Ο Γκαλ αναβιώνει μέσα από την υποκριτική την ιστορία του επιζώντα Εβραίου παππού του
Segment 1
Το όνειρο της υποκριτικής που έγινε πραγματικότητα
00:00:00 - 00:12:28
Partial Transcript
Καλησπέρα. Γεια σου. Πώς ονομάζεσαι; Γκαλ Ρομπίσα. Γεια σου, Γκαλ. Είμαστε στην Κυψέλη. Είναι 7 Φεβρουαρίου του 2023. Εγώ ονομάζομαι… κάναμε μια παράσταση στο Αντίρριο στο φρούριο, εκεί πέρα που ήταν εξωτερικού χώρου, οπότε κάναμε κάτι που ήταν πολύ ωραίο. Αλλά μόνο αυτό.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Η ιστορία του επιζώντα Εβραίου παππού του Γκαλ
00:12:28 - 00:22:51
Partial Transcript
Εσένα ως ηθοποιό ποιες ιστορίες σ’ ενδιέφερε να πεις; Υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να σε συγκινεί και να ήθελες πολύ να το υποδυθείς; Αντι…ια να μη χαθεί καθόλου φαγητό. Εννοείται δεν έπρεπε να χαθεί, έτρωγαν φλούδες πατάτας στα στρατόπεδα. Αυτά νομίζω ξέρω για την ιστορία του.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Η σύνδεση του Γκαλ με το παρελθόν που κουβαλά
00:22:51 - 00:32:57
Partial Transcript
Ο παππούς σου μίλαγε σε εσένα προσωπικά γι’ αυτά τα πράγματα; Όχι, εγώ ήμουνα πολύ μικρός. Νομίζω ήμουνα το πολύ 7 όταν τον έχασα, αλλά εί…δυόμενος, τέλος πάντων, έναν ρόλο που υπήρξε εκεί πέρα, ήτανε κι εκεί στιγμές μη εύκολα διαχειρίσιμες. Τι συντάξεις κάνω σήμερα! Καλή τύχη!
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Ο ρόλος που τον κάνει να αναβιώνει την ιστορία του παππού του
00:32:57 - 00:43:34
Partial Transcript
Όταν... Για να εξηγήσω, ο Γκαλ παίζει σε μια σειρά στην ΕΡΤ, η οποία θες να μας πεις τι θέμα έχει; Ναι, λέγεται «Το Βραχιόλι της Φωτιάς». …αριστώ. Ήταν πολύ ωραία συζήτηση. Και για εμένα. Και σ’ ευχαριστούμε για την ιστορία που μοιράστηκες. Κι εγώ. Κι εγώ. Ανακάλυψα πολλά.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα.
Γεια σου.
Πώς ονομάζεσαι;
Γκαλ Ρομπίσα.
Γεια σου, Γκαλ. Είμαστε στην Κυψέλη. Είναι 7 Φεβρουαρίου του 2023. Εγώ ονομάζομαι Γλυκερία Παππά, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και τώρα θα ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Γκαλ, πες μας λίγα λόγια για εσένα αρχικά.
Αρχικά, να πω ότι με λένε και Αβραάμ, που δεν το είπα στην αρχή. Και το λέω τώρα επειδή είναι και η σύνδεση με τον παππού. Γιατί κι αυτόν τον λέγαν Αβραάμ, οπότε είναι ένα καλό ξεκίνημα νομίζω για να μπούμε σε κάποιους δρόμους, για να συζητήσουμε. Τι να σου πω; Έχω σπουδάσει ηθοποιός στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Έκτοτε δουλεύω σε σειρές, ταινίες, θέατρο και σε χορευτικές παραστάσεις. Αυτά νομίζω είναι μια καλή αρχή.
Πριν περάσουμε, έτσι, στο βασικό θέμα της ιστορίας σου, πες μας λίγα πράγματα για το πώς έγινες ηθοποιός. Πώς το αποφάσισες, ήταν κάτι που ονειρευόσουν; Πώς ξεκίνησες;
Ναι. Από μικρό παιδί ήθελα να ασχοληθώ μ’ αυτό. Ντάξει, όπως σου είπα και πριν βάλουμε το ηχογραφητήρι, ήθελα να γίνω πιλότος κάποια στιγμή. Για κάποιον λόγο δεν το κυνήγησα, αλλά ακόμα θέλω. Πέρασα κι από αρχιτέκτονας, έτσι, ήθελα κάποια στιγμή να ζωγραφίζω, να φτιάχνω σπίτια, είχα εμπνευστεί από Γκάουντι, ξέρεις, έψαχνα δημιουργούς, έτσι, περίεργα σπίτια, που είμαι σίγουρος ότι αν κάποιος προσπαθούσε να τα φτιάξει, δεν θα τα κατάφερνε ποτέ. Μετά ανακαλύψαμε με τη μάνα μου το Καλλιτεχνικό Σχολείο, οπότε πήγα εκεί πέρα, έδωσα εξετάσεις, πέρασα κι από τότε νομίζω ήταν μονόδρομος το ν’ ασχοληθώ με την υποκριτική.
Τι ήταν αυτό που σ’ ενδιέφερε στην υποκριτική;
Τότε νομίζω πως είχε σχέση και με το ν’ ανακαλύψω τον εαυτό μου καλύτερα. Το έβλεπα, ρε παιδί μου, ότι, όταν ασχολούμουν με αυτό, ήμουνα πολύ χαρούμενος. Και κάπως επειδή οι καθηγητές που είχαμε –όχι όλοι–, κάποιοι καθηγητές που είχαμε στο Καλλιτεχνικό κάπως ήτανε σαν να είναι μια διαδικασία και ψυχολογική, δηλαδή πραγματικά να ανακαλύπτεις στοιχεία του εαυτού σου, να έρχεσαι σε επικοινωνία με τον άλλον και επί σκηνής και εκτός σκηνής, κάπως ήτανε πολύ ευαισθητοποιημένοι κάποιοι καθηγητές σε σχέση με το πώς θα έρθουμε σ’ επαφή με το θέατρο. Με πολλή αγάπη γινόταν.
Και ήτανε κάτι στο οποίο σε στήριξαν οι γονείς σου καταλαβαίνω. Επειδή μου πες ότι η μαμά σου...
Ναι, ναι, ναι. Σ’ αυτό είμαι πάρα πολύ τυχερός. Ξέρω ότι άλλοι παιδεύονται και δυσκολεύονται πάρα πολύ. Εμένα εξαρχής οι γονείς μου ήτανε πολύ ανοιχτοί στο ν’ ακολουθήσω αυτό που θέλω. Χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. Δεν άκουσα ποτέ: «Κάνε και μια δεύτερη δουλειά». Αντίθετα από καθηγητές, ας πούμε, σε φροντιστήρια και τέτοια άκουγα: «Τι πας ν’ ασχοληθείς τώρα μ’ αυτό; Και θα πεινάσεις» και τα λοιπά. Και πάντα απαντούσα ότι ας πεινάσω αν είναι να κάνω αυτό που αγαπάω. Ναι, ναι, θα είμαι σ’ ένα υπόγειο κάποια στιγμή και θα κάνω θέατρο και θα κάνουμε εκεί πέρα την γιάφκα την καλλιτεχνική μας, κι ας μην έχουμε τίποτα να φάμε.
