Η ζωντανή μουσική παράδοση της Λέσβου: «Στη Μουσική βγάζει ο καθένας αυτό που έχει μέσα του»
Segment 1
Βιογραφικές πληροφορίες και η πρώτη επαφή με τη μουσική
00:00:00 - 00:08:18
Partial Transcript
Ημέρα Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2022. Βρισκόμαστε στη Μυτιλήνη, ονομάζομαι Ψαθάς Γεώργιος, είμαι ερευνητής για το Istorima και ακολουθεί η συ…ε ένα συγκρότημα γύρω στα 7-8 άτομα τότε, οι ονομαστοί «Αιγιάτες», τότε. Αιγιάτες. Από που βγαίνει τ' όνομα; Από το Αιγαίο. Κατάλαβα.
Lead to transcriptSegment 2
Πληροφορίες για την επαγγελματική σταδιοδρομία
00:08:18 - 00:18:08
Partial Transcript
Όχι από το Αίγιο! Λοιπόν, παίζαμε σε διάφορες εκδηλώσεις, συναυλίες, κάναμε συναυλίες, συνοδεύαμε χορευτικά σε όλη την Ελλάδα, είχαμε δουλει…υσικοί δουλεύανε χωρίς ένσημα, συνηθίζεται αυτό. Ναι, και αυτό. Οπότε, δεν μπορούσαν να το αποδείξουν ότι- Όχι, όχι. Δεν μπορούσαμε.
Lead to transcriptSegment 3
Αναφορά στην οικογένεια
00:18:08 - 00:23:32
Partial Transcript
Ωραία. Με ενδιαφέρει να συζητήσουμε και ακόμα πιο πριν από το '90 και τα πρώτα επαγγελματικά παιξίματα. Η οικογένεια τι σας έλεγε για την εν…ε την τρομπέτα παίζω τα τοπικά τραγούδια, έτσι; Να το πούμε. Τα δικά μας, τα μυτιληνιά. Με το βιολί παίζω τα λαϊκά, τα νησιώτικα. Διάφορα.
Lead to transcriptSegment 4
Πληροφορίες για την τρομπέτα στη μουσική παράδοση της Λέσβου
00:23:32 - 00:36:44
Partial Transcript
Ωραία. Επί της ευκαιρίας, ας μιλήσουμε και για την τρομπέτα, πώς ξεκινήσατε. Λοιπόν, η τρομπέτα ήταν κάτι το οποίο το 'χα μέσα μου. Δεν ήτα…ε βιολί και ένα νταούλι μαζί. Όταν ακούστηκε αυτό το πράγμα, ήρθαν άνθρωποι και έκλαιγαν. Δηλαδή, ήταν πολύ συγκινητικό. Πολύ συγκινητικό.
Lead to transcriptSegment 5
Εμπειρίες από γλέντια
00:36:44 - 00:42:31
Partial Transcript
Απ’ όλα αυτά τα γλέντια που έχετε παίξει, με όλους αυτούς τους ανθρώπους να μερακλώνουν και να γλεντάνε, θέλετε να μοιραστείτε μία ανάμνηση …ιό, ας πούμε. Και της λέω: «Πόσα χρόνια είσαι εδώ;» και μου λέει: «60 χρόνια». Ναι, 60 χρόνια. Έτσι είναι η μητρική γλώσσα… Έτσι, έτσι.
Lead to transcriptSegment 6
Η αγάπη για τη μουσική της Λέσβου
00:42:31 - 00:50:45
Partial Transcript
Μιλήσατε προηγουμένως ότι η μουσική αυτή έρχεται από πολύ παλιά. Και σίγουρα, έχει επιρροές από διαφορετικά μέρη, όπως είναι τα μικρασιάτικα… και τους πάρεις το ψωμί. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ έχω δείξει σε παιδιά που παίζουν επαγγελματικά αυτή τη στιγμή και χαίρομαι. Χαίρομαι.
Lead to transcriptSegment 7
Η ενασχόληση με την οργανοποιία
00:50:45 - 00:56:47
Partial Transcript
Αναφέρατε προηγουμένως ότι κάποια στιγμή είχατε δοκιμάσει να κάνετε κάποια άλλη δουλειά. Ναι. Είχα δοκιμάσει να κάνω μία άλλη. Καταρχήν, ν…υ πω ότι ασχολούμαι με τα όργανα. Αν, τώρα, κάποιος φίλος έχει ένα πρόβλημα με το όργανο, θα του το φτιάξω, παρόλο που δεν έχω μαγαζί πια.
Lead to transcriptSegment 8
Η διδασκαλία και το μέλλον της παραδοσιακής μουσικής
00:56:47 - 01:04:10
Partial Transcript
Θέλετε να πούμε και δυο κουβέντες για την διδασκαλία; Ναι. Πώς σας φαίνεται; Ναι. Η διδασκαλία. Λοιπόν. Ξεκίνησα έξω, πριν. Αφού είχα … το Πλωμάρι, τον Τουρκογιάννη ας πούμε. Αυτούς τους ανθρώπους. Και άλλους, φυσικά, που ήταν και αυτοί καλοί. Στην Μυτιλήνη, στην πόλη εδώ.
Lead to transcriptSegment 9
Παραδοσιακό συρτό της Λέσβου - Ο Νικόλαος Χριστιανός παίζει τρομπέτα
01:04:10 - 01:06:15
Partial Transcript
Ωραία. Θα θέλατε να μας δώσετε λίγο το χρώμα της τρομπέτας της Λέσβου; Ναι. Ωραία. Αν και έχω καιρό να παίξω. Γιατί αυτά τα όργανα… να πού…δικό μας συρτό, τοπικό. Υπέροχο. Καλό είναι; Ναι, ναι. Ωραία. Κύριε Νικόλα, σας ευχαριστώ πολύ. Να ‘σαι καλά. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Lead to transcript[00:00:00]Ημέρα Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2022. Βρισκόμαστε στη Μυτιλήνη, ονομάζομαι Ψαθάς Γεώργιος, είμαι ερευνητής για το Istorima και ακολουθεί η συνέντευξη με τον Νικόλαο Χριστιανό. Κύριε Νικόλα, καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θέλω, αν μπορείτε, να μου πείτε το όνομά σας ολόκληρο και να ξεκινήσουμε.
Χριστιανός Νικόλαος είναι τ' όνομά μου. Το όνομά μου κατάγεται... η καταγωγή μου, δηλαδή, αυτή είναι από τον Πολιχνίτο της Λέσβου. Από ‘κει ήταν ο πατέρας μου. Η μητέρα μου έχει μικρασιάτικη καταγωγή, οι γονείς της, δηλαδή, ήρθαν από απέναντι. Εγώ γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, στις 25/1 του 1974. Εδώ στη Μυτιλήνη πήγα σχολείο και εδώ στη Μυτιλήνη ξεκίνησα να κάνω και τα πρώτα μαθήματα μουσικής, σε ηλικία 14 ετών.
Από μικρός.
Από μικρός. Μου άρεσαν τα παραδοσιακά όργανα, γιατί είχα έτσι, ας πούμε, από την οικογένειά μου... είχα επηρεαστεί απ' τους παππούδες, από τη γιαγιά μου, που τραγουδούσε πολύ καλά. Ο παππούς μου ήταν πολύ καλός μουσικός, έπαιζε κλαρίνο, από τον Πολιχνίτο. Και έτσι είχα επηρεαστεί. Βέβαια, δεν θα 'θελα να μάθω κλαρίνο. Ήταν κάτι που δεν... δηλαδή, ενώ το 'βλεπα καθημερινά το όργανο ας πούμε και θα μπορούσα να μάθω, δεν θέλησα να μάθω κλαρίνο. Αυτό που είχα μέσα μου ήταν το βιολί. Μου άρεσε το βιολί πάρα πολύ. Το παραδοσιακό βιολί. Και έτσι, ξεκίνησα κάποια μαθήματα, με τον Νίκο τον Καλαϊτζή, τον Μπινταγιάλα, που 'ταν παλιός μουσικός και πολύ έμπειρος και ξεκίνησα κοντά του, σιγά-σιγά. Όταν έμαθε ποιανού εγγονός είμαι, γιατί με τον παππού μου είχανε δουλέψει πολλά χρόνια στον Πολιχνίτο, όταν ήταν μικρός εκείνος, είχαν συγκρότημα, έκλαιγε. Τον πήραν τα δάκρυα. Έκλαψε, ας πούμε, γιατί του θύμισα άλλες εποχές. Μιλάμε, τώρα, πριν το 1940. Και ξεκίνησα κοντά του λοιπόν. Έκατσα 2.5 χρόνια κοντά του, έμαθα αρκετά, πάρα πολλά πράγματα. Ήρθε μέχρι... ήρθε η εποχή που έκανα κάθε μέρα μάθημα. Κάθε μέρα. Όταν με είδε, δέχτηκε να με αναλάβει, γιατί κράτησα το βιολί κατευθείαν. Κράτησα το βιολί χωρίς να μου πει που να το βάλω, σε ποιο σημείο, ας πούμε. Το κράτησα κανονικά και μάλιστα με ρώτησε: «Ποιος σου 'δειξε να κρατάς το βιολί; Πήγες σε κάποιο άλλο δάσκαλο;». Και του είπα: «Όχι». Μου λέει: «Αποκλείεται, γιατί το κρατάς πάρα πολύ καλά». Του λέω: «Δάσκαλε, σε κανένα δεν έχω πάει. Ο πρώτος που ήρθα είσαι εσύ». Και έτσι ξεκινήσαμε. Έκατσα κοντά του. Είχε τεράστια πείρα, είχε δουλέψει με πάρα πολλούς μουσικούς, με πάρα πολλούς τραγουδιστές. Από το 1955, περίπου, σε πολλές ηχογραφήσεις, είχε γράψει πολλά τραγούδια δικά του ο άνθρωπος. Και πήρα πολλά πράγματα από αυτόν. Μέσα, τώρα, από το δάσκαλό μου γνώρισα και πολλούς μουσικούς της εποχής, αυτής της κλάσεως δηλαδή. Δηλαδή, ανθρώπους που ήταν στην ηλικία του παππού μου, ας πούμε, και λίγο νεότεροι. Και δούλεψα και με πολλούς παλιούς μουσικούς μαζί. Δηλαδή, στην ουσία, δούλεψα πρώτα με τους παλιούς μουσικούς και μετά με τους μουσικούς της δικής μου ηλικίας.
