© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Βραχυχρόνια εργασία στην Ισλανδία

Istorima Code
12132
Story URL
Speaker
Ανδρέας Παγώνας (Α.Π.)
Interview Date
12/01/2023
Researcher
Νικόλαος Σπυρόπουλος (Ν.Σ.)
Ν.Σ.:

[00:00:00]Είναι Παρασκευή, 13 Γενάρη. Είμαστε στον Περισσό με τον Αντρέα Παγώνα. Εγώ είμαι ο Νίκος Σπυρόπουλος, ερευνητής για το Istorima, και ξεκινάμε. Αντρέα, θες να μας πεις μερικά πράγματα για σένα;

Α.Π.:

Με λένε Ανδρέα Παγώνα, γεννήθηκα στον Οξύλιθο της Κύμης Ευβοίας, μεγάλωσα εκεί μέχρι δεκαοχτώ και τα τελευταία χρόνια ζω στην Αθήνα, γιατί σπουδάζω Πληροφορική. Έχω κάνει μερικές δουλειές, οι οποίες δεν έχουνε να κάνουν με κάποια σχέση με αυτό που σπουδάζω, και πριν κάποια χρόνια, πήρα την απόφαση να πάω στην Ισλανδία για δουλειά.

Ν.Σ.:

Πώς πάρθηκε αυτή η απόφαση. Δηλαδή, ποια ήταν η συγκυρία που έψαξες για δουλειά και τελικά προέκυψε μία τέτοια μακρινή επιλογή;

Α.Π.:

Λόγω οικονομικών δυσκολιών, εδώ δεν μπορούσα να βρω κάτι στο στοιχείο μου, πράγμα που με έκανε να ψάξω για δουλειά στο εξωτερικό. Τυχαία, μία φίλη έμαθε, μέσω κάποιων άλλων φίλων, ότι οι δουλειές εκεί είναι… οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες, τα χρήματα επίσης. Οπότε, βάσει αυτού, πήρα την απόφαση να πάω.

Ν.Σ.:

Θες να μας μιλήσεις περισσότερο για την όλη διαδικασία; Δηλαδή, πώς ξεκίνησε, ποια ήταν η πρώτη σου επαφή μέχρι να φύγεις από την Αθήνα για να πας εκεί; Ήτανε μία απόφαση εύκολη;

Α.Π.:

Όχι, σε καμία περίπτωση δεν ήταν εύκολη. Δεν ήμουνα σίγουρος για αυτό που πάω να κάνω. Αλλά, βάσει της κατάστασης στην Ελλάδα, οδηγήθηκα εκεί. Στην αρχή, είχα πολύ άγχος, αλλά με το που έφτασα, ας πούμε, με το που πάτησα το πόδι μου εκεί πέρα, όλα ήταν πολύ πιο εύκολα. Και γενικά, το κλίμα εκεί ήταν πολύ ευπρόσδεκτο.

Ν.Σ.:

Θες να μας μιλήσεις, έτσι, για το πρώτο διάστημα; Ποια ήταν η δουλειά, που έμενες;

Α.Π.:

Στην αρχή, εμένα μαζί με τη φίλη μου αυτή, που μου είχε πει για την Ισλανδία, μαζί με κάποια άλλα παιδιά. Όλοι ήμασταν από την Ελλάδα και όλοι είχαμε πάει στην Ισλανδία για τον ίδιο στόχο. Στην αρχή, έμενα εκεί. Τις πρώτες μέρες δεν είχα βρει κάποια δουλειά και, τυχαία, γνώρισα ένα ζευγάρι που δούλευε στη δουλειά που, εν τέλει, πήγα. Και μέσω αυτών, βρήκα τη δουλειά αυτή. Αφού τους γνώρισα και μιλήσαμε λίγο και τους είπα ότι ψάχνω για εργασία, μου πρότειναν τη συγκεκριμένη δουλειά, η οποία ήταν πολύ πιο… ήταν σ’ ένα πολύ έξω απ’ το κέντρο της Ισλανδίας. Ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής αλατιού, πέντε ώρες, νομίζω, από το Ρέικιαβικ. Με το που μου είπαν τις συνθήκες και τον μισθό, αποφάσισα να πάω εκεί και να ξεκινήσω εκεί τη δουλειά.

