© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Θεωρώ τον ΟΤΕ το δεύτερό μου σπίτι»: Εργαζόμενος στον ΟΤΕ των Κυθήρων και της Αθήνας

Istorima Code
11885
Story URL
Speaker
Γεώργιος Κομηνός (Γ.Κ.)
Interview Date
05/12/2022
Researcher
Ελένη-Ελέσα Κομηνού (Ε.Κ.)
Ε.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;

Γ.Κ.:

Λέγομαι Γιώργος Κομηνός του Δημητρίου.

Ε.Κ.:

Είναι Τρίτη 6 Δεκεμβρίου του 2022. Είμαι με τον κύριο Γιώργο Κομηνό στο Πούρκο Κυθήρων. Εγώ ονομάζομαι Κομηνού Ελένη-Ελέσα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Λοιπόν, για αρχή για να αρχίσουμε θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα για εσένα, για τη ζωή σου;

Γ.Κ.:

Εγεννήθηκα στα Κομηνιάνικα των Κυθήρων –είναι ένα μικρό χωριό έξω από τη Χώρα, 7 χιλιόμετρα– και μεγάλωσα εκεί. Ετελείωσα το Δημοτικό, επήγαινα κάθε πρωί περπατώντας 7 χιλιόμετρα δρόμου εις τη Χώρα και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο μετέπειτα. Εδώ βέβαια για λόγους ευγνωμοσύνης και αληθείας θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε ένα μου θείο, που σήμερα έχει φύγει, διότι τις μέρες που ο καιρός ήταν κακός, έκανε πολύ κρύο, έβρεχε ειδικά, μου έλεγε: «Ανιψιέ, σήμερα θα μείνεις εδώ μαζί μας στη Χώρα, διότι ο καιρός είναι κακός». Και αυτό του το χρωστάω. Έμεινα εκεί, ετελείωσα και το Γυμνάσιο –όπως είπαμε– και μετά επήγα στο στρατό. Επήγα στο στρατό στην αεροπορία... Τελείωσε η θητεία μου όπου επέστρεψα με την απόλυσή μου πάλι στο νησί και πήγα στο χωριό μου στα Κομηνιάνικα. Περάσανε 3-4 μήνες για να ηρεμήσω απ’ τις μέρες του στρατού, αν και εκεί επέρασα πολύ καλά, δεν έχω κανένα παράπονο και μια μέρα έφυγα απ’ το σπίτι να πάω εις τη Χώρα –7 χιλιόμετρα όπως είπαμε– στην πρωτεύουσα του νησιού. Εκεί εις την κεντρική πλατεία είχανε ραφείο κάποιοι θείοι μου και η πρώτη μου στάση ήτανε εκεί. Μπαίνω μέσα, τους χαιρέτησα και κάθισα μέσα από ένα παράθυρο υπήρχε πάντοτε μια καρέκλα. Εκάθισα στην καρέκλα αυτή και είχα θέα την πλατεία της Χώρας. Σε κάποια στιγμή μπαίνει μέσα στο ραφείο ένας κύριος άγνωστος σε εμένα. Με συστήνουνε οι θείοι μου –ήτανε δύο, ο Βασίλης και ο Μανώλης– με συστήνουνε και πιάσαμε τη συζήτηση μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Αυτός τελικά ήτανε ο διανομέας του ταχυδρομείου του Ποταμού. Και μου λέει, αφού προχωρήσαμε στη συζήτηση γιατί με ρωτάει: «Εσύ -μου λέει- τι θα κάνεις τώρα;». Λέω: «Κοίταξε να δεις Μύρωνα -Μύρωνα τον λέγανε- σκέπτομαι να πάω στην Αυστραλία. Όμως είναι αυτή μία σκέψη, αλλά υπάρχει απέναντι και μία άλλη σκέψη στο μυαλό μου, που λέει ότι δεν πρέπει να φύγω να αφήσω τους γονείς μου», διότι ήμουνε μόνο παιδί στην οικογένεια. Δεν έχω αδέλφια. Και γυρνάει αυτός τώρα ο άνθρωπος που έχει φύγει και αυτός απ’ τη ζωή και μου λέει: «Θα σου πω κάτι και κράτησέ το. Εγώ υπηρετώ -μου λέει αυτός- εις το ταχυδρομείο του Ποταμού. Σήμερα εκεί συστεγάζεται και ο ΟΤΕ του Ποταμού. Δηλαδή έχουμε και το ταχυδρομείο και τον ΟΤΕ και ήρθε εντολή, φυσικά σε όλη την Ελλάδα, όσα γραφεία συστεγάζονται ΟΤΕ και ταχυδρομεία, ο ΟΤΕ να αποχωρήσει και να πάει σε δικό του γραφείο σε κάθε κωμόπολη της Ελλάδας. Και έτσι θα χωρίσουμε σε λίγες μέρες σε κανένα μήνα δυο μήνες θα φύγει ο ΟΤΕ απ’ το γραφείο μας και θα συσταθεί δικό του γραφείο στον Ποταμό». Και μου λέει: «Να κινηθείς, να κοιτάξεις να κάνεις κάποια αίτηση». Πράγματι, γυρνάω το μεσημέρι στο σπίτι το λέω στους γονείς μου, το λέω σε ένα μου θείο, τον Παναγιώτη το Βενέρη που πάντοτε με αγαπούσε πολύ και οι τρεις μου λένε: «Ναι, ναι να κάνομε αίτηση». Και πάω στο γραφείο της Χώρας –αυτό ήταν υπεύθυνο τότε– στον προϊστάμενο του ΟΤΕ και καταθέτω μετά από 2-3 μέρες, καταθέτω την αίτησή μου. Εδώ παρουσιάστηκε ένα φαινόμενο που ακόμα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Σε ένα ολόκληρο νησί εκατέθεσα την αίτησή μου, επέρασε ένας μήνας –που νομίζω ήταν η προθεσμία– και δεν παρουσιάστηκε καμία αίτηση ενδιαφερομένου άλλη. Ήμουν ο μοναδικός. Και νέοι τότε στο νησί υπήρχανε πάρα πολλοί, πάρα πολλοί. Κανείς άλλος. Ο [00:05:00]Θεός με βόηθησε φαίνεται και κάνω την αίτησή μου, –όπως σας είπα– την στέλνει ο προϊστάμενος του ΟΤΕ της Χώρας εις την Τρίπολη που ήταν η Προϊσταμένη Αρχή και από εκεί στην Αθήνα, στα κεντρικά στη Διοίκηση. Και σε κανένα μήνα έρχεται με ειδοποιούνε ότι προσλαμβάνομαι ως έκτακτος υπάλληλος εις το νεοσύστατο γραφείο του ΟΤΕ Ποταμού Κυθήρων. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Συγγνώμη. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου του 1963 ξεκίνησα απ’ το σπίτι απ’ το μικρό χωριό τα Κομηνιάνικα και πήγα στον Ποταμό. Με υποδεχτήκανε οι υπάλληλοι του Ποταμού και ο προϊστάμενος του Ποταμού, –έχει φύγει κι αυτός– ο Μαρίνος ο Τριφύλλης, ο Μύρων, –που είπαμε προηγουμένως– ο Πάτερος, ο Αντώνης ο Ταμβάκης... Με ανοιχτές αγκάλες. Αλλά εκεί υπήρχε... Παρουσιάστηκε μία δύσκολη κατάσταση σε εμένα, διότι εκεί υπήρχε το έργο του ΟΤΕ τότε που ήτανε και ως προς την εκμετάλλευση την τηλεγραφική, την τηλεφωνική, υπήρχανε διοικητικά θέματα, υπήρχανε οικονομικά θέματα, που εγώ σε εκείνη τη στιγμή ήμουνε αλεξιπτωτιστής. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Εγώ είχα βγάλει το Γυμνάσιο και ήξερα και λίγα την Αγγλική, αλλά με… Όχι πολύ προχωρημένη. Βέβαια, εκεί έκανα πολλά ξενύχτια, εδούλεψα πάρα πολύ, επέρασα πολλές στενοχώριες, διότι έπρεπε να είμαι συνεπής εις το έργο μου ως προς την προϊσταμένη μου Αρχή. Και είχα επιβλέποντα προτού απευθυνθώ για κάθε θέμα στην Προϊσταμένη Αρχή, που ήτανε το συγκρότημα ΟΤΕ Τριπόλεως, είχα για πιο πλησιέστερο ελεγκτή μου τον προϊστάμενο του ΟΤΕ της Χώρας, ο οποίος ήτανε πολύ ανάποδος και είχε κακότητα αυτός ο άνθρωπος και ένα γλυκό λόγο απ’ αυτόν τον άνθρωπο δεν ήξερα ποτέ, μόνο το κακό. Αλλά ο Θεός με φώτισε και είπα στον εαυτό μου: «Κομηνέ, θα κάνεις υπομονή, θα αγνοήσεις τις κακότητες του ανθρώπου αυτουνού και εσύ -έλεγα εις τον εαυτό μου- θα πρέπει να δώσεις και εξετάσεις αργότερα στον ΟΤΕ και να σταδιοδρομήσεις στον ΟΤΕ». Ο Θεός με βοήθησε, αυτό το πέτυχα με υπομονή, με θέληση, με πολλή εργατικότητα. Μέρα νύχτα έφευγα απ’ το γραφείο του ΟΤΕ τους πρώτους μήνες και τον πρώτο χρόνο στις 2-3 η ώρα τη νύχτα από το πρωί από 7.30 η ώρα. Τρομερή στενοχώρια. Αλλά –όπως είπα– ο Θεός με βοήθησε και διεκπεραίωσα το έργο μου.

