Έθιμα και παραδόσεις από την Καρδάμαινα της Κω
Segment 1
Τα έθιμα της Αποκριάς, τα έθιμα του Πάσχα και το έθιμο της «κούπας» στο πανηγύρι της Παναγίας
00:00:00 - 00:11:11
Partial Transcript
Καλησπέρα, είμαι η Ελένη Χατζηστεφάνου, ερευνήτρια στο Ιstorima. Σήμερα είναι 01/02/2023 και βρίσκομαι στην Καρδάμαινα, στο σπίτι της κυρ…α έθιμα να τα κρατάει. Βοηθούσαμε κι εμείς και να της λέω: «Καλά είναι, Ευτυχία!», «Μαρή, κάνε, βάλε κι άλλα, δεν πειράζει, δεν πειράζει!».
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Παραδοσιακά φαγητά και τραγούδια των Αποκριών
00:11:11 - 00:16:36
Partial Transcript
Ποια ήταν τα παραδοσιακά φαγητά που μαγειρεύατε σε κάθε τέτοιο έθιμο; Στους Αγίους Αναργύρους πάντα κάναμε χοιρινό με πλιγούρι. Ε, μας φέρ…κεριού». Λέγαν αναμεταξύ τους, έτσι, τραγούδια ο ένας στον άλλον, παινέματα. Εγώ τα ‘φτασα αυτά γιατί το παίζανε εδώ πέρα και το θυμούμαι.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Γαμήλια έθιμα, τραγούδια, χοροί και έθιμα προς τιμήν των νεκρών
00:16:36 - 00:36:20
Partial Transcript
Μετά είχαμε και τα εθίματα, ας πούμε, έτσι, του γάμου που κάναμε. Πρώτα οι γάμοι δεν γινόντουσαν τα Σάββατα, οι γάμοι γινόντουσαν Κυριακές. …ο χαλουβά, φέρε κουμπάρο μπύρα, γιατί θα σου καταραστώ να μην τη δεις τη μοίρα». Δηλαδή για να τους κάνουν έτσι, να κάνουν κέφι και να...
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Το έθιμο της «κοκάλας», έθιμα των Αποκριών και η πρότερη σχέση των ανθρώπων με την εκκλησία
00:36:20 - 00:42:04
Partial Transcript
Το έθιμο της «κοκάλας» με το οποίο ξεκινήσαμε πριν να μιλάμε, θυμάστε περισσότερα πράγματα; Δηλαδή, ας πούμε, πότε ξεκινούσανε να φτιάχνουν…ς Ανέστη» ή για τα Χριστούγεννα, για όλες τις ήμερες. Έπρεπε να ήταν όλος ο κόσμος εκεί. Ε, τότε δεν ήταν... Οικογένειες, λίγα άτομα ήτανε.
Lead to transcriptLocations
Segment 5
Στιχοπλακιές: Ο «Ερωτόκριτος» και η «Καμάρα»
00:42:04 - 00:52:17
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε κάτι άλλο σχετικό με έθιμο που θυμάστε; Δεν θυμάμαι. Να, αυτά τα έθιμά τα ‘παμε τώρα, δεν ξέρω. Άλλα που λέγανε έτσι, …ι”». Ευχαριστώ πολύ, κυρία Μαρία. Κάτι άλλο δεν ξέρω να αυτό. Μόνο έτσι, στιχοπλακιές καμπόσες, αλλά έτσι από εθίματα ό,τι ήξερα είπα.
Lead to transcriptTopics
Locations
Tags
Segment 1
Τα έθιμα της Αποκριάς, τα έθιμα του Πάσχα και το έθιμο της «κούπας» στο πανηγύρι της Παναγίας
00:00:00 - 00:11:11
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Ελένη Χατζηστεφάνου, ερευνήτρια στο Ιstorima. Σήμερα είναι 01/02/2023 και βρίσκομαι στην Καρδάμαινα, στο σπίτι της κυρίας Μαρίας Νιώτη. Κυρία Μαρία, θα θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για σας;
Ναι. Ονομάζομαι Μαρία Νιώτη, του αντρός μου είναι το επίθετο «Νιώτη», εγώ είμαι του πατέρα μου, είμαι Κατσαρού, Δαμιανού-Κατσαρού. Χάρηκα που ήρθες, Ελενάκι, και θέλω να σου πω λίγα λόγια να τα... Μακάρι να τα γράψετε και να υπάρχουν. Όσο μπορώ και ό,τι μπορώ. Εντάξει;
Από πού θα θέλατε να ξεκινήσουμε;
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα έθιμα που κάναμε τις Απόκριες, που μαζευόντουσαν όλες οι οικογένειες – τότε δεν είχε ούτε τηλεοράσεις, δεν είχε. Μαζευόντουσαν κάθε βράδυ σ’ ένα σπίτι παρέες, όλοι να ποσπερίζουν, να λένε τραγούδια, να χορεύουνε, να κάνουν το έθιμο αυτό της «κοκάλας». Η «κόκαλα» ήταν ένα κεφάλι από ένα γαϊδουράκι που είχε πεθάνει και το ‘χανε στολίσει μ’ ένα κουδουνάκι. Το χτυπούσε, έτρεχε πάνω στις κοπελιές. Αυτές φοβόντουσαν, τρέχαν, φωνάζανε. Οι Απόκριες ήταν πάρα πολύ ωραίες, γιατί θυμάμαι εγώ τη μάνα μου, όλες μου τις θείες να κάνουν κάθε βράδυ, να πλάθουν, να κάνουν κατιμέρια, να κάνουνε τις μακαρούνες με τα... Πλαστές μακαρούνες, κατιμέρια, λουκουμάδες, τα γιαούρτια που φέρνανε οι τσοπάνηδες, να λένε τραγούδια, να χορεύουν. Τα κατιμέρια ήτανε, τα ζύμωναν οι μάνες μας, βάζανε αυγό, βάζανε λίγο λαδάκι, κάνανε ζυμάρι, το ανοίγανε μετά, πλάθανε τα κατιμεράκια, τα γέμιζαν με λίγο τυράκι, σιρόπι. Ήτανε καθημερινά, όπου πήγαινες, σε όλα τα σπίτια, φτωχά, πλούσια το ίδιο είχανε: τα πλιγούρια, τα κατιμέρια, οι παραδοσιακές μακαρούνες, αυτά. Αλλά γλεντούσε ο κόσμος, γιατί υπήρχε η αγάπη στον κόσμο, υπήρχε… Όλοι, ισότητα, δεν ξεχώριζαν τότε. Και οι συγγενείς και οι φίλοι και οι γειτόνοι, όλοι μαζί ήτανε, όλοι μαζί. Εγώ θυμάμαι το σπίτι μας εδώ, δεν άδειαζε ποτές. Ποτές. Και άμα ήταν να τελειώσουν οι Απόκριες, θυμάμαι που ο παππούς μου έλεγε ένα τραγούδι: «Τελειώσαν οι Αποκριές, φεύγουν κι οι κουλουρίες. Αύριο πάρ’ τον κατσουνά και άμε στις ραπανίες».
Θυμάστε από την περίοδο των Αποκριών κάποια αμφίεση ας πούμε;
Ε ναι, που γινόντουσαν έτσι… Τα ελαφάκια που λέγαμε; Ναι. Τις Απόκριες γινόντουσαν αλαφάκια, καμουζέλες –πώς τα λέμε; Αλλά γινόντουσαν όλοι, γέροι, νέοι. Εγώ θυμάμαι που είχα μια γειτόνισσα εδώ και άμα ήθελε να γίνει, δεν «τυφλωνόταν» καθόλου να βάλει τίποτα μπροστά της, έτρεχε έτσι και φώναζε μέσα στο χωριό και λέει: «Άχου μα, η Παρασκευή είναι πάλι, Μαρή, Παρασκευή!», αλλά έκανε γούστο, έκανε κέφι στον κόσμο. Και άλλη μια φορά, θυμάμαι, μια θεία μου που έκανε έναν γέρο έτσι, τον έκανε, τον έντυσε βρακά και του έδωσε να κρατάει ένα βιβλίο να διαβάζει, τάχα ότι ήτανε σαν βουλευτής και έβγαζε λόγο, και εκείνη εκρατούσε ένα πιάτο και είχε μέσα γιαούρτι και το ‘κανε με το γιαούρτι και του μάζευε τον ιδρώτα που μιλούσε. Αυτά τώρα δεν γίνονται. Τώρα φύγαν οι παλιοί άνθρωποι.
