κάλαντα: «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα», αυτό. Και μας κόβαν ένα κομμάτι κρέας και το περνούσαν στη βέργα. Από σπίτι σε σπίτι γεμίζαμε μια βέργα. Μετά την αλλάζαμε και παίρναμε άλλη βέργα. Άλλη βέργα, άλλη βέργα —φυσικά, οι συγγενείς μάς δίνανε κρέας. Οι άλλοι δίναν λίπος παραπάνω. Το βράδυ που τελείωνε αυτό, το βράδυ γυρνούσαν τα παλικάρια που ήταν 18 χρονών, αυτοί που ήτανε για να πάνε φαντάροι, στο στρατό. Αλλά, ήταν πολλοί, αρκετοί. Κι είχαν ένα κοφίνι πίσω και οι άλλοι είχανε βέργες πάλι. Και πηγαίναμε μαζί κι εμείς πιτσιρικάδες, αλλά γι’ αυτούς ήταν τα κάλαντα. Και λέγαν ένα άλλο ωραίο τραγουδάκι, καλό. Και δίνανε οι γυναίκες ψωμί. Στο κοφίνι βάζαν ψωμί και δίναν λουκάνικα χοιρινά που ‘χαν φτιάξει. Ωραία λουκάνικα, πολύ ωραία ήταν. Κι όλα αυτά μετά που μαζεύανε πήγαιναν κάτω στο καφενείο και τρώγανε και πίνανε και γλεντούσανε τα παιδιά. Όπως κι όταν ήταν αυτοί που ‘ταν να πάνε φαντάροι τη μέρα που… πριν πάνε ένα βράδυ έπρεπε να σπάσουν το καφενείο, να τα σπάσουν όλα. Και τα πλήρωνε το χωριό. Και πηγαίνανε κάτω στο τρένο την άλλη μέρα που ήταν να φύγουν κι ερχόταν το τρένο, το οποίο ήταν γεμάτο κόσμο από τα βόρεια χωριά, παιδιά που πηγαίναν για φαντάροι. Και ανεβαίναν κι οι δικοί μας και τους ξεπροβόδιζε όλο το χωριό. Πάρα πολύ ωραία. Και δεύτερη μέρα Χριστουγέννων κάναμε μία άλλη γιορτή —«πουρπούρι» το λένε στα βόρεια χωριά. Εμείς το λέμε «χωρτοπούλα». Ντυνόταν ένας άντρας γυναίκα με την παλιά στολή τη θρακική —ήταν τα κεντητά— και βαμμένοι, ξέρω ‘γω, και ο άλλος ντυνόταν αράπης, μαύρος, μαυριζότανε, και κάτι περίεργα σαν τα σαρίκια που ‘χανε κι ένα ξύλο μεγάλο αυτός και γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι πάλι και το χωριό όλο οι άντρες. Και λέγαν ένα ωραίο τραγούδι, έτσι, κι αυτό, ωραίο —για μας ήταν καλό. Μας άρεσε να τ’ ακούμε—, το οποίο δε θα το πω. Άσ’ το.
Πείτε το, please!
Και μαζεύανε κι αυτοί.
Πείτε το. Τι έχει, μουσική;
Όχι. Στη διαδρομή μέσα θα φεύγανε απ’ το ένα σπίτι στο άλλο. Λέγανε: «Από αρχόντων σπίτια βγαίνουμε, σ’ αρχοντικά θα πάμε, μωρή χωρτοκορτοπούλα και γκιουζέλ καστρινοπούλα». «Γκιουζέλ» είναι η όμορφη στα τούρκικα, «καστρινοπούλα» είναι αυτή που ζει στην πόλη. «Κάστρα» τις λέγαν τις πόλεις. Και φτάναν στο άλλο σπίτι, τα λέγανε πάλι. Τους κερνούσε. Περίμενε η νοικοκυρά με το νοικοκύρη με κρασί, διάφορα, λικέρ, ό,τι… Περισσότερο με κρασί με το δίσκο. Πίνανε. Δίναν κι ένα λουκάνικο και ψωμί. Μαζεύαν κι αυτοί. Και μετά κατέβαινε όλο αυτό στο χωριό, αφού τελείωνε, στην πλατεία κάτω, στο χωριό. Ερχόταν και τα όργανα. Και γλεντούσαν και χορεύανε μέχρι να νυχτώσει πάλι, γιατί δεν είχε φώτα. Αυτό. Στη διαδρομή, όμως, όταν πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι, υπήρχε το έθιμο να πας ν’ αρπάξεις τη χωρτοπούλα και να το βάλεις στα πόδια μαζί, να την κλέψεις δηλαδή, και να σε κυνηγάει ο αράπης να σε δέρνει. Και μερικοί δέρναν και στ’ αλήθεια! Βαρούσαν με το παλούκι. Ήταν το έθιμο έτσι. Ωραία ήταν. Μετά την Πρωτοχρονιά μόνο παίζαμε χαρτιά. Στα καφενεία, καλά, γινόταν χαλασμός. Εμείς πιτσιρικάδες παίζαμε το «πάρ’ τα όλα» με τη σβούρα, το σβουράκι: «Πάρε ένα, πάρε δύο». Με δεκάρες παίζαμε, με δεκάρες. Μετά ερχόταν, περιμέναμε πότε θα ‘ρθουν οι Αποκριές. Στις Αποκριές —κι αυτή καλή γιορτή ήταν για μας— φτιάχναμε μάσκες μόνοι μας. Απ’ τα τετράδια φτιάχναμε. Κόβαμε τα τετράδια το εξώφυλλο και φτιάχναμε, το βάφαμε και το κάναμε. Ή παίρναμε κολοκύθες που ‘χουν τη μύτη τη μεγάλη. Κόβαμε την κολοκύθα και τη βάζαμε. Διάφορα, πατέντες δικές μας κάναμε. Για ποιον λόγο; Την Κυριακή το βράδυ όλα τα σπίτια είχαν τραπέζι στρωμένο. Όλα. Γιατί; Για να συγχωρεθούνε μεταξύ τους οι συγγενείς, οι φίλοι. Δηλαδή, αν είχαμε μαλώσει, ερχόμασταν στο σπίτι σου, είχες τραπέζι, καθόμασταν και συγχωρούσαμε που ‘χαμε μαλώσει, που ‘χαμε κάνει. Όλα τα σπίτια ήταν στρωμένα. Εμείς, όμως, πιτσιρικάδες γυρνούσαμε παρέες-παρέες από σπίτι σε σπίτι για να φάμε. Είχαν κεφτεδάκια. Και το κυριότερο που μας άρεσε, ωραίος μεζές, ήταν το ρυζόγαλο για μας. Ρυζόγαλο! Ωραία. Για ρυζόγαλο. Και γι’ αυτόν τον λόγο δε μας γνωρίζανε και μου ‘λεγαν: «Θα σου δώσουμε δυο μπολάκια αυτά, ρυζόγαλο. Θα μας πεις ποιος είσαι;». «Όχι». Όποιος έλεγε ποιος ήταν ήταν προδότης, όμως. Μια φορά μάς έδωσε ένας όλους. Πήρε έξι πιάτα ρυζόγαλο. Την άλλη μέρα φτιάχναν αρκούδα. Την Καθαρά Δευτέρα ντυνόταν, ας πούμε, κάποιος αρκούδα και ο άλλος αρκουδιάρης και γινόταν πάλι το γλέντι, έτσι, στο χωριό με τα νταούλια. Πάντα είχαν ευκαιρία να χορέψουνε. Πάντα, πάντα είχε χορό, πάντα. Και μετά τις Αποκριές τέλος. Ερχόταν το Πάσχα αργότερα. Το Πάσχα δεν είχαμε. Μόνο να βγούμε να βρούμε αυγά, δυνατά αυγά, που τσουγγρίζαμε τ’ αυγά και κάναμε διάφορες πατέντες. Τρυπούσαμε τ’ αυγό, το αδειάζαμε και βάζαμε κερί μέσα ή πίσσα. Συνήθως δεν πιάνανε. Μερικοί πιο παλιοί πηγαίναν στα βουνά πάνω, στην οροσειρά, να πάρουνε από γεράκια, από —«καρτάλια» τα λέγανε —καρτάλια είναι ο αετός. Όλα αυτά τα αρπακτικά τα λέγαν «καρτάλια». Είχαν κάτι βράχους μεγάλους που γεννούσανε… να πάρουν από κει. Ήτανε μυτερά. Άλλοι ψάχναν φραγκόκοτες. Γιατί; Γιατί όταν τσουγγρίζαμε, αν σου το ‘σπαγα σου το ‘παιρνα. Και είχαν μερικά καλαθάκια κιόλας και γεμίζανε κι ήταν ωραία, ωραία. Ε, και πώς θα κάνουμε τώρα τις πατέντες για το Πάσχα, τα μπαμ μπουμ. Το Πάσχα δεν ψήναν αρνί σ’ εμάς. Δεν ξέραμε τι είναι οι σούβλες και τέτοια. Δεν κάνανε. Κάναν ένα καλό φαΐ. Είχαν, όμως, τα τσουρέκια τότε στα χωριά. Αχ, αυτά τα τσουρέκια! Κάναν ωραία, τα κάναν ωραία. Εντωμεταξύ, το Σάββατο που τα ζύμωναν έπρεπε να πάμε να μεταλάβουμε εμείς στην εκκλησία. Σάββατο πηγαίναμε πρωί. Μέχρι να μεταλάβεις δε μπορούσες ούτε νερό να πιείς, ούτε να φας, ούτε τίποτα. Πηγαίναμε εμείς κρυφά και κλέβαμε λίγο ζυμάρι και τρώγαμε λίγο ζυμάρι απ’ το τσουρέκι. Όταν γινόταν, όμως, γινότανε… Ήταν ωραία. Δεύτερη μέρα, που είναι του Αγίου Γεωργίου, τότε κάνανε κορμπάνι. «Κορμπάνι» θα πει «θυσία». Εμείς γιορτάζουμε… Η Θράκη γιορτάζει τον Άγιο Γεώργιο πολύ. Σε ταψί μέσα αρνάκι ή μοσχαρίσιο κρέας —αλλά αρνάκι περισσότερο— με κρεμμυδάκι πράσινο, με ρύζι, ένα πάρα πολύ ωραίο, πολύ ωραίο, στο φούρνο, έτσι. Πολύ νόστιμο. Αρνί δεν είχαμε, κοκορέτσια τέτοια δεν κάναμε εμείς. Είχαμ’ άλλα. Και μετά είχε χορό την Κυριακή —και την άλλη μέρα χορό. Όταν είχε αργία είχε χορό. Χορό εννοώ κάτω στην πλατεία τα όργανα, συνέχεια. Και μετά που τέλειωνε το Πάσχα περιμέναμε πότε θα κλείσουν τα σχολεία. Όταν κλείναν τα σχολεία —κάναμε τις επιδείξεις, αυτά που ‘ταν ωραία. Κι όταν κλείναν τα σχολεία πετούσαμε τα παπούτσια και μ’ ένα σώβρακο και μ’ ένα φανελάκι εκεί, στους κάμπους. Αλλά, μετά μας αρπάζαν και μας βάζαν να βόσκουμε τα ζώα, να ταΐσουμε… Ζώα πολλά, βοοειδή… Α, περίπου τις μέρες του Πάσχα ανοίγαν τα λιβάδια. Είχε κάποια λιβάδια εκεί ο τόπος, το οποίο ήτανε κάμπος μεν αλλά δεν είχε γίνει η διανομή, δεν τα ‘χαν κάνει χωράφια, κάπου 2.000 στρέμματα. Κι αυτό το ανοίγανε περίπου τις ημέρες του Πάσχα. Απαγορευόταν να πας να βοσκήσεις ζώα. Αλλού πήγαινες. Αλλά, επειδή δεν κάνει και κρύο τότε ήταν… Και μόλις άνοιγαν αυτά πηγαίναμε εμείς πιτσιρικάδες —στις σιδηροδρομικές γραμμές από κάτω ήταν αυτά— και περιμέναμε. Ο καθένας έφερνε το ζευγάρι του τα ζώα που ‘χε. Μία δραχμή το ένα. Δυο δραχμές το ζευγάρι. «Πάρε συ» κι όποιος μαζέψει τα πιο πολλά λεφτά. Εμείς ήμαστε… Οι συγγενείς τα δίναν σ’ εμάς τα ζώα. Πόσα ζώα μαζεύονταν εκεί; Δυο τρεις χιλιάδες, τέσσερις χιλιάδες; Χαλασμός. Αυτά τα βοσκούσαμε. Ήτανε σε μια έκταση γύρω στα 3 χιλιόμετρα και φάρδος 500-600 μέτρα. Και τα φυλούσαμε άλλοι από δω, άλλοι από κει, άλλοι από κει όλη μέρα. Μαζεύαμε και τα λεφτουδάκια μας. Απ’ αυτό βγάζαμε χαρτζιλίκι. Κάναμε και κανένα στοίχημα «το δικό μου με το δικό σου» τα βόδια, ποιο θα νικήσει, τα στοιχήματα και τέτοια. Και το βράδυ τα αμολούσαμε να γυρίσουν όλα στο χωριό. Τα μαζεύαμε και γέμιζε όλο το χωριό[00:20:00] ζώα. Αυτό, όμως, ήξερε το καθένα. Πήγαινε στη θέση του. Ήτανε αυτό. Τέλος πάντων. Ήταν ωραία, ωραία, ωραία. Χαρτζιλίκι μ’ αυτά βγάζαμε. Και όταν αλωνίζανε κάτω τα φασόλια, τα καλαμπόκια στ’ αλώνια και τα φορτώναν στα τσουβάλια για να τα πουλήσουν ή για να τα κρατήσουν, πηγαίναμε εμείς κάτω και μαζεύαμε τους σπόρους. Σπόρο-σπόρο —περισσεύαν στ’ αλώνια γύρω-γύρω— παίρναμε έναν ντορβά και λίγο λίγο-λίγο γεμίζαμε το ντορβά. Και πηγαίναμε, το πωλούσαμε, παίρναμε μια δραχμή. Αλλά, άμα δε μας έβλεπε κανένας γεμίζαμε