© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Φάε τώρα γιατί δεν ξέρεις πότε θα ξαναφάς»: Από τον Ιούλιο του 1965 έως και τα βιώματα της επιστράτευσης του 1974

Istorima Code
12004
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Χουντάλας (Κ.Χ.)
Interview Date
13/01/2021
Researcher
Σπύρος Παπαγεωργάκης (Σ.Π.)
Σ.Π.:

[00:00:00]Καλό μεσημέρι.

Κ.Χ.:

Καλό μεσημέρι.

Σ.Π.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Χ.:

Χουντάλας Κωνσταντίνος

Σ.Π.:

Είναι Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021. Μιλάω με τον κύριο Κωνσταντίνο Χουντάλα, ο οποίος βρίσκεται στο Ναύπλιο. Εγώ ονομάζομαι Σπύρος Παπαγεωργάκης. Είμαι ερευνητής στο Istorima και βρίσκομαι στην Αθήνα. Θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Κ.Χ.:

Προσωπικά δεδομένα δηλαδή; Τέτοια;

Σ.Π.:

Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια, ας πούμε, με τι έχετε ασχοληθεί;

Κ.Χ.:

Ναι, ναι. Είμαι πολιτικός επιστήμονας, οικονομολόγος. Έχω δραστηριοποιηθεί στο Ναύπλιο, όπου κατοικώ μόνιμα, εκτός από την περίοδο της φοίτησής μου στην πανεπιστημιακή σχολή και την περίοδο του στρατού.

Σ.Π.:

Θα θέλατε να μας πείτε πώς βιώσατε τα γεγονότα των Ιουλιανών;

Κ.Χ.:

Ναι. Στα Ιουλιανά το 1965 ήμουνα φοιτητής. Πώς έγινα φοιτητής; Υπήρχε τότε μια –στις εξετάσεις που δίναμε τότε για τις πανεπιστημιακές σχολές, υπήρχε αντιγραφή του συστήματος του «Baccalaureate» του γαλλικού. Κι είχανε βάλει μια βάση και όποιος έπαιρνε 190 μόρια και πάνω, βαθμούς –η βάση ήταν το 190–  άρα εθεωρείτο επιτυχών στις πανεπιστημιακές σχολές. Η κυβέρνηση τότε όμως, επειδή ήτανε υπεράριθμοι σε σχέση με αυτά που είχε αυτή βάλει, δεν τους πήρε όλους. Κι έτσι, έμεινε αρκετός κόσμος εκτός. Όσοι, λοιπόν, ήμαστε με βαθμολογία 190 και πάνω και δεν είχαμε περάσει στις σχολές, την περίοδο εκείνη εκεί κάναμε αγώνες.

Αγώνες για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να εγγραφούμε στις πανεπιστημιακές σχολές που είχαμε πετύχει
Κ.Χ.:

Είχαμε συγκεντρωθεί στην οδό... τώρα πώς τη λένε; Δεν τη θυμούμαι τώρα... στην οδό Μενάνδρου, είχαμε συγκεντρωθεί στη Μενάνδρου, σ’ έναν χώρο που είχε η εκκλησία. Εκεί είναι και ο Άγιος Κωνσταντίνος. Σωστά τα λέω Σπύρο; Κάτσε, για να μη κάνουμε κάνα λάθος. Με ακούς;

Σ.Π.:

Εννοείτε σχετικά με τις λεπτομέρειες για την περιοχή που αναφέρετε;

Κ.Χ.:

Ναι, ναι.

Σ.Π.:

Νομίζω πως ναι.

Κ.Χ.:

Εκεί, λοιπόν, μαζευτήκαμε. Κάναμε μια συγκέντρωση, η οποία πήγε μέχρι αργά το απόγευμα. Και στη συνέχεια είχε μπροστά στο Πανεπιστήμιο, στην Ακαδημίας και τα λοιπά, είχαν συγκέντρωση οι φοιτητικοί σύλλογοι. Και τότε γίνανε επεισόδια. Στα επεισόδια αυτά ήτανε τότε που έπεσε και ο Πέτρουλας. Συνέπεσε με την περίπτωση όπου έπεσε η κυβέρνηση Παπανδρέου και ανέλαβαν οι «Αποστάτες». Έτσι τους λέγανε τότε. Και στα συνθήματα που επικρατούσαν εκείνη την ημέρα, εκτός από το «Τούμπα δολοφόνε!», που λέγανε για τον Πέτρουλα, ήτανε το «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη μάνα σου και μπρος!», που απευθυνότανε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο, και «Αλεξία, πάρε θέση!». Η Αλεξία ήταν η πριγκίπισσα, η οποία είχε γεννηθεί πρόσφατα. Ήταν σκωπτικό δηλαδή αυτό. Πώς να το πω; Στην περίοδο εκείνη εκεί έγινε Υπουργός Εθνικής Άμυνας ο δικός μας ο βουλευτής από εδώ, ο κύριος Παπαδημητρίου. Τότε επικρατούσαν πάρα πολλά καινούργια πράγματα που είχανε μπει στην κοινωνία την ελληνική, ακολουθώντας τον συρμό της εποχής. Τότε είχαμε μακριά μαλλιά και μεγάλες φαβορίτες. Φοράγαμε παντελόνια καμπάνα. Μία από τις μέρες που είχα πάει στη σχολή έτσι[00:05:00] μ’ αυτή την αμφίεση είχα και προβλήματα. Αυτό, βέβαια, έγινε αργότερα, όταν είχε επικρατήσει η δικτατορία. Όταν επικράτησε η δικτατορία, εγώ είχα κατέβει στο Ναύπλιο. Δούλευα στο λιμάνι. Υπήρχε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Η απαγόρευση κυκλοφορίας ήτανε από τις 7:00 το απόγευμα. Υπήρχε κάτι, ένα lockdown δηλαδή, όπως είναι και σήμερα. Και τότε νέοι εμείς, μ’ έναν φίλο μου το Γιώργο τον… μπορώ να αναφέρω ονόματα;

Σ.Π.:

Εφόσον δεν ειπωθεί κάτι προσβλητικό, στα ιστορικά πλαίσια μπορείτε.

