© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Κάθε ανασκαφή που πας, μπορεί να δεις κάτι που δεν έχει ξαναϋπάρξει»: ένας νέος αρχαιολόγος αφηγείται

Istorima Code
12169
Story URL
Speaker
Νικόλαος Σιαπέρας (Ν.Σ.)
Interview Date
19/11/2021
Researcher
Βασίλης Καραμπούλας (Β.Κ.)
Β.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείς να μας πεις το όνομά σου;

Ν.Σ.:

Ναι. Σιαπέρας Νίκος λέγομαι.

Β.Κ.:

Βρίσκομαι με το Νίκο Σιαπέρα, ονομάζομαι Βασίλης Καραμπούλας και είμαι ερευνητής στο Istorima, βρισκόμαστε στον Βόλο και έχει 20 Νοεμβρίου του 2021. Λοιπόν Νίκο, μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για την εκπαίδευσή σου;

Ν.Σ.:

Ναι, βεβαίως. Έχω σπουδάσει στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στον Βόλο. Πέρασα το 2014, αρχαιολόγος επέλεξα να γίνω, έχει 3 κατευθύνσεις. Πήρα πτυχίο το 2019 και συνέχισα στο ίδιο τμήμα για μεταπτυχιακό. Ο τίτλος του μεταπτυχιακού είναι: «Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στις σπουδές της Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας» και πάλι επέλεξα την κατεύθυνση της αρχαιολογίας. Και αυτή τη στιγμή έχω ολοκληρώσει τις παρακολουθήσεις των υποχρεωτικών μαθημάτων και είμαι στο στάδιο συγγραφής διπλωματικής εργασίας. Εντάξει, τώρα πέρα από αυτά τα τυπικά, έχω συμμετέχει και σε αρκετά συνέδρια του Τμήματος, που ήτανε εξαιρετική εμπειρία. Δηλαδή, μαθαίνεις έξτρα πράγματα, που δεν είναι σαν τα μαθήματα, στα μαθήματα πας παρακολουθείς —ναι, ok—, γράφεις εξεταστική, μαθαίνεις πράγματα —δεν λέω— αλλά ένα συνέδριο, συγκεκριμένα πάνω στην αρχαιολογία που εμένα ενδιαφέρει, είναι διαφορετικό. Γιατί όταν είσαι και... εμείς συμμετείχαμε με τους φίλους μου και αυτά σαν οργανωτική επιτροπή ή εθελοντές καλύτερα είναι... εθελοντές βοηθοί-φοιτητές, στις οργανωτικές επιτροπές αυτών των συνεδρίων και κάνεις πράγματα έτσι πιο διαδραστικά και ενεργά, δηλαδή δεν είσαι ένα νεκρό ακροατήριο, να ακούς μόνο κάτι, το βοηθάς όλο αυτό, είσαι τα γρανάζια που δίνουν ζωή στο συνέδριο. Σκέψου, στο ΑΕΘΣΕ, που είναι Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, ήμασταν μια παρέα 20 άτομα και τρέχαμε όλο το συνέδριο. Κανονίζαμε να χαιρετήσουμε όσους ερχότανε, να δώσουμε φακέλους στους σύνεδρους, να περάσουμε τα power point τους, να βοηθήσουμε με προβλήματα που μπορεί να είχαν οι παρουσιάσεις ή ερχόταν κάποιος και δεν δούλευε το power point, να το λύσουμε εκείνη την ώρα. Είχανε αφίσες, που ήθελαν να τοποθετηθούνε, να βάλουμε τις αφίσες. Να εξηγήσουμε στο κοινό που ερχότανε να παρακολουθήσει ποια συνεδρία γίνεται πού, γιατί είχε διάφορες αίθουσες. Σε ποιον πρέπει να απευθυνθούνε για την τάδε αφίσα, που έχουν ερωτήσεις, ποιος, δηλαδή, είναι αυτός ο αρχαιολόγος που παρουσιάζει το project του. Και όλα αυτά σε ετοιμάζουνε και για το πώς είναι και η επιστημονική αυτή πλευρά της αρχαιολογίας, γιατί είναι και η πλευρά του πεδίου που εργάζεσαι, αλλά και πώς γίνεται και ό,τι βγαίνει από το πεδίο και από τις ανασκαφές να το παρουσιάσεις στο ευρύ κοινό, που είναι ωραίο πιστεύω και βοηθάει. Και αν είχα ένα μάθημα να επιλέξω, έτσι το πιο σημαντικό, είναι η Ανασκαφική που προσφέρει το τμήμα που είναι μισό θεωρητικό και μισό πρακτικό, στην ουσία γίνεται το εαρινό εξάμηνο. Σου δίνουν τη θεωρία και μαθαίνεις για το τι είναι η ανασκαφή, πώς γίνεται, πώς διενεργείται, όλα αυτά που χρειάζεσαι, πριν πας στον χώρο και το καλοκαίρι επιλέγεις μια ανασκαφή, όπου συμμετέχεις σαν φοιτητής και μαθαίνεις και εκεί πέρα τα πρώτα πράγματα. Εγώ αυτή τη στιγμή έχω πάει σε 10 ανασκαφές, νομίζω.

Β.Κ.:

Ωραία. Θες να μας μιλήσεις για την πρώτη σου ανασκαφή, πότε ήταν, τι έκανες σε αυτή;

Ν.Σ.:

