© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Κουρσεύοντας τους «θησαυρούς» της Θεσσαλονίκης

Istorima Code
11525
Story URL
Speaker
Παναγιώτης Γεωργίου (Π.Γ.)
Interview Date
17/09/2020
Researcher
Κωνσταντίνος-Χρυσοβαλάντης Κοτσώνης (Κ.Κ.)
Κ.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα. Σήμερα έχουμε Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, και πιο συγκεκριμένα στο λιμάνι της. Εγώ είμαι ο Κωστής Κοτσώνης, ερευνητής στο Istorima, και βρίσκομαι εδώ με τον Παναγιώτη Γεωργίου, ο οποίος θα μας μιλήσει για ένα πολύ πολύ όμορφο σκαρί που κυκλοφορεί στον Θερμαϊκό, την «Αραμπέλλα», καθώς και για διάφορα άλλα όμορφα πράγματα. Καλημέρα.

Π.Γ.:

Καλημέρα.

Κ.Κ.:

Θα θέλατε, για να σπάσει λίγο ο πάγος, να μας πείτε αρχικά πότε και πού γεννηθήκατε;

Π.Γ.:

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1967.

Κ.Κ.:

Και μεγαλώσατε εδώ, στην πόλη;

Π.Γ.:

Ναι, ναι. Κέντρο-κέντρο. Στο κέντρο, στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Βαφτίστηκα στην Αγία Αικατερίνη και πήγα στο 4ο Λύκειο-Γυμνάσιο, στη Συγγρού. Εκεί τελείωσα, εκεί επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκα. Γενικά, κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο.

Κ.Κ.:

Κοντά στη θάλασσα από μικρός;

Π.Γ.:

Από μικρός στη θάλασσα… Όχι. Ντάξει, σαν παιδί κι εγώ, πηγαίναμε την παραθέριση. Μας πήγαινε ο πατέρας μου. Μου άρεσε το μπάνιο, ήμουνα συνέχεια στη θάλασσα, κι όσο εδώ, στη Θεσσαλονίκη, είναι πολλές φορές —θυμάμαι τα νιάτα μου— που κατέβαινα κάτω κάθε μέρα στον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί τότε είχε αρχίσει, πριν σαράντα χρόνια, το skateboard και κάναμε στον Μέγα Αλέξανδρο, στα μάρμαρα, skateboard, κι έτσι έβλεπα τη θάλασσα. Άλλες εμπειρίες δεν είχα.

Κ.Κ.:

Κατάλαβα. Πώς ήταν τότε, εκείνα τα χρόνια, όταν ξεκινούσατε το skateboard, η κουλτούρα; Φαντάζομαι όχι τόσο διαδεδομένη.

Π.Γ.:

Ήτανε πολύ πιο διαδεδομένη. Επειδή υπήρχαν εισαγωγές —ήτανε όλα τα πράγματα, όλα τα…. Όλες οι… Τα skate, οι βάσεις από κάτω. Τρέχαμε να βρούμε βάσεις. Τρέχαμε να βρούμε μεγάλες βίδες να το βιδώσουμε, να κάνουμε υπερυψωμένα, να ψάξουμε να βρούμε ξύλινα, να μη γλιστράν τα πόδια μας, με σμυριγδόπανα και τέτοια, γιατί δεν υπήρχαν αυτά, όπως υπάρχουνε τώρα. Αλλά, ήτανε κάτι τελείως καινούργιο και πάρα πολύ μόδα. Τώρα δεν είναι μόδα. Τώρα δεν είναι τίποτα. Τότε ήτανε μόδα. Όλοι ήτανε με skateboard στο χέρι.

Κ.Κ.:

Εγώ προσωπικά δεν το έζησα, ηλικιακά μιλώντας, οπότε, ναι, μάλλον έκανα λάθος πριν.

Π.Γ.:

Ναι. Μιλάμε για εκατοντάδες άτομα να είναι. Αυτό τώρα που βλέπω εγώ κάθε μέρα στο Λευκό Πύργο, που έρχονται κάποια παιδιά και κάνουν εκεί στα μαρμάρινα… Ε, φαντάσου τώρα στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου να έχει δεκάδες, εκατοντάδες παιδάκια όλων των ηλικιών και να κάνουν. Να πηδάνε από το ένα… Είναι δεκάδες! Το φέρνω τώρα σαν εικόνα, δηλαδή, που μου το θυμίζετε… Καμία σχέση! Όλοι ήταν με ένα skateboard στο χέρι.

Κ.Κ.:

Είχαμε και το περίφημο σκεϊτόπαρκο, το οποίο πλέον δεν υπάρχει. Ήταν το πρώτο στην Ελλάδα, νομίζω; Στη Νέα Παραλία, που κατεδαφίστηκε—

Π.Γ.:

Ναι, υπήρχε. Ναι, ναι. Νομίζω… Δεν το θυμάμαι και πάρα πολύ, γιατί εμένα η διαδρομή μου ήτανε απ’ το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης —γιατί κι εκεί είχε μαρμάρινα. Κατεβαίναμε με την παρέα μου κάτω στον Μέγα Αλέξανδρο. Ανεβαίναμε μέσα από την… Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ το Μακεδονία, το Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική που έχει μεγάλα κτίρια, μαρμάρινα, κι εκεί πέρα κάναμε κάποιες, έτσι, βουτιές, κάποια κόλπα και τέτοια. Και αργά τη νύχτα γυρνούσαμε όλοι πίσω στα σπίτια μας.

Κ.Κ.:

Αν μη τι άλλο, ενδιαφέρον.

Π.Γ.:

Ναι. Σίγουρα. Μα, ήταν ενδιαφέρον, γιατί δεν είναι όπως τώρα που έχει ίντερνετ, όλοι είναι μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι και τέτοια. Εκείνα τα χρόνια έψαχνες να βρεις μία διέξοδο να βγεις από το σπίτι. Κάναμε παρέα, βγαίναμε έξω. Δεν είχαμε ούτε να μιλάμε στο κινητό, ούτε τίποτα, και όλη την ώρα ήμασταν στο παιχνίδι.

Κ.Κ.:

Και γυρνώντας, λίγο, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο απ’ το οποίο περάσατε, πώς ήταν εκεί στο σχολείο; Από ό,τι έχω ακούσει κι από άλλες διηγήσεις, ήταν λίγο ιδιαίτερη γειτονιά γενικά εκεί.

Π.Γ.:

Ήτανε ιδιαίτερη γειτονιά… Όχι, δεν μπορείς να το πεις ιδιαίτερη γειτονιά. Ντάξει, περάσανε τώρα και σαράντα χρόνια. Δεν θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα. Αλλά, από ό,τι θυμάμαι, υπήρχανε οι παρέες. Υπήρχανε… Όπως είναι και τώρα, αλλά ήτανε πιο ομαδικά. Ήτανε, δηλαδή, παρέες. Κοιτούσαμε, μόλις σχολάσουμε, να πάμε σε μια καφετέρια, για να κάνουμε τσιγάρο. Πηγαίναμε στον «Λαμή», στον «Δαγκλή», στις καφετερίες που είναι κάτω απ’ τον Άγιο Δημήτριο, στο πάρκο. Μαζευόμασταν όλοι οι μαθητές επάνω για να καπνίσουμε και να πιούμε καφέ. Ήτανε τελείως διαφορετικά χρόνια. Ήτανε πιο αθώα. Ο κόσμος, τα παιδιά, βγαίναν έξω για να βρεθούνε με τους φίλους τους και να πάνε βόλτες. Τώρα βρίσκονται μέσω Messenger. Δεν είναι κακό, αλλά έτσι είναι τα χρόνια.

Κ.Κ.:

Το τσιγάρο ξεκινούσε νωρίς;

Π.Γ.:

Εγώ απ’ την παρέα μου —ήμασταν τέσσερις-πέντε κολλητοί—, εγώ ξεκίνησα, νομίζω, τέλη της 3ης Γυμνασίου. Και δεν μετάνιωσα, να πω την αλήθεια. Είναι ο καλύτερός μου φίλος.

Κ.Κ.:

Άλλα πράγματα που να θυμάστε από τη γειτονιά, ίσως;

Π.Γ.:

Απ’ τη γειτονιά… Φυσικά. Τα θυμάμαι όλα. Αλλά —πάλι το ξαναλέω— ήτανε άλλα χρόνια εκείνα. Άλλα χρόνια. Υπάρχει… Είναι τα χρόνια πριν ίντερνετ και τα χρόνια μετά ίντερνετ. Και τα δύο μου αρέσουνε. Μου αρέσει τώρα και το ίντερνετ, που κάθομαι στο σπίτι ατελείωτες ώρες και είμαι πάνω στο κινητό ή στο λάπτοπ. Κάθε χρόνος, κάθε ηλικία έχει την ομορφιά της. Μ’ αρέσει τώρα που είμαι σε αυτή τη[00:05:00]ν ηλικία. Μ’ αρέσει αυτά τα πράγματα που κάνω. Ποτέ δεν ζήλεψα και ποτέ δεν λαχτάρησα τα παιδικά μου χρόνια ή τα χρονιά του στρατού ή οτιδήποτε άλλο. Τελείωσαν αυτά, όλα είναι παρελθόν. Ζω τώρα και τώρα πιστεύω ότι ζω ακόμα καλύτερα, πιο ουσιώδη, για το λόγο ότι αυτά που κάνω τα θυμάμαι και θα μείνουν για πάντα. Ενώ, όταν είσαι παιδί, κάνεις πολλά πράγματα, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια τα ξεχνάς. Ενώ, τώρα δεν τα ξεχνάω. Τα κάνω με την εμπειρία μου. Μου αρέσει που τα κάνω και ζω και μεγαλώνω μ’ αυτά εδώ.

Κ.Κ.:

Ωραίο μάθημα ζωής, μπορώ να πω.

Π.Γ.:

Ναι, σίγουρα.

Κ.Κ.:

Απλά αυτό που ήθελα, λίγο, πριν να εστιάσουμε είναι, αν θέλετε, να μας περιγράψετε κυρίως. Δηλαδή, αναζητάμε εικόνες ενδεχομένως απ’ το πώς ήταν η γειτονιά εκείνα τα χρόνια: Τα μαγαζιά της, οι άνθρωποι της, το τι άκουγε κάποιος όταν έβγαινε στο δρόμο, οι γείτονες τι σχέση είχαν μεταξύ τους, τι είδους άνθρωποι κατοικούσαν στη γειτονιά… Τέτοια πράγματα.

