© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η Νατάσα Ρεμούνδου-Howley και οι αναμνήσεις από την Αθήνα των παιδικών και εφηβικών της χρόνων
Istorima Code
11716
Story URL
Speaker
Αναστασία Ρεμούνδου Howley (Α.Ρ.)
Interview Date
27/12/2020
Researcher
Μαριάννα Τζιράκη (Μ.Τ.)
[00:00:00]Είναι Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου του 2020. Είμαι με τη Νατάσα Ρεμούνδου Howley, η οποία βρίσκεται στο Foxford της Δυτικής Ιρλανδίας. Εγώ ονομάζομαι Τζιράκη Μαριάννα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στο Ρέθυμνο Κρήτης. Κυρία Ρεμούνδου, είμαστε εδώ για να ακούσουμε την ιστορία σας.
Καλησπέρα κι από μένα και σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Τζιράκη, που με κάνατε μέρος αυτού του πολύ σημαντικού project. Θα ήθελα, λοιπόν, και εγώ να μοιραστώ μαζί σας την ιστορία της ζωής μου, μέχρι αυτήν την στιγμή. Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο ξακουστό μαιευτήριο «Έλενα», την 1η Αυγούστου του 1976, μέσα στο κατακαλόκαιρο όπως συνηθίζει να λέει η μητέρα μου πολύ συχνά. Είμαι το δεύτερο παιδί της Μαριέττας Λιβιτσάνου και του Ζαχαρία Ρεμούνδου και έχω ακόμα έναν αδερφό μεγαλύτερο, που, τον Μάρκο, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό μου. Οι γονείς μου έχουν και οι δύο νησιωτική καταγωγή και είναι, ανήκουν σε αυτούς που μετακόμισαν, ως έφηβοι ακόμη, από τον τόπο καταγωγής τους στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στην Αθήνα όπου γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Λευκάδα και ο πατέρας μου στην Τήνο, γεγονός που μας έδινε ένα μοναδικό προνόμιο, το οποίο δεν το κατανοούσαμε όταν ήμασταν μικροί, αλλά το αντιληφθήκαμε αργότερα, το οποίο μας επέτρεπε ναι μεν να περνάμε τα πιο αξέχαστα έτσι καλοκαίρια και τις διακοπές μας σε δύο πανέμορφα μέρη, αλλά και γιατί μας έβαλε από πολύ νωρίς, μας... Έτσι μας έριξε σε ένα διαφορετικό, σε δύο διαφορετικούς κόσμους, θα έλεγα, και θα εξηγήσω στη συνέχεια γιατί το λέω αυτό. Μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον που προέρχεται αμιγώς από την εργατική τάξη. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα και ο πατέρας μου αρχικά μαρμαροτεχνίτης, ως Τηνιακός, που, λόγω ενός εργατικού ατυχήματος, άλλαξε στη συνέχεια επάγγελμα και εργαζότανε, ως το τέλος της σύντομης ζωής του, σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην Αθήνα. Και έτσι σκέφτομαι πολύ συχνά αυτές τις πρώτες ύλες με τις οποίες καταπιάστηκαν οι γονείς μου στις εργασίες τους: από τη σκληρή και τη συνάμα καθαρή ύλη του μαρμάρου ως τις πολλά υποσχόμενες ίνες της κλωστής. Είμαι, λοιπόν, ένα παιδί μιας, έτσι, σύζευξης, θα έλεγε κανείς, χειρωνακτικών εργασιών, συνυφασμένες με τα βιώματά μου, αυτά που με έμαθαν, θα έλεγα, από πολύ νωρίς να αγαπάω τα χέρια, τις σιωπές, αυτά που μπορούν να κάνουν, αυτά