Κ.Χ.:

Ναι. Με το φίλο μου το Γιώργο τον Πετρουλά είχαμε ξεχαστεί και κουβεντιάζαμε στην πλατεία του Καποδίστρια. Και τότε ήρθε η αστυνομία και ο επικεφαλής, ο οποίος ήτανε ένας περιώνυμος μοίραρχος εδώ στο Ναύπλιο, ήθελε να μας συλλάβει και ζήτησε τα στοιχεία μας. Του είπα εγώ το δικό μου το όνομα και είπε και ο Γιώργος ο Πετρουλάς. Και του λέει: «Με τον Πέτρουλα τι σχέση έχεις;» και του λέει: «Κύριε Μοίραρχε, κοιτάξτε να δείτε. Αυτός τονίζεται αριστερά, ενώ εγώ τονίζομαι δεξιά…». Βέβαια, μετά απ’ αυτό μας άφησε και φύγαμε. Στο λιμάνι που δούλευα, για να ανέβεις στο πλοίο και να δουλέψεις, πήγαινες στο λιμεναρχείο κι έπαιρνες ένα πάσο ανόδου, όπου είχε τα στοιχεία σου. Ήτανε μια άδεια. Και είναι κάτι αντίστοιχο σαν αυτό που βάζουμε σήμερα, που λέμε ότι: «Θέλω να βγω έξω, να πάω βόλτα, να πάω στον γιατρό, να πάω να ψωνίσω», τέτοια πράγματα. Μέχρι εδώ πάμε καλά;

Σ.Π.:

Ναι, ναι.

Κ.Χ.:

Ε;

Σ.Π.:

Εάν κάνατε παύση έχω σημειώσει δύο ερωτήσεις να σας–

Κ.Χ.:

Ναι πες μου–

Σ.Π.:

Ρωτήσω.

Κ.Χ.:

Πες μου, πες μου.

Σ.Π.:

Ήσασταν παρών στη δολοφονία Πέτρουλα;

Κ.Χ.:

Όχι, δεν ήμουνα παρών. Δεν έγινε μπροστά μου. Αλλά ήμουνα στη συγκέντρωση. Ήμαστε στην οδό Ακαδημίας. Δεν ξέρω ακριβώς το σημείο που έγινε, γιατί είχαμε και κυνηγητό απ’ την αστυνομία. Κι εγώ κι ένας φίλος μου βρήκαμε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα που ήτανε μισάνοιχτη. Ήτανε στη γωνία Ιπποκράτους και Ακαδημίας. Την ανοίξαμε, μπήκαμε μέσα κι ανεβήκαμε τρέχοντας όλα τα μαρμάρινα σκαλιά που είχε και βρεθήκαμε στο υπερώο, όπου εκεί ήτανε το εστιατόριο των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο λειτουργούσε μεσημέρι-βράδυ. Και έτσι, τη γλιτώσαμε. Να μη μπούμε τώρα σ’ άλλες λεπτομέρειες. Να μην πούμε περισσότερα.

Σ.Π.:

Εντάξει.

Κ.Χ.:

Η άλλη;

Σ.Π.:

Ήθελα να σας ρωτήσω. Εκείνη τη στιγμή που έγινε αυτό το γεγονός...

Κ.Χ.:

Ναι.

Σ.Π.:

... εσείς πώς το βιώσατε; Πώς αισθανθήκατε;

Κ.Χ.:

Πως αισθάνεται κανένας, Σπύρο μου, σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Πολύ άσχημα. Ένας νέος άνθρωπος έφυγε απ’ τη ζωή διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή, μια πιο νόμιμη ζωή, μια τάξη, μια ισονομία. Τι άλλο να σου πω;

Σ.Π.:

Το άλλο που ήθελα να σας ρωτήσω είναι: θυμάστε να περιγράψετε το πώς οργανωθήκατε στο φοιτητικό κίνημα;

Κ.Χ.:

Την περίοδο εκείνη δεν υπήρχανε οι σύλλογοι που υπήρξανε μετά. Στη σχολή μας στο Πάντειο ήταν η «Μάχη» και η «Πρόοδος».[00:10:00] Η «Μάχη» ήτανε του κατεστημένου, ας πούμε, και η «Πρόοδος» ήτανε όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι. Γι’ αυτό όταν αναφέρθηκα στο... που σου είπα για τα μακριά μαλλιά και την καμπάνα, όταν επικράτησε η δικτατορία, και μετά που είχα πάει ένα καλοκαιράκι για να δω τα αποτελέσματα, γιατί εγώ σου είπα ότι έμενα στο Ναύπλιο και ανέβαινα για να δώσω μαθήματα. Δεν είχα συνεχή φοίτηση. Είχα διακόψει τη συνεχή φοίτηση. Και εκεί με κυνήγαγε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να με κουρέψει. Έφυγα, οι σαγιονάρες μου μείνανε στα σκαλιά. Τέλος πάντων.

Σ.Π.:

Στο Ναύπλιο έγινε αυτό το περιστατικό που μου είπατε τώρα;

Κ.Χ.:

Όχι, όχι. Στη σχολή, στο Πάντειο.

Σ.Π.:

Μάλιστα.

Κ.Χ.:

Τι άλλη ερώτηση έχεις;

Σ.Π.:

Θυμάστε να περιγράψετε το κλίμα επί δικτατορίας στη σχολή που φοιτούσατε;

Κ.Χ.:

Ναι. Κοίταξε να δεις. Υπήρχανε μέσα στους φοιτητές και άνθρωποι οι οποίοι ήτανε του καθεστώτος. Αστυνομευότανε. Και είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση πολύ περίεργη. Πώς να σ’ τη χαρακτηρίσω τώρα; Εκείνο που μου ‘χει μείνει είναι το ότι κατεβαίνοντας στα σκαλιά και μπαίνοντας στη σχολή, πηγαίναμε στο κυλικείο, όπου εκεί στο κυλικείο ακουγότανε συχνά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Πάντοτε στη σχολή υπήρχανε φοιτητές οι οποίοι –και καθηγητές– ήτανε ενάντια στο καθεστώς. Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα άλλο. Δεν μπορώ να σου πω τίποτα άλλο.

