© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο παππούς μου, η Σοφία και το μαντηλάκι: Μία ιστορία αγάπης από τη Μικρασιατική Καταστροφή
Istorima Code
11509
Story URL
Speaker
Αντωνία Τσαλαπατάνη (Α.Τ.)
Interview Date
15/09/2022
Researcher
Γεώργιος Καρδαμπίκης (Γ.Κ.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομα σας;
Ναι, λέγομαι Τσαλαπατάνη Αντωνία, είμαι γεννημένη στην Αθήνα, το πατρικό μου σπίτι ήτανε στην Καλλιθέα και μεγάλωσα σε ένα προσφυγικό σπίτι της Καλλιθέας.
Βρισκόμαστε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας, ονομάζομαι Καρδαμπίκης Γεώργιος, είμαι ερευνητής για το Istorima, σήμερα είναι 16 Σεπτεμβρίου του 2022 και θα μάθουμε ιστορίες. Τι θα μας πείτε από τη ζωή σας;
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία του παππού μου, από την πλευρά της μητέρας μου, που ήταν ένας άνθρωπος που μεγάλωσα μαζί του, ήταν το σπίτι του ακριβώς απέναντι από το δικό μας, αλλά υπήρχε μία πλήρη επικοινωνία αυτών των δύο σπιτιών σαν να ήταν ένα, ήμαστε συνέχεια μαζί, ήταν ο αγαπημένος μου παππούς και ο μόνος που γνώρισα, γιατί ο άλλος είχε πεθάνει πριν γεννηθώ. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτόν και πήρα πολλά μαθήματα ζωής και συμπεριφοράς. Μας δίδαξε καλοσύνη, να είμαστε άνθρωποι που αγαπάμε τους γύρω μας, να δίνουμε, δοτικότητα, γενικώς ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Η ιστορία του είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη. Μας τα διηγείτο στο σπίτι και σε μένα και στην ξαδέρφη μου, της μητέρας μου της αδερφής την κόρη. Όταν τα άλλα τα παιδιά ακούγανε παραμύθια με βασίλισσες, εμείς βάζαμε τον παππού να μας πει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά, γιατί μας φαινόταν πολύ ιδιαίτερη και πολύ όμορφη. Είχε μέσα στοιχεία δύσκολα, είχε μέσα ρομαντικά, είχε τη δύναμη της αγάπης, είχε πάρα πολλά πράγματα και ιστορικά στοιχεία που τότε δεν καταλαβαίναμε, αλλά τώρα πια που έχω φτάσει κι εγώ σε αυτή την ηλικία, των σχεδόν 60, είναι μαθήματα ζωής για μένα. Κι εγώ αντίστοιχα την έχω διηγηθεί στα παιδιά μου σαν παραμύθι και αρέσει πάρα πολύ στα παιδιά μου και το έχουν κρατήσει κι αυτά. Ο παππούς γεννήθηκε στο Σίντιργκι της Μικράς Ασίας. Ήταν Ανατολία, βαθιά Ανατολή, από Έλληνες γονείς που μένανε εκεί, σε μια ιδιαίτερα ευκατάστατη οικογένεια, γεννημένος το 1895, από τις διηγήσεις του. Ο παππούς, ζούσε σε μια οικογένεια όπου ο μπαμπάς του ήταν δικηγόρος, είχαν οικοτεχνίες όπου φτιάχνανε τσιπούρα, κρασιά, οινοπνευματώδη, τέλος πάντων. Είχανε ταπητουργία, συγχρόνως με το κύριο αντικείμενο του μπαμπά του που ήταν η δικηγορία. Η μητέρα του ήταν μια αρκετά δυναμική γυναίκα, η οποία μετείχε πλήρως στην οικονομική όλη αυτή διαδικασία της οικογένειας. Είχε τρία αγόρια, τον παππού μου, τον Δημήτρη, τον Ηλία… Λάθος, τέσσερα αγόρια, ο Δημήτρης, ο Ηλίας, ο Γιάννης και ο Κροίσος. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνανε μέσα σε ένα περιβάλλον ευημερίας, έχοντας ό,τι θέλουν, συνυπήρχαν με Τούρκους, είχαν πάρα πολύ καλές σχέσεις ο τουρκικός πληθυσμός με τον ελληνικό της περιοχής. Η μητέρα του με τις Τουρκάλες γειτόνισσες συνυπήρχαν πάρα πολύ καλά, βεβαίως πάντα υπήρχε μια διαφορετικότητα. Η μητέρα του έβαφε αυγά το Πάσχα και έδινε στις Τουρκάλες γειτόνισσες. Εκείνες, μετά το τέλος του Ραμαζανιού τους φέρνανε αντίστοιχα τα δικά τους ήθη και έθιμα, τα τρόφιμα κλπ. Όμως, μας έλεγε ο παππούς ότι το βράδυ, όταν όλοι ησυχάζανε, η μητέρα του πήγαινε και τα πέταγε στο ποτάμι αυτά, γιατί φοβόταν ότι θα της αλλάξουν τη θρησκεία. Όμως, ζούσαν αγαπημένοι την καθημερινότητα τους. Ήταν, όπως σας είπα, μία αρκετά πλούσια οικογένεια, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση που έλεγε ο παππούς ότι τις λίρες, τις τουρκικές λίρες, δεν τις μετρούσανε με το κομμάτι, αλλά με τον τενεκέ. Όταν έβγαιναν τα τσίπουρα, ο πατέρας του έστελνε το πρώτο, από το πρώτο απόσταγμα στις Αρχές του τόπου, τους αγαπούσαν όλοι. Ο παππούς εκείνη την εποχή είχε πάει στο Σχολαρχείο, ήξερε αρκετά γράμματα, οι γονείς του χειριζόντουσαν μπλοκ επιταγών, γενικώς ήταν μια πολύ καλοβαλμένη οικογένεια. Αλλά ο παππούς, το 1917, σε ηλικία 23 χρονών, ερωτεύτηκε σφόδρα. Αλλά η κοπέλα που ερωτεύτηκε έμενε σε ένα χαμόσπιτο, πολύ κοντά στο δικό τους πολύ ωραίο τετράγωνο που κατοικούσαν, και ήταν μια ορφανή κοπέλα που κατοικούσε με τη γιαγιά της, είχαν πεθάνει οι γονείς της και λεγόταν Σοφία. Ήταν ένα κοριτσάκι, 17 χρονών, και ο παππούς, το ‘17, 23. Όταν κατάλαβε η μητέρα του ότι ο παππούς ήταν ερωτευμένος με ένα κοριτσάκι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, εναντιώθηκε πλήρως. Δεν ήθελε με τίποτα ο γιος της να είναι μαζί της. Ήταν η Σοφία. Του είπε, λοιπόν: «Αυτό να το ξεχάσεις, θα πάρεις μια της τάξης μας, η Σοφία είναι ξυπόλυτη», ο παππούς, όμως, ήταν τρελά ερωτευμένος, «όχι, θα πάρω τη Σοφία», «όχι, δε θα πάρεις τη Σοφία», πνεύμα και φύσει ελεύθερο, της είπε: «Αν δε με αφήσεις να πάρω τη Σοφία, εγώ θα φύγω από το σπίτι», «όχι, δε θα την πάρεις» και ο παππούς έφυγε. Παρατώντας τα πλούτη του, την καλοπέραση του, τα καϊμάκια, που μας περιέγραφε ότι τρώγανε, τα φρέσκα βούτυρα, που βγάζανε αφρό από τα ζώα τους και τρώγανε στο πρωινό τους στα ψωμιά τους με τις μαρμελάδες τους και τους υπηρέτες κι αυτά, και σηκώθηκε και πήγε πιο βαθιά Ανατολή και δούλευε σε ορυχείο, σε εξόρυξη μεταλλεύματος, η μάνα του τον έχασε. Ήταν το στερνοπούλι της, το μικρότερο της παιδί. Έκανε τα πάντα, έβαλε λυτούς και δεμένους να βρει το παιδί της. Όταν, κάποια στιγμή, έμαθε από δεξιά και αριστερά πού είναι ο γιος της, πήγε με τους υποσταστικούς και τον βρήκε: «Έλα, Μήτσο, πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε», «θα έρθω, αλλά θα πάρω τη Σοφία», το υποσχέθηκε η μάνα του, θεωρώντας ότι δεν θα την πάρει τη Σοφία, θα του αλλάξει μυαλά. Γύρισε, λοιπόν, ο παππούς πίσω, αλλά διαπίστωσε ότι η μάνα του εξακολουθούσε να μη θέλει τη Σοφία. Η μάνα του περίμενε ότι θα του περάσει. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε ένα κρυφό ραντεβού του παππού με τη Σοφία, η Σοφία του έδωσε ένα μαντηλάκι με κεντημένο το μονόγραμμα της και μια μπούκλα από τα μαλλιά της. Και ο παππούς αυτά τα έβαζε κάτω από το μαξιλάρι κάθε βράδυ. Ναι, αλλά τα είδε η μάνα του, η οποία θεώρησε καλό να πάει στη γιαγιά της κοπέλας και να της πει: «Μάζεψε την εγγονή σου, γιατί δεν είσαστε της σειράς μας». Η γιαγιά, η οποία είχε πλήρη επίγνωση της Σοφίας, ότι δε μπορούσαν να συνυπάρξουν με αυτούς, την μάντρωσε τη Σοφία και της είπε ότι: «Αν ξαναβγείς έξω, θα σε κουρέψω, τέλος, ξέχνα τον, αυτόν δεν θα τον πάρεις, δεν ανήκουμε στην ίδια κοινωνική τάξη, τελείωσε». Τα έμαθε ο παππούς μου αυτά, ότι η μαμά του ξαναείχε μεσολαβήσει και της λέει: «Θα με ξεχάσεις, τελειώσαμε οι δύο μας, εγώ αυτή τη γυναίκα ήθελα, φεύγω». Ξαναφεύγει ο παππούς, απαρηγόρητη η μάνα του. Αυτή την φορά δεν την έπαιρνε να του κάνει τα ίδια. Ο παππούς, λοιπόν, πήγε σε ένα μέρος και έκανε τον τσαγκάρη, ζώντας πολύ φτωχικά βέβαια, παρόλες τις συνήθεις τους. Πάλι έβαλε η μάνα του λυτούς και δεμένους, πάλι έμαθε που είναι, πάλι πήγε και τον μάζεψε. Αυτή τη φορά, βέβαια, που τον μάζεψε του είπε ότι: «Έχω πάρει στο σπίτι τη Σοφία, θα σας αρραβωνιάσω, να, έχω πάρει και τις βέρες τα δαχτυλίδια και τα κουφέτα και έλα πίσω κι όλα καλά». Γύρισε, λοιπόν, ο παππούς πίσω, στη Σοφία, έφτανε πια όμως το ‘22 και ήταν το ‘20, είχαν περάσει 3 χρόνια από τότε που γνώρισε τη Σοφία. Είχανε αρχίσει να γίνονται διάφορες, να φτάνουν διάφορες φήμες ότι επέκειται πόλεμος, ότι θα υπάρχουν, υπάρχουν προστριβές κλπ. Και πέθανε και ο πατέρας του, που ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Τότε, λοιπόν, η μαμά του του είπε: «Ξέρεις, πάρε [00:10:00]κάποια χρήματα και φύγε για την Ελλάδα, θα μαζέψουμε κι εμείς εδώ ό,τι μπορούμε από την περιουσία μας και μπορούμε να τα μετακινήσουμε και θα έρθουμε κι εμείς Ελλάδα». Έφυγε, λοιπόν, ο παππούς, αφήνοντας πίσω τη Σοφία στη μάνα του, με την οποία πια είχε φτιάξει σχέση και τα τρία αδέρφια του, τον Ηλία, το Γιάννη και τον Κροίσο. Ήρθε ο παππούς στην Ελλάδα, με τα χρήματα που του είχε δώσει η μητέρα του, πήρε ένα φορτηγό, που είχε αριθμό κυκλοφορίας 2 και ήταν με γκαζοζέν, από ό,τι μας περιέγραφε ο παππούς και η ζωή του στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη, με πολλές κακουχίες, με πάρα πολλή προσπάθεια, είναι κι αυτό μια ξεχωριστή ιστορία, η ζωή στην Ελλάδα. Πέρναγε ο καιρός, ετοιμαζόταν η μαμά του να γυρίσουνε, και του έστειλε ένα γράμμα, ότι: «Στις 23 Αυγούστου έχουμε βγάλει εισιτήρια και φεύγουμε όλοι και ερχόμαστε Ελλάδα». Στις 22 έγινε η Καταστροφή, η μητέρα του, η Σοφία και ο αδερφός του, ο Κροίσος, σφαγιάστηκαν και κατάφεραν μετά από πολύ καιρό να έρθουν στην Ελλάδα μέσα από πολύ δύσκολες διαδρομές, με ταλαιπωρία, βάσανα και κόπο τα δύο αδέρφια του, ο Γιάννης και ο Ηλίας. Ήρθαν στην Ελλάδα και κατάφεραν, γιατί ξέρανε από τα γράμματα, ο παππούς ότι μένει στην Καλλιθέα, ότι εκεί δουλεύει και βρήκανε τον αδερφό τους. Άρα, από αυτή την οικογένεια είχαν μείνει τρεις, όλοι οι άλλοι είχαν μείνει πίσω και είχαν σφαγιαστεί. Από τη Σοφία του παππού του έμεινε το μαντηλάκι, συνέχισε να την αγαπάει μέχρι που πέθανε.
