«Βρισκόμαστε λίγο ξενιτεμένοι εν μέρει»: Η ζωή ενός φαροφύλακα
Segment 1
Παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:02:08
Partial Transcript
Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Καλημέρα. Ναι, Ελένη. Ονομάζομαι Παναγιώτης Διακόπουλος. Είναι Κυριακή 30 Οκτωβρίου του 2022. Βρίσκ…α βέβαια η σχολή. Εγώ δεν κάθισα όλο τα διάστημα, γιατί, όταν πήγε η ώρα του στρατού, πήγαμε στρατιώτες και όταν γύρισα πια από στρατιώτης…
Lead to transcriptSegment 2
Η εργασία στους φάρους
00:02:08 - 00:08:05
Partial Transcript
Εν τω μεταξύ, ήταν η ηλικία έπρεπε να δουλέψουμε κάπου. Ένας συνάδερφος πρώην -έχει πεθάνει, Θεός σχωρέσ’ τονε- με συμβούλεψε: «Δεν πας στα … θέλαμε δύο ώρες για να πάμε στο φανάρι και άλλες δύο να γυρίσουμε. Ωραία, τώρα τι άλλο να πούμε; Για τις επόμενες. Θα μου πεις εσύ, Ελένη.
Lead to transcriptSegment 3
Πατρικία Γεωπονική Σχολή Καραβά Κυθήρων
00:08:05 - 00:17:23
Partial Transcript
Πάω λίγο πίσω. Μπράβο. Όταν ήσασταν μαθητής στη Πατρικία Σχολή- Μπράβο, έκανα και εκεί. Τι ακριβώς γινόταν εκεί μέσα; Τι μαθαίνατε; Μπ…προς τη σχολή. Ήταν μία ωραία περίοδος της ζωής μας και μάθαμε πολλά πράγματα, τα οποία τα χρησιμοποιούμε ακόμα. Δεν χάσαμε, δεν τα χάσαμε.
Lead to transcriptSegment 4
Η εκπαίδευση των φαροφυλάκων
00:17:23 - 00:20:10
Partial Transcript
Όταν σας πρότειναν να γίνετε φαροφύλακας, το αποφασίσατε με ευκολία, γρήγορα ή ήτανε κάτι, το οποίο σας έβαλε σε σκέψη; Δεν ήταν τόσο εύκο…υτά, τα βασικά ήταν αυτά που είχαμε μάθει. Πόσα χρόνια συνολικά εργαστήκατε στους φάρους; Εγώ εργάστηκα 25 χρόνια, 25 χρόνια. Μετά έφυγα.
Lead to transcriptSegment 5
Εργασία και καθημερινότητα στους φάρους
00:20:10 - 00:53:27
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε λεπτομέρειες για το ποια ακριβώς ήταν η δουλειά η δική σας μέσα στο φάρο; Πώς δουλεύαμε και τι κάναμε όλη μέρα, να το π…ς, το ίδιο. Γιατί στην ουσία οι φαροφύλακες είναι μία οικογένεια όπως ζούνε στο φανάρι. Λοιπόν, αν υπάρχουν εντάσεις, είναι για όλους κακό.
Lead to transcriptSegment 6
Δύσκολες στιγμές
00:53:27 - 00:58:31
Partial Transcript
Θυμάστε κάποια στιγμή κινδύνου; Για εμάς; Αλλά είχαμε και άλλη και για άλλους. Εμείς ο φόβος ήταν στην Τήνο πάλι μιλάω που πολλές φορές έπ…. Και από εκεί και πέρα φύγανε. Ευτυχώς ήταν καλός ο καιρός. Ήτανε έτσι γεγονότα συγκλονιστικά. Μας άφησε άφησε και αυτό μία εμπειρία κακή.
Lead to transcriptSegment 7
Απολογισμός για τη ζωή στους φάρους
00:58:31 - 01:13:35
Partial Transcript
Όταν σταματήσατε να εργάζεστε ως φαροφύλακας, τον πρώτο καιρό, σας έλειπε ο φάρος, η ζωή στον φάρο, η δουλειά εκεί; Βέβαια μας έλειπε. Αφο…, έτσι. Τα ονομάζω «δύσκολα χρόνια», αλλά και όμορφα χρόνια. Γιατί άλλο το ένα άλλο το ένα. Η δυσκολία υπάρχει, η ομορφιά είναι άλλο πράγμα.
Lead to transcript[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Καλημέρα. Ναι, Ελένη. Ονομάζομαι Παναγιώτης Διακόπουλος.
Είναι Κυριακή 30 Οκτωβρίου του 2022. Βρίσκομαι με τον πατέρα Παναγιώτη Διακόπουλο στον Καραβά Κυθήρων. Εγώ ονομάζομαι Κομηνού Ελένη-Ελέσα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Πατέρα Παναγιώτη, για αρχή, θέλετε να μας πείτε κάποια στοιχεία για εσάς, για τη ζωή σας;
Μάλιστα. Να ξεκινήσουμε από όταν γεννήθηκα. Γεννήθηκα το 1945 στο τέλος της κατοχής, σε δύσκολες εποχές. Μεγαλώσαμε στο χωριό μας, δεν εφύγαμε απ’ το χωριό μας, εδώ ζήσαμε με τους γονείς μας, με τα αδέρφια μας. Εδώ πήγαμε σχολείο. Το χωριό του Καραβά, γιατί πρέπει να πούμε και από πού είμαστε. Το χωριό του Καραβά των Κυθήρων, έτσι. Θα πρέπει να πούμε ότι τα χρόνια εκείνα — τα όμορφα χρόνια τα παιδικά μας — ήταν δύσκολα από απόψεως φτώχειας. Πολύ δύσκολα ήτανε. Παρόλα ταύτα, θα τα έλεγα όμορφα χρόνια, έτσι; Γιατί, όταν γυρίσουμε και αναπολήσουμε τα χρόνια μας, με χαρά τα αναπολούμε, δεν είναι κάτι που το…. Παρόλη τη δυσκολία, εμείς με χαρά τα αναπολούμε, θέλουμε να τα ξαναζήσουμε, ας πούμε, παρά τις δυσκολίες. Δεν δεν πήγα γυμνάσιο, δεν είχαμε τη δυνατότητα, οι γονείς μας δεν είχαν οικονομική δυνατότητα. Μόνο δημοτικό. Μετά απ’ αυτό πήγα στην Πατρικία σχολή. Είχε ανοίξει η Πατρικία σχολή η γεωπονική και εσπουδάσαμε μέσα, σαν σεμινάρια ήταν τότε. Το είχε ανοίξει τότε ο συγχωρεμένος ο Μελέτιος ο Γαλανόπουλος ο δεσπότης. Αυτό κράτησε 15 χρόνια βέβαια η σχολή. Εγώ δεν κάθισα όλο τα διάστημα, γιατί, όταν πήγε η ώρα του στρατού, πήγαμε στρατιώτες και όταν γύρισα πια από στρατιώτης…
Εν τω μεταξύ, ήταν η ηλικία έπρεπε να δουλέψουμε κάπου. Ένας συνάδερφος πρώην -έχει πεθάνει, Θεός σχωρέσ’ τονε- με συμβούλεψε: «Δεν πας στα φανάρια;». Τότε ζητούσαν φαροφύλακες. Είχανε βγει και μία προκήρυξη ότι θέλει φαροφύλακες να πάρει και πήγα. Έκανα τα χαρτιά μου στη φαρική βάση. Βρίσκεται στον Πειραιά αυτή η φαρική βάση, έτσι; Πήγαμε κάποια μέρα, μας ειδοποίησαν ποια μέρα να δώσουμε εξετάσεις όσοι περάσαμε, γιατί κοιτάζαν τα χαρτιά. Μπορεί κάποιοι να μην μπορούσαν για κάποιους λόγους, τους οποίους δεν τους θυμάμαι τώρα. Δώσαμε εξετάσεις περάσαμε και εν συνεχεία, μας καθορίσανε την ημέρα που θα παρουσιαζόμαστε στη φαρική βάση. Έπρεπε να πάμε τρεις μήνες να κάνομε βασική εκπαίδευση, διάφορες εκπαιδεύσεις. Παρόλο ότι είχαμε υπηρετήσει στον στρατό οι περισσότεροι — όλοι είχαν υπηρετήσει βέβαια, όχι οι περισσότεροι, όλοι — αλλά ήταν καθορισμένο, έπρεπε να γίνει έτσι, βέβαια. Αλλά μας έμαθαν πολλά πράγματα, που είχαν σχέση βέβαια με τους φάρους. Η διοίκηση, πώς θα διοικήσεις, πώς… Ποια είναι η δουλειά μας, ποια η αποστολή μας, δεν ήταν ας πούμε άσχετα πράγματα. Και μετά από τρεις μήνες πια, αφού είχαμε μάθει ό,τι έπρεπε να μάθουμε, μας εστείλαν στα φανάρια, έτσι; Εμένα ήτανε το ο προορισμός μου το πρώτο φανάρι ο Πάπας της Ικαρίας. Εκεί πήγα, σε αυτό το φανάρι πήγα. Κάθισα ένα χρόνο περίπου. Ήταν δύσκολο φανάρι, γιατί ήτανε απομακρυσμένο. Δεν ήτανε το φανάρι όπως μερικά φανάρια που είναι κοντά σε χωριό, σε λιμάνι κλπ. Ήταν αρκετά απομακρυσμένο. Δεν υπήρχαν δρόμοι βέβαια. Εκεί πηγαίναμε — από τον Άγιο Κήρυκο, ας πούμε — πηγαίναμε με το καϊκάκι. Αυτό μας πήγαινε και όταν θέλαμε να φύγουμε πάλι για να πάμε στον Άγιο Κήρυκο, πάλι με καϊκάκι. Δεν υπήρχε δρόμος αυτοκινητόδρομος ας τον πούμε. Πιθανόν τώρα να έχουν κάνει, όπως ακούω. Στο στο φάρο η ζωή ήτανε ήρεμη θα μπορούσα να πω, δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα. Ψαρεύαμε, μαγειρεύαμε, περνάγαμε ήρεμα, μετά και τα χρόνια τα νεανικά που δεν είχαμε πολλές πολλά προβλήματα, γιατί αλλιώς ο οικογενειάρχης και αλλιώς είναι ο ο νέος που δεν έχει να σκεφτεί παραπάνω από τον εαυτό του εκείνη την ώρα. Ήτανε ένα φανάρι από τα μεγαλύτερα που λέμε, γιατί στους φάρους που υπάρχουν φαροφύλακες μέσα είναι είναι τριών ειδών φανάρια. Έχει σχέση ανάλογα με τη λυχνία που ανάβει. Είναι 85αρα, 55αρα και 35αρα είναι η διάμετρος της λυχνίας πάνω εκεί που είναι το αμίαντο. Λοιπόν, έχει σημασία αυτό για τα καράβια που περνούν και η απόσταση, πόση απόσταση πάει το φως για να βλέπουν τα καράβια να κυκλοφορούνε. Κατάλαβες; Ήταν λοιπόν δύσκολο και από αυτή την πλευρά, γιατί ήθελε πιο πολλή δουλειά, να την πούμε έτσι. Ο καθαρισμός του, πετρέλαια περισσότερα, αέρα κλπ. Εντάξει, αυτό το ξέραμε οτι αυτή είναι η ζωή μας. Βέβαια, έκανα ένα χρόνο εκεί. Μετά μας χρειάστηκε η υπηρεσία, μας πήρε ένα διάστημα στην υπηρεσία και μετά από την υπηρεσία, πήγα στην Τήνο. Εκεί εκεί έκανα 5 χρόνια. Ήταν πολλά, ήταν πολλά τα χρόνια που κάθισα εκεί πέρα. Εκεί το φανάρι από απόψεως μεγέθων ήταν μικρότερο. Ήταν πιο εύκολο στη χρήση του, αλλά ήταν δυσκολότερο με την άποψη ότι ήτανε νησί. Δεν ήτανε πάνω σε στεριά, ήταν νησάκι. Και έπρεπε να πάμε εκεί με τα πόδια, να περιμένει η βάρκα να μας πάει μέσα κι όταν πηγαίναμε εκεί, έπρεπε να μείνουμε μέσα ένα διάστημα — μία βδομάδα, ανάλογα — να κάτσουμε με το σύντροφο με τον συνάδελφο κει πέρα μία βδομάδα και μετά να ’ρθουν οι άλλοι να κάνουμε τις αλλαγές, να πηγαίναμε κι έξω. Ήταν δύσκολο είπαμε γιατί ήταν νησάκι, αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν και δύσκολο, γιατί το Αιγαίο, ξέρετε, έχει πολλές φουρτούνες και πολλά ρεύματα. Εκεί μεταξύ Άνδρου και Τήνου που είναι αυτό το νησί, χαμός γινόταν. Ειδικά το καλοκαίρι, που εμείς παρακαλάμε να φυσήξει λίγο μελτέμι, εκεί πέρα γινότανε χαμός, 8-9 μποφόρ, έτσι. Και μας δυσκόλευε, γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω με τη βαρκούλα, γιατί είχαμε μία βαρκούλα μες στο φάρο, στο φανάρι. Μ’ αυτή βγαίναμε έξω, ψαρεύαμε. Μ’ αυτήν ερχόντουσαν οι συνάδελφοι και αλλάζαμε βάρδια. Η ζωή μας ήταν η βαρκούλα αυτή. Την τραβάγαμε πάνω στα βράχια, δεν υπήρχε άμμος. Λοιπόν, αν ο καιρός ήταν άσχημος, πουθενά δεν μπορούσαμε να πάμε. Σκεφτείτε τώρα ένα νησάκι -πόσο- πολύ μικρό, έτσι. Μπορώ να πω ότι ήτανε ένα στρέμμα, τόσο μικρό και πιο μικρό μπορεί να ’τανε. Από κει βγαίναμε βέβαια. Όταν βγαίναμε, έπρεπε να κάνουμε δυο ώρες δρόμο για να πάμε στο πρώτο χωριό, που είναι το Μαρλάς και στο επόμενο χωριό που μέναμε — είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι εκεί πέρα — ο Πάνορμος, άλλο ένα, άλλη μία ώρα. Δηλαδή θέλαμε δύο ώρες για να πάμε στο φανάρι και άλλες δύο να γυρίσουμε. Ωραία, τώρα τι άλλο να πούμε; Για τις επόμενες. Θα μου πεις εσύ, Ελένη.