Εσείς ως παιδί είχατε ντυθεί κάτι;
Πολλές φορές εγώ ντυνόμουν, γύριζα. Θυμάμαι μια φορά που –εγώ ήμουν αρραβωνιασμένη– μια φορά και ντύθηκα και πήγα σ’ ένα σπίτι που είχε αρραβώνα εδώ, δικός μας, ο καπετάν Μιχάλης, ο Κατσίλης και άμα μπήκα μέσα, λέει: «Ποια είναι πάλι αυτή; Ποια είναι πάλι αυτή που με τραβάει και αυτόναι;». Λέει ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, «Μάρη, εσύ είσαι κι έγινες αλαφάκι κι ήρθες στον αρραβώνα;». Λέω... Τι να κάνουμε;[00:05:00] είχαμε άλλα αυτά τότε, ο κόσμος πιο απλός. Τώρα κλείστηκαν οι άνθρωποι, κλείστηκαν στον εαυτό τους, κλειστήκανε, δεν ξέρω τι φταίει. Μετά από τις Απόκριές μας ερχότανε η Λαμπρή, η μεγάλη Σαρακοστή, να νηστεύουμε τη μεγάλη Σαρακοστή, να πηγαίνουμε στους εσπερινούς μας, να περιμένουμε να έρθει το Πάσχα με τόση λαχτάρα. Γιατί νηστεύαμε και θέλαμε να έρθει το Πάσχα να φάμε το κατσίκι, που όλο το Μεγάλο Σάββατο τότε, όλες οι γυναίκες την ίδια μέρα να σφάξουν τα κατσικάκια, να τα παραγεμίσουν, ν’ ανάψουν τον φούρνο, να τα βάλουμε, να κάμουν τις λαμπρόπιτες, να κάμουνε ψωμιά, να καθαρίσουν, ν’ ασβεστώνουν τα σπίτια, να περιμένουμε να ‘ρθει η Ανάσταση και να βρεθούμε το βράδυ, να φάμε όλοι μαζί. Ωραία χρόνια. Ήταν φτωχά, αλλά ήταν όμορφα γιατί υπήρχε η αγάπη στον κόσμο. Το κατσικάκι τη Λαμπρή το παραγεμίζαμε με το ρυζάκι και τα συκωτάκια, τα βάζαμε στον φούρνο τον χωριάτικο. Όλο το χωριό το ίδιο φαγητό είχε. Να σηκωθούμε το πρωί, να βγάλουνε το κατσίκι. Τώρα άλλη… Πρώτα δεν ψήναμε στις σούβλες, όλα ήταν στον φούρνο. Και οι λαμπρόπιτες που τις κάνανε –και τις κάνουμε ακόμα, μέχρι τώρα τις λαμπρόπιτες– τις κάνανε οι μάνες μας, οι γιαγιάδες μας και τις κάνουμε και εμείς. Να ζυμώσουμε το αλευράκι μαζί με τα αυγά, με λίγο γάλα, να τ’ ανοίξουμε το ζυμάρι, να τα γεμίσουμε με τυράκι και να τα… Πρώτα τα φουρνίζαμε και στον φούρνο με τα ξύλα και ήτανε πιο όμορφα. Τώρα δεν έχει και φούρνους ξυλίτικους, χαλάσαν κι αυτοί. Ε, μετά από τη Λαμπρή, να πάμε και στα πανηγύρια μας, που κάναμε το πανηγύρι της Παναγίας μας, 8 του Σεπτέμβρη. Μαζευόταν όλο το χωριό, ερχόντουσαν και από Νίσυρο, ερχόντουσαν και από Αντιμάχεια, από Κω. Να κάνουν τα παραδοσιακά φαγητά στην εκκλησία, να μαζευτεί ο κόσμος, να βγάλουνε τον χορό της «κούπας», να χορεύουνε, να παίρνουν τις λεύτερες να χορεύουνε στην κούπα. Η κούπα είναι ένα πανέρι που το ‘παιρνε όποιος ήθελε να πάει να χορέψει μια κοπελιά, να βάλει μέσα ό,τι ήτανε, μια δραχμούλα-δύο; Ό,τι είχε ευχαρίστηση ο καθένας. Και τα λεφτά αυτά μένανε στην εκκλησία, και η εκκλησία πάλι έκανε μ’ αυτά τα λεφτά κάτι για την εκκλησία, κάτι να βοηθήσει. Όλα...
Θυμάστε από κει, από το έθιμο της «κούπας», να δημιουργούνται σχέσεις νέων με νέες, φλερτ και τέτοια πράγματα;
Ναι, ναι, ήταν και αυτό. Όταν ένας νέος αγαπούσε μια κοπελιά και δεν ήθελε να… την έπαιρνε στον χορό. Πολλές σχέσεις γινόντουσαν και μέσα στις Απόκριες στους χορούς και μέσα από το πανηγύρι της Παναγίας. Ήτανε άλλα χρόνια, αλλιώς οι σχέσεις. Τώρα αναμεταξύ τους τα παιδιά, δεν ξέρω, μπορεί να είναι και καλύτερα, δεν ξέρω. Αλλά πρώτα έπρεπε και οι γονείς μας να ξέρανε, πρώτα ότι θέλει αυτό το παιδί την κόρη μου ή θέλει… Έτσι γινότανε, σαν προξενιό να πούμε. Αν πω εγώ, ας πούμε, τον δικό μου γάμο πώς έγινε! Εγώ ήμουν στο σπίτι μου και έτρωγα και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είχε πάει απέναντι που ήταν ο άντρας μου και τον ζήτησε για γαμπρό, και ήρθε και μου λέει: «Καλορίζικα τα γαμπρολόγια!». Λέω: «Μα ποιος αρραβωνιάστηκε;». Λέει: «Εσύ!». «Από ποιον;». Λέει: «Από τον γείτονα!». «Καλά, εντάξει». Αυτό!
Εσείς τότε πόσο χρονών ήσασταν;
Είκοσι. Είχαμε και το πανηγύρι των Αγίων[00:10:00] Αναργύρων και εκεί γινόταν μεγάλο γλέντι πρώτα. Διασκεδάζανε. Εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου –τον λέγανε Δαμιανό– και μόλις τελείωνε η εκκλησία από πάνω από τους Αγίους Αναργύρους, τα όργανα ερχόντουσαν στο σπίτι μας και παίζανε, και ξημερωνόντουσαν όλη τη νύχτα να χορεύουνε. Μετά αλλάξανε τα χρόνια και μετά, Ελενίτσα μου, θυμάμαι και τη γιαγιά σου που ήταν πάρα πολλά χρόνια στην αδελφότητα. Κράτησε, όμως, και εκείνη πολύ τα ήθη και τα έθιμα της παράδοσής μας. Έκανε, κάναμε φαγητά, κάναμε πλιγούρια, χοιρινά. Ήτανε πάρα πολύ του κόσμου και της άρεσαν όλα αυτά τα έθιμα να τα κρατάει. Βοηθούσαμε κι εμείς και να της λέω: «Καλά είναι, Ευτυχία!», «Μαρή, κάνε, βάλε κι άλλα, δεν πειράζει, δεν πειράζει!».