Στην Ελλάδα, δούλευε, όπως σου είπα, στο φορτηγό αυτό, κάνοντας διάφορες διαδρομές. Σε αυτό το φορτηγό ο παππούς είχε και έναν συνεργάτη, τον Μιχάλη. Με τον Μιχάλη ο παππούς είχε και πολύ καλή φιλική σχέση, ήταν ο φίλος του στην Ελλάδα. Ο παππούς εδώ στην Ελλάδα δούλευε σκληρά, πήγαινε, όμως, έπινε και το κρασάκι του με τους φίλους του, ήταν μποέμ τύπος, άλλωστε ήταν και καλομαθημένος άνθρωπος από τα νιάτα του, πέρναγε καλά. Κάποια στιγμή, ο Μιχάλης, ο φίλος του, του λέει: «Πάμε λίγο στην ξαδέρφη μου, που θέλω να της πάω κάτι πράγματα, να πιούμε κι ένα καφέ». Και πήγανε στην ξαδέρφη του Μιχάλη, όπου η ξαδέρφη του Μιχάλη ήταν η προγιαγιά μου. Εκεί, λοιπόν, ο παππούς μου είδε τη Μαρία, τη μετέπειτα γυναίκα του. Την είδε και του άρεσε πολύ, ήταν πολύ πιο μικρή από αυτόν, ήταν 15 χρόνια μικρότερη, δεν τολμούσε, όμως, να πει στον φίλο του, τον Μιχάλη, ότι: «Θέλω την ανιψιά σου». Έβλεπε ο άλλος ότι κάτι τον απασχολεί τον Μήτσο: «Ρε Μήτσο, τι έχεις; Γιατί είσαι τόσο βαρύς; τι συμβαίνει;», «ε, τίποτα», «Πες μου βρε, αν δεν πεις στον φίλο σου, σε ποιον θα πεις;», «ε», του λέει, «μ’ αρέσει η Μαρία, η ανιψιά σου», «ρε Μήτσο, είσαι καλό παιδί, δουλευταράς είσαι, καλός άνθρωπος είσαι, άμα θέλει και η Μαρία, γιατί όχι;». Πήγε στην ξαδέρφη του ο Μιχάλης και της είπε: «Ο Μήτσος θέλει τη Μαρία», και της Μαρίας της είχε αρέσει ο Μήτσος, όταν τον είδε στον καφέ, κι έτσι αρραβωνιάστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τρία παιδιά. Στη ζωή τους, όμως, έτυχαν πολλές δυσκολίες, γιατί μέχρι να αρχίσουν να στρώνουν σαν οικογένεια φτάσαμε στον πόλεμο, όπου άλλαξαν όλα, πάλι, για μια ακόμη φορά. Η Μαρία ήταν κι αυτή από οικογένεια μικρασιάτικη, η μητέρα της, η προγιαγιά μου δηλαδή, ήταν από τη Σμύρνη και ήρθαν κι αυτοί με την Καταστροφή. Βασανισμένοι άνθρωποι, κατάφεραν να φέρουν μαζί τους μόνο μια εικόνα, την Αγία Τριάδα, η οποία βρίσκεται στα χέρια μου και στην πίσω πλευρά της έχει γραμμένες τις γεννήσεις των παιδιών, γενικά το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, ήταν αυτό που φέρανε μαζί τους, αυτό που τους έμεινε, γιατί όλα τα άλλα που φέρνανε τα ξεπούλησαν, για να καταφέρουν να φτάσουν στην Ελλάδα. Σε βάρκες, πηγαίνοντας από τη Χίο δεξιά κι αριστερά, για να καταφέρουν να φτάσουν στην Αθήνα. Αυτοί οι άνθρωποι, η προγιαγιά, πήρανε ένα σπίτι του συνοικισμού, από αυτά που έδινε το κράτος στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ο παππούς με τη γιαγιά, λοιπόν, μείνανε σε ένα τέτοιο σπίτι. Στον πόλεμο ο παππούς έκανε τα πάντα για να ζήσει τα τρία παιδιά του, που απέκτησε με τη γιαγιά μου. Τη μητέρα μου, που λέγεται Δανάη, τη θεία μου, την Τζένη, και το θείο μου, τον Μανώλη. Έκανε πράγματα αδιανόητα για τη σημερινή εποχή. Ρίχνανε άσφαλτο στους δρόμους, χρησιμοποιώντας τα χέρια τους, ακόμη και τα χέρια τους, και καιγόντουσαν τα νύχια, έμπαινε η άσφαλτος στα νύχια, μας τα έλεγε ο παππούς όλα αυτά. Φτιάχνανε το αεροδρόμιο, το «Ελ Μπασάν». Τώρα κι εγώ δεν ξέρω ακριβώς πού είναι αυτά. Πολλή δουλειά, πολύς κόπος, πολλή κούραση. Όμως, αγαπούσε τη γυναίκα του και η γυναίκα του τον αγαπούσε πολύ και είχαν μια οικογένεια αγαπημένη. Εκείνο που έχω να θυμάμαι από τον παππού μου είναι ότι δεν τον άκουσα ποτέ ούτε να βρίζει ούτε να θυμώνει, ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε θυμώσει ποτέ στη ζωή του. Δεν ξέρω πως το κατάφερνε, πάντα έβρισκε την καλή πλευρά των πραγμάτων. Ήταν αγαπητός σε όλους. Επίσης, μου είχε κάνει εντύπωση ότι δεν είχε αρρωστήσει ποτέ. Όταν λέγαμε εμείς, μεγαλώνοντας πια, γιατί πέθανε στα βαθιά γεράματα ο παππούς: «Με πονάει το κεφάλι», έλεγε: «Τι είναι αυτό, ρε παιδιά; Τι θα πει “με πονάει το κεφάλι”;». Κι εμείς γελάγαμε. Ήταν ένας εξαιρετικός παππούς. Να συνεχίσω για την περίοδο της Κατοχής. Τον είχαν πάρει Γερμανοί, είχαν επιτάξει το αυτοκίνητο του και έκανε δρομολόγια, μείναν τα παιδιά του χωρίς φαΐ, η γιαγιά μου ζούσε με τα παιδιά της, τον άντρα της και τη μάνα της, την προγιαγιά μου. Πήγε, παρακαλώντας, στο Γερμανό να του πει ότι: «Ξέρεις, έχω τρία παιδιά, άσ’ τον να φάμε λίγο κι εμείς». Φυσικά, δεν της έγινε το χατίρι, τον κράτησαν, τους έκανε τα δρομολόγια, πεινάγαν τα παιδιά, τέλος πάντων, όπως έγινε για όλο τον κόσμο, δεν ήταν μόνο η οικογένεια αυτή που πείναγε. Μετά τον πήραν οι αντάρτες, τον επέταξαν οι αντάρτες, να τους κάνει δρομολόγια. Υπομονετικός, ήξερε να ελίσσεται, ένας άνθρωπος που είχε μεγαλώσει μέσα στα πλούτη. Μας έλεγε ο ίδιος ότι έφυγε η γυναίκα του, που της είπαν πού τον είχαν οι αντάρτες και έκανε τα δρομολόγια, και πήγε με τα πόδια από την Καλλιθέα εκεί που είναι τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου, κάπου εκεί τον είχανε και πήγε με τα πόδια εκεί, να παρακαλέσει τον τοπικό αρχηγό των ανταρτών, ο οποίος ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι, ότι: «Ξέρεις, έχουμε τρία παιδιά, μην μου τον πάρεις και με αφήσεις χωρίς αυτόν», και της υποσχέθηκε: «Φύγε, πήγαινε στο σπίτι σου», της έδωσε κι ένα τσουβαλάκι αλεύρι, «και σε 5 μέρες θα στον στείλω». Όντως σε 5 μέρες τον έστειλε πίσω. Η μαμά μου μού έλεγε ότι: «Όταν τον είδαμε να μπαίνει, ήταν τέτοια η χαρά μας και η μαμά μου», λέει, «δεν τον έβαλε μέσα, τον άφησε απέξω και εμείς είπαμε “γιατί αφήνει έξω τον μπαμπά μας;”, κι εκείνη», λέει, τον άφησε έξω και έβγαλε όλα τα ρούχα του, για να μην φέρει τις ψείρες μέσα στο σπίτι, που ήτανε γεμάτος και τον άφησε έξω και έβρασε νερά, για να βγάλει τα ρούχα να τα πετάξει μέσα για να μη γεμίσει όλο το σπίτι με ψείρες και κοριούς. Ήταν για εμάς», λέει, «που γύρισε ο πατέρας μας, πολύ μεγάλη υπόθεση». Σιγά-σιγά πέρασε ο πόλεμος, άρχισαν λίγο να φτιάχνουν τα πράγματα, αλλά δυστυχώς είχε την ατυχία, το 1965, να χάσει τη γυναίκα του, τη γιαγιά μου. Σε ηλικία 54 χρονών. Έμεινε απαρηγόρητος[00:20:00]. Να σημειώσουμε ότι η γιαγιά μου, το πρώτο πράγμα που είχε μάθει από τον άντρα της ήταν η αγάπη που είχε στη Σόφια από το Σίντιργκι και κάθε φορά που ήταν Ψυχοσάββατο, έφτιαχνε πρόσφορα και έγραφε Υπέρ Αναπαύσεως χαρτάκια στην εκκλησία, το πρώτο όνομα που έβαζε ήταν της Σοφίας, της αγαπημένης του άντρα της, και το μαντηλάκι μια φορά το χρόνο το έπλενε και το σιδέρωνε, και το είχε στα εικονίσματα, γιατί ήταν αυτό που είχε μείνει από τη Σοφία, και το έδωσε στη μεγάλη της την κόρη, η οποία τυχαίως, η μεγάλη κόρη του παππού, του Μήτσου δηλαδή, την κόρη της την είπανε Σοφία. Γιατί έτσι λέγανε τη μαμά του μπαμπά της. Το μαντηλάκι κατέληξε, λοιπόν, σε μια Σοφία πάλι.