που μπορούν να δημιουργήσουν από ένα φόρεμα μέχρι ένα ποίημα. Και ο πρώτος μου μικρόκοσμος, έτσι όπως τον θυμάμαι από παιδί, είναι διακοσμημένος με υφάσματα, με καρφίτσες, πομπίνες, βελόνες στο μαγαζί της μητέρας μου, κρεμάστρες, φόδρες μεταξωτές και περιβάλλεται επίσης από λογιών λογιών χαρακτήρες. Τους θαμώνες στο μαγαζί, αυτό της μητέρας μου, που ήταν μοδίστρα που, όπου συνήθιζαν να έρχονται άνθρωποι του περιθωρίου πολύ συχνά, αλλά και διανοούμενοι. Δηλαδή ήταν έτσι μια «κιβωτός διερχομένων», πολύ ενδιαφέρον, ενδιαφερόντων ανθρώπων, που πολύ συχνά εξιστορούσαν τα δικά τους βιώματα, τις μαρτυρίες τους και κρυφάκουγα. Η γειτονιά μας, θα έλεγα, ήταν και αυτή μια πολυπολιτισμική κιβωτός και έτσι προσφερόταν για τέτοιου είδους συναντήσεις. Μια γειτονιά που βρίσκεται ακόμα και σήμερα στο μεταίχμιο ταξικών και αισθητικών, θα έλεγα, αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις, λοιπόν, αυτές των πρώτων χρόνων χρωματίζουν, θα έλεγα, το δίχως άλλο, και την οικογενειακή μας ζωή, την οικογενειακή μας εστία ως τόπος συνάντησης του διαφορετικού αλλά και της φυσικής ανεκτικότητας. Γαλουχήθηκα από πολύ μικρή στο τι σημαίνει να είσαι διαφορετικός, τι σημαίνει να είσαι άλλος και αυτό αρχικά το έβλεπα υλικά, δηλαδή από την διακόσμηση του ίδιου του σπιτιού. Όταν έβλεπα, ας πούμε, βυζαντινές εικόνες αγίων να είναι δίπλα σε αγαλματίδια της Ιεράς Καρδίας και της Παναγίας της Λούρδης. Από τη μία πλευρά της μητέρας μου άκουγα: «Πάτερ ημών» και από την πλευρά του πατέρα μου: «Ave Maria», γιατί μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια όπου ορθόδοξοι και καθολικοί συνυπήρχαν και συνεχίζουν να συνυπάρχουν αρμονικά, ευτυχώς. Και θαρρώ πως αυτού του είδους τα βιώματα, που είχα από πολύ μικρή, αυτή η ανατροφή, αν θέλεις, συνέβαλαν καταλυκτι... Καταλυτικά στη διαμόρφωση της προσωπικής μου ιδεολογίας σε κοινωνικό, πολιτικό αλλά και ανθρωπιστικό επίπεδο, με, θα έλεγα, με την ανάπτυξη ενός πολύ ισχυρού αισθήματος δικαιοσύνης, δικαίου υπέρ αδυνάτων, υπέρ των μειονοτήτων από τη μία πλευρά. Ένα αίσθημα που ευνοήθηκε, βέβαια, και ενδυναμώθηκε, ως ένα μεγάλο βαθμό, κα[00:05:00]ι από την εκ γενετής σωματική αναπηρία του πατέρα μου, αλλά και με την ίδια την αγάπη που ανέπτυξα για τη γνώση. Μία γνώση, την οποία στερήθηκαν οι ίδιοι οι γονείς μου λόγω βιοποριστικών περιορισμών στο δικό τους, ο καθένας, περιβάλλον. Έτσι λοιπόν, από πολύ μικροί κάναμε ξένες γλώσσες, φροντιστήρια ξένων γλωσσών, δηλαδή όταν οι άλλοι έπαιζαν ποδόσφαιρο, ας πούμε, εγώ μάθαινα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, και αυτό ακόμα το θεωρώ ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τη γνώση. Η επικοινωνία με αλλόγλωσσους, με τους άλλους, με τους διαφορετικούς. Είναι, λοιπόν, απόρροια αυτών των βιωμάτων, θυμάμαι, η εμμονή κυρίως της