«Όλα πολλά κι όλα κολοκύθια»: Ο Ιωάννης Τσίγκας, ραδιοφωνικός παραγωγός, εκδότης, ιδιοκτήτης καφέ-μπαρ και μουσικός, αφηγείται την ιστορία του
Segment 1
Ένα σύντομο βιογραφικό του αφηγητή, γεμάτο επιτεύγματα, και το πάθος του για τη μουσική.
00:00:00 - 00:04:55
Partial Transcript
Είναι Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022, βρίσκομαι με τον Ιωάννη Τσίγκα στην Καβάλα, εγώ ονομάζομαι Παρασκευή Μπάκαβου, είμαι ερευνήτρια στο Istori…ταματήσει τα πάντα. Αυτά σε γενικές γραμμές. Έχω δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο που είναι 15 και την Νίκη που είναι 13,5, σκυλιά, γατιά, αυτά.
Lead to transcriptSegment 2
Οι ιδιαίτερες σπουδές του αφηγητή, το μεταπτυχιακό του, το ραδιόφωνο και η ενασχόλησή του με τη μουσική.
00:04:55 - 00:11:42
Partial Transcript
Μπορείς να μου μιλήσεις λίγο για την επιλογή των σπουδών σου; Είχες πάρα πολλές προσλαμβάνουσες εδώ πέρα με τη μουσική, με το ραδιόφωνο, …ικο και βρετανικό. Είμαστε τέσσερα άτομα, δυο κιθάρες, μπάσο και τύμπανα, το κλασσικό ηλεκτρικό κουαρτέτο. Κι ο ένας τραγουδάει, όχι εγώ.
Lead to transcriptSegment 3
Η επαγγελματική ενασχόληση με το ραδιόφωνο, η δημιουργία του «ΠΕΡΙωΔΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» και το καφέ μπαρ «Mao».
00:11:42 - 00:20:55
Partial Transcript
Πριν ανέφερες ότι όσο ήσουν στη Γλασκώβη, παράλληλα δούλευες στο ραδιόφωνο. Με ποιο ακριβώς τρόπο το έκανες αυτό; Στο ραδιόφωνο... Καταρ…ολιτικές, ας πούμε, πεποιθήσεις, δεν είχαμε κάποιο τέτοιο κώλυμα, σε καμία περίπτωση. Πέρασε όμως αυτό το κομμάτι και ήταν και πετυχημένο.
Lead to transcriptSegment 4
Η αγορά της εφημερίδας «Νέα Εγνατία» από το Alpha Media Group και η συνεργασία του αφηγητή με την Κάπα Εκδοτική.
00:20:55 - 00:25:33
Partial Transcript
Πριν που αναφέρθηκες σε κάποια εφημερίδα, πότε περίπου ξεκίνησε, τί ακριβώς κάνατε έτσι μέχρι στιγμής; Το 2007 ο όμιλος επιχειρήσεων πο…ά καιρούς και διάφορες συνεργασίες με θέατρα. Από εκεί καλύπτουμε τις ανάγκες τους για επικοινωνία των παραστάσεων και των παραγωγών τους.
Lead to transcriptSegment 5
Τα θεατρικά βιβλία, η καλή πορεία της εκδοτικής και το λανσάρισμα του kavalapost.gr.
00:25:33 - 00:36:55
Partial Transcript
Σήμερα 2022, η Κάπα Εκδοτική έχει εκδώσει πάνω από τριακόσιους θεατρικούς τίτλους, όπως είπα. Οι βασικές σειρές είναι δύο: H μια είναι Παγκό… με την οικογένεια του και περνάει ωραία, είτε είναι Δεκαπενταύγουστος και όλοι είναι στα μπάνια. Εμείς πρέπει να συνεχίζουμε την ενημέρωση.
Lead to transcriptSegment 1
Ένα σύντομο βιογραφικό του αφηγητή, γεμάτο επιτεύγματα, και το πάθος του για τη μουσική.
00:00:00 - 00:04:55
[00:00:00]Είναι Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022, βρίσκομαι με τον Ιωάννη Τσίγκα στην Καβάλα, εγώ ονομάζομαι Παρασκευή Μπάκαβου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Ιωάννη, μπορείς να μου πεις λίγα πράγματα για εσένα;
Λέγομαι Ιωάννης Τσίγκας. Γεννήθηκα το Μάιο του 1978 στην Καβάλα, από γονείς Καβαλιώτες. Τελείωσα το σχολείο το 1996, το Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Καβάλας. Λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, είχα ήδη ξεκινήσει να ψευτοαπασχολούμαι στην οικογενειακή επιχείρηση, που τότε ήταν ένα ραδιόφωνο, ένας ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός, το Ράδιο Άλφα, ένας από τους πρώτους ιδιωτικούς σταθμούς που λειτούργησαν στην Ελλάδα από το 1988. Το '97 πήγα στη Σκωτία, στη Γλασκώβη για να σπουδάσω, κάτι μου άρεσε όπως κι έκανα. Και τελείωσα κινηματογράφο και κοινωνιολογία. Παράλληλα, εργαζόμουν στην επιχείρηση, έστω κι από μακριά, ή στα διαλείμματα. Από το 1997 έως και το 2012 ήμουν εκδότης ενός μηνιαίου πολιτιστικού πολιτικού περιοδικού που ονομαζόταν: «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ». Ήταν ένα περιοδικό ασπρόμαυρο που ασχολούνταν με τις τέχνες, τον πολιτισμό, τον άνθρωπο, την πολιτική. Έφτασε στο σημείο να είναι πανελλαδικής κυκλοφορίας, και να λάβει κάποια αναγνώριση σχετική ας πούμε, βραβείο Μπότση, διάφορα βραβεία από διάφορους οργανισμούς κ.τ.λ., κ.τ.λ. Έκλεισε το 2012, όταν η κρίση στον κλάδο είχε εμβαθύνει πάρα πολύ. Επιστρέφοντας από το πανεπιστήμιο, οριστικά πλέον, ασχολήθηκα εννοείται πιο ενεργά με την οικογενειακή επιχείρηση. Το ένα ραδιόφωνο είχαν γίνει δύο, γίναν τρία. Από το 2008 ξεκινήσαμε να εκδίδουμε και μια καθημερινή εφημερίδα, τη «Νέα Εγνατία», που κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, έκανα διάφορα πράγματα. Το 2006 μέχρι το 2011 είχα ένα πολυχώρο στην Καβάλα, το καφέ-μπαρ «Mao», που ήταν ένας υβριδικός χώρος. Ήταν ένα καφέ-μπαρ που λειτουργούσε όλη την ημέρα, αλλά παράλληλα φιλοξενούσε πάρα πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κυρίως live, ζωντανές εμφανίσεις δηλαδή σχημάτων τοπικών και όχι μόνο, και από την Αθήνα, και από την περιφέρεια σε μικρά σχήματα, ντουέτο, τρίο, κουαρτέτα κ.τ.