Να πω δύο λόγια και για τους καθηγητές που ανέφερα προηγούμενα. Βλάχος, Τενεκίδης, Σπανδανόπουλος, Πίντος και, φυσικά, Καράγιωργας ήταν οι καθηγητές που έδιωξαν τότε και στη θέση τους ήλθαν άλλοι. Το πρόβλημα τότε δεν ήταν μόνο η αλλαγή προσώπων αλλά και η αλλαγή συγγραμμάτων. Επρεπε δηλαδή να πάρουμε καινούργια βιβλία. Τα οικονομικά μας ήταν περιορισμένα και για να τα βγάλουμε πέρα καταφεύγαμε στις σημειώσεις, δηλαδή πολυγραφημένες σελίδες από τις παραδόσεις που έκανε ο καθηγητής. Αυτές τις μοίραζε έξω από τη σχολή ένας τύπος με τσάντα. Για να πάρεις το αυθεντικό σύγγραμμα του καθηγητή, πήγαινες στο βιβλιοπωλείο και έκανες εγγραφή σε έναν κατάλογο και σου όριζαν ημερομηνία παράδοσης. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι αυτός ο κατάλογος πήγαινε στο σπουδαστήριο και θα είχες ευνοϊκή βαθμολογία. Ανέφερα στους καθηγητές και τον Καράγιωργα, καθηγητή Δημόσιας και Εφηρμοσμένης Οικονομικής. Ήταν ο καθηγητής που σε κέρδιζε με το πρώτο. Ήταν έξω από τα στερεότυπα του καθηγητή. Μια μέρα –δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία– λόγω καλού καιρού μας έβγαλε έξω από τη σχολή για να κάνουμε μάθημα. Ήταν άλλο πράγμα.
Σ.Π.:

Να σας ρωτήσω, όταν έγινε το πραξικόπημα εσείς βρισκόσασταν στην Αθήνα ή στο Ναύπλιο;

Κ.Χ.:

Βρισκόμουνα στο Ναύπλιο. Είχα κατέβει στο Ναύπλιο.

Σ.Π.:

Θέλετε να περιγράψετε πώς βιώσατε εκείνη την ημέρα;

Κ.Χ.:

Ναι, κοίταξε. Ξαφνικά εκείνη την ημέρα ξυπνήσαμε και είδαμε στρατιώτες σε όλα τα τείχη της Ακροναυπλίας γύρω-γύρω. Είχε ζωστεί το Ναύπλιο από στρατιώτες. Μετά είδαμε, είχα κατέβει στο λιμάνι όταν ήρθανε… Είχανε γίνει συλλήψεις και στο λιμάνι εδώ είχε έρθει ένα αρματαγωγό και φέρανε με τα REO, τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, φέρνανε όσους είχαν συλλάβει για να τους πάνε στα νησιά. Και εκεί είδαμε ανθρώπους γνωστούς, φίλους, οι οποίοι ακολούθησαν αυτό τον δρόμο. Ήτανε πολύς κόσμος παρών. Ήταν ελεύθερο το να πας και να το παρακολουθήσεις. Και αυτό που σου είπα και προηγούμενα, την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Όλα αυτά. Τι άλλο να ζήσουμε;

Σ.Π.:

Να σας ρωτήσω.

Κ.Χ.:

Ναι, βέβαια.

Σ.Π.:

Εσείς όταν αντικρίσατε την Ακροναυπλία γεμάτη στρατιώτες που περιγράψατε...

Κ.Χ.:

Ναι.

Σ.Π.:

...και τις άλλες σκηνές στο λιμάνι, θυμάστε να περιγράψετε πως νιώσατε;

Κ.Χ.:

Ε, πώς ένιωσα; Πώς νιώθεις όταν νομίζεις ότι κάτι σε περιορίζει; Ήτανε κάτι πρωτόγνωρο. Το άγνωστο πάντοτε σε φοβίζει. Δεν ήξερα τι θα συμβεί, τι θα ακολουθήσει. Πώς να το περιγράψω αλλιώς;

Σ.Π.:

Μετά στη–

Κ.Χ.:

Τι άλλο να σου πω;–

Σ.Π.:

Να σας ρωτήσω.

Κ.Χ.:

Βέβαια.

Σ.Π.:

Εσείς ήσασταν φοιτητής καθόλη τη διάρκεια της δικτατορίας[00:15:00];

Κ.Χ.:

Ναι. Όπως σου είπα, είχα διακόψει τη συνεχή παρακολούθηση και έδινα μαθήματα. Μάλιστα, στην αρχή δούλευα στην Αθήνα. Ανέβηκα μετά στην Αθήνα και δούλευα σε ένα γραφείο ταξιδίων, στο «Travelaid», που ήτανε στην Πανεπιστημίου. Δούλευα, εννοώ κουβάλαγα βαλίτσες και τέτοια. Και αυτό το είχε μια που ήτανε δημοσιογράφος στο «Βήμα». Και εκεί γνώρισα και τον –η Ιωάννα η Κολοκούρη– και γνώρισα και τον δημοσιογράφο που ήτανε στη «Βραδυνή», τον Στάθη τον Καρρά. Είναι δύο υπέροχοι άνθρωποι, οι οποίοι με βοήθησαν πάρα πολύ στο να δω κάποια πράγματα ξεκάθαρα, και με βοήθησε αυτό μπροστά στη ζωή μου, μπροστά μου που είχα.

Από τη συνεργασία μαζί της πήρα πάρα πολλά πράγματα, που με βοήθησαν στη μετέπειτα ζωή μου, ιδιαίτερα στον τομέα των πολιτιστικών και της οργάνωσης, όπως π.χ. όταν ασχολήθηκα στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας με τον Οργανισμό Πολιτισμού και Αθλητισμού. Οργανώσανε τότε μια συναυλία με ένα μουσικό σχολείο από την Αγγλία. Η συναυλία δόθηκε στην πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο –πρωτοποριακό για τότε– και καλύφθηκε δημοσιογραφικά από τη «Βραδυνή» και τον κύριο Στάθη Καρρά.
Κ.Χ.:

Με βοήθησαν πάρα πολύ τα διδάγματα που πήρα από αυτούς τους ανθρώπους. Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί τους. Και μετά κατέβηκα στο Ναύπλιο και έπιασα δουλειά στο λιμάνι.