Ν.Σ.:

Και; Πήγες; Πώς ήταν εκεί; 

Α.Π.:

Ναι, πήγα. Το μέρος ήταν πολύ ωραίο. Γενικά, η Ισλανδία είναι μια πολύ όμορφη χώρα. Το εργοστάσιο ήταν πολύ μικρό. Δεν ήταν, δηλαδή, δεν μιλάμε για μεγάλες εγκαταστάσεις και πολλούς ανθρώπους. Σύνολο, ήμασταν γύρω στα πέντε άτομα εργατικό δυναμικό. Ζούσαμε δίπλα ακριβώς στο εργοστάσιο, σε ένα σπίτι, όλοι μαζί. Γενικά, πολύ ησυχία εκεί πέρα. Δεν υπήρχαν γείτονες, δεν υπήρχε κάποιο χωριό στα κοντά. Γενικά, ηρεμία.

Ν.Σ.:

Ποιες ήτανε οι απαιτήσεις της δουλειάς; 

Α.Π.:

Αρχικά, ήταν η παραγωγή του αλατιού. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να βγάλουμε το νερό μέσα από τις δεξαμενές που το είχαμε, μέσα σε ένα μεγάλο, κλειστό κτίριο –ένα πολύ ζεστό κιόλας, για να γίνεται σωστά η διαδικασία. Το οποίο απαιτούσε, ας πούμε, καλή φυσική κατάσταση. Αφού μαζεύαμε το αλάτι, μετά έπρεπε να το στεγνώσουμε, και αφού το αλάτι ήταν έτοιμο και στεγνό, τότε περνάγαμε στη φάση του πακεταρίσματος. Μετά το πακετάρισμα, ήταν η αποστολή του αλατιού πίσω, στα γραφεία, στα κεντρικά γραφεία του Ρέικιαβικ.

Ν.Σ.:

Όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες, δηλαδή τις ώρες, την κούραση –αν ήταν κουραστικό;

Α.Π.:

Οι συνθήκες… Οι συνθήκες εργασίας ήτανε περίεργες. Δηλαδή, μπορούμε να πούμε ότι, για μία χώρα σαν την Ισλανδία, κάποια πράγματα ήταν εκτός νόμου. Δηλαδή, μπορεί να έπρεπε να δουλέψεις και ώρες που, ας πούμε, κανονικά –όχι δεν χρειάζεται, δεν είναι… Μετά το οκτάωρο, που λέμε. Αλλά και λόγω ότι ήμασταν τόσο απομακρυσμένα ήταν, ας πούμε, ότι: [00:05:00]«Εντάξει, θα το κάνω». Τι άλλο με ρώτησες;

Ν.Σ.:

Ποιες ήταν οι εργασιακές συνθήκες, αν ήταν κουραστικό, αν υπήρχε πίεση από την εργοδοσία, για παράδειγμα;

Α.Π.:

Κάποιες μέρες ήταν κουραστικές. Αυτό έχει να κάνει και με την ποσότητα αλατιού που είχαμε κάθε φορά. Κάποιες φορές δεν είχαμε και καθόλου αλάτι, οπότε δεν είχαμε και δουλειά, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν κουραστικά. Έπρεπε, γενικά, το να βγάλεις το αλάτι από τις δεξαμενές, πράγμα που κάναμε δύο φορές την ημέρα. Οι εγκαταστάσεις είχαν κάποια προβλήματα, που είχαμε και κάποια μικρά εργατικά ατυχήματα.

Ν.Σ.:

Ποια περίοδο του χρόνου ήσουν εκεί;

Α.Π.:

Ναι. Την πρώτη φορά είχα πάει, θυμάμαι, Ιούνιο. Είχα πάει για τρεις μήνες, αλλά από τότε έχω πάει άλλες δύο φορές. Ένα χρόνο μετά πάλι, και την τελευταία φορά –ήτανε και το περισσότερο– για εφτά μήνες. Και είχα πάει, θυμάμαι, Μάιο.