το ντορβά απ’ τα ξένα για να μην κουραζόμαστε. Πιάναμε και ψάρια με τα χέρια. Καμιά φορά πουλούσαμε κανένα, άμα ήταν καλά, τα ποταμίσια τα ψάρια, τα σαρσάνια. Ρίγανη απ’ το βουνό μαζεύαμε ματσάκια. Τα πουλούσαμε μερικές φορές. Από κάτι τέτοια βγάζαμε χαρτζιλίκι πιτσιρικάδες. Βέβαια, άμα είχε χάσει στα χαρτιά ο μεγάλος μάς τα ‘παιρνε για να πάρει τσιγάρα! Ήταν πολύ ωραία. Και μετά άνοιξε η Γερμανία, Παναγιώτα. Η κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά, οι πιο μεγάλοι από εμάς. Είχαν πέντε έξι εφτά παιδιά και υπήρχε δυσκολία στην επιβίωση. Με το που άνοιξε η Γερμανία εκτοξευθήκανε. Φύγαν όλοι, οι περισσότεροι. Άδειασε. Φύγανε, φύγανε, φύγανε, φύγανε, και απ’ αυτούς που φύγανε δε γύρισε κανένας. Γυρίσαν τώρα μερικοί συνταξιούχοι. Το χωριό είχε γύρω στα χίλια τόσα άτομα, χίλια διακόσια —μιλάω για το δικό μου το χωριό αλλά παρόμοια και στα άλλα σ’ όλο το Νομό Έβρου—, και οι άλλοι μείνανε εκεί. Γυρνάνε τώρα συνταξιούχοι. Το χωριό μου έχει εκατόν εβδομήντα άτομα τώρα, οι οποίοι οι περισσότεροι συνταξιούχοι. Λίγα παιδιά. Ο κάμπος ο δικός μας ήταν 6.000 στρέμματα όταν τον καλλιεργούσαν τότε όλοι. Ο καθένας είχε είκοσι τριάντα σαράντα πενήντα εκατό στρέμματα, όλα με τα χέρια, και βγάζαν από κει. Τώρα τον κάμπο τον δουλεύουνε πέντε έξι άτομα, 1000 στρέμματα ο ένας, 500 ο άλλος, με τα μηχανήματα όλα. Τώρα δεν έχει χειρωνακτικές δουλειές. Άλλες καλλιέργειες κάνουν τώρα. Τώρα βάζουνε βαμπάκι. Έχουν δηλητηριάσει τον τόπο εκεί πέρα. Βάζουν και τα σπαράγγια. Τα στέλνουν στη Γερμανία όλα. Εκεί βγάζουν λεφτά. Μεγάλες εκτάσεις. Έγινε αναδασμός της γης. Πρώτα είχαμε ένα χωράφι εδώ 2 στρέμματα, άλλο 5 στρέμματα εκεί, άλλο 10 στρέμματα εκεί, όλοι έτσι. Μετά έγινε αναδασμός και τα ‘χαν όλοι σ’ ένα μέρος γύρω στο ‘76 – ‘77, κάπου τόσο πρέπει να ‘γινε. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Είχα φύγει στο στρατό. Εκείνα ήταν πιο ωραία που ‘ταν τα μικρά-μικρά. Είχε άλλο ενδιαφέρον. Αλλά, για τους μεγάλους, την επιβίωσή τους, ήταν καλό αυτό που έγινε. Τώρα, στη Γερμανία όσοι φεύγανε γράφαν γράμμα τότε. Ήταν γράμματα. Έφερνε ο ταχυδρόμος ντουντούκα. Κατέβαινε με τη ντουντούκα, ντου ντου ντου, κατέβαινε το χωριό. Στέλναν επιταγή μερικές φορές, 100 μάρκα. Είχε ο κόσμος να φορέσει παπούτσια, να φάει, να κάνει. Μετά γράφαν και στο γράμμα: «Θα ‘ρθώ το Πάσχα, θα ‘ρθώ τα Χριστούγεννα». Όταν έλεγαν «Θα ‘ρθώ το Πάσχα», ξέραμε εμείς ποιοι θα ‘ρθούνε και περιμέναμε στο τρένο, το βράδυ που ερχόταν η ταχεία, σταματούσε. Και μόλις ερχόταν —το βλέπαμε. Ερχόταν, ας πούμε, ο Κώστας, ο Γιώργος, ο τάδε—, μόλις τον βλέπαμε τρέχαμε πρώτοι, ποιος θα πάει πρώτος να πάρει το «μοσντέ» —«μοσντέ» το λέγαμε—, να πάρει λεφτά απ’ τη γριά, απ’ τη μητέρα του. Σκοτωνόμασταν. Μερικές φορές ήταν και ομάδα, ξες, ένας εδώ, άλλος εκεί, «Ήρθε, ήρθε». Είχα κι έναν ξάδερφο. Πήγε σ’ άλλο σπίτι μια φορά. Στο γείτονα πήγε! Μ’ αυτό παίρναμε λεφτά. Και στα βαφτίσια, όταν έλεγε ο παπάς το όνομα, όταν βαφτίζοταν το παιδί, έλεγε το όνομα του παιδιού, τρέχαμε, ποιος θα φτάσει πρώτος να πάρει το μοσντέ το καλύτερο: 10 δραχμές. Ξέρεις τι ήταν τότε 10 δραχμές κι οι 5 δραχμές; Αλλά, για να μην έχουν παράπονο και τ’ άλλα παιδιά που τρέξανε, έβγαινε η γιαγιά έξω —όχι η μάνα—, στην ποδιά εκεί δεκάρες, μισόδραχμα, αναλόγως, καραμέλες, και τα πετούσε έτσι και παίρνανε όλοι, να μην είναι δυσαρεστημένοι, ας πούμε. Μ’ αυτά τα έθιμα μεγαλώσαμε. Καλά ήταν, ωραία ήταν. Εγώ τα νοσταλγώ. Αλλά, τώρα, αυτό που γίνεται τώρα... Απλή ζωή, αγνή. Αυτάρκεια είχαμε όλοι όσα μέτρα χιόνι και να ‘κανε —γιατί έριχνε πολλά χιόνια εκεί πέρα και παγωνιές πολλές, δυνατές. Είχε φτάσει και κάπου 25, 26, 27 καμιά φορά, είχε φτάσει κάποιες χρονιές. Πάγωσε κι ο Έβρος το ποτάμι. Χιόνι! Να το κρατάει έναν μήνα. Δεν είχε πρόβλημα ο κόσμος επιβίωσης, διότι το καλοκαίρι δουλεύανε για το χειμώνα. Είχαν τ’ αμπάρια γεμάτα. Σιτάρια, καλαμπόκια για τα ζώα, τα τριφύλλια γεμάτα τα χωριά να ‘χουν τα ζώα να τρώνε, τα παστά, τα τουρσιά, αλεύρι οπωσδήποτε —είχαν πολύ. Σιτοβολώνες απάνω, σιτάρι σπέρναν πολύ—, ξερά φρούτα —όλα τα φρούτα του καλοκαιριού τα ξεραίναν, τα βάζαν σε τσουβάλια. Πετιμέζια κάνανε. Κάθε σπίτι είχε και το αμπέλι του, μισό στρέμμα, 1 στρέμμα. Τα κρασιά τους. Δεν είχανε πρόβλημα διατροφής. Είχαμε αυτάρκεια. Τώρα λέει «Αποκλείστηκε το χωριό», αποκλείστηκε γιατί… Τώρα που πήγα ‘γώ πάνω δεν κάνουν ψωμί οι γυναίκες. Τότε ζυμώναν μια φορά, το Σάββατο, είχαν ψωμί. Δεν έχει ούτε μια κότα τώρα. Δεν έχουν αυγά, αγοράζουν απ’ το σούπερ μάρκετ. Όλα τ’ αγοράζουν απ’ το σούπερ μάρκετ. Τότε τα είχαμε όλα. Όλα. Κι αν καμιά φορά χτυπούσε κανένας κανένα κυνήγι —είχαμε ζαρκάδια πολλά, είχαμε αγριογούρουνα, λαγούς πολλούς. Βρίθει από κυνήγι ο Έβρος—, το μοιραζότανε σε συγγενείς, σε φίλους. Και είχε ο κόσμος και απ’ όλα. Είχε απ’ όλα, δεν είχε πρόβλημα σίτισης, ας πούμε. Σιτάρια πολλά. Σιτοβολώνας είναι ο Έβρος. Τι άλλο; Καλαμπόκια για τα ζώα πολλά. Θρέφαμε ζώα για να ‘χουνε, για να τα πουλήσουν για λεφτά, τα αρσενικά περισσότερο. Αλλά, τα θρέφανε καλά. Εκτός απ’ το τριφύλλι, καλαμπόκι σπασμένο και μετά αλεύρι καλαμπόκι. Είχαν ένα που το λέγαν «γιαρμά», πιο χοντρό, κι έχει κι αλεύρι καλαμπόκι. Και τρώγαν απ’ αυτό και γινόταν τα ζώα… Φτάνανε 900 κιλά μοσχάρι, καμιά φορά και 1000. Βεβαίως. Μοσχάρι, όμως, γιατί μόλις βγάνει το δόντι γίνεται βόδι. Δεν τρώγεται το κρέας του, είναι σκληρό. Άλλη τιμή μοσχάρι κι άλλο το… Άμα πουλούσες ένα μοσχάρι το χειμώνα κι έβγαζες 25 κιλά… Εμάς οι πατεράδες μας, κάνα δυο τρεις που ‘τανε, πηγαίνανε για κουνάβια το χειμώνα. Το κουνάβι είχε η γούνα του 500 δραχμές, εποχή που τα μερακάματα ήταν 10-20 δραχμές. Αλλά, καθότανε μια βδομάδα πάνω στα βουνά. Μια παρέα πηγαίνανε για κουνάβια, η οποία ήθελε τέχνη όμως, να μην καταστρέψεις τη γούνα όταν το σκοτώσεις. Όταν τελείωσε η τιμή στα κουνάβια, απ’ το ‘60-τόσο —δε θυμάμαι—, μετά βγαίναν για αγριογούρουνα. Χτυπούσαν και τα πουλούσαν. Έπαιρναν μόνο τα εντόσθια. Δεν έλειπε το κρέας από μας. Είχε πολλή πανίδα και χλωρίδα. Είναι πλούσιο μέρος ο Έβρος αλλά αδικημένο. Οι αγορές πολύ μακριά. Όλα τα προϊόντα που βγάζαμε δε φεύγαν εύκολα. Μπορεί να τα πάρουνε σχεδόν τζάμπα. Το πεπόνι, σπέρναν πάρα πολύ πεπόνι. Ο κάμπος του Τυχερού εκεί πέρα κι ο δικός μας είναι ένας κάμπος τεράστιος. Είναι 60.000 στρέμματα, 50.000. Περίπου στις 50.000, 40.000 στρέμματα είναι ο δικός μου, του Τυχερού είναι 35.000-τόσο. Όλο πεπόνι, το θρακικό, το θρακιώτικο πεπόνι. Λέγεται αλτίν μπας. Αλτίν μπας, «χρυσό κεφάλι» στα τούρκικα. «Μπας» είναι… Και… φοβερό. Μόνο σ’ αυτό το μέρος βγάζει καλό πεπόνι, γλυκό. Οπουδήποτε στον Έβρο και να σπείρανε… Δεν ξέρω τι ουσίες έχει το υπέδαφος. Απλά εμάς είναι κι ο Εργίνης ποταμός που ‘ρχεται απ’ την Τουρκία, η Έργινα, και χύνεται εκεί, κι απ’ τα βουνά πάνω κατεβαίνει και κάτι έχει το υπέδαφος και βγάζει πολύ γλυκό, πολύ ωραίο πεπόνι, αυτό το θρακικό πεπόνι. Όταν το πουλούσαν τον Αύγουστο είχε μεγάλο πανηγύρι στο Τυχερό δίπλα, ένα μεγάλο χωριό. Τέσσερις χιλιάδες κόσμο είχε τότε. Μια βδομάδα πανηγύρι. Θέατρα, Ο Γύρος του Θανάτου, κούνιες, κακό. Γινόταν χαλασμός μια βδομάδα. Κι εμείς πηγαίναμε με τα πόδια, πήγαινε-έλα, περνάγαμε όλη τη μέρα, 3 χιλιόμετρα μακριά. Και τα τρώγαν όλα τα λεφτά τους που δίναν στα πεπόνια. Είχαμε κι ένα άλλο χωριό πάνω στη Λευκίμη, στα βουνά. Αυτοί είναι ντόπιοι, Σαρακατσάνοι οι περισσότεροι. Υπήρχε έχθρα μεταξύ στην αρχή, που ‘ταν δικοί μας, όταν ήρθαν πρόσφυγες, μ’ αυτούς, αλλά μετά εντάξει. Είχε μαζέψει ο Καραμανλής όλους τους ακτήμονες, τους άπορους του Νομού Έβρου και τους έδωσε από… δε θυμάμαι πόσες χιλιάδες λεφτά —30.000;— και οικόπεδα εκεί και τα χωράφια από κάτι τούρκικα χωριά που ήταν εκεί στην περιοχή κι είχαν φύγει οι Τούρκοι στα βουνά για να φτιάξουν, να εγκατασταθούν εκεί πέρα να κάνουν τη ζωή τους. Όμως… Είχε βγει και το τραγούδι «Ώπα νινανάι, γιάβρουμ» τότε στα πανηγύρια, «Ώπα νινανινανάι». Αυτό, λοιπόν. Τα φάγαν τα λεφτά τους όλα εκεί αυτοί! Έμεινε. Το χωριό το λένε Σινανάι τώρα, δίπλα απ’ τη Λευκίμμη. Το χωριό λέγεται το Σινανάι. Τους έσωσε, όμως, η Γερμανία. Φύγαν στη Γερμανία κι εντάξει. Όλο το Νομό Έβρου τον έσωσε η Γερμανία. Σωθήκανε. Άσε τι λένε οι διάφοροι. Αν δεν άνοιγε η Γερμανία, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Είχε πολλή φτώχεια. Εμένα είχε αυτάρκεια. Εμείς ήμασταν και πιτσιρικάδες και δεν τα καταλαβαίναμε αυτά, τις ταλαιπωρίες των μεγάλων. Τους βλέπαμε εδώ με το τσιγάρο του Ματσάγγου, καμπουριασμένοι οι περισσότεροι. Χρωστούσανε όλοι στις τράπεζες. Ευτυχώς ήρθε ο Παπαδόπουλος τότε και χάρισε τα χρέη. Τώρα απ’ ό,τι λένε για τον Παπαδόπουλο… Χάρισε τα χρέη. Μεγάλη υπόθεση. Όλοι καμπουριασμένοι πηγαίνανε, περπατούσανε. Τους χάρισε όλα τα αγροτικά χρέη. Δεν τόλμησε άλλος να το κάνει αυτό. [00:30:00]Και γλύτωσαν από κει. Μέχρι κι οι κομμουνιστές χορεύανε «Ω ρε Γιώργο Παπαδόπουλε» στο χωριό όταν ήταν οι γιορτές. Βέβαια, γινόταν γιορτή. Κατεβάζανε βαρέλια μπύρες, γκαζόζες για μας —να πιούμε, τώρα, γκαζόζα εμείς ήταν άλλο πράμα!— και χορεύανε αυτά τα τραγούδια όλο το χωριό πάλι. Μια γιορτή… 21η Απριλίου ήταν η εθνική γιορτή. Συμφωνείτε; Τα χωριά μας…
