© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Δίπλα σου έβλεπες την πείνα, δίπλα σου έβλεπες το πτώμα»: Αναμνήσεις από την Κατοχή

Istorima Code
12007
Story URL
Speaker
Θεοδώρα Τσουκαλά (Θ.Τ.)
Interview Date
19/08/2021
Researcher
Καρολίνα Μιχαλοπούλου (Κ.Μ.)
Κ.Μ.:

[00:00:00]Λοιπόν, θα μας πείτε το ονοματεπώνυμό σας;

Θ.Τ.:

Τσουκαλά Ντόρα.

Κ.Μ.:

Τέλεια. Κι εγώ είμαι η Καρολίνα Μιχαλοπούλου. Βρισκόμαστε σήμερα, στις 20 Αυγούστου 2021, στην Παιανία, κάνουμε μια συνέντευξη για το Istorima. Λοιπόν… Πείτε μου.-

Θ.Τ.:

Να ξεκινήσω να σου πω τι με έχει επηρεάσει στη ζωή μου, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, που τα ξαναναμασάω και τα ξαναφέρνω στη μνήμη μου. Όταν έγινε ο πόλεμος των Γερμανών, είχα γεννηθεί. Δηλαδή γεννήθηκα το ’39, ’40 ήταν ο πόλεμος. Δεν θυμάμαι πράγματα, νομίζω δεν θυμάμαι. Αλλά κάποια είναι μέσα μου μπερδεμένα και είχα φαγωθεί να ρωτάω τη μαμά μου να μου λέει τις ιστορίες, πώς πέρασε. Ζούσαμε σε ένα σπίτι-πύργο στο Φάληρο, πάρα πολύ ωραίο, με τεράστιο κήπο και όταν ήρθαν οι Γερμανοί –όπως ίσως ξέρεις, διαλέγαν τα ωραία σπίτια– το επιτάξανε και μας κατέβασαν κάτω. Κάτω ίσον εγώ, η μαμά μου, η αδερφή μου, ο παππούς και η γιαγιά. Χωρίς λεφτά, χωρίς εισόδημα, με τον μπαμπά μου γιατρό να έχει πάει στον πόλεμο. Και να περνάει μία γυναίκα –που ήταν καλλονή η μαμά μου, καλλονή είκοσι τριών χρονών– ολομόναχη με τα δύο παιδιά. Μία παρένθεση, η μαμά μου δεκαέξι χρονών παντρεύτηκε και ήτανε μία από τις ωραιότερες γυναίκες που περπάτησαν. Ευτυχώς, οι Γερμανοί ήτανε πάρα πολύ καλοί –γιατροί, επιστήμονες, μακριά από Χίτλερ– κι έτσι, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα από αυτό. Αλλά ο πατέρας μου ήταν εξαφανισμένος τρεις μήνες, τέσσερις μήνες, πέντε μήνες, οπότε θεώρησε η μαμά μου ότι έχει πεθάνει. Έχοντας, λοιπόν, αυτό το νέο κορίτσι, δύο μωρά, στην πραγματικότητα, και άλλα δύο μωρά, παππού-γιαγιά, να τους τρέχει στους συναγερμούς –και θα σου πω κάτι. Από μικρή, όταν άκουγα ασθενοφόρα, έκλεινα τα αυτιά μου. Και τελικά, ανακαλύψαμε ότι, σαν μωρό παιδάκι, μου είχε μείνει ο θόρυβος του συναγερμού, που πηγαίναμε κάτω σε υπόγειο και με κρατούσε με τις πάνες. Άρχισαν τα κλάματα, άρχισαν: «Μαμά, πεινάω! Μαμά, πεινάω!» Φαΐ δεν είχε. Το μυαλό του ανθρώπου κάτι παθαίνει. Το πρωί, μου έλεγε ότι έβγαινε στον κήπο και έβρισκε πτώματα πρησμένα –πεθαμένους από την πείνα που πρηζόντουσαν. Δεν το άντεξε και πήγε απέναντι, στα βράχια, να αυτοκτονήσει. Αλήθεια, αυτό είναι συγκλονιστικό που θα ακούσεις. Και εκεί που ήτανε να πέσει –τώρα, έπρεπε, δεν έπρεπε, ο νους, από την πείνα και από τις…– άκουσε τον μπαμπά μου να τη φωνάζει. Και απλώς, συνήλθε, «Τι πάω να κάνω;», και γυρίζει πίσω και ήταν στο σπίτι ο πατέρας μου. Πιστεύω, λοιπόν –αυτό, και τώρα και τότε, το πιστεύω– ότι το μυαλό μας έχει τόση δύναμη που, σαν ραδιόφωνο, δεν ξέρω να το εξηγήσω, αλλά πέρασε το μήνυμα, έτσι, στον εγκέφαλό της. Αυτό με συγκλόνισε. Και μου έλεγε, πάντα, και χιλιάδες ιστορίες, και λυπητερές και παιδιά που πεθαίνανε στον δρόμο, με συσκότιση, δεν μπορούσαν να βγουν το βράδυ καθόλου, η πείνα, το κρύο, να ακούς τους βομβαρδισμούς από πάνω και –όπως ξέρεις– το αεροδρόμιο ήταν κοντά, από πάνω μας περνούσαν τα αεροπλάνα. Και το μόνο που θυμάμαι που μου έλεγε: «Ποτέ μη ζήσεις πόλεμο, ποτέ μη ζήσετε αυτό» Αλλά υπήρχε και μία παρένθεση, που θα τη δέσουμε μετά, μου έλεγε: «Παρόλα αυτά, είμαστε όλοι ενωμένοι». Υπήρχαν Απόκριες που, κρυφά απ’ τους Γερμανούς, το βράδυ, βγαίναμε, πηγαίναμε στο άλλο σπίτι, γλεντούσαμε, ήμαστε ενωμένοι. Και αυτό σήμερα με ανατριχιάζει. Εγώ δεν πιστεύω ότι είμαστε ενωμένοι σήμερα. Πιστεύω έχουμε έναν πόλεμο χειρότερο από εκείνον. Εκείνο είχε ένα πατριωτισμό, κάτι είχε. Αυτό, σήμερα; Ανακάλυψα, λοιπόν, αγάπη μου, ότι βλέπω τηλεόραση, βλέπω τους σεισμούς, βλέπω τους νεκρούς και δεν κλαίω. Βλέπω τον δεκαεξάρη που σκότωσε τη μαμά του, ο μπαμπάς του, το παιδί του, όλα αυτά που ζούμε, και δεν κλαίω. Και κατάλαβα γιατί. Γιατί είναι σαν να βλέπω μία ταινία, έχουμε εθιστεί πια. Έχουμε εθιστεί να βλέπουμε τους φόνους, να βλέπουμε ληστείες. Έχω στεγνώσει να δω κάτι ρομαντικό στην τηλεόραση. Πατάω τα κουμπιά: πώς θα ληστέψουν, πώς θα κλέψουν, πώς θα βιαιοπραγήσουνε, ποιος χάθηκε. Κάθε μέρα χάνεται κάποιος και δεν μπορεί να μου εξηγήσει κάνεις πώς χάνεται. Αυτό, λοιπόν, θεωρώ χειρότερο πόλεμο. Και έχω μία μεγάλη λύπη μέσα μου και θα σου πω και γιατί την έχω τη λύπη.  Μικρό κοριτσάκι, όταν πέρασε ο πόλεμος, αφού μου ’λεγε και μου ’λεγε ιστορίες η μαμά μου, είχαμε έναν φοίνικα κάτω. Και πήγαινα στον φοίνικα με μία ποδίτσα και ένα μαντιλάκι που μου ’βαζε η μάνα μου –γιατί ήξερε γιατί– καθόμουνα και έκλαιγα. Είχα λύπη. Και μου λέγαν: «Σε μάλωσε;» –γιατί είχα γονείς φανταστικούς, οικογένεια φανταστική. «Δεν με μάλωσε κανείς. Λυπάμαι», λέω, «λυπάμαι. Δεν ξέρω γιατί λυπάμαι». Ίσως αυτές οι εικόνες είχαν μπει μέσα μου. Και σήμερα λυπάμαι πάλι, και προσπαθώ να την κοιμίσω αυτή τη λύπη γιατί δεν έχει διέξοδο. Να την ξεχάσω –όπως κάνω σε τόσα πράγματα που τα ξεχνάω, αλλά δεν τα ξεχνάω. Και το μόνο που μου μένει από αυτό που θα σου πω, είναι ότι λυπάμαι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Δεν θα ζήσουν αυτό που έζησα εγώ. Δεν θα ζήσουν «Καλημέρα» στον δρόμο και να μην τον ξέρεις, δεν θα ζήσουν να κοιμάσαι σε μία βεράντα και τις πόρτες ανοιχτά, παράθυρα ανοιχτά. Και σήμερα, φεύγουν τα εγγόνια μου και λέω: «Πρόσεξε! Μακριά από κει», «Βάλε τη μάσκα», «Τον κορωνοϊό», «Τις πλημμύρες». Και αυτά είναι το λιγότερο. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι. Μπορούμε και σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον. Και αυτό μου δείχνει λύπη. Αυτό είναι όλα που έχω να σου πω, με μία ελπίδα ότι εσείς, οι νέοι, αν ασχοληθείτε… Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι τρέχουμε όλοι για το χρήμα. Και τελικά, θα έχουμε χρήμα και δεν θα έχουμε τίποτε άλλο, ούτε να το ευχαριστηθούμε. Πολλές φορές, κάθομαι και λέω στον γιο μου, που δεν πήρε το αυτοκίνητο ή γιατί έχασε αυτό, του λέω: «Ξέρεις πόσο ευτυχισμένοι θα ήσαστε αν ήσαστε μια γειτονίτσα και ήταν ένα καρώ τραπεζομάντιλο και ένα τραπεζάκι με ρετσίνα;» Και είναι ευτυχισμένοι όλοι αυτοί. Και εμείς είμαστε πολύ στεναχωρημένοι γιατί δεν πήραμε το τρίτο αυτοκίνητο. Και αυτό με κάνει να λυπάμαι πάρα πολύ. Σε κούρασα;

Κ.Μ.:

Καθόλου, καθόλου. Τα λέτε πολύ ωραία. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για αυτή την εποχή; Γιατί, για εμάς, είναι κάτι διαφορετικό.

Θ.Τ.:

Η εποχή που ζήσαμε εμείς. Είχαμε φίλες. Είχαμε φίλες που δεν βάζαν τρικλοποδιά να πέσουμε. Είχαμε συνέταιρο που μας έλεγε: «Συγχαρητήρια» χωρίς να θέλει να μας πάρει τη θέση μας. Εν μέρει, γιατί κι εγώ μπήκα στο κομμάτι της ασχήμιας που ζούμε. Κάνουμε μία συνεστίαση τώρα, και είσαι εσύ, οι φίλες σου, εγώ. Και λέει η μία στην άλλη: «Τι κούκλα που είσαι! Τι όμορφη που είσαι!» Και μόλις φεύγει αυτή, αρχίζουν: «Πώς ήταν έτσι; Ήταν χοντρή, ήταν άσχημη». Δες το αυτό, τι κρύβει ο εγκέφαλος. Τι στέρηση έχει από να υπάρχει η καλή λέξη, η αγάπη, η προσήλωση, να τρέξεις, να βοηθήσεις. Εγώ χάρηκα με την εγγονή μου που πήρε εκατό ευρώ, πήρε κι άλλες πενήντα και πήγε κι έδωσε νερό για τους πυρόπληκτους. Πόσα παιδιά είναι έτσι; Και αυτά που είναι έτσι, πώς θα ζήσουν σε αυτό τον κόσμο που υπάρχει; Έχουμε, λέμε, τώρα τον κορωνοϊό. Αρχίζουμε: «Ποιος φταίει;» Δεν φταίει τίποτα. Όλοι πρέπει να μπολιαστούμε. Όταν μπολιάζαμε τα παιδιά μας, ρωτούσαμε τι εμβόλιο τους βάζαμε; Ή θα πεθάνεις ή θα εμβολιαστείς. Όλο αυτό το σήριαλ, το να μην μπολιάζονται –για να κάνουν την αντίθετη γνώμη, για τίποτα άλλο. Για να δείξουν την εξυπνάδα στην αντίθεση. Πώς ζήσαμε εμείς, άκου. Ζήσαμε με μία… Εγώ είχα και την τύχη να ζήσω σε πολύ ωραία οικογένεια, ο μπαμπάς μου γιατρός, η μαμά μου ήταν το πλούσιο κορίτσι, η οποία δεν μας άφησε ποτέ να καταλάβουμε ότι είμαστε πλούσιες. Είχα υπηρεσία, είχαμε υπηρεσία, είχαμε δασκάλα Γαλλίδα, εσωτερική, και μία φορά που άφησα το νυχτικό μου κάτω, και μου λέει: « Τι είναι αυτό;» Λέω: «Θα έρθει η Γεωργία να το πάρει» –η υπηρεσία. «Γιατί; Έχεις υπηρεσία;» μου λέει. Και όπως ήταν η αλογοουρά, με είχε σκύψει κάτω να πάρω την πιτζάμα. Αυτή η αγωγή των γονιών μου, με κάνανε να [00:10:00]έχω τη δύναμη κι εγώ να δώσω αυτά που μου δώσαν στα εγγόνια μου. Έχω φίλες που έχουν εγγόνια και μου λέει: «Καλά είσαι τρελή; Με τα εγγόνια σου μαγειρεύεις, κάνεις;» Λέω: «Έτσι έκανε η μαμά μου, έτσι κάνω κι εγώ». Ήταν ωραία εποχή. Μεσημέρι έτρωγε η οικογένεια όλη μαζί, η γη να γυρίσει. Τώρα, ποια οικογένεια; Άλλη ώρα θα φάει ο εγγονός μου, άλλη ώρα θα φάει η εγγονή μου, ο γιος μου –αν θα φάει, αν θα βρεθούμε. Εγώ όμως κυνηγάω τα εγγόνια μου, να τους πω, να τους δώσω, να κάνουν την δική τους οικογένεια. Με το πρωινό, προφταίνεις, κούκλα μου, να κάνεις ένα ωραίο τραπεζομάντιλο, μία μαρμελάδα, να φάνε το πρωί. Όχι ο καθένας κάτω, τρεχαλητός, δεν είναι ωραία ζωή αυτή. Εμείς τη ζήσαμε. Κάθε Πέμπτη, στάνταρ, ο μπαμπάς μου μας πήγαινε να φάμε έξω. Κάθε Πέμπτη. Εποχές που ήταν η οικογένεια. Εδώ δεν υπάρχει οικογένεια, γι’ αυτό είναι το ένα διαζύγιο πίσω απ’ το άλλο. Και δεν νιώθει κανείς. Και θέλω –μακάρι να μπορούσα να το πω από μικρόφωνο, δυνατά– ότι για να σταθεί ένας γάμος θέλει υποχωρήσεις. Αλλά, πάνω από όλα, πρέπει να σκεφτεί την πληγή που θα δώσει στα παιδιά του. Σε αυτά που το λένε και σε αυτά που δεν το λένε. Δεν μπορεί ένα παιδί να δεχτεί τη μαμά του ή τον μπαμπά του με μία άλλη κυρία, γιατί να τη δεχτεί; Γιατί να τη δεχτεί; Ίσως αυτά τα παιδιά να κάνουν καλύτερη οικογένεια, ίσως. Αλλά είναι αυτές οι απόψεις μου… Τσακωνόταν η μαμά με τον μπαμπά μου, πωπώ! Τον έλεγε τσιγκούνη, την έλεγε έτσι, και έλιωνε ο ένας για τον άλλον. Φυσικά πράγματα. Θυμάμαι τα αγόρια μου, που είναι τώρα μεγάλα, που μου λένε: «Βρε μάνα, ξανακάνε στα παιδιά –στα εγγόνια σου– αυτό που έκανες». Λέω: «Τι έκανα; Κάθε μέρα κάνω κέικ και δεν προφταίνετε» «Όχι», λέει, «θυμάσαι, εμείς θυμόμαστε, κάθε Πέμπτη μύριζε σοκολάτα. Κάθε Πέμπτη τρώγαμε το σοκολατένιο». Σκέψου τι μένει στα παιδιά. Αυτές οι στιγμές είναι η ευτυχία, δεν είναι μονοκόμματη. Στιγμούλες είναι. Και θα σου πω και ένα συγκλονιστικό που είναι πάρα πολύ πριβέ. Στην ηλικία πέντε ετών, αρρώστησε άσχημα ένας μου εγγονός. Άσχημα. Έτρεξα, λοιπόν, στις εκκλησίες και πήγαινα να παρακαλέσω. Αλλά δεν παρακαλούσα πραγματικά, ένιωθα ότι δεν μου ’βγαινε. Πήγα, πήγα, ως τρελή, παίρνω το καράβι, πάω στην Πάτμο, λέω: «Εκεί θα είμαι μόνη μου, θα μου βγει». Πραγματικά –έχεις πάει; Δεν υπάρχει, νομίζεις πως είσαι επάνω, στον Θεό, κάτι… Κάθομαι σε μία γωνία μόνη μου, κλαίω, κλαίω, βρε, πάω να παρακαλέσω, δεν μου ’βγαινε. Έρχεται ένας ονειρεμένος παπάς και –αυτό που θα σου πω, κράτησέ το μέσα σου– μου λέει: «Γιατί κλαις, κούκλα μου;» –ήταν και πολλά χρόνια πριν, ήμουνα μικρή. Λέω: «Αυτό και αυτό και δεν μπορώ, δεν μπορώ να το κάνω. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρχει Θεός που θα ακούσει εμένα και όχι την άλλη κυρία που της πεθαίνει. Δεν δέχομαι να τάξω, δεν μου βγαίνει». Και μου λέει: «Άκουσε, κορίτσι μου. Μην τυραννιέσαι. Βάλε τον Θεό μέσα σου. Εσύ να πιστεύεις ότι θα γίνει καλά, με τη δύναμή σου και, τι θα πει: “Βάλε τον Θεό μέσα σου”; Πέντε πράγματα που ξέρεις: μην κατηγορείς… Αυτά τα καλά, αυτά που είπε ο Χριστός. Και μην τυραννιέσαι». Έφυγα, έκανα αυτό που μου είπε, και όλα πήγαν καλά, βέβαια, από τους γιατρούς. Αλλά θέλω να σου πω ότι αν δεν ψαχτεί ο άνθρωπος, πώς θα γίνει καλός; Πώς θα… Πρέπει να ψαχτείς, να βρεις τα κομμάτια που πρέπει να κάνεις. Λάθη θα κάνουμε. Ξέρεις ποιο είναι το κακό; Ότι κάνουμε λάθη και όταν πια καταλαβαίνουμε και είμαστε έτοιμοι να τα διορθώσουμε, είμαστε πολύ μεγάλοι, δεν προφταίνουμε. Δηλαδή, όλη την εμπειρία που έχω, να την κάνω τι; Απλώς, διαβάζω και προσπαθώ να δώσω μηνύματα στους ανθρώπους που αγαπώ και να γίνω εγώ καλύτερη. Να μου φύγει αυτή η ζήλια, «Γιατί έχω ρυτίδες; Αυτή δεν έχει», όλα αυτά να τα βγάλουμε από μέσα, να τα πετάξουμε και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

Κ.Μ.:

Κυρία Ντόρα μου, ξέρετε τι ήθελα; Θέλετε λίγο να πιάσουμε πάλι το θέμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Θέλετε να μας πείτε, δεν ξέρω, αν θυμάστε εσείς κάτι ή τι έχετε ακούσει γι’ αυτό; Πώς το ζήσατε εσείς και η οικογένειά σας;

Θ.Τ.:

Αυτό που έζησα εγώ, αυτό που ζήσαμε εμείς, δεν ήταν τρομακτικό επειδή είχαμε την τύχη να έχουμε δύο… Και μία παρένθεση θα σου πω γι’ αυτό. Πέρασαν τα χρόνια, πολλά χρόνια από τον πόλεμο, και πήγαν οι γονείς μου, ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου, με τη Mercedes στη Γερμανία να αλλάξουν τη μηχανή. Και λέει ο μπαμπάς μου: «Δεν ψάχνουμε τον Φριτζ –πώς τον λέγανε– στον κατάλογο;» Και τον βρήκανε. Και αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε –πρόσεξε τι σου λέω, τώρα– οι εχθροί με τον μπαμπά μου, γιατί… Είναι συγκλονιστικό αυτό που σου λέω, δηλαδή μέσα στη βρωμιά, υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Και πήγαν και φάγανε και, βέβαια, ο άνθρωπος δεν ήτανε χιτλερικός και τα λοιπά. Οι ασχήμιες που κάνανε, αγάπη μου, ήταν ότι καίγανε τα σπίτια, ότι πέθαιναν από την πείνα τα παιδιά. Αυτό που λέμε τώρα: «Πεινάω»… Και μέσα σε αυτή την ιστορία, υπήρχαν και οι προδότες, η άσχημη ιστορία. Δεν είναι ωραία λέξη που θα πω, ήταν οι ρουφιάνοι. Αυτοί όλοι, μετά από τέσσερα χρόνια απ’ τον πόλεμο, φανήκανε. Χτίσανε σπίτια, χτίσανε βίλες. Με το να προδώσει εμένα, έπαιρνε τα βούτυρα και τα λοιπά για το σπίτι του. Ήτανε τρόμος, ήτανε φόβος. Να σου πω για αυτόν τον πόλεμο; Τι να σου πω; Μόνο αυτό που κάναν στους Εβραίους είναι η συγκλονιστικότερη ιστορία. Σαν φοιτήτρια, γνώρισα έναν Εβραίο στην Αμερική. Και μου έδωσε, μου έδειξε –δεν βλέπονται– φωτογραφίες που δεν έχουν δημοσιευθεί από τους ομαδικούς τάφους. Από τα πτώματα που δεν είναι πτώματα, κούκλα μου. Δεν το συλλαμβάνεις, σε αυτό το δωμάτιο, όλο αυτό το σπίτι, να ’ναι πεταμένα. Γυναίκες κουρεμένες… Αφού κάνανε το δέρμα των ανθρώπων λάμπες, πορτατίφ. Αυτός ήταν ο πόλεμος, αυτή είναι η αγριάδα, όμως, του ανθρώπου. Εκεί λες: «Τι είμαστε;» Έχω ένα ζώο, το κοιτάζω στα μάτια, δεν θέλει τίποτα, δεν περιμένει τίποτα, μου τα δίνει όλα και δεν με δαγκώνει. Και αν θα δαγκώσουν τα ζώα, για να φάνε. Εμείς δαγκώνουμε τον άνθρωπο που μας έδωσε ψωμί. Αυτός ο πόλεμος είναι η ντροπή της ανθρωπότητας, αλλά σταματήσαμε; Δεν σταματήσαμε. Δεν ντρέπεσαι σήμερα, όταν δεν κλαίνε για τους εκατόν τρία θύματα στη… Που τους έβλεπες να καίγονται, παιδάκια. Πού ήμαστε όλοι; Σπίτι μας ήμαστε όλοι και λέγαμε: «Ευτυχώς, το δικό μου δεν κάηκε». Πρέπει να… Είναι άγρια η κατάσταση. Στεναχωριέμαι που τα λέω. Στεναχωριέμαι που τα λέω. Τώρα, δεν θέλω να πω, γιατί υπήρχαν άνθρωποι, την εποχή, που πουλούσαν για ένα τενεκέ λάδι ολόκληρο σπίτι. Όπως βλέπεις το σπίτι που σου έδειξα, δίπλα είχαμε άλλο ένα. Πουλήθηκε για ένα τενεκέ λάδι. Γιατί; Γιατί όταν μεγάλωσα, μέχρι που πήγαινα Γυμνάσιο, τα μάτια μου δεν μπορούσα να τα ανοίξω. Έπρεπε να μου κάνουνε μισή ώρα χαμομήλι, γιατί ήταν γεμάτο –από την αβιταμίνωση– τσίμπλες. Κολλημένα τα βλέφαρα. Κι αυτό ήταν επειδή δεν είχα φάει βούτυρο, δεν είχαμε φάει… Το γλυκό ήτανε από τον τενεκέ το λάδι, λάδι με ζάχαρη για να φάμε πρωινό. Αυτό ήταν το πρωινό. Αυγό; Το μόνο, ο μπαμπάς μου που είχε, το μουρουνόλαδο που μας έδινε –που μου έχει μείνει ακόμα μέσα μου η φρικτή γεύση του– για να σταθούμε. Στα σπίτια, όμως, των Ελλήνων υπήρχανε βούτυρα, σαλάμια στα γκαράζ τους. Και ο μπαμπάς μου, σαν γιατρός, είχε πάει σε ένα και του είπε: «Δεν θέλω επίσκεψη, δώσε μου ένα κομμάτι βούτυρο». «Δεν υπάρχει», του λέει, «δεν υπάρχει», και στο γκαράζ κρεμόντουσαν… Υπήρχανε πάρα πολλοί τέτοιοι. Οι οποίοι, τους ξέρουμε βέβαια, όλοι. Η εποχή εκείνη τους ξέρει. Και υπήρχαν οι ήρωες, όμως. Υπήρχανε ήρωες φοβεροί, υπήρχανε –όπως και υπάρχουνε. Δες στην Κύπρο, δες τα παλικάρια, υπάρχουνε. Δεν έχει χαλάσει ο κόσμος. Απλώς, εγώ πιστεύω ότι η καινούρια γενιά, εσείς, βγαίνετε πιο μορφωμένα, πιο διαβασμένα παιδιά. Γιατί εγώ ρώταγα τη μαμά μου: «Γιατί αυτό;» και μου έλεγε: «Έτσι είπα». Και σήμερα μιλάμε δέκα ώρες και εξηγούμε στο κάθε παιδί. Η γενιά η δική σας θα βγει καλύτερη. Η δική μας η γενιά βγήκε και με πολλά κόμπλεξ. Και το κόμπλεξ δημιουργήθηκε, κατά τη γνώμη μου, απ’ τα χάι [00:20:00]σχολεία, απ’ τα «Σεμπάγκο» τα παπούτσια… Το άλλο που δεν μπορούσε… Αυτή η ανισότης η μεγάλη και η μη σωστή παιδαγωγική. Αλλά ο πόλεμος είναι μία φρικιαστική λέξη, να μην τη νιώσει. Γιατί θες να σε πληγώσει; Οι Ταλιμπάν, τώρα; Αυτά τα μωρά, να τα δίνει η μάνα τα μωρά μες στο λεωφορείο, όπου και να πάει, και να δίνει το παιδί της, υπάρχει πιο ανατριχίλα; Και λέω: «Δεν θα ’ταν ωραίο, ένας κόσμος, να έχει τη δική του θρησκεία, όποιος θέλει, το δικό του σπιτάκι και όλοι να είμαστε μια χαρά;» Τι είναι αυτό το… Πάμε, λέει, τώρα πάνω, έτσι; Εδώ πεθαίνουνε στην Αφρική τα παιδάκια για μία ασπιρίνη. Ποιος νοιάζεται; Αλλά δεν νοιαζόμαστε κι εμείς να πάμε δίπλα. Δίπλα μας τότε, ήτανε –ακριβώς απ’ το σπίτι αυτό– ένα χαμόσπιτο, η φτωχολογιά, και τι μου έκανε η μαμά μου; Με έβαζε να πηγαίνω και να ταΐζω το μωρό με λίγο, τόσο –δεν θα το ξεχάσω– τόσο βουτυράκι –μετά, και το ’45 πόλεμο είχαμε. Τόσο βουτυράκι από μας, να το βάζω στο φαΐ του μήπως και μπορέσει και ζήσει, γιατί δεν είχαν να φάνε. Μιλάμε, δίπλα σου έβλεπες την πείνα, δίπλα σου έβλεπες το πτώμα. Και μία θεία μου είχε κρύψει Εβραίους στο σπίτι της, κάτω, στο υπόγειο. Έτσι και τους πιάνανε, τους είχαν σφάξει. Βγάζαν τις γυναίκες έξω –που τις βρίσκανε ότι κρύβανε έναν Εβραίο– και τους λέγανε: «Γονατίστε». Γονατίζανε, χωρίς να ξέρουν, και από πίσω πέφτανε οι τέτοιες και τους σφάζανε. Τα κρεματόρια; Έχεις ακούσει για τα κρεματόρια. Μπαίναν να κάνουν ένα ντους και τις καίγανε, δεν έχει ξαναγίνει πιο άγρια ιστορία από αυτόν τον πόλεμο. Υπήρχαν και άλλοι πόλεμοι, καλώς ή κακώς, για την πατρίδα, για το έδαφος. Αυτός ήτανε φρικιαστικός, ήταν εφιάλτης. Οι Εβραίοι, οι οποίοι είχανε τη ζωή τους, τη δουλειά τους τα… όλοι. Παιδιά μικρά, να βλέπεις τα παιδάκια να κλαίνε, να χτυπιούνται, χώριζαν παιδιά –γιατί αν ήταν ξανθά τα μαλλιά, τα κρατούσαν. Αυτός ήταν ο πόλεμος.

