© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Διδάσκοντας παραδοσιακούς χορούς στην πρωτεύουσα
Istorima Code
11648
Story URL
Speaker
Γεώργιος Κόνιαρης (Γ.Κ.)
Interview Date
04/12/2022
Researcher
Κωνσταντίνος Χαρέμης (Κ.Χ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου;
Κόνιαρης Γιώργος.
Είμαι με τον Γιώργο Κόνιαρη. Είναι 5 Δεκεμβρίου του 2022. Βρισκόμαστε στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Είμαι ο Κωνσταντίνος Χαρέμης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Γιώργο, αν μπορείς να μας πεις πρώτα λίγα λόγια για τον εαυτό σου, τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πού μεγάλωσες;
Εγώ γεννήθηκα σε ένα πολύ ορεινό χωριό της Πίνδου, της Αργιθέας συγκεκριμένα, το 1974 μέσα σε μία πολυπληθής οικογένεια, θα έλεγα, -δηλαδή είμαστε οχτώ αδέρφια- σε ένα πολύ φτωχό χωριό και πολύ φτωχή γειτονιά, μέχρι τα 14 που έφυγα και ήρθα στην Αθήνα για λόγους το ότι η οικογένεια δεν μπορούσε να φροντίσει όλα τα παιδιά και μας έδιωξε, όπως οι περισσότεροι κάνανε στο χωριό. Τα περισσότερα παιδιά πηγαίναμε σε ορφανοτροφεία ή σε ιδρύματα για μία καλύτερη ζωή.
Πώς ήταν η ζωή στο χωριό όταν μεγάλωνες;
Η ζωή στο χωριό -να πω- δύσκολη, πολύ δύσκολη, φτωχή. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα, ούτε να φάμε δεν είχαμε τις περισσότερες φορές. Αλλά, όμως, είχαμε άλλα. Είχαμε τη φύση, εκεί είχαμε άλλες ομορφιές, οι οποίες σήμερα βέβαια τις αναπολούμε. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να τις έχουμε πολλές φορές. Αλλά φτωχά μέσα σε μία οικογένεια. Πατριαρχικές οικογένειες κυρίως. Έτσι ήταν όλα τα χωριά και έτσι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι ήταν άγριοι, γιατί ζούσαν στο βουνό. Οι συνθήκες ήταν άγριες από μόνες τους. Οπότε το αγαπάω το χωριό, πηγαίνω συχνά, το ζω, αλλά δεν θα ήθελα να ζήσω εκείνη την εποχή.
Ανέφερες πριν ότι ο λόγος που έφυγες από το χωριό ήταν λόγω οικονομικών δυσκολιών, σε στείλανε στην Αθήνα.
Οικονομικών δυσκολιών. Πέθανε ο πατέρας μου. Ήμουνα εννιά χρονών, πέθανε πολύ νέος. Οπότε η μητέρα μου με εφτά-οχτώ παιδιά δεν μπορούσε να φροντίσει. Αλλά πέρα από αυτό στο χωριό μου δεν υπήρχε Λύκειο. Οπότε έπρεπε να φύγω για να προχωρήσω παρακάτω. Υπήρχαν δυσκολίες πρακτικές. Δηλαδή φαντάσου ότι η μετακίνηση για να πάμε από το χωριό μου στο κέντρο, ας πούμε, που ήταν το Μουζάκι, ή στην Άρτα, ή στο Μεσολόγγι ήθελε το αυτοκίνητο 9 ώρες, το λεωφορείο 12. Οπότε υπήρχανε τέτοιες δυσκολίες. Βλέπανε οι γονείς μας ότι δεν υπήρχε ζωή στο χωριό, δηλαδή δεν υπήρχε μέλλον στο χωριό να κάνουμε κάτι και θέλανε να μας στείλουν για μία καλύτερη ζωή. Οπότε έπρεπε να 'ρθούμε στο αστικό κέντρο, όπως έγινε γενικότερα από το '50 και μετά, πιστεύω. Η αστικοποίηση έγινε μαζικά. Ειδικά μετά το '65 πάρα πολύ. Πέρα απ' αυτούς που φύγανε στο εξωτερικό, γιατί έφυγε και κόσμος στο εξωτερικό. Οι γονείς μας θέλανε να μας έχουν κοντά, όποτε μας στέλνανε στα ορφανοτροφεία ή στα ιδρύματα κατά όλη την Ελλάδα. Αλλά εμείς έτυχε να 'ρθούμε στην Αθήνα, στο «Ίδρυμα Χατζηκώστα», όπου εκεί και δουλεύω και μέχρι σήμερα. Και εντάξει όλα μια χαρά.