Πού δουλεύατε; Σε πανηγύρια;
Πού δούλευα; Σε πανηγύρια, σε γάμους, εδώ στο νησί. Σε διάφορες εκδηλώσεις εκείνα τα χρόνια. Μετά, σιγά-σιγά, βρήκα μία παρέα παιδιών, που είχαν φτιάξει, έτσι, ένα συγκροτηματάκι τότε και έπαιζαν. Ας πούμε, ήταν πέντε άτομα, περίπου, 4-5. Πήγα κι εγώ μαζί τους. Αυτούς τους έδειχνε ένας ερασιτέχνης τότε, ο οποίος ήταν καλός για ερασιτέχνης. Τους έδειχνε λίγο μπουζούκι, λίγη κιθάρα, ξέρω ‘γω, λίγα τύμπανα, τουμπερλέκι ας πούμε. Και πήγα κι εγώ μαζί τους. Ενθουσιάστηκα. Βέβαια, κι αυτοί ενθουσιάστηκαν, γιατί βρήκαν ένα βιολί, ας πούμε, στο [00:05:00]συγκρότημα μέσα. Κι έτσι, κάναμε ένα συγκροτηματάκι και δουλέψαμε κάνα χρόνο, περίπου, με τα παιδιά αυτά. Μετά, σιγά-σιγά, ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος. Έγινα 20 χρόνων, πήγα στρατό και εκεί γνώρισα κάποιους μουσικούς, στο στρατό, κάποια παιδιά και έπαιζα σε διάφορες εκδηλώσεις εκεί, στο στρατό, ξέρω εγώ, κάτι «Βραδιές του Οπλίτη» που κάνανε. Και στη Λέσχη Αξιωματικών πήγα πολλές φορές και έπαιξα. Μετά, τελειώνοντας, ας πούμε, το στρατό ασχολήθηκα με τη μουσική. Επιχείρησα να κάνω και κάτι άλλο σαν δουλειά. Δεν πήγε καλά. Μετά, είχα... επειδή το βιολί, στην ουσία, είχε πεθάνει στο νησί, δηλαδή οι παλιοί μουσικοί, που έπαιζαν, το είχαν αφήσει πια, λόγω ηλικίας και εγώ ήμουν κάτι που γεννιόταν, κάτι καινούργιο τότε, είχε ενδιαφέρον. Και είχα και αρκετή δουλειά, δηλαδή δουλεύαμε πολλά συγκροτήματα, πάρα πολλά. Μελετούσα, ταυτόχρονα, αυτό το διάστημα και θυμάμαι κάποιον μουσικό, παλιό, που μου είχε πει: «Αν μελετήσεις, να μελετήσεις καλούς μουσικούς, δηλαδή ανθρώπους που είναι καταξιωμένοι, δηλαδή στον κύκλο. Μην πιάσεις και μελετάς έναν άνθρωπο τον οποίο δεν τον δίνει κανείς σημασία παίζοντας. Προσπάθησε να βρεις κάποιους ανθρώπους, όπως είναι ο Γιώργος ο Κόρος, όπως είναι ο Στάθης ο Κουκουλάρης». Πράγματι, άρχισα να ακούω αυτούς. Έπαιρνα λίγο απ' τον έναν, λίγο τον άλλον, γιατί μου είχε πει ο δάσκαλός μου, όταν ξεκινούσα: «Στη μουσική, πρέπει κάποιος να είναι κλέφτης». Κι εγώ τον παρεξήγησα. Του είπα: «Δηλαδή τι κλέφτης; Τι να κλέβω;». Και μου λέει: «Δεν εννοώ να κλέψεις ένα αντικείμενο, ένα δοξάρι... να κλέψεις κάτι που σου αρέσει». Και μάλιστα, μου έδειξε κάτι. «Αυτό το πράγμα...», μου έλεγε «...εδώ, που βλέπεις, εγώ το έμαθα από έναν βιολιτζή στην Πάρο, ο οποίος δεν ήξερε καλά-καλά να πιάσει το βιολί. Κι όμως. Έκανε αυτό το πράγμα, τσίμπαγε τις χορδές με τα νύχια, που το κάνανε στην κλασική μουσική. Και το έκανε αυτός ο άνθρωπος. Και του είπα: “Δείξε μου το”. Και μου το 'δειξε, σιγά-σιγά. Το να παίξει δεν ήξερε. Όταν έπαιζε, ήταν πολύ φάλτσος». Και έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα, άκουγα διάφορους μουσικούς καλούς, έπαιρνα πράγματα. Μετά, βρέθηκαν κάτι παιδιά. Είχε έρθει μία κοπέλα από την Αθήνα, που έπαιζε σαντούρι, μαθήτρια του Μόσχου, του Αριστείδη Μόσχου, από ‘δω, δικιά μας, μία κοπέλα. Βρεθήκαμε μ' αυτή. Ήρθαν κάποιοι άλλοι κοντά: ένα ακορντεόν, ένας με ένα ούτι, ξέρω ‘γω. Κάναμε ένα συγκρότημα γύρω στα 7-8 άτομα τότε, οι ονομαστοί «Αιγιάτες», τότε. Αιγιάτες.
Από που βγαίνει τ' όνομα;
Από το Αιγαίο.
Κατάλαβα.
Όχι από το Αίγιο! Λοιπόν, παίζαμε σε διάφορες εκδηλώσεις, συναυλίες, κάναμε συναυλίες, συνοδεύαμε χορευτικά σε όλη την Ελλάδα, είχαμε δουλειές στο νησί επάνω. Εντάξει. Μετά, πέρασαν κάποια χρόνια, παντρεύτηκα εγώ, μπήκα και πιο επαγγελματικά στη δουλειά. Δηλαδή, όταν λέμε πιο επαγγελματικά, αγόρασα δικά μου ηχητικά, είχα τον δικό μου ήχο, σαν μουσικός. Δούλευα με πολύ... με εντελώς επαγγελματίες μουσικούς, δηλαδή λέγοντας «επαγγελματίες», ανθρώπους που ζούσαν μόνο απ' αυτό το πράγμα. Και έτσι, κυνηγούσαν τη δουλειά πάρα πολύ. Είχαμε φτιάξει ένα συγκρότημα, τους «Αιγαιοπελαγίτες», τότε, το οποίο ήταν λαϊκό και παραδοσιακό συγκρότημα. Και παίζαμε σε όλο το νησί, σε όλο το νησί παίζαμε. Και ήταν ένα συγκρότημα που δούλευε χειμώνα-καλοκαίρι, δηλαδή χειμώνα-καλοκαίρι είχε πολλές δουλειές. Υπήρχε πάρα πολύ ρεπερτόριο από τοπικά τραγούδια, από σμυρναίικα, από παλιά λαϊκά, από ευρωπαϊκά. Μέχρι το... αυτό κράτησε μέχρι το 2013. Μετά το 2013, εγώ και ένα άλλο παιδί, που το είχα πάρει μαζί, ένα συνάδελφο, φύγαμε απ' αυτό το συγκρότημα. Οι άνθρωποι είχαν μεγαλώσει ήδη πια αυτοί. Και φτιάξαμε ένα άλλο συγκρότημα, τότε, με το παιδί αυτό[00:10:00] και κάτι άλλους μουσικούς. Μείναμε μαζί 2-3 χρόνια έτσι. Έτσι, με αυτό το συγκρότημα, με τα «Λαϊκά Μονοπάτια» συγκεκριμένα. Και εδώ τώρα και κάποια χρόνια, δηλαδή από το 2018, περίπου, 19, σχεδόν, δουλεύω με πάρα πολλές ορχήστρες, δηλαδή έχω αρκετό ρεπερτόριο και μπορώ να δουλέψω... με όποια ορχήστρα να καθίσω μπορώ να δουλέψω. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσω με ορχήστρα και να μην παίξω, δηλαδή είτε λαϊκό πρόγραμμα είναι αυτό είτε παραδοσιακό είτε ρεμπέτικο εγώ μπορώ να δώσω το ηχόχρωμα. Ακόμα και δημοτικό δηλαδή. Γιατί είχα δουλέψει και σε διάφορα μαγαζιά. Δηλαδή, από το 1993 μέχρι και το 2016-17, ξέρω ‘γω, δούλευα και σε μαγαζιά το χειμώνα. Αλλά έχω παίξει σε ρεμπετάδικα, έχω παίξει σε μαγαζιά με έντεχνο και λαϊκό και παραδοσιακό ηχόχρωμα. Γενικά, έχω μία εμπειρία η οποία είναι πολλών ετών. Εντάξει...
Σίγουρα.
Έχω παίξει... και τα παιδιά που σου είπα. Εχω παίξει με ανθρώπους που ήταν μεγάλοι σε ηλικία και παίζω και με παιδιά που είναι στην ηλικία των δικών μου παιδιών δηλαδή. Ποτέ δεν είπα ότι παίζω καλά. Ήταν κάτι που δεν θα 'θελα ποτέ να το πω. Πάντα, μου έλεγαν ότι «Παίζεις πολύ καλά. Παίζεις καλύτερα από όλους». Ήταν κάτι που δεν μου άρεσε εμένα. Εντάξει. Ο καθένας παίζει αυτό που μπορεί και βγάζει... στη μουσική βγάζει ο καθένας αυτό που έχει μέσα του, έτσι; Για μένα, αυτό είναι η μουσική. Όταν ο μουσικός μελετάει σωστά και σέβεται τον συνάδελφό του που είναι δίπλα, θα παίξει καλά. Δηλαδή, ο καλός ο μουσικός θα παίξει το μέρος του, αυτό που πρέπει να παίξει. Τώρα, αν ο άλλος που είναι δίπλα του είναι αδύναμος σαν μουσικός και δεν έχει τη δύναμη να παίξει το μέρος του, θα το παίξει. Δηλαδή, θα τα παίξει όλα. Αυτό το πράγμα κάποιοι το εκμεταλλεύονταν. Εγώ δεν το έκανα ποτέ. Πάντα, άφηνα τους υπόλοιπους να παίξουνε. Αν μου έλεγε ο άλλος «Δεν το ξέρω. Τράβα το, τράβα το. Δεν το ξέρω. Παίξτο», εντάξει. Εκεί το έπαιζα, αλλά ποτέ δεν πήγαινα στη δουλειά με το σκεπτικό να φάω ή να σκεπάσω τον άλλον. Έτυχα σε δουλειές με νεότερα παιδιά από μένα, κάποια στιγμή, που έπαιξα πρώτη φορά μαζί τους και μου είπαν ότι «Ξέρεις κάτι; Μπορείς να παίξεις ότι ξέρουμε; Δηλαδή, αν θα παίξεις κάτι το οποίο δεν το ξέρουμε, δεν έχουμε την δύναμη να σε συνοδεύσουμε, να σε ακολουθήσουμε». Και το σεβάστηκα. Τους είπα: «Ναι, κανένα πρόβλημα. Θα παίξουμε. Ό,τι ξέρετε εσείς, θα παίξω κι εγώ».