μητέρας μου, που της άρεσε πολύ να γεμίζει το σπίτι με δίσκους, με βινύλιο και με βιβλία. Τη θυμάμαι να βάζει βιβλία παντού. Στο ξακουστό σύνθετο, στη βιβλιοθήκη στο χολ, να αγοράζει εγκυκλοπαίδειες από πωλητές που της χτυπούσαν την πόρτα, ξέρεις, και τους λυπόταν και αγόραζε και θυμάμαι ότι πλήρωνε πολλές φορές με δόσεις. Πήγαινε σε βιβλιοπωλεία... Αγόραζε συνεχώς βιβλία. Έτσι, λοιπόν, έχουμε πάρα πολλές, έτσι, ωραίες δερμάτινες βιβλιοδεσίες, τόμους, με τα Άπαντα των μεγάλων: Παπαδιαμάντη, του Βάρναλη, του Παλαμά. Και μία από τις πιο έντονες μνήμες που έχω είναι να μαθαίνω ποιήματα απ' έξω με τη μαμά μου. Είχε έναν, είχε έναν τόμο με τα ποιήματα του Βαλαωρίτη, ο οποίος, βέβαια, σχετίζεται τόσο άρρηκτα με την ίδια λόγω της καταγωγής, της λευκαδίτικης καταγωγής. Έτσι, λοιπόν, το, το έβγαζε έξω από το ράφι πολλές φορές, το έπαιρνε και ήταν σχεδόν διαλυμένο να φανταστείς, να φανταστείτε, γιατί το χρησιμοποιούσε και η ίδια ως παιδί με τον πατέρα της, μαθαίνανε ποιήματα. Θυμάμαι, λοιπόν, μια έντονη μνήμη είναι η αποστήθιση στίχων απ' τον Φωτεινό, όταν ακόμα ήμουν στο δημοτικό. Είχα μάθει απ' έξω, ας πούμε, τον Θανάση Βάγια απ' τον Βρυκόλακα και μας φαινόταν, έτσι, πολύ διασκεδαστικό με τον αδερφό μου. Ήτανε το πρώτο μας θρίλερ όλο αυτό το πράγμα. Και τον απήγγειλα, θυμάμαι, όπου βρισκόμουν και όπου στεκόμουν: στα λεωφορεία, όταν ήμουν στο μπάνιο, στους άλλους, στον φούρνο, παντού. Έτσι, λοιπόν, αν ανατρέξω στο παρελθόν, βλέπω ότι υπάρχουν πολλά σύμβολα, και ένα από αυτά είναι το βιβλίο ως αντικείμενο υλικό αλλά και οι ίδιες οι λέξεις. Η ποίηση, η λογοτεχνία, η ανάγνωση παντός είδους, που υπήρξαν, θα έλεγα, πόλοι έλξης, πριν ακόμα καταλάβω το νόημα των ίδιων των αναγνωσμάτων, γιατί τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίναμε τι διαβάζαμε. Μία, ας πούμε, από τις πιο αγαπημένες μου ασχολίες θυμάμαι ήταν να εξερευνώ τα σχέδια ανατομίας του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, σε μια εγκυκλοπαίδεια που είχε πάρει η μητέρα μου, την «Εγκυκλοπαίδεια της Γυναίκας». Και έτσι χρησιμοποιούσα πολλούς όρους ιατρικούς, για εμβρυουργίες, για πράγματα που δεν κατανοούσα, αλλά μου... Έτσι μου... Με... Με... Μου προκαλούσαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για κάποιον λόγο. Έπειτα, οι πρώιμες παιδικές μου αναμνήσεις και αναφορές αναμφισβήτητα πηγάζουν από την Αθήνα, από την καρδιά της πόλης θα έλεγα. Μέσω του Προσκοπισμού, που ήμασταν στη Σίνα, στο κέντρο της πόλης, όλοι αυτοί οι δρόμοι τους έχουμε περπατήσει. Αλλά και με αφετηρία τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που είναι η γειτονιά μου, και του Γκύζη, όπου μεγάλωσα κατά τη δεκαετία του 1980. Πραγματικά μετράω την παιδική μου ηλικία με δρόμους και με γειτονιές, με τους δρόμους που περπάτησα, με τις γειτονιές των