Βασικά, όλος ο Νομός είναι «γαλάζιος» Νομός. Βασιλόφρονες και εθνικόφρονες. Αριστεροί υπάρχουνε πολλοί αλλά έχει γίνει μεγάλο μακελειό στο Νομό Έβρου με τον Εμφύλιο και οι περισσότεροι τότε, όταν έληξε ο Εμφύλιος, φύγανε στη Βουλγαρία, γιατί η Βουλγαρία ήταν από δω. Γι’ αυτό είχε γίνει και το μακελειό. Ήταν μεγάλη η δύναμη του Ε.Λ.Α.Σ. εκεί πέρα. Κι όταν έληξε αυτό —μέχρι το ‘52 υπήρχαν εκεί αντάρτες ακόμα απομονωμένοι. Τους κυνηγούσαν οι «Μάυδες», τα Τ.Ε.Α., η χωροφυλακή— φύγαν όλοι στη Βουλγαρία. Και οι υπόλοιποι που μείνανε, εντάξει, ήρθε η… Οι πρώτοι που γυρίσανε γύρω στο ‘80 άρχισαν να γυρνάνε. Άλλοι μείναν εκεί πάνω. Είχε δώσει ο Καραμανλής αμνηστία, η κυβέρνηση αμνηστία στους Αριστερούς. Και μόλις τέλειωσε ο Εμφύλιος, απ’ ό,τι μαθαίναμε εμείς που ήμασταν πιο πιτσιρικάδες, μετά άρχισαν οι κι εθνικόφρονες και δέρναν τους Αριστερούς πολύ άγρια. Δηλαδή, και τα παιδιά των Αριστερών που πηγαίναν στο χωράφι τα σκοτώναν στο ξύλο. Πηγαίνανε εκεί… Σιγά-σιγά σταματήσαν, όμως, αυτά. Υπήρχε, όμως… Πρόλαβα λίγο το μίσος που υπήρχε. Το πρόλαβα λίγο το μίσος που υπήρχε. Αλλά, οι περισσότεροι είχανε φύγει οι Αριστεροί. Βέβαια, εμείς ήμασταν ένα χωριό που σχεδόν ήμασταν όλοι συγγενείς. Εγώ ‘χα θείους και στο βουνό πάνω καπεταναίους και κάτω. Να, ο πατέρας μου «Μάυς» ήταν. Τον πήραν, όμως, στο παιδομάζωμα. Κατεβαίναν οι αντάρτες, κάναν επιθέσεις στα χωριά και παίρναν κόσμο μαζί τους, στρατολόγηση, και παιδιά. Και τον πήρανε. 15-16 χρονών ήτανε. Κρυβόταν στον κάμπο κάτω σ’ ένα δέντρο τεράστιο, που ‘χε την κουφάλα του εκεί πέρα, έξι εφτά παιδιά. Κάποιος κάρφωσε. Πήγαν τους πήρανε. 15 χρονών. Του δώσαν ένα όπλο: «Πολέμα». Φτάσαν κάτω στην Ξάνθη, στο Νέστο εκεί φτάσανε. Και σε μια μάχη έφυγε, την κοπάνησε. Και ήρθε έγινε «Μάυς» γιατί θα τον σκοτώναν οι άλλοι. Γινόταν χαλασμός. Τώρα, οι Κομμουνιστές και οι δικοί μας τρωγόταν πολύ άγρια. Εβδομήντα άτομα σχεδόν σκοτωθήκαν απ’ το χωριό μας, που είμαστε συγγενικό χωριό. Όλοι συγγενείς σχεδόν είμαστε. Αλλά, υπήρχε αυτή η έχθρα. Βγήκαν και τα προηγούμενα. Πολύ σκληρά πράγματα, πολύ σκληρά. Δηλαδή, του ‘βγάζαν πρώτα τα μάτια με το σουγιά αυτόν που παίρναν αιχμάλωτο και μετά του κόβαν το κεφάλι. Και οι μεν και οι δε. Ή γδέρναν τον άλλο. Γδάρσιμο λέγαν, «Θα του βγάλω το καΐσι». «Καΐσι» το λέγανε, στα τούρκικα. Του βάζαν ένα λάμδα με το μαχαίρι στην πλάτη και τραβούσαν το πετσί. Φρικιαστικά πράγματα ήταν του Εμφυλίου. Πίσω απ’ το σπίτι μας ήταν μια γιαγιά η οποία είχε σαλέψει γιατί ήταν ο άντρας της και ο γιος της πάνω στο βουνό. Φύγανε δυο παιδιά ανταρτάκια, 16 χρονών, 17, επειδή τα κυνηγούσανε τότε οι άλλοι, οι Δεξιοί, ας πούμε, και μπήκαν στο σπίτι της γιαγιάς, της γυναίκας αυτηνής —ξέραν ότι είναι δικό της— να κρυφτούνε. Κάποιος τους κάρφωσε. Και πήγανε και τους πήρανε και τα κόψαν τα κεφάλια τους με σουγιά και τα δώσαν σ’ αυτήν τη γριά να τα πάει στην κοινότητα, να χτυπήσουν την καμπάνα να πάει το χωριό όλο για να τα δει. Αίσχη κι απ’ τις δυο μεριές, κι απ’ τις δυο μεριές. Του φίλου μου η μάνα —είχα έναν φίλο καλό— ήτανε βασιλική αυτή. Τον πατέρα της τον είχανε σκοτώσει. Και μαζεύουνε αντάρτες με τ’ άλογα. Το χωριό ήταν ανταρτοκρατούμενο η περιοχή. Δίπλα είχε μεγάλο χωριό που… Και τους μαζέψαν μια φορά για να τους βγάλει λόγο ο καπετάνιος του χωριού. Αλλά, αυτή ήταν 14-15 χρονών. Δεν άντεξε. Κι εκεί που μιλούσαν οι αντάρτες, το Κόμμα, ξέρω ‘γώ τι λέγανε, τα δικά τους, πετάγεται η Δέσποινα και λέει: «Ζήτω ο βασιλέας!». Την πλακώνουν στο κυνήγι με τ’ άλογα. Δε μπορούσαν να την πιάσουν. Κρύφτηκε. Σιγά-σιγά ηρεμήσαν τα πράγματα. Ήρθαμε στα ίσια. Ήρθε μετά ο Παπαδόπουλος. Στο χωριό δεν πήραν κανέναν για να πάνε στη Μακρόνησο. Ένας που ‘τανε πιο αλλά ήτανε ήσυχος και σηκώθηκε όλο το χωριό και δεν τους άφησαν να τον πάρουν και αυτό. Μετά αρχίσαμε να εκπολιτιζόμεθα —γιατί πρώτα δεν ήμασταν πολιτισμένοι. Σκοτωνόμασταν στο ξύλο. Γειτονιά με γειτονιά, χωριό με χωριό. Χαλασμός γινόταν. Ήταν άγρια τα πράγματα, άγριοι κι εμείς οι άντρες. Δε μπορούσες να επιβιώσεις κι αλλιώς. Μετά αρχίσαμε πηγαίναμε στο Γυμνάσιο στο Σουφλί. Ήταν καλό Γυμνάσιο. Είχε καθηγητές ντόπιους που είχαν διάθεση να διδάξουν στα παιδιά κι είχε ένα μορφωτικό επίπεδο το Σουφλί άριστο, άριστο. Βγαίναν καλοί μαθητές όλοι, εκτός από εμάς που ‘μασταν περίεργοι. Αλλά, κι εμείς ακόμα εν συγκρίσει με κάτι σημερινούς ήμαστε πολύ καλύτερα. Πάντως, έβγαλε… Και σιγά-σιγά αρχίσαμε να μιλάμε και τα ελληνικά, τα ελληνικά δηλαδή την καθομιλουμένη, αυτό που μιλάμε τώρα. Μιλούσαμε τη γλώσσα μας, η οποία είναι ακαταλαβίστικη. Η θρακική είναι ακαταλαβίστικη. Δε θα την καταλάβεις. Είναι το θρακικό το ιδίωμα που δε θα το καταλαβαίνεις. Είναι πολύ βαρύ. Τούρκικα, βουλγάρικα, απ’ όλα έχει. Βαριά, βαριές λέξεις, βαριές. Δε μπορεί να τις καταλάβει κανένας. Δύσκολα. Τώρα είμαστε εντάξει όλοι. Φύγαμε όλοι από κει. Μείναν κάτι λίγοι. Το Νομό Έβρου δεν τον προσέχουν καθόλου. Τελειώσαν όλα. Βγήκε η τηλεόραση, τελειώσαν όλα, και τα έθιμα και τα ήθη και οι χοροί και τα τραγούδια και κάτω οι γκάιντες στην πλατεία. Κι αυτά τελειώσανε όλα. Θυμάμαι όταν ήρθε το πρώτο ράδιο σ’ ένα καφενείο όπως βάζαν την τηλεόραση εκεί πάνω κι όλοι οι μπαρμπάδες να κοιτάνε εκεί, όπως βλέπουμε τηλεόραση. Πρώτο ράδιο. Χαλασμός. Τα παιχνίδια μας ήταν άγρια. Όλα τα παιχνίδια μας ήταν άγρια. Με τις βέργες. Αφού βόσκαμε ζώα, βέργες είχαμε, για τα φίδια. Πλακωνόμασταν. Ό,τι παιχνίδια… Τα κορίτσια παίζανε κουτσό, παίζανε —πώς το λένε;— κάτι άλλα με τις κεραμίδες… Δε θυμάμαι πώς το λένε. Εντάξει, καλά ήτανε. Τέλος, μέχρι εκεί. Μετά φύγαμε. Αλλά, νοσταλγούμε όλοι, όλοι νοσταλγούμε εκείνη την εποχή την ωραία, γνήσια. Όλα ήταν ωραία, όλα ήταν ωραία. Το μόνο ήταν ο Εμφύλιος. Αυτό που ακούγαμε γίναν πολλά, γίναν πολλά, πολλά, πάρα πολλά. Δίπλα άλλο χωριό δεν είχε τόσα, ήτανε πιο… Εμείς δεν ξέρω. Χύθηκε πολύ αίμα. Βγάζαν τ’ απωθημένα τους, τα προηγούμενά τους. Ήταν η μεραρχία του Ε.Λ.Α.Σ… Υπόψιν ότι η τελευταία μάχη δεν έγινε στο Γράμμο και στο Βίτσι, που λένε. Η τελευταία μάχη με τους Κομμουνιστές έγινε στους Μεταξάδες, στον Έβρο. Πέντε μέρες μάχη έγινε εκεί πέρα. Ο στρατός, η αστυνομία, οι «Μάυδες» με τους Αριστερούς. Είναι ένα χωριό πάνω οι Μεταξάδες, επαρχία Διδιμοτείχου, μετά —Ορεστιάδος είναι… Διδυμοτείχου. Παραμεθόριο, μεγάλο χωριό. Έχει ένα τραγούδι: «Στο χωριό στους Μεταξάδες, Γιάννης δήμαρχος... Γιάννης έχει τρεις γυναίκες κι άλλη μια αγαπάει». Αυτό είναι το τραγούδι.
Για πείτε το. Το ξέρετε να μου το πείτε;
Ε, πώς δεν το ξέρω; Αυτό είναι αληθινή ιστορία: «Στο χωρίο Μεταξάδες, Γιάννης δήμαρχος. Γιάννης έχει τρεις γυναίκες κι άλλη μια αγαπάει». Ένα καλό τραγούδι, πολύ γνωστό τραγούδι. Άμα το βάλεις θα τ’ ακούσεις. Πολύ γνωστό. Το τραγουδάνε οι γυναίκες. Αυτός ήταν ένας δήμαρχος στ’ αλήθεια. Του πέθανε η γυναίκα, του πέθανε και η άλλη, βρήκε μια άλλη. Τέσσερις φορές παντρεύτηκε, τέσσερις φορές. Η Βασιλικούδα. Ήτανε η Βασιλικούδα. Έλεγαν: «Βασιλικούδα μ’, μην τον παίρνεις το Γιάννη τον κουβαρντά». «Εγώ θα τον πάρω. Αν δεν τον πάρω θα φαρμακωθώ» και κάτι τέτοια. Τους Μεταξάδες τους ξέρουν όλη η Ελλάδα για το τραγούδι αυτό με το Γιάννη δήμαρχο. Εκεί, λοιπόν, έγινε η πιο μεγάλη μάχη, η τελευταία μάχη με τον Ε.Λ.Α.Σ. Πέντε μέρες μάχη. Και το άλλο ακόμα: Στο μόνο μέρος που φύγανε οι Γερμανοί με μάχη ήταν στον Έβρο, στο Διδυμότειχο. Τους διώξαν τους Γερμανούς με μάχη. Τους κυνηγούσαν μες στον κάμπο και τους σκοτώνανε. Προσπαθούσαν να περάσουν στην Τουρκία οι Γερμανοί για να γλιτώσουν. Έγινε μάχη. Σ’ όλη την Ελλάδα φύγαν έτσι. Εκεί έγινε μάχη γερή. Σμιγμένοι και Αριστεροί και Δεξιοί και οι παπάδες, όλοι μαζί. Είχαν κατεβάσει κάτι τανκς, φέρναν από κάτω απ’ την Αλεξανδρούπολη αυτοί.
