© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Εγώ θέλω να κάνω ρούχα, θέλω να κάνω δικά μου σχέδια!»

Istorima Code
12123
Story URL
Speaker
Παρασκευή Ανθοπούλου (Π.Α.)
Interview Date
04/04/2022
Researcher
Χριστίνα Καραδήμου (Χ.Κ.)
Χ.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, είναι Τρίτη 5 Απριλίου 2022, είμαι με τη Βούλα Ανθοπούλου. Βρισκόμαστε στο κατάστημά της, εγώ ονομάζομαι Χριστίνα Καραδήμου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα, Βούλα.

Π.Α.:

Καλησπέρα, Χριστίνα.

Χ.Κ.:

Θα ήθελες να μας πεις αρχικά πού γεννήθηκες και πού μεγάλωσες;

Π.Α.:

Γεννήθηκα στην Κολωνία της τότε Δυτικής Γερμανίας. Μεγάλωσα πέντε χρόνια στη γιαγιά. Μόλις γεννήθηκα οι γονείς μου με πήγαν στην, με φέρανε εδώ στη γιαγιά, στο Πλατύ Ημαθίας, για πέντε χρόνια. Και μετά με πήραν πάλι πίσω μέχρι 12 χρονών. Μετά ξαναήρθα άλλα δύο χρόνια εδώ. Δεν τα καταφέραμε να μείνουμε εδώ, ξαναγυρίσαμε και μετά από τα 20 μου είμαι εδώ.

Χ.Κ.:

Ωραία. Η γιαγιά σου πώς ήταν; Πώς τη λέγανε κιόλας;

Π.Α.:

Τη γιαγιά μου τη λέγανε Κυριακούλα, Κούλα δηλαδή. Πάρα πολύ γλυκιά. Μου έδωσε πάρα πολλή αγάπη... Πάρα πολύ καλή, όπως έχουμε την εικόνα της γιαγιάς, της καλής γιαγιούλας. Πάρα πολύ [00:05:00]γλυκιά, πολύ καλή. Και ήταν βέβαια και νέα για γιαγιά.-

Χ.Κ.:

Πόσο;-

Π.Α.:

Εγώ ήμουν 5, αυτή ήταν 45. Πολύ νέα για γιαγιά.

Χ.Κ.:

Τι αναμνήσεις έχεις από το Πλατύ εκεί ως παιδάκι;

Π.Α.:

Πάρα πολύ ωραίες. Κατ’ αρχήν, δεν είχε τότε άσφαλτο, ήταν όλο χωματόδρομο, ήμασταν πολλή ξυποληταρία, ήμασταν όλα τα παιδιά μαζί μια ομάδα. Η γιαγιά μου είχε τεράστια αυλή και μας έφτιαχνε από χόρτα καλύβες. Πάρα πολλά πράγματα. Μπορώ να μιλάω ασταμάτητα για αυτό. Είχα μια, μέχρι 5 χρονών, τέλεια παιδική ηλικία. Αφού δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Δεν ήθελα να φύγω από το χωριό.

Χ.Κ.:

Μπορείς να πεις αν θες κάποιες εμπειρίες. Αναμνήσεις, έτσι έντονες.

Π.Α.:

Δεν έχω να πω κάτι. Όλα είναι... Όλες οι αναμνήσεις μου είναι πολύ ωραίες. Τι να πω; Που ήμασταν όλοι μαζί ενωμένοι, ήμασταν μια ομάδα με τα παιδιά. Όταν πάθαινε κάτι κάποιος, χτυπούσε, τρέχαν’ όλοι μαζί και τον πηγαίναν’ όλοι μαζί στο σπίτι του… Που πηγαίναμε δέκα άτομα από τη γειτονιά μαζί το πρωί σχολείο, δέκα άτομα γυρνούσαμε. Ο ένας πρόσεχε τον άλλον. Εγώ ήμουνα η πιο μικρή, με προσέχαν’ πάρα πολύ... Παίζαμε τα παιχνίδια του τότε, στο χωριό πώς παίζανε... Και ήμασταν ελεύθεροι. Δεν είχε «Μην κλέψουν το παιδί.» και τέτοια. Ήμουν εγώ, μεγαλύτερα παιδιά και περισσότεροι συγγενείς. Η γιαγιά ήξερε και γυρνούσαμε όλο το χωριό. Αυτά, τι να σου πω;

Χ.Κ.:

Με τη γιαγιά σου ήσασταν δεμένες;

Π.Α.:

Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Κοίταξε, είναι η ηλικία που εγώ είχα τα παιδιά μου και τα είχα στην αγκαλιά μου, όταν ήτανε πολύ μικρά, και τα έλεγα πόσο τα αγαπάω, ότι είναι το μανάρι της μαμάς, το τζιέρι. Αυτά όλα με τα ‘λεγε εμένα η γιαγιά μου. Δεν υπήρχε η μαμά, ερχότανε μια φορά το καλοκαίρι. Δεν ήταν τόσο εύκολη η πρόσβαση, όπως τώρα. Ερχόντουσαν με το αυτοκίνητο για τέσσερις εβδομάδες. Αυτό ήτανε.

Χ.Κ.:

Οι γονείς σου σού λείπανε στα πρώτα σου 5 χρόνια;

Π.Α.:

Ναι, όταν πήγα, γιατί προνήπια εκεί πήγαμε 3 χρόνων, γιατί και τα παιδιά όλα τα έβλεπα που τα πηγαίνανε οι μαμάδες τους σχολείου. Μου λείπανε πάρα πολύ. Έλεγα «Εμένα η μαμά μου, γιατί με άφησε στη γιαγιά μου;». Αλλά η γιαγιά μού έδινε τέτοια αγάπη που στο τέλος μέχρι που δεν ήθελα να πάω με τη μαμά μου!

Χ.Κ.:

Η μετάβαση από το Πλατύ της Ημαθίας στη Γερμανία πώς έγινε; Ήταν ομαλή, δύσκολη;

Π.Α.:

Κάποια στιγμή αποφασίσαν οι γονείς μου ότι είμαι αρκετά μεγάλη για να μπορούν να με προσέχουνε, γιατί και αυτοί θέλαν’ το παιδί τους μαζί τους. Με αφήσαν’ εκεί, για να μπορούν να δουλέψουν. Δεν υπήρχε κάποιος, δεν είχανε κάποια βοήθεια. Και με το αυτοκίνητο τότε μεταφερθήκαμε Γερμανία. Σ’ όλην τη διαδρομή έκλαιγα. Ήταν ένα μεγάλο σοκ η αποχώρηση της γιαγιάς. Και όταν πήγα στη Γερμανία και... Γιατί δεν έφυγα πρώτη φορά από το χωριό. Πήγαινα, ερχόμουνα. Είχα την αδερφή του πατέρα μου εδώ, μία θεία μου, που ερχόμασταν Θεσσαλονίκη. Μ’ αφήνανε —ξέρω εγώ— για πέντε μέρες, με είχε και η θεία. Αλλά Πλατύ με Κολωνία της Γερμανίας —που είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη— για ‘μένα, αυτό το χωριατόπαιδο, το ελεύθερο, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σοκ της ζωής μου και το συνειδητοποίησα πολύ μεγαλύτερη, όταν με ρώτησε μια φίλη «Πότε ένιωσες το μεγαλύτερο τράνταγμα;». Και τότε το... Και είναι αλήθεια.

Χ.Κ.:

Άρα, οι γονείς σου επέστρεψαν να σε πάρουν, έτσι;

Π.Α.:

Ναι, ναι.

Χ.Κ.:

Και η στιγμή του αποχωρισμού με τη γιαγιά σου πώς ήταν;

Π.Α.:

Για μένα τραγική τότε. Και τώρα που τη σκέφτομαι πάλι... Εντάξει, ήτανε… Πολύ δύσκολη.