φίλων, Νεάπολη, Λυκαβηττός, Εξάρχεια, Ακαδημίας, Πατησίων, Κυψέλη, Αμπελόκηποι. Αυτό είναι το, αυτός είναι ο αστικός ιστός, θα έλεγα, που χαρτογραφεί τις προσωπικές μου μνήμες, τις πρώτες αλλά και τις μετέπειτα, και τις καθορίζει αισθητικά σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Μια και μεγάλωσα κυριολεκτικά σε μια γειτονιά που ήταν μαγνήτης, ήταν κοιτίδα για τους καλλιτέχνες και για την τέχνη. Περπατούσαμε στο πεζοδρόμιο και βλέπαμε, ας πούμε, γνωστούς ηθοποιούς, τραγουδιστές... Μέρος αυτών των αναμνήσεων καταλήγει, ας πούμε, στα σινεμά της περιοχής, που είναι ακόμα και σήμερα πολλά, άλλα έχουν γκρεμιστεί, στις μουσικές και θεατρικές σκηνές τις περιοχής, στα «Νέα Παναθήναια», τη «Σφεντόνα», τη «Γρανάδα», το σινεμά «Αγόρα», «Νιρβάνα», «Δήμητρα», «Μετρό», το «Θέατρο Λαμπέτη», το «Αμόρε, το «Ανοιχτό θέατρο»... Οπότε, αν σκεφτώ αυτά ως τόπους, έτσι, γειτονικούς, οι πρώτες συναντήσεις με τις παραστατικές τέχνες έγιναν εκεί, στη γειτονιά. Εκεί πήγαμε στις πρώτες μας συναυλίες, εκεί είδαμε το πρώτο θέατρο, σινεμά. Θυμάμαι έντονα, επίσης, τους οικογενειακούς μας περιπάτους στο ειδυλλιακό και ολάνθιστο Πεδίον του Άρεως, που ήτανε μόλις στο τέλος του δρόμου μας. [00:10:00]Το Πεδίον του Άρεως, που ήταν πραγματικά η δική μας προσωπική Disneyland, με φοίνικες και Κήπος της Εδέμ μαζί, πριν από την πτώση, στον κόσμο της εμπειρίας. Τότε που, ξέρεις, το μαλλί της γριάς και ένα μπαλόνι από τα φα... Φαντασμαγορικά περίπτερα της εποχής, ήταν αρκετά για να μας παρηγορήσουν. Το δημοτικό σχολείο. Το δημοτικό σχολείο, επίσης, είναι κάτι που θυμάμαι πολύ έντονα. Στεγαζόταν σ' ένα παλιό σπίτι, θυμάμαι, το ’40, και, για να φτάσουμε εκεί, φάνταζε σαν μια επική περιπέτεια από μόνη της. Ανεβοκατεβαίναμε αυτά τα δεκάδες σκαλιά, επί έξι χρόνια, μόνοι μας, ίσως στην πρώτη δημοτικού μας πήγαινε η μαμά και ο μπαμπάς, απ' ό,τι θυμάμαι, αλλά μου κάνει εντύπωση αυτή η ελευθερία που είχαμε. Να πηγαίνουμε να φεύγουμε απ' το σπίτι μας ένα εφτάχρονο, ας πούμε, και ένα εννιάχρονο και να πηγαίνουμε πάνω-κάτω τα σκαλιά αυτά. Μέχρι που φτάσαμε αισίως στην εφηβεία και μάθαμε ύστερα πως κατά τη δεκαετία του ’90 το σχολείο μας δυστυχώς κατεδαφίστηκε και μεταμορφώθηκε, δόθηκε ως αντιπαροχή –η μοίρα τη, του αστικού τοπίου της Αθήνας– και μεταμορφώθηκε σε σύγχρονη πολυκατοικία. Οπότε δεν έχει μείνει κάτι το οποίο να θυμίζει αυτό το αρχιτεκτονικό, έτσι, κτίριο, εκτός από κάποιες φωτογραφίες, οι οποίες έχουν διασωθεί. Και αυτό με οδηγεί στο επόμενο σύμβολο των αναμνήσεών μου, το οποίο, το οποίο είναι ο χώρος της πολυκατοικίας, η πολυκατοικία η ίδια, ως ένα αστικό αρχιτεκτονικό έμβλημα. Επίσης παραμένει ένα αναλλοίωτο πεδίο μνήμης μέσα στον χρόνο για μένα. Η μονιμότητα της πολυκατοικίας, η επιβλητικότητά της, η πυκνότητά της, το γεγονός ότι ζούμε τόσο πολλοί άνθρωποι ο ένας δίπλα