© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Είναι από άλλο πλανήτη ερχόμενο αυτό το νησί!»: Η Γαύδος μέσα από τη ματιά ενός ντόπιου

Istorima Code
12106
Story URL
Speaker
Χαράλαμπος Βαϊλακάκης (Χ.Β.)
Interview Date
14/08/2021
Researcher
Ευγενία Τζωρτζάκη (Ε.Τ.)
Ε.Τ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας!

Χ.Β.:

Γεια σας!

Ε.Τ.:

Γεια σας, τι κάνετε;

Χ.Β.:

Καλώς ήρθατε στο όμορφο νησάκι, την Ωγυγία, τη Γαύδο, στο νησί τση Καλυψώς...

Ε.Τ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Καλώς σας βρήκαμε.

Χ.Β.:

...που την κράτηξε όμηρο ο Οδυσσέας εφτά χρόνια!

Ε.Τ.:

Εδώ στο νησί;

Χ.Β.:

Εδώ στο νησί. Και, μετά, έκανε μία σχεδία με κέδρους, με κορμούς από κέδρα και την κοπάνησε και πήγε για Ιθάκη. Λοιπόν, σου εύχομαι να περάσεις καλά, να ‘σαι καλά...

Ε.Τ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Χ.Β.:

...και να έρχεσαι να μας εβλέπεις!

Ε.Τ.:

Βεβαίως, βεβαίως. Εδά που σας γνώρισα, σίγουρα θα έρχομαι! Το όνομά μου είναι Τζωρτζάκη Ευγενία, βρίσκομαι στο νησί της Γαύδου, ανήκει στον νομό Ρεθύμνου – στον νομό Χανίων, με συγχωρείτε, η ημερομηνία έχει 15/08/2021 και είμαι παρέα με τον κύριο Βαϊλακάκη Χαράλαμπο.

Χ.Β.:

Χαράλαμπο, σωστό!

Ε.Τ.:

Κύριε Χαράλαμπε, καλησπέρα και πάλι. Σας ευχαριστούμε πολύ που μας ανοίξατε τον χώρο σας.

Χ.Β.:

Και πάλι γεια σας, και πάλι γεια σας!

Ε.Τ.:

Θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα για το νησί της Γαύδου σαν ντόπιος κάτοικος; Από τα παιδικά σας χρόνια, ενδεχομένως;

Χ.Β.:

Ό,τι με ρωτήσεις και ό,τι ενδιαφέρεσαι να σε ενημερώσω, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Θα σου πω ένα πράγμα, ότι εγώ –επειδή έχουμε βάλει το όνομά μου– είμαι γέννημα θρέμμα Γαυδιώτης, είμαι 74 χρονών. Διετέλεσα στις υπηρεσίες σαν ταχυδρόμος της Γαύδου είκοσι χρόνια, επίσης στην Αρχαιολογία Χανίων άλλα δεκαοχτώ χρόνια, βοήθηξα και τσι επιφανειακές έρευνες αρχαιοτήτων και στις ωστικές ανασκαφές. Πέρασα πολύ καλά. Ευχαριστώ για όλα την κυρία Βλαζάκη και όλους που με βοηθήσανε. Και, τώρα, είμαι ένας συνταξιούχος, ένας αγρότης, ένας παππούς με τέσσερα εγγονάκια. Κάθομαι στη Γαύδο, εδώ είναι το σπίτι μου. Καλά είναι. Να σου πω για τα παλιά; Εδώ γεννήθηκα. Μικρός, στο χωριό Βατσιανά το πατρικό μου, εκεί ήμασταν, στα μικρά μου χρόνια, τριάντα παιδιά; Θυμάμαι, στο σχολείο μόνο, σαράντα εφτά μαθητές, στο δημοτικό σχολείο σαράντα εφτά μαθητές! Θυμάμαι, σε όλη τη Γαύδο, γύρω στα τετρακόσια άτομα πληθυσμό, ντόπιο, βέρα Γαυδιώτες. Τώρα, δυστυχώς, έχουμε μείνει πολύ ελάχιστοι Γαυδιώτες Γαυδιώτες και λυπάμαι γι' αυτό, αλλά έτσι τα 'φεραν οι καιροί. Πιστεύω ότι και οι τωρινοί νέοι μπορεί να το προσέχουν το νησάκι, όπως το προσέχουνε, και να αυξηθούνε πάλι σιγά σιγά. Για τη ζωή της Γαύδου; Θα σου πω ένα πράγμα–

Ε.Τ.:

Θα θέλατε, ας πούμε, να μας πείτε πώς ζούσατε τότε; Γνωρίζουμε ότι το νησί δεν είχε ρεύμα...

Χ.Β.:

Θα σου πω ένα πράγμα: όσο για τη διαμονή στη Γαύδο ήταν κάπως δύσκολα, αλλά τότε δεν υπήρχε ζήλια, να πεις: «Ο άλλος έχει αυτοκίνητο, εγώ δεν έχω». Είχαμε όλοι γαϊδουράκια, όλοι, ήταν τα μεταφορικά μέσα, με τα πόδια και τα γαϊδουράκια, και έτσι, δεν είχαμε ζήλια ο ένας για τον άλλο. Είχαμε ομόνοια, που ήταν το σπουδαιότερο, ομόνοια στη Γαύδο. Ο θάνατος κάποιου ήτανε για όλη τη Γαύδο. Η χαρά κάποιου, παντρευόταν, βάφτιζε, ήτανε για όλη τη Γαύδο, έκανε καλέσματα... Πανηγύρια: κάθε εκκλησία, είχε το πανηγύρι της, την αρτοπλασία τση. Επηγαίναμε στα σπίτια, μετά την εκκλησία, και μας εκάνανε τραπέζι, κάθε χωριό, στα σπίτια μας επαίρνανε και επηγαίναμε. Παίρναμε ή μας επαίρνανε και πηγαίναμε σε κάθε σπίτι, πέντε-δέκα μοιραζόμαστε και, έτσι, ήταν πολύ όμορφα. Όσο για τη διατροφή; Εγώ είμαι μεταπολεμικής γενιάς. Η αλήθεια είναι ότι δεν επείνασα, δεν θέλω να κρύβομαι. Είχα δύο γονείς άξιους και η μάνα μου έναν παραπάνω. Και από ψάρια ο πατέρας μου, από κυνήγια ο πατέρας μου, από ζώα είχε ο πατέρας μου. Η μάνα μου δούλευε κι αυτή. Το λάδι μας, το ψωμί μας... είχαμε, δεν επεινάσαμε. Πρώτο πρώτο ήταν το φρούτο της Γαύδου, η παχούντα.