λ. Εκθέσεις ζωγραφικής, βιβλιοπαρουσιάσεις, εκθέσεις φωτογραφίας, διαλέξεις, παιδικές παραστάσεις, διάφορα δρώμενα. Κάποια στιγμή, εξ ανάγκης, ξεκίνησα να ασχολούμαι με το σχέδιο, με τον σχεδιασμό, με το στήσιμο, όπως λέμε στη δουλειά. Αρχικά, με το περιοδικό, μετά με εκδόσεις κάποιων βιβλίων που κάναμε σαν όμιλος επιχειρήσεων στην Καβάλα, για να εκδώσουμε δουλειές φίλων αρχικά και συνεργατών μας, οι οποίοι είχαν γράψει μελέτες ιστορικές, ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα. Το 2014 ένας πολύ καλός φίλος ξεκίνησε τη δική του εκδοτική προσπάθεια στην Αθήνα, και από τότε είμαστε μαζί. Ο οίκος λέγεται Κάπα Εκδοτική, και είναι ίσως ο μοναδικός εκδοτικός οίκος στην Ελλάδα που σχεδόν εξειδικεύεται στο θέατρο. Μέχρι στιγμής, τα τελευταία 8 χρόνια, δηλαδή, έχουμε εκδώσει πάνω από τριακόσιους τίτλους θεατρικούς. Εννοείται και κάποιους άλλους, ποίηση, λογοτεχνία, μελέτες, δοκίμια. Μελέτες, δοκίμια για το θέατρο, και συνεχίζουμε. Εγώ εκεί σχεδιάζω τα βιβλία. Όλα τα βιβλία που βγαίνουν, τα σχεδιάζω. Όταν λέω τα σχεδιάζω, από το εξώφυλλο μέχρι και το μέσα. Από το 2017 τον Ιανουάριο, μέχρι και σήμερα, λειτουργώ, είμαι ο ιδιοκτήτης και διαχειριστής ενός ενημερωτικού ιστότοπου του kavalapost.gr, που πάει πολύ καλά και καταγράφει όλη την επικαιρότητα, τις ειδήσεις, αρθρογραφία, ρεπορτάζ, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, πολιτισμός, πολιτική, οικονομία, περιβάλλον, ενέργεια, και λοιπά, του νομού Καβάλας. Και λίγο της περιφέρειας ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Το μόνο που παρέλειψα να πω, νομίζω, σε αυτό το κομμάτι, είναι το κεφάλαιο της μουσικής. Η μουσική ήταν για μένα από πολύ νωρίς, από την εφηβεία, πολύ μεγάλη αγάπη, ίσως και απωθημένο. Από 15 χρονών έπαιζα σε διάφορες εδώ μπάντες και μουσικά σχήματα της Καβάλας, έχω συμμετάσχει σε κάποιες δισκογραφικές δουλειές, και είναι ένα κομμάτι που δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή μου. Όχι σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά ούτε και σε ερασιτεχνικό, με την έννοια της αυτής... σε ένα ενδιάμεσο στάδιο, ή πεδίο, ας το πούμε, και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με ένα διάλειμμα δυο ετών περίπου λόγω κορωνοιού, που είχαν σταματήσει τα πάντα. Αυτά σε γενικές γραμμές. Έχω δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο που είναι 15 και την Νίκη που είναι 13,5, σκυλιά, γατιά, αυτά.
Segment 2
Οι ιδιαίτερες σπουδές του αφηγητή, το μεταπτυχιακό του, το ραδιόφωνο και η ενασχόλησή του με τη μουσική.
00:04:55 - 00:11:42
Μπορείς να μου μιλήσεις λίγο για την επιλογή των σπουδών[00:05:00] σου; Είχες πάρα πολλές προσλαμβάνουσες εδώ πέρα με τη μουσική, με το ραδιόφωνο, με την εφημερίδα, πώς αποφάσισες να σπουδάσεις κινηματογράφο και κοινωνιολογία;
Δεν έχει καμία με τις προσλαμβάνουσες, όλο αυτό που λες. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα μου, ούτε η οικογένεια μου ασχολούνταν με τη μουσική, με τον κινηματογράφο, με τίποτα. Πέρα από την ενασχόληση του πατέρα μου με το ραδιόφωνο, αλλά σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο, πιο πολύ πολιτικό, επιχειρηματικό, διαφημιστικό, και λοιπά, δεν υπήρχε κάποιο άλλο ερέθισμα. Η μουσική δεν ξέρω καν αν σχετίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό με τον κινηματογράφο. Μου άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Έβλεπα από την εφηβεία όσο περισσότερο μπορούσα, και ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο και το έκανα. Τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κινηματογράφο, στις κινηματογραφικές σπουδές. Αυτό έγινε αργότερα, με την σχολή που έγινε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν κάποιες ιδιωτικές σχολές, όπως η σχολή Σταυράκου, και κάποιες άλλες στην Αθήνα, αλλά εκείνες ήταν σε άλλο επίπεδο, δηλαδή, ήταν πιο πολύ να πάει κάποιος να γίνει σκηνοθέτης στην τηλεόραση ή και στον κινηματογράφο, αν μπορούσε. Οπότε, στράφηκα στο εξωτερικό. Βρήκα το πανεπιστήμιο το Glasgow University στη Γλασκώβη της Σκωτίας, έκανα αίτηση, με πήρανε και σπούδασα. Η κοινωνιολογία ήρθε σαν δεύτερη επιλογή, γιατί εντάξει, κακά τα ψέματα, παρόλο που οι γονείς μου με ενθάρρυναν στο κομμάτι αυτό, θέλανε να κάνω και κάτι πιο γήινο, ας πούμε. Οπότε, διάλεξα την κοινωνιολογία που γειτνιάζει με τις πολιτικές επιστήμες, με την ανάλυση που από τότε διάβαζα, και πάρα πολλά. Κι επειδή είχα την επιλογή, λόγω του εκπαιδευτικού συστήματος της Σκωτίας, να κάνω και τα δυο, έκανα και τα δυο. Όταν τελείωσα τις σπουδές, ξεκίνησα κι ένα διδακτορικό που ήταν ένας συνδυασμός και των δυο επιστημών, των δυο πεδίων μάλλον, και του κινηματογράφου και της κοινωνιολογίας, με θέμα τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά με κοινωνιολογικές προεκτάσεις που είχε αυτός και πώς αποτυπώνονταν στην κοινωνία και το αντίστροφο. Πώς οι τάσεις οι κοινωνικές αποτυπώνονταν στις κινηματογραφικές ταινίες της εποχής της δεκαετίας του '60 και του '70. Δηλαδή, στο ενδιάμεσο από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο στον νέο, στο μεταίχμιο αυτό, δε θυμάμαι τώρα ακριβώς χρονολογίες να σας πω, πόσο ήταν το ακριβές χρονικό πλαίσιο. Το ξεκίνησα, αλλά μετά επιστρέφοντας στην Ελλάδα και μπαίνοντας στους φρενήρεις ρυθμούς της ζωής, και της δουλειάς, και της οικογένειας, δε το τελείωσα ποτέ, σταμάτησα.