στον άλλο, μερικές φορές γνωρίζοντας πολύ καλά ακόμα και τα μυστικά των άλλων, άλλες φορές χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Η ζωή των διαμερισμάτων είναι κάτι που, ακόμα και σήμερα, μ' αρέσει να το θυμάμαι πάρα πολύ και, όταν επιστρέφω, το απολαμβάνω ιδιαίτερα, γιατί δεν ζω σε διαμέρισμα πια, είμαι περιτριγυρισμένη απ' τη φύση, είμαι σ' ένα τελείως διαφορετικό τοπίο και χώρο διαμονής. Η ζωή των διαμερισμάτων, όπως ανέφερα πριν, των κουδουνιών, των παρκέ, όλων αυτών των γαλλικών λέξεων, των καλοριφέρ, των ασανσέρ... Αυτά όλα πραγματικά είναι έτσι μνήμες. Μου δίνουν πολύ μεγάλη χαρά και που αποκαλυπτόταν τότε στα παιδικά μας μάτια, όταν λέγαμε, θυμάμαι, τα κάλαντα και πηγαίναμε σε όλα αυτά τα διαμερίσματα και από το λίγο που μπορούσαμε να δούμε έτσι, απ' το άνοιγμα της πόρτας, τα διάφορα διαμερίσματα, νομίζω ήταν η πρώτη μας επαφή με αυτό που λέμε «τις ζωές των άλλων», για μένα, έτσι στο μυαλό μου. Προσπαθούσα να φανταστώ πώς ζουν, από τα έπιπλα που έχουν, από το πόσα λεφτά θα μας έδιναν, δηλαδή διάφορα πράγματα. Μια μαρξιστική προσέγγιση, έτσι, στο αστικό τοπίο της γειτονιάς. Επίσης ο ακάλυπτος της πολυκατοικίας, ο ακάλυπτος των παιχνιδιών, όπου μαζευόμασταν να παίξουμε, τα υπόγεια, το λεβητοστάσιο, έτσι αυτά τα μυστήρια, ο τρομερός φωταγωγός που μας φόβιζε, αλλά και από τον οποίο μαθαίναμε πολλά πράγματα, από, για τις άλλες ζωές με τις οποίες συνυπήρχαμε. Οι αποπάνω και οι αποκάτω... Οι θόρυβοι, οι θυρωροί, οι φύλακές μας, που άλλαζαν καμιά φορά, ή που τελικά έφυγαν για πάντα, γιατί δεν ήταν απαραίτητοι. Τα μπαλκόνια και οι βεράντες των απέναντι αλλά και η υπόστασή μας, το μέγεθος της ίδιας μας της ύπαρξης, όταν ανεβαίναμε στην κορυφή του κόσμου μας, στην ταράτσα για ν' αντικρύσουμε την Αθήνα και όλα φάνταζαν τελείως διαφορετικά. Νομίζω πως η ταράτσα άνοιγε τους ορίζοντές μου, όταν ανέβαινα εκεί πάνω, ήτανε και αυτό μία μεγάλη πηγή χαράς, έτσι όπως έβλεπα την Αθήνα [Δ.Α.], ανάμεσα στις κεραίες. Η θέα της Ακρόπολης, που ήταν σαν μινιατούρα πίσω από τις ξένες μπουγάδες, επίσης μία καταπληκτική ανάμνηση, την οποία φέρνω στον νου πολύ συχνά. Έτσι, λοιπόν, θα έλεγα ότι αυτές οι διττές εικόνες εναλλάσσονται με τις εμπειρίες της εφηβείας μου αργότερα και της ενηλικίωσης με τις πρώτες, αν θες, βόλτες, τα πάρτι μέχρι τις 00:00 αυστηρά, τις υποσχέσεις αιώνιας φιλίας, τις μουσικές μας αναζητήσεις, αλλά και αντιμέτωποι με τις σκληρές πραγματικότητες, με τους άξονες τραύματος και χαράς που συνιστούν τις ζωές μας, τις ζωές όλων μας. Αλλά θυμάμαι ιδιαίτερα την αδιάκοπη σχέση που είχα με το διάβασμα, με τα βιβλία, με τον λόγο, με την ανάγνωση, με αυτό που πολύ συχνά αποκαλώ το «καταφύγιο της γνώσης». Έτσι, λοιπόν, αποπειράθηκα[00:15:00] νωρίς να γράψω, να τα βάλω όλα αυτά σε μία σειρά, να τα κατανοήσω... Οι πρώτες