© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Οι Αρβανίτες στο Μενίδι, η γριζοφόρα, τα έθιμα και οι συνήθειες μιας άλλης εποχής

Istorima Code
11637
Story URL
Speaker
Ευρυδίκη Τούντα-Παπαϊωάννου (Ε.Τ.)
Interview Date
10/09/2020
Researcher
Μαρία Χαρμάνη (Μ.Χ.)
Μ.Χ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Ε.Τ.:

Καλησπέρα.

Μ.Χ.:

Πώς ονομάζεστε;

Ε.Τ.:

Ευρυδίκη Τούντα. Είμαι από το Μενίδι. Βέρα Μενιδιάτισσα. Είμαι από αγροτική οικογένεια, και ο πατέρας μου είχε πολλά χωράφια. Ήταν Αρβανίτες οι γονείς μου, αλλά μόνο εκείνοι μιλάγαν μεταξύ τους αρβανίτικα. Εμείς, τα παιδιά, μόνο δύο αδέρφια μου ξέραν τα αρβανίτικα. Εγώ πάρα πολύ λίγα. Και ο πατέρας μου έσπερνε κριθάρι, στάρι, βρώμη, βρίζα και στο περιβόλι έβαζε πολλά ζαρζαβατικά. Ήτανε, δούλευα και εγώ στο περιβόλι, αλλά είχα πάει και σε μια σχολή οικοκυρική. Εκεί μαθαίναμε ράψιμο, κέντημα, πλέξιμο. Μου άρεσαν πολύ αυτά. Και μετά, αφού τελείωσα από εκεί, στο σπίτι μου πήγαινα και στο περιβόλι.

Μ.Χ.:

Η σχολή τι μαθήματα είχε;

Ε.Τ.:

Είχε μαθηματικά, δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, είχε οικοκυρικά, θρησκευτικά. Δεν είχε πάρα πολλά αυτά, διαβάσματα, γιατί είχαμε το πλέξιμο, ράψιμο και κέντημα.

Μ.Χ.:

Ποια η εμπειρία σας από τη σχολή αυτή;

Ε.Τ.:

Ήτανε όλα καλά, βαδίζανε, και από εκεί, φεύγοντας, συνέχισα να κεντάω, να πλέκω, να ράβω. Εντωμεταξύ, είχα μάθει και από την αδερφή μου το ράψιμο, αλλά και εκεί πέρα προχώρησα περισσότερο.

Μ.Χ.:

Θέλετε να μας μιλήσετε για την αρβανίτικη καταγωγή σας;

Ε.Τ.:

Οι Αρβανίτες είναι άνθρωποι ντόμπροι. Είναι, αυτό που λένε το κάνουνε. Δεν αλλάζουν τον λόγο τους και εδώ πέρα είχαμε, και γλέντια κάναμε.

Μ.Χ.:

Κάποια έθιμα;

Ε.Τ.:

Ήτανε… Τότε, με το γάμο πηγαίνανε στην εκκλησία, πηγαίνανε πρώτα παίρνανε τον γαμπρό με όργανα, μετά πηγαίνανε παίρνανε τη νύφη και πηγαίναν στην εκκλησία, γινότανε ο γάμος. Από και ύστερα, και ντυνόντουσαν, τα παλιά χρόνια ντυνόντουσαν με τη στολή, την μενιδιάτικη, την γριζοφόρα, τη λέμε, γιατί έχει πολύ κέντημα η στολή αυτή και είναι και, έχει πολλά φλουριά. Μετά, πηγαίνανε στο σπίτι, συνεχίζανε το γλέντι. Από τα αρβανίτικα εγώ δεν ξέρω πολλά πράγματα. Μόνο το: «Τσι μπούν; Σις κον;». «Τι κάνεις; Πώς τα περνάς;». Δε θυμάμαι πολλά άλλα.

Μ.Χ.:

Κάποιο τραγούδι;

Ε.Τ.:

Είναι δύο τραγούδια μονάχα, που ξέρω τα πρώτα λόγια: «Ρα καμπάνα Υπαπαντήσε, γκρού, Μαριώ, τ’ βες νε κλίσε». Δηλαδή: «Χτυπάει η καμπάνα της Παναγίας, σήκω, Μαριώ, να πας στην εκκλησία». Και: «Ντο τα πρες κοτσίδετε το ντάρλινι γκα σκίντετε». «Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σχίνα». Δεν ξέρω τίποτε άλλο από τραγούδι.