Πάω λίγο πίσω.
Μπράβο.
Όταν ήσασταν μαθητής στη Πατρικία Σχολή-
Μπράβο, έκανα και εκεί.
Τι ακριβώς γινόταν εκεί μέσα; Τι μαθαίνατε;
Μπράβο. Να σου πω, μπράβο. Να γυρίσουμε πίσω λιγάκι, μ’ αρέσει. Δώδεκα χρονώ πήγα, μόλις έβγαλα το δημοτικό. Το 1957 με ενέργειες — είπαμε — του συγχωρεμένου του Μελέτιου του Γαλανόπουλου, του δεσπότη μας, ενοικιάστηκε η Πατρικία Σχολή -αυτό το κληροδότημα του Καραβά που έχουμε- ενοικιάστηκε από την από το υπουργείο γεωργίας, αν δεν κάνω λάθος. Και το ενοίκιασε το υπουργείο για 15 χρόνια για να κάνει σεμινάρια στα νέα παιδιά, αυτά που δεν παγαίνανε γυμνάσιο. Τότε δεν πηγαίνανε γυμνάσιο όλα τα παιδιά. Δεν ήταν υποχρεωτικό, έτσι; Σήμερα είναι υποχρεωτικό. Και όσα παιδιά λοιπόν δεν μπορούσαν να να πάνε γυμνάσιο για πολλούς λόγους μπορούσαν να πάνε εκεί και να μάθουν ορισμένα πράγματα. Πολύ ωφέλιμο. Εμείς μάθαμε πάρα πολλά πράγματα εκεί. Ήταν τρίμηνα τα σεμινάρια. Εμείς βέβαια μέναμε μέσα, τρώγαμε μέσα, κοιμόμαστε μέσα, όλα μέσα. Και είχαμε καθηγητές ανάλογα στα μαθήματα που κάναμε και μας δείχνανε το συγκεκριμένο μάθημα. Αλλά θέλω να πω τι μαθήματα κάναμε, για να καταλάβουμε δηλαδή. «Γεωπονική» λεγότανε η σχολή κατ’ αρχήν. Θυμάμαι άνοιξε το Δεκέμβριο του 1957, 17 Δεκεμβρίου, το θυμάμαι την ημερομηνία αυτή. Λοιπόν, με έστειλε ο πατέρας μου 12 χρονών και έμεινα εκεί πέρα, έτσι; Μου φάνηκε παράξενο το να φύγω από το σπίτι μου. Ήτανε καμιά εικοσαριά παιδιά απ’ όλο το νησί. Είχαν έρθει και από απέναντι, από τ[00:10:00]α Βάτικα. Είχαν έρθει και από κει τότε παιδιά. Μάλιστα, υπάρχει και μια φωτογραφία που είχαμε βγάλει στα Μερτίδια που είχαμε πάει — γιατί κλαδεύαμε τις ελιές κάποτε εκεί πέρα με τον δεσπότη — και τώρα τα βλέπω, πού να τα θυμάμαι τα ονόματά τους; Αλλά πάντως θυμάμαι που ’χαν ήταν και παιδιά από απέναντι. Λοιπόν, τρεις μήνες κάναμε γεωπονία, δηλαδή να φυτέψουμε δέντρα, να σπύρομε κατ’ αρχήν, να μεταφυτέψουμε, να μπολιάσουμε, να κεντρώσουμε, να κλαδέψομε. Τότε έμαθε και ο κόσμος να κλαδεύει ελιές, γιατί δεν ξέρανε να κλαδεύουνε ελιές. Είχαμε έναν γεωπόνο πρακτικό, ο οποίος μας εβοήθησε, πάρα πολύ μας εβοήθησε. Έχει πεθάνει ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον! Αλλά είχαμε και καθηγητές σε θεωρητικά θέματα, τώρα έτσι, επάνω στη γεωπονική για θεωρητικά. Είχαμε όμως κι έναν καθηγητή, όμως μας μάθαινε — θεωρητικά κάναμε και αυτά βέβαια — για κτηνοτροφία για τα ζώα, πώς να μεγαλώσεις ζώα κυρίως αγελάδες. Γιατί τους ενδιέφερε το γάλα. Λοιπόν, κάναμε πρακτικά μαθήματα για ζώα. Δεν είχαμε τιποτ’ άλλο. Θεωρητικά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αυτά τα δύο κάναμε το πρώτο τρίμηνο, έτσι. Μετά έγινε, ένας μήνας νομίζω κάπου και λιγότερο, διακοπή. Μετά άρχισε άλλο ένα τρίμηνο με μελισσοκομία, έτσι. Μάθαμε μελισσοκομία, μάθαμε τυροκομία. Τότε είχανε φέρει κάτι αγελάδες στο Τσιρίγο, τις είχαν αγοράσει από το [Δ.Α.] -δεν ξέρω- με πολύ γάλα. Είχε πάρει και ο πατέρας μου μία και είχαμε πολύ γάλα. Και φέρνανε τα γάλατα όλοι στην Πατρικία Σχολή και εκεί είχαμε γεωπόνο — πέρα από κει, από την Άρτα ήταν — και μάθαμε να κάνουμε τυρί. Και κάναμε όλα τα τυριά: φέτα, κασέρι, το κεφαλοτύρι βέβαια, το βασικό. Και πώς θα τα συντηρήσουμε. Δεν ήταν μόνο πώς θα τα πήξεις και όλα αυτά, είναι η συντήρηση, η διατήρηση, πόσο χρόνο πρέπει να περάσει — διάστημα — για να να είναι έτοιμο να μπει στο ψυγείο ή να μπει στην άρμη κλπ. Λοιπόν, αυτά τα κάναμε τρεις μήνες: μελισσοκομία και τυροκομία. Πάλι λίγο διακοπή ξανά. Η επόμενη — δεν θυμάμαι ακριβώς τις περιόδους, γιατί το καλοκαίρι γινόταν, είχε διακοπή, δεν κάναμε — έκανε ένα διάστημα, τώρα ένα τρίμηνο ήτανε, μαραγκοσύνη. Μαραγκοί μάθαμε και χτίστες εμάθαμε. Στην Πατρικία Σχολή πολλά τοιχία υπάρχουν τώρα, υπήρχανε, αλλά άλλα τα φτιάξαμε εμείς. Με έναν μάστορα — Στέλιο τον λέγανε — από τα Αρωνιάδικα. Μας μάθαινε να χτίζουμε και ήτανε και κάποιοι ντόπιοι βέβαια, καλή πέτρα. Και συγχρόνως μάθαμε και να κάνουμε μπετά. Ρίχναμε κάτι μπετά εκεί. Κάναμε κάτι κανάλια, ερχόταν από τη δεξαμενή μας εδώ που έχουμε, που ερχόταν το νερό — μέχρι το ’57 είχαμε δηλαδή επί της ουσίας — ερχόταν όλο το νερό στη σχολή για να ποτίζουμε τα φυτά μας. Έτσι, δεν είχαμε νερό. Είχε ένα πηγάδι, το οποίο δεν έφτανε βέβαια. Και ό,τι περίσσευε από τη δεξαμενή με — όχι σωλήνες, πώς λεγόταν αυτά, τα ξέχασα — με τσιμεντένια αυλάκια, τα οποία εμείς τα φτιάξαμε. Από την Πατρικία Σχολή μέχρι τη δεξαμενή εμείς τα κάναμε τα τσιμέντα αυτά. Είναι κάτω από τον δρόμο τώρα, υπάρχουνε. Και ερχόταν νερό στη δεξαμενή της Σχολής και από εκεί ποτίζαμε όλα τα δέντρα-φυτά. Παράλληλα με αυτά που κάναμε τα σεμινάρια, είχε γίνει φυτώριο η Πατρικία Σχολή. Ολόκληρα τα τα σκαλιά δούλευε ο γεωπόνος εκεί πέρα με εργάτες. Δεν… Άσχετα με τα παιδιά που μαθαίνανε τι μαθαίνανε, υπήρχανε, είχε προσωπικό πάντοτε με τον γεωπόνο, ο οποίος φρόντιζε να γεμίσει φυτώριο η σχολή. Δηλαδή γέμισε ελιές, αγόραζε ο κόσμος ελιές, πορτοκαλιές, ξινά, αμυγδαλιές, χαρουπιές, αχλαδιές. Όλα αυτά τα κάναμε φυτώρια και τα πουλάγαμε. Έτσι γέμισε το Τσιρίγο φυτό φυτά-ελιές, γιατί δεν είχε τόσο πολλά ελιές. Αυτά γινήκανε από την Πατρικία Σχολή. Ερχόντουσαν και από τη Νεάπολη και παίρνανε φυτά ελιές. Εγώ τα ’βγαζα εγώ θυμάμαι τότε και δούλεψα κάποτε εκεί και τα πήγαινε στη Νεάπολη και γέμισαν και εκεί ελιές. Λοιπόν, η Πατρικία Σχολή την περίοδο εκείνη βοήθησε πάρα πολύ και το χωριό μας και το νησί μας και τα παιδιά, όσα δεν πήγαν στο γυμνάσιο. Βέβαια, κάποια στιγμή ήταν υποχρεωτικό το γυμνάσιο και τότε τα παιδιά δεν πήγαιναν στη Σχολή. Έκλεισε. Έκλεισε από απόψεως σεμιναρίων. Σαν φυτώριο έμεινε για 15 χρόνια. Απ’ το ’57 δηλαδή — υπολογίστε — 15 χρόνια ήταν φυτώριο. Μετά την ξενοίκιασε το Υπουργείο, νομίζω Γεωργίας, και επανήλθε πάλι σαν κληροδότημα στην κοινότητα, έτσι; Πάντως ήταν μία ωραία περίοδος για το χωριό μας, είχε ομορφύνει το χωριό μας. Είχαμε φτιάξει ωραίους κήπους, είχαμε λουλούδια, δέντρα μέσα. Οι λεμονιές που υπάρχουν τότε τις φυτέψαμε. Κυρίως έμαθε ο κόσμος να κλαδεύει ελιές. Ήταν βασικό αυτό. Δεν ξέρανε και φοβόντουσαν να κόψουνε ελιές. Μάλιστα, είχαμε πάει — μας είχε καλέσει τότε θυμάμαι ο δεσπότης ο Μελέτιος — να πα να κλαδέψουμε τις ελιές της Μυρτιδιώτισσας. Η Παναγία μας γύρω έχει ελιές δικές της. Είχαμε πάει λοιπόν στα κελιά εκεί, μέναμε όλα τα παιδιά με το γεωπόνο αυτό τον πρακτικό, ήταν πολύ καλός. Μας δίνανε βέβαια φαγητό, μας κάνανε φαγητό κλπ. και τις κλαδέψαμε όλες τις ελιές τότε. Και ξαναπήγαμε άλλη μία περίοδο 15 μέρες, πιο αργότερα αυτό έγινε νομίζω, και μας φέρανε γάλα και κάναμε τυροκομία. Τυροκομούσαμε εκεί πέρα, στα Μυρτίδια. Εκεί επίσης τι κάναμε; Είχε πολλές άγριες χαρουπιές γύρω από την Παναγία μέσα, πολλές … Πιάσαμε και τις μπολιάσαμε όλες αυτές. Μας είχανε φέρει μπόλι από την Κρήτη, που είναι ένα σόι πολύ καλό με πολλή ζάχαρη σαν το χαρούπι, και τις μπολιάσαμε όλες, οι οποίες πιάσανε βέβαια, αλλά ποιος — μετά που φύγαμε — ποιος ήξερε να τις… Δεν ενδιαφέρθηκε κανένας. Απλώς, εμείς μάθαμε πάνω σ’ αυτά το μπόλιασμα, μία τεχνική να την πούμε έτσι για τα δέντρα. Αυτά ως προς τη σχολή. Ήταν μία ωραία περίοδος της ζωής μας και μάθαμε πολλά πράγματα, τα οποία τα χρησιμοποιούμε ακόμα. Δεν χάσαμε, δεν τα χάσαμε.