Πριν που αναφέρθηκες στη μουσική, μπορείς να μου μιλήσεις λίγο για τη μουσική σου πορεία, όλα αυτά τα χρόνια;
Η σχέση μου με τη μουσική ξεκίνησε στο δημοτικό. Οι γονείς μου με πήγαν στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας, -νηπιαγωγείο συγνώμη. Τη σιχαινόμουν, δε μου άρεσε καθόλου. Έκανα τρία χρόνια πιάνο, ένα χρόνο προπαιδεία στο νηπιαγωγείο, και μετά στο δημοτικό έκανα τρία χρόνια πιάνο και τρία χρόνια ακορντεόν. Ήταν τραυματικές εμπειρίες για μένα, δε μου άρεσε καθόλου η μουσική. Οι γονείς μου επέμεναν να τη συνεχίσω, ο πατέρας μου κυρίως, εγώ όμως ήθελα με την κάθε ευκαιρία να σταματήσω, δεν ήθελα καθόλου. Οπότε, με το που πήγα στο Γυμνάσιο, μετά από πολλά κλάματα και παρακάλια και σκηνές οικογενειακές, σταμάτησα και απελευθερώθηκα. Είχα αποστροφή για τη μουσική, δηλαδή, ίσως λόγω της γνωριμίας μου με τη μουσική στο πλαίσιο αυτό. Δηλαδή, στο πλαίσιο ότι έπρεπε να διαβάζω, να εκτελώ, να μαθαίνω και να προσεγγίζω μια μουσική η οποία τότε δε μου έλεγε τίποτα, κλασσική μουσική κυρίως. Ήταν... το Δημοτικό Ωδείο Καβάλας είχε ένα πλαίσιο καθαρά κλασσικού προσανατολισμού, ή μάλλον σοβαρής μουσικής, για να είμαστε πιο ακριβείς. Ωστόσο, το 1988 άρχισα να ακούω ροκ μουσική, να συλλέγω δίσκους και να ακούω μουσική και ήταν ένας κεραυνός που με χτύπησε, αυτό το πράγμα, οπότε, ως νεαρός ροκάς και χεβιμεταλάς που ήμουν τότε '88-'89 στην Καβάλα, τι πιο φυσικό από να θέλω να αρχίσω κάποια στιγμή να παίζω κιθάρα; Το κατάφερα το 1993 που, μετά από πάρα πολλές διαπραγματεύσεις με τους γονείς μου, κατάφερα και μου αγόρασαν την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα. Οπότε, ξεκίνησα κατευθείαν να παίζω ηλεκτρική κιθάρα, αυτοδίδακτος. Δεν έχω πάρει μαθήματα ποτέ. Και κατευθείαν έκανα τις πρώτες μου μπάντες παίζοντας ηλεκτρικό blues, αυτό μου άρεσε. Ενδιάμεσα από το '88 μέχρι το '93 από το heavy metal πέρασα, -σαν ακούσματα μιλάω τώρα-, από το heavy metal πέρασα στο ροκ, απ' το κλασσικό ροκ στο blues, στη jazz, οπότε, όταν πήρα την κιθάρα πλέον αυτό που ήθελα να παίζω και αυτό που έπαιζα ήταν ηλεκτρικό blues. Μετά αυτό μετεξελίχθηκε, άρχισα να παίζω διάφορα άλλα έγχορδα όργανα. Όταν άρχισα να ψάχνομαι με την ανατολίτικη μουσική, άρχισα να παίζω ούτι, πήγαινα στην Κωνσταντινούπολη. Άταστη κιθάρα, μετά κλασσική που ακόμα και σήμερα παίζω κάποιες φορές. Μαντολίνο, τσουμπούς, διάφορα όργανα, αλλά πάντα [00:10:00]αυτό που με εξέφραζε και μου άρεσε, ήταν η ηλεκτρική κιθάρα. Αυτό το διάστημα έχουμε ξαναφτιάξει την παιδική μας μπάντα, μετά από 24-25 χρόνια, 28 νομίζω κλείνουμε φέτος, το '93 ξεκινήσαμε, γιατί όλοι τότε παίξαμε για δυο-τρία χρόνια, όντας στο λύκειο. Μετά ο καθένας πήρε το δρόμο, άλλος σπούδασε Θεσσαλονίκη, άλλος σπούδασε Αθήνα, άλλος έφυγε φαντάρος, χαθήκαμε και βρεθήκαμε ξανά ως σαραντάρηδες πλέον σχεδόν, έχοντας επιστρέψει στην πόλη. Οι περισσότεροι με παιδιά, με οικογένειες, και λοιπά, με τα επαγγέλματά μας, αλλά το κρατήσαμε σαν ένα σημείο αναφοράς, σαν κάτι που μας έδενε και συνεχίζει να μας δένει. Και που και που κάνουμε συναυλίες εδώ σε διάφορα venues, μαγαζιά, στη βόρεια Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, παίζω με τον Μιχάλη Πρεπόνη, ένα πολυοργανίστα και συνθέτη Καβαλιώτη, φίλο, ο οποίος έχει κάνει ήδη ένα δίσκo με μελοποιημένη ποίηση του Νίκου Καρούζου. Έχω παίξει στον πρώτο δίσκο κι έχουμε κάνει μια περιοδεία στην Ελλάδα, έχουμε παίξει στο Ναύπλιο στο σπίτι του Καρούζου, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, σε διάφορα μέρη. Και τώρα πρόσφατα πριν από ένα μήνα ολοκληρώσαμε τις ηχογραφήσεις για το δεύτερο δίσκο, που είναι πάλι τραγούδια σε ποίηση του Νίκου Καρούζου, και πλέον είμαστε οι δυο μας, ντουέτο, πιάνο-κιθάρα. Αυτό θα κυκλοφορήσει τώρα το καλοκαίρι που μας έρχεται, αυτά με τη μουσική.
Με τη μπάντα γράφετε και δική σας μουσική;
Όχι, εκεί παίζουμε μόνο διασκευές. Κλασσικό ηλεκτρικό blues, αμερικάνικο και βρετανικό. Είμαστε τέσσερα άτομα, δυο κιθάρες, μπάσο και τύμπανα, το κλασσικό ηλεκτρικό κουαρτέτο. Κι ο ένας τραγουδάει, όχι εγώ.
Segment 3
Η επαγγελματική ενασχόληση με το ραδιόφωνο, η δημιουργία του «ΠΕΡΙωΔΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» και το καφέ μπαρ «Mao».