Ν.Σ.:

Όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τη φύση της δουλειάς, πώς θα το σύγκρινες, για παράδειγμα, με αυτό που κάνει πολύς κόσμος σε αντίστοιχη ανάγκη, που δουλεύει στην Ελλάδα σεζόν, για παράδειγμα. Επειδή και αυτό που έκανες εσύ, έχει τα χαρακτηριστικά σεζόν, εποχικής εργασίας, πώς θα σύγκρινες αυτά τα δύο; Τελικά, για κάποιους λόγους, ήτανε καλύτερα –εφόσον το ξανάκανες– στην Ισλανδία;

Α.Π.:

Ναι, ήταν καλύτερα από θέμα χρημάτων. Πολύ καλύτερα, μιλάμε για τριπλάσιους μισθούς. Επίσης, και οι σχέσεις, ας πούμε, με τους εργοδότες, σε γενικές γραμμές, είναι πολύ καλύτερη. Δεν υπάρχει αυτή η πίεση. Υπάρχει μία πίεση, αλλά δεν είναι δεν είναι η ίδια, σε τόσο μεγάλο βαθμό. Και ας το πούμε ότι υπάρχει κι ένας μικρός σεβασμός ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο, πράγμα που στην Ελλάδα –ειδικά σε τέτοιες δουλειές– δεν ισχύει.

Ν.Σ.:

Θες να μας μιλήσεις για το πώς κυλούσε η καθημερινότητα εκεί; Ήσουνα πέντε ώρες σε ένα απομακρυσμένο μέρος με άλλους τέσσερις-πέντε ανθρώπους, σε μία καθημερινότητα η οποία κρατούσε καιρό. Είχε μέσα την εργασία, αλλά είχε και την ξεκούραση, ας πούμε. Πώς ήταν η καθημερινότητα εκεί;

Α.Π.:

Πέρα από τη δουλειά, που είναι κάποιες ώρες, ας πούμε, μετά δεν είχες να κάνεις, να πούμε, έτσι, πολλά πράγματα, λόγω και του μέρους που ήταν απομακρυσμένο. Τις περισσότερες φορές, μιας και μέναμε στο ίδιο σπίτι, μέναμε όλοι μαζί, είχαμε αναπτύξει και, ας πούμε, φιλικές σχέσεις με τα άλλα παιδιά. Οπότε, περισσότερο μέσα στο σπίτι –τρώγαμε όλοι μαζί, λέγαμε αστεία, ας πούμε, και κάποιες φορές, κάποιες εκδρομές σε κάποιες θερμές πηγές που έχει η Ισλανδία και σε ένα ωραίο εστιατόριο που είναι μία ώρα από κει, που το έχει μία ηλικιωμένη κυρία. Αυτό, δηλαδή, σαν έξοδο υπήρχε μόνο αυτό.

Ν.Σ.:

Πώς ήταν η σχέση σου με τους ανθρώπους εκεί, με τους συναδέλφους; Ήταν από Ελλάδα, από άλλες χώρες;

Α.Π.:

Κάποιοι ήταν από Ελλάδα, κάποια άλλοι από Σερβία. Γενικά, αυτοί που δούλευαν στο εργοστάσιο –ακόμα και σήμερα, απ’ ό,τι ξέρω– θα είναι είτε Έλληνες είτε Σλάβοι, γενικότερα. Δηλαδή, οι Ισλανδοί έχουν σταματήσει, ας πούμε, να δουλεύουν στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, απ’ ό,τι ξέρω. Δεν ξέρω γενικότερα.

Ν.Σ.:

Υπήρχαν ωραίες στιγμές, υπήρχανε εντάσεις, για παράδειγμα; Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα να μένεις ολόκληρους μήνες με κάποιους ανθρώπους που δεν γνωρίζεις. Πώς ήτανε αυτή η διαδικασία;

Α.Π.:

Εντάξει, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Είναι αυτό που λες, δηλαδή, υπήρχαν και οι ωραίες στιγμές, αλλά και η τόση τριβή η συνεχόμενη, πολλές φορές, έτσι, ανεβάζει την ένταση και χωρίς λόγο, ας πούμε. Ναι, υπήρχαν και κάποιες άσχημες στιγμές, μιας και ένας, ας πούμε, εκ των εργαζομένων ήταν και ο ανώτερος όλων. Οπότε, υπήρχαν συχνά διαφωνίες πάνω στα εργασιακά, στον μισθό, είχαμε πει να καλέσουμε και το συνδικάτο των εργαζομένων για να γίνει ένα ξεκαθάρισμα. Πράγμα το οποίο δεν έγινε, για κάποιους λόγους. Έφυγα εγώ. Γενικά, οι εργαζόμενοι εκεί δεν κάθονται μεγάλο χρονικό διάστημα, και λόγω των συνθηκών. Οπότε, κανείς δεν μπήκε και στη διαδικασία να το συνεχίσει.