Ποια ήταν τα παραδοσιακά φαγητά που μαγειρεύατε σε κάθε τέτοιο έθιμο;
Στους Αγίους Αναργύρους πάντα κάναμε χοιρινό με πλιγούρι. Ε, μας φέρνανε και ήτανε και έτσι… άμα ήταν να μας φέρουν ή ψάρια να τηγανίσουμε ή και κατσίκες που φέρνανε και βράζανε εκεί πάνω. Αλλά εμείς δηλαδή, το δικό μας ήταν αυτό. Και παλιά παλιά θυμάμαι εγώ που φέρνανε και ταξίματα στους Αγίους Αναργύρους, δηλαδή, μπορούσαν να φέρουνε. Είχαν ένα τάξιμο να φέρουν έναν κόκορα, να φέρουν ένα γουρουνάκι, να φέρουν ένα κατσικάκι, να τα βγάζουν αυτά και να τα μαγειρεύουνε. Έτσι γινόντουσαν τα πανηγύρια. Δεν αγοράζανε τότε κρέατα και… ο κόσμος τα ‘δινε. Ο κόσμος για να τα κάμουνε. Τις γιορτές πάλι, του Αγίου Βασιλείου θέλαμε να φτιάξουμε τον μπακλαβά. Όλες οι γυναίκες κάνανε πλαστό μπακλαβά, δεν είχε τότε φύλα, δεν είχε έτοιμα να κάνεις μπακλαβά. Ζυμώναν το ζυμάρι, να πάρουν από ένα πιταριδόξυλο –που το λέγαμε– και ένα σινί, να πάνε πέντε γυναίκες κάθε βράδυ σ’ ένα σπίτι να κάνουνε δυο-τρία ταψιά μπακλαβά σε μια γυναίκα. Την άλλη βραδιά να πάνε σε άλλη και πάλι και πάλι μέχρι που να κάνει όλη η γειτονιά. Να το βάλουν στον φούρνο, να το φουρνίσουν, να ‘χουν το σιρόπι έτοιμο και τ’ Αγίου Βασιλείου πια έπρεπε να τον ανοίξουν τον μπακλαβά, να κεράσουν, να πάει η μια της αλληνής, να δει πώς ήτανε της μιανής, πιο ωραίος της αλληνής.
Οπότε είχατε πιο στενές επαφές όλοι με όλους.
Όλοι, ναι. Γιατί ήτανε και πιο λίγο το χωριό, δεν είχαμε, έτσι, ξένους, ήμασταν όλο συγγενείς. Ας πούμε, εμείς ακόμα εδώ, μερικοί έχουμε ακόμα. Αλλά τώρα τα δικά μας τα παιδιά πια που μεγαλώνουν και φεύγουν... Φεύγουν. Τέλος πάντων. Και τους μαρμαρίτες, τους κάναμε τα Θεοφάνια. Βάζαμε ένα μάρμαρο στη φωτιά, βάζαμε το ζυμάρι, το κάναμε με νερό, μαγιά και αλάτι, έπρεπε να ‘τανε πολύ δροσερό το ζυμάρι να το βάλουμε πάνω στο μάρμαρο, να κάνουμε… Έπρεπε να κάνανε τρυπούλες από πάνω. Άμα δεν κάνανε, δεν μας άρεσαν. Έπρεπε να ‘τανε τρυπούλες. Αυτούς τους τηγανίζαμε με γλίνα. Είχαμε τα γουρουνάκια, κάθε Χριστούγεννα όλοι σφάζαν από ένα γουρούνι, για να περάσουν τις ημέρες τους, και κάναν εκείνο το λίπος. Είχαμε να τηγανίσουμε τους μαρμαρίτες, άλλους με τ’ αυγά, άλλοι έτσι, σκέτοι. Αυτά ήταν τα φαγιά μας που τρώγαμε: μαρμαρίτες, πλιγούρια.
Υπήρχε περίπτωση κάποια γειτόνισσα, ας πούμε, να μην είναι τόσο καλή στα μαγειρέματα και να πήγαινε άλλη να τη βοηθούσε;
Ε, ναι, βοηθούσαν. Βοηθούσανε. Βοηθούσανε τότε η μία οικογένεια την άλλη. Άμα ας πούμε τώρα, αν μια οικογένεια δεν είχε, δεν την αφήνανε έτσι. Αυτός που είχε να σφάξει, ας πούμε, ένα γουρούνι έπρεπε να δώσει και στον άλλον ένα κομμάτι, δεν τον άφηναν χωρίς να βοηθήσουνε, χωρίς να… Ό,τι είχε ο γείτονας είχε και ο παραγείτονας. Έτσι ήταν και τα αδέρφια[00:15:00] αναμεταξύ τους όλα, όλα. Τα τραγούδια που λέγαμε τις Aποκριές. Θυμάμαι μια θεία μου, που τραγουδούσανε τις Απόκριες και παίζαν το λιγκέρι. Το λιγκέρι ήταν ένα ταψί, που το ‘βαζαν πάνω και καθόταν μια και έπαιζε έτσι το λιγκέρι, και της λέγανε τραγούδια. Και θυμάμαι μια θεία μου που είπε ένα τραγούδι: «Γύρω τριγύρω κάθεστε ωσάν τους αφεντάδες σαν τ’ άσπρα τα γαρίφαλα μέσα στους μαστραπάδες». Και έπρεπε πάλι αυτή που έπαιζε το λιγκέρι να απαντήσει. Και έπαιζε άλλη μια κοπελιά, και δεν είχε μάνα, ήταν ορφανή και της λένε ένα τραγούδι: «Εσύ κι αν είσαι ορφανή και δεν έχεις και μάνα πολλές καρδούλες έκαψες που ακόμα δεν εγιάναν». Τα λέγανε στο λιγκέρι αναμεταξύ τους, έτσι…
Και μέσα σ’ εκείνο το ταψί είχε κάτι;
Όχι, το ταψί ήταν άδειο, απλά το χτυπούσανε. Ήτανε ο «σκοπός του λιγκεριού». Λέγαν αναμεταξύ τους, έτσι, τραγούδια ο ένας στον άλλον, παινέματα. Εγώ τα ‘φτασα αυτά γιατί το παίζανε εδώ πέρα και το θυμούμαι.