Ε.Κ.:

Πήγες σε κάποια σχολή;

Γ.Κ.:

Βεβαίως. Ο ΟΤΕ τότε ήτανε οργανωμένος, δεν είναι όπως σήμερα δυστυχώς και λυπάμαι που το λέω για το σήμερα. Υπήρχανε σχολές. Υπήρχε μία σχολή στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη. Μου το κάνανε γνωστό οι συνάδελφοί μου, διότι τότε γνωριζόμουνα και με –σιγά-σιγά– και με τους υπαλλήλους προϊσταμένους των πλησιέστερων πόλεων κωμοπόλεων όπως το Γύθειο, η Σπάρτη, οι Μολάοι, η Νεάπολη Λακωνίας κτλ. Και μια μέρα με πληροφορεί ένας συνάδελφος και μου λέει: «Σε τόσο καιρό, τότε θα πραγματοποιηθεί διαγωνισμός εις την τηλεπικοινωνιακή σχολή Αθηνών για διοικητικούς υπαλλήλους και οικονομικούς. Αλλά εμένα με ενδιέφερε το διοικητικό σκέλος. Εκάθισα διάβασα... Μεγάλος τώρα, είχα υπηρετήσει από στρατιώτης όπως είπαμε προηγουμένως, ήμουνα 23-24 ετών. Εκάθισα εδιάβασα Μαθηματικά, Άλγεβρα, Τριγωνομετρία, Αγγλικά και άλλα μαθήματα και πήγα και έδωσα εξετάσεις. Εδώσαμε 3.000 παιδιά, νέοι, μεγάλοι άνθρωποι. Είχαμε δασκάλους, είχαμε ναυτικούς πάρα πολλούς εις τη σχολή και πετύχαμε οι 300. Να σας πω όμως ότι το χρονικό διάστημα που ήμουν ως έκτακτος στον Ποταμό μέχρι τη μέρα που πήγα στη σχολή αυτό ήταν υπολογίσιμο, ήταν ασφαλιστικός χρόνος. Και με [00:10:00]πληρώνανε και όταν μπήκα στη σχολή, όχι μόνο σε μένα αλλά σε όλους τους συναδέλφους μας δίνανε και ένα βοήθημα, ένα επίδομα. Αν θυμάμαι καλά ήτανε 300 δραχμές το μήνα. Ήταν ένα βοήθημα, το ενοίκιό μας στην Αθήνα, γιατί οι περισσότεροι ήμαστε από επαρχία. Κι έτσι επέτυχα στον ΟΤΕ, συν Θεώ αποφοίτησα και με περίμενε μετά η θέση του γραφείου του Ποταμού ως προϊστάμενος και γύρισα πάλι στο γραφείο του Ποταμού ΟΤΕ ως προϊστάμενος και ανέλαβα τη διεύθυνση του γραφείου και την όλη ευθύνη.

Ε.Κ.:

Τι μαθήματα παρακολούθησες στη σχολή μέσα;

Γ.Κ.:

Στη σχολή εκάναμε διάφορα μαθήματα και ήτανε και δύσκολη σχολή. Δηλαδή εκάναμε μαθήματα που πρώτα-πρώτα αφορούσανε την τηλεφωνική εκμετάλλευση του ΟΤΕ, την τηλεγραφική εκμετάλλευση του ΟΤΕ. Υπήρχανε τα Αγγλικά, Γεωγραφία, Γαλλικά και πολλά άλλα μαθήματα. Δεν θυμάμαι τώρα. Και το μόνο που δεν… Και εδώ υπήρχε κάτι που μετά δεν το ξέραμε αρχικά τα παιδιά, οι φοιτητές. Ο δάσκαλος ο καθηγητής των Αγγλικών –ήτανε Επτανήσιος κι αυτός, ας μην πούμε το νησί– ήτανε στριμμένος και μας έβγαζε πάνω εις το μάθημα και έλεγε –με κατάλογο, είχε κατάλογο μολύβι και βαθμολογούσε κάθε μάθημα– και σου έλεγε: «Στο προηγούμενο μάθημα είπες 2. Σήμερα είπες 0. Λοιπόν, 2 δια του 2... 1». Ενώ απεναντίας, ο καθηγητής των Γαλλικών ήτανε ένας παχουλός, πολύ καλός. Να ’ναι καλά η ψυχούλα του εκεί που είναι ο άνθρωπος. Ήντουσαν μεγάλοι άνθρωποι. Ήτανε καλός, πολύ καλός και έβαζε καλούς βαθμούς εις τα παιδιά των Γαλλικών, ενώ εμάς των Αγγλικών μας χαντάκωνε. Και είχαμε μικρότερο μέσο όρο, διότι τους σηκώνανε πολύ τα Γαλλικά. Έβαζε 18-20 ο καθηγητής των Γαλλικών. Τελοσπάντων, πέρασε κι αυτό –όπως σας είπα– τελείωσα τη σχολή.

Ε.Κ.:

Όταν γύρισες εδώ και διορίστηκες ως διευθυντής στον ΟΤΕ, πώς αισθάνθηκες;

Γ.Κ.:

Όταν ήρθα εδώ, όταν ήρθα ως προϊστάμενος πλέον, ήμουνε ικανοποιημένος, διότι είχα πετύχει το σκοπό μου, είχα ξεχάσει τις κακότητες του προϊσταμένου του ΟΤΕ της Χώρας και ακολούθησα το δικό μου δρόμο. Ήμουν εγώ το αφεντικό –να το πω έτσι, συγγνώμη– για το γραφείο το δικό μου. Δεν είχα καμία καμία επαφή με το γραφείο της Χώρας, με το στριμμένο προϊστάμενο δηλαδή, το συνάδελφο, παρά εγώ υπαγόμουνα κατευθείαν στην Τρίπολη. Προϊσταμένη μου αρχή ήτανε η Τρίπολη. Και θέλω να πω και τώρα που έχουνε φύγει πολλοί από τους συναδέλφους και προϊσταμένους μου τότε της Τριπόλεως, όσοι έχουν φύγει να ’ναι καλά η ψυχούλα τους εκεί που είναι, διότι πέρασα άριστα όλα τα χρόνια με αυτούς τους ανθρώπους. Και μέχρι σήμερα, ένας που έχω και φιλιά ακόμα και ζει είναι ο Δημήτρης ο Μανέτας απ’ τη Κερασίτσα της Τριπόλεως. Να ’ναι καλά κι αυτός.

Ε.Κ.:

Λοιπόν, εκείνη την εποχή πώς λειτουργούσαν τα συστήματα τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα;

Γ.Κ.:

Τα επαρχιακά γραφεία είχανε κάποιες δυσκολίες και ειδικά τα μικρά γραφεία όπως ήτανε το δικό μου γραφείο. Δηλαδή, εις το γραφείο μέσα είχαμε το μεταλλάκτη, ένα μηχάνημα, ένα κουτί που εκεί καθότανε η τηλεφωνήτρια. Εμείς τηλεφωνήτριες δεν είχαμε στα μικρά γραφεία, καθότανε ένας υπάλληλος από μας, ο διανομέας, καθόμουν κι εγώ πολλές φορές ο ίδιος. Αυτό το... Αυτός ο μεταλλάκτης, αυτό το κουτί να το πούμε απλά είχε βύσματα, είχε υποδοχές σειρά και γράφαμε την ονομασία του κάθε του κάθε χωριού που είχαμε τηλέφωνα δηλαδή. Φερειπείν τον Αβλέμονα ή κατ’ αρχήν το άλλο γραφείο της Χώρας, Κύθηρα γράφαμε. Μετά Αβλέμονας, Καραβάς. Μετά είχαμε τα γραφεία έξω απ’ τα Κύθηρα, το Γύθειο που είχαμε... Ήμουνε και σε συνεχή ανταπόκριση. Ήτανε ο άμεσα συνεργάτης το γραφείο το του Γυθείου μαζί μου. Μετά πηγαίναμε Σπάρτη. Και αυτοί μας δίνανε το κεντρικό τηλεφωνικό κέντρο Πατησίων 85, στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα. Λοιπόν, ήταν ο μεταλλάκτης. Φερειπείν [00:15:00]ήθελε ας πούμε απ’ τον Αβλέμονα ένας κύριος ή μια κυρία να επικοινωνήσει με το παιδί του στην Αθήνα. Εχτύπαγε το μεταλλάκτη το δικό μας, απαντούσαμε εμείς, βάζαμε το βύσμα με τα ακουστικά στο κεφάλι και έπρεπε να απαντήσεις αμέσως, να μην τον έχεις να να καλάει αυτός ο άνθρωπος συνέχεια το μεταλλάκτη και να μην του απαντάμε. Βέβαια, το έργο ήταν δύσκολο, διότι εσύ εκείνη την ώρα θα μιλούσες με άλλονε και μπορεί να σε καλάγανε 3-4 ταυτόχρονα στο μεταλλάκτη, 3-4 θυρίδες, 5 να χτυπούσανε για να απαντήσεις. Πού να προλάβεις; Και υπήρχε εκνευρισμός, υπήρχε κούραση, υπήρχε στενοχώρια, υπήρχανε βρισιές, διότι ο πελάτης όταν σε έπαιρνε φερειπείν από Αβλέμονα, από Καραβά δεν έβλεπε τη διοίκηση του ΟΤΕ εκείνη τη στιγμή, εσένα έβλεπε και σε εσένα εξεσπούσε όλα τα παράπονά του ή και βρισιές ακόμα, σε εσένα θα τις έλεγε. Δηλαδή σε εμένα, σε εμάς τους υπαλλήλους του ΟΤΕ Και τέτοια περιστατικά είχαμε πάρα πολλά, αλλά έπρεπε εμείς να κάνουμε υπομονή. Δεν μπορούσαμε να αρχίσουμε κι εμείς να βρίζουμε, δεν ήτανε επιτρεπτό αυτό. Και λοιπόν, μας έλεγε ότι θέλει το παιδί του στην Αθήνα. Είχαμε καρτέλες κάτι μπλοκάκια έντυπα, γράφαμε το όνομά του, γράφαμε το τηλέφωνο, αν είχε το παιδί του στην Αθήνα. Αν δεν είχε, γράφαμε το όνομά του, τη διεύθυνσή του, όλα. Και αν είχε τηλέφωνο το χτυπούσαμε, τα στοιχεία της καρτέλας τα δίναμε στο Γύθειο –στο γραφείο του ΟΤΕ Γυθείου εννοώ– ή στο γραφείο του ΟΤΕ Σπάρτης και αυτοί μας συνδέανε με το τηλέφωνο αυτό που μας είχε δώσει ο κύριος απ’ τον Αβλέμονα για το παιδί του. Τους ενώναμε και μάλιστα μπαίναμε και μέσα πολλές φορές που δεν ακουγόντουσαν καλά, για να τους διευκολύνουμε. Έτυχε να κάνουμε και τον ενδιάμεσο. Δηλαδή δεν ακουγότανε φερειπείν καλά ο άνθρωπος που μίλαγε απ’ τον Αβλέμονα. Εμπαίναμε μέσα και λέγαμε στο παιδί του στην Αθήνα ότι «αυτό σου λέει ο πατέρας σου». Πολλές φορές ετύχαινε κι αυτή να είναι δυσμενής δύσκολη η τηλεφωνική επαφή των δύο. Είχαμε πολλά περιστατικά τέτοια, πάρα πολλά. Για αυτό σας λέω ο άνθρωπος που καθότανε... Ο άνθρωπος του ΟΤΕ που καθότανε στο μεταλλάκτη ήτανε κουραστικός ο ρόλος του, διότι πέρα από την κόπωση τη σωματική είχε και τους εκνευρισμούς, είχε το άγχος. Γιατί –όπως σας είπα προηγουμένως– μπορεί να καλούσανε στο μεταλλάκτη, στο μηχάνημα που καθότανε ο υπάλληλος ή και πολλές φορές καθόμουνε κι εγώ μπροστά να σου χτυπούσανε 5 θυρίδες, 6 θυρίδες. Έπρεπε να πας κατά σειρά. Δεν μπορούσες να τους αγνοήσεις. Αλλά προέκυπτε καθυστέρηση. Ο τελευταίος φερειπείν, ο προτελευταίος ήταν εκνευρισμένος και άρχιζε να βρίζει: «Τι έκανες τόση ώρα και με αγνοείς;». Αυτός δεν ήξερε ότι δεν καθόμουνε ή δεν καθότανε ο υπάλληλος, αλλά εδούλευε με άλλον συνδρομητή, με άλλον πελάτη. Πολλά τέτοια, πολλές τέτοιες δύσκολες στιγμές, αλλά είπαμε είχα πετύχει το σκοπό μου. Είχαμε τα τηλεγραφήματα. Τα τηλεγραφήματα κατά το ίδιο σύστημα. Σε κάθε χωριό, ξέχασα να σας πω, ότι είχαμε ανταποκριτή δικό μας, το τηλεφωνείο –όπως λέγαμε– ή τηλεπρακτορείο. Δηλαδή είχαμε έναν αντιπρόσωπο δικό μας σε κάθε χωριό, του είχαμε παραχωρήσει ένα τηλέφωνο και ήτανε υπεύθυνος για όλο το χωριό. Δηλαδή ό,τι συνδιαλέξεις θέλαμε με κάποιους πελάτες του χωριού να πραγματοποιήσομε τις δίναμε στον άνθρωπο αυτόν και του λέγαμε: «Ώρα τάδε θα πας να φωνάξεις τον τάδε. Ώρα τάδε θα φωνάξεις τον τάδε για αν έρθει στο πρακτορείο σου, στο σπίτι σου, στο μαγαζί σου εκεί, να σε συνδέσομε να μιλήσεις». Με Αθήνα, με Σπάρτη, με Λάρισα, με καράβια, –γιατί είχαμε και ναυτικούς– με Αυστραλία, με Αμερική. Ήτανε πολλές οι περιπτώσεις για αυτό λέω ότι το έργο ήτανε κουραστικό για αυτόν τον άνθρωπο που καθότανε στο μεταλλάκτη. Και είχαμε τα τηλεγραφήματα. Τα πρώτα χρόνια ήτανε... Γραφόντουσαν με τα χέρια, παντού με τα χέρια. Δυσκολία μεγάλη. Μετά τα μεγάλα γραφεία επήρανε τηλέτυπο. Με το χέρι λοιπόν, όπως είπα με το χέρι γραφόντουσαν τα πρώτα χρόνια. Εγώ μπήκα είπαμε το ’65 περίπου, ’63 μπήκα, αλλά μέχρι να βγάλω τη σχολή κτλ. πήγε ’65 βρήκα το να γράφονται με τα χέρια. Μετά αργότερα δεν θυμάμαι ακριβώς να σου πω... 10 χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς, μπήκαν τα τηλέτυπα, αλλά όχι σε μας. Εμείς στα μικρά γραφεία δεν είχαμε τηλέτυπο αρχικά, παρά πήγανε στα μεγαλύτερα γραφεία και εμείς συνεχίζαμε να τα δίνουμε με το χέρι. Και αυτό που σας είπα, ότι δεν ακουγότανε [00:20:00]πολλές φορές ειδικά στα καράβια, γιατί είχαμε ραδιοσυνδιαλέξεις. Εμιλάγανε οικογένειες από δω με τους ναυτικούς που είχανε συζύγους, παιδιά που είχανε στη θάλασσα. Και τότε καθόμαστε, δεν κλείναμε τη γραμμή –εφόσον τους συνδέαμε, εφόσον γινότανε η σύνδεση– δεν βγαίναμε έξω εμείς, παραμέναμε μέσα για να τους διευκολύναμε γιατί πολλές φορές δεν ακουγότανε ή γινότανε και το άλλο. Πολλά καράβια που είχανε ασύρματο δεν μιλάγανε συνεχώς. Εμίλαγε ο άνθρωπος από το πλοίο έλεγε τη φράση του, σταματούσε και έπρεπε να απαντήσει ο άλλος απ’ τη στεριά –από δω φερειπείν– που τον καλούσε, ο πατέρας, η μάνα κτλ.. Και αφού τελείωνε τη φράση του ο εδώ απ’ τα Κύθηρα φερειπείν, άνοιγε τον ασύρματό του και μίλαγε πάλι κει. Το κάνανε σειρές. Επαναλαμβάνω, ήτανε κουραστική δουλειά, πολύ κουραστική. Λοιπόν, πέρα όμως απ’ την ανταπόκριση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, των τηλεγραφημάτων ημερησίως ακόμα και τις αργίες, γιατί τα πρώτα χρόνια εδουλεύαμε και Χριστούγεννα και Πάσχα και δουλεύαμε και πρωί και απόγευμα. Σαββατοκύριακο έγινε μετέπειτα που ηρεμήσαμε κάποτε και κλείσαμε τα Σαββατοκύριακα. Βέβαια υπήρχε και ένα καλό για να είμαστε ειλικρινείς, που είπα ότι δουλεύαμε και Κυριακές και αργίες και Χριστούγεννα και Πάσχα. Επληρωνόμαστε παραπάνω, διπλά. Οπότε αυτό ήτανε μία οικονομική αγάντα και ανάσα μεγάλη για τον εαυτό μας, για τις οικογένειές μας. Και πέρα απ’ το έργο της τηλεφωνίας, της τηλεγραφίας υπήρχε και το οικονομικό, οικονομικό έργο. Υπήρχε διοικητικό έργο. Ήτανε πολύπλευρο στα μικρά γραφεία, διότι στα μεγάλα γραφεία είχανε τους διοικητικούς, είχανε τηλεφωνήτριες, είχανε οικονομικούς υπαλλήλους, είχανε τα τεχνικά τμήματα. Τεχνικό τμήμα είχαμε κι εμείς, είχα κι εγώ εδώ. Ήτανε οι τεχνίτες, ήτανε 4-5-6 τεχνίτες. Αλλά ήτανε πολύπλευρο το έργο ειδικά εις τα μεγάλα γραφεία και ο προϊστάμενος ενός μικρού γραφείου ήτανε γνώστης όλου του αντικειμένου σχεδόν του ΟΤΕ. Γι' αυτό όταν γινότανε μία μετάθεση και έπρεπε ο ο προϊστάμενος του Ποταμού φερειπείν, να φύγει να πάει στην Αθήνα σε ένα μεγάλο γραφείο ή σε μία πόλη επαρχιακή μεγάλη, ήτανε γνώστης του αντικειμένου και δεν είχε δυσκολίες. Υπήρχανε και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.