Ν.Σ.:

[00:10:00]Εσύ πώς ένιωθες σε όλη αυτή τη διάρκεια; Σου έλειπε η ζωή σου στην Ελλάδα ή μπόρεσες, ας πούμε, να ανταποκριθείς, λόγω της δουλειάς και να μην το σκέφτεσαι; Πώς ένιωθες;

Α.Π.:

Μου έλειπε η Ελλάδα. Μου έλειπε, βασικά, μου λείπανε οι φίλοι μου, η οικογένειά μου. Αλλά από την άλλη, ήταν τόσο νέο αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή, πρωτόγνωρο γενικά, οπότε, ναι μεν μου έλειπε, αλλά δεν ήταν ικανό ώστε να με κάνει να γυρίσω πίσω, ας πούμε, ή να πω ότι τα… ότι δεν περνάω καλά εδώ ή ότι τα παρατάω.

Ν.Σ.:

Οι μεταβάσεις πώς ήτανε; Δηλαδή, όταν επέστρεφες πίσω στην Ελλάδα και μετά σκεφτόσουνα να ξαναπάς για δουλειά στην Ισλανδία, πώς ήταν η αναπροσαρμογή κάθε φορά;

Α.Π.:

Η αναπροσαρμογή… Την πρώτη φορά που γύρισα ήταν λίγο περίεργα. Μου πήρε λίγο καιρό να συνηθίσω πάλι τους νέους ρυθμούς –και όχι μόνο, ας πούμε, να βρω τον εαυτό μου, αλλά και το να επικοινωνώ πάλι και με τόσα πολλά άτομα μέσα στη μέρα, στο να βγαίνω έξω και να υπάρχει πολύς κόσμος. Ναι, στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο, μιας και είχα συνηθίσει στην απόλυτη μοναξιά, ας πούμε. Αλλά, εντάξει, χρόνο με τον χρόνο έφυγε αυτό το συναίσθημα.

Ν.Σ.:

Θες να μας μιλήσεις για το πώς ήταν οι επόμενες φορές που πήγες, και ειδικά η φορά που πήγες για εφτά ολόκληρους μήνες;

Α.Π.:

Πώς ήταν, ε; Ήτανε… Μπορώ να πω ότι ήταν πιο δύσκολα από τις πρώτες φορές, γιατί δεν υπήρχε και το κομμάτι ότι θα γνωρίσω κάτι καινούριο, ήτανε… Δηλαδή, αν την πρώτη φορά μπορώ να πω ότι ήταν για βιοποριστικούς λόγους, υπήρχε και ένα κομμάτι ότι θα δεις μια καινούρια χώρα και, έτσι, θα πάρεις κάποια πράγματα, νέες εικόνες. Την τελευταία φορά, δεν υπήρχε αυτό τόσο, μιας και είχα ξαναπάει, και ήταν καθαρά, ας πούμε, η δουλειά και ότι πρέπει να αποταμιεύσω κάποια χρήματα. Και οι σχέσεις, λίγο, με κάποιους ανθρώπους από κει πέρα, είχανε κλονιστεί, πράγμα που έκανε την όλη συμβίωση κάπως πιο δύσκολη, ας πούμε. Και γενικά, ερχόντουσαν συνέχεια νέα άτομα που φεύγανε –υπήρχε, έτσι, ας πούμε, ένα λίγο αρνητικό κλίμα.  Επίσης, ήταν και η πρώτη φορά που έζησα και χειμώνα εκεί πέρα και, γενικά, η Ισλανδία έχει μεγάλη διάρκεια νύχτας και μεγάλη διάρκεια ημέρας, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο να το συνηθίσεις. Επίσης, λόγω και του χιονιού, ακόμα και οι μικρές αποστάσεις που μπορεί να κάναμε, κάποιες μέρες ήταν απαγορευτικές, πράγμα που σε έκλεινε ακόμα περισσότερο μέσα στο σπίτι. Είχε και μία ομορφιά όλο αυτό, όλη αυτή η αγριότητα, ας πούμε, της χώρας. Αλλά ναι, γενικά ο χειμώνας, ας πούμε, είναι ακόμα πιο δύσκολος.