Ναι, βεβαίως. Πρώτη ανασκαφή ήταν το 2015, το καλοκαίρι, απ' το μάθημα της Ανασκαφικής προέκυψε. Είχα πάει στη Βελίκα, στο κάστρο Βελίκας. Βελίκα είναι στα παράλια της Λάρισας, στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάς, στον ανατολικό Κίσσαβο. Καλά εξαιρετική εμπειρία, εξαιρετική εμπειρία! Θεωρώ ότι ανασκαφή είναι αυτό που σε κάνει να αποφασίσεις αν όντως θες να γίνεις αρχαιολόγος ή όχι. Τι ήταν η Βελίκα; Ήτανε Αύγουστος, είναι ένα βυζαντινό κάστρο του έκτου αιώνα, της εποχής του Ιουστινιανού, σκάβαμε με υπεύθυνο καθηγητή τον κύριο Ιωάννη Βαραλή και κάναμε ανασκαφές σε μια βυζαντινή εκκλησία, στα ερείπια μάλλον μιας βυζαντινής εκκλησίας, της ίδιας περιόδου, του έκτου αιώνα. Καλά, η διαμονή υπέροχη, μέναμε στο χωριό Μελιβοία, δίπλα από την Βελίκα, σε μια εξαιρετική ξύλινη καμπίνα, ας πούμε, με έναν τεράστιο χώρο. Ήταν ο πρώην πυροσβεστικός σταθμός Μελιβοίας. Είχαμε την αποθήκη ή το γκαράζ, θα έλεγε κανείς, των πυροσβεστικών οχημάτων, ήταν η αρχαιολογική μας αποθήκη. Δύο υπέροχες ξύλινες καλύβες για να μένουμε. Ήτανε... κάθε καλύβα είχε, νομίζω, 7 κουκέτες, τα ράντζα αυτά, της στρατιωτικής φάσης, κουκέτες, και έναν έτσι μεγάλο χώρο σαν κουζίνα-τραπεζαρία για να τρώμε, και να καθόμαστε, να δουλεύουμε και μια τεράστια αυλή. Καλά, πρώτη ανασκαφή όταν είχα πάει, ήμουνα πολύ πολύ αγχωμένος. Δηλαδή, είχα τρελό άγχος, γιατί έλεγα: «Θα σπάσω κάτι, πώς δουλεύουμε, πώς είναι αυτό το πράγμα στην πραγματικότητα, πώς γίνεται;». Και είχα τόσο άγχος, που είχα ρωτήσει και τον καθηγητή, του λέω: «Τι γίνεται, άμα σπάσω κάτι;». Και τη θυμάμαι αυτή την ατάκα, αλήθεια τη θυμάμαι, δεν την ξεχνάω, λέει: «Εντάξει κι άμα σπάσεις κάτι, δίνουμε δουλειά στους συντηρητές». Δηλαδή, σημασία έχει να το βρεις, να... Βρίσκεις κάτι, ok, το κατέστρεψες, συμβαίνει, γιατί είναι κάτω από το χώμα και δεν ξέρεις τι είναι κάτω από το χώμα και χρησιμοποιείς εργαλεία, που μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές. Αν το σημειώσεις αυτό ορθά και πεις ότι: «Να, είναι το τάδε αντικείμενο, βρέθηκε. Το κατέστρεψα. Αυτά είναι τα κομμάτια του όλα μαζί, τα μάζεψα» και το δώσεις σε έναν συντηρητή, μπορεί πολύ εύκολα, έχει την γνώση, να το φέρει στην κατάσταση που ήτανε, όταν βρέθηκε, πριν το καταστρέψουμε εμείς. Η ανασκαφή είναι μία καταστρεπτική διαδικασία. Δηλαδή, πρέπει να προσέχεις τι κάνεις. Ό,τι βγαίνει από το χώμα, αφαιρέθηκε. Πρέπει να το σημειώσεις, να προσέχεις, να το φροντίσεις, να κοιτάς να μη κάνεις λάθος ή άμα κάνεις λάθος, να δεις αν μπορείς να το διορθώσεις, είναι πολλοί παράγοντες. Θυμάμαι και την πρώτη μου τομεάρχισσα. Τομεάρχης είναι αυτός που πρακτικά είναι υπεύθυνος πώς γίνεται η ανασκαφή. Πέραν του διευθυντή της ανασκαφής, του καθηγητή, όποιος είναι υπεύθυνος, υπάρχει μια κλίμακα, ας πούμε, ανθρώπων, όπου σε αυτή είναι ο βοηθός του διευθυντή ανασκαφής κι έπειτα έρχονται οι τομεάρχες και μετά πάνε όσοι εργάζονται σε αυτήν, όπως εμείς, οι φοιτητές. Τομεάρχες είναι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τις καθεξής διαφορετικές τομές και πρέπει... έχουνε το καθήκον και να διοικήσουνε ως ένα βαθμό αυτή τη τομή, πώς θα γίνει η δουλειά εκεί πέρα, πώς θα σκάψουμε, να διδάξουνε στους νέους που έρχονται, να φροντίσουν ότι γίνεται σωστά η δουλειά και να επικοινωνούνε και με τον διευθυντή της ανασκαφής ή τον βοηθό του, για το τι γίνεται στην τομή, αν χρειάζονται κάτι, αν έχουν ερωτήσεις και πώς λειτουργεί αυτή η δουλειά. Η τομεάρχισσά μου λοιπόν, την πρώτη μέρα με είχε φρικάρει, την πρώτη μέρα! Μας έχει δείξει μόλις πώς σκάβουμε με σκαλιστήρια. Και, ξέρεις τώρα, μόλις έχω πάει, δεν έχω καμία επαφή με το χώμα, δεν βλέπω τίποτα μπροστά μου. Δηλαδή, πράγματα που... «Α —λέω— χώμα είναι, δεν έχει κάτι εδώ, χώμα είμαστε» και μου δίνει ένα σκαλιστηράκι, ας πούμε, και μου λέει: «Να, έτσι χτυπάμε το σκαλιστήρι και έτσι το σκαλιστήρι» και από δω και από κει. Μου λέει: «Θες να κάνεις;». Της λέω: «Εννοείται θέλω να κάνω». Κάνω ένα δειλό χτύπημα στο χώμα, εντάξει, πάω να κάνω ένα δεύτερο δειλό —δειλό όμως, δηλαδή ούτε δύναμη ούτε τίποτα, ίσα ίσα με το βάρος, που μπορεί να έχει το σκαλιστήρι, να το αφήσω να πέσει στο χώμα— και ακούω ένα ουρλιαχτό: «Μη! Μη! Όχι, όχι! Μη! Όχι!». Κοκαλώνω εγώ, παγώνω εκεί πέρα, λέω: «Έκανα μαλακία, έκανα μαλακία, με απέλυσαν, έφυγα, τέλος! Με απέλυσαν, τέλος... είχαμε Νίκο». Πετάγεται εκεί στη μέση, λέω: «Τι βρήκαμε; Κάτι εξαιρετικό, που δεν το βλέπω, είμαι τυφλός». Και πιάνει, παιδιά, ένα πολύ πολύ μικρό όστρακο... Όστρακα είναι τα θραύσματα από αγγεία, που εντάξει, εγώ γνώση δεν την είχα τότε, πρώτη φορά ήμουνα, αλλά πλέον ξέρω και θυμάμαι ότι υπάρχουν κάποια όστρακα τα οποία τα ονομάζουμε αδιάγνωστα, είναι απλά πορτοκαλί, στο χρώμα του πηλού συνήθως, με πολύ μικρό μέγεθος και δεν προσφέρουν καμία επιστημονική πληροφορία. Δηλαδή, δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε το είδος του αγγείου, απ' το οποίο προέρχεται, ούτε πότε χρονολογείται, τίποτα. Είναι απλά αρχαίο υλικό, ναι... δεν χρησιμεύει πρακτικά στην έρευνα για την οποία γίνεται και η ανασκαφή. Και για όλο αυτό, έχει γίνει ο πανικός εκεί πέρα με τα ουρλιαχτά, έχουνε γυρίσει και τα παιδιά, που δούλευαν στην ίδια τομή, στις άλλες τομές, σου λέει: «Τι έγινε; Τι πάθατε; Χτυπήσατε;». Εμένα αυτήν ήτανε η πρώτη μου ημέρα, ας πούμε, στην ανασκαφή. Ok, αστείο, ναι, τώρα το θυμάμαι και είναι πολύ αστείο, τότε είχα φρικάρει πάρα πολύ. Αλλά, συνεχίσαμε μια χαρά, μάθαμε πράγματα, είχαμε και εργάτες να βοηθάνε, αλλά η ανασκαφή δεν είναι μόνο το πρωί, έχεις και το απόγευμα, ας πούμε. Γυρνάς το μεσημέρι... Εκεί που μέναμε, στη Μελιβοία, ο Δήμος Αγιάς είχε φροντίσει να υπάρχει και μια μαγείρισσα, που όσο εμείς το πρωί ήμασταν στη δουλειά, αυτή ερχότανε στον χώρο, μαγείρευε και μας άφηνε φαγητά σε, ξέρεις, σε ταπεράκια, αυτά τα αλουμινένια. Τρώγαμε κάθε μεσημέρι εκεί πέρα, 20 άτομα που ήμασταν, και το απόγευμα 17:00 η ώρα έπρεπε να ξανασηκωθούμε να κάνουμε πλύσιμο κεραμικής, καταγραφές, ημερολόγια... Που τα ημερολόγια είναι [00:10:00]αυτά που σημειώνουμε μέσα στη μέρα, στην ανασκαφή τι έχουμε κάνει, όχι το ημερολόγιο το κανονικό, «Αγαπητό ημερολόγιο σήμερα είναι...», πιο επιστημονικό, τάδε ημερομηνία, αυτοί εργάστηκαν, αυτά ήταν τα αποτελέσματα, συγκεκριμένες σημειώσεις, από δω κι από κει, οτιδήποτε είναι που πρέπει να αναφερθεί, για να μείνει και αυτό στη πορεία του χρόνου για μελλοντικές έρευνες. Το πλύσιμο κεραμικής είναι εξαιρετικό, δηλαδή καθόμαστε όλοι γύρω γύρω εκεί πέρα, έχουμε λεκάνες, τέτοια πράγματα και έχεις έναν κύκλο από 10 άτομα και πλένεις. Δεν είναι κάτι το οποίο... είσαι καθιστός, αράζεις, πλένεις κεραμική με μουσικούλα και κουβέντα και κουβέντα και κουβέντα και κουτσουμπολιά και αστεία και ανέκδοτα και ιστορίες. Είναι πολύ ωραία εμπειρία, είναι χαλαρό, δε σε κουράζει. Έχεις μια οδοντόβουρτσα στο ένα χέρι, κοιτάς προσεκτικά αυτά που τρίβεις και μιλάς ταυτόχρονα και λες και γνωρίζεσαι. Είναι πολύ... είναι μια καλή εμπειρία, ρε παιδί μου, γιατί με τα άτομα που δουλεύεις, μένετε και μαζί και μπορεί να είσαι για 2 εβδομάδες ή για 1 μήνα ή για 1,5 μήνα, είναι ωραία έτσι να δένεστε και να μπορείτε να επικοινωνείτε, γιατί όσο καλύτερες σχέσεις έχεις και με έναν άνθρωπο, τόσο καλύτερα μετά δουλεύετε κιόλας παρέα και τα βρίσκετε. Και φυσικά τα βράδια —κάθε βράδυ— αφού τελείωνε η δουλειά, είσαι ελεύθερος. Δεν... ούτε ο καθηγητής είναι εκεί ούτε τίποτα, μένετε και... Επομένως, ήμασταν σε χωριό, οπότε —ξέρεις— κρασάκια, σουβλάκια, βόλτες στο χωριό, οι καπνιστές να αράζουμε, ξέρεις, όλοι μαζί, να καπνίζουμε εδώ, «παφ-παφ», τα τσιγάρα και άλλο κρασί. Μας έπαιρνε 02:00 η ώρα, να πέσουμε για ύπνο και ξυπνάγαμε στις 06:00, αλλά και στις 06:00 που ξυπνάγαμε, πάλι, μες στο κέφι, ήτανε πολύ ζωντανή εμπειρία. Είχαμε και