Κ.Μ.:

Είχατε εσείς κάποιον Εβραίο; Ξέρατε εκεί στη γειτονιά σας κοντά;

Θ.Τ.:

Δεν θα σου πω, αλλά θα σου πω ένα πράγμα μόνο, κι ίσως να το καταλάβεις με τον τρόπο που θα σ’ το πω. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ μεγάλος παράγων στο Παλαιό Φάληρο, ήταν ένας γιατρός όνομα. Όταν πέθανε, λοιπόν, μπαμπάς μου, αποφάσισαν ότι θα γίνει δημοσία δαπάνη η κηδεία του, επειδή είχε κάνει πολλά –χάι κηδεία. Εγώ, κούκλα μου, ντρέπομαι να σ’ το πω, δεν ήμουνα καλά. Τα ’χα χάσει, είχα μία αρρωστημένη αγάπη για τον μπαμπά μου. Και όπως πηγαίναμε, κοιτάζω –γιατί είχαν έρθει Μητροπολίτες από τη Ρόδο, από δω, ήταν μεγάλο πρόσωπο– και κοιτάζω από πίσω, η φτωχολογιά του σκοτωμού! Μπαστούνια, φτωχοί… Λέω στην αδερφή μου: «Τι είναι αυτό;». Μπαίνουμε μέσα στην εκκλησία και βλέπω ανοιχτό –ογδόντα πέντε χρονών, δεν θέλαμε ανοιχτό… Αλλά ήταν σαν να σηκωνόταν, με το που… Και πέρναγε όλο αυτό –σου απαντώ με άλλον τρόπο– όλο αυτό, τα άτομα, και του λέγανε: «Που μας έδωσες εκατό λίρες, τι να ξεχάσω; Έτσι πάντρεψα την κόρη μου» «Που αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα ζούσαμε». Μία παρτίδα. Δεύτερη παρτίδα: «Σου χρωστάω τη ζωή μου που μου φύλαξες το παιδί μου». Εγώ, το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι είχαμε δύο κορίτσια μαζί μας, για πολλά χρόνια. Μαζί τρώγαμε, μαζί… Επίσης, υπάρχουν και είναι στην Αμερική και μιλάμε. Είχα μία γεμάτη ζωή από αγάπη και από ωραίες… Και μετά, η ζωή σου φέρνει και ασχήμιες, δεν είναι συνέχεια αγάπη. Μη ζήσετε ποτέ πόλεμο. Τουλάχιστον, αυτόν μπορείς και τον αποφεύγεις, ας πούμε. Και επιλέγεις τους καλούς ανθρώπους και είσαι ήσυχη. Εκείνο το πράγμα, δεν φταις πουθενά και κάποιος σκοτώνει χωρίς λόγο.

Κ.Μ.:

Να σας ρωτήσω κάτι; Στο δικό σας το σπίτι –γιατί μας μιλήσατε για τη φρίκη του πολέμου– στο δικό σας το σπίτι ήταν λίγο διαφορετικά, απ’ ό,τι έχω καταλάβει; Πώς ήταν να ζεις σε ένα σπίτι επιταγμένο;

Θ.Τ.:

Έτυχε να είναι αυτοί οι Γερμανοί από πάνω, οι οποίοι δεν ήταν χιτλερικοί, και νιώθαμε μία προστασία. Αλλά την ώρα –μου λέει η μαμά μου, γιατί εγώ δεν τα ’ζησα– που άκουγε τα βήματά τους λέει, ήταν τραγικά, ήτανε βαριά, με την μπότα. Ένιωθες ότι κάποιος έρχεται να σε σκοτώσει. Ένιωθες ότι κάποιος έρχεται να σου κάνει κακό. Αυτό το συναίσθημα ήταν μειωμένο, επειδή προφυλασσόμεθα από αυτούς από πάνω. Αλλά σου σπάγαν την πόρτα μέσα και σου παίρναν το παιδί, γιατί ο διπλά είπε ψέματα ότι εσύ κακολόγησες τον Χίτλερ. Και μπροστά σου σκοτώναν το παιδί, μπροστά σου. Είχαν την ξιφολόγχη και καρφώναν το παιδί μπροστά στα μάτια σου.

Κ.Μ.:

Θυμάστε εσείς όταν τελείωσε όλο αυτό;

Θ.Τ.:

Όταν τελείωσε, θυμάμαι μία εικόνα διάχυτη –ήμουνα πολύ μικρή, ήμουνα ενός… Αλλά αυτό που θυμάμαι ήτανε ουρλιαχτά και ο κόσμος έξω, στον δρόμο, και φώναζαν και είχανε σημαίες ελληνικές, χωρίς να συνειδητοποιώ γιατί γίνεται ακριβώς. Αλλά η αδερφή μου, που την έβαζα και μου τα ’λεγε και μου τα ’λεγε, μου λέει: «Φωτιές». Εκεί που το βράδυ, συσκότιση –αν είχες φως όταν απαγορευόταν, σε σκοτώναν εν ψυχρώ, δεν υπάρχει θέμα. Αλλά μου έλεγε που ήξερε, ότι ήξερε κάποια φανταστικά παιδιά που γράφανε τις προπαγάνδες, τις κρύβανε να μην τους πιάσουν. Τον πιάσαν τον έναν, τον σκότωσαν επιτόπου, εκεί πάνω –δεν υπήρχε, έπιανε το τουφέκι, σκότωνες. Ούτε σκυλί δεν μπορείς να σκοτώσεις έτσι. Δεν υπήρχε φυλακή, δεν υπήρχε: «Να εξηγήσω, εγώ δεν το ’κανα, το ’κανε…» Υπήρχε το όπλο. Μαυροφορεμένες. Όταν είδα τις φωτογραφίες που βάζανε –αυτό που σου είπα– τους νεκρούς, μην πιστέψεις ότι ήταν σε κάνα πάτωμα, σε λάκκους μέσα, όλοι μαζί. Σε λάκκους. Τους βγάζανε τα δόντια, αν ήτανε χρυσά, για να κάνουνε… Δεν μπορώ να σου πω τι γινόταν. Βιάζανε δεκαπέντε χρόνων παιδάκια. Είναι μια τραγωδία που δεν θα ήθελα να την έχει ξεχάσει ο κόσμος, με την έννοια ότι άμα τη θυμάσαι, γίνεσαι καλύτερος, κάτι κάνεις, τέλος πάντων. Και λέω: «Μία λύπη είναι όλα, ένα ερωτηματικό: γιατί;» Γιατί, αν εγώ κάνω… Εγώ θέλω αυτούς που βάλανε φωτιά να τους κλείσουν μέσα και να ζητήσουνε, του δεκατετράχρονου που έβαλε τις φωτιές, απ’ τους γονείς, χρηματική αποζημίωση, και να μπει και σε ένα αναμορφωτήριο ή κάπου που να μπορεί να γίνει άνθρωπος. Όταν σε δύο χρόνια είναι όλοι έξω, την άλλη μέρα πάλι θα σε σκοτώσουνε. Εδώ, στον εγγονό μου, ήτανε στη στάση του λεωφορείου και πάει ένα τσιγγανάκι, τι ήτανε, και του λέει: «Το κινητό σου. Κοίτα», του λέει, «αν δεν μου το δώσεις» και του ’δειξε απέναντι τον μπαμπά που τον περίμενε, με σουγιά. Και ευτυχώς, έκανε ένα πήδημα δίπλα, στη στάση, που ήταν ο κόσμος, κι εξαφανίστηκε αυτό. Εσείς θα τη φτιάξετε τη ζωή, εσείς θα τη φτιάξετε. Παιδιά που διαβάζετε, παιδιά που πάτε… Στο κάτω κάτω, κι εγώ είχα την τύχη να πάω ένα πανεπιστήμιο, είχα την τύχη να έχω έναν μπαμπά που με βοήθησε. Όλος ο κόσμος δεν είναι υποχρεωμένος να πάει, δεν έχει. Εσείς που έχετε τις γνώσεις, θα κάνετε κάτι. Αλλιώς, δεν θα περνάτε καλά.

Κ.Μ.:

Πώς ήτανε μετά τον πόλεμο, όταν ήσασταν και λίγο πιο μεγάλη;

Θ.Τ.:

Μετά τον πόλεμο ήταν πάρα πολύ δύσκολα.

Κ.Μ.:

Όταν, ας πούμε, πηγαίνατε εσείς σχολείο, θυμάστε;

Θ.Τ.:

Πώς δεν θυμάμαι; Μου θύμισες τώρα… Το ωραιότερο παλτό που φόρεσα στο σχολείο ήταν μία παλιά κουβέρτα, που μου το είχε κάνει παλτό η μαμά μου. Δεν υπήρχαν λεφτά, αγάπη μου, επειδή τελείωσε ο πόλεμος. Από πού θα ερχόντουσαν τα λεφτά; Δηλαδή, μου ’πλεκε η μαμά μου τα φουστάνια, μου ’χε φτιάξει μία φανταστική φούστα από τσουβάλι, αλλά ήταν ικανή και δεν φαινόταν, μου τα ’κανε μοντέρνα. Της αδερφής μου τα παλιά ρούχα φόραγα εγώ. Πηγαίναμε σχολείο και μας είχαν του –ποιο ήταν; Οι Αμερικανοί που μας βοηθούσαν, και έξω υπήρχε κακάο ζεστό –που είχαμε, δεν το είχαμε πιει ποτέ. Κι αυτό ήταν από τους Αμερικανούς, η UNRRA, που λέγανε –δεν έχεις ακούσει; Που στέλνανε οι Αμερικανοί ρούχα μεταχειρισμένα, στέλνανε παλτά και οπο[00:30:00]ίος καθόταν στην ουρά, να πάρει η μαμά μου ένα παλτό… Εγώ δεν πρόφταινα και παλιές κουβέρτες μου τις έκανε παλτό. Έχω να σου δείξω φωτογραφία πως είμαι, με έναν τεράστιο φιόγκο, έτσι, κακόμοιρο, αδύνατο. Θα δεις στη φωτογραφία το παιδί της Κατοχής. Κακόμοιρο, κίτρινο… Κίτρινο –τρώγαμε, τώρα, σου λέω, το πιο καλό μου φαΐ ήταν ο πελτές πάνω στο ψωμί.

Κ.Μ.:

Πώς ήτανε με το φαγητό, πείτε μας λίγο.