Ωραία. Θέλετε για λίγο να γυρίσουμε εκεί δεκαετία '90 ή και πιο πριν -θα μου πείτε εσείς- όταν είχατε τις πρώτες δουλειές που είχατε κάνει με τη μουσική, με το βιολί, έτσι; Θυμάστε, ας πούμε, την πρώτη δουλειά που είχατε κάνει; Την πρώτη φορά που είχατε παίξει και είχατε πληρωθεί, ας πούμε;
Η πρώτη δουλειά που είχα πληρωθεί; Τώρα, αυτό πρέπει να ήταν γύρω στο 1990-91, ’90-’91, κάπου εκεί. Με τον δάσκαλό μου μαζί πήγα, θυμάμαι. Εγώ έπαιξα βιολί όπως έπαιζα τότε, έτσι; Ό,τι έπαιζα. Εκείνος έπαιξε σαντούρι. Ο Χρήστος ο Παπανικολάου, από τα Βασιλικά εδώ, έπαιζε κιθάρα. Είναι γνωστός σαν μουσικός. Ήταν για πολλά χρόνια ο κιθαρίστας του Ζαμπέτα. Ένας πολύ έμπειρος μουσικός ο Χρήστος ο Παπανικολάου, μαζί, και ένα μπουζούκι τρίχορδο θυμάμαι, που 'χε 'ρθει από την Αθήνα. Οι τέσσερις είχαμε πάει και παίξαμε σε κάποιες δουλειές για ένα διάστημα, καλοκαίρι είχαμε δουλέψει. Θυμάμαι τότε ήταν τα πρώτα χρήματα που πήρα κι εγώ σαν μουσικός. Κι αυτό όσον αφορά τη μουσική έξω. Τώρα, όσον αφορά τη μουσική σε μαγαζί, δούλεψα το '92. Πήρα το πρώτο μεροκάματο σε μαγαζί [00:15:00]μέσα, δηλαδή Παρασκευή και Σάββατο. Τότε, τα μαγαζιά έβαζαν Παρασκευή και Σάββατο. Κι έπαιξα με κάτι παιδιά, λίγο πιο μικρούς από μένα, αυτούς που είχα αναφέρει προηγουμένως. Τότε, και στη Μυτιλήνη αλλά και γενικά υπήρχαν αρκετά μαγαζιά που έβαζε μουσική μέσα. Δεν υπήρχε η κρίση. Ο κόσμος έβγαινε. Το ήθελε, ας πούμε, να βγει να πάει να πιει ένα κρασί, ένα ούζο και ν' ακούσει μία ζωντανή ορχήστρα, παρά να πάει κάπου και ν' ακούει, ας πούμε, CD. Και έτσι γέμιζαν τα μαγαζιά. Μετά, σιγά-σιγά, όταν μπήκαμε στην κρίση, άρχισε και η δουλειά, τούτη εδώ, να έχει θέμα. Δηλαδή, ήταν και για μας μεγάλο το πλήγμα. Και για μας μεγάλο. Δηλαδή, τι θα πει; Θα σας πω. Εκεί που δούλευαν πέντε άτομα σ' ένα μαγαζί, σου λέει: «Κόψε δύο άτομα. Θα ρθείτε τρεις». Όπως κι έγινε κάποια στιγμή. Πήγαμε τρία άτομα σε μαγαζί. Οι άλλοι δύο μείναν απ’ έξω. Ούτε εμένα μου άρεσε αυτό το πράγμα, αλλά από την άλλη, όμως, έπρεπε να ζήσω και την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, ας πούμε. Τι έπρεπε να κάνω; Δεν ήξερα κι εγώ τι έπρεπε να κάνω. Το καλοκαίρι, πάλι ανταμώναμε με τους μουσικούς τους υπόλοιπους τους δύο, γινόμασταν πάλι πέντε άτομα. Εντάξει. Δούλεψαν κι αυτοί. Βρήκαν, ας πούμε, κάπου... κάπου κάποια στιγμή και δουλέψαν κι αυτοί σε κάποια άλλα μαγαζιά. Απλώς, θέλω να πω ότι η κρίση έχει επηρεάσει πάρα πολύ τη μουσική. Δηλαδή, μετά, άρχισε να γίνεται είδος πολυτελείας. Δηλαδή «Άστο, δεν χρειάζεται». Παίρναν... μέχρι το 2010, περίπου 8-9, εκεί, έπαιρναν σε γάμους μία μουσική και δεν ρωτούσαν καν πόσα θέλουμε. «Θα ρθείτε να παίξετε. Θα παίξετε και στη νύφη, ας πούμε, θα συνοδεύσετε, θα παίξετε και το βράδυ». Από εκεί και πέρα, άρχισαν τα παζάρια με τα «Πόσα θέλετε; Και αν γίνεται να κόψουμε κάτι;», δηλαδή φτάσαμε σε άλλο σημείο. Σε άλλο σημείο.
Μετά, φυσικά, ήρθε και ο κορονοϊός.
Όταν ήρθε ο κορονοϊός, τα όργανα τα κρεμάσαμε στα καρφιά, τα κρεμάσαμε. Δεν παίζαμε μουσική. Βέβαια, κάποιοι που ήταν μόνο μουσικοί και γραμμένοι... δηλωμένοι στην «Εργάνη» μέσα, σαν μουσικοί, όπως ήμουν κι εγώ, αυτοί παίρναμε... πήραμε όλα τα επιδόματα, τα οποία είχε δώσει η κυβέρνηση, τότε, σαν βοήθεια. Κάποιοι, όμως, οι οποίοι δεν ήταν σαν μουσικοί δηλωμένοι, αυτοί δεν πήραν τίποτα. Γιατί κάποιος μπορεί να είναι αγρότης και δούλευε και σαν μουσικός. Δεν μπορούσε να πάρει, τότε, χρήματα.
Ή πολλοί μουσικοί δουλεύανε χωρίς ένσημα, συνηθίζεται αυτό.
Ναι, και αυτό.
Οπότε, δεν μπορούσαν να το αποδείξουν ότι-
Όχι, όχι. Δεν μπορούσαμε.
Ωραία. Με ενδιαφέρει να συζητήσουμε και ακόμα πιο πριν από το '90 και τα πρώτα επαγγελματικά παιξίματα. Η οικογένεια τι σας έλεγε για την ενασχόληση με τη μουσική; Πώς το βλέπανε; Ο παππούς, που ήξερε και το κλαρίνο ή ο μπαμπάς, τι λέγανε;-
Ο παππούς μου-
Πώς τους φαινότανε;
Ο παππούς μου πέθανε, όταν ακριβώς εγώ ξεκίνησα τη μουσική. Λίγους μήνες πριν πέθανε. Πέθανε. Από τα παιδιά του παππού μου, ο πατέρας μου δηλαδή και ο θείος μου, δεν μάθανε μουσική. Πιστεύω ότι θέλαν να μάθουν, γιατί οι μουσικοί παλιότερα κουράζονταν πάρα πολύ. Δηλαδή, ο παππούς μου, όταν έπαιζε, έπαιζε χωρίς μικρόφωνο. Έμενε στη Μυτιλήνη, ας πούμε, και έπρεπε να πάει στο χωριό, στον Πολιχνίτο, και τις πιο πολλές φορές πήγαινε με τα πόδια. Με το κλαρίνο. Κρατούσε το κλαρίνο στη βαλίτσα μέσα και πήγαινε. Να φύγει το πρωί, για να παίξει και το βράδυ, ας πούμε, με την κομπανία εκεί, με τους φίλους, τους χωριανούς, σε γάμο, 2 μέρες, 3. Κι έτσι δεν ήθελε τα παιδιά του να μάθουν αυτή τη δουλειά, να το κάνουν σαν επάγγελμα. Εκείνα τα χρόνια, όποιος μάθαινε κάτι, το μάθαινε για να ζήσει. Δεν το μάθαινε για την πλάκα του ή για να κάνει... για να 'ναι ένας ερασιτέχνης, ξέρω ‘γω, μουσικός. Οπότε, δεν ασχολήθηκαν. Ο πρώτος, λοιπόν, που ασχολήθηκε μες στην οικογένεια ήμουν εγώ. Εντάξει. Στην αρχή, δεν τους φάνηκε... ξέρεις. Δεν το πήραν στραβά, ας πούμε, το είδαν. Ας πούμε: «Εντάξει. Μπορεί να μη μάθει ή μπορεί να τα βρει λίγο δύσκολα». Ο πατέρας μου μου είπε ότι «Ο παππούς σου έλεγε ότι το βιολί [00:20:00]είναι το πιο δύσκολο όργανο», δηλαδή «Πέφτεις στα βαθιά. Έχεις να κάνεις με ένα δύσκολο όργανο. Το βιολί είναι δύσκολο όργανο». Λέω: «Εντάξει. Εμένα μ' αρέσει». Μου λέει: «'Ντάξει». Αυτό που δεν ήθελε ο πατέρας μου... του κακοφάνηκε το να δουλέψω σε πανηγύρια. Όταν του το ανακοίνωσα, θυμάμαι ήμουνα 17 χρονών περίπου, του είπα ότι θα δουλέψω με τον τάδε. «Πού;», μου λέει. Του λέω: «Εδώ, στο πανηγύρι». «Α! Εδώ τα χαλάμε. Όχι πανηγύρια. Γίνονται φασαρίες, σπάνε μπουκάλια, μεθάει ο κόσμος, ξέρω ‘γω, γίνονται καυγάδες». Δεν του άρεσε. Βέβαια, δούλευα με καλούς ανθρώπους και πάντα προσπαθούσα να δουλέψω με ανθρώπους, με μουσικούς, που είναι αγαπητοί στον κόσμο, δηλαδή... και πιστεύω ότι το κατάφερα αυτό. Δούλεψα με καλούς μουσικούς και καλούς ανθρώπους. Έτσι, άνθρωποι που ήταν νοικοκύρηδες, που έβλεπαν τα παιδιά τους, το σπίτι τους. Και πήρα παραδείγματα. Παραδείγματα. Διδάχτηκα δηλαδή. Εκτός που μου έδειξαν πράγματα και στη μουσική πάνω, έμαθα και απ' τον έναν και απ' τον άλλον κάποια πράγματα, τα οποία ήταν μαθήματα ζωής δηλαδή. Όπως λες, ξέρω ‘γω... σου λέει ο πατέρας σου «Πρόσεξε αυτό το πράγμα» ή ξέρω ‘γω «Μη. Πρόσεχε τούτο, πρόσεχε το άλλο». Έτσι, αυτά μου 'λεγαν κι αυτοί. Και ήταν ένα σχολείο για μένα αυτό το πράγμα. Τώρα, η μουσική, στην αρχή, ναι, μου άρεσε. Εγώ δεν τραγουδούσα. Όταν ξεκίνησα, δεν τραγουδούσα. Κάποια στιγμή, σ' ένα μαγαζί που έπαιζα έπεσε ένα καπάκι από τη σαμπάνια πάνω στην κονσόλα και το μικρόφωνο που είχε ο τραγουδιστής μας, τότε, χάλασε. Δεν δούλευε. Και ξεκίνησε να φύγει το παιδί αυτό, που ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα, ένα χρόνο, να πάει, τώρα, βράδυ να βρει τον άνθρωπό που μας έφερε τα μηχανήματα, που τα 'χαμε νοικιάσει, να ‘ρθει να δει το πρόβλημα. Τι είναι το πρόβλημα. Όπως ήμουν μεγαλύτερος, δηλαδή, απ' όλους και ήμουν και όρθιος με το βιολί, αισθάνθηκα ότι πρέπει να πάρω εγώ πρωτοβουλία και να σπάσω τον πάγο. Και έκανα το ντεμπούτο μου στο τραγούδι, ξεκίνησα να τραγουδήσω. Ντρεπόμουν. Να πούμε την αλήθεια ότι ντρεπόμουν πάρα πολύ, αλλά εντάξει. Τα κατάφερα. Τραγούδησα. Την επόμενη φορά που πήγαμε στη δουλειά όλοι μου ζήτησαν να ξανατραγουδήσω οι συνάδελφοι. Όλη αυτή η παρέα. Και ο τραγουδιστής, ας πούμε, μου το ζήτησε. Και από τότε, κάνω και αυτό το πράγμα, δηλαδή εκτός που παίζω βιολί... αν πάω σε μία δουλειά, με φωνάξουνε σαν βιολί πάω σαν βιολί, ας πούμε. Αν με φωνάξουν σαν τρομπέτα, πάω σαν τρομπέτα. Υπάρχουν δουλειές που μου λένε: «Φέρ' τα και τα δύο τα όργανα», αλλά υπάρχουν και βραδιές που τα κάνω και τα τρία. Παίζω και βιολί και τραγουδάω, παίζω και τρομπέτα. Με την τρομπέτα παίζω τα τοπικά τραγούδια, έτσι; Να το πούμε. Τα δικά μας, τα μυτιληνιά. Με το βιολί παίζω τα λαϊκά, τα νησιώτικα. Διάφορα.