Μ.Χ.:

Στο σπίτι σας μιλούσατε αρβανίτικα;

Ε.Τ.:

Οι γονείς μου μόνο μιλάγαν αρβανίτικα. Εμείς, τα παιδιά, όχι. Πολλά τα καταλαβαίναμε, αλλά δεν τα ξέραμε να τα μιλήσουμε. Και στην Κατοχή ήτανε… Είναι… Παραλίγο να σκοτώσουν τους γονείς μου, γιατί πηγαίνοντας ο πατέρας μου στο σπίτι, όταν ερχόταν, τον γύρισε μία κυρία, μια γειτόνισσα, γιατί του είπε: «Είναι οι Γερμανοί», λέει, «στο σπίτι», και τον γύρισε πίσω και γλύτωσε. Στη μητέρα μου είχε, είχαν μπει οι Ιταλοί και πήγανε, ψάχνανε το σπίτι, γιούκο το λέγαμε τότε, που βάζαμε τα κοντά, τα σκεπάσματα, και ήτανε, είχε δυο παντελόνια ο πατέρας μου, που τα είχε στη, τα είχε πάρει από τον ράφτη. Και της λένε: «Italiano», «Όχι, no, Greco» τους έλεγε η μητέρα μου και δεν το πιστεύανε, και μιλήσανε την θεία μ[00:05:00]ου, την αδερφή της, που ήξερε κάτι λέξεις, και τους μίλησε αυτή και τη γλύτωσε. Είχανε στήσει το κανόνι μες τη μέση του δωματίου για να τους σκοτώσουνε. Μετά, όταν φεύγανε, όμως, οι Γερμανοί, εγώ ήμουνα μικρούλα και τους έβλεπα, είχα βγει έξω από τη μάντρα, και τους έβλεπα από τον στρατώνα, μαζεύανε τα πράγματα και φεύγανε. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο. Στο κέντρο του Μενιδίου ήτανε έξι εκκλησίες. Η μία ήτανε ο Άγιος Βλάσης, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Θεόδωρος, ο Άγιος Νικόλαος, η Αγία Παρασκευή, και θέλανε να φτιάξουν την εκκλησία, τον Άγιου Βλάση, στο κέντρο της πλατείας. Και από κει έπιασε ένας, για να κάνει την αρχή, να την γκρεμίσει την εκκλησία και άρχισε από το ιερό και ανέβηκε απάνω στη σούστα και έκανε ένα κύκλο το άλογο και έπεσε και σκοτώθηκε. Ήτανε το λάθος του αυτό, που άρχισε από το ιερό. Λοιπόν, θέλαν να κτίσουν τον Άγιο Βλάση εκεί που είναι τώρα, που ήταν η Αγία Αικατερίνη, και έχουν και την Αγία Αικατερίνη, έχουν και τη Ζωοδόχο Πηγή, που ήταν στους πρόποδες της Πάρνηθος, και επειδή ήταν μακριά εκεί πέρα, τη φέραν την εικόνα, την κατεβάσαν στο κέντρο του Μενιδίου, στην πλατεία, κεντρική. Από κει και ύστερα, κάθε χρόνο, στη χάρη της μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος και βάζανε και με τα τρένα, και βάζανε και διπλά δρομολόγια, τριπλά. Μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος. Και στον… Ο Άγιος Βλάσης είναι προστάτης του Μενιδίου, αλλά είναι και προστάτης των αλόγων, και επειδή είχαν πολλά άλογα, ζώα, εδώ, στο Μενίδι, ήθελαν αυτόν τον Άγιο εκεί.

Μ.Χ.:

Στα πλαίσια της Ζωοδόχου Πηγής, της εορτής, γινόντουσαν κάποιες εκδηλώσεις;

Ε.Τ.:

Ναι, ναι, ναι! Ανήμερα, μετά την, πριν καλά-καλά τελειώσει η λειτουργία, κάναν την λιτάνευση και ήταν τα αγόρια ντυμένοι φουστανελάδες και τα κορίτσια ντυμένες, και βασίλισσες Αμαλίες ντυνόντουσαν, αλλά και γριζοφόρες. Αφού τελείωναν την περιφορά, το μεσημέρι ο Δήμαρχος τους έκανε τραπέζι. Ύστερα, το βράδυ, πάντα στο γήπεδο γινόταν ο χορός, και μετά, από τη Δικτατορία και ύστερα, το βάλαν στην πλατεία. Μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος, και τουρίστες ακόμα ερχόντουσαν, και τραβάγαν φωτογραφίες και ύστερα πιανόντουσαν με, στα παιδιά και χορεύανε.