Ε.Κ.:

Δηλαδή σε κάθε χωριό υπήρχε ένα τηλέφωνο όπως μας είπες–

Γ.Κ.:

Ναι.

Ε.Κ.:

Ποιοι ήταν αυτοί, που τους δίνατε να έχουν τα τηλέφωνο αυτά; Σπίτια; Μαγαζιά; Τι;

Γ.Κ.:

Λοιπόν, όπως είπαμε στα μεγάλα χωριά, αλλά και τα μικρά χωριά, διότι ο ΟΤΕ τότε είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Εγώ θα το πω αυτό το πράγμα. Δηλαδή, τι εννοώ ανθρώπινο πρόσωπο. Υπήρχε ένα χωριό με 2 σπίτια. Όμως υπήρχανε γέροντες, υπήρχανε ασθενείς και ζητούσε ένα τηλέφωνο για το χωριό. Όχι να το πληρώσει απ’ την τσέπη του, για το χωριό για 2-3-5-10-20 σπίτια. Ο ΟΤΕ του έδινε τηλέφωνο, ενώ σήμερα δε δίνουνε. Παρά σου λέει: «Έχεις το κινητό». Τελοσπάντων. Περάσανε αυτά. Λοιπόν, επιλέγαμε... Ο κάθε προϊστάμενος του κάθε γραφείου έκανε επιλογή κάποιων προσώπων από κάθε χωριό. Μπορεί να ’τανε μαγαζί. Εγώ είχα ανθρώπους που είχανε καφενεία, είχανε μπακάλικα μικρά –μίνι μάρκετ ας το πούμε σήμερα– και σπίτια, πολλά σπίτια. Και ο άνθρωπος αυτός του δίναμε το μπλοκ τηλεγραφημάτων, το μπλοκ των συνδιαλέξεων και τα έγραφε. Ό,τι του δίναμε εμείς, τα έγραφε και τα πήγαινε και τα μοίραζε στα σπίτια. Έπαιρνε –προς Θεού– κάθε τέλος του μηνός έπαιρνε μια αμοιβή, αντιμισθία τη λέγαμε. Δηλαδή επί των εισπράξεών του, τόσο τα εκατό θα έπαιρνε αμοιβή αυτός. Δεν τον είχαμε τσάμπα. Ο ΟΤΕ είχε αξιοπρέπεια. Επλήρωνε. Βέβαια. Δίκαια πράγματα. Και είχαμε σ’ όλα τα χωριά τηλεφωνητή σε σπίτια…

Ε.Κ.:

Ποια ακριβώς ήταν η δική σου δουλειά;

Γ.Κ.:

Η δική μου δουλειά... Όλες οι δουλειές, όλες οι δουλειές. Ο προϊστάμενος σε μικρά γραφεία έπρεπε να ασχολείται με τα πάντα. Άνοιγα πρώτος το γραφείο και έκλεινα συνήθως τελευταίος. Μπορούσε, έμενε και ο διανομέας έμενε, δεν μπορώ να πω. Και είχα ένα καλό παιδί διανομέα, το Γιώργο το [00:25:00]Μαυρομάτη. Έχει φύγει ο καημένος κι αυτός τώρα απ’ τη ζωή. Και ήτανε και άλλα παιδιά. Το έργο ήτανε πολύπλευρο, όπως είπαμε. Δεν μπορώ να το εξιστορήσω τώρα, διότι απαιτείται χρόνος. Ήτανε και ως προς την ανταπόκριση της τηλεφωνίας, των τηλεφώνων δηλαδή, ως προς την ανταπόκριση της τηλεγραφίας, των τηλεγραφημάτων, εισερχόμενα-εξερχόμενα τηλεγραφήματα και συνδιαλέξεις το ίδιο. Ήτανε κάθε μεσημέρι ή κάθε βράδυ έπρεπε να κλείσουμε τα οικονομικά. Ο προϊστάμενος έπρεπε να τα κλείσει αυτά. Τέλος του μηνός εγινότανε έλεγχος σε όλα και λογιστικά, οικονομικά. Όλα τα στοιχεία συμπληρωνόντουσαν τόσες καταστάσεις χαρτιά, εγινόταν ένα δέμα –όχι φάκελος, δέμα ολόκληρο– και στελνότανε συστημένο εις την προϊσταμένη μου Αρχή που ήτανε η Τρίπολη, όπως είπαμε. Και αυτό το κάνανε όλα τα γραφεία. Και είχαμε προθεσμία μέχρι 5 του μηνός, του επομένου μηνός, έπρεπε να κλείσουμε το μήνα, όπως λέγαμε. Και μίλαγα με τους συναδέλφους, γιατί λέγαμε ότι «5 του μηνός, ο μήνας πρέπει να κλείσει». Εννοούσαμε αυτό, ότι πρέπει να φτιάξουμε όλα τα χαρτιά, να τα κάνουμε ένα δέμα και να πάνε προς έλεγχο στην Τρίπολη. Και τέλος του μηνός ξενύχτια για μένα, για τον εαυτό μου μιλάω. Τα άλλα παιδιά δεν καθόντουσαν και οι τεχνικοί φεύγανε. Ξενύχτι μέχρι τις 10:00, 11:00, 12:00, 1:00 η ώρα, 2:00. Το περίεργο. Ένα άλλο δύσκολο. Είχαμε κάποια τηλέφωνα αστικά, ιδιωτικά. Ειδικά στον Ποταμό, τα πρώτα χρόνια. Μετά δώσαμε και στα χωριά. Τους λογαριασμούς –δεν είχαμε αριθμομηχανές– τους βγάζαμε με το χέρι και έπρεπε… Είχαμε φερειπείν –θα πω ένα μικρό νούμερο– 50 τηλέφωνα αστικά, δηλαδή 50 λογαριασμούς. Το οικονομικό μέγεθος του κάθε λογαριασμού ή το ποσόν –να το πω απλά– το ποσό του κάθε λογαριασμού έπρεπε αθροίζοντάς τα, αθροίζοντας και τους 50 λογαριασμούς έπρεπε να συμφωνεί με το συγκεντρωτικό πίνακα. Υπήρχε ξεχωριστός αυτών των τηλεφώνων. Μου έτυχε περίπτωση να έχω μία δεκάρα –ήτανε οι δραχμές τότε– 10 λεπτά, – ασήμαντο χρηματικό ποσό, έτσι;–10 λεπτά διαφορά από το σύνολο των λογαριασμών με τη συγκεντρωτική κατάσταση. Και έκανα ξενύχτι όλη νύχτα για να βρω με το χέρι πού ήτανε η διαφορά μιας δεκάρας. Εκεί να δείτε σπαζοκεφαλιές. Τρομερές δυσκολίες. Τα μονοπρόσωπα γραφεία είναι δύσκολα, διότι θα περνάνε απ’ τα χέρια του προϊσταμένου τα πάντα, τα πάντα. Και η επαφή με τον κόσμο, και τα παράπονα με τον κόσμο, και τα τηλέφωνα –να δώσεις τηλέφωνα–, και η γραφική υπηρεσία μέσα στο γραφείο. Τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα. Ένα δύσκολο έργο.

Ε.Κ.:

Ποιες ήταν οι άλλες ειδικότητες που εργάζονταν στον ΟΤΕ τότε;

Γ.Κ.:

Εμείς εδώ δεν είχαμε πολλές ειδικότητες, γιατί είπαμε, όλα τα διεκπεραίωνε ο προϊστάμενος. Ήτανε το διοικητικό σκέλος, οικονομικό σκέλος που ήταν όλα ευθύνη του προϊσταμένου και το τεχνικό που ήτανε 4-5 τεχνίτες και είχανε το δικό τους γραφείο, τη δική τους αίθουσα. Και ειδικά μετά που χτίσαμε δικό μας γραφείο ήτανε στον όροφο το γραφείο του ΟΤΕ το γραφείο το δικό μου, το διοικητικό σκέλος και το σκέλος τηλεφωνίας τηλεγραφίας ήτανε στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο ήντουσαν τα μηχανήματα και οι τεχνικές υπηρεσίες. Ναι, να σας πω ή να το αφήσουμε στο τέλος ότι για την ανοικοδόμηση του ΟΤΕ... Να το αφήσουμε στο τέλος.