Ωραία. Επί της ευκαιρίας, ας μιλήσουμε και για την τρομπέτα, πώς ξεκινήσατε.
Λοιπόν, η τρομπέτα ήταν κάτι το οποίο το 'χα μέσα μου. Δεν ήταν το κλαρίνο. Παρόλο που ο παππούς μου ήταν μουσικός, έπαιζε κλαρίνο. Μου άρεσαν τα χάλκινα πιο πολύ. Κάποια στιγμή, το 2002, ήταν λίγο μετά τις 15 Αυγούστου. Παίζαμε σε μία πατινάδα. Πηγαίναμε τη νύφη στην εκκλησία, που αυτό το πράγμα, η πατινάδα, σ' αυτά τα χωριά, εκεί στο Μανταμάδο, στην Κάπη, στην Πελόπη, στην Κλειού το λένε «τσίνισμα». Τσίνισμα το λένε αυτοί, δηλαδή το κίνημα. Να κινήσουμε, να περπατήσουμε. Έπαιζα βιολί εγώ. Έπαιζε, αν θυμάμαι καλά, ένα κρουστό -τώρα, να 'ταν ταμπούρο από την ντραμς; Ή ήταν τουμπερλέκι; Δεν θυμάμαι- ο Σουσαμλής Παναγιώτης από την Αγιάσο, που ήταν ο κρουστός μας. Ο Παναγιώτης ο Λημναίος από τη Μυτιλήνη έπαιζε μπουζούκι και ο Στρατής ο Κυριάκογλου από την Κάπη, από την παλιά οικογένεια της Κάπης, τους μουσικούς, έπαιζε ακορντεόν. Όταν βγήκαμε από το χωριό, φύγαν δεξιά και αριστερά οι τοίχοι, [00:25:00]τα ντουβάρια που υπήρχαν από τα μαγαζιά και από τα σπίτια. Ο ήχος χάθηκε. Ήταν σαν να παίζουμε στο χάος. Ούτε το βιολί άκουγα ούτε το ακορντεόν, τίποτα. Όταν πήγαμε τη νύφη στην εκκλησία, γυρίζω και τους λέω: «Ρε παιδιά, τα όργανα που κρατάμε είναι όλα ακατάλληλα για τη δουλειά που κάνουμε» και γυρίζει και μου λέει ο άνθρωπος, ο κ. Στρατής ο συγχωρεμένος τότε, μου λέει: «Γιατί το λες αυτό;». Του λέω: «Έπρεπε να 'χαμε τρομπέτα, να ‘χαμε τρομπόνι, να έχουμε κλαρίνο. Αυτά είναι τα όργανα που… όπως είχανε οι παλιοί. Τούτα τα όργανα δεν ακούγονται». Εγώ, ας πούμε, τους λέω έτσι: «Θα ‘θελα να μάθω τρομπέτα. Αν και είμαι μεγάλος, είμαι 26 χρόνων ας πούμε, θα ‘θελα να μάθω τώρα τρομπέτα, αλλά ποιος θα μου μάθει; Δεν μπορώ να πάω στο Σκουτάρο να βρω το Χρήστο τον Παντελίδη. Είναι μακριά. Δηλαδή, αν πάω, θα μου δείξει ο άνθρωπος, αλλά είναι μακριά». Και γυρνάει ο μπουζουξής, ο Λημναίος και μου λέει: «Να σου δείξει ο Παναγιώτης, δίπλα, που παίζει η κρούστα». Του λέω: «Πού ξέρει ο Παναγιώτης;». Και μου λέει ο Παναγιώτης «Εγώ σπούδαζα κλασικό τρομπόνι, το ατίρο, στην Αθήνα, πολλά χρόνια, δηλαδή πήγαινα για το πτυχίο πια. Απλώς, κάποια στιγμή, θεώρησα ότι δεν μπορώ να παίξω. Μου 'ρθε μία ιδέα... όχι μία ιδέα... έτσι, μία φοβία ότι δεν μπορώ να παίξω και το εγκατέλειψα. Και ασχολήθηκα μόνο με τα τύμπανα, με τα κρουστά». Και του λέω: «Δηλαδή μπορείς;». «Ναι», μου λέει, «ναι. Μπορώ. Πώς δεν μπορώ;». Την επόμενη μέρα, παράγγειλα κι εγώ μία τρομπέτα. Παράγγειλα μια τρομπέτα. Σε μια εβδομάδα ήρθε. Ξεκίνησε να μου δείχνει ο Παναγιώτης τότε. Είχαμε μία μέθοδο ιταλική. Του άναψα τα αίματα του Παναγιώτη εγώ. Πήγε στην Αγιάσο, στη μητέρα του, που ήταν μια γριούλα εκεί στο χωριό, της γύρεψε το τρομπόνι, που το ‘χε 35 χρόνια μες στη βαλίτσα, ένα ατίρο τρομπόνι, πολύ ωραίο. Το 'βγαλε, άρχισε να μελετάει κι αυτός. Στη συνέχεια, ένα άλλο παιδί, που έπαιζε μαζί μας, ξεκίνησε να μάθει λαούτο. Πήγε στην Αθήνα, τον έστειλα σ' έναν Μυτιληνιό, δικό μας, που έπαιζε λαούτο, έκανε ένα χρόνο μαθήματα. Όταν γύρισε πίσω, έπιασε και το κλαρίνο. Κι έτσι βρεθήκαμε να ‘μαστε 3-4 πνευστά. Βέβαια, δεν είχαμε σαντούρι μαζί και όταν εγώ έπαιζα τρομπέτα, δεν είχαμε βιολί. Δηλαδή, ναι μεν, τα πνευστά, τα φυσερά που λέμε, τα είχαμε, αλλά κάπου έλειπαν τα έγχορδα, τα παλιά έγχορδα. Κι έτσι ξεκίνησα με την τρομπέτα. Το 2000 ήταν αυτό, το 2000. Έχω παίξει αρκετές φορές. Έχω πάει και ταξίδια με την τρομπέτα, ας πούμε. Προσπαθώ να παίξω, όσο γίνεται να δώσω το ηχόχρωμα το δικό μας, δηλαδή αυτό το χρώμα που θυμίζει Μικρασία.
Όπως σας είχα πει στο τηλέφωνο, όταν μιλήσαμε πρώτη φορά, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, όταν άκουσα πρώτη φορά την μουσική της Λέσβου, που άκουσα τα χάλκινα.
Ναι, ναι, ναι. Εδώ, τα χάλκινα ήρθαν γύρω στο 1870-1860. Πώς ήρθαν; Η Λέσβος, μέχρι το 1912, ήταν τουρκοκρατούμενη, δηλαδή ήταν ακόμα οι Τούρκοι εδώ. Μοιραία, λοιπόν, υπήρχε και ο τουρκικός στρατός. Ο τουρκικός στρατός, λοιπόν, είχε μπάντες, είχε μία-δύο μπάντες. Οι μπάντες, λοιπόν, όπως ξέρουμε, έπαιζαν πνευστά όργανα., τα φυσερά, όπως λέμε εμείς. Τα λέμε φυσερά επειδή φυσάς. Οι Λέσβιοι μουσικοί ενθουσιάστηκαν απ’ αυτά τα όργανα, δηλαδή τους άρεσε πάρα πολύ. Ξέρω γω... «Τι είναι αυτό το μικρό το χάλκινο;». Τρομπέτα. Και μάλιστα, τότε, λέγαν, ξέρω γω, κλαρίνο, τρόμπα. Χρησιμοποιούσαν την ιταλική ορολογία. Όπως το λένε Ιταλοί, τρόμπα. Το τρομπόνι, το ευφώνιο. Υπήρχανε, λοιπόν, αυτά τα όργανα. Εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί μέσα σε μερικά χρόνια και αν μία ορχήστρα, δηλαδή, δεν είχε τουλάχιστον 3 φυσερά, κλαρίνο, τρομπέτα και τρομπόνι, δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά. Δεν μπορούσε για τον εξής λόγο: γιατί, τότε, ας [00:30:00]πούμε, σε ένα πανηγύρι, σε ένα χωριό, μπορεί να παίζαν τέσσερις-πέντε ορχήστρες. Χωρίς μηχανήματα, έτσι; Χωρίς μηχανήματα. Εάν δεν είχες, λοιπόν, τα φυσερά, που ήταν δυνατά όργανα, δεν μπορούσες να παίξεις, γιατί ο άλλος, που ήταν μερικά μέτρα πιο πέρα, σε σκέπαζε. Οπότε, όποιοι είχαν φυσερά πολλά ήταν και ισχυροί. Μπορούσαν να παίξουνε. Και θυμάμαι κάποιον παλιό μουσικό απ' την Αγιάσο, τον κύριο Βασίλη Σουσαμλή, που μου ‘λεγε κάποτε ότι άκουσε ένα τρομπόνι τη δεκαετία του '60, ένα τρομπόνι από τη Γέρα, Γεραγώτης, «ο όποιος», μου λέει, «έπαιζε τόσο δυνατά… τι το είχε κάνει το τρομπόνι; Το είχε κάνει βιολί να σου πω; Κλαρίνο να σου πω; Τρομπέτα να σου πω; Δεν μπορώ να σου πω. Δηλαδή, έπαιζε όλη τη μελωδία με το τρομπόνι ο άνθρωπος. Ήταν πολύ καλός. Που ξεκολλούσαν οι πέτρες από τον ντοσιμέ». Ντοσιμές είναι ο δρόμος ο πέτρινος. Το καλντερίμι το πέτρινο. Το λέμε ντοσιμέ. «Ξεκολλούσαν οι πέτρες», μου λέει χαρακτηριστικά, «από τον ντοσιμέ. Εμείς -λέει- είχαμε τρία-τέσσερα φυσερά. Είχαμε δύο κλαρίνα, είχαμε τρομπόνι, είχαμε… κι όμως. Ακούγαμε αυτόν που ήτανε απέναντι από μας». Λοιπόν, φαντάσου να μην είχες φυσερά και να πήγαινες εκείνα τα χρόνια στη δουλειά. Και ο παππούς μου, που έπαιζε, έπαιζε με φυσερά, δηλαδή ήταν το κλαρίνο. Υπήρχε και το τρομπόνι και η τρομπέτα. Ευφώνια δεν είχε στον Πολιχνίτο. Είχαν το σαντούρι και το βιολί. Τους άρεσε το βιολί στον Πολιχνίτο. Γι’ αυτό και το χωριό είχε βγάλει αρκετούς βιολιτζήδες, καλούς.
