Μια ζωντανή απόδειξη ότι τα επαγγέλματα δεν έχουν φύλο
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στη Σταυρούπολη
00:00:00 - 00:12:09
Partial Transcript
Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima,…αν. Αυτό που θέλαμε, δηλαδή, να γίνουμε το πετύχαμε. Και για αυτό οφείλω να πω ένα μεγάλο μπράβο. Τα εύσημα, δηλαδή, πάνε στο δάσκαλό μας.
Lead to transcriptSegment 2
Σπουδές και πρώτη εργασιακή εμπειρία στη δημοσιογραφία
00:12:09 - 00:20:05
Partial Transcript
Πολύ συγκινητικό αυτό και πολύ, έτσι, ειλικρινές και χαίρομαι που το καταγράφουμε και αυτό μέσα σε όλα. Σπουδές, λοιπόν. Κάποια στιγμή επιτύ…ιος —κι αυτόν μπορώ να τον χαρακτηρίσω σταθμό—, ο οποίος, μ άλιστα, από ό,τι μου είχε εξομολογηθεί τότε θέλησε να κάνει κάτι πρωτοποριακό.
Lead to transcriptTopics
Segment 3
Η πρώτη γυναίκα σε αθλητικό ραδιόφωνο στη Θεσσαλονίκη
00:20:05 - 00:21:50
Partial Transcript
Τι έγινε, λοιπόν; Ο ιδιοκτήτης του καναλιού στο οποίο εργαζόμουν ξεκίνησε να κάνει και έναν αθλητικό σταθμό, αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό. Κα… όντως ξεκίνησα κι εγώ και έκανα την εκπομπή στο ραδιόφωνο, στο αθλητικό ραδιόφωνο. Κάπως έτσι μάλλον έγινα αθλητικογράφος, κύριε Κοτσώνη.
Lead to transcriptSegment 4
Η κρίση στα ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης
00:21:50 - 00:25:44
Partial Transcript
Θα αναφερθούμε λίγο πιο αναλυτικά σε όλα αυτά, αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ναι. Γυρνώντας στον Αγγελιοφόρο , θα ήθελα να μας πείτε…ε να είναι—, νομίζω σήμερα το να είσαι δημοσιογράφος είναι μάλλον πολυτέλεια, αν δεν είναι χόμπι. Αυτό έχω να πω και ελπίζω να σας κάλυψα.
Lead to transcriptSegment 5
Η δουλειά της αθλητικογράφου και η υποστήριξη του ΠΑΟΚ
00:25:44 - 00:38:19
Partial Transcript
Πολύ. Να πω σ’ αυτό το σημείο ότι υπάρχει, βέβαια, και η εφημερίδα Μακεδονία που είναι μια εφημερίδα πολιτική. Τα τελευταία χρόνια επανήλθ…με αφορμή αυτήν τη συνέντευξη. Χε χε. Ωραία. Χαίρομαι, λοιπόν, που έσπασε και αυτή η γυάλινη οροφή και μακάρι να ακολουθήσουν κι άλλες.
Lead to transcriptSegment 6
Η επιρροή των αθλητικών ραδιοφώνων στη Θεσσαλονίκη
00:38:19 - 00:50:45
Partial Transcript
Έτσι. Τώρα, επιστρέφοντας για μια τελευταία φορά στα αθλητικά ραδιόφωνα σαν φαινόμενο, αφού είστε τόσα χρόνια εκεί, θα άξιζε, νομίζω, να μας… από το E-Radio, το Live 24 και το Greekradios. Και επίσης έχω γράψει και σχεδόν… όχι στα περισσότερα, αλλά σε αρκετά από τα αθλητικά site.
Lead to transcriptSegment 7
Ενασχόληση με μηχανολογία και δημοσιογραφία αυτοκίνησης
00:50:45 - 00:57:21
Partial Transcript
Κλείνω, λοιπόν, την παρένθεση που αφορά στην ενασχόλησή μου με το αθλητικό κομμάτι και να πάμε τώρα στη μηχανολογία. Πώς προέκυψε κι αυτό, ε…ο φαίνεσθαι. Η ουσία είναι άλλη, είναι πολύ διαφορετική και δυστυχώς για τους δημοσιογράφους μπορεί πολλές φορές να είναι έως και τραγική.
Lead to transcriptSegment 8
Σχόλια για την ουσία της δημοσιογραφίας σήμερα
00:57:21 - 01:01:30
Partial Transcript
Έτσι είναι. Επιβεβαιώνω και μιλώντας με άλλους ανθρώπους του κλάδου σε αυτό το project δυστυχώς. Και κλείνοντας, θα θέλατε να μας πείτε την …ιπόν. Καλή υπομονή τώρα και με τον κορωνοϊό και καλή επάνοδο στην κανονικότητα όποτε αυτή κι αν έρθει. Αμήν. Να ‘στε καλά. Καλή συνέχεια.
Lead to transcriptTags
[00:00:00]Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020 και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, Ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ για μία ακόμα συνέντευξη με την Άννα Ορφανίδου, δημοσιογράφο, αθλητικογράφο, ραδιοφωνική παραγωγό και μηχανολόγο και εκπαιδεύτρια οδηγών επίσης μέσα σε όλα—
Πολλά μαζί, πολλά μαζί, κύριε Κοτσώνη, ε;
—έτσι—, η οποία θα μας μιλήσει για όλα αυτά και κυρίως υπό το πρίσμα του πώς είναι να κινείται σ’ αυτούς τους χώρους που στερεοτυπικά και παραδοσιακά είναι αρκετά ανδροκρατούμενοι. Καλημέρα.
Καλημέρα. Καλημέρα και σ’ εσάς. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και για τη διάθεσή σας να μοιραστούμε μαζί εικόνες, εμπειρίες και βιώματα ζωής.
Κι εγώ. Ξεκινώντας, λοιπόν, για να βάλουμε και τους ακροατές στο κλίμα, θα θέλατε να μας πείτε πού και πότε γεννηθήκατε;
Λοιπόν, όπως είπατε κι εσείς, είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Από ‘δω ξεκίνησε και η δική μου η ιστορία. Γεννήθηκα, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα σε μία περιοχή που ονομάζεται Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Ελπίζω να τη γνωρίζετε. Κι όσοι δεν την γνωρίζουν είναι μια πολύ ωραία περιοχή της πόλης μας. Μεγάλωσα σ’ αυτή την περιοχή και μέχρι την ημέρα που τελείωσα το σχολείο ήμουν εκεί —δηλαδή, εννοώ Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο— ενώ και οι σπουδές μου επίσης ολοκληρώθηκαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου εκεί ολοκλήρωσα το προπτυχιακό μου, το μεταπτυχιακό μου, ε, και τώρα το διδακτορικό.
Άρα, βέρα Θεσσαλονικιά αυτό που λέμε.
Ναι, ναι. Βέρα Θεσσαλονικιά. Πολύ σωστά.
Αδέρφια έχετε;
Ναι. Έχω δύο αδερφές. Και χαίρομαι πολύ που έχω τις δύο συγκεκριμένες αδερφές. Είμαστε μία οικογένεια πολύ δεμένη, αν και οι γονείς μου, βέβαια, έχουν χωρίσει πολλά χρόνια τώρα. Αλλά, η μητέρα μου κι εμείς οι τρεις είμαστε πολύ δεμένες και ευελπιστώ ότι θα παραμείνουμε έτσι για όλα τα χρόνια της ζωής μας. Είναι πολύ σπουδαίο για μένα που μεγάλωσα σ’ αυτή την οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν πάντα και συνεχίζει να είναι το πρότυπό μου. Εύχομαι να μπορέσω να της μοιάσω έστω και στο ελάχιστο. Και οι αδερφές μου είναι τα στηρίγματά μου, οι κολώνες της ζωής μου. Μεγάλωσα σε μία οικογένεια η οποία τρόπον τινά ήτανε δυσλειτουργική και για αυτό, άλλωστε, το λόγο οι γονείς μου χωρίσανε. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι στερήθηκα αγάπης ή οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Επίσης, χαίρομαι πολύ που είμαι μέλος μίας οικογένειας και με αδέρφια, γιατί για μένα είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι μπόρεσα να μεγαλώσω και να κοινωνικοποιηθώ τρόπον τινά με άλλα δύο άτομα, με άλλα δύο παιδιά, συγκεκριμένα με δύο αδερφές. Και επειδή δεν ξέρω αν θέλουνε να αναφερθούνε τα ονόματά τους, βλέπετε, κρατάω ινκόγκνιτο την ταυτότητά τους.
Ναι. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Αλλά, η ουσία διατηρείται, το ότι πράγματι μεγαλώσατε σε μία οικογένεια που από νωρίς μάθατε να μοιράζεστε, φαντάζομαι, τα πάντα.
Ακριβώς. Και αυτό για μένα και στην πορεία της ζωής μου μέχρι σήμερα σήμαινε πολλά. Νομίζω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα αν δεν το μοιραστώ. Είναι αληθινό αυτό που λέω, είναι ειλικρινές. Δηλαδή, ακόμη από τη στεναχώρια μου και τη χαρά μου, που είναι συναισθήματα τα οποία θέλω να τα μοιραστώ, πάντοτε τη στεναχώρια μου τη νιώθω μικρότερη όταν μπορώ να την μοιράζομαι με τους ανθρώπους που αγαπώ. Αλλά και τη χαρά μου τη νιώθω διπλή. Δηλαδή, δεν είναι ψέμα όλο αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός, ότι όταν τα μοιράζεσαι αυτά ή διαιρούνται ή πολλαπλασιάζονται. Και επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ και να μοιράζομαι τις εμπειρίες. Να, καλή ώρα όπως τώρα, αυτό που κάνουμε μαζί σας και που δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι χαίρομαι πραγματικά που με επιλέξατε για να μοιραστώ κι εγώ κάποιες από τις εμπειρίες μου.
Να είστε καλά. Και τώρα, ερχόμενοι στη Σταυρούπολη, για να την μάθει, λοιπόν, κι όποιος δεν την γνωρίζει από άλλες περιοχές της Ελλάδας—
Ναι.