παιδιά από το Saint Andrews, τη Σκωτία, πανεπιστήμιο εκεί, είχαμε... μιλάγαμε και αγγλικά και άντε τώρα... Δηλαδή, ξέρεις, αυτά είναι μια φάση που, επειδή εμείς το έχουμε εδώ αυτό, της παρέας, το να πίνεις, να λες μαλακίες, να γελάς, να κάνεις, είχαμε και τη φάση του να εξηγούμε τώρα το ελληνικό χιούμορ στα αγγλικά, στα παιδιά απ' τη Σκωτία, το οποίο από μόνο του είναι εξαιρετικά αστείο, αλλά σου δημιουργεί ρε παιδί μου, μαθαίνεις… Και μετά, όταν από την πλευρά τους τα παιδιά μας εξηγούσαν δικό τους χιούμορ ή δικά τους πράγματα, μαθαίνεις και την κουλτούρα του άλλου, ποια είναι αυτή. Και καταλαβαίνεις και άλλα πράγματα μέσα από το χιούμορ ή από ιστορίες για το πώς είναι η ζωή εκεί, το πανεπιστήμιό τους ή το ένα ή το άλλο, μαθαίνεις πολλά. Και έτσι ήταν, ας πούμε, η πρώτη μου ανασκαφή στη Βελίκα, 2 εβδομάδες, με φίλους, κύλησε καλά, μάθαμε κάποια πράγματα, πολλή δουλειά. Πολλή δουλειά! Η ανασκαφή είναι πολλή δουλειά. Δηλαδή, αυτό που επικρατεί στο ευρύ κοινό: «Α, αρχαιολόγος, με το πινελάκι θα είσαι», μακάρι να ήμουνα με το πινελάκι, αλήθεια. Χρησιμοποιούμε πολύ βαριά εργαλεία. Γκασμάδες, φτυάρια, καρότσια, δηλαδή ότι θα έβλεπε κανείς σε μια οικοδομή να γίνεται, τα ίδια εργαλεία χρησιμοποιούμε και εμείς, αλλά πρέπει να προσέχουμε και περισσότερο, γιατί αντιμετωπίζουμε τέχνεργα, και υλικά αρχαία, ή οικοδομικά υλικά, που μπορεί να έχουνε μείνει, οτιδήποτε άλλο και πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ. Και είχαμε και ένα εξαιρετικό εύρημα στην πρώτη μου ανασκαφή, ας πούμε, ένα... που λες από αυτά τα ευρήματα, που «μπαμ», κατευθείαν είναι κάτι. Όπως σου είπα, ήμασταν σε εκκλησία και κάθε εκκλησία, όπως και τώρα, έτσι και τότε, έχουν το δισκοπότηρο για τη θεία κοινωνία. Εμείς έτυχε να βρούμε εκεί που έσκαβα εγώ, στην τομή μου συγκεκριμένα, έτυχε να βρούμε τον δίσκο, το πινάκιο αυτό από το δισκοπότηρο. Πανέμορφο, ήταν εξαιρετικό, εντάξει λέμε: «Ω! Ουάου», μαζεύτηκαν όλοι, να το δούνε —α, ου— το παίρνει, και όπως έπρεπε, ο καθηγητής, τηλεφωνεί στην Εφορία Αρχαιοτήτων Λάρισας: «Γεια σας, έχουμε αυτό, θέλουμε έναν συντηρητή, να το στείλουμε, να το δείτε» μεταλλικό φαινότανε, φαινότανε να είναι από χαλκό συγκεκριμένα, η πρώτη εκτίμηση, ας πούμε, στο πεδίο. Το στέλνουμε στη Λάρισα, μας παίρνουνε μετά από 2 μέρες που το είχανε συντηρήσει, το είχανε μελετήσει, ότι είχε επικάλυψη χρυσού. Χαμός εμείς εκεί. «Ω! Είχε επικάλυψη χρυσού! Ω, τι ωραία! Τι καλά!». Και πάμε... δεν είχε ανοίξει τότε ακόμα το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, ήτανε στην κατασκευή. Και πώς πάμε μετά... από κάνα χρόνο να ήτανε; Λίγο πριν τα εγκαίνια του μουσείου, με τον ίδιο καθηγητή. Ήτανε εκδρομή μαθήματος, που παρακολουθούσα στο πανεπιστήμιο. Και το μουσείο ήταν ακόμα λίγο πριν ανοίξει, έτοιμο, όλα, και απλά είχαμε την τιμή να μας καλέσουνε, σαν μάθημα και γιατί είχε και τα ευρήματα της Βελίκας μέσα, να πάμε να το δούμε. Και «μπαμ» μια κεντρική προθήκη, στον χώρο που είναι τα βυζαντινά ευρήματα, στο κέντρο «μπαμ», το πινάκιο αυτό. «Πω πω!» λέω, τι υπέροχο αίσθημα ήταν αυτό. Πολύ ωραίο γιατί λες: «Με τα χέρια μου το έβγαλα, με τα χέρια μου!».

Ν.Σ.:

Και έτσι ξεκίνησα, με τη Βελίκα, και συνέχισα δηλαδή, 5 χρόνια σερί ήμουνα στη Βελίκα, μέχρι και το '19. Τη δεύτερη χρονιά, κάναμε μελέτη κεραμικής, συγκεκριμένα. Δηλαδή, δεν είχε καθόλου ανασκαφή. Ήμασταν 25, —20 με 25 μέρες— στη Μελιβοία και μέναμε μόνο στη Μελιβοία. Η Μελιβοία τώρα είναι ένα πολύ μικρό χωριό. Τύπου μ' αρέσει να το κοροϊδεύω λίγο με το Κολοκοτρωνίτσι, τη σειρά στην τηλεόραση. Αλλά, είναι αυτό. Είναι ένα μικρό χωριό και εμείς... αυτό το σπίτι είναι στην άκρη του χωριού, δεν έχει τίποτα άλλο. Επειδή είναι λίγο ψηλά, στις πλαγιές της Όσσας, μπορεί η θάλασσα να είναι δίπλα, αλλά με τα πόδια δεν πας. Και εμείς αυτοκίνητα δεν είχαμε, καμία μεταφορά. Άρα ήμασταν εκεί. 20 μέρες στο χωριό, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ίντερνετ, με όσο σήμα για megabyte έπιαναν τα κινητά μας και να είμαστε εκεί, όλοι, όλη μέρα μαζί. Και επειδή κάναμε μελέτη και καταγραφή κεραμικής, δεν δουλεύαμε το απόγευμα. Ήταν όλο το πρωί. Ερχότανε ο καθηγητής, ανοίγαμε την αποθήκη, βγάζαμε διάφορα τραπέζια έξω. Ξεκινούσαμε, να κατεβάζουμε τελάρα, να ανοίγουμε σακούλες από τα προηγούμενα 5 έτη ανασκαφής, να κοιτάμε τι έχουν, να προσπαθούμε να δούμε αν μπορεί κάτι να συντηρηθεί. Είχαμε και συντηρητή ο οποίος ερχότανε μέρα παρά μέρα, για να κάνει επιτόπου ό,τι βρίσκαμε εμείς από αγγεία και να τα συγκολλήσει και να τα δούμε πώς είναι. Και πέρναγαν οι μέρες έτσι. Και μετά απ' την πρώτη εβδομάδα νομίζαμε ότι ήμασταν ένα μήνα εκεί. Δηλαδή, δεν είχε τι να κάνεις. Ένα σουβλάκι είχε το χωριό, ένα σουβλάκι πήγαινες. Δεν είχε πιτόγυρο, τυλιχτό ή μερίδες. Καθόσουν και σου έλεγε: «Πόσα σουβλάκια θέλετε;». Έλεγες: «Φέρε 10 σουβλάκια». Αυτό, 10 σκέτα σουβλάκια για φαγητό. Είχε ένα mini market το χωριό, από αυτά, ξέρεις, τα mini market όντως χωριού, που είχε λίγα τυριά εκεί και λίγα αλλαντικά, όχι κάτι fancy, και ένα ψυγείο που είχε τυποποιημένα, ας πούμε... είχε λουκάνικα Φρανκφούρτης, για να φας. Μόνο αυτό ήταν το κρεατικό. Αν ήθελες ας πούμε ένα κοτόπουλο ή λουκάνικο κανονικό, ή άλλο κρέας να μαγειρέψεις, όχι. Τα κρεοπωλεία ήτανε στη Βελίκα. Mini market, λουκάνικο Φρανκφούρτης, ζαμπόν και τυρί για τοστ. Αυτά. Και είχε γαριδάκια, πατατάκια. Ναι, όπως καταλαβαίνεις, μας μαγείρευαν το μεσημέρι και είχαμε πολύ καλό φαγητό, αλλά το βράδυ είτε θα έπαιρνες σουβλάκι σκέτο ή θα μαγείρευες κάτι. Ξεκινάω εγώ μια μέρα: «Να μαγειρέψουμε κάτι παιδιά, δε γίνεται κάθε μέρα σουβλάκι, πόσο σουβλάκι, σκέτο-σκέτο-σκέτο, πήξαμε. Να κάνουμε ένα μακαρόνι, ένα κάτι». Και ξεκινάει εκεί το meme με λουκάνικα Φρανκφούρτης με όλα. Με τα πάντα. Λουκάνικα Φρανκφούρτης με μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, λουκάνικα Φρανκφούρτης με μακαρόνια σε κρέμα γάλακτος, λουκάνικα Φρανκφούρτης σε ριζότο, λουκάνικα Φρανκφούρτης σε τοστ για κλαμπ σάντουιτς με πατάτες τηγανιτές. Αστείο, αστείο. Και να καθόμαστε και κάθε μέρα μας να περνάει έτσι, ας πούμε: το πρωί μελέτη κεραμικής, όλοι σοβαροί, να κάνουμε δουλειά, φωτογραφίσεις, καταγραφές, από δω, από κει, να τρέχουμε, να αναδιοργανώνουμε όλη την αποθήκη, γιατί υπήρχαν πράγματα που είχαν μπερδευτεί με τα χρόνια, είχε παρατοποθετηθεί κάτι. Τα βρίσκαμε και ξανά, αναδιοργάνωση και καινούργιες ταμπέλες και εδώ είναι εκείνο, εκεί είναι το άλλο. Και, όπως καταλαβαίνεις, 20 μέρες στο χωριό, μετά από ένα σημείο, είχαμε τρελαθεί. Και γυρίσαμε και είπαμε στον καθηγητή: «Σας παρακαλώ, πάρτε μας, κατεβάστε μας μια Κυριακή θάλασσα. Να κάνουμε κάτι. Να καλέσουμε ταξί; Να κανονίσουμε ένα mini van;». Ήμασταν και 15 άτομα, πώς θα χωρέσουν όλοι αυτοί; «Θα σκάσουμε, πραγματικά θα σκάσουμε, βλέπουμε τη θάλασσα και από το μεσημέρι 14:00 η ώρα, που σταματάμε τη δουλειά, τρώμε,  μέχρι τις 15:00 και 15:00, μέχρι τη 01:00, που κοιμόμαστε, ήμαστε έτσι, τέντα, δεν έχουμε τι να κάνουμε. Δηλαδή, κοιτάμε, έχει και ζέστη», ναι, ήταν αρχές Αυγούστου, «Έχει τρελή ζέστη». Είσαι σε βουνό, εντάξει, αλλά το μεσημέρι έχει ζέστη, το βράδυ μπορεί να δροσίσει λίγο, αλλά μεσημέρι είσαι... να κοιτάς τον ήλιο. Να βλέπεις τη θάλασσα, να μη μπορείς να πας και να κάθεσαι και να πίνεις φραπέ, τσιγάρο, φραπέ, τσιγάρο, φραπέ, τσιγάρο, όλη μέρα. Μπορεί να πίναμε και 4-5 καφέδες όλη μέρα, απ' τη βαρεμάρα, όχι από κάτι άλλο, δεν είχαμε τι να κάνουμε. Ήταν 7-8 απογευματινές ώρες έτσι, νεκρές. Παίξαμε και παιχνίδια. Λέμε να παίξουμε και κυνηγητό, να παίξουμε το βράδυ και κρυφτό. Αλλά πόσο; Είναι μέρες. Και έχεις και ένα τέτοιο, μια κούραση, ας πούμε, λες: «Θα ξυπνήσω πρωί, δεν μπορώ». Σε πιάνει και μια βαρεμάρα, μια νωχελικότητα, και μένεις λίγο νεκρός. Αλλά, παρόλα αυτά, και τότε ήταν καλά.