Εσείς, όταν πια ξεκινήσατε να δουλεύετε, πλέον είχε επικρατήσει να παίζουν με μικροφωνική-
Όταν ξεκίνησα εγώ… κοίταξε να δεις. Να σου πω τι γίνεται. Από τότε που βγήκαν τα μηχανήματα, κάποια όργανα έφυγαν στην άκρια, δηλαδή αυτοί που έπαιζαν σαντούρι, οι περισσότεροι, άρχισαν να παίζουν ή αρμόνια ή ακορντεόν ή τύμπανα. Έπιασαν… δηλαδή, έμαθαν κάποιο άλλο όργανο. Το σαντούρι έφυγε στην άκρη. Τα μόνα όργανα που έμειναν, έστω και λίγα, πάνω στο νησί, για κάποιες δεκαετίες, ξέρω ‘γω, δεκαετία του ’70, του ’60, του ’70 και ’80, αυτές τις τρεις δεκαετίες, ήταν το κλαρίνο, το βιολί και η τρομπέτα. Αυτά τα τρία όργανα. Και σε συγκεκριμένα χωριά. Όχι παντού. Έτσι; Τώρα, αν πήγαινες δεκαετία του ’60, ας πούμε, να παίξεις σ’ ένα γάμο -να σου δώσω να καταλάβεις… το ’80. Το ’80, που ‘ταν η τελευταία δεκαετία- σ’ ένα γάμο και έχεις, ας πούμε, μία τρομπέτα, ας πούμε, μέσα, μπορεί να έτρωγες και ξύλο. «Τι είναι αυτό το όργανο που μου ‘φερες;». Σιγά-σιγά όμως, γύρισαν τα πράγματα. Όπως τότε, είχε γίνει και μία στροφή προς το ρεμπέτικο, γενικά, πανελλαδικά. Δηλαδή, ξύπνησαν οι ρεμπέτικες κομπανίες και έβλεπες ρεμπέτικα εδώ, ρεμπέτικα εκεί ενώ ήταν μία… είχαμε συνηθίσει για κάποιες δεκαετίες σε κάτι άλλο, δηλαδή στη φαρφίσα, στην ηλεκτρική κιθάρα, στα τύμπανα. Φύγαμε και πήγαμε προς το ρεμπέτικο. Έτσι, σιγά-σιγά, άρχισε και στο νησί ξανά η παραδοσιακή μουσική να ακούγεται. Να ακούγεται. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι παιδί, να σου δώσω να καταλάβεις, έπαιζαν τα παραδοσιακά με το μπουζούκι, ας πούμε. Έπαιζαν μπουζούκι, αρμόνιο, κιθάρα και ντραμς. Τα παραδοσιακά. Εμένα δεν μου άρεσε αυτό. Ενώ μπορεί να ήμουν 10 χρονών, 8 χρόνων, 10, παρατηρούσα και άκουγα πάρα πολύ καλά τι έπαιζαν. Μου άρεσαν σαν μελωδία αυτό που άκουγα, αλλά σαν ήχος, δηλαδή, δεν μου άρεσε. Δηλαδή, θεωρούσα ότι κάτι λείπει από μέσα, κάτι λείπει. Κάτι λείπει από μέσα. Όταν… και πάντα, όταν πήγαινα με τους δικούς μου κάπου, ξέρω ‘γω, και είχε μία ζωντανή ορχήστρα, και τύχαινε να έχει είτε κάνα βιολί, είτε καμιά τρομπέτα, είτε κάνα κλαρίνο εγώ ενθουσιαζόμουνα, τρελαινόμουν. Αυτή τη στιγμή, που μιλάμε, την τρομπέτα την [00:35:00]λατρεύουν στο νησί επάνω, την λατρεύουν την τρομπέτα. Όταν ξεκίνησα, δηλαδή το 2000, να σου δώσω να καταλάβεις έτσι, το 2000, το ’99 γύρευαν σε κάποια χωριά του νησιού κλαρίνο. Σου έλεγε: «Αν δεν έχεις κλαρίνο, δεν θα ‘ρθεις στο μαγαζί, στο πανηγύρι να δουλέψεις». Αν δεν έχεις κλαρίνο. Τότε, υπήρχαν τρεις-τέσσερις κλαρινίστες. Βέβαια, μεγάλοι σε ηλικία, έτσι; Άνθρωποι που μετά από μερικά χρόνια σταμάτησαν. Και αυτοί οι άνθρωποι, όσο μπορούσαν, κάλυπταν, ας πούμε, αυτά τα κενά. «Έλα μαζί εσύ. Έλα να τον πάρω εγώ 2 μέρες. Τον παίρνεις μετά εσύ. Πάρτον εσύ ύστερα» ξέρω ‘γω. Κάπως έτσι με το κλαρίνο. Τώρα, έχουν αλλάξει τα πράγματα. Σου λέει: «Αν δεν έχεις τρομπέτα, δεν θα ‘ρθεις». Τρομπέτα. Βέβαια, και μία τρομπέτα να παίζει, όσο και καλά να παίζει, είναι μόνη της. Το να παίξουν όλα τα όργανα αυτά μαζί δίνουν ένα άλλο ηχόχρωμα. Αυτό που ακούγεται είναι… είναι πολύ μαγευτικό. Δηλαδή, έχω παίξει… έπαιξα τρομπέτα εγώ, έπαιξε τρομπόνι ο Σουσαμλής ο Παναγιώτης. Ο Αποστολέλης ο Παναγιώτης έπαιξε κλαρίνο. Ένα άλλο παιδί απ’ την Αγιάσο έπαιξε ευφώνιο, έκανε το μπάσο. Ο πατέρας του αυτουνού του μικρού έπαιξε σαντούρι. Η Γιάννα, που λέγαμε πριν, έπαιξε βιολί και ένα νταούλι μαζί. Όταν ακούστηκε αυτό το πράγμα, ήρθαν άνθρωποι και έκλαιγαν. Δηλαδή, ήταν πολύ συγκινητικό. Πολύ συγκινητικό.
Απ’ όλα αυτά τα γλέντια που έχετε παίξει, με όλους αυτούς τους ανθρώπους να μερακλώνουν και να γλεντάνε, θέλετε να μοιραστείτε μία ανάμνηση χαρακτηριστική, ας πούμε; Κάτι ιδιαίτερο που έχει συμβεί;
Κοίταξε, έχω δει πάρα πολλά. Αυτό που μου άρεσε κάποια στιγμή… και κάτι άλλο θα πω. Όταν έβλεπα άνθρωπο να χορεύει μπροστά μου, ο οποίος είχε πολύ κακό ρυθμό, δηλαδή χόρευε εκτός ρυθμού, έκλεινα τα μάτια μου.
Για να μη χάσετε το ρυθμό;
Όχι. Όχι για να μη χάσω τον ρυθμό. Δηλαδή, το θεωρούσα αυτό το πράγμα… πώς να στο πω; Τι σηκώθηκε να χορέψει; Αφού δεν ξέρει να χορέψει, ας πούμε. Πώς σηκώθηκε να χορέψει αυτός; Δηλαδή κάτι που δεν μου άρεσε. Σε αντίθεση, μία φορά, έχω δει πολλούς ανθρώπους, παλιούς ανθρώπους να χορεύουν όπως χόρευαν παλιά. Δηλαδή, το συρτό παλιά, εδώ στο νησί, δεν το χόρευαν κυκλικά. Το χόρευαν ζευγάρια-ζευγάρια.
Αντικριστά;
Όχι αντικριστά. Κρατούσε ο άντρας το μαντήλι και η γυναίκα κρατούσε μαζί και χορεύανε το συρτό. Τώρα, πιάνει ο ένας τον άλλον και γυρνάνε γύρω-γύρω. Αυτό δεν μου λέει τίποτα εμένα. Και χορεύουν κάτι τραγούδια τα οποία είναι τραγούδια καινούργια. Δεν έχουν καμία σχέση με την τοπική παράδοση, ενώ οι παλιοί, οι σκοποί, οι δικοί μας, οι παλιοί είναι πάρα πολύ παλιοί, δηλαδή οι ρίζες πρέπει να ξεκινάνε μέσα στο 1800. Δηλαδή, τέλη του 1800 οι παλιοί σκοποί αυτοί. Θυμάμαι, κάποτε, είδα έναν κύριο από την Αγία Παρασκευή εδώ, από το χωριό δηλαδή, που χόρεψε συρτό με τη γυναίκα του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δάσκαλος. Πρέπει να ζει ακόμα, αν δεν κάνω λάθος. Μαγεύτηκα, δηλαδή έτσι όπως χόρευε το συρτό αυτός ο άνθρωπος δεν είχα δει, δηλαδή τρελάθηκα.