00:11:42 - 00:20:55
Πριν ανέφερες ότι όσο ήσουν στη Γλασκώβη, παράλληλα δούλευες στο ραδιόφωνο. Με ποιο ακριβώς τρόπο το έκανες αυτό;
Στο ραδιόφωνο... Καταρχάς, η σχέση μου με το ραδιόφωνο ξεκινάει πάρα πολύ νωρίς. Δηλαδή, εγώ έκανα εκπομπές στο ραδιόφωνο από 11 χρονών, από το 1989 και συνέχιζα να κάνω εκπομπές καθ' όλη τη διάρκεια του Γυμνασίου και του Λυκείου και σιγά σιγά έμπαινα και σε άλλα κομμάτια, διοικητικά εννοώ. Από το '95, δηλαδή, τελευταίες τάξεις του Λυκείου, Δευτέρα και Τρίτη Λυκείου, άρχισα να έχω κυρίως διοικητικό ρόλο που αφορούσε και στην επιλογή μουσικής, λίγο σε υποδιεύθυνση προγράμματος, σε σχεδιασμό εκπομπών, ακόμα και σε τεχνικά ζητήματα. Οπότε, η σχέση μου η day to day με το ραδιόφωνο με το '97-2000 που ήμουν στη Γλασκώβη, δε μπορούσε να είναι πολύ ενεργή, ήταν κυρίως στο κομμάτι της επίβλεψης. Βέβαια, ερχόμουν σχετικά συχνά στην Ελλάδα, δηλαδή, ανά δυο-τρεις μήνες το πολύ ερχόμουν. Και ενδιάμεσα, πέρα από τις διακοπές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιά, γοη Πάσχα ή του καλοκαιριού, οπότε, έκανα κι όταν ήμουν εδώ, αλλά και από μακριά με email, με τηλέφωνο, και λοιπά, κάποια πράγματα. Εννοείται ότι ήταν ο πατέρας μου εδώ πέρα στο καθημερινό πόστο και τη διοικητική λειτουργία της επιχείρησης σε καθημερινή βάση κι εγώ με αυτό τον τρόπο. Αυτό που έκανα πιο ενεργά, όσο ήμουν στις σπουδές, ήταν το «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ». Το «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ» ξεκίνησα να το εκδίδω το '97 πριν φύγω στη Γλασκώβη, κι επειδή ήταν γραπτός ο λόγος και ήδη είχαν βγει και οι πρώτες ευκολίες της τεχνολογίας, δεν ήταν τόσο εύκολα όσο σήμερα. Ωστόσο, υπήρχαν email, υπήρχαν τα τηλέφωνα και μπορούσαμε να κάνουμε κάποια πράγματα. Ουσιαστικά, συντόνιζα από εκεί τη μηνιαία έκδοση για τα 4 πρώτα χρόνια. Όταν γύρισα πλέον εδώ πέρα, ήμουν ακόμα πιο ενεργός και το 2003-4 περίπου, ξεκίνησα να το σχεδιάζω κι εγώ ο ίδιος το «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ». Κάτι το οποίο ξεκίνησε τελείως συγκυριακά, εννοώ ότι δεν είχα σκοπό να το κάνω αυτό το πράγμα, είχαμε μια κοπέλα γραφίστρια η οποία εκτελούσε το layout, το στήσιμο των σελίδων, η οποία κάποια στιγμή, για προσωπικούς λόγους, παραιτήθηκε. Και ήταν παραμονές Χριστουγέννων θυμάμαι, κι έπρεπε να βγάλουμε το τεύχος οπωσδήποτε γιατί είχαμε κλεισμένες διαφημίσεις, είχαμε υποχρεώσεις, έπρεπε να βγει το τεύχος του μήνα. Και τότε έστησα το πρώτο «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ» χωρίς να γνωρίζω σχεδιαστικό πρόγραμμα, ήταν το QuarkXPress τότε. Και ξενύχτησα κάποια βράδια πατώντας σε παλιά πρότυπα, και λοιπά, και τέλος πάντων, έφερα εις πέρας το έργο. Μετά, ήξερα να κάνω το επόμενο, το παρεπόμενο, άρχισα να ψάχνω, να εξελίσσω, και στα τελευταία χρόνια της έκδοσης το έστηνα εγώ, μέχρι και που έκλεισε. Και συνεπακόλουθο αυτής της ενασχόλησης με το σχεδιαστικό κομμάτι, το γραφιστικό ας πούμε, χωρίς να έχω -επαναλαμβάνω-, ποτέ γραφιστική, ας πούμε, εκπαίδευση επίσημη, ρωτώντας από εδώ, από φίλους, συνεργάτες, και λοιπά, ήταν ο σχεδιασμός κάποιοων εκδόσεων, που όπως [00:15:00]ανέφερα πριν, κάναμε για λογαριασμό φίλων και συνεργατών. Βγάλαμε γύρω στα πέντε-εξι βιβλία αν θυμάμαι καλά, τότε. Αυτό ήταν το κομμάτι.
Μετά, το «Mao» πώς προέκυψε;
To «Mao» πώς προέκυψε... Το «Mao» άνοιξε τον Ιούνιο του 2006. Ωστόσο, στις συζητήσεις υπήρχε κανένα χρόνο πριν, τουλάχιστον. Συζητώντας με ένα τότε φίλο και συνεργάτη, τον Γιάννη τον Καρρά, ο οποίος απεβίωσε και πρόσφατα, δυστυχώς. Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πολλά μαγαζιά στην Καβάλα, και ιδιαίτερα μαγαζιά για την εποχή. Αντισυμβατικά μαγαζιά, μαγαζιά τα οποία ήταν εκτός πιάτσας, που λέμε, πάντα και πάντα είχαν επιτυχία. Και η επιτυχία ήταν ο ίδιος. Γιατί ήταν μια προσωπικότητα πολύ ιδιαίτερη. Έπαιζε, ας πούμε, ιδιαίτερες μουσικές, έπαιζε Μάνο Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, ρεμπέτικα, σε μια εποχή που η τάση ήταν το εμπορικό τραγούδι, το λαϊκό, σε αυτού του είδους τα μαγαζιά, και είχε ένα πιστό κοινό που τον ακολουθούσε. Ο Γιάννης έκανε και εκπομπές στο ραδιόφωνο και συζητούσαμε για πολύ καιρό, ίσως και παραπάνω από χρόνο, να κάνουμε κάτι μαζί. Με ενδιέφερε, εννοείται, αυτό το κομμάτι, της εξωστρέφειας και της παρέμβασης στα πράγματα. Η οποία, βέβαια, εκδηλωνόταν από πολύ νωρίς και με άλλους τρόπους. Δηλαδή, εμείς πάντα σαν όμιλος, μέσον ενημέρωσης, ραδιόφωνα, περιοδικό, αργότερα εφημερίδα, πάντα κάναμε εκδηλώσεις, διοργανώναμε φεστιβάλ μουσικής, κινηματογράφου, κάναμε βιβλοπαρουσιάσεις, κάναμε εκθέσεις βιβλίου ή συνεπικουρούσαμε σε θεσμούς και φορείς της πόλης που κάναν τέτοια πράγματα. Γιατί μας ενδιέφερε, πέρα από το να βγάλουμε χρήματα ή να κάνουμε, ας πούμε, τη δουλειά του δημοσιογράφου ή του εκδότη, να βγάλουμε μια εφημερίδα, ένα ραδιόφωνο να λειτουργήσουμε ένα περιοδικό, και λοιπά, να έχουμε μια παρέμβαση μέσα από την οποία θα, αν μπορώ να το πω, θα εκπαιδεύαμε ένα κοινό ή θα συντηρούσαμε ένα κοινό που ήταν ήδη εκπαιδευμένο. Οπότε, συζητώντας με το Γιάννη για το τί να κάνουμε, ξεκινήσαμε αρχικά με το να κάνουμε μια μουσική σκηνή που δεν υπήρχε τότε στην Καβάλα, γιατί υπήρχε ενδιαφέρον, υπήρχε ο κόσμος που διψούσε να δει μουσικά σχήματα και καλλιτέχνες από την Αθήνα κυρίως, εννοώ εκτός Καβάλας, αλλά και τα τοπικά σχήματα που υπήρχαν τότε δεν είχαν χώρους να εκφραστούνε πολύ συχνά. Έπρεπε να κλείσουν κάποιο κινηματογράφο, κάποιο θέατρο, να κάνουν όλη τη διοργάνωση, ήταν λίγο δύσκολο. Δεν βρήκαμε χώρο ικανό να μπορέσει να στεγάσει μια μουσική σκηνή, δεν βρήκαμε χώρο, δηλαδή, που να πληροί τις προδιαγραφές που θέλαμε σε ό,τι αφορά τη χωρητικότητα, την πρόσβαση, το πάρκινγκ και λοιπά. Βρήκαμε ένα μικρό χώρο όμως, στο κέντρο της πόλης στον Άγιο Νικόλαο που ήταν το ιστορικότερο εμπορικό μαγαζί της πόλης, πουλούσε κλωστές, εσώρουχα, τα λεγόμενα τσιτάκια. Το είχε ένας άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να βγει στη σύνταξη, πήραμε το μαγαζί, νοικιάσαμε, πήραμε και το δίπλα για να το μεγαλώσουμε και φτιάξαμε το καφέ-μπαρ «Mao». Το μαγαζί ήταν 120-130 τετραγωνικά, δεν ήταν πολύ μεγάλο και ήταν σε μια διάταξη Γ. Αγοράσαμε ένα πιάνο του 1906, το βάλαμε στο κέντρο, ένα πιάνο με ουρά, αλλά κοντό. Και ξεκινήσαμε ένα μαγαζί στο οποίο κάθε βδομάδα, δυο-τρεις φορές τη βδομάδα, υπήρχε ένα σχήμα που έπαιζε live χωρίς εισιτήριο, κυρίως τοπικά αλλά και από την περιφέρεια, και που και που φέρναμε και από την Αθήνα σχήματα από jazz, ρεμπέτικο, έντεχνο, και λοιπά. Και παράλληλα κάναμε και άλλες εκδηλώσεις, όπως είπα και πριν. Παρουσιάσεις βιβλίων, εκθέσεις, διαλέξεις. Δίναμε το χώρο σε διάφορους λόγους να κάνουν τις εκδηλώσεις τους, κ.λ.π. Και πήγε πάρα πολύ καλά αυτό. Κι αυτό κράτησε μέχρι το 2011.
Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από το όνομα;
Από το όνομα... Το «Mao» είναι αυτό που φαντάζεσαι. Είναι ο Μαο Τσε Τουνγκ. Ψάχνοντας ένα όνομα για το μαγαζί, εγώ ήθελα να είναι κάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο και να μη μοιάζει με οτιδήποτε άλλο. Εννοείται ότι κάναμε ατελείωτα brainstorming για διάφορα ονόματα, ψάχνοντας και ρίχνοντας στο τραπέζι πάρα πολλές ιδέες, οι περισσότερες από τις οποίες, αν όχι όλες, ήταν εν τέλει τετριμμένες. Ή είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, ή παραπέμπαν σε μαγαζί, και σε τέτοια. Δε θυμάμαι ακριβώς πως προέκυψε η ιδέα του «Mao», εννοώ, ήταν δική μου ιδέα αλλά δε θυμάμαι πως μου είχε έρθει. Ωστόσο, το είχα συνδέσει με την πολιτισμική επανάσταση του «Mao», η οποία βέβαια, εντάξει, γενικά είναι μια φιγούρα, να μη πω αμφιλεγόμενη, να πω φορτισμένη ιστορικά, αλλά μου έδωσε και μια διέξοδο για το αισθητικό κομμάτι, και του μαγαζιού, αλλά και της επικοινωνίας. Οπότε, έριξα την ιδέα η οποία αρχικά ξένισε, και λοιπά, αλλά υιοθετήθηκε. Το μαγαζί ονομάστηκε «Mao», είχε ένα logo με μια γραμματοσειρά που παρέπεμπε λίγο στο «Mao», στιβαρό και λοιπά, και όλο το μαγαζί ήταν κόκκινο[00:20:00]. Είχαμε ένα μπαρ τρεχούμενο, 12-13 μέτρα βαμμένο κόκκινο όλο, κόκκινους τοίχους και πάρα πολλές φωτογραφίες του «Mao», ο οποίος ήταν πλέον σαν commodity, σαν asset, ενώ ήταν μια φιγούρα που κουβαλούσε και κουβαλάει άλλα πράγματα. Το μαγαζί, δηλαδή, γέμισε με αφίσες της επανάστασης του «Mao», είχε λίγο και το στοιχείο του χιούμορ, εννοείται ότι εμπεριείχε και το κομμάτι της πρόκλησης, και εν τέλει πέτυχε. Γιατί, όλοι το συζητούσανε, όλοι ρωτούσαν: «Γιατί το «Mao»; Γιατί έτσι; Τί είναι αυτό;», κάποιοι μας είχαν θεωρήσει κομμουνιστές τότε. Εντάξει, δεν εμπόδισε αυτό, είχαμε κόσμο από όλες τις πολιτικές, ας πούμε, πεποιθήσεις, δεν είχαμε κάποιο τέτοιο κώλυμα, σε καμία περίπτωση. Πέρασε όμως αυτό το κομμάτι και ήταν και πετυχημένο.
Segment 4
Η αγορά της εφημερίδας «Νέα Εγνατία» από το Alpha Media Group και η συνεργασία του αφηγητή με την Κάπα Εκδοτική.
00:20:55 - 00:25:33
Πριν που αναφέρθηκες σε κάποια εφημερίδα, πότε περίπου ξεκίνησε, τί ακριβώς κάνατε έτσι μέχρι στιγμής;
Το 2007 ο όμιλος επιχειρήσεων που λεγόταν τότε, είχε μετεξελιχθεί, ας πούμε, από το Ράδιο Άλφα που ήταν ένα ραδιόφωνο, μετεξελίχθηκε σε έναν όμιλο που λεγόταν Αlpha Media Group και είχε τρία ραδιόφωνα, ένα ενημερωτικό και δυο μουσικά, είχε το περιοδικό της πόλης που ήταν μηνιαίο, είχε κι ένα σκέλος διοργάνωσης εκδηλώσεων, και λοιπά, και διαφόρων στοιχείων εξωστρέφειας. Έπρεπε, κάπως, να προχωρήσουμε και σε ένα πιο ουσιαστικό κομμάτι ενημέρωσης που έλειπε, που ήταν ο έντυπος τύπος. Οπότε, όχι σκεφτήκαμε, υπήρχε η σκέψη για πολλά χρόνια, το '07 όμως πάρθηκε η απόφαση να κάνουμε τη δική μας εφημερίδα. Επειδή θέλαμε να τα κάνουμε όλα ωραία και σωστά, και να κάνουμε και κάτι που να ξεχωρίσει, η Καβάλα τότε είχε πάρα πολλές εφημερίδες, αν θυμάμαι καλά είχε δέκα ή έντεκα ημερήσιες εφημερίδες και καμιά δεκαπενταριά εβδομαδιαίες, ή δις εβδομαδιαίες. Οπότε, θέλαμε να κάνουμε κάτι που θα ξεχωρίσει και μας πήρε πολύ χρόνο να το σκεφτούμε. Το 2008 καταλήξαμε για διάφορους λόγους τεχνικούς να μη ξεκινήσουμε μια εφημερίδα σαν τίτλο από το μηδέν, αλλά να αγοράσουμε μια εφημερίδα που τότε κυκλοφορούσε. Ήταν η εφημερίδα «Νέα Εγνατία», που την είχε ιδρύσει ο αείμνηστος ο δημοσιογράφος ο Γιάννης ο Νεστορίδης, πέθανε φέτος από καρκίνο, εννοώ το '21, και μετά την είχε ο Ηλίας Παπαδόπουλος, πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, δηλαδή, αγοράσαμε την εφημερίδα σαν τίτλο από τον Παπαδόπουλο τον Ηλία. Ήταν καθημερινή εφημερίδα, ωστόσο δε μείναμε εκεί, η εφημερίδα άλλαξε τελείως, δηλαδή έμεινε μόνο ο τίτλος. Επανασχεδιάστηκε από την αρχή, από δεκαέξι σελίδες που ήταν έγινε τριάντα δύο, έγινε έγχρωμη, εμπλουτίστηκε με πάρα πολλούς νέους συνεργάτες, δημοσιογράφους, είχαμε σκιτσογράφο δικό μας. Αρθρογράφους που γράφανε μόνιμες στήλες σε καθημερινή βάση, ρεπορτάζ, φωτορεπορτάζ, κάναμε κάτι το οποίο ήταν διαφορετικό. Οπότε, η εφημερίδα ξεκίνησε τη νέα της μορφή το 2009, Ιανουάριο του 2009, και κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα. Η εφημερίδα είναι μια απ' τις καλύτερες εφημερίδες της Καβάλας, τολμώ να πω, καθημερινή είπαμε, κυκλοφορεί Δευτέρα με Παρασκευή, αυτά.