Π.Γ.:

Από ό,τι θυμάμαι, ήτανε… Ας πούμε, όταν ήμουνα μέχρι να πάω… Πήγα Νηπιαγωγείο στο Νηπιαγωγείο εκεί, στην Αγία Αικατερίνη, γιατί μέχρι τα 13 μου έτη έμεινα στην Αγία Αικατερίνη, που είναι, ας πούμε, στην ευθεία, 500 μέτρα από την Κασσάνδρου. Μετά τα δεκατρία μου πήγαμε στην Κασσάνδρου, που είναι, ας πούμε, 500 μέτρα απ’ το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Δηλαδή, είναι όλα κοντά. Στην Αγία Αικατερίνη, ας πούμε, θυμάμαι —τώρα να πάρω εκείνη την... νηπιαγωγείο που πήγα εκεί και Δημοτικό σχολείο, στο 54ο, στην Ολυμπιάδος επάνω. Τώρα δεν υπάρχει, γιατί το κάνουν ανακατασκευή. Θυμάμαι ότι παίζαμε στην Αγία Αικατερίνη, την εκκλησία, όλη η γειτονιά. Όταν λέμε όλη η γειτονιά, όλη η γειτονιά. Όλα τα παιδιά ήταν μαζεμένα εκεί πέρα, στην Αγία Αικατερίνη. Μόλις νύχτωνε, μόλις σουρούπωνε, θυμάμαι η μάνα μου φώναζε: «Παναγιώτη! Χρήστο!» —τον αδερφό μου—, να γυρίσουμε γρήγορα στο σπίτι, να μας κάνει μπάνιο και να κοιμηθούμε. Δεν υπήρχαν τα κινητά, «Να σε πάρω στην αναπάντητη κλήση» και το ένα και το άλλο. Μετά, στη συνέχεια, όταν κατεβήκαμε κάτω, όταν πας Γυμνάσιο και αυτά, μετά ξεψαρώνεις, λίγο να βγεις να περπατήσεις πιο μακριά, λίγο να πιάσεις το skateboard, λίγο αυτά, να κατεβείς προς τα κάτω… Κατέβαινες στην παραλία κι όσο περνούσαν τα χρόνια αρχίζανε οι εκδρομές, λίγο προσκοπισμός που πήγα και σ’ ένα προσκ… Στο 16ο Σύστημα Προσκόπων στη Φράγκων, στη φράγκικη εκκλησία. Και σιγά-σιγά ήτανε ομαλή η πορεία μου σαν παιδί. Δηλαδή, με τις εκδρομές τα σαββατοκύριακα, τα τριήμερα στα παιδιά με τους φίλους μου, κατασκηνώσεις. Θυμάμαι ότι ακόμα όσο ήμουνα μικρός πηγαίναμε παραθέριση πάντα από 1 Ιουλίου μέχρι 15 Αυγούστου στη Θάσο και 16 Αυγούστου επιστρέφαμε πίσω και περιμέναμε πώς και πώς θα ξανασυναντηθούμε με την παρέα, να μιλήσουμε διάφορα πράγματα, να κάνουμε πράγματα. Ήτανε, εντάξει, η σχολική περίοδος Γυμνάσιο-Λύκειο όπως και τώρα. Μαζεύονται τα παιδιά στις αυλές, βόλτες για καφέ, για συνάντηση. Περιμέναμε ένα Σάββατο —όχι καθημερινές, φυσικά—, ένα Σάββατο για να βγούμε έξω. Μετέπειτα, ότι έγινε πενθήμερο —πέτυχα το πενθήμερο από εξαήμερο— μπήκε κι η Παρασκευή σιγά-σιγά μέσα για τη διασκέδαση. Αλλά, ντάξει, ήτανε ζωηρό, το κέντρο ήτανε πάντα ζωηρό. Ακόμα και τώρα, αλλά και τότε ήταν ακόμα πιο ζωηρό, γιατί ήτανε συμπυκνωμένος ο κόσμος όλος εκεί στο κέντρο. Είχε ζωή συνέχεια στα μαγαζιά, στα φαγάδικα, στις καφετερίες, παντού, παντού.

Κ.Κ.:

Και είπατε ότι ασχοληθήκατε και επαγγελματικά σε εκείνη την… Πώς να το πω; Δραστηριοποιηθήκατε, καλύτερα, επαγγελματικά σ’ εκείνη την…

Π.Γ.:

Ναι, εκεί πέρα. Από τα νιάτα μου είχε κατάστημα ο πατέρας μου με δερμάτινα είδη, τσάντες και τέτοια. Εγώ ξεκίνησα από μικρός, από Γυμνάσιο-Λύκειο —γιατί ήταν ακριβώς δίπλα στο 4ο Λύκειο—, πήγαινα εκεί πέρα, καθόμουνα, με βοηθούσε μία κοπέλα μέσα ή κάποια στιγμή που ήταν και η ανιψιά του πατέρα μου, με βοηθούσε στα μαθήματα. Παρένθεση εδώ πέρα, ότι όσο και να με βοηθούσαν δεν ήμουνα καθόλου καλός μαθητής, αλλά δεν ήμουνα και καθόλου κοπανατζής. Μου άρεζε το σχολείο και πήγαινα, γιατί έβρισκα τους φίλους μου και τις φίλες. Δεν έκανα κοπάνα από μαγκιά ή οτιδήποτε άλλο. Και ήμουνα εκεί. Μόλις τελείωσε το σχολείο, στα 18, έφυγα φαντάρος —σχετικά πολύ μικρός. Μέχρι τα 20 είχα απολυθεί, μετά από δύο χρόνια. Και από τότε, από 20 ετών μέχρι και κοντά στα 50, για είκοσι επτά-είκοσι οχτώ χρόνια δραστηριοποιήθηκα με κατάστημα λιανικής πωλήσεως στο Αλκαζάρ, στο παλιό δημαρχείο Θεσσαλονίκης, για όσους ακούνε και θυμούνται. Ένα τεράστιο παπούτσι που γυρνούσε στον «Καρύδα», ακριβώς απέναντι είναι το Αλκαζάρ, τώρα που είναι στάση μετρό Βενιζέλου. Και εκεί ήμουν απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δηλαδή, η ζωή μου για τριάντα χρόνια ήταν εκεί. Μου άρεζε, περίμενα πώς και πώς να ξυπνήσω το πρωί να πάω στη δουλειά. Πέτυχα δεν πέτυχα, αυτό θα το κρίνει ο καθένας. Εγώ, πάντως, πέρασα πάρα πολύ ωραία αυτά τα είκοσι πέντε, είκοσι οχτώ χρόνια. Τελείωσε αυτό και τα τελευταία τρία χρόνια αναζήτησα αλλού την πορεία μου, την καρι[00:10:00]έρα μου.

Κ.Κ.:

Θα έρθουμε και σε αυτό, το οποίο είναι ίσως και η καρδιά της συνέντευξης.

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Πριν από αυτό, νομίζω, θα είχε νόημα, λίγο, να μας πείτε τα περισσότερα για την περιοχή, εκεί, του «Καρύδα»—

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Επειδή, έχει αλλάξει πάρα πολύ. Το παπούτσι δεν γυρίζει, δεν φωτίζει—

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Η περιοχή έχει ερημώσει αρκετά. Το δημαρχείο έχει φύγει. Όταν πηγαίνετε σ’ αυτή την γειτονιά, τι συναισθήματα σας προκαλούνται, σήμερα όπως είναι;

Π.Γ.:

Ε, τίποτα. Ψυχρά. Είμαι τελείως ψυχρός, ενώ το προτέρημά μου είναι η ευαισθησία μου και το μειονέκτημα μου είναι πάλι η ευαισθησία μου. Δεν… Αλλά, δεν αισθάνομαι τίποτα απολύτως. Δεν… Είμαι απ’ τους ανθρώπους… Είμαι άλλη ράτσα εγώ, πιστεύω. Ούτε μένω στα παιδικά μου χρόνια, ούτε μένω στα στρατιωτικά μου χρόνια. Δηλαδή, μαζευόμαστε παρέες και μιλάμε για τα στρατιωτικά χρόνια, που εγώ πλήττω. Βαριέμαι. Δηλαδή, δεν θέλω να ακούω αυτά τα πράγματα, δεν… Όχι ότι με ενοχλούν. Αλλά… Τίποτα. Εγώ κάνω τη ζωή μου, ζω το τώρα. Δεν με ενδιαφέρει τι έκανα πριν. Τέλος! Τελείωσε. Ζω το τώρα. Η περιοχή, όπως με ρώτησες και εφόσον ενδιαφέρεστε, σίγουρα έχει αλλάξει. Σίγουρα βλέπεις άλλους ανθρώπους, σίγουρα βλέπεις άλλες θρησκείες, άλλες ράτσες. Δεν με ενοχλεί καθόλου. Κι αν έχει αλλάξει, δεν έχω καταλάβει. Ντάξει, σίγουρα έχει αλλάξει, αλλά δεν έχει αλλάξει κάτι σε μένα. Δηλαδή, ξέρω ότι βρίσκομαι σ’ αυτή την περιοχή. Ούτε μ’ ενοχλεί. Έτσι είν’ τα πράγματα. Αλλάζουνε συνέχεια. Εδώ εμείς αλλάζουμε. Δεν θα αλλάξουν αυτά εδώ; Κι ούτε λέω: «Αχ! Πώς ήταν εκεί και πώς ήταν;», έτσι, αυτό το μελοδραματικό και τέτοια. Όχι, τίποτα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα.

Κ.Κ.:

Πιο πολύ το είπα επειδή έχει ταλαιπωρηθεί κιόλας όλα αυτά τα χρόνια με τα έργα και είναι μια περιοχή-επίκεντρο λίγο για το τι βιώνει το κέντρο στην οικονομική κρίση.

Π.Γ.:

Ναι. Εμένα με έπιασαν αυτά. Μόλις σε διακόπτω και συγγνώμη, αλλά εμένα με έπιασε. Δηλαδή, απ’ το 2006 που βάλαν τις λαμαρίνες εκεί, στο άγαλμα του Βενιζέλου, εμένα το κατάστημα ήταν ακριβώς μπροστά εκεί πέρα, στην είσοδο του δημαρχείου και στα τρία μέτρα ήταν η λαμαρίνα. Εμάς εκεί πέρα ήταν ολική καταστροφή. Φανταστείτε ότι από το 2006 που μπήκαν οι λαμαρίνες, κλείσαν όλα. Έφυγε, νομίζω, το ’08-‘09 το δημαρχείο. Εγώ από ‘κει έφυγα το 2016. Φανταστείτε, ότι, δηλαδή, άντεξα και ακόμα πέντε-έξι χρόνια αυτό το πράγμα. Τώρα, φυσικά, έχουνε κλείσει τα πάντα από ‘κει πέρα. Υπάρχουνε, η νεολαία που έχουν ανοίξει κάτι, έτσι, μπαράκια, κάτι τέτοια που μαζεύεται η νεολαία. Αλλά, όχι, κάτι τα παλιά κτίρια που γίνανε ξενοδοχεία. Αυτό είναι… Το ρεζουμέ απ’ όλη τη συζήτηση που με ρωτήσατε για την παλιά… Για την περιοχή εκεί πέρα και για τον Καρύδα, για το Αλκαζάρ, για όλα αυτά εδώ, είναι ότι αυτό που μ’ έχει εντυπωσιάσει πάρα πολύ, αυτό που πραγματικά με έχει εντυπωσιάσει πάρα πολύ —θετικά μ’ εντυπωσίασε— είναι ότι κατέβαινες στον Βαρδάρη, που ήταν ο κακόφημος Βαρδάρης, με τους οίκους ανοχής, με τα μπαράκια και το ένα και το άλλο… Και τώρα μπορεί να έχει πορνεία, μπορεί να έχει οτιδήποτε και τη μέρα και τη νύχτα. Όχι όπως ήτανε παλιά, φυσικά, γιατί έχουν μεταφερθεί αλλού οι οίκοι. Ο κόσμος, πάντως, ο περίεργος, ο παράξενος, οι κλέφτες, τα κλεφτρόνια και αυτά, όλα είναι ακόμα μαζεμένα εκεί, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε πάρα πολύ είναι ότι και το τελευταίο κτίριο έγινε Airbnb ή hostel ή ξενοδοχείο. Και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Δηλαδή, θυμάμαι στην Γλάδστωνος είχε έναν κινηματογράφο —και νομίζω ακόμα έχει—, κινηματογράφο πορνό, που ήταν, ας πούμε —πώς το λένε;—, πολύ ντεκαντάνς για εκείνη την εποχή. Και τώρα ξαφνικά έχουνε… Όλα είναι μέσα στο ίντερνετ και ξαφνικά… Ακόμα, υπάρχουν ακόμα πορνό κινηματογράφοι. Και ποιο είναι το εντυπωσιακό; Ότι κάποτε από εκεί υπήρχε ο κόσμος που περπατούσε, τώρα περπατάν τουρίστες, γιατί ξαφνικά δίπλα έχει ανοίξει hostel και βλέπεις οικογένειες απ’ όλο τον κόσμο. Κατεβαίνουν δίπλα απ’ τον κινηματογράφο τον πορνό. Δεν συμβαίνει τίποτα. Κατεβαίνουν. Δηλαδή, πήρε ζωή. Αυτές οι «κακόφημες» —μέσα σε εισαγωγικά— περιοχές πήρανε ζωή απ’ τον τουρισμό. Έχουνε γίνει τα πάντα εκεί, στα στενά, στο τελευταίο στενό γύρω απ’ το Βαρδάρη σε μια ακτίνα 2 χιλιομέτρων, όλα ξενοδοχεία. Κι αυτό είναι το πολύ θετικό. Κι αυτό μου αρέσει.