Χ.Κ.:

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είπες πως έκλαιγες. Όταν φτάσετε στη Γερμανία, οι πρώτες εντυπώσεις, αυτά που είδες πρώτα τι ήταν;

Π.Α.:

Φτάσαμε —θυμάμαι πολύ καλά—, φτάσαμε ήτανε νύχτα. Ξημερώματα ήταν όταν φτάσαμε. δεν ήξερα πού βρισκόμουνα. Ήταν περίεργα... Περίεργα. Όλα ήταν περίεργα, δεν… Σε ένα, σε μια ξένη χώρα που ήταν τόσες ώρες δρόμο. Πάνω από, πάνω από τριάντα πέντε ώρες, γιατί κάναμε και διαλείμματα συγχρόνως, το μεγαλύτερο... Πρώτη φορά ταξίδεψα τόσο πολύ. Φυσικά ένα πολύ μεγάλο ταξίδι σαν μικρό παιδί. Και... Όχι φοβόμουνα. Δεν ήθελα να δω κάτι, κάτι άλλο. Δεν... Μετά πήγαμε στο σπίτι μας που δεν το περίμενα έτσι. Περίμενα κάτι καλύτερο, αλλά οι γονείς μου ήτανε αγωνιστές. Νοικιάζαν’ τότε ένα μεγάλο δωμάτιο το οποίο ήτανε —πες— γύρω στα είκοσι τετραγωνικά. Αυτό το δωμάτιο είχε μέσα και κουζίνα, δύο καναπέδες —ο ένας γινότανε κρεβάτι των γονιών μου, ο ένας γινόταν κρεβάτι δικό μου—, σαλόνι, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, ό,τι θέλεις. Έτσι ήμασταν τα πρώτα δύο-τρία χρόνια. Ήταν ένα μπάνιο, το μοιραζόντανε τέσσερις οικογένειες. Το χολ ήταν τεράστιο, περίπου —πες— είκοσι τετραγωνικά, το μπάνιο, το θερμοσίφωνο. Το ανάβαμε με ξύλα. Πριν κάνεις μπάνιο το ανάβανε με ξύλα. Για μένα το μπάνιο δεν με χάλαγε, γιατί η γιαγιά με έκανε μπάνιο στη σκάφη τότε. Δεν είχε μπανιέρα και θερμοσίφωνα και τέτοια —ήταν πολυτέλεια—, στο χωριό εκείνον τον καιρό.

Χ.Κ.:

Στη Γερμανία, άρα, πού μείνατε; Οι γονείς σου τι επάγγελμα έκαναν;

Π.Α.:

Τον πρώτο καιρό ο πατέρας μου ήτανε, δούλευε σε έναν επιπλοποιό. Η μητέρα μου έκανε επιδιορθώσεις ρούχων και γενικά ήταν μοδίστρα και έραβε ρούχα. Στην αρχή τα, έπαιρνε δουλειά σε εκείνο το δωμάτιο που σου λέω. Μετά ξενοίκιασε μία οικογένεια, έφυγε, το έκανε κατευθείαν εκείνο το δωμάτιο εργαστήρι. Σιγά σιγά φεύγανε οι οικογένειες και πήραμε όλο το σπίτι. Και μετά κάποια στιγμή ο πατέρας μου αρρώστησε από τη σκόνη τότε που κόβαν’ τα ξύλα και ήταν για αρκετό καιρό στο νοσοκομείο και έπρεπε να αλλάξει επάγγελμα. Και μέσω κάποιου άλλου φίλου βγήκε στη λαϊκή με ρούχα και μετά με υφάσματα και πάει λέγοντας. Οι γονείς μου μετά έγιναν υφασματέμποροι και στη λαϊκή και είχαμε και μία αποθήκη, Έτσι… Εξελίχθηκαν έτσι.

Χ.Κ.:

Εσύ εκεί πήγες σχολείο;

Π.Α.:

Ναι, εκεί πήγα. Και πρώτη δημοτικού πήγα και δω, στον Παλιό Σταθμό, —αυτό δεν υπάρχει πια το σχολείο— εδώ Θεσσαλονίκη, γιατί ήρθαν οι γονείς μου μια δόση —τούτο ξέχασα να στο πω—. Ήρθανε, προσπάθησαν να κάνουν μια αρχή, δεν μπόρεσαν και, όπως ήμασταν, φύγαμε. Αλλά εδώ πήγα σχεδόν 5 και κάτι. Στη Γερμανία έτσι κι αλλιώς τα παιδιά τα παίρνουνε έναν χρόνο πιο αργά από δω. Οπότε, πήγα εκεί πρώτη δημοτικού, νορμάλ. Επειδή φτάσαμε πριν τελειώσει η σχολική χρονιά εδώ, η μητέρα μου παρακάλεσε τον διευθυντή μήπως μπορώ εγώ να πάω στην πρώτη τάξη, να κάθομαι και ν’ ακούω τι λένε, για να σπάσει η γλώσσα μου. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ και, όταν πήγαινα σχολείο, ήδη καταλάβαινα γερμανικά. Ένα παιδάκι 6 χρονών πολύ εύκολα μαθαίνει, άμα ακούει συνέχεια μια γλώσσα.

Χ.Κ.:

Από το σχολείο έτσι τι αναμνήσεις έχεις; Πώς σε αντιμετώπισαν τα παιδιά;

Π.Α.:

Στην πρώτη περιοχή που μέναμε —αυτό που λέω που— ήτανε μία περιοχή, όπως το Πανόραμα, και υπήρχε πολύ ρατσισμός. Όλοι οι συμμαθητές μου δεν με κάναν’ παρέα μέχρι την τρίτη δημοτικού. Έκανα με άλλες τάξεις παρέα. Έλεγαν «Είμαι Ελληνίδα και βρωμάω κρεμμύδι!». Ναι, μόνο μία συμμαθήτρια είχα που κάναμε μαζί παρέα και έκανα με άλλα παιδιά. Δεν με πείραζε τόσο εμένα, γιατί ούτε και εγώ τους, τους γούσταρα να σου πω. Αφού δεν με θέλαν’ και εμένα μία, δεν τους ήθελα και εγώ δέκα. Και ήταν, όπως λέμε, παιδιά μεγαλωμένα διαφορετικά. Μετά αλλάξαμε περιοχή και εκεί είχε πάρα πολλούς ξένους. Τα παιδιά ήταν πιο εξοικειωμένα με τους ξένους, οπότε και εμένα μου, έμεινα έκπληκτη όταν μ’  αγκάλιασε όλη η τάξη. Αυτά, να σου πω.

Χ.Κ.:

Πώς είναι να μεγαλώνεις σε μία ξένη χώρα;

Π.Α.:

Διαφορετικά! Πώς είναι; Άμα είσαι εκεί από πολύ μικρή και πας στον παιδικό σταθμό και είσαι μαζί με τα Γερμανάκια, Σουηδάκια, ό,τι, απ’ όποια χώρα είναι, γίνεσαι και εσύ, αυτομάτως, γίνεσαι και εσύ ένα. Δεν φέρνεις την πατρίδα σου μαζί. Βέβαια, στο σπίτι υπάρχει αυτό, αλλά είναι διαφορετικά. Τώρα εγώ πήγα 5 χρονών, 6. Ήταν αλλιώς. Και είχα αυτές τις αναμνήσεις που ήμουνα στο χωριό. Εκεί πέρα οι γονείς μου φοβόντουσαν να μ’ αφήνουν ελεύθερη. Με προστατεύανε στην ουσία. Με αφήναν’ μόνο να παίζω μπροστά στο σπίτι, με τα [00:10:00]παιδιά που παίζανε μπροστά στο σπίτι —είχε εκεί μία μικρή αλάνα να πω— αλλά και για εκείνο, για δύο ώρες. Είχα περιορισμούς.

Χ.Κ.:

Ωραία. Άρα, υπάρχει κάτι άλλο που να θυμάσαι από τη ζωή σου εκεί; Κάτι που να σε καθόρισε μετέπειτα;

Π.Α.:

Να με καθόρισε;

Χ.Κ.:

Κάποια εμπειρία πολύ δυνατή που να σου έμεινε μεγαλώνοντας στη Γερμανία;

Π.Α.:

Τώρα έχει πολλές εμπειρίες. Θέλεις κάτι συγκεκριμένο, έτσι; Δεν ξέρω τώρα...

Χ.Κ.:

Η πρώτη που σου έρχεται στο μυαλό, που λογικά θα ‘ναι κι η πιο δυνατή.

Π.Α.:

Πρέπει να σκεφτώ πολύ πίσω. Δεν… Αυτήν τη στιγμή δεν... Είμαι, είμαι μπερδεμένη κάπως. Δεν είμαι προετοιμασμένη για αυτήν την ερώτηση.