Μετά είχαμε και τα εθίματα, ας πούμε, έτσι, του γάμου που κάναμε. Πρώτα οι γάμοι δεν γινόντουσαν τα Σάββατα, οι γάμοι γινόντουσαν Κυριακές. Παρασκευή στολίζαμε τα προικιά. Στολίζαμε τα προικιά, τραγουδούσαν τα προικιά, χορεύανε, τα τραγουδούσαν: «Στολίσαμεν τα τα προικιά με γεια και με χαρά σας που να είναι καλορίζικα και η Παναγιά κοντά σας. Εύχομαι καλορίζικο να ‘ναι το νυφοστόλι κι όσα προικιά στολίσαμε να σας γινούνε χρόνοι». Τραγουδούσαν στο ανδρόγυνο. Στόλιζαν το κρεβάτι, στόλιζαν τα προικιά, κάνανε τη «στοίβα». Η «στοίβα» ήτανε ό,τι προικιά είχε η νύφη: πάπλωμα, σεντόνια, κουβερτούλες. Τα στοιβάζανε πάνω σ’ ένα μπαούλο και ανέβαιναν, έτσι, πια να δούνε τα προικιά. Τώρα είναι όλα στα συρτάρια, δεν βλέπεις τίποτα. Πρώτα έπρεπε να τα ‘χανε στολίσει όλα. Μετά από τα προικιά, το Σάββατο, ετοίμαζαν για του γάμου τα φαγητά, όλα. Την Κυριακή γινότανε ο γάμος και πιο πολύ εγινόντουσαν και μόλις τελείωνε η εκκλησία. Στολιζόταν η νύφη, ο γαμπρός στο σπίτι του, η νύφη στο σπίτι της, να της τραγουδούνε της νύφης: «Έλα η ώρα η καλή και η ευλογημένη που ο Χριστός ευλόγησεν από το δεξί του χέρι. Νύφη μου καλορίζικια που ‘χες μεγάλη τύχη κι ήυρες και παίρνεις το δεντρί που κάνει το μαστίχι». Ε, πολλά, διάφορα λέγαν: «Σήκου νύφη και φίλησε της μάνας σου το χέρι γιατί θα πας στην εκκλησιά και θα ‘ρθεις μ’ άλλο ταίρι. Πάρ’ την ευχή της μάνας σου και άμε στην εκκλησία για να σου δώσει ο Χριστός αγάπη και ευλογία». Και στον γαμπρό πάλι τραγουδούσαν: «Έλα η ώρα η καλή, γαμπρέ, στο ξύρισμά σου κι ώρες καλές ευχόμαστε στα στεφανώματά σου φέρτε σαπούνι κρητικό, νερό από την Πάρο για να ξυρίσουν τον γαμπρό και ύστερα τον κουμπάρο». Είχαμε, όμως, κι ένα έθιμο που κάνανε τον μπακλαβά και έπρεπε να τον πάρουν, να τον πάνε –το σόι του γαμπρού– πριν να στολιστεί ο γαμπρός. Πηγαίναν τον μπακλαβά με τα όργανα και τραγουδούσανε και αυτοί που… Οι πρώτοι που πήγαιναν, το σόι της νύφης, έβγαινε και τραγουδούσαν. Λέει: «Για μπρόβαλε, συμπεθέρα μου, με το ροδόσταμό σου και φέραμε τον μπακλαβά και δώσε μας τον γιο σου. Μπρόβαλε, συμπεθέρα μου, και έλα να μας εράνεις και φέραμε τον μπακλαβά με συνοδειά μεγάλη. Μπροβάλετε, μπροβάλετε ροδόσταμο να ράνετε». Και λέγαν[00:20:00]ε πάλι και από την άλλη μεριά: «Μας φέρατε τον μπακλαβά, χίλια ευχαριστούμε κ’ ήβγαμεν σας ράνουμε να σας υποδεχτούμε».
Και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού με συνοδεία οργάνων;
Ναι, μετά πάλι που στολιζόταν ο γαμπρός, ερχόταν να πάρει τη νύφη πάλι από τα όργανα. Τώρα τα αλλάξανε, εμείς όμως πρώτα ερχόταν και πήγαιναν μαζί το ζευγάρι στην εκκλησία. Και άμα ήθελαν να ‘ρθουν, να φέρουν τον γαμπρό… Εγώ ιδίως πάρα πολλά… Στην κόρη μου, όταν ήρθαν και φέρανε τον –στην πρώτη μου την κόρη– τότε έπαιζε ο Σαράντος μας τ’ ακορντεόν, τότε, και μου λέει ένα τραγούδι: «Για μπρόβαλε, Μαρία μου, και έλα να τραγουδήσεις και δώσ’ μας την κορούλα σου και μη βαροκαρδίσεις». Και λέω και εγώ: «Για δέστε κόσμος που ‘ρθανε και ανθρώποι ξακουσμένοι να δώσω την κορούλα μου, να ζήσει ευτυχισμένη. Ώρα καλή, κορούλα μου, και η Παναγιά κοντά σου, εύχομαι καλορίζικα τα στεφανώματά σου». Ε, έτσι, κάτι τέτοια δηλαδή, έτσι, αυτά.
Θυμάμαι από τη γιαγιά μου που μου είχε πει κάποτε ότι πριν από τους γάμους, όταν ήταν το λογοδόσιμο, κι εκεί έπρεπε η νύφη να πάει κάτι σαν δώρα στο σπίτι του υποψήφιου γαμπρού;
Εκεί πέρα, όταν δίνανε πια λόγο και κάνανε τον αρραβώνα, ψωνίζανε κάτι πράγματα και η μία μεριά και η άλλη. Έστω, Ελενάκι μου, και ένα μαντήλι, ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πουκάμισο. Ανταλλάζανε δώρα, κατάλαβες; Από τη μια μεριά και απ’ την άλλη. Έπρεπε... Ας πούμε, είχε τώρα ο γαμπρός αδερφές, έπρεπε να πάρεις στις αδερφές του κάτι, στη μάνα του, στον πατέρα του και στον ίδιο τον γαμπρό. Αλλά κι εκείνοι πάλι, από κει πάλι στο σπίτι της νύφης, παίρνανε της νύφης, παίρνανε τα… Παίρνανε και χρυσά της νύφης, του γαμπρού. Βάζανε έστω και από ένα ζευγάρι κάλτσες και από ένα μαντηλάκι, έπρεπε να ανταλλάξουνε. Τα βάζαμε στον δίσκο, τα στολίζαμε και τα πηγαίναμε πριν το γάμο, τα δίνανε πια, λέγανε: «Α, έρχονται, έρχονται τα καλά του γαμπρού!», «Έρχονται τα καλά της νύφης!». Ωραία ήτανε τότε, ωραία. Στεκόντουσαν στον δρόμο να δούνε. Γιατί μπορούσαν να φύγουν από δω με τον δίσκο και να πάνε στην άλλη γειτονιά. Να περάσουν, να δουν τα καλά, να τα δούνε, να τα ράνουν, τα ραίνανε ρύζι, τριαντάφυλλα...
Ο κόσμος, οι γείτονες;
Ο κόσμος, ναι. Τώρα δεν έχει τίποτα πια, τ’ αφήσαμε όλα.
Και όταν, κυρία Μαρία, το ένα σόι, ας πούμε, μπορεί να μην ήθελε τη νύφη ή τον γαμπρό, τι γινότανε τότε;
Τότε δεν είχε «δεν θέλανε», γιατί τα ‘χα… Είχε προξενητάδες που τα φτιάχνανε. Δεν υπήρχε περίπτωση δηλαδή να μην αυτόναι. Τώρα είναι που… Πρώτα έστελνες προξενιό, και λέει: «Θέλω την κόρη σου, τι λες, θέλετε;». Έτσι γινόταν πάντα, ως συνήθως, και δεν... Άμα ήταν να γίνει, γινότανε. Άμα δεν θέλανε, άμα δεν τα βρίσκανε, ας πούμε, έτσι… Αυτά, εντάξει. Αλλά πρώτα είναι να πάει ο προξενητής και ύστερα τα παιδιά για να βρεθούν, να μιλήσουν και να… Εγώ σου είπα, είδες, εγώ έκατσα κι έτρωγα και με είχαν αρραβωνιασμένη. Τέλος πάντων. Καλά, καλά χρόνια. Περάσαμε καλά. Περάσαμε δύσκολα, γιατί δεν υπήρχαν έτσι, ας πούμε, όπως υπάρχουν τώρα οι δουλειές. Αλλά και τότε δουλέψαμε, είχε δουλίτσες, δουλεύαμε. Αλλά ήμασταν πιο δεμένοι. Δεν ξέρω πώς ήτανε τα χρόνια τότε, δεν ξέρω. Τώρα όσα και να ‘χουμε, δεν είμαστε.
Δεν είμαστε χαρούμενοι;
Έτσι, έχουμε...