Έχει επεισόδια ιστορικά. Εμείς είμαστε στις παρυφές του δάσους της Δαδιάς το Φυλαχτό. Φυλαχτό, Τυχερό, Προβατώνας, Λευκίμμη, Δαδιά. Το δάσος της Δαδιάς είναι ένα υπέροχο μέρος. Είναι δρυμός, εθνικός δρυμός είναι, προστασία των αρπακτικών. Είχαν μείνει κάτι λίγα ζευγάρια βασιλικοί αετοί σ’ όλη την Ευρώπη, γυπαετοί, γύπες, μαυρόγυπες —ο οποίος είναι 3.5 μέτρα άνοιγμα φτερών ο μαυρόγυπας. Δεν υπάρχουν άλλα αυτά. Και απαγορεύτηκε το μέρος, ένα κομμάτι 70.000 στρέμματα και το προστατευτικό του άλλα 300.000 στρέμματα. Κι αυτό έχει σαν συνέπεια όλα τα ζώα να ξαναζωντανέψουν: βίδρες, λύγκες. Πολλαπλασιάστηκαν όλα, τα ζαρκάδια, όλα, όλα, όλα. Γέμισε η πλάση. Λόγω τα… Τα πουλιά πολλαπλασιαστήκανε, τα ζευγάρια, αετοί, γυπαετοί, κραυγαετοί, σταυραετοί, φιδαετοί, θαλασσαετοί, ψαραετοί. Ό,τι θες, [00:40:00]ό,τι αετός θες. Αετογέρακες, γερακίνες, τα πάντα. Είναι πάνω αυτό, το δάσος της δαδιάς, κι από κάτω δεξιά είναι το δέλτα του ποταμού Έβρου, το μεγάλο δέλτα, ο Γκιαούρ Αντάς, Γκιαούρ Αντάς, «των απίστων το νησί», το οποίο πρέπει να επιβιώνουν εκεί γύρω στα τριακόσια εβδομήντα πέντε είδη πουλιών. Τώρα τελευταίες χρονιές, καμιά εικοσαετία, έχουνε τα φλαμίνγκος —και φλαμίνγκος—, το οποίο όταν πετάνε κοκκινίζει η πλάση. Όταν πετάνε αυτά είναι ωραία, πολύ ωραία. Χήνες, πάπιες. Τώρα έχει νανόχηνες. Κάτι λίγα ζευγάρια έχουν μείνει σ’ όλον τον κόσμο κι είναι εκεί. Προσέχουν οι ορνιθολόγοι να πολλάπλασιαστούνε γιατί... Εκατομμύρια πουλιά, μεταναστατευτικά πουλιά απ’ την Αφρική έρχονται, από παντού. Πολλά μένουν εκεί, γεννάνε εκεί αλλά ξαναφεύγουν απάνω. Όταν παγώνει η Ευρώπη όλη, ακόμη και ο Δούναβης, ο Βόλγας, ο Ρήνος, τα πουλιά κατεβαίνουν σ’ εμάς. Και μερικές χρονιές που ‘μασταν πιτσιρικάδες και παγώναν τα βόρεια τα μέρη της Ευρώπης και κατεβαίναν χιλιάδες, εκατομμύρια τα πουλιά, κουρασμένα πέφταν κάτω. Και έβλεπες αυτές οι [Δ.Α.], μαύρα, έτσι, —μαυρό[Δ.Α.] τις λένε— ψόφιες μες στο χιόνι. Μαύριζε ένα πράγμα. Λες: «Τι έγινε;». Οι [Δ.Α.] που αντέχανε κουνούσαν μόνο τα πόδια τους και τρέχαμε εμείς, αρπάζαμε καμία. Χαλασμός. Μετά κατεβαίνανε τα χωριά με τα τρακτέρ, πετούσαν καλαμπόκι στα ζώα για να επιβιώσουνε. Και στο δέλτα αυτό κάνουνε οι δικοί μας οι ψαράδες. Είναι κάπου διακόσιοι ψαράδες εκεί. Αυτοί που τους κατηγορούσανε για τις καλύβες που κρατάνε τις επάλξεις μας. Κάθε ψαράς έχει 200 μέτρα τομέα, 250 μέτρα με το όπλο του και φυλάει το σύνορο, γιατί από κει οι Τούρκοι, από δω… Εμείς έχουμε το ποτάμι μισό-μισό, στο δέλτα όμως δεν υπάρχει ποτάμι κι απλώνει το νερό. Αν φύγουν από κει πάει. Τα πήραν οι Τούρκοι. Κι αν πάρουν οι Τούρκοι το δέλτα, της Κομοτηνής τα χωριά είναι 10 χιλιόμετρα από κει. Ενωθήκαν με την Κομοτηνή τα χωριά, τα τουρκοχώρια. Πονηρά δουλεύουν. Και πήγαν να γκρεμίσουν τις καλύβες των ψαράδων οι ηλίθιοι! Είδες μ’ αυτό που έγινε τώρα στον Έβρο τι έγινε, πώς κρατάνε οι ψαράδες εκεί πάνω, που ξέρουν τα πάντα. Πολλά πουλιά, πάρα πολλά πουλιά, κύκνους πάρα πολλούς, σταχτόκυκνους πολλούς, πελεκάνους πάρα πολλούς. Τους προσέχουνε ο κόσμος. Μερικές χρονιές που έχει παγωνιά κοντά στη θάλασσα το νερό δεν παγώνει αλλά είναι υφάλμυρο. Δεν έχουν να φάνε τροφή, δε βρίσκουνε. Όταν παγώνουνε και δε μπορεί να βρούνε τροφή ο πελεκάνος βάζει το κεφάλι του εδώ, ψοφάει, περιμένει να πεθάνει. Και πάνε παίρνουνε στην Αλεξανδρούπολη οι ψαράδες σαρδέλες, τελάρα πολλά —γιατί έχει πολύ πλούσια αλιεία η Αλεξανδρούπολη— και τους ανοίγουν το στόμα και τους βάζουν μέσα τους πελεκάνους ψάρια και τα γλιτώνουν τα πουλιά. Τα προσέχει ο κόσμος τα πουλιά εκεί πέρα πάρα πολύ, τους κύκνους και τους πελεκάνους, όλα, βασικά. Ωραία. Παλιά είχαμε και μουρούνα εκεί πέρα, έβγαζε μουρούνα αλλά την τελειώσανε. Μουρούνα από ψάρι, που βγαίνει το μουρουνέλαιο. Εγώ θυμάμαι το ‘82-‘83 είχα πάει, ‘81, κάπου εκεί —δε θυμάμαι ακριβώς—, το κιλό της μουρούνας έκανε, όπως την πουλούσαμε, 13.000 εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό πέσαν όλοι. Δεν αφήσανε ψάρι για ψάρι. Τώρα έχουν ρίξει πάλι μερικές. Νομίζω ότι έχουν αρχίσει να τις ξανααπαγορεύουνε. Βγάζουνε το χαβιάρι απ’ αυτό εκτός απ’ το μουρουνέλαιο. Ήταν ακριβό ψάρι. Και μερικοί ψαράδες, όπως έρχεται, έχουν κάνει μια ευθυγράμμιση από πάνω στο δέλτα, γιατί συνέχεια γινόντανε μπερδέματα με τους Τούρκους, «δικό σας-δικό μας». Κάναν ευθυγράμμιση. Στο τέλος της ευθυγράμμισης έχουν ένα ανάχωμα έτσι. Όταν έχει πολύ νερό περνάει απ’ την άλλη μεριά προς τη θάλασσα. Όταν δεν έχει απλώνεται. Και μερικοί ψαράδες έχουν δύο βάρκες. Μια ψαρεύουν στη θάλασσα θαλασσινά ψάρια και μία…
Είναι τεράστιο μέρος. Είναι κάπου 300.000-400.000 στρέμματα το δικό μας το μέρος εδώ. Γκιαούρ Αντάς λέγεται, το λέν’ οι Τούρκοι, Γκιαούρ Αντάς. Γιατί το λέν’ Γκιαούρ Αντάς θες να μάθεις; Γκιαούρ αντάς λέγεται γιατί «Γκιαούρ» είναι το… «Αντάς» είναι το νησί, «Γκιαούρ» είναι ο άπιστος, εμείς. Όταν το 1350 περίπου, 1360 κατακτήσαν την Ανατολική Θράκη, τη Θράση, εκεί ήταν η Αίνος. Κάτω-κάτω είναι η Αίνος, η πόλις. Την είχαν πάρει κι οι Λατίνοι. Το κάστρο των Γατελούζων είναι εκεί πέρα. Η Αίνος. Από κει προέρχονται, νομίζω, κι η μητέρα του Έκτορος στην Ιλιάδα. Πολλά χωριά χωθήκαν μες στο δέλτα. Το δέλτα τότε ήτανε… Τώρα είναι ένα μικρό κομμάτι μόνο, έτσι, παρθένο, γιατί είχε ένα χωράφι μέχρι τα 30 χιλιόμετρα πάνω κι ήταν όλο δάσος παραποτάμιο μες στα νερά, βάλτοι, βάλτοι βάλτοι, χαλασμός. Μπήκανε εκεί μέσα δυο τρία χωριά. Όσες επιθέσεις έκαναν οι Τούρκοι εκεί μέσα δε μπορούσαν να τους κάνουν καλά γιατί βουλιάζανε. Ήτανε χάος. Αυτοί, εντωμεταξύ, αγρίεψαν πολύ εκεί πέρα. Τα γένια τους, τα μαλλιά τους… Μέσα εκεί δεν είχαν τίποτα άλλα μέσα. Τους βλέπαν οι Τούρκοι, τρομάζανε. Κι έτσι το είπανε Γκιαούρ Αντάς. Και τώρα συνεχίζει να είναι άγριο μέρος. Εκεί διαδραματίστηκε όλο το παιχνίδι τώρα που πήγαν να κάνουν την επίθεση αυτοί οι λαθρομετανάστες του Ερντογάν. Κατέβηκαν όλα τα χωριά και καταφέραν και τους κρατήσανε. Είναι χάος. Ούτε στρατός μπορεί ούτε η αστυνομία ούτε οι συνοριοφύλακες. Κανένας δε μπορεί να το φυλάξει, μόνο οι ντόπιοι που ξέρανε το καθετί. Όπως παλιά εμείς… Δε φυλούσανε οι συνοριοφύλακες τον Έβρο ούτε ο στρατός. Εμείς φυλούσαμε. Τα χωριά φυλούσαμε τον Έβρο. Τα Τ.Ε.Α., οι «Μάυδες», τα Τ.Ε.Α. Κάθε χωριό είχε τη μονάδα του. Όλοι είχαν όπλα που έδινε το κράτος, τα όπλα. Ακόμα και τώρα τους δίνουνε. Λοιπόν, κι είχαμε περίπολα κι ενέδρες στον κάμπο κάθε μέρα. Ένα χωριό είχε έναν τομέα να φυλάξει 1.5 χιλιόμετρο. Ξέρεις την κάθε πέτρα, το κάθε… τα πάντα. Από μακριά βλέπαμε έναν και ξέραμε αν είναι απ’ το χωριό μας ή όχι. Πού να περάσει Τούρκος από δω; Δε γινότανε. Ούτε κι εμείς. Πιτσιρικάδες εμείς περνούσαμε, αλλά πολλές φορές γίναν πολλά επεισόδια με τους Τούρκους. Μας σκοτώσαν κόσμο. Κι εμείς σκοτώσαμε αλλά αυτοί περισσότερο, γιατί αυτοί δεν περνούσαν από δω. Φαίνεται τους δέρναν κι από κει οι δικοί τους. Μόνο αν έκανε καμιά αυτή ή για ζωοκλοπές ή αν έκαναν κανένα κακούργημα, κανένα έγκλημα. Πρόλαβα εγώ. Θυμάμαι έναν που πέρναγε και τον είχαν στο καφενείο δεμένο και δαρμένο οι δικοί μας —χωριανοί τον πιάσανε— κι ήρθε η αστυνομία, τον πήρανε. Είχε σκοτώσει έναν εκεί απέναντι. Άλλο δε θυμάμαι τέτοιο. Εμείς περνούσαμε από κει. Μια φορά μάς χτυπήσαν τέσσερις ψαράδες, μας σκοτώσανε. Είχε γίνει χαλασμός. Είχαν περάσει απέναντι και ψαρεύανε στο ποτάμι από κει πλευρά. Ο στρατός ο τούρκικος φαίνεται δεν τους δώσανε μπαξίσι κι είχαν προηγούμενα, γιατί γινόταν αυτά. Και ζωοκλοπές. Πρόλαβα ζωοκλοπές. Στο χωριό μια φορά ξυπνήσαμε με τα μπρεντ, με τις ριπές, τα πολυβόλα, μπαμ, μπαμ, μπαμ, χωριανοί που στέλνανε, που φυλούσανε, τα Τ.Ε.Α. Οι Τούρκοι από κει. Όταν είχε καμιά γιορτή στο χωριό καλή πηγαίναν και παίρνανε τα πιο… ποια είναι τα καλύτερα βόδια, ποιανού είναι; Τα παίρνανε, τα κατεβάζανε κάτω στα οικόπεδα, τα δίναν στους Τούρκους, οι Τούρκοι δίναν άλλα. Τους πήρανε χαμπάρι, έγινε αυτό, τους περιλάβανε με τα πολυβόλα. Πρόλαβαν γλυτώσανε. Ξέραν να κινηθούν. Κάναν κορδέλες εκεί. Αλλά, μόλις πέρασαν απέναντι, είχαν ακούσει τα πολυβόλα οι Τούρκοι κι είχε κατέβει κι ο στρατός. Τους πήρανε. Κι έγινε το δικαστήριο στο χωριό, στην κοινότητα. Είχαν έρθει Τούρκοι δικηγόροι. Επεισόδια γινόταν συνέχεια. Άλλο ένα επεισόδιο είχε γίνει με τους Τούρκους πάλι. Ήτανε δυο κοπέλες από ένα διπλανό χωριό και πήγαν προκαλούσαν τους Τούρκους. Μπήκαν μες στο ποτάμι και σηκώναν τα ρούχα τους, τα φουστάνια τους. Ήρθε το περίπολο από δω. Πέρασε για να τις αρπάξει. Έπεσε στο δικό μας περίπολο. Δύο άτομα οι δικοί μας τέσσερις οι άλλοι. Πλακωθήκανε. Οι Τούρκοι δεν είχανε… Ξιφολόγχες μόνο. Τα όπλα τα κράτησαν οι δύο που περάσανε. Απλά ήταν γεροί, φαίνεται, και τους… Σκοτώσαν, όμως, ένα παιδί που έβοσκε τα ζώα δίπλα 18-19 χρονών, γερό παιδί. Τους περιλάβαν, τους σκοτώσαν τους δυο Τούρκους. Την άλλη φορά που ‘χε γίνει πάλι, το ‘86… Πολλά επεισόδια πολλά. Με τους Τούρκους τους ντόπιους, όμως, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα.
Οι ντόπιοι Τούρκοι, λοιπόν… Καταρχάς, εμάς το χωριό μας δεν υπήρχε. Ήτανε κάποιοι Τούρκοι, Πομάκοι που μέναν εκεί —ήταν τούρκικο το χωριό— και κάποιοι άλλοι Σεϊμένηδες. «Σεϊμέν» στα τούρκικα… Ήτανε οι φύλακες, Τούρκοι φύλακες, σαν αστυνομικοί, ας πούμε, που φρουρούσαν τις σιδηροδρομικές γραμμές, που φυλούσαν το μέρος. Και στα τούρκικα λέγεται Σεϊμενλί. Το δικό μας χωριό μεταφράζεται Σεϊμενλί, τόπος των Σεϊμένηδων και στη μετάφραση την ελληνική το κάνανε Φυλακτό, φύλαξη. Αυτοί φύγανε, περάσαν απέναντι. Περάσαν απέναντι, όμως, όταν έγινε ο συμμοριτοπόλεμος. Όταν έγινε ο Εμφύλιος, αρχίσανε μερικοί καπεταναίοι πάνω και σκοτώνανε για να τους πάρουν τα χωράφια τους οι συγγενείς τους. Κι αναγκαστήκαν και φύγαν και πέρασαν απέναντι. Τους πέρασε ο παππούς μου τις γυναίκες, τα γυναικόπαιδα, γιατί δεν είχαν σε άλλον εμπιστοσύνη στο χωριό. Είχαν μόνο στον παππού μου. Τους είπαν οι Τούρκοι από απέναντι «Με τον τάδε μόνο θα περάσετε». Πέρασε από κει τις γυναίκες και γι’ αυτό εγώ είχα καλή σχέση με τους απέναντι, με μία οικογένεια, οι Μιραντιέ, η οποία ήξερε ελληνικά. Την είχε πάρει κι η Μαρία Τσόκλη όταν έκανε περιοδεία στην Ανατολική Θράκη. Είχε πάει στο χωριό της και μιλούσανε. Την είδα, τελευταία φορά που την είδα ζωντανή, ας πούμε, στην τηλεόραση. Περνούσα και πήγαινα καφέ, τους πήγαινα καφέ, ρακή. Δεν είχαν, ήταν πολύ φτωχοί. Τα χωράφια εκεί τα ‘χανε οι αγάδες και σπέρνανε ρύζι τότε. Ήταν πάρα πολύ φτωχοί. Δουλοπάροικοι σχεδόν δουλεύανε. Και μου δίνανε καμιά πετσέτα όταν περνούσε τον περίπολο των Τούρκων. Με κρύβανε. Τώρα, εγώ είχα μάθει. Περνούσα το ποτάμι με το ένα χέρι, με τα δώρα και… Αυτοί ήταν Πομάκοι. Πέρασαν απέναν[00:50:00]τι. Τώρα, ο Έβρος γέμισε με την ανταλλαγή πληθυσμών με κατοίκους της Μακεδονίας, με Πομάκους. Η Ανατολική Θράκη έχει τριακόσιες χιλιάδες Πομάκους περίπου, τριακόσιες χιλιάδες Κακαούζηδες, που είναι Θράκες, Κακαούζοι, που λένε, μια μεγάλη ιστορία του Καϊκαούζ, πολύ μεγάλη ιστορία. Κακαούζηδες έχει στη Δορβιτσά, Κακαούζηδες έχει στη Μολδαβία, Γκαγκαούζοι, Βουλγαρία και Ελλάδα, Ανατολική Θράκη. Γκαγκαούζοι εκτός απ’ την Τουρκία. Είναι μεγάλη ιστορία. Άλλοι λένε έτσι, άλλοι αυτό. Αλλά, είναι θρακικές φυλές, θρακικά φύλα, οι οποίοι πήγαν μ’ αυτήν την άποψη. Από Μακεδονία πολλοί, από Θράκη, Μακεδονία, που ‘γινε η ανταλλαγή κι είναι και απέναντι, ντόπιοι που παραμείνανε εκεί. Υπήρχαν αλβανικά χωριά εκεί, απέναντι σ’ εμάς. Δεν ξέρω σε ποια εποχή είχανε… Μπορεί κι απ’ τη βυζαντινή εποχή, μπορεί κι απ’ την Τουρκοκρατία. Σ’ όλο τον Έβρο έχει απέναντι και από ‘δω μεριά πάλι αλβανικά χωριά. Τι έγινε; Από κει… Αρναούτης τούς λέγανε. Οι μισοί είχανε γίνει μουσουλμάνοι κι οι μισοί κρατηθήκανε για να μην έχουν τους διωγμούς, αυτά τα… όταν πήγαιναν τ’ αποσπάσματα τα τούρκικα που πηγαίνανε, ξέρω ‘γώ… Βγαίναν οι αλλαξοπιστήσαντες οι μουσουλμάνοι και λέγανε «ώπα, ώπα» και γι’ αυτό. Όταν, όμως, έγινε ανταλλαγή πληθυσμών, υποχρεωτικά οι χριστιανοί ήρθαν από δω κι οι άλλοι μείναν από κει. Αλλά, ίδιοι, συγγενείς είναι. Ο ένας, ο πρώτος, μου φαίνεται, πρωθυπουργός της Αλβανίας, ο επίσκοπος που ήταν και στην Αμερική, ο Φανούλ, ήταν από κει από μας, από ένα χωριό απέναντι, το Ιμπρίκτεπε. Κι από δω περάσανε στο Τυχερό, δίπλα από μας. Το σόι του είναι Μαυρομάτη. Η αδερφή του ήταν εδώ —πρέπει να πέθανε, φυσικά—, αλλά το σόι του είναι αυτοί. Μαυρομάτη λέγονται. Αυτός είχε αλβανική συνείδηση, όχι όμως ανθέλληνας, μισέλληνας· φιλέλληνας. Και πήγε από κει, έγινε πρωθυπουργός της Αλβανίας. Είναι εθνικός, ένας απ’ τους εθνικούς ήρωες των Αλβανών. Αυτοί μιλούσαν και αλβανικά, Αρναούτοι. Ήταν όλοι γαλανομάτηδες… Εγώ περνούσα απέναντι και όλα τα παιδιά ήταν γαλανομάτηδες και πρασινομάτηδες. Πρασινομάτηδες ήταν οι Πομάκοι. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι βάζαν στα περίπολά τους Λαζούς και Κούρδους στο περίπολο. Δε βάζαν ντόπιους από κει. Τους πηγαίναν από κει μεριά, στην Ανατολία, να υπηρετήσουν. Ήταν άγριοι αυτοί εδώ και γινόταν τα επεισόδια, γιατί μεταξύ μας δεν είχαμε τίποτα μ’ αυτούς. Και τώρα πάνε οι δικοί μας πίνουν καφέ στα καφενεία μια χαρά. Ρωτάει ο θείος μου έναν, του λέει «Μπάρμπα» —πρασινομάτης, γαλανομάτης ήταν— «τι είσαι;», του λέει, «Τούρκος είσαι ή Έλληνας;». «Ξέρω κι εγώ τι είμαι;» του λέει. Κατάλαβες; Δεν είχαμε έχθρα μ’ αυτούς απέναντι, καμία δεν έχουμε, ούτε αυτοί μ’ εμάς. Άσ’ τα, είναι μεγάλες ιστορίες. Οι δε Πομάκοι είναι φυλές θρακικές. Εμείς έχουμε Πομάκους βόρεια απ’ το Σουφλί, τα χωριά. Το Δέρειο, Ρούσσα, Γονικό είναι μερικά χωριά, είναι Πομάκοι. Και από κει και πέρα μέχρι την Ξάνθη φτάνουν αυτοί, οι Πομάκοι, Κομοτηνή στα βουνά, όπου έχει σε κάτι αητοφωλιές απάνω πομάκικα χωριά και κάτω στα βουνά. Ήτανε... Και μόνο αυτό μιλάει από μόνο του, δηλαδή ήτανε Θράκες. Οι Θράκες ήτανε ορεινοί, μες στα βουνά, οι θρακικές φυλές. Δεν είχανε πόλεις. Είχανε οικισμούς κι αλλάζανε. Δεν είχαν γραφή, δεν είχανε τίποτα και τα χαρακτηριστικά τους ομοιάζουνε. Δεν είναι, βέβαια, Αγριάνες όλοι, που λένε οι Πομάκοι προέρχονται απ’ τους Αγριάνες, που ‘ταν του Μεγαλέξαντρου οι ειδικές δυνάμεις, του Αλεξάντρου, ξέρω ‘γώ, η φυλή των Αγριάνων. Είναι θρακικοί πληθυσμοί που είτε παραμείναν στα βουνά ή ανεβήκαν πάνω γιατί γινόταν εκεί πάνω —είναι το πέρασμα των λαών, έτσι;—, για τις επιθέσεις, να μη δέχονται επιθέσεις, και παραμείναν εκεί. Είναι όμως θρακικά φύλα, δεν είναι σλαβικά που λένε οι διάφοροι. Οι Τούρκοι θέλουν να τους κάνουν Τούρκους, οι Βούλγαροι θέλουν να τους κάνουν Βούλγαρους επειδή μιλάν σλάβικα. Την παλαιοσλαβική μιλάνε, παλαιοσλαβική. Όμως, έχουν συνείδηση ότι είναι Θράκες, Έλληνες. Ζητήσανε να ενταχθούν και οι Βούλγαροι Πομάκοι —στη Βουλγαρία έχουν γύρω στις τετρακόσιες χιλιάδες εκεί—, να ενταχθούν τότε στο ελληνικό κράτος. Δε δέχθηκε το ελληνικό κράτος. Πάντα, πάντα —δεν ξέρω. Να μην αρχίσω και βρίζω τώρα, γιατί δε θέλω να βρίζω—, αυτοί ήθελαν πάντα μαζί μας να ‘ναι. Εμείς, βέβαια, τους καταπιέσαμε. Όταν ήμουνα εγώ τότε στο στρατό το ‘70, ξέρω ‘γώ, στα χωριά τα πομάκικα είχε μπάρα. Δε μπορούσες να μπεις. Μόλις βασίλευε ο ήλιος δε μπορούσες να πας. Αυτά ‘ταν καταπίεση. Αυτά τα εκμεταλλευτήκαν οι Τούρκοι και τους περισσότερους τούς κάναν με τούρκικη συνείδηση, γιατί στη Θράκη έχει μουσουλμάνους τριών ειδών: Έχει Πομάκους, γύφτους και τουρκογενείς, οι οποίοι είναι Γιουρούκοι, στα πεδινά κάτω, στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη. Ο Έβρος δεν έχει Τούρκους. Έχει Πομάκους λίγους. Δεν τους δεχθήκαν, δεν τους δεχθήκαν κι επόμενο είναι… Αυτοί κρατούσαν τη φυλή τους καθαρή. Δεν παντρευόταν Τούρκους με τίποτα. Απαγορευότανε, με τίποτα. Σιγά σιγά, όμως, οι Τούρκοι τούς κάνανε Σουνίτες από Μπεχτατζήδες και Κιζίλμπασηδες, όπως είναι… Είναι η αίρεση των Σούφι, είναι αίρεση μουσουλμανική. Τους θεωρούνε Σουνίτες οι ορθόδοξοι αιρετικούς. Είναι μεταξύ χριστιανικής πίστεως και Ζωροαστρισμού, Σιιτισμού. Έχει στοιχεία απ’ όλα. Δίνουν περισσότερη σημασία στον άνθρωπο. Οι γυναίκες είναι απόλυτα ελεύθερες, πιο ελεύθερες απ’ τις δικές μας. Μαζί πάνε στους τεκέδες. Δεν έχουνε τζαμιά αυτοί. Μιλάμε για τους Κιζίλμπασηδες, τους Μπεχτατζήδες, Αλεβίτες που είναι στην Τουρκία, Είκοσι πέντε εκατομμύρια Αλεβίτες είναι. Όλοι αυτοί είναι τουρκεμένοι δικοί μας. Γινόταν αυτό. Σ’ αυτή τη δοξασία πηγαίνανε για να γλιτώσουνε τη φορολογία, τις σφαγές κτλ. Δεν ήταν καθαροί μουσουλμάνοι οι Σουνίτες. Μετά έγινε σουνιτική η Τουρκία. Απ’ το Σελίμ τον Ά και μετά έγινε η ζημιά μ’ αυτούς. Μέχρι τότε τους χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι οι Σουλτάνοι απ’ το 1250 ακόμα, το 1300. Τους στείλαν προπομπούς τους δερβίσηδες εκεί σ’ εμάς. Είν’ τα περάσματα εκεί. Ο αρχαιότερος τεκές στα Βαλκάνια είναι ο τεκές της Ρούσσας. Μετά είναι ένας άλλος στη Μικρά Ασία. Της Ρούσσας. Εκεί γίνεται χαλασμός. Και τώρα λειτουργεί. Αυτοί δεν κάνουν ούτε περιτομή ούτε τίποτα. Οι γυναίκες πάνε μαζί.
Τι είναι αυτοί οι τεκέδες;
Ο τεκές είναι, ας πούμε, το μοναστήρι. Είναι το μέρος που πάνε και προσεύχονται και κάνουν τις αυτές, τις τελετές τους οι Μπεχτατζήδες. Μπεχτατζής ήταν ο Αλί Πασάς, Μπεχτατζήδες ήταν κι όλοι οι Αλβανοί, Μπεχτατζής ήταν κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Πας στην εκκλησία, πας κι εκεί. Δέχονται τα πάντα. Έχουν βαθμούς και αυτοί, μια ιεροτελεστία, σχεδόν όπως την κάναν οι Τέκτονες—, αλλά δεν παντρεύονται με Σουνίτες, με Τούρκους. Τώρα, όμως, σιγά-σιγά οι περισσότεροι γίνανε εκεί στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη, γίνανε Σουνιτικοί, ενώ σ’ εμάς παραμείνανε με το Μπεχτασισμό. Αν ασχοληθείς με το Μπεχτασισμό, θα δεις. Είναι πάρα πολλή άποψη, ωραία άποψη. Αυτοί οι Σούφι που γυρνάνε γύρω-γύρω, οι δερβίσηδες, αυτοί είναι. Είναι πολύ ωραία. Και είναι όμορφη φυλή. Είναι λεπτοφυής, ψηλή, όμορφη φυλή, και τα αγόρια και τα κορίτσια. Οι άντρες γαλανομάτηδες, πρασινομάτηδες, καθαρά θρακικά χαρακτηριστικά. Αν πάλι δεις ποτέ τους Καλαάς, τους Καλαάς στο Πακιστάν, εκεί που λένε του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι απόγονοι, και δεις και Πομάκισσες, ακόμα και στις στολές τους θα δεις μια ομοιότητα. Υπάρχει ομοιότητα και στα χαρακτηριστικά και στις στολές. Τώρα άρχισαν κι αποκτάνε πάλι συνείδηση ότι είναι κάτι ξεχωριστό και δεν είναι Έλληνες, δεν είναι Τούρκοι, ούτε Βούλγαροι, ούτε Έλληνες. Άρχισαν και μιλάνε τη γλώσσα τους. Μια δασκάλα εκεί έκανε αγώνα πομάκισσα να μάθουν την πομάκικη γλώσσα τα παιδιά. Αποκτάνε και περισσότερο ελληνική συνείδηση. Δε θέλαμε ο κόσμος να… Οι Τούρκοι, όμως, επειδή είναι το προξενείο εκεί, αλωνίζει στην Κομοτηνή και οι δικοί μας οι λαγόκαρδοι εδώ πέρα, οι υπουργοί… Οι πολιτικοί είναι λαγόκαρδοι εδώ, δειλοί, είναι τουρκόφοβοι, φοβούνται τους Τούρκους κι αφήνουν το προξενείο και αλωνίζει εκεί πέρα και τους καταπιέζει. Είμαστε… δεν ξέρω τι να πω.
Θέλετε να μου πείτε δικές σας εμπειρίες με Πομάκους; Είπατε ότι όταν ήσασταν στον στρατό θυμάστε κάποια πράγματα. Δηλαδή, τι έχετε ζήσει;
Στο στρατό δεν είχαμε Πομάκους ακόμα, όχι, γιατί ήμαστε πάνω. Ακόμα ήταν φοβισμένοι τότε το στρατό, φοβισμένοι. Βέβαια, είχαμε επαφή και είχα εμπειρίες, αλλά πολύ φοβισμένοι. Μας βλέπαν φοβισμένα και λίγο… γιατί τρώγαν πολύ ξύλο απ’ το κράτος. Τους θεωρούσαν Τούρκους ενώ δεν ήταν. Πομάκοι κατεβαίναν, θυμάμαι, στα χωριά όταν ήμασταν στο Γυμνάσιο τότε, που γινόταν τα επεισόδια με την Τουρκία, το ‘64, ‘67, που γινόταν στην Κύπρο αυτά, και κατεβαίναν όλα τα χωριά τα δικά μας —όλα, και τα ορεινά κι αυτά— με τα όπλα. Είχαν όπλα πολεμικά. Κατεβαίναν κάτω στο ανάχωμα κι αυτοί ερχόταν μαζί και τους βλέπαμε. Δεν ήταν εχθρικοί με τον κόσμο το δικό μας. Σχεδόν υπέρ μας ήτανε. Και όταν ήταν το παζάρι στο Σουφλί κάθε Σάββατο, κατεβαίναν οι Πομάκισσες με την ενδυμασία τους τη δικιά τους, έχουν αυτοί —κι οι Πομάκοι, ντάξει, είχανε κανονικά τα πολιτικά τους—, και κατεβάζανε τα τυριά τους, τα μαλλιά τους, όπως κι οι Σαρακατσάνοι το ίδιο. Κι οι Σαρακατσάνοι το ίδιο —είχε και Σαρακατσάνους η οροσειρά— στο παζάρι. Και μόλις ακούγαν το τρένο αφήναν τα πάντα και τρέχαν να δουν το τρένο, γιατί δεν είχαν εκεί απάνω, δε βλέπαν τίποτα, αυτό το τρένο. Και πηγαίναμε εμείς πιτσιρικάδες, τώρα, εκεί απ’ το Γυμνάσιο και λέγαμε μεταξύ μας, ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο «Τι τρώει ρε; Χόρτο τρώει;», ξέρω ‘γώ, για να τους κοροϊδέψουμε. Τους θεωρούσαμε για… Αγνοί, ωραίοι άνθρωποι. Ωραίοι άνθρωποι οι Πομάκοι. Φροντίσαμε να τους γυρίσουμε εναντίον μας τους περισσότερους. [01:00:00]Είναι ωραία φυλή. Και στη Βουλγαρία αντισταθήκαν πολύ άγρια και κάναν και πολλή αντίσταση, ακόμα και το ‘63 που ‘τανε ο Κομμουνισμός. Αλλά… Όμορφοι. Έχουν τα δικά τους τραγούδια, τις δικές τους στολές. Θρακικές στολές σχεδόν έχουν, δεν έχουν… Τη γκάιντα έχουν που ‘χουμε εμείς. Το εθνικό μας όργανο εκεί πάνω είναι η γκάιντα, ο άσκαυλος που τον λένε, η γκάιντα. Και η Βουλγαρία, φυσικά, αλλά και η Βουλγαρία Θράκη είναι. Η νότιος Βουλγαρία… Βέβαια, πάντα ήταν Θράκη στα αρχαία χρόνια, όλη η Θράκη. Άρχιζε απ’ τον Όλυμπο μέχρι πάνω στον Ήπειρο. Αλλά, η Βουλγαρία είναι… Η καρδιά της Θράκης είναι Βουλγαρία, της αρχαίας Θράκης, ο Αίμος, ο βωμός του Διόνυσου. Διόνυσος… Θράκη-Διόνυσος, ξέρεις! Γι’ αυτό έχουμε και πολλά έθιμα κι ακόμα ο κόσμος πίνει πολύ, τα διονυσιακά. Διόνυσος. Η νότιο Ελλάδα είναι Διόνυσος με Απόλλωνα πάντρεμα. Έτσι. Και μας το γύρισαν κι εμάς εκεί πάνω. Εμάς ήταν μόνο Διόνυσος κι ο θεός ο Άρης, που κατοικούσε στη Θράκη παλιά. Ήταν βάρβαροι οι δικοί μας. Αλλά, ναι. Η Βουλγαρία είναι όλη Θράκη. Δεν είχαν γλώσσα οι αρχαίοι, δεν είχανε γραπτό λόγο, δεν ξέρανε. Λίγες λέξεις θρακικές έχουν παραμείνει. Η «μπουκιά» —«μπουκ», ας πούμε, στ’ αρβανίτικα, «μπουκ»— είναι θρακική λέξη. Και τοπωνύμια ό,τι είναι σε -βρία, σε -πάρα είναι θρακικές, τοπωνύμια. Τα τοπωνύμια πάνω στον Έβρο είναι όλα τούρκικα, όλα. Έτσι τα ξέρουμε. Προσπάθησε η Χούντα να μας τα αλλάξει τότες. Δε γίνεται, αφού ήτανε… Οι Πομάκοι ζουν στα βουνά πάλι, σπέρνουν καπνά. Και κτηνοτροφία. Η Χούντα, λοιπόν, τους κυνήγησε πολύ άγρια, τους κυνήγησε όντως. Άμα έχεις να κάνεις με ηλιθίους… Ενώ είναι δικοί μας. Πάντα έτσι κάναμε. Εδώ κατορθώσαν και οι Τούρκοι τα πήραν όλα. Δυο χιλιάδες Τούρκοι καβαλάρηδες ήταν όλοι κι όλοι το εμιράτο. Ούτε καν εμιράτο δεν ήτανε. Άσε. [Δ.Α.] ήτανε ο Ερτογρούλ κι έκανε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο Οσμάν, απ’ το τίποτα. Αυτά κάναμε. Διώχνουμε αυτούς που μας γουστάρουνε, που μας αγαπούνε. Τέλος πάντων, εμείς δεν είμαστε εχθρικοί οι ντόπιοι με τους Πομάκους καθόλου, δεν είμαστε καθόλου. Δεν ξέρω. Αυτοί είναι πιο ντόπιοι από μας. Εμάς ήρθανε κι απ’ την άλλη το ποτάμι, βασικά. Θράκες είναι οι δικοί μας αλλά είναι από την από κει μεριά του ποταμού, απ’ τον Εργίνη. Η Αδριανούπολη ήτανε πρωτεύουσά μας, των Πομάκων είναι η Φιλιππούπολη. Η Αδριανούπολη είναι πολύ ωραία πόλη. Από δω μεριά, στα βόρεια χωριά, που ‘ναι καστανιές, τα ρύζια και, ξέρω ‘γώ, έφερνε το βράδυ το τζαμί του ο Σελίμ, το Σελιμιγιέ Τζαμί... Όπως είναι το Μπλε Τζαμί απέναντι απ’ την Αγία Σοφία είναι το Σελιμιγιέ Τζαμί. Το ‘χει κάνει ο Σινάν, ο ίδιος το ‘χει κάνει. Πιο ωραίο από ‘κείνο είναι αυτό εδώ. Και το ‘χουν φωτισμένο οι Τούρκοι. Φαίνεται πάρα πολύ ωραίο.