Υπήρχε κάποιος άνθρωπος με τον οποίο εμπνεόσουν;
Τότε... Τότε με ποιον εμπνεόμουν; Νομίζω τότε εμπνεόμουνα με τον Χιου Τζάκμαν, που μπορεί να ‘κανε τα πάντα ο τύπος. Αν δεις, ας πούμε, παρουσιάσεις στα Όσκαρς που κάνει, χορεύει, τραγουδάει, παίζει. Ε, τότε ήταν πιο... Τότε ήμουνα πιο πολύ... Ως μικρό παιδί Χόλυγουντ έβλεπα πιο πολύ. Δεν έβλεπα ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ασιατικό και τα λοιπά. Οπότε τότε ήτανε, ξέρεις, τα πιο mainstream που με κινούσανε. Μετά ανακάλυψα Χοδορόφσκι, τέτοια, ξέρεις, αυτό.
Το Καλλιτεχνικό Σχολείο πώς είναι σαν συνθήκη; Δηλαδή, τι μαθήματα κάνετε; Είναι διαφορετικό απ’ το Γενικό;
Έχει όλα τα μαθήματα που έχει ένα κλασικό Γυμνάσιο και Λύκειο, αλλά έχει ταυτόχρονα συν 2 με 3 ώρες νομίζω την ημέρα στις οποίες έχει καλλιτεχνικά μαθήματα. Βέβαια, δεν βοηθάει πολύ το κράτος στο να γίνουν αυτά τα μαθήματα, γιατί σκέψου ότι μέσα σε μία χρονιά μπορεί τους... Πόσοι, εννιά μήνες είναι η σχολική χρονιά;
Ναι, εννιά μήνες.
Τους έξι μπορεί να μην είχαμε καθηγητές, οπότε να είχαμε κενά. Αλλά, όταν είχαμε καθηγητές, ήτανε πολύ ωραία. Γιατί κάπως και ως παιδί ξελαμπικάρεις από[00:05:00] το... Απ’ τις γνώσεις, ξέρεις, τα μαθήματα τα κλασικά που πρέπει να χρησιμοποιήσεις συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου, κι έτσι χρησιμοποιείς και διαφορετικά όταν πιάνεις και τα καλλιτεχνικά, τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Τι μαθήματα κάνατε στα καλλιτεχνικά;
Είχαμε... Εγώ που ήμουνα –επειδή είναι τρεις κλάδοι: Είναι Χορός, Θέατρο-Κινηματογράφος και Εικαστικά– εγώ ήμουνα στο Θέατρο-Κινηματογράφο, είχαμε Ιστορία Κινηματογράφου, είχαμε Ιστορία Θεάτρου, Υποκριτική, Κινησιολογία, Σκηνογραφία-Ενδυματολογία, ένα μάθημα να ζωγραφίζουμε, να σχεδιάζουμε. Τώρα δεν θυμάμαι να είχαμε κάτι άλλο. Αλλά τέτοια...
Πάρα πολύ ενδιαφέρον!
Τέλειο! Πολύ ωραίο ήταν!
Κι όταν τελείωσες με το καλό το Λύκειο, έδωσες κατευθείαν για...
Έδωσα κατευθείαν. Είχα δώσει τότε στο εξωτερικό σε κάποια πανεπιστήμια. Είχε προχωρήσει για κάποια πανεπιστήμια στην Αγγλία η διαδικασία, αλλά έδωσα Κρατικό, Εθνικό, πέρασα σε αυτά και τότε επέλεξα να πάω στο Κρατικό.
Πώς έκανες αυτή την επιλογή; Συνήθως, το Εθνικό είναι αυτό που στοχεύουν οι περισσότεροι.
Ναι, ήτανε διάφοροι λόγοι. Ο ένας ήτανε ότι τότε στο Κρατικό ήτανε μια διαδικασία που τρεις εβδομάδες ήσουνα κάθε μέρα στη σχολή σαν δεύτερη φάση, οπότε δεθήκαμε με τα παιδιά. Αυτό ήταν ένα. Το δεύτερο... Γιατί πήγα κάποια στιγμή και στο Εθνικό, όταν πέρασα στο Εθνικό, γιατί είχα χαρεί πάρα πολύ, πήγα να ξεκινήσω εκεί πέρα. Γιατί όλοι έλεγαν ότι «Εθνικό!». Και, τέλος πάντων, επειδή ήταν πάρα πολύ έντονο το δίπολο μέσα μου, δεν ήξερα τι να επιλέξω, κάποια στιγμή θυμάμαι τον εαυτό μου να μπαίνω στο αεροπλάνο για να πάω στο Εθνικό και πιο πριν είχα πει: «Δώσε μου ένα σημάδι! Να καταλάβω τι πρέπει να κάνω!». Και, όντως, μέσα στο αεροπλάνο ανοίγω το περιοδικό, ξέρεις, της Aegean –ντάξει, δεν θυμάμαι τι ήτανε, μην κάνουμε διαφήμιση! Σβήσε την Aegean! Τέλος πάντων, ανοίγω το περιοδικό του αεροπλάνου και γράφει η πρώτη σελίδα που ανοίγω: «Ο πολιτισμός ζει και αναπνέει στη χώρα μας: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». Και λέω: «Έπρεπε να μπω στο αεροπλάνο να πάω Αθήνα, ρε φίλε, για να το στείλεις το σημάδι; Στειλ’ το λίγο πιο πριν!». Έκανα δύο μέρες στο Εθνικό μάθημα και πήγα στο Κρατικό. Κι άλλοι λόγοι. Οικονομικοί, τέτοιο, ότι θα είμαι στο σπίτι και δεν θα έχω να πληρώνω ενοίκια. Πολλά είπα! Ανάσα!
Πώς ήταν η όλη σου εμπειρία στο να εκπαιδεύεσαι να γίνεις ηθοποιός; Είναι μια δύσκολη, είναι μια εύκολη διαδικασία;
Απαιτεί πολύ χρόνο. Δεν την ένιωσα... Σίγουρα ήταν κουραστική, αλλά δεν την ένιωσα ποτέ δύσκολη γιατί ήτανε πραγματικά αυτό που γούσταρα πάρα πολύ να κάνω. Ήμασταν 12 ώρες την ημέρα, αν όχι 12, 10, συν σαββατοκύριακα. Κάναμε πρόβες μόνοι μας για μαθήματα, ετοιμάζαμε, μας έβαζαν και homework για να φέρουμε σκηνές, είχαμε διάβασμα, οπότε έχει καθίσει μέσα μου ως μια πολύ ωραία εμπειρία, ναι.
