© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Λίνα Μπόγρη-Πετρίτου: η ακούραστη λαογράφος της Αίγινας

Istorima Code
11903
Story URL
Speaker
Ευαγγελία- Αγγελίνα- Στέλλα Μπόγρη- Πετρίτου (Ε.Μ.)
Interview Date
11/08/2022
Researcher
Θεοδώρα Αμπατζή (Θ.Α.)
Ε.Μ.:

[00:00:00]Ο χείμαρρος, ο Βιρός, που λέμε στην Αίγινα.

Θ.Α.:

Καλησπέρα σας!

Ε.Μ.:

Γεια σου Ντόρα!

Θ.Α.:

Πώς ονομάζεστε, θα μου πείτε;

Ε.Μ.:

Ευαγγελία το βαφτιστικό μου, Μπόγρη το πατρικό, Πετρίτου το συζυγικό. Δεν έχω μόνο αυτό το όνομα. Είμαι Ευαγγελία- Αγγελίνα- Στέλλα. Αυτό το συνοθύλευμα έγινε Λίνα.

Θ.Α.:

Λίνα. Κυρία Λίνα λοιπόν, ωραία.

Ε.Μ.:

Για τους φίλους είμαι η Λίνα αν και το μαγαζί που έφτιαξα από τον άντρα μου εδώ το έλεγα «Πανδώρα» και πολλοί πιστεύουν ότι με λένε Πανδώρα. Και τους λέω λοιπόν: «Κατά κόσμον "Πανδώρα"» για όσους δεν καταλαβαίνουν ποια είμαι.

Θ.Α.:

Αφού μου πείτε κυρία Λίνα πότε γεννηθήκατε, για να κάνουμε την εισαγωγή-

Ε.Μ.:

Ναι.

Θ.Α.:

Θα σας ρωτήσω για το «Πανδώρα». Πότε γεννηθήκατε, λοιπόν;

Ε.Μ.:

1950, στην Επίδαυρο. Αρχαία τη λέμε τώρα, η παλιά τότε.

Θ.Α.:

Είμαι σήμερα λοιπόν, Παρασκευή 12 Αυγούστου του 2022, βρίσκομαι με την κυρία Λίνα στην Αίγινα, στο λιμάνι κάτω και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας για το Istorima. Το μαγαζί σας γιατί το βγάλατε «Πανδώρα»;

Ε.Μ.:

Επιθυμία της γιαγιάς μεγάλη. Είχα μια γιαγιά που λάτρευα και με λάτρευε, η γιαγιά που με μεγάλωσε λόγω ασχολίας των γονιών μου με τη δουλειά τους - είχε φούρνο ο πατέρας μου, η γιαγιά με μεγάλωνε - και ήρθαμε εδώ, όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο στο Λυγουριό, και με την αλλαγή του νόμου για την εκπαίδευση με υπουργό τον Γεώργιο- παλιό παλιό - Παπανδρέου, Υπουργό Παιδείας, και τον Παπανούτσο Γενικό Γραμματέα, άλλαξαν αυτά, κι έτσι το Λυγουριό που πήγαινα σχολείο έμεινε Γυμνάσιο. Για το Λύκειο, λοιπόν, ήρθα στην Αίγινα, με την γιαγιά, την Αιγινήτισσα γιαγιά. Γιατί την άλλη δεν την γνώρισα. Είχε πεθάνει όταν ο πατέρας μου ήταν μικρός. Εκείνη ήταν από το Λυγουριό και είχε το ηχηρότατο όνομα, επώνυμο Αισώπου! Είμαι το γένος Αισώπου! Λοιπόν, το «Πανδώρα» πώς βγήκε; Όταν φτιάξαμε το πρώτο μας μαγαζί με τον άντρα μου και ήτανε με είδη δώρων, με κεραμικό χειροποίητο, με ασημένιο και λοιπά, ψάχναμε να βρούμε όνομα που να έχει σχέση με την Αίγινα, αλλά τα ‘χαν όλα εξαντλήσει. Η γιαγιά, λοιπόν, που έπαιρνε τη Φωνή Κυρίου και τον Σωτήρα, κάθε Κυριακή στις εκκλησίες, κάπου διάβασε - αυτά όλα τα φύλαγε κάτω από το στρώμα της - κάπου έγραφε για τους τρεις Ιεράρχες. Κάποιο απ’ αυτά. Και κάποια φράση έλεγε ότι άνοιγαν το κουτί της Πανδώρας. Η σοφία τους, ο μελίρρυτος λόγος τους, ήταν σαν να έβγαινε απ’ το κουτί της Πανδώρας. Η γιαγιά προφανώς σκέφτηκε ότι έχει σχέση και με την εκκλησία το Πανδώρα, θυμίζει και όλα τα δώρα, οπότε το βάλαμε για να ικανοποιήσουμε τη γιαγιά. Έτσι βγήκε. Πολλοί λοιπόν, επειδή συνηθιζόταν να βάζουν τα ονόματα της γυναίκας τους, πολλοί με φωνάζουν «Πανδώρα». Έτσι, λοιπόν εγώ, όταν δεν καταλαβαίνουν ποια μπορεί να είμαι, λέω: «Κατά κόσμον "Πανδώρα"» κι έτσι συμφωνούν ποια είμαι.

Ε.Μ.:

Δηλαδή καταλαβαίνουν αμέσως. Όταν ήρθα λοιπόν εδώ, πριν έρθω εδώ, είχα γνωρίσει την Γωγώ την Κουλικούρδη, την ιστορικό της Αίγινας. Κι αυτό πώς. Στο Γυμνάσιο του Λυγουριού, ένας πρωτοδιόριστος καθηγητής μας, ο κύριος Γκίκας, με άκουσε κάποια στιγμή στο διάλειμμα που μίλαγα με τα παιδιά, πέταξα κάποιο στίχο από την Γαρουφιάδα που έχει γράψει ο Λίσβας εδώ στην Αίγινα. Είναι ένα σατιρικό ποίημα, ένα έπος στα μέτρα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Και είναι πάρα πολύ ωραίο, τόσο που άρεσε και σε σένα και ασχολήθηκες με αυτό. Μέσα εκεί, για τους Αιγινήτες, βρίσκουν ονόματα κι όλα τα παραβγόλια. Το παρατσούκλι στην Αίγινα το λέμε παραβγόλι, στη ντοπιολαλιά μας. Τα βρίσκουν λοιπόν... τα βρίσκουν όλα εκεί μέσα και τους άρεσε πολύ. Αυτός ήταν ο Λίσβας. Το άκουσε λοιπόν ο κύριος Γκίκας και με ρώτησε τι είναι αυτό. Όταν του είπα τι είναι, γιατί εγώ το διάβαζα πού και πού σε συνέχειες κάποιας τοπικής εφημερίδας που μού φύλαγε ο θείος [00:05:00]Αποστόλης απέναντι στο σπίτι, που ήξερε ότι μ’ άρεσαν αυτά, και πήγα στη βιβλιοθήκη κι άρχισα να το αντιγράφω από τον Κήρυκα της Αίγινας που είναι του 1949 έως ‘50... ’47!