Βέβαια, μας την πήραν οι Τούρκοι. Θέλαν να την πάρουν κι οι Βούλγαροι. Η πρωτεύουσα της Θράκης είναι η Αδριανούπολη για μένα, θα ‘πρεπε να είναι. Κι εκεί γίνεται η παλαίστρα η μεγάλη που πάνε παιδιά κι από τα δικά μας τα χωριά και παλεύουν εκεί πέρα, απ’ όλα, απ’ το Σοχό, που έχει θράκικα χωριά —στη Θεσσαλονίκη στο Σοχό—, στις Σέρρες, στη Νιγρίτα. Παλαίστρες έχει παντού, την πάλη αυτή με το λάδι την παλιά. Κατεβαίνουν κι οι Βούλγαροι απ’ τη Βουλγαρία και Τούρκοι πολλοί απ’ όλη την Τουρκία. Είναι η μεγαλύτερη παλαίστρα, με λάδι. Εκεί βγαίνει ένας μόνο, Μπας Πεχλιβάν. Μπας Πεχλιβάν, έτσι λέγεται. Παίρνει το έπαθλο. Και πάει κι ο Ερντογάν εκεί. Όλοι οι πρόεδροι της Τουρκίας εκεί πάνε. Εκεί, λοιπόν, όταν έγινε το ‘23 η οριοθέτηση των συνόρων και δώσαν τις συμφωνίες, κλείσαν τις συμφωνίες, υπογράψανε, έγινε και το πανηγύρι. Και σε κάθε πανηγύρι γινόταν παλαίστρα. Και στους γάμους εμάς κάναν παλαίστρα πάντα και στα πανηγύρια. Και παλέψανε Βούλγαροι, Τούρκοι κι Έλληνες. Εκεί παλεύουν όλη μέρα μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος. Δεν έχει κατηγορίες, κιλά και τέτοια· όσα να ‘ναι. Και μένουν δύο στο τέλος. Απ’ τους δύο όποιος νικήσει είναι ο Μπας Πεχλιβάν, ο αρχηγός. «Μπας» θα πει «αρχηγός». «Μπας Παμάκ» το λένε αυτό οι Τούρκοι, «αρχηγός», «κεφαλή». Έμεινε ο παππούς μου κι ένας Τούρκος. Και παλεύαν και παλεύαν και παλεύαν. Τονε ρίχνει κάτω ο παππούς μου. Δεν το δέχονται οι αξιωματικοί οι Τούρκοι. Ξαναπαλεύουν, ξαναπαλεύουν, ξαναπαλεύουν. Τον ξαναρίχνει. Δεν το δεχόντουσαν πάλι οι Τούρκοι. Συνεχίζουν να παλεύουν, ο Τούρκος άρχισε και γρατζουνούσε. Τονε βάζει πάλι κάτω, πάλι δεν το δέχονται οι Τούρκοι αξιωματικοί. Και ξεσηκωθήκαν οι Βούλγαροι κι οι δικοί μας μετά και το πήραν, ας πούμε, και κατέβασε ένα… Τα δώρα που δίναν ήταν ζώα, κατσίκια και τέτοια. Είχανε σε κάθε χωριό, όταν είχε… Και στους γάμους, άμα ήθελες να δείξεις ότι είσαι, καλούσαν παλαιστές και παλεύανε. Μαζευόταν κι από μόνοι τους στα χωριά και στα πανηγύρια, γιατί είχε λεφτά. Πληρωνόταν, παίρνανε κάτι. Γεροί άντρες. Είναι το έθιμο, μια ιεροτελεστία είναι κι αυτό. Λένε ότι είναι θρακική πάλη, λένε ότι είναι τούρκικη η πάλη, λένε ότι είναι περσική, γιατί είναι το όνομα «πεχλιβάνηδες», είναι πέρσικο. Εγώ λέω ότι είναι μία σμίξη, γιατί και οι Θράκες πάλευαν. Εδώ ο Μονομάχος —πώς τον λένε; Αυτοκράτορας υπήρχε που πάλευε βυζαντινός. Νομίζω ότι έγινε ένα πάντρεμα, μία σμίξη. Πάντως, όπου έχει θρακικούς πληθυσμούς παλεύουν όλοι και τώρα ακόμα. Κι η Βουλγαρία η μισή είναι Θράκες. Κι η Τουρκία από κει, αλλά η Τουρκία έρχονται απ’ όλη την Τουρκία και παλεύουνε στο Kirkpinar, μια περιοχή, ένα μέρος, έτσι… Τώρα σαν στάδιο το ‘χουν κάνει. Εκεί, λοιπόν, όταν κατακτήσαν οι Τούρκοι την Αδριανούπολη, 1362, έγινε η παλαίστρα, η γιορτή, και στο τέλος μείναν δυο αδέρφια να παλέψουν. Kirkpinar θα πει «Σαράντα Βρύσες», «Σαράντα Πηγές». Και παλέψαν και παλέψαν και παλέψαν και παλέψαν και παλέψαν μέχρι που πεθάνανε. Και προς τιμήν τους δόθηκε… Έγινε αυτό το σημείο η παλαίστρα η μεγάλη της Τουρκίας κι έχει τη φωτογραφία τους μπροστά, τις ζωγραφιές τους, τ’ αγάλματά τους τα ‘χουν αυτοί. Τα δύο αδέρφια. Είναι το ιστορικό τους. Το ‘χει, άμα το χτυπήσεις «Kirkpinar» ή «τούρκικη παλαίστρα» το βγάζει της Αδριανούπολης. Είναι μεγάλη εκεί. Τρεις μέρες γιορτή είναι. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Είναι μεγάλη γιορτή.
Λοιπόν, μου είπατε, ωστόσο, πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη και για τους Μάρηδες.
Οι Μάρηδες.
Τι ήταν οι Μάρηδες;
Οι Μάρηδες είναι αυτόχθονες Θράκες. Εμάς ήρθαν από απέναντι οι δικοί μας. Άλλοι ήρθαν από Βόρεια Θράκη, απ’ τη Βουλγαρία δηλαδή, νότια Βουλγαρία, Ανατολική Ρωμυλία, όταν προσαρτήσανε 1885 οι Βούλγαροι, και μετά τους Βαλκανικούς φύγαν όλοι. Τριακόσιες πενήντα χιλιάδες κόσμος έφυγε από την Ανατολική Ρωμυλία —έτσι λέγεται η Θράκη— και μαζεύτηκαν εδώ. Αυτοί ήτανε αυτόχθονες. Είναι δεκατρία χωριά στον Ερυθροπόταμο. Ο Ερυθροπόταμος είναι ένα ποτάμι που χύνεται στον Έβρο, παραπόταμος του Έβρου, δίπλα στο Διδυμότειχο. Αυτά τα χωριά μέχρι πάνω φτάνουν στα βουλγάρικα σύνορα, στους Μεταξάδες. Όλα αυτά από δω κι από κει είναι Μάρηδες, είναι αυτόχθονες. Δεν έχουνε έρθει από προσφυγιά. Είναι μια ιδιαίτερη φυλή, εριστική σαν τους αρχαίους Θράκες, δυνατοί. Και μέχρι το ‘50, ‘55 είχαν ενδογαμία. Δεν παντρευόταν με άλλες φυλές. Παρόλο που γέμισε πληθυσμούς από απέναντι, αυτοί μόνο μεταξύ τους οι Μάρηδες. Ε, τώρα βέβαια… Κι οι στολές τους διαφέρουν από τις άλλες. Αυτούς που ‘ναι γαλαζοβράκηδες, αν έχετε ακούσει, αυτοί είναι. Εμείς δεν έχουμε γαλάζιες βράκες, είναι μαύρες. Οι γυναίκες φορούν… Άλλη στολή έχουν. Κι έχουνε πάθος με τη μουσική, με τα τραγούδια. Ο Αηδονίδης, ο Δοϊτσίδης, αυτοί είναι Μάρηδες όλοι, τα χωριά του Ερυθροπόταμου. Είναι μια… Θράκες, καθαροί Θράκες, γιατί από Ανατολική Θράκη ήρθαν κι οι Μικρασιάτες, γιατί —όχι μόνο με το ‘23, και σε άλλες φάσεις που γινόταν— περνούσαν από… Κι έγινε μία αλλοίωση των πληθυσμών των θρακικών στην Ανατολική Θράκη. Η Δυτική Θράκη την είχαν πάρει οι Βούλγαροι. Ακόμα και το ‘12 διώξαμε όλοι μαζί τους Τούρκους, δεν διώξαμε; Οι Βούλγαροι πήραν την Αδριανούπολη. Τους διώξαμε τους Τούρκους, λοιπόν, αλλά οι Βούλγαροι ζητούσαν τη μερίδα του λέοντος απ’ όλα. Και γίνεται ο ΄Β Βαλκανικός, που χτυπήσαμε όλοι μαζί τους Βούλγαρους και τους διώξαμε. Οι Βούλγαροι, όμως, αυτό το διάστημα διώξαν τους δικούς μας όλους απ’ τη Δυτική Θράκη, που εκεί είναι Κομοτηνή, Ξάνθη, Έβρος. Τους περισσότερους τούς διώξανε. Είχαν μείνει γύρω στους δεκαεφτά είκοσι χιλιάδες μόνο. Όταν, όμως, έκαναν το λάθος και μπήκανε στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου τούς τα ξανάδωσε πάλι τα μέρη αυτά των Βουλγάρων. Παρόλο που ‘χασαν τον πόλεμο το ‘13, τους έδωσαν τα μέρη τα δικά μας όλα πάλι στους Βούλγαρους. Κι αυτοί τι κάνανε; Διώξαν πληθυσμούς. Διώξαν τους θρακικούς πληθυσμούς και μείνανε οι Μάρηδες και κάτι λίγοι. Στα Λάβαρα, ένα χωριό που ‘ταν πολεμικό χωριό αυτό, στο Σουφλί, τους Σουφλιώτες, γιατί κι αυτοί πολεμικοί και μ’ εμπειρία στο μετάξι —τους χρειαζότανε. Αλλά, κάναν το λάθος και μπήκαν στον Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις και μετά έγινε ανταλλαγή και γέμισε πάλι πληθυσμούς η Θράκη από Ανατολικοθρακιώτες. Τότε είχαν αδειάσει. Κάτι λίγοι είχανε μείνει. Βέβαια. Και έγινε πάλι ελληνική. Τώρα θέλουν να την κάνουν τούρκικη πάλι. Κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά οι δικοί μας εδώ να τα πάρουν όλα οι Τούρκοι. Έχουν αδειάσει τα χωριά όλα. Αντί να προσέξουν τα χωριά, να δώσουν σημασία, να κάνουν συνθήκες να μπορούν να μη φεύγουν τα παιδιά από κει, να μη φεύγουν οι νέοι, να μην κάνουν, το αντίθετο, το αντίθετο, κάνουν το αντίθετο κι έχουν αδειάσει όλα τα χωριά και στο τέλος θα μας τα πάρουν οι Τούρκοι. Οι Μάρηδες αυτοί. Είχαμε και Σαρακατσάνους, και Μάρηδες και Βλάχους —Βλάχους δεν έχουμε εμείς. Βλάχους έχει στην Κομοτηνή λίγους.[01:10:00] Υπάρχει διαφορά των Βλάχων, έτσι; Άλλο οι Σαρακατσάνοι, άλλο οι Βλάχοι. Οι Σαρακατσάνοι αυτόχθονες Έλληνες. Οι Βλάχοι κι αυτοί είναι αυτόχθονες, Οι Βλάχοι είναι μάλλον, μάλλον… Μερικοί μιλάνε και λατινικά. Είναι από κατάλοιπα των λεγεώνων των Ρωμαίων, των βοηθητικών λεγεώνων. Οι Ρωμαίοι στρατολογούσαν κόσμο όπου πηγαίναν και κάναν τις βοηθητικές λεγεώνες τους. Και τους βάζανε στα Βαλκάνια, εδώ ειδικά που έχει ορεινά σημεία, να φυλάνε τα σύνορα με τη ρωμέικη στολή. Αυτοί, όταν παρήκμασε η αυτοκρατορία των Ρωμαίων, παραμείνανε σ’ αυτά τα μέρη. Όσοι ήταν κοντά με λεγεώνες μιλούσαν λατινικά, όσοι ήτανε ξεχωριστά μιλούσαν τα ελληνικά. Βλάχοι όλοι. Βόλχοι λεγόταν. Στη Ρουμανία οι περισσότεροι, γιατί ήταν ο Δούναβης εκεί κι είχε πολλούς Ιταλιώτες. Έχουμε και Βλάχους αλλά Βλάχο… Αν πεις το Σαρακατσάνο Βλάχο, θα σε σκοτώσει. Βέβαια. Εμείς έχουμε Σαρακατσάνους, φουστανελάδες. Λίγους Πόντιους, Μικρασιάτες πολύ ελάχιστους. Σχεδόν καθόλου δεν έχουμε. Είμαστε, δηλαδή, πιο καθαρός Νομός από θέμα θρακικού αίματος ο Έβρος. Δεν είχε πολλές αυτές με τους άλλους. Και μ’ αυτούς που έχουμε συγγένεια στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη φύγαν απ’ τα ίδια μέρη, απ’ την Ανατολική Θράκη, και εγκατασταθήκαν σε κάτι χωριά της Κομοτηνής και της Ξάνθης. Αλλιώς εκεί είχε γεμίσει από Μικρασιάτες, Καππαδόκες, Πόντιους, τουρκογενείς γεμάτο —πολλούς Τούρκους έχει, Γιουρούκους Τούρκους— και στα βουνά οι Πομάκοι. Οι Πομάκοι στην Ελλάδα είναι γύρω στους είκοσι πέντε χιλιάδες. Δεν είναι πολλοί. Στη Βουλγαρία είναι οι πολλοί.
