© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ο ζωγράφος των πετρογέφυρων

Istorima Code
11507
Story URL
Speaker
Αργύρης Παφίλης (Α.Π.)
Interview Date
16/08/2022
Researcher
Άννα-Μαρία Τακαλιού (Ά.Τ.)
Ά.Τ.:

[00:00:00]Καλημέρα σας.

Α.Π.:

Καλώς ήρθατε.

Ά.Τ.:

Εγώ είμαι η Τακαλιού Άννα-Μαρία σήμερα είναι 17 Αυγούστου 2022 και είμαστε στην Κοζάνη. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Π.:

Αργύρης Παφίλης.

Ά.Τ.:

Πότε γεννηθήκατε;

Α.Π.:

2 Νοεμβρίου του 1952.

Ά.Τ.:

Σε ποια περιοχή;

Α.Π.:

Κοζάνη. 

Ά.Τ.:

Μπορείτε έτσι να μας περιγράψετε την καταγωγή των γονιών σας και τα παιδικά σας χρόνια; Έτσι πώς μεγαλώσατε.

Α.Π.:

Ο πατέρας μου και η μάνα μου κατάγονται από την Κοζάνη, δηλαδή οι ρίζες μου είναι πολύ βαθιά κοζανίτικες. Τα παιδικά μου χρόνια, πέρασα πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια παρόλο που ήταν δύσκολες εποχές τα λοιπά. Υπήρχε μια έτσι, οικογένεια που υπήρχε κατανόηση υπήρχε και η αυστηρότητα και όλα αυτά. Από τους γονείς μου ιδιαίτερα από τη μάνα μου πήρα περισσότερα στοιχεία μεγαλώνοντας στην κοινωνία μέσα. Γιατί ο πατέρας μου δουλειά του ήταν τέτοια που δεν ήταν όλη την ημέρα στο σπίτι κοντά στην οικογένεια. Περισσότερο με τη μάνα μου μεγαλώσαμε. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω να θυμάμαι μόνο ευχάριστα γεγονότα και, ναι, αυτά έτσι με την οικογένεια. Δεν έχω κάτι άλλο περισσότερο να πω. Οι σπουδές μου όλα αυτά βέβαια πάντα ήταν η οικογένεια πίσω από όλα αυτά, η στήριξη που είχα από την οικογένεια. Παρόλο που πήγα στο χώρο της τέχνης, στο εικαστικό και για τα χρόνια ήταν λίγο περίεργο η λέξη καλλιτέχνης. Αλλά εγώ δεν είχα να αντιμετωπίσω τουλάχιστον τέτοια προβλήματα μέσα από την οικογένεια. 

Ά.Τ.:

Ξέρατε πάντα ότι θα πάτε προς τα εκεί, προς τα καλλιτεχνικά;

Α.Π.:

Ναι, από μικρό παιδί ιδιαίτερα με τη ζωγραφική, ζωγραφική πάνω από όλα, πάνω από όλα η ζωγραφική. 

Ά.Τ.:

Πώς τους το είπατε;

Α.Π.:

Ναι όταν άρα έφτασε η στιγμή ήμουνα Β’ Λυκείου και προσανατολίζεσαι που θα πας τι θα κάνεις. Οι επιλογές ήταν πολλές, δεν είχα ξεκαθαρίσει τότε και τι θέλω ακριβώς να κάνω, γιατί πάντα υπήρχε ζωγραφική μέσα στο μυαλό μου. Δηλαδή άφηνα μαθήματα στην άκρη, για να καθίσω να ζωγραφίσω όταν αυτό με πίεζε. Όταν πιεζόμουνα παρατούσα τα πάντα για να κάτσω να ζωγραφίσω άσχετα με το τι έκανα, καμία σχέση αυτό. Ξέχασα τι ήθελα να πω.

Ά.Τ.:

Στο πώς τους το είπατε.

Α.Π.:

Ναι, όταν πήρα την απόφαση ότι θα, θέλω να ασχοληθώ με την ζωγραφική ο πατέρας μου έφερε κάποιες αντιρρήσεις «Θα μπορούσες να πας εδώ, γιατί να μην πας εκεί, γιατί να μη γίνεις φιλόλογος;» αλλά δεν μπόρεσε να αλλάξει τίποτα από όλα αυτά ο πατέρας μου. Ήμασταν και οι δύο πολύ έτσι ισχυρές προσωπικότητες, του έμοιζα κιόλας και τα όμοια – λέει – συγκρούονται. Έτσι ακριβώς. Δεν είχα προβλήματα με όλο αυτό. Πήγα στον χώρο της ζωγραφικής, σπούδασα ζωγραφική, δεν το μετάνιωσα ποτέ. Κάτι που μου έλεγε ο πατέρας μου: «Θα πεινάσεις» το βασικότερο ήταν ότι θα πεινάσεις. Ναι, δεν πείνασα γιατί έκανα άλλες δουλειές δεν εξασκούσα την ζωγραφική σαν επάγγελμα. Δεν το είδα ποτέ έτσι και σήμερα που είμαι στα 70, 69, 70 πάλι έτσι τη βλέπω τη ζωγραφική. Πάλι είναι μία πολύ, έτσι, τρυφερή η σχέση με την ζωγραφική που έχω ίσως γιατί δεν προσπάθησα μέσα από κει να βγάλω λεφτά.