Πόσα άτομα δουλεύουν εδώ πέρα, αυτή τη στιγμή;
Εννοείς μόνο στην εφημερίδα ή γενικά; Γενικά, τώρα αυτή τη στιγμή που μιλάμε στον όμιλο που είναι εφημερίδα, τα τρία ραδιόφωνα, εργάζονται γύρω στα δεκαπέντε με δεκαεφτά άτομα. Παλιά ήμασταν περισσότεροι. Η κρίση του '10-'11 επηρέασε πάρα πολύ τα μέσα ενημέρωσης πανελλαδικά. Δε θα μπορούσε να αφήσει κι εμάς αλώβητους και ήμασταν κάποια στιγμή σχεδόν διπλάσιοι. Τώρα είμαστε κάπου εκεί δεκαπέντε-δεκαέξι. Είναι, εγώ δεν είμαι πια.
Μετά, η Κάπα Εκδοτική πως προέκυψε;
Η Κάπα Εκδοτική προέκυψε το '14. Ο πολύ καλός μου φίλος απο δεκαετία ο Κουλεδάκης ο Θοδωρής ήταν στο χώρο των εκδόσεων και αν θυμάμαι καλά Σεπτέβρη-Οκτώβρη του '14 για κάποιους λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν, ξεκίνησε τον δικό του εκδοτικό οίκο. Η αφορμή ήταν το θέατρο. Ήδη εκεί που ήταν πριν, είχε μια τριβή με την έκδοση θεατρικών κειμένων σύγχρονων της ζώσας, δηλαδή, θεατρικής παραγωγής νεοελληνικών έργων και κατά κάποιο τρόπο ήθελε να το στεγάσει αυτό κάπου αλλού. Το πρώτο βιβλίο που βγάλαμε ως Κάπα Εκδοτική και ως συνεργασία καινούργια ήταν ο Γλάρος του Τσέχωφ σε μια καινούργια μετάφραση της Χαράς της Σύρου, με πρόλογο του Θανάση του Τριαρίδη. Αυτό ήταν και το βιβλίο το οποίο καθιέρωσε τη γραμμή τη σχεδιαστική της Κάπα Εκδοτικής, που ακολουθούμε μέχρι και σήμερα, που έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και χαρακτηριστικό και σχήμα, αλλά και μορφή και [00:25:00]μέθοδο εκτυπωτική στα εξώφυλλά της. Εγώ σχεδίασα τα βιβλία, όπως τα σχεδιάζω μέχρι και σήμερα, από το εξώφυλλο μέχρι και το μέσα τους, όλα. Και όπως είπα, μέχρι στιγμής έχουμε βγάλει γύρω στους τριακόσιους τίτλους θεατρικούς, παγκόσμιο και νεοελληνικό θέατρο και κάποια αρχαία τραγωδία σε νέες μεταφράσεις. Και μέσα από αυτή την ενασχόληση με τα εκδοτικά, προκύπτουν κατά καιρούς και διάφορες συνεργασίες με θέατρα. Από εκεί καλύπτουμε τις ανάγκες τους για επικοινωνία των παραστάσεων και των παραγωγών τους.
Segment 5
Τα θεατρικά βιβλία, η καλή πορεία της εκδοτικής και το λανσάρισμα του kavalapost.gr.
00:25:33 - 00:36:55
Σήμερα 2022, η Κάπα Εκδοτική έχει εκδώσει πάνω από τριακόσιους θεατρικούς τίτλους, όπως είπα. Οι βασικές σειρές είναι δύο: H μια είναι Παγκόσμιο Θέατρο, το οποίο περιλαμβάνει από κλασσικά έργα, Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Μολιέρο και λοιπά σε νέες μεταφράσεις, με νέες επιμέλειες, με νέα προλογικά και επιμετρικά κείμενα και στοιχεία, χρονολογία και εργοβιογραφία των συγγραφέων, και λοιπά. Και η σειρά Νεοελληνικό Θέατρο, που περιλαμβάνει ουσιαστικά τη ζώσα θεατρική πραγματικότητα, εννοώ θεατρικά έργα Ελλήνων συγγραφέων, που παίζονται στην εποχή μας. Εννοείται ότι δε βγάζουμε μόνο θέατρο, αλλά είναι το μεγαλύτερο ποσοστό. Εκδίδουμε και ποίηση και λογοτεχνία, επιλεγμένα πράγματα, αλλά κι έχουμε και μια σειρά δοκιμίων και μελετών για το θέατρο, και συνεχίζουμε. Ένα κομμάτι το οποίο ανθεί, είναι σε μια φάση που πάει πολύ καλά. Μέσα από τη συνεργασία μας με τα θέατρα και γενικά με το σινάφι αυτό, κατά καιρούς συνεργαζόμαστε και με θέατρα στο επίπεδο της υποστήριξης της οπτικής επικοινωνίας, αλλά και στο κομμάτι το εκτελεστικό. Δηλαδή, από το σχεδιασμό της εταιρικής ταυτότητας μιας παράστασης, μέχρι την εκτύπωση αφισών, banners, εισιτηρίων, και λοιπά. Εγώ είμαι στο κομμάτι το σχεδιαστικό, ο συνεργάτης μου ο Θόδωρος είναι στο κομμάτι και το εκτυπωτικό. Οπότε, αυτά περίπου για την Κάπα Εκδοτική.
