© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μετανάστευση στην Αυστραλία μαζί με έναν καρδιακό φίλο: η ζωή στην άλλη άκρη του κόσμου, οι εμπειρίες και η παλιννόστηση
Istorima Code
11679
Story URL
Speaker
Ευστάθιος Νικολάου (Ε.Ν.)
Interview Date
12/08/2021
Researcher
Αναστασία Νεκταρία Παλιατσή (Α.Π.)
[00:00:00]Καλησπέρα, Πώς λέγεστε;
Ευστάθιος Νικολάου του Κωνσταντίνου.
Ωραία. Πότε γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;
Γεννηθήκαμε στο Ασμήνιον εδώ πέρα, 20 Νοεμβρίου του '35 και μεγαλώσαμε εδώ. Και μετά πήγαμε βόλτα που θέλαμε κάπου.
Θέλετε να μου μιλήσετε λίγο για την οικογένειά σας, για σας;
Η οικογένειά μου ήμασταν εντάξει, όλα κοιτάγαμε, εντάξει, δεν έχουμε προβλήματα, μέσα..
Είχατε αδέρφια, έχετε αδέρφια;
Είχα, είχα δύο αδερφές κι έναν αδερφό. Εγώ ήμουν μικρότερος.Ναι.
Και εδώ στο Ασμήνι μέχρι πότε μείνατε;
Εδώ στο Ασμήνι πάντα, αλλά μέχρι το '55, μετά θέλαμε, που άνοιξε για την Αυστραλία και θέλαμε να φύγουμε, αλλά δεν μας άφηναν οι γονείς μας. Και εντωμεταξύ είχαμε απ΄την Αβγαριά, ο πατέρας μου, πολλούς βαφτίσει. Ήρθε ένας που ήταν στην εργονομία. Και λέει: «Γεια σου Στάθη, μέσα όξω, τι γίνεται;», μου λέει. «Καλά ρε Αντρέα —λέω— εσείς;». «Καλά γιατί δεν πας στην Αυστραλία;». «Μπορώ να πάω; Αφού ο πατέρας μου δεν με αφήνει να πάμε». Λέει: «Θα έρθω εγώ να του πω». «Εντάξει». Έφυγα. Περίμενα, έφυγα, πήγα κάτω έκανα μισή η ώρα, να έρθει να μιλήσει κι ύστερα. Μόλις μπήκα μέσα μου λέει ο Αντρέας: «Ρε Στάθη, τι κάνεις; Εδώ τον έχεις κουμπάρε;», είπε στον πατέρα μου. Λέει: «Ναι γιατί;» «Ο Αντώνης ο αδερφός μου —λέει— έχει πάει κάτω και είναι τόσο καλά. Δουλεύουνε αυτό... κι έκανε μεγάλη περιουσία, επήγε πολλά χρόνια ξέρεις, αυτό. Άστο παιδί να πάει κάτω άμα θέλει». Λέει ο πατέρας μου, γυρίζει και μου λέει: «Θες να πας;». Λέω: «Πώς δεν θέλω; Άκου εκεί». Μέσα αυτός μου λέει: «Άντε πήγαινε στον Τρούπα —ήτανε Πρόεδρος της Κοινότητας— για να σου δώσει το χαρτί». Φεύγω και πάω κατευθείαν στο μπαρμπα-Θανάση τον Καραδήμο, να βρω το Δημήτρη εκεί. Μόλις μπήκα μέσα. «Τι κάνεις;», μου λέει. «Καλά». «Πού πας;». Λέω: «Πάω στον Τρούπα να πάρω το χαρτί, για να πάω κάτω να φτιάξω». «Τι λες —λέει— σου είπε ο πατέρας σου;». «Άμα δεν μου πει ο πατέρας μου, πώς θα πάω; Δεν μπορούμε να πάμε, η οικογένεια ακούει τους γονείς του». Λέει: «Είσαι σωστά;» μου είπε ο μπαρμπα-Θανάσης. «Άμα δε μ' άφηνε θα πήγαινα; Αφού το ξέρετε είστε αχώριστοι φίλοι και ξέρετε. Αυτό ακούμε, δεν είμαστε από οικογένεια να μην ακούς τους γονείς σου». Γυρίζει και λέει στο Δημήτρη: «Εσύ θέλεις να πας;». «Ναι». «Άντε τραβάτε. Αφού θα πάει ο Στάθης». «Ρώτα τον πατέρα μου», λέω. Και πήγαμε στον Τρούπα, πήραμε το χαρτί και φύγαμε για την Αθήνα να πάμε. Πάμε εκεί που περνάγανε από Επιτροπή, ξέρεις, αυτό. Είχε εδώ και στην πλατεία τέσσερις γραμμές κάτω, από πάνω μέχρι κάτω. Πήγαμε, πήγαμε απάνω. Βλέπω έναν αστυφύλακα κι έβαζε αυτούς εκεί πάνω. Στους γιατρούς. Λέω: «Πάμε να φύγουμε γιατί δεν πρόκειται να περάσουμε ποτέ. Πάμε», λέω. Και πάμε στο Σύνταγμα πάνω είχε αρχηγούς, αστυνομία που είναι ο Τσάλης, το γραφείο του εκεί πάνω. Λέει: «Τι θα κάνουμε εδώ;». «Σουτ —λέω—. Είναι αχώριστοι φίλοι με τον πατέρα μου. Άμα πάει Αθήνα παίρνει και κρασί και πάει απ' τον πατέρα σου και πάει —λέω— τρώνε πίνουνε στο σπίτι, παντρεμένος κι ο Τσάλης εκεί». Λέει: «Αλήθεια;», είχα πέντε-έξι. Πάμε φτάνουμε εκεί. «Καθίστε εδώ». Μπήκα μες στη σκοπιά εγώ. «Πού πας;», μου λέει. «Πάω να δω τον θείο μου». «Καλά, πώς λέγεσαι;» Λέω: «Είναι αδερφός της μάνας μου». Άμα έλεγα το επίθετο θα πει: «Πώς Νικολάου εσύ, αυτός Τσάλης;». «Είναι αδελφός τη μάνας μου». Αυτοί πέρασαν πάνω. Απάνω βλέπω τρεις τέτοιοι περιμένανε στη γραμμή. «Ρε Στάθη —μου λέει— τι θέλεις;». Λέω: «Τον Τσάλη». «Να το το γραφείο του, [00:05:00]αλλά έχει μέσα κάποιον». «Εντάξει». Περιμέναμε εκεί βγαίνει μια στιγμή, χοντρομπαλός ο Τσάλης πέρασε. Πήγε κάπου, γύρισε, μπαίνει μέσα. «Ρε παιδιά πού είναι αυτός;». «Καλά δεν τον είδες;». «Ποιον;» «Αυτόν...». «Όχι, δεν είδα που πέρασε κανένας. Άμα τον έβλεπα θα μιλούσαμε μέσα». Πάω χτυπάω την πόρτα. «Εμπρός!». Μπαίνω μέσα: «Τι είναι μικρέ;». Λέω: « Ο κύριος Τσάλης;» Λέει: «Ναι». «Είμαι ο γιος του Κώστα του Νικολάου». «Σου 'δωσε καμιά μπουκάλα κρασί ο πατέρας σου;» Γιατί πέρναγε πάντα. Λέω: «Δεν ήξερε ότι θα έρθουμε, εδώ —λέω —ήρθαμε…». Λέει: «Τι;». Έτσι κι έτσι λέω. «Αλλά εκεί πέρα δεν μπορείς να περάσεις, έχει πολύ κόσμο». Λέει εκεί πέρα στο γραμματικό του: «Πάρε και κοίτα ποιος είναι». «Μαυρόματος», ακόμα τον θυμάμαι που ήταν εκεί. «Πες του, θα πάει τώρα κάτω, ο Στάθης Νικολάου λέγεται και θα τον αφήσουμε να περάσει». Λέω: «Έχω κι άλλους».
«Εντάξει, λοιπόν. Και όσους έχει μαζί του θα τους περάσεις» έδωσε τη διαταγή. Μου λέει: «Κάτσε να σου πω. Τι να κάνεις να πας εκεί πέρα;». Λέω: «Θέλουμε έτσι». «Κοίταξε εδώ, θα σε πάρω εγώ ύστερα από δυο χρόνια για να γίνεις ας πούμε, στην ηλικία και θα 'σαι με τα πολιτικά πάντα. Θα σου δώσω να είσαι αυτό». Λέω: «Καλά είναι, αλλά έχουμε το πρόγραμμα με το φίλο μου να πάμε εκεί». Λέει: «Εντάξει. Αλλά άμα σε κόψουνε οι γιατροί μην στεναχωριέσαι, έχεις θέση, σαν μεγαλώσεις». «Εντάξει ευχαριστώ». «Πες του πατέρα σου ότι είναι εντάξει άμα πας». Φεύγω, κατεβαίνω κάτω, τους λέω: «Πάμε». Πάμε, φτάνουμε πάνω, πάω στον αστυφύλακα εκεί, του λέω: «Είμαι...». Λέει: «Ο Νικολάου ο Στάθης;». Λέω: «Ναι. Αλλά έχω και τους φίλους μου, μου 'χει πει ο κος Τσάλης, να περάσει, ο θείος μου». «Περάστε —λέει— καθίστε εκεί». Τους σταμάτησε όλους εκείνος και περάσαμε εμείς μέσα. Φύγαμε να 'ρθούμε για εδώ τώρα, όταν με καλέσανε. Πάμε, ερχόμαστε, αλλά αυτοί πήγαν με αλφαβητική σειρά. Το Καραδήμος είναι πιο μπροστά απ΄το Νικολάου. Έφυγε το Μάρτιο, Μάιο, πότε ήτανε. Τρεις-τέσσερις μέρες πιο μπροστά ο Δημήτρης. Μετά με ειδοποίησαν κι εμένα και πήγα. Εντωμεταξύ, ο Δημήτρης τους πήγανε στο Newcastle και μείνανε εκεί. Ήμασταν και μικροί τότε, 19 χρονών και τέτοια. Δεν παίρναμε το μισθό μας κανονικά. Εγώ που πήγα μετά, με πήγανε στη Μελβούρνη απ' έξω και λέει: «Σε θέλουμε να πας στο Adelaide, να κοιτάς το πάρκο». Καλή, δουλειά, 7 λίρες ήταν τότε. Λίρες χάρτινες ξέρεις. Λέω: «Μου είπαν να πάω πάνω». Μου λέει: «Άμα θες να πας τώρα πάνω, μέχρι 15 λίρες, πρέπει να πας στο Queensland πάνω. Εκεί είναι ζέστα, καλοκαίρι όλο τον καιρό. Φεβρουάριο μήνα, βρέχει ένα μήνα, αλλά με το σορτσάκι είσαι και με αυτά». Λέω: «Ναι θα πάω εκεί». Εντωμεταξύ, με πήγαν εκεί πάνω, δούλευα εγώ. Τηλεφωνηθήκαμε με το Δημήτρη, αυτός ήταν στα hostel εκεί, κρατικά. Λέει: «Τι κάνεις πάνω;» Λέω: «Δουλειά έχω και παίρνω καλά...». «Τι; Για τα λεφτά; Ήρθαμε να κάνουμε, να γνωρίσουμε». Λέω: «Εντάξει, θα 'ρθω». Να βρούμε ταξί. Εκεί πάνω που ήμουνα μικρός, δούλευα μες στο εργοστάσιο που βγάζανε τη ζάχαρη κι είχε ένα μαγαζί Mealbar ελληνικό, ο κυρ-Κώστας. Γνωριστήκαμε και μετά δε μ' άφηνε. Απ' έξω στο μαγαζί είχαμε στρώσει τα κρεβάτια μας, που' ναι μικρά, στο μαγαζί μέσα και κουνουπιέρα. Λέει: «Το Σαββατοκύριακο, θα κοιμάσαι εδώ, να μιλάμε». Ήταν τελειόφοιτος κηπουρικής[00:10:00] από 'δω πέρα. Εντάξει κι από όλους που ήμασταν, εμένα έκανε παρέα, γνώρισε και συζητάγαμε τώρα με τον κυρ Κώστα το βράδυ, αυτό. Εντωμεταξύ... Αλλά ήταν πολύ καλός. «Ξέρεις τι έπαθα εγώ βρε Στάθη;» μου λέει. «Τι;» «Τελείωσα Ανωτάτη Κηπουρική. Να καθίσω μου λένε τ' αδέρφια μου στο Brisbane έχουνε μαγαζί. Εσύ που ξέρεις την αγγλική καλά...», γιατί ήξερε αγγλικά από δω το παιδί. «Να 'ρθείς εδώ να κάνεις κουμάντο κι αυτά». Λέω: «Εγώ έχω δουλειά» ας πούμε. «Κι ο πατέρας μου, μου λέει τι του μπαίνεις κι εσύ δεν ακούς τα αδέρφια σου να πας να δουλέψεις; Κι έφυγα κι ήρθα. Κι αντί να με βάλουνε... πώς λέγανε. Με βάλανε μέσα στην κουζίνα στη λάντζα και μετά γνώρισα έναν παλιό, από κει, απ΄το Τσιρίγο και λέει: «Ρε Κώστα εγώ έχω ένα μαγαζί στο τάδε μέρος, να πας να το δουλέψεις». «Πάμε παρέα» και πήγε κι είχε αυτό το μαγαζί. Μια χαρά. Λέω: «Μπράβο ρε Κώστα». Εκεί γνώρισα και μια κοπέλα, η οποία είχε φάρμες μεγάλες ο πατέρας του. Είχε αεροπλάνο απ' έξω, περίμενε και με πήρε ο Δημήτρης. Λέω: «Κάνουμε λεφτά εδώ» και μάζευα τα λεφτά, 15 λίρες να χαλάσω, μια-δυο. Ξέρεις τι, δεν είχε σινεμά να πας. «Εντάξει —του λέω— θα ’ρθώ στο Newcastle». Κατέβηκα κάτω, η κοπέλα του 'πε: «Κύριε Κώστα να με αφήσεις να πάω στο αεροδρόμιο, να τον χαιρετήσω», για μένα όλα αυτά. Πολύ καλή κοπέλα, οικογένεια μεγάλη, λεφτά. «Έλα εκεί —λέει ο Κώστας— θες να πας στο Κάιρο να πιεις καφέ; Παίρνεις τον πιλότο σου το αεροπλάνο και σε πάει όπου θέλεις θα 'σαι…». Λέω: «Εντάξει θα ξαναγυρίσω» του λέω. Ξέρεις. Πήγαμε, ήρθε μέχρι εκεί με χαιρέτησε, φύγαμε, κατεβήκαμε κάτω. Πάω... Τώρα αυτοί ήτανε σε κρατικά μένανε ο Δημήτρης και αυτά. Εγώ δεν μπορούσα να πάω τώρα εκεί πέρα. Κυνήγησα απ' έξω ένα δωμάτιο. Έπιασα δουλειά, ωραία, μέσα. Εντωμεταξύ, να λέμε την αλήθεια τώρα, εγώ το '53-'54, πήρα το βιβλίο του Ωνάση, έγραφε τη ζωή του. Και το διάβαζα κι έλεγε: «Τους φίλους σου δεν τους ξεχνάς, αλλά είναι, όπως είμαι κι εγώ, είσαι εσύ. Δεν έχει. Να κοιτάξεις να μπεις μες στον κύκλο των πλουσίων» Έγραφε το αυτό. «Γιατί εγώ...». Τσιγάρα τέτοια πουλούσε πρώτα ο Ωνάσης και μπήκε μέσα και με τον πόλεμο τον πήρε. Λέει: «Εγώ μπήκα μέσα, το γκολφ ούτε να το δω. Αλλά εξαναγκάστηκα, γιατί πάνε όλοι οι πλούσιοι εκεί και πήγαινα γι’ αυτή τη δουλειά. Ό,τι να χρειαστείς θα σε πάρουνε στο αυτοκίνητό τους και θα σε πάνε». Δηλαδή, πολλές καλές συμβουλές έδωσε ο Ωνάσης, γι' αυτό μπράβο. «Για να σου πω... —λέει ο Δημήτρης— καλά ρε τι θέλεις εσύ με τους πλούσιους;». Λέω: «Είμαστε φίλοι, αδέρφια. Κάνουμε, πάμε όπου θέλουμε. Κι άμα έχω κι έναν φίλο παραπάνω, δεν πειράζει —του λέω—. Αν χρειαστείς κάτι θα μου πεις». Καθίσαμε εκεί, μπήκαμε μέσα, είχε ένα οικόπεδο η κοινότητα. Είχε 3.000 Έλληνες. Αλλά ήτανε από τους καινούργιους, δεν ξέρανε εγγλέζικα. Είχε ένα οικόπεδο από δω μέχρι το σπίτι αυτό που φαίνεται πάνω, άλλο τόσο πέρα κι άλλο τόσο φαρδύ πολύ. Και τους λέω: «Γιατί δεν κάνουμε μια εκκλησία, ένα σχολείο κι ένα χώρο που έρχονται οι τραγουδιστές στο Σίδνεϊ, να ερχόμαστε εκεί πέρα, να τους παίρνουμε κι εμείς, να κάνουμε δουλειά». Λέει: «Δεν έχουμε λεφτά». «Καλά, πόσο κάνει μέσα αυτό;». «28 χιλιάρικα». «Πόσα έχουμε εμείς;» λέω. Λέει: «Υπάρχει μες στην κοινότητα 7.000». Λέω: «Εντάξει, θα πιάσουμε τον εργολάβο, θα του πούμε ότι έτσι κι έτσι τα πράγματα, έχουμε αυτά τα λεφτά. Θα τα πάρεις κι ύστερα από 6 μήνες θα αρχίσουμε να σε πληρώνουμε. Μόλις χτιστούνε και όλα θα δουλεύουμε, θα παίζουμε θέατρα, θα κάνουμε εκείνο, [00:15:00]να μαζέψουμε...». «Και ποιος θα παίζει;» λέει. «Εγώ, εσύ, η γυναίκα σου, για να μπορέσουμε». Πιάνω τον εργολάβο και λέει: «Γιατί όχι; Ναι. Κι όχι από 6 μήνες, από 1 χρόνο αρχίζετε να με πληρώνετε». Και φτιαχτήκαμε ωραία. Μαζεύαμε τα λεφτά και μέσα στον ίδιο χρόνο τον ξεχρεώσαμε κιόλας. Και μου λένε: «Θα είσαι μόνιμος σύμβουλος, χωρίς να βάζεις να σε ψηφίζουνε. Θα 'σαι για πάντα εδώ στην ελληνική κοινότητα. Δε θα βάλεις ποτέ να σε ψηφίζουνε. Είσαι μόνιμος». Και με κάνανε μόνιμο εκεί και καθίσαμε εκεί. Αλλά όταν έμενα από δουλειά έξω, με παίρνανε στο αυτοκίνητό τους, ότι έγραφε, μπαμ με πηγαίνανε σε ένα εργοστάσιο κι εκεί μου δίνανε μια δουλειά καθιστή πάντα. Πολύ ωραία. Πέρασα πολύ ωραία. Μετά, λέω: «Μήτσο πάμε στο Σίδνεϊ, πιο καλά είναι στο Σίδνεϊ...». Και φύγαμε, πήγαμε στο Σίδνεϊ, καθίσαμε εκεί σε μια παρέα, γνωριστήκαμε κι εκεί πέρα, Ήθελαν να πάρουν στα μπισκότα. Κι όταν πήγα εκεί, μια μέρα έκανα βόλτα κάτω, βλέπω ένα φίλο μου που είχε παντρευτεί του Προέδρου την αδερφή που ήμασταν στην κοινότητα παρέα. Ήμασταν γνωστοί πολύ με αυτόν. Λέω: «Πώς έτσι;». Στεφανωθήκανε, αυτό. Λέει: «Τι είναι ρε Στάθη;». Λέω: «Πάω για δουλειά αλλά μ' αρέσει στα μπισκότα πιο καλά. Πηγαίνω και λένε δεν έχει». «Τα μπισκότα αυτά τα παίρνει ο θείος μου, το εμπόριο όλο κλειστό. Θα πάμε εμείς τώρα και τ' απόγευμα να συναντηθούμε Στάθη». Πήγανε σπίτι, μιλήσανε, τ’ απόγευμα κατεβήκαμε. «Εντάξει. Πήρε τηλέφωνο ο θείος μου, μου έδωσαν κι ένα γράμμα του είπαμε να στο δώσουμε να το δώσει σ' αυτόν». Αλλά τον πήρε τηλέφωνο και πραγματικά πήγα εκεί. Λέει: «Τι κάνετε εδώ; —μας έδιωξε όλους— εσύ τι περιμένεις;». «Εγώ περιμένω, πάρ' το σημείωμα». «Α! Εσύ είσαι; Εγώ είμαι» του λέω. «Εντάξει. Έλα μέσα» και με έβαλε πολύ καλή δουλειά μέσα να μην κάνεις τίποτα σχεδόν.
Σε εργοστάσιο μπισκότων;
Ναι. Αλλά περάσαμε ωραία. Πολύ ωραία μέσα. Μέναμε στο ίδιο σπίτι με τον Μήτσο, τον παππού σου ας πούμε. Ήμασταν αχώριστοι. Πήγα 23 Αυγούστου κάτω εγώ, του '55, Αύγουστο. Κι έφυγα στην 1η Μαΐου του '59. Δεν κάθισα πολύ, σηκώθηκα κι έφυγα κι ήρθα εδώ και κάθισα και πιάνω δουλειά. Ο πατέρας μου το '61 πέθανε κι έμεινα εγώ εδώ μέσα. «Τώρα είμαι εντάξει», λέω. Κάθισα εδώ πέρα. Με πήρανε στρατιώτη, πήγα κάτω: «Βρε γαμώτο, λέω!». Και μετά λέει: «Βρε ο πατέρας μου έλεγε ότι τον Αρχηγό του Στρατού είναι φίλοι, αχώριστοι». «Πάρε ένα τηλέφωνο» λέω. Βρήκα το μπλοκάκι που είχε ο πατέρας μου, τον παίρνω τηλέφωνο. Λέει ο ένας: «Δεν είναι εδώ. Ποιος είναι;». «Πες του είμαι ο γιος του Κώστα του Νικολάου και παίρνω αυτά.» Λέει: «Άμα γυρίσει...», του γράφει. «Φεύγω —λέω— θέλω να περάσω από γιατρούς να απολυθώ. Να πληρώσω ρε παιδί μου, γιατί δεν μπορώ να είμαι εκεί πέρα» και λέει: «Εντάξει» και παίρνω και πάω κάτω. Πήρανε εκεί ο Αρχηγός και λέει αυτό. Μέσα ήταν 5 άτομα που τον ξέρανε. Ο Συνταγματάρχης ήταν εκεί, ο Νίκος κι ήταν ακτινολόγος. Και μου λένε αυτοί οι άλλοι: «Κοίταξε αυτός τα γνωρίζει όλα. Δεν μπορούμε να πούμε ψέμα για τίποτα. Αλλά είμαστε τέσσερις ψήφοι εμείς, αυτός ένας, να ψηφίσουμε».
Με ψηφίσανε κι [00:20:00]απολύθηκα αμέσως και μπήκα μετά έπιασα Μεσογειακές Γραμμές και μετά περνάει ο καιρός, λέω, '64 ήτανε; Λέω: «θα φύγω». Έπιασα στο Chandris το μεγάλο το καράβι. Μπήκα μέσα, εκεί που μπήκα, βλέπω τον αρχικαμαρότο, έναν εκεί: «Στάθη τι κάνεις;». Λέω: «Καλά». Τον είχα βοηθήσει, ήταν ο αδερφός μου καπετάνιος και τον πήρε στου Ωνάση τα πλοία, το «Αγαμέμνων». Τον πήρε και μόλις με είδε, αυτό λέει: «Μην στεναχωριέσαι. Θα σε βάλουνε σε δουλειά καλή». Να βγάλει την υποχρέωση ο άνθρωπος λέει. Και με έβαλε, ούτε να πάω να δουλέψω ούτε τίποτα. Με έβαλε στη βιβλιοθήκη. «Θα έρχονται θα παίρνουνε, θα παίρνεις τα ονόματα. Θα τους δίνεις το βιβλίο που θέλουνε να διαβάσουνε μέσα», γιατί κάνανε 20 μέρες εκείνα τα πλοία. Και κάθισα εκεί και μόλις έφτασα στο Melbourne ξεμπαρκάρισα, την κοπάνησα δηλαδή, πήρα το αεροπλάνο, πήγα στο Σίδνεϊ. Τους βρήκα, αλλά προτού φτάσω εκεί, πήγα κι ήταν ένας απ΄την Κύπρο είχε μαγαζί και λέει: «Από πού είσαι;» Ήρθε με σύστησε. Λέω: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει και θα καθίσω». «Θες δουλειά;» Την άλλην την ημέρα ήταν Παρασκευή. «Πώς δε θέλω!». Λέει στον κουνιάδο του, δούλευε σ' ένα ρωσικό στο τόρνο. «Δεν έχω πρόβλημα —λέω— πάμε». Ξεκινήσαμε, πήγαμε κάτω την Παρασκευή και λέει: «Δουλειά εντάξει, πιάσε από τώρα. Μια μέρα» ήρθε Σαββατοκύριακο δεν δουλεύαμε. Μια μέρα, ήρθε το καράβι πάνω μετά όπως είναι. Πήγα εγώ κάτω, είδα το αυτό μέσα, φύγανε από κει και πάω στο αυστραλέζικο το αυτό να παρουσιαστώ. Πάω και του λέω: «Έτσι κι έτσι τα πράγματα είναι. Εγώ ήμουν εδώ αλλά με πήραν στρατιώτη πρώτα που πήγα στην Ελλάδα και τώρα θέλω να 'μαι εδώ πέρα. Φτιάξανε αυτοί τα παλιά, τα χαρτιά τα κοιτάνε. Λέει: «Άκουσε εδώ να δεις. Θα καθίσεις ένα χρόνο και μετά θα 'ρθεις για να δούμε». «Εντάξει» του λέω. Κάθισα ένα χρόνο. «Τώρα εγώ τα ξέρω αυτά». Ούτε μπιραρίες, ούτε από 'δω, από 'κει. Λοιπόν πάω, έπιασα δουλειά, πολύ καλή δουλειά. Αυτό ήτανε και τελείωσε, πιάσαμε καλή δουλίτσα. Είπαμε με το Δημήτρη σαν αδέρφια ήμασταν, καλύτερα, πώς να στο πω; Ήμασταν τόσο πολύ αχώριστοι, μέσα και μετά είχα πάει το αυτό. Κι αφού πήγα κάτω, λέω τώρα: «Ρε Δημήτρη, το εργοστάσιο δεν είναι καλά. Πρέπει να βρεις μια δουλειά να κάνεις». Κι έπιασα και κοίταξα και λέω: «Σχολή οδηγών είναι καλή». Κι άνοιξα τη σχολή οδηγών «Εύβοια», έχω και τις κάρτες γράφει «Εύβοια». Λέω την πατρίδα μου, γι’ αυτό. Κι έμεινα εκεί χρόνια και μετά το '70 γνωριστήκαμε με τη Λένη, το '72 παντρευτήκαμε. Με στεφάνωσε ο Δημήτρης γιατί ήμασταν αχώριστοι ξέρεις, μέσα. Και μετά τελείωσα του λέω: «Πάμε τώρα, άμα θες, Ελένη, να παντρευτούμε και να πάω εγώ Ελλάδα, θα φύγω. Δε μ' αρέσει εδώ. Θα καθίσω κάτω». Λέει: «Ναι» και τελευταία φύγαμε, ήρθαμε εδώ μέσα, το '84, καθίσαμε εδώ. Αλλά δούλεψα. Όταν έχεις δικιά σου δουλειά, είναι εντάξει να ξέρεις. Αλλά εκεί κάνανε καλή δουλειά. Έχω μαγαζί, εντάξει, ας πούμε, δε σου λένε κόβεις αποδείξεις και δώσε. «Του χρόνου θα πληρώνεις 2.000- 3.000». Τέρμα. Όπως κάνουν εδώ. Κι έτσι με το Δημήτρη καθίσαμε... Ήταν και η Βάσω κι ύστερα γνωριστήκανε με τη Βάσω. Ήρθα εδώ, λέω: «Θεία Ελένη ο Δημήτρης αυτό», «Παντρεύτηκε;» Λέω: «Ναι. Ε[00:25:00]γώ ήμουν κάτω γνωριστήκαμε. Αλλά είναι πολύ καλή κοπέλα» δεν μπορεί να πεις και ψέματα. Κατάλαβες; «Αφού ήταν καλή γιατί δεν την παίρνεις;» «Πού να την πάρω; Εγώ ήμουν στην Ελλάδα —λέω— να πάρω τη Βάσω; Αφού έφυγα, δεν μπορούσα να καθίσω εκεί πέρα». Αλλά ήμασταν αχώριστοι πάντα. Ότι ήθελε ο καθένας αναμεταξύ μας ήμασταν πολύ καλοί.
Άρα εσείς πήγατε πρώτη φορά το ’55;
Ναι.
Μετά γυρίσατε το '59 ναι και το ’64, ξαναπήγατε.
Με το καράβι ναι και γύρισα το ’70...
Σαν ναυτικός πήγατε δηλαδή το '64;
Ναι βέβαια. Αλλιώς πώς να πήγαινες κάτω; Και γυρίσαμε. Ωραία ήτανε περάσαμε καλά. Αλλά είναι το καλύτερο να γνωρίζεις κόσμο. Να μπεις μέσα. Αυτό το πίστεψα, το βιβλίο, το πολύ. Το έδωσα σε κάποιον: «Ρε Δημήτρη διάβασέ το, να έχεις». Αλλά δεν θυμάμαι ποιος, ούτε μου το γύρισε πίσω. Γι’ αυτό καμιά φορά πρέπει να σημειώνεις ότι δίνεις, μέσα. Περάσαμε όμως πολύ καλή ζωή. Ότι κάθε ένας, ούτε μυστικό δεν είχαμε αναμεταξύ μας. Κατάλαβες; Ήμασταν αδέρφια.
Άρα τι είναι αυτό που σας έκανε, να θέλετε να φύγετε από 'δω; Την πρώτη φορά που φύγατε;
Είπαμε, διαβάζαμε τον «Ταρζάν» κι αυτά ήμασταν μικροί και λέγαμε: «Θα πάμε πώς είναι στην Αφρική να περάσουμε;» αυτό μας έκανε. Αλλιώς δεν πηγαίναμε, αυτό μας έκανε. Λέω: «Πάμε αυτό, τι θα γίνει ωραία πράγματα» και όμως καλά περάσαμε. Ο κυρ-Κώστας μ' είχε και μ' έβανε στο ζαχαροκάλαμο στο εργοστάσιο. Έτρωγα, ύπνο μέσα, ωραία. Αλλά δεν μπόραγα να καθίσω γιατί ήμασταν με το Δημήτρη, έπρεπε να πάω παρέα κάτω στο Newcastle. Αλλά, είχαμε τέτοια φιλία που είναι καλύτερο από αδερφός ήμασταν. Ούτε ένας για τον άλλον ήτανε αυτό μέσα.
Στο ταξίδι μου είπατε ότι δεν ταξιδέψατε μαζί με το φίλο σας τον Δημήτρη. Ήσασταν μόνος σας.
Όχι γιατί ήτανε... Ξέρεις γιατί; Γιατί το «κάπα» πηγαίνανε αυτοί. Σημειώνανε ότι θα φύγουνε αυτοί. Αλφαβητική σειρά. Εγώ ήμουνα στο «νι». Έφυγε το Μάιο μήνα πότε έφυγε ο Δημήτρης. Είχα εγώ 23 Αυγούστου με πήρανε. Για αυτό, αλλιώς… εκεί μας χώρισαν. Αλλά ανταμώσαμε.
Θυμάστε το ταξίδι πώς ήτανε;
Πολύ ωραία. Το πρώτο έκανες ένα μήνα και. Μετά τα καράβια μεγάλα, πιο γρήγορα, 19 μέρες, 20. Αυτό, αλλά ήτανε πολύ ωραία.
Εσείς πόσο καιρό κάνατε με το καράβι, να φτάσετε στην Αυστραλία;
Αυτά τα καινούργια κάναμε κάπου 20 μέρες. 18-20 μέρες. Ενώ τα παλιά κάνανε ένα μήνα μέσα.
Την πρώτη φορά μέσα στο καράβι γνωρίσατε κόσμο, πώς ήτανε;
Βέβαια. Όλοι κόσμο αυτό που πηγαίνανε, γνωριστήκαμε, αυτό εντάξει. Καλό είναι. Το καλό είναι να γνωρίζεσαι με τον κόσμο, κατευθείαν. Να μην... δεν αξίζει. Εγώ με τις γνωριμίες μου είχα δουλειές, ότι ήθελα εκεί κάτω. Στις καλύτερες δουλειές με βάζανε. Αλλά δεν κάνεις δουλειά. Άμα αγοράσεις σπίτι εκεί, τελείωσε. Πάρε ένα μαγαζί και να κάνεις και 10 σπίτια εκεί που 'σαι. Τα λεφτά που μαζεύεις. Γιατί άμα αγοράσεις το σπίτι, για να ξεχρεώσεις, το σπίτι είναι αρσενικό, πάντα να τρώει θέλει. Περάσαμε καλά, εντάξει, ήταν μια χαρά ήμασταν. Αλλά τώρα. Ερχόταν εδώ, κάθε χρόνο ήμασταν.
Όσο ήσασταν στην Αυστραλία, σας έλειπε ο τόπος σας; Εδώ το χωριό σας; Είχατε σκεφτεί να γυρίσετε πίσω πιο πριν;
Λέγαμε: «Θα γυρίσουμε, θα δούμε» αλλά εγώ γύρισα μέσα στα 3 χρόνια σχεδόν, γύρισα. Με πήραν μετά φαντάρο, από δω από κει. Έπιασα Μεσογειακές Γραμμές κι από κει πήρα το Chandris και ήρθα. Αλλά όπου πας είναι να ξέρεις να κάνεις και κουμάντο. Παίρνεις 10;[00:30:00] Δεν παίρνω 10, παίρνω 8-7. Δύο την ημέρα άστα στην άκρη, να έχεις για το κουμάντο σου, όταν σου χρειάζονται. Αν τα παίρνεις και λες: «φτάνουνε» και πας και χρεώνεσαι και κάνεις. Όλη τη ζωή σου θα είσαι ο ίδιος. Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ξέρει να κάνει τα κουμάντα του. Σαν τον Δημήτρη ούτε με τα αδέλφια ήμασταν έτσι. Ήμασταν από μικρά παιδάκια, από την πρώτη Δημοτικού παρέα. Ήταν κι οι γονείς μας γνωστοί. Ήταν φίλοι. Γι' αυτό μου 'πε ο πατέρας του: «Το ξέρει ο πατέρας σου πού θα πας;» «Μπαρμπα-Θανάση —του λέω— άμα δεν το ξέρει μπορώ να πάω; Ας πάει ο Μήτσος. Θα πάει; Δεν μπορεί. Άμα δε μας πείτε εσείς, δεν μπορούμε να πάμε». Και μετά του λέει και του Δημήτρη: «Θες να πας;» «Ναι θέλω να πάω, αφού είμαστε παρέα με το Στάθη». Και πήγαμε και φύγαμε. Αλλά μετά από κει ήταν αλφαβητική σειρά παίρνανε. Ωραία. Να σου πω περάσαμε ωραία, γνωρίσαμε κι άλλο κόσμο γι' αυτό. Αλλά ο Δημήτρης ήταν να 'ρθεί να μείνει εδώ. Δεν ήρθε. Λέγαμε να έρθει κι αυτός εκεί.
Το συζητούσατε να φύγετε μαζί, δηλαδή με τον…
Ναι να ‘ρθει κι ο Δημήτρης. «Θα ‘ρθούμε, θα ‘ρθούμε»… Λέω: «Δημήτρη και Βάσω...» ήθελε πολύ να έρθει εδώ μέσα. Αλλά δεν είχαμε μαλώσει ποτέ με τον Δημήτρη από μικροί, μέχρι από μεγάλοι, ήμασταν αχώριστοι φίλοι. Ναι.
Δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην Αυστραλία; Τον πρώτο καιρό που πήγατε είχατε αντιμετωπίσει δυσκολίες;
Όχι. Στη δουλειά…
Στη δουλειά;
Ναι, αυτοί εντάξει. Αλλά εγώ γνωρίστηκα με τους μεγάλους αυτούς, κι αν έλεγα: «Δε μ' αρέσει, να φύγω από αυτή τη δουλειά» στο αυτοκίνητό τους με πηγαίνανε. Για αυτό σου λέω εγώ, όταν γνωρίζεις αυτούς, όπως έλεγε ο Ωνάσης, τον πίστεψα. Ο Δημήτρης δεν ήθελε. «Βρε άκου τι σου λένε Δημήτρη μέσα». Αλλά έφυγα εγώ μετά. Παντρεύτηκε ο Δημήτρης εκεί, μετά ξαναπήγα. Αλλά περάσαμε καλύτερα από αδέρφια, δεν είχαμε μαλώσει ποτέ με τον Δημήτρη. Ήμασταν... γι' αυτό ακόμα δακρύζουν τα μάτια μου. Εντάξει, θέλεις τίποτα άλλο;
Πώς σας φάνηκε η Αυστραλία την πρώτη φορά που πήγατε; Τι σας έκανε εντύπωση;
Κοίταξε καλή ήτανε. Η Αυστραλία είναι ωραία, πρέπει να τηρείς και τους νόμους. Εκεί υπάρχει... τέρμα. Χωρίς τους νόμους, χωρίς αυτό. Είναι καλοί όλα. Αλλά στον τόπο που γεννήθηκες κι αυτόν τον θέλεις πιο καλά. Μέσα. Η Αυστραλία δεν μπορεί να πεις. Τι είχα παράπονο; Ό,τι δουλειά ήθελα την είχα. Και μετά με τη σχολή; Όχι. Ήταν πολύ ωραία. Τώρα, επειδή ήθελα να έρθω εδώ. Μας άρεσε να έρθουμε στην πατρίδα μας. Αλλά ο Δημήτρης δεν ξέρω γιατί άλλαξε. Κι η Βάσω ήθελε να έρθει. Ναι. Με τον Δημήτρη έχουμε διαφορά 3 μήνες 4, διαφορά, αλλά εμένα για ένα μήνα, δύο με έπιασε ένα χρόνο μεγαλύτερο. Είναι το '36, εγώ το '35, 20 Νοεμβρίου. Ένα μήνα, ενάμισι δεν πειράζει, καλά να ήμασταν.
Στο ταξίδι την πρώτη φορά είχατε αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο στη θάλασσα, πώς ήταν ο καιρός; Ήτανε...
Καλό κάτω. Δεν ήτανε σαν τα πλοία μεγάλα. Αλλά, μετά στις Μεσογειακές Γραμμές που με έβαλε ο μπάρμπα-Αλέκος, μια φορά ξεκινάγαμε Τετάρτη από την Αλεξάνδρεια φεύγαμε και φτάναμε την Πέμπτη εδώ. Μια μέρα. [00:35:00]Και μια φορά... Αλλά ήταν παλιό το πλοίο αυτό, δουλεύαμε από κάτω, είχε πάει ο μπάρμπα Αλέκος από κάτω εκεί στη δουλειά του. Και κλείνανε το αμπάρι από πάνω, από κάτω. Έπιασε καιρός κι αυτό και λέω: «Κλείσαμε, άμα βουλιάξει θα πεθάνουμε όλοι. Όχι, εμείς κι αυτοί που μένανε με τις καμπίνες». Σηκώθηκα και πέρασα πάνω: «Πού πας;» «Έχω μια δουλειά πάνω» λέω. Και κλείσανε το αυτό, δεν μπορεί να βγεις μετά. Ήταν να φτάσουμε την Πέμπτη και φτάσαμε την άλλη Πέμπτη. Το καράβι «ντουκου ντουκου» και λέγαμε: «Έχασε το δρόμο ο καπετάνιος». Ακούς εκεί; Από μια μέρα κάναμε μια βδομάδα απ’ τον καιρό. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο. Αλλά ήταν ωραία. Θυμάσαι έχει πράγματα καλά.
Όταν μου είπε ότι ήσασταν στην Κοινότητα…
Ναι.
Στην Κοινότητα στο Newcastle;
Newcastle, εκεί έμενε ο Δημήτρης. Εγώ στο Queensland, εκεί πήγα, με τον Πρόεδρο είχαμε γνωριστεί και μόλις τους είπα και το αυτό και φτάσαμε, μετά με έκαναν μόνιμο. Αλλά δεν καθίσαμε. Δυο χρόνια κι έφυγα, πήγαμε Σίδνεϊ, στη μεγάλη την πόλη μέσα. Κι αυτή έχει 200.000 και κατοίκους, το Newcastle. Είχε 3.000 Έλληνες τότε. Τώρα είναι πολλοί.
Τι είναι αυτό που σας έκανε να γυρίσετε εν τέλει και να μείνετε εδώ μόνιμα;
Πάντα το είχαμε μέσα στο μυαλό, την πατρίδα δεν τη ξεχνάς, όσο καλά και να ’σαι. Ύστερα είπα κιόλα: «Alright! Δουλέψαμε, κάναμε λεφτά, μπορούμε να ζήσουμε». Αλλά ο Δημήτρης, το άλλαξε τελευταία κι η Βάσω ήθελε κι η Ελένη η κόρη του και αυτά. «Πες ρε μπάρμπα Στάθη αυτό». «Τι να το κάνουμε βρε Ελένη; Δεν ακούει». Κι αυτός ήθελε, είχαμε σκοπό να γυρίσουμε. Αλλά άμα είσαι καλός, τίμιος κι αυτό και κοιτάς... Δεν ξέρω έχεις τίποτα άλλο;
Για το ταξίδι μόνο αν έχετε να μου πείτε κάτι, παραπάνω;
Όχι εντάξει, τα ταξίδια ήταν ωραία. Μετά κάναμε, με το Chandris που έπιασα, κάναμε 18-20 μέρες. Το πρώτο ήτανε…
Το πρώτο ταξίδι αυτό, όταν φύγατε από την Αθήνα, απ΄τον Πειραιά.
Απ΄τον Πειραιά πάντα.
Απ’ τον Πειραιά. Για να πάτε στην Αυστραλία, στο πρώτο ταξίδι.
Ναι. Ήτανε το… Δεν το θυμάμαι τώρα το όνομά του. Αλλά ήταν πολύ, σιγανό, μέσα. Αλλά ωραία, δεν βρήκαμε θάλασσες και τέτοια. Περάσαμε καλά ώσπου να φτάσουμε. Αλλά με τα άλλα τα καράβια τα καινούργια, εντάξει, έκανες 18, 20 μέρες να πας. Κι αν μπορεί να κάναμε και 40, όταν φεύγαμε, από εδώ, πηγαίναμε έτσι και γυρίζαμε απ΄τη μέσα μεριά και πηγαίναμε Αγγλία και γυρίζαμε. Είναι καλά να γνωρίζεις κόσμο. Αυτό είναι το παν. Γιατί ήθελα να γυρίσω, ναι ρε παιδί μου ήθελα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Ευχαριστώ το Θεό. Γιατί να μετανιώσω; Δεν ερχόμουν άμα μετάνιωνα. Έτσι δεν είναι; Ο κάθε ένας που πάει κάτω, έχει σκοπό να γυρίσει. Ύστερα κάνεις δουλειά, κανείς οικογένεια κι αυτά και άλλα. Άλλα έτσι που λες. Δούλεψα, έκανα αυτά που ήθελα κι έχω απ’ το '84 εδώ. Ούτε δουλειά, ούτε τίποτα. Το 2000 πήρα τη σύνταξη. Εντάξει τι να κάνεις; Παραπάνω τι να κάνεις; Εδώ γύρισα όλη την Ελλάδα. Την Ευρώπη την έχουμε γυρίσει όλη. Δεν είναι μέρος. Μόνο στο νησί κάτω τι; Που είναι κοντά μωρέ οι Τουρκαλάδες. Ήθελα να πάω, απ΄τη Ρόδο μετά. Είχα πολλούς φίλους από αυτούς είχε πολύ... Δεν πήγα. Μόνο εκεί δεν πήγα. Αλλού δεν έχω αφήσει μέρος για μέρος. Τα γυρίσαμε όλα μια χαρά.
Και στην αρχή πού μένατε; Τον πρώτο καιρό που πήγατε στην Αυστραλία νοικιάζατε σπίτι ή μένατε σε κάποιο...
[00:40:00]
Όταν πήγανε ο Δημήτρης σου είπα που πήγαν εκεί. Τους πήγε το κράτος στα hostel και μένανε. Όταν πήγα εγώ και μου είπαν να πάω εκεί και δεν πήγα και πήγα στο Queensland, έμενες όπου ήθελες, μόνος. Αλλά με πήρε ο Κώστας στο σπίτι και το Σαββατοκύριακο μέναμε εκεί και μετά με βάλανε στο εργοστάσιο, τη ζάχαρη, και έμεινα εκεί. Φαγητό, τα πάντα. Ωραία. Αλλά, πρέπει να ακούς, να είσαι να κάνεις αυτό που πρέπει. Άνοιξα τη σχολή. Εκεί το χειμώνα Δεκέμβριο-Ιανουάριο, είναι καλοκαίρι. Εδώ έχουμε χειμώνα, εκεί καλοκαίρι. Από τις 18 Δεκεμβρίου μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, έλεγα: «Κλείνει, όποιος θέλει μπορεί να περιμένει. Δεν θέλετε, πηγαίνετε όπου θέλετε να μάθετε» Αλλά δεν πήγαιναν, γιατί άμα ξέρεις και φέρεσαι στον κόσμο, τον κρατάς. Άμα δε ξέρεις, φεύγει.
Και πότε ανοίξατε τη Σχολή Οδηγών;
Το '64 πήγα κάτω. Το '64-'65 τότε. 20 χρόνια, αυτό ήταν....
Μόνος σας θα φεύγατε αν δεν ερχότανε ο φίλος σας ο Δημήτρης;
Όχι θα ερχότανε.
Αν δεν ερχότανε λέω, θα φεύγατε μόνος σας;
Το 'ξερα εγώ γι΄αυτό πήγα από εκεί. Να του πω ότι ο πατέρας μου μου ‘πε να πάω. Γιατί ότι έλεγε ο ένας... Πήγαινα να κλαδέψω τις ελιές αυτές μικρός, πήγα στο δεντροκόμο και μάθαινα, κλάδευα, «Κάν’ τες ότι θες» λέει και πέρασε ο μπάρμπα-Θανάσης: «Γιατί τις κόβεις τις ελιές κάτω;» Λέω: «Έτσι με έμαθε ο δεντροκόμος, έτσι θα κάνω». «Το ξέρει ο πατέρας σου; Τώρα άμα πάω θα δεις τι θα πάθεις;». Και του λέει κι ο πατέρας μου: «Δεν κάνει. Αυτός θα χάσει δεν χάνουμε εμείς». Ήταν ωραία η ζωή. Άμα έχεις την οικογένεια. Πρώτα είναι η οικογένεια. Ξέρεις… Να είσαι καλός, να φέρεσαι ωραία, μέσα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Όχι μην το λες, εμένα με ευχαρίστησε που μίλησα σε ένα δικό μας άνθρωπο. Ωραία ήτανε.