Έθιμα που γίνονταν για να συνοδεύσει κάποιος ένα πρόσωπο αγαπημένο του που έχανε σε κηδείες θυμάστε;
Πρώτα, άμα είναι να χάσουμε κανέναν δικό μας άνθρωπο, από το σπίτι μας, από μέσα ή και στη γειτονιά, όπου και να ‘ταν, έπρεπε όλο το χωριό, οι συγγενείς τον είχαμε στο σπίτι να ξενυχτήσουμε, [00:25:00]να μοιρολογάνε, να του λένε μοιρολόγια, να του λένε… Όλη νύχτα δηλαδή, έτσι. Τώρα παίρνουν τους ανθρώπους, μας τους φέρνουν την ώρα που θέλουμε να πάμε να τους κηδέψουμε. Πρώτα, δεν είχε. Τότε όλοι ήμασταν στο σπίτι, δεν είχε και τότε, Ελενίτσα μου, ούτε ρούχα. Έπρεπε να βάψουμε, να βάλουμε μαύρες μπογιές, να βάλουμε φωτιά, καζάνια, να βάψουμε ρούχα να βάλουμε. Και να μοιρολογούν και να λένε… Εγώ θυμάμαι μοιρολόγια που είπανε σε μια μικρή κοπέλα, μια ξαδέρφη μου που είχε πεθάνει: «Μανούλα μου, μην κάθεσαι, σήκου να μ’ ετοιμάσεις, η ώρα επλησίασε που φτάνει και φεύγει το καράβι. Καράβι που θα σηκωθεί, μαύρα πανιά θα βάλει κι αφήσεις στ’ αδερφάκια μου το μαύρο το χαμπάρι». Και μετά κάνανε και λαμπάδες, είχαμε αυτό το έθιμο. Κάνουμε και τώρα, αλλά τώρα, πρώτα τις κάναμε εμείς. Φέρναμε κερί γνήσιο και είχε ειδική γυναίκα που ήξερε να τις πλάσει τις λαμπάδες, να λιώσει το κερί, να τις κάμει και να τις εστολίσουμε με τη φωτογραφία, με λουλούδια. Και τη Μεγάλη Πέμπτη, που πηγαίναμε στον Χριστό, βάζανε γύρω γύρω απ’ τον Χριστό τις λαμπάδες ολονών των πεθαμένων και μοιρολογούσανε. Εγώ έλεγα, πολλά έλεγα κι εγώ μοιρολόγια. Λέω: «Όσα κεράκια– Όσες λαμπάδες και κεριά γύρω σου αναμμένα, είναι ψυχούλες που ζητούν έλεος από σένα. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και ήρθαμε να σας δούμε. Λαμπάδες μπρος εις στον Χριστό, να παρηγορηθείτε. Χριστέ μου, σε παρακαλώ, θα ‘θελα μία χάρη, ν’ αναστήσεις τους νεκρούς το Σάββατο το βράδυ. Γέρους, Χριστέ μου, κράτησε και νέους ασ’ τους να ‘ρθουν να κάνουνε Ανάσταση και πάλι να ξανάρθουν».
Να σας πάω λίγο πίσω στους γάμους, που λέγαμε πριν. Εμείς στην Καρδάμαινα –και στην Κω γενικότερα– είχαμε καθόλου αυτό το έθιμο του κλεψίματος, που έκλεβε κάποιος την αγαπημένη του ας πούμε;
Α, ναι. Και εμάς, άμα δεν θέλανε γινότανε. Γινόταν, και μας γίναν, ένα-δύο γίνανε εδώ πέρα, που δεν θέλανε και τις κλέβανε. Θυμάμαι που λέγανε: «Α, Μαρή, έκλεψε αυτός», γιατί δεν τον θέλανε για γαμπρό και έκλεβε την κοπέλα. Ε, ύστερα άμα ήθελε να τη φέρει, τι θέλουν να κάνουν, την παντρεύανε. Έτσι.
Τότε τα έθιμα γίνονταν πιο πολύ, θα λέγαμε, για να περνάει πιο εύκολα, ας πούμε, να περνάει ο κόσμος από τη μια εποχή στην επόμενη, για να ξεχωρίζουν δηλαδή; Ή ήτανε απλώς μέρος της παράδοσης; Δηλαδή τα μαθαίνατε;
Ήτανε μέρος της παράδοσης. Δηλαδή ξέραμε ότι, ας πούμε, τώρα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο είχαμε Απόκριες, γι’ αυτό λέγαμε ότι «Δεν λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή». Πάντα ο Μάρτης ήταν μέσα στη Σαρακοστή. Μετά λέμε «Έρχεται το Πάσχα, η Λαμπρή». Μετά το καλοκαίρι είχαμε τα πανηγύρια που ερχόντουσαν. Τον Νοέμβριο πάλι ήτανε των Αγίων Αναργύρων. Τα περιμέναμε δηλαδή. Ήταν οι παραδόσεις, ήτανε… και ούτω καθεξής συνέχιζε. Μετά, ε, γινόντουσαν και οι γάμοι, γιατί το καλοκαίρι δεν άδειαζαν και οι άνθρωποι από τις δουλειές τους. Τους γάμους τους κάνουν πάντα μέσα στο… μετά. Τα πουζουνίκια που λέγανε. Άμα ήταν να τελειώσουν όλα τα χωράφια, που μάζευαν τις ντομάτες, τα καρπούζια. Μετά που ευκαιρούσαν, κάναν και τους γάμους. Είχε γάμο που κρατούσε τέσσερις ημέρες: Απ’ τα προικιά, απ’ τον γάμο, αντίγαμο. Όταν ήτανε [00:30:00]το σόι γλεντιστές, τον κρατούσαν τον γάμο πολλές ημέρες.
Το αντίγαμο τι ήτανε;
Μετά τη Δευτέρα. Κυριακή γινόταν ο γάμος, τη Δευτέρα ήταν ο αντίγαμος. Εγώ θυμάμαι στον γάμο μου που τον αντίγαμο έκανε πιο πολλή ώρα, πιο πολύ κράτησε ο αντίγαμος παρά τον γάμο. Ο πατέρας μου έλεγε: «Κάναμε γάμο που ήταν μέχρι το πρωί», λέει, «θα κάνουμε και αντίγαμο που θα πάει μέχρι το…». Πιάσανε από τις 3:00 η ώρα μέχρι το βράδυ.
Τα «ούζα» πότε ήτανε;
Τα «ούζα» τα κάναν… Τώρα τα κάνουνε πιο μπροστά. Εμείς, όμως, τα ούζα του γαμπρού τα κάναν την ίδια μέρα. Την ίδια μέρα που γινόταν ο γάμος, ο γαμπρός μάζευε τους φίλους του, τους συγγενείς του και πήγαινε σ’ ένα καφενείο. Πρώτα δεν πήγαιναν οι γυναίκες στα «ούζα», ήταν μόνο... Ήταν οι φίλοι του γαμπρού, ήταν η οικογένειά του. Παίζαν τα όργανα, χόρευαν, τραγουδούσαν, και μετά ήταν να φέρουν στο σπίτι τον γαμπρό να τον ξυρίσουν και να τον στολίσουν. Ήτανε σαν αποχαιρετιστήριο πάρτι από τη ζωή τη νεανική που έκανε και θα ‘φευγε πια ύστερα. Για αυτό του λέγανε και ένα τραγούδι: «Το τελευταίο ξύρισμα είναι της λευτεριάς σου, τώρα πια θα ξυρίζονται -λέει- για σένα τα παιδιά σου». Δηλαδή μετά τα παιδιά σου θα κάνουν αυτή τη…
Οι γυναίκες εκείνη τη μέρα δεν κάνανε κάτι αντίστοιχο;
Ε, και οι γυναίκες τη νύφη στολίζανε. Δεν είχε τότε κομμώτριες για να… ούτε κομμώτριες είχε να σε χτενίσουνε ούτε να σε βάψουμε. Όποια ήταν, ας πούμε, έτσι ποιο αυτή και ήξερε λίγο χτένιζε τη νύφη, την έβαφε. Λίγο κραγιόν, μη φανταστείς πολλά πράγματα. Δεν είχε τότε, ούτε σκιές είχε ούτε αυτά. Λίγο κραγιόν, λίγη πούδρα, και να της λένε και ένα τραγούδι της κοπελιάς: «Εσύ όπου ανάλαβες τη νύφη να στολίσεις, σιγά σιγά με προσοχή να μας την εχτενίσεις. Σιγά σιγά να στολιστεί ο δροσερός μας άνθος, με τέχνη και με προσοχή να μην της μείνει λάθος. Άμα ήτανε πια και ελεύθερη της λέγανε και τραγούδι έτσι: «Να σου ευχηθούμε όλοι μας και από τα δικά σου», της λέγανε από αυτά της κοπελιάς. Είχαμε ωραία έθιμα, αλλά είχαμε και ανθρώπους που τα κρατούσαν, τώρα… Ο παππούς σου, ο Μηνάς, ο πατέρας μου ο Δαμιανός, ο Κατσαρός, ο Χρήστος, ο Σάββας, «τα βασάκια» που λέγαμε, αυτοί οι άνθρωποι κρατούσαν την παράδοση, κρατούσαν τους χορούς, κρατούσαν τα… Τώρα δεν σέβονται. Κατ’ αρχήν, άμα σηκωθεί ένας πάνω σ’ έναν γάμο, σηκώνονται. Πρώτα δεν σηκωνόντουσαν, έπρεπε να σε καλέσει ο άλλος να πας στον χορό. Αυτός που παρήγγελε, αυτός χόρευε με την παρέα του. Τώρα…
Και τότε χόρευαν όλοι, σωστά;
Όλοι, ναι. Χόρευαν όλοι και αυτά. Αλλά έπρεπε η παρέα που παρήγγελε τον χορό να σηκωθεί με την παρέα της, και άμα ήθελα εγώ να σε φωνάξω και σένα. Αλλά τώρα, μόλις αυτόναι, όλοι πάνω είναι. Δεν πειράζει, χορεύουν, γλεντίζουν οι άνθρωποι, αλλά δεν μπορούν να είναι σαν το γλέντι το παλιό. Πρώτα, άμα είναι να χορεύει, ας πούμε, ο παππούς σου, ο άλλος σεβότανε, λέει: «Χορεύει ο Μηνάς, δεν μπορείς να πας εσύ». Έπρεπε να σου γνέψει αν ήθελες να πας να τον πάρεις κάτω, να τον ξεκουράσεις. Δεν πήγαινες έτσι, γιατί ήτανε σαν ντροπή δηλαδή, σέβος σ’ αυτόν που ήτανε, στον μπροστάρη.