Χ.Κ.:

Εντάξει, ας περάσουμε αν είναι στο δικό σου το κομμάτι. Πότε και πώς ξεκίνησες να ράβεις τα, να ράβεις τα πρώτα δικά σου ρούχα;

Π.Α.:

Όπως σου είπα, η μαμά είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο, το πρώτο εργαστήριο. Εκεί είχε φυσικά, πήρε περισσότερες μηχανές και όλα αυτά και την έβλεπα όλη μέρα να ράβει. Εμένα από ανέκαθεν μου άρεζε αυτό, γιατί και η γιαγιά μου μού έραβε τα ρούχα μου και ερχότανε και μερικούς μήνες και τη βοηθούσε και η γιαγιά μου, όταν είχε να κάνει στολές και τέτοια. Γιατί η Κολωνία είναι… —σαν να λέμε— η Πάτρα της Ελλάδος. Είναι η Κολωνία της Γερμανίας, το ίδιο πράγμα. Έπαιρνε από μπάντες αποκριάτικες, έπαιρνε δουλειά η μητέρα μου και για να προλάβει ερχότανε και η γιαγιά μου την βοηθούσε. Έτσι είχα και πάλι φυσικά τη γιαγιά κοντά μου και πάντα και ‘γώ εκεί πέρα είχα με τις κούκλες μου, έκοβα ένα φορεματάκι, κάτι. Δεν μπορούσα να το πιάσω με τη βελόνα, πήγαινα και περίμενα μέχρι να μου το γαζώσουν γύρω γύρω. Μπορώ να σου πω από 8 χρονών έραβα τις κούκλες μου, από 12 χρονών έραψα την πρώτη μου μπλούζα. Ξεκίνησα μόνη μου…. Μετά, επειδή τα παντελόνια στη Γερμανία είναι πολύ μακριά, οι Γερμανίδες ήταν περισσότερο ψηλές —εγώ δεν φημίζομαι για το ύψος μου—. Τα… Η μητέρα μου δεν είχε ποτέ χρόνο. Ένα παντελόνι περίμενα δύο εβδομάδες να μου το κοντύνει. Ξεκίνησα μόνη μου και έτσι άρχισε να σπάει το χέρι μου, να ράβω. Όταν τελείωσε και το γυμνάσιο —τεχνικό γυμνάσιο, γιατί είναι σε κατηγορίες τα γυμνάσια—, ήθελα να πάω σε μία σχολή, επαγγελματικό λύκειο εκεί, αλλά ήταν πάρα πολύ μακριά… Που μαθαίναμε τις κλωστές, τα υφάσματα, ό,τι αφορά πατρόν γενικά, για να μπορώ να συνεχίσω, αλλά έπρεπε να αλλάζω λεωφορείο-τραμ-λεωφορείο και οι γονείς μου θα ανησυχούσανε. Και προτιμούσε κιόλας η μητέρα μου να πηγαίνω, να γίνω έμπορος, όπως αυτή. Μου έλεγε «Μην πιάσεις ποτέ τη βελόνα στο χέρι σου!» και πήγα σε μια σχολή εμπορική σχολή. Πάλι ήταν επαγγελματικό λύκειο, Διοίκηση Επιχειρήσεων. Τότε είχε στενογραφία, teletext —δεν υπήρχαν υπολογιστές ακόμα—, γραφομηχανή, τέτοια πράγματα που δεν μου άρεζε καθόλου. Και αφού πήγα εκεί —δύο χρόνια είναι εκεί το επαγγελματικό λύκειο—, τελικά πήγα, πηγαινοερχόμουνα στο Ντίσελντορφ. Τότε ήταν το Ντίσελντορφ η πόλη της μόδας, γιατί πρωτεύουσα ήταν η Βόννη. Δεν ήταν το Βερολίνο. Ήτανε πριν το τείχος. Πήγαινα στο Ντίσελντορφ σε μια σχολή, η οποία ήταν από το πρωί μέχρι το βράδυ, και εκεί μάθαινα υπέροχα πράγματα. Ήμουνα με ανθρώπους που… Και οι συμμαθήτριές μου —να πω συμμαθητές μου— ήταν ήδη μέσα στα πράγματα. Ήταν όλοι μεγαλύτεροι και δουλεύανε ήδη μες στη μόδα, και αυτά. Ήταν έξι μήνες υπέροχοι. Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα και συνέχιζε και αυτό, συνέχιζα δηλαδή αυτό. Να, όμως, που ήρθαμε για πάντα στην Ελλάδα και οι γονείς μου δεν θέλαν’ να μ’ αφήσουν πίσω με τίποτα. Για… Γιατί με θεωρούσαν —απ’ τη μία το καταλαβαίνω— απροστάτευτη, γιατί —η αλήθεια— η Κολωνία δεν είναι καμιά αθώα πόλη και εγώ βέβαια δεν είχα και τα μυαλά μου πάνω —Πώς λένε; Τα μυαλά πάνω από τα κάγκελα; Κάπως έτσι!—. Αλλά φοβόντουσαν πάρα πολύ. Έχουνε συμβεί διάφορα σε ανθρώπους και γνωστούς και έτσι. Τότε ήταν η δεύτερη σε εγκλήματα σ’ όλην τη Γερμανία. Ναι, είχε πολλά. Και είχα έρθει εδώ. Ασχοληθήκανε με το εμπόριο υφασμάτων, εγώ πάλι εξακολουθούσα να κάνω ρούχα, αλλά μόνο για τον εαυτό μου, και δεν το κυνήγησα τότε στην ηλικία αυτήν, γιατί δεν ήξερα… Εδώ ο τρόπος ήταν εντελώς διαφορετικός από κει. Ήμουνα με τα υφάσματα. Κάποια στιγμή πιάνω το ρούχο, πιάνω ένα ρούχο, δύο ρούχα, τρία ρούχα. Βλέπω τελικά ότι έχει απόδοση και εδώ και 28 χρόνια ασχολούμαι με τα ρούχα.

Χ.Κ.:

Να σε γυρίσω λίγο πίσω, με αφορμή που είπες αυτό για τους γονείς σου που ήταν υπερπροστατευτικοί, εσύ έτσι μεγάλωσες, με αυτή ... ;

Π.Α.:

[00:15:00]Υπερπροστατευτικοί, αυστηροί πολύ, γιατί αυτοί δουλεύανε και δεν μπορούσαν να με ελέγχουνε τι κάνω. Έτσι μεγάλωσα στη Γερμανία, πολύ αυστηρά. Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μου γονείς. Ήτανε οι περισσότεροι Έλληνες γονείς έτσι. Γιατί όπως φύγαν’ από την πατρίδα, πολλοί φύγαν’ το ’60, το ‘62-’63 και εδώ ήταν διαφορετικά τα πράγματα και το να φιλιούνται δύο άνθρωποι στον δρόμο το βλέπαν’ στον κινηματογράφο. Ή κάποια φοιτήτρια με έναν φοιτητή από πολύ μακριά που δεν τους ξέρει κανείς στη Θεσσαλονίκη. Έτσι μπορεί να γινότανε. Εκεί πήγαν και, και ιδίως η μητέρα μου που δεν έχει φύγει από το χωριό να πάει να ζήσει κάπου αλλού, τα βλέπανε στους δρόμους. Οπότε, και για αυτούς ήταν ένα μεγάλο σοκ. Και —θα σου πω— εκείνα τα χρόνια, η μητέρα μου μού είπε ότι όταν ήταν 20, —πριν γεννηθώ εγώ—, ήταν 19 χρόνων, τους πήγε μια παρέα Απόκριες —που σου είπα είναι Πάτρα, όπως έχουμε εμείς την Πάτρα, η Κολωνία— σ’ ένα club. Τα club ήταν από 21 χρονών, αλλά λόγω του ήταν με τον σύζυγό της την αφήσαν’ να μπει και χόρευε μία χορεύτρια ολόγυμνη, βαμμένη κατακόκκινη με κόκκινη μπογιά σε ένα, σε ένα κιβώτιο ψηλό, κάπως έτσι. Και η μάνα μου έπαθε σοκ όταν την είδε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα και ούτε ήθελε να ξαναπάει. Δεν της άρεσε.