Ά.Τ.:

Πριν πάμε στα πρώτα σας βήματα, θέλω να ρωτήσω, ένα παιδί στην Κοζάνη εκείνη την εποχή, ποιο είναι το ερέθισμα που τον πηγαίνει προς τη ζωγραφική; Γιατί φαντάζομαι ότι δεν είναι ότι όπως είναι σήμερα που τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε διάφορα πράγματα –

Α.Π.:

Ναι, ναι.

Ά.Τ.:

Τότε πώς σας τράβηξε το ενδιαφέρον;

Α.Π.:

Καταρχήν δεν υπήρχε κάτι ανάλογο στους γονείς μου έτσι; Για να πω ότι είναι κληρονομικό και τα λοιπά. Όταν ήμουνα πιτσιρικάς ακόμα και στην προσχολική ηλικία όταν οι θειες μου, της μάνας μου οι αδερφές, στις γιορτές ονομαστικές, γιατί τότε δεν γιορτάζαμε γενέθλια, αντί να μου φέρναν αυτοκινητάκια ξέρω ‘γω μου φέρανε μπογιές και ένα μπλοκ. Τότε οι μπογιές ήταν, σε ένα κουτάκι ήταν έξι, μετά αργότερα έγιναν 12 και μετά 24. Μεγαλώναν τα κουτιά περισσότερα χρώματα. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη χαρά, το χρώμα πάνω από όλα ήταν το χρώμα. Θαρρώ, αν και δεν θυμάμαι και πολύ έτσι, δεν έχω πολλές εικόνες, ότι αυτό έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο, το χρώμα, για να μπω στο σχέδιο μετά και να δω ότι είναι, μπορώ αυτό που βλέπω να το σχεδιάσω και μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα. Και να είναι και σωστό το αποτέλεσμα, όσο μπορούσε να ήταν. Τέλος πάντων, αυτά. Ναι, είναι για μένα ήταν το χρώμα, από το χρώμα ξεκίνησαν όλα, εκεί το χρωστάω στο χρώμα όλο αυτό. Μετά βέβαια και στη σχολή και αργότερα, όπως έλεγαν και οι παλιότεροι, δεν φτάνει μόνο το ταλέντο πρέπει να δουλέψεις πάνω σε αυτό. Δούλεψα και ακόμα δουλεύω πάρα πολύ γι’ αυτό. Και ό,τι και να έκανα, όποια άλλη δουλειά και να έκανα – γιατί δούλεψα και σε επιχειρήσεις, μόνο για την επιβίωση έτσι; – τη δουλειά που αναλάμβανα να κάνω έπρεπε όσο πιο τέλεια να βγει από τα χέρια μου, θα το ‘κανα. Το ‘κανα πάντα.

Ά.Τ.:

Να πάμε τώρα στα πρώτα σας βήματα. Σπουδάζετε ζωγραφική. Ποιο είναι, ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον; 

Α.Π.:

Δεν είχα στόχους ποτέ. Ποτέ δεν έβαλα στόχο. Ούτε θα πω για μένα ήταν θέμα τύχης, γιατί δεν πιστεύω και τόσο στην τύχη. Πιστεύω στην οργάνωση και στη δουλειά και όχι τόσο πολύ στην τύχη. Δηλαδή η τύχη σε όλο αυτό που έκανα ως τώρα, γιατί ασχολήθηκα με πάρα πολλά πράγματα, η τύχη, στην τύχη χρωστάω ένα 5%, 10% και όχι περισσότερο. Δεν είχα, δεν έκανα και όνειρα για να πω την αλήθεια, ούτε στόχους έβαζα. Ήρθαν έτσι πάρα πολλές φορές τα πράγματα που, αντί να πάω να το ψάξω εγώ, ερχόταν και με έβρισκε αυτό, όποιο και να ήταν, ειδικά στη ζωγραφική. Το λέω και με σιγουριά, γιατί τόσα χρόνια το έχω πάθει πολλές φορές αυτό, το να ‘ρθει να με βρει κάτι. Εγώ δεν πήγα ποτέ να το ψάξω ή να χτυπήσω πόρτα, να πω: «Λέγομαι Αργύρης Παφίλης κάνω αυτό» δεν το έκανα ποτέ. Αυτό όμως που περνούσε καμιά φορά το μυαλό αν, εκείνο λίγο ήρθε και με βρήκε από μόνο του και μάλιστα σε πάρα πολύ καλή, σε πολύ ώριμη φάση της ζωής μου.