απόπειρες, ας πούμε, να κατανοήσω τον κόσμο μου και των άλλων, επιχειρήθηκαν μέσω της γλώσσας, μέσω της μητρικής μου γλώσσας, μέσω των βιβλίων, και ουσιαστικά σηματοδοτούν, θα έλεγα, τη δική μου πρώιμη προσπάθεια να ακροαστώ, αλλά και να συνθέσω με λέξεις αυτό που δεν κατανοώ, αυτό που δεν κατανοούσα ή που, ενδεχομένως, προσπαθούσα να ερμηνεύσω... Άλλες πραγματικότητες, άλλες ζωές. Έγραφα, θυμάμαι, όπου έβρισκα και ό,τι μου ερχόταν στον νου για να αποφύγω, ίσως, πράγματα ή για να αποδράσω. Έγραφα θεατρικά μονόπρακτα, διαλόγους, ποιήματα, έμμετρα, ελεύθερους στίχους, τραγούδια για ανύπαρκτους τραγουδιστές. Φανταζόμουν διάφορα τέλος πάντων, κρατούσα γράμματα, ημερολόγιο –που νόμιζα ότι δεν θα τα βρει ποτέ η μαμά μου, αλλά τα έβρισκε πάντα–, γράμματα, τα οποία μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, η μαμά μου τα κρατάει όλα. Ακόμα και σήμερα, όταν επιστρέφω στην Αθήνα, έχει ντουλάπια γεμάτα με κουτιά με γράμματα και της λέω: «Γιατί τα φυλάς αυτά;» και μου λέει: «Είναι σημαντικά», οπότε... Οπότε δεν ξέρω τι γίνεται εκεί. Και η μαμά μου, πραγματικά, ήταν ίσως η πρώτη μου αναγνώστρια τώρα που το σκέφτομαι και εμψυχωτής, δηλαδή είναι αυτή που πάντα με ωθεί να γράψω. Πάντα μου λέει: «Γιατί δεν γράφεις; Γιατί το άφησες;». [Δ.Α.]
Κι ύστερα ήρθανε, αυτό που λέω εγώ, τα «εμφυλοκείμενα» ας πούμε, η Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα Αγγλική Φιλολογία, Αγγλική γλώσσα και Λογοτεχνία, Βρετανική και Αμερικανική στην Αθήνα και μετά συνέχισα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στο εξωτερικό, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στο Πρόγραμμα Αγγλικής Λογοτεχνίας με θεματικό-ερευνητικό τίτλο «Γραφή και πολιτισμική πολιτική», και στη συνέχεια έκανα τη διδακτορική μου διατριβή στο, στην Ιρλανδία. Δηλαδή είχε ξεκινήσει ήδη έτσι η πορεία της μετανάστευσής μου, όταν ήμουν περίπου 24 χρονών, από την Αθήνα στο εξωτερικό, όπου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας στο Galway, όπου έκανα μια συγκριτική, διεπιστημονική μελέτη πάνω στο σύγχρονο ιρλανδικό πολιτικό θέατρο και τη μεταγραφή και πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από το 1984 έως το 2008. Μέσα, λοιπόν, από το πρίσμα κυρίως της πολιτισμικής θεωρίας, η μελέτη αυτή της διατριβής μου εξετάζει έννοιες όπως η βία, το ιστορικό τραύμα και η μεταποικιακή μνήμη, ο φεμινισμός και το ευάλωτο σώμα στην Ιρλανδία, στον ιρλανδικό πολιτισμό, μέσα από εκδοχές του μύθου της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, σ' αυτό το παλίμψηστο του μεταμοντέρνου ιρλανδικού δράματος, το οποίο έχει πάρα πολύ πλούσιο υλικό. Και μία από τις μνήμες μου κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, των διδακτορικών χρόνων, είναι ότι είχα την πρώτη μου κόρη, είχα μόλις αποκτήσει την πρώτη μου κόρη και μάλιστα