Όταν σας πρότειναν να γίνετε φαροφύλακας, το αποφασίσατε με ευκολία, γρήγορα ή ήτανε κάτι, το οποίο σας έβαλε σε σκέψη;
Δεν ήταν τόσο εύκολο. Ήτανε… Μπορώ να πω ότι με δίχασε λίγο, με μπέρδεψε. Γιατί μ’ άρεσε… Δούλευα σε Σχολή, μέχρι να πάω στρατιώτης δούλευα στη σχολή. Εις το φυτώριο, είχαμε πολλή δουλειά. Αλλά βέβαια μετά σκεφτόμουνα ότι κάποτε θα κλείσει η Σχολή, θα ξενοικιαζόταν. Τέλειωσε. Πού θα πάω; Λοιπόν, το μελέτησα και τελικά εκατέληξα, εκατέληξα. Κάπου πρέπει να καταλήξει ο άνθρωπος. Κατέληξα και πήγα στα φανάρια. Δε μετάνιωσα –- έτσι — δόξα τω Θεώ. Είμαι ευχαριστημένος. Από κει τρώμε σήμερα το ψωμί μας, έτσι; Δόξα τω Θεώ.
Όταν φοιτήσατε στη σχολή αυτή, για τους φαροφύλακες, θυμάστε τα μαθήματα που κάνατε περίπου;
Κάναμε μαθήματα σχετικά με του ναυτικού, ό,τι έχει σχέση με το καράβι. Τα πάντα αυτά, που μαθαίνει το ναυτικό, γιατί ανήκει στο ναυτικό, το πολεμικό ναυτικό, αυτή η υπηρεσία. Άρα εφόσον ήμαστε υπαξιωματικοί και αξιωματικοί κλπ., μετά έπρεπε να μάθουμε ό,τι έχει σχέση με τα καράβια του πολεμικού, έτσι; Με τη διοίκηση, έτσι; Ό,τι έχει σχέση με τη διοίκηση. Εμάθαμε έπειτα πώς δουλεύουνε οι φάροι, το αντικείμενό μας. Δηλαδή, τι θα κάνουμε στο φανάρι, ποια είναι η αποστολή μας δηλαδή. Αυτές τις λυχνίες που λέμε ότι ανάβουν ανάβανε τότε — γιατί τώρα έχουν η τεχνολογία έχει αλλάξει τα πράγματα — έπρεπε να ξέρουμε πώς δουλεύουνε, πώς λύνονται, πώς καθαρίζονται, συναρμολογούνται για να δουλεύουν σωστά. Γιατί αν δεν δουλεύει σωστά το φανάρι, δεν δουλεύει, σβήνει. Ένα μάθημα ήταν αυτό, «Φαρική Ορολογία» ονομαζόταν αυτό. Μάθαμε γεωγραφία, έχει σχέση. Μάθαμε γεωγραφία, γιατί η Ελλάδα μας είναι γεμάτο φάρους, γεμάτο νησιά και κάβους, οπότε έχει γεμίσει φάρους και φανούς. Μάθαμε έκθεση, έτσι; Ενδιέφερε η έκθεση, γιατί μπορούσες να γράψεις ένα πρακτικό να ξέρεις να εκφράζεσαι, δηλαδή τέτοια πράματα. Δηλαδή δεν θυμάμαι τι άλλο μπορούσες να μάθεις. Γενικ[00:20:00]ά αυτά, τα βασικά ήταν αυτά που είχαμε μάθει.
Πόσα χρόνια συνολικά εργαστήκατε στους φάρους;
Εγώ εργάστηκα 25 χρόνια, 25 χρόνια. Μετά έφυγα.
Θέλετε να μας πείτε λεπτομέρειες για το ποια ακριβώς ήταν η δουλειά η δική σας μέσα στο φάρο;
Πώς δουλεύαμε και τι κάναμε όλη μέρα, να το πούμε έτσι. Κατ’ αρχήν, εφόσον τη νύχτα έπρεπε να κάνουμε βάρδια — μισή νύχτα ο καθένας —, έπρεπε να κοιμηθείς λίγο παραπάνω, έτσι. Άρα το πρωί δεν βιαζόμασταν να σηκωθούμε και ξυπνάγαμε λίγο αργά. Ανάλογα με το φανάρι, εάν ο καιρός ήταν καλός, ρίχναμε τη βάρκα και πηγαίναμε για ψάρεμα για να φάμε — έπρεπε να φάμε και κάτι — και να ξεσκάσουμε λιγάκι από εκεί πέρα, από το φανάρι. Εάν δεν θέλαμε να πάμε για ψάρια, έπρεπε να καθίσουμε να κάνουμε και τις δουλειές μας. Έχει είχε δουλειά στο φανάρι μέσα. Οι δουλειές δεν ήταν πολύ σπουδαίες και βαριές, αλλά εν πάση περιπτώσει έπρεπε να να κοιτάξουμε να ’ναι καθαρά τα… Συντηρημένη η λυχνία μας, όλα τα αυτά που δουλεύαμε πάνω στο συγκεκριμένο θέμα μας, έτσι; Έπρεπε να γίνει καθαρισμός το κτήριο. Δεν γινόταν κάθε μέρα, κάποιες μέρες. Έπρεπε να μαγειρέψουμε, έπρεπε να φάμε, γιατί ζούσαμε σα μοναχοί, έτσι; Έπρεπε να έχουμε και το φαγητό μας. Και πέρα απ’ αυτό μπορούσαμε μετά, όταν είχαμε χρόνο κενό, άλλος μπορούσε να διαβάσει ή παίζαμε κάνα παιχνίδι, τάβλι και διάφορα πράγματα. Έτσι περνούσε η μέρα. Ανάλογα με το φανάρι, σας λέω τώρα για το Δύσβατο παραδείγματος χάρη, που ήταν ένα μικρό νησάκι. Πού να πας; Σε δύο λεπτά ήσουν στη θάλασσα. Δεν μπορούσες να πας πουθενά αλλού. Σε άλλα φανάρια μπορούσες να βγεις, να τρέξεις, να γνωρίσεις τα βουνά, τις θάλασσες. Εις το χωριό μας βέβαια εδώ ήτανε διαφορετικά τα πράγματα όταν βγαίναμε έξω, αλλά την ημέρα έπρεπε να είσαι στο φανάρι βέβαια. Κατεβαίναμε στο εδώ στο δικό μας στον Άγιο Νικόλα, ανάβαμε τα καντηλάκια, άμα οι καλογήροι [Δ.Α.]. Έτσι, έτσι ήτανε. Η ημέρα περνούσε με απλά πράγματα, αλλά είχες και είχες πολύ κενό. Δηλαδή υπήρχε κενό, το οποίο εγώ το εκμεταλλεύτηκα με το να διαβάζω. Μ’ άρεσε πολύ να διαβάζω διάφορα βιβλία, ό,τι βιβλία. Υπήρχαν και βιβλιοθήκες στους φάρους όλους, αλλά είχα και επιπλέον βιβλία και το διάβασμα με απασχόλησε τον ελεύθερο χρόνο μου αρκετά. Δεν υπήρχαν τότε τηλεοράσεις, έτσι, τα πρώτα χρόνια. Δεν υπήρχαν ψυγεία. Μας φέρανε αργότερα ψυγεία με πετρέλαιο, έτσι, δεν υπήρχανε. Δεν υπήρχαν σόμπες. Μετά μας φέρανε και σόμπες. Δηλαδή σιγά-σιγά εβοηθήσανε και οι δυσκολίες αυτές των φάρων, των φαροφυλάκων βελτιώθηκαν οι συνθήκες. Δηλαδή με θέρμανση, με ψυγείο κλπ, έτσι βοηθήσανε. Βέβαια, μετά πήγε το ρεύμα, όπου πήγε, αυτά όλα διορθώθηκαν πάρα πολύ. Βελτιώθηκε πολύ το επίπεδο μέσα της ζωής.
Από πότε μέχρι πότε ήσασταν στους φάρους; Από ποιο χρόνο μέχρι ποιο χρόνο δουλέψατε;
Εγώ πήγα το ’67 και έφυγα το ’92.
Πάντα έπρεπε να είστε δύο άτομα;
Ναι. Ναι, διότι ένας μόνος του δεν βασιζόσουνα. Μπορεί να πάθαινε ο άνθρωπος κάτι. Απαγορευόταν να ’τανε μόνος του ένας ο άνθρωπος και πάντοτε ήταν δύο. Και όχι μόνο για αυτό, αλλά δεν άντεχε όλη νύχτα ο ένας να φυλάει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν άντεχε έτσι κάθε μέρα. Και έτσι έπρεπε πάντοτε δύο να φυλάμε το φανάρι. Και μετά βέβαια φεύγαμε την άλλη εβδομάδα, πηγαίναμε σπίτια μας, ξεκουραζόμαστε και ξανά ορεξάτοι ξαναπηγαίναμε στη βάρδιά μας, έτσι. Έτσι γινότανε. Και βέβαια είπαμε ότι κάποια φανάρια ήτανε κάπως πιο ήρεμα, πιο όμορφα τα πράγματα, όπως το δικό μας εδώ που είναι εύκολο σχετικά, επειδή πήγαινε και μηχανάκι. Με μηχανάκι πηγαίναμε βέβαια εκεί. Αλλά είπαμε ότι υπήρχαν και τα δύσκολα φανάρια, τα οποία ήταν ταλαιπωρία, ταλαιπωρία! Αλλά εμείς ήμαστε νέοι και δεν πολυστεναχωριόμαστε. Αλλά αν — σκέφτομαι — αν στην πιο μεγάλη ηλικία ζούσα έτσι, με αυτές τις καταστάσεις, θα ’τανε δύσκολο, αν δεν ήσουνα ντόπιος. Γιατί βέβαια ο ντόπιος άνθρωπος όσο και να ’ναι άσχημο είναι στον τόπο του και δεν έχει πρόβλημα. Συνήθως, όμως, οι φαροφύλακες ήταν ντόπιοι. Παραδείγματος χάρη, απ’ το χωριό μας, είχε αρκετούς φαροφύλακες, επειδή υπήρχε το φανάρι. Αν πήγαινες σε άλλα μέρη που δεν υπήρχε φανάρι δεν πήγαινε κανένας φαροφύλακας, έτσι; Λόγω του ότι υπάρχει φανάρι κάπου, κάποιοι από τον τόπο εκείνο ήθελαν να πάνε στα φανάρια να να ζήσουν από αυτό. Έχει σημασία βέβαια, έχει σημασία και ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Διότι κάποια παιδιά, όταν τους έλεγες ότι θα ’χουν μοναξιά, δεν το ’θελαν, θέλανε κίνηση. Έτσι; Εμείς… Κατά κάποιο τρόπο έπρεπε να ’σαι και λίγο μοναχικός, να σου αρέσει λίγο η μοναξιά, ας πούμε. Έτσι λοιπόν, όταν επέλεγες τη δουλειά αυτή θα ’πρεπε να σκεφτείς και τη ζωή αυτή τη δύσκολη των φάρων — έτσι — δύσκολη ζωή.