Θ.Τ.:

Πού να βρεις; Εμείς είχαμε τον κήπο και υπήρχαν κάποια μαρούλια, κάποιο –ερχόντουσαν και τα κλέβανε, βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση. Ήταν στην ουρά η μαμά μου μία ώρα, να πάρει, ξέρω ’γω, πατάτες. Ώσπου να φτάσει, οι πατάτες είχαν φύγει κι οι μισές σάπιες. Πείνα. Η μαμά μου δεν έτρωγε. «Μαμά, γιατί δεν τρως;» της έλεγε η αδερφή μου –η αδερφή μου μού τα ’λεγε. «Γιατί δεν πεινάω, παιδάκι μου» –αφού ήταν μία πατάτα στα δέκα, πού να μπορέσει; Αυτό άργησε, άργησε να στρώσει. Αλλά ήρθε αυτή η βοήθεια από τους Αμερικάνους και μας είχαν ένα τοστ και ένα γάλα. Γάλα; Πότε ήπια γάλα; Μέχρι έξι χρόνων, γάλα δεν… Πού να το βρω το γάλα; Και καλά εγώ, είχα κι έναν μπαμπά που, κάποιοι άνθρωποι πληρώναν τον γιατρό, δεν ήταν όλοι εξαθλιωμένοι. Και μάλιστα αυτοί που σου είπα, καλοπληρώνανε. Και έτσι μπορέσαμε και επιζήσαμε. Και μετά, σιγά σιγά, άρχισαν αυτοί να ανοίγουνε μπακάλικα, μανάβικα και να έρχεται σε μία ροή. Σκέψου ότι εγώ έμενα σε μία πολύ καλή οικογένεια, αλλά να σου πω τι έβλεπα δίπλα; Σε παρακαλούσανε: «Μία μπουκιά ψωμί», το ψωμί σου να δώσεις. Το χέρι ήταν έτσι, «Λίγο ψωμάκι», αλλά πέφτανε οι άνθρωποι χάμω από την πείνα. «Λίγο ψωμάκι». Κι εσύ είχες μία μπουκιά να φας εσύ. Βέβαια, θα μπορούσανε κάποιοι να βοηθήσουν, σίγουρα. Έχεις φανταστεί να βλέπεις άντρα μεγάλο να ξεφτιλίζεται και να σου λέει: «Λίγο λάδι, λίγο λάδι». Αυτό μου έχει μείνει στο αυτί μου, γιατί μετά δεν υπήρχε ακόμα. Πού να φτιαχτούν αυτοί οι άνθρωποι; Τι να βρούνε; Και οι κτηνοτρόφοι… Αφού όλα τους τα ’χαν πάρει. Ό,τι υπήρχε, κοτόπουλα, κοκόρια, τα παίρναν οι Γερμανοί, τους τα αφανίζανε. Δεν αφήσανε ζώο για ζώο. Το ξέρεις ότι στην Κατοχή τρώγανε γάτες και σκυλιά; Μαγειρεμένα. Γάτες και σκυλιά. Δεν υπήρχε σκυλί στον δρόμο. Γιατί η πείνα είναι πείνα. Να μην το νιώσει άνθρωπος. Δηλαδή, είναι απάνθρωπο γιατί κάνεις πόλεμο για την πατρίδα σου, να μην πάρουν την πατρίδα μου, το βάζω σε μία γωνιά. Έρχεται κάποιος δωσίλογος και κατηγορεί εσένα. Πήγαινέ τον δικαστήριο, άφησέ τον να μιλήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση. Τον βγάζαν έτσι απ’ το σπίτι έξω και τον πυροβολούσαν. Και υπήρχανε πολλοί ήρωες, πάρα πολλοί ήρωες. Τώρα τι ψάχνεις, κούκλα μου; Ήμαστε τετρακόσια χρόνια κάτω από τους Τούρκους. Ψάξε αυτό, ψάξε αυτό μόνο. Πολλές φορές ρωτάω: «Είμαστε καθαρή φυλή; Τετρακόσια χρόνια κάτω τους Τούρκους;»

Κ.Μ.:

Γενικότερα, η ζωή πώς ήτανε; Δηλαδή, θυμάστε πώς πηγαίνατε στο σχολείο;

Θ.Τ.:

Ναι, πηγαίναμε όλοι ντυμένοι κακομοιριασμένα. Τα παπούτσια μου μέσα είχανε τρεις εφημερίδες.

Κ.Μ.:

Τα παπούτσια μέσα.

Θ.Τ.:

Γιατί ήταν τρύπια η σόλα από κάτω. Αυτό το θυμάμαι, γιατί ήμουνα κοριτσάκι που πήγαινα Δημοτικό. Να σου πω και κάτι; Δεν υπήρχε χαρτί τουαλέτας. Δεν υπήρχε. Η μαμά μου, λοιπόν, έπαιρνε εφημερίδες, τις οποίες, ώρες, έκανε έτσι, έτσι, έτσι, να μαλακώσουν. Με κρύο νερό μας έπλενε –ποιο ζεστό νερό;– παγωμένο. Και ήμαστε, αυτά που σου λέω, η καλή πλευρά, που ψιλοτρώγαμε, έτσι; Σκέψου τους άλλους. Εγώ θυμάμαι, πάντως, τους δίπλα, το οποίο το παιδάκι δεν θα ζούσε αν δεν πηγαίναμε να του πάμε το βουτυράκι και το κριθαράκι. Άμα σου λέει ένα σπίτι για ένα τενεκέ λάδι πούλαγες; Σκέψου, αυτός που το ’παιρνε, τι καθίκι ήτανε.

Κ.Μ.:

Θέλετε να μας περιγράψετε πώς ήταν η τάξη στην Κατοχή και μετά τον πόλεμο; Τι θυμάστε;

Θ.Τ.:

Η τάξη, τι εννοείς;

Κ.Μ.:

Στο σχολείο. Πώς ήτανε, σε τόσες συνθήκες δύσκολες που ζήσατε, να έχεις και σχολείο; Πώς ήτανε-

Θ.Τ.:

Ήτανε ο πίνακας με μία κιμωλία που την κρατούσαν και αρκετά προσεκτικά, να μη λιώσει –δεν είχαμε πολλές. Ένα ξύλινο γραφειάκι –ξύλινο, κακομοιριασμένο– δύο μαζί. Η ψείρα στο διαπασών –έπρεπε να φοράμε ποδίτσα μπλε με άσπρο γιακά και οι ψείρες τρέχανε. Τι; Ήτανε μόνιμη κατάσταση. Μία πετσέτα, εμείς με την αδερφή μου μπρούμυτα, πετρέλαιο και μία ειδική χτένα που μας έβγαζε τις ψείρες. Από πού να φυλαχτείς; Καθόσουν δίπλα στην άλλη, τις είχε, σου ερχόταν δίπλα. Και θυμάμαι μία φορά, η φίλη μου –που υπάρχει ακόμα και είμαστε φίλες– που είχα κολλήσει εγώ ψείρες και δεν την άφηνε η μαμά της να ’ρθει και είχε κατασυγκινηθεί. Και έρχεται –μιλούσε με το «γο»– και μου λέει: «Εγώ τώγα θα ’γθω, δεν με νοιάζει», και ακούμπαγε το κεφάλι της απάνω μου για να νιώσω καλά που είχα εγώ ψείρες και δεν είχε εκείνη.  Ήτανε παιδιά φοβισμένα, ήμαστε. Παιδιά χωρίς προσωπικότητα. Φοβισμένα. Πεινασμένα, φοβισμένα. Δεν αναπτύσσεσαι, αγάπη μου, και στο μυαλό σου. Εγώ ακόμα ακούω το ασθενοφόρο και αυτό –που το συζητούσα με τον μπαμπά– μου λέει: «Είναι ο συναγερμός που σου είχε μείνει, μικρό παιδί, μέσα σου». Λέω: «Μα, δεν το θυμάμαι». «Δεν το θυμάσαι αλλά είναι μες στη μνήμη σου». Τον άκουγα και έτρεμα, έτρεμα. Έπρεπε αμέσως να φύγεις, γιατί πέφταν οι βόμβες, όταν λέμε συναγερμός, έτσι; Αν, λοιπόν, το τρεχαλητό της μαμάς μου, δύο μωρά, τον παππού και τη γιαγιά, δεν πρόφταινε, είχαν έρθει οι βόμβες στο κεφάλι μας. Και μετά, να φύγουμε σιγά σιγά και να πάμε σε ένα σπίτι σκοτεινό. Χωρίς σόμπα –πού θα βρούμε ξύλα; Γιατί τότε ήταν οι σόμπες, δεν είχαμε καλοριφέρ. Το μπάνιο μας ήτανε μαντέμι, ένα πράγμα, έβαζε η μαμά μου ξύλα, ζεσταινόταν το νερό και μας έπλενε. Και μετά, μας έπλενε με κρύο νερό, μες στον χειμώνα, τι θα κάνουμε; Που μου έχει μείνει ακόμα το κατοχικό, κάνω με κρύο.

Κ.Μ.:

Τι λέτε; Ακόμα και σήμερα;

Θ.Τ.:

Δηλαδή, δεν με ενοχλεί. Με ενοχλεί άμα πάω να κάνω μπάνιο και είναι ζεστούλικο, θέλω κρύο. Ναι, συνήθιζες. Συνήθισα. Ο μπαμπάς μου, από τον πόλεμο –ήταν Αρχίατρος στις σκηνές με τους αρρώστους, Αλβανία, χιόνια, κακό– και είχε πάθει το πόδι του. «Βρε μπαμπά, πάμε. Βρε μπαμπά, το πόδι σου». «Όχι». Και στα ογδόντα, το κόψαμε. Ήταν απ’ τον πόλεμο, κρυοπάγημα, δεν έστρωσε. Δεν τ’ άφησε κιόλας, έφταιγε. Εκείνος να δεις τι μας έλεγε, εκείνος, που την ώρα που χειρουργούσαν τον άρρωστο, τον κοιτούσαν, ερχόντουσαν οι βόμβες και φεύγανε οι γιατροί και μένανε οι ασθενείς πάνω στα ράντζα –γιατί για ράντζα ήταν και σε σκηνές. Εκείνος τι μου έλεγε. Εκεί, αλήθεια, του είπα: «Δεν μπορώ να τα ακούω». Μου λέει: «Σκέψου εμένα» –γιατί ήταν άνθρωπος, πολύ. Πήγαινε, αγάπη μου, στους φτωχούς για επίσκεψη γιατρού, κι αντί για επίσκεψη να πάρει, τους έβαζε λεφτά κάτω απ’ το μαξιλάρι να πάρουνε τα φάρμακα. Γι’ αυτό και ήταν όλος αυτός συρφετός στην κηδεία. Και μου έλεγε: «Σκέψου εμένα, με τον χαρακτήρα που έχω, να βλέπω να ουρλιάζει και να τον αφήνουμε», αφού η βόμβα έπεφτε, δεν θα ζούσε. Μία άγρια εικόνα, μία εικόνα που πρέπει είτε το διαβάσετε –γιατί έχω πολύ ωραία βιβλία, κάποτε που θα ’μαστε οι δυο μας, θα σου δώσω ένα απαλό να το διαβάσεις, απαλό– για να καταλάβετε τι αγώνας πρέπει να γίνει, να σταματήσει η βία, η αγριάδα. Διότι οι άνθρωποι, αυτή την ώρα που σκοτώνανε, είχαν ικανοποίηση το πρόσωπό τους, δεν είχε άμυνα. Αυτή είναι η αγριάδα αυτού του πολέμου. Δεν πήγε κάποιος με ένα όπλο και πυροβόλησες κι εσύ. Ένα αμέριμνο πλάσμα, ένα αγοράκι έξι ετών και έβγαζε το πιστόλι και το σκότωνε. Βλέπω μία καλυτέρευση, βλέπω τους ανθρώπους που αγα[00:40:00]πάνε τα ζώα τώρα, που –αυτοί είσαστε εσείς– κάποιος αγώνας γίνεται για τα υιοθετημένα, να υιοθετήσουμε. Κάτι πάει –θέλω να ελπίζω, αλλιώς, αν δεν ελπίζουμε.

Κ.Μ.:

Θα σας πάω πάλι στη μεταπολεμική εποχή-

Θ.Τ.:

Η μεταπολεμική ήταν πάρα πολύ δύσκολη, αλλά πολλή αγάπη, πολλή αγάπη. Μετά από αυτό –εγώ, τουλάχιστον, αυτό ένιωθα, και στην τάξη μου και οι συμμαθητές μου– κάποιος είχε κουλούρι, το ’κοβε κομματάκια και μας το ’δινε. Η πείνα, η κακοτυχία, έφερε μία γαλήνη, ένα περίεργο συναίσθημα μετά την απελευθέρωση και ήταν μόνο αγάπη. Πώς χαλάσαμε πάλι στην πορεία, είναι άλλη ιστορία. Τι να σου πω άλλο; Είχα φάει τη μάνα μου να μου λέει τα ίδια και τα ίδια, το πιστεύεις; Τα οποία μου καρφώθηκαν και έχω μπερδευτεί, τι θυμάμαι, τι ήταν που μου είπε. Πάντως, η αδερφή μου μού έλεγε ότι πάρα πολλές φορές, εκεί που καθόντουσαν, έκανε πιπί της. Όρθια, από τον φόβο. Άκουγε ένα βήμα και φοβότανε. Σκέψου, αυτά τα παιδιά πώς μεγαλώσαμε. Δηλαδή, τι δύναμη βάλαμε για να βγούμε. Εγώ το ξέρεις ότι ήμουνα δεκαεφτά χρονών και δεν πήγαινα πουθενά χωρίς τη μαμά μου; Δεν ήξερα να πάω Αθήνα από το Φάληρο. Ήθελα τη μαμά μου, με τη μαμά μου.

Κ.Μ.:

Δεκαεφτά, αρκετά χρόνια μετά.