Ε.Κ.:

Μέχρι πότε περίπου υπήρχε ένα τηλέφωνο σε κάθε χωριό; Μέχρι πότε περίπου;

Γ.Κ.:

Υπήρχε πολλά χρόνια, πολλά χρόνια μετά... Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε αρχίσαμε να δίνουμε τηλέφωνα στα χωριά. Βάζαμε φερέσυχνα, μηχανήματα δηλαδή σε ένα κουτί σ’ ένα κιβώτιο μεγάλο και αυτό το κουτί, αυτό το φερέσυχνο... Προτού μπούνε υπόγεια δίκτυα, γιατί μετέπειτα, τώρα είναι τα υπόγεια δίκτυα, αλλά τότε υπήρχαν τα μηχανήματα. Εβάζαμε ένα φερέσυχνο φερειπείν, όπως είπα, στον Αβλέμονα. Και θυμάμαι σαν και τώρα, διότι είχα κι ένα ευτράπελο εκεί και μου 'χει μείνει ακόμα. Αυτό έβγαζε... Μπορούσαμε να δώσουμε απ’ αυτό το μηχάνημα, απ’ αυτό το φερέσυχνο 12 τηλέφωνα. Θα το πω τώρα το ευτράπελο. Το άφηνα για το τέλος, αλλά θα το πω τώρα. Λοιπόν, και μου λέει ο αρμόδιος υπάλληλος της αστικής [00:30:00]τηλεφωνίας της Τριπόλεως ο προϊστάμενος, ένας Δημητρακόπουλος –Θεός σχωρέσ’ τον πολύ καλός άνθρωπος, πάρα πολύ καλός– μου λέει: «Γιώργο, θα βγάλεις –ενώ ήτανε αρχικά να βγάλω 12 τηλέφωνα να φωνάξω να πληρώσουνε και να δώσουμε μετά, μου λέει– θα βγάλεις και ένα 13ο». Του λέω: «Βρε Γιώργο -Γιώργο τον λέγανε κι αυτόνε- το φερέσυχνο αυτό -λέω- είναι για 12 τηλέφωνα να δώσουμε». «Όχι -μου λέει- θα βάλομε μια πλακέτα -τα θυμάμαι ακόμα που 'χουν περάσει τόσα χρόνια- θα βάλομε μια πλακέτα και θα βγάλομε 13». Εντάξει. Φωνάζω και το 13ο να πληρώνει, να πληρώσει. Πράγματι ήρθε ο 13ος με χαρά, ένας Γιάννης, επλήρωσε και μετά από κανένα μήνα με παίρνει πάλι αυτός ο προϊστάμενος απ’ την Τρίπολη, ο ίδιος που μου ’χε πει να δώσω το 13ο και μου λέει: «Ξέρεις έγινε ένα λάθος. Δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το 13ο να το εξυπηρετήσουμε. Θα τον φωνάξεις αυτόν που πλήρωσε να πάρει πίσω τα λεφτά του». Λέω: «Τι μου έκανες τώρα;». Εγώ το κατάλαβα. Λέω: «Εδώ θα γίνει χαμός τώρα. Θα τον φωνάξω πίσω να πάρει…». Που ο καθένας έκανε τα πάντα για να πάρει ένα τηλέφωνο τότε, δεν υπήρχανε κινητά. Ήτανε λαχείο. Αλλά τι να κάνω, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, εφόσον η προϊσταμένη Αρχή μου έλεγε ότι δεν μπορούνε οι τεχνικές υπηρεσίες να μας δώσουνε το 13ο γιατί ήτανε αλληλένδετες οι εργασίες διοικητικών-τεχνικών. Και υπάκουσα. Φωνάζω τον άνθρωπο αυτόνε, τον παίρνω τηλέφωνο του λέω: «Ξέρεις, κύριε Γιάννη, έτσι κι έτσι. Έγινε ένα λάθος απ’ την Τρίπολη και δυστυχώς δεν μπορούμε. Χίλια συγγνώμη, δεν μπορούμε». Του μίλησα ευγενέστατα, με ωραίο τρόπο, αλλά του είπα: «Δε μπορούμε να σε εξυπηρετήσουμε. Θα σου δώσουμε αργότερα». Ε ρε, τι ήτανε να το... Να του το πω. Δεν σας λέω τίποτ’ άλλο. Μέχρι… Αυτή η ιστορία θα ’ναι 30 χρόνια, 40 θα ’ναι, παραπάνω. Μέχρι πρόσφατα που πέθανε δε μου είπε «καλημέρα». Μου έκοψε και την καλημέρα. Τον συναντούσα στο δρόμο και έκανε μεταβολή και πήγαινε απ’ την αντίθετη πλευρά. Είχαμε τέτοιες στενοχώριες και ακόμα τώρα σκέπτομαι, που είναι ο γιος του εδώ στον Αβλέμονα, να τον καλέσω μία μέρα να του πω την ιστορία του πατέρα του, για δε θέλω να έχουνε... Νομίζανε όλη η οικογένεια ότι εγώ φταίω για αυτή την ιστορία. Δεν έφταιγα, ήμουνα πολύ προσεκτικός. Αλλά είναι τα απρόοπτα, δυστυχώς. Τα ’χαμε κι αυτά.

Ε.Κ.:

Υπήρχαν άλλες τέτοιες περίεργες εμπειρίες και γεγονότα;

Γ.Κ.:

Υπήρχανε, υπήρχανε πάντοτε παράπονα. Να το πω έτσι στην απλή διάλεκτο, τσακωμοί υπήρχανε κάθε μέρα. Διότι, ένα απλό παράδειγμα. Είπαμε προηγουμένως ότι εγώ σήμερα για 12:00 η ώρα το μεσημέρι είχα 8 συνδιαλέξεις τηλεφωνικές, 8 εξερχόμενες από Κύθηρα. Καλούσε κάποιος από τα Κύθηρα προς διάφορες πόλεις της Ελλάδος, Αθήνα, καράβια, Αυστραλία, εξωτερικό κτλ.. Και είχαμε και άλλες 10 εισερχόμενες που καλούσανε από άλλα μέρη κάποιους απ’ τα Κύθηρα, δηλαδή 18, 18 την ίδια ώρα. Ο πρώτος θα μίλαγε ώρα 12:00 το μεσημέρι, ο τελευταίος θα μιλούσε στη 1:00, ξέρω γω. Εκεί αν ήτανε δύστροπος η συνέπεια θα ήτανε να βρίσει, οι βρισιές. Για αυτό λέω έπρεπε να ’χεις υπομονή, λογική. Κάποιοι πελάτες και συνδρομητές είχανε και την ευγένεια και την υπομονή και την καλοσύνη. Το βλέπανε. Κάποιοι όμως δύστροποι δεν την είχανε και αρχίζαν τις βρισιές. Υπήρχαν στενοχώριες, που τέτοια γεγονότα τα είχαμε σε καθημερινή βάση δυστυχώς, δυστυχώς. Δεν ήτανε καλό το έργο μας τότε, διότι για τα μεγάλα γραφεία... Στα μεγάλα γραφεία δεν συνέβαινε αυτό, διότι ο καθένας είχε το αντικείμενό του, ενώ εδώ ήταν διαφορετικά. Στα μικρά γραφεία είναι άλλο το σύστημα της εργασίας δυστυχώς. Αλλά περάσαν τα χρόνια.

Ε.Κ.:

Στα Κύθηρα τα σπίτια πότε απέκτησαν... Aρχισαν να αποκτούν δικά τους σταθερά τηλέφωνα; Σταμάτησε δηλαδή το σύστημα «ένα τηλέφωνο σε κάθε χωριό»;

Γ.Κ.:

Βεβαίως σταμάτησε το σύστημα σε κάθε χωριό που βάζαμε τα φερέσυχνα όπως είπα, διότι μετέπειτα έγινε αστικό δίκτυο. Το πότε ακριβώς δεν θυμάμαι, γιατί είχα φύγει και με μετάθεση το ’74 πήγα Αθήνα και δε θυμάμαι. Αλλά έγινε ωραίο έργο μετά. Έγινε δίκτυο από το σταθμό της Αγίας Μόνης πάνω στο βουνό, [00:35:00]που εκεί υπήρχανε οι κεραίες που εξυπηρετούσανε το κέντρο των Αθηνών με την Κρήτη και από εκεί επαίρναμε γραμμές κι εμείς. Έγινε υπόγειο δίκτυο στα μεγάλα χωριά στα Κύθηρα, μπήκανε οπτικές ίνες τώρα τελευταία, πριν λίγα χρόνια σε όλο το νησί. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά σήμερα. Μπήκανε αστικά μηχανήματα και στα 2 γραφεία. Εμπλουτιστήκανε τα 2 γραφεία με μηχανήματα και στον Ποταμό και στη Χώρα. Βέβαια, έχουν κλείσει τα γραφεία αυτά –για να το πούμε κι αυτό– σήμερα. Τα ’χουν καταργήσει, αλλά τα μηχανήματα υπάρχουνε στα γραφεία αυτά και λειτουργούνε και δίνουνε σε όποιον ζητήσει. Τώρα μπορεί να πάρει δικό του τηλέφωνο, αστικό τηλέφωνο με μεγάλη ευκολία. Είναι διαφορετικά τα πράγματα. Μεγάλη διαφορά από το τότε μέχρι το σήμερα. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι σε κάποιους τομείς είναι καλύτερα τα πράγματα.