Αυτή η μετάβαση πώς ήταν για σένα απ' το χωριό εδώ στην Αθήνα στο ίδρυμα;
Δύσκολη. Δύσκολη -θα έλεγα- δύσκολη, γιατί όταν είσαι ένα παιδί του χωριού που έχεις συγκεκριμένα δεδομένα, άλλες προσλαμβάνουσες, δεν είσαι εξοικειωμένος με τον αστικό κόσμο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δηλαδή από τον τρόπο που μιλάγαμε, από τον τρόπο που κινούμασταν, όλα κρινόταν. Και μέσα σε ένα ίδρυμα που με εφήβους και τα σχετικά ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήθελε πολύ μεγάλη προσπάθεια με τον εαυτό μας για να το καταφέρουμε όλο αυτό. Βέβαια μέσα στο ίδρυμα που εγώ μεγάλωσα ήμασταν από το χωριό μου και απ' τα γύρω χωριά 20 παιδιά. Οπότε υπήρχε μία -έτσι, ας πούμε- κατά κάποιο τρόπο αλληλεγγύη και συνεργασία και είχαμε την παρέα μας. Αλλά χωρίς κανένα πρόβλημα, όμως, γιατί στο ίδρυμα τα γνωρίζανε όλα αυτά. Οι άνθρωποι κάνανε πάρα πολύ καλή δουλειά και πολύ σοβαρή, οπότε μας βοηθούσαν να ενταχθούμε και με τα άλλα παιδιά αλλά και μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Και με τους παραδοσιακούς χορούς πώς ξεκίνησες;
Γενικότερα εγώ στο χωριό είχα αυτές τις εικόνες. Να φανταστείτε ότι εγώ είμαι γεννημένος το '74, το ρεύμα στο χωριό μου ήρθε το '84. Μέχρι 10 χρονών ήμουνα χωρίς ρεύμα και χωρίς δρόμο. Οπότε έζησα αυτά τα πανηγύρια τα οποία γινόταν έξω από τις εκκλησιές, γάμους, παραδοσιακά χωρίς ηχητικά, χωρίς τίποτα, που ο κόσμος γλένταγε με την ψυχή του. Γιατί βέβαια δεν είχε αυτό που έχουμε σήμερα το να ανοίξει το YouTube και να γλεντήσει ούτε να κάνει κάθε μέρα γλέντι, γιατί τα γλέντια ήταν πέντε φορές τον χρόνο. Οπότε είχα αυτές τις εικόνες. Όταν ήρθα στην Αθήνα, ήθελα να μάθω κάπου να χορεύω, αλλά να χορεύω καλά. Έτσι, έψαξα όπως ο κάθε... Αυτός που φεύγει απ' το χωριό που ψάχνει στην Αθήνα; Τους πατριώτες του. Πήγα στον σύλλογο του χωριού μου, του διπλανού χωριού, τέλος πάντων. Ξεκίνησα να κάνω παραδοσιακούς χορούς. Οι δάσκαλοί μου με είδαν ότι μου άρεσε πάρα πολύ όλο αυτό. Η δασκάλα μου με πρότεινε, πήγα σε έναν σύλλογο στη Νέα Ερυθραία σε Μικρασιάτες πρόσφυγες, που εκεί υπήρχε και μεγάλη συμπόνια. Γιατί αυτοί μεν πρόσφυγες, αλλά και εμείς εσωτερικοί μετανάστες ήμασταν, πρόσφυγες αισθανόμασταν στην Αθήνα, γιατί πάντα το μυαλό ήταν στο χωριό. Όπου έζησα πάρα πολύ ωραίες στιγμές με Μικρασιάτες που φύγανε το '22, 18 και 20 χρόνων στη Νέα Ερυθραία, εδώ, της Αττικής. Πολύ όμορφα. Μετά πήγα στη «Δόρα Στράτου», στο θέατρο, ένας ιερός χώρος, για μένα τουλάχιστον. Μαθητής αρχικά. Μέσα σε δύο χρόνια, με απορρόφησαν στη χορευτική ομάδα, τέλος πάντων. Και από κει και μετά ξεκίνησα να χορεύω. Πήγα στο Λύκειο των Ελληνίδων των Αθηνών, χόρεψα και εκεί αρκετά χρόνια. Μπήκα σε έναν χώ[00:05:00]ρο μέσα. Μέσα στη «Δόρα Στράτου» έκανα μία πολύ όμορφη παρέα, που αυτή η παρέα για μένα ήταν σταθμός στη ζωή μου. Είμαστε ακόμα με τους περισσότερους παρέα, που το λέμε κιόλας και το group therapy, όπου ήτανε παιδιά και άνθρωποι οι οποίοι με αγάπησαν. Κάναμε πάρα πολλά πράγματα μαζί. Κάναμε γλέντια, κάναμε εκδρομές, γιατί αυτό ήταν σημαντικό. Εμείς τα παιδιά του χωριού δεν μπορούσαμε να ανοιχτούμε στην κοινωνία. Είχαμε φοβίες. Και λογικό είναι να φοβάσαι την ίδια την κοινωνία. Ένα παιδί 15, 17 χρονών, 18 έρχεσαι στην Αθήνα, δεν έχεις κανέναν, πρέπει να εμπιστευτείς κάποιον για να βγεις και τη βόλτα ακόμα. Οπότε αυτή η παρέα μού δημιούργησε μία εμπιστοσύνη, όπου ανοίχτηκα. Κάναμε τις εκδρομές μας, τις βόλτες μας, τις παρέες μας. Και είμαστε ακόμα φίλοι και κάνουμε και παρέα ευτυχώς, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Πήγα, παράλληλα, στο Λύκειο Ελληνίδων που και εκεί είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο γύρω από τον χώρο αυτό. Πήγα, τελείωσα, έκανα βυζαντινή μουσική, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ η βυζαντινή μουσική που συνδυάζεται με την παραδοσιακή περισσότερο και με την εκκλησιαστική. Και ξαφνικά, κάπου το 2007, κάποια κυρία -ας πούμε- μου λέει: «Θέλω να μου διδάξεις σε έναν σύλλογο». Άπειρη. Ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα. Δύσκολο να διδάσκεις παραδοσιακούς χορούς. Είναι πολύ δύσκολη η διδασκαλία παραδοσιακών χορών. Είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη που κουβαλάμε πάνω μας. Και από κει και μετά, σιγά-σιγά ξεκίνησα με έναν σύλλογο, τους «Δόλοπες», που έχω σήμερα. Το 2003 υπήρχαν ενδιάμεσοι σταθμοί συλλόγων μέχρι να φτάσουμε εδώ. Από το 2003 ξεκίνησα έναν σύλλογο, τον δικό μου σύλλογο, που είναι μέχρι σήμερα, τους «Δόλοπες» στην Αθήνα. Μετά στο Ηράκλειο και τώρα στη Μεταμόρφωση αυτές τις μέρες μας. Θεωρώ ότι μετά από πολύ μεγάλο κόπο και διάβασμα και γνώση και χίλια δυο πράγματα έχω καταφέρει να έχω μία ιδία άποψη γύρω από τον χώρο, γύρω από το αντικείμενο, με απόλυτο σεβασμό. Σεβασμό γιατί η λαϊκή παράδοση γενικότερα -κατ' αρχάς, προσωπικά για μένα- δεν είναι μουσειακό είδος. Είναι ζώσα. Και, δυστυχώς, σε ένα κράτος που ζούμε, το οποίο δεν έχει ασχοληθεί με τον λαϊκό πολιτισμό όσο θα 'πρεπε, δεν είναι ικανό να την παρουσιάσει όπως πρέπει. Η παράδοση για μένα είναι ζώσα και εξελίσσεται αυτήν τη στιγμή όσο και αν γκρινιάζουμε όσο κι αν λέμε: «Όλα είναι χάλια σήμερα». Δεν είναι χάλια τα πράγματα. Εγώ θεωρώ κάθε εποχή έχει να δώσει τα δικά της πράγματα. Πάντα αναπολούμε το παλιό. Ίσως καλά κάνουμε, ίσως και όχι. Δεν το ξέρω. Αλλά εγώ σήμερα θεωρώ... Έζησα το '91, θα πω αυτό γιατί είναι πολύ σημαντικό. Το '91 ήταν η πρώτη μου παράσταση και έφυγα από την πλατεία Καραϊσκάκη με τη φουστανέλα -μικρός τότε, ήμουνα 18 χρονών, πόσο ήμουνα;- να πάω στο «Παλλάς» για χορέψω την πρώτη μου παράσταση. Και στον δρόμο οι Έλληνες μας φωνάζαν βλάχους. Καταφέραμε εμείς οι δάσκαλοι χορού -οι μεγαλύτεροι από μας πάνω από όλα και εγώ που είμαι τώρα 48 χρονών και τα νέα παιδιά ακόμα περισσότερο- να βάλουμε τον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση στα σαλόνια. Να τα βάλουμε μέσα σε όλους τους χώρους, στο Ηρώδειο, που δεν τολμούσαμε να μπούμε να χορέψουμε, στην Επίδαυρο, στο Μέγαρο Μουσικής. Να κάνουμε εξαιρετικές θεματικές παραστάσεις, να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Και η κοινωνία η ίδια να γνωρίζει τι πάει να πει λαϊκός πολιτισμός. Γιατί μείναμε στο ένα τσάμικο και άντε αυτός που χορεύει τσάμικο είναι βλάχος. Δεν είναι αυτό ο λαϊκός πολιτισμός. Εγώ γύρω από αυτό μπορώ να πω με αυτογνωσία ότι διαφέρω λίγο από πολλούς δασκάλους με την έννοια την εξής. Επειδή ακριβώς τη θεωρώ ζώσα τη λαϊκή παράδοση, έχω μαθητές -είχα πριν την καραντίνα 150 άτομα, τώρα είναι περίπου 100-120- έχω πει στους μαθητές μου ότι εδώ πρέπει εγώ να καταφέρω να νιώσετε, να τη ζήσετε την παράδοση και να την αγαπήσετε. Και γι' αυτό κάνω πάρα πολύ όμορφα γλέντια μέσα στην ίδια μου την αίθουσα. Φέρνω μουσικούς από όλη την Ελλάδα, από την επαρχία αυτοδίδακτους. Όχι μεγάλους δεξιοτέχνες. Να έχουν αυτό το πηγαίο μέσα τους, αυτό που ζουν, και να το μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Και σεμινάρια, επίσης. Φέρνουμε ανθρώπους από τα χωριά τους. Γιατί εμείς τι κάνουμε; Όλοι οι δάσκαλοι, που είμαστε πάρα πολλοί στον ελλαδικό χώρο -θεωρώ- τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον -θα λέγαμε- κάνουμε, εφόσον γνωρίζουμε παραδοσιακούς χορούς από όλη την Ελλάδα, κάνουμε ένα τύπου -ας πούμε- μεταπτυχιακό πάνω στην περιοχή μας και δουλεύουμε την περιοχή μας. Δηλαδή εγώ ξέρω πάρα πολύ καλά την Αργιθέα της Θεσσαλίας. Άλλες περιοχές τις ξέρω, αλλά όχι τόσο καλά. Εκεί ξέρω και την ιστορία και τους χορούς και πώς γεννήθηκαν και πάρα πολλές λεπτομέρειες που είναι ενδιαφέρουσες. Έχω αρχίσει τώρα και κάνω με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- μέσα στην καραντίνα, που ζήσαμε όλοι μία δύσκολη περίοδο και μία δύσκολη εποχή, εγώ βρήκα μία διέξοδο. Ξεκίνησα στην αρχή πάρα πολύ δειλά, αλλά αποδείχτηκε πάρα πολύ όμορφη. Ξεκίνησα να κάνω κάποια σεμινάρια μέσω πλατφόρμας zoom στο διαδίκτυο, να φωνάζω εισηγητές και να έρχεται κόσμος. Κάνανε πάρα πολλοί. Και πάλι με αυτογνωσία θα πω, γιατί δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λένε οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε πολλά ότι ήταν τα πιο πετυχημένα σεμινάρια, γιατί αυτά που ζητούσα από τους εισηγητές... Γιατί οι εισηγητές μπορεί να είναι ο ίδιος και στο ένα σεμινάριο και στο άλλο. Αλλά αυτό που ζητούσα, όμως, ήτανε κάτι πολύ συγκεκριμένο, αυτό που ήθελα εγώ. Οπότε έκανα 14 σεμινάρια πάρα πολύ σπουδαία με καθηγητές Πανεπιστημίου, όχι εμείς που είμαστε αυτοδίδακτοι. Καθηγητές Πανεπιστημίου, ΤΕΦΑΑτζήδες, εμπειρικοί. Και απεδείχθη μέσα από αυτό ότι ο λαϊκός πολιτισμός είναι κάτι ατέλειωτο. Αισθανθήκαμε όλοι ότι έχουμε πάρα πολύ λίγη γνώση, γιατί έκανα το εξής όμο[00:10:00]ρφο. Αφού τελειώσαμε τα 14 σεμινάρια, μετά, το 15ο τι ήτανε; Κάλεσα όλους τους εισηγητές σε ένα πάνελ μία μέρα να κουβεντιάσουμε πώς βλέπουμε το μέλλον του λαϊκού πολιτισμού. Όπου εκεί ήταν η ενδιαφέρουσα συζήτηση -ας πούμε-, γιατί όλοι μας δάσκαλοι. Εγώ που είμαι εμπειρικός, το αντικείμενό μου, ασχολούμαι με τα μηχανουργικά, ο Ναξιώτης που ήτανε πλακάς, ο Γιάννης ο Δήμας, που είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στο ΤΕΦΑΑ των Τρικάλων, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, ο οποίος είναι Πρύτανης, απλά αγαπάει πάρα πολύ τον πολιτισμό. Θέλω να πω ότι υπήρχανε όλες οι κοινωνικές τάξεις. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός αυτό κατάφερνε πάντα, να ενώσει όλες τις κοινωνικές τάξεις και να είμαστε όλοι ίδιοι. Γιατί η ζωή, το γλέντι και η παράδοση δεν χωράει κοινωνικές τάξεις και δεν χωρούσε ποτέ. Αυτά. Τώρα εγώ για αυτό το θέμα μπορώ να μιλάω χιλιάδες ώρες, ατέλειωτες.