Και τι χορούς χορεύατε τότε στα έθιμα όλα αυτά;
Ε, πρώτα-πρώτα οι χοροί ήτανε το… Ο χορός αρχινούσε από τα σιγανά. Και της νύφης ο χορός πιο σιγανός. Μετά τα κρητικά, καλαματιανά χορεύανε. Αλλά τα σιγανά πιο ήτανε… Πρώτα ο γάμος άνοιγε με τα σιγανά. Και να λένε και τα[00:35:00] τραγούδια που βγαίνει η νύφη στον χορό. Τραγούδια που της λέγανε να ζήσουν, να ευτυχήσουν και καλούς απογόνους. Στα τραγούδια τους τα λέγαν όλα. «Ήβγεν η νύφη στον χορό και ελάτε να τη δούμε που είναι μικρούλα και όμορφη και να της ευχηθούμε. Εύχομαι εις το αντρόγυνο να ζήσουν χίλιους χρόνους, σαν τα ψαράκια του γιαλού να πιάσουν απογόνους. Εύχομαι εις το αντρόγυνο να ζει και να γεράσει, και ο ωσάν της Κως τον Πλάτανο να γεροντοκλωνιάσει». Κάνανε στον αντίγαμο, θυμάμαι, έναν γάμο της ξαδέρφης της, του Διοσουνιού, του θείου μου του Κατσαρού, που ήταν κουμπάροι ο Νικήτας και… Αλλά ήτανε λεύθεροι και τους λέγανε κάτι τραγούδια. Λέει: «Φέρε κουμπάρο χαλουβά, φέρε κουμπάρο μέλι, γιατί θα πω στις λεύτερες καμιά να μη σε θέλει. Φέρε κουμπάρο χαλουβά, φέρε κουμπάρο μπύρα, γιατί θα σου καταραστώ να μην τη δεις τη μοίρα». Δηλαδή για να τους κάνουν έτσι, να κάνουν κέφι και να...
Segment 4
Το έθιμο της «κοκάλας», έθιμα των Αποκριών και η πρότερη σχέση των ανθρώπων με την εκκλησία
00:36:20 - 00:42:04
Το έθιμο της «κοκάλας» με το οποίο ξεκινήσαμε πριν να μιλάμε, θυμάστε περισσότερα πράγματα; Δηλαδή, ας πούμε, πότε ξεκινούσανε να φτιάχνουνε την κοκάλα, ποιος την έπαιρνε και μετά την έδινε στον επόμενο;
Αυτοί... Έπρεπε να ξέρεις να την παίζεις την κοκάλα. Ένα άτομο την έκανε, ένας που ήξερε γιατί δεν είναι… Ήτανε, έπρεπε να ξέρεις, να τραβάς το σκοινάκι, να χτυπά, να ανοιγοκλείνει το στόμα της και να κάνει αυτά. Και να τους λένε και τον χορό της «κοκάλας», να ξέρει να τον χορέψει και να ξέρει. Αυτή την ετοιμάζανε πριν καμιά εβδομάδα. Δηλαδή, την είχαν έτσι αυτό και την πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι. Και πολλές φορές εγώ τη φοβόμουνα και κρυβόμασταν.
Οπότε μαζί είχε και χορό πάντα.
Ναι, ναι, είχανε και χορό. Ένα άτομο ήξερε μόνο να την κάνει την κοκάλα. Έπρεπε να ξέρει για να την κάνει.
Είχαμε μαζί τοπικά εδέσματα, πράγματα που φτιάχνανε;
Ε, ναι, πάντα είχαν αυτά, ως συνήθως, αυτά που είχανε: τα κατιμέρια, τους λουκουμάδες, τα πλιγούρια, τις μακαρούνες, τις κλωστρές, το χοιρινό το καβουρδιστό. Αυτά είχανε. Πάντα είχανε τα σπίτια μέσα. Ό,τι είχε ο καθένας ήταν για όλους, για όλους. Ό,τι είχε. Τώρα πια είναι που κλειστήκαμε μέσα στα σπίτια μας και…
Εσάς απ’ όλα αυτά τα έθιμα το αγαπημένο σας ποιο ήτανε; Ποιο περιμένατε πιο πολύ;
Να σας πω, όλα. Γιατί τότε δεν είχε… Περιμέναμε τους γάμους να πάμε να διασκεδάσουμε, περιμέναμε τα πανηγύρια να πάμε να χορέψουμε. Δεν είχε όπως τώρα, που τρέχουν συνέχεια καφετέριες, έτσι, αυτά. Τότε δεν είχε τίποτα, δεν είχε τέτοια. Ήμασταν μες στο σπίτι. Μες στο σπίτι, να γίνει κανένας γάμος, να πάμε πια να χορέψουμε, να πάμε, άμα ήταν πιο και δικός μας ο γάμος, να βοηθήσουμε στα φαγητά, να βοηθήσουμε σε όλα τα… ό,τι χρειαζόταν να κάνουμε οι συγγενείς. Είχαμε αγωνία και περιμέναμε γιατί μας έλειπαν αυτά. Τώρα γλεντίζουν κάθε μέρα.
Το πιο μεγάλο έθιμο σε διάρκεια που θυμάστε πιο ήτανε; Που κρατούσε πιο πολύ;
Οι Απόκριες, που ήτανε τρεις βδομάδες, ας πούμε, έτσι, αυτά. Ακόμη και μέχρι την Καθαροδευτέρα ντυνόντουσαν. Μασκαρεμένοι. Είχε παιδιά που πήγαιναν στον εσπερινό, ντυνόντουσαν ευζώνοι με φουστανέλες, με αυτά, έτσι, από πάνω, και πήγαιναν στον εσπερινό μετά. Εγώ θυμάμαι τον Μήτσο μου –Θεός σχωρέσ’ τον– και τον Πρόδρομο, που τους λέγαν πιο «Τα ομορφόπαιδα», που ντυνόντουσαν και πηγαίνανε. Μέχρι και την Καθαροδευτέρα ακόμα ήταν έτσι[00:40:00].