Χ.Κ.:

Κι, άρα, ήταν και αυστηροί με εσάς, με τα παιδιά σας;

Π.Α.:

Ναι, γιατί φοβόντουσαν μην τυχόν παρασυρθώ και όλα αυτά.-

Χ.Κ.:

Μάλιστα.-

Π.Α.:

Γιατί δεν γνωρίζανε τους κινδύνους. Δεν γνωρίζουν, δεν γνώριζαν πώς λειτουργούν όλα αυτά.

Χ.Κ.:

Οι γονείς σου, άρα, πότε έφυγαν πρώτη φορά στη Γερμανία;

Π.Α.:

Ο μπαμπάς μου ήταν πιο πριν. Ο πατέρας μου με την μητέρα μου έχουν δέκα χρόνια διαφορά κιόλας —για να ξέρεις—. Ο πατέρας μου είχε φύγει πιο πριν, έφυγε το ‘64; Όχι. Το ‘62; Μετά το ‘64 πήρε τη μητέρα μου και το ‘66 γεννήθηκα εγώ.

Χ.Κ.:

Ωραία. Να επιστρέψουμε, λοιπόν, στο σημείο που λέγαμε για το πώς άρχισες να ασχολείσαι με τα ρούχα; Άρα, το, το πρώτο ρούχο που έραψες ποιο ήτανε;

Π.Α.:

Για την κούκλα μου ή για μένα;

Χ.Κ.:

Και τα δύο.

Π.Α.:

Για την κούκλα μου ήταν ένα φουστανάκι. Για ‘μένα ήτανε... Όταν ήμουνα 12 χρονών, 12,5 —δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς— μία μπλούζα. Τη θυμάμαι την μπλούζα: ήτανε μία εκρού με μπεζ λουλουδάκια και είχε στους ώμους περασμένα κάτι κορδονάκια. Είχα κάνει κιόλας ολόκληρη ιστορία, είχα κάνει κάτι κορδονάκια που το σούρωνες δηλαδή, είχε σούρα στους ώμους.

Χ.Κ.:

Πώς ένιωσες όταν το είδες έτοιμο πια, ραμμένο από τα χέρια σου και φορεμένο επάνω σου;

Π.Α.:

Περήφανη. Κι όλοι με ‘λεγαν: «Και μπράβο! Και τι ωραίο!», και άλλοι με λέγαν’: «Να μας κάνεις και μας!» και εντάξει… Χαρούμενη! Πάρα πολύ χαρούμενη και περήφανη!

Χ.Κ.:

Ήταν το όνειρό σου να ασχοληθείς με αυτό;

Π.Α.:

Βασικά πάντα μου άρεζε, αλλά με τρέναρε η μητέρα μου γιατί, δεν είναι εύκολο να…  Άλλο τώρα εγώ αυτό που κάνω και άλλο να ράβεις παραγγελίες και να διορθώνεις ρούχα. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο να ράβεις τα σώματα. Και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο, αλλά μετά κατέληξα. Αφού πήγα και στην εμπορική σχολή και είδα ότι δεν, δεν μπορώ εγώ να κάνω να το κάνω αυτό, κατέληξα...

Χ.Κ.:

Μπορείς να μας περιγράψεις τι αποτελούσε έμπνευση για εσένα; Ακολουθούσες τις τάσεις της μόδας τότε ή στηριζόσουν στη φαντασία σου;-

Π.Α.:

Τι είπες απ’ την αρχή της ερώτησης;-

Χ.Κ.:

Τι αποτελούσε έμπνευση για εσένα;

Π.Α.:

Α! Μπορεί να έβλεπα κάτι, αλλά δεν θα το ‘καμνα ποτέ ίδιο. Δεν, δεν μου άρεζε να φοράω... Ήθελα πάντα να ξεχωρίζω. Αφού φυσικά πήρα το κολάι με το... Μου άρεζε να ξεχωρίζω στα ρούχα μου και φυσικά από 16 χρονών όλα τα ρούχα μου τα έραβα μόνη μου. Αγόραζα και κανένα τζιν. Τέτοια δεν μπορούσες να ράψεις, αλλά μπλούζες, φούστες, τέτοια τα έκαμνα μόνη μου. Ήθελα πάντα να ήμουνα ξεχωριστή. Δεν πέρασα ποτέ από τη φάση του μαύρου που κάποια στιγμή πολλοί έφηβοι φίλοι μου που περνούσαν από τη φάση που τα φορούσαν όλα μαύρα —ξέρω ΄γώ—. Δεν, δεν υπήρχε σε μένα και ακόμα δεν υπάρχει. Πώς με βλέπεις;

Χ.Κ.:

Οι υπόλοιποι οι φίλοι σου, οι γνωστοί σου σού ζητούσαν να τους ράψεις ρούχα;

Π.Α.:

Η αλήθεια είναι... Λοιπόν, έχω... Οι τρεις, οι τρεις κολλητές μου ξέραν’ όλες να ράβουν αλλά για τον εαυτό τους. Απλώς θυμάμαι ότι σε κάποια φίλη πήγαινα και ράβαμε μαζί. Τώρα στα 17 μας σου λέω. Πηγαίναμε σπίτι και… Τώρα πώς μπορείς να κάτσεις να παίξεις ένα βιντεοπαιχνίδι; Εμείς κόβαμε και ράβαμε μαζί, ναι.

Χ.Κ.:

Αυτά όλα στη Γερμανία ακόμα μιλάμε, έτσι;

Π.Α.:

Ναι, ναι.

Χ.Κ.:

Τι σε έκανε να αποφασίσεις ότι τελικά θα ασχοληθείς επαγγελματικά με αυτό;

Π.Α.:

Η... Η εμπορική σχολή. Τη μίσησα τόσο πολύ που είπα «Αυτό δεν είναι για ‘μένα. Εγώ θέλω να κάνω ρούχα, θέλω να κάνω δικά [00:20:00]μου σχέδια!». Αυτό!

Χ.Κ.:

Ποια ήταν η πρώτη σου επαγγελματική δουλειά πλέον και πώς ένιωσες όταν την είδες ολοκληρωμένη;

Π.Α.:

Επαγγελματική δουλειά, επαγγελματο-ερασιτεχνική —να το πω έτσι;—, γιατί όταν έβγαινα εγώ στα 19 μου και με βλέπανε με τα ρούχα που είχα, ερχόντουσαν και με ζητούσαν να τους ράψω τότε. Δεν μπορώ να πω φίλες, γνωστές. Κι εκεί όντως έραβα κόσμο και έβγαζα το χαρτζιλίκι μου και πήγα και τις πρώτες μου διακοπές μ’ αυτά τα λεφτά! Ναι, είχα πάει στην… —Πες το. Όχι Αλόννησο, δίπλα το νησί …— Δεν πειράζει, κόλλησε το μυαλό μου. Θα το θυμηθώ μετά.

Χ.Κ.:

Άρα, στην Ελλάδα ερχόσασταν για διακοπές;

Π.Α.:

Μετά ήρθαμε εδώ για πάντα, που λέμε. Έτσι λέγαμε: «Θα πάμε στην Ελλάδα για πάντα!». Μου άρεσε, αγαπούσα την Ελλάδα, αλλά άλλαξε όλο το... Αυτή τη, η ροή που πήρα με το επάγγελμά μου. Οι γονείς μου στήσανε ένα υφασματοπωλείο. Εγώ τώρα δεν ήξερα πώς λειτουργούν εδώ πέρα τα πράγματα. Ενώ εκεί είχα κάνει ήδη γνωριμίες, στον κύκλο μου με ξέραν’ όλοι, είχα ένα όνομα. Εδώ δεν ήξερα και κανέναν, δεν είχα και φίλους φίλες. Σιγά σιγά από φίλη από Γερμανία που είχε φίλη εδώ γνώρισα σιγά σιγά κόσμο, αλλά δεν ήτανε το ίδιο —εννοώ—, γιατί είχα, είχα μπει σε έναν κύκλο και —μη φανταστείς— και εκεί με Έλληνες έκανα παρέα. Αλλά είχα μπει σε έναν κύκλο. Άργησα εδώ πέρα, γιατί εδώ δεν πήγαινα μετά σχολείο. Άλλο όταν πας σε μια σχολή, γνωρίζεις κόσμο. Εδώ γνώρισα κόσμο έτσι μετά. Και τότε, όταν ήρθα εγώ, ήταν της μόδας το ράψιμο και ο κόσμος έπαιρνε για να ράψει για τον εαυτό του ή για να πάει στη μοδίστρα. Αλλά ήθελαν συγκεκριμένα πράγματα, εγώ δεν ήμουν μαθημένη έτσι και ακόμα τώρα για αυτό δεν θέλω να πάρω παραγγελίες ακριβώς. Θέλω να είμαι ελεύθερη, να κάνω ελεύθερα πράγματα.