Ν.Σ.:

Μίλησες κιόλας για την –αυτό που μου είπες την πρώτη φορά– για την περιπέτεια που θα είχε η εμπειρία του να βρεθείς σε μία άλλη χώρα, και να βρεθείς μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μετά από όλες αυτές τις φορές που έχεις πάει και έχεις μείνει εκεί, τι θα μπορούσες να πεις για την εμπειρία αυτή της Ισλανδίας; Δηλαδή, τι σου έχει μείνει από τη χώρα, τι γνώρισες όσον αφορά τους ανθρώπους, τα μέρη, την κουλτούρα, οτιδήποτε;

Α.Π.:

Καλά, τα φυσικά τοπία της Ισλανδίας είναι πανέμορφα. Δηλαδή, όλη η χώρα παραμένει, ας πούμε –και σε σύγκριση με άλλες χώρες– έτσι, πιο παρθένα. Δηλαδή, οι άνθρωποι προσέχουν λίγο τη φύση, γενικά. Τώρα, για τους ανθρώπους, μου έκανε εντύπωση, ας πούμε, και… Εντάξει, ήτανε αρκετά φιλόξενοι για αυτό που είχα εγώ στο μυαλό μου και, γενικά, που νομίζουμε όλοι για τους Σκανδιναβούς. Εντάξει, διαφορετικό lifestyle σε σχέση μ’ εμάς, αλλά μου άρεσε το γενικότερο κλίμα, το πώς ζούνε.

Ν.Σ.:

Ποιο ήταν το lifestyle δηλαδή;

Α.Π.:

Το lifestyle… Γενικά, μπορούσες να κάνεις και πράγματα που, ας πούμε, στην Αθήνα δεν μπορείς να τα κάνεις. Το lifestyle… Πηγαίνουνε πολύ συχνά σε πισίνες που έχουν στην πόλη. Γενικά, εκδρομές, εξορμήσεις, είτε σε… και στη θάλασσα. Και εννοείται και η νυχτερινή ζωή, η οποία είναι –δεν τους φαίνεται, αλλά είναι [00:15:00]πολύ έντονη και, ειδικά σε κάποια μαγαζιά, πολύ εντονότερη απ’ ό,τι στην Αθήνα.

Ν.Σ.:

Γνωρίζοντας τη χώρα, σκέφτηκες ποτέ, ίσως, να έβρισκες μία άλλη δουλειά, που δεν θα ήταν εποχιακή, για να παραμείνεις εκεί ή έστω για ένα προς το παρόν μόνιμο, που λέμε, διάστημα;

Α.Π.:

Ναι. Το ’χω σκεφτεί –το είχα σκεφτεί και τότε, όταν ήμουνα–, αλλά για να το κάνεις αυτό και να πούμε ότι, μέσα σε κάποιους όρους, είσαι μόνιμος, πρέπει να μιλάς και λίγο τη γλώσσα. Γενικά, είναι και δύσκολη γλώσσα, οπότε δεν είχα μπει και στη διαδικασία να τη μάθω. Και επειδή δεν τελείωσα, δεν έχω τελειώσει και με τη σχολή, ήταν και αυτό ένα κομμάτι που με έκανε να γυρίσω και ίσως στο μέλλον το σκεφτώ πιο σοβαρά μήπως κάτσω, ας πούμε, πιο… να κάτσω μόνιμα, και μέσα στην πόλη του Ρέικιαβικ και όχι κάπου απομακρυσμένα.