Τι ήταν αυτό που είχε δηλαδή;
Είχε τόσο καλό ρυθμό. Τόσο καλό ρυθμό. Χόρευε πολύ αργά. Κρατούσε το μαντίλι με τη γυναίκα του μαζί και τα πόδια του… τα πόδια του κουνιόνταν τόσο ωραία. Νόμιζες, δηλαδή, ότι παίζει ο ίδιος τη μουσική και χορεύει. Ήταν ένα πράγμα δεμένο με μας, δηλαδή μαζί. Με μάγεψε. Μετά από χρόνια, το είπα σ’ ένα συγγενή του. Ξέρεις. «Ο τάδε χορεύει πάρα πολύ ωραία». Αφού σκέφτηκα, έκανα μία σκέψη ότι πρέπει οι δάσκαλοι που διδάσκουν, ας πούμε, τους παραδοσιακούς χορούς εδώ στο νησί μας, να βρίσκουν τέτοιους ανθρώπους και να τους γράφουν με βίντεο. Με ένα βίντεο. «Γράψε τον και κοίταξε ακριβώς τι κάνει, ας πούμε. Κοίταξε τι κάνει αυτός ο άνθρωπος». Ήταν κάτι πάρα πολύ ωραίο. Μου άρεσε. Kαι το ίδιο, κάτι παρόμοιο, αντάμωσα το 2009, που [00:40:00]πήγα στην Αυστραλία, που βρήκα έναν άνθρωπο που έλειπε 60 χρόνια. Kαι όταν χόρεψε, ήταν από τη Γέρα, και η γυναίκα του απ’ την Αγία Παρασκευή. Μου λέει: «Βάλε μου ένα συρτό, να χορέψω» και του λέω: «Βεβαίως!». Ήταν τότε, όταν τον γνώρισα, ήταν σχεδόν 90. Κόντευε 90. 88; 89; 90; Κάπου εκεί. Και του ‘παιξα, θυμάμαι, το γεραγότικο συρτό με το βιολί, αργά-αργά, και χόρεψε έτσι όπως χορεύαν οι παλιοί άνθρωποι, με το μαντήλι, δηλαδή, μπροστά-πίσω, όπως κάναν οι παλιοί.
Έλειπε και πολλά χρόνια αυτός.
Έλειπε πάρα πολλά χρόνια. Φαντάσου ότι η κόρη του ήταν, όταν τη γνώρισα, 50-55 ετών. Δεν ήξερε ούτε μία, καμία λέξη ελληνική, δεν μιλούσε καθόλου. Είχε γεννηθεί εκεί και δεν είχε έρθει ποτέ.
Είχατε μείνει πολύ καιρό στην Αυστραλία;
Έκατσα… 2 βδομάδες έκατσα. Είχα πάει… μας είχε φωνάξει η Πανλεσβιακή Ένωση στη Μελβούρνη. Και πήγαμε, κάποια στιγμή, ένα συγκρότημα… βιολί, σαντούρι, κιθάρα, ούτι, ένα κρουστό και ένα μπουζούκι, το οποίο, βέβαια, το γυρέψαμε από εκεί. Και παίξαμε σε κάποιες εκδηλώσεις εκεί.
Από πολιτιστικούς συλλόγους;
Ναι. Ήταν η Πανλεσβιακή Ένωση. Παίξαμε δυο-τρεις φορές στην Πανλεσβιακή Ένωση και παίξαμε και μία σε μία εκδήλωση στους Αντίποδες, που γίνεται μία φορά το χρόνο, στο Oakleigh. Κεντρικά είναι. Είναι ένα μέρος κεντρικά της Μελβούρνης, που είναι μία συνοικία με πάρα πολλούς Έλληνες. Ήταν και η Γλυκερία, η τραγουδίστρια, με την ορχήστρα της, μετά από μας. Παίξαμε εμείς δηλαδή και μετά έπαιξε αυτή.
Την είχατε συναντήσει στην Αυστραλία δηλαδή.
Ναι, ναι, όλη την ορχήστρα της, ναι.
Είχατε περάσει καλά εκείνες τις μέρες;
Ωραία ήταν, ωραία. Αυτό που μου ‘κανε εντύπωση ήταν ότι γνώρισα ανθρώπους από το νησί που λείπαν 50 και 60 χρόνια. Κι όμως, τα δικά μας εδώ, τη διάλεκτο τη μυτιληνιά, τη μιλάγανε πιο καλά από μας. Δηλαδή, θυμάμαι μία κυρία, Μαριγώ τη λέγανε, από το Αμπελικό, η οποία, όταν μιλούσε η γυναίκα, νόμιζα ότι ήταν στο χωριό, ας πούμε. Και της λέω: «Πόσα χρόνια είσαι εδώ;» και μου λέει: «60 χρόνια». Ναι, 60 χρόνια.
Έτσι είναι η μητρική γλώσσα…
Έτσι, έτσι.
Μιλήσατε προηγουμένως ότι η μουσική αυτή έρχεται από πολύ παλιά. Και σίγουρα, έχει επιρροές από διαφορετικά μέρη, όπως είναι τα μικρασιάτικα παράλια.
Ναι.
Η καταγωγή της μητέρας σας, που ήταν από την Μικρά Ασία, πιστεύετε επηρέασε, κάπως, τον ήχο σας;
Ναι. Σίγουρα, σίγουρα. Να σας πω ότι μου αρέσει πάρα πολύ, δηλαδή η μουσική της Μικράς Ασίας, γενικά της Μικράς Ασίας η μουσική, είναι κάτι που το νιώθω μέσα μου. Δηλαδή, ναι μεν η μουσική του νησιού μου, εδώ που γεννήθηκα, του τόπου μου, είναι αυτό που είναι, το πρώτο για μένα, αλλά η μικρασιατική μουσική, δηλαδή μιλάμε τώρα για ποντιακά, καππαδόκικα… τα σμυρναίικα τα λατρεύω βέβαια, γιατί παίζω πάρα πολλά. Η μητέρα μου ήταν λίγο έξω. Ήταν στη χερσόνησο το χωριό τους, στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Ήταν η Αγία Παρασκευή, το Κιόστε όπως λέγανε. Το Τσεσμέ. Δίπλα ήταν ο Τσεσμές. Ένα χωριό, μεγάλο χωριό σχετικά με 4.000 κατοίκους. Και μεγάλωσα με παππούδες. Και οι παππούδες μου και οι δύο, και η μητέρα της και ο πατέρας της, μιλάγανε πάρα πολύ καλά τη διάλεκτο αυτή, που φέραν από απέναντι. Δηλαδή, ήρθαν και οι δύο παιδιά οι παππούδες μου, και ο παππούς μου και η γιαγιά μου και μιλάγανε πάρα πολύ καλά τη διάλεκτο του τόπου τους. Δηλαδή, γέρασαν και μιλάγανε και οι δύο έτσι, παρόλο που εδώ μεγάλωσαν.
Είχατε κάνει και κάποιο άλλο ταξίδι; Έτσι, μεγάλο. Σαν κι αυτό στην Αυστραλία;
Τόσο μακρινό όχι. Έχω πάει σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Στην Τουρκία έχω πάει αρκετές φορές. Έχω παίξει σε μία εκδήλωση στο ΝΑΤΟ κάποτε, το 2009. Έχω παίξει σε μία αδελφοποίηση, που έγινε το 1997, ο Δήμος Αγίας Παρασκευής Λέσβου και ο Δήμος Περγάμου. Έχω παίξει σε πολλά μέρη. Εντάξει. Στην [00:45:00]Ελλάδα έχω πάει αρκετά ταξίδια. Έχω γυρίσει… ως επί το πλείστον, όχι για ορχήστρα λαϊκή, αλλά για παραδοσιακά. Πήγαινα, δηλαδή, για να αντιπροσωπεύσω το νησί, ας πούμε.
Θυμάστε πότε ήταν η πρώτη φορά που είχατε φύγει απ’ το νησί; Για δουλειά; Μου είπατε ότι το ’94 που πήγατε φαντάρος ήταν-
Το ’93 πήγα φαντάρος.
Το ’93, ναι.
Πότε ήταν η πρώτη φορά που έφυγα; Πρέπει να ήταν το ’95, νομίζω. Είχα πάει σε ένα γάμο. Στις Οινούσσες έπαιξα. Είχα παίξει σε ένα γάμο στις Οινούσσες τότε. Με μία ορχήστρα από την Αθήνα ήταν, που δεν θυμάμαι… ήθελαν και ένα βιολί. Η Χίο, τότε, είχε τον Νίκο τον Οικονομίδη, ο οποίος είχε κατέβει Αθήνα για ένα διάστημα κάτω. Δεν μπορούσε να πάει. Και κάποιος, τότε, εδώ, μου πρότεινε… δεν ξέρω πώς ο άνθρωπος… που βρήκε άκρη εκεί πέρα. Μου ‘πε ότι έτσι και έτσι, μία δουλειά και πήγα. Έφυγα με το πλοίο, πήγα στη Χίο και μετά πέρασα απέναντι με το καραβάκι.
Πώς ήτανε; Ήτανε δύσκολα; Φαντάζομαι θα είχατε και άγχος.
Κοίταξε, δεν είχα άγχος. Εντάξει δεν είχα. Και οι άνθρωποι που έπαιξα μαζί τους ήταν φυσιολογικοί. Δεν είχαν ούτε τουπέ, που λέμε, ούτε φίρμες το έπαιζαν. Ήταν μία ωραία βραδιά, εντάξει.
Και από τότε έχετε κάνει πολλές φορές ταξίδια με τη μουσική;
Ναι. Σίγουρα, σίγουρα.
Θυμάστε κάποια συγκεκριμένη ιστορία να συζητήσουμε; Από κάποιο ταξίδι, έτσι;
Από κάποιο ταξίδι.
Κάποια εμπειρία που σας έχει μείνει.
Ναι. Ένα από τα ταξίδια που μ’ άρεσαν ας πούμε, που ήταν κάτι ωραίο… παίξαμε, το 2018, στο φεστιβάλ που γίνεται στην Πάτμο. Είναι ένα φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο και λέγεται «Φεστιβάλ Εκκλησιαστικής Μουσικής». Και αυτή τη χρονιά πήγα εγώ, βιολί, σαντούρι, κιθάρα και κρουστό και συνοδεύσαμε μία χορωδία, θυμάμαι. Ήταν μία πολύ ωραία εκδήλωση. Μου άρεσε πάρα πολύ και ήταν και ένας πολύ καλός ηχολήπτης εκεί, ένας παλιός, έμπειρος ηχολήπτης, που ήταν πολλά χρόνια στην ΕΡΤ ο άνθρωπος αυτός μέσα και θυμάμαι ότι είχαμε πάρα πολύ ωραίο ήχο. Ήταν κάτι που μου άρεσε, δηλαδή μου άρεσε σαν εκδήλωση. Όπως και πέρσι μία εκδήλωση που έγινε, που παίξαμε με τον Μάνο τον Κουτσαγγελίδη. Ήταν μία εκδήλωση που έγινε… πώς να στο πω; Φαντάσου ότι το πρόγραμμά μου το ‘στειλε σε ένα email ας πούμε. Τι θα παίξουμε, οι τόνοι, όλα αυτά. Και κάναμε μία πρόβα το πρωί, ας πούμε, ξέρω ‘γω, το μεσημεράκι, με τον Μάνο, που είχε έρθει από την Αθήνα κατευθείαν. Και το βράδυ παίξαμε. Και όταν άκουσα μετά την ηχογράφηση, ας πούμε, δεν το πίστευα ούτε εγώ. Ήταν πολύ καλό, ήταν πάρα πολύ καλό, πάρα πολύ καλό, δηλαδή κάποιοι που το άκουσαν μου είπαν ότι «Αυτή η συναυλία άνετα μπορεί να γίνει ένα πολύ καλό CD», ας πούμε.