Πεθαίνοντας η γιαγιά μου, ο παππούς συνέχισε να μένει με το γιο του, που δεν είχε παντρευτεί, με την πεθερά του, που ζούσε ακόμα, ενώ είχε πεθάνει η γυναίκα του, και με το παιδί της αδερφής της γυναίκας του, η οποία δυστυχώς κι αυτή πέθανε σε ηλικία 32 χρονών και άφησε ένα ορφανό, τη Θοδώρα. Ο παππούς, λοιπόν, μεγάλωνε, την ανιψιά της γυναίκας του και εξ αγχιστείας δική του, και ζούσε με την πεθερά του και το γιο του, που ήταν ακόμη ανύπαντρος. Ακριβώς απέναντι έμενε η μητέρα μου, η οποία είχε παντρευτεί και είχε εμένα παιδί, ο παππούς ήταν συνέχεια στο σπίτι μας, ήταν ένα από τα πολύ καλά πράγματα της ζωής μου. Με αγαπούσε πάρα πολύ, τον λάτρευα, θυμάμαι πράγματα που τώρα τα παιδιά μπορεί και να μην τους λένε τίποτε. Εγώ είμαι γεννημένη το ‘62, σε ηλικία 8 χρονών, τότε που στις γειτονιές υπήρχαν κι άλλα επαγγέλματα, έβλεπες σιδεράδες, παπλωματάδες, λοιπόν, υπήρχε ένας σιδεράς και πήγε κρυφά ο παππούς μου, γιατί με πήγαινε, τότε δεν ήταν οι κούνιες έτσι όπως είναι τώρα Λουνα Παρκ κλπ, και μου παρήγγειλε μια σιδερένια κούνια κι, όταν την έφερε ο σιδεράς στο σπίτι, στην αυλή του σπιτιού, μου λέει: «Κλείσε τα μάτια» και μόλις τη στήσανε: «Άνοιξε τα μάτια» και άνοιξα και είδα την κούνια. Από τη χαρά μου χοροπήδαγα πάνω στο κρεβάτι της μάνας μου κι έπεσα από το κρεβάτι κι έσπασα το κεφάλι μου, από τη χαρά μου. Ακόμα τη θυμάμαι την κούνια σε όλη της την λεπτομέρεια, γιατί τότε ήταν ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι. Και τότε με έμαθε, γιατί έπαιζε πολύ μαζί μου ο παππούς μου, ότι: «Ξέρεις, είναι δική σου, αλλά άσε και τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, που δεν έχουνε, να κάνουνε» και ότι: «Θα δεις ότι όταν αφήνεις τους άλλους να κάνουν, θα νιώσεις κι εσύ πολύ μεγάλη χαρά». Κι όντως έτσι έγινε, έτσι έγινε. Έχω να θυμάμαι μόνο καλά, μεγάλωνα κι εγώ μαζί του. Στην πρώτη σοβαρή μου σχέση και σημερινός μου άντρας, ο πρώτος που το έμαθε ήταν ο παππούς μου, ήταν ένα ανοιχτό μυαλό, πολύ ανοιχτό μυαλό, με συμβούλευε, με ψιλοκάλυπτε απέναντι στον μπαμπά μου, δίνοντας μου κάτι μισάωρα παράταση: «Τι ώρα ήρθε, 22:00;», «όχι, 21:30». Μου έδινε πολλές χρήσιμες συμβουλές… Και σε ηλικία 95 ετών, ενώ δεν είχε αρρωστήσει ποτέ, είχε πλήρη νοητική διαύγεια, έπαθε καρκίνο. Μια ιστορία που κράτησε μόνο ενάμιση μήνα. Όταν, λοιπόν, ενώ είχε μια χαρά τα μυαλά του, έπεσε στο κρεβάτι, μου είπε: «Γράψτε τη ζωή μου και φεύγω τώρα που η θάλασσα έγινε γιαούρτι κι εγώ έχασα το κουτάλι». Ήθελε να ζήσει κι άλλο, την αγαπούσε τη ζωή, παρότι για αυτόν ήταν δύσκολη, πέρασε πάρα πολύ δύσκολα και νομίζω ότι το πιο δύσκολο ακόμη είναι να ξεκινάς μέσα από τα πλούτη, να αντιλαμβάνεσαι ότι η ζωή σου άλλαξε, να το πολεμάς, να αγωνίζεσαι, να τα καταφέρνεις να ζήσεις και να φτιάχνεις και μια οικογένεια με αγάπη. Αυτός ήταν ο παππούς μου, ο Μήτσος, τον οποίο θα τον θυμάμαι όσο ζω, μιλάω για αυτόν στα παιδιά μου, τον θυμόμαστε πολύ συχνά κι εγώ και η ξαδέρφη μου, ήταν ένας καλός άνθρωπος.
Πώς ήταν η ζωή σας με τον παππού, στον συνοικισμό, στο σπίτι, η καθημερινότητα;
Πολύ ωραία! Είχε, είναι κάποιες σκηνές που τις θυμάμαι, που είχαν πολλή πλάκα. Ο παππούς ήταν ένας άνθρωπος πολυτεχνίτης, έκανε πάρα πολλά πράγματα. Επειδή, λοιπόν, ήταν μέσα στο σπίτι συνέχεια, όλες οι γιαγιάδες της γειτονιάς που είχαν μείνει χήρες, γιατί, όπως σας είπα, ήταν συνοικισμός κι όλοι μεταξύ τους γνωριζόντουσαν, γιατί είχαν τα ίδια βιώματα, προέρχονταν όλοι από την Καταστροφή, είχαν γεννηθεί τα παιδιά τους, ο ένας ήξερε τον άλλον, ήταν, το βράδυ βγαίναν και καθόντουσαν όλοι μαζί έξω, λέγανε τις ιστορίες τους. Λοιπόν, όσες είχαν μείνει χήρες είχαν τον παππού για προστάτη: «Έλα να μου αλλάξεις το πετρογκάζι»,«έλα, χάλασε η κλειδαριά», «έλα, στάζει η βρύση» και ο παππούς είχε ένα βαλιτσάκι με όλα τα εργαλεία μέσα και κάνοντας πλάκα ο μπαμπάς μου στον πεθερό του, με τον οποίο είχε εξαιρετική σχέση, έλεγε: «Άντε, γιατρέ, τρέχα». Θυμάμαι, για να σου πω πόσο καλός άνθρωπος ήταν, ότι, όταν βγήκαν οι πρώτες τηλεοράσεις, πήραμε κάποια τηλεόραση, δεν είχαμε ποτέ ησυχία, γιατί ο παππούς έλεγε σε όλη τη γειτονιά: «Ελάτε να δείτε κι εσείς», δεν ήθελε να έχει μόνος του τα καλά, ήθελε να τα έχουν και οι άλλοι και τα δικά του τα καλά, για να περνάνε όσο μπορούσαν κι αυτοί καλά, με τη δική του τη δυνατότητα. Και κάθε βράδυ βλέπαμε τηλεόραση καμία 30ρια άτομα, ο ένας δίπλα στον άλλον, άλλοι κάτω, άλλοι στις καρέκλες. Η πεθερά του, λοιπόν, που σου είπα, που έμενε μαζί, άρχισε να εκνευρίζεται: «Μου έχεις κάνει το σπίτι δημόσιο…» και τι σπίτι τώρα; Μιλάμε ένα σπίτι σε ένα δωμάτιο, όλο το σπίτι ήταν 50 τετραγωνικά που ζούσανε και ο παππούς έλεγε: «Δεν πειράζει, δεν πειράζει να είμαστε όλοι χαρούμενοι» και ερχόντουσαν. Μας έπαιρνε, μας πήγαινε βόλτες, μας μάθαινε να φτιάχνουμε πράγματα με τα χέρια, ό,τι μαστόρευε μας το έδειχνε, παρότι ήμαστε κορίτσια, έλεγε: «Δεν πειράζει, να το μάθετε, κάτι θα σας μείνει», μας τραγούδαγε, το αγαπημένο του τραγούδι ήταν το: «Αγκινάρα με τα αγκάθια και με τα λουλούδια τα άσπρα». Και εγώ και η ξαδέρφη μου τον βάζαμε και μας το τραγούδαγε και στη μέση έλεγε και κάτι τούρκικα. Τον βάλαμε μετά να μας μαθαίνει τούρκικες λέξεις. Έπαιζε μαζί μας, τον κάναμε ό,τι θέλαμε στο παιχνίδι, τον ντύναμε, του βάζαμε τσεμπέρια, γέλαγε, ήταν χαρούμενος. Μεγαλώνοντας, επειδή η μητέρα μου δούλευε, έφτασε στο σημείο μέχρι και να μας μαγειρεύει, για να βρούμε φαΐ γυρίζοντας από τις δουλειές μας, να μας μαγειρεύει, μας έφτιαχνε μπιφτέκια, μας τα έψηνε, τηγάνιζε πατάτες, «για να έρθουν τα παιδιά», εγώ και η ξαδέρφη μου δηλαδή, επειδή δούλευαν οι μανάδες μας, να βρούμε ζεστό φαΐ. Γενικώς, ήταν μια πολύ ζεστή σχέση, έχω μόνο τα καλύτερα να πω.