Ν.Σ.:

Είχες επαφή καθόλου με το Ρέικιαβικ; Μπόρεσες να φύγεις, δηλαδή, από τη δουλειά κάποιες φορές και να δεις την πόλη;

Α.Π.:

Συνήθως, στο Ρέικιαβικ έμενα τις πρώτες μέρες, δηλαδή, κατά την άφιξη μου, και εκεί είχα κάνει κάποιες φιλίες με κάποια άτομα που, όταν εγώ, ας πούμε, έφευγα, αυτοί ήταν ακόμα εκεί, και έτσι υπήρχε και μία βοήθεια, δηλαδή με φιλοξενούσανε. Κατά τα άλλα, αφού πήγαινα, ας πούμε, αφού έφτανε η μέρα να πάω στο εργοστάσιο, οι φορές που πήγαινα στο Ρέικιαβικ ήτανε λόγω του κάποιος έπρεπε να παραδώσει το αλάτι. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έπρεπε να οδηγήσει, ας πούμε, αυτές τις πέντε ώρες, και ήμουνα εγώ. Αλλά και πάλι, ήταν για λίγες ώρες κάθε φορά. Δηλαδή, δεν μπορούσα να κάτσω μέρες, ώστε να ζήσω εκεί. Οπότε, πήγαινα για τρεις ώρες και μετά ξαναεπέστρεφα πίσω.

Ν.Σ.:

Θες να μας μιλήσεις και για τις εκδρομές που ανέφερες; Ποιες ήταν αυτές και τι σου προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση;

Α.Π.:

Μεγαλύτερη εντύπωση… ήταν κάτι τεράστιοι καταρράχτες που έχουνε, που είναι σαν θάλασσα, κάτι περίεργες τρύπες που αναβλύζει καυτό νερό και επίσης, η θάλασσα έχει πάρα πολλές φάλαινες στην Ισλανδία και, ας πούμε, και μία μέρα που πήγαινα με το φορτηγό το αλάτι, εκεί, στο κολπάκι, ας πούμε, στα ρηχά, πέτυχα τρεις φάλαινες να κάνουν τη βόλτα τους, ας πούμε –το οποίο είναι, έτσι, καθημερινό φαινόμενο.

Ν.Σ.:

Έχοντας πάει ήδη τρεις φορές, σκέφτεσαι ότι θα το ξανακάνεις με αυτούς τους όρους της δουλειάς;

Α.Π.:

Ελπίζω, με αυτούς τους όρους, όχι. Τώρα, ίσως, άμα έχω και το πτυχίο της Πληροφορικής, τότε ναι, να ψάξω εκεί για κάτι, ας πούμε, και να είναι μέσα στο Ρέικιαβικ και, γενικά, να ζήσεις όλο το… τη ζωή που μπορεί να σου προσφέρει η πόλη, ρε παιδάκι μου.

Ν.Σ.:

Ποια είναι τα πλάνα σου από δω και στο εξής; Την Ισλανδία, για παράδειγμα, θα τη σύστηνες σε κάποιο φίλο σου που μπορεί να βρίσκεται στην ίδια θέση;

Α.Π.:

Ναι, είναι… Πλάκα έχει, ωραία εμπειρία είναι. Κι άμα δεν έχεις, ας πούμε, ξαναβγεί στο εξωτερικό για αγορά εργασίας, νομίζω ότι και σε σύγκριση με άλλες χώρες είναι, έτσι, από τις λιγότερο… πιο επιβλητικές. Είναι πιο εύκολο, τέλος πάντων. Τι άλλο με ρώτησες;

Ν.Σ.:

Ποια είναι τα πλάνα σου από δω και στο εξής, πώς σκοπεύεις να κινηθείς;

Α.Π.:

Από δω και στο εξής, τώρα, θέλω να τελειώνω με το πτυχίο –σπουδάζω Πληροφορική– και μετά από αυτό, να βρω μία δουλειά πάνω σε αυτό που σπουδάζω, πράγμα δύσκολο και στην Ελλάδα, αλλά αυτό. Αρχικά, σκέφτομαι να προσπαθήσω εδώ και, αν δεν καταφέρω κάτι το οποίο με καλύπτει κιόλας, τότε ίσως να [00:20:00]ξανακοιτάξω και κάτι στο εξωτερικό.

Ν.Σ.:

Και η Ισλανδία θα είναι μία από αυτές τις επιλογές;

Α.Π.:

Σίγουρα θα είναι, απλά δεν θα είναι η μόνη. Δηλαδή, θα κοιτάξω μήπως υπάρχει και κάποια καλύτερη επιλογή.

Ν.Σ.:

Ωραία, Αντρέα, σ’ ευχαριστώ πολύ.

Α.Π.:

Κι εγώ ευχαριστώ.