Προσφυγοπούλα δεύτερης γενιάς
Segment 1
Εισαγωγή και παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:09:25
Partial Transcript
Καλημέρα. Είμαι ο Γιώργος Κυριακίδης, ερευνητής στο Istorima. Βρίσκομαι μαζί με την Ελένη Παντέλογλου. Το γένος. Το γένος Παντέλογλου. …χει διαφορετικά. Τι είχανε μέσα στην Κατοχή οι άνθρωποι; Δεν είχαμε πολλή χαρά στα παιδικά μου χρόνια. Δεν είδα πολλή χαρά.Τι θέλεις άλλο;
Lead to transcriptSegment 2
Εκπαίδευση
00:09:25 - 00:12:38
Partial Transcript
Σχολείο, γιαγιά, πού πήγες; Σχολείο, Δημοτικό… Όταν πήγα νήπια τάξη, δεν ξέρω, δεν τελείωσε η χρονιά στο νηπιαγωγείο. Έγινε ο Πόλεμος. Άρχ…νε αυτό που δεν γράφεις ορθογραφικά; Ορθογραφικά καθόλου. Γράφω βέβαια, διαβάζω αρκετά καλά, αλλά δεν ξέρω πού να βάλω οξείες και τελείες.
Lead to transcriptTags
Segment 3
Αντάρτες στο χωριό
00:12:38 - 00:21:42
Partial Transcript
Όταν ήρθανε οι αντάρτες πρώτη φορά στο χωριό, πες μου κάποιο περιστατικό που θυμάσαι. Όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, ο μπαμπάς μου ήταν…τά αυτά σαν παραμύθι, αλλά τραβήξαμε πολλά. Και στα εγγόνια μου τώρα το διηγούμαι ότι τραβήξαμε αυτό, τραβήξαμε το άλλο. Πολλά και διάφορα.
Lead to transcriptSegment 4
Κτηνοτροφία και αγροτική ζωή
00:21:42 - 00:23:22
Partial Transcript
Μάλιστα, μάλιστα. Να σε πάω… Όταν πήγε ο άντρας μου φαντάρος; Να σε πάω ακόμα λίγο πιο πίσω. Από ό,τι καταλαβαίνω κι απ’ τις περιγραφές σ…μαλώσανε όμως, γιατί σε λέει «Παιδί είναι, τι να το μαλώσουμε». Μου λέει «Άλλη φορά να προσέχεις. Μέχρι να έρθουν τα ζώα, δεν θα κοιμάσαι».
Lead to transcriptTags
Segment 5
Βουλγαρική Κατοχή
00:23:22 - 00:27:48
Partial Transcript
Τους παίρνανε για αγγαρειά, αγγαρειά λέγοντας να πάνε να θερίσουνε, να πάνε να τσαπίσουνε δικά τους χωράφια, αλλά παίρνανε όλη τη συγκομιδή,…ρο, γι’ αυτό μας λυπότανε. Ζούσαμε πολύ δύσκολη, πολύ δύσκολες μέρες. Τρομοκρατημένα παιδιά, φοβισμένα παιδιά, τίποτα δεν χαρήκαμε, τίποτα.
Lead to transcriptSegment 6
Ανταρτόπληκτοι και χωρισμός οικογένειας
00:27:48 - 00:31:08
Partial Transcript
Σας είπα, μέχρι να φύγουνε οι Βουλγάροι, σε λίγο ήρθανε οι αντάρτοι, άλλα… Πήγαμε στις αποθήκες μέσα, μας βάλανε σε κάτι παράγκες. Υποφέραμε…το γράμμα, στέλνανε γράμμα τα αδέρφια μου, δεν είχαμε τηλέφωνα και τέτοια, δεν είχαμε τέτοιες ευκολίες. Πού και πού κανένα γράμμα ερχότανε.
Lead to transcriptSegment 7
Γνωριμία με σύζυγο και συνοικέσιο
00:31:08 - 00:38:03
Partial Transcript
Μάλιστα, μάλιστα. Προχωρώντας λοιπόν μέσα στον χρόνο, θέλω να μου πεις τη γνωριμία σου με τον παππού. Πώς γνωριστήκατε; Γνωριζόσασταν και π…τρας μου το είχα το παιδί, και τ’ αγαπούσανε τρελά. Ο πεθερός μου το είχε όλο στην αγκαλιά του. Πάρα πολύ καλός, ν’ αγιάσει εκεί που είναι.
Lead to transcriptTags
Segment 8
Αστυνομία και περιστατικό παρενόχλησης
00:38:03 - 00:40:32
Partial Transcript
Περιέγραψέ μου πώς είναι μια τόσο μικρή κοπέλα, νεόνυμφη κιόλας, να ζει μέσα στα πεθερικά της. Και να μην είναι ο άντρας της. Και να μην …χλητικός, αλλά μην τη φοβάσαι». Ύστερα, δεν έγινε, καμιά αναφορά δεν κάναμε. Είχα κάτι ενοχλήσεις. 20 χρονών κοπελίτσα. Αυτά προς το παρόν.
Lead to transcriptSegment 9
Γάμος και έθιμα γάμου
00:40:32 - 00:49:26
Partial Transcript
Πότε… Όχι πότε βασικά. Πώς ένιωσες όταν πρωτοείδες τον παππού ως γαμπρό; Σαν γαμπρό. Εκείνη την ημέρα, όλο έκλαιγα νύφη, γιατί θα άφηνα τ…ερχόταν και κερνούσε τα παλικάρια. Μετά, εκεί στρώνανε τραπέζια, ο παππούς συνέχιζε να είναι το γκαρσόν, γιατί παντρευόταν ο κουνιάδος του.
Lead to transcriptSegment 10
Ζωή με τα πεθερικά
00:49:26 - 00:55:02
Partial Transcript
Μάλιστα. Τώρα ήρθε και η ώρα να μου πεις πώς περνούσες την ημέρα σου, όταν και ο παππούς έλειπε στον στρατό. Και να μου πεις και το περιστα…νω. Τώρα έγινα νύφη στη νύφη, εξυπηρετάω τώρα τη νύφη κι έγινα δυο φορές νύφη». Αυτά. Δεν είχαμε καλά εθίματα, πολύ βάρβαρα, πολύ βάρβαρα.
Lead to transcriptSegment 11
Επιστράτευση επί Χούντας
00:55:02 - 00:57:48
Partial Transcript
Να σε ρωτήσω. Μήπως θυμάσαι αν ήσουνα στην Αλεξανδρούπολη ή αν ήσουνα στο χωριό ακόμα όταν έγινε αυτό που λέμε η Επανάσταση, η 21η Απριλίου… βόμβα και μέναμε εκεί μέσα; Πώς μπήκαμε εκεί μέσα κι εγώ δεν ξέρω. Κρυφτήκαμε, πήρα τα παιδιά και μπήκαμε μέσα στο υπόγειο και κρυφτήκαμε.
Lead to transcriptSegment 12
Καταγωγή και γλωσσικό ιδίωμα
00:57:48 - 01:07:31
Partial Transcript
Αυτά. Λοιπόν. Θέλω να μου πεις τώρα, θα πάμε ν’ αλλάξουμε λίγο το θέμα. Θέλω να μου πεις για την καταγωγή σου, από πού κατάγεστε σαν οικογέ…ε η μία «Φως στα μάτια σου» και ο άλλος απαντούσε «Φως στο φως». Καλώς ήρθες, καλώς σας βρήκαμε. Αυτό. Το «καλώς ήρθες, καλώς σας βρήκαμε».
Lead to transcriptSegment 13
Τραγούδια
01:07:31 - 01:09:29
Partial Transcript
Ήρθε και η ώρα μάλλον να μας πεις και κάποιο τραγούδι. Θυμάσαι κάποιο τραγούδι. Ελληνικό; Από αυτά που λέγατε εσείς. Τα καλά. Τα κορίτσι…ρα πολύ / Γιατί δεν μ’ αγάπησες / Σε περίμενα να ρθείς / Και όμως δεν μου φάνηκες/ Έτσι κι αλλιώς εγώ σ’ αγαπώ». Έτσι εξηγείται, έτσι αυτό.
Lead to transcriptSegment 14
Αναμνήσεις
01:09:29 - 01:11:39
Partial Transcript
Μπράβο, γιαγιά. Κάτι άλλο που θέλεις να προσθέσεις; Τώρα που πήγες να πεις για τον παππού κάτι; Τι να πω για τον παππού; Οτιδήποτε θέλεις…υ τι ζωή έκανε η γιαγιά, ο παππούς. Τα είπα εν περιλήψει, τα είπα καλά ή όχι, αυτά. Ευχαριστώ, γιαγιά. Τι άλλο; Κι εσύ έκλαψες αγόρι μου;
Lead to transcriptSegment 15
Συνταγή κουκλακλού μαντί
01:11:39 - 01:13:35
Partial Transcript
Αυτό. Λοιπόν, γιαγιά. Πες μας, αν θυμάσαι, κάποια συνταγή, κάποιο φαγητό, το οποίο φτιάχνεις ακόμα και σήμερα. Οι γονείς μου είχανε για κα…λει το σκόρδο και το βάζει ο καθένας από μόνος του. Γίνεται υπέροχο φαγητό. Είναι από τα καλά τους τα φαγητά και πολλά άλλα διάφορα βέβαια.
Lead to transcriptSegment 16
Συνταγές με συκωταριά
01:13:35 - 01:15:59
Partial Transcript
Πες μας αν θυμάσαι κι άλλα. Κάνουνε πιλάφι με συκώτι. Το είχανε το συκώτι, το βράζανε, το καθαρίζανε από τα αίματα και τα λοιπά και το κόβ…αι τη φέρνουμε. Είναι πασχαλιάτικο φαγητό αυτό. Το κάνουμε το Πάσχα πιο συνήθως δηλαδή, εδώ, εμείς. Στην πατρίδα κάμναν άλλα. Τη συκωταριά.
Lead to transcriptSegment 17
Οικογενειακές φωτογραφίες
01:15:59 - 01:17:39
Partial Transcript
Λοιπόν, στην πρώτη φωτογραφία ποιους βλέπουμε, γιαγιά; Η πρώτη φωτογραφία είναι στην Καβάλα. Εμείς από τον Άβαντα με τη μαμά μου πήγαμε στ…μαμά από το χωριό είναι φτωχικά ντυμένη. Και η θεία, η άλλη η συννυφάδα της, το ίδιο. Φορούνε τις γούνες τους. Είναι διαφορετική ζωή. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 18
Σπίτι του Παιδιού στον Άβαντα
01:17:39 - 01:19:36
Partial Transcript
Στην τρίτη φωτογραφία… Φωνάζω κιόλας. Δεν πειράζει. Στην τρίτη φωτογραφία, τι βλέπουμε; Πού είσαι εσύ; Στην τρίτη φωτογραφία. Η βασίλισσ…δυο μικρά κοριτσάκια και ο άντρας μου ήτανε φαντάρος, φοράει και το… Και με μια γειτόνισσα τα λέμε. Παίξαμε σκετς, στο «Σπίτι του παιδιού».
Lead to transcriptSegment 19
Αναμνήσεις από τον σύζυγο και έθιμο του γκαρσόν
01:19:36 - 01:22:10
Partial Transcript
Υπέροχα. Εδώ; Εδώ είμαι αρραβωνιασμένη με τον σύζυγο, στης πεθεράς μου το σπίτι. Περνούσε ένας φωτογράφος και τυχαίως βγήκαμε. Για να θυμό…ι ήτανε, δεν ξέρω. Στας Σέρρες, στο Σιδηρόκαστρο. Έτσι με έλεγε στα γράμματα. Ευχαριστούμε πολύ. Να ’σαι καλά, παλικάρι μου. Να ’σαι καλά.
Lead to transcriptTags
[00:00:00]Καλημέρα. Είμαι ο Γιώργος Κυριακίδης, ερευνητής στο Istorima. Βρίσκομαι μαζί με την Ελένη Παντέλογλου.
Το γένος.
Το γένος Παντέλογλου. Είμαστε στην Αλεξανδρούπολη και βρισκόμαστε στο σπίτι της αφηγήτριας. Πείτε μας το όνομά σας.
Είμαι η Ελένη Παντέλογλου, το γένος. Τώρα είμαι παντρεμένη, είμαι γιαγιά 85 χρονών. Μένω Αλεξανδρούπολη.
Αυτά. Γιαγιά, πες μου για την παιδική σου ηλικία. Για τους γονείς σου, όπως τους θυμάσαι.
Οι γονείς μου ήρθαν από την Καππαδοκία, πρόσφυγοι. Η πρωτεύουσα είναι η Αλεξανδρούπολη, μένανε σε χωριό, τον Άβαντα. Εγώ γεννήθηκα το ’36. Το ’40 ήρθαν οι Βουλγάροι στο χωριό μας, κάτσανε τέσσερα χρόνια, αλλά περάσαμε μεγάλη κατοχή. Σχεδόν δεν βρίσκαμε να φάμε καθόλου. Οι γονείς μου δουλεύανε σ’ αυτούς χωρίς πληρωμή σε αυτούς, στους Βουλγάρους. Και ό,τι καλό είχαμε, μπαίνανε, το παίρνανε και δεν μας αφήνανε ούτε καν ψωμάκι να φάμε. Ξύλο πολύ, αν τους πιάνανε κάτι παρανομίες. Παρανομία λέγοντας, τους λέγανε να πάνε αγγαρειά και κάνανε ότι ήταν άρρωστοι, δεν πηγαίνανε κι έπεφτε πολύ ξύλο.
Πες μας για την οικογένειά σου, για τα αδέρφια σου.