Θ.Α.:

’47 με ‘48-

Ε.Μ.:

’47- ‘48 εκεί, μέχρι και ‘50 νομίζω πιάνει. Θέλησα, όμως, να μάθω και ποιος είναι ο συγγραφέας και τότε η δεσποινίς Ηλία, η Γεωργία, που ήταν υπεύθυνη για την βιβλιοθήκη μας εδώ, την Καποδιστριακή, μου είπε: «Λίγο πιο κάτω από δω, μένει μία καθηγήτρια, η δεσποινίς Γεωργία Κουλικούρδη. Έρχεται Σαββατοκύριακα και υπηρετεί στη Σαν Ζοζέφ». Περιμένω Σαββατοκύριακο... Κυριακή. Πάω, χτυπάω την πόρτα και η πόρτα αυτή - τώρα τελευταία το έβγαλαν κακώς ο Σύλλογος των Φίλων που τους έμεινε το σπίτι- είχε ένα κουδούνι, αυτό που είχαν τα παλιά τα σπίτια, μια κουδούνα μεγάλη που όταν το άνοιγες ντουν ντουν χτυπούσε. Πέρασα από ανάκριση από τη μαμά της, την κυρία Ελένη, είχε πολύ γούστο, με ενέκρινε και με ενέκρινε δυο φορές, όταν κατέβηκα και με τη γιαγιά που κάνανε παρέα με την κυρία Ελένη και μιλούσε... μιλούσα εγώ με την Γωγώ. Η κυρία Γωγώ, λοιπόν, κατάλαβε ότι, αφού μεγάλωνα με τη γιαγιά, κι έκανα παρέα με μεγάλους ανθρώπους, της ηλικίας της και μ’ άρεσαν ιστορίες τους, μ’ άρεσε η ντοπιολαλιά, τους αντέγραφα γενικά, μιλούσα σαν κι αυτούς και χρησιμοποιούσα πολλά έμμετρα κομμάτια από τα οποία ο παππούς μου, ο άντρας της γιαγιάς - από τη μητέρα μου γονείς αυτοί - κι ο μικρός του αδελφός, ο Γιάννης, πολλές φορές τσακώνονταν για πλάκα εμμέτρως. Ήταν στιχοπλόκοι. Και το ‘χανε όλοι οι Αιγινήτες. Δεν ξέρω αν τους έμεινε από την συγκατοίκηση με τον Αριστοφάνη, αλλά πραγματικά έτσι μιλούσαν. Και σε κάποια χωριά είχε μείνει, όταν εγώ ήμουνα μικρή ακόμα. Και η κουβέντα τους ήταν τραγουδιστή. Ήτανε... είχε δηλαδή αυτό τον... αυτόν τον ήχο. Δεν ξέρω, με εντυπωσίαζαν! Τόσο που η μητέρα μου συγχυζόταν αφάνταστα όταν πήγαινα πάλι στην Επίδαυρο, γυρνούσα τα καλοκαίρια όταν ήμουν μικρή, και δεν ήθελε να μιλάω έτσι. Δηλαδή εδώ τον κουβά τον λένε χαρανί. Όταν πήγαινα εκεί, δεν μπορούσα να το αποβάλω αμέσως. Κι έλεγα: «Μπαμπά, πού είναι το χαρανί;» και με κοίταγαν έτσι και δεν ήθελαν. Με την Γωγώ λοιπόν ήρθε κι έδεσε, όπως θα λέγαμε. Έμαθα πολλά σ’ αυτήν, στεναχωριόμουνα και της το ‘λεγα: «Τι κρίμα να μην σε έχω καθηγήτρια!», και μου έλεγε: «Τι λες; Έτσι κάνουμε δουλειά, τότε θα είχαμε εντάσεις. Σίγουρα εμείς οι δυο». Και πραγματικά έμαθα πολλά. Το μόνο που μου έλεγε: «Ό, τι μαθαίνεις και βλέπω ότι σ’ αρέσει, να μην το κρατήσεις μέσα σου, να το μοιράζεσαι με όλους. Πρέπει η Αίγινα να φαίνεται». Έτσι μου το πέρασε και πάντα στόχος μου ήταν η Αίγινα, η ανάδειξή της. Το αγαπούσα αυτό που έκανα, όπως και εκείνη με είχε μάθει. Ήταν καταπληκτική, δεν μπορώ να πω. Και έμαθα να συγκεντρώνω τα λαογραφικά στοιχεία με δική της υπόδειξη και εκείνη ασχολήθηκε πολύ περισσότερο πια με την έρευνα την καποδιστριακή και την αρχαϊκή.

Θ.Α.:

Η δουλειά της και το έργο της στην Αίγινα θα μπορούσατε να μου πείτε ποιο ήταν;

Ε.Μ.:

Κοίταξε, η Γωγώ ήταν φιλόλογος. Ήταν και αρχαιολόγος. Όταν πήρε σύνταξη, έμεινε εδώ. Έγραφε τα βιβλία της, στα οποία έχω βοηθήσει σε όλη την αποδελτίωση. Έμαθα να κάνω αποδελτίωση, να κάνω πίνακες. Συγκέντρωνα κι εγώ στοιχεία, κάναμε αντιπαραβολή των στοιχείων. Με έβαζε πολλές φορές - θυμάμαι το δεύτερο βιβλίο της ήτανε Οι Αιγινήτες αγωνιστές - έχω κάνει βουτιές πολλές στην Εθνική μας Βιβλιοθήκη. Εκεί ήταν [00:10:00]η δεσποινίς Χαιρέτη η Μαρία, παλιά της συμφοιτήτρια, που είχαμε το ελεύθερο να μπαίνουμε. Μόνο φωτογραφίες, βέβαια, παίρναμε. Όταν δεν μπορούσα εγώ, πήγαινε η κόρη μου η μικρή, η Μαρία, που είχε ασχοληθεί με φωτογραφία. Όταν ο κύριος Ανανιάδης; Κάπως έτσι ήταν το όνομα του φωτογράφου, του επίσημου, που είχε σύμβαση... Περιμέναμε, λοιπόν, πότε θα κρυολογήσει ο κύριος Ανανιάδης ή να έχει άδεια, μας έπαιρναν τηλέφωνο τα κορίτσια που ήταν μέσα εκεί και τρέχαμε για να μην πληρώνουμε τη φωτογράφο και φωτογράφιζε η Μαρία θυμάμαι. Και εγώ είχα φωτογραφίσει. Έτσι, λοιπόν, ασχολήθηκε με τους αγωνιστές, βρήκαμε τα αριστεία τους απ’ τους φακέλους του πολέμου και τα άλλα, ό, τι αριστεία είχαν πάρει. Οι αιτήσεις, τα αριστεία που φαίνονται ποια είναι- όχι τα ίδια, όχι αυτά καθ’ εαυτά. Ελάχιστα ήταν, πολλοί τα πέταξαν. Οι αιτήσεις που έκαναν, για να πάρουν και εκεί βλέπεις την ένδεια που λέει: «Μείναμε τόσα παιδιά... Ο πατέρας μας γύρισε πληγωμένος, σακάτης απ’ τον πόλεμο...». Και φαίνεται το αίτημα, δηλαδή, και της χήρας που λέει ότι έχει κόρες, για να παντρέψει που έχει παιδιά να μεγαλώσει. Αυτά, λοιπόν, όλα η Γωγώ τα είχε γράψει στο χέρι με μολύβι. Όλο αυτό το βιβλίο, πέρα από την αποδελτίωση που έγινε! Και μετά το έγραψε άλλες δύο φορές στον υπολογιστή που απέκτησε. Γιατί ήξερε καλή γραφομηχανή, εύκολο της ήτανε. Τη θυμάμαι, στο πρόγραμμα το Word που είχε, όταν γινόταν κάποιο λάθος, έβγαινε ένα σκιτσάκι στην άκρη κάτω δεξιά, ένα ανθρωπάκι που έξυνε τα μαλλιά του. «Βγήκε αυτός ο λύκος ο ξιδάτος!», έκανε Γωγώ, θύμωνε. «Τι έκανα πάλι;» και διορθώναμε. Εγώ είχα μάθει γραφομηχανή με πολύ αργό πάσο στην Γωγώ, σε μία βουλγάρικη γραφομηχανή που μας είχανε στείλει από τα ΜΕΛΕ που λεγότανε Maritsa. H Μaritsa, λοιπόν, ήταν η γραφομηχανή η δική μου. Αυτό η Γωγώ, για να τσεκάρει μην της κρύβω και κάτι, αν κουραζόμουνα, μου λέει: «Εγώ διαβάζω κι εσύ κοιτάς το χειρόγραφο, το δικό μου». Διάβαζε το βιβλίο. Της έλεγα εγώ: «Καλά». Μετά έπαιρνε το χειρόγραφο και με έβαζε να διαβάσω εγώ, για να δει αν τυχόν της είχα κρύψει κάτι. Λεπτολόγος πολύ, κουραστική σ’ αυτό, αλλά για να βγάλει δουλειά! Απόδειξη ότι το τρίτο βιβλίο που είχαν αναθέσει, το Αίγινα ΙΙΙ που αφορά τα κτήρια που στέγασαν δημόσιες υπηρεσίες την εποχή του Καποδίστρια, έχουν λάθη πάρα πολλά. Γιατί η Γιαννακοπούλου, η παλιά της μαθήτρια, που το είχε αναλάβει, δεν ήξερε τον τρόπο που η Γωγώ, όταν γράφεις κάτι στις παραπομπές και το έχεις, επίσης, πάλι κάπου μέσα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το ξαναγράψεις. Δεν έφταιγε η κοπέλα, απλά δεν ήξερε τον τρόπο που δούλευε η Γωγώ. Εγώ απλά, επειδή ήμουν κοντά της, το ήξερα. Αυτά με την Γωγώ. Ήταν η Γωγώ που έπεισε την Πολύμνια Ηρειώτη να μας αφήσει το σπίτι για λαογραφικό μουσείο, γιατί ο πατέρας της, ο Παναγής Ηρειώτης της Πολύμνιας ήτανε σχολάρχης στην Αίγινα. Του είχαν δώσει στη Γερμανία έδρα στο Πανεπιστήμιο και δεν δέχτηκε. Ήθελε να έρθει στην Αίγινα. Ήταν, λοιπόν, σχολάρχης και έχει ένα πλούσιο αρχείο η Πολύμνια επάνω στο σπίτι που έχει αξιοποιήσει ένα μέρος του η Ελένη η Σταμπόγλη, για τον Παναγή Ηρειώτη. Η Ελένη η Σταμπόγλη είναι η σύζυγος του... του υπουργού μας του παλιού...

Θ.Α.:

Του Γαβρόγλου.

Ε.Μ.:

Του Γαβρόγλου του Κώστα. Έχει ασχοληθεί πολύ η Ελένη κι έχει κάνει μια καλή δουλειά. Η Γωγώ ξεκίνησε την γνωριμία της με τον Ηρειώτη γράφοντας το βιβλίο που αποτέλεσε την διδακτορική της διατριβή, τον «Αλέξανδρο» του Χατζή [00:15:00]Αλεξανδρή. Είναι το ημερολόγιο ενός πολεμικού καραβιού, Ψαριανού, του Χατζή Αλεξανδρή, που είναι καταπληκτικό, γιατί όλη η ιστορία περνάει μέσα απ’ τις παραπομπές της. Είχε κάνει πολλή δουλειά. Εκεί μέσα, στο ναυτικό ημερολόγιο, που ήτανε καμιά δεκαριά, οκτώ σελίδες τριμμένες- υπάρχει αυτό, φυλάσσεται στο μουσείο επάνω - κατάφερε η Γωγώ και έβγαλε ολόκληρη ιστορία από όλο αυτό το σαθρό ημερολόγιο. Βλέπεις που λέει «Περνώντας τον Κάβο Ντόρο», λέει μέσα το ημερολόγιο- πρέπει ν’ άλλαξε και δυο γραμματικούς γιατί έχουμε διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα - συναντήσαμε μια νηοπομπή», ας πούμε, «τούρκικη με κατεύθυνση προς τα εκεί...». Ποια ήταν η δουλειά της Γωγώς και η δική μου; Να βρει όλα τα στοιχεία εκείνα που βεβαιώνουν αυτό που λέει το ναυτικό ημερολόγιο. Το δούλεψε πολύ. Είναι η διατριβή της. Υπάρχει στο σπίτι της Γωγώς που η αδερφή της, που έμεινε πίσω μετά τον θάνατο της Γωγώς, το άφησε στον Σύλλογο των Φίλων του Λαογραφικού. Εκεί είναι και το δικό μου βιβλίο Τα λέμε και στην Αίγινα που είναι οι παροιμίες και το καλαντάρι των μηνών. Έχει εξαντληθεί το τρίτο βιβλίο Αίγινα ΙΙΙ που είναι για τις υπηρεσίες τις δημόσιες του Καποδίστρια, έχει εξαντληθεί το Ι που είναι μια ανασκόπηση της Αίγινας που αφορά τη γεωργική, την αγροτική Αίγινα, γενικώς. Έχει στοιχεία, κι έχει εξαντληθεί επίσης το μικρό βιβλίο Οδηγός της Αίγινας που είχε γράψει με τον Σπύρο τον Αλεξίου. Αυτά βγήκαν κάποια αντίτυπα, εξαντλήθηκαν, δεν ξαναβγήκανε.

Θ.Α.:

Γνωρίζετε για τη δουλειά της στην Αίγινα, της κυρίας Κουλικούρδη, με τον Καζαντζάκη;

Ε.Μ.:

Κοίταξε, η Γωγώ σαν φοιτήτρια τότε - που οι Γερμανοί όταν ήρθαν, δεν το κλείσαν αμέσως όλο το Πανεπιστήμιο, τ’ αφήσανε για λίγο καιρό ανοιχτό, μετά το κλείνανε, ξανανοίγανε λίγο. Είχανε στου Ψυρρή σπίτι νοικιάσει. Πώς είναι εκείνο το έργο το κινηματογραφικό με την κυρία Κοκοβίκου; Ήταν, λοιπόν, μια αυλή που είχε πολλά. Μένατε στον απάνω όροφο, είχανε δυο δωμάτια. Υπάρχει και μια ιστορία ωραία με τον Κακριδή. Ο Γιάννης ο Κακριδής ήταν καθηγητής της. Γνώριζε τον Κακριδή. Ήρθαν σε επαφή με τον Καζαντζάκη ο Κακριδής, και ξεκίνησαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τη λογοτεχνική της μετάφραση. Η Γωγώ, λοιπόν, έκανε τον ταχυδρόμο, γιατί ανεβοκατέβαινε για το Πανεπιστήμιο και ο Καζαντζάκης, που ζούσε στο σπίτι του στην Αίγινα, της έδινε τη δουλειά του, την έπαιρνε ο Κακριδής, τα μετέφερε πάλι η Γωγώ. Μάλιστα, στο βιβλίο Γράμματα στον Κακριδή αναφέρεται η Γωγώ. «Ο ταχυδρόμος μας, η δεσποινίς Γωγώ...», που λέει... Με τον Κακριδή είχαν μια ωραία... Είχε λάβει μέρος στην Δική των Τόνων που τον δίκασαν τον Κακριδή, η κατάσταση της εποχής. Ήταν μια από τις τρεις - τέσσερις φοιτήτριες που βοηθήσανε και δακτυλογραφούσαν όλη νύχτα την απολογία και οτιδήποτε άλλο ήθελε να κάνει, τις ενστάσεις του Κακριδή. Μου ‘λεγε λοιπόν, μιαν ιστορία με τον Κακριδή, την εποχή, λοιπόν, της κατοχής, ο πατέρας της Γωγώς έκανε χρέη έμπορα γυρολόγου. Μπορούσε, λοιπόν, να παίρνει κάποια άδεια απ’ την Κομαντατούρ εδώ, για να πάει να πάρει εμπόρευμα. Έκρυβε σε σημεία που δεν του τα βρίσκανε εύκολα οι Γερμανοί λίγες φακές, λίγα σύκα ξερά, για να πάει στις κόρες του. Η μικρή κόρη, η Στέλλα, πήγαινε στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Η Γωγώ ήταν στο Πανεπιστήμιο για φιλόλογος. Απέναντι από το σπίτι τους στου Ψυρρή ήταν ένας τσαγκάρης που ο καημένος τότε τους διόρθωνε τα παπούτσια και αυτές, επειδή ήταν πάντα βολικός και πρόσχαρος και πρόθυμος, όταν είχανε λίγο φαγητό παραπάνω, του δίνανε λιγάκι φαγητό. Δεν μπορούσανε και να κρυφτούνε, γιατί πήγαιναν οι μυρωδιές όταν μαγειρεύανε κι απ’ τον πάνω όροφο κατέβαιναν προς τα κάτω. Μια φορά κάτι του μύρισε, λοιπόν, του τσαγκάρη του καημένου [00:20:00]και αυτές έχουν καλέσει τον Κακριδή. Θα είχανε φακές, τρεις γόπες λιόκαυτες, που έλεγε ο παππούς, που τις είχαν λιάσει στον ήλιο και ήτανε... και λίγες ελιές. Ο τσαγκάρης του μύρισε του καημένου και σκέφτηκε να πάει, αλλά όλο κάτι τους πήγαινε. Τώρα δεν είχε να τους διορθώσει παπούτσια. Παίρνει κι αυτός ένα καλαπόδι ξύλινο που ήτανε για μπότα. Ποιος να φτιάξει τώρα μπότες; Είχανε μια σόμπα με ξύλα μες στη μέση στο δωμάτιο. Αρπάζει, λοιπόν, η Στέλλα το καλαπόδι, βγάζει τα δαχτυλίδια της σόμπας από πάνω και το βάζει μέσα, με το πέλμα προς τα κάτω και φαινόταν η γάμπα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Κακριδής, βλέπει το πόδι στη σόμπα, και πέφτει αναίσθητος κάτω! Φοβήθηκε ότι είχαν σκοτώσει άνθρωπο και τον καίγανε! «Είδαμε και πάθαμε -μου ‘λεγε- να σηκώσουμε τρεις άνθρωποι, οι δύο γυναίκες και ο τσαγκάρης», γιατί ήτανε και δίμετρος ο Κακριδής, ήτανε μακρύς. «Είδαμε και πάθαμε! Αυτή ήταν η Κατοχή και ο Πόλεμος, και με τα καλά του και τα κακά του», μου έλεγε.

Θ.Α.:

Εσάς πώς σας επηρέασε η Γωγώ Κουλικούρδη;

Ε.Μ.:

Εκμεταλλευόμενη το... την αγάπη προς τους μεγάλους, και στην γιαγιά ιδιαίτερη, μου είχε αναθέσει να συγκεντρώνω παλιά πράγματα, παλιές ιστορίες. Με πίεζε, βέβαια, να ρωτάω τη μητέρα της, η οποία μητέρα της, τι μου έλεγε.  Μου λέει: «Εσένα θα σου πει». Με αποκαλούσε «παπαγάλο» η μαμά της πολλές φορές. Και όταν τα ‘χασε προς το τέλος- πέθανε πολύ μεγάλη- με έλεγε «Μαριγώ». Μαριγώ ήτανε η αδερφή του παππού του συζύγου μου. Πώς με είχε μπερδέψει; «Καλώς την Μαριγώ την καλοκρασού!» έλεγε. «Καλοκρασάς» το παραβγόλι μας. «Έλα εδώ -μου λέει- εσένα θα στα πω, με ρωτάει και η Γωγούλα να της τα πω, αλλά αυτή όλα τα θέλει περί διαγραμμάτου κι εγώ δεν θέλω να με κοροϊδεύει». Της έλεγα: «Κυρία Ελένη, αφού σε λατρεύει η κυρία Γωγώ!» και μου έλεγε: «Βρε το ξέρω, αλλά από μέσα της τι θα λέει!». Το ήξερε, αλλά από μέσα της τι θα ‘λεγε... αυτό δεν ήξερε, εσωτερικά τι έλεγε. Κι έτσι, μου έλεγε πάρα πολλά η μαμά της που τα έχω καταγράψει. Όταν είδε η Γωγώ, λοιπόν, ότι είχα πολλές τέτοιες ιστορίες, μου είπε: «Γράφ’ το κι αυτό και κάν’ το βιβλίο». Βιβλίο για να κάνεις, θες λεφτά. Έχει μείνει κι αυτό στις καλένδες. Μου έλεγε, λοιπόν, να τα χωρίσω σε ενότητες, γιατί ήτανε άλλες ιστορίες για το φυστίκι, μια ενότητα. Άλλες ήταν της Γερμανικής Κατοχής, άλλη ενότητα. Άλλες ήτανε του καφενέ. Ό, τι γινόταν μες στα καφενεία ή μου λέγαν ιστορίες μες στο καφενείο, κάποιος. Άλλες ήταν της ταβέρνας. Είχα αρκετές από τον πεθερό μου που μου έλεγε ο άντρας μου διάφορα τέτοια. Σταμάτησα να γράφω για την Γερμανική Κατοχή. Βέβαια, απέφυγα τις πολύ θλιβερές και της έλεγα: «Δεν το αντέχω» και μου έλεγε κι αυτή: «Έχουν γράψει πάρα πολλοί, παιδί μου, γι’ αυτές, δεν πειράζει, βάλε λίγο γέλιο, λίγο φως και σ’ αυτές. Περνάγαμε όπως περνάγαμε, βάλε λίγο γέλιο». Όταν, λοιπόν, άρχισαν κάποιοι να μου λένε για κάποιους καταδότες εδώ με τα ονόματα τους, είπα θα σταματήσω, γιατί δεν θέλω να ξέρω. Κι έτσι το ‘χα σταματήσει. Αλλά οι περισσότερες είναι χιουμοριστικές, αυτές που έχω ιστορίες. Μού τις βάφτισε, λοιπόν, η Γωγώ και κρατάω το όνομα, τον τίτλο Κουβέντες της αυλόπορτας. Όταν οι γειτόνισσες τα απογεύματα έπαιρναν το εργόχειρο τους, τη δουλειά τους, τραβούσαν τα σκαμνία, που λέμε στην Αίγινα, στις πόρτες και μιλούσαν και τα παιδιά παίζανε στις αυλές, στις γειτονιές, στις αλάνες. Ευτύχησα να παίξω. Και τα παιδιά μου προλάβανε. Το ‘72 τώρα, έχω πολύ μεγάλα παιδιά. Η εγγονή μου είναι μες στο διαμέρισμα. Χαίρομαι που θα πάει τεσσάρων ετών, τώρα, στο προνήπιο - ευτυχώς που ‘γινε υποχρεωτικό - και θα μπορεί να παίζει το παιδί, αν και της έχουν διαθέσει δύο δωμάτια τεράστια, αλλά δεν είναι άλλα [00:25:00]παιδιά. Έχω συγκεντρώσει τα παιχνίδια τα παιδικά μας, τα λαχνίσματα, αυτά τα ακαταλαβίστικα που τα λέγαμε, για να ποιος θα βγει να τα φυλάξει. Ξέρεις, κάναμε μπουφ μέσα στο κενό, κι όπως κάναν κύκλο τα παιδάκια που θα λαβαίναν μέρος, ανά συλλαβή δείχναμε τον κάθε έναν και λέγαμε: «Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα...», η τελευταία συλλαβή ήταν αυτός που θα έβγαινε. Αυτός που θα έμενε τελικά, θα ήταν αυτός που θα φύλαγε. Ή σε άλλα παιχνίδια που θα ‘κανε τη μάνα. Και της το ‘χω αφιερώσει της μικρής. Τα ‘χω μαζέψει και τα παιχνίδια και τα λαχνίσματα. Θυμάμαι παίζαμε με τις ώρες απ’ το απόγευμα και μετά, με βασική προϋπόθεση «Θα έχεις τελειώσει μαθήματα σου και θα βγεις να παίξεις», αλλά η χαρά μας η μεγάλη, όταν αποκτήσαμε στις γειτονιές δημοτικό φωτισμό. Γινόταν η νύχτα μέρα, μπορούσαμε να παίζουμε. Κι όλο κάποια γιαγιά, κάποια μαμά, θα ‘βγαινε στην πεζούλα, στην αυλή και να φωνάξει: «Έλα, σώνει πια. Έχω κενώσει το φαγητό. Αύριο έχεις σχολείο!». Είχε κενώσει, είχε σερβίρει. «Σώνει», να τελειώσεις δηλαδή. Να σωθεί πια το παιχνίδι. Όμορφα χρόνια. Ή εκείνα τα χρόνια που πέρναγε ο παγοπώλης, που είχαμε τη φουφού, η γιαγιά θυμάμαι στη φουφού. Δεν ήταν και τα οικονομικά μας ανθηρά. Μετά ήρθε, βέβαια, εκτός απ’ την γκαζιέρα, το πετρογκάζ, μετά η ηλεκτρική κουζίνα. Μέχρι τότε η στόφα. Πολλοί γκρέμιζαν τα τζάκια τους, για να χωρέσει κείνο το θηρίο, η στόφα. Αλλά, είχε πάντα ένα ντεπόζιτο για καυτό νερό, η στόφα, ήταν σημαντικό. Είχε και φούρνο να βάζεις ταψί. Ήταν όμορφα, ωραία.

Θ.Α.:

Με ποιο άλλο αντικείμενο έχετε ασχοληθεί; Μου είπατε κάποια στιγμή για την ανακύκλωση, το πώς...

Ε.Μ.:

Α! Η γιαγιά... εγώ έγραφα με - η Γωγώ πάλι επέμενε - στον τοπικό Τύπο και στον περιοδικό Τύπο εδώ και είχα μία στήλη σε μια εφημερίδα που την έλεγα Από τη γιαγιά μου την καλή... ανέξοδα και οικολογικά. Η γιαγιά, λοιπόν, είχε έναν δικό της τρόπο και για την οικονομία και για τη μαγειρική της, για όλα. Δεν άφηνε τον παππού να καπνίσει, είχε πρόβλημα και με τα νεφρά του, αλλά, όμως, με έβαζε και μάζευα τα πακέτα του θείου του Αποστόλη, του θείου του Γιώργου του Ζαβουλών - Χαλδαιάκης μεν, Ζαβουλών γιατί; Γιατί έκανε ζαβολιές μικρός και τον είχαν ονομάσει έτσι. Μου είχε πει ο ίδιος. Παραβγόλι. Ο ένας κάπνιζε Santé, ο άλλος Έθνος, ένας άλλος Άσσο κι ο παππούς Καρέλια Αγρινίου. Το πακέτο, λοιπόν, το τετράγωνο, το πίσω μέρος του, όπως ήταν λευκό, το έκοβε η γιαγιά ωραία και με το ψαλίδι κι ήταν έτοιμο για ταμπελίτσες και για ό, τι ήθελε, καλό να είναι. Το λευκό χαρτί του πακέτου, αυτό το κομμάτι, στην εφημερίδα, το έλεγα «το πακέτο της ανακύκλωσης». Το λευκό χαρτί που είχε μέσα, το είχε για σημειώματα. Άπειρα τα σημειώματα της γιαγιάς, για συνταγές απ’ την Αννέζω, τη μαγείρισσα της κυρίας Λίας Λόντου, μετέπειτα της Λένας Παπαευστρατίου, της κόρης, από την Περιβόλα, οικογένεια Καραπάνου - Βούλγαρη... Βούλγαρη- Καραπάνου. Αυτό, λοιπόν, ήταν συνταγές της Αννέζως, καταπότια που τα έλεγε. Τα καταπότια ήτανε τα σιροπάκια για το λαιμό. Η κανελάδα της Αννέζως, που έβραζε την κανέλα με σιρόπι και τα λοιπά, που ήταν καλή, χλιαρή για τα λαιμά πάλι. Το πετιμέζι το χλιαρό για τα λαιμά. Το τσιγαρόχαρτο το διαφανές το είχαμε για να αντιγράφουμε σχέδια. Όταν εμένα μου τέλειωνε η ιχνογραφία, το είχαμε κι αυτό ή σχέδιο για το κοπανέλι. Το ασημόχαρτο που είχε μέσα, επειδή είχαμε σίδερο με [00:30:00]κάρβουνα, για να μένουν ζωντανά τα κάρβουνα, που ΄πιάναν στάχτη, η κάθε νοικοκυρά έπρεπε να το κουνάει πάνω κάτω∙ ξεμασχαλιαζότανε, για να μπαίνει ο αέρας απ’ τις τρύπες του, να τα ζωντανεύει τα κάρβουνα. Η γιαγιά δεν το ‘κανε αυτό. Έβαζε ένα αλουμινόχαρτο μέσα, τελειώναν πιο γρήγορα τα κάρβουνα αλλά, ήτανε ζωντανά, δεν χάλαγε το χέρι της. Είχε... αυτό ήτανε το πακέτο της ανακύκλωσης. Είχε πάρα πολλά λουλούδια. Μεγάλωσα πολύ για να διαβάσω, να μάθω ότι, όταν μιλάς στα φυτά, σε ακούνε. Η γιαγιά, λοιπόν, ξυπνούσε πάρα πολύ πρωί, έπινε τον καφέ της - είχε πάρα πολλά λουλούδια - και να σκεφτείς κουβάλαγε το νερό - γιατί το δικό μας πηγάδι είχε στερέψει- από τη θεία την Μαρίκα απέναντι - με δυο τενεκέδες, δυο κουβάδες, να ποτίσει όλα αυτά τα λουλούδια.