Εσύ τι ονειρευόσουν να κάνεις μόλις έβγαινες απ’ τη σχολή; Υπήρχε κάποιος ρόλος ή κάποια ιστορία που θα ήθελες να ενσαρκώσεις;
Εγώ ήμουνα σίγουρος ότι, όταν τελειώσω τη σχολή, θα παίξω Άμλετ κατευθείαν. Ντάξει, όταν είσαι στη σχολή, ρε παιδί μου, είναι και πιο προστατευμένο το πλαίσιο, οπότε, αν είσαι κάπως, αν τα λες, ρε παιδί μου, νιώθεις ότι θα πάει καλά. Μετά αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί κι ότι θέλει πάρα πολλή δουλειά ακόμη κι έχεις να μάθεις πάρα πολλά πράγματα. Εγώ το αντιλήφθηκα αφού βγήκα απ’ τη σχολή το πόσο πολλή δουλειά χρειάζεται. Γιατί το ταλέντο, ντάξει, πες ότι το ‘χεις. Δεν πιστεύω κιόλας στην έννοια «ταλέντο» να σου πω την αλήθεια. Στην αρχή μπορεί να μοιάζει κάποιος ότι δεν λέει αλήθεια επί σκηνής ή μπροστά στην κάμερα, αλλά δουλεύεται έχω καταλάβει. Δουλεύεται κι αυτό. Ντάξει, μπορεί να έχεις μια τάση προς αυτό, εγώ αυτό αντιλαμβάνομαι ως ταλέντο, να ‘χεις μια τάση προς κάτι. Και μετά αν το δουλέψεις να γίνουν αυτά τα πυροτεχνήματα, όταν βλέπουμε τον Κρίστιαν Μπέιλ να παίζει.
Αντιμετώπισες καθόλου απογοητεύσεις όταν τελείωσες; Στην αγορά εργασίας θέλω να πω.
Ναι, ναι, έχω φάει κι εγώ άκυρα. «Έχω φάει κι εγώ άκυρα! Μέχρι κι εγώ έχω φάει άκυρα!». Δεν το λέω έτσι[00:10:00]. Ναι, ακροάσεις, άκυρα. Κυνηγούσα πολύ τον κινηματογράφο και δεν έχουνε κάτσει ακόμα πολλά πράγματα. Αλλά, όντως, σκεπτόμενος τις ακροάσεις που έχω δώσει μέχρι τώρα, επειδή και στις σχολές δεν υπάρχει μια πολύ καλή βάση για την υποκριτική στην κάμερα, αντιλαμβανόμουν πως ήμουνα πιο υπερβολικός. Τώρα έχω αρχίσει να αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει να είσαι μπροστά σε μια κάμερα, πώς φαίνονται οι εκφράσεις. Αλλά, ναι, υπήρχαν. Και μια τεράστια ματαίωση ήταν κι ο covid. Γιατί είχε αρχίσει να παίρνει μπρος κάπως το πράγμα και με τον covid όλα μηδένισαν, αλλά για όλους. Οπότε, ξέρεις, ήμασταν όλοι, ξέρεις, στη ματαίωση για ένα διάστημα.
Στην περίοδο του covid, δηλαδή, δεν υπήρχε τίποτα για έναν ηθοποιό; Για μια αρχή σίγουρα.
Είχα κάνει τότε ένα ξεκίνημα στο θέατρο που είχαμε κάνει πρόβες, επίσης, για ένα επόμενο –είχε αρχίσει να παίρνει μπρος με την πρώτη δουλειά που έκανα. Κάναμε πρόβες για ν’ ανεβάσουμε κάτι άλλο, ήρθε ο covid, το έκοψε. Και μετά στο θέατρο δεν κινούνταν τίποτα. Κινούνταν τα πράγματα στην τηλεόραση πολύ.
Και αυτή τη δύσκολη περίοδο του covid εσύ πώς την αντιμετώπισες; Θέλω να πω, ματαιώθηκες καθόλου;
Αγχώθηκα για τη δουλειά, να σου πω την αλήθεια. Ντάξει, ήτανε ένα διάστημα που χρειαζόμουνα κάπως ξεκούραση, οπότε η αρχή όταν πίστευα ότι θα κρατήσει, ξέρεις, έναν μήνα, λέω: «Αχ, ωραία, ξεκούραση!». Μετά που κράτησε δύο χρόνια, πόσο κράτησε, εντάξει, λίγο παρατράβηξε.
Δεν σε επηρέασε, όμως, στην επιθυμία σου να γίνεις ηθοποιός.
Όχι, όχι, καθόλου. Απλά δεν ήξερα πώς και πότε θα μπορέσω να το ξανακάνω και να ανέβουμε επί σκηνής, να παίξουμε στον κινηματογράφο, σε τηλεοράσεις.
Είχες υπομονή.
Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Αν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, θα ανέβαζα παραστάσεις. Βασικά σκεφτόμασταν, έτσι, κάναμε μέσα στον covid με μια ομάδα που έχουμε, κάναμε μια παράσταση στο Αντίρριο στο φρούριο, εκεί πέρα που ήταν εξωτερικού χώρου, οπότε κάναμε κάτι που ήταν πολύ ωραίο. Αλλά μόνο αυτό.
Εσένα ως ηθοποιό ποιες ιστορίες σ’ ενδιέφερε να πεις; Υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να σε συγκινεί και να ήθελες πολύ να το υποδυθείς;
Αντιλαμβάνομαι ότι ως δημιουργό μ’ ενδιαφέρει να κάνει κάτι πιο devised. Ή κάτι που να προέρχεται από κάτι αληθινό, ίσως ντοκουμέντο. Ως ηθοποιό μ’ αρέσει να μπαίνω ως... Καλά, κι ο ηθοποιός δημιουργός είναι. Εννοώ ως όταν ακολουθείς ένα όραμα κάποιου άλλου, έτσι το εννοώ, ότι έχει πάλι το ίδιο ενδιαφέρον να δημιουργήσεις τον χαρακτήρα, την ιστορία, να προσφέρεις κι εσύ με τον τρόπο σου κάπως σ’ αυτήν την αφήγηση. Σε κάθε ιστορία νομίζω. Καλά, βέβαια, νομίζω πως είναι ένα σημαντικό κομμάτι κάπως να συμφωνείς και πολιτικά μ’ αυτό που πας ν’ ανεβάσεις. Μην ανεβάσεις, ας πούμε, τον «Αγώνα» του Χίτλερ, ας πούμε, και να είναι υπέρ.
Το λέω γιατί προέρχεσαι από ένα σπίτι το οποίο κουβαλάει μια σημαντική ιστορία.
Ναι, ναι, όντως. Ας πούμε, τώρα για τη σειρά «Το Βραχιόλι της Φωτιάς» ήτανε κάτι που ήθελα πολύ να συμμετέχω. Γιατί είναι και η ιστορία του παππού μου. Και κάπως θέλοντας και μη, απ’ τη στιγμή που υπάρχει μέσα μου αυτό το βίωμα –το βίωμα, καταλαβαίνεις πώς το λέω– κάπως ήτανε για εμένα σημαντικό ν’ ασχοληθώ με κάτι που ν' αφορά αυτό το θέμα.