Θ.Τ.:

Βέβαια, δεκαεφτά με τη μαμά μου. Γιατί δεν είχαμε, κορίτσι μου, αναπτυχθεί. Ωραία, πήγαμε… Αυτές οι εικόνες σου μένουνε, σε καταθλίβουνε, σε φοβίζουν, σε τρομάζουνε. Ένα παιδάκι να ακούει συνέχεια τους βομβαρδισμούς. Για δες τώρα, στην τηλεόραση. Το βλέπουμε σαν ταινία αλλά, για σκέψου να ’σαι εκεί. Να τρέχεις και να σε πυροβολούν. Και αυτό που ήτανε το χειρότερο, ήταν ότι οι άνθρωποι βοήθησαν πάρα πολύ τους Εβραίους –είμαστε η χώρα που βοηθήσαμε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τους Εβραίους. Και αυτό το αναγνωρίζω, ότι είμαστε ένας φιλόξενος λαός και πονετικός λαός. Κάπου χαλάμε λίγο, γιατί χαλάει γενικά η κοινωνία με το χρήμα, δεν χαλάσαμε εμείς. Αλλά εκείνη η εποχή ήταν αυτή που σου λέω. Πέντε δωσίλογοι, δεν θα τους βάλω αυτούς μες στο πακέτο μου. Θα βάλω τον άλλονα που έτρεχε. Μετά, ήταν η εκκλησία που δεν μπορούσαμε να πάμε.

Κ.Μ.:

Δεν μπορούσατε, ε;

Θ.Τ.:

Πού να πας και ποιος; Και όταν πρώτη φορά ανοίξανε, θυμάμαι είχαν έρθει και μας ρώτησαν αν μπορούν να κόψουν ό,τι υπάρχει στον κήπο από λουλούδι για τον πρώτο Επιτάφιο που θα στολίζανε. Γιατί είχαμε κρίνα, είχαμε έναν πολύ ωραίο κήπο, αυτό που βλέπεις. Και στην εκκλησία κλαίγανε. Μετά, υπήρχανε πράγματα που τα χάνεις εσύ. Δηλαδή το Πάσχα, στη Σταύρωση, τρεις η ώρα, τέσσερις το πρωί, πήγαινες στην εκκλησία –ανοιχτές όλες– και έπινες καφέ για να κλάψεις τον Χριστό που έφυγε σαν να ’ταν κάποιος δικός σου, όλες εκεί. Και κοπέλες –πάντα παρθένες– έπρεπε να στολίζουν τον Επιτάφιο. Ήτανε εικόνες που ζήσαμε εμείς, που ήταν πολύ ωραίες. Τώρα δεν πάμε γιατί είναι… εγώ δεν πάω γιατί φοβάμαι όλα αυτά τα βεγγαλικά. Μετά, δεν πάω γιατί πιστεύω λίγο, γιατί ο παπάς μου τα ’χει μπερδέψει. Κάπου, ναι. Ενώ τότε, ήταν παραμυθένια. Δηλαδή, με έβαζε η μαμά μου –που ήταν γούρι– κάτω από τον Επιτάφιο. Και το έβλεπες, όλα τα παιδάκια, έτσι. Ήμαστε θρήσκοι. Ήταν άλλο.

Κ.Μ.:

Διασκεδάζατε καθόλου; Πώς περνούσατε την ώρα;

Θ.Τ.:

Πάρτι.

Κ.Μ.:

Πάρτι;

Θ.Τ.:

Πάρτι, πάρτι! Όχι τα πάρτι που κάνετε εσείς. Λοιπόν, πάρτι, πηγαίναμε οι κοπέλες εδώ –όλες κολλημένες– τα αγόρια απέναντι, έμπαινε το πικάπ. Εγώ πήγαινα πατάτες, η άλλη πήγαινε τρεις κεφτέδες, ταράτσα –τέτοιο, μην περιμένεις κάνα πάρτι που νομίζετε. Το γραμμόφωνο που σταμάταγε –μόλις άρχιζε να πάρεις κέφι, «γκρου γκρου γκρου», το ξανά γυρίζανε. Και καθόσουν εσύ και ήθελες αυτό το αγόρι. Και ερχότανε και ξαφνικά, στο παρά πέντε, έβλεπες ότι πάει στη διπλά. Και μετά παίζαμε μπουκάλα –την ξέρεις.

Κ.Μ.:

Για πείτε μας, για περιγράψτε μας.

Θ.Τ.:

Καθόμαστε έτσι, κάτω στο πάτωμα, και τα αγόρια και εμείς, γυρίζαμε την μπουκάλα και, αν έπεφτε στο αγόρι, μπορούσε να με φιλήσει. Τρέμαμε ολόκληρες! Το πρώτο πάρτι που κάναμε μετά τον πόλεμο, δεν θα το ξεχάσω –έχει πεθάνει κιόλας. Παίζαμε κρυφτό μες στο σπίτι, σκοτεινό –γιατί το κάνανε; Γιατί μπαίναμε πίσω απ’ τις κουρτίνες κι ερχόντουσαν και μας φιλάγανε. Μιλάμε για μεγάλες ηλικίες αυτή η χαζομάρα, πρόσεξε τι σου λέω. Και το πρώτο τσιγάρο. Βέβαια! Έφερε ένας ένα τσιγάρο –χύμα, από πού το είχε πάρει;– και το καπνίζαμε, πνιγήκαμε, νομίζαμε ότι κάτι κάναμε. Δεκαεπτά χρονών –όχι δεκαεπτά. Πότε ήμουνα; Στην ΣΤ’ Δημοτικού. ΣΤ’ Δημοτικού εσείς τα ξέρατε όλα, έτσι; Εμείς, έρχεται η φίλη μου και μου λέει: «Ντόγα, να βγούμε ένα βιβλίο από τον μπαμπά σου να δούμε πώς είναι ο άντγας» –δεν ξέραμε πώς είναι.

Κ.Μ.:

Ε, βέβαια, πού να ξέρετε;

Θ.Τ.:

Και μία μέρα, προχωράμε να πάμε στο σχολείο, το οποίο ήτανε, για να πας, χωράφια –το Φάληρο ήταν άλλο, όχι αυτή η μπούρδα που βλέπεις τώρα, ήταν χωράφια– και είναι ένας με μία καμπαρντίνα, ανοίγει την καμπαρντίνα και είναι γυμνός. Και της λέω: «Πάμε, Φάνη!» «Ντόγα, έλα να δεις!»

Κ.Μ.:

Κι ήταν επιδειξίας!

Θ.Τ.:

«Έλα να δεις», μου λέει. Τέτοια άγνοια της καταστάσεως είχαμε. Εμένα η μαμά μου μού έλεγε ότι: «Τα παιδάκια από τη λαχανίδα», ναι. Από τη λαχανίδα, και πού πήγαινε; Δεν είχα να πω: «Πού πήγαινε η λαχανίδα;» Χαζεμένο ήμουνα, ό,τι έλεγε. Λέω: «Καλά, και πώς βγήκε από την κοιλιά σου;» –γιατί μου έλεγε: «Απ’ την κοιλιά». Λέει: «Γιατί ο Θεούλης, όπως πετάς μία πέτρα στη θάλασσα και δεν κάνει τρύπα, έτσι και στην κοιλιά, την ξανακλείνει». Ευχαριστημένη εγώ.

Κ.Μ.:

«Γιατί έτσι είπα».

Θ.Τ.:

Όχι, τελείωσε, έτσι ήμαστε όλα. Προσπαθούσε να μάθουμε η μία απ’ την άλλη. Εάν είχαμε, με εκείνα τα μυαλά, τις δικές σας γνώσεις, θα κάναμε θαύματα. Αλλά είναι το: «Είπα εγώ». Η μαμά μου που ήταν εντάξει και μορφωμένη: «Έτσι είπα εγώ». Τη ρώταγα: «Γιατί η Παναγία είναι παρθένα;» «Μην τυχόν και…» ή «Θα σε τιμωρήσει ο Θεός! Πίστευε και μη ερεύνα!» Μη ερεύνα εδώ, μη ερεύνα εκεί, βόδια πήγαμε. Αυτό φαίνεται τώρα.

Κ.Μ.:

Κάπως έτσι, όμως, πέρασε. Και τι μουσική είχατε, ας πούμε, θυμάστε;

Θ.Τ.:

Θα σου πω, είχαμε –ποιο ήταν που τρελαινόμουνα; Α, τους «Platters». Τους «Platters» και κλαίγαμε. Ερωτευόμαστε και κλαίγαμε. Θα σου πω και κάτι άλλο. Πηγαίναμε στην παραλία και μας άφηνε η μαμά μου μισή ώρα. Τι να κάνεις μισή ώρα; Ούτε καλημέρα να μην πεις. Πάνω κάτω, πάνω κάτω, τον βλέπαμε, πάνω κάτω, και νομίζαμε ότι τα ’χαμε. [Δ.Α.] τέτοιο χάλι. Όταν δεν θα ’χουμε ηχογράφηση, θα σου πω για μένα.

Κ.Μ.:

Θα μου τα πείτε μετά. Αλλά όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί… και στο σχολείο ήσασταν-

Θ.Τ.:

Όχι, ήμαστε μεικτό σχολείο. Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε Ουρσουλίνες και τέτοια, ήθελε να είναι αγόρια-κορίτσια, ήταν πολύ… Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ προχωρημένοι, μα πολύ προχωρημένοι. Εγώ, σαν μαθήτρια Γυμνασίου, μέχρι τις τέσσερις η ώρα μπορεί να ήμουνα με τον συμμαθητή μου, να διαβάσουμε. Ενώ τα άλλα κορίτσια, το βλέπανε… «Τι είναι αυτό που γίνεται;». Όχι, τώρα μου θυμίζεις πράγματα. Μου θυμίζεις που έκλαιγα για ένα παλτό, ήθελα ένα παλτό, δεν ήθελα την κουβέρτα αυτή, που την είχαν κάνει όσο μπορούσε –σήμερα θα ’ταν ωραία, με τη μόδα, ξέρεις. Αλλά τότε ήταν ένα φρικιό. Και να βάζω τις εφημερίδες για να μην βραχώ, αφού ήταν έτσι –αυτή τη θυμάμαι– έτσι η τρύπα απ’ τη σόλα. Και ό,τι περνάμε από την UNRRA. Ώσπου να ’ρθει… Άργησε να ’ρθει η ευημερία. Και πάλι σου λέω ότι αν πάρεις συνέντευξη από άλλον, θα έχει πολύ χειρότερα. Γιατί εγώ, κουτσά-στραβά, γιατρός, τα βολεύαμε –πληρωνόταν όταν τελείωσε ο πόλεμος, άσχετα τι έκανε εκείνος στους… Πάρα πολλές γυναίκες πηγαίνανε με τους Γερμανούς. Εγώ δεν κατηγορώ κανέναν όταν πέσει πείνα. Η πείνα είναι πάρα πολύ τραγικό συναίσθημα και πεθαίνεις από την πείνα. Και δεν ξέρω γιατί πήγε και αν πήγε και αν πήγε για το παιδί της και δεν μου αρέσει να κρίνω κανέναν σ’ αυτά. Αλλά ο πόλεμος είναι φρίκη. Εγώ το μόνο που θα σου πω αν με ρωτήσεις: «Τι είναι ο πόλεμος;» –αυτόν που άκουσα, αυτόν που ψιλ[00:50:00]οκατάλαβα– η μόνη λέξη που με ακουμπάει είναι η λέξη «φρίκη». Δεν είναι φρίκη το κόβιντ. Περάσανε λέπρες, περάσανε… Ωραία, δεν είχανε φάρμακα. Εγώ θυμάμαι τότε, με την πολιομυελίτιδα, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεις το εμβόλιο. Και ο μπαμπάς μου είχε βρει και έδωσε όπου μπορούσε και όσοι δεν κάνανε έγινε το ποδαράκι τους μισό. Και σήμερα έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε τα εμβόλια και βγαίνεις τώρα, να σου κάνει τώρα τον αρνητικό. Είναι γεμάτο από μη εμβολιασμένος τώρα τα νοσοκομεία.

Κ.Μ.:

Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμη; Εσείς δηλαδή, δεκαεφτά χρονών, που ήσασταν με την μαμά σας, πώς ξαφνικά μεγαλώσατε και πήγατε πανεπιστήμιο, μας είπατε; Πώς ήταν αυτό;

Θ.Τ.:

Έτυχε, τώρα να είναι ο… Δεκαεφτά, δεκαεφτά ήμουνα πανεπιστήμιο, αλλά δεκαπέντε, δεκάξι. Άκου να δεις τώρα, δεκάξι χρονών τότε, ήτανε δέκα. Μην μπερδευτείς με το δεκάξι το δικό σας. Εγώ είκοσι ενός είχα τον γιο μου. Και βέβαια, ήταν και ο πρώτος άντρας που γνώρισα.

Κ.Μ.:

Άλλες εποχές.