Αυτό ήθελα και να σε ρωτήσω κιόλας, τι είναι αυτό που μας διδάσκουν οι παραδοσιακοί χοροί;
Οι παραδοσιακοί χοροί… Κοιτάξτε κάτι, κατ' αρχάς, όταν μιλάμε για παραδοσιακούς χορούς πρέπει να μπούμε στη διαδικασία να καταλάβουμε ότι δεν είναι ένα πράγμα. Υπάρχουν παραδοσιακοί χοροί του γλεντιού, υπάρχουνε οι ποιμενικοί σκοποί, υπάρχουν τελετουργικοί σκοποί. Όπου τι γινότανε; Η θρησκεία με την παράδοση... Μάλλον, να πω κάτι άλλο. Γινόταν ένα πανηγύρι στο χωριό. Το πανηγύρι τι ήταν; Ήτανε μία κοινωνική μάζωξη, σύναξη -όπως θέλουμε να την πούμε- όπου κανείς δεν μπορούσε να λείπει. Γιατί όποιος έλειπε, κάποιος λόγος έπρεπε να υπάρχει. Ήταν το σημαντικό γεγονός. Εκεί μέσα τι γινότανε; Τι ήταν το πανηγύρι; Έπρεπε να βρεθούν οι άνθρωποι, να ανταλλάξουν απόψεις. Δεν υπήρχε εφημερίδα, δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε τίποτα. Να κάνουν «εμποροπανήγυρεις», δηλαδή να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους, να δημιουργήσουν κοινωνικές σχέσεις, να κάνουν τις κουμπαριές τους, να κάνουν τους γάμους τους. Στο πανηγύρι γινόταν όλα τα προξενιά. Αυτό ήταν ο πυρήνας. Το αποκορύφωμα τι ήταν; Να πάμε να γλεντήσουμε. Τώρα τι είναι το γλέντι; Για μένα ο παραδοσιακός χορός... Θα σου πω κάτι άλλο, πολύ σημαντικό για να καταλάβεις την αξία του για μένα. Πηγαίνω τα τελευταία 15 χρόνια σε ένα φεστιβάλ στο Πόρτο Χέλι, όπου το φεστιβάλ αυτό το έχει χτίσει ο συγχωρεμένος πλέον τώρα, ο Γιώργος ο Μάνεσης, ένας εξαιρετικός πιανίστας με υποτροφίες του '40 και του '50, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτό το φεστιβάλ. Όταν πήγα την πρώτη χρονιά να κάνω το φεστιβάλ αυτό, είδε να συμμετέχω, είδε όλη αυτή τη μαγεία της παραδοσιακής μουσικής και με ρώτησε: «Θέλω να μου κάνεις μία συνδιάλεξη γύρω από αυτά που βιώνεις εσύ και ζεις. Τι ακούς;». Γιατί δεν ακούμε τα ίδια πράγματα. Προσπαθούσε, όμως, άθελά του να μου παρουσιάσει ότι ωραία, η κλασική μουσική -Μότσαρτ, Μπαχ και τα σχετικά- είναι πολύ ψηλά και η παραδοσιακή μουσική είναι και αυτή πολύ σημαντική, αλλά είναι πιο κάτω. Και του λέω: «Διαφωνώ. Είναι το αντίθετο», σεβόμενος τον Μότσαρτ, τον Μπαχ. Γιατί; Γιατί η παραδοσιακή μουσική, για να βγει ένα κομμάτι παραδοσιακής μουσικής, έχει φιλτραριστεί μέσα από γενιές, από συναισθήματα, από κλάμα, από χαρά. Το 'χουνε πάρει 15 βιολιτζήδες, 100 κλαριντζήδες, το έχουνε φιλτράρει και έχει φτάσει εδώ και ακόμα μεγαλώνει αυτό. Οπότε τι θέλω να πω; Η παραδοσιακή μουσική έπρεπε κάποιος όταν έμπαινε στον χορό... Τι είναι η παραδοσιακή μουσική για μένα; Εγώ δεν τα πάω καλά με την εκκλησία. Δεν θέλω να πάω στον παπά να εξομολογηθώ. Όταν όμως θα μπω στον χορό και θα χορέψω ένα κομμάτι, το «ραστ» από το Αγρίνιο, που μου αρέσει και κλείσω τα μάτια, εκεί είναι οι σκέψεις. Είναι -θα το έλεγα- εξομολόγηση. Είναι η προσωπική κάθαρση, όπως μου είχε πει ένας πολύ ωραίος παπάς που ήξερε από λαϊκή παράδοση. Η προσωπική μου κάθαρση. Εκείνη την ώρα σκέφτομαι τον πατέρα μου, τους ανθρώπους μου, τους φίλους. Είσαι εσύ, τέλος. Οπότε η μουσική γενικότερα είναι αυτό. Για να μην κολλήσουμε στην παραδοσιακή μουσική. Αλλά η παραδοσιακή μουσική, όμως, επειδή έχει όλο αυτό το μεγαλείο και -ξέρετε- η παραδοσιακή μουσική στην Ελλάδα είναι παρεξηγημένη με την έννοια του ότι από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη δεν υπάρχει τίποτε ίδιο. Ακόμα, μέσα στη Θράκη αν πάμε και σου χωρίσω τη Θράκη, θα τη χωρίσουμε σε δύο, σε τρεις, σε τέσσερις, σε πέντε ενότητες. Τη Μακεδονία σε 25 ενότητες, την Κρήτη σε πέντε ενότητες. Την Πελοπόννησο... Όποτε είναι ένα μεγαλείο που δυστυχώς η κοινωνία δεν το γνωρίζει. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, τα μουσικά Λύκεια και η ΕΡΤ με μία πολύ εξαιρετική εκπομπή, όπως και άλλες, αλλά «Το Αλάτι της Γης», που γίνεται μία πολύ ωραία εκπομπή, δίνει στον κόσμο να καταλάβει πάρα πολύ σημαντικά πράγματα.