Τότε ο κόσμος ήταν πολύ κοντά και στην εκκλησία.
Και στην εκκλησία. Τώρα τα παιδιά... δεν ξέρω τι φταίει. Απ’ τους γονείς φταίνε; Απ’ τα σχολεία δεν διδάσκονται; Δεν ξέρω, δεν έρχονται.
Εσείς πηγαίνετε κάθε μέρα από μικρή που ήσασταν;
Πηγαίναμε. Εμάς ξέρεις τι μας λέγανε, Ελενίτσα μου, όταν ήμασταν μικρές; Κοιμόμασταν και να έρχεται η μαμά μου να μας λέει: «Σηκωθείτε γιατί είναι Κυριακή και κάτω απ’ το κρεβάτι σας ανάβει φωτιά!». Έτσι μας λέγανε. Δηλαδή αυτό, «Είναι η Κυριακή, πρέπει να πάτε στην εκκλησία!». Και νηστεύαμε. Εγώ θυμάμαι τη Λαμπρή που κάναμε τα κουλουράκια, που κάναμε τις λαμπρόπιτες και θέλαμε να φάμε και δεν μας αφήνανε. Λέει: «Σας βλέπει ο Χριστός, σας βλέπει ο Θεός, δεν τρώμε τώρα, δεν τρώμε!». Αλλά ακούγαμε. Τώρα άμα τους πεις τέτοια των παιδιών...
Και τα Χριστούγεννα πηγαίνατε στην εκκλησία πολύ;
Και τα Χριστούγεννα. Πρώτα έπρεπε να γεμίσει η εκκλησία μέσα, να βάλει ο παπάς ευλογητό, να πάνε όλοι στην εκκλησία. Ήταν και λίγος κόσμος. Δεν είχαμε και ξένους, έτσι, πολλούς για να… Ο πατέρας μου μού έλεγε που καθόντουσαν πρώτα, πριν να ‘ρθουν στην Καρδάμαινα κάτω οι άνθρωποι, ήταν στους Αγίους Αναργύρους και πάνω στους θόλους. Και η εκκλησία που εκκλησιάζονταν ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι. Έπρεπε να σηκωθούνε, να πάνε όλοι στην εκκλησία και έτσι θα ‘βαζε ο παπάς ευλογητό ή και το «Χριστός Ανέστη» ή για τα Χριστούγεννα, για όλες τις ήμερες. Έπρεπε να ήταν όλος ο κόσμος εκεί. Ε, τότε δεν ήταν... Οικογένειες, λίγα άτομα ήτανε.
Θέλετε να μας πείτε κάτι άλλο σχετικό με έθιμο που θυμάστε;
Δεν θυμάμαι. Να, αυτά τα έθιμά τα ‘παμε τώρα, δεν ξέρω. Άλλα που λέγανε έτσι, στις αποσπερίδες που κάνανε, που λέγανε στιχοπλακιές αναμεταξύ τους, έτσι, αυτά. Ο πατέρας μου έλεγε μας τον «Ερωτόκριτο» κάθε βράδυ, για να περνάει η βραδιά. Όποια ήταν να ξέρει κάποια στιχοπλακιά να την πει, να περάσει λίγο η βραδιά.
Πώς και λέγανε τον «Ερωτόκριτο» που είναι από την Κρήτη;
Ο πατέρας μου δεν ξέρω που το είχε βρει το βιβλίο κι ήτανε, τον ήξερε απ’ έξω. Και μου έμαθε και μένα, έτσι, μερικά κομμάτια και μου έλεγε: «Μα γράψε τον!». «Ε, πού να κάτσω εγώ να γράψω τόσο δα βιβλίο και να το θυμάμαι;». Θυμούμαι ότι του έλεγα, και ακόμα μου έλεγε: «Εγώ ήθελα να τα θυμάσαι, να τα λες, να τα λες των παιδιών σου, να τα λες». Θυμάμαι ένα κομμάτι που μου έλεγε, που έφυγε ο Ερωτόκριτος και πήγε στον πόλεμο. Και ήταν η Αρετούσα, την έβαλε ο πατέρας της στη φυλακή. Και μετά γύρισε αυτός και είχε μεταμορφωθεί, είχε βάψει το πρόσωπό του σαν μαύρο, για να μην τον γνωρίζουνε. Και πήγε, λέει, στον βασιλιά και του ‘πε ότι ήρθε πια από τον πόλεμο που κέρδισε τη νίκη του βασιλιά. Και λέει πια ότι –μια υπηρέτρια λέει– έχει έναν και έτσι που περπατάει έτσι, που είναι ίδιος ο Ερωτόκριτος. «Μα αυτός είναι μαύρος». Και λέει του, πήγε πια στη φυλακή να δει την Αρετούσα και λέει: «Ξένε, πού ήσουνα στον πόλεμο, δεν άκουσες τίποτα, δεν είδες τίποτα;». Λέει πως: «Δίψαν μεγάλη ήλαυα στον πόλεμον εκείνον και πήγα να ξεκουραστώ και φτάνω σ' έναν πρίνον. Ήθελα να ξεκουραστώ κοντά στο πεζουνάρι, ακούω φωνή και βογγητό και άρρωστο παλληκάρι. Πάω, καλημερίζω το, λέω του: “Αδέλφι, γεια σου! Ίντα ’χεις και αγκομαχείς, πού είναι η λαβωματιά σου;”. Και με το δαχτυλίδιν του, μου κάνει να νοήσω πού είναι η λαβωματιά για να το βοηθήσω». Λέει, τον ρωτάει η Αρετούσα: “Άλλο τίποτα δεν άκουσες να λέει;”. Λέει: «Μόνο μια σιγανή φωνή τ’ αυτιά μου σαν ηκούσαν ο που ’παν τα χειλάκια του “χάνω σε Αρετούσα”». «Χάνω σε Αρετούσα». Λιποθύμησε λέει εκείνη και λέει της: «Ολλοίμονης[00:45:00] που ’μπιστευτεί να ’χει γυναίκα ελπίδας, πού είναι τα όσα μου ’ταζες στη σιδερένια θύρα;». Λέει: «Εσύ είσαι ο Ερωτόκριτος; Πόσα είδες, Ερωτόκριτο, και ακόμα δεν πιστεύεις, αν με πειράξεις πιο πολύ, κρίμα μεγάλον έχεις». Σου λέει μέχρι φυλακή με βάλανε κι ακόμα… Στιχοπλακιές πολλές έλεγαν οι θείες μου, η μάνα μου. Και εγώ έχω γράψει, τις έγραψα που ήθελα να τις έχουν τα εγγόνια μου, αλλά…
Έχετε γράψει πολλές;
Έχω γράψει στιχοπλακιές. Έχω… Να, έτσι, τον Αϊ-Γιώργη, κάτι άλλες αυτές, την «Καμάρα». Είχα μια θεία και μου έλεγε μια στιχοπλακιά, που ήταν μια κοπέλα που αγαπούσε κάποιον νέο και δεν τον πήρε, έλεγε: «Πάνω, στην πάνω γειτονιά, στην παραπάνω βρύση έχει ένα όμορφο σκυλί και ένα όμορφο κορίτσι. Κορίτσι κρυφοκάστροτο και κρυφοφιλημένο, στο παραθύρι εκάθετο τους μήνες λογαριάζει: “Γενάρη, γέννα του Χριστού, πρώτη γιορτή του χρόνου, Φλεβάρη, φλέβες άνοιξε τις ρώγες των βυζιών μου, να το βυζάσω το μωρό, το κανακάρικό μου. Μάρτη μου, με τα λούλουδα κι Απρίλη μου με ρόδα, Μάη και μάεψέ μου τον το νιο που μ’ αγάπα. Αυτός μ’ αγάπαν κι έλεγε: 'Αγάπη δεν περνιέσαι', μα τώρα μ’ απαρνήθηκε σαν καλαμιά στον κάμπο. Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό, η καλαμιά απομένει, δίνουν φωτιά στην καλαμιά και απομαυρίζει ο κάμπος. Έτσι είν’ και η καρδούλα μου μέσα απομαυρισμένη. Κάνω να του καταραστώ, μα πάλι τον λυπούμαι. Άτε να του καταραστώ και ό,τι του μέλλει ας γίνει: Από ψηλά να κρεμαστεί και αναίσθητος να μείνει, δέκα γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες, δεκαοχτώ γραμματικοί να ράβουν τους γιαράδες. Κι εγώ διαμάντα θα γίνω να ‘πα να διαμαντέψω, γιατροί, καλώς θα κάνετε καλώς κι αν πολεμάτε, αν κόβουν τα ξυράφια σας, κρέατα μη λυπάστε. Και έχω πανί για το ξανθό σαράντα πέντε πήχες. Κι άμα δεν εφτάσει το πανί να βάλω τα προικιά μου, γιατί για αυτό το έχυσα το αίμα της καρδιάς μου. Μαρή σκύλα, μαρ’ άπιστη, μαρή λεβεντισμένη, Κρίση δεν είχε να με πας, και να μ’ εγκαλέσεις μόνο, μόνο μ’ άφησες στον Θεό όπου ήταν δίκια κρίση. Έτσι είναι μάτια μου, έτσι είναι, όπου αγαπά και χάσει και φαίνονταί του τα βουνά πάνω και κάτω πάσει”».