—θέλετε λίγο να μας περιγράψετε αρχικά τη γειτονιά όπως τη γνωρίσατε ως παιδί και έπειτα λίγα πράγματα και για το σχολείο όπου πήγατε;
Ναι. Να πω, λοιπόν, ότι μεγάλωσα κι εγώ όπως οι περισσότεροι, φαντάζομαι, έτσι, σε γειτονίτσα, σε μονοκατοικία. Οι περισσότεροι το λέω με την έννοια ότι κατορθώσαμε, νομίζω, έτσι, της γενιάς μας να είμαστε σε σπίτια χαμηλά, όπως λέει και το αντίστοιχο τραγούδι, να μεγαλώσουμε σε γειτονιά που παίζαμε, που βγαίναμε έξω, που αρκούσε μια φωνή της μαμάς, ας πούμε, να πει «Έλα, Άννα. Φτάνει τόσο», να γυρίσουμε πίσω. Όχι κλεισμένοι σ’ ένα διαμέρισμα και σίγουρα όχι όπως βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα —ένα παραπάνω με την πανδημία, βέβαια, που είμαστε όλοι οι έγκλειστοι. Οπότε, και στο χωριό μου, έτσι, σε ένα χωριουδάκι του Κιλκίς, όπου τότε ζούσε κι ο παππούς κι η γιαγιά και λαχταρούσα κι εγώ σαν παιδάκι να πάω όταν τελείωνε το σχολείο ή στις διακοπές του Πάσχα και των Χριστουγέννων να περάσω καλά εκεί μετά με τους υπόλοιπους φίλους. Και στη γειτονιά, μια γειτονιά πολύ απλή, με ανθρώπους —αν μου επιτρέπει η έκφραση— λαϊκούς, χωρίς αυτό να αφαιρεί τίποτα από την ποιότητα και την αξιοπρέπειά τους. Το λέω γιατί πολλές φορές ο όρος «λαϊκός», νομίζω, παρεξηγείται. Έτσι, λοιπόν, με ανθρώπους λαϊκούς, που σημαίνει ανθρώπους από το λαό. Με τέτοιους ανθρώπους μεγάλωσα και σε μια γειτονιά που όλα ήταν πολύ ευχάριστα, που έχω να θυμάμαι μόνο καλές αναμνήσεις. H Σταυρούπολη δεν είναι, δεν ήτανε και ακόμη ίσως δεν είναι, έτσι, από τις grande περιοχές της Θεσσαλονίκης. Είναι αυτό που λέμε δυτικά προάστια. Τα ξέρετε, κύριε Κοτσώνη, τα δυτικά προάστια. Εκεί, λοιπόν, στα δυτικά προάστια μεγάλωσα. Πήγα στο σχολείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο εκεί, κοντά στη γειτονιά μου. Δηλαδή, με τα πόδια. Δυο βήματα ήτανε το σχολείο. Και οφείλω να πω ότι και με πολλούς από τους συμμαθητές μου και τις συμμαθήτριές μου ακόμα και τώρα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια μετά, είμαστε μαζί. Συνεχίζουμε τις πορείες μας. Παράλληλοι οι δρόμοι, αλλά δεν έχουμε χαθεί εντελώς. Για μένα αυτό, νομίζω, έχει αξία στη σημερινή ζωή, που για να κάνεις φίλους —να το πω αυτό, ε; Μου επιτρέπετε;— θα πρέπει να τους επιλέξεις μέσα από ένα κουτί. Ε, λοιπόν, εγώ επέλεξα ζωντανούς, αληθινούς, με άρωμα, με χρώμα. Ανθρώπους που τους αγγίζω, που τους βλέπω, τους μιλάω και επικοινωνώ μαζί τους στην πραγματική ζωή, όχι στο virtual reality.
Καταρχήν —αυτό ξέχασα να το πω—, για όσους δεν έχουν καταλάβει, αυτή η συνέντευξη γίνεται δυστυχώς, αν και θα θέλαμε να γίνει διαφορετικά, μέσα από ένα κουτί. Και όλα αυτά που λέτε ακούγονται τόσο όμορφα, δίπλα όμορφα μέσα στην πανδημία που ζούμε, γιατί είναι δυστυχώς διπλά δύσκολο πλέον να κάνεις τέτοιου είδους ανθρώπινες επαφές, είτε με νέους ανθρώπους, είτε με τους υπάρχοντες. Αυτό σαν σχόλιο, ας πούμε. Αλλά, εντάξει.
Αχά. Ευελπιστούμε ότι θα βγούμε, πάντως, γρήγορα απ’ όλη αυτή την κατάσταση, οπότε τα καλύτερα έρχονται. Έτσι, για να δώσουμε και λίγο μια νότα αισιοδοξίας σ’ όλο αυτό.
Αυτό θα το κρίνει η Ιστορία, λοιπόν, αφού μιλάμε και για ιστορικό αρχείο. Θα δούμε τι θα γίνει. Θέλετε, τώρα, να μας πείτε κάποια πράγματα παραπάνω για το σχολείο σαν υποδομή; Πώς ήταν το σχολείο; Ήταν καλό; Οι καθηγητές; Οι εγκαταστάσεις;
Ναι. Κοιτάξτε, σίγουρα δεν είναι αυτό που βλέπουμε σε διάφορες ταινίες ή σε ντοκιμαντέρ ή εν πάση περιπτώσει αυτό που πολλοί μπορούν να φαντάζονται ότι είναι το σχολείο όπως θα θέλαμε, να το θέσω έτσι. Ένα σχολείο μάλλον με αρκετές ελλείψεις, αλλά με πολύ καλή διάθεση από την πλευρά των δασκάλων και των καθηγητών. Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή αν μου επιτρέπετε, εγώ όμως θέλω, νιώθω την ανάγκη και θα το κάνω: μια ιδιαίτερη μνεία στο δάσκαλό μου του Δημοτικού, τον κύριο Γιώργο Μαγαλιό, τον οποίο λάτρεψα στην κυριολεξία και τον οποίο, φανταστείτε, όχι απλά δεν έχω ξεχάσει αλλά τα λόγια του και τις συμβουλές του τις έχω, έτσι, ακόμα σαν να τις ακούω τώρα. Έναν εξαιρετικό δάσκαλο που θεωρώ ότι έβαλε τα θεμέλια για οτιδήποτε κι αν έχω πετύχει μέχρι σήμερα. Και μαζί με τη μητέρα μου ήταν οι άνθρωποι —που η μητέρα μου, βέβαια, συνεχίζει και πάντα θα συνεχίζει να είναι— που διαμόρφωσαν, αν θέλετε έπλασαν, πολύ σημαντικό κομμάτι του [00:10:00]χαρακτήρα μου και της εξωστρέφειάς μου ενδεχομένως. Λοιπόν, σ’ ένα σχολείο με ελλείψεις μεν, αλλά με πολύ καλή διάθεση από το δάσκαλό μου και αργότερα, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, με εξαιρετικούς καθηγητές, που προσπάθησαν και αυτοί από το μετερίζι τους να βάλουν ένα λιθαράκι ώστε να γίνουμε… Αυτό που πραγματικά, δηλαδή, θυμάμαι είναι η αγάπη με την οποία προσπαθούσαν να μας προσεγγίσουν. Όχι αυτή τη δημοσιοϋπαλληλίστικη, να το πω, στάση που τηρούν ενδεχομένως κάποιοι καθηγητές. Δεν ξέρω. Εγώ ήμουνα τυχερή μάλλον και δεν έπεσα σε τέτοιους. Προσπάθησαν να μας μάθουν, ειλικρινά να μας μάθουν. Και μάλιστα οφείλω να πω ότι δεν υπήρχε ανάγκη, ίσως εκτός από την τελευταία τάξη του Λυκείου και αυτό για δύο μαθήματα, για να κάνω ιδιαίτερα ή να πάω σε φροντιστήριο. Αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό και πρέπει να το πω αφού μου δίνετε την ευκαιρία, γιατί αρκετοί γονείς λένε ότι «Αν τα παιδιά μας δεν πάνε φροντιστήριο ή αν δεν κάνουν ιδιαίτερα, δεν θα μπορέσουν και να επιτύχουν στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο». Λοιπόν, εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι σε δύο μαθήματα μόνο χρειάστηκα βοήθεια στην τρίτη Λυκείου. Και όπως φάνηκε, καλά τα καταφέραμε και με το Πανεπιστήμιο. Όλο αυτό δεν το πέτυχα μόνη μου. Το πέτυχα επειδή είχα εξαίρετους καθηγητές και βοήθησαν με τον τρόπο τους ο καθένας να πετύχουμε κι εγώ και οι συμμαθητές μου αυτά που θέλαμε. Αρκεί να σας πω, κύριε Κοτσώνη, ότι από την τάξη μου του Δημοτικού, με τους οποίους, έτσι, συχνά-πυκνά βρισκόμαστε —βρισκόμασταν μάλλον. Τώρα πια δεν μπορούμε να βρεθούμε λόγω της πανδημίας—, με τους οποίους συχνά-πυκνά βρισκόμασταν, σχεδόν το 90% έχουμε επιτύχει στο Πανεπιστήμιο. Είμαστε σε θέσεις που μας άρεσαν. Αυτό που θέλαμε, δηλαδή, να γίνουμε το πετύχαμε. Και για αυτό οφείλω να πω ένα μεγάλο μπράβο. Τα εύσημα, δηλαδή, πάνε στο δάσκαλό μας.
Πολύ συγκινητικό αυτό και πολύ, έτσι, ειλικρινές και χαίρομαι που το καταγράφουμε και αυτό μέσα σε όλα. Σπουδές, λοιπόν. Κάποια στιγμή επιτύχατε, όπως είπατε, και ξεκινήσατε να ασχολείστε με πράγματα που σας άρεσαν. Θέλετε να μας πείτε και για αυτά κάποια πράγματα;
Ναι.