Ανέφερες πριν ότι η διδασκαλία παραδοσιακών χορών είναι δύσκολη. Τι είναι το δύσκολο ως προς τη διδασκαλία;
Τι είναι το δύσκολο; Εγώ -ας πούμε- λέω στους μαθητές μου ότι: «Εντάξει, μέσα στην τάξη άντε θα με λέτε δάσκαλο», αλλά ο παραδοσιακός χορός δεν διδάσκεται. Για μένα, μεταδίδεται. Τώρα δεν ξέρω αν καταλαβαίνουμε τη διαφορά, το «διδάσκω». Έχουμε μάθει σαν άνθρωποι -και τι να κάνουμε;- στο σχολείο μας και παντού ότι όταν διδάσκω, διδάσκω. Τέλος. Είναι απέναντί μου ο δάσκαλός μου. Όταν μεταδίδω, τι σημαίνει; Ότι εγώ δεν χρειάζεται να μπω στη διαδικασία να μετρήσω, να κάνω τίποτα. Το «μεταδίδω» σημαίνει εγώ το χορεύω. Γιατί ο χορός τι είναι η δυσκολία του; Τι πρέπει να μεταφέρω σε έναν χορευτή; Πρέπει να του μεταφέρω τον ρυθμό 1-2-3-5 και τα σχετικά, όπως το μετράμε εμείς. Να του δώσω να καταλάβει τις μουσικές και τις μελωδίες και η μουσική να τον οδηγήσει να χορέψει. Γιατί το ίδιο κομμάτι όταν το ακούμε με κλαρίνο, με[00:15:00] γκάιντα, με καβάλ χορεύουμε διαφορετικά. Και το τελευταίο που είναι για όλους τους δασκάλους και τους μαθητές το ζητούμενο είναι το ύφος, το χρώμα που λέμε. Αυτή είναι η μαγεία. Να πάω να χορέψω σαν Θρακιώτης, να πάω να χορέψω σαν Ναξιώτης, να πάω να χορέψω σαν Κρητικός. Οπότε αυτό τι γίνεται; Κανείς μας δεν μπορεί να τα έχει όλα. Γιατί η παράδοση σε όλα τα χωριά και σε όλες τις περιοχές τι κάνανε; Παίζανε έναν μουσικό δρόμο, μιας και έχω ασχοληθεί και αρκετά με τη μουσική, έναν μουσικό δρόμο 5, 10 νότες, 10 μελωδίες και εκεί γύρω γυρνάγανε όλα της τα κομμάτια. Τώρα εμείς τι προσπαθούμε να κάνουμε; Προσπαθούμε να μάθουμε χορούς από όλη την Ελλάδα με ρυθμούς που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο. Δηλαδή παντού υπάρχουν δύσημοι, τρίσημοι, τετράσημοι και εδώ έχουμε ρυθμούς εννιάσημους, καρσιλαμάδες, εντεκάσημους, δεκαεπτάσημους, στη Μακεδονία εντεκάσημους, δεκατριάσημους που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Οπότε, όπως μου είχε πει ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, ο Νίκος ο Φιλιππίδης, ο οποίος είναι 75 χρονών και για μένα είναι το καλύτερο κλαρίνο στην Ελλάδα, μου λέει: «Θέλω άλλες 3 ζωές για να μάθω κλαρίνο». Το λέει ο καλύτερος κλαριντζής στην Ελλάδα. Αυτό ισχύει και για τον χορό. Και εγώ θέλω άλλες 3 ζωές για να μάθω να χορεύω σωστά. Οπότε πόσο δύσκολο είναι για μας τους δασκάλους να καταφέρουμε -γιατί θα μου 'ρθει ένας χορευτής ο οποίος είναι 50 χρονών, που δεν έχει ξαναχορέψει, ένας χορευτής που είναι 60, ένας που είναι 40, ένας που είναι 20- να καταφέρω όσο πιο σύντομα μπορώ να του μεταφέρω όλα αυτά με την ενέργεια, με την αγάπη μου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο θεωρώ. Όμως, επειδή ο λαϊκός πολιτισμός δεν σταματάει, δημιουργείται μες στον ιστό της πόλης αυτήν τη στιγμή νέος λαϊκός πολιτισμός -θεωρώ εγώ-, όπου τα παιδιά μας θα μνημονεύουν όλο αυτό και τα εγγόνια μας. Και γι’ αυτό χαίρομαι και γι' αυτό προσφέρω και το κάνω αυτό αφιλοκερδώς.
Οι ίδιοι οι χοροί αφηγούνται ιστορίες;
Πάρα πολλές, πάρα πολλές. Άμα τα βάλουμε κάτω με λεπτομέρεια επί της ουσίας ο κάθε χορός θα είναι μία ιστορία και θα σου πω γιατί. Γιατί αν πάμε στη Μακεδονία, που είναι μία πολύ ιδιαίτερη περιοχή, τι γινόταν; Υπήρχαν χωριά που ο χορευτής -ο Γιώργος, ο Κωνσταντίνος, ο Νίκος- έχτιζε τον χορό του. Δηλαδή ο χορός του Γιώργη, ο χορός της Μαρίας λέμε στη Μακεδονία, η Στάγκενα, της Δημητρούλας. Τι ήτανε; Τι γινότανε; Υπήρχανε οικογένειες όπου έπρεπε ο χορός να τον μεταφέρει η γιαγιά στην κόρη και στην εγγονή, έπρεπε να είναι πολύπλοκος, δύσκολος, θα τον έπαιζε με συγκεκριμένους μουσικούς και ήταν ο χορός της. Απαγορευόταν να μπει άλλος στον κύκλο να τον χορέψει αυτόν τον χορό. Οπότε όλο αυτό έχει μία δυσκολία και μία μαγεία.
Γίνεται πολύς λόγος για το αν θα μπορέσουν να σωθούν στη διάρκεια των χρόνων και οι παραδοσιακοί χοροί και γενικότερα οι παραδόσεις μας. Εσύ βλέπεις ενδιαφέρον από τις νέες γενιές να συνεχιστεί όλη αυτή η παράδοση;
Πάρα πολύ μεγάλο. Αυτό που είπα στην αρχή ότι το '91 με βρίζανε με τη φουστανέλα και τώρα βλέπω μέσα σε γλέντια. Κατ' αρχάς, τα μουσικά σχολεία -ας πούμε- είναι ό,τι πιο σπουδαίο έχει γίνει σε αυτόν τον τόπο. Ένα πράγμα έχει κάνει για τον λαϊκό πολιτισμό. Νέα παιδιά. Εγώ βλέπω νέα παιδιά, που υπάρχουν δάσκαλοι που διαφωνούν, εγώ μου αρέσει τα νέα παιδιά που πάνε και πειράζουν τα παραδοσιακά κομμάτια. Τα πειράζουν, τα κάνουν ροκ, τα κάνουν τραπ. Μου αρέσει αυτό. Δεν αλλοιώνεται το άλλο, το παραδοσιακό. Ναι, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει στη μουσική εκεί που... Θα σου πω ένα παράδειγμα μόνο. Εγώ ήμουνα δάσκαλος στη Σέριφο, στον Σύνδεσμο Σεριφιωτών από το '98 -αν θυμάμαι καλά, τώρα με τις χρονιές δεν τα πάω καλά- μέχρι το 2005. Ο τελευταίος τσαμπουνιέρης ήτανε στη Νάξο, ο Τσαντάνης, ο οποίος ήταν 70 χρόνων. Από τότες έλεγα: «Ρε παιδιά δεν γίνεται να μην βγει μία τσαμπούνα». Λοιπόν, 2000 να βάλουμε χοντρικά, '22 φέτος. Κάνουνε τσαμπουνοσύναξη και μαζεύονται 250 τσαμπούνες από παιδιά από 14 μέχρι 25, εδώ στην Αθήνα. Αυτό και μόνο δείχνει... Να πάμε στα κλαρίνα; Που ψάχναμε κλαρίνο και τώρα σε όποια γειτονιά να πας, η Μακεδονία και η Ήπειρος και η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος είναι αμέτρητα. Να πάμε στα βιολιά; Να πάμε στα κανονάκια; Σαντούρια; Σε όλα τα παραδοσιακά όργανα έχουμε πάρα πολύ νέα παιδιά, πάρα πολλά νέα παιδιά. Στον χορό; Αμέτρητα, αμέτρητα.