Ν.Σ.:

Ταυτόχρονα, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ η φάση της ανασκαφής, λέω: «Δεν γίνεται να πάω μόνο σε μία το καλοκαίρι, θα πάω σε δύο». Και πήγα και στα Ζερέλια εκείνο το καλοκαίρι. [00:20:00]Τα Ζερέλια είναι μια προϊστορική ανασκαφή, που διενεργούσε η Αντίκλεια Αγραφιώτη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί, και είναι στον Αλμυρό, εδώ, έξω από τον Βόλο. Που ήταν κι εκεί άλλες 2 εβδομάδες, μέναμε στα σπίτια μας, στον Βόλο, επομένως δεν είχες αυτό το κομμάτι της ομαδικότητας που έχω πει μέχρι τώρα, ότι είσαι μια παρέα. Πήγαινες το πρωί, γύρναγες το μεσημέρι. Αλλά, ήταν μια άλλη τρελή εμπειρία εκεί τα Ζερέλια, διότι φτάνουμε εκεί, πρώτη μέρα στην ανασκαφή, και η καθηγήτρια προφανώς δεν μας γνώριζε όλους τι έχουμε κάνει και ποιοι είμαστε. «Ξέρετε, δεν ξέρετε; Τι πρέπει να σας διδάξω εγώ;». Και πώς τυχαίνει να είμαι ο... πέραν από τη βοηθό της, βοηθό του διευθυντή ανασκαφής, ήμουνα το μόνο άτομο που είχε ξαναπάει ανασκαφή, έστω και μία φορά. Η ίδια τώρα εκεί, μόλις είχανε βρει μία καύση, την οποία είχανε χρονολογήσει με μεθόδους άνθρακα 14 και αυτή έλεγε, η χρονολόγηση, ότι πάει τη Νεολιθική, την έναρξη της Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα, 500 χρόνια νωρίτερα, απ’ ό,τι μέχρι τότε έλεγαν τα δεδομένα. Που, ναι, έτσι γίνεται στην αρχαιολογία, υπάρχει μία χρονολόγηση, ή μία... ορίζεται μια ημερομηνία και όσο ξεκινάει και συνεχίζεται και εξελίσσεται η έρευνα, μπορεί να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα. Και —α!— λέει: «Εσύ θα κάτσεις να σκάψεις στο σημείο αυτό, που βρήκαμε την καύση». Και με λούζει ένας κρύος ιδρώτας, γιατί λέω: «Παιδιά, εγώ έχω πάει άλλες 2 εβδομάδες ανασκαφή πέρσι, και φέτος —λέω—, που ήρθα εδώ, απλά μου είχαν μάθει τα πολύ βασικά». Γιατί με τις ανασκαφές άλλα θα μάθεις στη πρώτη —σε κάθε ανασκαφή μαθαίνεις— απλά άλλα μαθαίνεις στη πρώτη και άλλα στη δέκατη. Μου λέει: «Δεν πειράζει —λέει— δεν θα είσαι μόνος σου, θα σε ελέγχω». Πω πω, παιδιά, τι άγχος ήταν αυτό! Τι άγχος ήταν αυτό! Γιατί ξεκίναγες και με πολύ προσεκτικές κινήσεις... ναι, στα προϊστορικά δε σκάβεις με μεγάλα εργαλεία. Στα προϊστορικά ίσως να είναι αυτό με το πινελάκι, έχεις ένα μικρό τριγωνάκι, το μικρό σκαλιστήρι, πολλές φορές και οδοντιατρικά εργαλεία, σκουπάκι, έτσι, είσαι πολύ προσεκτικός και να είμαι έτσι και έτσι και... και να λέω: «Τώρα και...». Στο οτιδήποτε, στο κάθε χαλικάκι, πριν το κουνήσω, να το σκέφτομαι, γατί λέω: «Είναι πολύ σημαντικό». Επειδή είχαμε ίχνη, ας πούμε, από κάρβουνο, που είναι αυτά που χρονολογούνται, τα οργανικά υλικά, καπνίζαμε 600 μέτρα μακριά απ' το σκάμμα, 700. Δεν είχε πρόβλημα να πάμε για 20 τσιγάρα όλη τη μέρα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, δεν έλεγε τίποτα: «Θέλετε τσιγάρα; Ναι. Θέλετε να φάτε; Ναι. 700 μέτρα μακριά.». Ήταν ένα δέντρο, ξέρω 'γω, όντως κοντά στο χιλιόμετρο ήταν το δέντρο, εκεί πηγαίναμε, για να αποφευχθεί τυχόν ατύχημα, ότι θα πέσει σύγχρονο οργανικό υλικό πάνω εκεί. Σκάβαμε με γάντια, χρησιμοποιούσαμε αλουμινόχαρτο «SANITAS», που είναι συγκεκριμένα το μόνο από τα αλουμινόχαρτα της αγοράς γενικά, απ' το σούπερ μάρκετ, που παίρνεις εύκολα, το οποίο δεν έχει οργανικά υλικά, άρα μπορείς να αποθηκεύσεις εκεί πέρα κάρβουνα για ραδιοχρονολόγηση. Και, εντάξει, αυτή η ανασκαφή —ok— ήταν πάρα πολύ ωραία, αλλά δεν είχαμε και την πλάκα μας. Δηλαδή, όση πλάκα κάναμε ήτανε στο λεωφορειάκι. Εντάξει, την ώρα της δουλειάς, ok, θα πεις και 2 κουβέντες και 10 κουβέντες και 20 κουβέντες, αλλά δουλεύεις, πόσο να χαζομαρίσεις; Στις άλλες ανασκαφές, οι χαζομάρες, το κέφι, το χιούμορ, ο χαμός, ας πούμε, γινότανε, όσο δε δουλεύαμε, που μέναμε μαζί. Μετά, με αυτά τα παιδιά μπορεί να μην θυμάμαι... τώρα δεν θυμάμαι ποιοι ήτανε. Δηλαδή, από τις άλλες ανασκαφές μπορώ να σου πω ονόματα και χαρακτήρες, και ο τάδε και εκείνος και τι είχανε κάνει. Από αυτή την ανασκαφή δεν θυμάμαι τίποτα. Γιατί πολύ απλά γύρναγα το μεσημέρι σπίτι μου και θυμάμαι ότι επειδή είχαμε πάει ανασκαφή με έναν φίλο, που μένει και κοντά στο σπίτι μου, αυτό θυμάμαι από την ανασκαφή, ότι ερχότανε, γιατί δεν είχε και air condition, μόλις γυρνάγαμε από την ανασκαφή, πήγαινε σπίτι του, έκανε μπάνιο, παρήγγελλα εγώ —μέχρι να κάνει αυτός μπάνιο— παρήγγελλα εγώ σουβλάκια για το μεσημέρι, ερχότανε και την αράζαμε μέχρι το βράδυ εδώ, που είχα air condition και βλέπαμε τηλεόραση. Που δεν έχει καμία σχέση με αυτά που σου έχω πει μέχρι τώρα για τις άλλες ανασκαφές. Και μετά, ήρθε η πρακτική, το τρίτο έτος στη σχολή, όπου είχα ήδη 3 ανασκαφές και λέω: «Ok, πρακτική είναι Νίκο, πρέπει να μάθεις κάτι, έξτρα δηλαδή. Έχεις δει ποια είναι η φάση της ανασκαφής, να δεις μια άλλη επιλογή». Ποια ήταν η άλλη επιλογή; Μουσείο. Είμαι από τον Τύρναβο, το κοντινότερο μουσείο ήταν το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας. Αφού ήμουν ήδη και 2 χρονιές στη Βελίκα, λέω: «Μήπως να πάω εκεί;» Κατά τύχη, λοιπόν, εντελώς τυχαία, όσο τα σκεφτόμουν αυτά, προκύπτει στον μικρότερό μου αδερφό, που ήταν τότε ακόμη λύκειο, εκδρομή στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας με το σχολείο. Με το σχολείο που ήμουν και εγώ στα λυκειακά μου χρόνια. Και του λέω: «Ξέρεις τι; Θα έρθω κι εγώ στο μουσείο, χωριστά, θα φτάσω στο μουσείο και μπορώ εσένα και τους φίλους σου να σας κάνω μια βόλτα, που τα ξέρω κάπως παραπάνω, και να σας πω και δυο πράγματα: ιστορίες απ' τις ανασκαφές, πού ήμουνα, γιατί εγώ ήμουνα σ' αυτές τις ανασκαφές που... με τα ευρήματα». Επίσης ιστορίες, κάποια από αυτά που σου έχω πει και εσένα ήδη. Και πως γινόταν αυτή η mini ξενάγηση, θα την έλεγε κανείς, και λέω στον αδερφό μου και 2-3 φιλαράκια του: «Ω, παιδιά εκείνο» και τους εξηγούσα κάποια πράγματα με πιο σύγχρονους όρους, αν θέλεις. Ρε παιδί μου, λέγαμε τι είναι ένας θησαυρός αρχαιολογικά και τους εξηγούσα τι είναι ο θησαυρός, με πράγματα που θα κατανοούσαν χωρίς ακαδημαϊκούς όρους, λίγο πιο viral. Και με ακούει η αρχαιολόγος που ήταν εκεί, όντως για την ξενάγηση του σχολείου και του γκρουπ, απ' το οποίο είχα κλέψει εγώ τον αδερφό μου, και μου λέει: «Καλά εσύ πώς τα... Από πού κι ως πού τα γνωρίζεις;». Λέω: «Χαίρετε, είμαι ο τάδε. Ήμουν με τον κύριο Βαραλή στις ανασκαφές της Βελίκας.» «Α! —μου λέει— Τι ωραία, μπράβο κι αυτά. Και άρα τα ξέρεις;». «Ναι —λέω— έχω ξαναέρθει στο μουσείο και 2-3 φορές». «Μια χαρά —μου λέει—, πρακτική έχεις κάνει;». Λέω: «Όχι —λέω— φέτος είμαι και το σκέφτομαι», λέω. Μου λέει: «Θα έρθεις εδώ οπωσδήποτε, αφού ήδη τα ξέρεις αυτά, θα ταιριάξεις μια χαρά στο μουσείο, φαίνεσαι και καλό παιδί, να έρθεις εννοείται». «Να έρθω, λοιπόν». Έτσι και ξεκίνησα την πρακτική. Άλλη εμπειρία, διαφορετική, είσαι τώρα στις αποθήκες ενός μεγάλου μουσείου, γιατί όπως και να το κάνουμε το Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας, επειδή είναι και ολοκαίνουργιο, έχει και 5 χρόνια λειτουργίας τώρα, είναι πολύ σύγχρονο, το ίδιο και οι αποθήκες του. Με πολύ ωραία συστήματα, πολύ ωραία πράγματα και για τη μελέτη και για τη συντήρηση και για την αποθήκευση, είναι υπέροχο, και να δουλεύεις σε αυτόν τον τεράστιο χώρο εργαστηρίων. Θυμάμαι μου είχαν κάνει εντύπωση... έχουν ένα σύστημα με... σαν ηλεκτρική σκούπα με φυσούνες, από το ταβάνι, το οποίο το κατεβάζεις δίπλα σου και έχει πολύ χαμηλή αναρρόφηση, σαν απορροφητήρας, για να ρουφάει σκόνη ή χώματα, όταν εσύ μπορεί να μελετάς την κεραμική ή άλλα υλικά, για να μην εισπνέεις, ας πούμε, αυτή τη βρωμιά. Θυμάμαι μου είχε κάνει τρελή εντύπωση, είναι εξαιρετικό σύστημα. Ή ανακεκλιμένους πάγκους, η επιφάνεια τους... μεταλλική επιφάνεια με τρύπες, σαν ένα σουρωτήρι, αλλά επίπεδο, σαν ένας επίπεδος πάγκος, ανακεκλιμένος, ο οποίος έχει σε όλη του την πάνω επιφάνια τρυπούλες που βγάζει νερό. Τρέχει το νερό με κλήση και εσύ πετάς εκεί όλη τη κεραμική. Επειδή έχει τρυπούλες, φεύγει το χώμα μαζί με το νερό και σου μένουν καθαρά τα κεραμικά. Και έχει και από κάτω και έχει και από κάτω και ένα ακόμα δυχτάκι, αν τυχόν κάπως περάσει, κάτι γλιστρήσει, να μη χαθεί στον υπόνομο, να μείνει εκεί. Υπέροχα συστήματα γενικά, πολύ σύγχρονα. Ένα μήνα εκεί κάναμε εντελώς δουλειά γραφείου: καταγραφές-καταγραφές-καταγραφές. Παίρναμε από την αποθήκη, παίρναμε ένα τελάρο, το αφήναμε δίπλα μας, ανοίγαμε, καταγράφαμε τι είχε μέσα, υλικά από παλαιότερες ανασκαφές, που οι εφορίες κάνουν πολλές ανασκαφές και συνήθως συσσωρεύεται το υλικό, άρα χρειάζεται και αυτή η δουλειά γραφείου, η μελέτη. Τον δεύτερο μήνα έρχεται μια μέρα η... πάω να μπω το πρωί, είχαμε κανονίσει και καφέ το απόγευμα, ήμουν πιο καλοντυμένος. Έρχεται το πρωί, όπως πάω να μπω, ένας τύπος εκεί πέρα, random, δεν τον είχα ξαναδεί... Γιατί, εντάξει, δουλεύει πολύς κόσμος, δεν μπορείς να τους ξέρεις όλους, ειδικά όταν είσαι μόνο ένα μήνα εκεί. Μου λέει: «Εσύ είσαι ο Νίκος;». Λέω «Εγώ είμαι ο Νίκος.». «Μη κατεβαίνεις κάτω, στο εργαστήριο, πάμε στη Βελίκα!». Λέω: «Πώς πάμε στη Βελίκα; Τι έχουμε να κάνουμε στη Βελίκα;». Μου λέει: «Βρήκαμε... Εσύ δεν ήσουνα —λέει— στις ανασκαφές;». «Ναι»,  λέω. «Βρήκαμε —λέει— μια ταφή και είπε η κυρία Σδρόλια....». Η κυρία Σδρόλια είναι η έφορος αρχαιοτήτων στη Λάρισα, Σταυρούλα Σδρόλια, με την οποία είχαμε συνεργαστεί στη Βελίκα και με γνώριζε: «Ο Νίκος ήτανε», και αφού την ενημέρωσαν για ανασκαφές και έπρεπε να στείλει μια ομάδα από τη Λάρισα, έναν εργάτη με συντηρητή και αρχαιολόγο, έστειλε εμένα. Και φεύγουμε με το υπηρεσιακό όχημα, να πάμε —και η ίδια η Σδρόλια μαζί— να πάμε στη Βελίκα. Πάμε στη Βελίκα και ξεκινάω και την πρώτη μου ανασκαφή ταφής. Είχε βρέξει και ο συγκεκριμένος τάφος ήταν κάτω από ένα πήλινο δάπεδο. Με τη βροχή, βράχηκε το χώμα, μούσκεψε πάρα πολύ και από το βάρος, ας πούμε, αυτών των πήλινων [00:30:00]πλακών του δαπέδου, έκατσαν. Οι βροχές αυτές είχανε γίνει καμία βδομάδα νωρίτερα, από όταν βρέθηκε ο τάφος, αλλά είχαν πάει οι εργάτες στον χώρο, για να κάνουν καθαρισμούς, ξεχορταριάσματα και είδαν εκεί ήτανε δάπεδο, μια λακκούβα και έτσι βρέθηκε. Και ξεκινάμε με λάσπη, να είσαι με το τριγωνάκι και να τραβάς λίγο χώμα και να είναι λάσπη, να μην φεύγει το χώμα, απλά να κολλάει στο τρίγωνο, να το βγάζεις με το χέρι σου, να πετάς δίπλα σου ένα σβόλο λάσπης. Και σιγά σιγά και να αρχίζει να αποκαλύπτεται και ένας σκελετός. Σιγά σιγά, γιατί πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός, μήπως έχει σωθεί κάποιο οργανικό υλικό, κάποιο από το ρούχο του, ύφασμα, κάποιο αντικείμενο που μπορεί να είχε μαζί του, να ήτανε ξύλινο ή μεταλλικό. Εξαιρετική εμπειρία. Εγώ με τα καλά μου ρούχα εκεί, να είμαι μέσα στις λάσπες, τίποτα δε με ένοιαζε. Λέω :«Στο πλυντήριο. Τα ρούχα... Τώρα, εδώ είναι... Ζούμε εμπειριάρα». Και αυτό ήταν τίποτα, εκεί, μία μέρα, το ξεκινήσαμε, το τελειώσαμε. Έγιναν όλα, όσα έπρεπε να γίνουνε: οι καταγραφές, η μελέτη, η συντηρήτρια να ελέγχει αν υπάρχει κάτι, αν χρειάζεται να επέμβει άμεσα, για να σώσει κάποιο υλικό. Και αφού κάναμε αυτό και είδαμε ότι είναι μία απλή ταφή, δεν έχει ιδιαίτερα υλικά, το αφήσαμε στους εργατοτεχνίτες, να ολοκληρώσουνε, να κάνουνε τη συλλογή και να το επιστρέψουν κάνα 2 μέρες μετά, όταν θα τελείωνε η ανασκαφή του τάφου, στην αποθήκη, στη Λάρισα.