Οι βάρδιές σας συνήθως πόσες ώρες ήταν; Η βάρδια-
Ναι.
Που είχατε μέσα στη μέρα-
Ναι.
Πόση ώρα ήταν;
Όχι την ημέρα, τη νύχτα είχαμε βάρδια. Η μέρα δεν είχε πρόβλημα. Το βράδυ. Ώρες, πόσες ώρες είχαμε; Είχαμε από όταν άναβε το φανάρι -έτσι- μέχρι τις 1:00 η ώρα το βράδυ, ας πούμε, 2:00, ανάλογα όπως το κανονίζαμε. Έπρεπε δηλαδή αυτός που θα το ανάψει, θα το ’χε το νου του μέχρι τις 1:00 η ώρα, παραδείγματος χάρη –έτσι- κει. Θα είχε το νου του να μη σβήσει, να μη… Να γυρίζει, έχει σημασία. Μετά ξύπναγε τον άλλον, κοιμόταν αυτός, και ο άλλος ήταν υποχρεωμένος να σηκωθεί και να μέχρι το πρωί, που θα το σβήσει, να το παρακολουθεί μην πάθει ζημιά. Γιατί υπήρχαν προβλήματα. Πολλές φόρες συνέβαινε να πάθουν διάφορες ζημιές τα φανάρια — ευαίσθητα, ευαίσθητα τα εργαλεία αυτά. Και όταν πια το ’σβηνε, γύριζε και κοιμότανε πάλι λιγάκι, γιατί καταλαβαίνετε ότι ήτανε ολόκληρη νύχτα, ώρες ολόκληρες. Ειδικά τον χειμώνα, πολλές ώρες.
Το ανάβατε την ώρα που έδυε ο ήλιος;
Μισή ώρα μετά τη δύση του ηλίου 20 λεπτά, μετά τη δύση του ηλίου και 20 λεπτά πριν ανατείλει ο ήλιος, το σβήναμε. Βέβαια, είπαμε για τη δουλειά που κάναμε όλη την ημέρα. Η προετοιμασία ήταν η προετοιμασία της δουλειάς, της βραδινής βάρδιας που θα δουλέψει το φανάρι. Πρέπει να φροντίσεις να ’χει πετρέλαιο, έτσι; Θα έπρεπε να ανεβάσουμε το πετρέλαιο στα φανάρια — σκάλες ολόκληρες βέβαια. Εδώ το δικό μας έχει αρκετές σκάλες. Λοιπόν, να ανεβάσεις το πετρέλαιο, να γεμίσεις τις φιάλες, να βάλεις αέρα να ’ναι έτοιμο για το βράδυ. Δεν ήταν ανάγκη να τα φτιάξουμε το βράδυ αυτά, έπρεπε να τα ’χουμε έτοιμα τη μέρα. Αυτές ήταν οι δουλειές της ημέρας — οι προετοιμασίες — και το βράδυ βέβαια ήτανε μόνο να το ανάψεις και μετά παρακολουθούσες μη τυχόν σβήσει. Η λυχνία δούλευε με αμίαντο, δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει να στα πω αυτά λίγο. Ήτανε με αμίαντο, μετάξι ήτανε στην ουσία, «αμίαντο» το λέγαμε. Το ’χαμε γνωρίσει και στα σπίτια μας, είχαμε τις λουξ τότε. Ήτανε ωραίο σύστημα αυτό, είχε αρκετή φωτοβολία. Και βέβαια αυτό μόνο του δεν θα έκανε δουλειά, αν δεν υπήρχαν τα κάτοπτρα. Τα κάτοπτρα, τα οποία γυρίζουν, περιστρέφονται και αυτό το κάτοπτρο έχει την ιδιότητα να πετάει το φως πάρα πολύ μακριά από την εστία του φωτός. Ενώ αν ήταν μόνο του, θα πήγαινε μερικά μίλια ας πούμε. Αυτό το αμίαντο ήταν επικίνδυνο βέβαια. Μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή ο ατμός του πετρελαίου που έβγαινε από το «ακροφύσιο», που λέγεται, να το πετάξει, να το διαλύσει καμία φορά, άμα ήτανε παλιό-είχε ραγίσει. Λοιπόν, έπρεπε να το ’χεις το νου σου. Αν γινόταν αυτό και δεν το ’βλεπες, έσβηνε το φανάρι. Αυτό δούλευε με με αεροποιημένο πετρέλαιο, έτσι; Εάν έσβηνε το φανάρι, το πετρέλαιο δεν αεροποιότανε, γινότανε υγρό και έβγαινε έξω και γιόμιζες πετρέλαιο. Ήτανε… Βέβαια, ήθελε προσοχή. Αυτή ήτανε η βασική προσοχή μας και η δουλειά μας. Και ξέρετε τώρα δεν ήτανε ότι η ζημιά στο φανάρι, ότι ερχόντουσαν πλοία. Και σε περίοδο κακοκαιρίας καταλαβαίνετε πόσο έχει ανάγκη το πλοίο τον φάρο. Τον θεωρεί σαν να βλέπει τον ήλιο, σαν μέσα από κακοκαιρία, έτσι. Και έπρεπε, λοιπόν, να ανάψει. Έπρεπε λοιπόν να το ’χουμε το νου μας, αν πάθαινε καμία βλάβη, ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Βέβαια κάποια στιγμή, κάποια λεπτά θα έπρεπε να μείνει σβηστό –έτσι - μέχρι να διορθωθεί η βλάβη. Το σημειώνουμε πάντοτε να ξέρουμε ότι αυτή την ώρα έγινε κάποια βλάβη και διορθώθηκε, διότι είχαμε την ευθύνη. Δεν μπορούσαμε να το αφήσουμε έτσι. Μπορεί κάποιος να μας ρωτούσε: «Γιατί έγινε αυτό;», έτσι. Και πέρα απ’ αυτό, έχει συμβεί να είχαν πάθει κάτι κακό οι φαροφύλακες και το καράβι, το καράβι που το ’βλεπε, λέει: «Γιατί δεν καίει το φανάρι; Μήπως έχουν πάθει κακό οι φαροφύλακες;». Και ψάχνοντας, εβρήκαν ότι πράγματι κάτι είχαν πάθει. Είχα ακούσει διάφορες ιστορίες. Λοιπόν, επροσέχαμε πάντοτε να δουλεύει [00:30:00]σωστά το φανάρι το βράδυ. Ήταν η βασική δουλειά μας. Τα υπόλοιπα όλα ήτανε δευτερεύοντα.
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που είχατε μείνει εσείς συνεχόμενα σε ένα φάρο;
Ένα μήνα. Και ένα μήνα έχουμε μείνει, βέβαια, γιατί ετύχαν περιόδοι που ήτανε… Θυμάμαι στον Κάβο Μαλιά ήταν άρρωστοι οι συνάδελφοι. Άλλος είχε πάρει άδεια και οι υπόλοιποι — άλλοι δύο — θα έπρεπε να κάνουν βάρδια. Μπερδευόταν το πράγμα. Έπρεπε να μείνεις… Ήτανε κουραστικό βέβαια, ήταν κουραστικό. Αλλά, κοιτάχτε, όταν μπεις σ’ αυτή την υπηρεσία, ξέρεις ότι θα έχεις και αυτά τα πράγματα. Τα υπολόγιζες.
Ήσασταν υπεύθυνοι οι φαροφύλακες και για τη συντήρηση του κτηρίου του φάρου;
Ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε συντήρηση βεβαίως. Έπρεπε να βάψουμε τα κουφώματα, να ασπρίσουμε. Αυτά ήταν δικές μας δουλειές, έτσι; Ο καθαρισμός, είπα, γυάλισμα των μπρούτζων, όλα αυτά ήταν όλα τα δικά μας αυτά. Το περιβάλλον να ’ναι καθαρό γύρω, για φωτιά και τέτοια. Αλλά εάν βέβαια επρόκειτο να γίνουν καινούργιοι σοβάδες, αν επρόκειτο να μπουν καινούργια κουφώματα, τέτοια πράγματα ήταν της υπηρεσίας. Αλλά φρόντιζε η υπηρεσία να στείλει ανθρώπους και υλικά για να φτιαχτούνε, έτσι. Συνέβη εγώ, όταν πρωτοπήγα στην Ικαρία, έγινε γενική επισκευή του κτηρίου. Με το που πρωτοπήγα, ξεκινήσαμε να αδειάζουμε δωμάτια για να πετάνε σοβάδες μέσα οι εργολάβοι κλπ. Όταν τέλειωσε το κτήριο και είπαμε να ξεκουραστούμε, επήρα μετάθεση. Εδώ πάλι όταν ήρθα, αλλάξαμε όλα τα κουφώματα, αλλάχτηκαν όλα, γιατί παλιώνουν κι αυτά. Σε άλλους φάρους, πάλι στην Τήνο είχανε γίνει σοβάδες κι εκεί, μόλις είχα πάει ευτυχώς είχανε γίνει εκεί. Θέλω να πω επισκευόντουσαν τα κτήρια, γιατί δεν μπορούν να μείνουν έτσι. Αλλά οι επισκευές αυτές γινόντουσαν από εργολάβους, τους οποίους έστελνε η υπηρεσία. Επέλεγε και έστελνε. Εμείς έπρεπε να να συντηρήσουμε να διατηρήσουμε καθαρό και γενικά το περιβάλλον και το κτήριο. Ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε.
Τα αγαθά που χρειαζόσασταν -φαγώσιμα, τρόφιμα- πώς τα προμηθευόσασταν;
Ανάλογα τον φάρο. Εδώ, παραδείγματος χάρη, επηγαίναμε με το μηχανάκι ό,τι θέλαμε το παίρναμε. Δεν είχαμε πρόβλημα, εντάξει. Όμως στον Κάβο Μαλιά, παραδείγματος χάρη, είναι 2 ώρες ο δρόμος ερχόντουσαν — με το που πηγαίναμε μέσα, ας πούμε, το Σάββατο — ερχόντουσαν, είχε κάποιον κάποιον άνθρωπο κει πέρα, που η υπηρεσία τον πλήρωνε βέβαια, με τα μουλάρια του, βάζαμε τα πράγματά μας πάνω -τα τρόφιμα- καθόμαστε κι εμείς και πηγαίναμε στο φανάρι και την άλλη μέρα φεύγανε οι άλλοι δύο φαροφύλακες. Οπότε με αυτόν τον τρόπο φέρναμε φέρναμε τρόφιμα. Στην Τήνο τώρα παραδείγματος χάρη αλλιώς. Στην Τήνο πάλι μας έφερνε ο άνθρωπος αυτός με τα ζώα του τα τρόφιμα απέναντι στο νησάκι της Τήνου. Έβαζε έβαζε μία φωτιά δεν φοβόμασταν εκεί, δεν έχει του Τσιρίγου το δάσος κτλ. Εκεί βάλανε μία φωτιά σε ένα θάμνο, μόλις βλέπαμε εμείς φωτιά, έπρεπε να βγούμε έξω γιατί κάποιος ήρθε. Ήτανε σύνθημα αυτό. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Πού να υπάρχουν τα κινητά εκείνη την εποχή! Ούτε τηλέφωνο υπήρχε άλλο. Λοιπόν, επηγαίναμε έξω και ή θα μας έφερνε τρόφιμα εάν δεν ερχόταν ο συνάδελφος να αλλάξουμε και πηγαίναμε και τα παίρναμε μέσα κλπ. ή θα ερχόντουσαν οι συνάδελφοι με τα τρόφιμά τους, οπότε εκείνοι μπαίνανε και εμείς βγαίναμε. Και στην Ικαρία πάλι με τις βάρκες. Εκεί είχε ο προϊστάμενος θυμάμαι μία βαρκούλα και ότι θέλαμε πήγαινε στο χωριό έξω στο λιμανάκι στο [Δ.Α. 00:36:29] έπαιρνε ό,τι θέλαμε, είχαμε ανάγκη τα φέρναμε. Άλλοτε πηγαίναμε και με τα πόδια. Βάζαμε τον ντορβά στον ώμο, πηγαίναμε, ψωνίζαμε και γυρίζαμε. Ήμαστε παιδιά τότε, δεν υπολογίζαμε ούτε πράγμα.