Πριν πάμε να μας πεις έτσι για το τώρα, για τον ρόλο σου, πώς το βιώνεις, να μας πεις την ιστορία του παππού σου, την ιστορία της οικογένειάς σου.
Ωραία, από πού ξεκινάς τώρα μ’ αυτό; Ωραία, θα το ξεκινήσω πολύ παράδοξα, απ’ το πώς θυμάμαι τον παππού μου στο σπίτι που πήγαινα, όταν πήγαινα στο σπίτι του παππού. Θυμάμαι να βλέπουμε ασπρόμαυρες ταινίες μαζί και ν’ αναρωτιέμαι τότε ως μικρό παιδί: «Γιατί δεν είχανε χρώμα παλιά; Πώς μπήκε το χρώμα στη ζωή μας;». Θυμάμαι, λοιπόν, να βλέπω ασπρόμαυρες ταινίες με τον παππού μου στην τηλεόραση, να πηγαίνουμε[00:15:00] στο τραπέζι να τρώμε φιδέ, τρώγαμε φιδέ μαζί. Και η τελετουργία πριν φύγω για να πάμε στο σπίτι να με βάλουν για ύπνο οι γονείς μου ήτανε να τον πάρω χέρι-χέρι, να τον πάω στο δωμάτιό του για να ξαπλώσει να κοιμηθεί και μετά φεύγαμε. Πολύ έντονα θυμάμαι τα μάτια του, γαλάζια, πολύ έντονα μάτια γαλάζια, τα οποία ταυτόχρονα είχανε κάτι πολύ αγνό, και μια πολύ βαθιά θλίψη, ότι έχει ζήσει, ότι έχει δει πράγματα αυτό το μάτι. Είχε ένα βλέμμα πολύ διαπεραστικό. Ναι, το ξεκίνησα από κει, για να δούμε πώς θα το συνεχίσω τώρα;
Τι είχε ζήσει ο παππούς;
Τι είχε ζήσει; Ναι. Ο παππούς μου τώρα δεν ξέρω τι ηλικία ήτανε όταν μπήκαν οι Ναζί στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να ‘τανε 25 με 30; Αλλά αυτό δεν είμαι σίγουρος. Μπορώ να το ψάξω και να σ’ το στείλω, ίσως να το γράψεις για να είναι σίγουρο. Τέλος πάντων, με την οικογένειά του τότε ήτανε που άρχισαν να τους βάζουνε τα κίτρινα αστέρια, για να τους ξεχωρίζουνε από τους Χριστιανούς. Και τους κάλεσαν στην Πλατεία Ελευθερίας –θα σου πω τα κομμάτια που ξέρω– τους κάλεσαν στην Πλατεία Ελευθερίας, εκεί που είναι γνωστό ότι εξευτέλισαν, τέλος πάντων, τους Εβραίους. Και τότε πίστευαν ότι κιόλας μπορεί να είναι για να βρούνε δουλειά. Κάτι τέτοια ακουγόντουσαν στην κοινότητα, ότι ακόμη κι ο ραβίνος, ας πούμε, στήριξε κι έλεγε ότι: «Μη φοβάστε, δεν θα γίνει κάτι» και «πηγαίνετε» και τα λοιπά και τα λοιπά. Τέλος πάντων, οπότε είχανε φορέσει τα καλά τους, είχανε πάει στην Πλατεία Ελευθερίας κι εκεί ξεκίνησε αυτό το παιχνίδι με τον εξευτελισμό και τις γυμναστικές επιδείξεις, που τους έβαζαν να κάνουνε διάφορα μέσα στον ήλιο. Ο παππούς μου είχε πάει με τα καλά του ρούχα εκεί πέρα και κάποια στιγμή λένε: «Όλοι οι γιατροί να πάνε από τη μία πλευρά». Ο παππούς μου δεν ήταν γιατρός, αλλά ήταν πολύ καλά ντυμένος, οπότε τον έπιασαν και του λένε: «Εσύ γιατί δεν πήγες απ’ την άλλη;». Και λέει: «Γιατί δεν είμαι γιατρός». Και λέει: «Τότε γιατί φοράς τα ρούχα που φοράς;». Κι εκεί τον... Nα μην πω τη λέξη. Τέλος πάντων, τον εξευτέλισαν και του έβαλαν να κάνει διάφορα πράγματα, τα οποία δεν ξέρω ακριβώς. Φαντάζομαι ό,τι έβαλαν και στους υπόλοιπους: Push-ups, καθίσματα κάτω απ’ τον ήλιο. Τέλος πάντων, τον πήγανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί ήτανε και με τον μικρό του αδερφό. Κι επειδή ο μικρός του αδερφός δεν είχε τόσες δυνάμεις για να κάνει τις δουλειές που τους έβαζαν εκεί πέρα, για να τον σώσει –γιατί όποιος δεν ήτανε χρήσιμος, δεν υπήρχε λόγος και να υπάρχει– και για να τον σώσει, λοιπόν, έκανε και τις δικές του δουλειές, για να μην αντιληφθούνε ότι δεν μπορεί. Παρόλα αυτά, κάποια στιγμή το αντιλήφθηκαν ότι κάνει διπλή δουλειά και σκότωσαν τον αδερφό του. Έχασε γενικά την οικογένειά του στο Ισραήλ –στο Ισραήλ λέω, ό,τι να ‘ναι!– στα στρατόπεδα. Και θυμάμαι μια ιστορία, τέλος πάντων, που είχε πάει και είχε παρακαλέσει έναν διερμηνέα, κάποιον που ήξερε και γερμανικά και ελληνικά, γιατί αυτοί είχανε κάπως ένα πιο μεγάλο advantage, που είχε παρακαλέσει να σώσει τον αδερφό του και εννοείται κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει κάτι, τι να κάνει κι αυτός; Μέσα σ’ αυτήν την συνθήκη νομίζω δεν μπορείς να κρίνεις κανέναν. Γιατί βγαίνουνε, φαντάζομαι, τα πιο βαθιά ένστικτα επιβίωσης. Όλοι θα είχανε από παντού εκβιασμούς, οπότε δεν νομίζω ότι μπορούσε να κάνει ο καθένας το δικό του. Μπερδεύτηκα τώρα. Τέλος πάντων, όταν άρχισαν να μπαίνουν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι στην Πολωνία και στη Γερμανία, άρχισαν να μεταφέρουνε τους Εβραίους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και τους πήγαιναν σε μέρη για να τους θανατώσουν. Τέλος πάντων, σε μια τέτοια πορεία, έτσι όπως περπατούσανε, ο παππούς μου προχωρούσε[00:20:00] και κάποιος, τέλος πάντων, ήταν έτοιμος να χάσει τις αισθήσεις του, ένας Γερμανός στρατιώτης του είπε: «Άντεξε λίγο ακόμα, έρχονται οι Αμερικανοί». Το οποίο είναι κάπως διττό γιατί απ’ τη