Και απ' ό,τι καταλαβαίνω έχει αλλάξει ριζικά αυτό από πριν 30 χρόνια, όπως ανέφερες. Δηλαδή υπήρχε μία απαξίωση της παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού.
Υπήρχε και θα σου πω και τον λόγο. Επειδή έχω ζήσει και το χωριό και εδώ και έχει και λογική για μένα εξήγηση και το παρουσιάζω και στα σεμινάριά μου. Όταν φεύγεις από το χωριό σου πονεμένος, στενοχωρημένος, πεινασμένος και έρχεσαι στην πόλη, εδώ ζήσαμε -η Ελλάδα έζησε- μετά από έναν πόλεμο, ήρθε ένας εμφύλιος και μετά από έναν εμφύλιο, ήρθε η Χούντα. Όλα αυτά, ο συνδυασμός των πραγμάτων μέσα σε μια χώρα πονεμένη. Οι άνθρωποι ήρθαν στον ιστό της πόλης με ένα πράγμα το οποίο ήρθε ξενόφερτο, που ήταν το καινούργιο. Τι θέλανε οι άνθρωποι; Να αφήσουν πίσω τους τις κακές στιγμές. Η μουσική συνδυάζεται με στιγμές είτε θέλουμε είτε δεν θέλουμε. Οπότε αυτός που έφυγε από το χωριό του και ερχόταν εδώ δεν ήθελε να ξανακούει για το χωριό του. Δεν ήθελε να ακούει τη μουσική του, γιατί του θύμιζε κάτι κακό. Είναι πολύ λογικό όλο αυτό που έγινε. Εγώ δεν θεωρώ ότι είναι παράλογο. Οπότε ήρθαν στην Αθήνα, δεν θέλαμε να ακούμε για το χωριό. Αρχίσαμε να ακούμε ξένη μουσική, όπου κάνεις δεν καταλάβαινε τι άκουγε. Δεν μιλάμε... Και για να μην παρεξηγηθώ, γιατί υπόψιν ότι η ξένη μουσική, ειδικά η ροκ μουσική -η παλιά ροκ τουλάχιστον-, παρόλο που δεν γνωρίζω καθόλου από ξένη μουσική, αλλά ακου[00:20:00]στικά μπορώ να καταλάβω, η ροκ, η τζαζ μουσική είναι ταυτισμένη με την παραδοσιακή μουσική. Όπως και η ινδική μουσική παίζει πεντατονική που παίζει η Ήπειρος. Ταυτίζεται όλο αυτό το πράγμα και δεν το έχω κάνει εγώ, το έχουν κάνει οι επιστήμονες. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι θέλαν να βγάλουν το κακό από πάνω τους. Οπότε αρχίσανε να το κατηγορούν και να λένε: «Δεν το θέλουμε αυτό». Και αντιθέτως, ήρθαν στην Αθήνα και δημιουργήθηκε εδώ ένας άλλος πολιτισμός εκείνη την εποχή, όπου... Να σου πω ένα παράδειγμα. Εμείς, ας πούμε, είναι τώρα, υπάρχει, ποιος είναι ο εθνικός χορός; Τσάμικος. Ο τσάμικος που χορεύουμε σαν εθνικός χορός -σου λέω ένα παράδειγμα- δεν χορεύεται πουθενά, το δεκάρι αυτό που ξέρουμε. Πουθενά στην Ελλάδα. Τι έγινε εδώ; Και δεν έγινε μόνο στο τσάμικο, σε πάρα πολλούς χορούς. Το ίδιο κάνανε οι Πόντιοι, το ίδιο κάνανε οι Κρήτες. Έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ο Αργιθεάτης που χορεύει ένα τσάμικο με 12 βήματα, ο Ηπειρώτης με 16 και ο Πελοποννήσιος με 14 έπρεπε να χορέψουν μαζί στο γλέντι. Οπότε δημιουργήθηκε μέσα απ' την ίδια την κοινωνία αυτός ο τσάμικος και εκεί λίγο τα ΤΕΦΑΑ εκείνη την εποχή, όπου κάνανε πάρα πολύ κακή δουλειά εκείνη την εποχή. Οπότε γεννηθήκαν όλοι αυτοί οι χοροί για να μπορέσουν οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν. Αυτό κράτησε -πιστεύω- μέχρι το '95, που άρχισε να αλλάζει λίγο το πράγμα. Θέλαμε να το διώξουμε από πάνω μας. Μετά '95, '97. Μετά το 2000, άρχισε με πολλή, έτσι, ταχύτητα να αλλάζουν τα πάντα. Μία έρευνα του '97 -εάν θυμάμαι καλά- που την είχα διαβάσει, έδειχνε ότι ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό το 3% του πληθυσμού. Σήμερα ασχολείται το 28. Πριν την καραντίνα βασικά που διάβασα. Αυτό δείχνει πάρα πολλά πράγματα.