Ε.Τ.:

Η παχούντα; Τι είναι αυτό;

Χ.Β.:

Η παχούντα. Ήταν το κριθάρι, το θερίζανε πράσινο, μεστό βέβαια, μεστωμένο, μεστωμένο το θρουλίζαμε, το βάναμε στο φούρνο –ξυλόφουρνους που είχαμε και φτιάχναμε το ψωμί–, ξεραινότανε, το αλέθαμε μετά με το χειρόμυλο και φτιάζαμε την παχούντα. Και ξέρεις πώς γινόταν αυτό που έβγανε; Όπως γίνεται ο χαλβάς που φτιάζομαι, έτσι. Με νερό, με ζάχαρη – λίγη ζάχαρη, γιατί δεν είχαμε και ζάχαρη, η ζάχαρη ήταν δύσκολο... και το τρώγαμε. Ύστερα, όποιος είχε ζώα στο σπίτι του, είχε το γάλα, το τυρί, το κατσικάκι. Δεν πεινάσαμε, δηλαδή η γενιά η δική μου κι άλλοι, που ήταν μεταπολεμική. Δεν είχαμε, το μόνο που δεν είχαμε, τα λεφτά[00:05:00]. Τότε, στα μικρά μου χρόνια, να πας σε ένα καφενείο, να πάρεις μια γκαζόζα και να την πιείτε δυο μαζί για να μην τη πληρώσετε, πενήντα λεπτά είχε τότε, αλλά, εντάξει, παλευότανε. Από συγκοινωνίες; Είχαμε ένα καράβι, που θυμάμαι εγώ, τριάντα χρόνια και πηγαίναμε, όποτε ήταν καλός ο καιρός, στην Παλιόχωρα. Αλλά εκάναμε τσι προμήθειές μας εδώ στη Γαύδο, γιατί δεν υπήρχανε... υπήρχανε ένα-δυο μαγαζάκια, ψευτομαγαζάκια. Προμήθειες από την Παλιόχωρα. Πηγαίνει, ψωνίζει όλο τον χειμώνα, το ρύζι, όλα όλα όλα όλα και είχαμε τον χειμώνα. Καμιά φορά, άμα 'θελα λειφτούμε, παίρναμε δανεικό, παίρναμε ένα κιλό λάδι, π.χ., το γυρίζαμε μετά από δέκα μέρες, από πέντε και, έτσι, δεν υποφέραμε. Οι γονείς μας ίσως υποφέρανε πιο πολύ, γιατί ήτανε και με την Κατοχή, εγώ ήμουνα μετά την Κατοχή γεννημένος. Εμείς, η γενιά η δικιά μου δεν υπόφερε. Καλά ήτανε, καλά ήτανε. Είχαμε μια αύρα, ένα ωραίο πράγμα. Μονομερίζαμε όλο το χωριό μαζί, κάθε βράδυ, και καθίζαμε στα σπίτια στα αυτά... Δεν υπήρχε το μίσος, δεν υπήρχε η κακία, δεν υπήρχε «Ο θάνατός σου η ζωή μου». Αυτά τα πράγματα δεν τα έχω ζήσει εγώ. Καθένας με το κισμέτι του, ρε παιδιά. Ό,τι δουλέψεις, ό,τι προσφέρεις, θα πάρεις. Αυτά λέω πολλές φορές στα παιδιά μου. Εντάξει, εγώ μετά μεγάλωσα, παντρεύτηκα, έκανα τρία παιδιά. Ήρθαμε εδώ κάτω, τα παιδιά μου, η γυναίκα μου, ούλοι μαζί. Κάτι εφτιάξανε, βρήκανε ένα ποτήρι, το κάμανε πέντε. Μπράβο ντονε, γεια στα χεράκια ντονε. Εγώ, τώρα, είμαι συνταξιούχος, εντάξει, το παλεύω. Περισσότερα τώρα, τι να σου πω κορίτσι μου; Ό,τι θες να με ρωτήσεις, εδώ είμαι.

Ε.Τ.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω, πώς ήταν να ζείτε στη Γαύδο χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα; Πώς, δηλαδή, βιοποριζόσασταν;

Χ.Β.:

Ήτανε συνήθεια η ζωή, η καθημερινή. Το ρεύμα, δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά τότε αν είχαμε π.χ. κρέας, το τσιγαριάζαμε. Τσιγαριαστό λαγό έχεις φάει; Αφού είσαι από τον Χάρακα; Τσιγαριαστές πέρδικες, το 40 ευρώ! Αν εσφάζαμε κάνα γουρούνι, το κάναμε σύγκλινα, το κρέας το χοιρινό.

Ε.Τ.:

Στα κιουπάκια;

Χ.Β.:

Ναι ναι, τα ξέρεις! Τώρα τα υπόλοιπα, εντάξει, παλευότανε, παλευότανε.

Ε.Τ.:

Πώς μαγειρεύεται, ας πούμε;

Χ.Β.:

Το φως; Το φως; Δεν είχαμε τηλεόραση, κορίτσι μου, ίντα λέω ψέματα; Είχε ένα ράδιο εκειά ένας, που ήτανε πρόεδρος της Γαύδου παλιά... ήφερε το πρώτο ράδιο και πηγαίναμε, να πα να ακούσομαι, λέει, το ράδιο. Στα μικρά μου χρόνια, να ακούσουμε το ράδιο... Οι γιαγιάδες, κι έλεγε μία γιαγιά: «Πού στο διάολο μπήκανε», λέει, «εκειά μέσα οι αθρώποι;», για το ράδιο!

Ε.Τ.:

Της φαινόταν πρωτόγνωρο.

Χ.Β.:

Πρωτόγνωρο το ράδιο. Μετά, πήραμε καθένας, ζήλια ζήλια, επήρε ο ένας, επήρε και ο άλλος. Σε έναν χρόνο γεμίσαμε με ραδιόφωνα ούλοι. Και έτσι, αρχινίξαν μετά και οι τηλεοράσεις, έτσι αρχινίξαν όλα, όλα, όλα, όλα, όλα. Δεν υπήρχε, ούτε τηλέφωνο δεν υπήρχε. Υπήρχε ένα τηλέφωνο και ήμουνα 20 χρονών όντε το βάλανε περίπου: «Σκάσε Τούρκο, να γεμίσω, να σου παίξω, να σου σβήσω», καρβουνιστήρι, και γύριζες το χειρόμυλο, για να καλέσεις, να πάρεις στην Παλιόχωρα, να σε συνδέσουν από την Παλιόχωρα να μιλήσεις. Εγώ δεν είχα τηλέφωνο στα μικρά μου χρόνια, δεν υπήρχε. Κι άμα ήτανε αυτό, με τον ασύρματο, επηγαίναν τώρα καμιά ανάγκη, τον ασύρματο της αστυνομίας. Ήταν ο ασυρματιστής και πήγαινε και γύριζε τζίνα, για να μιλήσει για να δώσει το σήμα ότι «Είναι ένας άρρωστος, να 'ρθει ελικόπτερο, να 'ρθει», έτσι ερχόταν. Το μόνο... ερχότανε με το παραμικρό εξυπηρέτηση στη Γαύδο, από το Πολεμικό Ναυτικό και από τα ελικόπτερα. Η αλήθεια είναι ότι εκεί είμαι πολύ ευχαριστημένος, μας είχανε προσέξει, το κράτος. Εντάξει, τα υπόλοιπα... Όταν έγινε το δημοψήφισμα το '74, μου κάναν μία ερώτηση: «Γιατί, ρε Μπάμπη, εδώ έχετε όλοι βαλμένο "Ναι" βασιλιά και όχι...» –θυμάσαι ή αν έχεις ακούσει–, γιατί, λέει, εψηφίσαμε στη Γαύδο όλοι βασιλιά. Γιατί, ξέρεις τι έγινε; Τότε, που είχε έρθει η Φρειδερίκη παέ με τον Παύλο τον βασιλιά και με τον Κωνσταντίνο τον τέως –το θυμούμαι σαν να 'ναι ψες–, τους φέρανε στο λιμάνι και τους δώσανε κάτι κουβέρτες και τους βγάλανε έξω με ένα σκαφάκι, και ρωτούσαν τώρα τσι γυναίκες, τσι ερώτα η βασίλισσα η Φρειδερίκη: «Τι θέλετε δώρο να σας εκάμουμε παιδιά και αυτό;». Άσε, άλλοι ντρέπονταν, άλλοι φοβούνταν, άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς... Πετιέται μία γιαγιά και λέει: «Ε, παιδί μου, έπαε έρχουνται ούλοι και μας ετάσουν και μας μασκαρεύουνται. Να μας εφέρεις έναν μύλο, να αλέθουμε το κριθάρι, γιατί γιάε τα χέρια μου πώς είναι, που αλέθουμε το κριθάρι με το χειρόμυλο». Σε οχτώ μέρες απάνω, έστειλε η βασίλισσα η Φρειδερίκη[00:10:00] έναν μύλο που άλεθε το ψωμί, το στάρι και το κριθάρι. Και υπάρχει ακόμη, αλλά εχάλασε στο σπίτι. Άλεθε τόνους τότε, εγώ θυμούμαι και πηγαίναμε και δυο δυο τα αλέσματα, με τσι γαϊδάρους, δεν είχε αμάξι, και τα αλέθαμε. Και μετά, λέω: «Γιατί να μην την ψηφίσουνε; Αυτή ήρθε κάτι είπε και το 'φερε», η Φρειδερίκη. Τα υπόλοιπα τώρα, τι να σου πω, ρε κούκλα μου, τι να σου πω.

Ε.Τ.:

Από νερό ας πούμε πώς κάνατε μπάνιο, πώς–

Χ.Β.:

Νερό, είχαμε δεξαμενές, ομβριοδεξαμενές. Η Γαύδος έχει τριακόσιες ομβριοδεξαμενές και γεμίζανε νερό τον χειμώνα, καθαρίζαν τις αυλές και γεμίζανε νερό και είχαμε και το καλοκαίρι. Το φυλάγαμε σαν κόρη οφθαλμού το νερό. Δεν κάναμε καταναλώσεις μεγάλες. Βγαίνανε και μερικά πηγαδάκια, είχανε φτιάξει εκεί πέρα, που έβγαινε νερό και, ντάξει, βολευόμασταν με το νερό. Δεν είχαμε μεγάλα μποστάνια: ένα κηπάκι, μια κολοκύθα, δυο ντομάτες, δυο βλήτα. Τα περισσότερα σπίτια στη Γαύδο είχαν τέτοια.

Ε.Τ.:

Ναι. Κάνατε, δηλαδή, όλοι γεωργικές εργασίες; Τι είδους εργασίες συνέβαιναν;

Χ.Β.:

Το κύριο έργο των αγροτών ήτανε κριθάρι και στάρι, το ψωμί. Φακές, μπιζέλια, κουκιά, τέτοια πράγματα για να τα τρώμε. Αυτά που γινόταν εδώ στη Γαύδο. Εγώ κι ακόμη κάνω μπιζέλια, ρε συ. Τώρα, έχω δέκα κιλά στον καταψύκτη μου αρακά, αρακά, τον πράσινο τον αρακά έχω ακόμη. Και κουκιά και αρακά έχω βάλει.

Ε.Τ.:

Θέλετε να μας πείτε πώς φυτεύουμε αρακά; Πώς τον μαζεύουμε;

Χ.Β.:

Ο αρακάς... τονε σπέρνεις τον Οκτώβρη που βρέχει, φρεζάρεις, γιατί εδά έχομαι φρέζες δεν έχουμε μπλιό άλογα και ζα, τώρα έχομαι τσι φρέζες, και τον αφήνεις εκεί και τον Απρίλη, απού δένει τις λάπες, τα λουριά, κόβεις αυτό και ένα ένα το καθαρίζεις και το βάζεις στην κατάψυξη. Όπως και τσι αγκινάρες έχομε, κι αγκινάρες έχομε και, ντάξει...

Ε.Τ.:

Παλιά τι εργαλεία είχατε για να–

Χ.Β.:

Οργώνουμε;

Ε.Τ.:

...οργώνετε τη γη, για να δουλεύετε με τη γη;

Χ.Β.:

Είχαμε σκαλίδα και γαϊδάρους – και βούγια, συγγνώμη, βόδια που οργώναμε, αυτά. Το δεύτερο τρακτέρ στη Γαύδο το είχα πάρει εγώ, πριν πολλά χρόνια, ένα μικρό, έναν «Μινώταυρο», ναι. Έσπασε, τελικά, το πουλήσαμε, τέλειωσε.

Ε.Τ.:

Και Θα ήθελα να σας ρωτήσω, όταν κάποιος αρρώσταινε εδώ στη Γαύδο, αφού δεν υπήρχε η υποδομή–

Χ.Β.:

Σου είπα, σου είπα ότι πριν το τηλέφωνο ήταν οι ασυρματιστές, οι χωροφύλακες. Είχαμε ασυρματιστή, γιατί παλιά εγώ θυμούμαι εφτά-οχτώ χωροφύλακες εδώ κι επηγαίνανε στο Καστρί, κι έπαιρνε τηλέφωνο η αστυνομία στα Χανιά, και στέλνανε ελικόπτερο ή κάνα Πολεμικό Ναυτικό άμα τύχει, αναλόγως το τραύμα ή την αρρώστια που είχε ο καθένας, και ερχόταν και μας επαίρνανε. Γιατρό δεν θυμάμαι τώρα, τα μικρά μου χρόνια, ο δάσκαλος ερχότανε σε όλα μου τα χρόνια, που πήγαινα στο σχολείο εδώ. Κανονικά ο δάσκαλος, αλλά γιατρό δεν είχαμε τότε εδώ στη Γαύδο. Κι εμένα έκανε τση μάνας μου η αδερφή τη μαμή και έπιανε τα παιδιά. Χίλια παιδιά έχει πιασμένα αυτή. Ξεγεννούσε τις γυναίκες, ναι, εδώ, αλλά όλες με φυσιολογική γέννα.