μία είναι, ξέρεις, ότι «Άντεξε λίγο ακόμα, έρχονται, θα σε σώσουν» κι απ' την άλλη είναι «Άντεξε λίγο ακόμα γιατί φτάνουμε εκεί που θα σας θανατώσουμε, έρχονται οι Αμερικανοί». Δηλαδή, δεν ξέρω. Ελπίζω να είναι το πρώτο και να είχε έτσι μια ανθρωπιά μέσα του και να είπε «Άντεξε λίγο ακόμα, θα έρθουν και θα σας σώσουν». Τέλος πάντων, περπατούσε, περπατούσαν εκεί πέρα προς τον θάνατό τους και κάποιοι πέθαιναν στην πορεία. Ο παππούς μου λιποθύμησε, αλλά έπεσε, τέλος πάντων, χωρίς να χάσει τις αισθήσεις του, γιατί ξέρουμε την ιστορία, γιατί τα θυμότανε. Τέλος πάντων, έπεσε. Ένα σκυλί ήρθε και τον μύρισε και έφυγε. Που αυτό σήμαινε ότι ήταν νεκρός. Που συνήθως τα σκυλιά, τέλος πάντων, έφευγαν όταν εντόπιζαν κάποιον νεκρό. Ήρθε ένας στρατιώτης, τον κλώτσησε στο κεφάλι. Από τότε δεν άκουγε από το ένα αυτί. Και το τρομερό είναι ότι δεν του έδωσαν τη χαριστική βολή. Την τελευταία βολή. Ότι του έδωσαν τη χαριστική βολή; Πώς λέγεται; Χαριστική βολή, άρα του έκαναν τη χάρη. Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα τώρα. Τέλος πάντων, δεν τον πυροβόλησαν. Και οι Αμερικανοί όταν πήγαιναν, τέλος πάντων, μάζευαν τα πτώματα απ’ τη διαδρομή, τον βρήκανε και τον περιέθαλψαν, γύρισε στη Θεσσαλονίκη και, όπως πολλοί επιζήσαντες, γύρισε και δεν είχε το σπίτι του και όλα τα αντικείμενα του σπιτιού του τα έβλεπε στα διπλανά σπίτια. Κουρτίνες, χαλιά. Οπότε είχε και αυτό ν’ αντιμετωπίσει μετά. Και για να το γυρίσω κάπως τώρα, έχω ακούσει ιστορίες απ’ τον πατέρα μου για το πώς έδειχνε την αγάπη του μέσα από μικρά πράγματα, μέσα απ’ το φαγητό πιο πολύ. Κάπως απ’ ό,τι έχω καταλάβει δεν του ήταν εύκολο να δείξει την αγάπη του με επαφή, με αγκαλιές, οπότε όταν μαγείρευε, ας πούμε, έπαιρνε την ντομάτα και ξεφλούδιζε την ντομάτα, αλλά έβγαζε μόνο τη φλούδα, ξέρεις, αυτό το... Πώς είναι στο σταφύλι; Και άφηνε όλο το ψαχνό, ας πούμε, για να μη χαθεί καθόλου φαγητό. Εννοείται δεν έπρεπε να χαθεί, έτρωγαν φλούδες πατάτας στα στρατόπεδα. Αυτά νομίζω ξέρω για την ιστορία του.
Ο παππούς σου μίλαγε σε εσένα προσωπικά γι’ αυτά τα πράγματα;
Όχι, εγώ ήμουνα πολύ μικρός. Νομίζω ήμουνα το πολύ 7 όταν τον έχασα, αλλά είναι τρομερό το ότι νιώθω μια τρομερά βαθιά σύνδεση μαζί του. Ακόμα.
Μιλούσε γενικά, όμως, γι’ αυτά ή ήταν κάτι το οποίο προσπαθούσε ίσως να το απωθήσει;
Όχι, ήταν απ’ τους ανθρώπους που δεν μιλούσε γι’ αυτά. Καθόλου. Η μάνα μου προσπάθησε πάρα πολύ για ν’ ακούσει την ιστορία του.
Με ποιους τρόπους;
Δεν ξέρω ακριβώς τους τρόπους. Μάλλον μέσω της συζήτησης προσπάθησε, για να μη χαθεί η ιστορία, για να τη μάθουμε κι εμείς, για να την ξέρει κι η ίδια, για να τη μάθει κι ο πατέρας μου, γιατί κι ο πατέρας δεν το ακουμπούσε απ’ ό,τι κατάλαβα αυτό το θέμα πολύ. Ναι. Μια φορά θυμάμαι, τέλος πάντων, υπάρχει μια φωτογραφία, θα σ’ την προωθήσω κιόλας, που είναι τέσσερις επιζήσαντες και κάπως είχε έρθει ένας φωτογράφος και τους είχε πει: «Ωραία, τώρα θέλω να θυμηθείτε το πιο σκληρό πράγμα που ζήσατε στο Άουσβιτς, στο Μπίρκεναου, τέλος πάντων, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που ήσασταν» για να βγάλει μια φωτογραφία και να φαίνεται αυτό στο βλέμμα τους. Και ο πατέρας μου ήταν ο διερμηνέας εκεί πέρα από τα αγγλικά στα ελληνικά και τους το λέει και τους λέει: «Δεν το λέω εγώ, δεν το λέω εγώ. Μου είπε να σας πω να θυμηθείτε το πιο σκληρό πράγμα που συνέβη». Τέλος πάντων, στην αρχή απ’ ό,τι κατάλαβα κάποιοι δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ και είπανε: «Τι μας ζητάς τώρα να κάνουμε;» και τα λοιπά. Αλλά μπήκαν στη διαδικασία και νομίζω είναι μια πάρα πολύ δυνατή φωτογραφία που υπάρχει και σε μουσείο στη Νέα Υόρκη κιόλας. Είναι τρομερή φωτογραφία. Θα σ’ την προωθήσω.
Εσύ τα χρόνια που έζησες τον παππού σου, ένιωθες ότι κάτι κουβαλάει; Το οποίο εσύ ως παιδί φυσικά μπορεί να μην αντιλαμβανόσουν[00:25:00] τι είναι, αλλά ένιωθες ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κουβαλάει ένα βάρος, ένα φορτίο;
Σκεπτόμενός τον τώρα, το αντιλαμβάνομαι. Τότε ήταν ένας ήσυχος παππούς, ξέρεις, ήτανε για εμένα τότε –πάλι, βέβαια, μέσα απ’ το πρίσμα του τώρα σκέφτομαι το πώς τον αντιλαμβανόμουν τώρα– ότι μάλλον το είχα βάλει στο μυαλό μου ότι η τρίτη ηλικία, οι παππούδες είναι έτσι, πιο ήσυχοι, πιο... Αλλά πάλι μέσα από το τωρινό πρίσμα νομίζω τα λέω αυτά. Τότε θυμάμαι και από τις ιστορίες που έχω ακούσει, για κάποιον λόγο μου βγήκε κάτι πάρα πολύ φροντιστικό προς τον παππού μου, ότι είχα την ανάγκη κάπως να του δώσω αγάπη χωρίς να το καταλαβαίνω... Μπλόκαρα. Ναι.