Είχατε πάει κάπου με τον παππού σας;
Ναι! Αυτό ξέχασα να σ' το πω! Ο παππούς, είχε μια επιθυμία να γυρίσει, να δει τι έγινε το πατρικό του σπίτι, το οποίο σπίτι ήταν ένα τετράγωνο, δεν ήταν ένα σπίτι, ήταν ένα ολόκληρο τετράγωνο, με μία ψηλή μάντρα, όπως μας περιέγραφε, αρχοντικό τρίπατο, γύρω-γύρω δεν υπήρχε πρόσβαση στο σπίτι να υπάρχει να βλέπουν οι άλλοι μέσα. Ενώ μας το περιέγραφε, λοιπόν, ήθελε να πάει να το δει, να δει τι είχε απομείνει από την Καταστροφή, αν είχε μείνει το σπίτι του. Όταν έφτασα, πόσο ήμουν; 20 χρονών ήμουνα και ο παππούς 85. Όμως, σε άριστη κατάσταση και σωματικά και πνευματικά. Αποφάσισε να πάει στην Τουρκία κι είπα: «Θα έρθω κι εγώ». Ο μπαμπάς μου με φόβο: «Πού θα πάτε τώρα ένα κορίτσι 18 χρονών, 19 με έναν παππού;», όμως, τον εμπιστευόταν πλήρως τον πεθερό του. Πήγαμε, πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Ο ελληνισμός που υπήρχε τότε στην Κωνσταντινούπολη, εν έτει ’83, κάπου εκεί πρέπει να ήταν, ήταν πολύ υποστηρικτικός στους Έλληνες, όσοι είχαν μείνει δηλαδή, ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, εμείς θέλαμε να πάμε στο Σίντιργκι, που ήταν προς το Μπαλού Κεσέρ, η περιοχή λεγόταν Μπαλού Κεσέρ, από όσο θυμάμαι από τον παππού. Όμως, υπήρχε στρατιωτικός νόμος και μας είπαν όλοι οι Έλληνες στο ξενοδοχείο, [00:30:00]στην Κωνσταντινούπολη, που μείναμε: «Μην το τολμήσετε, είναι δύσκολα τα πράγματα, οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που ξέρετε στην Ελλάδα, είναι λίγο πιο, να το πω βάρβαροι; Έχεις και τη νέα κοπέλα μαζί σου, να μην πας» και τελικώς αποφασίσαμε να μην πάμε. Πήγαμε, όμως, στην Πριγκηπόνησο, πήγαμε στην Αγία Σοφία, γυρίσαμε κάποια μέρη που είχε αναμνήσεις, που πήγαινε όταν ήταν παιδί κι αυτός με τους γονείς του. Κάτσαμε 7-8 μέρες με τον παππού και, δυστυχώς, δεν είδε το σπίτι του και γυρίσαμε πίσω. Όμως, κι αυτό τον ικανοποίησε. Στόχος του ήταν να δει το σπίτι του, βέβαια, να δει τι έγινε, δεν τα κατάφερε, δυστυχώς.
Θέλετε να μου πείτε περισσότερα πράγματα για την παιδική σας ηλικία;
Κοίταξε! Ζούσα σε ένα σπίτι με αυλή, είχα την ξαδέρφη μου, της μητέρας μου της αδερφής την κόρη, είμαστε με 2 χρονιά διαφορά, εξακολουθούμε να έχουμε πολύ καλές σχέσεις, περάσαμε καλά μαζί, παίζαμε, ζούσαμε, όπως σου είπα, με την προγιαγιά που και η ιστορία η δική της ήταν τραγική. Αυτή έμεινε, της μητέρας μου η γιαγιά, προγιαγιά μου δηλαδή, έχοντας έρθει από τη Σμύρνη με την Καταστροφή, αυτή που σου είπα ότι φέρανε μόνο μια εικόνα, είχε τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια και έμεινε χήρα στα 27 της. Αυτό την έκανε πολύ σκληρή, για να αντέξει τον πόνο, ήταν μια πολύ σκληρή γυναίκα. Ήταν, είχε μια βαθιά καλοσύνη, την οποία φρόντιζε να μη βγάζει στην επιφάνεια, γιατί η ζωή δεν της τα είχε φέρει καλά. Έζησε μέχρι τα 99 της, έχοντας θάψει όλα της τα παιδιά, εκ των οποίων το γιο της σε ηλικία 16 χρονών, ο οποίος πήγε στο Φάληρο να κάνει μπάνιο, έκανε μια βουτιά, χτύπησε τα πλευρά του πάνω σε ένα σίδερο μέσα στη θάλασσα, δεν είπε τίποτα στην οικογένεια, έπαθε μόλυνση, έπαθε γάγγραινα, πέθανε, σε ηλικία 16 χρονών. Το άλλο της το παιδί έφυγε από παθολογικά αίτια. Η άλλη της η κόρη, ήταν αυτή που είπα ότι άφησε το παιδάκι πριν και το μεγάλωσε ο παππούς, σε ηλικία 32 χρονών έφυγε από όγκο στο κεφάλι. Ο άντρας, της οποίας κόρης της, σε ηλικία 36 χρονών έφυγε από ατύχημα αυτοκινητιστικό, αφήνοντας πίσω ένα παιδί που μεγάλωσε η γιαγιά του, η προγιαγιά μου δηλαδή, μαζί με τον γαμπρό της, τον παππού μου, της κόρης της προγιαγιάς τον άντρα. Τη μεγαλώσανε, την παντρέψανε, μέχρι και σήμερα, γιατί και ως μοναχοπαίδι, η ξαδέρφη μου κι αυτή είμαστε κολλητές, έχει βαπτίσει την κόρη μου. Στη συνέχεια η άλλη της η κόρη της γιαγιάς, αυτής που σου περιγράφω, της προγιαγιάς, παντρεύτηκε και έφυγε στη Γιουγκοσλαβία, γιατί ο άντρας της ήταν αριστερός και τότε τους είπαν: «Ελάτε εδώ, θα περάσετε καλά» κλπ. Πήγαν εκεί και εκείνη πέθανε σε ηλικία πιο μεγάλη βέβαια, η γιαγιά μου, που σου είπα πέθανε σε ηλικία 54 ετών, πέθανε σε ηλικία 60 από καρδιακή προσβολή κι έμεινε η μάνα τους χωρίς παιδιά, χαροκαμένη. Αυτό την έκανε ιδιαίτερα σκληρή, ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος, αυστηρή ήταν. Όμως, επειδή μέσα στο σπίτι υπήρχε ο παππούς μου, που συζούσε με την πεθερά του, ζούσε μαζί με την πεθερά του, όλο αυτό ο παππούς το ισορροπούσε με κάποιο τρόπο. Δεν επέτρεπε να βγάζει την αυστηρότητα της σε εμάς, που καταβάθος ήταν μία επίπλαστη αυστηρότητα, το οποίο καταλάβαμε κι εμείς πολύ αργότερα, μεγαλώνοντας, και ήταν για να μπορέσει να καλύψει όλα αυτά που της είχαν συμβεί στη ζωή, που την είχαν αφήσει χαροκαμένη από άντρα κι από παιδιά. Πέθανε, όταν κι εγώ είχα πια… Ήμουν 20 χρονών, σε ηλικία 99 χρονών, πλήρης ημερών, κάτω από τη φροντίδα των εγγονών της, της μαμάς μου και της θείας μου, γιατί τα παιδιά της είχαν πεθάνει. Νομίζω έφυγε καλά, πρέπει να ήταν όχι ευτυχισμένη, με ηρεμία, σε περιβάλλον που ήξερε ότι την αγαπάνε, ότι τη στηρίζουνε, την προσέχουν. Εντάξει, κατά τα άλλα, είχα έναν πολύ καλό μπαμπά, που και αυτός είχε τη δική του ιστορία, όπως οι περισσότερες ιστορίες, ένας άνθρωπος που μεγάλωσε ορφανός από πατέρα από τα 3 έτη, που σε ηλικία 7 χρονών, γεννημένος το ‘31, το ’38, προσπαθώντας να βοηθήσει τη μάνα του, που μεγάλωνε κι αυτή τα κορίτσια της και το γιο της, τον μπαμπά μου, μόνη της, πουλούσε λεμόνια έξω από το γηροκομείο Αθηνών. Ήταν ένα πολύ λεπτό παιδάκι, αδύνατο, κοκκινομάλλικο με φακίδες και μου διηγείτο ότι έβγαινε μια νοσοκόμα, όταν τρώγανε οι τρόφιμοι του Γηροκομείου, και του έδινε ένα πιάτο με φαΐ και ο μπαμπάς μου έφευγε από την Καλλιθέα κάθε μέρα και πήγαινε εκεί να πουλήσει τα λεμόνια, με απώτερο στόχο -πόσα λεμόνια να πουλήσει;- να πάρει το πιάτο το φαΐ, το οποίο δεν το έτρωγε όλο, το πήγαινε και στη μάνα του το υπόλοιπο. Πήγε σχολείο μέχρι την πρώτη δημοτικού, κατάφερε, όμως, να κάνει πράγματα στη ζωή του, ήταν άνθρωπος που, εάν είχε τη δυνατότητα να μάθει γράμματα, θα μάθαινε, γιατί του άρεσε. Αυτοσχέδια έμαθε πιάνο, κιθάρα κι ακορντεόν. Στο σπίτι μας κάναμε πολλά γλέντια με το τίποτα, με τραγούδια και μουσικές, γιατί και δίπλα μας ήταν φίλος οικογενειακός ο οποίος έπαιζε κι αυτός κιθάρα και τα βράδια τα καλοκαιρινά στην αυλή ήταν καταπληκτικά, να μυρίζει το αγιόκλιμα, να παίζουν κιθάρες κι ακορντεόν να τραγουδάνε, να πίνουν τη μπυρίτσα τους, να γελάνε, πολύ ωραία πράγματα, μυρωδιές που ακόμη είναι στη μύτη μου τώρα που μιλάω. Ένα χαρακτηριστικό που θυμάμαι από τον μπαμπά μου ήταν ότι είχε έναν πλούσιο θείο, ο οποίος μια φορά το χρόνο τους πήγαινε κάποια δώρα, τους έδινε χρήματα και τους πήγαινε κι ένα δώρο. Πόλεμος ήταν, εξασφάλισε ένα μπαλόνι και το πήγε στο μπαμπά μου κι ο μπαμπάς ήταν τρισευτυχισμένος με το μπαλόνι, αλλά το ακούμπησε σε έναν τοίχο που είχε προεξοχές και του έσκασε και ήταν η απελπισία της ζωής του και το θυμόταν μέχρι το τέλος και μας το διηγείτο, ότι: «Η στεναχώρια που είχα πάρει και η απογοήτευση, όταν μου έσκασε το κόκκινο μπαλόνι, δε θα την ξεχάσω ποτέ», γιατί ήταν και το μόνο δώρο που είχε πάρει σαν παιδί. Δεν υπήρχε η δυνατότητα οι γονείς του να του πάρουν δώρο. Αλλά ήταν ένας πολύ καλός μπαμπάς, προσπάθησε να μου δώσει από μόρφωση κι από τέχνες ό,τι μπορούσε να δώσει ένας άνθρωπος. Μου έδωσε πολλές δυνατότητες, να μάθω μουσική, να πάω όπου θέλω από σπουδές, αγωνίστηκε στη ζωή του, έκανε μια βιοτεχνία, έζησε καλά, δεν ήταν πλούσιος, αλλά κατάφερε η οικογένεια του να περνάει καλά, τηρουμένων των αναλογιών, ξαναλέω, δεν ήταν πλούσιοι, αλλά στη ζωή μου είχα ό,τι ήθελα, χωρίς ακρότητες. Αυτή είναι η οικογένεια μου και η μητέρα μου, μεγαλώνοντας με αυτόν τον πατέρα και η γιαγιά μου ήταν πάρα πολύ καλή, η γιαγιά μου, ήταν ένας, Θεός σχωρέστη κι αυτή, 54 ήταν όταν έφυγε, ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Τότε οι γυναίκες ήταν λίγο «είμαι στην κουζίνα», η γιαγιά μου ασχολείτο και με την πολιτική, διάβαζε εφημερίδες, ήταν βενιζελικιά, έκανε συζητήσεις με ανθρώπους που πολιτεύονταν, που κατέβαιναν, που τους άρεσε να είναι μέσα σε όλο αυτό, είχε τις αντιρρήσεις της, από ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου, γιατί εγώ ήμουν μωρό, που πέθανε, ήμουν 3 ετών που πέθανε η γιαγιά μου. Είχε αντίλογο, ήταν δημοκρατική. Η μητέρα μου, τέλος πάντων, μεγάλωσε με δύο γονείς που ήταν καλοί άνθρωποι, που στη ζωή τους είχαν το μότο ότι η αγάπη είναι πολύ σημαντικό πράγμα, αυτό μου πέρασε και μένα, και η μάνα μου κι ο πατέρας μου, κι αυτό πρεσβεύω.