Εγώ όταν ήμουν, πριν φύγουν, είχαμε Βουλγάροι… Εμείς τα μικρά, είμαστε τέσσερα αδέρφια, ήμασταν τέσσερα αδέρφια. Εγώ ήμουν η πιο μικρή, ο μεγάλος μας αδερφός πήγαινε και δούλευε σε Βούλγαρο για να μας φέρει ένα κομμάτι ψωμί. Τραβήξαμε τα ελέη του Θεού. Οι Βουλγάροι κάτσανε τέσσερα χρόνια είπαμε, όταν φύγανε ήμουν 8 χρονών. Θυμάμαι αρκετά πράγματα, ήταν πολύ βασανιστές. Άμα σε πιάνανε, μην τους αντιμιλήσεις, μην πεις όχι σε αυτούς, ό,τι σε πούνε θα λες «ναι». Τραβήξαμε πάρα πολύ. Βέβαια εμείς τόσο δεν καταλάβαμε, γιατί ήμασταν μικρά. Όταν φύγανε πια οι Βουλγάροι, ήρθανε μετά οι αντάρτες στο χωριό, οι λεγόμενοι αντάρτες. Τώρα ας το πούμε Εμφύλιος Πόλεμος λεγότανε, κάπως έτσι. Κι αυτοί, και είχαμε προδότες από το χωριό, προδίδανε και λέγανε «Στο τάδε σπίτι έχει παλικάρι μεγάλο, κοπελιά μεγάλη» και μπαίνανε οι αντάρτες και τα παίρνανε, είτε θέλεις είτε όχι θα τους ακολουθούσες. Τα μικρά δεν τα παίρνανε. Μέχρι αυτό είναι, πόσα χρόνια πήγε, δεν πολυθυμάμαι. Δυόμισι; Πόσα χρόνια; Ήρθε η βασίλισσα, έβγαλε μια διαταγή η βασίλισσα… Οι αντάρτες –ξέχασα, να γυρίσουμε πίσω–, οι αντάρτες του Αγίου Γρηγορίου μπήκανε στο χωριό και πήρανε τα πάντα και καταστρέψαν τα πάντα. Ιανουαρίου ήρθαν, κάψαν το σχολείο. Από τότε, δεν σχολείο, ναι τίποτα. Εγώ δεν είχα βγάλει ούτε καν Δημοτικό. Όταν ήρθανε, όταν οι αντάρτες πια κάπως άρχισαν να παίρνουν τα παιδιά, η βασίλισσα έβγαλε διαταγή, όλα τα παιδιά από 13, από 14 χρονών και άνω, να μαζευτούνε στην Αλεξανδρούπολη κι έγινε το παιδομάζωμα. Ήρθε ένα μεγάλο καράβι και πήρε τα παιδιά αυτά που πήγαν και γραφτήκανε. Εγώ ήμουν μικρή, δεν πήγα, γιατί η μαμά θα τρελαινόταν. Έστειλε τα δυο της τα παιδιά μονάχα. Εγώ έμεινα στο σπίτι. Όμως, πού και πού, καθόμασταν σε κάτι αποθήκες, μια κατάσταση, τι να σου πω. Πού και πού, σε διαστάσεις, γυρνούσαμε πίσω, στο χωριό. Εμένα με αφήνανε στο χωριό οι γονείς μου, ήμουνα 12; 10 χρονών; Και με άφηναν για να κοιτάξω λίγο πολύ τα ζώα. Ήμουν πολύ μικρούλα, βέβαια, και φοβόμουν πολύ από τα ζώα. Για να τα ταΐσω, ανέβαινα στο παχνί επάνω, γιατί χανόμουν ανάμεσά τους, ήμουν κοντούλα. Για να τα ταΐσω, για να τα ποτίσω, ανέβαινα στο παχνί τους επάνω. Όλα αυτά, καιρός και σε καιρός, ερχόταν ο μπαμπάς μου από Αλεξανδρούπολη για να με δει και κάπως να μου φέρει λίγο ψωμί. Και μου λέει «Μη φοβάσαι, παιδί μου. Εσένα δεν σε παίρνουν οι αντάρτες, γι’ αυτό σε αφήσαμε στο σπίτι. Είσαι μικρό, δεν σε παίρνουν.». Μετά από λίγο, όταν ηρεμήσανε… Το βράδυ, επειδή χτυπούσανε το χωριό, φοβόμουνα και κρυβόμουνα κάτω από το κρεβάτι. Μια γειτόνισσα με είδε και με λυπήθηκε και με είπε «Έλα αύριο σ’ εμένα». Πήγα εκεί και από τον φόβο μου όλη τη νύχτα κατουρούσα, δεν στεκόταν καθόλου το κατουρλιό. Και με έδινε ένα γιογιό, αλλά εγώ το έβαζα από την ανάποδη το γιογιό, από την αγωνία μου και από τον φόβο. Το κατουρλιό δεν έμπαινε μες στο γιογιό, έπεφτε απ’ έξω. Και κάτω είχε αυτός μια κάσα ψωμιά και βράχηκαν τα ψωμιά του. Και με λέει «Θα πεις τη μαμά σου να με πληρώσει τα ψωμιά». Τα θέλεις αυτά; Πολλά και διάφορα. Γιατί πηγαίναμε σ’ εκείνο; Εκείνο ήταν δίπλα στην αστυνομία το σπίτι, δήθεν δεν μπορούσαν οι αντάρτες να μπούνε στα σπίτια, για να κρυφτούμε. Μετά το παιδομάζωμα… Φύγανε το ’48 τα παιδιά. Το ’52 άρχισαν, το ’50 φύγανε. Το ’52 με ’53 τα παιδιά επιστρέφανε. Τα μάζεψε η βασίλισσα η Φρειδερίκη αυτά τα παιδιά και τα πήγε σε πολλές τοποθεσίες μέσα στην Αθήνα. Άλλα σε Καστρί, σε ξέρω εγώ πού, δεν ξέρω πολλά πράγματα, Κηφισιά, κάπου σε αντίσκηνα. Τα τάιζε, τα πότιζε, τα ’μαθε και δυο τέχνες, ο καθένας τι ήθελε. Τ’ αγόρια, τα δικά μου τα αδέρφια, πήγανε στο Γουδί, εκεί ήτανε ολόκληρο… Στρατοδικείο ήταν μέσα, είχε πολλά συνεργεία του στρατού, και αυτά τα αγοράκια μαθαίνανε να οδηγούνε, μες στο γκαράζι, διάφορες τέχνες. Μετέπειτα ερχότανε σιγά σιγά, μετά το ’52 με ’53 ανάμεσα, όλα τα παιδιά επιστρέφανε πίσω στους γονείς τους. Εγώ, εν τω μεταξύ, έγινα μια κοπελίτσα. Όταν αρραβωνιάστηκα το 18, παντρεύτηκα 19 χρονών, 20 έγινα και μητέρα. Ο άντρας μου δεν είχε υπηρετήσει, μετά πήγε φαντάρος κι έμεινα εγώ με τα πεθερικά. Καταλαβαίνετε τα χρόνια εκείνα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Υποφέραμε.
Γιαγιά, σε επιστρέφω λίγο πίσω, να το ξαναπάρουμε λίγο από την αρχή.
Ναι, κάτι να μου θυμίσεις.
Μίλησέ μου για την παιδική σου ηλικία με τα αδέρφια σου. Πώς θυμάσαι τα αδέρφια σου; Ακόμα και πριν φύγουνε.
Ναι. Πώς ήμασταν. Κοίταξε, μέχρι την Κατοχή, το ’40, εγώ ήμουνα 4 χρονών. Μ’ είχανε πού και πού τ’ αδέρφια μου. Μ’ αγαπούσαν πολύ, ήμουν το κορίτσι, αυτά ήταν τρία αγόρια, και μ’ είχαν πάρα πολύ καλά. Το καθένα ό,τι έτρωγε, θα με έδινε την πρώτη μπουκιά σε μένα. Όμως ήμασταν της Κατοχής, όπως είχα πει, ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα χρόνια. Τ’ αδέρφια μου άρχισαν να δουλεύουνε. Το ένα έγινε τσομπανάκος, το άλλο έγινε γεωργός, το άλλο έγινε ξυλάς. Δύσκολα παιδικά χρόνια, πολύ δύσκολα, όχι χαρούμενα χρόνια, όχι χαρούμενα. Σχεδόν τίποτα χαρές, δεν νιώσαμε τίποτα χαρές. Οι γονείς μας ήτανε πολύ ταλαιπωρημένοι που δεν μπορούσαν να μας δώσουν αυτό που θέλανε βέβαια. Ο κάθε γονέας ήθελε το παιδί του να το έχει διαφορετικά. Τι είχανε μέσα στην Κατοχή οι άνθρωποι; Δεν είχαμε πολλή χαρά στα παιδικά μου χρόνια. Δεν είδα πολλή χαρά.Τι θέλεις άλλο;
Σχολείο, γιαγιά, πού πήγες;
Σχολείο, Δημοτικό… Όταν πήγα νήπια τάξη, δεν ξέρω, δεν τελείωσε η χρονιά στο νηπιαγωγείο. Έγινε ο Πόλεμος. Άρχισαν οι αντάρτες να καίνε τα σχολεία και τέτοια, σταμάτησαν τα σχολεία. Δεν πήγα ξανά σχολείο. Το ’48, το ’49, βέβαια, ήμουν 12 σχεδόν, 12-13 χρονών και έπρεπε να πάω Α’ τάξη[00:10:00]. Τώρα επειδή ήμασταν μεγάλα μας πήγανε στην Β’, Γ’ τάξη. Σ’ ένα χρόνο γυρίσαμε πίσω κι ήρθε ένας δάσκαλος, ήταν ελεύθερος, αλλά να σας πω ότι κακοποιούσε και τα κοριτσάκια. Τα εκμεταλλευόταν τα κοριτσάκια. Εγώ είχα γραφτεί γιατί ήθελα πολύ να πάω σχολείο. Ο αδερφός μου ο μεγάλος, όμως, το άκουσε αυτό και είπε τη μαμά μου «Κορίτσι είναι, δεν χρειάζεται πολλά γράμματα. Μαμά, μην την στέλνεις, γιατί αυτός ο άνθρωπος… Έχω ακούσει πολλά! Τα κορίτσια τα κακομεταχειρίζεται. Θα πάρεις την αδερφή μου στο σπίτι και δεν θα τη στείλεις σχολείο». Έκτοτε, εγώ δεν πήγα σχολείο. Ήμουν της Κατοχής. Πήγα ναι μεν Γ’ τάξη, αλλά κατευθείαν, δεν ήξερα εγώ την αλφαβήτα.
Μάλιστα. Πες μας αν θυμάσαι γι’ αυτόν τον δάσκαλο. Τι θυμάσαι;
Αυτόν τον δάσκαλο θυμάμαι το όνομά του, επειδή δεν πήγα και πολύ μαζί του. Ήταν ένα άγριο πρόσωπο, βέβαια, και τον λέγανε Χοτ Χοτ. Τώρα ήταν το παρατσούκλι του; Ήταν το όνομά του; Δεν ξέρω πολλά πράγματα. Κι αυτός ενδιαφερόταν «Γιατί δεν έρχονται τα κορίτσια που έρχονταν από την αρχή; Γιατί σταματήσανε;». Δεν τα στείλανε οι γονείς τους. Κι εμείς δεν πήγαμε σχολείο. Λέγανε ότι είναι κακός άνθρωπος. Εμείς δεν ξέραμε τόσο βαθιά τι είδους άνθρωπος και τι εκμετάλλευση έκαμνε στα κορίτσια. Μερικά πηγαίνανε, από φόβο δεν το λέγανε τους γονείς τους ή εν αγνοία τους γινότανε κάτι. Δεν ξέρω πολλά πράγματα.
Μάλιστα. Πώς ένιωσες για το ότι δεν έχεις τελειώσει το σχολείο;
Μεγάλη πικρία. Στο σχολείο που δεν πήγα και δεν τελείωσα το Δημοτικό! Ακόμα γέρασα και έχω ένα μεράκι πώς δεν πήγα, πώς δεν το τελείωσα! Δεν φταίω εγώ. Έφταιγε η Κατοχή που μας βρήκε και κάψαν και το σχολείο, σας είπα. Μεγάλη πικρία ένιωσα. Κι ό,τι γράφω, γράφω χωρίς οξείες, ανορθόγραφα. Όχι – πώς το λένε αυτό που δεν γράφεις ορθογραφικά; Ορθογραφικά καθόλου. Γράφω βέβαια, διαβάζω αρκετά καλά, αλλά δεν ξέρω πού να βάλω οξείες και τελείες.
Όταν ήρθανε οι αντάρτες πρώτη φορά στο χωριό, πες μου κάποιο περιστατικό που θυμάσαι.
Όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, ο μπαμπάς μου ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Τότε, βέβαια, ο κόσμος δεν είχε και χρήματα, αλλά ήτανε, τον έκαναν ταμία γιατί ήταν έξυπνος άνθρωπος, τον έκαναν και ταμία στην εκκλησία και είχε τα χρήματα της εκκλησίας. Χτύπησαν το χωριό και σε λίγο έπαψε αυτό το πράγμα –μπαμ μπουμ, μπαμ μπουμ– από δω κι από κει, κι εμάς μας έβαλε ο μπαμπάς μου κάτω απ’ το κρεβάτι, τα μικρά, για να μη μας έρθει καμιά χειροβομβίδα. Κάτω απ’ το κρεβάτι και σε γωνία, γιατί δεν μπορεί να μας βρει εκεί. Τα μεγάλα τ’ αδέρφια μου είχανε κρυφτεί επάνω, στο ταβάνι, ούτως ώστε αν έρθουν οι αντάρτοι να μην τα πάρουν. Κι ο μπαμπάς μου είπε «Μη φοβάστε αυτοί σε λίγο θα φύγουνε. Πόσο θα κάτσουνε;». Άρχισαν, φωτοβολίδες πέφτανε και ήταν το σύνθημά τους ότι έφτανε ένα απόσπασμα, γι’ αυτό φεύγουμε, ήρθε ένα σήμα, τους ήρθε. Κι ο μπαμπάς μου είπε «Εγώ θα κρυφτώ μαζί με τα μεγάλα σου τα αδέρφια επάνω στο ταβάνι, αλλά εσείς τα δυο τα μικρά μη φοβάστε. Εμείς θα κατεβούμε, τότε θα βγείτε από κει μέσα. Κι ακόμη κι οι αντάρτοι να έρθουν μες στο σπίτι, δεν θα βγείτε εσείς από κει, για να μη σας βρουν». Εν τω μεταξύ, για καλή μας τύχη, έφυγαν, όταν πέταξαν τις φωτοβολίδες, φύγαν αυτοί. Ήρθαν ένα απόσπασμα, πώς τους λέγανε αυτούς, δεν ήταν η θητεία τους, αλλά τους πήρανε για… Πώς τους λένε αυτούς όταν τους παίρνουν, μετά τους καλάν και τους παίρνουν; Έφεδροι; Έφεδρους τους λένε; Ήρθαν μερικοί γνωστοί του μπαμπά από την εκκλησία, ήταν κεροπώλης αυτός, και χτύπησε την πόρτα κι ο μπαμπάς μου από τον φόβο του δεν άνοιγε. Έλεγε με τ’ όνομά του «Είμαι ο τάδε, άνοιξε, παγώσαμε, κρυώσαμε». Τους ανοίγει ο μπαμπάς μου, τους παίρνει μέσα, ανάβει τη σόμπα. Τα χρήματα της εκκλησίας τα ’βαλε στον καπνοδόχο για να τα γλιτώσει. Σε λέει «Αν έρθουν οι αντάρτες και με πάρουν, να μην πάρουν και τα λεφτά». Κι όταν ήρθαν αυτοί, εθνοφρουρίται, κάπως τους λέγανε, πήγε ν’ ανάψει τη σόμπα για να τους ζεσταίνει, για να τους κάνει κανένα τσάι. Όμως τα λεφτά ήταν στον καπνοδόχο. Πώς τα θυμήθηκε και βγάζει το μπουρί, παίρνει τα λεφτά, αλλά ο καπνός γέμισε το σπίτι, δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Ευτυχώς, όμως, γλίτωσε τα λεφτά. Οι άνθρωποι ήρθανε, τους περιποιήθηκε ο μπαμπάς μου, σηκώθηκαν φύγανε, έφυγε κι αυτή η μπόρα.
Κάτι άλλο που ίσως κάνανε οι αντάρτες στο χωριό; Αν θυμάσαι και την ημέρα που κάψανε το σχολείο, όπως μας είπες.
Ό,τι βρίσκανε απ’ όλα τα σπίτια, βρήκανε αρκετά. Πήρανε πολλά παλικάρια, κοπέλες, παλικάρια, και εθελοντές δήθεν, αλλά ποια θέλει να πάει; Καμιά στο βουνό δεν ήθελε. Αυτοί που θέλανε όμως, τους ακολουθήσανε και πήγανε. Άλλους επειδή έκαναν οι άνθρωποι να φύγουν –κρυφά, ή βράδυ, ή κάποια στιγμή που μπορούσαν να ξεφύγουν– και τους έπιαναν, τους σκότωναν. Σε πολλούς ήρθε η είδηση στα σπίτια τους ότι το δικό σου το παιδί το σκότωσαν, του τάδε το παιδί το σκότωσαν. Έλεγε μια μητέρα «Εγώ ξέρω, το παιδί μου είναι ζωντανό». Την ’λέγανε «Το σκότωσαν. Μην έχεις ελπίδες», δυο χρόνια μετά. Όποιος μπορούσε και ξέφευγε, ερχότανε. Όποιος δεν μπορούσε, έμνησκε εκεί. Τους βασάνιζαν, δεν τους αφήναν να φύγουν. Αυτή η γυναίκα παρακαλούσε τον Αϊ-Γιώργη κι έλεγε «Το ξέρω, το παιδί μου είναι ζωντανό. Ας λένε όλοι ότι το παιδί μου σκοτώθηκε». Ύστερα από χρόνια, όταν ησύχασαν τα πράγματα, το παιδί της ήρθε, εμφανίστηκε. Έλεγε αυτή «Είδατε; Εγώ με τον Αϊ-Γιώργη μιλούσα και με έλεγε “Το παιδί σου θα ρθεί, είναι ζωντανό”». Ήτανε πολύ θρησκευτική γυναίκα. Πολλά τέτοια. Αυτοί που θέλανε, μπόρεσαν και γυρίσανε. Αυτοί, όχι. Τ’ αδέρφια μου, μια μέρα, πήγανε στο βουνό να φέρουνε ξύλα, την ημέρα, αλλά οι αντάρτες τα παρακολουθούσαν απ’ τα βουνά και κατέβαιναν. Πολλούς πιάσανε. Ο αδερφός μου το μυρίστηκε αυτό, τους είδε κάπως κι αφήνει εκεί το αμάξι και τα ζώα και πήρε τον άλλο αδερφό μου και ήρθανε από ρεματιά σε ρεματιά, το γλιτώσανε, επί ανταρτών. Όσους μπόρεσαν και πήραν με τ’ αμάξια τους, με τα μουλάρια τους, τους πήρανε στο βουνό. Πάρα πολλούς. Σκοτώνανε, ρημάζανε.
Είχες κάποιο φίλο ή κάποιο συγγενή τον οποίο μπροστά σου να είδες – λες σκοτώνανε, βασανίζανε. Είχες κάποιον φίλο ή συγγενή να σκοτώσανε ή να βασανίσανε;
Να τον βασανίζανε;
Ναι.
Μπροστά μου, όχι. Για τους αντάρτες μιλάμε;
Για τους αντάρτες.
Μπροστά μου, όχι. Αλλά όταν μερικοί επιστρέψανε, επιστρέψανε στα σπίτια τους, ήταν ο γαμπρός μου, μετά βέβαια έγινε ο γαμπρός μου, ήμουνα τότε μικρή, όταν έγινε αυτό, μας το έλεγε σαν ιστορία. «Μας βασανίσανε πάρα πολύ, θέλαμε να ’ρθουμε, το καταλαβαίνανε και μας βασανίζανε μετά. Είχε ένα ρυάκι, πήγαμε να πιούμε δήθεν νερό» και από εκεί κάτω, λέει, μιλούσανε. «Να φύγουμε;». «Τι ώρα θέλετε να φύγουμε;». «Τάδε ώρα αυτοί θα κοιμούνται». «Να μην κοιμηθείς εσύ. Έλα λίγο κοντά μου, πιάσε το ποδάρι μου, σιγά σιγά να φύγουμε». «Φεύγαμε, αλλά μας πιάνανε πάλι» λέει. Είχανε σκοπούς. «Πολύ ξύλο φάγαμε, πολύ ξύλο. Και μερικούς τους σκοτώσανε, γιατί ήθελαν να φύγουν». Φεύγοντας δηλαδή τους πιάνανε ξανά και τους σκοτώνανε.
Θυμάσαι αν τους πηγαίνανε σε συγκεκριμένο βουνό, σε κάποια συγκεκριμένη κορυφή ή τους πηγαίνανε γενικά όπου μπορούσαν να πάνε;
Τώρα αυτοί πηγαίνανε σε πολλά χωριά. Τους πηγαίνανε μαζί τους και μπαίνανε σε σπίτια και παίρνανε τα πάντα, ό,τι είχανε για να φάνε. Ψωμολυσσούσανε, δεν είχανε να φάνε, να πιούνε. Σε κάθε σπίτι που μπαίνανε στο χωριό θυμάμαι, είχε η μαμά μου κάτι λουκάνικα απ’ τα ζώα που κάνανε, κάτι ειδικές τροφές, ψωμιά. Έκλαιγε η μάνα μου «Μην τα παίρνεις! Τα παιδιά μου τι θα φάνε;». Δεν ακούγανε καθόλου, τίποτα. Τη σπρώχνουνε πίσω[00:20:00] και ό,τι είχαμε τα παίρνανε, με τη βία. Οικειοθελώς δεν δίναμε τίποτα, αλλά τα παίρνανε. Παλιάνθρωποι. Όταν ήρθαν οι αντάρτες, μετά, όταν έγινα νύφη και πήγα στα πεθερικά μου, έλεγε ο πεθερός μου ότι είχανε κάτι αμπάρια – αμπάρια που λέμε, κρύβανε εκεί αυτά που θέλανε να κρύψουνε για να μην τα πάρουνε είτε οι Βούλγαροι είτε οι αντάρτες μετέπειτα. Εκεί μέσα μπήκε ο πεθερός μου, όταν άκουσε ότι ήρθαν οι Αντάρτες, μπήκε ο πεθερός μου μέσα εκεί κι αυτοί λέει «Τι είναι αυτό». «Ήταν παλιά πηγάδια. Δεν ξέρω», λέει η πεθερά μου, «παλιά πηγάδια». Ο πεθερός μου τους άκουσε, είπε να βηχήξει ο καημένος, πήγε να βηχήξει εκείνη την ώρα, «Ποιος βήχηξε;». Η πεθερά μου λέει «Εγώ βήχηξα». «Από πού ήρθε αυτή η φωνή;». Δεν αντιλήφθηκαν ότι ήταν ο παππούς μέσα, ο πεθερός μου ότι ήταν μέσα. Έτσι, με την ψυχή στο στόμα, γλίτωσε. Αυτό. Ο άντρας μου τότε ήταν ένα κιτρινιάρικο παλικαράκι, μικρό, ψεύτικο. Το βάλανε μέσα σε μια μικρή κουνιάδα είχα, τη βάλανε κι εκείνη μαζί μ’ εκείνον. «Ποιο είναι αυτό;». Το ανοίγανε, «Α, αυτό το κιτρινιάρικο δεν το θέλουμε», για τον άντρα μου. Τότε ήταν και μικρός βέβαια, αλλά δεν τον πήρανε στο βουνό. Τα λέγαμε μετά αυτά σαν παραμύθι, αλλά τραβήξαμε πολλά. Και στα εγγόνια μου τώρα το διηγούμαι ότι τραβήξαμε αυτό, τραβήξαμε το άλλο. Πολλά και διάφορα.
Μάλιστα, μάλιστα. Να σε πάω…
Όταν πήγε ο άντρας μου φαντάρος;
Να σε πάω ακόμα λίγο πιο πίσω. Από ό,τι καταλαβαίνω κι απ’ τις περιγραφές σου, το χωριό ήταν κατά βάση κτηνοτρόφοι.
Ναι. Είχαμε και ζώα, που στέλνανε στη βοσκή, είχαμε και χωράφια, ήταν ο μπαμπάς μου γεωργός. Τότε, με την Κατοχή, πηγαίνανε, θερίζανε ο μπαμπάς μου. Εγώ ήμουν βέβαια, δεν ήμουν έτσι βέβαια, με είχανε λίγο, με χαϊδεύανε, με κάνανε, αλλά όταν ήρθαν όλα αυτά, έγιναν, δήθεν ήμουν 20 χρονών, τόσο σκληρή. Ήρθανε τα ζώα, εγώ κοιμήθηκα. Τα ζώα ήρθανε, οι πόρτες ήταν κλειστές και τα ζώα δεν βρήκαν τον τόπο τους να μπούνε μέσα και πήρανε ένα ρέμα και πήγανε ξανά πίσω, για να βοσκήσουνε ξανά. Όταν ήρθαν οι γονείς μου, είχε περάσει η ώρα, χτυπάν την πόρτα, δεν ανοίγει η πόρτα. Εγώ ήμουν μέσα και είχα αποκοιμηθεί και τα ζώα δεν ήτανε. Τι έγινε; Μπαίνει ο μπαμπάς μου απ’ το παράθυρο και με βλέπει εμένα να κοιμάμαι και οι πόρτες κλειστές. Πήγανε τα μαζέψανε τα ζώα όλα από τα ρέματα για να τα φέρουνε πίσω. Δεν με μαλώσανε όμως, γιατί σε λέει «Παιδί είναι, τι να το μαλώσουμε». Μου λέει «Άλλη φορά να προσέχεις. Μέχρι να έρθουν τα ζώα, δεν θα κοιμάσαι».