Χ.Κ.:

Στην Ελλάδα πότε επιστρέψατε και πού μείνατε;

Π.Α.:

Οι γονείς μου ‘χτίζαν ήδη σπίτι στην Άνω Ηλιούπολη. Είχαν πάρει ένα οικόπεδο το ‘75. Τους είπαν ότι είναι καλή περιοχή τότε. Η Ηλιούπολη, εκεί που μένω εγώ… Μένω, έχω ακριβώς μπροστά στο σπίτι μου πάρκο, είναι πολύ ωραία. Αυτό που δεν είναι καλό είναι το, η ΕΚΟ, τότε ESSO PAPPAS, που είναι κοντά και δεν έχει την καλύτερη ατμόσφαιρα. Όταν φυσάει καθαρίζει, αλλά ώρες ώρες είναι... Και το ‘84 που ήρθαμε, ήρθαμε κατευθείαν στο σπίτι μας.

Χ.Κ.:

Όταν επιστρέψατε τι ένιωσες εσύ; Πώς σου φάνηκε η αλλαγή;

Π.Α.:

Δεν έπαθα το σοκ που έπαθα μικρή. Ήτανε δύσκολα, γιατί ξέρεις 19, 20 χρόνων… 20 χρονών που ήμουνα θέλεις φίλους, θέλεις να βγαίνεις... Είχα φίλες κολλητές από παλιά. Αυτή που σου είπα ιδίως, με τη φίλη που πήγαινα σπίτι της, μέναμε δίπλα και στρώναμε εκεί πέρα, κόβαμε, ράβαμε και διάφορα πράγματα που τα, που έκανα με τους φίλους μου, εδώ δεν είχα άτομα να τα κάνω.

Χ.Κ.:

Με τις φίλες σου εκεί κράτησες επαφή;

Π.Α.:

Ναι, κράτησα. Με όλες, με όλες κράτησα, ναι. Ιδίως αυτή, η κοπέλα που σου λέω, ήρθε και αυτή μετά Ελλάδα. παντρεύτηκε έναν φίλο μου —δεν τους έκανα εγώ το προξενιό—. Αλλά αυτή… Και μάλιστα είμαι, τη βάφτισα και το παιδί. Ναι, ναι!

Χ.Κ.:

Εδώ συνέχισες να ράβεις ρούχα; Σε επηρέασε η αλλαγή του περιβάλλοντος;

Π.Α.:

Εννοείς μόλις ήρθα. Για ‘μένα. Δεν ήξερα για ποιον και τι να ράψω. Εγώ ήμουνα 20 χρονών κοριτσάκι και οι γυναίκες που ερχόντουσαν να πάρουν, να ψωνίσουνε υφάσματα ήτανε 50 χρονών, πιο κλασσικές. Φοβόντουσαν να πάρουνε μωβ γιατί λέγανε «Ήταν της Μεγάλης Παρασκευής». Εμένα μου ακουγόντουσαν αυτά πολύ χαζά. Δεν παίρνανε έντονα χρώματα, γιατί δεν ήταν της ηλικίας τους και όλα αυτά και δεν μπορούσα να, να εμπνευστώ κάτι για να ράψω για κόσμο και να το κρεμάσω στη βιτρίνα. Οπότε, έραβα μόνο για μένα.

Χ.Κ.:

Τι σου έκανε τότε εντύπωση στα ρούχα των Ελλήνων; Υπήρχε διαφορά στο ντύσιμό τους συγκριτικά με τους Έλληνες της Γερμανίας;

Π.Α.:

Ναι, οι Γερμανοί —δεν λέω ποιος ντύνεται καλύτερα—… Καθένας έχει το στυλ του, αλλά τότε οι Γερμανοί ήτανε πιο ελεύθεροι στο ντύσιμο. Δεν είχαν περιορισμό, ηλικία ή τι θα πει... Εγώ έχω δει φουξ μαλλιά, punk πριν σαράντα χρόνια —να σου πω— και πάλι επειδή τα είδα, είπα «Α, φουξ μαλλιά!». Πρώτη φορά τα είδα, δεν έπαθα σοκ. Ήτανε πιο περιορισμένοι στο ντύσιμο: ταγιέρ, το κλασσικό το παντελόνι. Εγώ φορούσα τότε πάρα πολύ φαρδιά παντελόνια. Πολλούς δεν άρεζε, αλλά εμένα [00:25:00]μου άρεζε αυτό. Οι βράκες τότε αλλά πολύ φαρδιές. Γενικά, αυτή ήταν η διαφορά που έβλεπα. Τώρα μπορώ να πω η Ελληνίδα γυναίκα είναι, όταν ντυθεί καλά, από τις πιο φινετσάτες στην Ευρώπη.

Χ.Κ.:

Εδώ στην πορεία πώς εξελίχθηκες επαγγελματικά;

Π.Α.:

Πώς έφτασα εδώ, σε αυτό το σημείο εννοείς; Γιατί...-

Χ.Κ.:

Ήσουνα 20 όταν ήρθατε, πότε ξεκίνησες να δουλεύεις;-

Π.Α.:

Με το που πάτησα το πόδι μου, γιατί βοηθούσα στο μαγαζί και από πάντα βοηθούσα τους γονείς μου και από... Και 10 χρόνων που ήμουνα τα Σάββατα που δεν είχα σχολείο πήγαινα μαζί στη λαϊκή. Και στις διακοπές μου —αυτό είναι παράπονο—. Δεν χάρηκα ποτέ διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα. Πήγαινα και βοηθούσα στη λαϊκή, στα υφάσματα που πουλούσαν ή κρατούσα το μαγαζί. Εδώ από την πρώτη μέρα που πάτησα, που ανοίξαμε το μαγαζί, δούλευα με τα υφάσματα.

Χ.Κ.:

Υπάρχει κάποια δουλειά σου εδώ που να έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για ‘σένα;

Π.Α.:

Μ’ αρέσει οι στολές που έκανα. Και πάρα πολύ μου αρέσουν οι αρχαιοελληνικές στολές, γιατί είναι ελεύθερες, με τις πτυχές τους, χαλαρές. Δεν έχει αυτό το πολύ κολλητό να μην μπορείς να πάρεις ανάσα για να φαίνεται όλη η θηλυκότητά σου. Είναι πάρα πολύ, πολύ χαλαρές και ιδιαίτερες.

Χ.Κ.:

Μου είχες πει ότι είχες, είχες εργαστεί και σε, για κάποιες θεατρικές παραστάσεις.

Π.Α.:

Ναι, στο παρελθόν. Ναι, ναι. Έχω κάνει πάρα πολλές αρχαιοελληνικές στολές που με ζητούσανε, για μικρά θεατράκια. Έχω βοηθήσει σε όλες τις παραστάσεις τα παιδιά μου στο σχολείο και για τους υπόλοιπους και έχω δουλέψει όχι ως ενδυματολόγος, ως κατασκευή με, όσο υπήρχε εδώ η Όπερα Θεσσαλονίκης.

Χ.Κ.:

Ως μητέρα-μοδίστρα έραβες ρούχα για τα παιδάκια σου ή και για την οικογένειά σου γενικά;

Π.Α.:

Έχω γιους που δεν είναι όπως τα κορίτσια. Αν είχα κόρη δεν θα με αφήνανε σε ησυχία. Αν είχα κορίτσια, φαντάζομαι... Αλλά τους έραβα στο δημοτικό κοτλέ παντελονάκια που δεν έβρισκα στην αγορά, σαν φόρμες, γιατί με τις φόρμες ένα πέσιμο, να, μια τρύπα. Και τους έραβα κοτλέ, κοτλέ παντελονάκια στου τύπου φόρμα και ήταν και αυτά άνετα, φαρδιά φυσικά, και δεν τρυπούσανε, δεν χαλούσανε και πιο ζεστά.