Ως παιδί σου είχαν μιλήσει, όμως, οι γονείς σου για την ιστορία όλη αυτή;
Όχι, τότε ήμουνα πολύ μικρός. Νομίζω δεν ήξερα.
Δεν είχες ιδέα δηλαδή!
Νομίζω δεν... Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Να, ορίστε! Δημιουργούνται και ερωτήσεις για εμένα τώρα, πρέπει να πάω να πάρω συνέντευξη απ’ τους γονείς μου. Ναι, νομίζω πως τότε δεν ήξερα. Ντάξει, τότε 6-7 χρονών να ξέρεις γι’ αυτά τα πράγματα νομίζω είναι too much.
Όταν άρχισες μεγαλώνοντας σιγά σιγά να μαθαίνεις και να έρχεσαι σε επαφή μ' όλα αυτά τα σκληρά και πληγωτικά πράγματα που έχει ζήσει η οικογένειά σου, πώς το εξελάμβανες αρχικά;
Με όλα αυτά τα ζητήματα της βίας, των πολέμων, ένα πράγμα που βγαίνει στην επιφάνεια είναι ότι δεν μπορώ να τ’ αντιληφθώ με τη λογική μου. Προσπαθώ πολλές φορές να τα εξηγήσω με το μυαλό μου και δεν μπορώ να καταλάβω πώς φτάνεις εκεί. Ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω, πώς δημιουργείται αυτό το μίσος. Και τώρα με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις εξουσίες και το πώς επιβάλλονται στον λαό και με τον Καπιταλισμό, που είναι ένας οικονομικός πόλεμος, όλα αυτά δεν μπορώ και πολύ να τα καταλάβω. Κάπως δεν φτάνει το μυαλό μου μέχρι εκεί. Οπότε... Δεν θυμάμαι την αρχή στην ερώτηση, η ερώτηση πώς μπήκε.
Όταν άρχισαν να σου μιλούν οι γονείς σου για την ιστορία της οικογένειάς σου.
Α, αυτό. Τέλος πάντων, ο εγκέφαλός μου δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Και στο συναίσθημα νομίζω είναι στιγμές που μπαίνει ένα τείχος και μια άμυνα για να μπορέσεις να διαχειριστείς κάποια πράγματα και είναι άλλες φορές που θα δεις μια ταινία, ας πούμε, θα διαβάσεις ένα βιβλίο, μια αληθινή ιστορία και ξαφνικά θα σ’ τα σκάσει, θα... Ακόμα και με τη σειρά τώρα που κάναμε, ας πούμε, ήτανε στιγμές από το πουθενά που έσκαγε η μνήμη, το ότι αντιλαμβανόμουνα τι έζησε ο παππούς μου, τι έζησαν αυτοί οι άνθρωποι γενικά, όχι μόνο ο παππούς μου. Τώρα μου τα ‘σκασε, ας πούμε, κάτι τρελό. Μία επιζήσασα –δεν θυμάμαι τώρα πού και πώς– τη ρώτησαν: «Εσύ δεν έχεις θυμό; Δεν το κουβαλάς μέσα σου;». Και είχε απαντήσει ότι: «Δεν μπορώ να είμαι πια θυμωμένη», ότι είχε φτάσει και σε σημείο να πει «Εγώ συγχωρώ». Που αν έχεις ζήσει όλα αυτά, δεν ξέρω πώς λες «Εγώ συγχωρώ». Κι αυτό είναι κάτι που έχει καθίσει στο μυαλό μου. Τι μεγαλείο ψυχής είχε αυτή η γυναίκα. Ναι. Ένα άλλο στιγμιότυπο που ήταν τρομερό για εμένα ήταν... Είχαμε πάει ένα ταξίδι στη Γερμανία κι είχαμε πάει στο σπίτι που έγινε η Συνθήκη της Βάνζεε. Που ήξερες εκεί πέρα ότι μαζευόντουσαν[00:30:00], ότι στο σπίτι αυτό έβλεπες μια τραπεζαρία, ας πούμε, κι ήξερες ότι εκεί καθόταν ο Χίτλερ με τον Γκαίμπελς, με δεν ξέρω με ποιον άλλον, τέλος πάντων, και κανόνιζαν το πώς θα εξολοθρεύσουνε τους Εβραίους, να πούμε και για τους ομοφυλόφιλους και τους τσιγγάνους και τους ανάπηρους και τους μαύρους και όποιον ήταν διαφορετικός απ’ αυτούς. Και ήταν εκεί, ας πούμε, ήτανε ένα τρομερό σοκ, το ότι ήμουνα στον ίδιο χώρο που ήτανε, ήτανε κάπως... Ξαφνικά δόθηκε μια άλλη ενέργεια στον χώρο. Επίσης, εκεί έχει διάφορα, έχει φωτογραφίες από τα στρατόπεδα, έχει σχέδια από καλλιτέχνες που ήταν μέσα στα στρατόπεδα. Εκεί όταν είδα τα σχέδια που ζωγράφιζαν μέσα στα στρατόπεδα, κι εκεί ήταν ένα μπαμ τρελό. Γιατί ζωγράφιζαν εικόνες που έβλεπαν. Ναι, ήτανε μια δύσκολη εμπειρία αυτή.
Ένιωσες με κάποιον τρόπο απειλή; Θέλω να πω ότι συνδέεσαι τόσο πολύ μ’ έναν άνθρωπο που ήταν εκεί πέρα. Ποιο ήταν το συναίσθημα όταν πήγες σ’ έναν χώρο ο οποίος συνδέεται με τη δική του ιστορία; Θέλω να πω, ένιωσες ότι μπορεί να είσαι εσύ στη δική του θέση;
Με το μυαλό το αντιλαμβάνομαι κι αυτό. Ότι θα μπορούσα, αν είχα γεννηθεί τότε, να είμαι κι εγώ σ’ αυτήν τη θέση. Αλλά όσο κοντινό είναι, άλλο τόσο μακρινό είναι. Η φαντασία μου φτάνει μέχρι ένα σημείο, αλλά το τι έζησαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα, νομίζω δεν το φτάνω. Δεν μπορώ να το φτάσω. Κάπως από αφηγήσεις και ταινίες και από βιβλία φτάνει, ακουμπάει και τις πιο απόκρυφες, τους πιο απόκρυφους χώρους της φαντασίας μου. Αλλά ως εκεί.
Είναι ένα σοκ, ας πούμε, όταν βλέπεις μια ταινία ή διαβάζεις ένα βιβλίο σχετικό να σκέφτεσαι ότι, οκ, αυτό είναι τόσο κοντά μου.
Ναι.
Δικοί μου άνθρωποι ήταν αυτό που διαβάζω ή βλέπω.
Ναι. Ναι, είναι σοκ. Είναι. Και τώρα με τη σειρά, βλέποντας και υποδυόμενος, τέλος πάντων, έναν ρόλο που υπήρξε εκεί πέρα, ήτανε κι εκεί στιγμές μη εύκολα διαχειρίσιμες. Τι συντάξεις κάνω σήμερα! Καλή τύχη!