Πώς καταλήξατε σε αυτά τα αντικείμενα συγκεκριμένα;
Ναι. Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ για να επιλέξω, γιατί μάλλον ήμουνα ταγμένη για αυτό. Να φανταστείτε ότι μόνο μία σχολή δήλωσα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο και έλεγα ότι αν δεν πετύχω εκεί δεν με ενδιαφέρει να πετύχω πουθενά αλλού. Οπότε, δήλωσα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όπου και πέτυχα. Και ξεκίνησε έτσι ένα ταξίδι μετά την υποχρεωτική φοίτηση σε Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο. Ένα ταξίδι το οποίο επέλεξα εγώ. Για μένα ήταν το πιο σημαντικό αυτό, γιατί πολλές φορές ακούμε για παιδιά τα οποία λένε «Άλλο ήθελα αλλά, να, εκεί έτυχε να περάσω και είπα ‘‘Ας το κάνω’’». Εγώ καλώς ή κακώς δεν είχα επιτρέψει στον εαυτό μου —τελειομανής γαρ. Δεν μας ακούνε, ε;! Μεταξύ μας το λέμε— να πει ότι «Ό,τι και να τύχει, ε, εγώ θα το ακολουθήσω». Οπότε, επέλεξα αυτή τη σχολή. Προσπάθησα πάρα πολύ. Τα κατάφερα. Πέρασα, λοιπόν, στη σχολή που ήθελα και επίσης και από το προπτυχιακό και αργότερα από το μεταπτυχιακό μου έχω μόνο καλές αναμνήσεις. Νομίζω ότι μία σχολή σαν τη σχολή Δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έπρεπε να υπάρχει. Ειρήσθω εν παρόδω, είναι μία από τις νεότερες σχολές. Συγκριτικά με άλλες, έτσι; Δηλαδή, μόλις το 1991 ιδρύθηκε. Οπότε, θεωρώ ότι το να μπορούμε να έχουμε στην Ελλάδα μας γιατρούς, δικηγόρους, αρχιτέκτονες ή άλλους επιστήμονες είναι καλό, αλλά να μπορούμε να έχουμε και δημοσιογράφους επίσης από το Πανεπιστήμιο, γιατί επιστήμη είναι κι η Δημοσιογραφία και μάλιστα πανεπιστημονική επιστήμη. Ήτανε μια ευκαιρία και για μας που θέλαμε να ασχοληθούμε με τη δημοσιογραφία να το κάνουμε μέσα από το πρίσμα το ακαδημαϊκό. Ξέρετε, τα προηγούμενα χρόνια όλοι αυτοί που θέλαν να ασχοληθούν με τη δημοσιογραφία αυτό που κάναν ήταν απλά να σταθούν δίπλα σε κάποιους άλλους και να πουν ότι «Εγώ έμαθα, ας πούμε, δημοσιογραφία επειδή έκατσα δίπλα στον κύριο Κοτσώνη» —δανείζομαι. Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Όπως αν εγώ κάτσω δίπλα σε έναν καρδιοχειρούργο δεν με καθιστά καρδιοχειρουργό —οπότε, φαντάζομαι ότι δεν θα θέλατε να προβώ σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς επειδή σας λέω ότι κάθισα δίπλα σε έναν καρδιοχειρουργό κι έμαθα να το κάνω αυτό,— το να διατείνομαι ότι είμαι δημοσιογράφος επειδή έμαθα δίπλα σε κάποιον και έτσι με αυτό τον τρόπο έγινα δημοσιογράφος εμένα δεν με καλύπτει. Θεωρώ ότι το επάγγελμά μας πρέπει, οφείλει να έχει ακαδημαϊκή βάση και για αυτό το λόγο η σχολή Δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όχι απλά υπάρχει για να βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά οφείλει να υπάρχει και να συνεχίσει να υπάρχει με αυτή τη λογική, του να δημιουργεί νέους δημοσιογράφους ακαδημαϊκούς, ακαδημαϊκά σπουδαγμένους.
Παράλληλα με τη θεωρία, όμως, είχατε αρχίσει να μπαίνετε σιγά-σιγά εκείνη την περίοδο και στην πράξη επαγγελματικά;
Όχι απλά παράλληλα! Πριν καν μάθω ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο, ναι. Αυτό, λοιπόν, ήτανε το αστείο της υπόθεσης. Δεκαεπτάμιση, δεκαοχτώ χρόνων δεν ήμουνα όταν τελείωσα και το τελευταίο μάθημα και είπα ότι πρέπει να ξεκινήσω να δουλεύω. Οπότε, ξεκίνησα όντως και έψαξα, έτσι, δουλειά. Η τύχη μου μάλλον ήταν αυτή η οποία με οδήγησε στο να βρω την πρώτη μου δουλειά στον Αγγελιοφόρο, εφημερίδα της Θεσσαλονίκης και της βορείου Ελλάδος —και μάλιστα σε κάποια δεδομένη στιγμή και όλης της Ελλάδας—, η οποία, όπως και πολλές άλλες, κατέληξε στη χρεοκοπία και στο κλείσιμο. Στον Αγγελιοφόρο, λοιπόν, ξεκίνησαν τα πρώτα μου βήματα, πριν καν μάθω ότι είχα επιτύχει στη σχολή δημοσιογραφίας. Και από ‘κει, νομίζω, ξεκίνησε και αυτή η πορεία. Σχετικά μικρή, αλλά, τέλος πάντων, πορεία θα την πούμε. Εκεί, από τον Αγγελιοφόρο, πήρα και πολλές εμπειρίες και παράλληλα κατόρθωσα να συνδυάσω, όπως πολύ ορθά είπατε κι εσείς, τη θεωρία με την πράξη. Είδα, λοιπόν, και αυτά που μάθαινα στο πανεπιστήμιο και αυτά που μάθαινα μέσα από την εφημερίδα. Θέλω να πιστεύω ότι τα συνδύασα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και κάπου εκεί, χωρίς να το έχω σχεδιάσει, χωρίς να το πολυκαταλάβω, «έμπλεξα» και με το χώρο της αθλητικογραφίας. Και θα σας πω τώρα μία ιστορία αρκετά, έτσι, αστεία. Ενώ, λοιπόν, είχα πει ότι τελειώνω με το Πανεπιστήμιο και «Πολύ διάβασμα. Δεν θέλω να ξανανοίξω βιβλίο!» —καλά, όλο αυτό ήτανε πολύ αστείο, γιατί συνεχίζω και ανοίγω βιβλία, όπως ξέρετε πολύ καλά. «Δεν θέλω», λοιπόν, «να ξανανοίξω βιβλία! Αφήστε με να ξεκουραστώ!» κτλ. Και είχα πάει, έτσι, στη Χαλκιδική για τις διακοπές μου. Και η αδερφή μου μου λέει: «Γύρνα πίσω άρον-άρον, γιατί ζητάνε σε ένα τοπικό κανάλι παρουσιαστές και σε έχω δηλώσει να πας για οντισιόν!». Της λέω: «Άσε με, βρε παιδάκι μου, τώρα! Εγώ ήρθα να ξεκουραστώ! Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Άσ’ τα αυτά! Τι κανάλια μου λες και τι οντισιόν;». Μου λέει: «Όχι, όχι!». Μου λέει: «Άννα, σήκω κι έλα!» Ε, δεν πρόλαβα να ξεκουραστώ καλά-καλά μια βδομάδα εκεί, να κάνω τα μπάνια μου, και όντως επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη και πήγα και εγώ σ’ αυτό το τοπικό κανάλι για να να δω αν θα τα καταφέρω και στην τηλεόραση —ή μάλλον αν θα τα καταφέρω στην τηλεόραση, όχι και στην τηλεόραση, γιατί δεν είχα ξεκινήσει πουθενά αλλού. Ήμουνα στην εφημερίδα. Πραγματικά εκεί —θα κάνω μνεία σε ακόμη έναν άνθρωπο ο οποίος με «ανακάλυψε» τηλεοπτικά— ο Θανάσης ο Μωραΐτης ανάμεσα σε πολλά άλλα, έτσι, παιδιά μου έδωσε την ευκαιρία και μου είπε: «Ναι. Θα σε πάρουμε και θα ξεκινήσεις εδώ». Ξεκίνησα μια τηλεοπτική καθημερινή εκπομπή απογευματινή, τέσσερις με πέντε. Ήτανε μουσικό το κανάλι, οπότε κι εγώ προσπάθησα να κάνω αυτά που κάναν στο MTV! Λοιπόν, κάπως έτσι ξεκίνησα στο κομμάτι της τηλεόρασης. Και από ‘κει, από την τηλεόραση, από μία καθημερινή μουσική εκπομπή, με ανακάλυψε ένας άλλος κύριος —κι αυτόν μπορώ να τον χαρακτηρίσω σταθμό—, ο οποίος, μ[00:20:00]άλιστα, από ό,τι μου είχε εξομολογηθεί τότε θέλησε να κάνει κάτι πρωτοποριακό.
Τι έγινε, λοιπόν; Ο ιδιοκτήτης του καναλιού στο οποίο εργαζόμουν ξεκίνησε να κάνει και έναν αθλητικό σταθμό, αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό. Και ο τότε διευθυντής, ο Νίκος ο Τζαντζαράς, μου λέει: «Αννούλα, έλα εδώ. Θέλω», μου λέει, «να κάνω κάτι». Μάλιστα, ήταν αστείο γιατί μου είπε η γραμματέας: «Σε ζητάει ο διευθυντής». Λέω: «Τι έγινε; Ένα μήνα δεν πρόλαβα να είμαι στην τηλεόραση. Έκανα κάτι κακό; Θα με απολύσουν; Τι συμβαίνει;». Λοιπόν, με ζήτησε ο κύριος Τζαντζαράς, ο Νίκος, και μου λέει: «Θέλω να κάνω κάτι πρωτοποριακό, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει εδώ στα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης. Κάτι έχω στο μυαλό μου και νομίζω ότι εσύ είσαι το κατάλληλο πρόσωπο για να το κάνουμε μαζί όλο αυτό. Λέω: «Τι θέλετε, κύριε διευθυντά;». Μου λέει: «Θέλω να βάλω για πρώτη φορά μία γυναίκα σε αθλητικό ραδιόφωνο να κάνει εκπομπή». Τον κοιτάζω, λοιπόν, κι εγώ μέσα στα μάτια, έτσι μικρούλα, αδυνατούλα, petite που λένε, ενώ ο κύριος Τζαντζαράς πανύψηλος, έτσι, και επιβλητικός κτλ. Τον κοιτάω μες στα μάτια όπως κοιτάζει ένα κουταβάκι, θα έλεγα, κάποιον και του λέω: «Μα, ξέρετε, κύριε διευθυντά, εγώ από μπάλα το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι στρογγυλή!» Λοιπόν, πάτησε κάτι γέλια εκεί με τη φωνή του τη χαρακτηριστική, τη βραχνή, τη βροντερή, και μου λέει: «Μην ανησυχείς. Έχω καταλάβει ότι μπορείς να τα μάθεις όλα. Θα ξεκινήσεις το διάβασμα από σήμερα κιόλας». Κι όντως κάπως έτσι ξεκίνησε όλη η ιστορία με την αθλητικογραφία και όντως ξεκίνησα κι εγώ και έκανα την εκπομπή στο ραδιόφωνο, στο αθλητικό ραδιόφωνο. Κάπως έτσι μάλλον έγινα αθλητικογράφος, κύριε Κοτσώνη.