Ε.Κ.:

Έγινε πριν αναφορά στα ωράρια εργασίας. Πες μας παραπάνω λεπτομέρειες.

Γ.Κ.:

Τα ωράρια εργασίας... Εμείς δουλεύαμε τα πρώτα χρόνια, δουλεύαμε πρωί-απόγευμα, δηλαδή σχολούσαμε ξέρω 'γω στη 1:30-2:00 το μεσημέρι, επηγαίναμε μέχρι τις 4:00-5:00, τρώγαμε, ξεκουραζόμαστε στο σπίτι μας και ξαναγυρνούσαμε και ανοίγαμε το γραφείο επισήμως μέχρι τις 8:00 το βράδυ. Μετέπειτα καταργήθηκε αυτό. Μετέπειτα έγινε το πενθήμερο και αυτό ήτανε πολύ καλό για εμάς, διότι δουλεύαμε μέχρι την Παρασκευή, και Παρασκευή και… Πολύ καλό το πενθήμερο ήτανε πολύ καλό, πολύ καλό. Αλλά δυστυχώς το δυσάρεστο για μας εδώ είναι και για όλη την επαρχιακή Ελλάδα ότι έχουνε καταργηθεί, τα έχουν κλείσει τα μικρά γραφεία και μείνανε μόνο στους νομούς και στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις τα γραφεία του ΟΤΕ. Σε πολλές κωμοπόλεις και χωριά έχουν κλείσει όλα, όλα. Κάτι για το μέγαρο θέλω να πω θα το αφήσω στο τέλος.

Ε.Κ.:

Τι γινόταν τις ημέρες των εκλογών στον ΟΤΕ; Τι κάνατε;

Γ.Κ.:

Η ψυχή των εκλογών ήτανε ο ΟΤΕ, διότι όλοι περιμένανε να μάθουν τα αποτελέσματα απ’ το γραφείο του ΟΤΕ Ήμαστε ανοιχτά όλη μέρα τότε. Δεν κλείναμε καθόλου, ούτε το μεσημέρι την ημέρα των εκλογών, διότι ο κάθε αντιπρόσωπος σε κάθε χωριό που ήτανε εκλογικό κέντρο, έφερνε... Συνέτασσε με το τέλος, με την καταμέτρηση των αποτελεσμάτων έφτιαχνε ένα τηλεγράφημα με όλα τα αποτελέσματα του κάθε χωριού ή μάλλον του χωριού του, του εκλογικού του κέντρου –να το πούμε έτσι καλύτερα– για κάθε κόμμα, για κάθε λεπτομέρεια, το έφερνε και το στέλναμε εμείς στο Υπουργείο Εσωτερικών. Ήμαστε ο ενδιάμεσος κρίκος. Όλα τα αποτελέσματα των εκλογικών κέντρων εφεύγανε και πηγαίνανε στο Υπουργείο Εσωτερικών μέσω των γραφείων του ΟΤΕ. Ενώ τώρα δεν χρειάζονται ούτε αυτά. Τίποτα. Και δουλεύαμε συνέχεια. Βέβαια μας πληρώνανε για αυτό. Δε δουλεύαμε δωρεάν. Όχι. Μας πλήρωνε ο ΟΤΕ για όλες τις ώρες, με υπερωρίες για όλες. Και αν κάναμε και νύχτα, γιατί πολλές φορές ξενυχτούσαμε. Φερειπείν έτυχε πολλές φορές ένας πρόεδρος εκλογικού κέντρου, ένας δικαστικός αντιπρόσωπος να έχει διαφορά στους ψήφους εκεί ή να υπάρχει αντιδικία και εκεί να υπάρχει τσακωμός με τα κόμματα. Είχαμε, υπήρχε και αυτό. Έλεγε ένα κόμμα ότι αυτό το ψηφοδέλτιο είναι έγκυρο και ήτανε άκυρο και τραβούσε η καταμέτρηση 12:00 η ώρα τη νύχτα, 1:00 η ώρα τη νύχτα, 2:00 η ώρα τη νύχτα. Εμείς περιμέναμε, δεν έκλεινα το γραφείο. Δεν επιτρεπόταν να κλείσω. Έπρεπε να μου φέρουνε και το τελευταίο τηλεγράφημα. Και το τελευταίο χωριό να μου καταθέσουν το τηλεγράφημά τους και τότε έκλεινα. Το έδινα στο Υπουργείο Εσωτερικών, ερχόμουν σε επαφή με το συνεργαζόμενο τηλεφωνικό κέντρο το δικό μου –Προϊστάμενη Αρχή κατά κάποιον τρόπο– το μεγαλύτερο, είτε Γύθειο είτε Σπάρτη και ανάφερα πέρας εργασιών και έκλεινα και έφευγα. Αλλά μπορεί να ’τανε μεσάνυχτα ή και 2 η ώρα τη νύχτα. Ναι. Είχαμε και τα φαιδρά κι εκείνες τις βραδιές είχανε. Υπήρχανε στον ΟΤΕ τότε, υπήρχανε και τα ωραία και τα άσχημα. Τα άσχημα σας είπα ποια ήταν, εκνευρισμοί, τσακωμοί κτλ. Θυμάμαι και ένα περιστατικό με ένα δημοψήφισμα, αλλά δεν θα το πω αυτό. Ή να το πούμε; Τώρα είναι περασμένο, οπότε [00:40:00]ξεχασμένο. Ήτανε... Το γραφείο μου με το εκλογικό κέντρο ήτανε στο ίδιο κτηριακό συγκρότημα, συστέγαση. Δίπλα. Όχι ακριβώς δίπλα, στο ίδιο κτήριο. Και αφού τελείωσε η καταμέτρηση του αποτελέσματος, το τηλεγράφημα είχε φύγει… Παλιά είναι, παλιά αυτό. Ένας που ήτανε στην επιτροπή εκεί μέσα… Ήτανε στο –αν θυμάμαι καλά– ήτανε στο «Ναι», «Όχι» με το βασιλιά, με το βασιλιά. Αλλά το περίεργο είναι... Εδώ δε θυμάμαι καλά. Πάντως ήτανε περιστατικό της Χούντας, τέτοιο. Δεν θυμάμαι την ημερομηνία ακριβώς, αλλά εγώ θα σας πω το αποτέλεσμα. Λοιπόν, έρχεται ένας που συμμετείχε στην επιτροπή, αφού είχανε φύγει τα αποτελέσματα τα επίσημα. Στέκεται στο γκισέ απέξω, στο γραφείο μου, στέκεται απέξω. Είχαμε γκισέ, τότε το λέγαμε γκισέ. Δεν μπήκε μέσα στην αίθουσα τη δική μας, που γινόντουσαν οι εργασίες του ΟΤΕ. Πάντα ο πελάτης έμενε απέξω απ’ το γκισέ. Έμεινε απέξω απ’ το γκισέ, ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο γκισέ, βάζει τα χέρια του στο παντελόνι του, στο παντελόνι, κρατάει τα χέρια του σφιχτά, τα βάζει πάνω στο γκισέ, τα ανοίγει έτσι και μας λέει: «Κοιτάτε ψηφοδέλτια!». Αυτά τα είχε κλέψει, τα είχε κλέψει. Αυτά ήτανε εξαφανισμένα φαίνεται και μετά το είπε.

Ε.Κ.:

Τι ψηφοδέλτια ήταν;

Γ.Κ.:

Δεν τ’ άνοιξα. Εμείς δεν τα πιάσαμε καθόλου. Δεν ξέρω τι ήτανε. Δεν τα πιάσαμε εμείς. Ήτανε την εποχή της Χούντας.

Ε.Κ.:

Είχε γίνει νοθεία στο δημοψήφισμα.

Γ.Κ.:

Βέβαια βέβαια. Τα έβαλε πάνω στο γκισέ. Εμείς δεν ασχοληθήκαμε, ούτε τα πιάσαμε, ούτε κοντά δεν πήγαμε, παρά του λέμε: «Παρ’ τα από κει και πήγαινε στο καλό». Αλλά ήταν ωραίο αυτό. Με χαρά τα έφερε και τα 'βαλε πάνω στον γκισέ, να μας τα δείξει ήθελε, να τα δούμε. Εντάξει, αυτό ήτανε. Το τι ήτανε και πώς έκανε αυτός δεν ξέρουμε εμείς. Ούτε πλησιάσαμε εμείς οι υπάλληλοι καθόλου. Εγινόντουσαν πολλά. Για αυτό λέω ο ΟΤΕ είχε και τα καλά του και τα άσχημά του.