Είπατε πριν ότι δεν είχατε σόμπες και ψυγεία τα πρώτα χρόνια-
Ναι.
Πώς το διαχειριζόσασταν αυτό το πράγματα; Τα τρόφιμά σας, τι τα κάνατε;
Κοιτάχτε, παίρναμε τρόφιμα που δεν χαλάγανε. Παραδείγματος χάρη, κρέας δεν μπορούσες να πάρεις. Να συντηρήσεις ψάρια που έβγαζες ή καλαμάρια, παραδείγματος χάρη, δεν μπορούσες να τα συντηρήσεις. Έπρεπε να τα φας σύντομα. Κονσέρβες είχαμε, όσπρια, πράγματα που… Ή αν είχες κρέας, με το που ερχόσουνα μέσα είχες πάρει κρέας, έπρεπε να το μαγειρέψεις την άλλη μέρα. Δεν μπρούσε να μείνει παραπάνω. Για θέρμανση τώρα, είχανε ξύλα τότε, σόμπες με ξύλα. Οι φαροφύλακες τα ‘χανε, οι φαροφύλακες. Δεν ήταν και αυτό εύκολο, δεν υπήρχαν ξύλα. Δυσκολευόντουσαν, κρυώνανε οι φαροφύλακες εκείνα τα χρόνια. Αλλά το καταλάβανε βέβαια στην υπηρεσία. Ανέβηκε το επίπεδο γενικά και βοήθησαν πολύ τα φανάρια και πήγανε σε όλα τα φανάρια σόμπες πετρελαίου, έτσι. Μας φέρνανε λοιπόν το πετρέλαιο και για να ανάβει ο ο φάρος — διαφορετικό πετρέλαιο — και άλλο πετρέλαιο για τις σόμπες. Επίσης, φέρνανε πετρέλαιο για να ανάβουμε τα ψυγεία. Γιατί και τα ψυγεία ήταν με πετρέλαιο. Άναβε ένα φυτιλάκι και με αυτό τη φωτιά, εδημιουργούσε ψύξη. Εντάξει, αυτά είναι ωραία πράματα. Βέβαια τώρα δεν υπάρχουν, δεν ξέρω αν υπάρχουνε κάπου. Εμείς τότε τα ’χαμε σε όσα φανάρια δεν υπήρχε ρεύμα, έτσι; Γιατί κάποια είχανε ρεύμα. Σε όσα δεν υπήρχε ρεύμα ήτανε αυτό. Καλό ήτανε, μας βοηθούσε να συντηρήσεις μερικά πράγματα. Παραδείγματος χάρη, τώρα στην Τήνο που πιάσαμε αρκετά ψάρια και καλαμάρια. Πριν μας φέρουν το ψυγείο — δηλαδή την περίοδο εκείνη μας το φέραν το ψυγείο — πριν μας φέρουν το ψυγείο, πιάναμε τα καλαμάρια ας πούμε αρκετά, γιατί μόλις βγαίναμε με τη βάρκα, σε 20 μέτρα πιάναμε καλαμάρια. Και τι να τα κάνουμε; Πόσα να φάμε; Την άλλη μέρα έπρεπε κάποιος να βγει, να τα πάει να τα… Τα δίναμε, τα χαρίζαμε στο χωριό έξω σε γνωστούς ανθρώπους. Και μετά που φέρανε το ψυγείο βέβαια βάζαμε στο ψυγείο και είχαμε και άλλες μέρες να φάμε ή ψάρια και κρέας μπορούσαμε να φέρουμε και γάλα ας πούμε, ναι. Έτσι. Εντάξει, ζει ο άνθρωπος ανάλογα με τις συνθήκες του έτσι. Είναι φυσικό, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έτσι είχαμε μάθει και δεν μας έκανε εντύπωση. Σήμερα να μιλάμε για τέτοια πράγματα λες: «Τι είναι, τι είναι αυτό;». Ψυγείο με πετρέλαιο δεν το ξέρομε. Είναι άλλες εποχές. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει να ξεφύγουμε από αυτά. Βέβαια, τώρα το μόνο που έλεγα — λέω τώρα, λέω έτσι σαν αστείο λίγο: «Να ’χαμε ένα κινητό τότε -που δεν το συμπαθώ πολύ- τότε να ’χαμε ένα κινητό να μιλάγαμε με τους ανθρώπους έξω». Δεν ξέραμε τι γινόντουσαν, οι γονείς μου δεν ξέρανε τίποτα, τίποτα. Δεν μιλάγαμε. Έπρεπε να βγούμε έξω να πάρουμε τηλέφωνο — τότε ήτανε στις κοινότητες ή στα καφενεία — και να δώσουμε ραντεβού με τους γονείς μας να μιλήσουμε ή να περιμένουμε αλληλογραφία να έρθει έξω και αυτή να δεις τι κάνουν οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, οι συγγενείς κλπ. ή όσες οικογένειες… Είχαν και οικογένεια βέβαια. Ήτανε δύσκολη η επικοινωνία τότε, πολύ δύσκολη.
Όταν πιάσατε δουλειά στον πρώτο φάρο στην Ικαρία πώς ήταν τα συναισθήματά σας τον πρώτο καιρό; Η προσαρμογή;
Να σας πω, είχα την τύχη να έχω έναν καλό προϊστάμενο εκεί, πολύ καλό προϊστάμενο που με αγαπούσε και με βόηθησε. Με βόηθησε ότι καταλάβαινε ότι ήμαστε νέοι άνθρωποι, δεν… Ούτε παρεξηγούσανε γιατί δεν ξέραμε να μαγειρέψουμε ή δεν ξέρω γω τι δεν κάνουμε σωστά. Σιγά-σιγά τα μάθαμε όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά με βοήθησε με την έννοια ότι δεν με μάλωνε κατ’ αρχήν, γιατί μπορούσε και να με μαλώσει, άμα ήθελε. Έτσι δεν είναι; Με βόηθησε, πηγαίναμε για ψάρια, πιάναμε ψάρια, τρώγαμε, μαγειρεύαμε. Τελικά, έμαθα εκεί να μαγειρεύω. Θυμάμαι που είχε έρθει μία φορά η γυναίκα του και είχε φέρει, μας είχε φέρει αρνί. Λέω: «Τώρα πώς θα το μαγειρέψουμε;». Δεν ξέρω να μαγειρεύω αρνί, άλλα πράγματα… Λέω: «Κυρά -πώς τη λέγανε, Γιαννή τη λέγανε, πώς τη λέγανε- πώς θα το μαγειρέψω αυτό;». Μου εξήγησε λοιπόν κι έκανα… Το μαγείρεψα. Η πρώτη φορά, και να σου χαλάσει λιγάκι, δεν παθαίνει και τίποτα. Θα το μάθεις την επόμενη φορά, θα ’ναι καλύτερο. Εντάξει, με τους συναδέλφους σιγά-σιγά συνειδητοποιείς πώς πρέπει να ζεις. Δεν είναι… Ξέφυγες απ’ την οικογένειά σου που είναι αλλιώς τα πράγματα, στον στρατό είναι κάπως διαφορετικά και εκεί λίγο στρατός είναι. Δεν ήταν διαφορετικά, απλώς είχες να κάνεις με τέσσερα συγκεκριμένα πρόσωπα εκεί. Θα έπρεπε να έχεις καλή σχέση κατ' αρχήν, έτσι δεν είναι; Διότι αν μεταξύ τεσσάρων ατόμων υπάρχει μια διχόνοια ή φαγωμάρα ή παραξενιές, τότε χαλάει και το πράγμα. Κοιτούσαμε να ’μαστε αγαπημένοι μεταξύ μας, να συνεργαζόμαστε σε ό,τι κάνουμε στο ψάρεμα, στο μαγείρεμα, στις δουλειές για να είναι πιο ήρεμη η ζωή μας και πιο όμορφη, έτσι δεν είναι; Και μπορώ να πω ότι περάσαμε πάρα πολύ όμορφα. Όταν έφυγα, κι εγώ λυπήθηκα και οι και οι συνάδελφοι λυπήθηκαν που έφυγα. Γιατί στο τέλος δένεσαι με τους ανθρώπους. Και τώρα που το συζητάμε, τους αναπολείς. Λες: «Αχ, να ’βλεπα τον προϊστάμενό μου!», έχει πεθάνει, Θεός σχωρέσ’ τον. Ή τους συναδέλφους εκεί τότε, όλους εκείνους. Δένεσαι. Β[00:40:00]έβαια, δεν είναι πάντα έτσι. Υπάρχουν και περιπτώσεις που οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο ήρεμοι και τόσο… Δεν ταιριάζανε, που λέμε, με τους χαρακτήρες και υπήρχαν και στεναχώριες. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν μέλι-γάλα όλα πάντοτε, όχι. Πάντα υπήρχανε οι άνθρωποι αυτοί, αλλά θα έλεγα ήταν η διπλωματία μέσα που είχε ο καθένας πώς θα φερθεί, για να μπορέσει να κάνει όμορφη τη ζωή και να μην φτάσεις να τσακώνεσαι και να παρεξηγείσαι. Γιατί δεν έχεις κανένα όφελος από αυτό, μόνο μόνο ζημιά. Έτσι; Τα ζήσαμε αυτά βέβαια, αλλά εγώ προσπάθησα τουλάχιστον — και άλλοι όπως έτσι κατάλαβα — με διάφορες υποχωρήσεις, με όμορφο τρόπο να μπορέσεις να ζήσεις όμορφα αυτή την περίοδο. Γιατί αυτή η περίοδος ήταν ένα διάστημα: ένας χρόνος, δύο χρόνια, πέντε χρόνια. Δεν παντρεύτηκες κανένα. Έφυγες και πήγες αλλού. Έτσι ήταν η ζωή.
Στιγμή μοναξιάς υπήρξε ποτέ;
Το νιώσαμε αυτό, το νιώθαμε, Ελένη. Κυρίως εις την Τήνο που έκανα πολλά χρόνια και που ήτανε πιο απομονωμένο το νησί. Τα άλλα, οι άλλοι φάροι ήταν πιο εύκολα να βγεις έξω, να δεις κόσμο κλπ. Εις την Τήνο ήταν αυτό το συναίσθημα της μοναξιάς. Γιατί, σας είπα, δεν είχαμε επικοινωνία με τους δικούς μας, δεν μπορούσες να επικοινωνήσεις, όταν ήσουνα μέσα. Αγωνιούσες τι κάνουνε, έτσι; Ερχότανε μέρες γιορτές — Πάσχα, Χριστούγεννα κλπ. — και έλεγες: «Τι να κάνουν οι γονείς μου, πού να είναι τώρα; Κι εγώ κάθομαι μέρα-νύχτα μόνος μου» κλπ. Ε, στεναχωριόσουν. Και μπορούσες και να να δακρύσεις κιόλας έτσι καμιά φορά που… Ή στις ελιές εγώ σκεφτόμουνα τότε ότι… Οι γονείς μου είχαν ελιές. Τις μαζεύανε, κουραζόντουσαν, γιατί και ο αδερφός μου είχε φύγει είχε πάει στρατιώτης και στα καράβια. Και όλα αυτά αισθανόσουνα μοναξιά, με την έννοια ότι δεν μπορούσες να να βρεθείς κοντά σε εκείνους που αγαπούσες. Αυτό συνέβαινε κατά διαστήματα, όχι σε κάθε μέρα βέβαια. Ξέφευγες κάποια στιγμή, εντάξει. Κυρίως στις γιορτές, το καλοκαίρι τέλος πάντων, δεν είχες την παρέα που ήξερες. Γιορτές κλπ. περισσότερο το ένιωθες αυτό το συναίσθημα. Αλλά εντάξει, είχες μάθει ότι έτσι είναι η ζωή. Δεν μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο.