Όταν... Για να εξηγήσω, ο Γκαλ παίζει σε μια σειρά στην ΕΡΤ, η οποία θες να μας πεις τι θέμα έχει;
Ναι, λέγεται «Το Βραχιόλι της Φωτιάς». Είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία και ο βασικός χαρακτήρας είναι ο Ιωσήφ Κοέν, ένας επιζήσαντας του Ολοκαυτώματος. Η ιστορία την πιάνει από το 1917, που είναι η πυρκαγιά που έγινε στη Θεσσαλονίκη κι έκαψε όλη την εβραϊκή συνοικία, και φτάνει μέχρι το 1962, που έχει επιστρέψει πια ο χαρακτήρας από το Άουσβιτς κι έχουμε δει τι βίωσε όλα αυτά τα χρόνια.
Εσύ ποιον ρόλο κάνεις;
Εγώ κάνω τον μεγάλο του αδερφό, τον Δαβίδ. Είναι κάπως, ο Δαβίδ μέσα μου έχει –δεν ξέρω πώς ήταν ο αδερφός του παππού μου, αλλά έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον αδερφό του παππού μου. Σε σχέση με το πώς έχασε τις δυνάμεις του κάποια στιγμή μέσα στο Άουσβιτς και το ότι ήτανε μαζί σ’ αυτό. Έχει νομίζω πολύ ωραίες στιγμές μέσα στο Άουσβιτς αδερφικές το πώς ο ένας είχε τον άλλον η σειρά.
Όταν σε πήραν γι’ αυτή τη σειρά, σκέφτηκες καθόλου το τι συναισθήματα μπορεί να σου προκαλέσει να μπεις σε μια τέτοια συνθήκη;
Είχα έναν φόβο στην αρχή. Μάλιστα, θυμάμαι να λέω σε φίλους μου και φίλες μου ότι: «Μπιπ, πώς θα το κάνω εγώ;», κατάλαβες. «Ρε φίλε, πώς θα το κάνω εγώ αυτό;». Και κάπως έτσι μέσω της συζήτησης αντιλήφθηκα κι εγώ ότι για εμένα είναι κάπως σαν να[00:35:00] είναι ένας φόρος τιμής προς τον παππού μου, προς τους ανθρώπους που το βίωσαν αυτό. Το ότι έχω την τύχη να μπορέσω να μεταφέρω εγώ την ιστορία τους. Εγώ; Τέλος πάντων, και εγώ την ιστορία τους. Και ήτανε έτσι συγκινητικό, εν τέλει. Και τώρα που βλέπω στιγμές από τη σειρά είναι όντως... Βασικά, ήτανε κι αυτό ένα μεγάλο σοκ. Κάποια στιγμή, τώρα που προβάλλεται η σειρά, τέλος πάντων, μου στέλνουνε μηνύματα, φωτογραφίες και τα λοιπά. Κάποια στιγμή είδα μια φωτογραφία από ένα στιγμιότυπο στο έβδομο επεισόδιο που είμαστε στο Άουσβιτς και είδα το πρόσωπό μου σ’ ένα still και είδα κοινά στοιχεία με τον παππού μου. Και είχα, τέλος πάντων, από συζητήσεις με φίλους ηθοποιούς και μη είχα πάρει ένα πολύ καλό feedback για την υποκριτική σ’ εκείνες τις στιγμές και για το πώς... Μου μίλησαν για το βλέμμα, τέλος πάντων, και για την κούραση που έφερε ο χαρακτήρας και ότι ήτανε κάπως πολύ πραγματικό. Και αντιλήφθηκα βλέποντας αυτή τη φωτογραφία ότι ασυνείδητα ίσως κάπως κουβαλούσα τον παππού μου μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία. Δηλαδή, βλέπω μια έκφραση στο πρόσωπο που κάπως κάποιες ρυτίδες εδώ πέρα κάτω απ’ το στόμα είχαν δημιουργηθεί, ένα... Μια πραγματική κούραση κι ένα βλέμμα χαμένο, κουρασμένο. Κι αντιλαμβάνομαι μετά απ’ αυτή τη φωτογραφία ότι κάτι απ’ τον παππού μου έχω βάλει εκεί μέσα χωρίς να το καταλάβω κι εγώ. Χωρίς να είναι συνειδητό.
Υπήρχαν στιγμές στο γύρισμα που να κάνατε κάτι, να φορέσατε κάτι, να είδες κάτι, να είπες κάτι το οποίο ξαφνικά να σ’ έκανε να νιώσεις ότι είσαι πάρα πολύ μέσα σ’ αυτό, ας πούμε;
Πάρα πολύ μέσα σ’ αυτό, όχι. Ήτανε μια στιγμή συνειδητοποίησης του τι συμβαίνει, τι κάνω ήτανε όταν βάλαμε τις ριγέ στολές. Γιατί τότε κιόλας αντιλήφθηκα το ότι αυτό που λέγαμε πριν, το ότι θα μπορούσα να είμαι κι εγώ. Γιατί όντως όταν έβαλα τη στολή λέω: «Α, όντως, είμαι κι εγώ σ’ αυτό». Ότι το μόνο που, το μόνο που με χωρίζει από... Το μόνο γεγονός που μ’ αφήνει –δεν υπάρχει σύνταξη αυτή τη στιγμή στον εγκέφαλό μου, τίποτα. Ο μόνος λόγος που δεν είμαι εκεί είναι ο χρόνος. Που δεν ήμουν εκεί είναι ο χρόνος. Και με τη στολή ήτανε έτσι ένα πρώτο σοκ. Μετά ένα άλλο σοκ –ντάξει, αυτό προέκυψε πρώτα όταν διάβαζα τα σενάρια– ο χαρακτήρας μου είχε τατουάζ στο χέρι του 116256. Κι ο παππούς μου ήτανε 116201. Οπότε, όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο χαρακτήρας που παίζεις πάει να κάνει το τατουάζ 55 ανθρώπους μετά από τον παππού σου, αντιλαμβάνεσαι πως μάλλον ήτανε μαζί εκεί. Οπότε, ξέρεις, στη σειρά για να μπούνε να κάνουν το τατουάζ ήτανε ο παππούς μου μπροστά και πιο πίσω ήταν ο Δαβίδ. Είναι ανατριχιαστικό κάπως όταν το αντιλαμβάνεσαι, ναι.
Υπάρχουν πράγματα απ’ τη σειρά που μπορεί να φοβάσαι συναισθηματικά να δεις στην τηλεόραση; Να δεις τον εαυτό σου σ’ αυτήν την συνθήκη;
Ναι. Είναι τα τελευταία –όχι τα τελευταία– το έκτο και το έβδομο επεισόδιο, που μπαίνουνε πιο βαθιά στο κομμάτι του Δευτέρου Παγκοσμίου, είναι επεισόδια που δεν τα ‘χω δει ακριβώς ολόκληρα ακόμα. Βάζω λίγο έτσι για να δω και με πιάνουν τα κλάματα, οπότε σταματάω. Θέλω να τα δω με παρέα. Προσπάθησα να τα δω μόνος μου και αποφάσισα ότι δεν είναι καλή ιδέα. Και περιμένω κάπως να είμαι έτοιμος να τα δω[00:40:00].