Μ.Χ.:

Τώρα πώς είναι;

Ε.Τ.:

Τώρα γίνεται η περιφορά. Πάλι ντύνονται έτσι, αλλά και κόσμος και πάλι έχει κόσμο πολύ, αλλά τώρα με το αυτό, με τον κορωνοϊό δεν είχε, βέβαια, φέτο και…

Μ.Χ.:

Υπάρχει κάποια διαφορά; Έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο της εκδήλωσης, της εορτής, συγκριτικά με παλιά;

Ε.Τ.:

Έχει αλλάξει. Γιατί και παλιά κράταγε τρεις μέρες. Και τώρα μπορεί να κρατήσει, αλλά όχι οι εκδηλώσεις που γινόντουσαν τότε. Πυροτεχνήματα στην εκκλησία. Είχανε από τη μια πλευρά την Παναγία με τον Χριστούλη, και από την άλλη είχανε τον Ιούδα. Πυροτεχνήματα πολλά και…

Μ.Χ.:

Η στολή της γριζοφόρας πώς είναι;

Ε.Τ.:

Είναι ένα σαν φόρεμα, που φοράνε από μέσα, με κέντημα πολύ, και έχει τα φλουριά, είναι σε κορδόνια κρεμασμένα. Το ένα λέγεται γιορντάνι, κάτω από το σαγόνι, στον λαιμό. Το άλλο λέγεται ξελίτσι πάνω στο μέτωπο, πεσκούλια λέγονται κάτι κλωστές που έχουν πίσω, ενώνονται με ένα κορδόνι, περνάνε από το κεφάλι, από πά[00:10:00]νω, και κρέμονται πίσω. Καρφίτσες έχει, και γρίζα λέγεται ένα σαν γιλέκο. Ένα, λέγεται ένα σαν γιλέκο, λέγεται τζάκος με τα χρυσά μανίκια. Γρίζα ένα άλλο, σαν γιλέκο και αυτό, και ένα μαντίλι, το οποίο το περνάνε και αυτό από το κεφάλι. Έχουνε και ένα μαντίλι, που έχει γύρω-γύρω χρυσή δαντέλα. Αυτά είναι. Αυτή είναι αυτή η στολή.

Μ.Χ.:

Κάποιο άλλο έθιμο που πραγματοποιούσαν οι Αρβανίτες θυμάστε;

Ε.Τ.:

Σε άλλους δεν ξέρω, εμείς την Καθαρά Δευτέρα, μάλλον την τελευταία Κυριακή μαζευόμασταν στο σπίτι του πατέρα μου, τα αδέλφια του. Εκεί τρώγαμε, πίναμε, γλεντάγαμε, και την άλλη μέρα μαζευόμασταν πάλι την Καθαρά Δευτέρα και πάλι γλεντάγαμε πάρα πολλά άτομα, συγγενείς και φίλοι του πατέρα μου.

Μ.Χ.:

Κάνατε κάποιο έδεσμα;

Ε.Τ.:

Φέρνανε οι φίλοι του πατέρα μου, φέρνανε θαλασσινά. Ταραμοσαλάτα κάνανε και κάναμε και κάτι μακαρόνια, ντόντιλιες που τα λένε, αρβανίτικα. Αυτά τα κάναμε με ζυμάρι και τα φτιάχναμε έτσι μακριά, σαν μακαρόνι χοντρό, τα κόβαμε και μετά τα γυρίζαμε σαν το σαλιγκάρι, τα γυρίζαμε με τα χέρια.

Μ.Χ.:

Αυτά τα κάνατε κάποια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου;

Ε.Τ.:

Ναι, ήτανε τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, της Τυρινής, και όποτε θέλουμε, άμα θέλουμε, τα φτιάχνουμε.