Ν.Σ.:

Και μετά από αυτό το σκηνικό, 2-3 μέρες μετά, με ξαναβρίσκει η κυρία Ρούλα Σδρόλια, μου λέει: «Νίκο, έχει προκύψει μια ανασκαφή στη Βελίκα για 2 εβδομάδες, ενδιαφέρεσαι; Σαν μέρος της πρακτικής σου.» Λέω: «Βεβαίως ενδιαφέρομαι. Αλλά, πώς και; Γιατί εγώ γνώριζα ότι το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχα με τον κύριο Βαραλή είχε ολοκληρωθεί». Και εκεί μου λέει: «Είναι απ' το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μια Ελληνίδα καθηγήτρια, που διδάσκει εκεί, η Μαρία η Σταματοπούλου, η οποία έχει κάνει μια έρευνα και θέλουν να δούνε...  συνεννοηθήκαμε και μιλήσαμε, για να κάνει ανασκαφική έρευνα στη Βελίκα, για να βρούνε τα τυχόν οικοδομικά κατάλοιπα για νωρίτερα απ' τη βυζαντινή περίοδο, ελληνιστικά ή κλασικά, ή ρωμαϊκά». Που μέχρι στιγμής δεν είχε γίνει τέτοια έρευνα στη Βελίκα, γιατί, εντάξει, έχεις ένα τεράστιο βυζαντινό κάστρο. Κοιτάς πρώτα το βυζαντινό κάστρο και μετά λες: «Έχει κάτι άλλο; Μπορούμε σε κάποιο σημείο να πάμε πιο βαθιά, χωρίς να καταστρέψουμε το βυζαντινό;». Και έτσι, λοιπόν, πήγα στη Βελίκα ξανά με όλη την Οξφόρδη, όλα στα αγγλικά, όλα στα αγγλικά όμως! Αγγλικά στη δουλειά, αγγλικά στο διάλειμμα, αγγλικά στο κατσιό, αγγλικά στο χιούμορ, αγγλικά όλα, όλα. Το οποίο, εντάξει, με βοήθησε πάρα πολύ. Ήξερα αγγλικά καλά, αλλά αυτή η καθημερινή τριβή ήταν λες και δεν έμενα στην Ελλάδα. Δηλαδή και στο σούπερ-μάρκετ πηγαίναμε και μερικές φορές ξεχνιόμουνα και πήγαινα να μιλήσω στην ταμία στα αγγλικά. Και ήταν και τρίτη χρονιά στη Βελίκα, μια εντελώς διαφορετική εμπειρία, γιατί, ok, βλέπεις πώς δουλεύει και ένα ξένο πανεπιστήμιο, πώς είναι οι φοιτητές του εξωτερικού, που πάνε μια ανασκαφή, αλλά όχι... δεν είναι όπως εμάς, που οι περισσότεροι είμαστε νέοι φοιτητές, για να μάθουμε. Εκεί είναι φοιτητές μεταπτυχιακοί, διδακτορικοί και έχουνε και 2-3 πρωτάρηδες, που τους μαθαίνουμε, είναι λίγο διαφορετικό το σύστημα. Δεν είναι κάποιο σύστημα λάθος ή σωστό, απλά έτσι λειτουργούν αυτοί, στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο απ’ ό,τι έχω καταλάβει. Και μετά από αυτή την ανασκαφή στη Βελίκα, που ήταν σύντομη, ήταν αυτές οι δύο εβδομαδούλες... πρακτικά ήταν 10 μέρες, είχαμε φύγει και κάπως νωρίτερα, είχαν πιάσει κάτι αυγουστιάτικες βροχές και είχαμε σταματήσει κάποιες μέρες δουλειά και τα σχετικά. Μια πολύ ωραία εμπειρία, πάλι εγώ, δηλαδή, πήγα εκεί, ήταν η τρίτη χρονιά, με ήξερε ο κόσμος απ' το χωριό. Ήταν όλοι Άγγλοι, επομένως και τα άτομα απ' το χωριό δεν ήξεραν τόσο καλά αγγλικά για επικοινωνία καθημερινή. Επομένως με... πλέον, αφού με γνώριζαν κιόλας, κάθε χρόνο ήμουνα στο χωριό τους, κάθε χρόνο εκεί, τους χαιρετούσα, μας χαιρετούσαν. Ξαφνικά, βρέθηκα να αναλαμβάνω και άλλες δουλειές. Τύπου: «Νίκο, —η κυρία που μας μαγείρευε— Νίκο, να πεις στα παιδιά ότι, ξέρεις, εγώ μαγειρεύω, έχουμε δύο ψυγεία στον χώρο, αυτό το ψυγείο μην μου το πειράζετε, γιατί είναι τα υλικά που αγοράζω, που μου δίνει ο δήμος μάλλον, που μου προσφέρει ο δήμος, για να σας μαγειρεύω. Στο άλλο ψυγείο τα φαγητά σας».  Ή ξέρω εγώ: «Εγώ μόνο μαγειρεύω, να καθαρίζετε τον χώρο, μην είναι βρώμικα». Γιατί, ναι, όντως, η κυρία αυτή ήταν μαγείρισσα, δεν ήταν καθαρίστρια. Δηλαδή, άμα της αφήναμε ένα πρωί στην κουζίνα χάλι, με βρώμικες κατσαρόλες από το προηγούμενο βράδυ ή βρώμικα πιάτα, τι να κάνει; Δεν μπορεί να μαγειρέψει, πρέπει να πλύνει τα δικά μας, που, εντάξει, δεν είναι και σωστό ιδιαίτερα. Και επίσης και τον χώρο που μένουμε πρέπει να φροντίζουμε, να τον καθαρίζουμε, αλλά, εντάξει, αυτά μας τα έλεγαν κάθε χρονιά και είναι τα βασικά, θα έλεγε κανείς, αλλά, εντάξει, μπορεί να είναι και κάποιος που να νομίζει ότι έχουμε εδώ κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει, μπορεί να είναι... να προσφέρουν και... να είναι όπως ένα ξενοδοχείο, ας πούμε, η διαμονή και να προσφέρουν και καθαριότητα ή κάτι άλλο. Και ξαφνικά βρέθηκα να είμαι και αυτό, λίγο διαμεσολαβητής ανάμεσα στους ντόπιους και στην ανασκαφή. Και η Μαρία η Σταματοπούλου η ίδια μου ζήταγε να μιλάω με κόσμο, γιατί γνώριζα τον οδηγό του δήμου, που μας μετέφερε στην ανασκαφή με ένα λεωφορείο, από την προηγούμενη χρονιά. Άρα, εγώ μίλαγα με τον οδηγό κάθε πρωί και συνεννοούμασταν αν τυχόν υπήρχε θέμα ότι: «Ξέρεις, θέλουμε να έρθεις να μας πάρεις λίγο νωρίτερα σήμερα» Ή: «Λίγο αργότερα». Ή «Μην έρθεις το μεσημέρι, να μας πάρεις από τον χώρο 14:00 η ώρα. Θα σχολάσουμε 14:00, αλλά θα πάμε, ξέρω 'γω, για ένα μπάνιο. Να μας πάρεις στις 15:00». Και είχαμε συνεργαστεί πολύ καλά και μου πρότεινε και η Μαρία να πάω στην άλλη της ανασκαφή το επόμενο καλοκαίρι, στην Τήνο. Έτσι πήγα και στην Τήνο. Πηγαίνοντας στην Τήνο, νομίζω ήταν το καλοκαίρι του '18, ήμουνα, παρ’ όλο που είχα ήδη κάνει κάποιες ανασκαφές, ήμουνα λίγο φοβισμένος, γιατί λέω: «Πού πας τώρα Νίκο;». Συνήθως στις άλλες ανασκαφές πρόκυπτε να έχω και τουλάχιστον ένα άτομο που γνώριζα, απ' το πανεπιστήμιο, από εδώ, από εκεί, από κάπου. Εκεί πήγαινα έτσι. Απλά θα έμπαινα σε ένα πλοίο, θα πήγαινα στην Τήνο, θα με έπαιρναν απ' το λιμάνι και δεν ήξερα τίποτα. Ήξερα ότι έχουμε διαμονή και διατροφή, ένα γεύμα την ημέρα, και αυτό. Και ξεκινάω με το καράβι, έχω μιλήσει μέσω facebook, με έναν απ' τους διδακτορικούς της Μαρίας, ο οποίος είχε στείλει, ας πούμε: «Νίκο, μου ζήτησε η Μαρία να σου στείλω ένα μήνυμα, άμα θέλεις καμιά βοήθεια στο να φτάσεις ή οτιδήποτε». Του λέω: «Έχω κλείσει αυτό το πλοίο, εκείνο, το άλλο». «Α —μου λέει— κι εγώ συμπωματικά στο ίδιο πλοίο θα είμαι». Και γνωριζόμαστε λίγο στο πλοίο, μιλάμε, εντάξει, πολύ ωραίο παιδί. Ο Στέλιος είναι Έλληνας που κάνει διδακτορικό στην Οξφόρδη. Άρα εκεί ηρεμώ και λίγο, ότι, ξέρεις, αν τυχόν κάποια φάση μέσα στη δουλειά ή σ' αυτό, κολλήσω, θέλω να πω κάτι στα αγγλικά και δεν το θυμάμαι, τουλάχιστον ένα άτομο να μπορώ να... να βοηθήσει σε αυτό. Γιατί, εντάξει, συμβαίνει, δεν είναι η μητρική σου γλώσσα, μπορεί όσο καλά και να θέλεις, επειδή είναι... εργάζεσαι, δουλεύεις, μπορεί να θες κάτι να πεις, όχι καθημερινό, κάτι ειδικό, κάτι αρχαιολογικό. Να μη σου βγει ο όρος, να μη το θυμηθείς εκείνη την ώρα. Απ' το να είσαι: «That thing» και από δω κι από κει, ρωτάς: «Πώς λέγεται αυτό; Α, έτσι είναι. Ευχαριστώ». Και πάμε εκεί... Καλά η Τήνος, πανέμορφη εμπειρία! Εγώ το είχα στον νου μου ότι είναι ένα νησί που έχει μόνο θρησκευτικό τουρισμό και τίποτα άλλο να προσφέρει. Μείναμε σε κάτι υπέροχα ενοικιαζόμενα δωμάτια, που η ίδια που τα είχε, είχε και ταβέρνα. Air condition, κρεβατάρες, μεγάλο, ευρύχωρο δωμάτιο με βεράντα στο κύμα μπροστά, σε κυκλαδονήσι, ας πούμε, μπροστά στο κύμα να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα, τα πάντα όλα. Ή να ξυπνάς το πρωί με μια υπέροχη ανατολή, θέα, θάλασσα, τέλειο. Ο αρχαιολογικός χώρος ήτανε στα 50 μέτρα απ' τα καταλύματα. Πανέμορφη εμπειρία να σκάβεις στις Κυκλάδες. Είναι διαφορετικό το να είσαι στην Ηπειρωτική Ελλάδα, διαφορετικό στα νησιά. Έχει αέρα, σκάβεις με μποφόρ, σου 'ρχεται χώμα, ας πούμε, με το κιλό στο πρόσωπο, στα μάτια. Θέλει να φοράς καμιά μάσκα, κάνα μαντήλι, κάτι, οτιδήποτε. Πολλές φορές... μια μέρα, θυμάμαι, που είχε σηκώσει 8 μποφόρ, μας είχανε δώσει οι εργάτες γυαλιά, τα ειδικά, εργατικά αυτά, διάφανα γυαλιά, για να μην... δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τα μάτια μας. Σε κάθε ανασκαφή ο υπεύθυνος έχει και ένα kit πρώτων βοηθειών, εμείς είχαμε και κολλύριο στο kit πρώτων βοηθειών, χρειαζότανε, δεν γίνεται. Εξαιρετική εμπειρία με τα παιδιά εκεί πέρα, σκάβαμε, δουλεύαμε. Γνωρίσαμε τους ντόπιους, οι οποίοι εργατοτεχνίτες εκεί, ήτανε ο ένας συντηρητής μαρμάρων και μαρμαρογλύπτης, ο οποίος είχε δουλέψει 20 χρόνια στις συντηρήσεις στην Ακρόπολη. Τι ιστορίες να ακούσεις από αυτόν άνθρωπο; Τώρα τι να σου μάθει και να σου πει τι; Κάθε μέρα ό,τι ακούγαμε ήταν μοναδική εμπειρία. Ο άλλος δούλευε 15 χρόνια και έμενε μόνιμα στη Δήλο. Άλλες ιστορίες από εκεί, τρελές ιστορίες, για το πώς είναι η δουλειά, πώς είναι να μένεις σε ένα απομονωμένο εντελώς νησί, που πάει μόνο κόσμος το καλοκαίρι για τουρισμό. Είναι... μένουν μόνο οι αρχαιολόγοι στο νησί που δουλεύουνε. Και ένας ακόμα τύπος, που είχαμε, που δούλευε όλα τα χρόνια στον Ραμνούντα με τον Πετράκο, γνωστός αρχαιολόγος είναι ο Πετράκος. Που, εντάξει, ο[00:40:00] Ραμνούντας είναι μία από τις μεγάλες ελληνικές ανασκαφές γενικότερα που έχουν προσφέρει πάρα πολλά και σε ευρήματα και σε γνώση. Και αυτοί τώρα, οι τρεις τύποι, με τεράστια εμπειρία ήτανε οι βοηθοί μας στην ανασκαφή, που πρακτικά τώρα τι να πούμε εμείς σαν μαθητευόμενοι αρχαιολόγοι, γιατί αυτό ήμαστε, μαθητευόμενοι αρχαιολόγοι. Τι να πούμε σε αυτούς τους ανθρώπους; Ήτανε οι καλύτεροι δάσκαλοι. Μας ξαναέμαθαν πώς δουλεύουμε, μας ξαναέδειξαν πράγματα, έβαλαν το μυαλό μας σε μια διαφορετική πορεία σκέψης, επί της δουλειάς του πεδίου. Γιατί αυτοί έχουν και μια εμπειρία. Εμείς βλέπουμε κάτι: «Τι να είναι αυτό;» και πετάγεται ο άλλος κατευθείαν και λέει «Πριν 10 χρόνια, σε εκείνη την ανασκαφή είχαμε βρει κάτι παρόμοιο και ήταν αυτό το πράγμα. Μήπως είναι και εδώ το ίδιο πράγμα;». Και ήτανε το ίδιο πράγμα. Γιατί αυτό, η εμπειρία με τα χρόνια, που έχουν δουλέψει και σε μεγάλες ανασκαφές, που έχουνε προσφέρει πολύ πράγμα, φαίνεται. Και όταν δουλεύεις με τέτοιους ανθρώπους, μόνο να μάθεις μπορείς, δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, μόνο μαθαίνεις συνέχεια, κάθε μέρα είναι ένα σχολείο. Και... Εξαιρετικό φαΐ, ναι, είναι και αυτά, δεν είναι μόνο η δουλειά. Φαΐ, φαΐ, τώρα ταβέρνα… Τρώγαμε... Ενώ στις άλλες ανασκαφές, όπως σου είπα, μας μαγείρευαν και είχαμε ένα μενού ή θα τρώγαμε στο σπίτι μας, εκεί απλά καθόμασταν στην ταβέρνα και λέω: «Παιδιά...». Θεωρητικά ήταν κάπου στα 10 με 15 ευρώ το άτομο υπολογισμένα για το γεύμα, τύπου σήμαινε, πρακτικά, μία μερίδα φαγητό και ένα ποτό, μία μπύρα, μία κόκα κόλα, ό,τι ήθελε ο καθένας, εκεί έβγαινε, και μία-δύο σαλάτες για το τραπέζι. Κάπως έτσι ήμασταν και νομίζω ακριβώς έτσι ήτανε και το budget, ας πούμε, με σαλάτα, μερίδα και αυτό κι ένα ποτό. Και να κάθεσαι τώρα στην ταβέρνα και να έχουμε παραγγείλει, στο... Ήμασταν 3 εβδομάδες Τήνο. 3 εβδομάδες σημαίνει τρώγαμε το βράδυ κάθε φορά, που σημαίνει 7x3, 21 μέρες. 21 μέρες είχαμε πάρει σχεδόν όλο τον κατάλογο. Προς το τέλος είχαμε φτάσει και ήμασταν με τα παιδιά: «Τι να πάρουμε σήμερα; Αυτό το δοκιμάσαμε, αυτό το φάγαμε, αυτό δεν μας άρεσε, αυτό μας άρεσε». Μερίδες τεράστιες, πεντανόστιμα όλα, υπέροχα. Ήταν πολύ ωραίο. Δεν δουλεύαμε το απόγευμα, γιατί στην Τήνο χωριζόμασταν σε δύο ομάδες: αυτοί που πήγαιναν το πρωί στο μουσείο και αυτοί που πήγαιναν στην ανασκαφή, διότι το μουσείο έκλεινε το απόγευμα, άρα δεν μπορούσαμε να πάμε να κάνουμε μελέτη κεραμικής το απόγευμα. Επομένως, είχαμε και το απόγευμα να πάμε βόλτες και κάποια απ' τα παιδιά που είχαν έρθει, αυτή τη φορά είχαν αυτοκίνητο. Είχαμε δύο αυτοκίνητα διαθέσιμα και γυρίσαμε και όλο το νησί. Το απόγευμα είσαι ελεύθερος, άρα τελειώνω την ανασκαφή, ένα ντουζάκι, ή μερικές φορές ούτε καν, απλά βάζαμε μαγιό, και μπαίναμε στο αμάξι και φεύγαμε για μακρινές παραλίες του νησιού. Και είδαμε και όλο το νησί έτσι και είδαμε και χωριά, πήγαμε και στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας, που είναι υπέροχο στην Τήνο, και είχαμε γνωρίσει ανθρώπους, που τα έχουνε φτιάξει αυτά τα πράγματα. Ο ένας ο εργάτης ήτανε μαρμαρογλύπτης, είχε συμμετάσχει πάρα πολύ στο στήσιμο αυτού του μουσείου. Να μας εξηγούν και να μας ξεναγούν, που είναι μια άλλη εμπειρία από του απλού τουρίστα, που θα πάει σε ένα μουσείο.

Ν.Σ.:

Και έτσι κύλισε και εκείνη η χρονιά και προφανώς μετά υπήρχε και το πρόγραμμα στη Βελίκα, άρα με τα ίδια άτομα φύγαμε αρχές Αυγούστου από την Τήνο, αποχαιρετηθήκαμε για 15 μέρες, μέχρι τον δεκαπενταύγουστο, και 16 Αυγούστου, Βελίκα! Είχε μικρές αλλαγές η ομάδα ή έφυγαν κάποιοι, ήρθαν άλλοι, αλλά, ας πούμε, ένα 60% ήταν τα ίδια άτομα, που ήμασταν στην Τήνο. Επομένως, όπως φαντάζεσαι, έχουμε περάσει ήδη ένα μήνα μαζί ανασκαφών και απλά αλλάζουμε μέρος και εγώ είμαι εκεί, που ξέρω τη Βελίκα, γιατί είναι τέταρτη χρονιά τώρα. Επομένως, είναι όλα πάνω μου για βόλτες, για το ένα για το άλλο, γιατί σου λέει: «Α! Έχουμε χρόνο». Το απόγευμα δουλεύαμε στη Βελίκα, αλλά μεσημέρι και βράδυ είχαμε χρόνο. Και να πάμε από εδώ και να πάμε από εκεί και υπήρχαν και τα δύο αυτοκίνητα αυτή τη φορά πάλι και θάλασσα και ανακαλύπτουμε... που είναι ήδη τρία καλοκαίρια στο χωριό και ανακαλύπτω ότι υπάρχει ένα μονοπάτι για βόλτα στο δάσος, στο βουνό. Αλλά, δεν το είχαμε πάρει ποτέ γιατί λέμε: «Ok, ένα μονοπάτι». Ναι, το ξέραμε, αλλά δεν ξέραμε το βασικό, ότι οδηγεί σε καταρράκτες και σε ποτάμι, που μπορείς να κολυμπήσεις. Επομένως, ξυπνάμε και ένα πρωί, λες και δεν μας έφτανε ότι κάθε πρωί ξυπνάγαμε 06:00 η ώρα, για να πάμε να σκάψουμε, λέμε: «Τι να κάνουμε; Πάμε πεζοπορία». Και πάμε δύο ώρες πεζοπορία μες στο δάσος, για να φτάσουμε σε παγωμένους καταρράκτες με μια λιμνούλα μπροστά. Είναι, ξέρεις, ακριβώς το σκηνικό ταινίας, ας πούμε, που δάσος, υπέροχα, καταρράκτης και βουτάς. Πανέμορφο μέρος, πανέμορφο! Και δεν είχαμε ξαναπάει ποτέ, ας πούμε, τόσα χρόνια που ήμουνα. Η ανασκαφή πάλι διαφορετική εμπειρία, γιατί ήταν άλλα άτομα και τα άτομα που συμμετέχουν στην ανασκαφή, μπορεί να σ' την κάνουνε καλή ή κακή. Έχω και γενικά έναν κανόνα μέχρι στιγμής, ότι θα υπάρχει τουλάχιστον ένας μαλάκας σε κάθε ανασκαφή. Ένας μαλάκας δεν εννοώ ένας κακός άνθρωπος, εννοώ ένας άνθρωπος που θα δυσκολεύει το έργο της ομάδας, γιατί, ας πούμε, δεν... θα τεμπελιάζει ή δεν θα καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει, εννοώ όχι επειδή έχει άγνοια, επειδή δεν θέλει να το κάνει έτσι. Που είναι... εννοούμε δεν θέλει να κάνει αυτό που του λέει ο διευθυντής της ανασκαφής, το επιστημονικά ορθό. Ή θα είναι απρόσεκτος και θα δημιουργεί, ας πούμε, μικροκαταστάσεις εργασιακές, που θα δυσκολεύουνε μετά το σύνολο. Θα λες: «Α, ποιος ξέχασε να βάλει ταμπελάκι σε αυτή τη σακούλα με τα ευρήματα;» και θα είναι αυτό το άτομο, που είναι ξεχασμένο. Και μετά ψάξε να βρεις μήπως έχω σημειώσει στο ημερολόγιο κάτι και όλα τα άλλα σακουλάκια, για να δω ποιο ταμπελάκι δεν... που δεν υπάρχει αντιστοιχία, πράγματα που θα μπορούσες να γλυτώσεις. Και εκεί ήτανε —ναι, το '18— που είχαν αρχίσει πλέον να μου δείχνουνε —γιατί είχα πολλή ανασκαφική εμπειρία επί του πρακτικού, πώς σκάβουμε— είχαν αρχίσει να μου δείχνουνε και πώς να είσαι τομεάρχης. Δεν ήμουν τομεάρχης, απλά ρε παιδί μου, μου έλεγαν πώς γράφουμε ημερολόγιο —ναι, είχα δει, ok—, αλλά πώς γράφεις μόνος σου ημερολόγιο, τι... ξέρεις, μου έκαναν ερωτήσεις τύπου: «Σκέψου... για πρότεινε τι πρέπει να κάνουμε τώρα;». Που ήτανε μια κατάσταση στην οποία δεν είχα βρεθεί, γιατί δούλευα απλά. Μου έλεγαν: «Τώρα θα κάνουμε αυτό». Μου εξηγούσανε πολλές φορές με τα παιδιά με τα οποία δούλευα παλιότερα ότι κάνουμε αυτό για αυτό το λόγο, αλλά δεν είχα βρεθεί ποτέ στη φάση να σκεφτώ εγώ να δώσω μια εντολή, να κάνουμε έτσι ή λειτουργεί έτσι. Επομένως, εκεί ξεκίνησε και αυτό το κομμάτι, το οποίο ήταν πολύ ενδιαφέρον. Όντως, με βοήθησε πάρα πολύ στο να ξεκινήσει μια άλλη πορεία σκέψης για το πώς εξελίσσεται η δουλειά μου ή εγώ σαν άτομο στο πεδίο. Και καλά ήτανε, είχαμε και τις εκδρομούλες μας και τις βόλτες μας και δουλεύαμε και πρωί και δουλεύαμε και απόγευμα, είχαμε και πολλή δουλειά. Κάποιες μέρες μας πήρε και 23:00 το βράδυ. Πλέναμε κεραμική μέχρι τις 23:00 με φακούς στο κεφάλι. Γιατί έτυχε, τώρα τι να κάνουμε; Είχε προκύψει μια μέρα πάρα πολλά όστρακα ή τα είχαμε μαζέψει ή είχανε μαζευτεί από προηγούμενες μέρες, γιατί ήταν πάλι πολλά, πάλι πολλά και μια μέρα λέμε: «Ξέρω ‘γω; Ας τα κάνουμε, δεν γαμιέται; Είναι δουλειά που πρέπει να βγει ούτως ή άλλως, ας γίνει». Και καθόμασταν μέχρι τις 22:00-23:00 και όποιος κουραζόταν, έφευγε, έμενε, ήτανε λίγο... μετά τις... Συνήθως δουλεύεις  17:30, 19:30, 20:00. Τώρα μετά... πόσο, είσαι και από το πρωί ξύπνιος, θέλεις να φας, λίγο να ξεκουραστείς, να ξαναξυπνήσεις. Εκείνη τη μέρα ήμασταν λίγο εναλλάξ, έφευγε ο ένας, έφευγε ο άλλος, «Α, παιδιά, πάω να φάω». Σηκωνότανε, ερχότανε μετά από μια-μισή ώρα, έφευγε ο άλλος, γινότανε ένα τέτοιο παιχνίδι. Καλά ήτανε, ωραία. Και το '19 πήγα σε τρεις ανασκαφές, το '19. Είχα πάει πάλι Τήνο με μια μικρότερη ομάδα. Η Τήνος ήτανε μια σωστική ανασκαφή, δηλαδή είχανε παρατηρήσει στον χώρο ότι ένας μαρμάρινος αγωγός ήτανε σε κάπως κακή κατάσταση και ήθελαν να κάνουν μια, υπό την ευκαιρία ότι θα πρέπει να συντηρηθεί και να αφαιρεθεί χώμα, που τον πίεζε, στο πίσω μέρος του, είναι μια σωστική ανασκαφή, άρα ήταν ένα τριετές, ας πούμε, αυτό. Το '19 θα ήταν στο τέλος, είχε γίνει το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς, δεν χρειαζότανε πολύς κόσμος, είχαμε πάει 6 άτομα. Το '19 ίσως ήταν η πιο αξιομνημόνευτη χρονιά. Από το '18-'19 στην Τήνο, το '19 μ' άρεσε. Γιατί είχαμε πάει με... ήτανε όλοι άγνωστοι. Τα παιδιά που ήξερα, από τις προηγούμενες χρονιές και Βελίκα και Τήνο, δεν θα ερχότανε. Δεν μπορούσανε. Επομένως, ήμουνα πάλι με αγνώστους. Ήτανε εγώ, ένα παλικάρι, που γνωριστήκαμε εκεί και γίναμε εξαιρετικοί φίλοι και κάναμε και πολύ χιούμορ και με τους άλλους, ο Γιάννης, η Άννα, Γιάννης και Άννα ήταν οι δύο τομεάρχες, και δύο παιδιά από την Αγγλία και από Αμερική ένα άτομο. Πολύ έτσι... αυτή ήταν η ομάδα όλη. Και ξεκινάμε με τον Γιάννη, γνωριζόμαστε στο πλοίο, που είχαμε μιλήσει λίγο μέσω facebook, να πάμε με το ίδιο δρομολόγιο. Ένας εξαιρετικός τύπος, δενόμαστε κατευθείαν, λες και γνωριζόμαστε καιρό. Και πάμε εκεί, δεν είχαμε ούτε αυτοκίνητα [00:50:00]ούτε τίποτα. Απλά ήμασταν με τον Γιάννη και ήμαστε στην ανασκαφή. Να μου βάζει ο τρελός κάτι ρεμπέτικα να ακούμε στην ανασκαφή, και λέω «Πω πω! Φασάρα». Το πρωί... Είναι αρχαιολογικός χώρος που έχει... η ανασκαφή είναι σε ήδη υπάρχον αρχαιολογικό χώρο, που έχει και το, ξέρεις, το φυλάκιο, που είναι στην είσοδο. Και στην είσοδο αυτή είχαν και εσπρεσιέρα. Επομένως, πηγαίναμε κάθε πρωί, ετοιμάζαμε, γιατί... Επειδή ήμασταν αρχαιολόγοι δύο, εγώ και ο Γιάννης στο πεδίο, η άλλη κοπέλα, η Άννα, ήτανε υπεύθυνη στο μουσείο και τα παιδιά από το εξωτερικό, γιατί ήτανε για εκπαίδευση, ήτανε εναλλάξ κάποιες μέρες πεδίο, κάποιες μέρες μουσείο, να τα δούνε όλα, να μάθουνε, να εκπαιδευτούνε κανονικά. Πηγαίναμε, λοιπόν, το πρωί έσκαβαν —εμείς δεν σκάβαμε καθόλου αυτή τη χρονιά, έσκαβαν μόνο οι εργατοτεχνίτες—, επομένως πηγαίναμε το πρωί, ανοίγαμε, ας πούμε, τις σακούλες, γράφαμε καρτελάκια, κάναμε διάφορες μετρήσεις, αν τυχόν θέλαμε, πριν ξεκινήσουμε την ανασκαφή και λέγαμε: «Ok, ξεκινάμε!». Και πήγαινα εγώ ξανά μέχρι το φυλάκιο, έκανα ένα εσπρέσο, ας πούμε, μέσα σε μια κούπα που είχαν εκεί, πήγαινα με την κούπα μου και καθόμουνα έτσι και μου έκαναν πλάκα τώρα όλοι οι εργάτες: «Νίκο, όχι, πιο αυστηρό βλέμμα. Θέλω να με επιτηρείς με αυστηρότητα, να τρέμω, να δουλεύω καλά» και να παίρνουμε εκφράσεις, ας πούμε. Λέει: «Θα έρχεσαι και θα μας —μου λέει ο μαρμαρογλύπτης, ο Βίδος— θέλω να έρθεις και να μου πεις: "Tι έχουμε εδώ;", αλλά να με ψαρώσεις». Και να πάω εγώ, ας πούμε, με τον καφέ και όσο σκάβει να πάω από πάνω του και να κάνω: «Τι έχουμε εδώ;». Μου λέει,: «Όχι έτσι! Δεν τρομάζω, πιο αυστηρά!». Πολύ, πολύ γέλιο, φαντάζεσαι τώρα καταστάσεις! Και εκείνη τη χρονιά ο Βίδος έφερνε και τα εργαλεία μαρμαρογλυπτικής του μαζί. Επομένως, στα διαλλείματα της ανασκαφής μάς μάθαινε μαρμαρογλυπτική. Παίρναμε κομμάτια μαρμάρου, που βρίσκαμε στον χώρο, αρχαία μεν, αλλά όχι οικοδομικά κατάλοιπα ή από κάποιο γλυπτό. Ήτανε θραύσματα, μπάζα πλέον, με την πάροδο του χρόνου μπάζα, που είχαν συγκεντρωθεί και από παλιότερες ανασκαφές σε έναν σορό, σε μια συγκεκριμένη γωνία του αρχαιολογικού χώρου είχε ένα σορό από μπάζα. Και παίρναμε μικρά μικρά κομματάκια στο μέγεθος της γροθιάς μου, για παράδειγμα, και αρχίζαμε, μας μάθαινε. Και κάναμε εκεί και... ήταν εξαιρετικό, δηλαδή στα διαλλείματα, μαρμαρογλυπτική. Και τα εργαλεία και πώς χρησιμοποιούμε το βελόνι και πώς χρησιμοποιούμε τη ράσπα και τι κάνουμε και τι τέτοιο. Και, επομένως, φύγαμε από εκεί, από εκείνη την ανασκαφή με τρία μικρά γλυπτάκια ο καθένας. Εγώ είχα πάρει... είχα κάνει, σε ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι μαρμάρου, πολύ μικρό, όσο... μικρότερο από την παλάμη μου, ένα καραβάκι, ας πούμε, ξέρεις, τυποποιημένο, αυτό που ζωγραφίζουν τα παιδιά. Μου είχε κάνει ο Βίδος ένα φύλλο άκανθας, πανέμορφο, επαγγελματικό το οποίο είναι... το έχω δώσει στους γονείς μου δώρο και είχα σκαλίσει κι εγώ μια ολόγλυφη καρδιά, που είχα δώσει στην τότε κοπέλα μου σαν δώρο, ολόγλυφη καρδιά, έτσι υπέροχη. Και επίσης, μας είχε πάει και ο ίδιος εκδρομή σε αρχαία λατομία μαρμάρου στο βόρειο κομμάτι του νησιού, όπου περπατάγαμε... Τώρα τα αρχαία λατομία μαρμάρου είναι πρακτικά το ίδιο το βουνό, το βουνό έχει μάρμαρο, το όρος. Και περπατάς, η ξενάγησή του, ας πούμε, η βόλτα μας ήτανε το να περπατάμε και να κάνουμε αναρρίχηση στα κατσάβραχα και να βλέπουμε ίχνη από εργασίες επί του ίδιου του μαρμάρου και ίχνη από εργαλεία αρχαία και πώς λειτουργούσανε και να μας εξηγεί κάθε τρύπα στο μάρμαρο από τι εργαλείο είχε γίνει, διάφορα σχισίματα τι σήμαιναν, πώς το έκοβαν, πώς το μετέφεραν, μια υπέροχη εκδρομή. Επίσης, είχαμε πάει με τον Γιάννη μια μέρα για εξερεύνηση. Μας είχανε πει ότι υπάρχει μια σπηλιά η οποία —λέει— είχε και... ήτανε βυζαντινός ναός εντός σπηλαίου. Η οποία σπηλιά όντως τη βρήκαμε, είναι ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα, στα κατσάβραχα, σε ένα σημείο του νησιού. Επομένως, ξεκινήσαμε εμείς ποδαράτοι να πάμε και να σκαρφαλώνουμε, εντάξει, τα κατσάβραχα μεν, αλλά περπατιέται ρε παιδί μου. Ok, περπατιέται, λίγη προσοχή ήθελε σε κάποια σημεία και φτάνουμε στη σπηλιά η οποία γεμίζει και με νερό σε κάποιες φάσεις, ανάλογα με την άμπωτη και την πλημμυρίδα. Επομένως, πήγαμε πρωί, ήτανε... δεν είχε νερό, ok. Λέμε: «Άντε να μπούμε μέσα». Δοκιμάζουμε λίγο, βλέπουμε ότι, εντάξει, θέλεις εξοπλισμό και ότι είναι σκοτεινά και εμείς δεν είχαμε κάποιου είδους εξοπλισμό για σπηλαιολογική έρευνα, επομένως το αφήσαμε, για να... ασφάλεια πάνω απ’ όλα. Και στη δουλειά, health and safety, η ασφάλεια είναι πολύ σημαντική. Και γυρίσαμε πίσω, αλλά ήτανε μια ωραία ημέρα και επειδή ήμασταν και αρχαιολόγοι, μας είχανε πει... είχαμε πάρει και άδεια με σακούλες ευρημάτων και καρτελάκια να κάνουμε και έναν επιφανειακό έλεγχο, γιατί εκείνο το σημείο γύρω από τη σπηλιά υπήρχαν ίχνη χρήσης του χώρου γενικότερα. Επομένως, βρίσκαμε διάσπαρτα όστρακα, είχαμε βρει σε κάποιο σημείο ένα... ίχνη από φούρνο κατασκευής κεραμικών. Τώρα ποιας χρονολογίας; Δεν μελετήθηκε ιδιαίτερα, απλά τον είδαμε, τον φωτογραφήσαμε, βγάλαμε κάποια... κρατήσαμε 2-3 χαρακτηριστικά όστρακα και για να σημειωθούν αυτά από τους υπαλλήλους της Εφορίας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ότι στα τάδε σημεία υπάρχουν όντως ίχνη για μελλοντικές έρευνες. Και, ναι, ήτανε εξαιρετικά, η δουλειά πήγαινε πάρα πολύ καλά, ήτανε... Θα σου πω, ήτανε πολύ πιο ξεκούραστα, γιατί δεν σκάβαμε καθόλου και επιβλέπαμε, ναι, επιβλέπαμε, θα έλεγε κανείς, κάναμε αυτή τη δουλειά, που κάνει ο έμπειρος αρχαιολόγος. Κρατάει το ημερολόγιο, ελέγχει την πορεία της ανασκαφής, δίνει εντολές στους εργατοτεχνίτες για το πώς πρέπει να συνεχίσουμε ή τι να κάνουμε και κάνει διάφορες μετρήσεις, σχέδια, φωτογραφίσεις και τα σχετικά. Επομένως, ναι, από την άποψη της σωματικής εργασίας ήτανε πιο ξεκούραστο, από την τη πνευματική εργασία ήτανε πολύ πιο δύσκολο, γιατί έπρεπε να είσαι εκεί όλη μέρα, να μη λες: «Α, θα χαζολογήσω», γιατί μπορεί να βρεθεί κάτι και εσύ επιτόπου να πρέπει να τρέξεις και να μετρήσεις, να φωτογραφίσεις, να.. να... να... Και το απόγευμα να γράψεις ημερολόγιο και να φροντίσεις ότι το ημερολόγιο θα είναι καθώς πρέπει και θα βγαίνει νόημα και δεν θα έχεις χαζομάρες ή λάθος πληροφορία. Και η πληροφορία που τοποθετείς στο ημερολόγιο είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε οποιοσδήποτε το διαβάσει —έχει, δεν έχει έρθει στον χώρο— να καταλάβει. Που είναι λίγο δύσκολο, γιατί ήταν και η πρώτη φορά που ασχολήθηκα όντως με εργασίες ενός τομεάρχη. Δεν ήμουνα τομεάρχης, ήμουνα, θα έλεγε κανείς, συντομεάρχης ή βοηθός του τομεάρχη, που ήτανε ο Γιάννης. Αλλά, ήτανε η πρώτη μου εντρυφή.