Εκείνες οι γιορτές πώς ήταν στον φάρο; Τις θυμάστε;
Πάρα πολύ απλά, πάρα πολύ απλά. Δεν είχαμε το ιδιαίτερο τίποτα. Όπως ήταν και οι άλλες ημέρες. Δεν άλλαζε τίποτα. Όμως εγώ, επειδή μ’ άρεσε η εκκλησία βέβαια, είχα το ραδιόφωνο και παρακολουθούσα πάντοτε τις ακολουθίες, τις λειτουργίες, όλες τις γιορτές — Πρωτοχρονιά, Πάσχα, Χριστούγεννα κλπ. — κι έτσι ικανοποιούσα κάπως αυτό το συναίσθημα. Έτσι παρηγοριόμουνα. Και βέβαια, αυτές τις ημέρες θα είχαμε κάτι καλύτερο φαγητό να βάλουμε. Καμιά κονσέρβα την κάναμε. Ποιο ήταν το καλό φαγητό; Ήτανε ότι αν είχαμε κρέας, αν υπήρχε κρέας, το κάναμε φαγητό. Αν δεν υπήρχε, θα 'πρεπε να κάνουμε μακαρονάδα και να είχαμε — πώς λέγεται — κονσέρβα, «ζαμπόν» τα λέγαμε και κάναμε υποτίθεται ωραίο φαγητό για την ημέρα. Μερικές φορές ερχόντουσαν και φίλοι μας απ’ έξω για να μας δούνε, μας κάνανε παρέα. Ενθυμούμαι μια φορά τα Χριστούγεννα, Χριστούγεννα και ήτανε ωραιότατη μέρα. Βλέπουμε λοιπόν το βράδυ κατά τις 10:00 η ώρα φωτιά απέναντι που εσήμαινε ότι κάποιος απ’ έξω μάς φωνάζει. Λέμε: «Τώρα ποιος είναι αυτός; Τέτοια ώρα; Τι θέλουνε αυτοί;». Αλλά για να αυτό… Κάποια ανάγκη υπάρχει. Δεν ξέραμε τι είναι. Καλό είναι, κακό είναι, δεν καταλάβαμε. Τέλος πάντων, το φανάρι δούλευε βέβαια, δεν ήταν και πολύ μακριά 10 λεπτά ήτανε με τη βάρκα, αλλά ήταν τα ρέματα. Ευτυχώς ήταν καλοσύνη. Και βγαίνουμε έξω να δούμε τι είναι και βλέπουμε 3-4 παλικάρια φίλοι μας-γνωστοί μας και ήρθανε με τα φαγητά τους να μας κάνουν παρέα τα Χριστούγεννα. Το ευχαριστηθήκαμε, περάσαμε όμορφα. Θέλω να πω υπάρχουν τέτοιες στιγμές και χαράς, όχι μόνο μοναξιάς και λύπης. Αλλά οι άνθρωποι όταν έχουνε μια καλή επικοινωνία με τον κόσμο, νομίζω ότι το ξεπερνάνε και αυτό. Έτσι; Μας έχουνε μείνει οι αναμνήσεις από αυτές τις όμορφες.
Πότε έγινε αυτό το περιστατικό; Ποια χρονιά;
Μια χρονιά από το ’70 μέχρι το ’72, εκεί. ’73 πρέπει να ’τανε, κάπου εκεί. Και πολλές φορές ερχόντουσαν και άλλοι γνωστοί μας άνθρωποι με βάρκες. Μας βρίσκανε, ψαρεύαμε. Ήταν και ένας… Στον Πάρνωνα που εμένα, όταν πηγαίναμε έξω, είχε σχολή καλλιτεχνών. Ήταν μαρμαράδικα εκεί πέρα και σχολή, αυτή η σχολή. Ο καθηγητής, λοιπόν, ένας από απέναντι — από το Γύθειο, από εκείνα τα μέρη ήταν — ερχότανε πολλές φορές με τη βάρκα του στο φανάρι και ζωγράφιζε μες στη θάλασσα αυτός και κάναμε παρέα. Τρώγαμε τα ψάρια, περνάγαμε και όμορφα, δεν είχαμε… Όταν ο καιρός ήταν καλοσύνη όμως, γιατί η Τήνος σπάνια θα ’βρισκες καλοσύνη ειδικά το καλοκαίρι. Τον χειμώνα μπορούσα να πω ότι είναι πιο καλά από απόψεως καιρικών συνθηκών, ενώ το καλοκαίρι μπορούσε να κρατήσει 20 μέρες το μελτέμι γερό. Μια φορά βράδυ βράδυ ή πρωί-πρωί που ήταν κομμένο προλαβαίναμε και πηγαίναμε και παίρναμε τα τρόφιμά μας και γυρίζαμε-γρήγορα γρήγορα, πριν φρεσκάρει το μελτέμι. Δεν μπορούσες να βγεις. Κινδύνευες, αν δεν ήξερες.
Εκτός από την Ικαρία και την Τήνο, που μας είπατε ότι δουλέψατε στους φάρους εκεί, μετά πού αλλού πήγατε;
Πήγα στον Κάβο Μαλιά. Έκανα εκεί αρκετά χρόνια και βέβαια έκανα εδώ. Εδώ έκανα τα τελευταία χρόνια. Έκανα αρκετά εδώ πέρα. Συνήθως όλοι οι φαροφύλακες τα τελευταία χρόνια τα κάνουν κοντά στις οικογένειές τους. Η υπηρεσία φρόντιζε και γι’ αυτό. Ναι, έναν χρόνο στο Καστελλόριζο. Μπράβο ναι, έκανα και στο Καστελλόριζο κάπου το ’86. Πότε ήτανε; Ενθυμούμαι ότι όταν εγύρισα από το Καστελλόριζο — σε ένα χρόνο δηλαδή — , ήταν το Τσερνομπίλ και θυμάμαι που ήρθαμε στο νησί και δεν μπορούσαμε να φάμε μαρουλάκι. Ναι, πρέπει να ’ταν το ’86-’87, αν δεν έχω… Δεν τα θυμάμαι καλά αυτά. Πάντως, ναι, κάναμε στην Ικαρία, Δύσβατο Τήνου, Μαλέα, Τσιρίγο και Καστελλόριζο. Καστελλόριζο το πιο ακραίο νησί της Ελλάδας μας.
Εκεί, λόγω της περιοχής, που ήταν πολύ μακριά, είχατε κάποιες δυσκολίες;
Βέβαια! Να σκεφτείς τώρα έπρεπε να… Από Αθήνα εγώ όταν ερχόμουνα με άδεια, παραδείγματος χάρη, από δω πήγαινα Πειραιά. Από Πειραιά-Ρόδο 22 ώρες, 7 ώρες για το Καστελλόριζο. Μόνο η διαδρομή να υπολογίσεις... Κατά τα άλλα, εντάξει. Εκεί είχανε η διατροφή μας υπήρχε ό,τι ήθελες να ψωνίσεις, δεν είχες προβλήματα. Εντάξει, αισθανόσουνα βέβαια απομακρυσμένος από τον κόσμο τον πολύ, απ’ τους δικούς σου. Αν ήθελες να πας καμιά φορά είναι πάρα πολύ μακριά. Κατά τα άλλα, εντάξει η ζωή ήταν στα φανάρια όπως συνήθως. Είχαμε βέβαια δίπλα μας τους Τούρκους, απέναντι. Κοντά ήτανε, δεν ήτανε μακριά. Την περίοδο εκείνη που έφυγα είχε γίνει και αεροδρόμιο για αεροπλάνο. Τώρα για ελικόπτερο το ’χανε κάνει, δεν θυμάμαι καλά. Και ήτανε μάλιστα να έρθει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να να το εγκαινιάσει. Αλλά κάτι είχαμε εμείς με τους Τούρκους τότε, είχαμε κάποια επεισόδια και δεν έγινε. Και είχαμε τη χαρά ότι θα ταξιδέψουμε και αυτό κάποτε. Δεν μπορέσαμε. Αεροπλάνο πρέπει να ’τανε, αν θυμάμαι καλά. Έχει αεροδρόμιο τώρα, νομίζω πηγαίνει. Πρέπει να πηγαίνει, πρέπει αν πηγαίνει. Αλλά ήτανε τότε δα. Πρέπει ’66, συγγνώμη… ’86- ’87. Ναι, κάπου εκεί πρέπει να ’ταν το Καστελλόριζο, το ωραίο Καστελλόριζο. Κάποτε είχε 14.000 κόσμο και όταν ήμουνα εγώ είχε κάπου 300 άτομα. Ναι, όταν πας εκεί, κάνει εντύπωση τα σπίτια. Πολλά σπίτια διώροφα, τριώροφα. Λέω: «Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς τα κάναν αυτά κει πέρα;». Είχε πολύ κόσμο, πολλούς ναυτικούς. Και αυτοί την πατήσανε όπως κι εμείς. Τα παιδιά μας φύγανε και πήγανε στην Αυστράλια και από κει το ίδιο φύγαμε για την Αυστράλια. Το ίδιο πράγμα πάθανε. Ωραίο το Καστελλόριζο. Είχα μια εμπειρία και από αυτό.
Μετά που ήρθατε εδώ, πώς ήταν; Στο Μουδάρι;
Μετά, εντάξει μπορώ να πω ξεκουράστηκα κάπως. Γιατί όσο και να ξέρεις ότι η δουλειά σου είναι αυτή και οι δυσκολίες υπάρχουνε. Όταν βρεθείς στον τόπο σου, στην οικογένειά σου και στα δικά σου μέρη, είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Έτσι. Ξεκουράζεσαι και ψυχικά. Σωματικά μπορεί όχι, γιατί θα κάνεις κάποιες περισσότερες δουλειές, αλλά περισσότερο ψυχικά έτσι. Ήταν όμορφα, όταν γυρίζεις στο σπίτι σου είναι [00:50:00]όμορφο.