Οι γονείς σου που είδανε τα πρώτα;
Η μαμά μου... Τα είδανε όλα, γιατί ανέβηκαν στο Ertflix στην αρχή και τα είδαν όλα. Η μάνα μου έβαλε μια άμυνα και απ’ ό,τι κατάλαβα, ντάξει, σίγουρα συγκινήθηκε, αλλά κράτησε μια απόσταση. Ο πατέρας μου, βλέποντας και την ιστορία του μπαμπά του στην ουσία, μου έστειλε ότι πήρε ηρεμιστικά για να κοιμηθεί. Ότι παιδεύτηκε πολύ. Και γενικά ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που δεν ακουμπάει πολύ αυτό το ζήτημα. Δεν θέλει και πολύ. Οπότε ο μόνος λόγος που είδε αυτή τη σειρά ήτανε για εμένα. Αλλιώς πίστευα ότι δεν θα την έβλεπε. Ούτε η μαμά μου. Απ’ τη μία με κάνει να αισθάνομαι καλά το ότι στάθηκα αφορμή για να ξαναπιαστεί μ’ αυτό το ζήτημα κάπως. Γιατί είμαι σίγουρος ότι είναι δύσκολο να τ’ ακουμπήσεις, αλλά πιστεύω πως θα έχει να πάρει και αυτός απ’ αυτό. Να λύσει σίγουρα πράγματα που, ντάξει, όταν είσαι της δεύτερης γενιάς, κουβαλάς, ήδη εγώ που είμαι τρίτης γενιάς κουβαλάω πάρα πολλά από αυτό.
Πριν κάνεις τη σειρά το φανταζόσουν ότι κουβαλάς τόσα πράγματα μέσα σου;
Όχι. Όχι. Ήξερα ότι κάτι... Με συγκινεί πάρα πολύ αυτό το ζήτημα, το θέμα, αυτή η ιστορία. Αλλά όχι, δεν είχα αντιληφθεί το πόσο. Και νομίζω πως ακόμα όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ θα αντιλαμβάνομαι κι όσο μαθαίνω ιστορίες, όσο μαθαίνω περισσότερα πράγματα γι’ αυτά τα ζητήματα, τόσο πιο πολύ πιστεύω ότι θα αντιλαμβάνομαι το πόσο μ’ ακουμπάει.
Θα ‘θελες να δει ο παππούς σου αυτό που κάνεις τώρα;
Δεν θα ήθελα να τον βάλω σε μια τέτοια διαδικασία. Τα έζησε κι αυτό νομίζω φτάνει και περισσεύει. Γιατί να τα δει και κάπου; Μου έχουνε πει τώρα, ρε παιδί μου, άνθρωποι ότι σίγουρα είναι κάπου και βλέπει και είναι πολύ περήφανος και ότι τον τιμάω κάπως μ’ αυτό. Αλλά αυτό που σου έλεγα σε σχέση με τη φροντίδα, ότι δεν θα ‘θελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Νομίζω ότι θα ‘θελα να βλέπει χαρούμενα πράγματα τώρα, όχι αυτά. Τώρα θα επέλεγα να κάνουμε βόλτα στη φύση, θα επέλεγα να πάμε στην παραλία της Θεσσαλονίκης να περπατήσουμε, στην Άνω Πόλη. Δεν θα επέλεγα να δει αυτή τη σειρά απλά για να καλύψω το δικό μου «Κοίτα με πώς παίζω», ας πούμε, ή κάτι τέτοιο ή... Ναι, νομίζω πως αν του ζητούσα να δει αυτό, θα ήτανε για να καλύψω μια δική μου ανάγκη μικρή σε σχέση με αυτό που θα ήθελα για αυτόν.
Σε ευχαριστώ πολύ, Γκαλ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Ήταν πολύ ωραία συζήτηση.
Και για εμένα.
Και σ’ ευχαριστούμε για την ιστορία που μοιράστηκες.
Κι εγώ. Κι εγώ. Ανακάλυψα πολλά.
Summary
Ο Γκαλ από πολύ νωρίς ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ξεκινώντας από το Καλλιτεχνικό Σχολείο, συνεχίζοντας στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και βγαίνοντας στην αγορά εργασίας υποδύθηκε πολλούς ρόλους για να φτάσει στον πιο προσωπικό: τον Δαβίδ Κοέν. Ο Δαβίδ Κοέν είναι ένας χαρακτήρας της σειράς που ονομάζεται «Το Βραχιόλι της Φωτιάς». Ένας Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Ακριβώς όπως και ο παππούς του Γκαλ. Ο παππούς του έζησε όλη τη φρίκη της περιόδου του Ναζισμού. Τα κίτρινα αστέρια, τον εξευτελισμό στην Πλατεία Ελευθερίας, τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την απώλεια όλης του της οικογένειας. Κατάφερε όμως να επιζήσει. Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς του Γκαλ έφυγε. Αλλά, αν ήταν ακόμα εδώ, ο ίδιος δεν θα ήθελε να τον φέρει σε επαφή με τον Δαβίδ. Θα ήθελε να τον φροντίσει και να τον κάνει να νιώσει καλά. Και να αφήσει τον Δαβίδ να υπάρχει για όσους θέλουν να δουν και να θυμηθούν.
Narrators
Γκαλ Αβραάμ Ρομπίσα
Field Reporters
Γλυκερία Παππά
Topics
Tags
Interview Date
06/02/2023
Duration
43'
Summary
Ο Γκαλ από πολύ νωρίς ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ξεκινώντας από το Καλλιτεχνικό Σχολείο, συνεχίζοντας στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και βγαίνοντας στην αγορά εργασίας υποδύθηκε πολλούς ρόλους για να φτάσει στον πιο προσωπικό: τον Δαβίδ Κοέν. Ο Δαβίδ Κοέν είναι ένας χαρακτήρας της σειράς που ονομάζεται «Το Βραχιόλι της Φωτιάς». Ένας Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Ακριβώς όπως και ο παππούς του Γκαλ. Ο παππούς του έζησε όλη τη φρίκη της περιόδου του Ναζισμού. Τα κίτρινα αστέρια, τον εξευτελισμό στην Πλατεία Ελευθερίας, τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την απώλεια όλης του της οικογένειας. Κατάφερε όμως να επιζήσει. Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς του Γκαλ έφυγε. Αλλά, αν ήταν ακόμα εδώ, ο ίδιος δεν θα ήθελε να τον φέρει σε επαφή με τον Δαβίδ. Θα ήθελε να τον φροντίσει και να τον κάνει να νιώσει καλά. Και να αφήσει τον Δαβίδ να υπάρχει για όσους θέλουν να δουν και να θυμηθούν.
Narrators
Γκαλ Αβραάμ Ρομπίσα
Field Reporters
Γλυκερία Παππά
Topics
Tags
Interview Date
06/02/2023
Duration
43'