Μ.Χ.:

Οι γειτονιές πώς ήτανε στο Μενίδι;

Ε.Τ.:

Ήτανε αραιές οι γειτονιές. Υπήρχανε κενά ανάμεσα στα σπίτια, αλλά με τα χρόνια συμπληρώθηκαν και έχει γεμίσει πολύ το Μενίδι. Ήταν τα σπίτια χαμηλά τότε, και μετά αρχίζαν και χτιζόντουσαν και διώροφα, τριώροφα και πολυκατοικίες. Τώρα έχει γεμίσει πάρα πολύ το Μενίδι. Έχει μεγαλώσει. Είχε λεηλατηθεί πολλές φορές. Έχει περάσει πάρα πολλά το Μενίδι, και από εκεί και ύστερα ησύχασε.

Μ.Χ.:

Το σπίτι σας πώς ήτανε παλιά;

Ε.Τ.:

Ήτανε χαμηλό με μεγάλη αυλή. Είχε ο πατέρας μου δύο δωμάτια μεγάλα. Το ένα δωμάτιο με τους καρπούς, ένα με το κρασί που έβαζε, τα βαρέλια, ένα στάβλο, που είχανε, που έβαζε τα ζώα, και πατητήρι είχε, που πατάγανε τα σταφύλια, ο καθένας με τη σειρά, και ένα χαγιάτι, που λέμε, σαν υπόστεγο, που έβαζαν το κάρο και τη σούστα. Είχε ένα άλογο, ένα γάιδαρο. Με αυτά πηγαίναν στις δουλειές τους, με το άλογο οργώνανε, είχανε αλέτρι, μετά βγάλανε τρακτέρ.

Μ.Χ.:

Στην οικογένεια τι θυμάστε;

Ε.Τ.:

Τι εννοείς;

Μ.Χ.:

Πώς ήτανε η γειτονιά, οι άνθρωποι;

Ε.Τ.:

Είχαμε ήσυχη γειτονιά. Είχαμε ήσυχη. Ήμασταν ήσυχοι άνθρωποι. Ούτε κλεψιές και φασαρίες, όπως γίνονται τώρα, τίποτα.

Μ.Χ.:

Κάτι χαρακτηριστικό που έκαναν οι Αρβανίτες;

Ε.Τ.:

Δηλαδή;

Μ.Χ.:

Κλωστοϋφαντουργία;

Ε.Τ.:

Είχε. Η μητέρα μου είχε αργαλειό, και με αυτό είχε φτιάξει πολλά, και, κάπως τα λένε, χράμια εμείς τα λέμε, κάτι ψιλά σκεπάσματα, και κουρελούδες έφτιαχνε.

Μ.Χ.:

Τα σχολικά χρόνια πώς ήταν;

Ε.Τ.:

Nα σου πω, εγώ. Καλά, τα σχολικά χρόνια… Τότε, είχαμε δύο, όταν πήγαινα εγώ στο Δημοτικό, ήτανε δύο Δημοτικά, μετά γίνανε τρία και τώρα είναι εικοσιπέντε Δημοτικά, είναι, και έχει και Λύκεια, έχει Γυμνάσια, έχει αξιοποιηθεί πολύ το Μενίδι.

Μ.Χ.:

Η εκπαίδευση εκείνα τα χρόνια πώς ήτανε;

Ε.Τ.:

Ήτανε ωραία. Περισσότερο μου άρεσε τότε η εκπαίδευση που είχανε, παρά η σημερινή.

Μ.Χ.:

Κάτι χαρακτηριστικό που να θυμάστε από τα σχολικά σας χρόνια, οι συμμαθητές [00:15:00]σας;

Ε.Τ.:

Κάναμε τότε γυμναστικές επιδείξεις, αλλά τώρα αυτά τα έχουν σταματήσει και έχουν τα μπουγέλα.

Μ.Χ.:

Εκδρομές πού πηγαίνατε;

Ε.Τ.:

Εμείς εκδρομές πηγαίναμε μονάχα, είχαμε πάει και με πούλμαν, αλλά είχα… Περισσότερο μας πηγαίνανε εκδρομές εδώ, στο Μενίδι, με τα πόδια, γιατί τότε δεν είχε και πολλή κίνηση και μπορούσαμε και πηγαίναμε άνετα, αλλά τώρα τα παιδιά δεν τα πάνε έτσι. Μονάχα αν θα τα πάνε, θα τα πάνε με αυτό, με πούλμαν κάπου.