Ν.Σ.:

Και μετά φύγαμε από εκεί και πήγαμε στη Βελίκα με διαφορετική ομάδα, όπου ήταν η πρώτη φορά που διετέλεσα τομεάρχης. Όπου το ακούνε, ας πούμε, μικρότερα παιδιά σε άλλες ανασκαφές: «Α, τομεάρχης, τομεάρχης!» που νομίζουνε είναι μόνο μια λέξη, κάτι κάνεις. Δεν είναι, έχει πολλή δουλειά και εμένα ευτυχώς μου το είχανε δείξει τα παιδιά που δούλευα, απ' την Οξφόρδη, τη δουλειά που έχει να κάνεις, γιατί... ναι, ωραία, έχω μάθει να σκάβω. Πώς θα μάθω και θα εξηγήσω σε κάποιο παιδί, που έρχεται, πώς να σκάβει. Και να μην έχω, ας πούμε, την πρώτη τομεάρχισσά μου, να μην είμαι εγώ η πρώτη τομεάρχισσά μου, που μου φώναζε. Και με είχανε βοηθήσει πολύ τα παιδιά σε αυτό και ποια είναι η σωστή διαδικασία και πώς το εξηγείς και πώς κρατάς σημειώσεις και είχε πάει πολύ καλά δηλαδή, παρότι ήταν η πρώτη φορά που ήμουν τομεάρχης. Και τα παιδιά, με τα οποία δούλευα, είχαν ξαναπάει σε ανασκαφές, άρα δεν χρειαζότανε τόσο πολύ να εξηγούσα κάτι, ήξεραν τι κάναμε και άκουγαν τις ιδέες μου και εγώ άκουγα τις δικές τους και είχε προχωρήσει καλά και ξέραμε να παίρνουμε μετρήσεις και έγραφα το ημερολόγιο και ήτανε ok. Και ταυτόχρονα είχα βρεθεί... γιατί η ανασκαφή γινότανε από την Οξφόρδη. Αυτοί όλοι ήτανε κλασικοί αρχαιολόγοι, ασχολούταν, δηλαδή, με την κλασική περίοδο, σε μία περιοχή που, ναι, έψαχναν μεν για κλασικά κατάλοιπα, στη Βελίκα, ή ελληνιστικά, αλλά είχε βυζαντινά. Επομένως ξαφνικά βρέθηκα και υπεύθυνος αποθήκης και όλων των καταγραφών, γιατί ήτανε βυζαντινή κεραμική, τα πάντα, κατά 95% τα ευρήματα ήτανε βυζαντινά. Επομένως, ξαφνικά ήμουνα το απόγευμα, έπρεπε να κάνω και έλεγχο όλων των καταγραφών, να περνάω από κάθε... είχαμε δύο-τρία τραπέζια τα απογεύματα να τρέχουνε για καταγραφές και να τους λέω: «Αυτό είναι εκείνο, αυτό είναι το άλλο. Θα το γράψετε έτσι, θα το βάλετε εδώ, θα γίνει αυτός ο χωρισμός, θα γίνει ο άλλος ο χωρισμός». Και υπεύθυνος της αποθήκης, γιατί έχω φτάσει πλέον 5 χρόνια στη Βελίκα, ξέρω ακριβώς πώς λειτουργεί, πώς λειτουργούν τα πάντα, είμαι ο μόνος που είμαι κάθε χρόνο. Ούτως ή άλλως έχει περάσει και από τα χέρια μου η αποθήκη, επομένως, πλέον, και νόμιμα θα έλεγε κανείς: «Ο υπεύθυνος της αποθήκης είναι ο Νίκος». Και κάνουμε και όλα αυτά και είναι ένα τρέξιμο. Ευτυχώς τα παιδιά βοηθούσανε πάρα πολύ. Δηλαδή, δεν ήταν ότι το έκανα μόνος μου, ήτανε ένας τίτλος, αλλά υπήρχε η βοήθεια, υπήρχαν τα παιδιά, δεν έκανα δουλειά μόνος μου. Και παίζαμε και... εκείνη τη χρονιά είχαμε παίξει και ένα επικό παιχνίδι, το οποίο αλήθεια δεν ξέρω πώς δεν το είχε σκεφτεί κανείς νωρίτερα, ότι ταιριάζει σε ανασκαφή, «Real life Cluedo». Πρακτικά είχαμε γράψει σε χαρτάκια τα ονόματά μας, τα [01:00:00]αναμίξαμε, τα μοιράσαμε τυχαία. Μία τοποθεσία είτε στην ανασκαφή ή στο πεδίο είτε στο σπίτι και ένα αντικείμενο. Και στην ουσία έπρεπε εγώ... είχα τύχει το δικό σου όνομα, το «Βασίλη», έπρεπε να σου... και το αντικείμενο, που μου είχε τύχει, είναι ένας αναπτήρας, σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, ας πούμε στην κουζίνα του χώρου που διαμέναμε. Και έπρεπε, λοιπόν, να σου δώσω έναν αναπτήρα στο χέρι και εσύ να τον δεχτείς, να τον πάρεις. Να σου πω: «Βασίλη κρατάς αυτόν τον αναπτήρα;» και να μου πεις: «Α, ναι, βεβαίως» και να τον κρατήσεις. Και έτσι, ας πούμε, γινότανε ο φόνος του Cluedo, με το αντικείμενο. Και στο τέλος εγώ, αφού γινόταν αυτό, σε κέρδιζα, έπαιρνα τα δικά σου στοιχεία και προχωρούσα με το άτομο, που εσύ έπρεπε να δώσεις κάποιο αντικείμενο και να σκοτώσεις —σε εισαγωγικά— και στο τέλος έβγαινε ένας νικητής. Ήτανε πολύ αστείο. Έτρεχε, ας πούμε, και τις δύο εβδομάδες της ανασκαφής αυτό. Και μετά από αυτήν την ανασκαφή, πήγα και έδωσα και εξετάσεις, για να μπω στο μεταπτυχιακό. Πολύ... Ήτανε, ξέρω 'γω, 15 μέρες μόνο διάβασμα. Από δύο ανασκαφές το καλοκαίρι, εξετάσεις για μεταπτυχιακό, για να μπω στο μεταπτυχιακό. Και με το που έδωσα εξετάσεις, την Κυριακή, μέσα Σεπτέμβρη πρέπει να ήτανε, Δευτέρα πρωί φεύγουμε για Σκιάθο, για έναν εβδομαδιαίο επιφανειακό καθαρισμό, με τον Αλέξανδρο Μαζαράκη, καθηγητή του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στην ανασκαφή του στη Σκιάθο ο οποίος είχε ένα πρόγραμμα να κάνει φωτογραφίσεις και έπρεπε να πάμε για μια εβδομάδα εκεί, που η Σκιάθος θα έλεγε κανείς ήτανε το πιο χαλαρό πράγμα ever. Διότι κάναμε απλά σκουπίσματα και ξεχορταριάσματα. Δηλαδή, ό,τι κάνεις στην αυλή σου κάναμε, απλά σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Ξεχορταριάσαμε, σκουπίσαμε, απομακρύναμε τυχόν έτσι πεσμένα χώματα ή σκουπίδια που ήρθαν από τον αέρα ή σκουπίδια που παράτησε κόσμος εκεί. Επομένως αυτό, ήταν 5 μέρες αυτό, τα πρωινά πηγαίναμε, καθαρίζαμε. Επειδή, είχε διάφορα σημεία που είχαν γίνει στο παρελθόν ανασκαφές, πηγαίναμε και κάθε μέρα εκεί που... σε ένα διαφορετικό σημείο. Πήγαμε, το εξαιρετικό, για —εμείς θεωρητικά θέλαμε μία μέρα να το κάνουμε αυτό ολόκληρη, αλλά έγινε για μία ώρα για πρακτικούς λόγους— για μία mini ανασκαφή ερευνητική, εντός του αερολιμένα Σκιάθου. Είχαμε βγάλει άδεια και πήγαμε στο ένα άκρο του αερολιμένα, που είναι κοντά στην παραλία και ακριβώς έξω από τα όρια του αερολιμένα είχαν βρεθεί παλαιότερα κάποιες ταφές, να κάνουμε και μερικές τομές στο εσωτερικό, αλλά δεν προλάβαμε ιδιαίτερα να σκάψουμε, γιατί στο σαρανταπεντάλεπτο μας κάλεσαν ότι έρχεται μια έκτακτη πτήση να προσγειωθεί και πρέπει να απομακρυνθούμε. Στην ουσία θα μας έδιναν κάπου στις 3 με 3,5 ώρες, που είχε κενό ο αερολιμένας προγραμματισμένο από πτήσεις, αλλά δεν προλάβαμε και... Αλλά, ωραία εμπειρία, γιατί είχαμε μπει στο αεροδρόμιο κανονικά και περνάγαμε τον έλεγχο με εργαλεία, με γκασμάδες, με φτυάρια, είχαμε ένα καρότσι, όλα αυτά... πηγαίναμε έτσι, που ήταν πολύ πολύ αστεία εμπειρία.