Θ.Α.:

Κάθε πρωί-

Ε.Μ.:

Κάθε πρωί. Μίλαγε, λοιπόν, η γιαγιά - θυμάμαι χαρακτηριστικά - ενώ με ξύπναγε το μουρμουρητό της το χαμηλό, το γνωστό, αλλά και η μυρωδιά του καφέ του ελληνικού που ήταν ανακατεμένη με τι; Με οινόπνευμα πράσινο. Ο παππούς έφτιαχνε αυτοσχέδια καμινετάκια που είχανε το καπάκι της μικρής Νιβέας, στουμπωμένο το μπαμπάκι, που έριχνε οινόπνευμα και ήτανε στο καμινετάκι και έβαζε το μπρίκι η γιαγιά κι έβραζε τον καφέ. Αυτή η φλόγα έπαιρνε και την μυρωδιά του οινοπνεύματος. Αλλά ήταν τόσο οικεία στη μύτη μου, δεν μπορείς να φανταστείς! Και είχε, που λες, η γιαγιά τον καφέ και μιλούσε κι έλεγε ας πούμε: «Γιατί, μπιγκόνια μου, γιατί κοραλάκι μου; Γιατί σε βλέπω σκεφτικό; Δεν σου έβαλα εγώ και τα κατακάθια του καφέ; Αφού μου είπε ο Γιώργος ότι έτσι του είπε ο κύριος Πέτρος - ο κηπουρός του Καραπάνου - ότι κάνουν καλό. Εσένα, μωρέ θαλασσούλι μου -έλεγε ένα άλλο που ήτανε γαλάζιο- δεν σου έβαλα από το μαύρο τσάι, δεν τα έχω φυλάξει τα χορταράκια; Δεν στα βάζω;». Η ομιλία της. Μετά από χρόνια, όταν ήμουν μικρή, στην Επίδαυρο... Ξέχασα να σου πω ότι ερίζουν δύο πόλεις την καταγωγή μου. Δεν είμαι σαν τον Όμηρο για περισσότερες. Η Επίδαυρος, λοιπόν, και η Αίγινα. Λατρεύω την Αίγινα, αγαπώ την Επίδαυρο. Εκεί ήτανε η θεία Βαρβάρα η Βερδελή που είχε το καφενείο τον Πλάτανο και μας είχε δείξει - τα παλιόπαιδα όλα τότε, και τώρα μεγάλες γυναίκες, δεν θυμούνται αυτό που μας έκανε η κυρία Βαρβάρα - ήτανε ένα φυτό, αγριόχορτο, από κάτω, που έκανε κάτι κίτρινα λουλουδάκια, πολύ μικρούλια, με μακριά φύλλα, με ένα πράσινο όχι πολύ έντονο. Και μας έλεγε και τραγουδάγαμε ένα μοιρολόι και πέφτανε σιγά σιγά- το ‘χω δει με τα μάτια μου Ντόρα - φεύγανε απ’ τον μίσχο και πέφτανε αυτά!

Θ.Α.:

Επειδή δηλαδή το τραγούδι τα...

Ε.Μ.:

Το τραγούδι ήταν μοιρολόι.

Θ.Α.:

Και τα επηρέαζε;

Ε.Μ.:

Μετά από καιρό, λοιπόν, μετά από χρόνια διάβασα στην Κρήτη που υπάρχει ένα τέτοιο φυτό και τελικά είναι ίδιο σαν εκείνο, η μελισσαντρού, έτσι το λένε, και της τραγουδάνε αυτό το μοιρολόι. «Μελισσαντρού, μελισσαντρού», της λένε. Δεν ξέρω τον ήχο, ούτε θυμάμαι πώς το λέγαμε τότε, αλλά λέει για κάποια που της πέθανε ή πνίγηκε ο άντρας και τον έκλαιγε κι έγινε φυτό κι έχει μείνει έτσι.

Θ.Α.:

Άι στο καλό!

Ε.Μ.:

Θα στο βρω. Τα λόγια τα ‘χω γραμμένα, αλλά δεν τα θυμάμαι απ’ έξω. Όλα αυτά.

Θ.Α.:

Ασχολείστε, λοιπόν, με τα πολιτιστικά στην Αίγινα-

Ε.Μ.:

Ναι, τα λαογραφικά περισσότερο-

Θ.Α.:

Η δράση σας τώρα ποια είναι;

Ε.Μ.:

Μετά το μεγάλο ταξίδι που έκανε ο άντρας μου εδώ και πέντε χρόνια που με βοηθούσε πάρα πολύ στη συλλογή, για να δικαιολογεί το πάθος του που είχε με τον Ολυμπιακό, γιατί εγώ είμαι Παναθηναϊκός, όταν κατέβαινε για κάποιον αγώνα - γιατί τώρα μένουμε έξω από την πόλη, στο σπίτι της γιαγιάς - μου έφερνε πληροφορίες, για να μου κλείνει λίγο το στόμα. Και [00:35:00]ασχολήθηκα περισσότερο με τον υπολογιστή μου, να τα καταγράφω. Ταξινομώ, μιλάω ακόμα με παλιούς αλλά και ίδιους με τη δική μου ηλικία, γιατί όλο και κάτι θα θυμηθούνε. Όπως έχω έναν γείτονα, τον Δημήτρη, το γιο του Ζαβουλών, κουνιάδος της εξαδέλφης μου. Αυτόν τον λέμε Μπούμπη, γιατί όταν ήτανε μικρός δεν μπορούσε να πει μπούλης κι έλεγε μπούμπης, ο Δημήτρης, μεγάλος - μου ‘λεγε ο πατέρας του που τους έλεγε παραμύθια και τους έλεγε για τον Αρκουδόγιαννο, παραμύθι που το λένε εδώ στην Αίγινα- δεν ξέρω και στο Αγκίστρι αν το λένε αυτό.

Θ.Α.:

Δεν το έχω ακούσει στο Αγκίστρι. Το γνωρίζω γενικά σαν παραμύθι.

Ε.Μ.:

Αυτός μεγάλωνε, λέει, κάθε μέρα μία πιθαμή.

Θ.Α.:

Είναι γνωστό παραμύθι, είναι γνωστός τύπος.

Ε.Μ.:

Άρα, λοιπόν, κάπου ακούγεται.

Θ.Α.:

Ναι ναι ναι, στην Ελλάδα.