Θυμάστε κάποιο γλέντι που γινόταν στο σπίτι;
Ο μπαμπάς μου ήταν ερασιτέχνης ψαράς και κάθε Σάββατο είχε μια βάρκα και πήγαινε για ψάρεμα. Έφερνε, λοιπόν, τα ψάρια και ξέραμε ότι κάθε Σάββατο βράδυ, τα καλοκαίρια, στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχε μια αγγελική που μοσχοβολούσε, μια τεράστια αγγελική με τα άσπρα λουλουδάκια της, που μοσχοβολούσε, είναι ακόμη η μυρωδιά μέσα στο στόμα μου, και μία τεράστια συκιά. Θα ερχόντουσαν η αδερφή της μαμάς μου με τον άντρα της και την ξαδέρφη μου, οι διπλανοί μας, οι απέναντι μας, οι φίλοι τους και θα αρχίζανε, η μία τηγάνιζε πατάτες στο σπίτι της, η άλλη έφερνε σαλάτα, η μάνα μου καθάριζε τα ψάρια που έφερνε ο πατέρας μου, γόπες, σπάρους κλπ., τα τηγανίζανε όλες μαζί, τζατζίκια και τέτοιες ιστορίες, και καθόμαστε και άρχιζαν το τραγούδι με τις κιθάρες και το ακορντεόν και πήγαινε η ώρα 02:00 και κανένας δεν έλεγε: «Σταματήστε». Και κάποιοι γείτονες, όταν σταματάγανε, έλεγαν: «Πείτε κι άλλα, πείτε[00:40:00] κι άλλα». Εγώ κάπως έτσι μεγάλωσα. Με παρέες, με τέτοιου είδους γλέντια. Μετά, σιγά-σιγά αλλάξαν τα πράγματα, κλειστήκαμε όλοι λίγο περισσότερο στο καβούκι μας, μεγαλώσανε και οι γονείς. Ο μπαμπάς μου έφυγε σχετικά νέος, 69 χρονών. Εντάξει, έκανα τα παιδιά μου, έκανα την οικογένεια μου, όλα καλά.
Είχατε πάει ποτέ για ψάρεμα με το μπαμπά σας;
Ναι, βέβαια! Από έφηβη, από παιδί. Καταρχάς, ο μπαμπάς μου αγαπούσε πάρα πολύ τη θάλασσα, και το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να με μάθει να κάνω μπάνιο, κάτι που δεν ήξερε η μητέρα μου, έμαθε και τη μητέρα μου μπάνιο. Η μαμά μου, όμως, από φύση άνθρωπος συγκρατημένος πήγαινε μέχρι εκεί που την έπαιρνε, εκεί που πατούσε δηλαδή. Ο μπαμπάς μου με έπαιρνε και κάναμε τεράστιες, μακρινές διαδρομές κολυμπώντας, με το φόβο της μάνας μου, να φωνάζει: «Έλα έξω, θα μου πνίξεις το παιδί». Είμαι μοναχοπαίδι και η μητέρα μου έχει κάνει τέσσερις γέννες και έχει μόνο εμένα. Τέλος πάντων, έμαθα να κολυμπώ και να κολυμπώ πολύ καλά και με στυλ, δηλαδή και πεταλούδα και διάφορα. Ο μπαμπάς μου, λοιπόν, στην αρχή, επειδή του άρεσε το ψάρεμα, πήρε μια φουσκωτή βάρκα, μικρή φουσκωτή, μη φανταστείς αυτά τα φουσκωτά με τα, τη φούσκωνε με την τρόμπα, όχι τα φουσκωτά αυτά. Από το τότε «Μινιόν» την είχε αγοράσει, αλλά τότε για εμάς ήταν η βάρκα, η φουσκωτή, που δεν είχαν οι άλλοι. Λοιπόν, έμπαινε ο μπαμπάς μέσα σε αυτή τη βάρκα τη φουσκωτή, της πλάκας, μαζί με εμένα, δεν ανοιγόμαστε πάρα πολύ, σε επικοινωνία με τη στεριά δηλαδή, δε χανόμαστε και πάντα συνετά, ώστε να υπάρχει και η ασφάλεια μου και ψαρεύαμε με πετονιά. Έμαθα, λοιπόν, κι εγώ να ψαρεύω κι έβγαζα, όταν έβγαλα το πρώτο σπαράκι, ενθουσιάστηκα. Και πήγαινα με το μπαμπά μου για ψάρεμα. Λοιπόν, βγαίνοντας από το ψάρεμα στην ακτή, όπου τότε υπήρχαν κι άλλα δεδομένα, δηλαδή, πηγαίναμε στη θάλασσα με το αυτοκίνητο και κουβαλάγαμε το τραπεζάκι το πτυσσόμενο, τις καρέκλες τις πτυσσόμενες, το τηγάνι, το γκαζάκι και το λάδι με το αλεύρι. Τηγάνιζε η μάνα μου τα ψάρια στην παραλία, όπου η παραλία ήταν με δέντρα κλπ., δεν είναι όπως είναι τώρα, πάμε να πληρώσουμε για να μπούμε στην ξαπλώστρα, στρωματσάδα όλοι. Πολλές φορές καθόμασταν και τη νύχτα εκεί με παρέα. Πηγαίναμε 3-4 αυτοκίνητα και τη βγάζαμε στην παραλία. Τηγανίζαμε τα ψάρια, τα οποία ψάρια ήταν, μόλις τα είχαμε πιάσει, ανοίγανε στη μέση από τη φρεσκάδα, είχε η μαμά μου φροντίσει να φέρει μαζί της, μέσα στο ψυγειάκι με τον πάγο, το φορητό, τις μπύρες, τις ντομάτες τα αγγουράκια, τη φέτα, κάναμε τη σαλάτα, τρώγαμε στην παραλία, αξέχαστα χρόνια, δεν υπάρχουν πια αυτά, αξέχαστα, τώρα πάμε να πάμε στην ταβέρνα. Πολύ ωραίες θυμισιές, πολύ ωραία πράγματα. Νύχτωνε κι εμείς ακόμη τα παιδιά ήμασταν στη θάλασσα, μέσα στη θάλασσα, νύχτα κι εμείς ήμαστε μες τη θάλασσα. Και επειδή και οι γονείς μου ήταν νέοι, είχαν τις παρέες τους, πηγαίναμε, ας πούμε, πέντε-έξι οικογένειες και είχαν κι αυτοί τα παιδιά, παίζαμε, τρέχαμε, περνάγαμε πολύ ωραία.
Με τη μαμά σας τι κάνατε; Μαγειρεύατε;
Δε θα το έλεγα, δεν ήταν, δεν μου άρεσαν εμένα οι μαγειρικές κι αυτά. Η μαμά μου είναι μια πολύ καλή μαγείρισσα, απορώ πώς το καταφέρνει, δεν της έμοιασα. Στο σπίτι η μαγειρική, ακριβώς επειδή ήταν από Μικρά Ασία όλοι και Σμύρνη η μαμά της μαμάς μου και η γιαγιά της, το φαΐ ήταν ιεροτελεστία και έπρεπε να είναι ακριβώς έτσι όπως έπρεπε να γίνει, για να το φάμε. Και η προγιαγιά μου, η γιαγιά της μαμάς μου, έλεγε στη μαμά μου, που τα διηγείται η μαμά μου ότι: «Ξέρεις, το μεσημέρι που τρώμε, στρώνουμε άσπρο τραπεζομάντηλο και καθόμαστε να φάμε με το πιρούνι και το μαχαίρι δίπλα, και όχι χύμα, ο καθένας ό,τι θέλει, όπως κάνετε. Ήρθε ο άντρας σου από τη δουλειά, στρώσε το άσπρο το τραπεζομάντηλο, θα φάει σαν κύριος». Όταν έκανε μακαρόνια, έκανε κριθαράκι με κιμά, δεν σέρβιρε στα πιάτα το κριθαράκι με τον κιμά, αλλά τι έκανε η προγιαγιά; Κι αυτό ακολούθησε και η μάνα μου, δηλαδή και σε όλα τα φαγιά, έπαιρνε μια μεγάλη σουπιέρα, οβάλ, έβαζε το κριθαράκι, έβαζε από πάνω τον κιμά, έβαζε από πάνω το τυρί και το έβαζε στη μέση του τραπεζιού για να έχει ωραία εμφάνιση. Και έλεγε πάντα, που χρησιμοποιούσαν και τις λέξεις που είχαν φέρει από τους τόπους τους, καθόταν ο μπαμπάς μου να φάει κι έλεγε: «Α, ρε γιαγιά, τι ωραία μαγειρέψεις, τι ωραίο φαΐ είναι αυτό», κι έλεγε: «Πεσκίρι στον άντρα σου», πετσέτα, δηλαδή, να στρώσει επάνω του, να μη λερωθεί. Γιατί τον άντρα έπρεπε να τον έχουνε προσεγμένο, κατά τα πρότυπα που είχαν εκεί, η προγιαγιά. Η μαμά μου είναι μια πολύ καλή μαγείρισσα, πολύ καλός άνθρωπος, μου μεγάλωσε τα παιδιά μου, νομίζω με αγάπη, αυτό θα το πουν τα παιδιά μου. Ακόμη με βοηθάει, σχεδόν ακόμη μαγειρεύει, γιατί μαγειρεύει καλύτερα από μένα. Κι από αυτή πήρα πολλή αγάπη, νομίζω και τα παιδιά μου. Αυτά.