Ε.Κ.:

Αυτός δηλαδή θα μπορούσε να το έκανε αυτό υπέρ του καθεστώτος;

Γ.Κ.:

Μπορεί, ναι. Δεν το ξέρομε, γιατί εγώ δεν είδα τίποτα. Αλλά είναι πολύ πιθανόν. Και εμείς έτσι κι εγώ προσωπικά έμεινα έτσι αδρανής και σε απόσταση, διότι πέρασε εκείνη την ώρα, πέρασε απ’ το μυαλό μου και αυτή η σκέψη που μου λες τώρα και έπρεπε να είμαι προσεκτικός και ως άτομο –πρόσεξε– και ως άτομο προσεκτικός και ως προϊστάμενος του γραφείου. Είχα ευθύνη για το γραφείο μου. Και μείναμε –είχα και άλλα παιδιά μέσα–, μείναμε ατάραχοι και του λέμε: «Εντάξει τα είδαμε τώρα» του λέμε χωρίς… Δεν είδαμε τι ψηφοδέλτια ήτανε. Τα είδαμε σαν μάζα που τα ακούμπησε τα εναπόθεσε πάνω εις το γκισέ, τα ξαναμαζεύει, τα βάζει στις τσέπες κι έφυγε. Τώρα τι ήτανε ο Θεός ξέρει. Αλλά περνάνε διάφορες σκέψεις όπως είπαμε απ’ το μυαλό μας, του κάθε του καθενός μας.

Ε.Κ.:

Τι άλλο θυμάσαι από την περίοδο της Χούντας, αναφορικά με τον ΟΤΕ πάντα;

Γ.Κ.:

Ναι, δε θυμάμαι. Για να ’μαι ειλικρινής, την περίοδο της Χούντας εμείς… Αλλά εγώ προσπαθούσα να μη δίνω και δικαιώματα. Μας είχανε φέρει τότε ως εξόριστους στο βασιλικό… Ήταν το πραξικόπημα για τον βασιλέα και είχανε φέρει φερειπείν –να το θυμάμαι– τον Έρσελμαν που ήτανε εξόριστοι εδώ. Εμένανε στην Αγία Πελαγία οι περισσότεροι και ερχόντουσαν ταχτικά κάθε βδομάδα σχεδόν μία φορά εις το γραφείο μου. Όχι όλοι μαζί ένας-ένας, δύο-δύο. Μου φαίνεται ερχότανε με χωροφύλακα, συνοδεία ερχόντουσαν για να τηλεφωνήσουνε στις οικογένειές τους. Δεν υπήρχανε κινητά τότε και ερχόντουσαν στις οικογένειες. Ερχόντουσαν στον ΟΤΕ για να μιλήσουνε με την οικογένειά τους. Ναι, ερχόντουσαν σε εμάς. Και το ίδιο πηγαίνανε και σε όλα τα γραφεία, που υπήρχανε εξόριστοι. Και ο Έρσελμαν, αφού πέρασε καιρός, τον αφήνανε σιγά-σιγά και έβγαινε έξω από… Ήτανε νομίζω... Μάλλον ήτανε στη Χώρα αυτός εξόριστος και αποτέλεσμα ότι και παντρεύτηκε η κόρη του με ένα δικηγόρο Κυθήριο. Τελοσπάντων. Αυτός –και το θυμάμαι σαν και τώρα– καλοκαίρι μ’ ένα μπαστούνι, ωραίο μπαστουνάκι, κοντό παντελονάκι, καλά παπούτσια. Είχε γυρίσει όλο το νησί, όλα τα βουνά του Τσιρίγου και έβγαλε ένα ωραίο χάρτη, το χάρτη των Κυθήρων, που υπάρχει ακόμα μέχρι τώρα και τον πουλάνε νομίζω και τα τουριστικά γραφεία. Ναι. Άλλο περιστατικό δε [00:45:00]θυμάμαι. Να σας πω το εξής. Κάποια περίοδο –δεν θυμάμαι χρονολογία, αλλά επί Χούντας πάντως–, ένα πρωί ανεβαίνει στο γραφείο μου ο Διοικητής της Χωροφυλακής του Ποταμού και μου λέει: «Γιώργο, εσύ που είσαι εξοικειωμένος με τα τηλέφωνα θα κάνεις μια δουλειά». Λέω: «Τι θέλεις;». Λέει: «Θα κάνουμε σε καμία βδομάδα –ήτανε μια γιορτή τότε–, θα κάνουμε μια γιορτή στην πλατεία δω κάτω, στην πλατεία του Ποταμού και θέλω να ’ρθεις να σου αναθέσω το μικρόφωνο, να μιλήσεις» και διάφορες τέτοια. Λέω: «Εγώ δεν έχω τέτοιες εμπειρίες. Άλλο -λέω- να μιλάω εδώ με συναδέλφους μου και άλλο να μιλήσω στο κοινό». Ήτανε πρόφαση αυτή. Εγώ μπορούσα να μιλήσω, αλλά δε θα του ’κανα το χατίρι να πάω να μιλήσω στη Χούντα. Και τον ξαπόστειλα και τελικά έφυγε. Ούτε μου ξανάπε τίποτε. Δε θυμάμαι, μάλλον βρήκε κάποιον άλλον. Δε θυμάμαι τι έκανε. Αλλά εγώ τον έδιωξα άμα μου ’πε αυτό το πράγμα να πάω να μιλήσω στη γιορτή της Χούντας που θα γινότανε στην πλατεία. Τον έδιωξα. Ούτε μου ξαναείπε τίποτα ποτέ, βέβαια. Και ζει ακόμα. Έρχεται και στα Κύθηρα κάπου-κάπου. Τελοσπάντων. Περάσανε, περάσανε. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο.

Ε.Κ.:

Μετά όταν, γιατί ανέφερες πριν ότι πήρες μία μετάθεση–

Γ.Κ.:

Ναι.

Ε.Κ.:

Και πήγες στην Αθήνα. Εκεί αντιμετώπισες κάποιο πρόβλημα; Τι θυμάσαι;

Γ.Κ.:

Για για λόγους υγείας –οικογενειακό θέμα– μετατέθηκα το 1974, εζήτησα μετάθεση για την Αθήνα και εδώ οφείλω να πω ότι ο ΟΤΕ μου φέρθηκε τότε σαν να ’ναι οικογένειά μου, σαν να ’ναι οικογένειά μου. Επήγα στην Αθήνα και πάλι εβρέθηκα ένα βράδυ το 1974. Ήτανε το πραξικόπημα το… Πολιτικό… Δε θυμάμαι ακριβώς τι ήτανε… Θυμάμαι… Του Πολυτεχνείου ήτανε, του Πολυτεχνείου, τώρα θυμήθηκα, του Πολυτεχνείου. Και θυμάμαι το βράδυ εκείνο συμπτωματικά, γιατί δεν έκανα νυχτερινά πολλά εγώ, έκανα αλλά αραιά, στο κεντρικό τηλεγραφείο των Αθηνών, Πατησίων 85 στο Πεδίον του Άρεως λοιπόν, εκείνο το βράδυ έτυχε να είμαι στο γραφείο στο Πεδίον του Άρεως Πατησίων 85, στο γραφείο του ΟΤΕ. Και ακούγαμε όλη νύχτα να περνάνε τα νοσοκομειακά, τα ασθενοφόρα από κάτω. Κάτω ήταν ο δρόμος, η Πατησίων. Και ακούγαμε όλη νύχτα να περνάνε τα ασθενοφόρα. Τώρα τι είχανε μέσα... Κάποιοι ξέρουνε. Άλλο γεγονός… Και πηγαίναμε θυμάμαι με ένα συνάδερφο που έμενε… Εγώ έμενα Αμπελοκήπους, έμενε κι αυτός νομίζω Αμπελοκήπους και πηγαίναμε κάνα δυο μέρες με τα πόδια, πηγαίναμε από Πατησίων που δουλεύαμε 85, πηγαίναμε με τα πόδια Αμπελοκήπους. Και τρέμαμε, φοβόμαστε γιατί ήτανε και οι αδέσποτες σφαίρες και πολλά.

Ε.Κ.:

Είχατε συναντήσει, είχαν έρθει άτομα του καθεστώτος στα γραφεία του ΟΤΕ να σας πουν κάτι;

Γ.Κ.:

Όχι, όχι, όχι ποτέ εκεί, γιατί εγώ δούλευα στην αίθουσα του τηλεγραφείου, του τηλεγραφείου. Δε θα ’ρχόντουσαν σε μας, θα πηγαίνανε στις διευθύνσεις, στους προϊσταμένους. Εδώ δεν... Τίποτα, όχι, δεν έρχονταν. Δεν έτυχε ποτέ. Δεν έτυχε. Δεν έτυχε.