Μ.Χ.:

Στο σχολείο υπήρχανε παιδιά που είχαν αρβανίτικη καταγωγή;

Ε.Τ.:

Ναι, υπήρχανε, αλλά δεν μιλάγανε όλοι αρβανίτικα, μόνο οι ηλικιωμένοι περισσότερο, μεταξύ τους.

Μ.Χ.:

Εσείς δεν είχατε ακούσει, δηλαδή, να μιλάνε στο σχολείο τα παιδιά.

Ε.Τ.:

Όχι, όχι, ποτέ. Ποτέ, τα μικρά ποτέ δε μιλάγανε.

Μ.Χ.:

Η στολή της γριζοφόρας τι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό έχει που τη διαφοροποιεί από τις άλλες στολές;

Ε.Τ.:

Είναι βαριά. Έχει πολύ κέντημα, πολλά φλουριά, και δε θυμάμαι πόσο καιρό κάνει ν’ αυτό, να τη φτιάξουν τη στολή αυτή. Επίσης, και το, η φουστανέλα έχει τετρακόσιες πήχες που συμβολίζει τα τετρακόσια χρόνια της Τουρκίας, και δε θυμάμαι τώρα πόσα μέτρα ύφασμα, πόσες πήχες ύφασμα χρειαζόταν για να φτιάξουνε τη φουστανέλα, και πόσες μέρες για να κεντήσουνε αυτό το γιλέκο που φοράνε.

Μ.Χ.:

Αυτή η στολή είναι μενιδιάτικη;

Ε.Τ.:

Είναι και… Και στα Λιόσια έχουν, και στη Χασιά.

Μ.Χ.:

Δηλαδή, είναι αρβανίτικη;

Ε.Τ.:

Ναι. Αρβανίτικη τώρα δεν ξέρω αν είναι, αλλά μιλάνε και από εκεί αρβανίτικα, και στα Λιόσια και στη Χασιά, αλλά δεν ξέρω αν η αυτή, η στολή αυτή αν λέγεται αρβανίτικη ή μόνο γριζοφόρα.

Μ.Χ.:

Πέρα από το γάμο, τη φορούσαν αυτή τη στολή σε κάποια άλλη εκδήλωση;

Ε.Τ.:

Τη φορούσανε μόνο στην, όπως είχα πει, στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής για την περιφορά της εικόνας.

Μ.Χ.:

Στα πλαίσια του γάμου γινόντουσαν κάποια έθιμα ή κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία από τους Αρβανίτες;

Ε.Τ.:

Φτιάχναν τότε μία κουλούρα, λέγεται αυτή, ένα καρβέλι, που το, με ζυμαράκι μικρό κεντούσανε απάνω φυλλαράκια, λουλουδάκια, κλαράκια. Γινότανε πολύ ωραίο και από αυτό το πηγαίνανε στην εκκλησία και έκοβε ο παπάς από ‘κεινο το ψωμί. Την κουλούρα αυτήν έκοβε ο παπάς και έριχνε μέσα στο ποτήρι για τους νεόνυμφους.

Μ.Χ.:

Στην καθημερινότητα οι Αρβανίτες ντυνόντουσαν κάπως χαρακτηριστικά μέσα στο σπίτι;

Ε.Τ.:

Είχανε ιδιαίτερη στολή, φορεσιά μέσα στο σπίτι.

Μ.Χ.:

Δηλαδή;

Ε.Τ.:

Τα καθημερινά τους ρούχα ναι μεν ήταν έτσι αρβανίτικα –πώς το λένε;–, χωριάτικα, ας το πούμε, αλλά ήτανε σε καλή κατάσταση. Το μαντίλι φοράγανε πάντα. Ήτανε η φορεσιά τους, ήταν έτσι. Και η μητέρα μου φορούσε ένα μισοφόρι, το λέγαμε αυτό. Ήτανε, όπως έχουμε εμείς τις φούστες, έτσι είχανε αυτοί, φορούσανε και το λέγανε μισοφόρι, και μία μπλούζα από πάνω με κουμπιά μπροστά.

Μ.Χ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Ε.Τ.:

Να 'στε καλά.