Είχατε κι άλλους μαζί σας συναδέλφους; Πόσοι ήσασταν εδώ στο Μουδάρι;
Τέσσερις τέσσερις. Είπαμε πάντα οι δύο μέσα εκτός και έπαιρνε κάποιος άδεια. Μπερδευόμασταν λιγάκι, καθόμαστε περισσότερες μέρες μέσα. Ήταν διαφορετικά τα πράγματα, όταν έπαιρνε άδεια κανείς. Αλλά όταν δεν είχαμε πρόβλημα αδείας, κανονικά η βάρδιά μας και προσπαθούσαμε να μην δημιουργούμε καταστάσεις. Δηλαδή, εάν κάποιος δεν ερχόταν στα καλά καθούμενα, κάποιον λόγο, χωρίς να ειδοποιήσει, ο άλλος δεν μπορούσε να φύγει. Δηλαδή μπέρδευε την κατάσταση. Προσπαθούσαμε όλοι μας… Και ευτυχώς είχαμε συνεργασία με όλους τους συναδέλφους και περάσαμε όμορφα περάσαμε. Δεν είχαμε προβλήματα. Αλλά αυτό προϋπέθετε ότι ο άνθρωπος — κάθε άνθρωπος — είχε συνείδηση στη δουλειά του και στην αποστολή του. Γιατί δε μπορείς να αδικείς τον άλλονε με το να [Δ.Α. 00:54:30] τις εξόδους. Θυμάμαι μία περίπτωση τέτοια έτσι, για να πούμε και κάτι από την Τήνο. Ήτανε και… Δευτέρα πρέπει να ’τανε μέρα — θυμάμαι και τη μέρα — ήτανε να να βγούμε με το συνάδελφο έξω. Είχαμε ετοιμαστεί λοιπόν, ό,τι έπρεπε να πάρουμε, είχαμε καθαρίσει το φάρο, γιατί έπρεπε όταν φύγεις, όλα να ’ναι καθαρά, ο άλλος που θα ’ρθει να τα βρει όπως πρέπει. Και περιμέναμε τώρα και κοιτάζαμε να δούμε φωτιά. Αυτό ήταν το σήμα, έτσι; Περιμέναμε, περιμέναμε. Συνήθως εκεί 8:00 η ώρα ερχόντουσαν με τα μουλάρια και με τα τρόφιμα και με τους συναδέλφους. Περνάει 8:00 η ώρα, 9:00 η ώρα, 10:00 η ώρα, τίποτα. «Μωρέ τι συνέβη;». Πώς να μάθεις; Δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Με τον συνάδελφο λέμε: «Τι να κάνουμε τώρα;». Τι να κάνουμε; Αφού δεν ήρθαν, δεν μπορούμε να φύγουμε. Δεν μπορούσες να φύγεις. Δεν μπορείς να αφήσεις το φανάρι, να το εγκαταλείψεις. Αυτό απαγορευόταν. Καθίσαμε, λοιπόν, και λέμε: «Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;». Είχε ένα παιχνίδι που λέγεται monopoly . Μπορεί το ξέρεις. Λέμε: «Ας το δοκιμάσουμε». Γιατί παίζαμε τάβλι συνήθως ή χαρτιά. Διάφορα άλλα παιχνίδια παίζαμε. Αυτό δεν το ’χαμε δουλέψει ποτέ. Και λέει ο Θανάσης ο φίλος μου, λέει: «Να το δοκιμάσουμε να παίξουμε, αφού δεν μας ήρθανε. Κάτι έγινε, κάτι θα συνέβη για να μην έρθουν». Και πιάνουμε, λοιπόν και παίζουμε monopoly τώρα και να διαβάσουμε και κάτι πώς δουλεύει, γιατί δεν ξέραμε πώς έπαιζε. Αρχίζαμε λοιπόν και παίζαμε, παίζαμε, παίζαμε. Επήγε 4:00 η ώρα τ’ απόγευμα. Ούτε είχαμε μαγειρέψει ούτε τίποτα. Τότε θυμηθήκαμε ότι πεινάγαμε. Τότε σταματήσαμε τη monopoly και ‘ντάξει, συνεχίζαμε τη ζωή. Φάγαμε κάτι πρόχειρο, την άλλη μέρα ήρθε ο συνάδελφος και φύγαμε εμείς βέβαια. Υπήρχε κάποια δικαιολογία. Αυτά αυτά συμβαίνουνε στις υπηρεσίες, πάντα συμβαίνουν. Ανθρώπινα βέβαια. Αλλά, ναι, όταν δεν προσέχουμε, όταν κάποιοι συνάδελφοι δεν προσέχανε, δημιουργούσανε προβλήματα και εντάσεις. Είναι φυσικό. Αλλά στο τέλος πρυτάνευε η λογική, έτσι, και η καλή συνεργασία. Γιατί αλλιώς, αλλιώς, με τις εντάσεις δεν μπορείς να ζήσεις. Όπως μέσα σε μία οικογένεια δεν μπορείς να ζήσεις με εντάσεις, το ίδιο. Γιατί στην ουσία οι φαροφύλακες είναι μία οικογένεια όπως ζούνε στο φανάρι. Λοιπόν, αν υπάρχουν εντάσεις, είναι για όλους κακό.
Θυμάστε κάποια στιγμή κινδύνου;
Για εμάς; Αλλά είχαμε και άλλη και για άλλους. Εμείς ο φόβος ήταν στην Τήνο πάλι μιλάω που πολλές φορές έπρεπε να βγούμε έξω με το βαρκάκι μας — μικρό βαρκάκι με τα κουπιά — και είπαμε, είχε πολύ ρεύμα πάρα — πολύ ρεύμα — και συνήθως μελτέμι ή βοριά. Και νοτιά μπορούσε να έχει, δεν έχει σημασία. Αλλά έπρεπε να βγούμε, διότι ο άλλος περίμενε απέναντι. Υπολογίζαμε τον καιρό βέβαια. Πάντα ξέραμε αν έπρεπε να ρίξουμε, να ανοίξουμε τη βάρκα. Αλλά ήταν δύο νησάκια. Εμείς ήμαστε στο ακριανό. Έπρεπε να περάσουμε δύο στενά θαλάσσης. Το πρώτο στενό ήταν πιο μικρό. Ας πούμε ήτανε 40 μέτρα η διάμετρός του. Έπρεπε να περάσεις αυτό το ρεύμα. Είχε ρεύμα πάρα πολύ αυτό το σημείο και εκεί κινδυνεύαμε, όταν είχε πολλή φουρτούνα, έτσι. Μετά πέρναγες από το νησάκι από κάτω, το επόμενο νησάκι, ήτανε ήρεμα τα πράγματα. Είχαμε και άλλο ένα στενό και ήτανε κάπου 100 μέτρα για να βρεθείς πια στην Τήνο. Εκεί το στενό κι αυτό είχε ρεύματα, αλλά ήταν λιγότερο. Όταν γύριζες πάλι το ίδιο πράγμα. Δηλαδή κινδυνεύσαμε πολλές φορές στην περίπτωση αυτή. Γιατί στα 5 χρόνια που έκανα, καταλαβαίνετε πόσες φορές πήγαμε πέρα-δώθε με τις βάρκες και δεν ήταν πάντα κάλμα. Έτσι; Πολλές φορές ήτανε ειδικά τα μελτέμια, τα μελτέμια, που έχει και ρεύμα και αέρα. Αυτοί ήταν οι κίνδυνοι που περάσαμε, που έχουμε περάσει στα φανάρια. Σε άλλους φάρους, δόξα τω Θεώ, δεν είχαμε έτσι τέτοιους κινδύνους. Δεν θυμάμαι κάτι. Αλλά περάσαμε με τον συνάδελφο ένα ατύχημα που έγινε κάτω από το φανάρι, πάλι στο φανάρι της Τήνου λέω. Μιλάω περισσότερο για την Τήνο, γιατί εκεί έκατσα 5 χρόνια και ήταν δύσκολο φανάρι. Ήταν ένας… Είχε έρθει απ’ την Κωνσταντινούπολη, Έλληνας με τα παιδιά του και με τα καΐκια του φύγανε κρυφά βέβαια τότε και ήταν ψαράδες και σφουγγαράδες. Και κάθε καλοκαίρι ερχόντουσαν και στο φανάρι μας από κάτω. Ψαρεύανε σφουγγάρια, τους βλέπαμε, μας δίνανε ψάρια, μας χαιρετάγανε, ξέρανε κάθε φορά που… Λοιπόν, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους τώρα, τα ξεχνάω τώρα, απλώς... Ένα απόγευμα καλοσύνη, είχαμε ξαπλώσει να ξεκουραστούμε λίγο με τον συνάδελφο και ξαφνικά ακούμε φωνές από κάτω, ακριβώς από το φανάρι, που είναι δύο λεπτά με τα πόδια να κατέβεις, δεν είναι μακριά. Φωνάζανε: «Παιδιά ελάτε κάτω, γιατί έχουμε… Πνίγεται ο καπετάνιος». Ξαφνιαστήκαμε, πήγαμε στη βάρκα μας αμέσως και πήγαμε κοντά τους. Πολύ κοντά ήτανε. Και τι είχε συμβεί; Το αφεντικό, ο μεγάλος ο πατέρας αυτός είχε βάλει το σκάφανδρο και κατέβηκε κάτω για να βγάλει σφουγγάρια με το σκάφανδρο. Και επειδή είχε πολλά ρεύματα, όπως σας είπα, πάρα πολλά ρεύματα, το σωληνάκι που κατέβαινε με το οξυγόνο — ανέπνεε οξυγόνο — αυτό μπερδεύτηκε με τα ρεύματα και με την προπέλα, σταμάτησε η ροή του οξυγόνου, έσκασε ο άνθρωπος! Και το κατάλαβε το παιδί από πάνω και τον τράβηξε πάνω. Όταν πήγαμε εμείς, τον είχε τραβήξει και ήτανε ματωμένος, είχε κοκκινίσει όλος, είχε μπλαβίσει και τον βοηθήσαμε, τον βάλαμε πάνω στο καΐκι και ειδοποίησε τότε τα παιδιά του. Ήταν σ’ άλλο καΐκι τα παιδιά του. Είχε πεθάνει βέβαια ο άνθρωπος. Τα παιδιά του τον πήραν και φύγανε. Θυμάμαι αυτό το γεγονός με είχε συνταράξει, με είχε συγκλονίσει πολύ. Μέχρι που έφυγα — αυτό έγινε στα μισά περίπου της ζωής μου εκεί, πρέπει να ’ταν εκεί ή προς το τέλος, κάνα δύο χρόνια πριν — μέχρι που έφυγα, απέφευγα να κοιτάζω το μέρος εκείνο ή να περνάμε με τη βάρκα, γιατί μου ’χε μείνει αυτή η σκηνή. Έτσι με συγκλόνισε αυτό το πράγμα. Ήταν φοβερό. Και να μην έχεις να βοηθήσεις δηλαδή ούτε να ειδοποιήσεις, τίποτα. Ευτυχώς τα παιδιά αυτά είχανε μέσα κάτι ασυρμάτους, κάτι είχανε, επικοινωνούσανε. Γιατί, σας είπα, ο πατέρας με ένα παιδί — δύο πρέπει να’ ταν — είχαν αυτό το καΐκι και τα άλλα παιδιά ήτανε σε άλλο μέρος κοντά βέβαια — προς την Τήνο πρέπει να ’τανε — και ήρθανε. Και από εκεί και πέρα φύγανε. Ευτυχώς ήταν καλός ο καιρός. Ήτανε έτσι γεγονότα συγκλονιστικά. Μας άφησε άφησε και αυτό μία εμπειρία κακή.
Όταν σταματήσατε να εργάζεστε ως φαροφύλακας, τον πρώτο καιρό, σας έλειπε ο φάρος, η ζωή στον φάρο, η δουλειά εκεί;
Βέβαια μας έλειπε. Αφού να σκεφτείς περάσανε χρόνια και έβλεπα στον ύπνο μου ότι άναβα το φανάρι, ότι έσβησε το φανάρι, κάτι έπαθε και τέτοια πράγματα. Φυσικό είναι, φυσικό είναι! Αφού είναι μία ολόκληρη ζωή, ας πούμε, και νομίζω ότι… Εξύπναγα το πρωί… Έπρεπε, όταν είχα βάρδια, έπρεπε να σηκωθώ 6:30 η ώρα για να πάω… Είχα συνηθίσει και ξύπναγα κάθε πρωί 6:30 η ώρα, άσχετα ότι δεν είχα να πάω στο φανάρι. Ναι, είναι γίνεται η ζωή σου να το πούμε η συνέχεια της ζωής σου. Εντάξει, σιγά-σιγά, μάτια που δεν βλέπονται… Που λέει κάπως έτσι. Αλλά όχι ότι μες στο μυαλό μας, στη σκέψη μας υπάρχει η ζωή αυτή, δεν έχει φύγει, έτσι; Αναπολείς πολλές φορές όλα αυτά τα περασμένα. Πάντως για να… Όταν μπορέσω, πηγαίνω στα φανάρι και βλέπω εκεί τους συναδέλφους και ευχαριστιέμαι που έχει αλλάξει η ζωή τους. Πολύ ωραιότερη από όταν ήμασταν εμείς έχει γίνει τώρα. Έχει πάει και [01:00:00]ο δρόμος, έχει πάει ρεύμα. Εντάξει από τότε που ήμασταν εμείς είχε έρθει το ρεύμα. Αλλά ο δρόμος κυρίως που εμείς έπρεπε να κουβαλήσουμε από το μηχανάκι ένα χιλιόμετρο πριν νερά, φαγητά στον ώμο. Τώρα πας μέχρι τον δρόμο. Χαίρομαι έτσι που το βλέπω και λέω ένα παράπονο. Σε ποιον να πω το παράπονό μου, βέβαια; Γιατί τότε που ήμασταν εμείς να μην υπήρχαν αυτά τα μέσα; Έτσι είναι η ζωή. Έτσι, σιγά-σιγά εξελίσσονται τα πράγματα. Φυσικό είναι, φυσικό είναι. Τι να κάνουμε;
Ποιο ήτανε το πιο όμορφο πράγμα στη ζωή στο επάγγελμα του φαροφύλακα;
Το πιο όμορφο πράγμα ήταν — έτσι το νομίζω εγώ — όταν έφευγες από τον φάρο, να χαιρετάς τους συναδέλφους και να κλαις από συγκίνηση, έτσι. Ειδικά τώρα εις την Τήνο θυμάμαι που έφυγα όλους… Όλοι με συγκίνηση αποχαιρετιστήκαμε, παντού, όχι μόνο… Σε όλους τους φάρους. Με έναν συνάδελφο που ακόμα ζει και αυτός: «Θυμάσαι -μου λέει, όταν μιλήσουμε- θυμάσαι κλαίγαμε όταν αποχωριστήκαμε». Δυο χρόνια εκάναμε με αυτό το παιδί. Της ηλικίας μου ήτανε. Λέω πώς δένεται ο άνθρωπος! Δένεται και ο αποχωρισμός είναι φυσικός, έτσι, να ’ναι δύσκολος, όταν έχει ταιριάξει και στο χαρακτήρα. Γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Αλλά πέρα από αυτό, νομίζω, όταν ο άνθρωπος δώσει τον καλύτερο εαυτό του στη ζωή του των φάρων γενικά, συγκεκριμένα τώρα, ακόμα και από κάποιους που δεν θα ήταν σα συμπεριφορά και χαρακτήρα σωστός -θα το έλεγα έτσι- έχει την εκτίμηση και αυτών. Απολαμβάνει και αυτών την εκτίμηση ακόμα και κάποιων που δεν είχανε μία σωστή συμπεριφορά να την πούμε έτσι. Γιατί πάντα υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Στο τέλος, δηλαδή φεύγοντας, θα νιώθεις ότι όλοι σε αγαπούσαν, σε αγαπούσαν. Αυτό είναι το πιο ωραίο πράγμα. Κατά τα άλλα όλα ήτανε όμορφα και ήρεμα. Μοναξιά, καθώς είπαμε, με την έλλειψη των προσώπων των αγαπημένων. Αυτό βέβαια στα εκτός φανάρια, γιατί εδώ, όταν ζούσαμε στο δικό μας τόπο, ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Έτσι, φυσικό είναι. Μιλάμε τώρα για για τις καταστάσεις πέρα από τον τόπο μας, που βρισκόμαστε λίγο ξενιτεμένοι εν μέρει.