Πώς είναι να διδάσκεις παραδοσιακούς χορούς στην πρωτεύουσα δεδομένου ότι είσαι μακριά από τον τόπο καταγωγής τους; Υπάρχει κάποια ιδιαιτερότητα εκεί πέρα;
Ιδιαιτερότητα... Ξέρεις τι γίνεται; Είναι πώς τρώμε το ίδιο φαγητό εδώ και πάμε και τρώμε και στο χωριό και λέμε: «Εδώ είναι πιο νόστιμο; Αφού το ίδιο φαγητό είναι». Είναι πιο νόστιμο όντως. Όταν αυτές οι μουσικές και αυτές οι μελωδίες και αυτοί οι χοροί είναι ταυτισμένοι με έναν τόπο, είναι ταυτισμένοι με έναν τόπο. Εγώ πηγαίνω στη Νάουσα συχνά. Πηγαίνω στην επαρχία και χορεύουμε. Είναι ταυτισμένοι. Ωραία, είναι τελείως διαφορετικό το να το χορεύεις στον τόπο του τελείως εδώ. Αλλά εδώ είμαστε. Εδώ είναι η ζωή μας αυτήν τη στιγμή είτε καλώς είτε κακώς. Προσπαθούμε να το ταυτίσουμε και να το μεταφέρουμε όσο μπορούμε εδώ. Και πιστεύω ότι το καταφέρνουμε πάρα πάρα πολύ καλά. Και υπόψιν σε μία περίοδο που ψυχολόγοι και επιστήμονες σοβαροί μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε: «Σε παρακαλώ, να στείλω έναν άνθρωπο που έχει κάποια θεματάκια ψυχολογικά»; Βοηθάει. Έχουμε περάσει σε αυτό το επίπεδο, δηλαδή έχουμε τέτοιες περιπτώσεις και δεν το λέω κακοπροαίρετα. Χαρά μας είναι σε βαθμό που -γιατί εγώ δεν έχω επιστημονικές γνώσεις γύρω από το αντικείμενο- στον βαθμό που μπορούμε να εντάξουμε κόσμο και να ενταχθεί μέσα στην ομάδα. Γιατί τι κάνουμε εμείς στην ουσία; Δημιουργούμε μία κοινωνική ομάδα. Αυτό έχει ανάγκη ο άνθρωπος θεωρώ εγώ από τη φύση του. Τι έχει; Την παρέα. Μία κοινωνική ομάδα να συμμετέχει. Αυτό ήταν το χωριό. Το χωριό ήταν κοινωνικές ομάδες, οι οποίες δημιουργούσανε αλληλεγγύη, προσφορά ο ένας για τον άλλον. Εγώ αυτό έχω κάνει -και όχι μόνο εγώ- όλοι οι δάσκαλοι. Δημιουργούμε κοινωνικές ομάδες, όπου με αφορμή τον χορό -θα έλεγα- γιατί εγώ ξέρεις τι λέω στους χορευτές μου; Λέω ότι ο χορός δεν είναι το ζητούμενο εδώ που είμαστε. Είναι η αφορμή. Το ζητούμενο είναι να ανταλλάξουμε απόψεις, να βρεθούμε κοινωνικά, να συζητήσουμε πολιτικά -όχι κομματικά-, κοινωνικά θέματα μέσα στο γλέντι μας, στο κρασί μας, σε μια εκδήλωση που θα κάνουμε, μια εκδρομή που θα κάνουμε, μία μεγάλη παράσταση που θα κάνουμε. Εγώ δεν κάνω παραστάσεις αυτές που βγαίνουμε και χορεύουμε με πέντε φορεσιές. Κάνω θεματικές παραστάσεις. Τι σημαίνει θεματική παράσταση; Θεματική παράσταση σημαίνει ότι πάω και βρίσκω θέματα μέσα από την παράδοση που προφανώς θα κινούνται γύρω από τον χορό. Έχω κάνει πολλές, αλλά θα σου πω για μία η οποία είναι σημείο αναφοράς και εντάξει, υπήρχε σχόλια θετικά από πάρα πολύ κόσμο. Είχα κάνει μία παράσταση στο Κολλέγιο Αθηνών, το «Διάβα στην Πίνδο», όπου τι έκανα; Η σκέψη ποια ήτανε; Πήγα και πήρα πέντε περιοχές της Πίνδου για να δούμε τι κοινά έχουν αυτές οι περιοχές. Βρήκα θέματα μέσα στην παράδοση και είπα: «Εδώ τι κάνανε; Πώς καταλήγαν σε ένα γλέντι; Το κοινό τους ποιο ήταν;». Το γλέντι. Τι κάνανε στην Αργιθέα για να ξεκινήσουν το γλέντι, στα χωριά μου που είναι η Αργιθέα; Κάνανε τα νυχτέρια. Τι ήταν τα νυχτέρια; Κάναν αυτό, αυτό και αυτό. Πάμε στους Σαρακατσάνους. Οι Σαρακατσάνοι τι κάνανε; Κάνανε την εσωτερική μετανάστευση. Φεύγανε απ' το βουνό και πηγαίνανε για να ξεχειμωνιάσουν και το καλοκαίρι στο βουνό. Τι κάναν στις δύο περιπτώσεις αυτές; Ωραία. Πάμε στην Κόνιτσα. Η Κόνιτσα τι είναι φημισμένη; Για τους πετράδες της -ας πούμε- για παράδειγμα. Οι πετράδες τι κάνανε όταν χτίζανε ένα σπίτι; Γλέντι. Γιατί κάναν το γλέντι; Πάμε στο Μέτσοβο. Η νύφη. Ο γάμος, ο μετσοβίτικος γάμος, πολύ γνωστός. Ποια είναι τα συναισθήματα σε έναν γάμο, όταν η νύφη φεύγει από το σπίτι; Όχι, δεν έκανα γάμο. Ποια είναι τα συναισθήματα όταν φεύγει, αποχωρίζεται; Ήταν μεγάλο θέμα αυτό στην κοινωνία. Ήταν χορός με κλάμα μαζί. Γλεντάγανε, χορεύανε και κλαίγανε, γιατί τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Είναι χαρμολύπη. Η παράδοση έχει πολλές τέτοιες διαστάσεις της χαρμολύπης. Πήγα στο Μέτσοβο, ας πούμε, επίσης χαρμολύπη. Φεύγανε οι άντρες και πηγαίνανε στην Μικρασία, πηγαίναν στη Γερμανία. Πηγαίνανε για δουλειά και ξαναερχόντουσαν. Αφήναν τις γυναίκες πίσω με τα παιδιά. Χαρά, γιατί θα φέρουν λεφτά, αλλά και λύπη, λείπουν από το σπίτι. Οπότε πήγα και έμπλεξα τέτοια πολύ ωραία συναισθήματα και έκανα μία εξαιρετική παράσταση, θα 'λεγα. Έχω κάνει πάρα πολλές. Δεν μιλάω για τις άλλες. Όχι γιατί δεν ήταν καλές, αλλά αυτή ήταν μία εξαιρετική ως προς το δίδαγμα, όχι ως προς τους χορούς.