Θα αναφερθούμε λίγο πιο αναλυτικά σε όλα αυτά, αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ναι.
Γυρνώντας στον Αγγελιοφόρο, θα ήθελα να μας πείτε τι στίγμα πιστεύετε ότι άφησε αυτή η εφημερίδα στην πόλη.
Τι στίγμα… Ωραία η ερώτησή σας, αν και δύσκολη. Θέλω να πιστεύω ότι ήταν η φωνή της πόλης. Και ήτανε και μία φωνή που προσπάθησε να δείξει και προς τα έξω όλα αυτά που εν πάση περιπτώσει πρέσβευαν εδώ οι δικοί μας οι τοπικοί άρχοντες, οι βουλευτές. Και προσπάθησε μάλλον να περάσει και τις θέσεις της Θεσσαλονίκης λίγο προς τα έξω. Μίλησα νωρίτερα για εξωστρέφεια. Μάλλον κάτι τέτοιο θέλησε να πετύχει ο Αγγελιοφόρος και για αρκετά χρόνια ήτανε ένα επιτυχημένο σύνολο. Δυστυχώς η κρίση η οικονομική χτύπησε πολλούς και μάλιστα κολοσσούς. Ε, ένας απ’ αυτούς τους κολοσσούς ήταν κι ο Αγγελιοφόρος. Οπότε, δυστυχώς πολλοί άνθρωποι, για να το πω έτσι απλά, έμειναν στο δρόμο. Έχασαν τις δουλειές τους πολλοί δημοσιογράφοι, αλλά και όχι μόνο δημοσιογράφοι, γιατί ο Αγγελιοφόρος δεν απαρτιζόταν μόνο από δημοσιογράφους. Όπως πολύ καλά ξέρετε, όλες οι εφημερίδες έχουν πολλά τμήματα. Και δυστυχώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Βέβαια, τώρα αυτό είναι μία κουβέντα πολύ μεγάλη και νομίζω ότι θα φύγουμε λιγάκι από το θέμα μας αν την ξεκινήσουμε. Οι επιπτώσεις της κρίσης ακόμα και σήμερα φαίνονται. Οπότε, αυτή δεκαετία δεν μας έχει αφήσει… Δεν έχει φύγει μάλλον το στίγμα αυτής της δεκαετούς κρίσης ακόμη από πάνω μας. Ίσως σε κάποια άλλη στιγμή να το συζητήσουμε εκτενέστερα αυτό. Πάντως, θα πω ότι και από τον Αγγελιοφόρο έχω πολύ καλές αναμνήσεις και έφυγα οικειοθελώς. Και αυτό θα πρέπει να το πω. Δηλαδή, δεν ήτανε κάτι που μ’ έκανε να αγανακτήσω και να φύγω. Έφυγα οικειοθελώς γιατί δεν είχα πια χρόνο. Ήταν πολλές οι ασχολίες μου με το ραδιόφωνο και με την εφημερίδα στην οποία πήγα αργότερα, οπότε δεν είχα το χρόνο να συνεχίσω και με τον Αγγελιοφόρο.
Αν και θα συμφωνήσω ότι θα ξεφύγουμε λίγο απ’ την κουβέντα, επειδή νομίζω ότι η δεκαετής οικονομική κρίση είναι ένα σημαντικό —ιστορικά μιλώντας— γεγονός που θα θυμόμαστε, θα ήθελα ένα σύντομο έστω σχόλιο για το πώς αποτιμάτε την κατάσταση στα ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης σήμερα. Γιατί, η προσωπική μου εντύπωση είναι —θα φανώ λίγο βαρύς—ισοπεδώθηκαν, θα έλεγα, απ’ την κρίση.
Καθόλου. Καθόλου βαρύς δεν είναι ο χαρακτηρισμός σας. Εγώ θα χρησιμοποιούσα ότι λεηλατήθηκαν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης. Μία πόλη η οποία ιστορικά είχε και εφημερίδες —πολλές μάλιστα—, είχε και ραδιοφωνικούς σταθμούς, είχε και τηλεοπτικά κανάλια σήμερα πια νομίζω ότι υπάρχει μία εφημερίδα και αυτή αθλητική. Πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν κλείσει. Τοπικά κανάλια ελάχιστα. Αχ, αχ… Δυστυχώς, κύριε Κοτσώνη —και αυτό το «Αχ» ήτανε όσο πιο ειλικρινές μπορούσε να είναι—, νομίζω σήμερα το να είσαι δημοσιογράφος είναι μάλλον πολυτέλεια, αν δεν είναι χόμπι. Αυτό έχω να πω και ελπίζω να σας κάλυψα.
Πολύ. Να πω σ’ αυτό το σημείο ότι υπάρχει, βέβαια, και η εφημερίδα Μακεδονία που είναι μια εφημερίδα πολιτική. Τα τελευταία χρόνια επανήλθε. Το λέω πιο πολύ για να το καταγράψουμε και για να πούμε ότι ήτανε μία από τις πολύ λίγες, έτσι… απ’ τα πολύ λίγα comeback που βίωσε η Θεσσαλονίκη στα ΜΜΕ της τα τελευταία χρόνια. Ωραία. Τώρα, επιστρέφοντας, λοιπόν, στην αρχική μας ιστορία, πώς ήταν αυτή η εκμάθηση όλης της ιστορίας και των κανόνων της μπάλας—
Χε χε.
—και πώς ήταν οι πρώτες εκπομπές, ας πούμε; Θυμάστε;
Ναι, ναι. Ε καλά, πώς δεν θυμάμαι; Εντάξει, δεν είναι πια και τόσο παλιά. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που… Η πρώτη μου εκπομπή ήτανε με το Γιάννη το Δασκάλου. Ένας εξαιρετικός συνάδελφος, από τον οποίο επίσης έμαθα πολλά. Και με είχε, έτσι, σαν τη μικρή του αδερφούλα ο Γιάννης. Με βοήθησε πάρα πολύ σε όλα, σε όλο το κομμάτι και συνεργαστήκαμε. Νομίζω δύο χρόνια είχαμε εκπομπή μαζί με το Γιάννη. Την πρώτη φορά, λοιπόν, που ξεκίνησα να κάνω την εκπομπή, να ακουστεί για πρώτη φορά η φωνή μου στον αέρα —σας μιλώ ειλικρινά— έτρεμε όλο μου το κορμί, μέχρι το τελευταίο μου κύτταρο. Δηλαδή, δεν είχα μάλλον καταλάβει ότι δεν πάω πρόβατο στη σφαγή. Νόμιζα ότι κάτι κακό θα συμβεί και φοβόμουνα πάρα πολύ. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Ίσα-ίσα μπορώ να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια στο ραδιόφωνο οι περισσότερες από τις αναμνήσεις κι όλο αυτό που ζω τώρα είναι μάλλον θετικά. Δηλαδή, ξεκίνησα μια πάρα πολύ καλή συνεργασία η οποία με βοήθησε και ακόμα και σήμερα έχω μόνο καλά να θυμάμαι. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπήρχανε δύσκολες στιγμές, έτσι; Και θέλω να τις τονίσουμε. Θα της πούμε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Όμως, αρχικά επειδή με ρωτήσατε για τις πρώτες μας, για τις πρώτες μου εκπομπές, ήταν ένα κλίμα για μένα πρωτόγνωρο, φυσικά. Και μπορώ να πω ότι και οι ακροατές με αγκάλιασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς. Και για αυτούς ήταν πρωτόγνωρο να ακούνε μία γυναικεία φωνή —μία κοριτσίστικη μάλλον φωνή, ε;— στο ραδιόφωνο σε καθημερινή εκπομπή και μάλιστα σε prime time ζώνη, γιατί ήμασταν στο 8-10 το πρωί. Γενικότερα όλες μου οι εκπομπές ήτανε πρωινές με εξαίρεση, έτσι, κάποιες ελάχιστες που πήγα στη μεσημεριανή ζώνη για κάποιο διάστημα. Οπότε, ξεκινήσαμε πάρα πολύ… με τον καλύτερο, με τον πιο θετικό τρόπο και το πρόσημο ήτανε θετικό, γιατί είχε εξαιρετικά υψηλή ακροαματικότητα η εκπομπή μας. Οφείλω δε να πω ότι μέσα σε ούτε έξι μήνες η φωνή μου είχε γίνει σήμα κατατεθέν. Δηλαδή, δεν τολμούσα να πάω κάπου και όποιος άκουγε τη φωνή μου μου έλεγε: «Είσαι η Αννούλα; Από το ραδιόφωνο σε ακούμε»! Ε, γιατί, εντάξει, κακά τα ψέματα, όταν δεν υπάρχουν άλλες γυναίκες, υπάρχει μόνο μία γυναικεία φωνή, είναι πολύ πιο εύκολο να ξεχωρίσεις, έτσι; Θέλω να πω ότι αν είχα αποφασίσει να ασχοληθώ, ας πούμε, με την κορωνίδα των ρεπορτάζ, με το πολιτικό ρεπορτάζ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μέσα σε έξι μήνες θα τα είχα καταφέρει, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Επομένως, το γεγονός ότι είχα ασχοληθεί με την αθλητικογραφία και ήμουν και η μόνη γυναίκα μάλλον με βοήθησε. Βέβαια, είναι και ο αντίποδας. Δεν ήταν όλα τόσο εύκολα, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει μονίμως να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Υπήρχαν και πάρα πολλοί που μου έλεγαν τα γνωστά σεξιστικά —«Πήγαινε στην κουζίνα σου», «Τράβα πλύνε κάνα πιάτο», και τέτοια διαφορά—, που τα σκέφτομαι και γελάω. Μη σας πω ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν τέτοιοι γραφικοί ανάμεσά μας. Ναι, εν έτει 2020 υπάρχουν ακόμα αυτοί οι