Κ.Κ.:

Μιας και πιάσαμε τους κινηματογράφους αυτού του είδους, εσείς προλάβατε και το Αλκαζάρ σαν τέτοιο κινηματογράφο;

Π.Γ.:

Εγώ το Αλκαζάρ… Αυτό που κάθομαι και συζητάω με φίλους και γνωστούς που λένε για την Αγιά Σοφιά και της Κωνσταντινούπολης και το ένα και το άλλο, εγώ τους λέω: «Παιδιά, το Αλκαζάρ, το οποίο ήταν ένα τούρκικο τζαμί —νομίζω το ‘φτιαξε ένας πλούσιος για την κόρη του που πέθανε. Κάτι τέτοια—, έχει και μιναρέ, έπεσε, εγώ το πέτυχα τα τελευταία σαράντα χρόνια». Πρώτα το πέτυχα… Φανταστείτε ότι πίσω απ’ το Αλκαζάρ, εκεί που ‘ταν το δημαρχείο, περνούσε δρόμος. Μονόδρομος. Εγώ το πέτυχα και σαν μονόδρομο και σαν πεζόδρομο μετά που έγινε. Εγώ το πέτυχα σαν κινηματογράφο πορνό, γιατί θυμάμαι κιόλας… Ήταν από πίσω εκεί, στο μαγαζί μπροστά, το μηχανοστάσιο, εκεί που ήταν η μηχανή, που γυρνούσε και έδειχνε τις ταινίες μέσα, και κάποιες φορές που ανοίγαν τις πόρτες για να αερίζεται, που φαινότανε, και μπαίναμε μέσα και βλέπαμε έτσι· τον τρούλο επάνω, πώς είν’ τα πράγματα, και ξαφνικά έβλεπες μία οθόνη. Μ[00:15:00]ετά, το θυμάμαι ότι έγινε το εκλογικό τμήμα του Τσοβόλα στην περίοδο του ΠΑΣΟΚ, το 1979, που πριν βγει το ΠΑΣΟΚ, νομίζω, όταν βγήκε, το ’81, γύρω-γύρω καταστήματα. Δηλαδή, κατάσταση —πώς το λένε;— εξευτελισμού για το κτίριο. Γιατί εξευτελισμού; Γιατί; Γιατί, άμα το δείτε τώρα πώς έχει γίνει ανακαίνιση, τι έχουνε βρει μέσα και πώς θα το φτιάξουνε, θα πείτε υπάρχει τέτοιο αριστούργημα και το είχανε έτσι; Αριστούργημα!

Κ.Κ.:

Ομολογώ ότι αυτό με το εκλογικό κέντρο του Τσοβόλα δεν το γνώριζα.

Π.Γ.:

Ναι. Εκλογικό κέντρο του Τσοβόλα.

Κ.Κ.:

Και ερχόμαστε, λοιπόν, στο 2017 που ξεκινήσατε να δουλεύετε κάπου αλλού—

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Το οποίο είναι και το ρεζουμέ, ας πούμε, στο καράβι «Αραμπέλλα».

Π.Γ.:

Ναι, στο πειρατικό καράβι «Αραμπέλλα», που κάνει κρουαζιέρες στον Θερμαϊκό. Όπως είπαμε, εγώ τελείωσα την καριέρα μου σαν έμπορος. Φυσικά, ακόμα διατηρώ εταιρεία και πηγαίνω σε τρεις μεγάλες εμποροπανήγυρεις: Στον Άγιο Μάμα, στο Αιγίνιο και στο Αμύνταιο με τον ανιψιό, μου μία φορά το χρόνο, σε αυτά τα τρία, που διαρκεί, ας πούμε, γύρω στον ένα μήνα. Παίρνω άδεια απ’ το καράβι και λείπω ένα μήνα, γιατί δεν μπορείς να κόψεις το εμπόριο. Όταν κόβεις το… Δεν μπορείς. Όταν έχεις γεννηθεί έμπορος, δεν κόβεται με τίποτα. Εγώ πιστεύω ότι ακόμα και στο τέλος απ’ το… Και στο τέλος όλοι οι έμποροι διαπραγματεύονται και με τον Άγιο Πέτρο επάνω, το αλισβερίσι για να μπούνε μέσα, στον παράδεισο ή στην κόλαση. Όταν είσαι έμπορος, είσαι έμπορος. Όλα τα διαπραγματεύεσαι. Τέλος πάντων. Εγώ τελείωσα το Νοέμβριο του 2016. Αποφάσισα να διακόψω την επαγγελματική μου δραστηριότητα για τον άλφα-βήτα-χι-ψι λόγο. Γιατί ήταν είκοσι έξι-είκοσι επτά χρόνια, που είναι τεράστιο νούμερο για έναν άνθρωπο απ’ το πρωί ως το βράδυ να δουλεύει. Σίγουρα επηρέασε και η στάση Βενιζέλου εκεί πέρα και ένα μεγάλο ποσοστό ότι έφυγε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, γιατί ήταν εκεί το κτίριο, το οποίο —μέσα σε παρένθεση— να πω ότι είναι το δεύτερο μεγαλύτερο ενιαίο κτίριο της Ελλάδος μετά τη Βουλή των Ελλήνων, να ξέρετε, και έπεσε η δουλειά. Αλλάξανε τα χρόνια. Βαρέθηκες τόσα χρόνια. Σταμάτησα για λίγο καιρό και άρχισα —γιατί έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου—, είπα ότι κάπου θα βρω να δουλέψω. Έβλεπα από ‘δω, έβλεπα από ‘κει, έβλεπα παραπέρα. Ξεκίνησα. Μετά από ένα μήνα, άκουσα ένα διαφημιστικό μήνυμα σ’ ένα ραδιόφωνο για ένα παιχνιδάδικο που ανοίγει στην πλατεία Αριστοτέλους και κατευθείαν πάρκαρα δεύτερη γραμμή το αυτοκίνητο. Πήγα στο ίδιο κατάστημα και τον λέω: «Μ’ Αϊ-Βασίλη πρέπει να ξεκινήστε εδώ». Και μου λέει: «Μόλις σε είδα», λέει, «ο Αϊ-Βασίλης ήρθε!». Τέλος πάντων. Δούλεψα εκεί είκοσι μέρες με πολύ μεγάλη επιτυχία. Γιατί πολύ μεγάλη επιτυχία, και το λέω αυτό για να το ακούει ο κόσμος, ότι δεν παίζει ρόλο ότι μοιάζεις στον Αϊ-Βασίλη, ας πούμε, είτε στα κιλά, είτε στα μάτια, είτε στα γένια, είτε σ’ αυτά εδώ πέρα. Είναι ότι έφτιαξα στολή βελούδινη, προσωπική, δική μου, μπότες γνήσιες, το λάστιχο αυτό, οι ωραίες, που τις έντυσα και μ’ αυτά τα γουνάκια και τέτοια. Δηλαδή, η φορεσιά από πάνω, μία κάπα μεταξένια. Δηλαδή, ήτανε όλο το concept πάρα πολύ ωραίο. Δεν παίζει ρόλο μόνο… Μπορεί να ‘σαι ο κούκλος Αϊ-Βασίλης, αλλά να φοράς φτηνιάρικα ρούχα και χάνεις και στη φωτογραφία δεν βγαίνει τίποτα, γιατί όλα παίζουνε ρόλο και πώς βγαίνεις στη φωτογραφία. Τελείωσε αυτό εδώ πέρα. Ξεκινάει το 2017. Την Πρωτοχρονιά άρχισε το μεγαλύτερο κρύο που έχει γίνει εδώ, στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα, με ένα μέτρο χιόνι που έπιασε για δυο εβδομάδες, που παγώσαν τα πάντα, το φυσικό αέριο —γιατί τότε είχαμε και αέριο, φυσικά, ενώ παλιότερα δεν είχαμε—, που σπάσανε οι μισοί σωλήνες εδώ, στη Θεσσαλονίκη, το ίδιο και στο δικό μου, στη δικιά μου την οικία. Και… Λιώσαν τα χιόνια. Και γύρω στις… Ιανουάριο, αρχές Φεβρουαρίου κατέβηκα, ενώ ψαχνόμουνα, φυσικά, για δουλειά και τέτοια. Πήγα μια βδομάδα κάθισα στην Αλεξανδρούπολη, νοίκιασα ένα σπίτι εκεί, γιατί κάτι συζητούσα για κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, να δουλέψω, να κάνω, να ράνω και τέτοια. Αλλά, να τονίσω εδώ ότι η επαρχία είναι τελείως επαρχία. Οι επαρχιακές πόλεις, δηλαδή, είναι σε τέτοια πράγματα… Σε πολλά είναι πεθαμένα, αλλά σε τέτοια πράγματα είναι τελείως πεθαμένα, τελείως νεκρά. Δηλαδή, μέσα σε μία εβδομάδα πιστεύω ότι απ’ την πρώτη μέρα αναγνωρίσαν όλοι ότι κάθομαι εκεί. Δηλαδή, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, γιατί, να περάσεις απαρατήρητος. Όλα τα μάτια πέφτουνε πάνω σου. Τι να πω, μια βδομάδα ήμουν Αλεξανδρούπολη και θυμάμαι ότι έβλεπα κάθε μέρα το φάρο. Βαρέθηκα να τον βλέπω. Θα πεις, τώρα: «Ρε, Πειρατή, δεν βλέπεις τον Λευκό Πύργο;». Είναι σαν να μην υπάρχει μπροστά μου, γιατί είμαι επαγγελματίας. Αλλά, είναι μέρος της δουλειάς μου. Τέλος πάντων. Γύρισα απ’ την Αλεξανδρούπολη, γιατί δεν έγινε τίποτα. Κατέβηκα κάτω, όταν λιώσαν οι πάγοι κι όλα αυτά εδώ πέρα για να βγάλω κάτι, ήθελα φωτογραφίες εκεί, από το Λευκό Πύργο, έτσι, περπάτησα στην Παραλία, γιατί αυτά δεν τα είχα κάνει, γιατί τριάντα χρόνια δούλευα. Και πήγα στην τουαλέτα, νομίζω[00:20:00], εκεί που έχει τουαλέτες και τέτοια, για την ανάγκη μου. Και βγαίνοντας έξω, έτσι όπως έσφιγγα τη ζώνη, ξαφνικά βλέπω το πειρατικό καράβι κουνιέται στη θάλασσα. Λέω: «Παναγία μου», λέω, «τι ‘ν τούτο;!». Και μόλις είδα το καράβι, κατευθείαν θυμήθηκα μια κουβέντα —γιατί, πριν από είκοσι μέρες που με κάλεσαν στον Μύλο των Ξωτικών—, μια κοπέλα που μου λέει: «Πω πω, για πειρατής», λέει, «κάνεις εσύ!». Κι εκείνη τη χρονιά είχανε concept πειρατές, αλλά είχανε κλείσει οι θέσεις. Φυσικά, και σαν Αϊ-Βασίλης τρελαθήκαν μόλις με είδαν, γιατί εγώ πήγα με τη στολή, κανονικά. Αλλά, είναι αυτό που λέω εγώ για πάντα και τα λέω —και για αυτό με αγαπάει ο κόσμος, γιατί τα λέω στα ίσια—, ότι είναι μην μπλέξεις με τους Δήμους και μ’ αυτά εδώ. Γιατί πιο πολύ τους αρέσει σε όλα αυτά εδώ πέρα να βάλουν έναν ψεύτικο Αϊ-Βασίλη, που είναι οκτάμηνο, είναι ο γνωστός της Σούλας, της Βούλας, της Κατερίνας, ή του δημάρχου ξάδελφος, παρά να βάλουνε κάτι εντυπωσιακό, ωραίο, να το πληρώσουν ή μέσω χορηγών να το πληρώσουνε, αλλά να κλέψει την παράσταση. Εμείς… Σ’ αυτά τα πράγματα ο Αϊ-Βασίλης κλέβει την παράσταση! Έτσι είναι. Αυτό μένει στα παιδάκια. Τέλος πάντων, παρένθεση αυτό εδώ.  Και πηγαίνω στο καράβι και τους λέω ότι έτσι και έτσι. Λέω: «Τι είναι αυτό;». Μου λένε: «Κάνει μισή ώρα βόλτα». Θα με ρωτήσεις: «Καλά, δεν ήξερες ότι έχει καράβια η Θεσσαλονίκη;». Όχι δεν ήξερα, οχτακόσια χρόνια έκανα skateboard, πεντακόσιες φορές ήπια καφέ στην Παραλία, εκατό φορές πήγα στην Έκθεση Βιβλίου, ακόμα από τότε που ήταν οι ομπρελίτσες κάτω προς το Μέγαρο Μουσικής και μετά, νομίζω, μεταφερθήκαν εδώ, αλλά ποτέ δεν είδα καράβια. Για αυτό και για αυτό το λόγο, όταν περνάω μπροστά απ’ τη Θεσσαλονίκη, χτυπάω την καμπάνα για να γυρίσει ο άλλος να κοιτάξει. Για αυτό και έχω και μια μεγάλη σημαία. Είναι, είναι όλα στρατηγική. Και τους λέω: «Τι είναι αυτό;». Μου λένε: «Κάνει μισή ώρα βόλτα» και το ένα και το άλλο. Λέω: «Θέλω να κάνω ένα πάρτι». Μου δίνουνε την κάρτα. Να μην τα πολυλογώ. Παίρνω τηλέφωνο τον πλοιοκτήτη. Τον λέω: «Γεια σας». Λέω: «Θέλει πειρατή το καράβι». Τέλος πάντων, συναντηθήκαμε, κάναμε, ράναμε. Ετοιμάστηκα εγώ. Εντωμεταξύ, δεν ήξερα τίποτα από τους πειρατές. Αυτό που λέω σε κάθε συνέντευξη, ότι δεν γνώριζα ούτε καν τους Πειρατές της Καραϊβικής, το έργο, και δεν το ‘χω δει ακόμα. Δεν είχα τέτοιους ήρωες. Εγώ μεγάλωσα με τον Αστερίξ, το Λούκυ Λουκ, τον Ντάφι, τον Ντόναλντ, μ’ αυτά τα πράγματα, με το Ροζ Πάνθηρα, μ’ αυτά μεγάλωσα. Δεν είχα πειρατές, Σούπερμαν και τέτοια. Τέλος πάντων. Ετοίμασα… Βρήκα μία κοπέλα, φτιάξαμε κάτι παντελόνια, ένα παλτό, το ένα, το άλλο, και πήγαμε από είκοσι —πήγε και στο ναυπηγείο το καράβι— και 17 του Μαρτίου με ειδοποιήσανε. Κατέβηκα κάτω και από 17 Μαρτίου είμαι εδώ, πιστεύω με μεγάλη επιτυχία. Είναι πάρα πολύ καλό, ωραίο αυτό που κάνω. Είμαι εξαιρετικός στο ρόλο μου. Εξαιρετικό, φυσικά, είναι και διαμάντι το καράβι και κολλάει απόλυτα. Και αυτό φαίνεται στην ανταπόκριση του κόσμου. Και τα τελευταία τριάμιση-τέσσερα χρόνια βρίσκομαι εδώ, με μία παρένθεση που κάθε χρόνο, τα τελευταία πάλι τρία χρόνια, από τότε που είμαι πειρατής εδώ, τα τελευταία τρία χρόνια είμαι και για δεκαπέντε-είκοσι μέρες ο βασιλιάς του ξανθιώτικου καρναβαλιού.