ήταν αυτή η οποία με ώθησε να ολοκληρώσω και τη διατριβή μου, γιατί, ξέρετε, η μητρότητα σου δίνει μια φοβερή δύναμη, παρόλο που οι ρυθμοί έτσι αλλάζουν. Σου δίνει μία δύναμη να κάνεις πράγματα, τα οποία θα αποτελέσουν, ίσως, παράδειγμα και για ίδια, τα ίδια τα παιδιά σου, δηλαδή αυτό το «Να μην αποτύχεις», αλλά όχι με την αρνητική έννοια... Με την έννοια του «Να συνεχίσεις», ακόμα και αν σταματήσεις για λίγο. Και θυμάμαι, επίσης, ότι στο Viva voce, στο Viva όπως λέγεται, στην προφορική εξέταση του διδακτορικού μου, ήμουν έγκυος με τη δεύτερη κόρη μου και ήμουν μάλιστα στον τέταρτο μήνα, ήμουν πάρα πολύ... Είχα ναυτία, είχα... Ήμουν έτοιμη... Ήμουν πολύ ζαλισμένη και θυμάμαι ότι φοβόμουν ότι θα καταλάβουν κάτι, το έκρυβα δηλαδή, και πιστεύω ότι και αυτό λέει πολλά για τον ρόλο που παίζουμε εμείς οι νέοι πανεπιστημιακοί ως μητέρες, ως γονείς μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα και το πόσο ελεύθεροι είμαστε να εκφράζουμε ίσως την ταυτότητά μας όταν αφορά αυτά τα προσωπικά. Ως διδακτορικνή... Διδακτορική, επίσης, ερευνήτρια είχα την τύχη στο πανεπιστήμιο εκεί, στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας, να διδάξω πολύ νωρίς. Μου εμπιστεύτηκαν οι καθηγητές μου μαθήματα και προπτυχιακού επιπέδου αλλά και μεταπτυχιακού επιπέδου. Έτσι, λοιπόν, δίδαξα για αρκετά χρόνια Λογοτεχνία και Φιλοσοφία, γεγονός που αποτέλεσε σίγουρα έναν καίριο παράγοντα της δικής μου, της προσωπικής παιδαγωγικής μου φιλοσοφίας και εμπειρίας και που συνεχίστηκε αργότερα και στην ακαδημαϊκή θέση που ανέλαβα ως Επίκουρη Καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κατάρ, όπου [00:20:00]δίδαξα για μερικά χρόνια, έχοντας ήδη πλέον και τον τρίτο γιο μου τότε. Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία και στο alma mater μου, πάλι στο NUΙG, στο National University of Ireland in Galway, εργάστηκα ως επισκέπτρια-πανεπιστημιακή ερευνήτρια, μελετώντας αυτήν τη φορά τις αρχειακές συλλογές του εθνικού θεάτρου της Ιρλανδίας, του «Abbey» μεταξύ άλλων, αρχεία τα οποία είναι ψηφο... Ψηφιοποιημένα και διασώζονται στη βιβλιοθήκη μας στο Hardman Library του πανεπιστημίου και είχα την ευκαιρία να ερευνήσω, να συνεχίσω, αν θέλετε, την έρευνα πάνω στις επιρροές των κλασικών κειμένων, στις παραστατικές τέχνες, στο ιρλανδικό θέατρο συγκεκριμένα και τον κινηματογράφο, που προβάλλουν την υπεράσπιση και κατακρίνουν σαφώς την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον 21ο αιώνα, ανασυνθέτοντας πτυχές της ιστορίας και του πολιτισμού της νεότερης Ιρλανδίας, πολλές φορές σε τοπικό αλλά πολύ συχνά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα αυτή αποτελεί και μέρος της μονογραφίας μου, την οποία, πάνω στην οποία δουλεύω αυτό το διάστημα και που ελπίζω να ολοκληρωθεί και να εκδοθεί σύντομα. Και παράλληλα διδάσκω ως