Ε.Τ.:

Ναι, ναι. Ήθελα να σας ρωτήσω, μας είπατε για τις γεωργικές εργασίες που κάπως το κλίμα του νησιού ήτανε συνεργατικό, δουλεύατε όλοι μαζί, ας πούμε.

Χ.Β.:

Δεν δουλεύαμε όλοι μαζί. Τον Οκτώβριο όλοι οργώνανε, το Μάη όλοι εθερίζανε, αν τελειώνανε το θέρος πιο νωρίς, οι χωριανοί ο ένας με τον άλλο βοηθούσε μετά για να τελειώσουνε. Αλλά όχι ότι εδώ όλοι μαζί. Υπήρχε η αλληλεγγύη, εβοήθα ο ένας τον άλλο, θέλω να πω. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά. Υπήρχε, τα χρόνια μου, υπήρχε η συγγένεια, υπήρχε ο ξάδερφος και ο θείος και ο παππούς και η γιαγιά και όλα, όλα, όλα. Τώρα, λίγο λίγο έχουνε χαλάσει λίγο, και λυπούμαι γι' αυτό.

Ε.Τ.:

Οι μόνιμοι κάτοικοι της Γαύδου, που μου είπατε, ζούσατε όλοι στα Βατσιανά;

Χ.Β.:

Όχι, σε όλη τη Γαύδο. Ήτανε στα Βατσιανά ένα χωριό, ήταν το Καστρί το δεύτερο χωριό, ήταν στην Άμπελο, ήταν στα Μετόχια, παντού ήταν οι ανθρώποι, δεν ήταν μόνο στα τρία χωριά. Τα Βατσιανά ήταν το μεγαλύτερο χωριό τότε, γιατί ο παπάς δεν εγύριζε την Ανάσταση αν δεν είχαν πάει οι Βατσιανοί, λέει: «Ήρθαν οι Βατσιανοί; Ε, Να τη γυρίσουμε την Ανάσταση το βράδυ»! Ντάξει, καλά ήτονε. Δεν μπορείς να περάσεις τη ζωή σου... και δυσάρεστα θα σου τύχουνε και ευχάριστα θα σου τύχουνε, αλλά, δόξα τω Θεώ, αν τα υπολογίσουμε και τα ζυγίσουμε, στο καλό μο[00:15:00]υ 'χουνε πάει, στο καλό, κατάλαβες;

Ε.Τ.:

Και μας είπατε ότι είχατε είκοσι χρόνια υπηρεσίας σαν ταχυδρόμος στο νησί. Θέλετε να μας περιγράψετε λίγο πώς ήταν αυτό;

Χ.Β.:

Ναι. Εγώ πήγαινα στο λιμάνι, έπαιρνα το ταχυδρομείο απ' το καράβι, διανέμενα τα γράμματα, τα γεροντικά λεφτά, τσι επιταγές, ό,τι είχανε, και έκλεινα τον σάκο πάλι και τον έστελνα πίσω, έκανα άλλο σάκο, πάρε-δώσε. Ντάξει, από κει καλά επέρασα, δεν έχω παράπονο. Στο ταχυδρομείο υπήρχε αλληλεγγύη, βοήθεια, ό,τι αυτό με βοηθούσανε. Τώρα, λίγο λίγο έχουνε μπλέξει τα πράγματα, έχουν αλλάξει... Ντάξει, καλά είναι και τώρα.

Ε.Τ.:

Εσείς γνωρίζετε το κάθε σπίτι και του πηγαίνατε τα γράμματα; Πώς λειτουργούσε, δηλαδή;

Χ.Β.:

Εδώ στη Γαύδο ήξερα εγώ πού κουνεί χαλίκι. Ήξερα όλους τους Γαυδιώτες έναν έναν. Άμα ήταν καμιά γιαγιά, κανείς παππούς, που δεν μπορούσε να περπατήσει, του πήγαινα τα λεφτά στο σπίτι του – τσι συντάξεις μιλάμε. Έκανα, φράγκα, φάκελους, πολλά. Τότε, δεν υπήρχαν ούτε οι φορολογίες ούτε αυτά. Εντάξει, ήξερα, και τσι τουρίστες ακόμα γνώριζα τα τελευταία χρόνια. Τέσσερα χρόνια έχω σταματήσει, πέντε τώρα, ναι. Για την Αρχαιολογία; Να σου πω ένα πράγμα; Νομίζω πως είναι η καλύτερή μου καριέρα που πέρασα, γιατί είχα πολλή συνεργασία με την Εφορία Χανίων Κλασικών Αρχαιοτήτων και με την κυρία Βλαζάκη και με την κυρία Δροσινού και όλους όλους εκεί που ήταν σε αυτό. Ερχόταν και κάνανε εδώ δυο-τρεις φυσικές ανασκαφές, που υπάρχουν ακόμα, κάτι ελαιοτριβεία και κάτι πιθάρια, κάτι τάφοι που έχουμε αναδειχθεί. Ντάξει, καλά ήταν. Βγάλαμε κάτι ωραία αγγεία, που υπάρχουν τώρα στο μουσείο Νεολιθικής Εποχής, στο μουσείο στα Χανιά, ναι, και μπορείτε να πάτε να τα δείτε, γιατί εγώ τα είδα, μετά απόντα καθαρίσαν και τα φτιάξανε, και είναι πρώτα αυτά και μετά είναι του Μητσοτάκη η συλλογή. Ήταν και του Μητσοτάκη η συλλογή που έχει παραδώσει εκεί, ο μακαρίτης ο Μητσοτάκης, ο γέρος. Ντάξει. Τα υπόλοιπα; Οι θάλασσες, οι καιροί, οι φιλίες, οι μονοτονίες, οι μοναξιές, αυτά όλα τα περάσαμε και συνεχίζουνται, όπως το έχει γραμμένο. Το κύριο επάγγελμά μου ακόμη; Κάνω αγροτικές δουλειές, γιατί δεν μπορώ να κάτσω. Δεν μπορώ να κάτσω, άμα κάτσω θα πεθάνω, κατάλαβες; Και θέλω να ασχολιούμαι, είμαι 74 χρονώ στη ζωή μου, εντάξει, τον κύκλο της ζωής όπου να 'ναι τον έχω κάνει, αλλά ακόμα είναι νωρίς.

Ε.Τ.:

Εντάξει... Και με τι είδους γεωργικές εργασίες ασχολείστε, εκτός από τον αρακά που μας είπατε;

Χ.Β.:

Μόνο τα ζωντανά έχω γω, τα ζωντανά που τονε σπέρνω κάμποσο κριθάρι με το τρακτέρι και τα ταΐζω το χειμώνα. Το καλοκαίρι σπέρνω κάνα τριφύλλι, κάνα καλαμπόκι –αφού είσαι από το Χάρακα, ξέρεις!

Ε.Τ.:

Και έχετε ζώα, δηλαδή είστε κτηνοτρόφος τώρα;

Χ.Β.:

Έχω έχω κάμποσα, έχω. Ε, εξυπηρετούμε την οικογένεια!

Ε.Τ.:

Πώς είναι η ζωή του κτηνοτρόφου, δηλαδή–

Χ.Β.:

Τώρα είναι εύκολα. Μια φορά ήταν τα δύσκολα, που έπαιρνες το πρωί το σακούλι με λίγο ψωμάκι, κάνα αβγουλάκι, καμιά ελιά και γύριζες όλη μέρα ως το βράδυ, το βράδυ εβούργιζες τσι κατσίκες σου. Τώρα, έχουμε τα σύρματα, έχουνε άλλα πράγματα, είναι τώρα εύκολο, τώρα είναι πολύ εύκολο, δεν είναι όπως μια φορά.

Ε.Τ.:

Θυμάστε να μας περιγράψετε μήπως μία ρουτίνα καθημερινότητας παλιά για κάποιο κτηνοτρόφο;

Χ.Β.:

Υπάρχει, να σου πω γω, εγώ το πρωί εσηκωνόμουνα, έβανα το σακούλι ό,τι είχα, ελιές, κάνα αβγό, καμιά ελιά, λίγο τυράκι, το πρωί, και το 'βανα στην πλάτη μου κι ένα μπουκάλι νερό και εγύριζα το βράδυ που ήτανε ηλιοβασίλεμα, από ήλιο σε ήλιο! Έξω, ακολουθούσα τσι κατσίκες γύρω γύρω, γιατίς φαινότανε η Γαύδο... ήταν κουραστικό, δεν ήταν όπως τώρα. Αλλά ήξερε και πότε θα γεννήσει, ήξερε και πότε θα τ' αρμέξεις, ήξερε και πότε θα κάτσει, ήξερε τα πάντα. Τώρα, τα παρατηρήσαμε ελεύθερα, πράμα δεν είναι τώρα, πράμα δεν είναι τώρα. Αυτά. Πες μου πράμα άλλο, αν θέλεις.

Ε.Τ.:

Ναι, θα ήθελα να σας ρωτήσω: Θυμάστε πότε ξεκίνησε το μέρος να είναι τουριστικό και πώς είναι η συμπεριφορά των τουριστών απέναντι στο νησί;

Χ.Β.:

Περίπου, γύρω στο '79-'80 αρχινήσανε τα μαγαζιά εδώ κάτω, φτιαχνόντανε. Ντάξει, ερχόντουσαν λίγοι λίγοι τουρίστες, μια τριανταριά-πενήντα τον χρόνο; Το καλοκαίρι; Μετά, αρχινήσανε και όλη τη χρονιά. Τι να πω ρε[00:20:00] παιδιά; Να πω ότι δεν εδώκανε καλό; Εδώκανε, τόσα λεφτά, τόσο αυτά. Εδώ είναι χρυσωρυχείο, η Γαύδος, αν το σκεφτείς. Άμα έλειπε ο τουρισμός, τι να κάνεις; Όλη η νεολαία ασχολιέται με τον τουρισμό. Βγάνουνε ελιές, βγάνουνε πολλά, αλλά κάτι λίγα πράγματα να περνούνε τον επιούσιο. Γιατί είναι λίγη η εποχή, είναι μικρή η σεζόν. Ενώ μπορούσε να προεκταθεί, γιατί προσφέρεται και για χειμερινό τουρισμό.

Ε.Τ.:

Πότε ξεκινάει η σεζόν στη Γαύδο;

Χ.Β.:

Ανοίγουν από τον Μάιο, αλλά και πώς ανοίγουν; Δεν έχουν δουλειά. Εδά είναι 20 Ιουλίου-20 Αυγούστου, εκεί πάει η σεζόν, η δουλειά, μετά χαλαρά. Τι να πω, ότι ο τουρισμός πως δεν έχει αφήσει; Έχει αφήσει πολλά, άλλα εκεί χαλάει και λίγο ο κόσμος, με τον τουρισμό. Καλά, καλά, άγια... όχι, όμως, ότι φταίνε οι ανθρώποι, εμείς φταίμε, μονάχοι μας βάζουμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας, κατάλαβες;

Ε.Τ.:

Οι ντόπιοι εννοείτε.

Χ.Β.:

Ε, οι ντόπιοι, οι ντόπιοι, όλοι έρχονται... Τώρα, μην τα ψάχνεις αυτά.

Ε.Τ.:

Ναι, ναι, εντάξει. Και σε σχέση με τους αρχαιολογικούς χώρους που μας είπατε, ότι συμμετείχατε σε ανασκαφές και έρευνες. Στη Γαύδο, θα θέλετε να μας πείτε τι αρχαιολογικοί χώροι υπάρχουν;

Χ.Β.:

Το εν τρίτο της Γαύδου είναι Α΄ Αρχαιολογική ζώνη, το εν τρίτο. Έχω χάρτες τση Αρχαιολογίας και, σύμφωνα με αυτά που έχουνε ειπωθεί κι έχουνε αποδείξεις, είναι το εν τρίτο Α΄ ζώνη, και αν παεις ακόμα και στο χωριό, στην Άμπελο, όπου πήγες εχθές, είδες από πάνω πάνω; Είναι μινωικός οικισμός, ομοιάζει.

Ε.Τ.:

Ναι.

Χ.Β.:

Αν βγάλεις δυο-τρία κτίρια που είναι 'κεια στη μέση [Δ.Α.], τα άλλα είναι μινωικός οικισμός. Αν το δεις από τη βόρεια μεριά, τον φάρο, και κοιτάξεις. Το ίδιο και τα Βατσιανά, το ίδιο είναι και το Καστρί, αμφιθεατρικά. Τώρα, κάνανε κάτι καινούργια, κάτι... Όλα τα παλιά ήτανε έτσι, στο μινωικό στιλ, κι έχουν χτιστεί και ακόμα κτίρια πάνω σε μινωικούς τοίχους, παλιούς. Γιατί έτσι γεννηθήκαμε, ζήσανε οι ανθρώποι. Και όπως είναι και στον Αϊ-Γιάννη τα κτίρια, οι λατομεύσεις, αυτά, υδραγωγεία... πολιτεία εκεί πίσω, μέχρι του Λαβρακά. Είναι το νεκροταφείο, είναι το υδραγωγείο που έρχεται μέσα απ' το... που μπορεί και τώρα με λίγα λεφτά να δουλέψει σωστά το υδραγωγείο, γιατί υπήρχαν οι κλίβανοι, οι κλίβανοι που φτιάζανε τα αγγεία, και ακόμη ο ένας μπορεί να δουλέψει, ρωμαϊκής εποχής. Εντάξει, ό,τι ξέρω, ό,τι μου 'χουνε κι εμένα διδάξει, γιατί δεν είμαι της σχολής, αρχαιολόγος. Είμαι ό,τι «έκλεψα», ό,τι επήρα από αυτό που λέγανε οι αρχαιολόγοι. Τα αγγεία που υπάρχουν στη Γαύδο είναι πάρα πολλά αιγυπτιακά. Αυτά, κοπελιά μου. Πες μου, ρώτα με.

Ε.Τ.:

Μου λέγατε για τα ευρήματα, τα αρχαία ευρήματα στο νησί που σχετίζονται κυρίως με ρωμαϊκή–

Χ.Β.:

Είναι μινωικά, νεολιθικής εποχής και μινωικά, αυτά που έχουνε βγει στην επιφάνεια, μέχρι σαλτσιέρες από μια βραχοσκεπή, μέχρι... από το Καστρί, από το Καλύβι μια τοποθεσία και από τον Κόρφο, που έχουνε βρει νεολιθικής εποχής – πού είναι το... έχουνε περάσει εδώ, χαλάσανε τις πινακίδες. Και είναι που λες αρχαιότητες πολλές, πολλές στη Γαύδο, πολλές. Όπου πάεις θα δεις παλιούς οικισμούς, παλιά θεμέλια, παλιά αυτά. Να, εδώ, μέσα μέσα είναι ολόκληρο ελαιοτριβείο και ολόκληρη αυτή – πού είναι του Χαρώτου το μαγαζί; Εκεί, αν πάρεις απάνω, όλο είναι γεμάτο αρχαία κτίρια, γεμάτη η άμμος, θαμμένα κάτω. Εκεί, στον δρόμο θα βρεις δυο-τρία πιθάρια. Εγώ το έχω δουλέψει εκεί και από πάνω ακριβώς στη στροφή, άμα θες να πας να δεις καμιά μέρα, που έχουν ένα δοχειάκι εκεί κλεισμένο γύρω γύρω, πήγαινε εκεί απάνω – πού είναι του Χαρώτου; Ευθεία πάνω, που πάει ο δρόμος για τον Αϊ-Γιάννη, περνάς, από πάνω είναι ένα ελαιοτριβείο σε καλή κατάσταση, δηλαδή δουλεύουν ακόμα και τα πιεστήρια και οι μυλόπετρες, ούλα.

Ε.Τ.:

Και ανήκει στη μινωική περίοδο;

Χ.Β.:

Τι;

Ε.Τ.:

Ανήκει σε ποια περίοδο ιστορική;

Χ.Β.:

Ρωμαϊκής.

Ε.Τ.:

Ρωμαϊκής.

Χ.Β.:

Είχαμε ελιές, τότε πρέπει να είχαμε ελιές. Τότε, επί ρωμαϊκής εποχής, πρέπει να ήταν ελιές πολλές και κρασί πολύ. Έχουνε βρεθεί εβδομήντα δύο πατητήρια, κρασοστάφυλα, για κρασί εδώ στη Γαύδο, εβδομήντα δύο επιφανειακές και εκτός από αυτά που δεν έχουν βρεθεί. Όλα τα χωριά, όλα τα μετοχάκια έχουνε και... ο καθένας είχε το πατητήρι του. Κάνανε πολύ κρασί, επίνανε κρασί. Τότε πίνανε κράσους οι Ρωμαίοι!

Ε.Τ.:

Και, ήθελα να [00:25:00]σας ρωτήσω, τα πηγάδια στο Λαβρακά πόσα χρόνια υπάρχουν;

Χ.Β.:

Δεκαπέντε χρόνια το ένα; Παλιά το ανοίξανε. Μα βγαίνει στην παραλία, βγαίνει νερό. Το ανοίξανε ακριβώς στην πάνω μεριά, βγαίνει και καλό νερό εκεί ακόμη. Και ακόμα έχουν άλλο ένα δίπλα ανοιγμένο και έχει και μια επικήδειο στήλη από πάνω, μια πλάκα από τάφο, δηλαδή, με το σταυρό.

Ε.Τ.:

Πριν έρθω στο νησί, διάβασα μία έρευνα για την έλλειψη νερού στο νησί. Ξέρετε εσείς κάτι γι' αυτό; Αν τελειώνει το νερό εδώ;

Χ.Β.:

Κοπελιά, εδώ νερό ακόμη πόσιμο δεν υπάρχει. Έχουνε κάνει γεωτρήσεις, έχουνε βγάλει νερό. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε, καλύφτηκε φέτος με την ανομβρία. Έχει περάσει το νερό, καλά ήτανε. Εντάξει, δεν έχουμε παράπονο, αλλά νερό νερό να πιούμε εγώ δεν έχω δει, πόσιμο νερό. Είναι κάτι ομβριοδεξαμενές, απού εκείνο μπορεί να το χρησιμοποιήσουμε για να πηγαίνουμε να βάζουμε τον κουβά, να πίνεις όπως έπινα μια φορά όταν ήμουνα στη γιαγιά σου. Ενώ δίνω 150 ευρώ και παίρνω μια παλέτα νερό, έρχεται από την Παλιόχωρα και το πίνω. Για να λέω τώρα; Σαν τσι γραίς, που πηγαίνανε και γεμίζανε κάνιστρα και παγούρια; Και αυτές θα χρησιμοποιούνε το δίκτυο, τις τελειώσαν όλες τις δεξαμενές και έρχεται ανακατεμένο με τα άλλα νερά, με τα αλμυρά. Άστα, άστα. Έχουνε κάνει αράχνη στη Γαύδο δίκτυα και πάει.

Ε.Τ.:

Σε σχέση με τον τουρισμό, που σας ρώτησα και πριν, οι άνθρωποι οι οποίοι επισκέπτονται το νησί και δεν είναι ντόπιοι, έχετε δει να σέβονται τον χώρο; Πώς–

Χ.Β.:

Αυτοί τον σέβονται, εμείς δεν τονε σεβόμεθα. Μα οι τουρίστες τονε σέβονται και τονε καλοσέβονται, κοπελιά, και μπράβο ντονε, κι εμείς ό,τι μπορούμε βέβαια, αλλά πιο καλά τονε σέβονται οι ξένοι παρά τσι δικούς μας. Ε, αν είναι κανείς άσχετοςν τον σουτέρνουνε πάλι οι τουρίστες. Έτσι είναι, ναι, σέβονται.

Ε.Τ.:

Θέλετε να μας πείτε πώς αισθάνεστε σε σχέση με την ενέργεια του νησιού; Πώς είναι σαν τόπος η Γαύδος; Πώς την έχετε ζήσει εσείς;

Χ.Β.:

Η Γαύδος είναι, όπου και να κάτσεις, έχει ενέργεια από κάτω. Όπου και να πάεις, σου δίνει δύναμη. Είναι άλλος τόπος, είναι από άλλο πλανήτη ερχόμενο αυτό το νησί! Είναι μόνο ενέργεια! Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου, που έχει τόσο μπαμπάκι, και δεν ευχαριστιέσαι ύπνο, και ξαπλώνεις έξω, σε ένα πεύκο από κάτω, σε έναν κέδρο από κάτω, και αράζεις στο χώμα και ευχαριστιέσαι τον ύπνο. Άραγε, δεν είναι ενέργεια αυτή; Και τότε που ήμουνα το διαπίστωνα, σαν φύλακας αρχαιοτήτων πίσω στο κεδρόδασος, στον Αϊ-Γιάννη που πήγαινα, καταλάβαινα ότι ήμουνα άλλος άνθρωπος. Δεν κουραζόμουνα, ενώ περπατούσα ώρες, δεν κουραζόμουνα εκεί. Έβγαινα κάπου αλλού, χαμήλωναν οι μηχανές. Σαν να μου 'δινε οξυγόνο, σαν να μου 'δινε... Γι' αυτό είχαν επιλέξει εκεί πίσω, πιστεύω, και είχε γίνει, πιστεύω, πολιτεία στον Αϊ-Γιάννη στο Λαβρακά.

Ε.Τ.:

Εννοείται ότι δημιουργεί αυτήν την αίσθηση το μέρος;

Χ.Β.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Ντάξει, εγώ πιστεύω αυτό, τώρα καθένας έχει τη γνώμη του. Λέω τη γνώμη μου, ε; Τη γνώμη μου.

Ε.Τ.:

Εννοείται, εννοείται, μην ανησυχείτε καθόλου. Ένα παιδί, ας πούμε, για να μεγαλώσει εδώ... Αν θυμάστε εσείς, ας πούμε, την παιδική σας ηλικία. Τι κάνατε, εκτός από το σχολείο που μας είπατε;

Χ.Β.:

Ένα παιδί, για να μεγαλώσει στη Γαύδο... άμα δεν βλέπει ένα παιδί – ξέρεις τι κάνανε μια φορά; Κλείσανε ένα παιδί μέσα, δεν του μιλούσανε καθόλου και το παιδί άρχισε και έκανε όπως άνοιγε την πόρτα, και: «κρρρ», η πόρτα, «κρρρ», κι άρχισε το παιδί – για να δούνε τι γίνεται. Αυτό το λέω σαν παράδειγμα. Ναι, άρχισε το παιδί και έκανε: «κρρρ», «κρρρ», ό,τι έκανε η πόρτα, ανοιγόκλεινε. Ναι, έτσι μαθαίναμε, τι να κάνουμε; Ένα παιδάκι, άμα δεν δει, δεν ξέρει, δεν γυρεύει, ό,τι βλέπει το θέλει. Άμα δεν δω, εντάξει, τι να πει; Τώρα που μεγαλώνει, ότι είναι εύκολα; Εύκολα είναι. Ήταν εύκολα τότε. Τώρα δεν είναι εύκολα.

Ε.Τ.:

Ναι, αυτό ήθελα να μου πείτε. Εσείς σαν παιδί πώς το ζήσατε;

Χ.Β.:

Τότε ήταν εύκολα, πολύ καλά, πολύ καλά. Τότε δεν υπήρχανε ούτε αρρώστιες ούτε κρυώματα. Εγώ ξυπόλητος, γίνηκα 10 χρόνων για να βάλω παπούτσια. Πήγα στο σχολειό ξυπόλητος. Δεν ντρέπομαι να το πω. Και τώρα να αφήσεις το παιδί σου ξυπόλητο; Να μην του 'χεις το καλό φαγητό, να μην του 'χεις καλά ρούχα; Να μην του 'χεις το αυτό; Ένα παντελόνι κοντό και χιόνιζε ο Θεός και ήτονε: άμα μου παίξεις ένα σκαμπίλι από τη μια μεριά, θα γυρνούσα και από την άλλη. Σαν το σκόρδο ολοκόκκινος. Τώρα φταίει, πιστεύω, η κλιματική αλλαγή. Η αλήθεια είναι ότι έχουν αλλάξει οι κλιματικές αλλαγές στο νησί και σε όλη την... Αυτό το καλοκαίρι τώρα, συνεχόμενο καλοκαίρι από τον Μάιο, δεν το ξαναθυμάμαι εδώ, ζεστό, ζεστό, ζεστό καλοκαίρι. Όπως, τον χειμώνα[00:30:00], να κόψει από τον Δεκέμβριο να μη βρέξει, είναι κλιματικές αλλαγές. Γι' αυτό αλλάξαν και δεν υπάρχουν ούτε ελιές ούτε πράμα, χαθήκανε. Αλλάζουνε και πιστεύω ότι και κάθε χρόνο, από δω και ύστερ θα 'χομε περισσότερη ζέστη, κλιματική αλλαγή. Θα δείξει, κάθε χρόνο θα έχει κλιματικές αλλαγές, περισσότερη ζέστη, περισσότερες...

Ε.Τ.:

Πιστεύετε έχει επηρεάσει τη λειτουργία...

Χ.Β.:

Έχει επηρεάσει, βέβαια, έχει επηρεάσει. ντάξει, καλά είναι ακόμα, τώρα δεν ξέρω εσείς πώς το βλέπετε.

Ε.Τ.:

Το απολαμβάνουμε, νομίζω, όλοι αυτό το νησί, με την ίδια ευχαρίστηση.

Χ.Β.:

Το μόνο που σου λέω: αυτό το νησί είναι παρθένο και θέλω να μείνει και παρθένο, αν γίνεται, όσο γίνεται. Δεν λέω να απομείνει έτσι, αυτό, να χτιστούν ορισμένα πέτρινα ωραία, αλλά όχι μεγαθήρια και ξενοδοχεία, χοτέλια και αυτά, αυτά είναι...

Ε.Τ.:

Άρα, οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται τον τόπο, το νησί, δεν μένουν σε ξενοδοχειακά οικήματα, δεν υπάρχει τέτοια.

Χ.Β.:

Δεν υπάρχει υποδομή, υποδομή δεν υπάρχει. Τα καταλύματα που υπάρχουν σήμερα είναι όλα πιασμένα, δεν βρίσκεις. Η υποδομή είναι μικρή αλλά, εντάξει, το ελεύθερο κάμπινγκ ακόμα λειτουργεί, βολεύονται οι ανθρώποι όπως μπορούνε. Τώρα, καλοκαίρι είναι, τι να κάνουνε; Γιατί όχι; Αυτά.

Ε.Τ.:

Ταιριάζει περισσότερο στο χαρακτήρα του νησιού η ελεύθερη κατασκήνωση από το–

Χ.Β.:

Τι κάνει;

Ε.Τ.:

Ταιριάζει περισσότερο στο χαρακτήρα του νησιού η ελεύθερη κατασκήνωση;

Χ.Β.:

Άκου να σου πω ένα πράγμα, εγώ δεν είπα ότι ταιριάζει ή δεν ταιριάζει, εγώ είπα ότι πού θα πάει ο κόσμος, εφόσον δεν υπάρχει υποδομή; Αν υπήρχε υποδομή, αυτοί που είχαν φτιάξει την υποδομή θα 'χανε και παράπονα ότι δεν γεμίζουν τα δωμάτιά τους. Αλλά, δόξα τω Θεώ, τα δωμάτια είναι γεμάτα ολονών και, έτσι, όσοι περισσεύουν κοιμούνται και έξω, τι να κάνουν οι ανθρώποι;

Ε.Τ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, και τελειώνουμε, θα θέλατε να μοιραστείτε ίσως μαζί μας μία ανάμνησή σας από το νησί που να τη θυμάστε πολύ έντονα, ας πούμε, σαν εμπειρία, είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη;

Χ.Β.:

Να σου πω ένα πράγμα: και ευχάριστες στιγμές έχω περάσει στη Γαύδο και δυσάρεστες έχω περάσει. Από κει και πέρα, τι να σου πω τώρα; Καυτά καυτά προβλήματα όχι.

Ε.Τ.:

Ναι, όχι, μπορεί να είναι και κάποια... να θυμάστε ένα γλέντι ας πούμε, που σας άρεσε πάρα πολύ.

Χ.Β.:

Εγώ θυμάμαι και γλέντια, εγώ θυμάμαι και χορούς, εγώ θυμάμαι και παντρειές, εγώ θυμάμαι και βαφτίσεις, εγώ θυμάμαι τα πάντα θυμάμαι εδώ. Ντάξει, τώρα λείπουν αυτά, τώρα λείπουν αυτά, εξαντληθήκανε. Δεν γίνονται γάμοι, δεν γίνονται βαφτίσεις, δεν γίνεται τίποτα. Αυτά που γλεντήζαμε 24 ώρες και 15 ώρες ξέχασέ τα πλέον. Αυτό, το τριήμερο που είχαμε το πανηγύρι και επαίρνανε τη νύφη, το Σάββατο τη νύφη, την Κυριακή του γαμπρού και αυτό δεν, τώρα τελειώσανε αυτά.

Ε.Τ.:

Τι είναι αυτό το τριήμερο πανηγύρι, θέλετε να μας πείτε;

Χ.Β.:

Το τριήμερο πανηγύρι. Επήγαιναν τα προυκιά, την Παρασκευή επαίρναν τα προυκιά, το Σαββάτο εκάναν τραπέζι τση νύφης, την Κυριακή επαίρνανε τη νύφη και κάνανε ο γαμπρός τραπέζι. Τριήμερο είχαμε, κατάλαβες; Τα προικιά και τα βάνανε στις τέμπλες και τα δείχνανε, τα παλιά τα χρόνια, τση νύφης την προίκα. Είχαν ξύλα βαλμένα, τέμπλες και τα κρεμούσαν εκεί για να δούνε ότι έχει πολλά ρούχα, κεντητά, σκαλιστά, πώς τα λένε; Αυτά.

Ε.Τ.:

Και γιατί σταμάτησαν αυτά να συμβαίνουν;

Χ.Β.:

Γιατί δεν παντρεύονται, καταρχήν, οι ανθρώποι. Δεν βλέπω να παντρεύονται, και αυτοί που παντρεύονται φεύγουνε και πάνε αλλού, δεν καθιζούνται επαέ. Πάνε ο παπάς και ο κουμπάρος στον δήμο και πάνε με τον Δήμαρχο: «Θέλει», «Τηνε θέλω», «Τονε θέλει», και τελειώνει. Δεν κάνουνε γλέντια. Έκανα εγώ γλέντι επαέ, όταν βαφτίσαμε τη Ρούλα, όταν βαφτίσαμε τα παιδιά του γιου μου, εκάναμε πάρτι, γλεντήσαμε, ντάξει, περάσαν αυτά. Αν σκεφτείς και δεν φύγεις, κάτι να σε απασχολεί, μπορείς να με ενημερώσεις αύριο πάλι τέτοια ώρα περίπου.

Ε.Τ.:

Εσείς θα θέλατε να προσθέσετε κάτι στην ιστορία;

Χ.Β.:

Τι να σου πω;

Ε.Τ.:

Κάτι που να θέλετε εσείς να μας πείτε ακόμα;

Χ.Β.:

Τι να σου πω; Να σου πω ότι εβδομήντα χρόνια νιώθω κάπως σαν αιχμαλωτισμένος στο νησί αυτό και δεν μπορώ να φύγω; Κι αυτό είναι. Καλά καλά καλά, αλλά κάπου...

Ε.Τ.:

Εννοείτε ότι αισθάνεστε ο ίδιος αιχμάλωτος του εαυτού σας εδώ;

Χ.Β.:

Ναι, ναι, του εαυτού μο,υ ναι. Όχι ότι με περιορίζει κανείς, δημοκρατία έχουμε[00:35:00], αλλά είναι κι έτσι.

Ε.Τ.:

Δεν μπορείτε, δηλαδή, να το αποχωριστείτε το νησί;

Χ.Β.:

Άμα έχεις ζωντανά, πράγματα, δεν μπορείς να φύγεις. Το μόνο πράγμα που είναι το ζωντανό, άμα έχεις ζωντανό, δεν μπορείς να φύγεις, να το απαρνηθείς, γιατί θέλει νερό, θέλει φαΐ, θέλει. Ενώ άμα δεν έχεις, πας. Εγώ δυστυχώς γεννήθηκα με τα ζωντανά δίπλα και δεν μπορώ να φύγω. Ντάξει, με το ζόρι φεύγεις καμιά φορά για μία δουλειά για ένα αυτό.

Ε.Τ.:

Δεν έχετε φύγει ποτέ από τη Γαύδο;

Χ.Β.:

Όχι, δύο χρόνια που έκανα φαντάρος, εκείνα τα δύο χρόνια έλειπα. Τα υπόλοιπά μου χρόνια είναι εδώ. Αν πάω πέντε μέρες ή τρεις μέρες ή δύο μέρες ή στους γιατρούς που είχα πάει με το παιδί μου, αυτά δεν λέγονται.

Ε.Τ.:

Άρα, χειμώνα καλοκαίρι είστε εδώ μόνιμα.

Χ.Β.:

Χειμώνα καλοκαίρι, από τους μόνιμους, βέρα Γαυδιώτης είμαι. Λοιπόν, κοπελιά–

Ε.Τ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Χ.Β.:

Εμείς ευχαριστούμε, να 'σαι καλά και ό,τι σου αρέσει βάλε και ό,τι δεν σου αρέσει κόψε το.

Ε.Τ.:

Όχι δεν κόβω τίποτα. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, να είστε καλά!

Χ.Β.:

Εσείς να 'στε καλά!

Ε.Τ.:

Καλή συνέχεια!

Χ.Β.:

Εχάρηκα, Εχάρηκα, να σε χαίρεται η μάνα σου και ο πατέρας σου και ο άντρας που θα σε πάρει, ή παντρεμένη είσαι;

Ε.Τ.:

Ευχαριστώ πολύ. Δεν είμαι, όχι.

Χ.Β.:

Α, δεν είσαι ακόμα; Εντάξει, με το καλό να πάρεις ένα καλό παλικάρι!

Ε.Τ.:

Σας ευχαριστώ πολύ, να χαίρεστε τη ζωή σας!

Χ.Β.:

Μπράβο, βγάλ' το κιονά.