Ναι. Είναι και ο Μάνος ο Κουτσαγγελίδης… είναι κορυφαίος.
Είναι πάρα πολύ καλός. Πάρα πολύ καλός. Και σαν μουσικός και σαν τραγουδιστής. Είναι πάρα πολύ καλός. Και εκτός αυτού, είναι πάρα πολύ καλό παιδί. Σαν χαρακτήρας, δηλαδή, είναι πάρα πολύ καλός. Εγώ τον εκτιμώ και σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο.
Σας έρχεται, τώρα, στο νου και κάποιος άλλος, έτσι, καταξιωμένος καλλιτέχνης, που έχετε συνεργαστεί ή που έχετε μοιραστεί κάποια ιστορία;
Έχω δουλέψει… και με άλλους έχω δουλέψει. Και με μουσικούς από την Αθήνα σε μαγαζιά εδώ, έτσι, σε σχήματα. Εντάξει. Ένα καλό παιδί, που γνώρισα κάποια στιγμή, παίξαμε πολύ λίγο καιρό, παίξαμε 3 βδομάδες, αλλά τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις από τα πρώτα λεπτά τι είναι. Ήταν ένα παιδί που έπαιζε μπουζούκι, ο Άρης ο Κούκος. Πολύ καλός. Και σαν μουσικός πολύ καλός, αλλά και σαν χαρακτήρας ήταν εξαιρετικός. Είχαμε δουλέψει το ’97, σε ένα ρεμπετάδικο εδώ, τον «Κάβουρα». Το 1997. Εντάξει. Από κει [00:50:00]και πέρα και το νησί έχει καλούς μουσικούς απάνω. Έχει αρκετούς. Δηλαδή, και παιδιά που παίζουν μπουζούκια και πλήκτρα και τύμπανα και τα παραδοσιακά όργανα. Υπάρχουν καλοί, πολύ καλοί μουσικοί. Κι εγώ χαίρομαι που βγαίνουν μουσικοί, δηλαδή οι παλαιότεροι μουσικοί είχαν, κάπως, ένα δισταγμό, πολλοί δεν έδειχναν κιόλας, δηλαδή τους έλεγες «Θέλω να μάθω, ας πούμε, βιολί, ήθελα να μάθω κλαρίνο ή τρομπέτα» και σου γύριζαν τα λόγια. Μόνο και μόνο, φοβόντουσαν μην τυχόν και γίνεις επαγγελματίας και τους πάρεις το ψωμί. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ έχω δείξει σε παιδιά που παίζουν επαγγελματικά αυτή τη στιγμή και χαίρομαι. Χαίρομαι.
Αναφέρατε προηγουμένως ότι κάποια στιγμή είχατε δοκιμάσει να κάνετε κάποια άλλη δουλειά.
Ναι. Είχα δοκιμάσει να κάνω μία άλλη. Καταρχήν, να σου πω ότι κάποια στιγμή είχα ένα μαγαζί. Είναι κάτι που ξέχασα να σου πω. Για 5 χρόνια είχα ένα μαγαζί με μουσικά όργανα. Είχα ασχοληθεί με την κατασκευή μουσικών οργάνων, έγχορδων. Είχα φτιάξει αρκετά, αρκετούς τζουράδες, αρκετούς μπαγλαμάδες, 2 λαούτα είχα φτιάξει, πάρα πολύ ωραία, και είχα φτιάξει και 2 μαντολίνα. Το ένα, συγκεκριμένα, το έχω κρατήσει για την κόρη μου, να της το δώσω. Ήταν όταν ακριβώς γεννήθηκε. Το έφτιαξα και το έχω σπίτι, για να της το δώσω κάποια στιγμή. Ναι. Δούλεψα σ’ ένα μαγαζί, σ’ ένα συνεργείο ενός γνωστού μου πήγα και δούλεψα τότε, αλλά ήταν κάτι ξένο από μένα, πολύ μακριά. Δηλαδή, ήταν κάτι άσχετο. Και ο ίδιος μου είπε: «Τι ήρθες να κάνεις εσύ εδώ; Εσύ είσαι καλλιτέχνης. Τι δουλειά έχεις με αυτά τα πράγματα;». Δούλεψα, έτσι, ένα διάστημα ξέρω εγώ, από τον Ιούνιο, να σου πω. Όχι… από Ιούλιο μέχρι Αύγουστο-Σεπτέμβρη. Έτσι, 2-3 μήνες. Ήταν κάτι άσχετο από μένα. Τότε, η μουσική ήταν κάτι που… πέθαινα για τη μουσική εγώ τότε, πέθαινα.
Με την οργανοποιία πώς ασχοληθήκατε; Από μεράκι;
Με την οργανοποιία; Θα σου πω. Κάποια στιγμή, είχα ένα βιολί παλιό, πολύ παλιό βιολί. Αυτό το βιολί είχε ένα θέμα με το μάνικο, με το μπράτσο του. Είχε λιώσει. Από το παίξιμο είχε λιώσει. Εκεί που είναι η πρώτη θέση, που κρατάμε, ακριβώς εκεί που είναι τα κλειδιά, εκεί που ξεκινάει, δηλαδή, η ταστιέρα και το μάνικο. Είχε λιώσει. Και θέλησα, λοιπόν, να βρω έναν μάνικο να το περάσω. Επειδή μου άρεσε και έχω ένα ταλέντο με το ξύλο, να δουλεύω το ξύλο καλά, λέω: «Θα το κάνω εγώ». Πώς θα γίνει να βάλω ένα χέρι; Πώς θα γίνει να βάλω ένα μάνικο; Έψαχνα από δω, έψαχνα από εκεί. Δεν μπορούσα να βρω. Τελικά, κάποια στιγμή λοιπόν, πώς έγινε; Ένας φίλος μου, κιθαρίστας, μου λέει: «Αν σου φέρω ένα κομμάτι κελεμπέκι», μου λέει, «είναι τάκος -μου λέει- κομμάτι που προορίζεται για μάνικο βιολιού, μπορείς να το κάνεις εσύ;». Και του λέω: «Φέρτο. Θα το προσπαθήσω». Και ξεκίνησα λοιπόν. Κι έφτιαξε αυτό το πράγμα με σχεδόν τίποτα εργαλεία, της πλάκας. Και είχα κόψει κι ένα κομμάτι από το πλάι και έφτιαξα δύο πολύ ωραίες μπαγκέτες για σαντούρι, για το δάσκαλό μου, τις οποίες, όταν τις είδε, τρελάθηκε. Από εκεί λοιπόν, ξεκίνησα κι έφτιαχνα δικά μου όργανα, δηλαδή μ’ άρεσε να αγοράζω παλιά όργανα: μία παλιά κιθάρα ή ένα μπουζούκι, ξέρω γω, παλιό ή ένα μπαγλαμά και να πειραματίζομαι πάνω.
Οπότε, δεν σας έδειξε κάποιος αυτήν την τέχνη.
Όχι, αλλά είχα πολύ καλή αντίληψη, δηλαδή ήξερα πώς γίνεται. Καταλάβαινα, μελετούσα μέσα μου και καταλάβαινα τι έπρεπε να κάνω. Δηλαδή, αν κάνω αυτό, ποια είναι η επόμενη κίνηση που πρέπει να κάνω; Είναι αυτή. Αν κάνω τούτο εδώ, ας πούμε, είναι λάθος. Έτσι. Σιγά-σιγά. Βρήκα επαφές, βρήκα άκρες, κατέβηκα στην Αθήνα κάτω, βρήκα μαγαζιά που πουλούσαν, ας πούμε… γνώρισα τον Νίκο τον Μπρα. Τον γνώρισα πριν ανοίξω το μαγαζί ,πολλά χρόνια πριν. Με συμβούλεψε και ο Νίκος ο Μπρας. Μου είπε: «Από εκεί θα παίρνεις τούτο, από κει θα παίρνεις το άλλο. Ό,τι θες πάνω στα βερνίκια, τα κλειδιά θα σε συμβουλεύω εγώ». Το κράτησα το μαγαζί, αλλά τότε, εκείνο το διάστημα, δεν μπορούσα, γιατί είχα πάρα πολλές υποχρεώσεις. Δηλαδή, το [00:55:00]άνοιξα το ’98 και το έκλεισα το 2003. Ακριβώς 5 χρόνια. Επειδή ήταν δουλειά που έπρεπε να περάσει από τα δικά μου χέρια… πρώτα απ’ όλα, δεν υπήρχε κάποιος, για να τον βάλω μέσα σαν τεχνίτη να δουλεύει, ας πούμε, να φτιάχνει τα όργανα. Έπρεπε ό,τι κάνω να το κάνω εγώ. Ο πατέρας μου, ο άνθρωπος, με βοηθούσε όσο μπορούσε, αν και ήταν άσχετος κι αυτός με αυτά τα πράγματα. Γιατί ήταν ένας συνταξιούχος οδηγός ο άνθρωπος. Παρόλα ταύτα, είχε μία διάθεση να βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε. Δούλευα στο Μουσικό Σχολείο σαν ωρομίσθιος, σαν αναπληρωτής τότε, καθηγητής. Δούλευα και τη νύχτα, είχα και το μαγαζί και αποφάσισα ένα πράγμα έπρεπε να φύγει. Ένα πράγμα. Το σχολείο δεν μπορούσα να το αφήσω, γιατί ήταν κάτι που το ήθελα. Μου άρεσε η μουσική, το να δείχνω σε παιδιά. Τη νυχτερινή δουλειά δεν μπορούσα να την αφήσω, γιατί έβγαζα κάποια χρήματα, τα οποία ζούσα. Το μαγαζί, από την άλλη, είχε και κάποια έξοδα, δηλαδή, από τη μία, είχα τα έξοδα που έπρεπε να δώσω ξέρω γω, το ενοίκιο, το ρεύμα, την ασφάλεια που είχα εγώ, το ταμείο εμπόρων, τους προμηθευτές και αποφάσισα να το κλείσω. Κι έτσι το έκλεισα. Είπα: «Θα κλείσω το μαγαζί. Θα το αφήσω το μαγαζί». Δεν το μετάνιωσα που το έκλεισα, γιατί εντάξει. Δούλεψα, όπως σου είπα, σαν μουσικός πάρα πολύ. Και στα σχολεία και τη νυχτερινή δουλειά, αλλά ντάξει. Και ακόμα μπορώ να σου πω ότι ασχολούμαι με τα όργανα. Αν, τώρα, κάποιος φίλος έχει ένα πρόβλημα με το όργανο, θα του το φτιάξω, παρόλο που δεν έχω μαγαζί πια.