Τους παίρνανε για αγγαρειά, αγγαρειά λέγοντας να πάνε να θερίσουνε, να πάνε να τσαπίσουνε δικά τους χωράφια, αλλά παίρνανε όλη τη συγκομιδή, την παίρνανε αυτοί. Μόνο τα καλλιεργούσαν και τα προσέχανε οι γονείς μου, δεν δίνανε τίποτα στους ανθρώπους. Κι άμα δεν πήγαινες, κρυβόσουνα… Η μάνα μου είχε κρυφτεί πίσω, σε έναν στάβλο, κάτω από ένα παχνί, για να μην την βρούνε. Ήρθε ο Βούλγαρος και λέει «Πού είναι η μαμά;». Βέβαια λίγο τα λέγανε, καταλαβαίναμε, αλλά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε βουλγάρικα. «Δεν είναι η μαμά, πήγε κάτω». Και έψαξε όλο τον στάβλο και τη βρήκε και τη σκότωσε στο ξύλο μπροστά μας. Και κλαίγαμε εμείς, έκλαιγε η μαμά γιατί κλαίγαμε εμείς. Αυτός τόσο βάρβαρος, τη χτύπησε. Ο αδερφός μου ήτανε 14 χρονών; Πήγε και υπηρετούσε σε έναν Βούλγαρο αξιωματικό, έκαμνε θελήματα και τον άφηνε, το είχε πια πολύ έμπιστο παιδί. Αυτό επί Βουλγαρίας είναι. Του είχε πάρα πολύ έμπιστο παιδί και του άφηνε και –επίτηδες τώρα, για ποιο λόγο;– τα χρήματα, του τα άφηνε πάνω εκεί, σε ένα κομοδίνο. Εν τω μεταξύ, ήξερε ένας από τους Βουλγάρους ότι υπάρχει μέσα ένα παιδί –τους Έλληνες τους λέγανε Γκρέκο, τους λέγανε Γκρέκους–, είναι μέσα ένα Γκρεκάκι, «αυτό να πάμε μέσα να το φοβερίξουμε». Αυτός κατάλαβε που χτυπούσαν την πόρτα για να μπούνε μέσα, αφού δεν ήταν ο αξιωματικός τους μέσα. Τα λεφτά τα πήρε και τα ’βαλε μέσα στον κόρφο του κι όταν φύγανε αυτοί, με τα λεφτά κρυφά, ήρθε στο σπίτι, στη μαμά. Και λέει «Γιατί τα έφερες τα λεφτά; Θα μας σκοτώσουνε». «Μαμά, εγώ θα πω την αλήθεια. Επειδή ήρθανε μέχρι την πόρτα, χτυπούσαν, για να μην μπουν μέσα και τα πάρουν κι εγώ βρω τον μπελά μου, γι’ αυτό τα ’φερα. Θα τα δώσουμε πίσω, μη φοβάσαι!». Εν τω μεταξύ, πήγε ο αξιωματικός στο σπίτι, βλέπει δεν είναι ο μικρός ο Γκρέκος, για τον αδερφό μου. Έρχονται, χτυπάνε την πόρτα μ’ έναν χωροφύλακα δικό τους «Πού είναι το μομπτσέτα, μομπτσέτα;», τους λέγανε τα παιδιά. «Πού είναι; Εδώ είναι! Πήρε τα λεφτά». «Όχι, όχι εδώ τα ’χουμε! Εδώ τα ’χουμε!». Φοβήθηκε. Βγαίνει το μικρό και τα λέει. «Α, γι’ αυτό. Εγώ ήξερα που είσαι καλό παιδί, αλλά είπα τα ’κλεψες κι έφυγες». «Όχι, όχι πάρ’ τα τα λεφτά». Και τραβήξαμε πάρα πολύ. Αλλά όταν τους βλέπαμε, κλαίγαμε. Τόση φοβία είχαμε, γιατί δέρνανε. Τον ξαναπήραν στη δουλειά τον αδερφό μου και μας έφερνε κάθε μέρα, τον έδινε ο αξιωματικός, μια κουραμάνα, «Πάντα στα μικρά. Στα μομπτσέτα, μομπτσέτα». Εγώ και άλλη μια μικρή φιλενάδα μου πηγαίναμε –είχαμε Βούλγαρο παπά, λειτουργούσε στην εκκλησία–, και πηγαίναμε στο σπίτι του. Δεν είχαμε στα σπίτια νερό, είχαμε σε διαστάσεις μέσα στο χωριό βρύσες, δεν είχε ο καθένας στην αυλή του. Και πηγαίναμε, κουβαλούσαμε με τους κουβάδες. Ήμουνα τόσο μικρό, μέχρι να φέρω το νερό, το μισό το έχυνα. Τόσο κατά δω κατά κει. Μας έδιναν κι αυτοί ψωμί, φαγάκι, μας αγαπούσαν. Ήμασταν και μικρά βέβαια, κάναμε και ό,τι μπορούσαμε, δουλίτσες. Αυτά. Ήταν οικογένειες που μας… Ήταν η γυναίκα του, λέει, Ελληνίδα γι’ αυτό μας λυπότανε πάρα πολύ, αυτού του Βούλγαρου του αξιωματικού, και μας έδινε ψωμί κρυφά, για να φάμε, μας έδινε ψωμί. Ύστερα, έμαθαν οι γονείς μου ότι ήταν Ελληνίδα αυτή και είχε πάρει έναν αξιωματικό Βούλγαρο, γι’ αυτό μας λυπότανε. Ζούσαμε πολύ δύσκολη, πολύ δύσκολες μέρες. Τρομοκρατημένα παιδιά, φοβισμένα παιδιά, τίποτα δεν χαρήκαμε, τίποτα.
Σας είπα, μέχρι να φύγουνε οι Βουλγάροι, σε λίγο ήρθανε οι αντάρτοι, άλλα… Πήγαμε στις αποθήκες μέσα, μας βάλανε σε κάτι παράγκες. Υποφέραμε πολύ.
Περιέγραψέ μου αυτές τις αποθήκες, τις παράγκες. Πού κρυβόσασταν; Εκεί κρυβόσασταν ή κοιμόσασταν εκεί;
Όχι. Ήταν μια μεγάλη, τεράστια αποθήκη, τεράστια. Τώρα πού τη χρησιμεύανε εδώ οι Αλεξανδρουπολίτες… Τη δώσανε για τους ανταρτοπλήκτους. Ανταρτόπληκτοι ήμασταν εμείς. Και σε κάθε χωριό, όπου είχανε βρει χώρο, το δίνανε και μέναμε εκεί. Τώρα εκεί ούτε κρεβάτια ούτε τίποτα. Στρώναμε μια κουβέρτα κάτω, στο δάπεδο, επάνω είχε σκεπή, αλλά δεν είχε ταβάνι κι όταν έβρεχε, όταν χιόνιζε, έπεφτε από επάνω το χιόνι, περνούσε μέσα από τα κεραμίδια, αλλά κουκουλωνόμασταν και κοιμόμασταν εκεί. Άθλια κατάσταση, οικογένειες πολλές εκεί μέσα. Έξω, με συγχωρείς, έξω είχανε τα ουρητήριά τους. Τώρα για πού τη χρησιμεύανε αυτή την αποθήκη τη μεγάλη, δεν ξέρω. Σαν εργοστάσιο, σαν αυτό. Πηγαίναμε εκεί όλοι μαζί. Πρώτα οι γυναίκες θα πάνε να κατουρήσουν, μετά οι άντρες θα πάνε να κατουρήσουν. Σκεφτείτε σε τι κατάσταση βρισκόμασταν, πολύ δύσκολες καταστάσεις. Με κάτι κουβέρτες κάναμε διαχωρισμό. Μια οικογένεια εδώ, παραδίπλα εγώ, παραδίπλα ο άλλος, έτσι, με τη σειρά. Μες στην αποθήκη είχαμε τα σπιτάκια αυτά χωρισμένα με κουβέρτες. Με κουβέρτες χωρισμένα. Σκόρπια. Τ’ αδέρφια μου ήταν στο παιδομάζωμα. Εγώ, η μαμά ήμασταν κάτω. Ο μεγάλος αδερφός μου μετά πήγε στην Ρόδο, υπηρέτησε χωροφύλακας, πήγε στην Ρόδο. Τα παιδιά ήταν στο παιδομάζωμα. Όταν μετά τελείωσε, απολύθηκε ο αδερφός μου, δεν έμεινε εδώ[00:30:00], πήγε στην Καβάλα, είχαμε συγγενείς και δούλευε εκεί. Έμεινε εκεί έκτοτε. Τα αδέρφια μου γυρίσανε πίσω. Ο ένας ήτανε γεωργός, ο ένας ήτανε, βοσκούσε τα κατσίκια. Μια ζωή, τι να σας πω. Όσο μεγαλώσανε μετά, ο ένας έγινε οδηγός, ο ένας έγινε παντοπώλης. Αυτά.
Μάλιστα. Σου λείπανε καθόλου τα αδέρφια σου; Όταν λείπανε στο παιδομάζωμα, σου λείψανε καθόλου τα αδέρφια σου;
Πάρα πολύ, γιατί ήμασταν μια οικογένεια πάρα πολύ ζεστή, πάρα πολύ δεμένη και είχαμε μεγάλη αγάπη μες στο σπίτι. Η μαμά σχεδόν κάθε μέρα έκλαιγε κι εγώ τώρα, σαν παιδί και μικρούλα, έβλεπα τη μαμά, έκλαιγα κι εγώ. Για τα αδέρφια μου έκλαιγε, που ήταν μακριά. Μας φαινότανε μεγάλη ξενιτιά η Αθήνα. Περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια. Με το γράμμα, στέλνανε γράμμα τα αδέρφια μου, δεν είχαμε τηλέφωνα και τέτοια, δεν είχαμε τέτοιες ευκολίες. Πού και πού κανένα γράμμα ερχότανε.
Μάλιστα, μάλιστα. Προχωρώντας λοιπόν μέσα στον χρόνο, θέλω να μου πεις τη γνωριμία σου με τον παππού. Πώς γνωριστήκατε; Γνωριζόσασταν και πριν τον γάμο; Γνωριζόσασταν, μετά γνωριστήκατε; Πες μας την ιστορία.
Με τον άντρα μου… Ήτανε, με τα αδέρφια μου ήτανε πολύ φίλοι, πάρα πολύ φίλοι. Πηγαίνανε, ερχότανε στο σπίτι. Ούτε κι αυτός με κοίταξε με ερωτική ματιά ούτε κι εγώ. Εγώ σκεφτόμουν ότι ήτανε φίλος του αδερφού μου κι εκείνος σκεφτότανε ότι το κοριτσάκι αυτό είναι του φίλου μου η αδερφή και δεν είχε τέτοια γνώμη. Έκτοτε όμως, ήταν παλικαράκια τότε, ήτανε, και πριν πάνε φαντάροι, παντρευόντουσαν μικρά. Το κορίτσι αν περνούσε τα 20, ήτανε γεροντοκόρη, πιο μπροστά παντρευότανε. Μέσον όρο, σίγουρα 17-18 χρονών. Λέει ο άντρας μου τα πεθερικά μου «Εγώ θέλω ν’ αρραβωνιαστώ». «Ποια;». «Με την τάδε». «Όχι, δεν θα αρραβωνιαστείς με την τάδε. Θα πας φαντάρος», γιατί ήταν μικρός, «θα πας φαντάρος, θα υπηρετήσεις, θα ρθείς και θα αρραβωνιαστείς». «Όχι, εγώ τώρα θέλω». «Άμα θέλεις τώρα, θα πάρεις τη γυναίκα σου. Θα πάρεις την Ελένη». «Μα εγώ τη νιώθω σαν φίλη του αδερφού μου». «Όταν διαβάσει ο παπάς», λέει, «ευχές, δίνει και αγάπη. Θα την αγαπήσεις». Ο πεθερός μου με το πρότεινε, την προξενιά την έκανε ο πεθερός μου και με αγαπούσε φοβερά, πολύ με αγαπούσε. Γιατί η βρύση που είχαμε, ήτανε δίπλα στην αστυνομία –είχαμε αστυνομία τότε– και πηγαίναμε τα κοριτσάκια, παίρναμε νερό από κει για τα σπίτια μας, να ξοδέψουμε. Εγώ όταν πήγαινα, λέει ο πεθερός μου, με πρόσεχε από τότε, ότι δεν σήκωνα ούτε κεφάλι να δω στην αστυνομία. Παρά ήταν η πλάτη μου και γέμιζα από τη βρύση το νερό. Από εκεί, λέει, με συμπάθησε. Ενώ τα κορίτσια όλα χαχανούσανε με τους χωροφυλάκους. Είπε ο πεθερός μου «Εγώ αυτό το κορίτσι το συμπάθησα. Αν θα αρραβωνιαστείς, μόνο αυτήνα, πριν πας φαντάρος. Αν όχι, θα πας φαντάρος, θα ρθείς κι ύστερα πάρε όποια θέλεις». Δέχτηκε ο άντρας μου και με πήρε. Φυσικά, ύστερα, αγαπηθήκαμε φοβερά. Γιατί ήμασταν μικρά, και εκείνος ήτανε, ένα χρόνο με περνούσε, εκείνος ήτανε 19, εγώ ήμουν 18.
Πες μου όταν ήρθανε για το προξενιό, περιέγραψέ μου την ημέρα εκείνη. Τι έγινε ακριβώς εκείνη την ημέρα;
Πώς δώσαμε τον λόγο;
Πώς δώσατε λόγο.
Όταν το συζητήσανε οι γονείς μου το θέμα αυτό, η μαμά μου είπε, κι ο πατέρας μου εκεί, ήπιανε τον καφέ τους βέβαια. Tο λέγανε τότε. Dεν λέγανε «Ήρθαμε να ζητήσουμε την κόρη σου» παρά «Χάσαμε ένα πρόβατο και το ψάχνουμε κι από ό,τι μας είπανε, ήρθε στο σπίτι σου το πρόβατο. Είναι αυτό μες στο σπίτι σου». Λέει η μάνα μου, λίγο κατάλαβε, αλλά έκανε ότι δεν κατάλαβε, λέει «Όχι, δεν ήρθε κανένα πρόβατο. Άμα θέλετε, ψάξτε». «Όταν μπαίναμε», λέει, «εμείς μέσα, το πρόβατο ήταν στο άλλο το δωμάτιο». Η μαμά κατάλαβε, μετά από το μουχαμπέτι που κάνανε, λέει «Ήρθαμε να ζητήσουμε την Ελένη στον γιο μου». Λέει «Δεν πήγε φαντάρος ο γιος σου ακόμα κι αυτό είναι μικρό». «Όχι, θα την έχουμε στην αγκαλιά μας, στο σπίτι μας μέσα. Κι ο άντρας της να φύγει, αυτή θα μείνει μαζί μας. Μην το στεναχωριέστε αυτό, θα την έχουμε στο σπίτι». Δεχτήκανε οι γονείς, γιατί ήταν καλοί άνθρωποι. «Εμείς καταλάβαμε ότι η κόρη σου είναι ένα καλό κορίτσι. Προσέξαμε, τη διαλέξαμε, ας μην αγαπηθήκανε, θα αγαπηθούνε στη διαδρομή». Αυτό. Κι έγιναν τα προξενιά, τα ’κανε ο πεθερός μου.