Υπήρχε πολλή δουλειά στο λιμάνι τότε, επειδή το 80% και πλέον της εξαγωγής του πορτοκαλιού γινόταν με πλοία.
Κ.Χ.:

Δούλευα στο λιμάνι και έγινε το…όπως τα περιστατικά που σου περιέγραψα. Το πώς πηγαίναμε, ανεβαίναμε στα πλοία και τα λοιπά. Εγώ σε αυτή την περίοδο έκανα και κάποια πράγματα τα οποία δεν ήτανε και τόσο νόμιμα. Δηλαδή έβγαζα τσιγάρα, ρούχα, είδη ρουχισμού, υπόδησης, ουίσκι, μπύρες. Μάλιστα, μια φορά είχε έρθει η μητέρα σου με τον πατέρα σου και μου είχανε ζητήσει για μια συγγένισσά σας, η οποία ήτανε λεχώνα και έπρεπε να πίνει μαύρη μπύρα, για να έχει μεγαλύτερη γαλακτοφορία. Και ικανοποίησα αυτό το αίτημα των φίλων μου. Τα βράδια βρισκόμαστε στον «Έλατο», ήταν μια ταβέρνα που υπάρχει ακόμα στο Ναύπλιο. Μετά είχανε τα μέτρα κάπως έτσι ατονήσει και κάναμε και βόλτες τις νύχτες τραγουδώντας. Αυτά. Άλλο; Εγώ θεωρώ καλύτερο να με ρωτάς και να σου απαντάω παρά να τα λέω μόνος μου.

Σ.Π.:

Όταν έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εσείς βρισκόσασταν στο Ναύπλιο ή στην Αθήνα;

Κ.Χ.:

Όχι, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου εγώ ήμουνα στρατιώτης. Τον Απρίλιο του 1972 παρουσιάστηκα στην Κόρινθο. Μαζί με τον Χρήστο τον Παπαγεωργάκη, τον Μίμη τον Σιψή, τον Τάκη τον Κατσαρό, τον Γιώργο τον Κουτρουμπή, τον Σπύρο τον Προύντζο. Τώρα, όταν έγιναν τα γεγονότα της Νομικής και μετά του Πολυτεχνείου, εμείς ήμασταν στρατιώτες.

Σ.Π.:

Μάλιστα. Θέλετε να περιγράψετε λίγο το κλίμα στον στρατό κατά τη διάρκεια της θητείας σας εκείνη την περίοδο;

Κ.Χ.:

Ε, στον στρατό ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, διότι ένα τέτοιο καθεστώς, όπως καταλαβαίνεις, είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με αυτό που υπήρχε προηγούμενα ή με αυτό που ήτανε μετά. Ήτανε δύσκολη. Η θητεία στον στρατό ήτανε δύσκολη. Τότε είχε αποφασίσει... Ήμαστε υποψήφιοι Έφεδροι Αξιωματικοί στην Κόρινθο. Περάσαμε από συνεντεύξεις και τα λοιπά. Και μετά πήγα στη σχολή στην Κρήτη, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού. Όπου εκεί πήγαμε τον Ιούνιο του 1972 κι έφυγα από κει [00:20:00]–συγγνώμη– τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Παραμονές Χριστουγέννων έφυγα από κει. Και μετά πήγα στη Δράμα. Παρουσιάστηκα στη Δράμα. Πέρασα διάφορα σχολεία και απολύθηκα απ’ τη Δράμα. Είχα δύο ιδιότητες, του Διοικητή Τμήματος Τυφεκιοφόρων και του Διοικητή Τμήματος Αντιαρματικών Όπλων. Τα πράγματα και στη σχολή και μετά ήταν δύσκολα. Εκεί που πήγα στη Δράμα ήτανε παραμεθόριος περιοχή, διότι τότε…Α, και πήγα και στο φυλάκιο της Εξοχής, που τώρα είναι τελωνείο. Γιατί η Βουλγαρία τότε ήτανε παραπέτασμα. Και απολύθηκα απ’ τη Δράμα. Δεν είχα τη δυνατότητα δηλαδή να κατέβω όπως φύγανε αυτοί που είχαμε ανέβει μαζί απάνω στα σύνορα. Έμεινα εγώ και απολύθηκα από κει.

Σ.Π.:

Θυμάστε να περιγράψετε κάποιο περιστατικό που ζήσατε, που ήταν έτσι ενδεικτικό του κλίματος της εποχής;

Κ.Χ.:

Ναι, βέβαια. Να σου πω κάτι, ένα περιστατικό το οποίο με άγγιξε ιδιαίτερα. Μια μέρα, επειδή εμείς... Α, να πω το εξής, ότι όταν παρουσιαστήκαμε στην Κόρινθο, η πλειοψηφία ήμαστε ή πτυχιούχοι ή φοιτητές ανωτάτων σχολών, πανεπιστημιακών σχολών. Και όταν πήγα στη Δράμα, στον λόχο είχαμε πέντε δικηγόρους, τέσσερις οικονομολόγους, μηχανικούς, πολιτικούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες, πολλά μορφωμένα παιδιά ήμαστε. Και έτσι υπήρχε και μια αυτή... Μπορεί εγώ να ήμουνα Δόκιμος Αξιωματικός, αλλά είχαμε μια άλλη σχέση, μια πάρα πολύ... είχε αναπτυχθεί μια πάρα πολύ καλή σχέση μεταξύ μας, η οποία κρατάει μέχρι τώρα, μέχρι σήμερα. Εκείνο που με άγγιξε, που σου είπα προηγούμενα, ήτανε το γεγονός ότι μια μέρα μας κάλεσε ο Διοικητής, εμένα και δύο δικηγόρους. Και πήγαμε στο διοικητήριο και μας ανέθεσε να γράψουμε μια επιστολή, η οποία φυσικά ήτανε για λογαριασμό ενός στρατιώτη από το Πεταλίδι της Καλαμάτας, της Μεσσηνίας, για να τον αποχαρακτηρίσουνε.