Κ.Κ.:

Νομίζω ότι πραγματικά, δηλαδή, πλέον η δουλειά σας είναι… Θα μπορούσα να πω performer.

Π.Γ.:

Ναι. Πες το έτσι.

Κ.Κ.:

Και πόσο… Καταρχήν, έχω διάφορες απορίες. Ας ξεκινήσουμε απ’ το ποια είναι η ιστορία του καραβιού του ίδιου.

Π.Γ.:

Το καράβι έχει… Ναυπηγήθηκε, κατασκευάστηκε το 1934, κατόπιν παραγγελίας ενός επιχειρηματία από Αλεξανδρούπολη, νομίζω. Ανέβηκε στην Αλεξανδρούπολη το ’35-’36, αλλά μετά, όταν έγινε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Δεύτερος, νομίζω, Παγκόσμιος Πόλεμος —το ’41; Μέχρι πότε ήτανε; Δεν θυμάμαι καλά και συγγνώμη— ο βρετανικός στρατός, επειδή ήτανε συμμαχικά και τέτοια, το κάλεσαν το καράβι, το κάνανε επίσχεση —κάπως έτσι, πώς το λεν;—, επιστράτευση. Και κατέβηκε κάτω και έπλεε ανάμεσα στην Κρήτη και στο Λιβυκό Πέλαγος, γιατί ήτανε ξύλινο. Είναι 150 τόνοι ξύλο. Αυτός που το ‘φτιαξε ήτανε ο Ψαρός, κάτω στην Σάμο. Ήταν απ’ τους κορυφαίους που κάναν τέτοια πράγματα, σχεδιαστές. Και επειδή είναι ξύλινο δεν τραβούσε τις νάρκες. Και ήταν ναρκαλιευτικό. Συνέλεγε τις νάρκες που είχαν πετάξει οι Γερμανοί στη θάλασσα. Στη συνέχεια, μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια, νομίζω απ’ το ‘50 και μετά, ανέβηκε επάνω Αλεξανδρούπολη. Το πήρε πάλι αυτός ο πλοιοκτήτης και έκανε ταξίδια στην Κωνστάντζα, Ρουμανία, Τουρκία. Πήγαινε στο Λίβανο, νομίζω, στο Ισραήλ εμπορεύματα, ξυλεία κι άλλα πράγματα. Κάποια στιγμή —νομίζω μετά το ‘70— πουλήθηκε στη Μηχανιώνα σ’ έναν επιχειρηματία, σ’ έναν πλοιοκτήτη, ο οποίος το έκανε ψαράδικο. Και απ’ το 1990, νομίζω, τα τε[00:25:00]λευταία είκοσι πέντε χρόνια, είκοσ’ τέσσερα χρόνια, το έχει ο τωρινός πλοιοκτήτης και το έχει σαν κρουαζιερόπλοιο, που κάνει μίνι κρουαζιέρες εδώ, στον Θερμαϊκό.

Κ.Κ.:

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Π.Γ.:

Ναι. 85 ετών καράβι.

Κ.Κ.:

Και το πιο όμορφο είναι ότι πέρασε κι από πολεμική, ας το πούμε έτσι, χρήση και τώρα έχει την πιο ειρηνική.

Π.Γ.:

Ναι, σίγουρα ειρηνική. Και το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι ότι ακόμα τα ξύλα βγάζουνε ρετσίνι. Γιατί; Γιατί το ξύλο αυτό είναι από σαμιώτικο πεύκο, που στη Σάμο αυτά τα πεύκα έχουνε μια άλλη ιδιαιτερότητα. Είναι πολύ γερά, έχουν μέσα πολύ ρετσίνι. Δεν ξέρω. Πάντως, είναι φημισμένα. Και για αυτό αντέχει, φυσικά, ακόμα.

Κ.Κ.:

Τέλεια. Τώρα, για να έρθουμε σε εσάς. Όταν είναι να δουλέψετε, ας πούμε, τι βήματα ακολουθείτε, τι φοράτε; Πόση ώρα σας παίρνει να ντυθείτε; Όλα αυτά, η διαδικασία.

Π.Γ.:

Ναι, είναι τελετή ολόκληρη. Εδώ και τρεισήμισι-τέσσερα χρόνια αυτό, που το κάνω κάθε μέρα… Η πρώτη ερώτηση που μου κάνουν, ότι: «Πόσα δαχτυλίδια φοράς;», «Πόση ώρα κανείς να ντυθείς;», «Πόση ώρα να ξεντυθείς;» ή οτιδήποτε ούτε έχει περάσει απ’ το μυαλό μου ούτε βαρέθηκα ποτέ. Τίποτα. Σηκώνομαι πάρα πολύ νωρίς το πρωί, 07:00-07:30 η ώρα, άσχετα άμα δουλεύω στις 11:00, στις 12:00. Είναι τελετή ολόκληρη. Το πρώτο πράγμα είναι να κάνω τσιγάρο, να πιώ καφεδάκι. Δηλαδή, με το που ανοίξω τα μάτια ήδη έχω ξυπνήσει. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, να περάσει μισή ώρα για να ξυπνήσω. Και μετά είναι τελετή, να φορέσω τα ρούχα. Προσπαθώ να είμαι πάντα καθαρός, προσπαθώ να έχω ωραίες φορεσιές, ωραία κοσμήματα. Αλλά, εδώ δεν παίζει το ωραίο κόσμημα. Μπορεί να είναι και καρακίτς το κόσμημα, αλλά, επειδή το φοράει ο Πειρατής, είναι… Πάνω του γίνεται εντυπωσιακό. Δηλαδή, παίρνει αξία. Έχω φορέσει και τα χειρότερα σε υφάσματα κι όμως επάνω μου πήρανε, δείξανε πάρα πολύ ωραία. Δείχνουν ωραία και στις φωτογραφίες και παντού. Γιατί είναι αυτή η φιλοσοφία που έχω εγώ, ότι ο πειρατής μπορεί να φορέσει ανδρικά, γυναικεία στολίδια, οποιοδήποτε χρώμα, να μην παρεξηγηθεί, γιατί είναι πειρατής. Είναι αυτά που βρίσκει, που φοράει. Είναι… Ταιριάζει μέσα —πώς να σ’το πω;— ταιριάζει μέσα το καλλιτεχνικό με το αλήτικο. Δηλαδή, μπορεί να φαίνεται στο δέρμα και τέτοια βρώμικος, αλλά… Και τα ρούχα, ακόμα, άμα είναι σκισμένα και τέτοια, παίρνουνε πιο πολύ αξία στο κορμί. Κάπως έτσι. Έχουμε μία λέξη, το λέω: Είναι ο τσιγγάνος των θαλασσών· σε αμφίεση, καταλαβαίνεις, τώρα. Πολλά πολύχρωμα —χωρίς να έχω τίποτα με τους ανθρώπους, φυσικά. Αλλά, είναι, δηλαδή… Γυρνάει και αυτός, όπως και οι τσιγγάνοι, γυρνάει από λιμάνι σε λιμάνι, ό,τι βρίσκει το φοράει. Είναι ατημέλητος, είναι.. Άσχετα, λόγω δουλειάς, αν πρέπει εγώ να πλυθώ ή οτιδήποτε άλλο ή αυτοί οι άνθρωποι, γιατί είναι οικογενειάρχες και να πάνε στη δουλειά. Αλλά, γενικά είναι ατημέλητος στα ρούχα ο πειρατής. Έτσι πρέπει να φαίνεται. Έτσι είναι.

Κ.Κ.:

Και αυτή την αγάπη για τους ρόλους, ας πούμε, και για το ντύσιμο την είχατε και πριν μπλεχτείτε με αυτόν τον κλάδο; Σας άρεσε από μικρό;

Π.Γ.:

Όχι. Όπως είπα και πιο μπροστά στη συνέντευξη, εγώ ήμουνα έμπορος. Αλλά, πάντα, λόγω εμπορίου και σαν χαρακτήρας, μου άρεσε πάντα ή να ξεχωρίζω ή να εκτίθεμαι στον κόσμο. Δηλαδή, ακόμα… Έπαιζα μπάσκετ, ήθελα να με βλέπει κόσμος. Ήμουνα στο σχολείο, ήθελα να είμαι ο πρώτος της ομάδας. Ήμουνα στην ομάδα του μπάσκετ, ήθελα να είμαι ο αρχηγός της ομάδας, άσχετα άμα έπαιζα ή όχι. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Πάντα, και στις παρέες μου, πίστευα ότι είχα τον αρχηγικό λόγο, χωρίς αυτό να παίζει ότι είσαι κάποιος ή δεν είσαι. Απλώς έτσι ήτανε ο χαρακτήρας μου. Όσο για τώρα, για το πειρατικό και αυτά, είναι ότι μου αρέσει που αρέσει στον κόσμο αυτό το πράγμα, άσχετα άμα μ’ αρέσει σε μένα να ντύνομαι ή να βάφω τα μάτια ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς. Αλλά… Όχι, μου αρέσει αυτό που κάνω και μου αρέσει πάρα πολύ ότι αρέσει στον κόσμο. Αυτό μου αρκεί. Δε μου αρκεί το τι νιώθω εγώ. Το τι νιώθει ο άλλος για μένα. 

Κ.Κ.:

Θα θέλατε λίγο, τώρα, να μας πείτε, λοιπόν, για το πώς έχετε επαφή με τους ανθρώπους στο οκτάωρο, δεκάωρο που είστε στο καράβι; Τι κάνετε; Τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;

Π.Γ.:

Ναι. Καταρχήν, έχω γνωρίσει τα τελευταία τρία χρόνια εδώ σχεδόν από όλο τον κόσμο, τα περισσότερα κράτη· από Κούβα μέχρι Σιβηρία και από Ιαπωνία μέχρι Αλάσκα. Έχουν έρθει οι πάντες. Όλοι είναι ευγενικοί. Ο κάθε λαός έχει και την ιδιοσυγκρασία του. Τους αρέσει, φυσικά, αυτό το πράγμα. Θέλουν όλοι φωτογραφία. Ακούς τα καλύτερα λόγια. Αυτό μου αρέσει, μου αρέσει που άλλος, ειδικά οι μεγάλες ηλικίες… Τα μικρά τα παιδιά, ειδικά τα αγόρια είναι πιο κρατημένα για το λόγο ότι ζωντανεύει αυτόν ο ήρωας που έχουν σε παιχνίδια μπροστά τους και είναι, ξες…. Μπερδεύονται απ’ το αληθινό με το ψεύτικο και συμπεριφέρονται σαν να… Με κοιτάνε, σαν να περιμένουν τον στρατηγό να περάσει να κάνει επιθεώρηση απ’ το θάλαμο, σε [00:30:00]αντίθεση με τα κορίτσια —που δεν το περίμενα αυτό—, που όλα τα κοριτσάκια τα μικρά, ειδικά οι μικρές ηλικίες μέχρι Δημοτικό σχεδόν, νομίζουν ότι βλέπουν απέναντί τους τον πρίγκιπα του παραμυθιού που θα παντρευτούνε. Δηλαδή, τελείωσε. Έρχονται να αγκαλιάσουν, κατευθείαν να σε ακουμπήσουνε: «Πειρατή μου!», να βγούνε φωτογραφία, σαν να μιλάνε σ’ ένα δικό τους άνθρωπο. Αλλά, εμένα πιο πολύ με συγκινεί, μου κλέβει την καρδιά η συμπεριφορά των ηλικιωμένων. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη ηλικία ακούς όμορφα λόγια, τόσο περισσότερο τα κρατάω εγώ μέσα μου. Έχουν τύχει να ‘ρθούνε εβδομηντάρηδες, εβδομηνταπεντάρηδες, ογδοντάρηδες, να θέλουν να βγουν φωτογραφία. Μεγάλη υπόθεση να σου λέει ο άλλος ότι: «Στη ζωή μου δεν έχω βγει ούτε μία φωτογραφία μ’ άλλον άνθρωπο. Με σένα θέλω να βγω». Αυτό είναι… Σου δίνει… Είναι η κορυφή, το peak της επιτυχίας σου. Kαι μία παρένθεση να πω, ότι επειδή πηγαίνω σε νοσοκομεία, επισκέψεις σε παιδιατρικές κλινικές, σε άτομα με ειδικές ανάγκες, όλα αυτά τα πράγματα —που πολλά δεν τα ξέρει ο κόσμος, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τα κάνω για μένα—, ο κόσμος νομίζει, είναι πολλοί που μου λένε: «Αγαπάς τα παιδιά», και τέτοια. Όχι, καθόλου. Δεν τα αγαπάω τα παιδιά. Τα αγαπάω σαν όπως όλους τους ανθρώπους και τα προσέχω, γιατί τώρα μαθαίνουν κι αυτά. Αλλά, εμένα με συγκινεί… Παράδειγμα, σου φέρνω παράδειγμα για να καταλάβεις, δηλαδή, πώς θέτω, πώς πιστεύω εγώ ότι αγαπώ τα παιδιά: Εμένα με συγκινεί που θα έρθει ο πατέρας εδώ, ας πούμε, και θα πει την κόρη του, το γιο: «Να, ο πειρατής που σου έλεγα! Είδες που είναι αληθινός;». Και το παιδί παθαίνει ένα σοκ και ο πατέρας εκστασιάζεται ότι το παιδί του έπαθε σοκ, γιατί αυτό που έβλεπε σαν αληθινό το περνάει στο παιδί του και το παιδί μένει κόκκαλο. Και το ίδιο στα νοσοκομεία. Δηλαδή, πηγαίνω σ’ ένα παιδάκι να δώσω ένα δώρο. Το παιδάκι ό,τι και να το κάνεις, και να το ακουμπήσεις, και να του δώσεις ένα δώρο, θα σπάσει το χαμόγελο. Κάτι θα κάνεις, θα του κλέψεις την προσοχή, θα σε προσέξει. Αλλά, δεν είναι αυτό εδώ. Εμένα με ενδιαφέρει ότι η μάνα ή ο πατέρας θα πάνε πίσω στο δωμάτιο απ’ τη συγκίνηση που το παιδί τους νιώθει ωραία, που κλαίνε. Κλαίνε οι άνθρωποι αυτοί, γιατί… Απ’ τη συγκίνηση; Εσύ δεν έχεις συγκινηθεί, να κλάψεις απ’ τη συγκίνηση; Το ίδιο κι αυτοί. Απ’ τη χαρά τους κλαίνε αυτό που περνάει το παιδί τους κι αυτό μ’ ενδιαφέρει εμένα. Δεν με ενδιαφέρει να κλέψω την καρδιά του παιδιού. Του παιδιού την καρδιά την κλέβεις και με μία σοκολάτα. Σκοπός είναι να κλέψεις την καρδιά με πράξεις των γονέων ή αυτών των κηδεμόνων που συνοδεύουν το κάθε παιδάκι.

Κ.Κ.:

Εκτός —και μένοντας, φυσικά, κρατώντας, μάλλον, αυτό το πολύ ωραίο μήνυμα—, εκτός από την εμφάνιση τι αλλά, ας πούμε, μου ‘ρχεται λίγο ακατάλληλη λέξη, αλλά τι άλλα τσαλίμια περιλαμβάνει ο ρόλος σας, ας πούμε;

Π.Γ.:

Τσαλίμια εννοείς… Μπορεί να εννοείς, ας πούμε, ότι, επειδή είμαστε με τουρισμό και τέτοια, καμάκι, να σ’την πέσουν ή να την πέσω εγώ και τέτοια;

Κ.Κ.:

Όχι, όχι, όχι.

Π.Γ.:

Όχι, τέτοια τσαλίμια, όχι. Δεν έχει τίποτα—

Κ.Κ.:

Δεν εννοούσα αυτό.

Π.Γ.:

Αυτό που κάνω είναι πάρα πολύ… Είναι εξαιρετικό. Σέβομαι τον εαυτό μου. Τίποτα. Ο ρόλος είναι αυτό το πράγμα. Μπορώ να βοηθήσω την κοινωνία με την παρουσία μου σαν πειρατής; Γιατί, αυτή τη στιγμή είκοσι τέσσερις ώρες είναι σαν πειρατής. Ο κόσμος έτσι με ξέρει, δεν ξέρουν το ονοματεπώνυμό μου. Και για αυτό βοηθάω. Και περνάμε στο επόμενο, έτσι όπως το είπες, ότι αυτή τη στιγμή «εκμεταλλεύομαι» το ρόλο μου —μέσα σε εισαγωγικά—, και για αυτό εδώ και δυο μήνες δημιουργήσαμε μ’ ένα φίλο μου ένα κανάλι στο YouTube —που σ’ είπα για τη βοήθεια προς την κοινωνία, ότι εκμεταλλεύομαι την αφήγησή μου, τη φωνή μου, τα μάτια μου, τα γένια μου, τα στολίδια μου— και γυρνάμε την πόλη ή τις πόλεις και δείχνουμε. Υποτίθεται ότι μπαίνει ο πειρατής μέσα στη στεριά και: «Δείτε» και αφηγείται κάποιους θησαυρούς, κάποια οικοδομήματα, κάποιους ανθρώπους, κάποια κτίρια, κάποιες γειτονιές, κάποια μουσεία. Τα αφηγείται με το δικό του τρόπο τον πειρατικό, με αγγλικούς υπότιτλους, για να δει ο κόσμος, να μάθει κάποια πράγματα τα οποία δεν ξέρει. Τα βλέπει μπροστά του, αλλά δεν τα γνωρίζει.

Κ.Κ.:

Θα ‘ρθούμε και σε αυτό. Αυτό που εννοούσα με τη λέξη «τσαλίμια» —για αυτό είπα ότι δεν είναι και κατάλληλη— είναι ότι, εκτός, ας πούμε, απ’ το να φοράτε αυτή την επιβλητική φορεσιά, κάνετε και αναπαραστάσεις, ας πούμε; Έχετε σπαθί, ας πούμε; Παίζετε κάποιο ρόλο; Αυτό εννοούσα.

Π.Γ.:

Ναι… Εντάξει, όχι, όχι. Είναι… Έχω και σπαθί, έχω και τα πάντα, και όπλα και σπαθιά και τέτοια, αλλά τα δείχνω μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όταν, ας πούμε, ένα παιδάκι για να πειστεί ότι είμαι αληθινός πειρατής —γιατί, αυτό ρωτάνε, άμα είμαι αληθινός—, ένα που δεν πείθεται του δείχνω το σπαθί μου κι εκεί παθαίνει ένα μικρό εγκεφαλικό. Μένει άφωνο. Αλλά, όχι, όχι. Δεν κάνω επιδείξεις και τέτοια. Δεν μου αρέσουν αυτά εδώ. Εμένα μου αρέσει να κάθεται ο άλλος απέναντί μου, να βλέπει αυτό τον επιβλητικό πειρατή και να λέει: «Πολύ ωραίο. Θέλω να βγω φωτογραφία μαζί σας». Ούτε κρέμομαι στα κατάρτια, ούτε κάνω… Αυτά δεν… Τα θεωρώ… Δεν μου αρέσουν κα[00:35:00]θόλου. Δηλαδή, δεν είναι στο στυλ μου. Μπορεί να ‘μια ζωηρός σαν άνθρωπος, αλλά όχι… Ως ένα σημείο, δεν… Εκτίθεμαι σοβαρά. Δεν εκτίθεμαι με το να κάνω «καραγκιοζιλίκια» —μέσα σε εισαγωγικά— για να κλέψω την παράσταση.

Κ.Κ.:

Και ένα τελευταίο από αυτή την ενότητα: Πόσο εύκολο είναι να συντηρηθεί ένα τέτοιο πλοίο;

Π.Γ.:

Εντάξει, έχει… Είναι μια εταιρεία. Είναι σαν ένα κατάστημα, σαν εμπορικό κατάστημα, σαν μια εταιρεία που είναι στη θάλασσα. Έχει… Κάθε χρόνο υποχρεωτικά βγαίνει έξω, γιατί είναι ξύλινο. Πρέπει να κάνει τις επιδιορθώσεις του, να καθαρίσει από κάτω την καρίνα, να κοιτάξει τις μηχανές του, να… Τις γεννήτριες, το ξύλο. Είναι 150 τόνοι ξύλο. Αυτό θέλει περιποίηση. Είναι 85 ετών το καράβι. Πρέπει… Είναι σαν τον ηλικιωμένο τον άνθρωπο που θέλει περιποίηση. Έχει τα έξοδά του. Φυσικά. Είναι μια εταιρεία ολόκληρη.

Κ.Κ.:

Και για να έρθουμε, τώρα, στον τουρισμό, ο οποίος συνδέεται και με τα βίντεο που μας αναφέρατε πριν, καταρχήν να πούμε ότι έχετε κανάλι στο YouTube και λέγεται «Πειρατολόγιο».

Π.Γ.:

Μάλιστα.

Κ.Κ.:

Πριν εστιάσουμε σε αυτό, να δούμε, αν θέλετε, λίγο για τον τουρισμό. Πώς είναι η κατάσταση με τον τουρισμό; Μας είπατε ότι πλέον μια ολόκληρη περιοχή του κέντρου συντηρείται από αυτόν. Και αυτό δεν ήταν κάποτε δεδομένο για τη Θεσσαλονίκη.

Π.Γ.:

Ναι, κατά τα τελευταία χρόνια πέντε χρόνια το μεγαλύτερο εισπρακτικό όφελος που έχει η Θεσσαλονίκη είναι απ’ τον τουρισμό. Εγώ το βλέπω καθημερινά. Είναι χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες οι τουρίστες όλο το χρόνο. Όλο το χρόνο. Είναι γεμάτα τα πάντα. Δηλαδή, φτάνουμε σε σημείο, ακόμα και το χειμώνα, στην Έκθεση Philoxenia —όχι, ψέματα στην Έκθεση, στην Agrotica— δεν υπήρχε ούτε δωμάτιο στο σιδηροδρομικό σταθμό να μείνει ο κόσμος. Τα αυτοκίνητα ήταν το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν εκατομμύρια οι επισκέπτες —εκατοντάδες χιλιάδες, συγγνώμη. Επίσης, και με τον τουρισμό… Έχει ανέβει πάρα πολύ ο τουρισμός και ειδικά και χειμώνα. Έχει συνέχεια. Είναι αυτές οι χαμηλές οι πτήσεις. Είναι ότι βολεύει. Οι δρόμοι έχουν… Πετάγεσαι σε τέσσερις-πέντε… Σε έξι ώρες είσαι στο Βουκουρέστι, σε τρεις ώρες είσαι στη Σόφια, σε δώδεκα ώρες είσαι απ’ το Μόναχο εδώ πέρα με αυτοκίνητο. Όλοι έρχονται με τα αυτοκίνητά τους. Έχουν γίνει απίστευτοι αυτοκινητόδρομοι. Αλλά, έχει κι ομορφιές. Αλλά, πιστεύω ότι το μεγαλύτερο που τραβάει τους τουρίστες, χειμώνα-καλοκαίρι, είναι το φαγητό. Τρελαίνονται για το φαγητό μας. Ούτε τους ενδιαφέρουν οι θάλασσες κι αυτά. Όλα αυτά είναι δεδομένα. Αλλά, άμα τους ρωτήσεις, στους δέκα θα σου πούνε το φαγητό. Το ξέρω, το ρωτάω και μου το λένε.

Κ.Κ.:

Ο κορωνοϊός πώς σας επηρέασε, όμως, φέτος;

Π.Γ.:

Και μένα με επηρέασε πάρα πολύ. Αλλά, και σαν άνθρωπο, όμως, πιστεύω ότι κάθισα και διάβασα, μελέτησα. Γιατί, είχα πάρα πολλές ώρες μπροστά μου, γιατί μας έπιασε κι εμάς. Αλλά, πιστεύω επηρέασε πάρα πολύ, εκτός τους δημοσίους υπαλλήλους —αυτή είναι η αλήθεια—, όλους τους άλλους τους επηρέασε από 10% έως 100%, ολική καταστροφή. Κι αν συνεχιστεί αυτό το πράγμα, θα είναι αβυσσαλέα η καταστροφή. Έτσι πιστεύω. Ένα παράδειγμα σας λέω, ότι εδώ στο καράβι —μιλάμε για το δικό μας το… Εδώ, στην «Αραμπέλλα»— εγώ θεωρώ ότι η πτώση είναι από 50% μέχρι 70% το λιγότερο.

Κ.Κ.:

Δύσκολα ποσοστά σίγουρα. Okay. Τι τους ενοχλεί τους επισκέπτες στη Θεσσαλονίκη; Σας λένε;

Π.Γ.:

Τίποτα. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα. Ο κάθε λαός έχει τα δικά της. Δηλαδή, μόλις ακούσουν μπουζούκι τρελαίνονται. Οι Γερμανοί θέλουν τα μουσεία, οι Κινέζοι, τίποτα, βλέπουν τον Πειρατή, χαχαχά, χουχουχού. Είναι… Ο κάθε ένας… Όχι, όχι. Είναι ευχαριστημένοι με τον καιρό, με τη θάλασσα, με τα τοπία, με τα Μετέωρα, με τη Χαλκιδική, με όλα αυτά. Τρελαίνονται όλοι. Τρελαίνονται! Τρελαίνονται με τις τιμές που είναι εξευτελιστικές για τα κράτη τους. Τους αρέσει πάρα πολύ. Τούρκοι χιλιάδες, Ισραηλινοί, Ρουμάνοι, εκατομμύρια πλέον Ρουμάνοι. Τρελαίνονται. Έχει… Ο κάθε τουρίστας έχει το διαφορετικό του. Τώρα που σου είπα, ας πούμε, οι Ρουμάνοι. Το βλέπω στο «Πειρατολόγιο». Όπου έχει σκήνωμα Αγίου ή ιερέα ή οτιδήποτε άλλο μέσα σε ναό τρέχουν κατευθείαν. Όπου έχει σκήνωμα. Άλλοι τρέχουν για άλλα πράγματα. Άλλοι τρέχουνε σε άλλες εκκλησίες. Τρέχουν σε μουσεία, από ‘δω, από ‘κει. Είναι… Κάθε λαός έχει το… Ή οι Ισραηλινοί: Ό,τι και να κάνουν μέσα στην πόλη θα τρέξουν μετά σε ψαροταβέρνα ή σε λαϊκή μουσική με ελληνικά τραγούδια. Τρελαίνονται στην κυριολεξία! Μόλις ακούσουν μία πενιά γίνονται χώμα, κάτω, λιώνουνε. Οι Τούρκοι δώσ’ τους ψάρι, δώσ’ τους ψάρι να φαν σε ψαροταβέρνες. Να, ορίστε: Στην Αλεξανδρούπολη το 80% των εισπράξεων είναι από τις ταβέρνες, τις ψαροταβέρνες, που έρχονται οι Τούρκοι.

Κ.Κ.:

Κι ερχόμενοι, τώρα, στο «Πειρατολόγιο», στο οποίο, όπως είπαμε και πριν, ανακαλύπτετε σαν πειρατής που βγήκε στη στεριά διάφορους θησαυρούς, μήπως εν μέρει —και πολύ καλά κάνετε, φυσικά— κάνετε και μία δουλειά που έπρεπε να κάνουν οι φορείς εδώ; Αναδεικνύετε θησαυρούς που τους είχαμε λίγο θαμμένους σαν πόλη;

Π.Γ.:

Τώρα με βάζεις σε μονοπάτια δύσκολα, αλλά μου αρέσει, όμως, γιατί θα το άνοιγα το στόμ[00:40:00]α μου, θα το άνοιγα για να πω αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, το «Πειρατολόγιο» έγινε τελείως τυχαία, τελείως τυχαία στην κυριολεξία. Είναι «παιδί» του κορωνοϊού. Ευχαριστώ τον κορωνοϊό. Είναι «παιδί» του κορωνοϊού. Και πώς έγινε; Έγινε ότι στην Ξάνθη φέτος, που ήμουνα στο καρναβάλι —γιατί, σας είπα, εκεί πηγαίνω δεκαπέντε μέρες, γιατί γυρνάμε σε ιδρύματα δεξιά-αριστερά—, πήγα δυο-τρεις φορές στη Μάνδρα της Ξάνθης, ένα χωριό που ανήκει στο Δήμο Αβδήρων. Με καλέσαν σε κάτι πάρτι, σε κάτι τέτοιες, κάποιες εκδηλώσεις και με κάναν επίτιμο μέλος του Συλλόγου της Μάνδρας και μου δώσανε δώρο ένα βιβλίο, Η Πειρατολογία. Πάρα πολύ ωραίο. Εντυπωσιακό βιβλίο. Το προτείνω στον κόσμο. Δεν ήξερα ότι υπάρχει. Και μία μέρα μέσα, πριν ξεκινήσουμε εδώ πέρα το καράβι, γύρω στο Μάιο, τέλη Μαΐου, ένα πρωινό πήγα σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι, στην Έκθεση. Και πώς συζητήσαμε, τους έφερα κάποιες ιδέες και τους είπα ότι: «Ξέρετε, να κάνουμε μια βόλτα, έτσι, στην πόλη μ’ ένα μικρόφωνο και αυτά εδώ πέρα, να διηγηθεί ο Πειρατής κάποια πράγματα». Και πώς συζητήσαμε, τους άρεσε η ιδέα. Έτσι, αλλιώς. Ούτως ή άλλως, πεθαμένα είναι τα κανάλια παντού εκτός στην Αθήνα… Που εγώ πήγα για την ιδέα, δεν πήγα για οικονομική συζήτηση. Πρώτα είναι η ιδέα. Οι ιδέες δεν πληρώνονται. Απλώς μετά βρίσκεις μία φόρμουλα. Και πώς ήρθε ένας νεαρός εκεί πέρα, μου είπε να μιλήσουμε. Βγήκαμε έξω να κάνουμε τσιγάρο —για αυτό σας λέω, το τσιγάρο είναι ο καλύτερός μου φίλος. Κάνει τις καλύτερες γνωριμίες—, βγήκαμε έξω να κάνουμε ένα τσιγάρο και τον λέω: «Ρε παιδί μου, έχεις κάμερα δικιά σου;». «Ναι». «Θες να πάμε αύριο να κάνουμε», λέω, «τον Άγιο Δημήτριο, τις κατακόμβες και τον Άγιο Δημήτριο; Έτσι, δοκιμαστικό, ρε παιδί μου, να δούνε κι αυτοί κάτι, τι κάνουμε». Μου λέει: «Πάμε». Πήγαμε. Του άρεσε. Βγάλαμε το βίντεο. Είπαμε να κάνουμε κι ένα δεύτερο. Και ήδη από το δεύτερο, τρίτο κάναμε ακόμα δύο αρχές Ιουνίου. Βάλαμε και μικρόφωνο ασύρματο να βγαίνει καλύτερος ο ήχος. Είδα ότι το παιδί, είναι εξαιρετική η δουλειά του. Το καταλαβαίνει, δηλαδή, σαν απλός —εγώ δεν είμαι επαγγελματίας—, σαν ένας απλός άνθρωπος. Του άρεσε και αυτουνού η ιδέα. Είπε για κάποιες πλατφόρμες Instagram και το ‘να και το άλλο. Τον λέω: «Όχι. Πρέπει να μπει στο YouTube. Θα το ονομάσουμε “Πειρατολόγιο” και είναι ότι βγαίνει στη στεριά ο Πειρατής και αφηγείται». Και σιγά-σιγά —τρώγοντας ανοίγει η όρεξη— φτάσαμε στα οχτώ-εννιά επεισόδια τους τελευταίους δύο-δυόμιση μήνες. Πάει υπέροχα. Φανταστείτε ότι μέσα σε εξήντα πέντε μέρες έχει γύρω στις εφτακόσιες εγγραφές, που ‘ναι πάρα πολύ δύσκολο για το YouTube. Πολύ δύσκολο για το YouTube, απ’ όσο ξέρω. Εγώ, ας πούμε —δεν υπερηφανεύομαι—, σας λέω δεν έχω κάνει εγγραφή πουθενά ποτέ. Ποτέ. Όσο και να με προσκαλέσανε, ποτέ δεν έκανα πουθενά εγγραφή, όσο… Και σε καλλιτέχνες που λατρεύω και και και και. Πουθενά. Κι όμως, έχω την απαίτηση να κάνουν οι άλλοι σε μένα. Ναι, έτσι είναι. Ο Πειρατής απαιτεί. Πιστεύω ότι γίνεται πάρα πολύ καλή δουλειά. Είμαστε τώρα στη συζήτηση για να μπούμε σε κάποια μουσεία, σε κάποια πράγματα. Και όσο για το σκέλος που είπατε, ότι αυτό το πράγμα που έπρεπε να το κάνουνε, ας πούμε, ο Δήμος, η Περιφέρεια ή οτιδήποτε άλλο, έφτασε η στιγμή και είναι η στιγμή που επιτέλους πρέπει ο κάθε Δήμος, η κάθε Περιφέρεια να εκμεταλλευτούν αυτό το πράγμα. Έχουν έναν πειρατή —μπορεί να μην ήταν ο πειρατής, να ήταν ένας άλλος επιβλητικός ρόλος—, ο οποίος, όπως ακούτε τώρα και όπως βλέπετε, έχει την εμφάνισή του, γράφει στην κάμερα, έχει ωραία φωνή, αφηγείται πολύ ωραία, από κάτω με αγγλικούς υπότιτλους, γίνεται πολύ ωραίο μοντάζ, σου μιλάει αποκλειστικά για την πόλη. Και πρέπει αυτό το πράγμα να το πάρεις —μία ιδέα σας δίνω, δεν σας λέω πολλά. Είμαστε σε συζήτηση με την Ισραηλιτική Κοινότητα και λέμε ότι να κάνουμε ένα θέμα στο «Πειρατολόγιο» με το Ολοκαύτωμα, το μνημείο, με τις συναγωγές, με… Από τρία-τέσσερα πράγματα, να βάλουμε από κάτω υπότιτλους στα εβραϊκά. Και αυτό το πράγμα φανταστείτε ότι θα πάει στο Ισραήλ, θα παίζεται από οπουδήποτε μπορεί να παιχτεί, ώστε με το που είναι ένας Ισραηλινός να έρθει στη Θεσσαλονίκη, που είναι η δεύτερή τους πρωτεύουσα μετά την Ιερουσαλήμ, να ξέρει συγκεκριμένα τι θα δει και πού θα πάει. Δηλαδή, να καθίσει μπροστά στο μνημείο του Ολοκαυτώματος, στην παραλία, να ξέρει ότι αυτό εδώ πέρα χτίστηκε τότε, είναι για αυτό το σκοπό και από ‘δω ξεκινούσαν αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, να ξέρει. Και μόλις του τα πει κι ο αφηγητής, ο που είναι μαζί του, ο —πώς τους λένε αυτούς;—, ο guide, να γνωρίζει, να ξέρει 100%: «Ναι, το είδα και τώρα το βλέπω ζωντανό και είναι αυτό το πράγμα». Είναι απλά τα πράγματα. Είναι απλά, αλλά δεν γίνεται. Γιατί; Γιατί, κλέβεις τη λάμψη. Σου λέει: «Πώς την είχες αυτή την ιδέα;». Σου λέει… Είναι διάφορα, διάφορα, διάφορα. Ας τους φωτίσει ο Θεός να κάνουνε ό,τι είναι καλό. Εμένα σκοπός μου είναι με το «Πειρατολόγιο» να ανεβάσω το επίπεδο αισθητικής αυτής της πόλης και την αισθητική του πολιτισμού. Γιατί έχει πολιτισμό πάρα πολύ και για αυτό ψάχνουμε για να βρω ωραία πράγματα, πάντα με συζήτηση με ιστορικούς, για να βγαίνουν τα γεγονότα όπως ήταν και[00:45:00] όπως είναι. Απλώς είναι η διαφορά ότι είναι υπότιτλοι και ότι τα αφηγείται ένας άνθρωπος με μια ωραία μουσική. Δηλαδή, είναι σαν ένα παραμυθάκι. Δεν είναι το απλό το ρεπορτάζ, ότι είμαστε εδώ, έγινε εκείνο, έγινε το άλλο. Αυτά.

Κ.Κ.:

Και για να πούμε και δύο πράγματα παραπάνω, δύο θεματικές συγκεκριμένες του «Πειρατολογίου», αναφερθήκατε σε δύο επεισόδια, σε δύο νεκροταφεία—

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Τα οποία είναι και λίγο ιδιαίτερα. Το ένα είναι το ινδικό νεκροταφείο και το άλλο είναι το νεκροταφείο των Βογομίλων.

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Επειδή, δυστυχώς, νομίζω ο περισσότερος κόσμος δεν τα γνωρίζει, δεν γνωρίζει καν ότι υπάρχουν—

Π.Γ.:

Όχι ο περισσότερος. Ούτε το 5% τα γνωρίζει. Ακόμα και αυτοί. Το ινδικό, τα κοιμητήρια τα ινδικά, ανήκουνε, όπως το λέω και στο… Στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Είναι πάρα πολύ περιποιημένα. Δηλαδή, είναι συγκινητικός ο τρόπος με τους οποίους έχουν θάψει αυτούς τους ανθρώπους και ακόμα συντηρούν τους τάφους τους και την τεφροδόχο τους. Βρίσκεται μέσα το κέντρο του Δενδροποτάμου και δεν ξέρουν ούτε εκεί, οι κάτοικοι του Δενδροποτάμου, ότι υπάρχει αυτό το πράγμα. Ή μπορεί να το βλέπουνε και να μην ξέρουνε τι είναι. Και επίσης, των Βογόμιλων η αίρεση… Ούτε… Μπορεί ούτε το 0,5%… Εγώ σου μιλάω ούτε το 1% της περιοχής της Χαλκηδόνας, που ανήκει εκεί, στη Χαλκηδόνα ή στην Ελεούσα, ένα χωριό, γνωρίζουν ότι υπάρχει αυτό το πράγμα εκεί. Θα σου πει ο άλλος: «Ε, και τι έγινε, ρε Πειρατή; Και τι με νοιάζει εμένα;». Δεν έχει σχέση, όμως. Είναι ένα ιστορικό γεγονός. Είναι ένα γεγονός που έχει φοβερούς γοτθικού ρυθμού τάφους, με τους σταυρούς μέσα σε κύκλους. Δηλαδή, άμα πας βράδυ εκεί, νομίζεις ότι θα πεταχτεί ένα heavy metal συγκρότημα μέσα από το νεκροταφείο! Έχει πράγματα που δεν τα γνωρίζει ο κόσμος. Παράδειγμα, εδώ στη… Όπως είναι το ινδικό, υπάρχουνε βρετανικά και από άλλους λαούς. Εκτός απ’ τα συμμαχικά, που είναι στο Λαγκαδά, υπάρχουνε και στη Θέρμη και υπάρχει και πάνω στο Φίλυρο. Ποιος το ξέρει; Κανένας. Ποιος το ξέρει, ότι για να πάμε στον Άγιο Δημήτριο, το νοσοκομείο, δεξιά είναι των Σαράντα Εκκλησιών τα κοιμητήρια, που είναι αριστούργημα —πλέον δεν γίνονται κηδείες, αλλά είναι πολύ ωραία, οι μαρμάρινες στήλες και αυτά όλα— κι από την άλλη μεριά, όμως, επειδή είναι περιφραγμένο, υπάρχουνε το κοιμητήρια των Προτεσταντών και τα κοιμητήρια των Αρμενίων, που των Αρμενίων είναι έργα τέχνης, άμα τα δείτε, που γίνονται ακόμα κηδείες. Αλλά, είναι έργα τέχνης τα μάρμαρα και τα γλυπτά. Ποιος τα ξέρει; Κανένας. Δεν τα ξέρει κανένας. Και αντιδρώ εγώ. Και, εφόσον μου έδωσες αυτή τη συζήτηση, να κάνω μία έκκληση σε όποιον ακούσει, όποτε ακούσει αυτή τη συνέντευξη, που τα λέω αυτά και αλλού, όπου με ρωτήσουνε, ότι… Φέρνω ένα παράδειγμα: Ο Λευκός Πύργος. Πολύ ωραίο. Ποιος ξέρει ότι είναι μέσα μουσείο έξι ορόφων; Ούτε το 5% των Θεσσαλονικιών έχει μπει μέσα. Έρχονται μόνο τουρίστες. Γιατί δεν μπαίνουν οι Έλληνες, ξέρεις; Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν σου επιτρέπουνε μέσα να μπεις και να κάνεις ένα ρεπορτάζ, να γνωρίσει ο κόσμος τι υπάρχει μέσα, ώστε να πει: «Ναι, θέλω να πάω, να δω ότι όντως υπάρχει αυτό το πράγμα». Το μυθοποιούνε; Φοβούνται τις καταστροφές; Δεν ξέρω γιατί. Και καταλήγω εκεί: Για να πάρεις άδεια να πας μέσα στη Ροτόντα, να πάρεις άδεια να πας στην Αρχαία Αγορά, κάτω απ’ τον Άγιο Δημήτριο, να πάρεις άδεια να πας στο Λευκό Πύργο, θέλει να στείλεις αίτημα στη Βυζαντινή, στην 9η Βυζαντινή, στους αρχαιολόγους, να γράψεις το κείμενο τι θα πεις, να ελεγχθεί, να παιχτεί πρώτα στο YouTube να δούνε τι είναι, άμα ζητούνε ποσοστά ή οτιδήποτε άλλο. Και ξεχωριστά, σε κάποιους χώρους, ότι άμα έχεις άτομα μέσα πρέπει ή να πληρώσεις 100 ευρώ την ημέρα, αν έχεις ρόλο 800 και αν χρησιμοποιείς ηθοποιό 1.600. Δηλαδή, που ζούμε, ρε παιδιά; Και εγώ κάνω την απλή ερώτηση: Δηλαδή, άμα θα μπούνε μέσα πενήντα Ρώσοι, που ανοίγουν τις κάμερές τους και τα κινητά τους και κάνουν ζωντανό, live —όπως και βλέπουμε. Μπαίνουνε μέσα νύφες, γαμπροί, κάνουνε ζωντανά live, κάνουνε τα βίντεό τους και τέτοια και άντε αν τους γίνει μια παρατήρηση. Και; Και πήγαμε να κάνουμε μέσα στον Άγιο Δημήτριο και μόνο που δεν μας κυνηγούσαν εκεί πέρα ο καντηλανάφτης και οι άλλοι. Και μπαίνει ο άλλος και κάνει βαφτίσια και γάμους και παίρνει όλο το ναό, όλα τα πάντα. Μπήκαμε στην Αγία Σοφία, ρωτήσαμε, μας επιτρέψανε και κάναμε φοβερό «Πειρατολόγιο». Πήγαμε στις κατακόμβες του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και κάναμε φοβερό «Πειρατολόγιο». Και στον Άγιο Δημήτριο ρωτήσαμε και μας κυνηγούσε από πίσω ο καντηλανάφτης. Νόμιζε ότι θα κλέψουμε τις εικόνες. Πού ζούμε, ρε παιδιά; Πώς θα μάθει ο κόσμος όλα αυτά τα πράγματα ότι υπάρχουνε; Να, στην Αγία Σοφία ήξερες εσύ ότι υπάρχει σκήνωμα μέσα ενός… Του Αγίου Βασιλείου, ενός Επισκόπου της Θεσσαλονίκης; Ένα πολύ ωραίο, επίχρυσο, σε φέρετρο υπάρχει μέσα, σε ένα θάλαμο. Έχει δύο παρεκκλήσια μέσα η Αγία Σοφία η εκκλησία. Το ήξερες; Όχι. Τις κατακόμβες του Ιωάννη του Προδρόμου τις ήξερες αυτές εδώ πέρα; Σε πληροφορώ ο περισσότερος κόσμος ούτε καν ξέρουν ότι υπάρχουν κάτω, ότι υπάρχει εκκλησάκι. Δεν το ξέρουνε. Μα, τα γνωρίζω, το συζητώ. Η «Αίγλη». Ποιος ήξερε για την «Αίγλη», την ιστορία της κι ό,τι υπάρχει εκεί πέρα; Το ξέρουνε μόνο τα παιδιά, όλοι αυτοί που πηγαίνουν σε κάτι πάρτι που γίνονται το βράδυ. Πάρα πολύ ωραία πάρτι ενδεχομένως, αλλά κανείς δ[00:50:00]εν γνωρίζει ότι μέσα μπορεί να πάει ένας τουρίστας και να βγάλει μια φωτογραφία, γιατί είναι εξαιρετικό το κτίριο. Ποιος ήξερε το Αλατζά Ιμαρέτ; Έπρεπε να κατεδαφιστεί και να το πάρει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, να το κάνει, για να το φτιάξει. Και τώρα είναι κλειστά όλα αυτά εδώ πέρα, ό,τι έχει σχέση με το Δήμο είναι κλειστά. Τώρα, πότε θα ανοίξουν ένας Θεός ξέρει. Αυτά. Με σύγχυσες!