Ξέρεις γιατί το λέγανε έτσι; Ήταν συγκεκριμένη η έκφραση το «Χάθηκε ένα πρόβατο»;
Χάσαμε κάτι. Χάσαμε κάτι και είναι στην αυλή σας. Έτσι ήταν το έθιμο. Γενικά, σε όλα τα σπίτια το λέγανε, δεν το λέγανε σ’ εμένα. Εκτός αν αγαπιόντουσαν, οικειοθελώς, και κάνανε και τα αίσχη και αναγκαστικά οι γονείς, είτε θέλανε είτε δεν θέλανε, τη δίνανε. Μπορεί να ήταν ένας αλήτης, που λέει, αλλά τη δίνανε, γιατί είχανε ζήσει μαζί. Κοριτσάκια και αγοράκια. Εγώ ήμουνα του σπιτιού, που λέμε, τότε. Εγώ φοβόμουνα πολύ. Άσε, μαζευόμουνα τόσο νωρίς στο σπίτι, γιατί είχα τα αδέρφια μου, ήταν μεγαλύτερα και τα σεβόμουνα, φοβόμουνα να μην πούνε «Πού ήσουνα;». Αυτό, έτρεμα ολόκληρη, τόσο πολύ. Γι’ αυτό πολύ νωρίς ήμουνα στο σπίτι. Ενώ μερικά, δεν γινόταν αυτό το συνοικέσιο. Γινόταν όταν δεν είχαν σχέσεις τα παιδιά και πηγαίνανε πρώτη φορά να το ζητήσουνε. Και το συζητούσαν οι γονείς. Μπορεί η άλλη να μην το ήξερε κιόλα καθόλου και έλεγε «ναι» γιατί οι γονείς το θέλανε. Εγώ τον ήξερα, γιατί έμπαινε, έβγαινε στο σπίτι μας, τον ήξερα. Και με ρώτησαν «Τον θέλεις;». «Άμα θέλουν η μαμά και ο μπαμπάς» είπα εγώ κι αυτό του άρεσαν. «Τον θέλεις εσύ για αρραβωνιαστικό;». Εγώ είπα «Άμα θέλει ο μπαμπάς κι η μαμά».
Δηλαδή έτσι σου το ανακοινώσανε.
Έτσι έγινε. Και έκτοτε πέρασα στα χέρια τους πολύ καλά, στα πεθερικά μου. Με αγαπήσανε πάρα πολύ. Έκανα κι ένα παιδί στα 20, πριν πάει φαντάρος ο άντρας μου το είχα το παιδί, και τ’ αγαπούσανε τρελά. Ο πεθερός μου το είχε όλο στην αγκαλιά του. Πάρα πολύ καλός, ν’ αγιάσει εκεί που είναι.
Περιέγραψέ μου πώς είναι μια τόσο μικρή κοπέλα, νεόνυμφη κιόλας, να ζει μέσα στα πεθερικά της.
Και να μην είναι ο άντρας της.
Και να μην είναι κι ο άντρας της.
Σαν νέα κοπέλα που ήμουνα, είχα κάποιες πικρίες, γιατί ήταν κάπως περιορισμένα ακόμα εκείνα τα χρόνια, δεν είχε αυτό το ελεύθερο. Η αστυνομία ήταν πολύ κοντά μας, μόνο μια αυλή μας χώριζε. Από τα πεθερικά μου, το σπίτι που ζούσα, η αστυνομία, μια αυλή μας χώριζε. Εκεί ήταν χωροφυλάκοι, νεαροί. Εγώ στην αυλή έμπαινα, έβγαινα, μια κοπελίτσα 20 χρονών, ήμουν ένα λουλούδι. Είχα κάμποσους πειρασμούς. Αυτά ούτε στον μπαμπά σου τα είπα ακόμα, καθόλου. Οι χωροφυλάκοι από αντίκρυ με ξέρανε ότι ήμουν πολύ συνεσταλμένη, όμως με πετούσανε κουβέντες. Ναι, πετούσανε κουβέντες. Εγώ από τον φόβο μου, έμπαινα μέσα αμέσως να μην τ’ ακούσει η πεθερά μου, να νομίζει ότι έχω σχέσεις μαζί του. Έμπαινα μέσα. Κάποτε κάποτε, μ’ έβρισκε εκεί στη βρύση, που παίρναμε νερό, αυτός ερχότανε μέχρι εκεί, δήθεν σκοπός. Ένας ήταν πολύ ενοχλητικός. «Θα κατεβώ αύριο κάτω, να κατεβείς και εσύ». «Παπαπαπα», έτσι είπα εγώ, «ούτε στ’ όνειρά σου!». Έπαιρνα το νερό και σαν σφαίρα έφευγα. Μην τυχόν και με δει ο παππούς, μην τυχόν και γίνει και μου βγάλουν τ’ όνομά μου. Αυτός, παντρεύτηκα μετά, ήρθε ο παππούς σου ο Δήμος, ήρθε από φαντάρος και με λέει «Δεν έτυχε κάτι κακό, κάτι αυτό;». Λέω «Το και το και το». Λέει «Ο τάδε;». «Ο τάδε!». Λέω «Άσ’ το, μην τυχόν και κάνουμε καμιά αναφορά», δεν μ’ ενοχλούσε δηλαδή κάτι ο άνθρωπος[00:40:00], απλώς με κουβέντες, «και μην τον απολύσουνε». Τον εξηγήθηκε και λέει «Δήμο, βάλ’ την τη γυναίκα σου ανάμεσα σε δέκα άντρες, να πας να κοιμηθείς, να είσαι ήσυχος. Πράγματι, έγινα εγώ», λέει, «λιγάκι ενοχλητικός, αλλά μην τη φοβάσαι». Ύστερα, δεν έγινε, καμιά αναφορά δεν κάναμε. Είχα κάτι ενοχλήσεις. 20 χρονών κοπελίτσα. Αυτά προς το παρόν.
Πότε… Όχι πότε βασικά. Πώς ένιωσες όταν πρωτοείδες τον παππού ως γαμπρό;
Σαν γαμπρό. Εκείνη την ημέρα, όλο έκλαιγα νύφη, γιατί θα άφηνα τη μαμά, τον μπαμπά. Και στη φωτογραφία ακόμη να προσέξεις, τα μάτια μου είναι πρησμένα. Πάρα πολύ έκλαιγα που θα χώριζα από τους γονείς μου και θα πήγαινα στον άντρα. Ε, τώρα, ως συνήθως, γίνεται ο γάμος, γίνονται τα όργανα, χορεύουν, κάνουν, ήρθε κάποια ώρα να το διαλύσουμε τον γάμο. Με τον παππού έπρεπε πια να σμίξω εκείνο το βράδυ. Κοίταξε, αρραβωνιασμένοι που ήμασταν, έλεγανε κάτι χαζά, αλλά δεν δεχόμουνα. Λέει «Δεν κάνεις καλά, θα διαμαρτυρηθώ. Εγώ θα είμαι ο άντρας σου, τι φοβάσαι;», το ένα, το άλλο. Πέρασα μια νύχτα τρομακτική, όχι ευχάριστη. Δεν είχαμε σμίξει. Είχα μια φοβία, είχα ένα σεβασμό στα αδέρφια μου, προ παντός, να μην [Δ.Α.], να μην ακούσουνε ότι με τον Δήμο βγαίνουμε έξω, ότι έτσι, ότι αλλιώς. Δείχναμε και παρθενιά. Κι αυτό να το πω;
Κι αυτό να μας το πεις.
Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή, έγινε το μοιραίο. Ήρθε μια θεία μου– τώρα ντρέπομαι κιόλας–, ήρθε μια θεία μου να δει την παρθενιά. Η πεθερά μου λέει «Κοιμούνται ακόμη τα παιδιά, δεν σηκωθήκαν». Και πρωί πρωί κι εκείνη, μη χάσει. Ήθελαν να δούνε την παρθενιά και να ρίξει κι η πεθερά μου μπαξίσι στο σεντόνι. Ότι πήρα νύφη τίμια. Αφού την αρραβώνιασες. Τέλος πάντων. Η θεία λέει «Εγώ βιάζομαι». «Ε, άμα βιάζεσαι, φύγε» την είπε. «Ε ναι, αλλά θέλω να δω κιόλα», να δει κιόλα. Εγώ όταν σηκώθηκα, αναποδιά να το πω; Τι να το πω, Γιώργο μου, ντρέπομαι, ήρθε η περίοδό μου. Είχα περίοδο, φοβερά. Φαίνεται για πρώτη φορά που κοιμήθηκα με άντρα. Δεν ξέρω. Τι να δείξω; Πλημμύρα μες στο σεντόνι. Μπαίνει η πεθερά μου μέσα, λέει «Τι έγινε;». «Αχ, όλο τρέχουν αίματα», λέω, «δεν μπορώ, χάλια είμαι». Κατάλαβε, γυναίκα ήτανε. «Εντάξει», λέει, «μην φοβάσαι. Αυτά συμβαίνουνε. Εντάξει», και τελειώσαμε. Ήρθε η νύφη μου με τον αδερφό μου μετά, τον μεγάλο. Ήταν παντρεμένος ο μεγάλος ο αδερφός μου, πήρε τη γυναίκα του κι ήρθανε να πιούνε καφέ. Λέει η πεθερά μου «Ήρθανε ο αδερφός σου. Ντύσου και βγες έξω». Λέω «Χάλια είμαι». «Ντύσου!». Ναι μπάνιο μέσα να κάνεις, ναι μέσα είχαμε μπάνια, ναι τίποτα. Θα πηγαίναμε στον στάβλο, θα πλενόμασταν. Ζωή χαρισάμενη. Άσ’ το να πάει. Αυτά. Η πρώτη βραδιά του παππού. Στη ζωή μου δεν τα έχω πει. Αυτά.
Μάλιστα. Θέλω να μου πεις…
Μετά έζησα πολύ καλά μέσα, στα πεθερικά μου έζησα καλά. Έκτοτε, πήγε φαντάρος, ερχότανε με άδεια. Όταν είχαμε δουλειές, ερχότανε με άδεια, για να βοηθήσει στο θέρος, να οργώσει. Η άδειά του ήταν αυτή, οι διακοπές ήταν αυτές.
Θέλω να μου πεις για τα έθιμα του γάμου πριν παντρευτείς ακόμα. Πηγαίνανε να πάρουν τη νύφη πρώτα; Πηγαίνανε να πάρουν τον γαμπρό; Τι γινότανε ακριβώς πριν τον γάμο;
Όταν ήταν η εβδομάδα του γάμου. Ξεκινήσαμε την εβδομάδα του γάμου. Μαζευόντουσαν οι φιλενάδες – γράφεις;
Ναι, ναι, συνέχισε.
Μαζευόντουσαν οι φιλενάδες και πλύναμε την προίκα της νύφης. Τη σιδερώσαμε, τη στρώσαμε μες στο σπίτι, στα κρεβάτια επάνω, και φωνάζαμε τις γειτόνισσες να δει την προίκα. Έγινε αυτό Πέμπτη, Παρασκευή, σ’ αυτές τις δύο μέρες. Το Σαββάτο ερχόταν πάλι οι γειτόνισσες, ετοιμάζανε για την Κυριακή, που θα γινότανε ο γάμος, ετοιμάζανε φαγητά. Ζυμώνανε κιμά, αυτά, τα πάντα. Γινότανε σε μια αλάνα, στρώνανε τραπέζια κι όλο το συγγενολόι, από ξαδέρφια, από παππούδες από προπαππούδες, όλοι, μη σε πω κι όλο το χωριό, όχι βέβαια, αλλά αρκετά συγγενείς, στρώντουσαν στα τραπέζια και τρώγανε και πίνανε. Αυτό γινότανε πριν έρθουν τα όργανα. Γινόταν ο γάμος, ερχόταν, τρώγανε, πίνανε, μετά το σηκώνανε τα τραπέζια κι αρχινούσε το γλέντι. Όργανα, ακορντεόν, κλαρίνα, τι άλλο θα λέγαμε; Γινόταν ο χορός. Άμα ήθελε κάποιο παλικάρι να ρθεί να χορέψει τη νύφη, έπρεπε να πάρει άδεια από τον γαμπρό. Έκαμνε μια υπόκλιση τη νύφη κι εγώ έλεγα «Ζητήστε την άδεια». Και ζητούσαν την άδεια από τον γαμπρό, να πάρουν τη νύφη να χορέψουνε. Κι έτσι γινότανε. Και μετά όλο το χωριό ξημερωνότανε, μέχρι τα ξημερώματα. Ξημέρωνε και φεύγανε, με τα όργανα. Μετά τον γάμο. Τι λέγαμε; Από την προίκα πήγαμε στον γάμο για. Την προίκα, ερχότανε μουλαράμαξα, τη φορτώναμε από του κοριτσιού το σπίτι. Κι οι φιλενάδες απάνω στο αμάξι και η προίκα, τη φέρνανε στου γαμπρού το σπίτι. Φέρνοντας στου γαμπρού το σπίτι, κάναμε και μια διαδρομή, επειδή ήμασταν κοντά, για να πάμε λίγο αργά, κάναμε έτσι έναν κύκλο μέσα απ’ το χωριό και στον δρόμο βάλανε σκοινιά. Δεν αφήνανε, έπρεπε ο γαμπρός να πληρώσει για να πάρει την προίκα στο σπίτι. Κι ό,τι είχε ευχαρίστηση, πλέρωνε. Αυτά, την πήγανε την προίκα στο σπίτι. Όταν την επόμενη μέρα, που θα ρχόταν πάλι να πάρουνε την νύφη, οι φιλενάδες βγάζαν το παπούτσι από τη νύφη και γράφανε από κάτω, εκεί στο καθαρό το μέρος, το κενό εκείνο μετά το τακούνι, γράφανε τα ονόματά τους, τα κορίτσια. Και η νύφη που θα χορέψει μετά, ποιο όνομα θα σβηστεί πρώτο, εκείνη τη χρονιά παντρευόταν εκείνη η κοπέλα. Κι όντως γινότανε αυτό το πράγμα. Τώρα γιατί το πιστεύαμε; Γιατί, κάτι, ένα όνομα θα σβηνότανε. Γινότανε κι αυτό το έθιμο. Τι άλλο έθιμο είχαμε; Το παπούτσι θα το φορούσε ο κουμπάρος, της νύφης το παπούτσι ο κουμπάρος έπρεπε να το φορέσει και έπρεπε να ρίξει λεφτά. «Βρε παιδιά, δεν έχω!». «Δεν μας νοιάζει», λέγανε οι φιλενάδες. «Εμείς σας δίνουμε κορίτσι κι εσύ είσαι ο κουμπάρος, πρέπει ν’ ασημώσεις το παπούτσι της νύφης». Αναγκαστικά, ο άνθρωπος έβαζε μπαξίσι μέσα, που λένε, και φορούσε το παπούτσι μετά. Τα λεφτά τα ’βγαζα εγώ και τα ’δινα στις κοπελιές, για να πάνε να κεραστούνε. Κι όταν χόρευα κι ύστερα, την άλλη μέρα ερχόταν, παίρνανε το τακούνι, βλέπανε ποιο όνομα σβήστηκε και χαίρονταν τα κορίτσια. Αυτά.