Μάλιστα.
Παράξενα παιχνίδια.
Νομίζω ότι λίγο-πολύ ό,τι είχαμε σημειώσει να πούμε τα είπαμε. Θα ήθελα, έτσι, κλείνοντας τη συνέντευξη —θα σας ευχαριστήσω πάρα πολύ και να πούμε… Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αυτά που είπατε για το θρακιώτικο ιδίωμα.
Το θρακιώτικο ιδίωμα είναι βαρύ, πολύ βαρύ, βαριές λέξεις.
Ήθελα, λοιπόν, αυτό: να μου πείτε είτε παραδείγματα είτε κανένα τραγούδι που μπορεί να θυμάστε, ποιήματα.
Τραγούδια; Όλα τα θρακιώτικα τραγούδια. Αλλά, είναι λίγο… Ας πούμε, θες να σου πω μερικές λέξεις, προτάσεις που δε θα μπορείς να τις καταλάβεις, λέξεις; «Καρτσαπαλώθηκα». Τι θα πει; «Σκαρφάλωσα». «Καλπαζάν» —έχει και τραγούδια—, «Πού πας, ρε καλπαζάνη;». Είναι ο «τεμπέλης». Κατάλαβες; Έχει πολλά. Λέξεις θρακικές πάρα πολλές, δε μπορώ να… Πρέπει να έχω κάποιον να μιλάω απέναντί μου, να μιλάμε τη γλώσσα. Δε θα καταλάβεις τίποτα. «Χιουτζ κάπκα εισ’». «Χιουτζ δεν απείκασες;», «Τίποτα δεν κατάλαβες;». Αυτά, έτσι. Πολύ βαριά.
Κανένα τραγουδάκι;
Τα τραγούδια είναι λίγο πιο ελληνικά, ας πούμε, τα θρακιώτικα. Τραγούδια βγάζανε… Εγώ το πρόλαβα αυτό. Όταν γινότανε κάτι ή έκλεβε κάποιος καμιά γυναίκα ή κάνα επεισόδιο το κάνανε τραγούδι. Υπήρχανε γυναίκες στο χωριό που κάναν τραγούδια. Εγώ για σένα, εσύ για μένα, ο άλλος… Ό,τι σου ‘γινε ήταν τραγούδια και τα τραγουδούσανε. Δεν είναι με τη βαριά τα τραγούδια, με τη βαριά θρακική.
Πείτε μου το αγαπημένο σας, αν θέλετε.
Όλα είναι αγαπημένα τα θρακιώτικα τραγούδια τα δικά μας. Όλα. Και τα καινούρια και τα παλιά, αφού έχω… Το αγαπημένο μου; «Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ. Σ’ αυτό τ’ αλώ, Ελένη μου, σ’ αυτό»… Το τραγουδάει κι ο Αηδονίδης. «Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ, σ’ αυτό το αλώνι το φαρδύ τρανός χορός που γίνηται. Τρεις δίπλες έχει ο χορός», ο χορός ο ζωναράδικος. Ο εθνικός μας χορός είναι ο ζωναράδικος. Ή πιάνονται από δω ή απ’ τα ζωνάρια οι άντρες και μετά έτσι και τυλίγει, τυλίγει, τυλίγει. Γι’ αυτό λέει: «Τρεις δίπλες έχει ο χορός». «Στη μια τη δίπλα απ’ το χορό είναι η κόρη π’ αγαπώ. Να ξεδιπλώσει ο χορός να βρω την κόρη π’ αγαπώ». Το άλλο είναι η Βασιλικούδα: «Βασιλκούδα, μην τον παίρνεις το Γιάνν’ το χουβαρντά». Αυτό. Στους Μεταξάδες, το χωριό, οι Τοκμάκοι, Μεταξάδες. Τους λένε Τοκμάκοι γιατί ήτανε πετράδες αυτοί. «Τοκμάκι» είναι το σφυρί αυτό. Πολλά τραγούδια, μωρέ. Τώρα πού να τα θυμάμαι όλα; Έχουν πολλά παλιά τραγούδια ωραία. Και ανάλογα: Το Πάσχα έχει άλλα τραγούδια, τα Χριστούγεννα έχει άλλα και το καλοκαίρι άλλα τραγούδια. Άλλο χορεύουν το Πάσχα, άλλα τα Χριστούγεννα, άλλα το καλοκαίρι ή τ’ ανοιξιάτικα. Είναι άλλα πιο ευχάριστα, άλλα πιο βαριά. Επεισόδια που γινότανε τα κάναν τραγούδια, τα καθιστικά τραγούδια. Δε θυμάμαι τώρα καθιστικά. Θυμάμαι της Δέσπως μόνο. Ήταν μια Σουφλιώτισσα που αλλαξοπίστησε και παντρεύτηκε έναν Τούρκο και λέει: «Καμιά Ρωμιά, μωρ’ Δέσπω μου, καμιά Ρωμιά δεν τούρκεψε, δεν πήρε Τούρκον άντρα.». Τέτοια. Τους κάναν τραγούδι.
Αν το ξέρετε, πείτε μου το. Μ’ αρέσει.
Δε μπορώ. Δεν το ξέρω. Δε θυμάμαι όλα τα λόγια. Αλλά, μπορείς να μπεις στο ιντερνέτ, να το χτυπήσεις και να το δεις. Στα σουφλιώτικα τραγούδια το ‘χει. «Καμιά Ρωμιά»… Δε μπορώ να το θυμηθώ τώρα ακριβώς. Τέλος πάντων. Και τραγούδια πάρα πολλά, ανάλογα και τα… Τα βόρεια χωριά είχαν άλλα δικά τους. Διαφέραν κι οι χοροί μας. Δηλαδή, εμείς από απέναντι ήταν απ’ τα χωριά του Uzunköprü. Uzunköprü σημαίνει στα τούρκικα «μακριά γέφυρα». Μακρά Γέφυρα λέγεται. Εκεί είναι η γέφυρα που ‘χε κάνει ο Μουράτ, 1.450 μέτρα μήκος γέφυρα πέτρινη, στον Εργίνη ποταμό, χωρίς να υπάρχει πέτρα πουθενά εκεί στον κάμπο. Το ‘κανε… Το 1422 μού φαίνεται τελείωσε. Είναι ο δρόμος που πάει απ’ την Αδριανούπολη για την Κωνσταντινούπολη. Από κει πέρασαν τα κανόνια όταν έκανε την επίθεση ο Μωάμεθ για να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Πρωτεύουσα ήταν η Αδριανούπολη τότε της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κι αυτό. Για να περνάνε οι στρατοί του. Σ’ αυτά τα χωριά όλα… Υπάρχει και χωριό Uzunköprü, Μακρά Γέφυρα. Εμάς φύγαν από κει. Έχουμε άλλα τραγούδια, άλλες στολές, άλλα αυτά. Οι άλλοι έχουν, οι βόρειοι, αυτοί που έχουν απ’ τη βόρεια Θράκη, ακόμα και το Ζωναράδικο τον χορεύουν με άλλα βήματα, πιο γρήγορα βήματα. Εμάς είναι πιο τελετουργικά. Εμείς έχουμε και πολλά βυζαντινά τραγούδια, βυζαντινά. «Δυο Βασιλιάδες μάλωναν», φιλονικίες των αυτοκρατόρων τότε και… Δεν τα θυμάμαι τώρα όλα. Μ’ έπιασες απροετοίμαστο. Έχει πολλά βυζαντινά τραγούδια τα δικά μας. Είναι μακρόσυρτα, πιο αργοί χοροί, πιο τελετουργικοί, ας πούμε, ενώ οι βόρειοι είναι πιο γρήγοροι στους χορούς τους, οι βόρειοι Θράκες, που ‘ρθαν απ’ τη Βουλγαρία. Εμείς το Ζωναράδικο τον κάνουμε απλό. Τον τυλίγουμε, τον ξετυλίγουμε. Αυτοί τον κάνουν γρήγορα και πιο ίσιο, ας πούμε. Έχουν άλλους χορούς. Αναλόγως. Οι Μάρηδες έχουνε… Αυτοί χορεύουν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχουν πάθος με τα τραγούδια. Τι άλλο να πω;
Θράκη! Απ’ τον Όλυμπο και πάνω μέχρι την Ουκρανία και μέχρι την Ουγγαρία Θράκη ήτανε, αρχαία Θράκη, έτσι; Δώσαμε Εύμολπο. Ξες τι ήταν ο Εύμολπος; Η φυλή των Ευμολπιδών; Αυτή που τελούσε τα μυστήρια τα Ελευσίνια. Ήτανε Θράκας. Ο Εύμολπος ήτανε αρχαίος μουσικός, ιερέας. Η φυλή των Ευμολπιδών, όταν επί… Στον Κόδρο, προϊστορία ο Κόδρος ο βασιλεύς με τους Θράκες πολεμούσε. Αυτοί έμειναν από τότες εδώ, η φυλή των Ευμολπιδών. Θράκες ήταν. Αυτοί τελούσαν τα ελευσίνια μυστήρια. Εύμολπος. Ο Ορφέας φυσικά, έτσι; Μουσαίος, Θάμυρις. Αυτοί είναι όλοι μουσουργοί Θράκες. Εμείς σας δώσαμε το Διόνυσο. Τι λέει ο Νίτσε; Κατεβαίνοντας ο Διόνυσος κάτω αντάμωσε τον Απόλλωνα, το απολλώνιο πνεύμα, το δωρικό και από πάνω το λυρικό. Διόνυσος: χορός τραγούδι. Και έγινε συγχώνευση, δεν έγινε… Δεν εκτόπισε ούτε ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι πρωτοφανές. Στην Ελλάδα μόνο έγινε. Η μόνη απολλώνια περιοχή που έμεινε ήτανε η Σπάρτη. Η Σπάρτη Απόλλωνα, μόνο έπος. Ακόμα και τώρα η Σπάρτη μόνο μοιρολόγια έχει, δεν έχει τραγούδια. Όλη η Ελλάδα είναι λυρική, χορός, τραγούδι, μέθη, Διόνυσος. Εμείς σας δώσαμε το Διόνυσο. Τι λέει ο Νίτσε; Τραγωδία. Πώς προέκυψε η τραγωδία του Διονύσου; «Τράγου ωδή». Με τις προβιές των τράγων οι ακόλουθοι του Διόνυσου, ο θίασος. «Τράγων ωδή», το τραγούδι, τραγωδία. Έτσι. Πώς προέκυψε το θέατρο, η τραγωδία, το αρχαίο θέατρο; Ο Θέσπις, από το Διόνυσο, ότι πρώτα οι ακόλουθοι —μαινάδες, ξέρω ‘γώ, το διονυσιακό δρώμενο— τραγουδούσαν τους διθυράμβους και χορεύαν και μεθούσαν, κάναν τα όργιά τους, τα αυτά οι μαινάδες. Ο Θέσπις έπιασε την ιδέα και σε κάθε στίχο του διθυραμβικό κάποια μέρα που γινόταν το πανηγύρι —γιατί πανηγύρια του τρύγου γινότανε— απάντησε με ανάλογο στίχο. Είχε φτιάξει δικούς του στίχους. Ήξερε αυτός διθυράμβους κι απάντησε μ’ έναν στίχο ανάλογο, απάντηση. Στο επόμενο απάντησε πάλι. Και αυτό άρεσε στον κόσμο πάρα πολύ κι έτσι την επόμενη χρονιά στα άλλα πανηγύρια που πήγαινε ξαναπήγαινε, τον καλούσαν και πήγαινε να απαντήσει. Αναγκάστηκε και πήρε κι άλλον αποκριτή, κι άλλον αποκριτή κι έτσι έφτιαξε το θίασό του και γυρνούσε στα πανηγύρια το άρμα του Θέσπιδος. Το θέατρο δεν είναι έτσι; Γι’ αυτό λέγαν από τότε. Μετά έφτιαξε και το σκηνικό —οι αποκριτές, βέβαια… Οι ηθοποιοί τώρα οι υποκριτές και ξέρω ‘γώ—, έφτιαξε το σκηνικό του όλο, όλο αυτό το θέατρο. Μέχρι κι ο Χριστιανισμός αυτό δεν έκανε; Ο Μέγας Βασίλειος, το τέμπλο του κι αυτά τι είναι; Αρχαία. Λοιπόν, αυτά εμείς σας τα δώσαμε οι Θράκες όλα, έτσι; Δώσαμε πόσους βυζαντινούς αυτοκράτορες; Δ[01:20:00]ώσαμε τη Μακεδονική Δυναστεία. Η Μακεδονική Δυναστεία του Βουλγαροκτόνου και του Ά του Βασιλείου του παππού του είναι θρακική. Από πού ως πού είναι μακεδονική; Έτυχε εκείνη την εποχή το θέμα, όπως τα αλλάζανε τα θέματα, τα σύνορά τους οι Βυζαντινοί να φτάνει μέχρι τον ποταμό Έβρο. Το Μακεδονικό θέμα φτάνει μέχρι τον ποταμό Έβρο, μα ο Βασίλειος ο ‘Α ο Μακεδών ήταν απ’ το Διδυμότειχο, απ’ την περιοχή, απ’ τα χωριά, άρα Μακεδών. Θράκες ήταν. Σας δώσαμε Μακεδονική δυναστεία, τη δυναστεία των Κομνηνών. Οι Κομνηνοί είναι απ’ την Κόμνη της Ανατολικής Θράκης. Δεν είναι απ’ τον Πόντο, έτσι; Ιουστινιανός. Θραξ. Βελισσάριος, ο μέγας στρατηγός. Απ’ το Ορμένιο. Πόσους αυτοκράτορες δώσαμε; Αλλά, είμαστε παραγκωνισμένοι. Ένας Έλληνας δεν έγινε αυτοκράτωρ Βυζαντινός. Και οι Παλαιολόγοι ακόμα από κει ήταν. Η δε Ανατολική Θράκη —βέβαια, υπήρχε η Κωνσταντινούπολη, που ‘ταν ανεπτυγμένο το επίπεδο— πάρα πολλούς λόγιους, έτσι; Βάρναλης, Βιζυηνός. Σας δώσαμε κι έναν Άγιο, το Νεκτάριο της Αιγίνης.