Χ.Κ.:

Το μαγαζί σας πότε είπες ότι το ανοίξατε;

Π.Α.:

Το μαγαζί όταν πρωτοήρθαμε.

Χ.Κ.:

Είναι το ίδιο που βρισκόμαστε εδώ τώρα;

Π.Α.:

Όχι, όχι. Εννοείς όταν ήρθαμε το… Πες ότι ανοίξαμε το μαγαζί το ‘86 με ‘85 —δεν θυμάμαι ακριβώς—. Το πρώτο μαγαζί ήτανε στην Άνω Ηλιούπολη. Μετά ήτανε στην Ερμού. Μετά εγώ για λίγο καιρό κάθισα τότε ασχολήθηκα με το θέατρο. Ήρθε, τότε ασχολήθηκα με την Όπερα για κάνα δυο χρόνια ήρθε μία κυρία και μου είπε, με ήξερε «Βούλα, αφού εσύ κάνεις τόσα πράγματα. Αν θα ήθελες να ασχοληθείς … ;». Και έτσι ασχολήθηκα. Και μετά πήγα, άνοιξα ένα κατάστημα στη Σβώλου, αποφάσισα κάποια στιγμή πάλι να εργαστώ. Είχα και έτοιμα και δικά μου και όταν ήρθα εδώ είχα μόνο δικά μου ρούχα. Για να μπορώ και να έρθω που σου είπα. Θέλω να κάνω αυτό που θέλω είναι λίγο εγωιστικό αλλά έτσι το ευχαριστιέμαι. Θέλω να επιλέγω τα υφάσματα, θέλω να επιλέγω τα σχέδια... Όχι ότι δεν ήταν ωραία τα σχέδια, αλλά δεν μου άρεζαν τα υφάσματα που αγόραζα στη χονδρική. Και τα πολύ καλά υφάσματα είχε κόστος όσο το πουλάω εγώ. Εντάξει, καταλαβαίνω αλλά…

Χ.Κ.:

Οι, οι εμπειρίες που κέρδισες από την, από τις θεατρικές παραστάσεις, από την Όπερα σε βοήθησαν;

Π.Α.:

Πάρα πολύ! Και ο κόσμος που γνώρισα στην Όπερα με βοήθησε πάρα πολύ! Πάρα πολύ! Γιατί βλέπεις κόσμο πολυγυρισμένο, πολυταξιδεμένο, που γνωρίζει πάρα πολλά πράγματα πάνω στο ρούχο, γενικά. Εννοώ τώρα γιατί αφορά τη δουλειά μου και σαν άνθρωπο με βοήθησε βέβαια. Άμα γνωρίσεις έναν που έχει γυρίσει πάνω από τριάντα χώρες και σου μιλάει το τι έχει δει, σου ανοίγει το... Άμα… Φυσικά να σου λέει ουσιώδη πράγματα για τον πολιτισμό ή για τον τρόπο πώς λειτουργούν κι όλα αυτά, σου ανοίγει τους ορίζοντες.

Χ.Κ.:

Εσύ εκεί βρισκόσουν πίσω στα καμαρίνια;

Π.Α.:

Ναι και επειδή κάναμε τις στολές μαζί με την αδερφή μου, μας ζήτησαν να κάνουμε, να είμαστε και ενδύτριες, αν θέλουμε, επειδή γνωρίζαμε και το ρούχο, γιατί δεν ήταν εύκολα ρούχα, πώς να φορέσεις κάθε ρούχο. Ιδίως ο Οιδίποδας, που δεν την έκανα εγώ αυτήν τη στολή ήθελε ειδικό εργαστήρι, ήταν πολύ [00:30:00]δύσκολη στολή και… Και πρέπει... Αυτοί όλοι βιάζονται, πρέπει να προσέχεις κιόλας πώς θα βγούνε στη σκηνή, να είναι ακριβώς. Και κάναμε και αυτό και περάσαμε πάρα πολύ ωραία! Πάρα πολύ ωραία!

Χ.Κ.:

Όταν δημιουργείς ένα ρούχο ποιο είναι το αγαπημένο σου στάδιο; Αυτό που απολαμβάνεις πιο πολύ;

Π.Α.:

Όταν το αγοράζει κάποιος και τον βλέπω πόσο χαίρεται, πριν το πάρει. Όταν το φοράει πόσο χαίρεται, τι όμορφα που νιώσει πριν το αγοράσει —συγγνώμη, έκανα λάθος—, πριν το αγοράσει και μετά αφού το αγοράσει και περάσει μια μέρα και μου πει «Το βλέπεις;». Το φοράει, το φοράει για να μου το δείξει: «Το βλέπεις; Από ‘σένα το πήρα. Τέλειο! Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη! Ευχαριστώ πάρα πολύ!» και μου δίνουν ευχές.

Χ.Κ.:

Ποια είναι η σχέση σου με τους πελάτες σου; Δένεσαι μαζί τους;

Π.Α.:

Πάρα πολύ! Πάρα πολύ! Αφού νομίζω ότι μερικές φορές τους πιάνω τόσο την κουβέντα, τους πρήζω. Έτσι ναι, δένομαι.

Χ.Κ.:

Έχεις κάποιο περιστατικό με πελάτη, πελάτες που θα ήθελες να μοιραστείς; Που, που να έχεις δεθεί και να σου έχει μείνει.

Π.Α.:

Έχω πολλά περιστατικά αλλά θα πω τώρα ένα πολύ γλυκό. Που είναι ένα ζευγάρι, οι οποίοι από το πρώτο έτος που φοίτησαν, τους γνωρίζω. Δεν ήξερα ότι είναι ζευγάρι. Νόμιζα είναι φίλοι στην αρχή. Μικρούλια ήταν, 18 χρονών τόσο, που αγόρασε το αγόρι κάτι την κοπέλα και τώρα έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Κάναν’ και μεταπτυχιακό... Το αγόρι πήγε στρατό και έχουμε ακόμα, έχουμε πλέον στενή επαφή. Όταν θα ‘ρθει εδώ, όταν θα ‘ρθουν εδώ τα παιδιά θα πούμε πάρα πολλά πράγματα. Και μια φορά θυμάμαι που, είχαν κάνει αυτοί στο εξωτερικό μεταπτυχιακό, αλλά ο καθένας σ’ άλλο πανεπιστήμιο οπότε ήταν μακριά, και είχαν έρθει μαζί και της πήρε το παλικάρι μία τσάντα. Την αγόρασε και συγκινήθηκα, που... Δάκρυσα με όλο αυτό —πώς να στο πω— , ναι…

Χ.Κ.:

Μου είχες πει ότι φτιάχνεις ρούχα που να ταιριάζουν σε πολλούς σωματότυπους. Πώς διαχειρίζεσαι κάποιο άτομο που θα έρθει και δεν αισθάνεται άνετα με το σώμα του;

Π.Α.:

Θα προσπαθώ να βρω κάτι να του ταιριάξει. Του εξηγώ ότι ο καθένας έχει τις δικές, το δικό του σωματότυπο και για όλους υπάρχει κάτι. Και προσπαθούμε να βρούμε κάτι που να δει ότι όντως του ταιριάζει, αλλά αυτό δεν, το πρόβλημα, δεν το έχω εγώ τόσο πολύ με το... Οι περισσότεροι ξέρουν τι τους ταιριάζει εδώ που έρχονται. Το πρόβλημα τα άτομα το έχουν με τα χρώματα. Που προσπαθώ να τους πείσω —όχι με κακό τρόπο—, τους βάζω διάφορα χρώματα και ότι αυτό που σε φωτίζει πιο πολύ, αυτό που λάμπει, λάμπει το πρόσωπό σου... Δεν τολμάει άλλος να βάλει φουξ. Εγώ τη βλέπω από μακριά, βλέπω το χρώμα και το πρόσωπο και καταλαβαίνω ότι σίγουρα θα της πάει το φουξ και μόλις της το βάζω και βλέπει πόσο λάμπει το πρόσωπό της και δεν το πιστεύει ακόμα και το κατεβάζω και βλέπουμε το σκούρο πράσινο που είναι. Βλέπει τη διαφορά. Έχω πείσει πολλές φορές τα άτομα. Δεν έχω πείσει κανέναν για μαύρο, γιατί δεν μ’ αρέσει το μαύρο!