Και ποιο θα χαρακτηρίζατε το πιο δύσκολο στοιχείο στη ζωή του φαροφύλακα;
Δύσκολο… Δύσκολη ώρα του φαροφύλακα, να την πούμε έτσι; Δύσκολη ώρα είναι όταν η οικογένειά του έχει κάποιο πρόβλημα και δεν μπορεί να φύγει να πάει να τους βρει, να τους βοηθήσει ή δεν το ξέρει καν. Αυτή είναι η δυσκολότερη ώρα του φαροφύλακα τότε. Τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα, γιατί είπαμε τα κινητά είναι… Τότε η αγωνία μας ήταν μην τύχει κάτι στην οικογένειά σου και δεν ξέρεις, δεν μπορούν να σε ειδοποιήσουν, δεν ξέρεις να κάνεις... Όταν ήμουνα στον Κάβο Μαλιά, εγέννησε… Γεννήθηκε ο γιος μου. Λοιπόν της Αγιάς Μαρίνας, πρωί-πρωί — ευτυχώς είχε τηλέφωνο στον Κάβο Μαλιά — πρωί-πρωί λοιπόν, εγώ είχα αγωνία τώρα, γιατί είχα αφήσει τη γυναίκα μόνη και ήταν εδώ τα πεθερικά μου, οι συγγενείς. Δεν είχα πρόβλημα σ’ αυτό, αλλά εγώ αγωνιούσα. Φυσικό είναι έτσι; Λοιπόν, εκείνο το πρωί πρωί με παίρνουνε τηλέφωνο. Είχε η κουνιάδα μου το μαγαζί εδώ απέναντι και παίρνει τα Βελανίδια. Από τα Βελανίδια με παίρνουνε μέσα. Ήτανε έτσι με το μηχανάκι. Μου λέει: «Έλα, γιατί η Άννα πήγε στο νοσοκομείο». Λοιπόν, αγωνία τώρα βέβαια και χαρά μαζί, όταν έρχεται το παιδί. Και φεύγω λοιπόν δύο ώρες δρόμο. Τώρα δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι πώς κατέβηκα. Πρόλαβα το λεωφορείο; Είχε λεωφορειάκι, είχε λεωφορείο. Αν το πρόλαβα, πιθανόν να το πρόλαβα και κατέβηκα Νεάπολη. Ευτυχώς είχε το μικρό φέρι μποτ τότε και το πρόλαβα και αυτό και πέρασα δώθε και όταν ήρθα Καραβά, είχε γεννηθεί ο γιος μου. Λέω η αγωνία και η στενοχώρια, αυτή η αναμονή πέρασε και ήρθε η χαρά. Έτσι είναι πάντοτε. Αλλά είναι πράγματι δύσκολο, όταν η οικογένειά σου έχει πρόβλημα κάποιος, αγωνιάς πολύ. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Δεν έχεις τα μέσα να φύγεις, δεν μπορείς. Είναι πολλά πράγματα που… Είχαμε δυσκολίες στη ζωή. Είχαμε και κάτι άλλο. Όταν συνέβαινε ένα ατύχημα, έτσι, δεν αισθανόταν… Να εξυπηρετηθείς. Να πάρω ένα ένα δικό μου ατύχημα που είχα στο στην Τήνο κι αυτό. Συνέβησαν πολλά εκεί, συνέβησαν πολλά. Ήταν καλοκαίρι ευτυχώς, ήταν καλοσύνη, γιατί αν δεν ήταν καλοσύνη, θα ’χαμε πρόβλημα. Ήταν πρωί και είχε, είχα… Εγώ έπινα το ρόφημά μου και ακριβώς από πίσω μου είχε μια γκαζιέρα — αν θυμάστε με το πετρέλαιο πιεστικό, αν το θυμάστε αυτό, δεν τα θυμάστε — είχε ανάψει και είχε βάλει πάνω το μπρίκι να κάνει τον καφέ του. Αυτό του πήρε βράση, τουμπάρει και πέφτει στην πλάτη μου, από πίσω ακριβώς στην πλάτη μου. Και φόραγα ένα αθλητικό φόραγα, πρωί ήταν. Κάηκα. Δεν κατάλαβα τι έγινε εκείνη την ώρα βέβαια, αλλά όταν συνειδητοποίησα τι έγινε, έπρεπε να βγω έξω, δεν μπορούσα. Και αναγκαστικά με βγάζει ο συνάδελφος έξω και γυρίζει πίσω. Ήρθε άλλος βέβαια μετά. Και βγήκα έξω, πήγα σπίτι, κατάλαβα τι είχε συμβεί. Ήταν αρκετά μεγάλο το έγκαυμα. Επήγα στον γιατρό, με βοηθήσαν τέλος πάντων, έγινα καλά. Θέλω να πω ένα ατύχημα, έτυχε να ’ναι καλός καιρός και να μπορούσα να φύγω. Αν δεν ήταν, τι θα γινόταν; Ποιον να ειδοποιήσεις; Δεν είχες τα μέσα, τότε ήταν… Η τεχνολογία δεν βοηθούσε. Αλλά εντάξει, φύλαξε ο Θεός από… Γιατί ατυχήματα μπορούσαν να συμβούν οποιαδήποτε ώρα, όπως και τώρα βέβαια, έτσι; Αλλά μένεις μένεις με την εμπιστοσύνη στο Θεό ότι σε φυλάττει. Ακόμα και αν συμβιεί κάτι, έχει τρόπο να διορθωθεί, όπως τώρα με το συμβάν αυτό. Ήταν καλός ο καιρός, βγήκα και σκεφτόμουνα μετά, λέω: «Αν ήταν φουρτούνα, τι θα γινόταν εκεί μέσα; Τι να βάλεις;». Δεν ήξερες… Δεν ξέραμε και τι να κάνουμε. Ήτανε δύσκολη η κατάσταση. Αλλά σε καλή περίοδο μπορεί να σου… Τέτοια πράματα, μικρότερα απ’ αυτά, υπάρχουν πάρα πολλά. Πού να τα θυμάσαι όλα!
Πατέρα Παναγιώτη, φτάνοντας στο τέλος της κουβέντας μας, υπάρχει κάτι που θέλετε να προσθέσετε;
Να προσθέσω; Τι να προσθέσω, Ελένη; Κατ’ αρχήν, να προσθέσω πως η ζωή που κάναμε στα φανάρια μάς έκανε να αγαπήσουμε τους φάρους και τη ζωή και τη δουλειά αυτή και τη ζωή αυτή. Και παρακολουθώ — μέχρι τώρα παρακολουθώ — τη ζωή των φαροφυλάκων, πώς ζούνε κλπ. και το χαίρομαι που βελτιώνεται η κατάστασή τους. Αυτό μου δίνει χαρά. Και όταν πηγαίνω και τους βλέπω, τους συγχαίρω και για την ζωή που κάνουν και για τη φροντίδα — γιατί έχουν πολλή φροντίδα. Μου δίνει χαρά αυτό. Κατά τα άλλα, μένω με την ευχαρίστηση που ένιωσα να με βάλεις, κατά κάποιο τρόπο να με αναγκάσεις να θυμηθώ πολλά απ’ την παλιά μου ζωή, τη δουλειά μου εκείνη. Κι είναι ευχάριστο αυτό, ευχάριστο είναι αυτό. Οι αναμνήσεις, ακόμα και οι δυσάρεστες αναμνήσεις, δεν φεύγουν αυτές. Πάνε μαζί. Όταν έρχονται στη σκέψη μας, αναπολώντας βέβαια έτσι, καλό μας κάνουν νομίζω. Έτσι; Δεν μας κάνουν κακό. Καλό μας κάνουν, γι’ αυτό σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τόσο ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαμε.
Και εγώ ευχαριστώ, Ελένη. Μου θύμισες όλα εκείνα τα ωραία. Ήταν τα δύσκολα χρόνια, έτσι. Τα ονομάζω «δύσκολα χρόνια», αλλά και όμορφα χρόνια. Γιατί άλλο το ένα άλλο το ένα. Η δυσκολία υπάρχει, η ομορφιά είναι άλλο πράγμα.
Photos

Ο φάρος στο Δύσβατο της ...
Summary
Ο ιερέας πλέον Παναγιώτης Διακόπουλος διηγείται τα βιώματά του από τα χρόνια που δούλευε ως φαροφύλακας. Αρχικά, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια στα Κύθηρα και μιλάει για τη μαθητεία του στην Πατρικία Γεωπονική Σχολή του Καραβά. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην εκπαίδευση που έλαβε για να δουλέψει ως φαροφύλακας, αλλά και στα φανάρια όπου εργάστηκε. Μιλάει για την εργασία και τη ζωή στους φάρους, την καθημερινότητα, τη συναδελφικότητα, τις προκλήσεις, τη μοναξιά και τις όμορφες στιγμές του επαγγέλματος. Παράλληλα, θυμάται δύσκολα περιστατικά με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος. Τέλος, κάνει έναν απολογισμό της εμπειρίας του από τη ζωή στους φάρους και αναφέρεται σε βελτιώσεις που έχουν συντελεστεί με την πάροδο του χρόνου.
Narrators
Παναγιώτης Διακόπουλος
Field Reporters
Ελένη-Ελέσα Κομηνού
Tags
Interview Date
29/10/2022
Duration
69'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι ιερέας.
Summary
Ο ιερέας πλέον Παναγιώτης Διακόπουλος διηγείται τα βιώματά του από τα χρόνια που δούλευε ως φαροφύλακας. Αρχικά, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια στα Κύθηρα και μιλάει για τη μαθητεία του στην Πατρικία Γεωπονική Σχολή του Καραβά. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην εκπαίδευση που έλαβε για να δουλέψει ως φαροφύλακας, αλλά και στα φανάρια όπου εργάστηκε. Μιλάει για την εργασία και τη ζωή στους φάρους, την καθημερινότητα, τη συναδελφικότητα, τις προκλήσεις, τη μοναξιά και τις όμορφες στιγμές του επαγγέλματος. Παράλληλα, θυμάται δύσκολα περιστατικά με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος. Τέλος, κάνει έναν απολογισμό της εμπειρίας του από τη ζωή στους φάρους και αναφέρεται σε βελτιώσεις που έχουν συντελεστεί με την πάροδο του χρόνου.
Narrators
Παναγιώτης Διακόπουλος
Field Reporters
Ελένη-Ελέσα Κομηνού
Tags
Interview Date
29/10/2022
Duration
69'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι ιερέας.