Θέλετε να πούμε και δυο κουβέντες για την διδασκαλία;
Ναι.
Πώς σας φαίνεται;
Ναι. Η διδασκαλία. Λοιπόν. Ξεκίνησα έξω, πριν. Αφού είχα απολυθεί από φαντάρος και δούλευα. Με κάποιο παιδάκι τότε, ένα μαθητή. Του ‘δειχνα λίγο. Βέβαια, αυτός μετά έγινε… έμαθε… πήγε πιάνο και αρμόνιο. Έγινε ένας καλός μουσικός. Δεν μπορούσε με το βιολί. Δεν είχε τόσο ικανότητα με το βιολί. Ασχολήθηκε με κάτι άλλο. Σιγά-σιγά, έγινε το μουσικό σχολείο στη Μυτιλήνη, ας πούμε. Μου κάνανε κάποιοι άνθρωποι πρόταση «Έλα στο σχολείο μας να δείξεις» ας πούμε. «Θέλουμε παραδοσιακό βιολί». Και πήγα. Είδα κάποιους μαθητές στην αρχή. Μετά, σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο, γινόντουσαν περισσότεροι. Το κακό, βέβαια, είναι ότι οι μαθητές δεν προλαβαίνουν να μελετήσουν. Εκεί, είχαν πάρα πολλά όργανα, δηλαδή μάθαιναν, ας πούμε, το παραδοσιακό επιλογής, μάθαιναν πιάνο, που ήταν υποχρεωτικό, μάθαιναν το σαντούρι, που ήταν υποχρεωτικό σαν παραδοσιακό, είχαν θεωρία μουσικής, βυζαντινή μουσική… αρκετά μαθήματα. Και η μελέτη ήταν λίγη με το όργανο, πράγμα που εμένα με στεναχώρησε. Κάποιοι, όμως, που είχαν ταλέντο έμαθαν. Είτε μπουζούκι λέγεται αυτό, είτε σαντούρι, είτε βιολί. Κάποιοι που είχαν ταλέντο και μελέτησαν και λίγο, ζορίστηκαν λίγο παραπάνω, έμαθαν. Στο Μουσικό Σχολείο δούλεψα από το… είχα πάει το ’97 με το ’99, 2 χρόνια. Μετά από το ’99 πήγα ξανά… 2 χρόνια δεν πήγα, 2 χρονιές. Είχα το μαγαζί. Δεν προλάβαινα. Πιεζόμουν πάρα πολύ. Πήγα το 2001. Από το 2001 δούλεψα μέχρι το 2011. Μετά, αλλάξανε νομοθεσίες, έπιασα να γυρεύω πτυχία, είχαν τελειώσει… φεύγαν στην άκρη οι ωδειακοί μουσικοί και έμπαιναν μέσα των πανεπιστημίων, αυτοί που είχαν τελειώσει μουσικολογία. Και έτσι, κάποιοι φύγαμε στην άκρη. Από κει και πέρα, μετά, έκανα μόνος μου μαθήματα. Είχα πολλούς μαθητές. Και στο ένα το όργανο και στο άλλο και συνεχίζω ακόμα.
Ωραία. Ήθελα να σας ρωτήσω, επειδή είστε πολλά χρόνια… ασχολείστε πολλά χρόνια με την μουσική της Λέσβου. Πώς το βλέπετε το μέλλον της μουσικής αυτής να εξελίσσεται; Είστε αισιόδοξος;
Κοίταξε να δεις. Η μουσική… ή μάλλον, θα το πιάσουμε αλλιώς. Θα το πούμε αλλιώς. Η κρίση που ήρθε τότε, το 2008 περίπου, η κρίση που ήρθε και μετά και ο κορονοϊός έφεραν τα πράγματα… τα έβαλαν σε ένα άλλο καλούπι, που λέμε. Δηλαδή, ένα μαγαζί [01:00:00]λέει: «Θέλω ένα μπουζούκι, ένα αρμόνιο, άντε και μία τραγουδίστρια». Αυτό το πράγμα το θεωρεί ορχήστρα. Λοιπόν. Ωραία; Δουλεύουν αυτοί οι τρεις οι άνθρωποι, παίρνουν το μεροκάματο τους. Το θέμα είναι… αυτό που δεν με ικανοποιεί εμένα είναι ότι δεν υπάρχει μία ορχήστρα η οποία να έχει μέσα σαντούρι, να έχει το βιολί, να έχει την τρομπέτα, που λέγαμε πριν, το κλαρίνο. Δηλαδή, για μένα, αυτή είναι η ορχήστρα. Τώρα, το αν θα υπάρχει κάποιος, μεμονωμένα, μουσικός… όπως πάω κι εγώ, ας πούμε. Πάω, ένα βιολί, να παίξω με πλήκτρα μαζί, ξέρω ‘γω, με κιθάρα ή με τύμπανα ή με μπουζούκι ή με… πώς να το πω; Δηλαδή, κάτι λίγο. Αυτό δεν με καλύπτει εμένα. Είναι κάτι που δεν μου αρέσει. Θα προτιμούσα, δηλαδή, να ήταν μία ορχήστρα, μία-δύο ορχήστρες στο νησί επάνω, οι οποίες θα ήταν έτσι. Θα είχαν το χρώμα το παραδοσιακό. Παιδιά μαθαίνουν. Μαθαίνουν παιδιά. Πιστεύω ότι τα όργανα δεν θα χαθούν. Δεν θα χαθούν τα όργανα, γιατί είχε πολύ μεγάλη παράδοση το νησί. Φαντάσου ότι κάθε χωριό είχε μία-δύο και τρεις ορχήστρες, δηλαδή η Αγιάσο, παλιά, είχε τρεις-τέσσερις ορχήστρες. Ο Πολιχνίτος είχε τέσσερις ορχήστρες, το Πλωμάρι τα ίδια. Πιστεύω ότι υπάρχει, μέσα μας υπάρχει, υπάρχει. Απλώς, μας έχει επηρεάσει αυτό το καινούργιο… η μόδα να το πω; Δηλαδή, έτυχε να πάω σε γάμο, για να σου δώσω να καταλάβεις. Ήμασταν μία ορχήστρα πλήρης, πολλά όργανα παραδοσιακά και ενώ παίζαμε παραδοσιακή μουσική, μας σταμάταγαν και είχανε και ένα DJ που έβαζε ξένη μουσική. Δηλαδή, κάποια στιγμή ας πούμε, φώναξα τη νύφη και της λέω: «Αυτό που γίνεται ξέρεις τι είναι;». Μου λέει: «όχι». «Είναι σαν να κάνεις ένα μπάνιο, ας πούμε, και να ανοίγεις το νερό μία στο καυτό και μία στο κρύο. Αυτό το πράγμα είναι. Ή το ένα πράγμα κράτησε ή το άλλο. Άσε να παίξουμε 2 ώρες, ν’ ακούσετε πράγματα που δεν θα τα ακούσεις αλλού, πουθενά αλλού ζωντανά και μετά βάλε τον DJ να παίξει αυτό που θέλει». Κατάλαβες; Τώρα, όσον αφορά τη μουσική, που μου πες «Το μέλλον της μουσικής», πιστεύω ότι θα βγουν. Βγαίνουν παιδιά και έχουν και ταλέντο, έχουν και ταλέντο. Το θέμα είναι να πάρουν σωστά το ηχόχρωμα. Και όχι μόνο για Λέσβο. Γενικά. Το ηχόχρωμα από παντού. Να το πάρουν. Αυτό είναι που μετράει για μένα. Δηλαδή, το να παίζω βιολί ας πούμε… να ‘χω ένα ύφος ναξιώτικο και να παίζω τσάμικα δεν μου λέει τίποτα ή ξέρω γω… να είμαι… να έχω ηπειρώτικο χρώμα, ας πούμε, και να με βάζουν να προσπαθώ να παίξω κρητικά... πρέπει ο καθένας να έχει το χρώμα του, το ηχόχρωμα του. Να το κρατήσει αυτό. Αυτή είναι η παράδοση. Αυτό είναι το σωστό. Εγώ, όταν παίζω, προσπαθώ… όταν παίζω, μέχρι και τώρα ακόμα, προσπαθώ να μιμηθώ όλους αυτούς τους παλιούς που άκουσα, τους ντόπιους μουσικούς που έπαιζαν βιολί: τον δάσκαλό μου, τον Παρτεριάν από το Μόλυβο, έναν άλλο πολύ καλό μουσικό από το Πλωμάρι, τον Τουρκογιάννη ας πούμε. Αυτούς τους ανθρώπους. Και άλλους, φυσικά, που ήταν και αυτοί καλοί. Στην Μυτιλήνη, στην πόλη εδώ.
Ωραία. Θα θέλατε να μας δώσετε λίγο το χρώμα της τρομπέτας της Λέσβου;
Ναι. Ωραία. Αν και έχω καιρό να παίξω. Γιατί αυτά τα όργανα… να πούμε κάτι άλλο, που είναι πολύ σημαντικό, ότι τα όργανα τα πνευστά, όταν τα αφήσεις, δηλαδή όταν δεν παίζεις και το πιάσεις μετά από καιρό, δεν μπορείς να παίξεις. Χάνεις τη φόρμα. Χάνουν τη δύναμη. Αδυνατούν τα νεύρα στα χείλια. Ενώ τα έγχορδα… εντάξει. Λίγο-πολύ, κάτι θα κάνεις ας πούμε. Λοιπόν, αυτό είναι δικό μας συρτό, τοπικό.
[01:05:00]
Υπέροχο.
Καλό είναι;
Ναι, ναι. Ωραία. Κύριε Νικόλα, σας ευχαριστώ πολύ.
Να ‘σαι καλά. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Νικόλαος Χριστιανός ασχολείται, επαγγελματικά, με την παραδοσιακή μουσική της Λέσβου για περισσότερα από 30 χρόνια. Το όργανό του είναι το βιολί, αλλά είναι δεξιοτέχνης και στην τρομπέτα. Η ιστορία του συνδέεται με τους σπουδαιότερους μουσικούς που έχουν περάσει από το νησί.
Narrators
Νικόλαος Χριστιανός
Field Reporters
Γιώργος Ψαθάς
Tags
Interview Date
12/12/2022
Duration
66'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Νικόλαος Χριστιανός ασχολείται, επαγγελματικά, με την παραδοσιακή μουσική της Λέσβου για περισσότερα από 30 χρόνια. Το όργανό του είναι το βιολί, αλλά είναι δεξιοτέχνης και στην τρομπέτα. Η ιστορία του συνδέεται με τους σπουδαιότερους μουσικούς που έχουν περάσει από το νησί.
Narrators
Νικόλαος Χριστιανός
Field Reporters
Γιώργος Ψαθάς
Tags
Interview Date
12/12/2022
Duration
66'