Θυμάστε κάποιες λέξεις από Μικρά Ασία;
Από Μικρά Ασία λέξεις, περίμενε θα θυμηθώ. Η φροκαλιά, η φροκαλιά ήταν η σκούπα. Το… Περίμενε. Ο τέντζερης, που είναι η κατσαρόλα, «φέρε τον τέντζερη». Αυτό που σου είπα πριν, το πεσκίρι, που είναι η πετσέτα. Πρέπει να μου έρθουν στη μνήμη, πάρα πολλές λέξεις χρησιμοποιούσανε, πάρα πολλές λέξεις στο σπίτι χρησιμοποιούσανε. Μετά υπάρχουν άλλες ιστορίες, που ήταν παράπλευρες, που τις έχουν διηγηθεί. Η προγιαγιά, η γιαγιά της μαμάς μου, είχε μια αδερφή που ήρθε κι αυτή, ήρθαν τα αδέρφια από τη Μικρά Ασία και μένανε στην ίδια γειτονιά, γιατί όλοι είχανε πάρει αυτά τα σπίτια, τα χαμόσπιτα, που τους έδωσε το ελληνικό κράτος, για να μείνουν μετά από τόσες ταλαιπωρίες που περάσανε. Λοιπόν, αυτή η γιαγιά ήταν η γιαγιά, η Αντρώ, η γιαγιά της μαμάς μου ήταν η γιαγιά, η Φωτεινή, η αδερφή της ήταν η γιαγιά, η Αντρώ. Η γιαγιά, η Αντρώ, ήταν ένα φραντζολάκι άσπρο, φανταστικό, μοσχοβολούσε, ήταν κάτασπρη, είχε γαλάζια μάτια, άσπρα μαλλιά, όταν τη γνώρισα εγώ. Ήταν μια τουρτίτσα. Ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Έλεγε μόνο γλυκιές κουβέντες, παρότι ο άντρας της ήταν ένας πολύ στριμμένος άνθρωπος. Όμως, εκείνη είχε μια καλή κουβέντα για όλους και πάντα μια καλή λέξη στο στόμα να σου πει. Μια γλύκα. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά, δεν ξέρω πώς είχε επικρατήσει αυτό, έλεγε κάτι… Γητειές τις έλεγαν, αν θυμάμαι καλά, δηλαδή έβγαζε ο άλλος άφθα στο στόμα του, πήγαινε στη γιαγιά, την Αντρώ, γιατί τότε δεν ήταν τα φάρμακα όπως είναι τώρα, να τον κάνει καλά. Δε ξέρω τι βοτάνια του έβαζε η γιαγιά, η Αντρώ, μέσα στο στόμα, αυτός πάντως γινόταν καλά. Κι έτσι η γιαγιά, η Αντρώ, είχε αποκτήσει τη φήμη ότι είναι ο γιατρός -πώς να το πούμε τώρα;-, ένας γιατρός, έτσι, αυτοδίδακτος. Για ό,τι είχαμε πηγαίνετε στη γιαγιά την Αντρώ. Μαθεύτηκε, μαθεύτηκε άρχισε να μαζεύεται κόσμος έξω από το σπίτι της ότι: «Η γιαγιά, η Αντρώ, τα κάνει όλα καλά» και βρέθηκε τότε κι ένας δημοσιογράφος και το έγραψε σε μια εφημερίδα και έγινε χαμός. Να έρχεται κόσμος, όπου βγήκε η γυναίκα και τους είπε ότι: «Εγώ παιδιά», δεν έπαιρνε λεφτά, «μην τα κάνετε αυτά, εμένα είναι η αγάπη μου, που το κάνει αυτό», «μην έρχεστε, δεν», και τους το έκοψε και την έπιασε ο στριμμένος κι άρχισε να φωνάζει και, βεβαίως, δεν θέλανε να περάσει ότι εκμεταλλεύονται τον κόσμο, γιατί δεν έπαιρνε λεφτά η γυναίκα, και το σταματήσανε. Κι έμεινε πια σε αυστηρά οικογενειακά πλαίσια, να πηγαίνουνε: «Α, με πονάει το κεφάλι μου», έκανε η γιαγιά τα μαγικά της, έδινε τα βότανα της κλπ και υποτίθεται ότι τους πέρναγε. Τώρα αυτό δε ξέρω να σ' το πω τι ήταν, νομίζω πέρναγε την αύρα της, της καλοσύνης της. Εγώ αυτή τη γυναίκα την έβλεπα και ηρεμούσα, είχε μια αύρα, που φαινόταν σε μένα, ήταν ένας γεννημένος καλός άνθρωπος. Σε αντίθεση με την προγιαγιά μου, η οποία ήταν αυστηρή, σκληρή γυναίκα. Η γιαγιά, η Αντρώ, ήταν ένα άσπρο ζυμαράκι, ένα ψωμάκι ζυμωτό. Αφράτη, μοσχοβολούσε, ήταν πάρα πολύ καθαρές γυναίκες. Η γιαγιά η Αντρώ, ακόμη και στα 85 της, έβαζε τα γιασεμιά, που μάζευε από το γιασεμί της, μέσα στο λάδι, για να πάρει μυρωδιά το μπουκαλάκι το λάδι, που το έβραζε, δεν ξέρω τι το έκανε, για να αλείφεται, να μυρίζει ωραία και να είναι μαλακά τα χεράκια της και το έδινε και στους άλλους. Αυτή ήταν η γιαγιά, η Αντρώ.
Θυμάστε κάτι από το συνοικισμό;
Από το συνοικισμό τι να σου πω; Να σου πω ότι κάθε βράδυ βγαίνανε όλοι έξω, εγώ ήμουν παιδάκι, βγαίνανε όλοι έξω με τις καρεκλίτσες τους, με τα σποράκια, με το πασατέμπο και καθόντουσαν και λέγανε τις ιστορίες το βράδυ. Τα παιδιά όλα παίζαμε δεξιά κι αριστερά, δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα που υπάρχουν σήμερα. Γυρίζαμε στις μανάδες μας, γιατί, στη γειτονιά ήμασταν όλοι, παιδιά τσούρμο, χαμός. Όταν έβαζε μια μάνα τη φωνή, συνήθως στα αγόρια, φώναζε μια μάνα «Άγγελε, Άγγελε», και με το «Άγγελε»[00:50:00] ξέραμε όλοι ότι έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι, γιατί μετά άρχιζε το μαλλί να τραβιέται, ας πούμε, και το και το αυτί να τραβιέται, και γυρίζαμε όλοι, με ματωμένα γόνατα. Πολλές φορές, επειδή μπαίναμε σε κάτι άχτιστα οικόπεδα και πέφταμε σε κάτι τσουκνίδες, τα πόδια μας ήταν κατακόκκινα και μας έτρωγαν από τις τσουκνίδες που μας είχανε… Αλλά δεν πτοείτο κανείς, μπροστά στο παιχνίδι, δεν μας ένοιαζε ούτε οι τσουκνίδες ούτε τίποτε. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία. Κυνηγητό, τρεχάλες, σου λέω, δεν υπήρχε γόνατο που να είναι κανονικό, όλα τα γόνατα είχαν κάπαλα και ήταν ματωμένα. Ουδείς, όμως, γύριζε στη μάνα του να πει ότι: «Μάτωσαν τα γόνατα μου», διότι θα τις τρώγαμε κιόλας, επειδή πέσαμε, και κανείς δεν διαμαρτύρονταν, βάζαμε σάλια στα πόδια μας, τα τρίβαμε και συνεχίζαμε να τρέχουμε. Ωραία χρόνια, ωραία ήτανε. Σου λέω, οι γονείς καθόντουσαν έξω τα βραδιά. Κάθε μεσημέρι πέρναγε ο Στέλιος, ο μανάβης, που ήταν με το άλογο, παιδάκι ήμουν κι εγώ, και διαλαλούσε την πραγμάτεια του. Ο παππούς ήταν μερακλής, σου είπα, ήταν μεγαλωμένος σε άλλο στυλ και δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Τρίτη, γιατί Τετάρτη υπήρχε το όσπριο, δεν φεύγαμε κι από την εκκλησία, κάθε Τρίτη και Σάββατο, το μεσημέρι, είχε τηγανητούς κεφτέδες, που έφτιαχνε η πεθερά του, η προγιαγιά μου δηλαδή, η γιαγιά, η Φωτεινή, οι οποίοι είχαν μέσα δυόσμο που μοσχοβόλαγε και ούζο, μύριζε στο τηγάνι ο κεφτές, έπεφτε το ούζο στο ποτηράκι με το παγάκι και ήταν ιεροτελεστία το μεσημεριανό το μεζεδάκι του κεφτέ με την τηγανιτή πατάτα, τη φέτα, τη σαλάτα και το ούζο. Και ο μπαμπάς μου, που δεν δούλευε, και καθότανε ο μπαμπάς μου, ο παππούς ο Δημήτρης, ο Μήτσος, ο θείος μου, ο γιος του Μήτσου, που δεν ήταν παντρεμένος, εμείς τα παιδιά. Και ο κεφτές δεν ήταν για να χορτάσεις, κοβόταν στα 4 και ήταν το μεζεδάκι και το απολαμβάνανε. Σε εμάς τα παιδιά, επειδή ήμαστε πιο φαγανά, έφτιαχνε η γιαγιά μια άλλη γαβάθα με κεφτέδες και πατάτες και μας την έδινε χώρια, γιατί να απολαύσουν αυτοί το ούζο τους, να μην μπαίνουμε εμείς στη μέση. Αυτός ήταν ο μανάβης, λοιπόν, ερχότανε και το καλοκαίρι, καρπούζια, πεπόνια, τα φρούτα τους, αυτά, τα παίρνανε από αυτόν. Επίσης, ο παππούς, προς το τέλος του καλοκαιριού, έπαιρνε για αργίτικα πεπόνια, τα τύλιγε μέσα σε τούλι, που κρατάγανε από τους γάμους, και τα κρέμαγε σε τσιγκέλια στο υπόγειο και είχαμε, δεν παθαίνανε τίποτα τα πεπόνια, γιατί στο υπόγειο ήταν μια σταθερή θερμοκρασία, και τα κόβαμε τα Χριστούγεννα και εμείς τα Χριστούγεννα, ο παππούς έβγαζε πεπόνι στο τραπέζι, το Χριστουγεννιάτικο. Το θυμάμαι αυτό. Επίσης κάτι άλλο να σου πω, που πια δεν υπάρχει, κάθε Σάββατο στις 18:00 η ώρα, όχι στις 18:00 ψέματα, πριν, λίγο πριν σουρουπώσει, 21:00 το καλοκαίρι, πέρναγε ο Πιέρος, ο Πιέρος είχε ένα καροτσάκι με ρόδες και έφτιαχνε σουβλάκια με πίτα. Έψηνε, είχε φωτιά πάνω σε αυτό το καροτσάκι, έψηνε τις πίτες του, έψηνε το καλαμάκι του, είχε το κόκκινο πιπέρι, το γλυκό, και τα τυλίγανε, είχε κομμένες λαδόκολλες και τα τύλιγε στη λαδόκολλα, το τζατζίκι του κανονικά, πώς είναι το σουβλάκι που παίρνουμε, αλλά τότε δεν υπήρχαν σουβλατζίδικα. Και πέρναγε ο Πιέρος κι όλα τα παιδιά περιμέναμε το Σάββατο, που θα έρθει ο Πιέρος, να πάρουμε το σουβλάκι. Και φώναζε: «Ο Πιέρος, ο Πιέρος, έρχεται ο Πιέρος» μόνος του το φώναζε, διαλαλούσε την πραγμάτεια του και όλη η πιτσιρικαρία της γειτονιάς μαζευόταν το Σάββατο, το βράδυ, να φάει το σουβλάκι του Πιέρου. Και ήταν ένα καταπληκτικό σουβλάκι, ακόμη έχω τη γεύση στο στόμα μου! Δεν έχει καμία σχέση με το τωρινό. Αυτός ήταν ο Πιέρος. Επίσης, το Σάββατο, το μεσημέρι, στις 14:00 η ώρα πέρναγε ο κύριος Στάθης, ο αυγουλάς. Ο κύριος Στάθης, ο αυγουλάς, ξέρανε όλοι, βγαίνανε με το τσίγκινο το λεκανάκι τους και ένα εικοσάρικο και παίρνανε τα αυγά. Ο δε κύριος Στάθης ήξερε πόσα αυγά παίρνει η κάθε νοικοκυρά, δεν έλεγε η νοικοκυρά θέλω 20, ήξερε ο κύριος Στάθης ότι αυτή θα πάρει 20, η άλλη θα πάρει 10, η άλλη θα πάρει 15 . Οι γυναίκες μιλάγανε στον κύριο Στάθη για το πόσα αυγά θα πάρουν μόνο αν άλλαζε κάτι στην παραγγελία τους, κατά τα άλλα η παραγγελία ήταν σταθερή. Δηλαδή, αν ήθελε να φτιάξει ένα έξτρα γλυκό, και έλεγε: «Α, κύριε Στάθη, βάλτε μου άλλα 10 σήμερα», δεν έλεγε: «Βάλε μου 30», έλεγε: «Βάλε μου άλλα 10», γιατί το 20 ήταν δεδομένο, ήταν υποχρέωση του Στάθη να το ξέρει, πόσα θα πάρει. Αυτά.