Μια γενική ερώτηση, πού θεωρείς πως βρίσκεται το θέατρο σήμερα;
Το σήμερα είναι μια πολύ περίεργη συγκυρία, λόγω του κορωνοϊού. Τα θέατρα κλείσανε πολύ απότομα, ήταν από τα πρώτα πράγματα που αποκλείστηκαν, τα τελευταία που άνοιξαν, και ακόμα δεν έχουν επανέλθει σε μια πλήρη κανονικότητα. Η ελληνική παραγωγή ήταν τεράστια, λίγο πριν τον κορωνοϊό, η Αθήνα, ας πούμε, είχε χίλιες πεντακόσιες πρεμιέρες τη σεζόν, ένα νούμερο το οποίο ήταν δυσθεώρητο, εξωπραγματικό σχεδόν. Από την άλλη, έχουμε την παραγωγή την καλοκαιρινή, που είναι οι λεγόμενοι περιοδεύοντες θίασοι, κρατικοί και μη, που δουλεύουν κυρίως επάνω στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Είναι πάρα πολύ πλούσια η παραγωγή. Αυτό δεν σημαίνει πάντα ότι η ποιότητα είναι και δεδομένη, σε όλες αυτές τις παραστάσεις, και δε μπορεί να είναι. Τώρα ζούμε μια πάλι μεταβατική περίοδο, όπου υπάρχουν πρωτοβουλίες οι οποίες προσπαθούν να δώσουν μια διέξοδο σε έναν χώρο, και σε ένα κλάδο, και σε ανθρώπους οι οποίοι πλήγησαν πάρα πολύ, ηθοποιοί που δεν είχαν μεροκάματο να ζήσουν για πάρα πολλούς μήνες, χρόνια πλέον, δηλαδή κλείνουμε δυο χρόνια πανδημίας. Ζούμε κι ένα κομμάτι επιδοτούμενης θεατρικής παραγωγής, το οποίο για μένα φέρνει κάποιες στρεβλώσεις. Δηλαδή, είναι σαφώς ευπρόσδεκτη η ενίσχυση η κρατική, όταν πρόκειται για να κρατηθεί στη ζωή ένας κλάδος, ο οποίος... και άνθρωποι οι οποίοι θα μπορούσαν κυριολεκτικά να πεθάνουν, επαγγελματικά μιλάω. Ωστόσο, αυτό φέρνει, φέρνει και κάποιες στρεβλώσεις. Δηλαδή, κάποιες παραγωγές οι οποίες είναι λίγο πρόχειρες, γίνονται μόνο και μόνο για να πάρουν την επιδότηση. Όταν μιλάμε για Ελλάδα πάντα, ή σχεδόν πάντα, η κρατική επιδότηση, η κρατική ενίσχυση περνάει και από άλλους διαύλους, όχι τόσο διαφανείς και καλλιτεχνικούς. Η ιστορία της Ελλάδας, δεν έχει κάτι διαφορετικό με αυτό. Ωστόσο, εννοείται ότι μέσα σε όλη αυτή την παραγωγή και σε όλη αυτή τη διάθεση του κόσμου να κάνει θέατρο και να δει θέατρο ακόμα και με αυτές τις αντίξοες συνθήκες, δε μπορεί παρά να είναι ελπιδοφόρα, και απλά ίσως χρειάζεται μια προσπάθεια από το κοινό να ψάξει και να βρει αυτό που πραγματικά θα αξίζει, και θα ξεχωρίζει, και θα του αφήσει κάτι. Εμείς πιστεύουμε, γι' αυτό και κάνουμε αυτό που κάνουμε, εννοώ να εκδίδουμε θεατρικά κείμενα στην Κάπα, γιατί θεωρούμε ότι κάποια θεατρικά κείμενα, αν όχι όλα, αξίζουν να διαβαστούν και σαν λογοτεχνία. Παλιότερα, οι εκδόσεις θεατρικών έργων είχαν αποδέκτες κυρίως τις θεατρικές σχολές, ήταν, δηλαδή, για λόγους εκπαιδευτικούς. Να το πάρει ένας σκηνοθέτης, να το πάρει ένας ηθοποιός, να μελετήσει ένα ρόλο ή ένας θίασος να πάρει ένα κείμενο για να μπορέσει να ανεβάσει μια παράσταση, και λοιπά, και λοιπά. Γι' αυτό δεν υπήρχε σε αυτό τον κλάδο εξωστρέφεια και γι' αυτό οι εκδο[00:30:00]τικοί οίκοι που το κάνανε αυτό, το κάνανε σε μικρό βαθμό και μέχρι εκεί που εξυπηρετούσε αυτούς τους σκοπούς. Εμείς θεωρούμε ότι το καλό θεατρικό έργο, και κυρίως τα κλασσικά έργα, που είναι και δοκιμασμένα, -ανέφερα κάποιους συγγραφείς έτσι πολύ χαρακτηριστικά πριν-, είναι τόσο μεγάλα τα έργα τους γι' αυτό κι έχουν αντέξει σε όλα αυτά τα χρόνια, που αξίζει και μπορούν να διαβαστούν και σαν αυτόνομα και αυτούσια, σαν λογοτεχνία. Ειδικά, αν η μετάφραση είναι καλή, που πάντα επιδιώκουμε να έχουμε νέες μεταφράσεις καλών μεταφραστών, και επιμελημένες καλές εκδόσεις με σωστή επιμέλεια, φιλολογική επιμέλεια εννοώ, με ένα ωραίο στήσιμο, με καλά χαρτιά, με καλά εξώφυλλα, ακριβές εκδόσεις για τα δεδομένα της εποχής, σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Δηλαδή, όλα τα θεατρικά μας πουλιούνται οκτώ ευρώ. Εκτός από κάποια που είναι πολύ μεγάλα που ξεφεύγουν και πάνε στα διακόσιες και πλέον σελίδες. Αλλά, έχουμε αυτή την πολιτική η οποία μέχρι στιγμής φαίνεται ότι αποδίδει, γιατί πάει καλά ο εκδοτικός οίκος και παρόλο που είναι ένα κομμάτι της λογοτεχνικής παραγωγής ή της εκδοτικής παραγωγής της χώρας, που δεν είχε ποτέ μεγάλο μερίδιο, εμείς έχουμε ένα σταθερό κοινό, το οποίο μες στην πανδημία μέσα από το e-shop που μόλις είχαμε λανσάρει τυχαία, όχι λόγω πανδημίας, απλά έτυχε η συγκυρία, το διατηρήσαμε και τώρα προσπαθούμε να το μεγαλώσουμε μέρα με τη μέρα. Πάντα με γνώμονα την ποιότητα και ακολουθώντας αναπόφευκτα κάποιες τάσεις της εποχής, δε μπορείς να τις αγνοήσεις και αυτές.
Παράλληλα με την εκδοτική, έχετε εδώ πέρα και κάποιο site, σε αυτό που αναφέρθηκες πριν.