γρ[00:30:00]αφικοί, που δεν έχουν καταλάβει ότι τα επαγγέλματα δεν φοράνε ούτε φούστες ούτε παντελόνια. Τι άλλο, έτσι, ωραίο έχω να θυμηθώ από τις πρώτες μου εκπομπές; Έχω να θυμηθώ τις πολύ γλυκές χειρονομίες των συναδέλφων μου, που όλοι προσπάθησαν να με βοηθήσουν να μάθω, ας πούμε, τι είναι το περίφημο οφσάιντ. Εντάξει, μην ανησυχείτε. Το έμαθα από νωρίς, χε χε. Και ήτανε και μοναδικός ο τρόπος που μας πλησίαζαν οι ακροατές, γιατί οφείλω να σας πω ότι το να έχεις μία εκπομπή που καθημερινά ανοίγεις γραμμές και δίνεις την ευκαιρία στους ακροατές να σου μιλήσουν είναι πολύ μεγάλο σχολείο. Και το Πανεπιστήμιο ακόμα πιο μεγάλο σχολείο στο θεωρητικό, στο ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά και αυτή η καθημερινή τριβή… Και εγώ τα ζούσα και τα δύο, ξέρετε. Αυτή η καθημερινή τριβή, λοιπόν. Πολλές φορές, μάλιστα, υπήρχε απόσταση μεταξύ των όσων μάθαινα στο Πανεπιστήμιο και των όσων έβλεπα στο ραδιόφωνο ή στην εφημερίδα. Να το πούμε κι αυτό για να μη νομίζουν ότι είναι στρωμένα τα κόκκινα χαλιά. Όχι. Δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Έτσι είναι. Και νομίζω η ερώτηση που έρχεται, ας πούμε, στο μυαλό πολύ αβίαστα τώρα είναι ότι κάποια στιγμή κινούμενη στο χώρο της αθλητικογραφίας «έπρεπε» να επιλέξετε και κάποια ομάδα που να υποστηρίζετε;
Όχι. Όχι έπρεπε. Εγώ νομίζω αυθόρμητα εντελώς και με άγνοια κινδύνου —γιατί όταν κάνεις κάτι για πρώτη φορά και είσαι και, έτσι, τόσο μικρός, δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρόνων, μάλλον η άγνοια κινδύνου σε συνοδεύει. Οπότε, εγώ με το που βγήκα στο ραδιόφωνο το πρώτο πράγμα που είπα είναι ότι υποστηρίζω τον ΠΑΟΚ. Και εκεί αρχίσαν τα μεγάλα πανηγύρια, τα γλέντια, διότι ναι μεν οι περισσότεροι από τους φιλάθλους της Θεσσαλονίκης υποστηρίζουν τον ΠΑΟΚ, αλλά σίγουρα υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν τον Άρη και τον Ηρακλή. Και κυρίως από τους φιλάθλους του Άρη είχαμε πολλά προβλήματα, οι οποίοι δεν δίστασαν να φτάσουν μέχρι και σε ακρότητες: να με απειλήσουν πολλές φορές, να μου στείλουν «δωράκια» στο ραδιόφωνο για να φοβηθώ. Καλά, όλο αυτό εμένα η αλήθεια είναι ότι με είχε τρομοκρατήσει σε κάποια στιγμή, αλλά μετά περνώντας ο καιρός το έβλεπα μόνο ως αστείο και μπορούσα να κατανοήσω ποια είναι η ψυχολογία των οπαδών που κρύβονται απλά πίσω από την ανωνυμία. Ξέρετε, κύριε Κοτσώνη, η λογική της προβατοποίησης ποτέ δεν με συνόδευσε. Και σίγουρα θεωρώ ότι όλοι αυτοί που θέλουν να το παίζουν αρχηγοί των οπαδών σ’ αυτή τη θεωρία βασίζονται και σε αυτή τη λογική, της προβατοποίησης. Δυστυχώς θα πω. Αλλά, πίσω από τη μάζα πολλά μπορείς να κάνεις. Το νόημα και η ουσία είναι τι κάνεις όταν είσαι ένας, όταν φαίνεσαι και όταν βγαίνεις να πεις τα πράγματα με το ονοματεπώνυμό σου. Μέσα από ένα ανώνυμο μήνυμα ή από ένα ψευδώνυμο, ας πούμε, στο διαδίκτυο μπορώ πάρα πολλά να σας πω κι εγώ και μπορώ, μάλιστα, να παραστήσω και κάποια που δεν είμαι. Το δύσκολο είναι να βγω με το ονοματεπώνυμό μου, να πω «Είμαι η Άννα η Ορφανίδου και ήρθα σ’ αυτό το ραδιόφωνο να κάνω εκπομπή και σας δηλώνω ότι υποστηρίζω τον ΠΑΟΚ». Νομίζω, όμως, ότι αυτό είναι και το πιο γνήσιο, ε; Ξέρετε, από κάποιους που λένε «Εγώ είμαι ουδέτερος και δεν υποστηρίζω τίποτα, αλλά εκφέρω άποψη επί παντός επιστητού», θεωρώ λίγο πιο γνήσιο και πιο ειλικρινές να βγω και να πω ότι υποστηρίζω αυτή την ομάδα. Είχα ακούσει κάποτε τον κύριο Τσίμα να λέει: «Αν αγαπάς τους ελέφαντες, μην κάνεις ρεπορτάζ σε τσίρκο». Μου ‘μεινε, ξέρετε αυτό. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι η αγάπη μου και τα φίλαθλα αισθήματά μου για αυτή την ομάδα δεν μου έκλεισαν ποτέ τα μάτια. Αυτό τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Τώρα, αν η Ιστορία έρχεται να με διαψεύσει, θα το δούμε.
Πηγαίνετε και στο γήπεδο; Προ κορωνοϊού βέβαια;
Ε, καλά τώρα, τι ερώτηση είναι αυτή; Εννοείται. Κυριακή χωρίς γήπεδο δεν γίνεται. Ναι. Παρακολουθώ όσο μπορώ —παρακολουθούσα από κοντά όσο μπορούσα— περισσότερο την αγαπημένη μου ομάδα, όμως όχι μόνο εκεί, γιατί στη συνέχεια θα σας πω ότι ασχολήθηκα και με μία άλλη ομάδα της Θεσσαλονίκης, όπου για πέντε συναπτά έτη ήμουνα υπεύθυνη του γραφείου Τύπου. Οπότε, οπωσδήποτε όλα μου τα σαββατοκύριακα τα έχω περάσει στα γήπεδα.
Και από εκεί τι σχολείο ήτανε; Τι μάθατε;
Μμμ, τι έμαθα… Μπορώ να τα πω όλα, κύριε Κοτσώνη, ε; Δεν φαντάζομαι ότι έχουμε λογοκρισία. Όχι. Εσείς δεν είστε ούτε τα Νέα ούτε το Mega. Ωραία, δεν έχουμε λογοκρισία, λοιπόν. Μπορώ να τα πω όλα. Αυτό που έμαθα στο γήπεδο είναι ότι θα πρέπει να μπορείς να κρατάς αποστάσεις, αλλά όχι τις αποστάσεις που μας λένε να κρατούμε τώρα ελέω κορωνοϊού. Αποστάσεις από το συναίσθημά σου, αν θέλεις να δεις τα πράγματα κανονικά και όχι με ασπρόμαυρα, με κιτρινόμαυρα ή με κάθε άλλου είδους γυαλιά. Όταν, λοιπόν, παρακολουθείς έναν αγώνα —και το λέω για ‘μας τους δημοσιογράφους αυτό, έτσι;— θα πρέπει να μπορείς να διακρίνεις και να είσαι έτοιμος να το παραδεχθείς κι αυτό: και τα λάθη της ομάδας σου. Όχι να βλέπεις μόνο τα καλά και όχι να πανηγυρίζεις. Θα πρέπει να είσαι εκεί και να διαπιστώνεις και τα κακώς κείμενα και την επόμενη μέρα να έχεις το θάρρος και το θράσος να τα πεις στον αέρα, γιατί όταν δήλωσα ότι είμαι φίλαθλος του ΠΑΟΚ θα έπρεπε να είχα και το σθένος όταν η ομάδα δεν εμφάνιζε το πρόσωπο που θα έπρεπε να εμφανίσει να το πω την επόμενη μέρα στο ραδιόφωνο. Και αυτό, ξέρετε, δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί μετά από μια νίκη τα πράγματα είναι εξαιρετικά. Όλοι είναι χαρούμενοι. Το κλίμα είναι θετικότατο. Αλλά, μετά από μια ήττα είναι πολύ βαριά η ατμόσφαιρα. Και θα πρέπει και τότε να έχεις το ψυχικό σθένος να βγεις, να παραδεχτείς τα λάθη, να τα υπογραμμίσεις, αλλά να δώσεις και το στίγμα, αν θέλετε, και το σύνθημα, ότι συνεχίζουμε, κοιτάμε μπροστά και πάμε για τα καλύτερα. Αυτό έμαθα μέσα από τα γήπεδα.
Ήσασταν πάλι —ντάξει, λίγο υπερβολή αυτό ανάμεσα στους χιλιάδες, φυσικά. Αλλά, ήσασταν απ’ τις ελάχιστες γυναίκες που πήγαιναν στο γήπεδο;
Ναι, χιλιάδες φυσικά. Ειδικά στο γήπεδο του ΠΑΟΚ χιλιάδες είναι ο κόσμος που πηγαίνει. Εννοείται ότι δεν υπάρχουνε πάρα πολλές γυναίκες οι οποίες πηγαίνουν στο γήπεδο, όπως δεν υπάρχουν γενικότερα, ας πούμε, οικογένειες. Αυτό που βλέπουμε και που καμαρώνουμε στα γήπεδα, για παράδειγμα της Αγγλίας, να πηγαίνουν οι οικογένειες, να πηγαίνουν μεγαλύτεροι σε ηλικία, κυρίες, κύριοι, γυναίκες με τα παιδάκια τους, αυτό δεν νομίζω ότι είναι εφικτό μέχρι σήμερα. Ελπίζω να αλλάξει κάποια στιγμή, αλλά επιτρέψτε μου να διατηρώ μια αμφιβολία αν αυτό θα γίνει λίαν συντόμως. Πάντως, η Κυριακή στο γήπεδο μπορεί να γίνει, αν κάποιοι το επιτρέψουν και το θέλουν πραγματικά, μια γιορτή. Μπορεί.