Έχετε φύγει ποτέ από τον συνοικισμό;
Ναι, πολλά χρόνια, πολλά χρόνια. Από το ‘87 φύγαμε, πήγαμε σε άλλο σπίτι, διότι κι αυτά τα σπίτια λιγάκι παραγκωνίστηκαν, δεν ήταν και οι συνθήκες, πια άλλαζε ο κόσμος, αλλάξαν τα πράγματα. Πήγαμε με τους γονείς μου σε πολυκατοικία πολύ κοντά σε αυτά τα σπίτια, το σπίτι υπήρχε, βέβαια. Γύρω στο ‘97 άρχισε ο Δήμος της Καλλιθέας να τα απαλλοτριώνει, ή τα πούλαγες ή κάποια απαλλοτριώθηκαν. Και τα δικά μας τα πήρε ο Δήμος της Καλλιθέας, τα δώσαμε, δηλαδή, εμείς στο Δήμο της Καλλιθέας, ο οποίος δεν τα έχει, τα έχει κλείσει, γιατί σιγά-σιγά άρχισαν να καταρρέουν κι άρχισαν να γίνονται και λίγο επικίνδυνα. Οι μνήμες υπάρχουν ακόμη, κάθε φορά που περνάω θυμάμαι την παιδική μου ηλικία, όλα αυτά που βίωσα εκεί. Ήταν χρόνια με πολλή αγάπη. Με κάποιες δυσκολίες, εγώ δεν ένιωσα δυσκολίες, δηλαδή, δεν ένιωσα ότι κάτι στερήθηκα. Η οικογένεια μου, όμως, η μητέρα μου, οι γονείς της, στερήθηκαν πράγματα, ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, αλλά υπήρχε αγάπη.
Τηρείτε κάποιες παραδόσεις, ήθη, έθιμα;
Κοίταξε! Η μητέρα μου, όταν γράφει στα Υπέρ Αναπαύσεως συνεχίζει να βάζει τη Σοφία, μαζί με όλους τους δικούς μας, βέβαια. Το γιουβετσάκι συνεχίζει να σερβίρεται στην πιατέλα. Δε θα σου πω ότι συνεχίζουμε να τρώμε με άσπρες πετσέτες και άσπρα τραπεζομάντηλα το μεσημέρι, διότι πλέον οι γυναίκες δουλεύουν, είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Ίσως τρώει τώρα πια και ο καθένας μόνος του γιατί, δεν προλαβαίνουν να είναι όλοι μαζί. Έχουν αλλάξει τα πράγματα, τηρούμε κάποια πράγματα. Η γιαγιά, η Αντρώ, που σου είπα πριν, είχε φέρει κι αυτή μια εικόνα, τους Αγίους Αναργύρους. Αυτή η εικόνα δύο φορές το χρόνο, στο σπίτι της γιαγιάς, της Αντρώς και μετά που πέθανε η γιαγιά, η Αντρώ, από τις κόρες της, συνεχίστηκε, γίνεται ολονυχτία, δύο φορές το χρόνο, όπου πήγαινε και ο παπάς της εκκλησίας, της ενορίας, αλλά και γυναίκες που ψέλνουν και όλη τη νύχτα ξενυχτούσαν την εικόνα, και πηγαίναμε κι εμείς. Αυτό σταμάτησε, όταν πια αρχίσαν και πεθαίνανε και τα παιδιά της γιαγιάς, της Αντρώς, και πέρασε η εικόνα στα εγγόνια, τα οποία βγήκανε εκτός Αθηνών και η εικόνα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Ζάκυνθο, σε μια κοπέλα, σε ένα εγγόνι, δισέγγονο της γιαγιάς, της Αντρώς, οπότε έτσι σταμάτησε αυτό. Κατά τα άλλα, δύο φορές το χρόνο πηγαίναμε όλοι, και ήταν δεδομένο ότι θα πάμε, η μητέρα μου, η θεία μου, εγώ, η ξαδέρφη μου, η άλλη μου η ξαδέρφη στην ολονυχτία, και φεύγαμε το πρωί. Στην ολονυχτία όλοι πηγαίναμε κάτι, δεν ψέλναμε όλη τη νύχτα, ψέλνανε, μιλάγανε, ήτανε και μια κοινωνική συναναστροφή αυτό, γυναικεία περισσότερο, ερχόντουσαν και οι άντρες, αλλά οι άντρες φεύγανε, όπου κάναν τις πίτες τους, καφέδες, τα κέικ κλπ., και εκεί συζητιόταν συνεχώς, όλο αυτό που ζήσαν οι γονείς τους και οι παππούδες τους από τη Μικρά Ασία. Γινόταν, γιατί αυτή η εικόνα είχε έρθει από εκεί αυτή. Τις μνήμες, τα ακούσματα, ο καθένας έλεγε τι είχε ακούσει, τι είχαν βιώσει, για την Καταστροφή, που μπήκαν στις βάρκες, που βρέθηκαν άλλοι στη Χίο, που βρέθηκαν άλλοι στη Θεσσαλονίκη, πώς χαθήκαν οικογένειες, πώς ξαναενωθήκαν, ιστορίες, που και για εμάς, εγώ ξεκίνησα να πηγαίνω από παιδί, κι έφτασα να πηγαίνω μέχρι που τα παιδιά μου ήταν 15 χρονών, που σταμάτησε αυτό σαν διαδικασία, γιατί έφυγε η εικόνα από την Αθήνα. Ιστορίες ζωής, ζωής, να λες, ας πούμε: «Τι ακούω; Έχουν συμβεί αυτά τα πράγματα; Τι βιώσαν αυτοί οι άνθρωποι και κατάφεραν να ανταπεξέλθουν και να ζήσουν;», δύσκολα πράγματα, πολύ δύσκολα πράγματα. Ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν μετά από 15 χρόνια. Και για εμάς, τα παιδιά τότε, που τα ακούγαμε, δεν μπορούσαμε να βιώσουμε το βαθύτερο νόημα, τις αγωνίες, τον πόνο κι όλα αυτά, μας φαινόντουσαν ένα παραμύθι που το ακούγαμε, σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, βέβαια, καταλάβαμε τι είχαν περάσει αυτοί κι άνθρωποι και πόσο δύναμη είχαν μέσα τους για τη ζωή.
Τα ήθη, τα έθιμα διαφέρουνε, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, κάνατε κάτι διαφορετικό;
Όχι, όχι, όχι, δεν κάναμε κάτι διαφορετικό, όχι, ό,τι γινόταν εδώ, αυτό γινόταν κι εκεί, αυτό τουλάχιστον ξέρω. Εκεί, βέβαια, μπορεί να υπήρχαν κάποιες γιορτές που δεν τις τηρήσαν εδώ, δεν το ξέρω αυτό, ξέρω[01:00:00], όμως, ότι θα έπρεπε τα Χριστούγεννα, ό,τι καλύτερο υπήρχε στο σπίτι, το φτωχικό το σπίτι τότε, να βγει στο τραπέζι. Το καλό το ποτήρι, που το είχανε μόνο για τα Χριστούγεννα, το καλό το πιάτο, η πετσέτα να είναι πεντακάθαρη και σιδερωμένη, το τραπεζομάντηλο η γιαγιά το έβγαζε μέσα από το ντουλάπι που ήταν σιδερωμένο, απλώς ήταν διπλωμένο, και το σιδέρωνε, για να το βάλει στο τραπέζι, να μην έχεις τις τσακίσεις. Αυτά δε γίνονται τώρα, δεν υπάρχει, αυτό, δηλαδή. Ε, δεν υπάρχει, η γιαγιά το έκανε, εμείς δεν το συνεχίζουμε αυτό, βέβαια, έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Όχι, δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερα έθιμα, όχι. Να σου πω ένα χαρακτηριστικό. Όταν ερχόταν κάποιος επισκέπτης στο σπίτι κι αργούσε να φύγει, και θέλαμε να φύγει, λέγαμε: «Να φύγει τώρα», έλεγε η γιαγιά: «Τώρα θέλουμε να ξεκουραστούμε, πρέπει να φύγει», έλεγε η γιαγιά στη μάνα μου, η προγιαγιά μου, η γιαγιά της μάνας μου: «Βάλε τη σκούπα ανάποδα, πίσω από την πόρτα και ρίξε λίγο αλάτι», αυτό το είχαν ότι αν γίνει αυτό, θα φύγει ο επισκέπτης. Ο δε παππούς μου, στους φίλους του ερχόταν να τον δουν και πιάνανε τις κουβέντες κλπ και άρχιζε να βαριέται, έλεγε, δεν το θυμάμαι πολύ καλά αυτό πώς το έλεγε, θα σ' το πω, αλλά δεν είμαι σίγουρη ακριβώς για τις λέξεις στα τουρκικά «[Δ.Α.] aşk olsun [Δ.Α.]», που τι έλεγε αυτό; Τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε ότι ο ύπνος ήρθε στα μάτια και όποιος καταλαβαίνει, σηκώνεται και φεύγει μόνος του, αλλιώς τον διώχνουμε εμείς. Αυτό το λέγανε εκεί στο σπίτι τους και δεν ήταν κακό να το πεις στον άλλον και αυτό το έλεγε ο παππούς, δεν τον καταλαβαίνανε, όμως, αυτοί εδώ στην Ελλάδα, κι απλώς το έλεγε, για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, ότι: «Άντε, θα σηκωθούνε να φύγουνε;» κι έλεγε: «Aşk olsun [Δ.Α.] aşk olsun», ξέρω ‘γώ τι έλεγε, και ήταν το αστείο της, που ξέραμε όλοι τι έλεγε, χωρίς να το ξέρουν οι ξένοι, που θέλανε να διώξουνε. Αυτά. Ήταν πολύ φιλόξενοι άνθρωποι, ο παππούς είχε πολλούς φίλους, πολλούς φίλους, ερχόντουσαν στο σπίτι, φίλοι του να κάτσουνε, το μεσημέρι να πιούνε, να μιλήσουν, να συζητήσουν, να θυμηθούν τα παλιά, πάντα κάποιος υπήρχε σπίτι.
Είχατε ακούσει παλιά κάποιον μύθο ή θρύλο;
Όχι! Πέρα από την εικόνα, αυτή που είχαν φέρει και τη θεωρούσαν ότι είναι θαυματουργή και ότι βοηθάει τους ανθρώπους στις ασθένειες, δεν είχαν κάτι άλλο. Αυτή η γιαγιά, η Αντρώ, που σου περιέγραψα, είχε κι αυτή αρκετά παιδιά, μια κόρη της είχε, νομίζω, δρεπανοκυτταρική αναιμία και πάρα πολλές φορές είχε φτάσει κοντά στον θάνατο, γιατί ήταν διαφορετικά τότε και τα δεδομένα της ιατρικής. Αυτή, λοιπόν, η γιαγιά έλεγε ότι, της πήγαινε την εικόνα, και διαβάζανε την κόρη της, έχοντας την εικόνα δίπλα και θεωρούσε ότι η κόρη της δεν πέθανε, γιατί η εικόνα ήταν θαυματουργή και ότι την βοήθησε, τώρα αυτά, εντάξει.