Έδωσε πολλά η Θράκη. Πάντα, όμως, είναι παραγκωνισμένη. Δεν τα γνωρίζουν, δεν τα διδάσκουν. Αγώνα εναντίον των Τούρκων πάρα πολύ, αντίσταση πάρα πολλή. Να σκεφτείς ότι η Ανατολική Θράκη ήταν πεδινή. Όλη είναι πεδινή. Κι όμως, είχε αντίσταση, είχε αντίσταση στους Τούρκους, είχε καπεταναίους, είχε αυτά. Τα δικά μας τα χωριά, τώρα εκεί που είμαστε στο Σουφλί, είχε πάντα αντίσταση εναντίον των Τούρκων. Η Κύπραινα, ένα βουνό. Είναι μεγάλη υπόθεση. Εκεί γινόταν πάντα… Κι ο Καρκάτος, που πήγε και βρήκε εκεί, το ξέρει, το ‘χει γράψει. Πάντα είχαμε αντίσταση στους Τούρκους. Τα Λάβαρα το χωριό με το Σουφλί. Το Σουφλί είχε πάντα τριακόσια τουφέκια μέσα και τριακόσια έξω στο αντάρτικο, πάντα. Οι Σουφλιώτες διώξαν τους Τούρκους. Τα Λάβαρα ολόκληρο σύνταγμα εξαφάνισε το ‘21 το χωριό τα Λάβαρα. Πίσω τραβούσαν για κάτω να κατασκηνώσουν και πήγαν και τους σκοτώσαν όλους. Γι’ αυτό λέγεται και Λάβαρα. Σήκωσαν και το λάβαρο της επανάστασης. Βέβαια, αυτά δεν τα λέει η νότια ιστορία, των νοτίων, έτσι; Στην Αίνο έγινε χαλασμός. Πάλι εκεί ένα σύνταγμα Τούρκων το εξαφανίσαν. Βέβαια, την καταστρέψαν μετά. Η Αίνος έδωσε όλα τα καράβια της. Εκατόν τόσα καράβια έδωσε η Αίνος για τον αγώνα και δε λένε τίποτα! Οι Βιζβίζηδες, οι Κούταβοι, μεγάλοι καπεταναίοι. Οι Βιζβίζηδες όλη την περιουσία της Δόμνας Βιζβίζη. Ο Χρήστος ο Βιζβίζης που του ‘παν να δολοφονήσει τον Οδυσσέα και δεν τον δολοφόνησε στο καΐκι του, στο καράβι του και τον σκοτώσανε μετά, τον δολοφονήσανε οι βρομιάρηδες οι Κωλέττηδες. Εκατόν είκοσι καράβια και περισσότερα έδωσε η Αίνος. Δεν τα λένε γιατί ήταν από τη Θράκη, δεν ήταν από νότιοι. Όμως, δώσαμε αγώνα πολύ. Στα Λάβαρα ήταν ένας πιτσιρικάς. Θες να στην πω την ιστορία;
Ναι, αμέ.
17 χρονών. Κι έκοβε —ξέρεις, στα Λάβαρα δίπλα έχει ένα χωριό τούρκικο, το Καισάρειο. Τα λάβαρα ήταν μεγάλο χωριό Οι Τούρκοι δε μπαίναν μέσα ούτε στον κάμπο τους. Πάντα στην Τουρκοκρατία. Πηγαίναν, όμως, να πάρουν τους φόρους. Όπως ήταν κι η Μάνη ακόμα, ήταν φόρου υποτελείς. Όπως έκοβε ξύλα το παιδί, 16-17 χρονών, πήγαν οι Τούρκοι, οι Τζέντρε-Μάρηδες μαζί με το φοροεισπράκτορα να πάρουνε… Είδαν γυναίκες μόνες τους, την αδερφή του και τη μάνα του, και τους ορμήξανε. Φωνάξανε. Πάει ο Βαγγέλης όπως ήταν με το τσεκούρι, τους πλακώνει. Πήγαν να του βγάλουνε πιστόλια, τους πλακώνει, τους σκότωσε. Και βγήκε στο βουνό. Πήγε στην Κύπραινα, εκεί στα δικά μας τα μέρη. Είχε ένα αντάρτικο σώμα. Ανέλαβε αυτός το αντάρτικο σώμα όταν πέθανε ο καπετάνιος, πολύ γρήγορα. Ήτανε δυνατό παιδί και γενναίος και έξυπνος. Έκανε ένα σούμα από περίπου διακόσια άτομα. Ο φόβος κι ο τρόμος από την Αδριανούπολη μέχρι την Κομοτηνή κι απ’ τα απέναντι χωριά όλα. Όλοι οι μπέηδες προσκυνούσανε, όλοι του δίναν πληροφορίες, όλοι του δίναν λεφτά οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Τον βοηθούσαν οι δικοί μας. Όσες φορές χτύπησε ο τούρκικος στρατός για να τον χτυπήσουνε… Έφευγε ο πασάς εδώ, τους τσάκισε. Τους τσάκισε! Ένας πασάς που κατέβηκε της Αδριανουπόλεως και πήρε κάτι κοπέλες, άρπαξε κάτι κοπέλες, αρπάξανε, τους στήνει ενέδρα, πιάνει και τον πασά αιχμάλωτο κι αρχίζει να παρακαλάει, να κλαίει, να κάνει, να οδύρεται. Τον βάζει και υπογράφει ότι δε θα ξαναπειράξει, τον άφησε. Αλλά, ψιλοέκανε κάτι πάλι αυτός. Μετά έφυγε μετάθεση, πήγε αλλού. Δε μπορούσε να τον κάνουν καλά με τίποτα. Είχε ένα δέντρο τεράστιο και πάνω στο δέντρο είχε πάντα φύλακα να βλέπει. Κι οι παπάδες χτυπούσαν τις καμπάνες απ’ όλα τα χωριά και μ’ αγγελιοφόρους ό,τι γινότανε… Κάποια στιγμή οι Τούρκοι δε μπορούσαν να τον κάνουν καλά. Πάντα με δόλο γίνονται όλα. Βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο, προδότη Έλληνα, ως συνήθως. Πάντα υπάρχουνε. Βρήκαν έναν απ’ το Διδυμότειχο. Τον ντύσανε. Α, πιάνουν ένα γύφτο —το Διδυμότειχο έχει πολλούς γύφτους— και τον ντύσανε χωροφύλακα Τούρκο. Και βάζουν αυτόν τον προδότη μέσα στην αγορά στο Διδυμότειχο να σκοτώσει το χωροφύλακα τον Τούρκο. Οπότε, τι γίνεται; Τον κυνηγάνε οι Τούρκοι οι χωροφύλακες γιατί σκότωσε τον Τούρκο το χωροφύλακα. Και πάει και βρίσκει καταφύγιο εκεί στα βουνά τα δικά μας, που ‘ταν ο καπεταν-Βαγγέλης, στα λημέρια, με τα πόδια. Δεν ήταν μακριά. Και τον δεχτήκαν οι δικοί μας. Τον δέχτηκε ο καπεταν-Βαγγέλης. Σου λέει: «Αφού τον κυνηγάνε…». Δεν ήξερε τις προθέσεις. Αυτός περίμενε, περίμενε. Κάποια στιγμή έφυγε το σώμα για κάτω με τ’ άλογα να πάει προς την Κομοτηνή, προς την Ξάνθη για να βοηθήσει. Κάτι είχε γίνει. Ο καπετάνιος ήταν άρρωστος κι έμεινε μαζί του και το πρωτοπαλίκαρο. Έκανε κι αυτός τον άρρωστο. Ξάπλα ο καπετάνιος. Δε μπορούσε. Κάποια στιγμή έφυγε το πρωτοπαλίκαρο να πάει να φέρει νερό. Είναι μια πηγή εκεί. Την ξέρουμε. Και το δέντρο το ‘κοψε ένας δικός μας πρόεδρος, ένας βλάκας. Το ‘κοψε… Η πηγή, όμως, είναι εκεί. Και το λημέρι τους είναι κει. Έχει, έτσι, ένα θολωτό σαν εκκλησάκι. Αυτό πρέπει να ‘ναι αρχαίος ελληνικός ναός του Διονύσου μέσα σε βράχο, του Ορφέως. Το ‘χαν το λημέρι τους εκεί. Πήγε να πάρει νερό 400 μέτρα μακριά. Αυτός σηκώθηκε εκεί με το μαχαίρι του και τον σκότωσε τον καπετάνιο. Πήρε το όπλο του αλλουνού κι όπως γύρισε με το νερό ο άλλος τον σκότωσε και τον άλλον. Και πήγε στο Διδυμότειχο, έφερε τους Τούρκους, το είδανε όντως το κεφάλι του και τον είχανε οι Τούρκοι στο Διδυμότειχο μέσα. Τον δώσανε τα λεφτά που έπρεπε στον προδότη και χάθηκε ο καπετάνιος μας. Καπεταν-Βαγγέλης Ματσιάνης. Έχει και τραγούδι: «Το 1872 Βαγγέλης καπετάνιος βγήκε στο βουνό» κλπ. κλπ. Όμως, τα παλικάρια του δε μείναν έτσι. Κάποια στιγμή τον ανακαλύψαν. Πήγαινε σ’ ένα καφενείο. Ντύνεται ένας παπάς. Την ώρα που βγαίνει έξω του κόβουνε το κεφάλι και το πάνε στην τούρκικη Gendarmerie, αστυνομία παλουκωμένο. Αλλά, χάθηκε ο καπετάνιος. Τράβηξε πολλά. Είχε αντίσταση ο Έβρος κι η Θράκη, δεν τα λένε όμως, έτσι; Εμείς είχαμε να κάνουμε με Τούρκους. Η Αδριανούπολη ήταν τα στρατόπεδα των Τούρκων, έτσι; Δεν είχε μόνο Λαλαίους Αρβανίτες, στην Πελοπόννησο τριάντα χιλιάδες Τούρκους. Εμείς είχαμε τα στρατόπεδα των Τούρκων στην Αδριανούπολη. Και γέμισαν όλη την Ανατολική Θράκη με Τσερκέζους, οι οποίοι είναι Καυκάσιοι ληστές άγριοι, για να αλλοιώσουν τους πληθυσμούς, γιατί η Ανατολική Θράκη είναι το προκάλυμμα της Κωνσταντινουπόλεως. Ήθελαν να διώξουν τους Έλληνες να ‘χουν δικούς τους λαούς εκεί πέρα. Κι αυτοί οι Τσερκέζοι κάνανε τα αίσχη. Αν λέμε επιθέσεις ληστρικές, χίλια άτομα να μπαίνουν σ’ ένα χωριό, χίλια πεντακόσια άτομα και να σφάζουν και να βιάζουν. Αυτούς είχαμε να αντιμετωπίσουμε εμείς και τους Βούλγαρους. Βούλγαροι. Οι Πομάκοι ξέρεις τι λένε; «Να φοβάσαι του Τούρκου το βόλι, του Βούλγαρου το ξύλο και του Έλληνα το καλαμάρι». Αυτά που λες. Πολλά είπαμε.
Υπέροχα. Πολλά, πολλά και…
Είναι ατελείωτη. Είναι και ανεξερεύνητη η Θράκη και ειδικά η προϊστορική Θράκη που νομίζω έχει πάρα πολλές πληροφορίες. Κατεβήκαν από κει εδώ προς τα κάτω. Αν πάρουμε κι όλους αυτούς που είπαμε, Ορφέας κλπ., έτσι; Μάλλον υπήρχε πολιτισμός που εξαφανίστηκε. Μετά οι άλλοι οι Θράκες ήταν βάρβαροι οι υπόλοιποι, οι φυλές τους. Οι Μούσες στα Πιέρια Όρη. Τα Πιέρια ήτανε Θράκη. Τα ορφικά κείμενα. Ο Ορφέας Θραξ, Οδρύσης Θράξ ήταν ο Ορφέας. Η φυλή των Οδρυσών ήταν εκεί σ’ εμάς, που ‘μασταν στον Έβρο. Απέναντι απ’ τα Κύψελα —εκεί είναι και τώρα. Ύψαλα τα λένε τώρα— ήταν η πρωτεύουσά τους κάποιες εποχές. Ο Κότυς. Αυτοί όλοι οι βασιλιάδες οι Θρακικοί που είχαν περισσότερο σχέση με την Αθήνα, την Αρχαία Αθήνα, είχαν η Θράκη. Γι’ αυτό και… Θεμιστοκλής: η μητέρα του Θράκισσα. Θουκυδίδης: Κι ο πατέρας του κι η μητέρα του απ’ τη Θράκη ήταν. Ήτανε από την περιοχή του Στρυμώνα, εκεί που ‘ναι η Αμφίπολη, Σκαπτή Ύλη. Ήταν ο Όλορος, ήταν ο βασιλέας εκεί πέρα. Πατέρας του ήταν. Η μητέρα του Μιλτιάδος, του Κίμωνος. Ποιοι άλλοι ήταν θρακικής καταγωγής; Πάρα πολλοί Αθηναίοι. Και είχαμε και τους πελταστές τους καλύτερους στον κόσμο, οι πιο μεγάλοι πολεμιστές. Αυτά.
Ωραία. Τέλεια.
Μεγάλη η Θράκη. Δεν τελειώνει η ιστορία της Θράκης.
Μπορούμε να ξανακάνουμε.
Εμείς μεγαλώσαμε σε πρωτόγονη κατάσταση τότε. Αλλά, ήταν ωραία, πάρα πολύ ωραία. Μετά αρχίσαν να ‘ρχονται αυτοκίνητα. Το πρώτο ποδήλατο που ήρθε… Είχε πάει ένας στην Κορέα, που ‘χε πολεμήσει, και το ‘φερε, αλλά κλεισμένο. Μια φορά το είδαμε έξω και τρελαθήκαμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Άρχισαν μετά να ‘ρχονται τα Ζούντα, οι Φλορέτες, Ζακς και γίναμε κι εμείς πολιτισμένοι. Πρώτα ήμασταν… Άσ’ τα! Αφού λέγανε οι μπαρμπάδες μεταξύ τους: «Πώς πάει ρε το παιδί; Καλά;» —ο γιος του. «Καλά». «Στείλ’ το ρε στο Σουφλί να ξυπνήσει», να πάει δίπλα στο Σουφλί 15 χρονών, να πάει να ξυπνήσει εκεί. Για να καταλάβεις πόσο ημιάγρια ήταν η κατάσταση.
[01:30:00]
Μάλιστα. Ωραία. Να τελειώσουμε λέτε;
Ό,τι θέλεις.
Να πούμε ένα «τέλος της συνέντευξης».
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Aφηγητής ξεκινά τη διήγησή του με ήθη κι έθιμα από τη Θράκη. Στην πορεία ξεδιπλώνεται, μέσα από τη δική του οπτική γωνία όλη η τοπική ιστορία του τόπου του από τα αρχαία χρόνια μέσα από τη σύγχρονη εποχή. Αγροτικές εργασίες, συνύπαρξη με ελληνοτουρκικές φυλές, επιπτώσεις της μετανάστευσης στην περιοχή είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται.
Narrators
Φίλιππος Προϊκάκης
Field Reporters
Παναγιώτα Βασιλάκη
Topics
Historical Events
Tags
Locations
Interview Date
10/02/2021
Duration
90'
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Aφηγητής ξεκινά τη διήγησή του με ήθη κι έθιμα από τη Θράκη. Στην πορεία ξεδιπλώνεται, μέσα από τη δική του οπτική γωνία όλη η τοπική ιστορία του τόπου του από τα αρχαία χρόνια μέσα από τη σύγχρονη εποχή. Αγροτικές εργασίες, συνύπαρξη με ελληνοτουρκικές φυλές, επιπτώσεις της μετανάστευσης στην περιοχή είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται.
Narrators
Φίλιππος Προϊκάκης
Field Reporters
Παναγιώτα Βασιλάκη
Topics
Historical Events
Tags
Locations
Interview Date
10/02/2021
Duration
90'