Θυμάσαι –θα το πούμε βέβαια και μετά, με τις φωτογραφίες–, θυμάσαι στον γάμο του αδερφού σου, του θείου του Ιωσήφ, τι έγινε; Είναι και η φωτογραφία που θα τη δούμε αργότερα. Θυμάσαι που ο παππούς ήτανε γκαρσόν;
Στον γάμο του θείου Ιωσήφ; Ο θείος σου ο Ιωσήφ, όταν παντρεύτηκε, ο παππούς σου ο δικός σου, ο Δήμος, έγινε γκαρσόν. Πρέπει ένα πολύ συγγενικό πρόσωπο να γίνει γκαρσόν. Όταν βγούνε από την εκκλησία με τα όργανα, βγήκανε με τα όργανα, ο παππούς σου με άσπρη ποδιά κι ένα μαντήλι στο χέρι κι ένα μπουκάλι ούζο και ποτηράκι. Βγαίνοντας από την εκκλησία, αρχινούσαν τα όργανα, τον φέρνανε τον γαμπρό μέχρι το σπίτι με τα όργανα και, στη διαδρομή, ο παππούς κερνούσε τα παλικάρια. Στάσεις στάσεις ερχόταν και κερνούσε τα παλικάρια. Μετά, εκεί στρώνανε τραπέζια, ο παππούς συνέχιζε να είναι το γκαρσόν, γιατί παντρευόταν ο κουνιάδος του.
Μάλιστα. Τώρα ήρθε και η ώρα να μου πεις πώς περνούσες την ημέρα σου, όταν και ο παππούς έλειπε στον στρατό. Και να μου πεις και το περιστατικό μετά, με τον θείο Σάββα, που ήτανε μικρός, που είχες πει.
Ο άντρας μου όταν έφυγε, είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Δεν περίμενα να στεναχωρηθώ έτσι. Δεν σκέφτηκα ότι θα πάει φαντάρος και θα μείνω μόνη μου. Έλεγα «Θα είμαι μες στα πεθερικά μου». Όμως ήρθαν μέρες που έκλαιγα, έκλαιγα μέσα στο κρεβάτι, πάρα πολύ, γιατ[00:50:00]ί φοβόμουν με την πεθερά μου να την πω «Θέλω να πάω σε μια φιλενάδα μου, θέλω να βγω λίγο έξω, να ντύσω το παιδί να βγω έξω». Δεν το έλεγα αυτό, γιατί ήταν λίγο σκληρή, ήταν από τις παλιές πεθερές. Ήρθε μια συγγενής της πεθεράς μου και φιλενάδα δικιά μου, στην ηλικία μου, και με λέει «Ελένη, θα πάμε στα ποιήματα», αυτή ήταν η έξοδός μας. «Θα πάμε στα ποιήματα, να δούμε ποιήματα και τραγούδια», θα τραγουδούσαν, το σχολείο. Εγώ δεν μίλησα από τον φόβο μου, από τον σεβασμό, γιατί ήταν η πεθερά εκεί, και η πεθερά πετιέται και λέει «Όχι, η Ελένη δεν πάει σε τέτοια πράγματα. Ο άντρας της είναι φαντάρος». Πάρα πολύ πληγώθηκα, εκείνη όμως είχε και δύο παιδιά, τα άφησε στην πεθερά της, «Εγώ», λέει, «θα πάω. Άμα θέλεις, μην έρχεσαι». «Ε», λέω, «αφού δεν αφήνει», και δεν πήγα. Αυτά όλα ήτανε πάρα πολύ κακό για μια εικοσάχρονη τότε. Πάρα πολλή στεναχώρια είχα. Ήτανε μερικές σκληρές, λέγανε «Θα πάω εκεί, θα πάω εκεί». Αυτό δεν μπορούσα εγώ να το πω. Τη φοβόμουνα κάπως. Πέρασα πολύ δύσκολα. Είχαμε δουλειές αγροτικές. Με τον πεθερό μου πηγαίναμε στο θέρος, πηγαίναμε στον αλωνισμό, πηγαίναμε στην τσάπα, πηγαίναμε έξω. Άφηνα το μωρό στην πεθερά μου και πηγαίναμε με τον πεθερό μου στα χωράφια. Δεν έμνησκε μέρα πολύ να σκεφτώ. Το βράδυ βέβαια, σαν κοπελίτσα, όταν έμνησκα μόνη μου, ήμουν πολύ πικραμένη, πάρα πολύ. Τηλέφωνα δεν είχαμε, γράμματα, πότε θα γράψει ένα γράμμα και πότε. Δεν έγραφα ότι περνούσα δύσκολα για να μην στεναχωρηθεί. Έγραφε εκείνος γράμματα και τα άνοιγε η πεθερά μου και τα διάβαζε τα γράμματα. «Να, κατά λάθος, να δω τι κάνει». Λέω «Καλά έκανες». Δεν έπρεπε όμως. Μπορεί σαν νέος να ήθελε να με αποθυμήσει, να πει κάτι, ξέρω γω; Δεν ήτανε ωραία πράγματα. Ήτανε πολύ πειθαρχικά, βάρβαρα σχεδόν. Δεν ήταν ωραία πράγματα αυτά. Τέλος πάντων, πέρασα δύσκολα. Δύο χρόνια πέρασα δύσκολα, που υπηρέτησε. Ερχότανε με άδεια, το παιδί είχε σχεδόν, αφού ήταν 8 μηνών όταν έφυγε, άρχισε να περπατάει και είχα έναν κουνιάδο μικρό στο σπίτι, 10 χρονών ήτανε. Αυτό έκλαιγε μέσα, όταν καθόμουνα να φάω, έκλαιγε το παιδί κι έλεγε ο πεθερός μου «Πάνε κούνα το λίγο το μωρό να φάει η Ελένη». «Ποιος την είπε να κάνει μωρό;», παιδί κι αυτό. Τώρα το λέω και γελάει. Τώρα του τα λέω και γελάει, δεν καταλάβαινε. Όταν ερχότανε με άδεια ο άντρας μου, από φαντάρος, το παιδί φοβότανε. Τον έβλεπε με στολή χακί, επειδή δεν έβλεπε μες στο σπίτι τέτοια πράγματα, έτρεχε, κρυβότανε μες στου παππού την αγκαλιά. «Εγώ, εγώ ο Σάββας φοβάται φαντάρο», έλεγε κιόλα, «Εγώ ο Σάββας φοβάται φαντάρο». «Όχι, αγόρι μου, όχι, ο μπαμπάς σου είναι». «Όχι μπαμπά. Εσύ μπαμπά». Ο Σούλης, ο κουνιάδος μου, έλεγε μπαμπά τον πεθερό μου. Εγώ τον έλεγα μπαμπά, σε λέει είναι μπαμπάς. «Εσύ μπαμπάς, όχι φαντάρος», έλεγε, το παιδί μου έλεγε έτσι στον παππού. Να μη σκέφτεσαι, να μη στεναχωριέσαι; Πήγαινε να το αγκαλιάσει και δεν καθότανε, φοβότανε, έκλαιγε. Άμα καθότανε καμιά βδομάδα, ύστερα λίγο, με τα πολιτικά, άρχισε, σε λέει όλη μέρα είναι μέσα, άρα θα είναι κάποιος. Πέρασα δύσκολα χρόνια. Αυτά. Έφυγε η ζωή μου έτσι. Ύστερα, θα κοιμότανε η πεθερά πρώτα, ο πεθερός και μετά θα κοιμόμουνα εγώ. Θα έστρωνα τα κρεβάτια τους, γιατί είχανε κουλαμάρα. Έπρεπε να στρώσω τα κρεβάτια κι εκείνοι νέοι ήταν τότε. 50 χρονών, 55 χρονών δεν ήτανε, κι εκείνοι νέοι άνθρωποι. Τι εκμετάλλευση ήταν αυτή; Εθίματα. Ύστερα, νύφες, φοβότανε οι πεθερές από τις νύφες μετά. Είχαμε μια γειτόνισσα κι έλεγε, ήτανε Πόντια, κι έλεγε «Εγώ, εγώ, πάει, έγινα δυο φορές νύφη». «Γιατί έγινες», λέω, «Δέσποινα δυο φορές νύφη;». «Μια νύφη έγινα όταν πήγα στην πεθερά μου να τους μαγειρέψω, να τους πλένω, να τους κάνω. Τώρα έγινα νύφη στη νύφη, εξυπηρετάω τώρα τη νύφη κι έγινα δυο φορές νύφη». Αυτά. Δεν είχαμε καλά εθίματα, πολύ βάρβαρα, πολύ βάρβαρα.
Να σε ρωτήσω. Μήπως θυμάσαι αν ήσουνα στην Αλεξανδρούπολη ή αν ήσουνα στο χωριό ακόμα όταν έγινε αυτό που λέμε η Επανάσταση, η 21η Απριλίου, η Χούντα που λέμε που ήρθε. Αν θυμάσαι πού βρισκόσουνα, πώς το μάθατε, τι άλλαξε στο χωριό;
Η Χούντα; Τώρα αυτό ήτανε το ’75, δεν είναι το ’75, πιο μπροστά; Δεν θυμάμαι τώρα. ’74; Εγώ τότε, επί Χούντα, ήμουν άρρωστη, μπήκα στο νοσοκομείο, ήμασταν Αλεξανδρούπολη. Επειδή ήρθε διαταγή να βγάλουνε όλους τους άρρωστους, όσοι μπορούσαν και περπατούσαν, να αδειάσουνε, να εκκενώσουνε, πώς το λένε, το νοσοκομείο, να αδειάσουν το νοσοκομείο. Ήρθε μια αδερφή και λέει «Παιδιά, όσοι μπορείτε να περπατήσετε, μαζέψτε τις τσάντες σας και πάντε στα σπίτια σας. Θέλουμε να αδειάσουμε το νοσοκομείο, μήπως φέρουνε τραυματισμένους φαντάρους στο νοσοκομείο», γι’ αυτό τον λόγο το αδειάσανε. Ο παππούς είχε εδώ το μπακάλικο, μόλις άκουσαν όλοι ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, όλοι ορμήξανε να πάρουν τρόφιμα. Μόνος του ο καημένος ζαλίστηκε. Πού να ρθεί να με πάρει από το νοσοκομείο. Και εγώ με τα πόδια, άρρωστη γυναίκα, πήρα την τσάντα μου, ό,τι είχα, και ήρθα από το νοσοκομείο, στο σπίτι. Λίγο καθόμουν, λίγο ξεκουραζόμουν στον δρόμο, ήρθα. Εν τω μεταξύ, έπρεπε να πάρουνε, επιστράτευση κάνανε, πήρανε και τον παππού, επιστράτευση να φύγουνε, μερικούς. Αλλά ύστερα τι έγινε και τον αφήσανε τον παππού; Δεν πήγε. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, τι αιτία βρήκανε και δεν πήγε ο παππούς. Δεν πήγε, δεν θυμάμαι να πήγε. Όμως εγώ από το νοσοκομείο, ήρθα σπίτι. Ήρθα, πλάγιασα, ήμουν χάλια, με πονούσε το νεφρό μου και ήρθα σπίτι. Ήμουν έτοιμη για χειρουργείο και σηκώθηκα, έφυγα από το νοσοκομείο και ήρθα σπίτι, με τα πόδια. Ήμασταν Αλεξανδρούπολη και κάτω στο υπόγειο κρυφτήκαμε, γιατί θα βομβάρδιζανε. Φοβήθηκαν, είπανε θα πέσουν, θα γίνει πόλεμος δηλαδή, κρυφτήκαμε, κάτω στο υπόγειο κρυφτήκαμε. Άμα έπεφτε μια βόμβα και μέναμε εκεί μέσα; Πώς μπήκαμε εκεί μέσα κι εγώ δεν ξέρω. Κρυφτήκαμε, πήρα τα παιδιά και μπήκαμε μέσα στο υπόγειο και κρυφτήκαμε.
Αυτά. Λοιπόν. Θέλω να μου πεις τώρα, θα πάμε ν’ αλλάξουμε λίγο το θέμα. Θέλω να μου πεις για την καταγωγή σου, από πού κατάγεστε σαν οικογένεια γενικά και αν θυμάσαι να μου πεις και για τη γλώσσα, πώς τα μιλούσατε.
Παλιά, παλιά.
Πες μου, πες μου.
Εγώ… Οι γονείς μου είναι απ’ την Καππαδοκία, απ’ τα βάθη της Καππαδοκίας. Το χωριό τους το λέγανε, η πόλη τους ήτανε το Ικόνιο, η πρωτεύουσά τους ας πούμε, το χωριό τους λεγότανε Νέα Καρβάλη. Καρβάλη, Καρβαλιώτες. Μάλλον το λέγανε Κέρβελη, Καρβαλιώτες μετά το βάλανε, Κέρβελη το λέγαν το χωριό τους. Εκεί οι Τούρκοι ήταν κατοχή, με τους Τούρκους. Οι Τούρκοι λέγανε τους γονείς μου «Θα αλλάξετε την πίστη σας ή τη γλώσσα σας. Από τα δυο, ένα, ποιο θέλετε να αλλάξετε;». Ήταν πολύ θρησκευόμενα άτομα οι γονείς μου, όλοι δηλαδή, και δεχτήκανε να αλλάξουνε τη γλώσσα, να μιλήσουνε την τουρκική γλώσσα παρά την ελληνική. Όμως δεν θέλανε να αλλάξουνε την πίστη τους. Θέλανε να μένουνε Ορθόδοξοι χριστιανοί. Αυτό το δεχτήκανε οι Τούρκοι εκεί και ζούσανε εκεί, σχεδόν σκλάβοι τους. Για να μην πάει φαντάρος ο μπαμπάς μου στους Τούρκους, φεύγει βράδυ. Πώς φεύγει, με τι τρόπο φεύγει, δεν ξέρω, κι άλλα παλικάρια, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έκατσε ο μπαμπάς μου πολλά χρόνια μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, έφυγε, όμως ακόμη δεν ήταν παντρεμένος τότε, ήτανε ελεύθερος, παλικάρι. Την είχε ζητήσει πιο μπροστά, δεν τη δώσανε οι γονείς της τη μαμά μου. Όταν ήρθε α[01:00:00]πό εκεί, ήρθε ένα ωραίο παλικάρι, από την Κωνσταντινούπολη, μετά, όταν ηρεμήσανε τα πράγματα, ήρθε και ζήτησε πάλι τη μαμά μου. Λεγότανε Σοφία η μαμά και τότε τη δώσανε. Ήταν το τυχερό της να γίνει μ’ αυτόν η ζωή του, η ζωή της. Εν τω μεταξύ, όταν έγινε, επί Βενιζέλου τότε –τώρα πολλά πράγματα δεν μπορώ να θυμηθώ, επί Βενιζέλου ήμουν μικρή–, ήρθανε από την πατρίδα, μείνανε στην Καρβάλη της Καβάλας. Εκεί ο μπαμπάς μου δεν το σήκωσε το κλίμα, άλλαξε κλίμα και ήταν όλο άρρωστος. Και σηκωθήκανε και ήρθανε, βρήκανε στην Αλεξανδρούπολη ένα χωριό που το λέγανε τότε Ντερβέντ. Τώρα οι Βουλγάροι το ονόμασαν Ντερβέντ, Τούρκοι το ονομάσανε; Δεν ξέρω, νομίζω Βούλγαροι, Ντερβέντ. Μετά το λέγανε Άβαντα, το χωριό. Και εγκατασταθήκανε στο χωριό. Εκεί έκανε η μαμά μου τέσσερα παιδιά. Και χρονολογίες, το ’28 ο ένας, το ’30 ο άλλος, το ’33 ο τρίτος, αγόρια, και εγώ έγινα το ’36, κορίτσι. Έκτοτε η ζωή μου ήτανε… Τέσσερα χρόνια αν ένιωθα παιδάκι και ήμουνα χαρούμενο, μέχρι τα 4 μου. Μετά μας βρήκαν πάρα πολλά.
Μάλιστα. Αν θυμάσαι κάποια ίσως φράση που λέγατε στη γλώσσα αυτή ή αν θυμάσαι κάποια ευχή. Καταρχάς, πώς λέγανε και τη γλώσσα αυτή να μας πεις.
Την τούρκικη; Τη βουλγάρικη;
Εσείς πώς τα μιλούσατε;
Εμείς μιλούσαμε ελληνικά.
Ναι, δεν λέγατε όμως και καραμανλίδικα; Δεν τα λέγατε καραμανλίδικα;
Ναι, μιλούσαμε και καραμανλίδικα, γιατί οι γονείς μου ήρθανε, δυσκολευόταν να μιλήσουν ελληνικά. Δεν ξέρανε να πούνε τη σκάφη, σκάφη. Δεν ξέρανε να πούνε την πινακωτή, πινακωτή. Δεν ξέρανε τίποτα και μιλούσαν τα ανδρόγυνα, τούρκικα. Τούρκικα όλα τα καταλαβαίνουμε, δεν μπορούσαμε να τα προφέρουμε εμείς, σαν μικρά ακούγαμε απ’ τους γονείς. Όταν λίγο ξετιναχτήκαμε πια, αρκετά είχαμε καταλάβει τούρκικα από τους γονείς. Όμως και οι γονείς αναγκάστηκαν, μιλούσαν ελληνικά, γιατί τα αδέρφια μου πηγαίνανε σχολείο, στο ελληνικό σχολείο, στο χωριό. Εγώ πήγα μέχρι νήπια τάξη, μετά έγινε αυτό το κίνημα, έκλεισαν τα σχολεία, άσ’ το εκείνο. Για να ξέρω τούρκικα; Βιρ σου, βιρ σου βιχ. Μας έλεγαν απ’ την αρχή, δεν καταλαβαίναμε. «Δώσ’ μου νερό». Σου βιρ. Εκμέκ και τιρ. Σουφραϊά και τιρ εκμέκ. «Στο τραπέζι φέρε ψωμί». Άλλο τι να πω;
Όπως αυτήν την έκφραση που είπανε σ’ εκείνο το προξενιό, με τον Παντελή.
Με τον Παντελή. Α ναι, γινότανε, μετά λιγάκι, ξετιναχτήκαμε κι εμείς, έλεγαν οι γονείς μου ότι μέσα απ’ το χωριό, και γείτονάς τους ήτανε, πήγανε σ’ ένα προξενιό στο διπλανό χωριό, για να βρεθούνε πρώτη φορά ο γαμπρός με τη νύφη. Καθόλου δεν ξερότανε, από ένα χωριό στο άλλο, δεν γνωρίζονταν και πώς θα γνωριστούνε; Εμείς θα φέρουμε το παλικάρι μας, η νύφη να βγει να κεράσει για να ιδωθούνε. Έτσι πως είπανε, πήγανε, είπανε οι συμπεθέροι ότι ήρθαμε να ζητήσουμε την κόρη σας, το παλικάρι μας είναι αυτό. Αλλά πώς θα γνωρίσουμε και την νύφη; Τη νύφη, αυτή που θα κεράσει, θα είναι η νύφη. Ήταν και άλλα μικρά για να μην μπερδευτούν τα πράγματα. Πήγαν εκεί, καλωσορίστηκαν, κεράσανε, κάνανε και μια η νύφη έφερε τον δίσκο. Κόκκινη, πράσινη από την ντροπή της κι εκείνη, κέρασε. Κοιταχτήκανε τα παιδιά. Πάει η νύφη μέσα, πάει η μάνα τη λέει «Τι λες κορίτσι μου; Σε άρεσε; Πώς πάει; Σε άρεσε;»: «Και ναι και όχι. Και ναι και όχι». Το κορίτσι είναι εκεί με τη μαμά, μέσα. Λέει ο μπαμπάς του αγοριού στον συμπέθερο «Συμπέθερε, σου άρεσε ο γαμπρός; Αυτός είναι». Τούρκικα τα είπαν, όμως, για να μην ακούσουν τα μικρά. «Αργιανουμούς μπούντουρ γιαρσού σούντουρ». Πώς θα το εξηγήσουνε; Κεράσανε αριάνι, «Το αριάνι», λέει του γαμπρού ο μπαμπάς «δεν είναι σκέτο αριάνι, είναι το μισό νερό». «Το αριάνι είναι μισό νερό». το είπε όμως με τούρκικα, «Αργιανουμούς μπούντουρ γιαρσούντα σούντουρ».
Που σημαίνει δηλαδή;
Ότι ο γαμπρός ήτανε λιγάκι, πώς το λένε, στράβιζαν τα μάτια του. Αυτός είναι, δεν είναι ολόκληρος, άρτιο παιδί. «Αν σας άρεσε, αυτός είναι ο γαμπρός». Και είπε ο συμπέθερος τότε «Να ρωτήσουμε τη νύφη». Πήγανε ρώτησαν τη νύφη κι εκείνη είπε «Καλός είναι». Τον πήρανε. Κι έτσι έγινε η προξενιά. Είναι γεγονός, δεν είναι παραμύθι, είναι γεγονός. Αφού εγώ, που ήμουνα μικρή, τους είχα προλάβει. Και τον γαμπρό ήξερα και τη νύφη, μετά.
Θυμάσαι τώρα, να σε ρωτήσω κάτι ακόμα πάνω σε αυτό, θυμάσαι τώρα μιαν ευχή και τι έλεγε ο παππούς, που έλεγε μια ευχή όταν έβλεπε κάποιον περαστικό;
Στάσου, τώρα το ξέχασα…
Δεν πειράζει, πάρε τον χρόνο σου, θα το θυμηθείς.
Όταν περνούσε κάποιος κι ερχότανε… Στην αυλή καθόντουσαν οι νοικοκυραίοι κι ερχόταν ένα πρόσωπο, για την οικογένεια ήταν ανεπιθύμητος, δεν τον συμπαθούσανε. Και λέει η γυναίκα στον άντρα «Φως στα μάτια σου», «Φως στο φως». Και καταλάβαινε ότι ερχότανε αυτός ο ανεπιθύμητος. Δηλαδή εμείς το λέμε φως στα μάτια σου, έρχεται ένας γνωστός, έρχεται ο Γιώργος, έρχεται η Ελένη. Αυτοί δεν τον συμπαθούσανε. Για να προλάβουν ο ένας τον άλλο, να πουν, έλεγε η μία «Φως στα μάτια σου» και ο άλλος απαντούσε «Φως στο φως». Καλώς ήρθες, καλώς σας βρήκαμε. Αυτό. Το «καλώς ήρθες, καλώς σας βρήκαμε».
Ήρθε και η ώρα μάλλον να μας πεις και κάποιο τραγούδι. Θυμάσαι κάποιο τραγούδι.
Ελληνικό;
Από αυτά που λέγατε εσείς. Τα καλά.
Τα κορίτσια;
Τα κορίτσια.
Μικρά κοριτσάκια που ήμασταν. «Στου βουνού την άκρη, πέρα στο χωριό / Πανηγύρι έχουνε οι χωρικοί και σέρνουν τον χορό / Η κάθε μια λυγερή κοπελιά σέρνει τον χορό / Όλους τους [Δ.Α.] τρελέ / Τραγουδούν κορίτσια ζωηράκαι παίζουν τα βιολιά και ο χορός ξανά, ξανά, ξανά».
Θυμάσαι να μας πεις και κάποιο έτσι που λέγατε ίσως στα τούρκικα; Αν θυμάσαι κάποιο στίχο, κάποιο τραγούδι.
«Μπεκλεντίμ ντε γκελμεντίμ / Νε τσιμπένι σερμεντίμ / Αχ βαχ, αχ βαχ / χισμπενί σερμεντίμ». Ένα στιχάκι.
Θυμάσαι τι σημαίνει αυτό; Πες μας τι σημαίνει αυτό.
Ναι. «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ / Γιατί δεν μ’ αγάπησες / Σε περίμενα να ρθείς / Και όμως δεν μου φάνηκες/ Έτσι κι αλλιώς εγώ σ’ αγαπώ». Έτσι εξηγείται, έτσι αυτό.
Μπράβο, γιαγιά. Κάτι άλλο που θέλεις να προσθέσεις; Τώρα που πήγες να πεις για τον παππού κάτι;
Τι να πω για τον παππού;
Οτιδήποτε θέλεις να πεις. Κάτι που θέλεις να προσθέσεις.
Τα νιάτα μας περάσανε καλά. Τα γεράματά μας πολύ άσχημα. Ήμασταν ένα ανδρόγυνο… Αν και δεν αγαπηθήκαμε, παρθήκαμε με την εντολή των γονιών, πιο πολύ με του πεθερού το θέλημα. [01:10:00]Αλλά περάσαμε καλά, οι δυο μας είχαμε καλή συνεννόηση. Κάναμε δυο παιδιά πάρα πολύ καλά, σπουδάσανε, ό,τι επιθυμούσανε, έγιναν. Παντρευτήκανε, πήρανε δυο καλά κορίτσια, είναι ευχαριστημένοι, με καλούς ανθρώπους σμίξανε. Έκανα εγγόνια, πάρα πολύ καλά, μ’ αγαπούν, μας εκτιμούν, μας τιμούν. Όμως του άντρα μου τα γεράματα ήρθανε πάρα πολύ δύσκολα. Έκανε κάνα δυο εγχειρήσεις κι ήταν στο κρεβάτι. Δύσκολες συνθήκες, πολύ δύσκολες. Είπα τον Θεό, παρακάλεσα, «Θεέ μου, αν τον κάνεις, καν’ τον καλά να χαρεί λίγο ακόμη. Αν όχι, παρ’ τον, μην τον παιδεύεις». Το παρακάλεσα αυτό και ο Θεός με λυπήθηκε, λυπήθηκε εκείνον και τον πήρε. Άλλο; Όλα καλά. Έχουμε καλά γεράματα, δόξα τω Θεό. Τα παιδιά μου με εκτιμούν, με αγαπούν, έρχονται, μας βλέπουν, δεν έχω παράπονο.
Τώρα που τα είπες, γιαγιά; Πώς νιώθεις;
Τώρα;
Λέω τώρα που τα είπες, πώς νιώθεις;
Έτσι ξαλάφρωσα κάπως. Για να ξέρουν και τα εγγόνια μου τι ζωή έκανε η γιαγιά, ο παππούς. Τα είπα εν περιλήψει, τα είπα καλά ή όχι, αυτά.
Ευχαριστώ, γιαγιά.
Τι άλλο; Κι εσύ έκλαψες αγόρι μου;
Αυτό. Λοιπόν, γιαγιά. Πες μας, αν θυμάσαι, κάποια συνταγή, κάποιο φαγητό, το οποίο φτιάχνεις ακόμα και σήμερα.