Μου θυμίζουν λίγο την Κρήτη οι στιχοπλακιές, αλλά τις έχουμε και εμείς εδώ.
Όχι, και εμείς είχαμε στιχοπλακιές. Είχαμε πολλές και μας, είχαμε μια θεία και μας έλεγε συνέχεια την «Κάμαρα» που χτίζανε και λέγανε, ότι στο Μαστιχάρι πάνω, που έχει εκεί πέρα μια καμάρα, και λέγανε ότι το ’βγαλαν από κει, λέω, το τραγούδι, ξέρω.
Θέλετε μήπως να μας πείτε κάτι τελευταίο πριν να κλείσουμε;
Τι; Τι στιχοπλακιά πάλι; Να σου πω. Την «Καμάρα», να σου πω «την Καμάρα»; «Σαράντα πέντε μάστοροι και δέκα μαθητάδες, δεκαοχτώ χαλυπουργοί έχτιζαν την καμάρα. Από το πρωί τη χτίζανε και αποβραδίς εχάλα. Και 'πολλωέται το στοιχειό από την από πέρα πάντα: “Άμα δεν χτίσετε άνθρωπο, καμάρα δεν στεριώνει. Του πρώτου-πρώτου μάστορα την πρώτη τη γυναίκα, θεμέλιο να τη βάλετε να στεριωθεί η κάμαρα”. Μόλις τ’ ακούει ο μάστορης, λιγοθυμιά τον πιάνει. Της στέλνει χαιρετίσματα μ’ ένα χελιδονάκι, όπου είναι γρήγορο πουλί και έρχεται μίαν ωράκην. Το Σάββατο να μη λουστεί, την Κυριακή μη λάξει και τη Δευτέρα το πρωί στην καμάρα μην ‘τράξει. Κι εκείνον ηπαράκουσε και πήγεν και της[00:50:00] είπε: “Το Σάββατο να χτενιστείς, την Κυριακή ν’ αλλάξεις και τη Δευτέρα το πρωί στην καμάρα να ‘ρθεις”. Τη βλέπει ο πρωτομάστορης και πέφτει και λιγώθη. “Τι έχεις, πρωτομάστορα, και είσαι λυπημένος;” “Η αρραβώνα μου ‘πεσε στα βύθη της καμάρας”. “Έννοια σου, πρωτομάστορα, κι εγώ θα σου το πιάσω”. Τη δένουνε από το σκοινί, την κατεβάζουν κάτω, βλέπει από δω, βλέπει από κει, αρραβώνα δεν εβρίσκει μόνο του δράκου τα μαλλιά από κάτω από μια πλάκα. “Ανέβασέ με, μάστορα, κι έχω παιδιά να θρέψω. “Εσύ ήσουν που τα γέννησες, άλλη θα τ’ αναθρέψει, φέρτε χαλίκια και πηλό τη λυγερή να χτίσω”. Για ανέβασέ με, μάστορα, κι έχω παιδί στην κούνια”. “Εσύ ήσουν που το γέννησες, άλλη θα το μεγαλώσει, φέρτε χαλίκια και πηλό τη λυγερή να χτίσω”. Για στάσου στάσου, μάστορα, να πω ένα τραγουδάκι: “Ως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι κι ως πέφτουν τα δοντάκια μου, να πέφτουν τα χαλίκια. Κόρη, τον λόγο σου άλλαξε και δώσε άλλη κατάρα, έχεις παιδιά στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσουν. Σίδερο είναι η καρδούλα μου, σίδερο το γιοφύρι, σίδερο τα δοντάκια μου, σίδερο τα χαλίκια, μονάχα εις την άκρη του ν’ αφήσεις καντηλάκι, για να περνάει η μάνα μου να το γεμίζει δάκρυ και να περνάει και ο κύρης μου να το γεμίζει λάδι”».
Ευχαριστώ πολύ, κυρία Μαρία.
Κάτι άλλο δεν ξέρω να αυτό. Μόνο έτσι, στιχοπλακιές καμπόσες, αλλά έτσι από εθίματα ό,τι ήξερα είπα.
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη η Μαρία Νιώτη δίνει μια πλούσια εικόνα για τα ήθη και έθιμα του τόπου της, την Καρδάμαινα, καθώς και για τις συνήθειες των κατοίκων στις μεγάλες γιορτές και στα πανηγύρια. Ειδικότερα, μας παρουσιάζει τα έθιμα των σημαντικότερων περιόδων και σταθμών της ζωής των ανθρώπων: έθιμα Αποκριάς, έθιμα Πάσχα, γαμήλιες και επικήδειες παραδοσιακές πρακτικές, στιχοπλάκια. Στη διήγησή της φαίνεται η ουσία όλων αυτών των παραδόσεων, το δέσιμο των ανθρώπων μεταξύ τους, το ενδιαφέρον και η αλληλεγγύη απέναντι στις δυσκολίες που φέρνει η ζωή, καθώς και η αξία της προσμονής για τις μικρές και απλές στιγμές.
Narrators
Μαρία Νιώτη
Field Reporters
Ελένη Χατζηστεφάνου
Tags
Interview Date
31/01/2023
Duration
52'
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη η Μαρία Νιώτη δίνει μια πλούσια εικόνα για τα ήθη και έθιμα του τόπου της, την Καρδάμαινα, καθώς και για τις συνήθειες των κατοίκων στις μεγάλες γιορτές και στα πανηγύρια. Ειδικότερα, μας παρουσιάζει τα έθιμα των σημαντικότερων περιόδων και σταθμών της ζωής των ανθρώπων: έθιμα Αποκριάς, έθιμα Πάσχα, γαμήλιες και επικήδειες παραδοσιακές πρακτικές, στιχοπλάκια. Στη διήγησή της φαίνεται η ουσία όλων αυτών των παραδόσεων, το δέσιμο των ανθρώπων μεταξύ τους, το ενδιαφέρον και η αλληλεγγύη απέναντι στις δυσκολίες που φέρνει η ζωή, καθώς και η αξία της προσμονής για τις μικρές και απλές στιγμές.
Narrators
Μαρία Νιώτη
Field Reporters
Ελένη Χατζηστεφάνου
Tags
Interview Date
31/01/2023
Duration
52'