επισκέπτρια καθηγήτρια κάθε καλοκαίρι στο Deere, στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Ελλάδος, και είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία και να επιστρέφω στην πόλη μου αλλά και να έχω Έλληνες φοιτητές και βέβαια φοιτητές απ' όλο τον κόσμο στην πόλη μου. Και κλείνοντας, θα έλεγα ότι στην πορεία της ζωής μου και σ' όλους αυτούς τους πολύμορφους και πολυεπίπεδους ρόλους που ασκώ ως λευκή γυναίκα του Δυτικού Κόσμου, μητέρα προερχόμενη από την εργατική τάξη, μέσω των γονιών μου, ως επιστήμων, ως σκεπτόμενη πολίτης, σύντροφος, παιδαγωγός. Πολύ συχνά, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτομαι και να αναγνωρίζω τα προνόμια που έχω η ίδια, να μετακινούμαι ελεύθερα, ακόμα και στις παρούσες περιοριστικές συνθήκες που έχουν επιβληθεί λόγω του covid, να έχω, ας πούμε, παραπάνω από μια πατρίδα, όπως έχω, να έχω διαβατήριο, να λέω και να γράφω ελεύθερα αυτά που πιστεύω και αυτά που νιώθω, αντίθετα με πολλούς συνανθρώπους μου που ζουν σε κατάσταση εξαίρεσης, χωρίς το δικαίωμα να αποκαλούνται «πολίτες», χωρίς πατρίδα και χωρίς δικαιώματα, να ανήκουν εκεί που εκείνοι επιθυμούν. Και αγωνίζομαι και με την ιδιότητά μου ως πανεπιστημιακός αλλά και ως εθελόντρια, για να έχουν αυτοί την ίδια, τα ίδια προνόμια με εμένα. Αν δεν έχουν αυτοί τα ίδια προνόμια με μένα, δεν έχω κι εγώ κανένα προνόμιο. Είναι πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου να, να, αν θέλεις, να γαλουγήσω, να γαλουχήσω ακόμα και τα ίδια τα παιδιά μου, πως στον ελεύθερο χρόνο μας ή κάνοντας, δίνοντας στον εαυτό μας ελεύθερο χρόνο, μέσα στις πολλές ασχολίες που έχουμε, ένας από τους σημαντικότερους ρόλους που έχουμε να παίξουμε ως άνθρωποι, είναι να είμαστε χρήσιμοι στους άλλους. Και αυτό το κάνω προσφέροντας ό,τι μπορώ εθελοντικά σε διάφορες δομές, και προσφυγικές και οτιδήποτε άλλο μπορεί να παρουσιαστεί και να χρειαστεί τη βοήθειά μου, για αρκετά χρόνια. Είναι κάτι που θεωρώ πως είναι χρέος μας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί το κάνουμε, δεν είναι μόνο γιατί σκεφτόμαστε ότι είμαστε λευκοί και θέλουμε να σώσουμε την ψυχή μας και μιλάμε μέσα απ' το προνόμιο, αλλά και γιατί είναι κάτι ίσως που μας έχουν μάθει οι γονείς μας και το περιβάλλον μας, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αλλά το... Μπορούμε να το αντιληφθούμε, γιατί πραγματικά οι πρώτοι ακτιβιστές ίσως και οι πρώτοι ανθρωπιστές που γνώρισα ήτανε μέλη της οικογένειάς μου, οι παππούδες μου, οι γιαγιάδες μου, η μαμά μου, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, οι οποίοι, έχοντας πάρα πολύ λίγα, πάντα θυμάμαι ότι έδιναν στους άλλους και είναι κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για μένα και για την οικογένειά μου. Αυτά.
Κυρία Ρεμούνδου, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ.