© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Σαν να είναι χθες»: Eικόνες από τη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του '70, '80 και '90 μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού
Istorima Code
12172
Story URL
Speaker
Αναστασία Λεβέντη (Α.Λ.)
Interview Date
11/03/2022
Researcher
Νένα Παπαδοπούλου (Ν.Π.)
[00:00:00]Θέλετε να μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας;
Αναστασία Λεβέντη.
Τέλεια. Εγώ είμαι η Νένα Παπαδοπούλου και παίρνω συνέντευξη απ’ την κυρία Λεβέντη για το Istorima στις 12 Μαρτίου 2022 στη Θεσσαλονίκη. Μπορείτε να μου πείτε κάποια βασικά πράγματα για σας; Ας πούμε, πότε γεννηθήκατε, πού;
Λοιπόν, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη τέλη της δεκαετίας του ‘60, σε μια κλινική στο κέντρο της Θεσσαλονίκης —άρα μια Θεσσαλονικιά, θα μου επιτρεπόταν ο όρος, «γνήσια» και από τους γονείς μου—, στο Καπάνι, στην κλινική «Μητέρα», μια περιοχή όπου τότε ήτανε όλος ο καλός κόσμος, ας το πούμε, της Θεσσαλονίκης, καθώς ήτανε το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα χρόνια κατοικούσαμε στις Συκιές, στην περιοχή δίπλα στο στάδιο του ΒΑΟ, την τοπική ομάδα των Συκεών, μια απ’ τις μεγάλες ομάδες, όταν οι Συκιές ακόμα ήτανε ένας ημιαστικός χώρος, ένα χωριό θα έλεγε κανείς, όπως τουλάχιστον το περιγράφουν οι γονείς μου. Χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής ήταν ότι η Θεσσαλονίκη είχε πάρα πολλά χιόνια κι έτσι λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου το πρώτο πράγμα που έκαναν οι γονείς μου ήταν να πάρουνε και μια δεύτερη σόμπα. Γιατί; Για να υπάρχει μεγαλύτερη θέρμανση, γιατί είχε ρίξει τότε πάρα πολύ χιόνι στη Θεσσαλονίκη. 17 Οκτωβρίου η γέννησή μου, χιόνι κοντά στις 20 Οκτωβρίου. Έτσι, και λίγο για τις κλιματολογικές συνθήκες που υπήρχανε εκείνη την εποχή. Μετά από κει βρισκόμαστε με την οικογένειά μου στο Χαριλάου, στην ανατολική πλευρά της πόλης, μια μεγάλη συνοικία η οποία τότε είχε αρχίσει και αναπτυσσόταν, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Η πόλη μετά τη δεκαετία του ‘60 άρχισε να γνωρίζει ανοικοδόμηση προς την ανατολική της πλευρά και το Χαριλάου ήτανε μια απ’ αυτές τις περιοχές. Το Χαριλάου παλαιά ήτανε μια περιοχή όπου συγκέντρωνε τις εξοχικές κατοικίες των Θεσσαλονικέων, και μάλιστα βρίσκουμε κατάλοιπα αυτών των κατοικιών ακόμα και σήμερα, έτσι δυο τρεις βίλες χαρακτηριστικές, οι οποίες είναι κατοικήσιμες και τώρα κι έτσι σε πολύ καλή κατάσταση, για να θυμίζουν εκείνη την εποχή. Τότε, λοιπόν, το Χαριλάου ήτανε οι μοντέρνες οικοδομές. Βρισκόμαστε σε μια κεντρική οδό της περιοχής αυτής, στην Αντωνίου Δανιόλου, μια οικοδομή η οποία ήτανε μοντέρνα για τα πρότυπα της δεκαετίας του 1970, όπου ήτανε τότε μια τεράστια οικοδομή, όπως ήταν τότε οι οικοδομές, με είκοσι τέσσερα διαμερίσματα, με απίστευτους, με μεγάλους διαδρόμους! Έτσι. Και βρισκόμαστε σ’ αυτήν την οικοδομή. Χαρακτηριστικό αυτό που θα μου μείνει πάντα από εκείνη την εποχή ήταν ότι ζήσαμε την εποχή όταν η Θεσσαλονίκη ήταν ακόμα γειτονιά και στη νοοτροπία. Δηλαδή, πέρα από τη γειτονιά σαν γειτονιά, που γνωριζόταν ο κόσμος μεταξύ του, ήτανε και η γειτονιά μέσα στην ίδια την οικοδομή. Κι αυτό γιατί; Γιατί προφανώς υπήρχανε αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι πέρασαν, μεταπήδησαν από τα χαμηλόσπιτα, όπου είχανε την κεντρική αυλή και ο καθένας γύρω-γύρω είχε τα δωματιάκια που νοίκιαζε. Οπότε, μπήκαν στην οικοδομή αλλά κράτησαν όλο αυτό το στοιχείο της αυλής, των χαμηλόσπιτων. Κι έτσι, λοιπόν, έζησα αυτή την εποχή της γειτονιάς, όπου ένας όροφος, ας πούμε, όπου μέναμε εμείς —ο δεύτερος όροφος ήτανε— στο σύνολο είχε οχτώ διαμερίσματα και ήταν όλοι μια παρέα αυτοί, γείτονες-παρέα, όπου υπήρχε, έτσι, ένα χαρακτηριστικό κλίμα αλληλεγγύης: κάποιος, αν έλειπε κτλ., να αφήσει το παιδί του, αυτό, να κρατήσει ή κάποια νοικοκυρά, όταν μαγείρευε κάτι, μοίραζε και στις υπόλοιπες. Και τα παιδιά όλης της οικοδομής, που συγκεντρωνόμασταν και παίζαμε τις αργίες και τα καλοκαίρια στις πρασιές. Όλες οι πολυκατοικίες είχανε πρασιές. Ή αντίστοιχα οι μεγάλες βόλτες που γινόντουσαν ήτανε στις αλάνες. Οι περιοχές, οι γειτονιές εκείνη την εποχή είχανε τεράστιους χώρους όπου παίζαμε. Συγκεντρωνόταν ο κόσμος εκεί να κάνει τη βόλτα του, να μάθουμε τα πρώτα ποδήλατα. Κι όλα αυτά, βέβαια, με πάρα πολύ μεγάλη ασφάλεια. Αυτό ήταν όσον αφορά, ας πούμε έτσι, την οικοδομή. Τώρα, ο γύρω χώρος του Χαριλάου μού θυμίζει… Το χαρακτηριστικό είναι ότι έχει κατάλοιπα της βιομηχανικής ανάπτυξης σε εκείνη την περιοχή γιατί υπήρχε και υπάρχει σαν μισογκρεμισμένο πια κτίριο και εγκαταλελειμμένο ένα μεγάλο εργοστάσιο, το εργοστάσιο «Μέλισσα», το οποίο είχε να κάνει με την παραγωγή ειδών, εσώρουχα, νυχτικιές κτλ., όλα αυτά τα πράγματα. Υπήρχε αυτό τότε. Υπήρχανε ακόμα τα χαρακτηριστικά μπακάλικα, τα πρατήρια ψωμιού, δηλαδή υπήρχαν και οι φούρνοι και υπήρχανε και τα πρατήρια ψωμιού, όπου τα πρατήρια ήτανε τι; Αυτά φέρνανε ψωμί από τις γύρω περιοχές της Θεσσαλονίκης, που ήταν, έτσι, ονομαστές για το ψωμί τους, για την ποικιλία, για την ποιότητα. Ας πούμε, ένα από τα ψωμιά που ήτανε χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης ήτανε το ψωμί των Βασιλικών, το οποίο το φέρνανε κι από τα Βασιλικά, μια περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη, ένα χωριό. Σ’ αυτά τα πρατήρια θυμάμαι ότι ήτανε… Τα πρατήρια πουλούσανε και μπισκότα τα οποία τα είχανε χύμα και βέβαια έπαιρνες, δεν υπήρχε δηλαδή αυτή η τυποποίηση. Παράλληλα, ένα άλλο στοιχείο που υπήρχε στις γειτονιές ήτανε τα εξειδικευμένα καταστήματα. Δηλαδή, είχαμε, ας πούμε, ξέρω ‘γώ, το κρεοπωλείο. Ήτανε το μανάβικο το συγκεκριμένο, το μαγαζί το οποίο πουλούσε τα κοτόπουλα τα συγκεκριμένα. Και ήταν χαρακτηριστικό ότι οι άνθρωποι ψώνιζαν από αυτά, δηλαδή ήξεραν ότι «Θα πάω εκεί πέρα». Ακόμα κι όταν άνοιξαν τα σούπερ μάρκετ, ο κόσμος συνήθιζε να πηγαίνει να παίρνει εξειδικευμένα απ’ αυτά, γι’ αυτό και τα πρώτα σούπερ μάρκετ δεν είχανε μέσα κρέατα. Δηλαδή, τα κρέατα πια εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του ‘90 και μετά δειλά-δειλά, αλλά ακόμα κι ο κόσμος —και σήμερα, βέβαια— πάλι να πάρει, πάλι κάτι εξειδικευμένο. Ωστόσο, βέβαια πια εμπιστεύεται και τα σούπερ μάρκετ. Τότε, λοιπόν, υπήρχε αυτό το χαρακτηριστικό. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο το οποίο υπήρχε εκείνη την εποχή ήτανε ποιο; Το στοιχείο, έτσι, το χαρακτηριστικό, το ότι έχουμε, ας πούμε… Ναι! Εξειδικευμένα ήτανε και σ’ όλους τους χώρους. Ας πούμε, ξέραμε, για παράδειγμα, τα βιβλιοχαρτοπωλεία. Υπήρχανε δύο βιβλιοχαρτοπωλεία στα οποία υπήρχε και ανταγωνισμός! Ήτανε ένα, ας πούμε, στον κεντρικό δρόμο, την Παπαναστασίου, και ένα άλλο ήτανε σε έναν δρόμο, στη Μαρασλή, που ήτανε κάπως απόκεντρο αυτό. Και υπήρχε ανταγωνισμός ποιο φέρνει τα καλύτερα τετράδια, τα πιο ωραία, έτσι, μολύβια κτλ. Και παίρναμε, βέβαια, όλη τη γραφική ύλη τα παιδιά όταν άνοιγαν τα σχολεία. Ένα άλλο εμβληματικό σημείο αυτής της γειτονιάς, έτσι, σε επίπεδο αθλητισμού φυσικά ήτανε το γήπεδο του Άρη, όπου από κει ήτανε ένας τόπος συγκέντρωσης των φιλάθλων, χώρος όπου —βρίσκεται κιόλας, ας πούμε, και κεντρικά— γινόντουσαν και βόλτες. Υπήρχε αλάνα εκεί πέρα μπροστά, συγκεντρωνόντουσαν τα παιδιά, δηλαδή ήταν και χώρος, ας πούμε, συγκέντρωσης της νεολαίας, όπου έμπαινε σε ερασιτεχνικές ομάδες και ασχολείτο με τον αθλητισμό. Όλα αυτά, βέβαια, στη δεκαετία του ‘70. Ένα άλλο επίσης στοιχείο ήτανε το ότι είχαμε παραρτήματα στις γειτονιές αυτές της ΧΑΝΘ, της ΧΕΝ. Ήτανε ΧΕΝ και ΧΑΝΘ. Η ΧΕΝ και η ΧΑΝΘ ήτανε οργανώσεις στις οποίες πήγαινες και μάθαινες, ας πούμε, διάφορα πράγματα, δηλαδή, ξέρω ‘γώ, χορό, μουσική, καλλιτεχνικά. Οπότε, οι γονείς, ας πούμε, πήγαιναν μ’ ένα πολύ χαμηλό, έτσι… με λίγα χρήματα, μπορούσαν να τα διαθέσουν για να πάνε τα παιδιά τους σε χορό, σε μουσική, σε οτιδήποτε. Αυτά αργότερα, στη δεκαετία του ‘80, αντικαταστάθηκαν απ’ τα Κέντρα Νεότητας, τα οποία βέβαια, έτσι, θα τα πούμε παρακάτω. Εκεί, λοιπόν, στη ΧΕΝ πήγαινα στη ρυθμική, που ήταν, έτσι, χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης. Οι γονείς τα κοριτσάκια τα έστελναν, έτσι, στη ρυθμική για να αποκτήσουν, βέβαια, και για το σώμα τους και για να περνάνε δημιουργικά το χρόνο.
Εσείς πηγαίνατε;
Ναι, βέβαια! Ναι, ναι, φυσικά. Ήμουνα εκεί στη ΧΕΝ. Εκεί στη ΧΕΝ είχα πάρει μαθήματα κιθάρας, είχα γραφεί δηλαδή σε διάφορους ομίλους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, τώρα, της περιοχής ήτανε οι κινηματογράφοι που υπήρχανε στην ευρύτερη περιοχή. Στην περιοχή, τώρα, της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο κινηματογράφος «Κωτούλα». Αυτός ο κινηματογράφος, λοιπόν, ο «Κωτούλα», ήταν εμβληματικός κι αυτός. Γιατί; Ήτανε ο κινηματογράφος όπου οι μπαμπάδες έκαναν την κυριακάτικη βόλτα με τα παιδιά τους το χειμώνα, όπου πηγαίναμε και βλέπαμε ταινίες τα πρωινά και μετά ακολουθούσε, ας πούμε, μια βόλτα κάτω στην παραλία. Έτσι, αυτή ήτανε η κυριακάτικη βόλτα. Χαρακτηριστικό ήτανε, βέβαια, το πρόγραμμα που υπήρχε, που ήτανε ποιο; Πριν πάμε στον κινηματογράφο αυτόν υπήρχε ένας ξυλόφουρνος, όπου πηγαίναμε. Παίρναμε το κουλούρι απ’ τον ξυλόφουρνο, μετά πηγαίναμε στον κινηματογράφο, στην «Κωτούλα», και μετά κάναμε βόλτα στην παραλία. Αυτό, δηλαδή, ήτανε έτσι το χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής.
Θυμάστε κάποια ταινία;
Τώρα… ταινίες. Θυμάμαι, ήτανε… Φυσικά, ταινίες με τον Χοντρό-Λιγνό. Ήτανε ταινίες που είχανε να κάνουνε με το διάστημα. Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε το εξής. Με το διάστημα και με όλα αυτά, ξέρω ‘γώ, ήταν η ταινία… Πώς λεγότανε τώρα; Ο Πόλεμος των Άστρων ήτανε μετά. Ήταν η ταινία Διάστημα 2000. Αυτά. Αυτό ήταν και σαν σίριαλ στην τηλεόρ[00:10:00]αση αργότερα, σε σειρά —φαινόταν τόσο μακρινό το 2000 για τους ανθρώπους τότε. Και τώρα μιλάμε, βέβαια… πια είμαστε στο 2022—, όπου το γύρναγαν σε ταινίες και είχε αυτά τα διάφορα εφέ. Αλλά, αυτές οι ταινίες που είχαν σχέση με το διάστημα τις έπαιζαν πρώτα σε έναν άλλον κινηματογράφο στην ευρύτερη περιοχή, που είναι κοντά στο Ιπποκράτειο. Ήταν ο κινηματογράφος «Όσκαρ», όπου εκεί τις έπαιζαν αυτές τις ταινίες, ήταν η πρώτη προβολή. Ήταν η πρώτη προβολή και μετά ο «Κωτούλα» τις έπαιρνε σε δεύτερη προβολή και τις έπαιζε, οπότε ήταν και πιο φτηνός ο κινηματογράφος, έτσι. Λοιπόν… Αλλά, το είχαμε δει εμείς εκεί πέρα, η «Κωτούλα». Και μας είχε κάνει εντύπωση και τα εφέ εκείνης της εποχής, έτσι, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Μετά… Αυτό ήτανε για την περιοχή εδώ. Τώρα, τι άλλο έχουμε γι’ αυτήν την περιοχή; Στη δεκαετία του ‘70 επίσης περνάμε από το μπακάλικο, εκεί στα ‘75-‘76, δημιουργείται η έννοια του μίνι μάρκετ, το οποίο βρισκότανε στη Μαρτίου ένα μίνι μάρκετ. Έκανε εντύπωση αυτό, γιατί ήταν κάτι μεγαλύτερο από το μπακάλικο και μπορούσες να βρεις, έβλεπες πιο πολλά προϊόντα. Και αργότερα πια περάσαμε, φυσικά, στην έννοια του σούπερ μάρκετ, οπότε ήτανε πια χώρος πια συνάντησης και βόλτας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, που ήτανε τότε το «Prisunik Μαρινόπουλος», όπως λεγότανε το σούπερ μάρκετ πια σε κεντρικό σημείο του Χαριλάου. Μας έκαναν εντύπωση τα καρότσια. Πηγαίναμε εκεί μέσα. Πάρα πολλά προϊόντα. Μας έκαναν εντύπωση όλα αυτά τα πράγματα τα τυποποιημένα. Και σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε… Δηλαδή, και για ένα πραγματάκι ήταν χαρακτηριστικό ότι ακόμα λειτουργούσε η έννοια του όπως πηγαίνω στο μπακάλικο και ψωνίζω ένα πράγμα και γυρίζω. Δεν είχαμε ακόμη την έννοια ότι πηγαίνω και κάνω τα ψώνια της εβδομάδας. Λογικό, γιατί βέβαια ο κόσμος… Εντάξει, ακόμα η γυναίκα δεν είχε βγει τόσο πολύ στην παραγωγή και οι χρόνοι, βέβαια, ήτανε διαφορετικοί, γιατί και οι δουλειές των ανθρώπων συνήθως ήτανε κοντά στα σπίτια τους.
Ο δικός μου ο πατέρας, βέβαια, το εργαστήριό του το είχε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη Βασιλέως Ηρακλείου. Το επάγγελμα του πατέρα μου ήταν ένα από τα επαγγέλματα τα οποία ήταν από τα παλιά επαγγέλματα, οι παλιές τέχνες της Θεσσαλονίκης, οι οποίες τώρα πια δεν υφίστανται. Ήτανε φοντοράπτης, οι φοντιατζήδες, όπως λεγόντουσαν. Είναι αυτοί οι οποίοι ασχολιόντουσαν με το πάνω μέρος του παπουτσιού, με όλη την επεξεργασία του. Κι ήταν μια από τις τέχνες που τις μάθαιναν ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά μετά το τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου. Και τις μάθαιναν… Βέβαια, πήγαινε από γενιά σε γενιά. Ο πατέρας μου, ας πούμε, έμαθε την τέχνη από το θείο του. Τα τσαγκαράδικα τότε, δηλαδή όλες αυτές οι βιοτεχνίες, υπήρχανε στο κέντρο, στην περιοχή των Λαδάδικων και στη Βασιλέως Ηρακλείου, στο κέντρο, εκεί στο Καπάνι. Αλλά, στη δεκαετία του ‘70 είχε αρχίσει και κάτι που άνθησε στη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ‘80 μέχρι και αρχές του ‘90 και μέσα του ‘90 περίπου. Ήτανε το φασόν, όπου πλέον υπήρχανε διάφορες οικογενειακές επιχειρήσεις όπου διάφορα μαγαζιά… Δηλαδή, πλέον οι οικοδομές, ας πούμε, χτίζονταν κι είχανε από κάτω διάφορα μαγαζιά. Δεν γινόντουσαν πιλοτές. Γινόντουσαν μαγαζιά όπου… έπαιρναν δουλειές, ας πούμε, και ξέρω ‘γώ. Μια οικογενειακή επιχείρηση έφτιαχνε, ξέρω ‘γώ, παρήγαγε μακό. Άλλος έραβε παπούτσια. Άλλος, ξέρω ‘γώ, έφτιαχνε οτιδήποτε άλλο, ας πούμε, που είχε σχέση, ξέρω ‘γώ, σακάκια. Αυτό ήτανε που έδωσε, βέβαια, και την άνθηση στη δεκαετία του ‘80 της μεσαίας τάξης πια, όπου ασχολείτο με αυτά τα πράγματα. Αυτή ήταν, δηλαδή, η κύρια ενασχόληση των ανθρώπων εκείνη την εποχή, που είχαν, έτσι, πολύ έντονο αυτό το στοιχείο.
Στη δεκαετία του ‘70, τώρα, ένα άλλο, γεγονότα τα οποία σημάδεψαν την… Μάλλον όχι. Να πούμε για το σχολείο; Ναι.
Θα ήθελα να μου πείτε, βασικά… Θα σας γυρίσω τώρα λίγο πίσω—
Ναι—
που λέτε ότι υπήρχε αυτό το έντονο το στοιχείο της γειτονιάς και παίζατε στις πρασιές. Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτό, τι παίζατε, ας πούμε, με τα παιδιά;
Ναι. Λοιπόν, η πρασιά ήταν ένας χώρος, καταρχάς, αρκετά μεγάλος. Και χαρακτηριστικό ότι είχαμε και πρασιές… δηλαδή συγκεντρωνόμασταν, πηγαίναμε από πρασιά σε πρασιά. Δηλαδή, κάναμε και διάφορα meetings, να το πω, συναντήσεις, δίναμε και ραντεβού να πάμε και στην πρασιά άλλων, ας πούμε. Κάναμε βόλτα στις πρασιές! Τα παιχνίδια τα οποία παίζαμε ήτανε, βέβαια, παιχνίδια, ήτανε… τα μήλα, φυσικά. Ήτανε τα αγαλματάκια. Τα κορίτσια οπωσδήποτε τρέλα με το λάστιχο. Κυκλοφορούσαμε μ’ ένα λάστιχο και χοροπηδούσαμε όλη την ημέρα με το λάστιχο. Και άλλα παιχνίδια… με τις μπίλιες. Οι γκαζιές, που… Βέβαια, αυτό ήτανε κατά βάση αγορίστικο παιχνίδι, αλλά παίζαμε και τα κορίτσια με αυτό. Υπήρχε επίσης ένα παιχνίδι με λάστιχο το οποίο λεγότανε τσούπα-τσουπς, το οποίο αυτό το τσούπα-τσουπς ήτανε τι; Έλεγες «Τσούπα-τσούπα-τσουπς» και έκανες διάφορα σχήματα με το λάστιχο και έπρεπε να περάσει κάποιος το λάστιχο χωρίς να τ’ ακουμπήσει. Άμα τ’ ακουμπούσες, έχανες. Και όσο πιο δύσκολα ήταν τα σχήματα τόσο πιο πολύ αύξανε το level, ας πούμε, της δυσκολίας. Γενικά, δηλαδή, οτιδήποτε είχε κίνηση. Μετά άλλα παιχνίδια ήτανε… Αυτά ήταν τα παιχνίδια τα πρωινά. Παιχνίδια απογευματινά του καλοκαιριού ήτανε στις αλάνες όταν έπεφτε ο ήλιος ή σε αλάνα που δεν τη χτύπαγε ο ήλιος τ’ απόγευμα. Εμείς, ας πούμε, στην πολυκατοικία που μέναμε μπροστά είχαμε μια μεγάλη αλάνα, την οποία δεν τη χτύπαγε ο ήλιος το απόγευμα, κι έτσι εκεί πέρα μαζευόμασταν και κάναμε ποδήλατο. Και παίζαμε ποδήλατο και κάναμε τα ποδήλατα και διάφορα άλλα παιχνίδια. Αλλά, ήταν τ’ απογευματινά, το ποδήλατο ήταν απογευματινό. Δεν ξέρω γιατί αλλά είχε καθιερωθεί το ποδήλατο να είναι το απόγευμα. Λοιπόν… Και το μεσημέρι επίσης χαρακτηριστικό, όπου μαζευόμασταν στα σκαλάκια της πολυκατοικίας. Οι πολυκατοικίες είχανε μεγάλες εισόδους κι είχανε κάτι σκάλες, οπότε τα διαμερίσματα ήταν απομονωμένα, οπότε δεν ενοχλούσες να παίξεις, ας πούμε, δεν σε έβγαζε κανείς να σε μαλώσει. Οπότε, δίναμε ραντεβού τα παιδιά της οικοδομής και παίζαμε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια: γκρινιάρη, φιδάκι, Monopoly. Και δίναμε τουρνουά, ας πούμε, είχαμε τουρνουά. Δηλαδή, όλη την ημέρα ήταν αυτό, ήτανε ένα παιχνίδι, ένα ατέλειωτο παιχνίδι! Το απόγευμα δε ένα χαρακτηριστικό που είχαμε ήτανε τι; Περιμέναμε οπωσδήποτε στις 18:00 η ώρα το απόγευμα να περάσει ένας χαρακτηριστικός τύπος της Θεσσαλονίκης, ο Κωστής. Ήτανε θρυλικός αυτός ο Κωστής, γιατί έφερνε βόλτα με το ποδήλατό του από την ανατολική Θεσσαλονίκη μέχρι και τη δυτική. Με ένα ποδήλατο αυτός, ένας τύπος, έτσι, κοντούλης με σγουρό μαλλί και μια χαρακτηριστική τραχιά φωνή. Και τον περιμέναμε σαν θεό γιατί; Γιατί αυτός έφερνε τα γλειφιτζούρια. Ήτανε κάτι γλειφιτζούρια κόκκινα, τεράστια, σε σχήμα κόκορα και κάποια άλλα γλειφιτζούρια τα οποία ήτανε μήλα καραμελωμένα. Και περιμέναμε πότε θα ‘ρθει αυτός να πάρουμε το γλειφιτζούρι. Τρελή χαρά! Περιμέναμε τον Κώστα κι αυτός με χαρά, όμως, δηλαδή το αγαπούσε τόσο πολύ! Κι ήταν χαρακτηριστικό ότι μπορούσες να τον δεις τώρα αυτόν εδώ πέρα. Την ίδια ώρα, ας πούμε, που μπορούσες να τον δεις στο Χαριλάου, μπορούσε να εμφανίζεται και στον Εύοσμο, δηλαδή διακτινιζόταν ένα πράγμα αυτός ο άνθρωπος! Κι χαρακτηριστική ήτανε η φυσιογνωμία αυτή στη Θεσσαλονίκη. Ένα άλλο στοιχείο επίσης στο Χαριλάου ήτανε το εξής, όπως και σε κάθε γειτονιά. Όταν είχαν αρχίσει να δημιουργούνται… Η Θεσσαλονίκη ήτανε πρωτοπόρος πάντοτε στο ραδιόφωνο και γενικά στις τηλεπικοινωνίες, στην τηλεόραση. Ας πούμε, η τηλεόραση για πρώτη φορά, η πειραματική τηλεόραση, γίνεται στο Στρατό, στη Λεωφόρο Στρατού, στο ΄Γ Σώμα Στρατού, όπου γίνονται οι πρώτες εκπομπές της τηλεόρασης στο σημερινό ΕΡΤ3, όπου συνεχίζουν και βρίσκονται, βέβαια. Οι εγκαταστάσεις είναι οι ίδιες από εκείνη την εποχή. Τότε έχουμε και τα πρώτα πειρατικά ραδιόφωνα στη Θεσσαλονίκη, όπου περιμέναμε να παίξουνε, βέβαια, τα τραγούδια της εποχής, αυτά που άρεσαν στους νέους ανθρώπους. Βέβαια, αυτό είχαμε δύο δυνατότητες για να τ’ ακούσουμε. Παίρναμε τηλέφωνο και κάναμε αφιερώσεις κτλ. ή ζητούσαμε από το ραδιοφωνικό παραγωγό να το παίξει το τραγούδι και περιμέναμε απίκο πάνω στο κασετόφωνο της εποχής να το γράψουμε. Κι όταν παρεμβαλλόταν αυτός και μιλούσε, τσατιζόμασταν, γιατί δεν μπορούσαμε να ακούμε ολόκληρο το τραγούδι! Έτσι, λοιπόν, τότε υπήρχανε οι κασετάδες, οι οποίοι ήτανε τύποι που ήξεραν πάρα πολύ καλά, είχανε δίσκους, έπαιρναν δίσκους αυτούς και παρήγαγαν τις λεγόμενες πειρατικές κασέτες. Ένα τέτοιο μαγαζί, λοιπόν, το οποίο ήτανε θρυλικό στο Χαριλάου ήταν ένα ημιυπόγειο με έναν τον οποίον τον λέγαν αυτόν Θόδωρο. Αυτός έφερνε ό,τι καλύτερο υπήρχε σε μουσική για κείνη την εποχή. Μας έγραφε κασέτες και πηγαίναμε, βέβαια, και παίρναμε τις κασέτες. Και βάζαμε απ’ έξω, ας πούμε, και διάφορα αυτοκόλλητα. Τις είχαμε κατά ταξινόμηση! Και πια μες στην τρελή χαρά που είχαμε τις κασέτες. Και μάλιστα, υπήρχανε και διάφορες ποιότητες κασέτας. Η πιο καλή, ας πούμε, κι αυτή που ήταν η πιο ακριβή ήτανε η TDK, όπου όταν άρχισαν μετά στα σούπερ μάρκετ να τις πουλάνε και αυτές άγραφες και πηγαίναμε να μας τις γράψει, ήτανε πιο φτηνή η τιμή, ας πούμε, στην εγγραφή της κασέτας. Οπότε, έτσι, είχαμε αυτό το χαρακτηριστικό. Ένα άλλο τώρα... Λοιπόν, ήτανε αυτό, ναι. Είπαμε, ας πούμε, που είχαμε αυτά τα παιχνίδια… Ναι, τι άλλο από αυτό; Αν θέλουμε κάτι άλλο από αυτό.
Καλά είμαστε. Θέλετε να μου πείτε για το σχολείο;
Λοιπόν, για το σχολείο τώρα. Σχολείο εγώ στο… Στο σ[00:20:00]χολείο όλο το Δημοτικό, νηπιαγωγείο και Δημοτικό το έβγαλα… Πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο, στο Καλαμαρί, Αδαμάντιος Σχολή. Ήταν ένα σχολείο το οποίο τότε… Ήτανε η ελληνογαλλική σχολή και η διεύθυνση ήτανε Γάλλοι. Το είχανε καλόγριες καθολικές. Ήτανε σχολείο για καθολικούς αλλά ήτανε, βέβαια, και για παιδιά ορθοδόξων. Αλλάζαμε μονάχα όταν είχαμε τα θρησκευτικά, που μας τα ‘κανε εμάς η δασκάλα κι εκεί ο αντίστοιχος ιερωμένος καθολικός. Αυτό το σχολείο βρισκότανε στην Ανάληψη, στην περιοχή της Ανάληψης. Ερχόταν, φυσικά, λεωφορειάκι και μας έπαιρνε από τα σπίτια. Όλο το Δημοτικό το τελείωσα εκεί πλην της Ά Δημοτικού, όπου πήγα σχολείο σε ένα ιδιωτικό σχολείο το οποίο υπήρχε ακριβώς μπροστά στο σπίτι μας, σ’ αυτή την αλάνα. Ήταν η αλάνα μεγάλη και είχε και ένα άλλο μεγάλο χώρο που ήτανε το σχολείο «Αθηνά». Αυτή η Αθηνά ήτανε μια παλιά Χαριλιώτισσα, της οποίας το σπίτι συνεχίζει και υπάρχει στο Χαριλάου. Παλιά βίλα του Χαριλάου. Και είχε αυτή ένα δικό της σχολείο εκεί. Και στην Ά δημοτικού πήγα εκεί πέρα και μετά συνέχισα πάλι στο Καλαμαρί. Οπότε, ήταν εκεί. Τώρα, βέβαια… Εγώ έψαχνα και τη φωτογραφία να βρω από κει πέρα. Δεν τη βρήκα τη φωτογραφία. Να δούμε, να δούμε αυτό; Λοιπόν, για να σε βάλω στο κλίμα, να τη δεις. Τώρα έχω την εντύπωση ότι εδώ πρέπει να είναι. Τώρα είναι οχτακόσια χρόνια πίσω η… αυτά εδώ. Τώρα άμα τη βρω…. Αλλά, έχω… από τέτοια… Δεν την… για κάποιο λόγο αυτή τη φωτογραφία, ναι. Ενώ την είχα αυτή τη φωτογραφία, γιατί ήταν το πώς ήταν, ας πούμε, εκείνη την εποχή και τέτοιο. Τέλος πάντων, δεν τη βρίσκω αυτήν τη φωτογραφία. Ωστόσο, έχουμε εδώ πέρα φωτογραφίες, λοιπόν, από το αυτό, από δω αυτό το οποίο λέμε τώρα εδώ. Κάτσε ντε, να… Εδώ είναι στο νηπιαγωγείο στο Καλαμαρί, αυτό το σχολείο που υπάρχει στην Ανάληψη. Με κήπο, φυσικά, όπως φαίνεται. Εγώ διακρίνομαι εδώ με την ωραία κόκκινη κάλτσα! Λοιπόν… Και φορούμε, βέβαια, τις ποδιές. Ήτανε ροζ ποδιά μ’ ένα μπλε κουνελάκι, το οποίο έγραφε «Αδαμάντιος Σχολή» επάνω. Εδώ είμαστε τέτοια κουκλάκια. Εδώ είμαστε στο Δημοτικό, στο σχολείο αυτό. Εγώ εμφανίζομαι κάπου εδώ. Είμαι πάντοτε κρυμμένη και κλαμένη! Δεν ήθελα ποτέ να βγαίνω φωτογραφίες! Και ήμασταν έτσι. Φυσικά, φοράμε τις ποδιές. Είχαμε ποδιές εκείνη την εποχή. Τα ιδιωτικά σχολεία καθόριζαν επίσης το χρώμα της ποδιάς. Η Αδαμάντιος Σχολή, το χρώμα που είχε ήτανε το ραφ, αυτό της Αεροπορίας. Και το αγοράζαμε από ένα μαγαζί, γιατί είχε και ειδικά μαγαζιά που δίναμε την παραγγελία. Είναι ένα μαγαζί το οποίο συνεχίζει και υπάρχει μέχρι και σήμερα στην Εγνατία και ήτανε το μαγαζί «Καπράλος». Ο «Καπράλος» ήτανε γνωστός. Έφερνε αυτό το χρώμα της ποδιάς και επίσης ήτανε γνωστός και για τα τζιν παντελόνια. Το πρώτο ήτανε αυτό, η Εγνατία. Εδώ, φυσικά, πάλι στο σχολείο αυτό με το δάσκαλο αντίστοιχα που έχουμε σε μεγαλύτερες τάξεις. Μεγαλύτερες τάξεις γίνεται πιο σκούρο το τέτοιο. Και βεβαίως, εδώ πέρα που είμαστε σε καρναβάλια. Έχουμε εδώ πέρα, τσακ, είμαστε τα καρναβάλια! Εγώ εδώ πέρα ντυμένη Σπανιόλα! Λοιπόν… Οπότε, έχουμε έτσι όλα αυτά εδώ τα στοιχεία. Οπότε, ήτανε αυτό εδώ με το σχολείο. Ναι. Μισό, κάτσε, εδώ πέρα έχουμε κι άλλο τέτοιο! Εδώ είμαστε στο νηπιαγωγείο, στις γυμναστικές επιδείξεις. Είμαστε ντυμένοι γατάκια. Είναι οικογενειακή φίλη αυτή, έχουμε την ίδια ηλικία τα γατάκια και μας έχουνε πρώτες εδώ, τα γατάκια. Λοιπόν, τι ήταν οι γυμναστικές επιδείξεις; Οι γυμναστικές επιδείξεις ήτανε: Κάθε τάξη του σχολείου στο τέλος πια της σχολικής χρονιάς αναλάμβανε να παρουσιάσει ένα θέμα. Εμείς, ας πούμε, το νηπιαγωγείο ήμασταν οι γατούλες και έπρεπε να κάνουμε, ας πούμε, οτιδήποτε έχει σχέση με την κίνηση της γάτας. Πέφτει κάτω η γάτα, μαζεύει το κουβάρι, έχει διάφορα αυτά. Και είμαστε ντυμένες γάτες. Αυτό είναι το τέτοιο εδώ πέρα, ήτανε οι γυμναστικές επιδείξεις. Ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, ας πούμε, οι γιορτές οι οποίες γινόντουσαν. Μετά…
Συγγνώμη, να ρωτήσω, συγγνώμη.
Ναι.
Γιατί αλλάξατε σχολείο μία χρονιά και μετά επιστρέψατε στο ιδιωτικό;
Ναι. Ιδιωτικό ήταν και η «Αθηνά». Απλά γιατί; Επειδή υπήρχε απέναντι το σχολείο, θεώρησαν οι γονείς μου να με ‘χουν απέναντι για λόγους προστασίας, για να μην με πηγαινοφέρνει το λεωφορείο ή οτιδήποτε. Ωστόσο, δεν άρεσε προφανώς στους γονείς κάτι εκεί πέρα και ξαναγύρισα πάλι στο Καλαμαρί. Αυτό, δηλαδή αυτή, δεν υπήρχε κάποια άλλη λογική. Αργότερα μετά Γυμνάσιο και Λύκειο συνέχισα… Όπως είπα, βέβαια… Τώρα εδώ πέρα από τύχη κιόλας βρέθηκα εδώ πια να είμαι και καθηγήτρια στο σχολείο, στο 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο Χαριλάου. Το 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο Χαριλάου ήτανε το σχολείο το οποίο συστεγαζότανε με το 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο Χαριλάου και ήτανε πάνω στο τέρμα του πάρκου της Νέας Ελβετίας. Λοιπόν, εκείνη την εποχή ήτανε μόνο αυτό το σχολείο. Το ‘78 είχε ξεκινήσει η λειτουργία του ως σχολείου θηλέων. Αργότερα, βέβαια, ήτανε μικτό, στο σχολείο στο οποίο πήγα κι εγώ βέβαια, μικτό σχολείο. Ήτανε μόνο αυτό κι είχε ένα αλσύλλιο απέναντι. Δηλαδή, ήταν μέσα στο δάσος αυτό. Κάποιες φωτογραφίες από κείνη την εποχή. Ας πούμε, εδώ τότε ήταν που χτιζόταν η πρώτη οικοδομή εδώ πέρα. Όλο αυτό το αλσύλλιο, αυτό ήτανε η πρώτη οικοδομή, αυτό εδώ πέρα. Έτσι, ένα στοιχείο για να δούμε για κείνη την εποχή πώς ήταν, ας πούμε. Αυτό εδώ το στοιχείο. Και πήγα εκεί πέρα ας πούμε, στο σχολείο. Τώρα…
Το ‘78 ήταν αυτό;
Όχι, όχι. Εγώ πήγα το ‘81. Το ‘78 ήταν που ιδρύθηκε το σχολείο κι ήταν το θηλέων.
Λοιπόν, αυτό. Τώρα, δεκαετία ‘70 που παραμένουμε. Δύο γεγονότα τα οποία σημάδεψαν πάρα πολύ έντονα τη μνήμη μου και τη μνήμη, πιστεύω, όλων των παιδιών εκείνης της εποχής. Το ένα ήτανε το ‘74 η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, γιατί αυτό σήμαινε επιστράτευση όλων των αρρένων. Οπότε, μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ο πατέρας μου. Το θυμάμαι, λοιπόν, χαρακτηριστικά, όπου… Είμαι τώρα κάπου στο νηπιαγωγείο. Σταματήσαμε το σχολείο, φυσικά. Μαζευτήκαμε στο σπίτι και ο πατέρας μου ήρθε. Αυτό το οποίο μας είπε ήταν να φύγουμε με τη μητέρα μου, να πάμε στη μεγάλη της την αδερφή να συγκεντρωθούμε, γιατί θα τους μαζεύανε κάπου. Δεν ξέρανε, φυσικά, ήτανε απόρρητο. Γιατί θα γινόταν, ας πούμε… Έπρεπε να είναι σε επιφυλακή η Ελλάδα για πόλεμο με την Τουρκία. Και μάθαμε μετά από τέσσερις πέντε μέρες και πήγαμε και τον είδαμε —μας επέτρεψαν— ότι τους είχανε μαζέψει σε μία βίλα στο Ασβεστοχώρι, τη Βίλα Γαλήνη, η οποία συνεχίζει και υπάρχει μέχρι και σήμερα αυτή η Βίλα Γαλήνη. Και τους είχανε μαζέψει εκεί. Το Ασβεστοχώρι ήτανε, βέβαια, τότε πραγματικά ένα χωριό, δεν ήτανε πάρα πολύ… Και δύσκολη η πρόσβασή του. Εδώ, βέβαια, να πω το εξής, ότι το Ασβεστοχώρι το ξέρω γενικότερα. Έχω εμπειρία, έτσι, έντονη από το Ασβεστοχώρι. Γιατί; Γιατί εκεί βρισκότανε το σημερινό νοσοκομείο το Παπαγεωργίου. Τότε λεγότανε Σανατόριο και ήτανε το παλιό νοσοκομείο αυτό, νοσοκομείο το οποίο είχε δημιουργηθεί για τους φυματικούς. Μετά το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διάρκεια, βέβαια, του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου ο κόσμος έπασχε πολύ από φυματίωση και εκεί είχε ιδρυθεί το νοσοκομείο αυτό γιατί είναι απόλυτα ξερό το κλίμα. Και ήτανε εκεί πέρα για όλες τις πνευμονολογικές παθήσεις. Επειδή η μητέρα μου ακριβώς έπασχε από άσθμα, συχνά-πυκνά πηγαίναμε εκεί, γιατί τότε δεν υπήρχαν, ας πούμε, οι θεραπείες που υπάρχουνε σήμερα και συχνά χρειαζόταν νοσηλευτή εκεί. Οπότε, όλο το πέτρινο, ας πούμε, το κτίριο, που λέμε, το παλιό νοσοκομείο, το ξέρω πολύ καλά, το ξέρω από μικρή γιατί πηγαίναμε εκεί λόγω της μητέρας μου. Ένα, λοιπόν, γεγονός ήτανε αυτό. Μετά, το άλλο μεγάλο γεγονός.
Συγγνώμη. Θα ήθελα να σας πω. Εσείς το θυμάστε; Δηλαδή, τότε είχατε πάει στη θεία σας που λέγατε;
Στη μητέρα μου. Α, στη θεία μου το ‘74 το γεγονός. Ναι! Ναι, βέβαια, ναι, φυσικά! Και πολύ έντονο στη μνήμη, γιατί και ολόκληρο παιδάκι και πολύ έντονο, γιατί έφευγε ο μπαμπάς έντρομος. Θυμάμαι, δηλαδή, ο πατέρας μου είχε έρθει —και επειδή η εισβολή στην Κύπρο έγινε τον Ιούλιο του ‘74, ήτανε καλοκαίρι, φυσικά, με πολλή ζέστη. Ο πατέρας μου φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο —θυμάμαι και το πουκάμισο— μ’ ένα μπεζ παντελόνι. Ήρθε. Κρατούσε στα χέρια του —τότε καπνιστής, κάπνιζε— μια τεράστια κούτα τσιγάρα REX, να ‘χει μαζί του για να φύγουν εκεί απευθείας. Σηκωθήκαμε, πήγαμε τότε στη θεία μου. Να φανταστούμε, βέβαια, ότι δεν είχαμε μέσο μεταφορικό. Τα ταξί ήτανε λίγα εκείνη την εποχή. Περιμέναμε το λεωφορείο της εποχής εκείνης για να ‘ρθει και να το κόψουμε με τα πόδια. Η θεία μου έμενε στην οδό Αθηνάς, πάνω στην εκκλησία τη Λαοδηγήτρια εκεί πέρα. Και το λέω αυτό γιατί; Έπεφτε πάρα πολύ μακριά και βεβαίως φοβόμασταν τι θα συναντήσουμε στο δρόμο, γιατί όταν λέμε, ας πούμε, ότι η Ελλάδα είναι σε επιφυλακή, θεωρούσαμε ότι ο πόλεμος είναι στις πόρτες μας. Δεν ξέραμε τι θα δούμε. Γιατί είχαν πει… Δεν είχαν πει για απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά ήτανε κάτι το… αυτό, ότι πρέπει να προσέχουμε, ας πούμε. Και θυμάμαι, σηκωθήκαμε ακριβώς και πήγαμε και συγκεντρωθήκαμε εκεί πέρα. Από κει και πέρα, αυτό το οποίο θυμάμαι είναι ότι δώσανε σε μας τα παιδιά —γιατί ήτανε και τα ξαδέρφια μου. Παίζαμε σ’ ένα δωμάτιο—, μας είχαν δώσει και παίζαμε διάφορα πραγματάκια, ζωγραφίζαμε κτλ. Θυμάμαι τους μεγαλύτερους που προσπαθούσανε να ακούσουνε ειδήσεις από κάπου. Και το χαρακτηριστικό ότι, ενώ είχανε πάρει και τον άντρα της θείας μου, γύρισε μετά από λίγες ώρες. Γιατί; Λέγανε[00:30:00] ότι είχε λευκό βιβλιάριο. Τι σήμαινε το λευκό βιβλιάριο εκείνη την εποχή; Λευκό βιβλιάριο σήμαινε είτε ότι ήτανε προστάτης οικογένειας, είτε ότι είχε κάποιο πρόβλημα παθολογικό, είτε ότι… τι; Ότι είχε… Είτε… Λοιπόν, το λευκό βιβλιάριο σήμαινε επίσης ότι ήτανε άνθρωποι που ήτανε φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση. Πιθανολογώ ότι λογικά πρέπει να ήτανε αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι ήτανε εντάξει, ότι είχανε, ας πούμε, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων το οποίο, ας πούμε, δεν είχαν Αριστερό παρελθόν. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν, ας πούμε, που έπαιζε ρόλο σ’ αυτό, γιατί τότε εκείνη την εποχή, βεβαίως, ξέρουμε ιστορικά ότι έπαιζαν ρόλο και αυτά τα πράγματα. Και βεβαίως, μιλάμε και για μια εποχή, για μια εύθραυστη δημοκρατία —δημοκρατία… Σε μια δικτατορία η χώρα, μεταβατικό καθεστώς, σε πόλεμο να εμπλέκεται. Ήτανε τότε, έτσι, πάρα πολύ δύσκολα. Και θυμάμαι αυτή την εικόνα. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, δεν έχω δηλαδή, αυτό. Αλλά, αυτή ήταν η έντονη ισχυρή μνήμη, ας πούμε, σ’ αυτό.
Το άλλο σημαντικό γεγονός το οποίο έχουμε έντονα στη μνήμη, φυσικά, είναι ο μεγάλος σεισμός του 1978, με προσεισμούς που είχανε ξεκινήσει στα τέλη του 1977. Φυσικά, ήμασταν στο Δημοτικό σχολείο. Κάναμε και προσομοιώσεις για το πώς αυτό. Θα πηγαίναμε κάτω από τα θρανία κτλ. Μας είχαν συνηθίσει, δηλαδή, σε τέτοια πράγματα τα παιδιά, να είμαστε προετοιμασμένα. Και πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί βέβαια ο σεισμός ο μεγάλος έγινε το ‘78 το καλοκαίρι, που ήτανε με κλειστά τα σχολεία. Ο προσεισμός την προηγούμενη μέρα, την παραμονή που είχε γίνει, με βρήκε εμένα να είμαι στο μπαλκόνι του σπιτιού μας μαζί με μια φίλη μου απ’ την οικοδομή και παίζαμε με τις κούκλες μαζί και τα παιδάκια μας, ας πούμε. Κι όπως ήμασταν στο μπαλκόνι, ήτανε μεσημέρι και κάνει ένα μεγάλο σεισμό, που ήτανε στους 5,5 Ρίχτερ, όπου ήτανε πάρα πολύ δυνατός. Και καθώς ήμασταν στο μπαλκόνι, το νιώσαμε πάρα πολύ δυνατά και βεβαίως είχαμε φοβηθεί. Τότε, βέβαια, λέγανε ότι αυτός ήταν κι ο μεγάλος σεισμός και τελείωσε. Την επόμενη μέρα, βέβαια, το βράδυ… Ήταν και ένα χαλαρό κλίμα, γιατί ήτανε και καλοκαίρι. Ο κόσμος… Ήταν τότε και Μουντιάλ, οπότε μαζευόταν και στα σπίτια να δούνε και το Μουντιάλ οι άντρες. Οι γυναίκες ετοίμαζαν στις κουζίνες. Ήμασταν γενικά σε μια χαλαρότητα. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, βρισκόμαστε στο σπίτι, στο διαμέρισμα του ίδιου ορόφου, σε οικογενειακούς φίλους. Εμείς τα παιδιά παίζαμε σ’ ένα δωμάτιο. Οι μαμάδες ετοίμαζαν και οι άντρες βλέπανε το ποδόσφαιρο, οι μπαμπάδες μας. Και ξεκινάει ο σεισμός μ’ ένα βουητό και άρχισε να κουνάει για δέκα δευτερόλεπτα, που ήτανε πάρα πολύ! Θυμάμαι τον πατέρα μου —πέσαν τα φώτα, έσβησε το φως δηλαδή— να σηκώνεται για να ‘ρθει να μας βρει και τον κάθισε κάτω, τον έριξε κάτω δηλαδή η δύναμη του σεισμού. Τότε επικράτησε ένας αλαλαγμός, βέβαια. Άνθρωποι ταραγμένοι να τρέχουμε από τις σκάλες για να φύγουμε, ας πούμε, να προλάβουμε να σωθούμε κτλ. Βγήκαμε όλοι έξω στους δρόμους. Πήγαμε καθίσαμε… Συγκεντρωθήκαμε στην αλάνα που υπήρχε μπροστά μας. Και δεν θα ξεχάσω όταν καθόμασταν κάτω, στο έδαφος δηλαδή, αισθανόμασταν τη γη συνέχεια να κουνάει, γιατί λογικά γινόντουσαν μετασεισμοί για να μπορέσει να εκτονωθεί το όλο θέμα. Βέβαια, τότε ενημέρωση και ραδιόφωνο και τέτοια δεν υπήρχαν, οπότε περιμέναμε έτσι όλο το βράδυ έξω. Την επόμενη μέρα τα νέα άρχισαν να διαδίδονται, βέβαια, στην πόλη. Το μεγάλο σοκ, κι αυτό ήταν που σόκαρε όλους τους Θεσσαλονικείς, ήτανε το γεγονός ότι έπεσε μια πολυκατοικία στην Ιπποδρομίου, όπου εκεί χάθηκαν και τριάντα άτομα. Αυτό ήταν που μας κλόνισε όλους και μας φόβισε. Τα πράγματα πήραν καιρό για να συνέλθουν. Ήταν και καλοκαίρι, βέβαια, και βοηθούσε να το δούμε και λίγο πανηγυράκι, γιατί τι γινότανε; Πάλι μέτρησε η αλληλεγγύη εκείνης της εποχής, όπου και αρκετοί άνθρωποι, ειδικά στην ανατολική πλευρά, που είχανε χαμηλόσπιτα, φιλοξένησαν άλλους ανθρώπους στις αυλές. Κι έτσι κι εμείς βρισκόμαστε κάπου σε μια αυλή στη Βούλγαρη, εκεί τώρα που είναι η γέφυρα της Βούλγαρη, στην οδό Υψηλάντη, εκεί πέρα —ναι εκεί, οδό Υψηλάντη είναι εκεί—, σε μια αυλή, στην αδερφή μιας γειτόνισσας, όπου εκεί ήτανε στρωματσάδα όλος ο κόσμος. Μαγειρεύανε οι νοικοκυρές, παίζαμε εμείς τα παιδιά εκεί. Τα βράδια συγκεντρωνόντουσαν εκεί στην τηλεόραση να μάθουμε νέα, πώς, τι, ας πούμε, ό,τι νέα μαθαίναμε εκείνη την εποχή. Τότε, λοιπόν, η σύσταση που υπήρχε… Είχε έρθει ο στρατός και στις αλάνες και στα γήπεδα έβαζε σκηνές στρατιωτικές για να εγκατασταθούνε διάφορες οικογένειες, γιατί αυτό που είχε βγει ως ανακοίνωση από το τότε υπουργείο ήταν ότι καλό είναι να μην μπαίνουμε στα σπίτια μέχρι που να περάσουν οι μηχανικοί για να εγκρίνουν αν είναι κατοικήσιμα ή όχι. Κι έτσι, λοιπόν, τότε διάφορες οικοδομές… Χαρακτηρίζονταν οι οικοδομές που μπορούσαν να κατοικηθούν, τις βάζανε μπλε. Αυτές που ήτανε ότι ήθελαν κάποιες επισκευές, μπορούσαν οι άνθρωποι να κατοικήσουν, απλά έπρεπε οπωσδήποτε να γίνουν, έτσι, κάποια μερεμέτια, είχανε το πορτοκαλί. Κι αυτές οι οικοδομές που δεν έπρεπε να κατοικηθούν ήτανε με κόκκινο, με τεράστια, έτσι, χαρτιά. Πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε, επίσης, πολλοί άνθρωποι έστελναν τα παιδιά τους σε κατασκηνώσεις. Κι οι κατασκηνώσεις είχαν βγάλει πολλές θέσεις για να στείλουν τα παιδιά, να μας φύγει αυτό το σοκ. Εγώ θυμάμαι ότι τότε με είχε στείλει η μάνα μου στην αδερφή της. Η αδερφή της μητέρας μου είχαν ένα εξοχικό στη Σάρτη, στη Χαλκιδική, και με είχε στείλει εκεί πέρα, έτσι, για όλο το καλοκαίρι, ας πούμε, να βρίσκομαι εκεί, για να ξεπεραστεί αυτό το σοκ. Και φυσικά, απ’ το ‘78 και μετά ξεκίνησε, ας πούμε… Κανονικά μετά μπήκαμε και στο σχολείο. Τότε εκείνη την εποχή επίσης αυτό το οποίο θυμάμαι ήτανε τι; Τα παιδιά τα οποία δίνανε τότε τις Πανελλαδικές εκείνης της εποχής κι ήταν έτοιμα να τα δώσουν, ας πούμε, τον Ιούνιο, είχαν αναβληθεί οι εξετάσεις και δόθηκαν το Σεπτέμβριο, ενώ προετοιμαζόντουσαν γι’ αυτό, γιατί τα παιδιά βέβαια λόγω της κατάστασης δεν μπορούσανε να δώσουνε τις Πανελλαδικές. Και είχε αναβληθεί για το Σεπτέμβριο, είχαν αναβληθεί οι εξετάσεις. Δηλαδή, είχε φέρει μια σειρά από τέτοιες… αυτές. Από τότε και μετά άρχιζαν τα σπίτια, βέβαια, να χτίζονται πιο με τους κανόνες τους καινούριους κτλ., λαμβάνοντας υπόψη φυσικά όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης. Το χαρακτηριστικό, βέβαια, πάντοτε, όπως σήμερα έχουμε, ας πούμε, τους λοιμωξιολόγους… τότε οι σεισμολόγοι. Κι ο κορυφαίος των σεισμολόγων πια, που θεωρήθηκε ο Mr. Σεισμός, ήτανε ο τότε καθηγητής ο Παπαζάχος, ο οποίος ήταν αυτός που έδινε και την πιο έγκυρη ενημέρωση, εδώ το Γεωδυναμικό Θεσσαλονίκης. Τότε το σεισμό είχανε πει ότι ήτανε στα 6,5 Ρίχτερ. Η Uppsala, που ήτανε στη Σουηδία, το μεγάλο Γεωδυναμικό, έδινε 6,8 Ρίχτερ. Ήτανε τότε εκείνης της εποχής. Έτσι, αυτό το χαρακτηριστικό.
Παράλληλα βέβαια, πάντα όπως συμβαίνει και πολύ περισσότερο, βέβαια, και σε κείνη την εποχή, που δεν υπήρχε και ενημέρωση και το μέτρο γινόταν χιλιόμετρο, άρχισαν να επικρατούνε και διάφοροι μύθοι για το τι έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Θεσσαλονίκη, ότι, ας πούμε, το είχε προφητεύσει μια γριά η οποία κυκλοφορούσε κάπου εκεί πέρα στην οδό Ιπποδρομίου και έβγαινε κάποιες συγκεκριμένες μέρες ή και ώρες πριν γίνει ο μεγάλος σεισμός και έλεγε και την προφητεία αυτή, ότι η πόλη θα καταστραφεί γιατί είχε την κατάρα της επειδή αυτή είχε χάσει το γιο της, την κόρη της, κάτι τι είχε γίνει. Και τέλος πάντων, είχε δώσει αυτή η γριά, είχε δώσει κατάρα. Και γινόντουσαν κάτι τέτοια, λεγόντουσαν πολλά τέτοια πράγματα. Κι έτσι κι όλο αυτό το στοιχείο, ας πούμε, γινόταν. Οι πιο παλιοί χαρακτηριστικά λέγανε το εξής —μάλιστα, και το άλλο, και το ‘74 που είχε γίνει… Ναι! Το ‘74. Αυτό αξίζει και σαν μύθος. Το ‘74, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, θυμάμαι τότε, όταν είχαμε πάει στη θεία μου… Η θεία μου είχε μία φίλη η οποία έμενε στο Τσινάρι. Λοιπόν, παλιά Θεσσαλονικιά, η οποία ήτανε με το βασιλιά. Λοιπόν, και έλεγε αυτή ότι δεν θα πρέπει να φοβηθούμε τίποτα που θα γίνει με την Κύπρο κτλ. Γιατί; Γιατί ήρθε η ώρα για να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη. Διότι υπήρχε ο μύθος ότι την Κωνσταντινούπολη Κωνσταντίνος την έχασε, Κωνσταντίνος θα την πάρει. Και ήταν ο Κωνσταντίνος ο αυτό, ο τέως. Και θα την πάρει. Γιατί λέει; Από το δάχτυλό του, που θα κοπεί, θα χυθεί τόσο αίμα που θα πνίγονται μοσχάρια στο αίμα. Και έτσι, λέει, ας πούμε, μ’ αυτόν τον τρόπο θα πάρουμε εμείς την Κωνσταντινούπολη. Και περίμενε τότε να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη. Τη θυμάμαι, δηλαδή, περιχαρή. Τη λέγαν αυτή κυρία Φιλάνθη. Εγώ τη θυμάμαι τότε. Ήταν 800 ετών τότε! Τώρα είναι 900 ετών. Φυσικά, δεν υπάρχει στη ζωή. Λοιπόν, ο κόσμος πώς πίστευε σε τέτοια πράγματα, ας πούμε, και σε τέτοιους μύθους; Αυτό, βέβαια, το πιστεύανε γιατί; Ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, ο τέως, γεννήθηκε με μια γενετική ανωμαλία. Γεννήθηκε με έκτο δάχτυλο στο πόδι του που. Ήτανε μια γενετική ανωμαλία. Και πιστεύαν ότι αυτό ήτανε Θεού σημάδι, έτσι; Και έπαιζε ρόλο αυτό στην τότε εποχή.
Τώρα, στη δεκαετία του ‘70, σε επίπεδο πόλης-κέντρου τι θυμόμαστε… Λοιπόν, σε επίπεδο πόλης-κέντρου τώρα, στη δεκαετία του ‘70, βρισκόμαστε… Έχω εδώ και άλλα, έτσι, τέτοια. Λοιπόν, δεκαε[00:40:00]τία ‘70 μπροστά στο Μέγα Αλέξανδρο. Εδώ εγώ μαζί με τη φίλη μου. Ο μπαμπάς μου εδώ πέρα στην αυτήν. Έτσι, κάνουμε βόλτα. Είναι η κλασική βόλτα της Κυριακής. Και οπωσδήποτε πάντοτε να βγούμε φωτογραφίες. Από πλανόδιους φωτογράφους γίνεται αυτό το πράγμα. Οπωσδήποτε. Εδώ είμαστε στον Ξαρχάκο, στον Ξαρχάκο τώρα. Τότε υπήρχε ο ζωολογικός κήπος της Θεσσαλονίκης. Και ο ζωολογικός κήπος στο κέντρο εδώ πέρα, πάλι εδώ. Μπροστά εδώ η αρκούδα κι εμείς εδώ πέρα. Σε τέτοια εκείνης της εποχής. Ήτανε ο ζωολογικός κήπος τότε, που ήταν στο κέντρο της πόλης. Εδώ… Πάλι είμαστε δεκαετία του ‘70. Εδώ που… Εδώ πέρα είναι, που τον πύργο του ΟΤΕ τον φτιάχνουν, τον κάνουν, τον υποστηρίζουν κτλ. Στον πύργο του ΟΤΕ. Δύο πύργους, Ο Λευκός πύργος και αυτός και έπρεπε να βγαίνουμε. Το αμάξι εδώ… Η Θεσσαλονίκη πώς ήμασταν, ας πούμε, και πώς ντυνόταν τότε ο κόσμος εκείνη την εποχή. Βόλτα Κυριακής είναι αυτό! Κυριακάτικα έπρεπε να είμαστε ντυμένοι με γραβάτες, με τέτοια οι μπαμπάδες, αυτά, με χαρά να πάμε να κάνουμε βόλτα, ας πούμε. Και οπωσδήποτε να βγούμε φωτογραφίες ατέλειωτες.