Κ.Κ.:

Με συγχωρείτε.

Π.Γ.:

Παρακαλώ.

Κ.Κ.:

Τώρα, σιγά-σιγά κάτι άλλο, έτσι, που μπορούμε να πούμε και ολοκληρώνοντας, είναι για τα πανηγύρια, τα οποία δεν γίναν και φέτος και στα οποία έχετε πάρει μέρος, μου λέτε, ακόμα και σήμερα;

Π.Γ.:

Ναι. Εννοείται, εννοείται. Μαγικά, μαγικά, μαγικά. Μαγικά!

Κ.Κ.:

Τι γίνεται εκεί; Τι «παίζει», ας πούμε;

Π.Γ.:

Εντάξει, τώρα. Είναι μια μικρή πολιτεία, είναι με ανθρώπους από όλη την Ελλάδα που φέρνουν την πραμάτεια τους. Είναι το πανηγύρι, δηλαδή που ο άλλος που μπορεί να είναι… Περιμένει πώς και πώς ένας να έρθει για να πάει να πάρει να φάει λουκουμάδες. Περιμένει πώς και πώς ένα παιδάκι να πάει να πάρει το μαλλί της γριάς. Περιμένει ένας νέος που είναι δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι, είκοσι πέντε να ξανανιώσει παιδί, να πάει να κάνει τη μπαλαρίνα… Γιατί έρχεται στο μέρος σου. Όταν έρχεσαι Θεσσαλονίκη, δεν πηγαίνεις σ’ αυτά τα πάρκα. Πηγαίνεις σ’ άλλα πράγματα, γιατί έχεις δουλειά. Είναι διαφορετικά. Περπατάς. Είναι… Οι εμποροπανηγύρεις οι μεγάλες είναι μικρές πολιτείες. Είναι κάποια mall κάποιας άλλης εποχής, με το ταβερνάκι να φας το σουβλάκι σου, να φας τέτοια, με την παρέα σου, να συναντήσεις άτομα. Εγώ βλέπω μπροστά μου τόσα χρόνια που πηγαίνω κατοίκους που είναι από το ίδιο χωριό ή απ’ την ίδια πόλη που συναντιούνται ξαφνικά, τυχαία, μέσα στο τέτοιο. Μου αρέσουν, μ’ αρέσουν τα πανηγύρια! Μ’ αρέσουνε. Κάνει ο άλλος… Παντρεύεται, ας πούμε, κάνει παιδί και βγάζει το παιδί με το καρότσι να το δει όλος ο κόσμος. Μ’ αρέσουν αυτά τα πράγματα. Τρελαίνομαι. Είναι —πώς το λένε;—, είναι εμποροπανήγυρη επίδειξης. Δείχνεις τη νύφη σου, δείχνεις το γαμπρό σου, δείχνεις… Εκτός τα πράγματα, είναι κι ένα σημείο —πώς το λένε;—, είναι πώς είχαμε κάποτε εδώ την Έκθεση, στη Θεσσαλονίκη, που τρέχαμε όλοι μέσα εκεί πέρα να δειχτούμε ή να δείξουμε οτιδήποτε άλλο; Είναι όπως είναι το «Χριστός Ανέστη», που στην εκκλησία φοράς τα καινούργια σου ρούχα, που ψωνίζεις τη Μεγάλη Εβδομάδα και πας εκεί για να τα δει όλο το χωριό. Έτσι είναι κι η εμποροπανήγυρη. Βγαίνεις στην εμποροπανήγυρη για να σε δει όλη εκεί η περιοχή. Αλλά, είναι ωραίο, είναι μαγικό. Τώρα δεν γίνανε για τον άλφα-βήτα λόγο. Εγώ δεν θα πάω κόντρα στις αποφάσεις του Υπουργείου Υγείας. Δεν έγιναν; Δεν έγιναν. Τι να κάνουμε; Ούτως ή άλλως, είναι και βασανιστικό, κιόλας, να στήνεις, να ξεστήνεις. Πες ότι ξεκουραζόμαστε. Πες ότι είμαι στο καράβι. Δεν μ’ ενόχλησε καθόλου. Πες ότι κάνεις ένα χρόνο διάλειμμα. Αλλά, πιστεύω ότι πρέπει να διατηρηθούνε. Είναι μαγικά. Δηλαδή, περιμένω πώς και πώς να κάνει κάνα πανηγύρι για να πάω με το «Πειρατολόγιο». Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Γιατί, δεν είναι μόνο το πανηγύρι η μπλούζα και η κάλτσα. Είναι το ιστορικό, για ποιον λόγο γίνεται εκεί. Παράδειγμα: Του Αγίου Μάμαντος. Ποιος ξέρει ότι υπάρχει ξαφνικά μία εκκλησία μέσα στα χωράφια; Κάνεις. Όταν πήγα εγώ την πρώτη φορά, πριν από είκοσι χρόνια, έψαχνα να βρω το χωριό. Και μου λέει: «Δεν, το χωριό είναι», λέει, «πιο πέρα. Εδώ πέρα είναι η εκκλησία». Ποιος το ξέρει αυτό; Ποιος το ξέρει ότι ο Άγιος Μάμας σκοτώθηκε, τον δολοφονήσανε… Σε ηλικία 16 ετών, νομίζω, πέθανε. Την ξες εσύ την ιστορία του; Και είναι ο προστάτης, νομίζω… Κάτι είναι προστάτης, δεν θυμάμαι τώρα. Το ήξερα. Τώρα ποιος τα γνωρίζει αυτά; Για αυτό το «Πειρατολόγιο» είναι, για τα πίσω, να λέει πράγματα που δεν τα ξέρει ο πολύς ο κόσμος.

Κ.Κ.:

Τότε να ευχηθώ ότι θα συνεχίσει έτσι δυναμικά να μας θυμίζει τι έχουμε δίπλα μας και συχνά το παραγκωνίζουμε—

Π.Γ.:

Ναι.

Κ.Κ.:

Και να ρωτήσω αν έχετε κάτι άλλο να πείτε ή αν υπήρξε κάτι που σας έκανε εντύπωση σ’ αυτή τη συνέντευξη, που θα θέλατε να εμβαθύνετε κι εσείς παραπάνω.

Π.Γ.:

Τίποτα. Εγώ πιστεύω ότι με τη συνέντευξη εδώ πέρα να βοηθήσω όλο αυτό, το Istorima, που κάνετε εσείς οι νέοι υπό την ομπρέλα του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου. Καλή επιτυχία. Μακάρι να βρεθούν εκατοντάδες άτομα σαν εμένα να πούνε την ιστορία τους, να πούνε διάφορα πράγματα που μπορεί σε κάποιους να είναι σημαντικά, σε άλλους να μην είναι σημαντικά, αλλά θέλουν να τα ακούσουνε. Αλλά, και για το «Πειρατολόγιο» που είπες, θέλω να φτάσει… Θα σου φέρω πάλι ένα παράδειγμα: Υπάρχει το κόκκινο το σπίτι μπροστά στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Το ξέρει ο κόσμος και το ‘μαθαν οι περισσότεροι με την ανακαίνιση που έγινε. Μπροστά, άμα δεις το «Πειρατολόγιο» —το λέω σε σένα, μπορεί να το είδες κιόλας το «Πειρατολόγιο», μπορεί όχι—, είμαι σε μία σημαία του Καναδά. Και εκεί πέρα, το σημείο εκείνο, λέγεται, είναι η πλατεία του Καναδά. Ποιος το ξέρει αυτό; Αν δεν το πεις, δεν βλέπουν ούτε καν τη σημαία, που είναι μπροστά στα μάτια τους. Και το μάθαν κάπου. Ούτε το ξέραν ο κόσμος. Εγώ δεν το ήξερα. Το έμαθα και για αυτό έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ εκεί πέρα, το οδοιπορικό, ότι είναι για τα εβδομήντα χρόνια κι έγινε πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Ούτε καν το ήξερα. Κάθε μέρα περπατάμε απ’ αυτά τα μέρη. Ποιος τα ξέρει; Κανένας; Εδώ δεν ξέρουμε τον γείτονά μας! Αυτά θα ξέρουμε; Ενώ ξέρουμε, σε αντίθεση, όμως, το καινούργιο τηλέφωνο που βγαίνει, την καινούργια πλατφόρμα του Instagram, την και[00:55:00]νούργια πλατφόρμα του YouTube, τις καινούργιες συνδέσεις, τα Tik Tok, Mit Tok, αυτά τα γνωρίζουμε όλα. Αλλά, έτσι είναι η ζωή. Εντάξει. Είναι… Η τεχνολογία είναι με… Τρέχει με ταχύτητα ασύλληπτη. Δεν μπορείς να την ακολουθήσεις και, μοιραία, δεν μπορείς να προλάβεις να δεις άλλα πράγματα και να μάθεις για άλλα πράγματα. Αυτά. Εγώ να σε ευχαριστήσω για τη συνέντευξη που μου έδωσε την ευκαιρία και την τιμή να μιλήσω μαζί σας. Σου εύχομαι, Κωστή, κάθε επιτυχία και στις επόμενες συνεντεύξεις και μέσα απ’ αυτό το μικρόφωνο να δώσω συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά, αυτούς τους νέους που «τρέχουν» αυτό το πρόγραμμα και στους ανωτέρους, που είναι από πάνω και στην ομπρέλα που είπα προηγουμένως. Καλή επιτυχία. Εύχομαι να είναι κάτι ωραίο, να μείνει στην ιστορία, να μείνει στην Ελλάδα και ό,τι χρειαστείτε είμαι στη διάθεσή σας.

Κ.Κ.:

Ευχαριστούμε κι εμείς πάρα πολύ.

Π.Γ.:

Παρακαλώ.