Το εύχομαι κι εγώ ολόψυχα ακούγοντας κι άλλους ανθρώπους που μιλάν με πολύ πάθος για το γήπεδο. Άντρες κυρίως. Είστε η πρώτη γυναίκα που μου μιλάει για αυτό, οπότε πραγματικά το εύχομαι διπλά, με αφορμή αυτήν τη συνέντευξη.
Χε χε. Ωραία. Χαίρομαι, λοιπόν, που έσπασε και αυτή η γυάλινη οροφή και μακάρι να ακολουθήσουν κι άλλες.
Έτσι. Τώρα, επιστρέφοντας για μια τελευταία φορά στα αθλητικά ραδιόφωνα σαν φαινόμενο, αφού είστε τόσα χρόνια εκεί, θα άξιζε, νομίζω, να μας πείτε τι είδους επιρροή ασκούν τα αθλητικά ραδιόφωνα στη Θεσσαλονίκη; Πολιτική; Αθλητική; Κοινωνική; Τα πάντα;
Πω πω! Τι δύσκολη η ερώτησή σας, κύριε Κοτσώνη. Αβίαστα θα σας έλεγα τα πάντα, ναι. Τα πάντα. Και είναι τρομακτική, ξέρετε, αυτή η απάντηση, αλλά είναι απολύτως αληθινή. Έχουν πολύ μεγάλη δύναμη τα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης και χωρίς να κατονομάσω —όσοι ακούν σίγουρα θα καταλάβουν— υπήρχαν άνθρωποι που κινούσαν τα νήματα από τις ραδιοφωνικές τους εκπομπές. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κατόρθωναν να καθηλώνουν με τις εκπομπές τους χιλιάδες ανθρώπους και οι εκπομπές τους να είναι σήματα κατατεθέντα για τα ραδιόφωνα. Μιλάμε για ακροαματικότητες που και να σας τις πω ίσως να μη με πιστέψετε. Δηλαδή, τρεις στους τέσσερις να ακούνε την εκπομπή σου. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κατορθώσει να κάνουνε σχολή και με τον τρόπο τους —δυστυχώς θα πω, γιατί το επίπεδο δεν ήταν υψηλό και παραμένει να μην είναι υψηλό— καθοδήγησαν πάρα πολλές φορές αυτό που όλοι ονομάζουμε οπαδικό κίνημα.
Κατάλαβα. Εσείς πού αποδίδετε, όμως, ότι συγκεκριμένα εδώ, σε αυτήν την[00:40:00] πόλη, έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία;
Αρχικά στην έλλειψη παιδείας, γιατί για να μπορέσει κάποιος να σε παρασύρει θα πρέπει μάλλον να ετεροπροσδιορίζεσαι. Οπότε, οι άνθρωποι που ετεροπροσδιορίζονται θεωρώ ότι έχουν έλλειψη παιδείας. Δεν μιλάω ακαδημαϊκής, για να μην παρεξηγηθώ. Δεν σημαίνει ότι όποιος δεν έχει πάει στο Πανεπιστήμιο ή δεν έχει κάνει μεταπτυχιακό δεν έχει παιδεία. Μπορεί να έχεις πάει και στο Πανεπιστήμιο και να έχεις κάνει μεταπτυχιακά και διδακτορικά και πάλι να μην έχεις παιδεία, έτσι; Έλλειψη παιδείας αναφορικά με την προσωπικότητα, αν θέλετε, και με το πόσο δυνατός είναι ο χαρακτήρας σου, ένας χαρακτήρας που μπορεί και να μη φιλτράρει με τον κατάλληλο τρόπο αυτά που ακούει και απλά να τα ακολουθεί ακρίτα, χωρίς βούληση και, όπως είπα και νωρίτερα, να επιτρέπεις να ετεροπροσδιορίζεται. Νομίζω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος και η αιτία που οδήγησε κάποιους ανθρώπους στον να κινούν τα νήματα ή να παίρνουν αποφάσεις ερήμην των άλλων για τους άλλους.
Έχει, όμως, και η Θεσσαλονίκη σαν πόλη κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση, ας πούμε, με την Αθήνα, που είναι εδώ, νομίζω, εστιασμένα τόσο επιτυχημένα;
Αχ… Κοιτάξτε, οπωσδήποτε η έννοια της συμπρωτεύουσας —δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη, αλλά τι να κάνουμε; Καλώς ή κακώς μάς ακολουθεί— μάς οδηγεί αθέλητά μας να κουβαλάμε κάποια συμπλέγματα, συμπλέγματα κατωτερότητας. Δηλαδή, θεωρούμε ότι όλα γίνονται στην Αθήνα και εμείς είμαστε οι παραμελημένοι, είμαστε ο φτωχός συγγενής ή είμαστε, τέλος πάντων οι άνθρωποι —ας το πάρουμε στο καθαρά αθλητικό κομμάτι— που δεν μας επιτρέπουν να πάρουμε Πρωταθλήματα ή να πάρουμε Κύπελλα ή οι ομάδες μας να καταφέρουν να κάνουν μία αξιοπρόσεκτη πορεία. Φυσικά, ο ΠΑΟΚ είναι αυτή η ομάδα που έχει σπάσει όλο αυτό το «κατεστημένο» και κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια δε με την έλευση του κυρίου Σαββίδη να πρωταγωνιστήσει και να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί. Αλλά, νομίζω ότι η ιδιαιτερότητα είναι αυτή ακριβώς που σας είπα: τα συμπλέγματα κατωτερότητας που μας ακολουθούν και που δεν μας αφήνουν να σηκώσουμε κεφάλι. Θα το πω πολύ απλά, αλλά έτσι είναι. Γιατί, αν είχαμε κατανοήσει ότι μπορούμε να πιστέψουμε στον εαυτό μας, στις ομάδες μας, και να μην δώσουμε, να μην δίνουμε συνεχώς ως άλλοθι ότι κάποιοι δεν μας αφήνουν να κάνουμε πράγματα, μπορεί και να τα είχαμε πάει καλύτερα από άποψη, ας πούμε, τίτλων, έτσι, σας λέω εγώ, ή από άποψη ακόμα-ακόμα και υποδομών. Θα μου πεις, βέβαια, ότι όλο αυτό για να επιτευχθεί θα πρέπει να υπάρχουν και άνθρωποι που έρχονται όχι να εκμεταλλευτούν τις ομάδες για να κερδίσουν, αλλά πραγματικά να βάλουν χρήματα σ’ αυτές τις ομάδες για να τις δουν να προοδεύουν. Μέχρι στιγμής —ας μιλήσω κι απ’ την ομάδα που υποστηρίζω— ο κύριος Σαββίδης τα τελευταία αυτά χρόνια το έχει κάνει στον υπέρτατο βαθμό, σε βαθμό που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα που δεν χρωστούσε ούτε ένα ευρώ στο Δημόσιο, γενικότερα πουθενά. Ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα που πεντακάθαρη προσπάθησε να ανελιχθεί, να δείξει ότι συνεχίζει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και στόφα πρωταθλητή. Και ήταν κι η ομάδα που πριν από δύο χρόνια πήρε αήττητη το νταμπλ. Να σας το πω κι αυτό, κύριε Κοτσώνη, θα μου επιτρέψετε —και εδώ μάλλον ακούγεται η φίλαθλος Άννα παρά η δημοσιογράφος. Αλλά, όχι, εντάξει. Νομίζω θα συμφωνήσουν όσοι είδαν: η φιέστα του ΠΑΟΚ για την κατάκτηση του Πρωταθλήματος —του νταμπλ μάλλον— ήταν οπωσδήποτε η μεγαλοπρεπέστερη, να το ξαναπώ, ήταν η μεγαλοπρεπέστερη που έχω δει ποτέ μου στα χρονικά. Για την Ελλάδα δεν το συζητώ καν, εννοείται. Αλλά, μη σας πω και στα ευρωπαϊκά χρονικά.
Η αλήθεια είναι ότι ζώντας κοντά στην έδρα του αιώνιου αντιπάλου, αλλά με οπτική επαφή απ’ τις ταράτσες με την Τούμπα, μπορώ να το θυμηθώ αυτό.
Έτσι. Επομένως θα το επιβεβαιώσετε, σωστά, χε χε;
Σωστά.
Εκείνα τα βράδια μάλλον δεν είχατε κοιμηθεί, χε χε.