Θυμάστε έντονα κάποια απ’ αυτές τις βόλτες σας;
Ναι, φυσικά. Το χαρακτηριστικό ήτανε ότι πηγαίναμε…. Οπωσδήποτε έπρεπε να βγούμε φωτογραφία. Οπωσδήποτε έπρεπε να βγούμε φωτογραφία. Αυτό ήτανε χαρακτηριστικό. Και έχουμε εδώ, εδώ το στοιχείο… Και εδώ πάλι, δεκαετία του ‘70. Η ασπρόμαυρη. Προφανώς πρέπει να ‘ναι το ίδιο, γιατί, ναι, εκείνη την ημέρα έπρεπε να βγαίνουμε φωτογραφίες εμείς, δεν κάναμε τίποτα άλλο! Λοιπόν, εδώ πέρα τώρα. Τι θυμόμαστε εδώ χαρακτηριστικά; Βόλτες. Να παίρνουμε… Εκεί πέρα ο Πύργος είχε, όπως και τώρα πρέπει να… τους πλανόδιους στραγαλατζήδες κτλ. κι αυτά. Κι εμείς παίρναμε από έναν συγκεκριμένο ο οποίος τα είχε πάρα πολύ ωραία. Στραγάλια, σταφίδες, διάφορα τέτοια πράγματα. Αλλά, δεν τα παίρναμε για μας. Τα παίρναμε για να ταΐζουμε τα περιστέρια! Το περιστέρι… Το τι αυτό έτρωγε το περιστέρι! Και μάλιστα, είχαμε το συνήθειο —εγώ το περίμενα και με πολύ μεγάλη χαρά, γιατί έπαιρνα κι από το σπίτι οτιδήποτε έμενε σε ψωμί και το ‘παιρνα για να ταΐζω τα περιστέρια! Δηλαδή, έχω ταΐσει περιστέρια στην παραλία εδώ και στην Αριστοτέλους, δεν το συζητώ! Το περιμέναμε με μεγάλη χαρά, γιατί ήταν και η επαφή με τους πατεράδες, γιατί οι μπαμπάδες δουλεύανε. Πότε να τους δούμε τους μπαμπάδες; Τους βλέπαμε τότε, που ήταν η τρελή χαρά να δούμε τον μπαμπά, ας πούμε, να βγούμε έξω! Οπότε, ήτανε, έτσι, αυτό το στοιχείο. Λοιπόν, οπότε ήταν αυτό το χαρακτηριστικό. Εδώ τώρα, έτσι, για την ιστορία, εδώ είναι από την Κασσάνδρου 17. Η μητέρα μου. Και είναι εδώ πέρα 20 χρονών, σε ταράτσα σπιτιού. Είναι χαρακτηριστικό ταράτσα, γιατί ήτανε από τα σπίτια που άρχισαν πια να ανοικοδομούνται αυτά, ενώ όλα τ’ άλλα είναι, ας πούμε, μονοκατοικίες. Δεκαετία του ‘60, φυσικά, είναι εδώ πέρα. Και εδώ, όπως χτίζεται εδώ —μαζί με τη γιαγιά μου, βέβαια—, όπως χτιζόταν εκείνη την εποχή, έτσι, η ανοικοδόμηση εκείνη την εποχή που γίνεται. Εδώ τώρα είμαστε… Όχι, αυτό μετά θα το δούμε, γιατί είναι δεκαετία ‘80 αυτό. Ναι, ναι, αυτά πάνε ‘80. Οπότε, να ‘χουμε και μια τέτοια, μια σειρά.
Ας γυρίσουμε στις βόλτες σας.
Ναι.
Για το ζωολογικό κήπο, την αγορά στην Εγνατία που μου ‘πατε…
Λοιπόν, την αγορά στην Εγνατία! Τώρα, αγορά στην Εγνατία σήμαινε πανηγύρι. Και αναφέρομαι στην Εγνατία και δεν λέω για τους χαρακτηριστικούς δρόμους που είναι πια σήμερα, Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, στη Θεσσαλονίκη. Γιατί; Η Εγνατία τότε ήταν η Εγνατία η οποία έσφυζε από ζωή, κόσμο και πάρα πολύ μεγάλη… Δηλαδή, ήταν ο οικονομικός πνεύμονας της πόλης. Γιατί αυτό; Η Εγνατία είχε τότε τα μεγάλα μαγαζιά και έδινε το σύνθημα, ας πούμε έτσι, στις γιορτές, σε εκπτώσεις και οτιδήποτε. Ένα από τα μαγαζιά που συνεχίζει και υπάρχει μέχρι και σήμερα, το οποίο ήτανε το μεγάλο πολυκατάστημα της εποχής, ήταν ο «Δημητριάδης», το οποίο βρίσκεται στην Κολόμβου. Εκεί, λοιπόν, πηγαίναμε και αγοράζαμε πράγματα που είχανε να κάνουνε με αυτά, με κουρτίνες, με σεντόνια με τέτοια. Ήταν τα καλύτερα αυτά που… Κουβέρτες. Οι κουβέρτες τότε οι πολύ καλές, ας πούμε, ήταν οι κουβέρτες οι Vetlans Naoussa. Αυτές ερχόντουσαν απ’ το εργοστάσιο που υπήρχε αντίστοιχα στη Νάουσα, τα μεγάλα υφαντουργικά εργοστάσια που υπήρχαν τότε και διοχετεύονταν στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Η Εγνατία τότε έσφυζε από ζωή γιατί; Ήτανε τα χρυσοχοεία, πολλά χρυσοχοεία, που έχουνε μείνει ακόμα και σήμερα και δηλώνουν εκείνη την εποχή. Ήτανε χρυσοχοεία και… Είχαμε πολλούς, κι από τους Εβραίους που κρατούσαν αυτά. Ντάξει, ήτανε λογικό αυτό να υπάρχει. Και πηγαίναμε εκεί για να κάνουμε τα διάφορα ψώνια. Επίσης, υπήρχε ένα άλλο μαγαζί στην Ερμού, που ήταν το μαγαζί «Η Μέλισσα» —τώρα είναι «Καπετάνιος»—, που ήταν πάλι με την ίδια λογική. Είχε κάλτσες, είχε… Τέτοια πράγματα, ας πούμε, ψωνίζαμε από κει. Χαρακτηριστικό εκεί πέρα… Μου άρεζε από κει να ψωνίζουμε γιατί; Εκεί δίπλα είχε το στέκι του ένας ζητιάνος, αλλά ήτανε ζητιάνος πολύ κομψός. Ποιος ήταν αυτός; Ήταν ένας κύριος ο οποίος έπαιζε ακορντεόν. Ήτανε ντυμένος με κοστούμι, περιποιημένος, καθαρός. Ήταν τυφλός ο άνθρωπος αυτός και έπαιζε πολύ ωραίο ακορντεόν. Και μου έμεινε χαρακτηριστική η φυσιογνωμία αυτή, γιατί και ωραία έπαιζε και είχε αποτελέσει το έναυσμα για να γράψω μια έκθεση στο σχολείο γι’ αυτόν. Στο Γυμνάσιο, ας πούμε, ξέρω ‘γώ, διδαχθήκαμε το μάθημα, την ενότητα «Η Περιγραφή». Και θυμάμαι, μας έβαζαν να περιγράψουμε τύπους και περιέγραψα αυτόν τον τύπο! Και ήταν μια απ’ τις πολύ καλές μου εκθέσεις, γιατί ακριβώς ήταν αυτή η φιγούρα. Μου ‘χε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση! Και θυμάμαι όταν δεν τον βρίσκαμε κάποια στιγμή —γιατί προφανώς δεν ξέρω τι μπορεί να είχε πάθει ή οτιδήποτε—, είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ, γιατί μου ήτανε πάντοτε εκεί! Και περίμενα πότε θα πάμε να του αφήσουμε κάτι. Ή στις γιορτές θυμάμαι ότι πάντοτε παίρναμε, ξέρω ‘γώ, κάποια γλυκά και του δίναμε και το περίμενα αυτό! Αλλά, δεν... Τον θυμάμαι ως ότι δεν ήτανε ζητιάνος, ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να κάνει αυτό, γιατί δεν έβλεπε καλά. Ήταν πάντοτε περιποιημένος. Αυτή η φυσιογνωμία δίπλα στη «Μέλισσα». Ήτανε χαρακτηριστικός αυτός. Ένα άλλο μαγαζί εμένα το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ —απ’ τα μεγάλα μαγαζιά πια. Βαδίζουμε τώρα στην οδό στην Ερμού, γωνία με Αριστοτέλους— ήτανε ο «Κλαουδάτος». Ο «Κλαουδάτος», λοιπόν, μ’ άρεσε πάρα πολύ γιατί ήτανε πολυκατάστημα και είχε σκάλες κυλιόμενες. Και μένα μ’ άρεζε να ανεβαίνω και να κατεβαίνω τις σκάλες. Τρελή χαρά! Περίμενα πότε θα ανέβουμε και θα κατέβουμε τις σκάλες. Και πηγαίναμε και κάναμε βόλτα εκεί πέρα. Ωστόσο, εμένα μου άρεσε αυτό πολύ, αλλά βέβαια συνοδευόταν πάντοτε και με τις παρατηρήσεις της μητέρας μου και τη γκρίνια της. Γιατί; Είχε σακούλες πλαστικές οι οποίες είχανε μπλε χρώμα και μία κίτρινη κουκίδα. Αυτό το μπλε χρώμα της σακούλας, όμως, έβγαινε πάνω στα χέρια, στα ρούχα. Κι εγώ όπως τα κρατούσα αυτά, λερωνόμουνα με τα μπλε. Σαν μελάνι, σαν να κολλούσε μελάνι. Λοιπόν, αλλά εγώ είχα τη μανία με τον «Κλαουδάτο», πότε θα πάμε στον «Κλαουδάτο». Τρελή χαρά! Εκεί στην Ερμού επίσης υπήρχε και το εμβληματικό μαγαζί, που τώρα είναι πια στην Κομνηνών, το καφέ των Λουμίδη, όπου εκεί πάντοτε με το που έφτανες λίγο στο τετράγωνο εκεί πέρα που έστριβες μύριζε καφέδες, μύριζε ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς, σε λουκούμια, σε καραμέλες. Και τα είχε όλα αυτά τα πράγματα κι ήτανε σαν ένας κόσμος μαγικός! Από τότε. Και γι’ αυτό μέχρι σήμερα μου ‘χει μείνει το συνήθειο να πηγαίνω στην Κομνηνών να αγοράζω καφέ από του «Λουμίδη». Και πάντα έχω τις αναμνήσεις αυτές. Μετά, μου άρεσε πάρα πολύ πια όταν, για να περάσουμε κι απ’ το μαγαζί του πατέρα μου, κατεβαίναμε και πηγαίναμε στη Βασιλέως Ηρακλείου. Φυσικά, τα Λουλουδάδικα πάντα. Υπήρχε επίσης ένα μαγαζί το οποίο… Έχω την… όχι έχω την εντύπωση, υπάρχει και σήμερα. Ήταν το μαγαζί «Παυλάκης». Στο μαγαζί «Παυλάκης» πηγαίναμε να αγοράσουμε οτιδήποτε είχε σχέση με την κουζίνα: ανοιχτήρια, κάτι, πρόχειρα ποτήρια, μπρίκια. Μέχρι και τώρα, είναι η αλήθεια, βρίσκεις κάτι σπάνια μπρίκια. Δεν μπορείς να τα βρεις αλλού. Εκεί βρίσκεις ό,τι θέλεις σε τέτοια πράγματα, όχι κάτι μπρίκια, κάτι μουσαμάδες για τα τραπέζια, κάτι… αυτά, βέργες για τις πίτες. Ήταν από κει χαρακτηριστικά, ψώνιζες από κει. Και επίσης, και το άλλο μαγαζί το οποίο συνεχίζει και υπάρχει κι αυτό σήμερα, ο «Κοσμάς», όπου ήτανε το delicatessen των Θεσσαλονικέων. Μέχρι και σήμερα πάντοτε τα πιο ωραία, τα πιο σπάνια αυτά σε τυριά, σε τσάγια, σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Και τ’ αγοράζαμε πάντοτε από κει. Αυτό ήτανε το χαρακτηριστικό. Η ωραία ανάμνηση, επίσης, μια απ’ τις πολύ ωραίες αναμνήσεις, φυσικά, ήτανε το Καπάνι, όπου εμένα μου άρεζε όταν πηγαίναμε στην αγορά Βλάλη ειδικά, που μου ‘χει μείνει χαρακτηριστικά στην αγορά Βλάλη η μυρωδιά από τις ελιές, γιατί έχει αυτά. Και πηγαίναμε και παίρναμε ελιές για τη Σαρακοστή. Άρεσαν πολύ στη μητέρα μου και στον πατέρα μου. Τρώγαν τα σαρακοστιανά. Και πηγαίναμε από κει πέρα και παίρναμε ελιές. Και μου ‘μενε πάντα τότε αυτή η μυρωδιά της ελιάς. Και μου ‘κανε εντύπωση πάντοτε, μ’ άρεζε πάντα η βόλτα εκεί μες στις καμάρες και πάρα πολύ εκεί που πουλάνε τα ψάθινα, κάτι ψάθες, κάτι καρέκλες. Και θυμάμαι ότι υπήρχανε ψάθινες καρέκλες —και τώρα τις φτιάχνουνε—, αλλά είχες τη δυνατότητα να επισκευάσεις και καρέκλες δικές σου. Και θυμάμαι ότι είχαμε κάποιες καρέκλες τέτοιες που τις δίναμε για επισκευή. Δηλαδή, αυτό, το ότι οι άνθρωποι τότε δεν πετούσανε κάτι αλλά έπρεπε να το επισκευάσουν, να το εξαντλήσουν στη χρήση του και μετά, ας πούμε, να το δώσουν, ας πούμε, κάπου, να το πετάξουν, ας πούμε. Οπότε, πηγαίναμε έτσι εκεί. Αυτό που μου άρεσε επίσης στη Βασιλέως Ηρακλείου εκεί —και τα Λουλουδάδικα, όπως είπαμε— ήτανε και το [00:50:00]εξής, όταν Μεγάλη Βδομάδα, τη Μεγάλη Παρασκευή, όπου πηγαίναμε, κατεβαίναμε παίρναμε τον πατέρα μου και πηγαίναμε για να παρακολουθήσουμε τον επιτάφιο του Αγίου Μηνά. Ο επιτάφιος του Αγίου Μηνά… Ο Άγιος Μηνάς βρίσκεται στην Ίωνος Δραγούμη. Προστάτης των εμπόρων. Και είναι πάντοτε, μέχρι και σήμερα, η πρώτη περιφορά του επιταφίου που γίνεται. Και γινόταν διασταύρωση και μαζί με άλλους επιταφίους, και με τον Επιτάφιο απ’ τον Άγιο Δημήτριο. Κι ήτανε μια πάρα πολύ ωραία εκδήλωση. Τότε, βέβαια, δεν υπήρχανε ανοιχτά μαγαζιά ή οτιδήποτε. Όλα κλείναν. Μεγάλη Παρασκευή δεν υπήρχε τίποτα, πολύ περισσότερο φαγάδικα και τέτοια. Παρά μόνον υπήρχαν ανοιχτά τα κεντρικά ζαχαροπλαστεία και κείνα όχι για να πουλήσουνε γλυκά ή οτιδήποτε, αλλά για να πουλήσουνε γλυκά νηστίσιμα και δη τα σκαλτσούνια και τις ταχινόπιτες. Και παίρναμε σκαλτσούνια από ένα απ’ τα ωραία ζαχαροπλαστεία, τον «Αργυρόπουλο», ο οποίος «Αργυρόπουλος», βρισκότανε στη Βενιζέλου. Και πηγαίναμε από κει και παίρναμε σκαλτσούνια. Λοιπόν, οπότε ήτανε αυτό, έτσι, το χαρακτηριστικό. Και βέβαια, και μετά, ας πούμε έτσι, επιστρέφαμε σπίτι. Αυτή τη βόλτα την περίμενα ιδιαίτερα. Η Μεγάλη Παρασκευή μ’ άρεσε ιδιαίτερα, έτσι, αυτό το χαρακτηριστικό, γιατί συνδυαζόταν και με μυρωδιές, έτσι, πάρα πολύ ωραίες. Δηλαδή, όλες αυτές οι πασχαλινές μυρωδιές, έτσι, όλα αυτά τα στοιχεία. Περνούσαμε δε ταυτόχρονα και παίρναμε, έτσι, τις βανίλιες ή γλυκά του κουταλιού κτλ. από το παραδοσιακό μαγαζί, τον «Παπαγεωργίου», που βρίσκεται στην Αγίου Μηνά στην οδό. Και μ’ άρεσε κι εκεί και μου άρεσε το χαρακτηριστικό ότι ήταν ένα μαγαζί με τους… Αυτοί φορούσανε κάτι ποδιές μακριές, να πούμε έτσι, μεγάλες, αυτές! Δηλαδή, παραδοσιακοί πωλητές, ας πούμε, του μαγαζιού αυτού ένα αντίστοιχο. Οπότε, ήταν αυτό, ας πούμε, για το κέντρο της Θεσσαλονίκης, έτσι. Ένα άλλο σημαντικό σημείο αναφοράς, ας πούμε, ήτανε και η περιοχή στην Αγίου Δημητρίου και Κασσάνδρου. Κι αυτό γιατί; Γιατί, βέβαια, ντάξει, ήταν το πατρικό της μητέρας μου. Φυσικά, έμενε η μεγάλη της η αδερφή εκεί, οπότε ήτανε και εκείνη η περιοχή ιδιαίτερα, έτσι μου άρεσε εμένα… οι βόλτες που κάναμε, βόλτες που είχανε να κάνουνε βέβαια με το «Ιντεάλ», ένας μεγάλος κινηματογράφος της Θεσσαλονίκης, όπου κι εκεί έχουμε δει ελληνικές ταινίες… οι πρώτες έγχρωμες ελληνικές ταινίες, τέλη δεκαετίας ‘70-‘80, έτσι, αυτές που βλέπαμε. Και επίσης, μου άρεσε να πηγαίνουμε… Ένα άλλο σημείο ήτανε ποιο; Στην Αποστόλου Παύλου. Γιατί τους βλέπω… Ας πούμε, συγγενείς είχαμε… Οπότε, όταν πήγαινες σε ένα συγγενή, ξεκινούσες από το πρωί. Εδώ θέλουμε να πούμε το εξής: Όταν ήταν να πας κάπου, πρώτον έπαιρνες τηλέφωνο βέβαια, για να τον βρεις τον άλλον εκεί. Ωραία. Οπότε, ξεκινούσες από το πρωί. Πηγαίναμε το πρωί και, αν υπήρχαν κι άλλοι συγγενείς εκεί γύρω, κάναμε επίσκεψη όλη την ημέρα, δηλαδή ήτανε αφιερωμένη εκεί, γιατί ήτανε δύσκολη ακριβώς η πρόσβαση σ’ αυτό και για να διαθέσεις μέρα. Και είναι το χαρακτηριστικό. Αυτό δεν το κάναμε μόνο εμείς, αλλά ήταν χαρακτηριστικό των οικογενειών εκείνης της εποχής, όπου η κάθε νοικοκυρά πήγαινε να φτιάξει και κάτι. Ας πούμε, η μαμά μου έφτιαχνε πολύ ωραίες πίτες, οπότε πήγαινε και στρωνόταν στη δουλειά. Δεν… Tο μεροκάματο το ‘βγαζες, το φαγητό σου, έτσι. Δεν… Έπρεπε να μαγειρέψεις! Μου άρεσε, λοιπόν, πηγαίναμε, γιατί εκεί κάναμε και επίσκεψη στου θείου μου το σπίτι, που βρισκότανε πίσω από το τουρκικό προξενείο. Οπότε, για κάποιον περίεργο λόγο —δεν ξέρω— μου άρεσε να βγαίνω εκεί στο μπαλκόνι και να χαζεύω το τουρκικό προξενείο. Μη χειρότερα! Μ’ άρεσε αυτό. Δεν ξέρω γιατί μου ‘κανε εντύπωση. Τι να πω; Και μου άρεσε εκεί πέρα να πηγαίνουμε. Και κάναμε σ’ αυτό. Επίσης, επισκεπτόμασταν… πηγαίναμε… Όταν πια… Κάποιες φορές, ας πούμε, μ’ άφηνε η μάνα μου να μείνω στη θεία μου για να παίξω εκεί πέρα με τον ξάδερφό μου. Και πια ήταν μεγάλη χαρά, γιατί θα παίζαμε κιόλας εκεί. Και μου άρεζε γιατί η θεία μάς έπαιρνε και πηγαίναμε και επισκεπτόμασταν μια φίλη της στο Τσινάρι, Τσιναριώτισσα παλιά. Και μου άρεσε να την ακούω αυτή να λέει διάφορες ιστορίες για το Τσινάρι. Και διηγείτο πάρα πολύ ωραία, πώς είδαν εκεί πέρα τους πρόσφυγες, πώς ήρθαν. Γιατί ήταν μεγάλη σε ηλικία. Και την άκουγα πολύ ωραία. Και μου άρεζε επίσης το σπίτι της, όπου ήτανε ψηλοτάβανο. Είχε γείσο. Τα γείσο ήτανε… σκαλιστά, σκαλιστά λουλουδάκια, δηλαδή και το ταβάνι ήτανε σαν να έβλεπες, ας πούμε, έργο Τέχνης. Και καθόμουνα και το χάζευα! Αλλά, ήταν ένα σπίτι το οποίο έμπαινες μέσα… Με το που πατούσες κουνιόταν όλο το σπίτι. Δεν ήταν αυτό το πράγμα. Καθρέφτες, αυτοί οι καθρέφτες που ήτανε… Δεν στηριζόντουσαν καλά —όχι, στηριζόντουσαν καλά, απλά ήτανε, έτσι, είχανε κλίση. Και τον έβλεπα αυτόν τον καθρέφτη. Εγώ καθόμουν και το χάζευα και θεωρούσα ότι ο καθρέφτης θα πέσει απάνω μου, ας πούμε! Αλλά, καθόμουν και τον χάζευα τον καθρέφτη! Τα κεντητά! Και επίσης τα σπίτια ότι ήτανε… Έπαιρναν αέρα από παντού, δηλαδή έμπαινε, ο αέρας διαχεότανε μέσα. Και, ας πούμε, δεν καταλάβαινες τις ζέστες, που θα είχε και ζέστη τότε αλλά ο κόσμος ήταν… Ντάξει, και άλλες οι κλιματολογικές συνθήκες. Και μου ‘κανε αυτό το πράγμα εντύπωση. Οπότε, ήτανε αυτό. Το Τσινάρι επίσης ήτανε γνωστό και στην οικογένειά μου για ποιον άλλο λόγο; Υπήρχε το συνήθειο οι άντρες εκείνη την εποχή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνανε και παίρνανε ρετσίνα από το Τσινάρι. Και ταυτόχρονα εκεί, στο μαγαζί που ‘παίρναν τη ρετσίνα, στηνόταν για το έθιμο ένα παιχνίδι μπαρμπούτι, ζάρια. Και γινόταν έτσι αυτός ο χαβαλές, ας το πούμε, πριν αλλάξει ο χρόνος. Κι αφού γινόταν αυτό το παιχνίδι, μετά ερχόντουσαν στο σπίτι, βέβαια, για την αλλαγή του χρόνου. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό. Και το είχαν όλοι. Δηλαδή, και ο πατέρας μου και ο θείος μου και όλοι αυτοί έτσι, ας πούμε, είχαν αυτό το στοιχείο. Οπότε, είχαμε αυτό. Άλλη τέτοια από την περιοχή εκεί, αυτό που μου άρεσε ήτανε στη Μονή Βλατάδων, όταν… Η Μονή Βλατάδων γιορτάζει του Σωτήρος. Και μου άρεσε. Με έπαιρνε η θεία μου και πηγαίναμε και μου άρεσε εκεί πέρα. Γιατί; Γιατί, έβγαζαν τότε τα παγώνια. Και καθόμουν και χάζευα τα παγώνια και ακουγόντουσαν παντού τα παγώνια και κάνανε βόλτα αυτά. Και τρελαινόμουν να πάω να δω τα παγώνια. Γινόταν το πανηγύρι και μου άρεζε πάρα πολύ αυτό! Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Και κάτι άλλο εκεί επίσης ήτανε: Στην περιοχή του Αγίου Παύλου οι γονείς μου είχαν οικογενειακούς φίλους και είχαν ένα κοριτσάκι και πηγαίναμε εκεί πέρα και παίζαμε μ’ αυτό. Αυτό που μου άρεζε ήταν τι; Ήταν οι πρώτες οικοδομές εκεί. Ήτανε μια… Αυτοί μένανε στον τρίτο όροφο κι ήταν ρετιρέ, ας πούμε, ο τρίτος όροφος και είχανε όλη τη Θεσσαλονίκη πιάτο. Και μου άρεσε εκεί που βλέπαμε αυτό. Και πηγαίναμε καλοκαίρια και παίζαμε εκεί πέρα στο μπαλκόνι αυτό. Επίσης, εκεί υπήρχε και μια οικογενειακή ταβέρνα, στα μπαλκόνια της Θεσσαλονίκης. Ήταν ο «Φωτισμένος Βράχος». Και αυτός ο «Φωτισμένος Βράχος» λεγόταν ακριβώς έτσι, «Φωτισμένος Βράχος», γιατί όπως ήταν αυτό και φαίνεται ο βράχος από κάτω, ήτανε φωτισμένος με φώτα τα οποία άλλαζαν και είχε και ένα, έτσι, σαν καταρράκτη, έτσι, μικρούλη. Οπότε, και το νερό έπαιζε με διάφορα χρώματα. Και καθόμασταν και χαζεύαμε τα χρώματα, ας πούμε. Δηλαδή, μου έκανε εντύπωση αυτό. Και περιμέναμε πώς και πώς να πάμε εκεί πέρα για να πάμε να δούμε αυτό σε αποκριάτικα γλέντια, σε διάφορα, έτσι, τέτοια πράγματα που γινόντουσαν εκεί. Οπότε, ήτανε όλο αυτό το στοιχείο. Τώρα, σε γιορτές, Χριστούγεννα ή Πάσχα κτλ., ας πούμε, το να κατεβαίνουμε Αριστοτέλους κτλ., αυτά δεν ήταν τότε. Δεν υπήρχε, δηλαδή, όπως είναι σήμερα, ας πούμε, το κέντρο με εκδηλώσεις κτλ. Όχι, δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Ήτανε κανονικά… Δεν είχε τόσο, ας πούμε, αυτή την ένταση, αλλά πάντοτε βέβαια η Αριστοτέλους ήταν το σημείο αναφοράς σ’ αυτό. Άλλο από τη δεκαετία του ‘70… Ναι, βέβαια! Για την Εγνατία που λέγαμε, που ήτανε, έτσι, γεμάτη κτλ. η οδός, πρέπει να πούμε το εξής, ότι η δεκαετία του ‘70 και του ‘80 επίσης για την Εγνατία… Η Εγνατία γνώρισε τότε μεγάλη οικονομική άνθηση γιατί; Δεν ήτανε μόνον από τους Έλληνες και από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από τις γύρω περιοχές και τους όμορους Νομούς που ερχόντουσαν να ψωνίσουν και να προικίσουν τα κορίτσια τους, αλλά ερχόντουσανε και από τα Σκόπια πολλοί. Κατεβαίνανε. Και μάλιστα, ήτανε χαρακτηριστικό ότι στα μαγαζιά αυτά υπήρχανε πάντοτε ταμπέλες που ζητούσαν υπαλλήλους να ξέρουνε καλά σερβοκροάτικα! Και ακριβοπληρωνόντουσαν τότε οι πωλητές αυτοί που ήξεραν σερβοκροάτικα, γιατί ήτανε, έτσι, δυσεύρετο αυτό! Και πραγματικά είχε πάρα πολύ καλά χρήματα εκεί, ας πούμε έτσι. Άνθιζε τότε το επάγγελμα αυτό. Μια άλλη χαρακτηριστική, έτσι, για τη Θεσσαλονίκη, αυτό, για να συνεχίσω εκεί, στην Αγίου Δημητρίου που μου άρεσε οι βόλτες και στην Κασσάνδρου, ήτανε… Επί της Κασσάνδρου ήτανε το μαγαζί «Η Δορκάδα», που συνεχίζει και υπάρχει μέχρι σήμερα, ένα παραδοσιακό γαλακτοπωλείο, αλλά καθαρά παραδοσιακό! Με γιαούρτια και κρέμες κτλ. όπως ήταν την παλιά εποχή. Με γλυκά εκείνης της εποχής και μυρωδιές εκείνης της εποχής. Και μου άρεσε τρελά η μυρωδιά της βανίλιας που είχε, τόσο έντονη η βανίλια! Λοιπόν, που ήταν κι αυτό σημείο αναφοράς. Γαλακτοπωλείο. Και μάλιστα, τότε οι Θεσσαλονικείς παίρναν από κει γιαούρτι Δορκάδος που ήταν ονομαστό, για να φτιάξουν τραχανάδες και τέτοια. Από κει παίρνανε. Ένα άλλο τέτοιο ήτανε επίσης στην Ολύμπου. Το άλλο σημείο το εμβληματικό, που υπάρχει μέχρι και σήμερα κι αυτό, ήτανε το μαγαζί του Ηρακλή, όπου είχε τα καλύτερα σπόρια και τους καλύτερους ξηρούς καρπούς. Οι Θεσσαλονικείς, λοιπόν, πηγαίναν και παίρναν από κει. Ήτανε σημείο αναφοράς εκεί. Ήθελε[01:00:00]ς σπόρι; Ξέρεις τον Ηρακλή, ας πούμε. Έπρεπε να πας από κει να πας να πάρεις το τέτοιο. Και αυτό. Επίσης, στο κέντρο της πόλης υπήρχε το γνωστό τυράδικο, που ήτανε ο Βλάτσης και ήτανε στην Τσιμισκή με Ίωνος Δραγούμη. Τσιμισκή με Ίωνος Δραγούμη. Πώς ήταν αυτό το μαγαζί; Ήτανε όπως βλέπει κανείς στις ελληνικές ταινίες. Kαι υπάρχουν, μάλιστα, κάποιες ελληνικές ταινίες και όταν το βλέπω μου ‘ρχεται αυτό στο μυαλό, αυτοί οι γνωστοί ιδιοκτήτες ή υπάλληλοι, ας πούμε, των μαγαζιών που είχανε αυτές τις ποδιές που φορούσανε. Του μπακάλη, ας πούμε, του μεγάλου του τυροπωλείου. Και έμπαινες μέσα και μυρίζανε αρώματα από τυριά και κασέρια να κρέμονται, καπνιστά! Κι ένας τεράστιος πάγκος μαρμάρινος, όπου εκεί αισθανόσουνα τόσο μικρούλης, ας πούμε. Και περίμενες εκεί να πάρουνε, να σου τυλίξουνε, να σου δώσουν να δοκιμάσεις, στα παιδιά να δίνουνε καραμέλες. Δηλαδή, έτσι, όλο αυτό το πράγμα, για να πάρεις, ας πούμε, τα τυριά και τα κασέρια κτλ. Χαρακτηριστικό, βέβαια, εκείνης της εποχής οι άνθρωποι ότι ψωνίζανε σε μεγάλες ποσότητες αυτά τα πράγματα, που έδειχνε μια άλλη λογική. Βέβαια, πάντοτε κάνοντας φυσικά μια… όχι με την έννοια του καταναλωτισμού, αλλά με την έννοια του προγραμματισμού στα ψώνια. Όχι, δηλαδή, να πάρω πολλά για να έχω αλλά να έχω για μπορέσω να περάσω τον καιρό μου. Δηλαδή, αυτή ήτανε η λογική. Έτσι ήταν αυτό το χαρακτηριστικό. Πιστεύω ότι αυτό. Αυτό είναι για τη δεκαετία του ‘70, δηλαδή. Δεν έχω κάτι.
Αυτό συνδέεται και με την εξειδίκευση στα μαγαζιά που μου είπατε πριν. Και μετά ήρθε η τυποποίηση γενικότερα.
Ναι, βέβαια, βέβαια. Δηλαδή, οι παλιοί Θεσσαλονικείς —μάλλον γενικότερα οι άνθρωποι εκείνης της εποχής— δύσκολα μπήκαν… Σταδιακά στο σούπερ μάρκετ άρχισαν να αγοράζουν πράγματα. Δηλαδή, ας πούμε, η μητέρα μου, για παράδειγμα, μέχρι και δω όταν ήρθαμε, Τούμπα, ας πούμε, έπρεπε να πηγαίνω να παίρνω, με έστελνε να παίρνω κοτόπουλο απ’ το Χαριλάου. Δεν παίρναμε κοτόπουλο από δω, δεν υπήρχε λογική απ’ το σούπερ μάρκετ να πάρω ή από κάπου αλλού. Υπήρχε ακόμα αυτή η λογική. Γιατί ήταν η νοοτροπία των ανθρώπων όπως είχανε μάθει. Δηλαδή, ξέραν αυτό. Ή γιαούρτι, ας πούμε, από τη Δορκάδα. Έπρεπε να πάμε στην Αγίου Δημητρίου να πάμε να πάρουμε γιαούρτι απ’ τη Δορκάδα, δηλαδή λες και πουθενά αλλού δεν υπήρχε. Γιατί δεν υπήρχε η έννοια της τυποποίησης γι’ αυτούς. Σήμερα, ας πούμε, βεβαίως, ντάξει, είμαστε αλλιώς. Δεν έχουμε τέτοια πράγματα, ας πούμε. Οπότε, υπήρχε αυτή η λογική.
Επίσης, να πούμε και κάτι άλλο, να πούμε για το τηλέφωνο, έτσι, το τηλέφωνο. Σήμερα το τηλέφωνο μάς είναι βέβαια πάρα πολύ συνηθισμένο κι ο καθένας έχει πια δεκαπέντε τηλέφωνα, ας πούμε, στην κατοχή του, σταθερά, κινητά, ασύρματα, δορυφορικά. Τότε, λοιπόν, ήτανε μια μεγάλη γιορτή το να ‘χει κανείς τηλέφωνο. Στη Θεσσαλονίκη ήτανε δύσκολο αυτό. Δεν ξέρω για τις άλλες περιοχές τι γινόταν, αλλά εδώ ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, και μάλιστα όταν έκανες την αίτηση περίμενες τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια για να σου έρθει το τηλέφωνο στο σπίτι. Οπότε, όταν ερχόταν… Φυσικά, ερχόταν ξαφνικά. Δεν σε ειδοποιούσε κανείς. Μπορεί να μην ήσουν στο σπίτι. Είχες, όμως, την άνεση να αφήσεις το κλειδί στο γείτονα και ο γείτονας θα μπορούσε να περιμένει γι’ αυτό. Ήταν αυτό το χαρακτηριστικό, που τώρα βέβαια δεν διανοείται κανείς να το κάνει —έτσι;— κάτι τέτοιο. Κι όταν ερχότανε, βέβαια, στο σπίτι το τηλέφωνο, υπήρχε σε ιδιαίτερο χώρο. Γινότανε μια γωνιά ιδιαίτερη για το τηλέφωνο σ’ ένα ειδικό επιπλάκι, το οποίο λεγότανε «κουτσομπόλα» το επιπλάκι αυτό. Και ήτανε ένα γραφειάκι, έτσι, για το τηλέφωνο και δίπλα είχε και μια θεσούλα για να κάθεσαι με το τηλέφωνο. Φυσικά, το απαραίτητο πετσετάκι κι από κάτω ο ογκοδέστατος αυτός, ο Χρυσός ο Οδηγός με τα ονόματα για να ψάξεις να βρεις ονόματα, λες και θα είχες όλα τα ονόματα της Θεσσαλονίκης, θα τα ‘παιρνες τηλέφωνο, ας πούμε! Κι ήταν η μεγάλη μας χαρά το τηλέφωνο αυτό, για να πάρεις, ας πούμε, τηλέφωνο κτλ. Οπότε, αυτό το περιμέναμε, έτσι, μ’ αγωνία. Τότε μας είχε έρθει και σε μας. Ήμασταν οι πρώτοι που είχαμε βάλει τηλέφωνο εκεί για το Χαριλάου, απ’ τους πρώτους, όπως ήμασταν και από τους πρώτους που είχαμε την τηλεόραση, την Uranya, τότε στο σπίτι, στις Συκιές, ας πούμε, όταν μέναμε, όπου εκεί στην Uranya συγκεντρώθηκαν κι άλλοι για να δούνε τότε το ‘69 όταν πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Φυσικά, εδώ είναι αυτή η Uranya. Σαν ενυδρείο ήτανε τότε οι τηλεοράσεις, με τα χαρακτηριστικά, καλά, πάντοτε... Το σεμεδάκι εδώ δεν φαίνεται. Πώς δεν φαίνεται; Μάλλον δεν φαίνεται έτσι. Δεν το είχαμε τέτοιο. Και ήτανε χαρακτηριστικά, έτσι, εκείνης της εποχής. Επίσης, πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι σε όλες τις εποχές οι οποίοι οσμίζονται, βέβαια, το πού μπορούν να πατήσουνε στους ανθρώπους και δημιουργούν διάφορα πράγματα. Τότε, λοιπόν, εμφανιζόντουσαν μαγαζιά τα οποία τι έκαναν; Αξεσουάρ τηλεόρασης. Τι αξεσουάρ μπορούσε να είχε εκείνη η τηλεόραση εκείνης της εποχής; Καλύμματα. Υπήρχε ένα μαγαζάκι στο Χαριλάου που έραβε καλύμματα για τηλεόραση! Δηλαδή τι; Όπως έχουμε τα καλύμματα για τα αμάξια… κουκούλα! Τακ, την κουκούλωνες! Και την είχες κουκούλα την τηλεόραση, μην πάθει τίποτα η τηλεόραση. Δεν το… Και την ανοίγαμε, ας πούμε, το απόγευμα, που ξεκινούσε 17:00 η ώρα το πρόγραμμα, τότε ανοιγόταν το αυτό, και μετά την ξανακουκουλώναμε την τηλεόραση! Αυτό το πράγμα υπήρχε, ναι, δηλαδή ήτανε τρελό! Το άλλο πιο τρελό όμως ήταν: Αυτός ήταν πανέξυπνος επιχειρηματίας. Κι ο άνθρωπος μετά, είναι η αλήθεια, έκανε και επιχείρηση δική του —έβλεπε τι γινόταν—, όπου είχε πειστεί ο κόσμος ότι θα βάλει —ήμασταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και άρχισε να λέγεται κάτι για έγχρωμη τηλεόραση. Ακόμα δεν είχαν έρθει, όμως, και βέβαια αυτές που είχαν έρθει ήταν πολύ ακριβές. Οπότε, είχε πείσει αυτός τον κόσμο ότι άμα βάλεις ένα στα γυαλιά της μυωπίας… Πώς προσθέτουμε, ας πούμε, αυτό για να γίνει γυαλί ηλίου; Αυτά. Κάτι σαν τέτοια που είναι. Κάτι τέτοιο, λοιπόν. Είχε μια μπλε… Μπλε χρώματος ήταν αυτό, που τακ, το ‘βαζες επάνω. «Άμα το βάλεις», λέει, «αυτό, θα γίνει έγχρωμη η τηλεόραση». Και υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι πήγαιναν και παίρναν αυτό. Και πιστεύαν ότι βλέπουν έγχρωμο. «Έχει», λέει, «διαφορά το χρώμα!». Και το πιστεύαν. Αυτός έβγαλε χρήματα, δηλαδή. Υπήρχαν κι αυτά. Είχαμε πολλά τέτοια στη Θεσσαλονίκη! Λοιπόν… Οπότε, είχαμε έτσι ένα τέτοιο σημείο.
Αυτό… Το ‘70 στη Χαριλάου συνέβαιναν αυτά;
Ναι, ναι, ναι! Ήταν ένα μαγαζί αυτό. «Πωλούνται αξεσουάρ τηλεόρασης»! Αυτό υπήρχε στην Παπαναστασίου και πρέπει να υπάρχει ακόμα και πουλάει τέτοια… Δεν ξέρω αν… Ο ίδιος δεν θα το ‘χει, φυσικά, αλλά πουλάει τέτοια, τηλεχειριστήρια, τέτοια πράγματα. Και υπήρχε στην Παπαναστασίου αυτό, ναι! Το περιμέναμε αυτό, να πάμε να πάρουμε τέτοιο!
Εσείς περάσατε όλα τα χρόνια σας τα παιδικά, εφηβικά στη Χαριλάου;
Στο Χαριλάου ήτανε τα παιδικά χρόνια. Έμεινα και τα εφηβικά. Τα εφηβικά, τώρα, θα περάσω στην Τούμπα πια, στη δεκαετία του ‘80. Αλλά, έμεινε κομμάτι του εφηβικού εκεί γιατί; Συνέχισα να πηγαίνω σχολείο επάνω στο Χαριλάου, οπότε είχα σύνδεση αυτών των δύο περιοχών και αναγκαστικά ήμουνα και εδώ και εκεί, έτσι; Αλλά, ήτανε πιο έντονο το σημείο αναφοράς εκεί, γιατί συνέχιζα και σχολείο να πηγαίνω εκεί, όπως και αγγλικά, τα οποία τα αγγλικά ήτανε στου Χαριλάου κι αυτά. Εκεί συνέχισαν οι δραστηριότητες και φίλοι, ας πούμε, κτλ. και το σχολείο μας. Συνδεδεμένη εκεί πέρα εγώ, ας πούμε, τώρα. Αλλά, βέβαια εδώ πια έχω άλλες μνήμες.
Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτήν τη μετάβαση στην Τούμπα;
Ναι. Λοιπόν, στη δεκαετία, τώρα, του ‘80 τι γίνεται; Γιατί φεύγουμε από κει από το Χαριλάου; Πλέον συμπίπτει και με την αλλαγή στο χαρακτήρα της πόλης. Έχει αρχίσει πλέον και στην ανατολική Θεσσαλονίκη να έχουμε την αντιπαροχή και πλέον έχουν αρχίσει να ορθώνονται πολυκατοικίες πέρα από τον κανονισμό. Δηλαδή τι; Ενώ υπήρχε, ας πούμε, ο κανονισμός που έλεγε ότι, ξέρω ‘γώ, μέχρι τέσσερις ορόφους θα έχουμε, άρχισαν να εμφανίζονται κάτι πενταόροφες και εξαώροφες πολυκατοικίες. Κι έτσι, εκεί μπροστά στην αλάνα και στο σχολείο που υπήρχε εκεί πέρα, δόθηκε για αντιπαροχή και σηκώθηκε μια ολόκληρη οικοδομή μπροστά μας. Οπότε, μας έκλεινε από παντού και το διαμέρισμα εκείνο δεν ήτανε διαμπερές. Μόνο μια πρόσοψη είχε. Κι έτσι, κλεινόταν από παντού. Δεν είχαμε τη θέα που είχαμε τότε. Και αποφασίσαμε μετά να μετακομίσουμε στην Τούμπα, όπου τα πράγματα ήταν ακόμα με τετραώροφες οικοδομές. Και ερχόμαστε στην Τούμπα. Εδώ τώρα στην Τούμπα ξεκινάει η εποχή που μπαίνω πια στην εφηβεία εγώ. Το σχολείο συνεχίστηκε εκεί πέρα, και συνέχισε εκεί γιατί; Γιατί… Και ντάξει, αφού ήδη είχα ξεκινήσει, πήγαινα εκεί Ά Γυμνασίου. Αλλά, πέρα από αυτό, το σχολείο της Τούμπας είχε κακή φήμη πάντα. Ήτανε πολύ πιο, έτσι, έντονα με φασαρίες κτλ., οπότε θέλαμε εκεί να συνεχίσουμε. Τώρα, εδώ στην Τούμπα όταν ήρθαμε, σ’ αυτήν την πολυκατοικία που είναι απέναντι ήτανε δύο σπίτια προσφυγικά. Είχε γενικά πολύ έντονο τον προσφυγικό χαρακτήρα. Και στα στενάκια κτλ. μέναν ακόμα προσφυγικά σπίτια πολύ τότε στη δεκαετία του ‘80. Η Τούμπα πάντοτε υστερούσε σε σχέση με το Χαριλάου. Είχε άλλο χαρακτήρα. Κι αυτό γιατί; Γιατί το Χαριλάου πάντοτε αυτό είχε τις εξοχικές κατοικίες. Δηλαδή, ήτανε ας πούμε τα Β.Π. της Θεσσαλονίκης. Και η περιοχή εκείνη, το Χαριλάου, απ’ όπου πήρε βέβαια και την ονομασία του, είχε αγοράσει εκτάσεις γης αυτός ο Χαρίλαος, ένας μεγάλος εργολάβος, ο οποίος έκτισε και κατοικίες πολυτελείς και με αρχιτέκτονες συνεργάστηκε κτλ. Η Τούμπα, όμως, ήτανε προσφυγικοί συνοικισμοί. Είχε πρόσφυγες, οπότε έμεινε αυτός ο χαρακτήρας. Στην Τούμπα, λοιπόν, είχαμε μάλιστα και το τελευταίο διώροφο κτίσμα από την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, το οποίο μέσα στον κορωνοϊό ήτανε που το κατεδαφίσαν κιόλας, αυτά τα[01:10:00] διώροφα σπίτια που λέει και στην Ιστορία της Κατεύθυνσης. Η Τούμπα, λοιπόν, έχει έναν άλλο χαρακτήρα. Εδώ συνεχίζει και υπάρχει η έννοια της γειτονιάς. Άνθρωποι που ήδη μένουνε και σε πολυκατοικίες γνωρίζονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους, γιατί είναι σπίτια που δόθηκαν από αντιπαροχή. Ήτανε πρόσφυγες οι γονείς. Γνωρίζονταν μεταξύ τους ακόμα. Υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που ζήσαν εκείνη την εποχή, οπότε ήτανε πιο παρεΐστικο το κλίμα. Επίσης, αυτό το οποίο τους συνένωνε ήταν το γεγονός ότι η Τούμπα, λόγω και των προσφύγων, ήταν, ας το πούμε, η φωλιά, να το πω έτσι, της Αριστεράς, γιατί έζησαν και έντονα τα χρόνια και του Εμφυλίου Πολέμου και βεβαίως τα μεταπολεμικά χρόνια. Τώρα, βρισκόμαστε εδώ. Εδώ είχε, λοιπόν… Και επίσης, υπήρχε και ένα μεγάλο πεύκο εδώ πέρα, τεράστιο. Τώρα, την εποχή εκείνη η Τούμπα… Δεν είχε τόσο μεγάλη ανάπτυξη εδώ η περιοχή της Τούμπας. Κυρίως τη βρίσκουμε στην περιοχή της Μπότσαρη. Εκεί ήταν ο κεντρικός δρόμος. Να φανταστείς, το ότι δεν είχε την τόσο μεγάλη ανάπτυξη φαινόταν από το γεγονός ότι ακόμα είχε κρατήσει τα στοιχεία τι; Κρεοπωλείο, μανάβικο, μπακάλικα. Δεν υπήρχε εδώ πέρα το σούπερ μάρκετ ή το μίνι μάρκετ έστω. Ναι, ναι, δεν υπήρχε. Τότε τι γίνεται; Γίνεται, δημιουργείται για πρώτη φορά, ιδρύεται… Υπήρχε ένα μίνι μάρκετ, το πρώτο μίνι μάρκετ που υπήρχε στο Χαριλάου. Αυτός συνενώθηκε με κάποιους άλλους και έκαναν εδώ πέρα το πρώτο ελληνικό σούπερ μάρκετ, που ήτανε το «Α.Δ.», γιατί ο «Μαρινόπουλος» ήτανε σούπερ μάρκετ αλλά ήτανε με μετόχους ξένους κτλ. κι ήταν αθηναϊκό. Θεσσαλονικιώτικο ήταν το «Α.Δ.», όπου σήμερα πια, εδώ και χρόνια βέβαια, είναι ο «Μασούτης» στην ίδια περιοχή. Και αυτό έγινε στα 1984-‘85. Δηλαδή, σκέψου. Πέρασαν κάποια χρόνια, δηλαδή, για να γίνει εδώ στην Τούμπα. Ήταν ακόμα πιο τα πράγματα, έτσι, διαφορετικά. Αφού κι εμείς πηγαίναμε και ψωνίζαμε στο Χαριλάου! Οπότε, γίνεται αυτό.
Εδώ τώρα, τι έχουμε εδώ πέρα στην Τούμπα; Η δεκαετία του ‘80, τώρα, συμπίπτει με την αλλαγή, βέβαια, και στην πολιτική της χώρας. Άρα, έχουμε και άλλο πνεύμα, άλλο χαρακτηριστικό. Εγώ έφηβη τώρα, εκείνη την εποχή. Σαφώς επηρεάζομαι από το κλίμα. Και βρισκόμαστε κάπου στα 1981, όπου πλέον ετοιμάζονται όλοι για τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 με μία φόρτσα και με μία δυναμική που μας δίνει πια το κόμμα στην εξουσία που φαίνεται πολύ έντονο, και βέβαια είναι το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μια έντονη κατάσταση παντού: μπλε και πράσινα καφενεία. Η Τούμπα κρατάει γερά, βέβαια, και με τους Αριστερούς, με την Αριστερά να είναι το πάρκο του Αγίου Θεράποντα. Είναι το σημείο αναφοράς γιατί; Το πάρκο του Αγίου Θεράποντα είναι το σημείο αναφοράς. Εκεί πέρα ήτανε οι έντονες διαμάχες των «πράσινων», των «κόκκινων» και φυσικά της Αριστεράς εκεί. Και βέβαια, συμπίπτει ακριβώς, όπως είπαμε, μ’ αυτό. Και έχουμε τι; Περιμένουνε τον Ανδρέα Παπανδρέου να ‘ρθει στην πόλη να μιλήσει. Η πρώτη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση τόσο μεγάλη. Δηλαδή, τέτοια λαϊκή συμμετοχή, ας πούμε, τέτοια συμμετοχή κόσμου είχε να δοθεί σε ηγέτη από την εποχή που είχε έρθει ο Κωνσταντίνος ο Καραμανλής στη Μεταπολίτευση, δηλαδή όταν ήρθε από το Παρίσι, όπου τότε, ας πούμε, τον περιμέναν ως τον άνθρωπο, τον Μεσσία, ας πούμε, που θα φέρει τη δημοκρατία στη χώρα. Και τον περιμένανε τότε μέχρι κι οι Αριστεροί, ας πούμε. Τέτοια συμμετοχή έχει εδώ, δηλαδή την ανάγκη του κόσμου για αλλαγή πια.
Εσείς είχατε πάει;
Βεβαίως. Σηκωθήκαμε και πήγαμε τότε. Ακριβώς αυτό θέλω να πω, ότι ένας κόσμος που ήθελε να πάει να δει αυτό το φαινόμενο από κοντά. Και πήγαμε, φυσικά, με όλη την οικογένεια. Το βλέπαμε. Ήτανε και το ξέσπασμα του κόσμου, δηλαδή σαν πανηγύρι, ας πούμε, να κατέβει κάτω. Ένα τέτοιο πράγμα, ας πούμε, επικρατούσε. Και πήγαμε ως ένα ορισμένο σημείο. Φτάσαμε εκεί μέχρι το ΕΡΤ3. Με αμάξι εκεί. Ούτε λεωφορεία, ας πούμε. Και κατεβήκαμε. Μετά πήγαμε με τα πόδια στην Αριστοτέλους, γιατί ήτανε χαμός. Και πήγαμε στην πλατεία Αριστοτέλους με τα πόδια, ας πούμε τώρα. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι όταν βγήκε στο μπαλκόνι ο Παπανδρέου, το παρομοίασα με το σεισμό που έγινε το ‘78. Να σείεται, όμως, δηλαδή να αισθάνεσαι ότι μέχρι και η γη σείεται. Τέτοια ένταση ο κόσμος και τέτοιο ξέσπασμα, δηλαδή τέτοια ανάγκη ότι «Θέλω να δω κάτι καινούριο»! Και μιλάμε τώρα για μια εποχή που, βέβαια, δεν υπήρχαν τα μέσα για την προπαγάνδα. Υπήρχαν οι εφημερίδες της εποχής. Στη Θεσσαλονίκη μια εφημερίδα η οποία κυριαρχούσε ήταν η Μακεδονία. Κι η Μακεδονία ήτανε… δηλαδή μια Μακεδονία η οποία… το συγκρότημα του Βελλίδη. Ο Βελλίδης δεν άφηνε να περάσει από την Αθήνα άλλη εφημερίδα με τίποτα, το συγκρότημα Βελλίδη. Και βέβαια, ήταν για όλες τις παρατάξεις. Και μάλιστα, είχε τη δυνατότητα να συνομιλεί με τον εκάστοτε πρωθυπουργό στο προσωπικό του τηλέφωνο. Ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις. Πολύ δυνατό ήτανε το συγκρότημα αυτό. Δεν υπήρχε, δηλαδή, κάτι που να σε ενημερώσει ξέχωρα για τον Παπανδρέου. Υπήρχαν, όμως, τα εξής. Υπήρχε το χαρακτηριστικό ότι από τα διάφορα κόμματα γινότανε ενημέρωση στα σπίτια. Χτυπούσαν και ανοίγαμε τότε και μπαίνανε κόσμος, αυτά, πουλούσαν κουπόνια, κάτι εφημερίδες, κάτι. Υπήρχε αυτή η λογική προσέγγισης των ψηφοφόρων. Τότε, λοιπόν, γίνεται αυτό. Και πια έρχεται το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τότε συμπίπτει πια με το να εμφανίζεται, φυσικά, στα σπίτια και η έγχρωμη τηλεόραση. Αρχίζουν τώρα μπαίνουν οι έγχρωμες τηλεοράσεις. Έχει σημασία αυτό, γιατί αλλάζει πια και όλη η λογική προσέγγισης και των κομμάτων και τα προγράμματα στην τηλεόραση κτλ. Δηλαδή, στη δεκαετία του ‘70, ας πούμε, τα προγράμματα που έχουμε στην τηλεόραση είχαν να κάνουν με αναφορές σε λογοτεχνικά έργα. Λογοτέχνες μάθαινε ο κόσμος κτλ., Ξενόπουλο, Καζαντζάκη κι όλα αυτά. Τώρα πια, στη δεκαετία του ‘80, αρχίζει μια άλλη προσέγγιση. Γίνεται ακριβώς αυτό που ήταν και το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ, το πέρασμα του λαού στην εξουσία. Η εξουσία στο λαό. Και φαίνεται όλο αυτό που έχουμε πια την κουλτούρα πια του ρεμπέτικου. Ρεμπέτικο σε όλη του τη μορφή, όμως, στη διάσταση, γιατί κι ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ ήτανε τέτοιος, οπότε άρχισε να περνάει όλο αυτό το πιο χαρακτηριστικό αυτό εδώ πέρα.
Τότε, λοιπόν, στη δεκαετία του ‘80, στις γειτονιές αυτό που έχει είναι τα Κέντρα Νεότητας. Ιδρύονται τα Κέντρα Νεότητας, που υπήρχανε διάφοροι όμιλοι μέσα για τους νέους ανθρώπους, όπου συνευρίσκονταν. Συνευρισκόμασταν οι άνθρωποι, δηλαδή, ξέρω ‘γώ, ο όμιλος φωτογραφίας, όμιλος θεάτρου, μουσικής, χορών παραδοσιακών. Παρέμενε εμβληματική η ΧΑΝΘ, που είναι μέχρι και τώρα κάτω. Κι εκεί μάθαινες, ας πούμε, διάφορα πράγματα. Αλλά, πλέον αυτό ήτανε μία ανάσα για τη γειτονιά, για τα παιδιά, να μαζευόμαστε εκεί πέρα. Ακόμα-ακόμα και σε κυλικείο που υπήρχε εκεί πήγαινες, ντάξει, δηλαδή να πιείς καφέδες, ας πούμε, εκεί πέρα και να καθίσεις να μιλήσεις με τις ώρες. Μια πραγματικά πολύ ωραία… μέσο αναψυχής για τους νέους ανθρώπους και συγκέντρωσης, για να μαθαίνεις και πράγματα, να έχεις επαφή με άλλους ανθρώπους, να συζητάς, έτσι, με προβληματισμούς κτλ. Και υπήρχαν επίσης και τα καφενεία για τη νεολαία, όπου ήτανε τι; Με επιτραπέζια παιχνίδια, με διάφορα. Δηλαδή, σε γειτονιές, ας πούμε, υπήρχανε αυτά που πηγαίναμε και παίζαμε έτσι, ας πούμε, διάφορα παιχνίδια και όλα αυτά τα πράγματα και συναντιόμασταν με άλλον νέο κόσμο. Γίνεται αυτό. Τώρα, στη δεκαετία του ‘80 επίσης αυτό το οποίο υπάρχει είναι ποιο; Είναι η Έκθεση Βιβλίου. Οργανώνεται η Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης για πρώτη φορά από τη Μελίνα Μερκούρη στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Αυτό ήτανε ό,τι καλύτερο μπορούσε να υπάρξει στην πόλη σε μια εποχή όπου ο κόσμος θέλει να ‘ρθει σε επαφή με το βιβλίο, έρχεται σε επαφή με το βιβλίο, και ειδικά ο νέος κόσμος. Οι νέοι άνθρωποι, δηλαδή… Και τότε ήτανε χαρακτηριστικό ότι έφερναν τα πιο ωραία βιβλία, ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς από ξένη λογοτεχνία, δοκίμια, ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς, με ανθρώπους όμως οι οποίοι ήξεραν το βιβλίο πολύ καλά. Δεν ήξεραν μόνο να το πουλούν, αλλά αγαπούσαν το βιβλίο. Και έφευγες με μια τσάντα. Αλλά, ήξεραν να σου προτείνουν τα καλύτερα βιβλία και να σου ανοίξουν ορίζοντες. Δηλαδή, ας πούμε, να σου δώσω να καταλάβεις ότι εγώ, ξέρω ‘γώ, ήξερα τους Ρώσους κλασικούς, ας πούμε, αλλά ήρθα σε επαφή με τον Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ, ας πούμε, έναν νεότερο συγγραφέα, από έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν σε περίπτερο πωλητής ο άνθρωπος αλλά ήξερε πολύ καλά να προτείνει βιβλία κτλ. Ήταν αυτή η… κάτι που δεν υπάρχει σήμερα πια. Βέβαια…
Μπορείτε λίγο να μου περιγράψετε —συγγνώμη— την πρώτη φορά, ας πούμε, που πήγατε στην Έκθεση Βιβλίου;
Ήτανε κάτι το εξαιρετικό. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση, ότι πιάσαμε με το που άνοιξε και είχα φύγει 23:00 η ώρα το βράδυ, που έκλεινε πια, ας πούμε. Πήγαινα και ξαναπήγαινα στα αυτά. Άγγιζα τα βιβλία, τα μύριζα! Όχι μόνο εγώ που μ’ άρεζαν τα βιβλία, αλλά έβλεπες κι άλλον κόσμο, δηλαδή και μεγαλύτερους ανθρώπους, ας πούμε. Τα βλέπανε, τα μυρίζανε… τα χρώματα! Ήταν το κάτι άλλο. Στους νέους ανθρώπους, βέβαια, σημαντικότατο ρόλο έπαιζε και το γεγονός ότι οι Νεολαίες, και δη η Νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ΚΝΕ, έκαναν τις εκδηλώσεις αυτές που έκαναν για μια βδομάδα μια φορά το χρόνο το Σεπτέμβριο. Κι ήταν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις. Και γινόντουσαν στο πάρκο της Κυκλοφοριακής Αγωγής. Κατά γενική παραδοχή και ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, η Κ[01:20:00]ΝΕ είχε την καλύτερη εκδήλωση σε όλα. Γιατί; Ήταν χωρισμένο σε τομείς και έφερνε σε μουσική, σε ποίηση, τραγούδι, συζητήσεις, όπου έφερνε και αντίστοιχα καλλιτέχνες. Δηλαδή, καλλιτέχνες ας πούμε… ο Παπάζογλου. Τον Παπάζογλου τον γνωρίσαμε εκεί, τον Λουδοβίκο των Ανωγείων. Βιβλία! Συγγραφείς! Και τους έφερνε τους συγγραφείς και τους έβλεπες: τον Νίκο τον Μπακόλα, τον… ξέρω ‘γώ, τον… Καλά, ο Ντίνος ο Χριστιανόπουλος ήταν εκεί πέρα, ήταν, ας πούμε, θαμώνας! Δηλαδή, έβλεπες, συζητούσες. Τους έφερνε όλους αυτούς. Αυτό ήταν ένα σημαντικό feedback, ας πούμε. Οπότε, ήρθε και η Έκθεση του Βιβλίου και το ‘κανε ακόμα… αυτό, άνθιζε. Δεν είναι τυχαίο ότι η επαφή μας… Ας πούμε, εμένα η επαφή μου με τους συγγραφείς, ξέρω ‘γώ, με την ισπανόφωνη λογοτεχνία έγινε όταν ήμουνα μαθήτρια, δηλαδή τον Marques, ας πούμε, τον γνώρισα μαθήτρια εγώ… ναι. Γιατί είχα όλο αυτό το στοιχείο, ας πούμε, που έπαιρνα από κει, όπου ήταν αυτό, μέσα από συζητήσεις κτλ. Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε το εξής, ότι βρήκε και πρόσφορο έδαφος πέρα από την τέτοια, πέρα από τις πολιτικές νεολαίες στη Θεσσαλονίκη, πρόσφορο έδαφος στη Θεσσαλονίκη είχε καλλιεργήσει και το βιβλιοπωλείο του Μπαρμπουνάκη, ο Μπαρμπουνάκης, το «Κατώι του Βιβλίου». Το «Κατώι του Βιβλίου» ήταν ένα τεράστιο υπόγειο το οποίο υπήρχε κάτω στην Αριστοτέλους, όπως κατεβαίνουμε την Αριστοτέλους αριστερά, εκεί λίγο πιο πάνω από το «Patafritas», όπου ήταν το «Κατώι του Βιβλίου» σε ένα υπόγειο, που χανόσουνα στο χωροχρόνο. Χιλιάδες βιβλία απ’ όλα τα είδη, ό,τι μπορούσες να φανταστεί κανείς! Με τους χαρακτηριστικούς παπαγάλους που υπήρχαν σε κάθε κλουβί. Είχε τη μανία. Και να υπάρχουν και δυο γάτες, ας πούμε, κάπου, να σε κοιτάζει η γάτα έτσι, να σου κάνει ψυχανάλυση. Και βέβαια, ότι ανά πάσα στιγμή και μέσα σ’ αυτό το «Κατώι» μπορούσες να συναντήσεις φυσιογνωμίες της πόλης, συγγραφείς, Σκαμπαρδώνης, όλη τη γενιά, τον Χριστιανόπουλο, ζωγράφους, γλύπτες, τον Ζογγολόπουλο, τον Γιάννη τον Παραλή το ζωγράφο. Δηλαδή, έβλεπες και τέτοιες φυσιογνωμίες, τις ζούσες αυτές τις φυσιογνωμίες και μιλούσες άνετα μαζί τους. Ή και μόνο που άκουγες τις συζητήσεις τους… Δηλαδή, ήταν αυτά τα πράγματα, τα events που λένε σήμερα, τα οποία χρειάζονται οργάνωση και έτσι κι αλλιώς. Το event οργανωνόταν εκείνη τη στιγμή, δηλαδή μπορούσε να ξεκινήσει εκεί, να ξεκινήσει ένα event από μόνο του έτσι! Μετά, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, είναι που εμφανίστηκε πια ο «Ιανός» το βιβλιοπωλείο, ας πούμε, τσαγερί-βιβλιοπωλείο, να το πω. Τσαγερί-βιβλιοπωλείο, δηλαδή βιβλιοπωλείο μ’ αυτό, να καθίσεις και κάπου να διαβάσεις. Το πιο comme il faut, ας πούμε, όπου είχε κάνει εντύπωση τότε αυτό το βιβλιοπωλείο. Αλλά, το «Κατώι» παρέμενε «Κατώι», ας πούμε. Οπότε, υπήρχε έδαφος, πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί αυτό το πράγμα. Η δεκαετία του ‘80 έφερε πολλά τέτοια και μια νεολαία η οποία διάβαζε, γι’ αυτό υπήρχε και έντονη πολιτικοποίηση, που προερχότανε πώς αυτή η πολιτικοποίηση; Και πέρα απ’ την πολιτική που επικρατούσε εκείνη την εποχή, ήτανε και τους καθηγητές που είχαμε στα σχολεία. Οι καθηγητές ήτανε της γενιάς του Πολυτεχνείου, άνθρωποι που έζησαν αυτά τα πράγματα, οπότε είχαν να μιλήσουνε. Μιλούσαν οι καθηγητές γι’ αυτά τα πράγματα. Και γιορτές που οργανώνονταν, όλα αυτά, οπότε υπήρχε πρόσφορο το έδαφος αυτό για τη νεολαία να ψάξει, να μάθει, να συζητήσει, να κουβεντιάσει, να προβληματιστεί. Δηλαδή, φαντάσου ότι εκείνη την εποχή, ας πούμε, γεγονότα που μας είχανε κάνει εντύπωση και τα συζητούσαμε ήτανε η δολοφονία του Ούλωφ Πάλμε. Ούλωφ Πάλμε ήταν ο πρωθυπουργός της Σουηδίας. Μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία, όπου μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Καντάφι κάτω στη Λιβύη και τρεις άλλους —δεν τους θυμάμαι τώρα— είχανε μαζί την Πρωτοβουλία των Έξι για την ειρήνη στη Μεσόγειο. Κι ήταν μια απ’ τις χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες ο Πάλμε. Και μας είχε κάνει τότε εντύπωση και ψάχναμε να δούμε γι’ αυτόν, ποιος είναι ο Πάλμε, τι είναι κτλ., που τώρα, ας πούμε, να το πεις θα σε «πάλμε» καμιά οι νεολαίοι. Τότε επίσης ήτανε και το χαρακτηριστικό… ναι… τι άλλο; Ναι. Ζήσαμε, φυσικά, ως μαθητές την εποχή εκείνη το Τσέρνομπιλ, που ήτανε χαρακτηριστικό. Ήμασταν μαθητές τότε. Ετοιμαζόμασταν για Πανελλαδικές και λέγαμε τι θα γίνει τότε με τη ραδιενέργεια. Φοβισμένος ο κόσμος. Θυμάμαι τον κόσμο να τρέχει να πηγαίνει να παίρνει γάλατα σε κονσέρβες για να ‘χει γάλα για τα παιδιά. Αναφέρεται και σε σίριαλ της εποχής, σε σειρές τι είχε γίνει, ας πούμε, τότε. Και βέβαια, που δεν μας μας αφήναν να βγαίνουμε έξω, να μη βγαίνουμε όταν βρέχει, οτιδήποτε, γιατί λέγανε τότε για την όξινη βροχή κτλ. Οπότε, υπήρχε αυτός ο φόβος, που ήτανε ο μεγάλος φόβος. Ένα άλλο σημείο το οποίο ζήσαμε πολύ έντονα ήτανε το Σισμίκ, η Τουρκία όταν είχε βγάλει το κυανογραφικό τότε, διεκδικώντας πάλι θέματα υφαλοκρηπίδας κτλ. στο Αιγαίο, όπου η Ελλάδα είχε φτάσει προ του πολέμου. Και τότε ήτανε ο Παπανδρέου που ζήτησε τη βοήθεια κατευθείαν από τον Καντάφι από τη Λιβύη, από άλλους Άραβες ηγέτες και τον τότε πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, τον Ζίβκοφ. Για βοήθεια. Και του είχανε πει άμεση βοήθεια τότε και έτσι είχε λυθεί το θέμα. Η χώρα είχε φτάσει προ του πολέμου το 1987 και το ζούσαμε πάλι τότε με την ίδια αγωνία, φέρνοντας στη μνήμη μας την εποχή του ‘74, αυτοί που το είχαμε, ας πούμε, σαν παιδιά, άλλοι μεγαλύτεροι που το ξέρανε καλύτερα αυτό. Οπότε, έτσι είχαμε αυτό το στοιχείο. Τώρα, σε επίπεδο διασκέδασης εκείνη την εποχή. Σε επίπεδο διασκέδασης, τώρα, εκείνη την εποχή έχουμε τι; Ξεκίνησε απ’ τη δεκαετία του ‘70, αλλά βέβαια στη δεκαετία του ‘80 γίνεται πιο… αυτό. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε το λούνα παρκ της Θεσσαλονίκης, το οποίο βρισκότανε τώρα εκεί που είναι το Μέγαρο Μουσικής, λοιπόν, όπου και κατεβαίναμε τα απογεύματα τα καλοκαιρινά και παίζαμε εκεί πέρα πάρα πολύ, ώρες ατέλειωτες. Μετά ήτανε το λούνα παρκ που υπήρχε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ήτανε δεκαπέντε μέρες. Φυσικά, από τη δεκαετία του ‘70 πηγαίναμε ανελλιπώς, εννοείται, να την επισκεφθούμε. Και βεβαίως, στη δεκαετία του ‘80 πια ήτανε νόμος αυτό και ειδικά επειδή συνέπιπτε με το άνοιγμα των σχολείων. Τις πρώτες μέρες όταν ανοίγει το σχολείο, το πρόγραμμα δεν έχει πολλές ώρες, οπότε μετά το σχολείο κατευθείαν πηγαίναμε στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Κι αυτό που μου έκανε εντύπωση πάντα ήτανε όπου πήγαινα και έπαιρνα τα διάφορα φυλλάδια για να βλέπω τις διάφορες γλώσσες, που είχα μεγάλη μανία, οπότε πήγαινα εκεί.
Τώρα, σαν διασκέδαση, σταδιακά οι έφηβοι ξεφύγαμε από τα καφενεία και σταδιακά αρχίσαμε να προσεγγίζουμε χώρους που είχαν εναλλακτικές μουσικές. Ένας χώρος που είχε δημιουργηθεί τότε ήτανε η «Ζώγια». Η «Ζώγια» ήτανε στην Κομνηνών. Ήτανε σε όροφο κι ήταν η πρώτη τσαγερί της Θεσσαλονίκης, δηλαδή ένα πράγμα το οποίο δεν το είχαμε στη Θεσσαλονίκη. Και το έχουμε. Τότε δεν το είχαμε δει έτσι. Ήταν εναλλακτικό. Μας άρεσε το κλίμα. Και κάθε Σάββατο είχε μουσική, είχε διάφορα, έθνικ μουσική, έτσι, διάφορα πράγματα. Και μας άρεζε και πηγαίναμε εκεί πέρα. Τώρα, χοροί σχολείου κτλ. γινόταν στις κλασικές ντισκοτέκ της εποχής, που ήτανε η «Crypton» στο αεροδρόμιο και η «Αποκάλυψη», που ήταν εδώ πέρα στην Παπαναστασίου. Και ήτανε όλοι… ντάξει, όλη η δεκαετία του ‘80 εκείνης της εποχής με τα περίεργα χτενίσματα και με τις βάτες, σαν παίκτες του μπέιζμπολ που ήμασταν. Οπότε, ήτανε όλο αυτό το στοιχείο. Και επίσης, υπήρχε και μια ντισκοτέκ η οποία… Αυτή πηγαίναμε Χριστούγεννα, που δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μόνο Χριστούγεννα πηγαίναμε εκεί! Ήτανε εκεί που είναι ο «Μαλλιάρης» στη Δημητρίου Γούναρη. Κατέβαινες κάτι σκαλιά. Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν. Και πηγαίναμε εκεί πέρα Χριστούγεννα. Εκεί ήταν που πρωτακούσαμε, και μας έχει στοιχειώσει αυτό το τραγούδι, το Last Christmas! Λοιπόν, οπότε πηγαίναμε εκεί. Αυτό ήτανε, τώρα, στην εφηβεία και μαθητικά χρόνια, ήτανε κάπως έτσι. Βέβαια, εγώ δεν έχω κάποιες άλλες μνήμες όπως, ντάξει, ενδεχομένως και τα περισσότερα παιδιά, γιατί δεν είχαν τότε, δεν υπήρχαν τα κλαμπ κτλ. Και άλλωστε, οι ντισκοτέκ κτλ. ήτανε μονάχα για τους χορούς του σχολείου. Οπότε, δεν έχω κάτι τέτοιο. Τώρα, μπαίνουμε στη φάση πια που μπαίνω στο πανεπιστήμιο. Εκεί τώρα έχουμε σταδιακά τι; Πάλι επαφή με το ρεμπέτικο. Τότε γνωρίζω το «Υψηλό Βολτάζ». Το «Υψηλό Βολτάζ» ήτανε ένα ρεμπετάδικο εκεί στη Μελενίκου, όπου εκεί ήτανε η Μαριώ κι ο Χοντρονάκος που τραγουδούσανε. Εκεί πάλι συγκεντρωνόντουσαν οι γνωστές φιγούρες των διανοουμένων της Θεσσαλονίκης. Κι ήταν ένα στέκι όπου από κει πέρα έβγαιναν και άλλοι τραγουδιστές. Δηλαδή, από κει, ας πούμε, είχε δει ο Νταλάρας τους Άγαμους Θύτες, όλα αυτά τα συγκροτήματα τα οποία είχανε βγει. Το ρεμπέτικο… Ρεμπετάδικα είχαμε πάρα πολλά στην πόλη κι ακούγαμε πολλή ρεμπέτικη μουσική. Κι αυτό γιατί; Επικράτησε αυτή η λογική. Σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν δύο πράγματα, μια κινηματογραφική ταινία κι ένα σίριαλ: η κινηματογραφική ταινία Το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη και το σίριαλ το οποίο γυρίστηκε, το Μινόρε της Αυγής, το οποίο ήτανε η ιστορία της Ελλάδας από την προπολεμική περίοδο, δηλαδή απ’ τη δεκαετία του ‘30 μέχρι και τις αρχές του 1970 μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι και μέσα από όλους αυτούς τους τύπους του λούμπεν, ας πούμε, περιθωρίου, δηλαδή με μια άλλη λογική, όπου μιλούσε ανοιχτά και για πολλά πράγματα, για τον Εμφύλιο, για την Κατοχή και όλα αυτά τα θέματα. Οπότε, είχαμε πολύ, έτσι, έντονη αυτό το στοιχείο του ρεμ[01:30:00]πέτικου. Σταδιακά αρχίσαμε να γνωρίζουμε, να πλησιάζουμε και περιοχές οι οποίες ήτανε τότε κακόφημες. Δηλαδή, άρχισαν να φτιάχνουν τα Λαδάδικα. Τα Λαδάδικα ήτανε περιοχή κακόφημη. Ήτανε κοντά στο λιμάνι. Ήταν περιοχή, βέβαια, που εκεί βρίσκεται και η Πλατεία Εμπορίου. Κι είναι χαρακτηριστικό στην Πλατεία Εμπορίου, υπάρχει ένα κτίριο το οποίο έχει ένα ρολόι. Το ρολόι, άμα το δει κανείς, είναι σταματημένο σε μια συγκεκριμένη ώρα. Είναι η ώρα που έγινε ο σεισμός της Θεσσαλονίκης. Δεν το φτιάξανε ποτέ αυτό το ρολόι, ακριβώς για να θυμίζει το γεγονός αυτό στη Θεσσαλονίκη. Τα Λαδάδικα ήτανε κακόφημη περιοχή. Εκεί ήτανε κι η περιοχή της Καλαποθάκη, που ήταν κι αυτή εξίσου μια τέτοια περιοχή. Σταδιακά, όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80-αρχές του ‘90 άρχισε να γίνεται αυτό η Μονμάρτη, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης. Κι αρχίσαμε σταδιακά να πηγαίνουμε εκεί στα Λαδάδικα, τα Λαδάδικα να γνωρίζουμε. Παράλληλα, αρχίσαμε στα Λαδάδικα… Μετά ήταν εκεί στο… τέτοιο, στην Καλαποθάκη. Ήτανε… ποιο μαγαζί; Η «Τομπουρλίκα»! Ένα μαγαζί, που πηγαίναμε εκεί. Και επίσης στη Βαλαωρίτου το «Ούζου Μέλαθρο»! Αυτά ήταν τα στέκια πια των φοιτητών, πηγαίναμε, ας πούμε, εκεί τα φοιτητικά στέκια. Σταδιακά, εγώ προσωπικά πια στα μέσα του ‘90 άρχισα να μπλέκομαι και με ομάδες όπου ήτανε των ξένων γλωσσών, απ’ τα τέλη του ‘80, όπου πια εκεί μου άνοιξαν κι άλλους δρόμους και στη διασκέδαση κτλ. Στα τέλη του ‘80, λοιπόν, όταν μπαίνω στο πανεπιστήμιο πια, ψάχνω να βρω μια δεύτερη ξένη γλώσσα να μάθω μετά τα αγγλικά, όπου η δεύτερη ξένη γλώσσα ήτανε τα ρωσικά. Και, στη Θεσσαλονίκη τότε, βέβαια, δεν υπήρχαν όπως είναι σήμερα, ας πούμε, τα πράγματα, και πολύ περισσότερο με το διαδίκτυο. Και βρήκα στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο Φιλίας και Συνεργασίας που υπήρχε στην Παύλου Μελά γωνία… δεν θυμάμαι τη γωνία. Παύλου Μελά. Ήταν η πλευρά εκεί. Εκεί, λοιπόν, γνωρίστηκα μ’ άλλους ανθρώπους που είχαν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ξεκίνησα να συχνάζω στον «Ερωδιό» και στη «De Facto». Εμβληματικές καφετέριες, γιατί ο «Ερωδιός» ήτανε για όλους τους ψαγμένους Αριστερούς διανοούμενους. Χαρακτηριστικό στέκι στο υπόγειο μ’ ένα πιάνο στη γωνία του μαγαζιού. Και «De Facto», που ήτανε λίγο για τους πιο αλέγρους διανοούμενους τύπους, που ήτανε διάφοροι εκεί πέρα που μαζεύονταν. Οπότε, γνωρίζω αυτό. Έρχομαι σ’ επαφή μ’ αυτό. Και βέβαια, μετά, πηγαίνοντας πια τουρκικά, εκεί αρχίζω και γνωρίζω την περιοχή στην πλατεία Άθωνος. Η πλατεία Άθωνος ήτανε τα λεγόμενα «ασβεστάδικα», γιατί εκεί στην πλατεία συγκεντρωνόντουσαν άνθρωποι που ήταν οικοδόμοι, ελαιοχρωματιστές, που κάναν μερεμέτια σε οικοδομές. Ήτανε με τη βούρτσα τους και με τον τενεκέ τους και περίμεναν να τους πάρει κάποιος για μεροκάματα, ας πούμε. Και περίμεναν εκεί, γι’ αυτό λεγόντουσαν «ασβεστάδικα». Εκεί, λοιπόν, αρχίσαμε να γνωρίζουμε την Άθωνος. Η Άθωνος τότε ήταν για τους ακόμα πιο ψαγμένους. Υπήρχε το «Αλομπάρ Καφέ», ένα καφέ με τα χαρακτηριστικά πλακάκια, έτσι, που μοιάζουν σαν σκάκι κάτω, καρέκλες χαρακτηριστικές, αυτό το κίτρινο το χρώμα στη λάμπα, έτσι, το περίεργο. Και υπήρχανε τρία μαγαζιά, όπως ήτανε οι τρεις δρόμοι εκεί στην Άθωνος, υπήρχαν αυτά τα τρία ταβερνάκια, όπου αυτά ήτανε η «Άμπελος» —το άλλο, το πρώτο κανείς δεν το θυμάται, στον πρώτο δρόμο, παρά το θυμάται να το λέει με το όνομα του σερβιτόρου, που ήταν ένας Παναγιώτης. Δεν μάθαμε ποτέ πώς λεγόταν αυτό το μαγαζί, ποτέ επίσης τον ιδιοκτήτη του, αλλά ξέραμε ότι θα πηγαίναμε στον Παναγιώτη το σερβιτόρο, όπου ο Παναγιώτης ο σερβιτόρος αυτός ήτανε παλιός ναυτικός. Και έλεγε διάφορες ιστορίες, που μπορεί να ήταν και οι ιστορίες μπούρδες, αλλά τις έλεγε τόσο ωραία, ας πούμε, που έκανες ταξίδι με τις ιστορίες, ένα τέτοιο πράγμα. Όπου εκεί δεν υπήρχε το συνήθειο να παραγγέλνεις ή οτιδήποτε. Απλά, τι έκανες; Πήγαινες. Δηλαδή, άμα παρήγγελνες δεν σε δεχόντουσαν, πολύ απλά. Δηλαδή, περνούσες από face control, έφευγες! Σου ‘φερνε αυτός ό,τι ήθελε. Άμα θέλεις. Άμα δεν θέλεις, σήκω φύγε, ας πούμε. Ένα τέτοιο πράγμα. Και ήταν εκεί η Άθωνος ατέλειωτες συζητήσεις. Μπορούσες να βρεθείς εκεί πέρα. Και παρέα να μην είχες, ας πούμε, και κάπως αυτό να κατέβαινες εκεί, θα γινόσουν παρέα εκεί πέρα. Ήταν αυτό το κλίμα. Συζητήσεις οι οποίες συνέχιζαν μετά και στην επιστροφή για το σπίτι, περπατώντας όλο το δρόμο εκείνο μέχρι και την Τούμπα, βράδυ 02:00 ώρα να περπατάς στη Θεσσαλονίκη εκεί! Χωρίς τίποτα. Και να κουβεντιάζεις ατέλειωτες ώρες, αυτό. Άλλο στέκι επίσης εκείνης της εποχής που συνεχίζει και υπάρχει μέχρι σήμερα είναι αυτό που λέω κι εγώ «Οι ξεχασμένοι κομμουνιστές της περιόδου του Στάλιν», εδώ στην Υφανέτ στην Τούμπα, το «Ρέμα», όπου όντως είναι μια ταβέρνα η οποία είναι μέσα στο ρέμα, εκεί στην Υφανέτ. Και λέμε είναι ξεχασμένοι γιατί; Όπως μπαίνεις και στο χώρο, απομονώνεσαι. Δεν καταλαβαίνεις ότι είσαι στην πόλη. Και τι γίνεται εκεί πέρα; Ο κατάλογος, οι φωτογραφίες μέσα, οι φωτογραφίες έχει, ας πούμε, τον Λένιν, τον Στάλιν, έχει κάτι από το Κρεμλίνο, έχει κάτι… φωτογραφίες-μαυσωλεία. Και οι ποικιλίες που φέρνει των φαγητών έχουνε ονομασίες διάφορες ρωσικές, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης! Λοιπόν, και ζούνε σ’ ένα δικό τους. Αλλά, είναι ωραίο, είναι πραγματικά χαρακτηριστικό σημείο, έτσι, για τους ανθρώπους, ας πούμε, ιδιαίτερα, έτσι, ψαγμένους. Μια προσπάθεια είχε γίνει κάτι αντίστοιχο που έγινε στα Λαδάδικα να γίνει τι; Να γίνει κι η περιοχή των ξυλάδικων. Τα ξυλάδικα πού βρίσκονται; Τα ξυλάδικα βρίσκονται εκεί προς την οδό Γιαννιτσών που ήτανε τα παλιά ΚΤΕΛ. Πριν συγκεντρωθούν τα ΚΤΕΛ, ας πούμε, στο χώρο αυτόν που είναι συγκεντρωμένα, ήτανε διάσπαρτα. Και ήτανε εκεί σε μια περιοχή εκεί πέρα, προέκταση Πολυτεχνείου, αυτό, όπου εκεί είχε γίνει μια σκηνή μουσική, πάλι να φέρνει εναλλακτικά. Και κάθε Κυριακή μπορούσες να πάρεις το πρωινό —στηνόταν ένας μπουφές και είχε κλασική μουσική— και να διαβάσεις την εφημερίδα σου ή οτιδήποτε. Δεν κράτησε αυτό για πολύ μετά και πάλι ο χώρος έγινε, ας πούμε, παρέμεινε έτσι όπως ήτανε ο χώρος αυτός. Τώρα, εδώ… Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε ίσως και κάποια πράγματα που είναι εμβληματικά για τη Θεσσαλονίκη σε επίπεδο φαγητού, που άφησαν και ιστορία και πηγαίναμε, πήγαινα κι εγώ με την οικογένειά μου, ας πούμε. Φυσικά, στην πλατεία Ελευθερίας τα σουτζουκάκια «Ρογκότη», που ερχόντουσαν κι από την Αθήνα ακόμα για να τα δοκιμάσουνε. Και βέβαια, είχαμε… Ήτανε ναι, Ρογκότη, ήτανε, φυσικά, τα «Μπακαλιαράκια Αρίστος». Και φυσικά, αν θέλαμε προς τα έξω, ας πούμε, να πάμε κάπου, φυσικά στην Αρετσού. «Χαμόδρακας», «Μαϊάμι», ήταν όλα αυτά. Και βέβαια, εκεί αυτό που απέκτησε πολύ μεγάλη αξία και ήτανε πια το number one στη δεκαετία του ‘80 και αρχές ‘90 κι είχε πολύ μεγάλη έκρηξη ήτανε η «Ρέμβη». Κι αυτό γιατί; Γιατί όταν ερχόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου για να δώσει συνέντευξη, η επίσκεψη που γινόταν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τη συνέντευξη και το επίσημο γεύμα στους δημοσιογράφους, που γινόταν την Κυριακή, το έδιναν στη «Ρέμβη». Και πια η «Ρέμβη» έμεινε ιστορική. Και άλλη ιστορική ταβέρνα, που ήτανε πιο πολύ της Δεξιάς παράταξης, ήτανε του «Κρικέλα». Ο «Κρικέλας», επίσης απ’ τις μεγάλες παραδοσιακές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, ο οποίος «Κρικέλας», έτσι για την ιστορία, αυτός η καταγωγή του είναι από την Κέρκυρα! Κρικέλας είναι παρατσούκλι. Και το πήρε από πού; Στην Κέρκυρα, λόγω της αποικιοκρατίας της αγγλικής που είχαν, ένα από τα αθλήματα τα οποία παίζουν είναι το κρίκετ. Και αυτός έπαιζε κρίκετ ο άνθρωπος και τον φωνάζανε Κρικέλα από το ότι έπαιζε κρίκετ, και έτσι του έμεινε το επίθετο. Κι έτσι, έχει κι αυτό το χαρακτηριστικό. Γι’ αυτό και είχε και φωτογραφίες μέσα αυτή η ταβέρνα. Και μου άρεσε να βλέπω τις φωτογραφίες και δεν μπορούσα να καταλάβω ποτέ τι σχέση μπορούσε να έχει αυτό το αμερικάνικο τέτοιο με τον Κρικέλα. Και το ‘μαθα χρόνια μετά, δηλαδή, γι’ αυτό και μου ‘χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Οπότε, ήταν ιδιαίτερο, έτσι, αυτό το στοιχείο. Στη δεκαετία του ‘90, τώρα, άρχισαν πάλι στη Θεσσαλονίκη… Είχαμε το χαρακτηριστικό πάντοτε εκεί που κάθονται οι Θεσσαλονικείς να σκέφτονται διάφορους… Όχι, να πούμε, αφού λέμε για τα φαγάδικα κτλ., ναι, πρέπει να πούμε το εξής, ότι στα τέλη της δεκαετίας του ‘70-αρχές του ‘80 έχουμε το πρώτο ταχυφαγείο στη Θεσσαλονίκη, που ήτανε τα «Goody’s». Και τα «Goody’s» δημιουργήθηκαν από δύο φοιτητές. Το πρώτο μαγαζί ήτανε επί της Αγίου Δημητρίου. Συνεχίζει και υπάρχει αυτό το «Goody’s» μέχρι και σήμερα. Φυσικά, ήτανε η παντοκρατορία των «Goody’s» στη Θεσσαλονίκη και στη βόρεια Ελλάδα γενικότερα, όπου δεν ευδοκίμησαν φυσικά κάποια άλλα ταχυφαγεία αντίστοιχα, γιατί επικράτησε αυτό. Σε επίπεδο, τώρα, καλλυντικών κτλ., έτσι, αυτό, άλλο μαγαζί επίσης εμβληματικό, που ξεκίνησε από κει, από τη Βασιλίσσης Όλγας, ήτανε το μεγάλο το μαγαζί του «Μπέζα», που ήτανε πρώτο στα καλλυντικά. Ένα, το πρώτο μαγαζί, ήταν Βασιλίσσης Όλγας και το άλλο ήτανε κάτω, στην Ίωνος Δραγούμη, ήταν εκεί. Αυτά ήταν τα αυτά και μετά έγιναν τα άλλα μαγαζιά, ας πούμε, έτσι, αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τώρα, στη δεκαετία του ‘90 είμαστε… Τι θα ‘λεγα τώρα στη δεκαετία του ‘90; Τι ήθελα να πω; Τώρα κόλλησα.