Ο Διοικητής της Μεραρχίας ήταν πατριώτης του.
Κ.Χ.:

Ήτανε χαρακτηρισμένος κομμουνιστής, να τον αποχαρακτηρίσουνε. Το γεγονός αυτό γιατί με σημάδεψε; Γιατί περιγράφει όλο αυτό που με ρώτησες. Είχε κατηγορηθεί αυτός ότι ο πατέρας αυτού του παιδιού στις εκλογές του 1963, όπου είχε πάρει μεγάλο ποσοστό η ΕΔΑ, ότι κομμάτιζε ανοιχτά υπέρ της ΕΔΑ στα καφενεία του χωριού. Μέσα, όμως, στον φάκελο που είχε το δεύτερο γραφείο υπήρχε μια ληξιαρχική πράξη θανάτου. Ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1959... Όπως καταλαβαίνεις, αυτό είναι κωμικοτραγικό πράγμα. Ε, και αυτό έγινε, το κάναμε με πολλή αγάπη. Γράψαμε εκεί πέρα και οι τρεις μας κάποια πράγματα. Τα διάβασε ο Διοικητής στο ΚΨΜ. Ξέρεις τι είναι το ΚΨΜ, έτσι;

Σ.Π.:

Ναι.

Κ.Χ.:

«Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος». Λοιπόν, στο ΚΨΜ ενώπιον των στρατιωτών. Και έτσι πιστεύω ότι έγινε –γιατί δεν ξέρω τη μετά εξέλιξη– έτσι πιστεύω ότι έγινε ο αποχαρακτηρισμός του Παναγιώτη. Αυτό είναι. Τι άλλο να σου πω;

Τον Ιούλιο του 1973 έγιναν εκλογές για το Πολιτειακό, την αλλαγή δηλαδή από Βασιλευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία, και ήμουν φρουρά στο εκλογικό τμήμα Πρώτης Σερρών, τον τόπο καταγωγής του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το Σάββατο το βράδυ, παραμονή της εκλογής, μας επισκέφτηκε ο πρόεδρος της κοινότητας και ένας εκπρόσωπος της οικογένειας Καραμανλή. Έτσι μου συστήθηκε. Τώρα αλήθεια ήταν; Ψέματα ήταν; Να μας βολιδοσκοπήσουν ήθελαν; Δεν ξέρω. Πάντως, και οι δύο ζήτησαν να μάθουν αν υπάρχει κάποια ανάγκη ή κάποιο πρόβλημα στην παραμονή μας στο σχολείο, όπου διανυκτερεύσαμε και όπου ήταν το εκλογικό τμήμα.
Σ.Π.:

Στη συνέ[00:25:00]χεια μου είπατε ότι όταν έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εσείς κάνατε τη θητεία σας. Μετά το ‘74, όταν έγιναν τα γεγονότα της Κύπρου;

Κ.Χ.:

Ναι. Όταν έγιναν τα... να σου πω. Να σου πω δύο πράγματα που πρέπει να αναφέρω, έτσι, που το ξέχασα να σ’ το πω. Όταν πήγαμε στη ΣΕΑΠ –η ΣΕΑΠ είναι στην Αλικαρνασσό, στο Ηράκλειο– στο πεδίο βολής, τότε που υπηρετούσαμε εμείς, ένα πρωί παρακολουθήσαμε την τελευταία εκτέλεση καταδικασθέντος σε θάνατο στην Ελλάδα, του Λυμπέρη. Είναι ένα γεγονός που είχε συνταράξει τότε την κοινωνία την ελληνική. Και εμείς ήμασταν από αυτούς που το παρακολουθήσανε, γιατί έγινε στο πεδίο βολής της σχολής. Και το δεύτερο που ήθελα να σου πω, που προηγείται του στρατού, είναι ότι έζησα την πορεία για το Wembley του Παναθηναϊκού με τον αγώνα του Ερυθρού Αστέρα στη Λεωφόρο, όπου μετά ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι όλοι για τη νίκη και την πρόκριση που είχαμε μια… Ήμαστε σε μια Giulia, Alpha Romeo και τρακάραμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κοντά στο σινεμά, στη Ζίνα, που ήταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αλλά υπήρχε τόσο η ευφορία που ούτε αυτός στον οποίον πέσαμε απάνω ούτε αυτός ο οποίος έπεσε πίσω μας… Βάλαμε τα γέλια και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Δεν υπήρχε κανένα… Ήταν σαν να μην υπήρχε το περιστατικό. Αυτά. Και μετά πάμε να σου πω τα μετά. Απολύθηκα τέλος Απριλίου του 1974. Στο Ναύπλιο έφτασα την Πρωτομαγιά του ‘74 και έπιασα δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο, στο εργοστάσιο του Φραγκίστα. Συσκευαστήριο πορτοκαλιών και καπνεργοστάσιο. Κι εκείνη την εποχή δούλευε το καπνεργοστάσιο. Ο Φραγκίστας έστελνε καπνά στη Ρωσία. Σάββατο είχε πάει ο υποδιευθυντής του καταστήματος εκεί να πάρει χρήματα για να πληρώσουμε τους εργάτες. Κάθε Σάββατο γινότανε πληρωμή. Αλλά γύρισε άπρακτος. Ήτανε η 20η Ιουλίου που είχε γίνει η επιστράτευση. Γύρισα στο σπίτι, όπου με υποδέχθηκε με δάκρυα η μάνα μου. Ο πατέρας μου –είχε ετοιμάσει φαγητό– μου είπε να φάω, ενώ δεν είχα όρεξη να φάω τίποτα, γιατί από ραδιοφώνου μας είχανε καλέσει πάλι στον στρατό. Και μου είπε χαρακτηριστικά ότι: «Φάε τώρα, γιατί δεν ξέρεις πότε θα ξαναφάς». Επιβιβαστήκαμε σ’ ένα λεωφορείο στο ΚΤΕΛ μέχρι τον σταθμό Λαρίσης. Στον σταθμό Λαρίσης με τα πόδια... Όχι, συγγνώμη, στον Κηφισό κάτω. Εκεί για να πάμε στον σταθμό Λαρίσης, πήγαμε με τα πόδια. Στη διάρκεια της διαδρομής –καλοκαίρι τώρα, ξέρεις– είδαμε ένα καφενείο και μπήκαμε για να ζητήσουμε νερό. Και ο καφετζής μας έδιωξε, δεν μας έδωσε νερό. Βρήκαμε ένα λάστιχο σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή κι εκεί σβήσαμε τη δίψα μας. Πήγαμε στον σταθμό Λαρίσης. Στον σταθμό Λαρίσης είχε μαζευτεί όλος[00:30:00] ο Ελληνικός Στρατός πιστεύω. Και ήτανε μια κατάσταση... πώς να την πω τώρα; Δεν μπορώ να την περιγράψω… Όταν ήρθε το τρένο για να επιβιβαστούμε –γιατί έπρεπε να πάμε στη Χαλκίδα και από κει να πάμε στον τόπο συγκέντρωσης– προχώρησα προς το τρένο. Έκανα μερικά βήματα και μετά πάτησαν τα πόδια μου στο πάτωμα του τρένου. Το υπόλοιπο διάστημα πήγα όρθιος, σαν σαρδέλα, μέσα στο πλήθος έτσι που προσπαθούσε να ανέβει στο τρένο. Στη Χαλκίδα φτάσαμε νύχτα. Τη νύχτα εκεί άκουσα μια φωνή που προσπαθούσε να βρει κάποιον φίλο. Γνώρισα τη φωνή του, ήταν ο Μίμης ο Τερζάκης. Και του φώναξα: «Τερζάκη!», μου απάντησε. Βρεθήκαμε και πήγαμε μαζί μ’ ένα αυτοκίνητο, που είχε άχυρα και σιτάρια, και μας πήγε μέχρι τη Βατώντα. Η Βατώντα είναι ένας χώρος που τώρα γίνονται κάποια διάφορα επάνω εκεί στη Χαλκίδα. Πήγαμε εκεί και μέσα στο σκοτάδι βρεθήκαμε σε μια σκηνή, όπου εκεί μας υποδέχτηκε ένας φαντάρος. Μας πήγε σ’ έναν Αντισυνταγματάρχη, ο οποίος μας είπε ότι δεν έχει τίποτα να μας πει και μας παρέπεμψε σ’ έναν άλλον φαντάρο και σ’ έναν λοχία που μας είπανε απλά: «Θα περιμένετε. Βρέστε έναν τόπο να καθίσετε και θα τα πούμε αύριο το πρωί». Σκορπιστήκαμε μέσα σ’ έναν ελαιώνα που ήτανε εκεί. Βρήκα έναν χώρο, την άραξα και κοιμήθηκα κάτω απ’ τα άστρα. Εκεί συνάντησα πολλά παιδιά που ήμαστε μαζί στη Δράμα. Καθίσαμε εκεί μέχρι την ημέρα που μας ήρθε η αυτή για να απολυθούμε. Εκείνο, όμως, που θέλω να πω εγώ είναι ότι κατά τη διάρκεια της θητείας υπήρχε κι ένα άλλο γεγονός που μ’ έχει σημαδέψει στη ζωή μου. Είναι το γεγονός ότι από το Σύνταγμα το δικό μας από τη Δράμα, τα παιδιά φύγανε για την ΕΛΔΥΚ. Οι ΕΛΔΥΚ ήτανε οι Έλληνες στρατιώτες που πηγαίνανε να υπηρετήσουνε στην Κύπρο. Μέσα σε αυτούς ήτανε και ο συγγενής μου, ο ξάδερφός μου ο Προκόπης. Με κάλεσε τότε ο Λοχαγός και μου είπε να τον πείσω να μην πάει στην Κύπρο. Του το είπα κι εκείνος μου είπε το εξής: «Ρε Κώστα, εσύ άμα γυρίσεις στο Ναύπλιο, θα πας στο Ναύπλιο. Εγώ άμα γυρίσω στο χωριό τι θα κάνω; Θα ασχοληθώ πάλι με την κτηνοτροφία και με τη γεωργία. Πότε θα δω εγώ; Άσε με να πάω να δω τον κόσμο». Δυστυχώς, δεν γύρισε από την Κύπρο.

Σ.Π.:

Εσείς πότε το μάθατε ότι ο ξάδερφός σας χάθηκε;

Κ.Χ.:

Όταν ανακοινώθηκαν οι σκοτωμένοι και οι αγνοούμενοι.

Σ.Π.:

Το διαβάσατε κάπου δηλαδή ή το ακούσατε;

Κ.Χ.:

Είχανε πει στο ραδιόφωνο ότι έγιναν ανακοινώσεις και τα λοιπά. Ε, και κοιτάξαμε τότε στο… ανατρέξαμε τότε σε γνωστούς δημοσιογράφους για να μάθουμε τι γίνεται. Και εκεί μας το είπανε.

Σ.Π.:

Και οι σκέψεις σας ποιες ήταν τότε; Θυμάστε πώς αντιδράσατε όταν πληροφορηθήκατε ότι χάθηκε ο ξάδερφός σας στην Κύπρο;

Κ.Χ.:

Ε, βέβαια. «Μου ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι» που λένε. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, μα πάρα πολύ. Να φανταστείς ότι μετά από χρόνια με πήρε ένας δημοσιογράφος, ο οποίος ασχολείτο με το θέμα της Κύπρου[00:35:00], για να του πω ορισμένα πράγματα. Γιατί δεν ξέρανε έτσι από πού ήτανε, πώς ήτανε και τα λοιπά. Και δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε την τέτοια γιατί με πήραν τα κλάματα. Ε, είναι κάτι το οποίο με είχε συγκλονίσει. Τι να σου πω τώρα, πώς αισθάνθηκα; Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Τι να πω; Αφού και τώρα δυσκολεύομαι.