Ε.Μ.:

Και μας έλεγε και για την... και για μια λάμια, ένα παραμύθι, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της τώρα. Αλλά και ο παππούς μου ο γεροντάκος - τονε λέω «Γεροντάκο»... Γιατί ήτανε πατέρας του παππού μου, που ζούσε και ο γιος και ζούσε κι ο πατέρας, ο οποίος μου ‘λεγε καταπληκτικά παραμύθια. Πάντα ξεκίναγε: «Ό, τι γράφει, δεν ξεγράφει, κορικάτσι...». Μιλούσε... είχε τον τσιτακισμό τον αιγινήτικο. Και τον πείραζε πάρα πολύ και ο μεγάλος του γιος, όταν άρχιζε παραμύθια, και ο μικρός ο Γιάννης. Μπαίνανε μες στη μέση και πετάγαν τα δικά τους, για τα παραμύθια πάντα. Και κλάμα εγώ και μου χαλάγαν το παραμύθι. Η γιαγιά κάθε τόσο πλησίαζε τον πεθερό της και του λέγε - υποτίθεται - σιγά: «Πατέρα, είναι νύχτα πια, μην λες στο παιδί για δράκους. Πώς θα κοιμηθεί;» και την άκουγα εγώ και καταλάβαινα ότι θα πει ο παππούς κάτι σκληρό κι άρχιζα το κλάμα πιο πριν. Και μ’ έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε: «Έτσι είναι, αγγελούδι μου, τα παραμύθια. Άλλοτε λένε ψέματα κι άλλοτε λένε αλήθεια». Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος η γιαγιά. Όλοι όσοι έζησαν δίπλα μου ήταν πολύ γλυκείς άνθρωποι. Δεν ξέρω απ’ τη γλυκάδα τους τι πήρα, αλλά πάντα τους θυμάμαι με πάρα πολλή αγάπη. Όπως, κοιτάω τα κιλά μου που είμαι τρεις φορές απ’ όσο ήμουνα, που με φέρνανε στην Αίγινα για να παχύνω, ν’ αλλάξω... ν’ αλλάξω τρόπο ζωής και και τόπο, να μου ανοίξει η όρεξη, και κοιτάω προς τα πάνω στον ουρανό πολλές φορές και λέω: «Γιαγιά, με βλέπεις; Τώρα πιάσανε τα σιροπάκια που μου δίνατε!». Αλλά, δεν πειράζει, εντάξει. Τα βολεύουμε. Δεν σταματώ να τρώω γλυκά. Φαγητό μπορώ να μην φάω, αλλά τα γλυκά... Πολύ κακό! Η Γωγώ είχε εκμεταλλευτεί το γεγονός για τα παραμύθια. Αλλά τα παραμύθια της Αίγινας- στο ‘χω ξαναπεί παλιότερα, που λέγαμε για την Γαρούφω - είναι πολλά που είναι πολύ σκληρά. Μου ‘χες πει για κάποιον καθηγητή σου, για τα παραμύθια αυτά. Να λέει, τώρα, για τη μάνα που ξερίζωσε την καρδιά της κόρης και την έφαγε και δεν τα ήθελα και μου 'λεγε η Γωγώ: «Όλα τα γράφουμε». Κι όταν της έλεγα: «Εγώ δεν θέλω». «Δεν πειράζει, την επόμενη φορά, που θα δώσω κάτι στην εφημερίδα, θα θυμίσω στο αναγνωστικό σου κοινό ότι η γιαγιά απ’ τον μπαμπά σου λεγόταν Αισώπου» κι εγώ πια αναγκαζόμουνα κι έγγραφα τα ήπια παραμύθια. Γιατί ο Νίκος ο Τζόγιας, ο ηθοποιός, το Εθνικό Θέατρο έμενε Λυγουριό και Επίδαυρο. Έρχονταν, λοιπόν, από το Πάσχα για τις πρόβες τους. Τότε μονοπωλούσε το Εθνικό στο αρχαίο θέατρο και μένανε πολύ κοντά μας πολλοί. Μ’ άκουγαν που διάβαζα δυνατά και μου λέει κάποτε ο Τζόγιας: «Θα μάθεις διαφραγματική, γιατί έχεις καλό μέταλλο φωνής και θέλω τα ποιήματά σου να τα λες, όχι εκεί που τελειώνει η ρίμα, θα σου πω πώς θα τα λες. Πού θα σταματάς για λίγο, να δίνεις το νόημα και να βρίσκεις την ρίμα μετά». Όταν, λοιπόν, ήξερε απ’ το Λυγουριό ότι γιαγιά ήταν Αισώπου, μου παρουσίασε έναν Αίσωπο με τα μελανότερα χρώματα, γιατί αυτή είναι κι η αλήθεια. Κουτσός, καμπούρης, στραβός, δεν ξέρω, ή μονόφθαλμος-

Θ.Α.:

Άσχημος.

Ε.Μ.:

Πολύ άσχημος! Κι εγώ δεν ήθελα καν. Και η Γωγώ, για να με συνετίσει, μου έλεγε: «Θα πω, γιατί όλοι ξέρανε τι ήταν ο [00:40:00]Αίσωπος». Έτσι με φρενάριζε. Αυτά.

Θ.Α.:

Τα έχετε καταγράψει τα παραμύθια, λοιπόν;

Ε.Μ.:

Αρκετά από αυτά. Μάλιστα, μια πολύ γλυκιά κοπέλα εδώ, που έχει το Μικρό Στούντιο και μου είναι πολύ συμπαθής, η Νάνσυ, απεφάσισε να παρουσιάσει τα παραμύθια, κάποια απ’ τα παραμύθια μου, γιατί κι αυτή έχει μικρά παιδιά, αλλά και οι φίλοι της όλοι που πάνε εκεί. Δεν είναι από την Αίγινα. Είναι μια άλλης κουλτούρας άνθρωποι, αλλά που το συμπαθούν το όλον θέμα, και θέλει να παρουσιάσουμε τα παραμύθια. Κι έτσι, εντάξει, θα ενεργοποιηθώ. Κάναμε, πριν μπούμε στον Covid, κάτι πολύ ωραίες βραδιές στο Λαογραφικό, που το φτιάξαμε σαλόνι που υποδεχόταν την Αίγινα τις γιορτές και εκεί ήταν πάρα πολλά πράγματα. Κι εκεί ακούστηκαν και πολλά, είπαμε για τους κολοτσέντες, που λέμε τους καλικαντζάρους εδώ. Ιστορίες που τις έλεγαν οι δικοί μου άνθρωποι που πίστευαν ότι υπήρχαν - όχι η γιαγιά - η γιαγιά ήτανε πολύ θρησκευόμενη και δεν τους πίστευε. Γενικώς, όλα αυτά. Και τώρα έχουμε τα παραμύθια που πρέπει να τα... τους το υποσχέθηκα και πρέπει να σκηνοθετήσουμε. Ξέρεις, βρήκα ένα πολύ ωραίο τραγούδι, γιατί τα παιδιά τώρα δεν είναι τα παιδιά της εποχής της δικής μου. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο τραγούδι, είναι Ο Μάγειρας και τραγουδάει ο Μάριος Φραγκούλης μέσα κι ακούγεται και η φωνή νομίζω του Σπαθάρη που λέει: «Άντε, μαέστρο!» αλλά ακούγεται κι ο Μαμαλάκης, ο μάγειρας. Και ξεκινάει: Πήρα από τα παραμύθια τα κουκιά και τα ρεβύθια μια πελώρια φασουλιά κολοκύθια και κοκόρια... Κάτι τέτοια μέσα, και ακούγεται ο Μαμαλάκης να λέει: Μπήκε στις κουζίνες, το λέω τώρα πεζά,    και πήρε τη φωτιά από τους δράκους, κατσαρόλες και τηγάνια και κουτάλες και μαγείρεψε με τα παραμύθια της γιαγιάς. Αλλά ακούγεται όμορφο! Και είν’ ωραίο κι έτσι μπορεί να το ‘χουμε μουσική υπόκρουση. Παλιότερα στο Λαογραφικό είχα ανεβάσει μαζί με δυο φίλες νηπιαγωγούς, αλλά και τα παιδιά μου όλη την σειρά της Τενεκεδούπολης. Και ζήτησα την άδεια απ' την Ευγενία την Φακίνου - μιλάμε τώρα για το ’86-΄88. Την πήρα τηλέφωνο και της λέω: «Θα κάνουμε αυτό στο Λαογραφικό, δεν θα έχει εισιτήριο» και μου λέει: «Έχετε δει παραστάσεις μου;». Της λέω: «Όχι». Τότε δεν είχαν βγει και στην τηλεόραση αυτά. «Φοβάμαι -μου λέει- μήπως δεν το κάνετε σωστό». Συμφώνησα μαζί της, τα βιντεοσκοπήσαμε. Της τα έδωσα, και της άρεσαν πάρα πολύ, γιατί μου λέει: «Τι καλά, δεν είχατε δει και θα σας πάρω και μερικά σκηνοθετικά ευρήματα». Και είχαν παιχτεί και έρχονταν τα παιδιά, γιατί σκεφτήκαμε με την Γωγώ- γέμιζε το Λαογραφικό- πήραμε μοκέτα άπειρα μέτρα, που κάθονταν χάμω τα παιδιά, γιατί όταν θα ‘χαμε τα παιδιά εκεί, οι γονείς θα ευχαριστιόντουσαν και θα μπορούσαμε να τους ενοχλούμε για κανέναν λαχνό με κανέναν πίνακα για να φτιάξουμε το Λαογραφικό θυμάμαι. Και είχε παρουσιαστεί όλο αυτό και ήταν όμορφο.

Θ.Α.:

Τα σχέδιά σας για το μέλλον; Πολιτιστικά;

Ε.Μ.:

Στα εβδομήντα δύο μου λίγο σίγουρα μου το λες ότι θα έχω; Δεν βλέπω να ‘χω. Έχω κάποια προβλήματα κινητικά με τα πόδια μου και με τα χέρια μου. Είχα έναν κομμένο τένοντα, έσπασα κι έναν άλλον από πέσιμο, εντάξει, χειρουργήθηκε αυτός αλλά δεν... Και εξακολουθώ να γράφω, εξακολουθώ να συγκεντρώνω στοιχεία. Εάν αποκτηθούν κάποια χρήματα ή στο Λαογραφικό ή δεν ξέρω ποιος φορέας, εγώ τα δίνω έτσι κι αλλιώς, δεν είναι για να... τους τα δίνω. Πάρτε τα, αρκεί να μείνουν και θα δούμε τι θα γίνει. Η Ευαγγελία η Χαλδαιάκη πήρε απ’ τον μπαμπά της τον Αχιλλέα - που η Γωγώ είχε ένα πρόβλημα, όταν κατέγραφε τα τραγούδια της Αίγινας, που έχουμε βγάλει κι έναν διπλό δίσκο, Τα τραγούδια της Αίγινας κι είχε βοηθήσει ο Μάρκος ο Δραγούμης με το ίδρυμα, με την Μαζαράκη και με το Μπάγκειον [00:45:00]Ίδρυμα, το Μπάγκειον Ίδρυμα μας είχε δώσει χρήματα τότε και βγάλαμε τον διπλό δίσκο. Η Γωγώ, λοιπόν, αυτά τα είχε καταγράψει σε μαγνητόφωνο-κορδέλα κι ήταν δύσκολο. Δεν λειτουργούσε αυτό. Το πήρε ο Αχιλλέας, το πήγε στην ΕΡΤ, το καθάρισαν όσο μπορούσαν από ήχους, το βάλαν και δούλεψε και το έβγαλε σε δυο μεγάλες σειρές, κασέτα, αυτήν την τετράγωνη που είχαμε άλλοτε, αλλά το κράτησε. Της είχε υποσχεθεί της Γωγώς να βάλει και μουσική. Και τώρα με χαρά μου είδα ότι η Ευαγγελία το έκανε... Διπλωματική της ήτανε; Κάτι ήτανε. Και θα παρουσιαστεί αυτό. Είναι κάπου 400 τραγούδια. Η Γωγώ μου είχε δώσει αρκετά, όταν είχαμε κάνει τον Κλήδονα στον Πύργο του Μαρκέλλου με την ΕΓΕ, το παράρτημα της Αίγινας, και μας είχε δώσει πάρα πολλά τραγούδια, για να μπορέσουμε να τα βάλουμε που το σκηνοθετούσαμε, άλλα μέσα εκεί είναι και τα ταχταρίσματα. Είναι κι άλλα πράγματα, δεν είναι μόνο τραγούδι με την έννοια του τραγουδιού. Και παραλλαγές. Όλα αυτά.

Θ.Α.:

Άρα, υγεία πρώτα απ’ όλα.

Ε.Μ.:

Ναι, διάθεση έχω να σου πω. Αλλά, είμαι από αυτούς που ευτύχησαν να έχουν την Γωγώ κοντά και νομίζω ότι ήμουν η μοναδική και το χάρηκα πάρα πολύ. Έμαθα, αλλά υποσχέθηκα ότι έμαθα, να μην τα κρατήσω για μένα.

Θ.Α.:

Σας εύχομαι ό, τι καλύτερο, για να μπορέσετε να συνεχίσετε για πολύ καιρό ακόμα το έργο σας.

Ε.Μ.:

Σ’ ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ και χαίρομαι που ασχολήθηκες με την Γαρουφιάδα, γιατί δεν είχαμε τίποτα. Και τώρα έχω πει στον κύριο Καλόφωνο, που είναι πρόεδρος Εφορευτικού Συμβουλίου της  Καποδιστριακής μας Βιβλιοθήκης, να του δώσω την διπλωματική σου να συνοδεύει την Γαρούφω μας, γιατί δεν έχουμε. Και η Γωγώ έχει αφήσει κάποια γράμματα, ένα από αυτά έχω κι εγώ, που έλεγε ότι και το αρχείο της και να προκαλέσουμε και άλλους Αιγινήτες που έχουν αρχεία να πάνε στη Βιβλιοθήκη να κάνει ο καθένας ένα μικρό τμήμα με αρχείο δικό του, για να είναι εύκολο και προσβάσιμο στον κάθε φοιτητή, στον κάθε ερευνητή. Λοιπόν, θα μπεις μέσα σε αρχείο, για να ‘σαι από κείνους που θα σε διαβάζουν.

Θ.Α.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και για τον χρόνο σας και για τη συνέντευξη!

Ε.Μ.:

Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Καλή δύναμη να έχεις!

Θ.Α.:

Ευχαριστώ πολύ!