Ναι, εγώ σταμάτησα να ασχολούμαι ενεργά με την οικογενειακή επιχείρηση το 2016. Οικογενειακή επιχειρήση εννοώ το Αlpha Media Group, με τα ραδιόφωνα και την εφημερίδα. Το «ΠΕΡΙωΔΙΚΟ» είχε κλείσει από το 2012 λόγω της κρίσης, εγώ ήμουν εκδότης τότε κι εγώ είχα πάρει την απόφαση να το σταματήσω, δε μπορούσα πλέον να βγάλει τα έξοδα του, δε συζητάμε για κέρδος. Ούτως η άλλως, ήταν πάντα μια πολύ προσωπική υπόθεση με πάρα πολύ μεγάλο κόστος σε εργατοώρες και σε επίπεδο αυταπάρνησης, που αυτά δε τα βάζω ποτέ στη ζυγαριά, ας πούμε, την οικονομική. Αλλά, έφτασε σε ένα σημείο που δε μπορούσε ούτε αυτό πλέον να εξυπηρετηθεί. Υπήρχε ένα κενό στο κομμάτι της διαδικτυακής ενημέρωσης, πάλι η Καβάλα είχε και έχει πάρα πολλά ενημερωτικά site, ωστόσο κατά την άποψή μου, δεν είχε κάτι το οποίο να ήταν, να είχε αυτό το κάτι διαφορετικό που πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει και άξιζε στην πόλη. Δεδομένου του μεγέθους της, των πραγμάτων που γίνονται εδώ πέρα, όπως είπα σε όλα τα επίπεδα και στην πολιτική, και στον πολιτισμό, και στο περιβάλλον και στην ενέργεια και στη συλλογικότητα, στον εθελοντισμό, και λοιπά, και λοιπά.Οπότε ξεκίνησα, σχεδίασα το kavalapost.gr, το οποίο βγήκε στον αέρα, ξεκίνησα το 2016 να το σχεδιάζω και βγήκε στον αέρα 13 Ιανουαρίου του 2017. Λειτουργεί μέχρι και σήμερα, έχει περίπου τετρακόσιους με τετρακόσιους πενήντα μοναδικούς επισκέπτες κατά μέσο όρο το μήνα, και πάνω από ένα εκατομμύριο προβολές άρθρων. Πάει πάρα πολύ καλά. Είμαστε δυόμισι άτομα που ασχολούμαστε με αυτό το site, είμαστε λίγοι γι΄ αυτό που είμαστε, δουλεύουμε πάρα πολύ σκληρά. Η διαδικτυακή ενημέρωση δεν είναι απλά ένας άλλος τρόπος του να περάσεις την ίδια πληροφορία. Κι αυτό το κατάλαβα όταν ξεκίνησε το site, δηλαδή, αρχικά είχε την εντύπωση ότι έτσι όπως γράφαμε στην εφημερίδα, απλά θα περνούσαμε τις ίδιες ειδήσεις, με τον ίδιο τρόπο διαδικτυακά. Δεν είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Η διαδικτυακή ενημέρωση έχει κάποιους δικούς της κανόνες, και σιγά σιγά τους μαθαίνεις και οφείλεις να τους υπηρετήσεις, αν θες να έχεις απήχηση και να έχεις διείσδυση στο κοινό. Όπως είπα, μπήκαμε σε ένα κομμάτι πάρα πολύ ανταγωνιστικό, επίσης. Αυτή τη στιγμή στην Καβάλα πρέπει να λειτουργούν γύρω στα είκοσι-εικοσιπέντε site, τα οποία αυτοαποκαλούνται αρκετά ενημερωτικά, κάποια είναι εννοείται, αλλά κάποια δεν είναι και τόσο ενημερωτικά. Ωστόσο, λειτουργούνε πάρα πολλά. Εμείς καταφέραμε και διεισδύσαμε σε αυτό τον κλάδο και τολμώ να πω όπως έγινε και με την εφημερίδα, κάναμε μέσω του ανταγωνισμού όλο τον κλάδο καλύτερο. Δηλαδή, κάποιοι βελτιώθηκαν, κάποιοι ανασκουμπώθηκαν, κάποιοι άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο. Και συνεχίζουμε. Μας ενδιαφέρει να παρουσιάζουμε τη ζωντανή ιστορία του τόπου σε όλες τις πλευρές της, αντικειμενικά, ψύχραιμα, χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς να εξυπηρετούμε άλλους, αλλότριους σκοπούς, βλέποντας αυτό το πράγμα σαν ένα λειτούργημα. Δε το λέω με τόσο ιδεαλιστικό σκοπό, ας πούμε, δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα, είμαστε επιχείρηση. Ακόμα και την επιχειρηματικότητα, όμως, που παρουσιάζουμε, προσπαθούμε να το κάνουμε με μια αισθητική και μια σοβαρότητα που να μη προσβάλει κανένα. Πρώτα από όλα, εμάς τους ίδιους, δεύτερο τους πελά[00:35:00]τες μας και τους αναγνώστες μας και τρίτον το κοινό. Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικά αυτά που είναι δωρεάν. Εννοώ, μια εφημερίδα πας και την αγοράζεις από το περίπτερο, δίνεις μισό ευρώ, ένα ευρώ, δυο πόσα δίνεις, και αγοράζεις, επιλέγεις να αγοράσεις κάτι. Η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ειδικά το ίντερνετ, ο αποδέκτης δε πληρώνει κάτι, είναι δωρεάν. Και υπάρχει αυτή η εξής ιδιομορφία: Ουσιαστικά, όλες αυτού του είδους οι επιχειρήσεις έχουν δυο πελάτες. Πρέπει να μαζέψω αρχικά πελάτες δωρεάν, τους αναγνώστες μου, ή τους ακροατές μου, ή τους τηλεθεατές μου και μετά αυτούς τους πελάτες να τους πουλήσω στους «πραγματικούς» μου πελάτες, οι οποίοι θα μου δώσουν τη δυνατότητα να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω. Το διαδίκτυο είναι πάρα πολύ απαιτητικό, ίσως είναι και πιο απαιτητικό από τα υπόλοιπα μέσα, κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το οικονομικό κομμάτι, γιατί σαφώς ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση ακόμα περισσότερο είναι πολύ πιο δαπανηρή, σε επίπεδο μηχανημάτων, εξοπλισμού, λειτουργικού κόστους. Αλλά, το διαδίκτυο επειδή έχει το στοιχείο της αμεσότητας το οποίο το έχει αρκετά ψηλά στην ατζέντα, ίσως και περισσότερο από άλλα στοιχεία του, δηλαδή, την αντικειμενικότητα, τη σοβαρότητα, το εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ, επείγει η αμεσότητα, πρέπει να υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι είσαι σε εγρήγορση, σχεδόν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Δεν υπάρχουν για μας αργίες, δεν υπάρχουν Πρωτοχρονιές, Πάσχα, αργίες, Κυριακές. Όποτε προκύψει επικαιρότητα, όποτε γίνει κάτι, πρέπει να είμαστε εκεί και πρέπει να είμαστε εκεί κάθε μέρα, και κάτι να ανεβάσουμε κάθε μέρα, είτε είναι 25η Μαρτίου και ο κόσμος είναι με την οικογένεια του και περνάει ωραία, είτε είναι Δεκαπενταύγουστος και όλοι είναι στα μπάνια. Εμείς πρέπει να συνεχίζουμε την ενημέρωση.
Summary
Ο Ιωάννης Τσίγκας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα. Το «Όλα πολλά κι όλα κολοκύθια» είναι μια φράση που του έλεγε συχνά η γιαγιά του όταν ήταν μικρός, η οποία αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό τη μέχρι τώρα πορεία του.
Narrators
Ιωάννης Τσίγκας
Field Reporters
Παρασκευή Μπάκαβου
Tags
Interview Date
20/03/2022
Duration
36'
Summary
Ο Ιωάννης Τσίγκας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα. Το «Όλα πολλά κι όλα κολοκύθια» είναι μια φράση που του έλεγε συχνά η γιαγιά του όταν ήταν μικρός, η οποία αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό τη μέχρι τώρα πορεία του.
Narrators
Ιωάννης Τσίγκας
Field Reporters
Παρασκευή Μπάκαβου
Tags
Interview Date
20/03/2022
Duration
36'