Να πάμε σε κάτι, δεν ξέρω αν θέλετε να μου απαντήσετε, από την κηδεία του παππού σας;
Για μένα προσωπικά, επειδή τον είχαμε μέσα στο σπίτι τον παππού, σου είπα, μέναμε απέναντι, αλλά τα σπίτια ήταν σαν να επικοινωνούσαν, μια αόρατη στοά. Εγώ να σου πω ότι από την εφηβεία μου και μετά κοιμόμουνα στο σπίτι του παππού μου. Τον αγαπούσα πάρα πολύ, είχα το δωμάτιο μου στο σπίτι του παππού μου και κοιμόμουν εκεί. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, πάρα πολύ, ήταν πολύ μεγάλη απώλεια για μένα, παρότι, όπως σου είπα, ήταν 95 χρονών. Όταν πέθανε ο παππούς, στην κηδεία ήρθε πάρα πολύς κόσμος, πάρα πολύς κόσμος, όλη η Καλλιθέα και μετά από 2-3 μέρες, μετά το θάνατο του παππού, ερχόντουσαν στο σπίτι μας, κάτι γιαγιάδες, και λέγανε στην μητέρα μου, ότι: «Δανάη, πάρε αυτά» και της δίνανε λεφτά, «μας τα είχε δανείσει ο παππούς, ο Μήτσος, όταν είχαμε ανάγκη και τον λέγαμε», χήρες ήταν όλες αυτές που είχαν μείνει μόνες τους και παίρνανε τις συντάξεις χηρείας, τίποτα δηλαδή, «και όταν ήξερε ότι έχουμε ανάγκη, δεν υπήρχε μια φορά να αρνηθεί ο Μήτσος να μας βοηθήσει και μας έδινε λεφτά», και επιστρέφανε στη μαμά μου χρήματα, της λέγανε: «Θα στα δώσουμε λίγα λίγα», χωρίς να ξέρει η μαμά μου ότι ο παππούς μου έχει δανείσει, και εννοείται η μητέρα μου δεν τα πήρε, τους έλεγε ότι: «Ήτανε του πατέρα μου, αυτά τελειώσανε, δεν υπάρχει περίπτωση». Αυτό είχε συμβεί 4-5 φορές, να έρχονται γυναίκες να μας δίνουν χρήματα, γιατί τους είδε δανείσει ο παππούς. Όπως, επίσης, μας φέρανε πίσω εργαλεία, που ο παππούς έδινε τα εργαλεία του, για να φτιάξουνε, γιατί ο παππούς ήταν πολυτεχνίτης, έφτιαχνε από αυτοκίνητα, μέχρι ντουλάπια, από ό,τι χάλαγε, έπιανε το χέρι του, μέχρι τα παπούτσια μας έφτιαχνε, και όποιος είχε ανάγκη πήγαινε και: «Μήτσο, έχεις μια πένσα, μια τανάλια, μια», δε ξέρω εγώ τι. Και μετά λέγανε: «Αυτό είναι του Μήτσου», «αυτό είναι του Μήτσου», και μας φέρνανε πίσω τα εργαλεία του παππού, που τα είχε δώσει στον κόσμο. Ναι. Επίσης, είχε μια άλλη μέθοδο. Αυτό ήταν το αστείο, αυτό γέλαγα με την ξαδέρφη μου. Μεγαλώνοντας, οι άνθρωποι αποκτούν κάποιες εμμονές, ο παππούς, λοιπόν, έβαζε μπαταρία στο ραδιάκι και πίσω από το ραδιάκι κόλλαγε ένα χαρτί πότε έβαλε μπαταρία, για να δει πόσο θα του κρατήσει. Δεν καταλάβαμε ποτέ τι νόημα έχει αυτό, γιατί, όταν τελείωνε η μπαταρία, την άλλαζε. Έκανε κάτι τέτοια, έβαζε στον τενεκέ του λαδιού πότε άνοιξε ο τενεκές, για να ξέρει πόσο κράτησε το λάδι. Η μητέρα μου είχε μαγαζί, ο παππούς μου σε αυτό το μαγαζί, τη βόηθαγε τη μαμά μου, ήταν μες το μαγαζί, είχε η μαμά μου μαγαζί με κεντήματα και κλωστές και ο παππούς μου ήταν μέσα σε αυτό το μαγαζί και τη βοηθούσε. Λοιπόν, συνήθως ήταν στο ταμείο, πολλές φορές πηγαίνανε κάποιες γυναίκες και ψωνίζανε και λέγαν στη μαμά μου: «Θα στα φέρω τα λεφτά, μόλις πληρωθώ από τη σύνταξη». Η μαμά μου έγραφε σε ένα τετράδιο τι της χρωστάνε. Ο παππούς μου δεν έγραφε ποτέ, γιατί τα θυμόταν όλα απέξω. Ό,τι ήτανε στο ταμείο ο παππούς, ήξερε η καθεμία τι είχε πάρει, όχι μόνο σε λογαριασμό, αλλά και σαν πράγματα. Δηλαδή, έλεγε: «Πήρε 10 μουλινέδες, που έχω τόσο, άρα χρωστάει τόσο». Πέρναγαν 3 μήνες, ερχόταν να πληρώσει η άλλη κι ενώ δεν ήταν γραμμένο πουθενά, ο παππούς έλεγε: «Είναι 10 μουλινέδες, που έχουνε τόσο» και μέναμε όλοι άναυδοι. Είχε μια, έτσι, ήταν αρκετά εύστροφος άνθρωπος. Επίσης, του άρεσε να γράφει, έγραφε ιστορίες, τις οποίες, όμως, μετά έσκιζε. Ήταν για τον εαυτό του, εκεί που καθόταν, έγραφε. Δεν μας τα έδινε, το ξέραμε, δηλαδή μας το έλεγε: «Αυτά είναι δικά μου», έγραφε, έσκιζε.
Και πάμε σε κάτι ευχάριστο, εσείς πώς βρίσκεστε τώρα στην Ευρυτανία; Γιατί;
Εγώ πώς βρίσκομαι εδώ. Εντελώς τυχαία, αλλά και ευχάριστα. Η κόρη μου, η μικρή, είναι γιατρός και εδώ κάνει το αγροτικό της. Έτσι βρίσκομαι εγώ εδώ. Όταν μας είπε ότι: «Αγροτικό θα κάνω εκεί», γιατί αυτό της έτυχε, από αυτά που είχε επιλέξει, ήταν κι αυτός ο τόπος, εδώ, ήρθαμε να δούμε πού θα πάει το παιδί μας, με τον μπαμπά της. Την πρώτη φορά που ήρθα μου φάνηκε απογοητευτικό, γιατί ήταν πάρα πολύ μακριά, με έναν δρόμο με πολλές στροφές. Μέχρι το Καρπενήσι ερχόμαστε πολύ συχνά, γιατί κάνουμε σκι, έχουμε κι εμείς εδώ βιώματα από τα νιάτα μας, που ερχόμαστε και κάναμε σκι με τους φίλους μας και τα παιδιά μας κλπ., κι ακόμα, μέχρι και τώρα, δηλαδή. Ωραία, έξω από το Καρπενήσι, όμως, κι ανεβαίναμε, κι ανεβαίναμε, και στροφές κλπ και βρεθήκαμε στη Γρανίτσα. Και ω του θαύματος, στη Γρανίτσα μας υποδέχτηκαν άνθρωποι πολύ φιλόξενοι, με έχει καταπλήξει αυτό το γεγονός. Δεν έχει βρεθεί ένας άνθρωπος να πω ότι: «Αυτός με στραβοκοίταξε». Είναι όλοι φιλόξενοι, είναι όλοι άνθρωποι του κάτσε να σε κεράσω, το παιδί μας το έχουν περιβάλλει με αγάπη, νομίζω, βέβαια, ότι και το παιδί μας τους έχει αντιμετωπίσει έτσι, αλλά αυτά είναι αμφίδρομα, ό,τι δίνεις παίρνεις, είναι και η αρχή μου αυτό, αν δε δώσεις δε θα πάρεις. Είναι πολύ ωραία, ξεκουράζομαι, έχω έρθει αρκετές φορές. Είναι, βέβαια, και το παιδί μου εδώ κι αυτό είναι μεγάλο έρεισμα για να έρθω. Αλλά γενικά μου αρέσει πάρα πολύ, ξεκουράζεται το μάτι σου, βλέπεις την απεραντοσύνη, βλέπεις, αναρωτιέσαι μερικές φορές τι είναι αυτό γύρω σου, ποιοι είμαστε, τι είμαστε; Εδώ, επειδή βλέπω όλο αυτό γύρω μου, με πιάνουν εσωτερικές αναζητήσεις, περνάω πολύ ωραία μ’ αρέσει πολύ. Έτσι και τώρα που με βρήκες, ήρθα να δω την κόρη μου. [01:10:00]Και τελειώνοντας από εδώ, δε νομίζω ότι θα το ξεχάσω το χωριό αυτό. Θα ήθελα να το επισκέπτομαι, μια φορά στο τόσο, γιατί μ’ αρέσει και το περιβάλλον, η φύση και οι άνθρωποι. Κάναμε Χριστούγεννα εδώ, κάναμε Πάσχα εδώ, ήταν πάρα πολύ ωραία, καταγράφεται στα θετικά των εξορμήσεων μας, είμαστε άνθρωποι που κάνουμε αρκετά ταξίδια, είναι στα θετικά, μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θέλετε να μου πείτε κάτι τελευταίο;
Για πες μου, τι θέλεις;
Ό,τι θέλετε εσείς.
Εγώ; Πάντα λέγαμε με την ξαδέρφη μου ότι αυτή η ιστορία του παππού θα πρέπει κάπου να καταγραφεί, θα πρέπει κάπου να υπάρχει για εμάς, όχι για τους άλλους, για τα παιδιά μας, να την περάσουμε μια γενιά παρακάτω και τα παιδιά μας στα παιδιά τους, γιατί είναι μια ιδιαίτερη ιστορία και ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Και χαίρομαι πάρα πολύ που στη λέω, γιατί κάπου θα μείνει, θεωρώ. Η ξαδέρφη μου έχει γράψει κι ένα κείμενο για όλα αυτά, ανήκει σε ένα διαλεκτικό σύλλογο κι έχει γράψει, στα πλαίσια μιας εργασίας που έκανε, αυτή την ιστορία του παππού, αλλά επειδή υπήρχαν συγκεκριμένοι χρόνοι, έπρεπε να περιοριστεί χρονικά, οπότε την είπε αρκετά συνοπτικά. Η ιστορία αγάπης του παππού με τη Σοφία, η οποία συνεχίστηκε με το μαντηλάκι και τη γιαγιά μου, η οποία τίμησε αυτή τη Σοφία, που δεν κατάφερε να ζήσει τον έρωτα της, για μένα είναι συγκινητική. Νιώθω πολύ τυχερή που είχα αυτή την οικογένεια και είχα αυτόν τον παππού.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Ήταν όλα τόσο όμορφα!
Χαίρομαι που σου άρεσε και χαίρομαι που σε βοήθησα.