Χ.Κ.:

Ο Covid έχει, ο κορονοϊός  έχει επηρεάσει τη δουλειά σου και τη σχέση σου με τους πελάτες;

Π.Α.:

Τη σχέση μου με τους πελάτες, όχι. τη δουλειά μου, ναι. Η σχέση με τους πελάτες είναι… Οι περισσότεροι είναι νέοι και είναι κατευθείαν με το πιστοποιητικό μπαίνουνε. Πολύ σπάνια κάποιος... Σ’ όλα τα δύο χρόνια να μου ‘χει τύχει δυο-τρεις φορές να θέλει να μπει χωρίς πιστοποιητικό και όλα αυτά. Αν και σ’ όλην την Ευρώπη τώρα αυτό δεν υπάρχει, το πιστοποιητικό. Μόνο σε εμάς έμεινε. Να το αναφέρω κι αυτό...

Χ.Κ.:

Λοιπόν, Βούλα, εσένα τι ρούχα σου αρέσει να φοράς; Εκτός από μαύρο.

Π.Α.:

Το μαύρο δεν μου αρέσει. Τι μου αρέσει να φοράω; Ρούχα χαλαρά. Τώρα έχω τα κιλά μου, αλλά και που ήμουν πάρα πολύ λεπτή, small-extra small, δεν… Δεν ήμουνα του τύπου θα βάλω την κολλητή τη φούστα, το κολλητό το φόρεμα. Πάντα φορούσα άνετα, φαρδιά ρούχα και εμφανίσιμα. Μπορείς ένα άνετο ρούχο να του δώσεις μία πινελιά, ένα κλικ, κάτι. Πάλι είναι εμφανίσιμο, από το ύφασμα, από κόψιμο, το πατρόν. Όλα.

Χ.Κ.:

Έχεις το δικό σου στυλ που είναι και vintage. Έχεις κάποια επιρροή;

Π.Α.:

Πιστεύω η μεγαλύτερη επιρροή που έχω είναι από τα ‘80s γιατί είναι η νεανική μου ηλικία που μεγάλωσα και εκεί άρχισα να δημιουργούμαι ως σχεδιαστής θες, πατρονίστ θέλεις; Ως το εξωτερικό design, πες έτσι. Εκεί ξεκίνησα και ίσως αυτό να είναι [00:35:00]που με κάνει να, που με τραβάει και ότι εκεί έβγαλα όλην την τρέλα μου. Όλην την τρέλα με το ρούχο λέω.

Χ.Κ.:

Σου αρέσει να πειραματίζεσαι με τα, με τα ρούχα που φοράς και δημιουργείς;

Π.Α.:

Με τα ρούχα που φοράω, ναι. Πρώτα από όλα με τα δικά μου πειραματίζομαι, αλλά και με αυτά που δημιουργώ ναι, μου αρέσει. Μου αρέσει. Απλά δεν υπάρχει πολύς χρόνος, αλλιώς μ’ αρέσει πάρα πολύ να πειραματίζομαι.

Π.Α.:

Και από το παρελθόν ακόμα.

Χ.Κ.:

Και από το παρελθόν, ναι.

Χ.Κ.:

Τι, πες μου ένα παράδειγμα, τι ήταν κάτι πολύ πειραματικό που είχες κάνει;

Π.Α.:

Πιο πολύ είναι οι θεατρικές στολές. Είχα ράψει έναν ωκεανό. Τον… Αρχαιοελληνικό ωκεανό θυμάμαι που ήταν μια, ήταν μια, ένα μπλε σκούρο αλλά ένα ύφασμα αντιανεμικό που ήτανε πολύ… Φυσούσε κι ο αέρας και είχε πολλή κίνηση που έκανα μια τεράστια κουκούλα μέχρι τη μέση και πίσω τού έκανα μια πολύ μεγάλη ουρά που έπρεπε αυτός να στρίβει και να στρίβει και η ουρά του. Είχα περάσει και σύρμα στην ουρά και από πάνω βάλαμε ένα περίεργο, γυαλιστερό, θαλασσί δίχτυ. Δεν μπορώ να στο περιγράψω. Ήτανε πολύ... Εμένα μου, εγώ η ίδια εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από τη στολή με όλο αυτό.

Χ.Κ.:

Άρα, κυρίως οι στολές που έκανες ήταν πιο πειραματικές.

Π.Α.:

Οι στολές ναι, γιατί —όπως σου είπα ότι— μεγάλωσα σε μία πόλη, όπως η Πάτρα. Να φανταστείς τις Απόκριες ξεκινούσε εκεί από 11/11 και τις τελευταίες τρεις εβδομάδες σχεδόν κάθε μέρα εγώ έραβα και μία άλλη στολή.

Χ.Κ.:

Τώρα αναφέρεσαι στην Κολωνία;

Π.Α.:

Ναι, ναι.

Χ.Κ.:

Θεωρείς ότι η ψυχολογία σού επηρεάζει τον τρόπο που ντύνεσαι;

Π.Α.:

Εγώ, ναι, πιστεύω ναι, ναι. Νομίζω. Μία γυναίκα που είναι ντυμένη στην τσίτα. Στην τσίτα εννοώ είναι τέλεια ντυμένη, αλλά δεν έχει ούτε μία τσαλακωσιά, δεν της λείπει τίποτα, φοράει ένα, μία φούστα, ζακέτα, έχει προσέξει πάρα πολύ το καλτσόν της μην έχει καμία θηλιά, το παπούτσι της να είναι πεντακάθαρο, το μαλλί τέρμα χτενισμένο κομμωτηρίου, βλέπεις… Πιστεύω ότι είναι άνθρωπος που άμα θα πας και στο σπίτι της θα είναι και αυτό στη τσίτα. Ότι είναι αυτή όλη η ψυχολογία.

Χ.Κ.:

Και η δική σου;

Π.Α.:

Άσε, εγώ είμαι το αντίθετο! Ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει... Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω έτσι και αυτή η συγκεκριμένη κυρία που... —τώρα είπα ένα, κάτι που δεν υπάρχει, για να δώσω το παράδειγμα— δεν θα μπορούσε να ζήσει όπως εγώ. Εγώ είμαι πάρα πολύ χαλαρή. Ίσως για αυτό δεν θέλω να με πιέζουνε, να μου πούνε «Θέλω αυτό το σχέδιο, αυτό το πατρόν». Για αυτό δεν έχω δουλέψει μέχρι τώρα ποτέ, ούτε για την εμπειρία πήγα να δουλέψω, σε άλλους, να δω πώς λειτουργούν. Εγώ είμαι πολύ χαλαρή και στο σπίτι μου. Όταν έρθει κάποιος και να με στραβώσει, να είναι λίγο στραβό το κουβερτόν από τον καναπέ ή εκείνη τη στιγμή να έχω, να είχαμε πιει καφέ και να έχω τα φλιτζάνια στο τραπέζι, δεν θα τρέξω να τα μαζέψω μην τα δει. Αυτή είμαι, έτσι είναι. Έχουμε και δύο γάτες, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Κάθε μέρα μία σκούπα. Την παίρνουμε, αλλά η τρίχα είναι τρίχα. Όποιος μας αγαπάει, πρέπει να αγαπήσει και τις τρίχες από τη Φίφη και τον Γιούκι. Δεν γίνεται!

Χ.Κ.:

Και στα ρούχα σου πώς εκφράζεις την ψυχολογία σου;

Π.Α.:

Αυτό που είπα, ότι μ’ αρέσουν τα άνετα ρούχα, γιατί θέλω να είμαι άνετη. Δεν μπορώ να με περιορίζουνε, ούτε θέλω να περιορίσω και τους άλλους. Γενικά θέλω να είμαι ελεύθερη στη σκέψη, εννοώ να μη μου πει ο άλλος τι θα σκεφτώ και τι θα κάνω και… Δεν ξέρω τώρα. Έτσι νομίζω και στα ρούχα μου;

Χ.Κ.:

Είσαι μία γυναίκα που δημιουργείς ρούχα και συντηρείς και μόνη σου το δικό σου μαγαζί. Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζεις;

Π.Α.:

Προκλήσεις όταν λες;

Χ.Κ.:

Δυσκολίες.