Ν.Σ.:

Και το '20 κορωνοϊός. Δεν έγιναν καμία από τις ανασκαφές, στις οποίες συμμετείχα. Με επηρέασε πάρα πολύ αυτό, γιατί εγώ σκεφτόμουνα να κάνω και διπλωματική, εφόσον ήμουν και στη Βελίκα 5 χρόνια, ήθελα να κάνω οχυρώσεις, βυζαντινές οχυρώσεις. Και παρόλο που η Βελίκα αποτελεί δημοσιευμένο υλικό και έχουν γραφτεί και βιβλία, αυτά τα πράγματα, τα οποία σκάβαμε, δεν είχαν δημοσιευτεί και θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω και είχα και την άδεια να τα γράψω για τη διπλωματική μου εργασία. Αλλά, δυστυχώς δεν έγινε η ανασκαφή του 2020, επομένως δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν μπορούσα εγώ να χρησιμοποιήσω αυτό το υλικό για διπλωματική εργασία. Κάνω τη διπλωματική μου με τον Γιάννη τον Βαραλή και κάποια στιγμή τον Γενάρη —Δεκέμβρη '20, Γενάρη '21—, που προσπαθούμε να βρούμε τυχόν οχυρώσεις ανά την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, όπου θα μπορούσα ίσως να μελετήσω, γιατί ήθελα πάρα πολύ να κάνω οχυρώσεις, και δεν βρίσκουμε τίποτα, γιατί πολύ απλά έχουμε ένα lockdown, δεν μπορώ εγώ να πάω να δω μια βυζαντινή οχύρωση κάπου. Πώς θα πάω; Αφού απαγορεύονται οι μετακινήσεις. Ότι θα μελετήσω ένα βυζαντινό τέμπλο στον Τύρναβο, στον ναό που ονομάζεται Βλαχονικόλας. Και το αποφασίζουμε, λέω: «Ok, εντάξει, θα προτιμούσα τις οχυρώσεις, αλλά είναι ξυλόγλυπτο τέμπλο, πολύ ωραίο. Είναι όμορφο, για να μελετηθεί, θα το κάνω». Και γίνεται ο σεισμός 3 Μαρτίου. Και προφανώς έχει πληγεί και η εκκλησία, όπου ο βόρειος τοίχος της κλείνει προς τα έξω και στην εξωτερική του πλευρά έχει καταρρεύσει περίπου ως το μέσο του πάχους του. Και προφανώς δεν είναι ασφαλές να μπαίνεις στον ναό. Με καλεί την επόμενη μέρα... Όχι, για την ακρίβεια εγώ πήρα τηλέφωνο την επόμενη μέρα την κυρία Σδρόλια, που γνωριζόμαστε πλέον και 5 χρόνια. «Ξέρετε, κυρία Ρούλα, έχουν υποστεί ζημιές από τον σεισμό πολλοί ναοί στον Τύρναβο, που είναι και βυζαντινά μνημεία του δεκάτου έκτου-δεκάτου πέμπτου αιώνα» και έρχεται και κλιμάκιο από την εφορία με μηχανικούς, που τρέχουμε τις επόμενες μέρες, να μπούμε στους ναούς, να δούμε τι ζημιές έχουν, να καταγράψουνε, για να γίνουνε τυχόν πρώτες εργασίες στερέωσης, για να μην καταρρεύσουν επί τόπου. Ναι και έχει σταματήσει, ας πούμε, ακόμα δεν μπορώ να μπω στο ναό, για να τελειώσω τη διπλωματική μου, περιμένω. Σύντομα όμως θα μπορώ, θα ξεκινήσουν οι εργασίες.

Ν.Σ.:

Δεν έγινε ανασκαφή το '20 και έγινε το '21, όμως, η δέκατη αυτή ανασκαφή στην οποία πήγα. Όπου πήγα πάλι με τον Βαραλή, στο Κιάτο Κορινθίας, για έναν υπέροχο μήνα στο Κιάτο. Όπου εγώ νόμιζα... είχαμε πει, ξέρω 'γω, ότι δεν έχει πολλά άτομα που να είναι με γνώσεις και θα γίνουν τομεάρχες. Και λέω: «Α, θα είμαι τομεάρχης» και ξαφνικά είχανε μπει στο νου μου, ξέρεις, οι εικόνες: τομεάρχης- Τήνος, με τους εξαιρετικούς εργατοτεχνίτες κι εγώ απλά κάθομαι. Και λέω: «Ok, μια χαρά, θα πάμε. Ωραία, ένας μήνας, θα είναι και η βασιλική στο Κιάτο, του έκτου αιώνα κι αυτή. Τα γνωρίζω, τα έχω σκάψει, έχω διαβάσει, μου αρέσουν πάρα πολύ». Είχα και επιστημονικό ενδιαφέρον, δηλαδή, πέρα από την όρεξη για ανασκαφή, που δεν είχα κάνει τίποτα το '20, επομένως ήμουν, για φέτος, πολύ πιο καλοδιάθετος και με κέφι. Έλα που πάμε στο Κιάτο, ας πούμε... Πάμε με μια φίλη μου, δύο μέρες νωρίτερα, όχι την Κυριακή που θα έφτανε το σύνολο του κόσμου, την Παρασκευή. Μας είχανε δώσει ένα διαμέρισμα, μπροστά στο κύμα και αυτό, από το δήμο εκεί, να μείνουμε. Το διαμέρισμα ήτανε κλειστό τρία χρόνια. Λέω: «Αφημένο. Είναι του δήμου και το δίνουνε σε ομάδες και στην άλλη ανασκαφή που κάνει το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην ίδια περιοχή, που έχει σταματήσει εδώ και... έχει ολοκληρωθεί, έμεναν εκεί, στο ίδιο σπίτι». Και μέσα στη βρώμα, ας πούμε, ένα σπίτι κλειστό τρία χρόνια, καταλαβαίνεις πώς μπορεί να είναι. Και ξεκινάμε ένα τρελό καθάρισμα, να τρίβουμε τα πάντα: μπάνια, πατώματα, βεράντες, το air condition έξω πλύσιμο, το air condition μέσα, τα φίλτρα του, πλύσιμο, σκούπισμα στο πάτωμα, σφουγγάρισμα και να ήταν πάλι βρώμικο, ξανά, να ήθελε ξανά, τα ντουλάπια, όλα. Είχε μια τεράστια, ευρύχωρη κουζίνα. Λέμε: «Θα γεμίσουμε τα ντουλάπια. Θα μένουνε 7-8 άτομα μες στο σπίτι αυτό, πού θα βάζουμε;». Ανοίγω το ψυγείο και να είναι μέσα στη βρωμιά, τρίψε-τρίψε το ψυγείο, όλα πλύσιμο, χαμός στο πλύσιμο. Τέλος πάντων, γίνονται αυτά, έρχεται ο κόσμος, γνωριζόμαστε, πολύ όμορφα, πολύ ωραία, πάμε ανασκαφή, ο Νίκος: «Χαλαρά θα είμαστε». Μιλάμε με τον Γιάννη τον Βαραλή: «Πού θέλεις Νίκο; Ποια τομή; Πού να κάνεις;». «Εκεί». Μετράμε, τέτοιο, ξεκινάμε. Και συνειδητοποιώ, έτσι κατευθείαν, ότι το έργο μου ως τομεάρχης, όπως το έχω φανταστεί, δεν θα είναι απλά πνευματικό, θα είναι κανονικό, κανονική εργασία. Παίζει αυτός ο μήνας να ήτανε... όντως, δηλαδή, από όλες τις προηγούμενες ανασκαφές, να είχα κάνει περισσότερο γκασμά, φτυάρι, καρότσι και τσάπα από καμία άλλη. Δηλαδή, ένα μήνα συνέχεια, σερί, κάθε μέρα, όλη μέρα. Υπήρχε μεγάλη επίχωση, δηλαδή ποσότητα χώματος, που βρίσκεται πάνω από το αρχαιολογικό στρώμα. Επομένως, μέχρι να φτάσεις στο αρχαιολογικό στρώμα, το οποίο είναι αυτό που πας πιο προσεκτικά, πιο αργά, με επιστημονικούς τρόπους, πρέπει να βγάλεις χώμα, χώμα, χώμα. Γκασμάς, φτυάρι, καρότσι, γκασμάς, φτυάρι, καρότσι, χαμός. Δηλαδή, στη πρώτη τομή, δύο εβδομάδες μέχρι να φτάσουμε στο... πρακτικά οι πέντε εργάσιμες μέρες ήταν στον χώρο. Πέντε και άλλες τρεις, οχτώ μέρες μόνο γκασμάς, φτυάρι, καρότσι. Δύο μέρες στο αρχαιολογικό στρώμα, το εντοπίσαμε, το ανασκάψαμε, τελείωσε. Στη δεύτερη τομή, πάλι τα ίδια, μέχρι το τέλος του μήνα. Επομένως, ναι, πέραν του ότι όλα τα παιδιά που είχαν έρθει, πέρα από εμένα και τις άλλες δύο κοπέλες, που ήτανε τομεάρχισσες, δεν είχανε ξαναπάει ποτέ σε ανασκαφή. Επομένως, είχαμε άτομα που δεν ήξεραν τίποτα, άρα τους τα [01:10:00]δίδασκες όλα από την αρχή, είχαμε μόνο μόνο εργατοτεχνίτες και όπως καταλαβαίνεις ο φόρτος εργασίας ήτανε μπόλικος, με ποσότητα. Παρόλο αυτά, η διαμονή στο Κιάτο ήτανε πάρα πολύ ωραία, μέναμε στο σπίτι, τρώγαμε στο σπίτι, τα απογεύματα κάναμε ημερολόγια στη βεράντα. Τώρα, πίναμε το πρωί —ας πούμε, ξυπνάγαμε 06:00 η ώρα— και πίναμε τον καφέ μας μπροστά ακριβώς στη βεράντα με θάλασσα, ανατολή ηλίου, πανέμορφο όλο αυτό. Και, ναι, ήτανε μια άλλη ακόμα εμπειρία, που όντως αισθάνθηκα ότι έχω προετοιμαστεί καλά σαν τομεάρχης, για να αναλάβω όλο αυτό και δεν δυσκολεύτηκα καθόλου, παρόλο που ήταν μεγάλος ο φόρτος εργασίας και έπρεπε ταυτόχρονα και να δουλεύω και να εξηγώ και να προσέχω και να καταγράφω πράγματα, να είναι λίγο... να είμαι παντού. Ένιωσα ότι ήμουν ok. Και είχαμε κέφι και πλάκα, ας πούμε, όταν δουλεύαμε και μιλάγαμε μεταξύ μας και κάναμε και τις βόλτες μας και δυο εκπαιδευτικές εκδρομές και βγαίναμε το βράδυ έξω για ένα φαγητό, ένα κρασί, ένα ποτό, οτιδήποτε, ήτανε ωραία, ήτανε καλά. Ναι, αυτά. Αυτές ήταν οι ανασκαφές μου και η εμπειρία μου. Γενικά, θα έλεγα σαν ένα σύνολο ότι μαθαίνεις πάρα πολλά, κάθε ανασκαφή που πας, όσες ανασκαφές και να έχεις κάνει από φοιτητής, έως καθηγητής πανεπιστημίου, μπορεί να μάθεις κάτι ή να δεις κάτι που δεν έχει ξαναϋπάρξει, γιατί αυτό κάνεις, σκάβεις και βγάζεις πράγματα από το παρελθόν, που μπορεί να τύχει κάτι να μην ξαναεμφανιστεί. Αλλά δεν είναι μόνο δουλειά, γιατί αυτό είναι καθημερινότητά μας. Γιατί είσαι εκεί, υπάρχει και το κέφι, υπάρχει και η πλάκα. Εντάξει, προφανώς μπορεί να υπάρχουν και συμπάθειες και αντιπάθειες, δεν... είναι πράγματα τις καθημερινότητας αυτά. Αλλά, τα βάζεις λίγο και στην άκρη, γιατί λες ότι είμαστε και για μια δουλειά εδώ. Αλλά, ταυτόχρονα έχεις και τον ελεύθερο σου χρόνο και επίσης γνωρίζεις κόσμο. Δηλαδή, έχω γνωρίσει τόσα πολλά άτομα, από τόσες διαφορετικές περιοχές. Έχω σκάψει με ένα παιδί που είχε έρθει μέσω της Οξφόρδης μεν, αλλά από την Κίνα, που ήτανε στις φουρνιές που είχανε έρθει στη Βελίκα με την Οξφόρδη. Με Ουαλό, με Αμερικάνο, με Σκοτσέζους, με Γερμάνια, με Ισπανία, με Ιταλία, παιδιά από όλες αυτές τις χώρες και επειδή δεν είναι μια συνάντηση, δεν είναι ένας καφές, είναι ένας μήνας που μένετε μαζί, η ανταλλαγή στην κουλτούρα που συμβαίνει και στην καθημερινή επικοινωνία σε κάνει όντως να καταλάβεις πάρα πολλά πράγματα για την ξένη χώρα και τη ζωή, για τα προβλήματα, για το χιούμορ, για την καθημερινότητα. Και πιστεύω ότι έτσι αισθάνονται και τα παιδιά που έρχονται εδώ. Και επίσης ταξιδεύεις βλέπεις μέρη. Δηλαδή, σου λέω, είδα την Τήνο, όπως δεν θα την... δεν αισθάνομαι ότι αν πεις ότι θα πας το καλοκαίρι μια εβδομάδα διακοπές στην Τήνο, ότι θα δεις τα πράγματα που έκανα εγώ, όσο ήμουνα στις ανασκαφές, γιατί πολύ απλά δεν θα σκεφτείς να πάω να περπατήσω στα κατσάβραχα να δω ένα αρχαίο λατομείο μαρμάρου, έτσι τυχαία. Ούτε κι εγώ, που είμαι αρχαιολόγος, δεν θα το έκανα έτσι τυχαία, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη περίπτωση. Ναι, αυτά νομίζω για τις ανασκαφές.

Β.Κ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Νίκο για όλα αυτά τα βιώματα που αφηγήθηκες. Πραγματικά απάντησες σε όλες τις ερωτήσεις μου, ήδη από την αρχή, την πρόοδο σου σαν αρχαιολόγος και για τα σύγχρονα πλήγματα του κορωνοϊού και του σεισμού της τρίτης Μαρτίου. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ν.Σ.:

Κι εγώ!