Χε χε. Όχι, καθόλου. Νομίζω μία ενδιαφέρουσα εξιστόρηση θα ήταν τώρα να μας πείτε πώς αυτά τα χρόνια —δεκαπενταετία; Δεν ξέρω πόσα είναι— που δουλεύετε στα ραδιόφωνα εξελίχθηκε η Ιστορία της χώρας μέσα απ’ τα τηλεφωνήματα. Δηλαδή, τι έλεγε ο κόσμος όταν έπαιρνε πριν δεκαπέντε χρόνια και τι έλεγε μέσα στην κρίση την οικονομική, την προσφυγική; Γιατί, νομίζω ότι ακούστηκαν και κάποιες φωνές πιο ακραίες τα τελευταία χρόνια μέσα απ’ τα τηλέφωνα πλέον. Αυτό, ξέρετε, είναι και το χειρότερο όλων, ότι η δημοκρατία, η αστική δημοκρατία, επιτρέπει όλες τις φωνές να ακούνε και κάποιες από αυτές τις φωνές είναι εναντίον της δημοκρατίας. Πόσο οξύμωρο μπορεί να είναι όλο αυτό, ε; Έχετε απόλυτο δίκιο. Υπάρχει διαφορά στο τι ακουγόταν πριν δεκαπέντε χρόνια και στο τι ακούγεται τώρα. Και μάλιστα μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια νομίζω ότι μεγαλώνοντας, έτσι, μπορώ να φιλτράρω κι εγώ καλύτερα για ποιο λόγο λέει ένας ακροατής αυτό που λέει, από τι ορμώμενος ή τι έφταιξε, τι είναι αυτό που τον ενόχλησε ή και τι είναι αυτό που τον χαροποίησε για να πει τα συγκεκριμένα λόγια. Νομίζω ότι έχω, έτσι, αποκτήσει αυτό το feeling που λένε. Από τη φωνή και μόνο κατανοώ για ποιο λόγο τα λένε όλα αυτά. Θα σας πω ότι τα προηγούμενα χρόνια δέσποζε όλο αυτό το κομμάτι της οικονομικής κρίσης, όλο αυτό το δυσβάσταχτο φορτίο στις πλάτες μας. Τα τελευταία τρία, τέσσερα χρόνια —τρία μάλλον— λίγο λιγότερο ακούγεται αυτό και περισσότερες είναι οι φωνές οι οποίες μιλάνε για την προσφυγική κρίση και για τους παράτυπους μετανάστες. Προσπαθώ να είμαι και politically correct στις λέξεις που χρησιμοποιώ για να μη φέρω και εσάς σε δύσκολη θέση, αλλά και γιατί δεν το επιτρέπει η θέση μου να χρησιμοποιώ λέξεις που χρησιμοποιούν κάποιοι άλλοι απερίσκεπτα. Οπότε, θα σας πω ότι μάλλον έχει αντιστραφεί το κλίμα. Τώρα πια οι φωνές είναι περισσότερες και αφορούν στην υγειονομική κρίση. Δηλαδή, το κομμάτι της οικονομικής κρίσης μάλλον κάπου το έχουμε ξεχάσει, το έχουμε βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού μας και ευτυχώς, αν μου επιτρέπετε, θα πω. Θεωρώ ότι τώρα πια τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται πιο δύσκολα αναφορικά με το πώς θα αντιμετωπίσουμε το θέμα της πανδημίας, του κορωναϊού, ειδικά δε με την επικείμενη έλευση του εμβολίου. Ακόμα και στα αθλητικά ραδιόφωνα, λοιπόν, είναι θέματα που μας απασχολούν. Και οι ανοιχτές γραμμές και στην εκπομπή που κάνω τώρα —ανοίγω μια παρένθεση. Η εκπομπή μου είναι το «Πρωινό Μαγκαζίνο» στον αθλητικό Libero 107.4— υπάρχουν ανοιχτές γραμμές και ακούγοντας τους ακροατές μου θα σας πω ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ανησυχούν όχι μόνο για το αθλητικό κομμάτι, έτσι; Είναι κι αυτή μια ανησυχία, φυσικά, καθημερινή, αφού είναι φίλαθλοι ή και οπαδοί. Αλλά, ανησυχούν για την υγειονομική κρίση και για την πανδημία.
Λογικότατο θα πω εγώ. Και μπαίνοντας σιγά-σιγά στην τελευταία ενότητα της συνέντευξης, δεν έχουμε μιλήσει καθόλου για τη μηχανολογία. Αυτή πώς;
Πώς προέκυψε. Λοιπόν, βλέπετε ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφάσισα να ασχοληθώ με δύο επαγγέλματα καθαρά ανδροκρατούμενα. Το «καθαρά», αν μ’ έβλεπε κάποιος τώρα, θα καταλάβαινε ότι το λέω με θυμηδία. Όχι, θα επαναλάβω αυτό που είπα και νωρίτερα. Όχι, τα επαγγέλματα δεν φορούν ούτε φούστες ούτε παντελόνια. Τα επαγγέλματα δεν έχουν φύλο. Και ας μου επιτρέψουν οι κύριοι που με ακούν, που μου δίνετε την ευκαιρία να με ακούσουν, να τους πω ότι, ναι, μια γυναίκα μπορεί —ίσως-ίσως και να επιβάλλεται ακόμα— να ασχοληθεί και με τη μηχανολογία οχημάτων και με το ποδόσφαιρο, αν αυτά μπορεί να τα υπηρετήσει με αξιοπρέπεια, με αντικειμενικότητα και με αλήθεια. Φαντάζομαι θα συμφωνείτε κι εσείς, έτσι δεν είναι, κύριε Κοτσώνη; Να σας πω, λοιπόν —θα μου επιτρέψετε να ανοίξω πάλι μια παρένθεση, γιατί θέλω και αυτό να το πω—, ότι εργάστηκα, συνεργάστηκα μάλλον, με όλους τους αθλητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκα σχεδόν με όλους τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, αθλητικούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς της Θεσσαλονίκης —έχω άριστες σχέσεις με το 99,9% εξ αυτών. Εντάξει, μπορεί να υπάρχει και κάποιος με τον οποίο να μην έχουμε τόσο καλές σχέσεις—, όπως επίσης και στις αθλητικές εφημ[00:50:00]ερίδες της πόλης και ότι για πέντε χρόνια ήμουν και υπεύθυνη του γραφείου Τύπου του Αγροτικού Αστέρα, ομάδας του Ευόσμου που για μια πενταετία ήτανε στη ΄Β Εθνική. Έφτασε μέχρι και τα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος. Ήτανε μία πολύ καλή περίοδος και έμαθα πολλά και από αυτήν την ομάδα. Όπως είπα τώρα, η εκπομπή μου είναι στον αθλητικό Libero 107.4, ο οποίος ακούγεται και διαδικτυακά παντού, βέβαια, έτσι; Και μέσα από το E-Radio, το Live 24 και το Greekradios. Και επίσης έχω γράψει και σχεδόν… όχι στα περισσότερα, αλλά σε αρκετά από τα αθλητικά site.
Κλείνω, λοιπόν, την παρένθεση που αφορά στην ενασχόλησή μου με το αθλητικό κομμάτι και να πάμε τώρα στη μηχανολογία. Πώς προέκυψε κι αυτό, ε; Σας είπα νωρίτερα ότι οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι. Η μητέρα μου, όμως, υπηρετούσε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, εδώ στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης. Και από μικρές, μπορώ να πω, μας έβαλε, έτσι, κι αυτή λίγο το μικρόβιο. Και μας έλεγε ότι «Θα ήτανε πολύ καλό πέραν όλων των άλλων που θέλετε να κάνετε να έχετε και μια δικιά σας δουλειά». Επομένως, νομίζω λίγο ή πολύ μας έπεισε η μητέρα μου. Και συγκεκριμένα η μία μου η αδερφή κι εγώ ασχολήθηκα με αυτό το κομμάτι. Η αδερφή μου έχει τελειώσει και αυτή, έχει τελειώσει μηχανολόγος οχημάτων από το ΤΕΙ Σίνδου και έγινε εκπαιδεύτρια οδηγών. Εγώ, επίσης, το τμήμα Εκπαιδευτών Οδηγών στη Σίνδο. Είμαι κι εγώ εκπαιδεύτρια. Και η άλλη μου η αδερφή έχει αναλάβει, έτσι, λίγο το οικονομικό κομμάτι, γιατί έχουμε ανοίξει και μία σχολή οδηγών, τη Σχολή Οδηγών Ορφανίδου. Οπότε, πέραν όλων των άλλων μαθαίνουμε και στον κόσμο να οδηγεί, κύριε Κοτσώνη. Και αν θέλετε και αυτή είναι μία καλή ιστορία, ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, που ίσως θα πρέπει να αλλάξουν τα δεδομένα της. Η Ελλάδα —αν δεν το γνωρίζετε να σας το πληροφορήσω— δυστυχώς βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστά τροχαίων ατυχημάτων και δυστυχημάτων. Αυτό προσωπικά με πληγώνει και, επειδή τυχαίνει να διδάσκω τώρα πια και σε αυτούς που θέλουν να γίνουν εκπαιδευτές οδηγών, αυτό που λέω, λοιπόν, στους φοιτητές μου είναι ότι θα πρέπει να αλλάξουμε αυτά τα ποσοστά. Θα πρέπει εμείς, η νέα γενιά εκπαιδευτών οδηγών, να το αλλάξει όλο αυτό και θα πρέπει οι άνθρωποι που βγαίνουν στο δρόμο να είναι ολοκληρωμένοι οδηγοί και να μάθουν ότι το όχημα είναι απλά ένα εργαλείο που θα τους πάει είτε στη δουλειά τους, είτε σε ένα ταξίδι αναψυχής, είτε για να τακτοποιήσουν άλλες εκκρεμότητες και όχι μία προέκταση της εγωπάθειάς μας, μία προέκταση της προσπάθειάς μας να αναδειχθούμε μέσα απ’ αυτό. Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Το αυτοκίνητο είναι απλά ένα εργαλείο, όπως εργαλείο μπορεί να είναι το λάπτοπ, το κινητό, όπως μπορεί να είναι το ψυγείο ή οτιδήποτε άλλο. Μας βοηθά να πετύχουμε κάτι, να πάμε για παράδειγμα στη δουλειά μας. Τίποτα παραπάνω.
Κι αυτό, λοιπόν, αρκετά ανδροκρατούμενος χώρος, αν και είναι πιο συχνό πλέον να βλέπουμε και γυναίκες εκπαιδεύτριες. Ήταν δύσκολο στην αρχή;
Αν ήταν δύσκολο! Ουφ, αυτό μη σας πω ότι ήταν και πιο δύσκολο από το να ασχοληθώ με την αθλητικογραφία. Εκεί να δεις πόσο πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο. Αρκεί να σας πω ότι εμένα προσωπικά μού πήρε τέσσερα χρόνια να γίνω εκπαιδεύτρια οδηγών. Ήτανε μία πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία και συνεχίζει να είναι. Φημίζομαι ότι κάθομαι και διαβάζω, είμαι μελετηρή, αλλά με δυσκόλεψε τόσο πολύ όλη αυτή η διαδικασία! Και σας λέω, μάλιστα, ότι πρέπει πέραν όλων των άλλων —του θεωρητικού πλαισίου, των σημάτων κτλ. κτλ.— πρέπει να οδηγήσεις μηχανάκι, Ι.Χ., φορτηγό, λεωφορείο και νταλίκα επί ώρες ατελείωτες και να δώσεις τις τελικές σου εξετάσεις. Σήμερα πια, αν με ρωτάτε, πολύ ορθά έχουν σκεφτεί να έχουν τόσο δύσκολο εξεταστικό πλαίσιο. Γιατί; Για να πάψουμε να είμαστε στις πρώτες θέσεις ατυχημάτων και δυστυχημάτων πρέπει οι άνθρωποι που θα μάθουν στους οδηγούς πώς να οδηγούν να είναι άριστοι. Άριστοι των αρίστων, αν μου επιτρέπετε αυτή την έκφραση. Οπότε, πολύ καλά κάνει το πλαίσιο το εξεταστικό και είναι τόσο δύσκολο. Και για αυτό το λόγο είναι και ελάχιστοι οι εκπαιδευτές οδηγών και για αυτό το λόγο είναι και τόσο δύσκολο να βγούνε εκπαιδευτές οδηγών: γιατί θα πρέπει να είσαι πραγματικά άριστος για να μάθεις στους υπόλοιπους να οδηγούν.
Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ψάχνοντας κάποια πράγματα για τη συνέντευξη ότι εργαστήκατε και σε ένα έντυπο για την αυτοκίνηση;
Ναι, ναι, χε χε. Αυτό είναι αλήθεια. Εκεί, λοιπόν, κατόρθωσα να τα συνταιριάξω και τα δύο. Ήμουνα αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Tuning για πολλά χρόνια, το οποίο πια κι αυτό δεν εκδίδεται. Τι να κάνουμε; Είδατε, όλα γίναν θύματα της οικονομικής κρίσης. Εκεί, λοιπόν, και από δημοσιογραφικής πλευράς, αλλά και καλύπτοντας κι αυτή την αγάπη μου για τα αυτοκίνητα κατόρθωσα να τα συνδυάσω και τα δύο. Είναι αλήθεια. Ήτανε μια πολύ ωραία περίοδος και αυτή. Και το περιοδικό Tuning είχε εξαιρετικό τιράζ. Αχ… Τι να πω; Ότι τα πράγματα θα αλλάξουν; Δεν είμαι βέβαια τόσο αισιόδοξη στο κομμάτι των εντύπων. Σχεδόν καθόλου αισιόδοξη δεν είμαι. Αλλά, ευελπιστώ ότι τα πράγματα θα αλλάξουν για ‘μας τους δημοσιογράφους στα Μέσα που θα μπορούμε να ασχολούμαστε, γιατί τώρα πια, ξέρετε, δεν υπάρχουνε οι μισθοί οι παχυλοί που υπήρχαν παλαιότερα, οπότε εργαζόσουν σε ένα Μέσον και είχες λύσει το πρόβλημά σου. Σήμερα ο δημοσιογράφος, αν θέλει να πάρει ένα μισθό —όχι αρκετά αυξημένο. Δηλαδή, μη φανταστείτε τίποτα δυο, τρία χιλιάρικα, έτσι, για να το πούμε λαϊκά. Αλλά, για ελάχιστα χρήματα θα πρέπει να δουλεύει σε τέσσερα Μέσα. Σε κάνα δυο site, σε κάποιο ραδιόφωνο ή διαδικτυακό ή οτιδήποτε άλλο, αν κατορθώσει και σε κάποιο τηλεοπτικό σταθμό. Έτσι είναι τα πράγματα και να μη νομίζουν όσοι ακούνε, έτσι, το σημερινό σας Istorima ότι όλο αυτό που φαίνεται είναι αλήθεια. Δηλαδή, οι πολύχρωμες εικόνες, τα φρου φρου και τα αρώματα, ξέρετε, είναι μόνο για το φαίνεσθαι. Η ουσία είναι άλλη, είναι πολύ διαφορετική και δυστυχώς για τους δημοσιογράφους μπορεί πολλές φορές να είναι έως και τραγική.
Έτσι είναι. Επιβεβαιώνω και μιλώντας με άλλους ανθρώπους του κλάδου σε αυτό το project δυστυχώς. Και κλείνοντας, θα θέλατε να μας πείτε την άποψή σας για το πώς πιστεύετε ότι και τα αθλητικά ραδιόφωνα και τα ΜΜΕ γενικά με «ανδροκρατούμενο» περιεχόμενο θα μπορούσαν να γίνουν πιο συμπεριληπτικά και προς τις γυναίκες;
Αχ… Μάλιστα. Πώς θα μπορούσε να γίνει άραγε αυτό; Θα μπορούσε αν δεν αρκούμαστε, θα επαναλάβω, στο φαίνεσθαι, αν κοιτάξουμε την ουσία. Δηλαδή, μία ωραία παρουσία να υπάρχει απλώς για να συμπληρώνει το καρέ ή για να συμπληρώνει την εικόνα και για να λέει ορισμένα ευφυολογήματα και κάποια χαριτωμένα ενδεχομένως αστεία και για να σπάει η μονοτονία της ανδρικής παρουσίας. Όχι, κάτι τέτοιο δεν με εξέφρασε ποτέ. Και επειδή ακριβώς είμαι και εναντίον του φαίνεσθαι —γνωρίζετε πολύ καλά ότι δεν διατηρώ κανένα λογαριασμό στα social media—, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Αδιαφορώ, μάλλον θα έλεγα, πλήρως για την εικόνα και για όλο αυτό που κάποιοι μπορεί να σκέφτονται βλέποντας φωτογραφίες ή βιντεάκια. Παντελώς αδιάφορη με αφήνει όλο αυτό και χρόνια τώρα έχω πάψει να ετεροπροσδιορίζομαι. Οπότε, αυτό που επιθυμώ είναι οι ακροατές μου —και δόξα τω Θεώ είναι πολλοί— να με ακούν για αυτό που λέω, όχι για αυτό που δείχνω σε φωτογραφίες και στα social media. Να με ακούν αν θέλουν για αυτό που λέω και για την ουσία μου και για την αλήθεια μου. Τα αθλητικά ραδιόφωνα… Τουλάχιστον εμένα μού δόθηκε η ευκαιρία και για ακόμα μια φορά από εδώ, από το δικό σας Istorima, θα πρέπει να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που μου δώσαν αυτή την ευκαιρία. Μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω αυτό που αγαπώ και, έτσι, πρωτοστατώντας κιόλας, αν θέλετε, να ανοίξω το δρόμο. Ε, αφού, λοιπόν, και μαζί σας τώρα σπάσαμε αυτή τη γυάλινη οροφή, ευελπιστώ ότι κι άλλες συνάδελφοι θα μπορέσουν να ακολουθήσουν. Και να ξέρετε κάτι: Αν αποφασίσει ο οποιοσδήποτε, είτε άντρας είναι, είτε γυναίκα, να κάνει κάτι και σε αυτό που αποφασίσει να κάνει βάλει την αλήθεια του, την ψυχή του, την καρδιά του και αφήσει πίσω το εγώ του, κάτι μου [01:00:00]λέει ότι θα τα καταφέρει. Όχι ίσως στο μεγαλείο, όχι ίσως στο ποσοστό που μπορεί να φανταζόταν ή να οραματιζόταν ή να ονειρευόταν, αλλά θα τα καταφέρει μέχρις εκείνου του σημείο που μπορεί να κοιμάται ήσυχος, ήσυχη το βράδυ. 01:01:39 Ξέρετε τι σπουδαία δουλειά είναι, κύριε Κοτσώνη, να ξαπλώνεις και σε πέντε λεπτά να σε παίρνει ο ύπνος; Εγώ το ‘χω κατορθώσει.
Μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη ιστορία. Έτσι.
Ναι.
Ωραία. Ευχαριστώ πολύ. Μπορούμε, λοιπόν, σιγά-σιγά να ολοκληρώσουμε, αν δεν έχετε κι εσείς κάτι άλλο να προσθέσετε ή να δηλώσετε σε αυτό εδώ το ντοκουμέντο.
Ναι. Έχω να προσθέσω και θα ‘θελα να το πω αυτό: ένα μεγάλο ευχαριστώ σε ‘σας. Θαυμάζω και την προσωπικότητά σας και το έργο σας. Θαυμάζω την πορεία σας, τα κείμενά σας, το λόγο σας και είναι η αιτία που δέχτηκα, έτσι, να καταθέσω κι εγώ τη δική μου, τη μικρή αυτή ιστορία, και να συμβάλω με ένα μικρό λιθαράκι στο δικό σας Istorima, κύριε Κοτσώνη. Σας ευχαριστώ πολύ-πολύ.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, πραγματικά. Εις το επανιδείν, λοιπόν. Καλή υπομονή τώρα και με τον κορωνοϊό και καλή επάνοδο στην κανονικότητα όποτε αυτή κι αν έρθει.
Αμήν. Να ‘στε καλά. Καλή συνέχεια.
Photos

Οικογένεια
Η Αφηγήτρια (κάτω, μέση), οι δύο αδερφές τ ...

Οικογένεια
Η Αφηγήτρια (πρώτη από αριστερά) με τις αδ ...

Οικογένεια
Η αφηγήτρια (δεξιά) ως παιδί σε παιδικό πά ...
Summary
Σε αυτήν τη συνέντευξη το λόγο παίρνει η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε ως αθλητικογράφος σε αθλητικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης. Μας μιλάει για την επαγγελματική της πορεία, η οποία έγινε μέσα από παραδοσιακά-στερεοτυπικά ανδροκρατούμενους κλάδους όπως το ποδόσφαιρο και η μηχανολογία. Σπάζοντας τα στερεότυπα ως φίλαθλος και λάτρης της αυτοκίνησης, βίωσε αρκετές προκλήσεις, αλλά και πολλές προσωπικές νίκες. Παράλληλα, είδε από κοντά την ακμή και έπειτα την παρακμή των ΜΜΕ στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Τέλος, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αναφέρεται και στα παιδικά-νεανικά της χρόνια στη γειτονιά της Σταυρούπολης.
Narrators
Άννα Ορφανίδου
Field Reporters
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Tags
Interview Date
17/12/2020
Duration
61'
Summary
Σε αυτήν τη συνέντευξη το λόγο παίρνει η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε ως αθλητικογράφος σε αθλητικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης. Μας μιλάει για την επαγγελματική της πορεία, η οποία έγινε μέσα από παραδοσιακά-στερεοτυπικά ανδροκρατούμενους κλάδους όπως το ποδόσφαιρο και η μηχανολογία. Σπάζοντας τα στερεότυπα ως φίλαθλος και λάτρης της αυτοκίνησης, βίωσε αρκετές προκλήσεις, αλλά και πολλές προσωπικές νίκες. Παράλληλα, είδε από κοντά την ακμή και έπειτα την παρακμή των ΜΜΕ στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Τέλος, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αναφέρεται και στα παιδικά-νεανικά της χρόνια στη γειτονιά της Σταυρούπολης.
Narrators
Άννα Ορφανίδου
Field Reporters
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης
Tags
Interview Date
17/12/2020
Duration
61'