Δεν πειράζει.
Γιατί το είπα αυτό τώρα; Τι ήθελα να πω για τη δεκαετία του ‘90 και έβαλα πρώτα τα φαγάδικα και μετά τα αυτά; Ναι, ναι, ναι, λοιπόν. Για τους αστικούς μύθους. Κάθε εποχή,… Είπαμε, τώρα, ας πούμε, για το σεισμό είχαμε τη γριά π[01:40:00]ου αυτό. Λοιπόν, στη δεκαετία του ‘90 ξεκίνησε ο αστικός μύθος για το ότι περνάς σε άλλον χωροχρόνο πάνω στην Άνω Πόλη! Λοιπόν, η Θεσσαλονίκη είχε ένα περιοδικό, το Άβατον, εκδιδόταν, όπου έγραφε για διάφορες ιστορίες, ας πούμε, και με UFO και διάφορα τέτοια πράγματα ανά τον κόσμο. Δεν αφορούσε μονάχα την πόλη μας. Τότε, λοιπόν, αυτός ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό το συγκεκριμένο έγραψε μια ιστορία για την οδό Μαύρης Πέτρας, που είναι πάνω στην Άνω Πόλη. Κι όντως υπάρχει αυτή η οδός. Πηγαίνοντας, όπως πάμε, ας πούμε, για την Άνω Πόλη στα δεξιά μας, οδός Μαύρης Πέτρας. Όπως φωτίζεται αυτό το μέρος και όπως κάνεις βόλτα και χάνεσαι μέσα στα στενά, τώρα, υπάρχει το αυτό, ότι αν, ας πούμε, ξέρω ‘γώ, σε δυο φορές το μήνα από τις 00:00 μέχρι τις 00:15 στέκεσαι στην πάνω πλευρά αυτού του δρόμου και όπως στέκεσαι ανοίγει αυτό, ενώ είναι ένας δρόμος γίνεται δύο. Άμα πας, τώρα, αυτό να το περάσεις, λέει, μέχρι τις 00:15, περνάς σε κάποια πύλη του χρόνου άλλη και πρέπει να γυρίσεις μέσα στο τέταρτο αυτό εδώ. Γιατί; Αν δεν προλάβεις να γυρίσεις, μένεις, εγκλωβίζεσαι σε άλλον χωροχρόνο. Αυτό οι Θεσσαλονικείς το πίστεψαν για ένα μεγάλο χρονικό και ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι περίεργοι, ας πούμε, οι οποίοι το πιστεύουν! Φυσικά, αυτό ήταν ένας μύθος που στήθηκε μέσα απ’ αυτό το περιοδικό. Αλλά, οι Θεσσαλονικείς το ζούσαν αυτό, και μάλιστα λέγανε «Ναι. Εγώ το έτρεξα», δηλαδή πηγαίνανε και τρέχανε. Δηλαδή, γινόντουσαν διάφορα τέτοια τρελά. Ένας άλλος μύθος επίσης που υπήρχε ήταν ότι κάπου εκεί στις Σαράντα Εκκλησιές —το βλέπουν αυτό το πράγμα στη δεκαετία του ‘90 πολύ πια. Και είχε πειστεί όλη η πόλη ότι κυκλοφορεί μια αέρινη ύπαρξη, ας πούμε, γυναικεία, όπου είναι τι; Είναι το φάντασμα μιας κοπέλας που είχε ερωτευτεί έναν αξιωματικό. Όλες αυτές ή αξιωματικό ερωτεύονται ή κάνα στρατιωτικό γιατρό ο οποίος τις παράταγε για άλλες, ας πούμε, και αυτές χανόντουσαν και γινόντουσαν νεράιδες! Η Θεσσαλονίκη, όμως, το ζούσε αυτό. Ταξιτζήδες, αυτά, παίρναν τηλέφωνα στα τότε ραδιόφωνα και λένε «Μα εγώ το είδα» ή «Εγώ το είδα». «Πού, τι είδες;». Ήταν αυτοί οι αστικοί μύθοι της πόλης, ας πούμε, οι οποίοι έτσι κυριάρχησαν και στη δεκαετία του ‘90. Τώρα, ένα άλλο πράγμα το οποίο ζήσαμε πάρα πολύ έντονα και το είχε πιστέψει πολύ η πόλη ήτανε για το μετρό της πόλης. Το 1986, λοιπόν, τότε είχε αρχίσει να υπάρχει σταδιακά… Τα πειρατικά ραδιόφωνα άρχισαν να γίνεται σταδιακά τα επίσημα, δηλαδή άρχισε πια η γέννηση της ραδιοφωνίας, της επίσημης ραδιοφωνίας να ανοίγεται, δηλαδή πέρα από τα κρατικά ραδιόφωνα. Τότε, λοιπόν, το πρώτο ραδιόφωνο που στήθηκε εδώ στην πόλη μας ήτανε το FM 100. Λοιπόν, και ο τότε δήμαρχος της εποχής είχε ανοίξει μία τρύπα μπροστά στο 424 το νοσοκομείο κι είχε βάλει μια μεγάλη ταμπέλα όπου έγραφε εκεί πέρα ότι «FM 100 Θεσσαλονίκης, χρηματοδότης του μετρό Θεσσαλονίκης». Όλοι οι Θεσσαλονικείς πιστέψαν ότι το μετρό θα γίνει και θα γίνει με χρηματοδότηση του FM 100. Αυτό πώς το… Και το ζούσαν όλοι οι Θεσσαλονικείς ότι θα γίνει. Το αποτέλεσμα, βέβαια, αυτό που έγινε ήτανε δύο άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, γιατί πέσαν μες στην τρύπα, διότι εκεί ξαφνικά να εμφανίζεται μια τρύπα. Ήτανε σ’ αυτό το στοιχείο!
Ένα στοιχείο επίσης το οποίο έχουμε στη δεκαετία του ‘80 ήτανε αυτό το οποίο ζήσαμε με τον έντονο χιονιά της δεκαετίας, το ‘88, Όπου ήταν ένας… Τόσο πολύ χιόνι, όμως! Όπου οι παλαιότεροι, οι γονείς μου που ζήσαν χιόνια της Θεσσαλονίκης, λέγαν ότι ήταν σαν την εποχή εκείνη την παλαιότερη. Θυμάμαι, λοιπόν, όπου ήμασταν φοιτητές. Ξεκινήσαμε το πρωί το μάθημά μας, ας πούμε, βλέπαμε κάτι νιφάδες να πέφτουν και τελειώναμε κάπου στη 13:00. Στη 13:00 η ώρα δεν υπήρχε, δεν μπορούσε να κινηθεί τίποτα. Και θυμάμαι τότε, με τη γνωστή φίλη, όπου περπατήσαμε από το πανεπιστήμιο, φτάσαμε εδώ στα σπίτια μας με τα πόδια, γιατί δεν υπήρχε τίποτα. Και ήταν όλο εκείνο το σημείο εκεί στη Λεωφόρο Στρατού, όπου είχε βγει κι ένας σκιέρ και έκανε και βόλτες με το σκι του και πατούσαμε μέσα στα χιόνια. Η πόλη έκανε πάρα πολλές μέρες για να συνέλθει. Δηλαδή, είχε χτυπηθεί πάρα πολύ, γιατί δεν μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε όλο αυτό το πράγμα. Ένα χαρακτηριστικό, δηλαδή, αυτό το οποίο ζήσαμε πολύ έντονα στη μνήμη.
Στη δεκαετία, τώρα, του ‘90 αυτό που εμφανίζεται πια σε επίπεδο οικονομίας και σε σούπερ μάρκετ κτλ.: Αρχίζουν και εμφανίζονται, βέβαια, τώρα τα υπερμάρκετ, με πρώτο το «Carrefour», το οποίο ήταν το πρώτο πολύ-πολύ μεγάλο, οι υπέρ-υπέρ αγορές, ας πούμε. Και ο κόσμος πια άρχισε να μπαίνει σ’ αυτή τη λογική της κατανάλωσης, του υπερκαταναλωτισμού. Και βέβαια, ξεκίνησαν εκεί πια να αγοράζουν τα τυποποιημένα προϊόντα. Και μαγαζιά τα οποία ήτανε μικρότερα, της γειτονιάς —το μπακάλικο πια δεν υπάρχει σαν έννοια— έχουν αρχίσει πια εξαφανίζονται όλα αυτά. Δηλαδή, αρχίζει και υπάρχει αυτή η αλλαγή. Τότε, στη δεκαετία του ‘90 επίσης αρχίζει και με τα έργα του μετρό. Βέβαια, η Εγνατία χάνει τη δυναμική της. Και φυσικά, ντάξει, η Τσιμισκή και η Αγία Σοφία πάντοτε υπήρχαν, ωραία, αλλά αυτά είναι πάλι πιο έντονα. Και βέβαια, αρχίζει τώρα η πόλη και το κέντρο γίνεται χώρος, ας πούμε, αναψυχής κτλ. Δηλαδή, κινείται ο κόσμος στο κέντρο. Σημείο αναφοράς για Χριστούγεννα, Πάσχα, ιστορίες, γιορτές που γίνονται, αυτά, οι γιορτές πόλης κτλ. Δηλαδή, αρχίζει και αποκτά, έτσι, αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο. Γίνεται, δηλαδή, όλο αυτό. Μετά, ένα άλλο χαρακτηριστικό το οποίο έχουμε τώρα εδώ είναι… ποιο άλλο; Λοιπόν, εκείνο, τώρα, που αρχίζει και εντυπωσιάζει, βέβαια, τον κόσμο εκείνη την… Nαι. Τι συμβαίνει, τώρα, στη δεκαετία του ‘90; Αρχίζουμε κι έχουμε πάρα πολλά αμάξια. Πολύ. Δηλαδή, είναι δύσκολο το κέντρο. Και αρχίζουνε, βέβαια, κι αναπτύσσονται οι περιοχές. Δηλαδή, πλέον αντί να κάνω τη βόλτα στο κέντρο ή να βρεθώ στο κέντρο, αρχίζουμε κι αγοράζουμε από τις γειτονιές, πάμε σε άλλη γειτονιά. Η Καλαμαριά, ας πούμε, είναι μία γειτονιά που πηγαίνουμε και αγοράζουμε. Μπορούμε να πάμε να διασκεδάσουμε. Αρχίζουμε και ανοιγόμαστε, αυτά, γιατί ανοίγουν και οι συγκοινωνίες, βέβαια, και τα μέσα μεταφοράς κτλ. Οπότε, βρισκόμαστε κάπως έτσι. Αυτό ήτανε για τη δεκαετία του ‘90. Δεν ξέρω τώρα. Τι άλλο, ας πούμε, να πω;
Εσείς πώς τη βιώνατε αυτή την αλλαγή, δηλαδή απ’ το πιο κλειστό των περιοχών με τα μικρά μαγαζιά στο ότι πάμε στον υπερκαταναλωτισμό, περισσότερη συγκοινωνία, αλλαγές, η πόλη ανοίγει, το κέντρο;
Εμένα αυτό, τα περισσότερα μαγαζιά, δεν μου έκαναν εντύπωση. Δεν μου άρεσαν, γιατί για μένα ήτανε πολύ απρόσωπο. Και βέβαια, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. ΟΚ, δηλαδή τι θα δω στην υπεραγορά, ας πούμε; Θα δω περισσότερες συσκευασίες σε μακαρόνια. Ωραία, δηλαδή ντάξει. Είτε δω πέντε μακαρόνια είτε δω, ας πούμε, διακόσια πακέτα μακαρόνια, εγώ θα πάρω δύο πακέτα μακαρόνια. Ντάξει, και τι έγινε, δηλαδή; Αυτό δεν μου ‘κανε εντύπωση. Τα εμπορικά κέντρα ομολογώ ότι ποτέ δεν τα συμπάθησα. Δηλαδή, και τώρα, ας πούμε, που θα πάω, ξέρω ‘γώ, για καφέ, ας πούμε, ντάξει, κάπου —κι εκείνο έξω. Γιατί ντάξει, μπορεί να είναι έξω. Προτιμώ να πάω έξω για καφέ σε εμπορικό κέντρο, κι αυτό γιατί; Γιατί το κέντρο της πόλης είναι πάρα πολύ μπουκωμένο για μένα. Δηλαδή, δεν μπορείς να… με άνεση. Αμάξια, αυτά, δηλαδή είναι αυτή η άναρχη κατάσταση που επικρατεί στην πόλη. Δεν μου έκαναν αυτά τα πράγματα ιδιαίτερη εντύπωση. Θεωρώ πια ότι τυποποιήθηκαν. Ενδεχομένως, βέβαια, να το βλέπω εγώ έτσι, γιατί πλέον, ντάξει, είμαι και σε άλλη ηλικία. Οι νέοι άνθρωποι έχουν άλλα χαρακτηριστικά. Ένας νέος άνθρωπος μπορεί να σου πει κάτι άλλο: «Μ’ αρέσει εμένα αυτό». Δηλαδή, εμένα προσωπικά, ας πούμε, η Βασιλέως Ηρακλείου, με το νταβαντούρι που γίνεται τα Χριστούγεννα κτλ., εμένα δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα, ας πούμε. Εμένα δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα. Άλλος, ας πούμε, σου λέει ότι «Ναι, πρέπει έτσι να γίνεται». Αυτό δεν μου κάνει πια εντύπωση, ας πούμε, αυτή η πόλη. Σε μένα αυτό, ναι, δεν αρέσει. Θεωρώ ότι για μένα είναι πολύ τυποποιημένο αυτό πια. Αλλά, εντάξει, έχουν αλλάξει και οι εποχές, ας πούμε, έτσι; Αυτό.
Τώρα πώς νιώθετε που τα επαναφέρατε όλα αυτά στη μνήμη σας;
Θεωρώ… Ντάξει. Μια χαρά. Δηλαδή… Αυτό το πράγμα ότι… Θεωρώ ότι πλέον έχω μεγαλώσει τόσο πολύ, που έχω και τόσες πολλές μνήμες, ας πούμε, δηλαδή για να λέω, έτσι; Αυτό το πράγμα, αυτή η αναδρομή, ναι, αυτό το στοιχείο, δηλαδή, έτσι, αυτές τις εικόνες, ας πούμε, που ντάξει, μου φαίνονται σαν να είναι χθες, ας πούμε. Κι όμως, είναι πόσα χρόνια πριν, έτσι; Και ενδεχομένως είναι κι αυτό το κομμάτι που προφανώς μας έφερε σε μια βαριά κατάσταση. Ενδεχομένως αυτό να είναι το στοιχείο αυτό, αυτή η αναδρομή, ας πούμε. Γιατί ντάξει. Με τους φίλους συζητάμε αποσπάσματα, κομμάτια, αλλά αυτό είναι σε ροή λόγου. Ίσως είναι αυτό. Δεν ξέρω. Ντάξει, δεν μπορώ να πω κάτι σ’ αυτό, ναι.
Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τις αφηγήσεις σας.