Ε.Κ.:

Ποιο θα έλεγες ότι ήταν το πιο ωραίο πράγμα στη δουλειά που έκανες, στη δουλειά στον ΟΤΕ;

Γ.Κ.:

Κοίταξε να δεις, εγώ το έργο, το έργο μου το αγαπούσα, ενώ είχε τις δυσκολίες του το έργο μου. Όμως το αγαπούσα και δε μπορώ να πω ότι ούτε το πιο... Ποιο είναι πιο ωραίο. Όλα για μένα το ίδιο ήτανε και με τις χαρές και με κάποιες λύπες και… Όχι λύπες, να πω με δύσκολες στιγμές όπως είπα προηγουμένως, οι τσακωμοί, τα παράπονα κτλ.. Αυτά περνάγανε, περάσανε. Θα πω μόνο ένα που ήτανε... Έγινε όπως το είπα και προηγουμένως –εν περιλήψει νομίζω– προηγουμένως ότι σε δύσκολες στιγμές οικογενειακές –για λόγους υγείας επαναλαμβάνω– ο ΟΤΕ μου φέρθηκε σαν να ’ναι αδελφός μου. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σήμερα δεν νομίζω να συμβαίνουν αυτά. Έχουνε αλλάξει, έχουνε άλλο πρόσωπο. Είναι προσωπείο; Δεν ξέρω τι είναι. Τότε υπήρχε ανθρώπινο πρόσωπο. Και στις δύσκολες, πολύ δύσκολες στιγμές της υγείας ατόμου οικογενείας μου, μου φερθήκανε σαν να ’ναι αδερφός μου, μου φερθήκανε όλοι, όλοι! Και συνάδελφοι και προϊσταμένοι. Και οι διοικητικές υπηρεσίες και το ΤΑΠ-ΟΤΕ και όλοι. Όσοι φύγανε να [00:50:00]’ναι η ψυχούλα τους καλά εκεί που είναι. Δεν τους ξεχνώ.

Ε.Κ.:

Το πιο δύσκολο στη δουλειά που έκανες ποιο ήταν;

Γ.Κ.:

Το δύσκολο ήτανε για μένα η περίοδος αυτή που σου είπα, που ήτανε άρρωστο το πρόσωπο της οικογενείας μου και έπρεπε να πάω στον ΟΤΕ να διεκπεραιώσω το έργο του ΟΤΕ. Αυτό ήτανε δύσκολο για μένα.

Ε.Κ.:

Εννοώ μέσα στο επάγγελμα, στην καθημερινή σου δουλειά, ποιο ήταν το πιο δύσκολο;

Γ.Κ.:

Το πιο δύσκολο… Μια δυσκολία για μένα ήτανε επειδής είχανε προκύψει τα τηλέτυπα μετά απ’ το γράψιμο και είχα στην Αθήνα, που είχα πάει στο τηλεφωνικό κέντρο κι εκεί έπρεπε να δίνομε... Να παίρνομε και να δίνομε τηλεγραφήματα σε όλα τα γραφεία του ΟΤΕ της Ελλάδος ήταν το τηλέτυπο.  Γιατί εγώ το τηλέτυπο το ’χα μάθει στη σχολή, αλλά μετά τόσα χρόνια εδώ στον Ποταμό των Κυθήρων το ’χα ξεχάσει και δυσκολεύτηκα να ξαναεπαναφέρω στη μνήμη μου και στα δάχτυλά μου το τηλέτυπο. Και εκεί λίγο δυσκολεύτηκα στην αρχή τους πρώτους μήνες. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Τα άλλα τίποτ’ άλλο.

Ε.Κ.:

Σήμερα έχουν μπει στη ζωή μας το ίντερνετ, τα κινητά τηλέφωνα. Πώς σου φαίνεται αυτή η εξέλιξη στον τομέα της τηλεπικοινωνίας;

Γ.Κ.:

Η κάθε εξέλιξη έχει και τα θετικά και τα αρνητικά. Θα μιλήσω μόνο να πω δύο λόγια για τα κινητά τηλέφωνα. Και όλη... Οι τηλεπικοινωνίες ηλεκτρονικά εξυπηρετούνε και τον άνθρωπο και τις επιχειρήσεις, τον τομέα υγείας, τα πάντα, τα πάντα. Αλλά εγώ ως παλιός τώρα, ως παλιό άτομο έχω παρατηρήσει ένα πράγμα στους νέους ανθρώπους, αλλά και σε μεγαλύτερες ηλικίες σχετικά με τα κινητά. Έχεις είναι μία μάζωξη, είναι 4-5 παιδιά, 10, ξέρω γω. Πολλές φορές όχι πάντοτε βέβαια, αλλά πολλές φορές, διαπιστώνω να μη συζητάνε τα παιδιά μεταξύ τους, να μην αναπτύσσουν ένα θέμα, να μην κάνουνε μία ωραία συζήτηση και σαν νέοι και για άλλα θέματα διάφορα θέματα, παρά να έχουν μπροστά τους ένα κινητό, να χτυπάνε τα δάχτυλα εκεί, να ’ναι αφοσιωμένοι στο κινητό. Δηλαδή πράγματα ντροπής και απαράδεκτα. Απαράδεκτα πράγματα. Λοιπόν, είπαμε και τα θετικά και τα αρνητικά υπάρχουνε. Η κάθε εξέλιξη δεν είναι πάντα μόνο θετική, είναι και αρνητική η κάθε εξέλιξη. Αυτά.

Ε.Κ.:

Φτάνοντας στο τέλος της κουβέντας μας, υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να πεις;

Γ.Κ.:

Ναι, ένα άλλο παράπονο και να κλείσω μάλλον με αυτό. Δεν έχω νομίζω… Αν ξέχασα κάτι, δε θυμάμαι. Τα τελευταία χρόνια που έφτασα... Στα τελευταία χρόνια προς συνταξιοδότηση, δηλαδή ήμουνα περίπου ξέρω γω μία δεκαετία πριν βγω στη σύνταξη, είχα σκεφθεί ότι εάν είμαι στα Κύθηρα και υπηρετώ ως προϊστάμενος ή στο γραφείο του ΟΤΕ Ποταμού ή στο γραφείο του ΟΤΕ Χώρας, θα ήθελα να... Με ενέργειες δικές μου και με την έγκριση της Προϊσταμένης μου Αρχής, της διοίκησης του ΟΤΕ φυσικά, να χτίσουμε ένα μέγαρο του ΟΤΕ στα Κύθηρα. Έτυχε να είμαι τις τελευταίες... Τα τελευταία μου χρόνια εις το γραφείο του ΟΤΕ Ποταμού. Με αυτό το σκεπτικό εξεκίνησα νόμιμες υπηρεσιακές ενέργειες να αγοραστεί οικόπεδο στον Ποταμό και να γίνει ανοικοδόμηση ενός μεγάρου του ΟΤΕ στον Ποταμό. Για να μη σας ζαλίζω έγινε πράξη αυτό. Η Προϊσταμένη μου Αρχή και η διοίκηση του ΟΤΕ στην Αθήνα ενέκρινε και την αγορά οικοπέδου και την ανοικοδόμηση ενός μεγάρου στον ΟΤΕ. Το κτήριο χτίστηκε, εμπήκαμε μέσα για λίγα χρόνια γιατί βγήκα εκτάκτως εγώ για συνταξιοδότηση με μία απόφαση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τότε ήταν Υπουργός Συντονισμού. Αποτέλεσμα όπως είπαμε, εχτίσανε το γραφείο του ΟΤΕ, στεγαστήκαμε μέσα και οι διοικητικές υπηρεσίες και το γραφείο το δικό μου του ΟΤΕ και οι υπηρεσίες οι τεχνικές στον πρώτο όροφο, τα μηχανήματα όλα. Αποτέλεσμα, το γραφείο αυτό το κλείσανε. Οι μόνοι που στεγάζονται ακόμα είναι οι τεχνίτες στον όροφο επάνω που είπαμε. Τα άλλα όλα γραφεία, το δικό μου γραφείο, τα πάντα είναι κλειστά, έρημα και δεν αξιώνονται οι κύριοι σήμερα να κάνουν σε αυτό το κτήριο τουλάχιστον ένα άσπρισμα εξωτερικό, ένα βάψιμο. Ούτε αυτό δεν το ’χουνε κάνει [00:55:00]και δεν το κάνουνε. Λυπάμαι για μία θλιβερή κατάσταση. Κρίμα.

Ε.Κ.:

Εάν δεν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις… Εγώ είμαι καλυμμένη.

Γ.Κ.:

Δεν έχω να προσθέσω τίποτ’ άλλο, παρά να πω ότι, ενώ τώρα εμεγάλωσα θεωρώ τον ΟΤΕ ακόμα και μέχρι σήμερα και με τα στραβά που υπάρχουνε και τα παράπονα που υπάρχουνε, ότι τον θεωρώ το δεύτερό μου σπίτι. Και να πω ότι με όλα τα γραφεία που συνεργάστηκα και με τους συναδέλφους μου επέρασα καλά. Ευχαριστώ πολύ.

Ε.Κ.:

Κι εγώ ευχαριστώ πολύ.