Οι γονείς μου είχανε για καλό φαγητό, για τους μουσαφιραίους, στις γιορτές ήταν απαραίτητο να κάνουν το φαγητό που λεγότανε μαντί. Αυτό το μαντί το λένε κουλαξίς μαντί, δώσανε την ονομασία. Είναι, ανοίγουνε φύλλα, όπως στην πίτα, την κόβουν σε τεμάχια, τετραγωνάκια. Κάνουνε τον κιμά με κρεμμύδι, με αυτά, όλα μέσα, ντοματούλα ραντιστή, κρεμμύδι και τα λοιπά. Το βράζουνε λιγάκι, το βάζουμε μέσα σ’ αυτά τα τετραγωνάκια που έχουμε κόψει από τα φύλλα και το κάνουμε είδος σαν καραβάκια, σαν φιογκάκια, πολλά σχέδια, και τα τοποθετούμε στο ταψί. Τα ψήνουνε, τα ροδίζουνε και όταν τα βγάζουνε, έχουνε κοτόζουμο, σκέτο κοτόζουμο. Τα περιχύνουνε για να μαλακώσουνε κάπως, επειδή είναι ροδιστά ροδιστά. Και μετά, όταν τα σερβίρουν στο τραπέζι, κάνουνε σκορδαλιά, που το λένε τώρα τζατζίκι. Το περιχύνουνε, γίνεται νοστιμότερο, αλλά όποιος θέλει, μπορεί να βάλει. Το έχουνε σε κούπες το τζατζίκι. Μπορεί να ’ναι άνθρωπος να μη θέλει το σκόρδο και το βάζει ο καθένας από μόνος του. Γίνεται υπέροχο φαγητό. Είναι από τα καλά τους τα φαγητά και πολλά άλλα διάφορα βέβαια.
Πες μας αν θυμάσαι κι άλλα.
Κάνουνε πιλάφι με συκώτι. Το είχανε το συκώτι, το βράζανε, το καθαρίζανε από τα αίματα και τα λοιπά και το κόβανε κομμάτια κομμάτια. Το μαγειρεύανε με πλιγούρι και το είχανε, το λέγανε πιλάφι. Αλλά το λέγανε πιλάφι με το τζιγέρι. Το τζιγέρι το λέγανε. Το συκώτι το λέγανε τζιγέρι, λεγότανε, κι ήταν κι αυτό ένα από τα καλά τους τα φαγητά. Πολλά και διάφορα, αλλά απ’ τα καλά, αυτά ήταν τα φαγητά τους.
Κάτι άλλο που ίσως φτιάχνατε στην καθημερινότητα τότε, το οποίο να ήταν και πιο απλό φαγητό, αν θυμάσαι κάτι.
Απλό είναι όλα από τα συνηθισμένα. Τα δικά μας τα φαγητά εδώ που ήρθαμε. Αυτά τα κάνανε στην πατρίδα οι γονείς μου, που σας είπα. Τώρα εμείς εδώ τα κάνουμε τα συνηθισμένα. Τις γεμιστές πιπεριές, όλα τ’ άλλα είναι συνηθισμένα, δεν είναι κάτι έτσι παράδοξο, να το πούμε.
Πες μας αν θυμάσαι την πρώτη φορά που έφτιαξες…
Α, να γράψω για τώρα εμείς που κάνουμε στη συκωταριά, για το Πάσχα.
Πες μας κι αυτό.
Για τη συκωταριά, για το Πάσχα, την παίρνουμε, τη ζεματάμε, την κόβουμε κομματάκια κομματάκια, ζεματισμένη καλά. Κόβουμε κρεμμυδάκι, τη φέρνουμε, τη σοτάρουμε και γίνεται. Όταν ροδίσει, βάζουμε το πλιγούρι. Βάζουν και πλιγούρι βάζουμε και ρύζι. Εμείς εδώ… Στην πατρίδα το κάμνανε με πλιγούρι αυτό, εμείς το κάνουμε με ρύζι. Γίνεται ένα πάρα πολύ ωραίο. Σκέπη, μία σκέπη κάτω, βάζουμε όλη τη γέμη μέσα και την κλείνουμε πάλι με σκέπη από πάνω. Την ψήνουμε, ροδίζει, να ροδίσει καλά και τη φέρνουμε. Είναι πασχαλιάτικο φαγητό αυτό. Το κάνουμε το Πάσχα πιο συνήθως δηλαδή, εδώ, εμείς. Στην πατρίδα κάμναν άλλα. Τη συκωταριά.
Λοιπόν, στην πρώτη φωτογραφία ποιους βλέπουμε, γιαγιά;
Η πρώτη φωτογραφία είναι στην Καβάλα. Εμείς από τον Άβαντα με τη μαμά μου πήγαμε στην Καβάλα και βγήκαμε με συγγενείς φωτογραφία. Η μικρή, εδώ η πιο μικρή είμαι εγώ. 4 χρονών. Τα δύο κορίτσια είναι ξαδέρφες μου. Τα αγόρια είναι ξαδέρφια μου. Δηλαδή είναι από άλλη θεία και από την άλλη θεία. Είναι η μαμά, οι γυναίκες με τη μαμά μου είναι συννυφάδες και είναι ο άντρας, της μιανής της θείας μου ο άνδρας. Τα αγόρια φορούνε τη στολή, λεγότανε Νεολαία. Αυτή η στολή που φορούσανε λεγότανε Νεολαία επί Μεταξά. Τα αδέρφια μου δεν είχανε ντυθεί, αυτά είναι τα ξαδέρφια μου, στην Καβάλα.
Στη δεύτερη φωτογραφία ποιους βλέπουμε;
Τη δεύτερη φωτογραφία είναι πάλι η μία συννυφάδα της μαμάς μου, με το αγοράκι της και το μεγάλο το κοριτσάκι. Το μικρό το κοριτσάκι είμαι εγώ, η Ελένη, η μαμά μου και της μαμάς μου η αδερφή. Αλλά η αδερφή της μένει στην Καβάλα και είναι πλούσια οικογένεια, είναι καλοντυμένη. Η μαμά από το χωριό είναι φτωχικά ντυμένη. Και η θεία, η άλλη η συννυφάδα της, το ίδιο. Φορούνε τις γούνες τους. Είναι διαφορετική ζωή. Αυτά.
Στην τρίτη φωτογραφία…
Φωνάζω κιόλας.
Δεν πειράζει. Στην τρίτη φωτογραφία, τι βλέπουμε; Πού είσαι εσύ;
Στην τρίτη φωτογραφία. Η βασίλισσα άνοιξε «Σπίτι του παιδιού». Σε κάθε χωριό, για να μαζέψει τα κοριτσάκια και τα αγοράκια, να τα μάθει τέχνες, τα συμμαζέψει. Και είμαστε εδώ όλοι, αλλά εγώ επειδή είχα της μαμάς μου τη στολή, από την πατρίδα… Τώρα αυτή τη στολή την έχουμε ακόμη, είναι 150 χρονών και. Την έχει ο αδερφός μου, επειδή έχει κοριτσάκι, ντύνεται στις γιορτές, στις παρελάσεις, τη δώσαμε στον αδερφό μου και την έχει εκείνος. Οι κάτω οι δύο κοπέλες, οι μεγάλες… Με τη στολή είπαμε είμαι εγώ. Και όλες οι άλλες είναι οι κοπελίτσες. Λέγαμε ποιήματα στο «Σπίτι του παιδιού». Εδώ οι δυο μεγάλες κοπέλες ήταν η αρχηγός στο «Σπίτι του παιδιού». Είχαμε για κεντήτρια η μία, η μία ήτανε μοδίστρα, μας μάθαινε να υφαίνουμε, να ράβουμε. Η άλλη ήταν αρχηγός για τραγούδια, για ποιήματα, για άλλα πράγματα. Είναι το «Σπίτι του παιδιού», στο χωριό, στον Άβαντα.
Τι χρονολογία είναι περίπου αυτό;
Αυτό.
Περίπου, αν θυμάσαι.
Μετά τον… Μετά το ’50.
Εδώ πάλι, στην επόμενη φωτογραφία, ποιους βλέπουμε;
Εδώ πάλι, είναι το «Σπίτι του παιδιού» πάλι. Παίζουμε ένα σκετς. Εγώ είμαι η μαμά ι έχω και τα δυο μικρά κοριτσάκια και ο άντρας μου ήτανε φαντάρος, φοράει και το… Και με μια γειτόνισσα τα λέμε. Παίξαμε σκετς, στο «Σπίτι του παιδιού».
Υπέροχα. Εδώ;
Εδώ είμαι αρραβωνιασμένη με τον σύζυγο, στης πεθεράς μου το σπίτι. Περνούσε ένας φωτογράφος και τυχαίως βγήκαμε. Για να θυμόμαστε τα νιάτα μας.
Είναι οι πρώτες μέρες που είστε αρραβωνιασμένοι;
Ναι.[01:20:00]
Πώς νιώθεις τώρα που σας ξαναβλέπεις;
Τώρα λέω γεράσαμε. Τι χρόνια ήταν εκείνα. Μέτρια χρόνια ήτανε, όχι και πάρα πολύ καλά.
Ποια χρονιά αρραβωνιαστήκατε με τον παππού;
Το ’54, τον Απρίλιο, 24 Απριλίου αρραβωνιαστήκαμε. Πάλι 24 Απριλίου, του Θωμά, Κυριακή ήταν, του Θωμά. 24 Απριλίου παντρευτήκαμε, σε ένα χρόνο. Και μετά από ένα χρόνο, ήρθε και το πρώτο παιδί.
Εδώ; Ποιος είναι ο κύριος μπροστά;
Εδώ ο κύριος μπροστά λέγονται γκαρσόν. Τα λέγαμε γκαρσόν. Αυτά που εξυπηρετούνε, που κερνούνε, που ετοιμάζουν τα τραπέζια, που κερνάνε τα καθίσματα, τα όλα, τα ποτά. Είναι ο γάμος του αδερφού μου και πρέπει ένα συγγενικό πρόσωπο να γίνει γκαρσόν. Και έγινε ο άντρας μου. Ο αδερφός μου παντρευότανε και ο άντρας μου έγινε γκαρσόν. Ερχόμαστε από τον γάμο με όργανα και τραγούδια. Ερχόμαστε στου γαμπρού το σπίτι.
Και σε αυτή τη φωτογραφία;
Εδώ είναι ο σύζυγος. Με έστειλε φωτογραφία γιατί τον αποθύμησα, για να τον βλέπω.
Θυμάσαι ποια εποχή περίπου ήταν ο παππούς στον στρατό;
Ναι.
Πότε ήταν περίπου;
Το ’55. ’55-’56.
Θυμάσαι πού είχε πάει; Πού υπηρέτησε.
Στας Σέρρες. Σιδηρόκαστρο. Πρωτεύουσα, τι ήτανε, δεν ξέρω. Στας Σέρρες, στο Σιδηρόκαστρο. Έτσι με έλεγε στα γράμματα.
Ευχαριστούμε πολύ.
Να ’σαι καλά, παλικάρι μου. Να ’σαι καλά.
Photos

Οικογενειακή φωτογραφία
Συγγενείς από την Καβάλα. Τα παιδιά είναι ...

Σπίτι του Παιδιού
Το Σπίτι του Παιδιού στο χωρίο Άβαντας Αλε ...

Σπίτι του Παιδιού
Μικρό σκετς που έκαναν τα παιδιά στο Σπίτι ...

Αρραβωνιασμένοι
Η αφηγήτρια με τον αρραβωνιαστικό και μέλλ ...

Έθιμο Γκαρσόν (ή Μπράτιμ ...
Έθιμο του Γκαρσόν στο γάμο του αδερφού της ...

Δημοσθένης Κυριακίδης
Δημοσθένης Κυριακίδης, σύζυγος της αφηγήτρ ...

Ελένη Κυριακίδου
Η αφηγήτρια σήμερα, 18/07/2021

Ελένη Κυριακίδου
Η αφηγήτρια σήμερα, 18/07/2021
Summary
Η Ελένη Κυριακίδου, κάτοικος Αλεξανδρούπολης και μεγαλωμένη στον Άβαντα Έβρου, μας αφηγείται τη δύσκολη παιδική ηλικία της αλλά και την καθημερινή ζωή των δεκαετιών του '40 και '50. Μέσα από την αφήγησή της, βλέπουμε τις αλλαγές στη ζωή της, από την Βουλγαρική Κατοχή μέχρι και τον ερχόμο των ανταρτών και και κακό που προξένησαν στο χωριό. Επιπροσθέτως, μας περιγράφει συνταγές, έθιμα του γάμου, μας τραγουδάει από μνήμης και μας εξηγεί τις ιδιαιτερότητες τού να μεγαλώνει κανείς ως προσφυγόπουλο δεύτερης γενιάς.
Narrators
Ελένη Κυριακίδου
Field Reporters
Γεώργιος Κυριακίδης
Topics
Tags
Interview Date
17/07/2021
Duration
82'
Interview Notes
Ο ερευνητής είναι εγγονός της αφηγήτριας.
Summary
Η Ελένη Κυριακίδου, κάτοικος Αλεξανδρούπολης και μεγαλωμένη στον Άβαντα Έβρου, μας αφηγείται τη δύσκολη παιδική ηλικία της αλλά και την καθημερινή ζωή των δεκαετιών του '40 και '50. Μέσα από την αφήγησή της, βλέπουμε τις αλλαγές στη ζωή της, από την Βουλγαρική Κατοχή μέχρι και τον ερχόμο των ανταρτών και και κακό που προξένησαν στο χωριό. Επιπροσθέτως, μας περιγράφει συνταγές, έθιμα του γάμου, μας τραγουδάει από μνήμης και μας εξηγεί τις ιδιαιτερότητες τού να μεγαλώνει κανείς ως προσφυγόπουλο δεύτερης γενιάς.
Narrators
Ελένη Κυριακίδου
Field Reporters
Γεώργιος Κυριακίδης
Topics
Tags
Interview Date
17/07/2021
Duration
82'
Interview Notes
Ο ερευνητής είναι εγγονός της αφηγήτριας.