Π.Α.:

Δυσκολίες, ναι, γιατί μπορεί να ήταν… Δυσκολίες είναι το κράτος, όλα αυτά που πρέπει να πληρώνουμε. Από τη στιγμή που φορολογείσαι από το πρώτο ευρώ, τι να πω. Ο άντρας μου, ο σύζυγός μου είναι ιδιωτικός υπάλληλος και φορολογείται μετά από ένα Α ποσό. Εγώ και εκατό κέρδος να έχω, έχω πάλι μία φορολογία.

Χ.Κ.:

Υπάρχει όμως και η θετική πλευρά;

Π.Α.:

Εσύ είπες τώρα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω. Η θετική πλευρά είναι ότι κάνω αυτό που μου αρέσει και το έχει αγαπήσει κι ο κόσμος. Αυτό, ναι. Εγώ δεν σκέφτομαι πολύ τις δυσκολίες. Λέω «Όταν θα ‘ρθουνε, θα τις αντιμετωπίσω!». Σκέφτομαι τη θετική πλευρά και έτσι προχωράμε. Ναι.

Χ.Κ.:

Ποια είναι η σημασία της ηθικής μόδας που δημιουργείς και τι θα έλεγες σε κάποιον που είναι διστακτικός ακόμα απέναντι [00:40:00]στην ηθική μόδα;

Π.Α.:

Δεν νομίζω να είναι δισταχτικός. Η ηθική μόδα δεν είναι «Ντύσου χάλια!». Ντύσου έτσι ώστε να μην εκμεταλλεύονται άνθρωποι, να ξέρεις ποιος έχει φτιάξει τα ρούχα σου, να είναι, να μην είναι νάιλον, το φοράς και βγάζεις σπυριά. Κυρίως είναι πολύ ακριβή η ηθική μόδα, γιατί έχει ένα κόστος. Τώρα άλλο να ράβεις στο Μπαγκλαντές και άλλο να ράβεις στην Ελλάδα. Εγώ τα φτιάχνω μόνη μου. Έχω πάρα πολλά stock από τη βιοτεχνία της μητέρας μου που είναι όλα φυσικές ύλες, είναι ‘80s και είναι στο κουτάκι της ηθικής μόδας και μπορώ και τα δίνω οικονομικά. Αλλά τώρα για να γυρίσεις, πες ότι είσαι κάπου σε μία άλλη πόλη που δεν υπάρχει μία Βούλα ή, πρέπει να σου αρέσουν. Είναι, είναι ακριβή η ηθική μόδα. Δεν είναι πάντα οικονομική. Δεν ξέρω. Δεν νομίζω να φοβάται, αλλά είναι και άγνωστη σε πολλούς, έτσι; Δεν ξέρει ο καθένας τι είναι ηθική. Η ηθική μόδα για μένα έχει όλο το... Πώς να το περιγράψω αυτό;-

Χ.Κ.:

Πακέτο;-

Π.Α.:

Όλο το πακέτο. Δεν είναι μόνο ηθική για ένα πράγμα, ότι το, ότι το φόρεσε κάποιος άλλος και μετά αυτό δεν ξανά χρειάστηκε να δουλευτεί. Μπορεί μάλιστα να δώσω εγώ ρούχα σε μία μοδίστρα να με ράψει, την οποία θα την πληρώσω εδώ στην Ελλάδα αξιοπρεπέστατα και αυτό είναι ηθικό. Ανήθικο θα είναι να είχα στο υπόγειο δέκα γυναίκες από το πρωί μέχρι το βράδυ και να τις βαρούσα με το μαστίγιο και να τις είχα για ένα, για μια κούπα ρύζι την ημέρα. Και φυσικά και τα υφάσματα να είναι όλα φυσικές ύλες. Το προσέχω πάρα πολύ.

Χ.Κ.:

Υπάρχει κάποιος στόχος που θα ήθελες να πραγματοποιήσεις στο μέλλον;

Π.Α.:

Στόχος είναι... Θέλω όσο μπορώ να απλωθώ περισσότερο. Αλλιώς —ναι— θα ήθελα ο κόσμος πάρα πολύ είτε ψωνίζει από Fast fashion είτε από μικρά μαγαζιά να δώσει περισσότερη σημασία στα υφάσματα. Να σταματήσει να φοράει αυτά τα νάιλον. Που να, να υπάρξει κάπου να μπορείς να μάθεις τις ύλες και να δώσει ο κόσμος σημασία στις ύλες, γιατί είναι και πάρα πολλοί που δεν γνωρίζουν. Ό,τι τους πεις, το παίρνουν. Όπως και από μένα. Και εγώ από… Αν θέλω να αγοράσω έναν υπολογιστή μόνη μου δεν γνωρίζω. Θα πάρω κάποιον μαζί μου. Αλλά είναι πολύ σημαντικό και για την υγεία μας να δώσουμε σημασία στις φυσικές ύλες. Και όποιος έρχεται και πιάνουμε κουβέντα σε όλους εξηγώ για το βισκόζη, το βαμβάκι. Μετάξι εγώ δεν έχω —είναι πολύ ακριβό—. Και αυτό είναι μία φυσική ύλη. Κυρίως βισκόζη, βαμβάκι, λινό. Το βισκόζη πλέον, η βισκόζη πλέον επειδή γίνεται από ξύλο, τα δέντρα οι φυτείες είναι οι περισσότερες στην Αυστρία που δεν χρειάζονται καθόλου πότισμα, γιατί βρέχει πάρα πολύ. Είναι πάρα πολύ καλό για το περιβάλλον. Το βαμβάκι, γίνεται πάρα πολύ βαμβάκι, γίνεται στην Ελλάδα. Το στέλνουμε Τουρκία επεξεργασία. Βέβαια, δεν ξέρω πώς είναι εκεί με τα μεροκάματα και όλα αυτά, αλλά είναι και πιο φιλικό σε ‘μας. Μέχρι που έχω ακούσει —δεν το ‘χω ψάξει πολύ— τα πλαστικά μπουκάλια που μαζεύουν τα περισσότερα πάνε στην Κίνα και γίνονται, κάνουν ρούχα από αυτό, κάνουνε μπουφάν, κάνουνε υφάσματα. Αυτό όμως όλο στοιχίζει στη φύση που θα λιώσει.

Χ.Κ.:

Το κατάστημά σου το έχεις ονομάσει

Βεστιάριο.

Π.Α.:

Ναι. επειδή τότε ήμουνα πολύ με τις στολές, για αυτό. Βεστιάριο βασικά είναι ένας χώρος με ρούχα, παπούτσια, αυτά. Δηλαδή εγώ δεν νομίζω να έχει, δεν… Αυτό το όνομα δεν είναι ακριβώς μόνο θεατρικό, είναι αποθήκη ρούχων. Κάπως έτσι, άμα το ψάξεις μεταφρασμένο, ναι. Και έμεινε Βεστιάριο. Και στα θέατρα αυτό, βεστιάριο είναι. Έχουνε τεράστιες αποθήκες με ρούχα.

Χ.Κ.:

Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου στο μέλλον; Θέλεις να, να ράβεις ρούχα και τα ρούχα σου μέχρι που θα μεγαλώσεις;

Π.Α.:

Ω! «Μέχρι που θα μεγαλώσεις!». Μου άρεσε αυτό! Θέλω ναι, αυτό. Δεν θέλω... Δεν ξέρω άμα θέλω να, αλλά... Αυτήν τη στιγμή δεν θέλω να αλλάξω επάγγελμα. Τώρα απλώς είναι πολλή κούραση. Κάποια στιγμή αισθάνομαι, λέω: «Ωχ, τόση κούραση!». Δεν ξέρω όμως του χρόνου τι θα γίνει έτσι όπως είναι τα πράγματα... Για τώρα μ’ αρέσει αυτό προς το παρόν. Αυτό που κάνω μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει όταν κάνω κάτι διαφορετικό και αρέσει. Αυτά.

Χ.Κ.:

Ωραία εγώ είμαι καλυμμένη. Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο εσύ;

Π.Α.:

Αυτήν τη στιγμή, όχι. Δεν μου έρχεται κάτι.

Χ.Κ.:

Εντάξει. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου!

Π.Α.:

[00:45:00]Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις μνήμες που μ' έφερες στο μυαλό!