Σ.Π.:

Θυμάστε να περιγράψετε πώς ζήσατε τη Μεταπολίτευση και τη μετάβαση;

Κ.Χ.:

Μετά, όταν γύρισα από την επιστράτευση, τα πράγματα αρχίσανε και παίρναν έναν άλλο δρόμο. Στο Ναύπλιο έμεινα, δεν πήγα... Στην Αθήνα ανέβηκα για να πάω να πάρω το πτυχίο μου. Από τότε δεν είχα... Τι να πω τώρα; Έμπλεξα με τις δουλειές μετά. Τι να σου πω; Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι ο κόσμος άρχισε να λειτουργεί διαφορετικά. Και να φανταστείς ότι όταν έγινε στο «Κορωνίς» –εκεί που είναι τώρα το «σουπερμάρκετ ΑΒ», του Βασιλόπουλου ήταν το «Κορωνίς», το σινεμά– εκεί είχε έρθει ο Θεοδωράκης κι έκανε μια συναυλία. Μέσα στη συναυλία είδα ανθρώπους οι οποίοι προηγούμενα ήταν υποστηρικτές του προηγούμενου καθεστώτος, της δικτατορίας. Τι άλλο να σου πω;

Σ.Π.:

Ήθελα να σας ρωτήσω...

Κ.Χ.:

Ναι.

Σ.Π.:

... πριν που αναφερθήκατε στην επιστράτευση. Όταν σας ανακοινώθηκε ότι επιστρατεύεστε, ή όταν το μάθατε, θυμάστε την αντίδρασή σας;

Κ.Χ.:

Ναι, η αντίδρασή μου ήτανε μεικτή. Ήτανε οργής και απόφασης για το καθήκον. Οργής για αυτό που έγινε και της απόφασης ότι έπρεπε να εκπληρώσω το καθήκον μου προς την πατρίδα. Αντέδρασα ψύχραιμα εκεί. Δεν είχα... Και μάλιστα, έλεγα και διάφορα ανέκδοτα και σ’ αυτούς που ήμασταν μαζί. Και με ρώτησε ένας φίλος εδώ από τα Λευκάκια που ήμασταν μαζί και μου λέει: «Ρε Κώστα, δεν φοβάσαι;». «Εγώ φοβάμαι», του λέω, «περισσότερο από σένανε». «Γιατί», μου λέει, «όλο λες, όλο κάνεις…». Ήταν ένας τρόπος αντίδρασης. Τέλος πάντων. Εύχομαι να μην ξαναζήσουμε τέτοια γεγονότα.

Σ.Π.:

Να σας ρωτήσω–

Κ.Χ.:

Ό,τι θες–

Σ.Π.:

Επειδή αναφερθήκατε πριν στην εκτέλεση του Λυμπέρη.

Κ.Χ.:

Ναι.

Σ.Π.:

Θυμάστε να περιγράψετε εκείνη τη στιγμή που το είδατε αυτό; Τα συναισθήματά σας;

Κ.Χ.:

Κοίταξε, τα συναισθήματα ήτανε... πώς να σ’ το πω; Μάλλον εκεί ήταν ένα κενό. Δηλαδή, είδαμε έναν άνθρωπο τον οποίον τον στήσανε εκεί πέρα, ο οποίος ήτανε... απ’ ό,τι πληροφορηθήκαμε. Πού να ξέρουμε εμείς. Τότε δεν επιτρεπόταν να διαβάζεις εφημερίδες στον στρατό και τα λοιπά. Και το πρωί με το εγερτήριο τρέξαμε όλοι στη μάντρα για να δούμε την εκτέλεση, η οποία βέβαια ήταν σε κάποια απόσταση. Εκείνο, όμως, που μου έκανε εντύπωση είναι ότι όταν πήγε ο Αξιωματικός με το μαντήλι για να του δέσει τα μάτια, εκείνος κατέρρευσε. Έπεσε στα γόνατα και χρειάστηκε τρεις φορές, ξέρω ‘γω, κάπου εκεί, για να τον σηκώσουνε, να τον στήσουνε για να τον εκτελέσουνε. Ακούω, τι άλλο θέλεις; Πες μου.

Σ.Π.:

Θα σας ρωτήσω από την περίοδο την οποία μου περιγράψατε, την οποία ζήσατε. Τι θα λέγατε έτσι μετά από όλα αυτά τα χρόνια ότι σας έχει μείνει;

Κ.Χ.:

Τι να μου έχει μείνει; Τι μπορεί να μείνει από μια τέτοια περίοδο; Δεν νομίζω ότι μένουνε πράγματα. Η ανελευθερία δεν υπάρχει…Ναι;

Σ.Π.:

Σας ακούω.

Κ.Χ.:

Κάτι έγινε.

Σ.Π.:

Δεν με ακούτε;

Κ.Χ.:

Δεν κατάλαβα.

Σ.Π.:

Δεν με ακούτε εσείς;

Κ.Χ.:

Σε ακούω αλλά σαν να υπήρξε κάποια παρεμβολή και γι’ αυτό σταμάτησα. Σ’ ένα καθεστώς ανε[00:40:00]λεύθερο τι να σου πω; Τι μπορεί να σου μείνει; Τι να μου μείνει; Το ότι… Αυτό που είπα. Η ανελευθερία. Τίποτε άλλο. Όταν είσαι νέος άνθρωπος και είσαι υποχρεωμένος από τις 7:00 να είσαι μες στο σπίτι σου.

Σ.Π.:

Μάλιστα.

Κ.Χ.:

Έχοντας μάθει διαφορετικά και τα λοιπά. Όταν βράζει το αίμα σου... Εγώ ήμουνα και έτσι άνθρωπος... μπορεί να μη φαίνεται, αλλά πάντοτε έτσι είχα το αίσθημα της ελευθερίας μέσα μου σε ό,τι έκανα. Και αυτό και στον στρατό ακόμη που είχα και συνέπειες.

Σ.Π.:

Θα θέλατε να πείτε λίγα παραπάνω για αυτό; Για τις συνέπειες που αναφέρατε;

Κ.Χ.:

Ε να, τιμωρήθηκα με τριάντα μέρες φυλακή στη σχολή, επειδή δεν μας άφηναν να βγούμε έξω. Εγώ παρέσυρα και τους άλλους και βγήκαμε έξω. Και μετά άρχισε η τιμωρία από τον λόχο, στο τάγμα και στην αναφορά σχολής. Μάλιστα, μου έχουνε μείνει και τα τέτοια, έχω κρατήσει τα σημειώματα συμπαράστασης από τους συναδέλφους εκείνης της περιόδου, όπου αυτοί πήγαιναν στον θάλαμο για να κοιμηθούνε κι εγώ μετά τις ασκήσεις τρώγαμε και πήγαινα στο Μπάκινγχαμ. Το Μπάκινγκχαμ ήταν το κρατητήριο. Όπου εκεί έμπαινα το βράδυ κι έφευγα το πρωί. Και ήμουνα με μια κουβέρτα πάνω σε κάτι σανίδια. Τι άλλο θες να σου πω; Τι άλλο;

Σ.Π.:

Ήθελα να σας ρωτήσω εάν θα θέλατε να προσθέσετε κάτι σχετικά με όσα αναφέρατε μέχρι τώρα πριν κλείσουμε.