Σε αυτό το σημείο έχουμε ολοκληρώσει. Δεν ξέρω αν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις σε αυτά που έχεις αναφέρει.
Εγώ θέλω να πω ότι οι άνθρωπο[00:25:00]ι πρέπει να παίρνουν δύναμη μέσα από την ίδια τη ζωή. Θα σου πω κάτι που ήθελα να σ' το πω στην αρχή, αλλά θα σ' το πω τώρα. Πώς έφτασα στο σημείο να κάνω όλο αυτό, γιατί ένα παιδί που μεγάλωσε στο χωριό. Εγώ μεγάλωσα, πέθανε ο πατέρας μου, ήμουν 9 χρονών. Κάποια στιγμή με φωνάζει η μάνα μου -ήταν έτσι για μένα μεγάλο δίδαγμα- και μου λέει: «Παιδί μου, από σήμερα είσαι ο άντρας του σπιτιού». 9 χρονών. Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στο χωριό 18 παντρευόντουσαν. Γιατί όταν γύριζες από φαντάρος, έπρεπε ήδη να έχεις δώσει λόγο. Σου ρίχνει η μητέρα σου -όχι άθελά της, γιατί και εκείνη κάπου πρέπει να στηριχτεί- μία τρομερά μεγάλη ευθύνη. Και θυμάμαι ακριβώς τις λεπτομέρειες που μου λέει ότι την άλλη μέρα πρέπει να πάμε να φτιάξουμε το σπίτι από το γουρούνι. Τι σημαίνει αυτό; Να πάμε να φτιάξουμε το σπίτι, ένα ξύλινο σπίτι, να βάλουμε το γουρούνι για να φάμε τα Χριστούγεννα. Ε, μου το 'πε έτσι, θεωρώντας... Και την άλλη μέρα είχε καλέσει και τον μάστορα του χωριού να το φτιάξει. Έχω πάει το πρωί, το 'χω φτιάξει πέντε η ώρα, γυρνάνε. Έχει έρθει ο μάστορας οχτώ η ώρα, με ψάχνει η μάνα μου: «Που είναι το παιδί; Που είναι το παιδί;». Με βλέπει ότι έρχομαι. Λέει η μάνα μου: «Το παιδάκι -λέει- πήγε να κάνει κάτι». Πάει ο μάστορας, λέει: «Είναι πολύ καλό. Το 'φτιαξε τέλειο. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα». Και μου λέει η μητέρα μου: «Εντάξει, δεν θα πεθάνουμε». Τέλος. Αυτό μαζί με τη δύναμη που μεγάλωσα σε ένα ίδρυμα, που είναι πάρα πολύ σημαντικό, έπρεπε να βρω τη δύναμη να αυτοδημιουργήσω, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Και εκεί έχω πάρα πολλά παραδείγματα. Ήμουνα πάρα πολύ τυχερός πάλι -γιατί εγώ, η δουλειά μου, είμαι ηλεκτρολόγος- όπου πήγα σε μία εταιρεία τεχνική του Βωβού, όπου συνάντησα τον Θέμη τον Μήτση. Τον αναφέρω γιατί είναι ένας προϊστάμενος, ο οποίος ήταν ό,τι καλύτερο μπορείς να συναντήσεις στη ζωή σου. Είναι σημαντικοί οι άνθρωποι. Είναι τύχη; Προκαλείς την τύχη; Αυτός ο άνθρωπος όταν κατάλαβε τι είμαι, μου στάθηκε και ήταν δίπλα μου. Μου έδωσε πολύ μεγάλη δύναμη και πολύ μεγάλη ώθηση για να μάθω τη δουλειά μου. Και, επίσης, το ίδιο το ίδρυμα, όπου έκανε πάρα πολύ σπουδαία δουλειά, γιατί εκεί τι γίνεται; Ότι το κάθε παιδί έχει έναν ψυχολόγο όπου στην ουσία είναι πατέρας μου. Εγώ είχα έναν πατέρα τον Λάμπρο τον [Δ.Α.], ο οποίος τον λέω: «Πατέρα», γιατί έχουμε ακόμα επαφές. Πηγαίνω σπίτι του. Είναι πατέρας μου, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ακόμα τώρα όταν με παίρνει τηλέφωνο, μου λέει: «Γιώργο μου» και «Παιδί μου». Αυτοί οι άνθρωποι για να μην μπω σε λεπτομέρειες και γεγονότα, δεν έχει νόημα... Προφανώς τα ιδρύματα -για να μην είμαστε...- δεν αντικαθιστούν την οικογένεια σε καμία περίπτωση, έτσι; Όχι ότι δεν μου 'λειπε η μάνα μου και ο πατέρας μου, αλλά ήξερα, όμως, ότι στο χωριό δεν είχα να φάω. Η μάνα μου δεν είχε να μου δώσει κάτι. Εγώ ήρθα εδώ, δούλευα, πήγαινα Λύκειο νυχτερινό και δούλευα το πρωί και έστελνα στη μάνα μου χρήματα. Οπότε το ίδρυμα μου έδωσε πάρα πολύ μεγάλη δύναμη με τους ανθρώπους που με βοηθήσανε προφανώς. Αν ήταν κακοί άνθρωποι, δεν θα το συναντούσα αυτό. Οπότε όλοι οι άνθρωποι θεωρώ ότι πρέπει να προσπαθούν μέσα από αυτό. Κάτι δύσκολο πρέπει να μας δίνει ώθηση και δύναμη για να προχωράμε στη ζωή μας. Αυτά.
Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου και για την ιστορία σου, Γιώργο.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ. Ιστορίες μπορούμε να πούμε ατέλειωτες, αλλά έτσι σύντομα αυτά, και πολύ χαίρομαι γιατί μου αρέσει να τα λέω αυτά και ειδικά όταν τα ακούν νέα παιδιά και τα καταγράφουν. Δεν είμαι σε ηλικία να γίνω γραφικός, να γράφω ιστορίες, αλλά ο πεθερός μου είναι 85, έζησε στην Πελοπόννησο. Εγώ είμαι 48 και λέμε τις ίδιες ιστορίες. Είναι η συγκυρία και το χωριό. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Καλή σταδιοδρομία να έχεις!
Ευχαριστώ πολύ!