Θ.Τ.:

Ρώταγα τη μαμά μου: «Πώς θα είναι;» –φοβάσαι που δεν ξέρεις. Εκείνη, φαίνεται, πέρασε πάρα πολύ καλά και μου λέει: «Θα δεις αστεράκια μπλε, κόκκινα». Αυτή ήταν η γνώση. Που εμείς, εξηγούσα στην Θεοδώρα μου τα πάντα. Ήταν δύσκολα τα χρόνια μας. Και το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να πάρουμε ένα μπριγιάν και να γίνουμε κυρίες. Χωρίς να νιώσουμε έρωτα, δηλαδή: «Τον ερωτεύτηκα». «Α, με ζήτησε αυτό το καλό παιδί από καλή οικογένεια, είναι και σπουδασμένος». Τελείωσε το πακέτο, είναι πολύ ωραίο. Χωρίς να έχω αυστηρούς γονείς. Έτσι ήταν η εποχή εκείνη. Και όλες μου οι φίλες είκοσι-είκοσι δύο παντρεύτηκαν. Πες μου, είκοσι δύο τι καλό κάνεις; Αυτή η παιδαγωγική που κάνω σήμερα στα εγγόνια μου, μακάρι να την είχα κάνει στα παιδιά μου. Προσπαθούσα να ζήσω. Να έχω δύο μωρά και να βγω να γλεντήσω κιόλας, που δεν είχα γλεντήσει τίποτα. Και έχω δώσει όλη μου τη ζωή στα εγγόνια μου, γιατί ξέρω τα λάθη που έκανα και εγώ λέω ότι πρέπει να συγχωρούμε τους ανθρώπους που κάνουν λάθη, αν δεν τα επαναλαμβάνουνε. Γιατί δεν μας είπε κανείς ότι θα περάσουμε πόλεμο, αρρώστιες. Πήγαμε σχολείο, σπουδάσαμε και πεταχτήκαμε σε μία ζωή που δεν ξέρουμε. Από τα λάθη θα τη μάθεις, αλλά μην τα κοπάνας και συνέχεια. Τι άλλο θες να σου πω, αγάπη μου;

Κ.Μ.:

Δεν ξέρω, εσείς θυμάστε κάτι άλλο; Θέλετε κάτι άλλο να πείτε για την τότε εποχή;

Θ.Τ.:

Τι θες να σου πω; Παντρευόμαστε χωρίς να ξέρουμε πώς είναι, αν θα ταιριάζουμε.

Κ.Μ.:

Την ημέρα του γάμου, ας πούμε, τη θυμάστε;

Θ.Τ.:

Βέβαια. Ήτανε στη Μητρόπολη –τότε ήταν καλά πια, είχαμε-

Κ.Μ.:

Βασικά, πριν από τον γάμο… Οπότε έγινε με προξενιό, καταλαβαίνω.

Θ.Τ.:

Γινόταν, εμένα όχι. Όταν έφτασα εγώ να παντρευτώ, ήταν ο μπαμπάς μου με τη Mercedes, με τα… Κανονική η ζωή τους. Στη Μητρόπολη παντρεύτηκα, χίλια πεντακόσια άτομα. Άμα δεις καθόλου τη φωτογραφία, θα πεις: «Αμάν, βρε κυρία Ντόρα μου, τόσο μικρή πήγες;» Ένα κοριτσάκι θα δεις. Που δεν πήγα, δεν ένιωσα. Δεν νιώθαμε, αγάπη μου, αυτό που θα νιώθεις εσύ, ότι πήγες με τον άνθρωπό σου. Εμείς νιώθαμε να είναι ωραίο το νυφικό, ποιος μας βλέπει. Υπήρχε τόσο η στέρηση πριν, που κατευθείαν πήγαμε στο ρούχο, στο κομμωτήριο. Χίλια πεντακόσια άτομα ήταν του πατέρα μου οι γνωριμίες. Εγώ είχα έναν άνθρωπο δίπλα, που δεν ένιωθα ότι: «Αχ, αγάπη μου, πάμε να παντρευτούμε». Έλεγα: «Ωραίο το νυφικό, ακριβό», χωρίς να ξέρω τι γίνεται. Και μετά, προσωπικά, εγώ έπεσα πάρα πολύ στη μητρότητα. Τη λάτρεψα, μου άρεσε ο ρόλος μου και μου αρέσει πολύ.

Κ.Μ.:

Να σας ρωτήσω κάτι για τη γέννα τότε; Οι συνθήκες υγιεινής πώς ήταν; Θυμάστε πώς ήτανε που γεννήσατε;

Θ.Τ.:

Όταν γέννησα εγώ, ήταν όλα καλά, είχε ξεπεραστεί. Αλλά την εποχή εκείνη που λες, στην επαρχία γεννούσαν σπίτι τους και οι μισές πεθαίνανε. Και υπήρχε ο κτηνίατρος, που ήξερε να ξεγεννήσει την αγελάδα, και πήγαινε να ξεγεννήσει. Υπήρχαν πάρα πολλοί θάνατοι. Που είναι μέσα σε μία καλύβα, χωρίς φάρμακα, χωρίς οινοπνεύματα, γεννούσαν κάτω από δέντρο, κάτω από…

Κ.Μ.:

Αλλά εσείς τα προλάβατε όλα μια χαρά.

Θ.Τ.:

Όχι, όχι, γιατί να φανταστείς ότι αυτά που σου λέω, ήμουνα πέντε και στα είκοσι που παντρεύτηκα… Απλώς, πάλι υπήρχε αυτή… μου είχε μείνει η φήμη στο παλτό, στο Δημοτικό, δεν θα το ξεχάσω. Μου λέει η μάνα μου: «Μας έχεις φάει με αυτό». Θυμάμαι και το χρώμα. Κανελί η κουβέρτα, δηλαδή φρικιό. Και μου είχε βάλει και τσέπες εδώ, και να μου λέει –τι να κάνει η καημένη: «Κοίταξε τι όμορφο που είναι!» και έκλαιγα. Μία μέρα –θα σ’ την δείξω μετά που θα τελειώσουμε– να την παρακαλάω –Θεός σχωρέσ’ τηνε– να μου βάλει κι εμένα γαλάζιο φιόγκο που έβαζε στην αδερφή μου. Ροζ μου έβαζε και ήμουνα μαύρη, μαυροτσούκαλο. Και αδύνατη και κακομοιριασμένη και έναν φιόγκο τόσο από πάνω. Αυτό είχε να στολίσει η γυναίκα, τι να μου βάλει; Και ήταν και της μόδας τότε, πρόσεξε, μπούκλα έτσι και ο φιόγκος, ό,τι φρικιό.

Κ.Μ.:

Ναι, αλλά τώρα θα ’σασταν μέσα στη μόδα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να πικραίνεστε.

Θ.Τ.:

Όχι, μετά βέβαια, έκανα ό,τι ήθελα, πλήρη ελευθερία, με την αλογοουρά μου. Είχα φανταστικούς γονείς, φανταστικούς. Το μόνο που σου λέω και πάλι, για εκείνη την εποχή, που πιστεύω ότι η οικογένεια μετράει αν κρατιέται ή όχι, ότι φύγαν όλα αυτά τα έθιμα. Η οικογένεια θα φάει όλη στο τραπέζι. «Πεινάς; Θα περιμένεις τον μπαμπά». Το μάζεμα της οικογένειας. Αυτό χάθηκε τώρα. Άλλη ώρα τρώει ο μπαμπάς, άλλη το ένα παιδί, άλλη το άλλο. Αυτό είναι διάλυση, στην πραγματικότητα. Και θα δεις ότι μετράει αυτή η νοοτροπία. Και εμείς μεγαλώναμε: «Να σέβεσαι τον άντρα σου». Τώρα, εσείς του δίνετε και τρεις ανάποδες κι έχει φύγει, ας πούμε, πριν… Η ανεξαρτησία έχει κάνει ένα «συν» –που είμαι ανεξάρτητη, τα λεφτά μου– και έχει κάνει και ένα άλλο λάθος. Εμείς περνούσαμε πολύ ωραία που μας πληρώνανε. Εμείς το πρωί, όταν ήμουνα παντρεμένη: «Πού θα πάω; Θα πάω το πρωί στο κομμωτήριο». Η υπηρεσία, της έλεγα τι θα κάνει –γιατί βρίσκαμε υπηρεσία από το χωριό με τρεις κι εξήντα. Ήταν η εποχή που, τότε, η πείνα στο χωριό… Στέλνανε τα κορίτσια τους υπηρεσίες στα σπίτια, σ’ εμάς. Τις πληρώναμε, αλλά όχι αυτό, το σημερινό. Και ήταν η ζωή μας, το μεσημέρι να φάμε, ο άντρας σου θα κοιμότανε –όχι να είναι, να έρθει ψόφιος κατευθείαν. Πήγαινε στο γραφείο κι εμείς κανονίζαμε σε ποιον Κόκοτα θα πάμε, σε ποιον Πουλόπουλο θα πάμε και κάθε βράδυ μπουζούκια και κέφι. Αυτό ήτανε η απάντηση της κλεισούρας, τότε. Το πώς ζείτε εσείς σήμερα, για μένα, είναι λυπηρό. Οι γονείς, έρχεται ένας άντρας κουρασμένος… Εσύ είσαι μια χαρά κοπέλα, μια χαρά είναι και το φλερτάκι σου και παντρεύεστε. Κι εσύ περιμένεις την ίδια λαχτάρα και αυτός έρχεται ψόφιος από τη δουλειά, ψόφια εσύ απ’ τη δική σου –πάει η μαγιονέζα, χαλάει.

Κ.Μ.:

Ενώ εσείς ήσασταν διαφορετικά.

Θ.Τ.:

Ζήσαμε… Πικραίνομαι που δεν θα ζήσουν τα παιδιά μου –τα παιδιά μου λίγο ζήσανε. Δηλαδή και ο Λάμπρος, ο γιος μου ο μικρός… Μία μέρα, άνοιξα ένα τετράδιο –όχι από περιέργεια, δεν ήξερα τι είναι, να το βάλω. Και είχε –τότε ήταν «Το καρπούζι» που πηγαίνανε, χορευτικό– και είχε έξοδα-έσοδα. Λοιπόν, τα έσοδα ήταν εδώ και τα έξοδα ήταν εδώ. Τα μπουρμπουάρ που έδινε στον πορτιέρη για να μπει μέσα –μικρός. Ζήσαμε χλιδάτα. Εσείς δεν ζείτε χλιδάτα.

Κ.Μ.:

Και μάλλον δεν θα ζήσουμε, για λίγο καιρό ακόμη. Θέλω τώρα να ρωτήσω κάτι διαφορετικό. Μας περιγράψατε και όλο αυτό με τον πόλεμο, την ανέχεια, τη φτώχεια. Τελειώνει όλο αυτό, κάπως ξεπερνιέται. Και μετά έρχεται η Χούντα. Θυμάστε;-

Θ.Τ.:

Την έζησα, αγάπη μου, τη Χούντα εγώ.-

Κ.Μ.:

Θυμάστε, ας πούμε, πότε μάθατε ότι έγινε;

Θ.Τ.:

Θα σου πω. Εγώ έμενα στο Φάληρο τότε, και τα μωρά μου ήτανε τεσσάρων, τριών, δύο; Εκεί, πολύ μικρά. Και έρχεται ο πατέρας μου –ο άντρας μου έλειπε τότε, στα Οινόφυτα, κάπου που δούλευε– και έρχεται ο μπαμπάς μου και μου λέει: «Κλείσε τα φώτα, δεν βγαίνεις. Μέσα, ήρθε η Χούντ[01:00:00]α. Δεν μπορούμε να βγούμε και ο μόνος που μπορεί να κυκλοφορεί είναι γιατρός» –ο μπαμπάς μου κι ερχότανε. Μας έφερνε φαγητό. Για δέκα-είκοσι μέρες… Μετά μπορούσαμε να βγούμε, να πάμε να ψωνίσουμε. Τώρα, τι μου θύμισες! Τι μου θύμισες και συγχύζομαι! Και πάω, λοιπόν, κι εγώ να πάρω ένα ΝΟΥΝΟΥ γάλα για τον καφέ μου. Δεν υπήρχε περίπτωση. Πήγα στην αστυνομία και είπα: «Να ’ρθείτε στο…» –δεν θυμάμαι ποιο, ΕΛΟΜΑΣ ήταν; Ποιο; Είχανε πάει όλες οι κυρίες οι λεφτούδες με τις Φιλιππινέζες και παίρνανε σε τέτοια κούτα όλα τα ΝΟΥΝΟΥ. Δεν σκέφτηκαν ότι υπάρχουν μωρά που πρέπει να φάνε ΝΟΥΝΟΥ. Και με τη δική μου την τρέλα, ήρθε η αστυνομία και αποφάσισε να παίρνει ο καθένας δύο. Ξέρω και τα ονόματα, ξέρω και ποιες ήτανε, μπροστά μου έγινε. Λέω: «Είναι δυνατόν;» Καφέδες –τα άδειασαν όλα–, μακαρόνια –σαπίσαν τα μακαρόνια σπίτι τους, τα πετούσαν μετά στα σκουπίδια. Η πρώτη μέρα, είχαν βγει αυτοί που είχαν το χρήμα και φορτώνανε ό,τι τρόφιμο υπήρχε. Να μη βρεις εσύ να φας, να μη βρει το μωρό. Και σιγά σιγά έγινε μια τάξη. Κοίταξε, εγώ δεν φοβήθηκα. Ιδεολογικά άμα το πάρουμε, ότι δεν πρέπει Χούντα γιατί… άλλο καπέλο. Αλλά το πώς πέρασα; Πολύ καλύτερα από τώρα. Δεν φοβόσουνα. Για να άνοιγες το αυτοκίνητό σου και να πέταγες τα τσιγάρα κάτω! Την ίδια στιγμή σου είχανε βάλει πρόστιμο. Όχι, δεν φοβόμουνα. Ποιος θα τολμούσε να ’ρθει να με κλέψει ; Ήταν πάρα πολύ φθηνότερα όλα. Ιδεολογικά, δεν θέλω Χούντα. Αλλά αν με ρωτάς πώς πέρασα, δεν φοβήθηκα να μπει κανείς στο σπίτι να με κλέψει, να με σφάξει, όχι.

Κ.Μ.:

Και με την απαγόρευση κυκλοφορίας πώς ήταν;

Θ.Τ.:

Δεν το θυμάμαι ακριβώς ποιες ώρες. Βραδινές ήτανε, που δεν μπορούσες. Αλλά αυτό έσβησε μετά, έληξε. Εγώ πάλι, είχα το προνόμιο να μπορεί να έρχεται ο μπαμπάς μου και, θυμάμαι, κι ο πρώην άντρας μου ότι, μόλις έμαθε ότι είμαι ολομόναχη με δύο παιδιά, δεν τον άφηναν να φύγει, και είχε Volkswagen και την πυροβολήσανε, το αυτοκίνητο. Αλλά ήρθε βολίδα για να μπορεί να σταθεί και μ’ εμένα. Αλλά δεν είχα φόβο, φόβο δεν είχα καθόλου. Εγώ έλεγα: «Δεν μπορώ να ακούω τον Παπαδόπουλο, δεν μπορώ να ακούω τους αμόρφωτους», άλλο καπέλο αυτό. Δεν ένιωσα φόβο, τα λεφτά μας φτάνανε και περισσεύανε. Ήταν πολύ πιο φτηνά από πριν και τα τρόφιμα και η ΔΕΗ και ό,τι θες. Ζήσαμε καλά. Δεν μου αρέσει να το λέω γιατί δεν θέλω τη Χούντα, αλλά…

Κ.Μ.:

Ναι, είπαμε, ιδεολογικά είναι άλλο, αλλά η ζωή δεν ήταν τόσο σκληρή όσο ήταν η προηγούμενη.

Θ.Τ.:

Όχι, όχι, καμία σχέση. Τώρα, ποιοι ήτανε οι άνθρωποι που επαναστάτησαν και τους πιάσανε και τους κάνανε; Εγώ λέω για αυτόν τον κύκλο μιας απλής νοικοκυράς που δεν ήθελα Χούντα, δεν θέλω, προς Θεού –χάνεις τον πολιτισμό σου, χάνεις όλα– αλλά φόβο; Για ποιον; Εάν και εφόσον δεν έχεις ανακατευθεί, εφόσον δεν πας να τη ρίξεις. Μιλάς προσωπικά σ’ εμένα, με δύο παιδιά Αυτόν τον φόβο που έχω τώρα, δεν τον είχα. Εδώ τώρα, έχω συναγερμό μέσα, συναγερμό στον κήπο, συναγερμό πιο εδώ. Είναι ωραίο αυτό; Πάω να κάτσω στον κήπο τώρα, το βράδυ, που είναι ωραία, να διαβάσω το βιβλίο μου, και φωνάζει : «Μπες μέσα σου λέω».

Κ.Μ.:

Να σας ρωτήσω κάτι άλλο; Γιατί για εμάς που δεν τα έχουμε ζήσει, θέλετε να μας πείτε, ας πούμε, τους Συνταγματάρχες πώς τους θυμάστε; Δηλαδή, βγαίνανε στα ραδιόφωνα; Πώς ήταν;

Θ.Τ.:

Παντού, παντού. Μίλαγε και δεν καταλάβαινες τι έλεγε ο Παπαδόπουλος. Είναι και βλάχος του σκοτωμού, τι να καταλάβω; Νόμιζες…

Κ.Μ.:

Δεν μιλούσε καλά;

Θ.Τ.:

Βλάχος. Όλοι τρελοί για δέσιμο ήταν. Αλλά αν έβγαινε… Η αλήθεια είναι ότι όλοι αυτοί φύγανε χωρίς σπίτι, χωρίς περιουσία. Λέω κάποια κομμάτια που σήμερα –και δεν με νοιάζει που θα γραφτεί κι εδώ– ο Τσίπρας τα παιδιά του τα πάει στου Μωραΐτη. Θεωρείται ότι είναι κομμουνιστής. Η βιλάρα στο Σούνιο. Όχι, δεν υπήρχαν τέτοια. Είχαν μία ιδεολογία κακή, κακώς, τη Χούντα δεν την πιστεύω, σου κόβει τα δικαιώματα. Δεν ξέρω, όμως, αν εμείς οι Έλληνες είμαστε για Δημοκρατία. Δεν το ξέρω. Γιατί δεν είμαστε υπάκουοι άνθρωποι, δεν ακούμε. Έχουμε ένα βίτσιο να πούμε αντίθετο, απλώς για να είμαστε αντίθετοι. Δεν είμαστε νομοταγείς.

Κ.Μ.:

Αλλά εσείς θυμάστε από αυτά που διαβάζουμε, που κάνανε κάτι γλέντια, έτσι, πολύ-

Θ.Τ.:

Τι εννοείς τώρα, μετά; Μετά τον πόλεμο εννοείς;

Κ.Μ.:

Ναι, στη Χούντα, στη Χούντα λέω.

Θ.Τ.:

Στη Χούντα, μια χαρά.

Κ.Μ.:

Ναι, που κάναν, έτσι, με πολύ παραδοσιακές μουσικές κι αυτά;

Θ.Τ.:

Καλέ, τα πάντα. Και βγαίναμε και τα μπουζούκια μας και όλα μας. Η κακιά Χούντα φαίνεται σε αυτούς που πήγανε να τη ρίξουν και τιμωρήθηκαν. Σε μία νοικοκυρά που μεγάλωνε τα παιδιά της, ήτανε φθηνότερα, είχαμε υπηρεσία –για πες μου τώρα, μπορώ να έχω; Τα πάντα. Η εποχή η δική μου, μετά απ’ τον πόλεμο, ήταν πάρα πολύ εύκολη να κάνεις λεφτά. Όταν ανέβηκε η στάθμη, ο κόσμος είχε μία τρέλα να ξοδεύει. Εγώ εκπαίδευα dealers που πήγαιναν στα σπίτια –για κατσαρόλες, σκούπα ηλεκτρική, ξέρω ’γω τι– που πηγαίναν στο σπίτι, μαζευόταν πέντε γυναίκες… Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι τετρακόσια πενήντα –δεν θα το ξεχάσω– ένα σετ κατσαρόλες και το παίρναν όλες –και όχι οικονομικά. Ήταν η ανάγκη το να γεμίσω το σπίτι με πράγματα. Διπλό μίξερ, «Bamix», ό,τι μπορείς να φανταστείς. Εγώ κατάφερα και σπούδασα γιο στην Αμερική, είχα σπίτι ενοικιασμένο, τον Πάσχο στο Deree, τον Πάσχο στο πανεπιστήμιο, από αυτή τη δουλειά. Αγόραζε ο κόσμος σαν τρελός. Υπήρχε χρήμα –πού διάολο υπήρχε, δεν ξέρω.

Κ.Μ.:

Τα άκρα, όμως. Από εκεί που υπήρχε η στέρηση-

Θ.Τ.:

Χρήμα, χρήμα. Οι γυναίκες –δυο αμόρφωτες κοπέλες είχαν την εταιρεία που δούλεψα– αγόρασαν τρία σπίτια η καθεμία στην Καλλιθέα. Έμπαινες μέσα, τραπεζομάντιλα; Ναι. Σεντόνια; Ναι. «Κρυφά από τον άντρα μου», λέγανε. Εντάξει, δέκα τον μήνα, χαμός. Όλες είχαμε αυτοκίνητο ξαφνικά.

Κ.Μ.:

Είχατε κι εσείς αυτοκίνητο;

Θ.Τ.:

Εγώ είχα το μίνι.

Κ.Μ.:

Αρχικά πώς μάθατε να οδηγείτε; Σε μεγαλύτερη ηλικία;

Θ.Τ.:

Α, τώρα εσύ θες να ακούσεις ιστορία! Είμαι –έχω γυρίσει από την Αμερική; Είμαι δεκαοκτώ χρονών και είμαστε στο Φάληρο και χτυπάει το τηλέφωνο στο Ψυχικό ότι γεννάει η αδερφή μου. Και εγώ είχα πολύ μακριά μαλλιά και σηκώνεται ο μπαμπάς μου, η μαμά μου: «Φεύγουμε, έλα», μου λέει. «Μα», λέω, «είναι βρεγμένα μαλλιά μου, πώς θα ’ρθω;» «Πάρε ένα ταξί», μου λέει. Και πήραν κι αυτοί ταξί. Σηκώνομαι και βλέπω τα κλειδιά της Mercedes –140 τότε, με δερμάτινο καφέ πίσω, περίεργα. Φτιάχνω τα μαλλιά μου και λέω: «Έλα, εγώ έχω δει». Ήταν οι ταχύτητες απάνω, πάνω κάτω. Να θυμηθείς, βέβαια, ότι οι δρόμοι άδειοι τότε, έτσι; Και παίρνω και φεύγω από το Φάληρο και φτάνω, αλλά δεν ξέρω να βάζω όπισθεν. Και φτάνω στο «Έλενα» κι εκεί βλέπω τους ταξιτζήδες. Θυμάμαι, ένα κέρμα είχα δώσει να μου το παρκάρουνε. Ανεβαίνω πάνω, χαρά, κακό. «Πάμε», λέει ο μπαμπάς μου, «να πάρουμε ταξί». «Όχι», λέω, «έχω φέρει!»

Κ.Μ.:

«Έχω φέρει το αυτοκίνητο»!

Θ.Τ.:

Ο μπαμπάς μου δεν… Η μαμά μου είχε πάρει την αλογοουρά: «Θα σ’ τα ξεριζώσω!» μου ’λεγε. Και αμέσως με βάλανε και πήρα δίπλωμα, σου λέει: «Αυτό δεν είναι καλά». Την άλλη μέρα, δίπλωμα.

Κ.Μ.:

Πάλι καλά, δεν έγινε τίποτα, κανένα κακό-

Θ.Τ.:

Έφυγα, σου λέω, μία χαρά. Το κοίταζα. Το ίδιο έπαθα, μου ’κανε και ο γιος μου ο μικρός, ίδιο.-

Κ.Μ.:

Να, πληρώνονται. Καλά, δεν φοβηθήκατε;

Θ.Τ.:

Όχι. Ο μπαμπάς μου είχε ένα αυτοκίνητο κάποτε, Mercedes ήταν, που όπως είναι το πορτ μπαγκάζ, ήταν καναπές δερμάτινος. Για να καταλάβεις πόσο άδειοι ήταν οι δρόμοι. Οδηγούσε εκείνος μπροστά, η μαμά μου, και η αδερφή μου και εγώ στον καναπέ, πίσω, στο πορτμπαγκάζ. Να ’ρθει κάποιος, να σε κάνει πίτα. Ήταν άδειοι οι δρόμοι, δεν είχες αυτό το συναίσθημα. Και μόλις με είδανε, την άλλη μέρα: «Πάρε», μου λέει, «δίπλωμα γιατί θα σε σκοτώσω». Κι ήτανε τόσο το τιμόνι. Εγώ είμαι και κοντή και η Mercedes βαριά.

Κ.Μ.:

Αλλά είχατε μετά κι [01:10:00]εσείς το δικό σας αυτοκίνητο.

Θ.Τ.:

Ναι, δεν ξαναοδήγησα γιατί μετά έφυγα Αμερική παντρεμένη –κάποια άλλη φορά αυτά.

Κ.Μ.:

Ναι, αυτά άλλη φορά. Θέλω να σας κάνω μια ερώτηση για να κλείσουμε και το θέμα της Χούντας. Θυμάστε εσείς τις μέρες, όταν είχε γίνει η αναταραχή με το Πολυτεχνείο;

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, το θυμάμαι. Άκουγα το Πολυτεχνείο, τον κόσμο που φωνάζαν, σπάγαν πόρτες, τα τανκς.-

Κ.Μ.:

Πώς σας είχε φανεί τότε;-

Θ.Τ.:

Κοίταξε να δεις, δεν ήμαστε, καμία μας, μυημένη. Δεν ακούσαμε πυροβολισμούς, δεν νιώσαμε πόλεμο. Και κάποιες προπαγάνδες και κάποια ότι: «Ας κάτσουμε ήσυχα, δεν θα μας πειράξουν», δεν το είχαμε δει επαναστατικά το θέμα, δεν είχαμε εξοργιστεί. Γιατί είχαμε και το άλλο –τη σιγουριά, που λέμε, του φόβου; Και από την τηλεόραση που έβλεπα εγώ, το θυμάμαι τώρα, τα τανκς και τα φωνάζουν και τα παιδιά σκαρφαλωμένα. Βέβαια, όταν άκουσα ότι θα τους κλείσουν μέσα και τα λοιπά, εκεί άρχισε –από το Πολυτεχνείο και μετά– να μη θέλουμε κανέναν και πότε θα φύγουν. Καταρχήν, ήταν τόσο βλάχοι, τόσο τραγικά βλάχοι. Πρέπει να βρεις μία –ο Πάσχος θα έχει σίγουρα, που κρατούσε τις ομιλίες του– να ακούσεις τι έλεγε, δεν καταλάβαινες. Τόσο βλάχοι. Αλλά θεωρώ –τώρα, καλύτερα να μη θεωρήσω γιατί δεν ξέρω. Ίσως επειδή δεν φοβήθηκα. Ίσως κάποιοι άλλοι, που κλείστηκαν στα μπουντρούμια, να έχουν άλλη άποψη. Εγώ δεν την έχω.

Κ.Μ.:

Από τη δική σας την πλευρά ήτανε-

Θ.Τ.:

Ναι, δεν θέλω Χούντα, να ζω σε έναν χώρο που έχει Χούντα, αλλά έζησα άφοβα. Αν με ρωτήσεις, άφοβα. Συνειδητοποιήσαμε ότι αν εμείς δεν κάνουμε αντίσταση, ας πούμε, δεν μας πειράζει κανείς. Μετά έφυγε και η Χούντα και εκεί το όνειρο της ζωής, με φοίνικες, με κλαριά, φοίνικες… Σε ανοιχτά αυτοκίνητα πήγαμε στο αεροδρόμιο, που ερχόταν ο Καραμανλής, αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εγώ έζησα και τον γάμο της βασίλισσας.

Κ.Μ.:

Πώς το θυμάστε αυτό;

Θ.Τ.:

Ένα κοριτσάκι ήμουνα. Στην «Grande Bretagne», είχαμε στηθεί όλοι απ’ έξω να δούμε την κούκλα! Την κούκλα και τον… Ζήσαμε χλιδάτα. Εγώ είμαι βασιλική, δηλαδή δεν πιστεύω ότι μας έκανε κακό. Αλλά αυτή η αρχοντιά –που δεν πήραν περισσότερα λεφτά από ό,τι πήραν όλοι οι άλλοι που μας κυβερνούσαν– και είχαμε ένα πρεστίζ, ας πούμε, μπροστά στην ασχήμια. Εντάξει, δεν πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει βασιλικό αίμα και όλα αυτά, μαζί σου είμαι. Αλλά παρά να έχω το αίμα του Τσίπρα και της γυναίκας του με το φουστάνι το γκρενά που πήγε και έπιασε το μάγουλο του Κάρολου έτσι και γίναμε ξεφτίλα όλοι, θα προτιμούσα, λοιπόν, αυτό.

Κ.Μ.:

Το πρεστίζ το βασιλικό.

Θ.Τ.:

Μπράβο.

Κ.Μ.:

Πώς ήτανε ο γάμος, θυμάστε; Τι βλέπατε;

Θ.Τ.:

Με άμαξα, με άμαξα –παλιά άμαξα, ε; Και να χαιρετάει, όπως χαιρετάνε. Μία κούκλα –και ακόμα είναι που τη βλέπεις, έτσι; Και αγαπημένο ζευγάρι και αγαπάνε την Ελλάδα. Παραμύθι σκέτο, παραμύθι σκέτο. Εγώ είμαι υπέρ και της Φρειδερίκης, θεωρώ ότι έκανε πάρα πολλά πράγματα και βοήθησε και πάρα πολύ και στρατό. Έχω όλη την ιστορία της διαβάσει και δεν είδα κανέναν από αυτούς που ήρθαν, βγήκαν, φύγαν, να μας έχουνε κάνει. Ο καθένας βγαίνει και αλλάζει τα πάντα. Πιστεύω σε αυτόν που έχουμε τώρα πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι πρέπει ένας ηγέτης να ’ναι τουλάχιστον μορφωμένος, τουλάχιστον. Και αυτός ο άνθρωπος που μιλάει, με ικανοποιεί, που μιλάει τις γλώσσες που μιλάει, που έχει ένα πρεστίζ έξω.

Κ.Μ.:

Μάλιστα. Λοιπόν, τώρα, δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο σε αυτά τα πολύ ωραία-

Θ.Τ.:

Κοίταξε, κάθε φορά που μου μιλάς, κάτι θυμάμαι, όπως θυμήθηκα και το παλτό μου και θυμήθηκα την UNRRA και το ζεστό κακάο αυτό –εδώ είναι η γεύση του. Βγαίναμε έξω εκεί ήτανε μια καζάνα με μία κουτάλα, τσίγκινο, και πίναμε, που είχαμε να πιούμε γάλα… Τώρα, αμερικάνικο με κακάο, σαν να πίνεις Nestle ήτανε. Και θυμάμαι την πρώτη φορά –τώρα, με κάνεις και θυμάμαι– που φάγαμε κουλούρι με τριγωνάκι τυρί. Μία δραχμή ήτανε. Και μας έδινε η μαμά μου μια δραχμή στη μία, μια δραχμή στην άλλη, να φάμε το κουλουράκι με το τρίγωνο –το ωραιότερο κασέρι που δεν έχει ξαναβγεί, δεν ξέρω από που ήταν. Κάθε φορά, δοκιμάζω μπας και μου θυμίσει εκείνο, ένα τριγωνάκι και το κουλουράκι. Από κει που τρώγαμε ψωμί βρεμένο με ζάχαρη. Αλλά τη ζάχαρη; Να είσαι Θεός να τη βρεις, από πού να τη βρεις; Σκέψου τους γονείς μου –γιατί εκείνοι πονούσαν που βλέπαν τα παιδιά τους έτσι. Και θα σου πω για να γελάσεις, μέσα στον χαμό των Γερμανών γίνεται και ένα πάρτι που ήμουνα έξι-εφτά; «Τι να ντυθώ; Τι να ντυθώ;» κι η μαμά μου ήτανε φίλη με την ηθοποιό –δεν μου έρχεται τώρα– και πάμε και μου δίνει στολή Ολλανδέζας. Την έχω τη φωτογραφία και μου έχει φύγει και το ένα δόντι και με έχουνε βγάλει φωτογραφία. Και Ολλανδέζα πραγματική. Και πάω στο πάρτι και ντράπηκα γιατί όλα τα παιδάκια είχανε μία φούστα, ένα μαντίλι –τους είχανε κάνει, τώρα, Κατοχή. Κι εγώ είχα πάει με τη φούστα, με τα τσόκαρα, από το θέατρο μου τα είχε δώσει. Και θυμάμαι ότι ντράπηκα και ήθελα να φύγω που δεν ήμουνα και εγώ φτωχά ντυμένη. Ήμουνα σαν να ’βλεπες ένα άλλο πράγμα μες στο πάρτι. Είναι κομμάτια που δεν σου φεύγουνε, ρε παιδί μου, δεν σου φεύγουνε. Εμένα αυτό που σου λέω ότι λυπάμαι, με τρώει γιατί κατέβαινα κάτω στον φοίνικα και έκλαιγα. Το ’χω συζητήσει πολύ με τον μπαμπά μου, γιατί είχε και… Και μου λέει: «Ήτανε για αυτά που έβλεπες και μπορεί να μην τα θυμάσαι αλλά έχουνε μπει μέσα σου, έχουνε γίνει φωτογραφίες μέσα σου. Τα παιδάκια», μου λέει, «από την κοιλιά αρχίζουν και καταλαβαίνουν και νιώθουνε. Όλα καταγράφηκαν αυτά, που ήσουνα ενός. Απλώς, δεν τα θυμάσαι να τα πεις και τα έχεις μπερδέψει με τις διηγήσεις». Λέω: «Και κατεβαίνω στον φοίνικα και κλαίω;» Αφού, μου ’λεγε η μάνα μου, το είχε συνηθίσει και μου ’βαζε κι ένα μαντιλάκι, «Καλά, πήγαινε». Και δεν είχα, να πεις ότι με μαλώσανε ή κάτι. Πολλές φορές λέω: «Έκλαιγα για το παιδάκι που πείναγε διπλά; Έκλαιγα για αυτά που είχα δει; Έκλαιγα γιατί άκουγα τη μαμά μου, εκτός από μένα, να τα λέει, να τα λένε: “Πεινούσαμε”». Οι γονείς τότε δεν προσέχαν τι λέγανε, δεν προσέχαν καθόλου. Και ενώ εγώ είχα πολύ καλή μαμά, μία μέρα είχε μία φίλη της –και σκέψου ότι θυμάμαι, που δεν την είδα ποτέ– που τη λέγανε Πινέλα. Άκου όνομα. Άκου, το θυμάμαι τώρα και ήμουνα πέντε χρονών. Και της έλεγε: «Μωρέ, άσκημο είναι το δεύτερο παιδί μου». Αυτό το κουβάλησα χρόνια. Γιατί ήμουνα… Και μόνο άσχημη δεν ήμουνα. Δεν ξέρω, με είχε δει-

Κ.Μ.:

Αδύνατη;

Θ.Τ.:

Αδύνατη. Ο μπαμπάς μου είχε πάει Αμερική και τα γράμματά του τα ’χω: «Το παιδί πάχυνε; Το παιδί πάχυνε;» Τώρα, γιατί δεν αδυνατίζω; Μπορώ να κάτσουμε μέρες και να θυμάμαι, μέρες και να θυμάμαι. Θυμάμαι και τη θεία μου, που η σειρήνα ήταν επάνω από το σπίτι της και κουνιόντουσαν οι τοίχοι.

Κ.Μ.:

Ήταν η ίδια που είχε κρύψει τον Εβραίο;

Θ.Τ.:

Όχι.

Κ.Μ.:

Άλλη.

Θ.Τ.:

Αδελφή της μαμάς μου. Πολλές ήτανε που κρύψανε, πολλές.

Κ.Μ.:

Κοντά στο σπίτι σας, ας πούμε, σ’ εσάς;-

Θ.Τ.:

Ναι, πολλές κρύψανε. Ήτανε, πραγματικά, μια φανταστική κίνηση των Ελλήνων γι’ αυτό και οι Εβραίοι αγαπάνε τους Έλληνες. Η ιστορία, όπως θα την έχεις διαβάσει, του κοριτσιού που ήταν χρόνια κλεισμένο εκεί… Δηλαδή, σου φεύγει ο νους αγάπη μου, σου φεύγει ο νους. Να βλέπεις σκελετωμένους ανθρώπους, αυτά όλα έξω και σημαδεμένους, με τα ονόματα στα χέρια, ούτε στο Τέξας, στις γελάδες δεν βάζουνε πια. Ήτανε φρικιαστική ιστορία. Εγώ τους Γερμανούς δεν τους έχω συγχωρέσει ποτέ, ποτέ. Δεν τους [01:20:00]πιστεύω. Γι’ αυτό και δεν έμαθα ποτέ –ενώ ήθελε ο μπαμπάς μου γερμανική σχολή κι αυτά– δεν έμαθα γερμανικά, «Δεν θέλω», λέω. Επηρεάστηκα πάρα, πάρα πολύ. Επηρεάστηκα γιατί έκανα παρέα με Εβραίους στο πανεπιστήμιο και μου λέγανε και μου δείχνανε. Αυτό το βιβλίο που μου έδειξε, δεν μπορεί να το δει άνθρωπος, δεν αντέχεις να το δεις. Μου είπε: «Μπορείς; Αντέχεις να δεις;» Καμία σχέση με αυτά που βλέπουμε. Ομαδικά τους πετούσαν μέσα στους λάκκους, γυναίκες. Γιατί ένας πόλεμος είναι ένας πόλεμος, δεν είναι αυτή η κατάντια. Αν ήσουνα ξανθιά όμως, η Αρία φυλή; Εκεί σκέψου μυαλό. Τι είναι ο άνθρωπος τελικά; Το ’ψαξες; Ψάξ’ το, άμα τελειώσει η συζήτηση. Χωρισμένος είναι. Καλός και κακός και μπερδεμένος είναι. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να…

Κ.Μ.:

Κυρία Ντόρα μου, θέλω να μου πείτε, έτσι, μια τελευταία πρόταση. Κάτι για κάποιον που σας ακούει και ακούει όλα αυτά που έχετε περάσει, που έχετε ζήσει. Τι θέλετε να πείτε σε κάποιον που σας ακούει;

Θ.Τ.:

Θέλω να πω ότι όλοι μαζί και καθένας μόνος του, αν προσπαθήσουμε να βγάλουμε το χρήμα από πάνω. Εγώ θεωρώ πάρα πολύ ότι το χρήμα μας χάλασε το γέλιο της ζωής. Εγώ είδα, σαν Ντόρα, ότι έχω τρία μίξερ Kenwood –γιατί το ένα ήταν ευκαιρία, το άλλο έκανε πιο καλό– και δεν χρησιμοποιώ κανένα. Βολεύομαι με ένα μικρό. Αυτό σ’ τα λέει όλα, την απάντησή μου. Πέσαμε σε μια παγίδα του ακριβού αυτοκινήτου, την οποία την ακολουθούμε. Χάνεται η ομορφιά, χάνεται –θα σου απαντήσω, με βοήθησες. Πού είναι η επικοινωνία; Με αυτή τη κατάσταση που σας βλέπω… Έρχεται η εγγονή μου να μιλήσουμε, μου λέει: «Λέγε εσύ». Γιατί να λέω; Χαζή είμαι, που θα λέω εγώ κι εσύ θα μιλάς στο κινητό; Έχετε χάσει την επαφή, αγάπη μου. Και μιλάτε με το τέτοιο το ρημάδι. Μου στέλνουνε: «Χρόνια πολλά, φιλάκια». Δεν θέλω, πάρε με τηλέφωνο. Δεν θέλω. Και το γράφω όμως, το κάνω. Αυτή είναι η ευχή μου, η παράκλησή μου, τα παιδιά να βγούνε, να ερωτευθούνε, να μιλήσουνε –όχι να κάνουν έρωτα, να ερωτευθούνε πρώτα, να νιώσουν αυτό που νιώθαμε εμείς. Εμάς, σε έπιανε, το χέρι σου έπιανε και τρανταζόσουνα ολόκληρη. Και σήμερα, με το «Καλημέρα» να κάνεις σεξ. Δεν πάει έτσι η ομορφιά, τη σκοτώνεις, την τελειώνεις.

Κ.Μ.:

Άρα, σαν ευχή, να ξαναβρούμε την επικοινωνία.

Θ.Τ.:

Να μιλάτε, να υπάρχετε. Ώρες… Εμένα, τώρα, μου γράφει… Μα, τι μου γράφεις; Πάρε με τηλέφωνο!

Κ.Μ.:

Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Θ.Τ.:

Σιγά, αγάπη μου. Κόψε ό,τι θες! Κάν’ το όπως θες.