Κ.Χ.:

Όχι, τι να αναφέρω; Δεν έχω τίποτα άλλο. Έχω φορτιστεί συναισθηματικά τώρα και έχω κουμπώσει κάπως.

Σ.Π.:

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Χουντάλα.

Κ.Χ.:

Να ‘σαι καλά, Σπύρο μου.

Σ.Π.:

Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Κ.Χ.:

Να πω δύο πράγματα που συνέβησαν. Το ένα έχει να κάνει… Και τα δύο μάλλον έχουνε να κάνουνε με δύο φίλους μου. Με τον ένα, μάλιστα, ήμαστε και από πιτσιρικάδες μαζί, από πολύ μικροί, πριν απ’ το Δημοτικό. Στην περίοδο εκείνη εκεί, μια μέρα ήρθε ένας χωροφύλακας και με κάλεσε να πάω στο τμήμα ασφαλείας, στην αστυνομία, στο αστυνομικό τμήμα, που ήτανε τότε στην οδό Παπανικολάου. Η οδός Παπανικολάου είναι πάνω από τον Αϊ Γιώργη. Είναι παράλληλος της Πλαπούτα. Και πήγα εκεί και με πήγανε στον Διοικητή, στον Μοίραρχο, ο οποίος με κράτησε εκεί περίπου δύο ώρες, προσπαθώντας να μου εκμαιεύσει το πού βρίσκεται ο συγκάτοικός μου τότε κι ένας μακρινός συγγενής μου. Εγώ φυσικά αρνήθηκα ότι… «Δεν τους ξέρω», λέω, «αυτούς που μου λέτε. Δεν τους ξέρω. Δεν τους έχω συναντήσει ποτέ μου». Τέλος πάντων, επιμονή αυτός, επιμονή κι εγώ, και κάποια στιγμή ανοίγει ένα πακέτο και μου προσφέρει τσιγάρο. Και του λέω: «Δεν καπνίζω». Λοιπόν, ήταν ότι πιο χαζό είχα κάνει στη ζωή μου, διότι στο τσεπάκι στο πουκάμισό μου φαινότανε το πακέτο με τα τσιγάρα που είχα… Τέλος πάντων, δεν ξέρω πώς, δεν έδωσε σημασία. Δεν μου είπε τίποτα. Αυτόν τον άνθρωπο μετά δεν τον είχα ξαναδεί. Δεν είχα πάλι… Δεν τον είδα ποτέ μου. Και συναντήθηκα κάτω από περίεργες συνθήκες. Πώς; Όταν έγινε κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, έβαλε το μάθημα της Κοινωνιολογίας και της Οικονομίας στο Λύκειο κ[00:45:00]ι εγώ τότε παράλληλα με τη δουλειά μου –δούλευα λογιστής σ’ ένα εργοστάσιο– έκανα και ιδιαίτερα μαθήματα. Είχε έρθει μια μέρα μια κυρία η οποία μου είπε να κάνω μάθημα στην κόρη της με μια προϋπόθεση, ότι ό,τι λεφτά θα συμφωνήσουμε, θα με πληρώσει όταν θα έρθει ο άντρας της, ο οποίος ερχότανε, λέει, μία φορά τον μήνα. Εντάξει, δέχτηκα εγώ. Προχωρήσαμε τα μαθήματα. Και μετά από πάνω από ένα-ενάμισο μήνα μου είπε ότι: «Έχει έρθει ο σύζυγός μου και να σας τον γνωρίσω και να σας πληρώσω κιόλας». Εκεί, λοιπόν, πήγα στο σαλόνι του σπιτιού, όπου ήτανε μπροστά μου ο Μοίραρχος ο οποίος με είχε καλέσει και ήθελε να του πω για τον συγκάτοικό μου και για τον συγγενή μου. Του είπα ότι: «Ευχαριστώ πολύ, δεν χρειάζεται. Δεν θέλω τίποτα». Τους χαιρέτησα κι έφυγα. Και το άλλο περιστατικό έχει πάλι να κάνει με το ότι ψάχνοντας αυτούς τους δύο, η αστυνομία έψαχνε και εμένανε και τον φίλο μου που μέναμε μαζί, που συγκατοικούσαμε. Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο στην οδό Ικονίου, πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα. Στάση Ιθάκης. Εκεί πήγε η αστυνομία και ρώτησε τη σπιτονοικοκυρά μας, η οποία ήτανε Κρητικιά, Παπουτσάκη λεγόταν. Και ρώτησε την κυρα-Σοφία και της λέει αν ξέρουνε τον Κώστα το Χουντάλα και τον Παναγιώτη τον Βασιλείου. Η κυρα-Σοφία αρνήθηκε ότι μας γνώριζε, ότι δεν είχε ακούσει αυτά τα ονόματα ποτέ και πολύ περισσότερο δεν είμαστε και ενοικιαστές της. Μας προστάτευσε δηλαδή. Πώς να σ’ το πω;

Σ.Π.:

Τελευταία ερώτηση που θέλω να σας κάνω είναι πώς αισθανθήκατε όταν είδατε τον Μοίραρχο στο σπίτι;

Κ.Χ.:

Αισθάνθηκα περίεργα. Αφού σου είπα ότι η αντίδρασή μου ήταν ότι δεν δέχθηκα να πληρωθώ, ρε παιδί μου. Σηκώθηκα κι έφυγα. Τι να σου πω;

Σ.Π.:

Μάλιστα.

Κ.Χ.:

Τα παράτησα όλα και σηκώθηκα κι έφυγα. Τι να πω;

Σ.Π.:

Σας ευχαριστώ και πάλι, κύριε Χουντάλα.

Κ.Χ.:

Να ‘σαι καλά, Σπύρο μου.