Ά.Τ.:

Άρα τα πρώτα βήματα της καριέρας σας ποια ήταν;

Α.Π.:

Τα πρώτα, δεν έκανα καμία καριέρα ιδιαίτερη, για να πω ότι έκανα καριέρα. Επειδή επαγγελματικά δούλεψα σε πάρα πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις κάποτε μπήκα στο δημόσιο δεν μου άρεσε και έφυγα, σταμάτησα στο πρώτο δίμηνο. Δούλεψα σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Κοζάνη, αλλά δούλεψα και σε μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες. Παράλληλα ζωγράφιζα, τη ζωγραφική δεν την άφηνα ποτέ. Κάπου το ‘89 γνωρίζομαι με την Βίκυ Παπαφιλίππου, αυτή ήταν δικηγόρος και ιδιοκτήτρια ενός ραδιοφώνου που ξεκινούσε στην Κοζάνη τότε που είχε ξεκινήσει το ελεύθερο ραδιόφωνο. Έχω μία δισκοθήκη γύρω στα 2.500 βινύλιο. Δεν είναι συλλογή είναι δίσκοι που εγώ ήθελα να ακούσω και τα λοιπά. Η Βίκυ, «Κύριε Παφίλη» που το ήξερε αυτό, μου λέει: «Θες να 'ρθεις στο ραδιόφωνο που κάνω;» «Να κάνω τι; Ιδέα δεν έχω» να μην τα πολυλογώ και γίνομαι κουραστικός ήταν τόσο στενή η πίεση που κάποια στιγμή πήγα, έκανα ένα δοκιμαστικό στη φωνή μου επάνω. Όπως συνήθως, όπως συμβαίνει σε όλους ούτε η φάτσα μας μάς αρέσει την πρώτη φορά που θα τη δούμε σε ένα βίντεο ούτε η φωνή μας. Το είχα πάθει και εγώ αυτό. Ξανά και δεύτερη φορά, μέχρι που συνήθισα τη φωνή μου, να ακούω τη φωνή μου. Μπήκα στο ραδιόφωνο, δούλεψα δύο χρόνια στο ραδιόφωνο. Η κυρία Παπαφιλίππου μετά ξανοίχτηκε στο τι; Στο να κάνει τηλεόραση, περιφερειακό κανάλι. Εκεί [00:10:00]πάλι με δική της πίεση, γιατί ποιος να ξέρει από τηλεόραση, όταν δεν έχεις σπουδάσει κάτι πάνω σε αυτό; Γιατί η τηλεόραση χρειάζεται σπουδές. Δεν είχα αυτήν την πολυτέλεια; Πολυτέλεια, δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι θα, είναι αυτό που είπες, το ‘χει και τα λοιπά, ότι θα ήμουνα στην τηλεόραση. Έπειτα ξεκίνησα να κάνω οδοιπορικά και αυτό γιατί παλιότερα και για πολλά χρόνια ήμουν ορειβάτης. Ήξερα τον τόπο και ξεκίνησα να κάνω οδοιπορικά, δηλαδή βάζοντας ένα πρόγραμμα μια, χαράζοντας μια πορεία. Ξέρω εγώ θέλω να πάω να κάνω κάτι για τον Πεντάλοφο στο Βόιο επάνω. Τον Πεντάλοφο όμως, για να φτάσω θα 'θελα να περάσω την Πραμόριτσα το ποτάμι, την Μόρφη το χωριό, το δεύτερο την Αγία Σωτήρα, το Δίλοφο και από κει να βγω στο Ζουπάνι στα Μαστοροχώρια εδώ της Δυτικής Μακεδονίας. Έτσι ξεκίνησα και έκανα αρκετά οδοιπορικά σε όλη τη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο. Αυτό με είχε απορροφήσει τόσο πολύ που κάποιες στιγμές παρατούσα τη ζωγραφική. Θυμόμουνα, έτσι, σπάνια να πω την αλήθεια, εκείνη η δουλειά είχε πάρα πολλές ώρες δουλειάς. Δεν είχαμε την πολυτέλεια στο κανάλι να έχουμε κάποιον κειμενογράφο, να υπάρχει οπερατέρ, μοντάζ και τα λοιπά. Αναγκάστηκα, είχαμε ένα πολύ καλό σκηνοθέτη τότε, είχε έρθει στο κανάλι ο Χρήστος ο Μπάρμπας και καθόμουνα τα βράδια και μάθαινα μοντάζ, μάθαινα κάμερα και τα λοιπά. Από κει και πέρα τα κείμενα ήταν λίγο δύσκολα, γιατί πέρα από την έρευνα που χρειαζόταν η περιοχή, για να φέρω όλα αυτά να το μαζέψω το υλικό, να το κάνω ένα κείμενο, να το διαβάσω, για να το ακούει ο άλλος ευχάριστα. Ειλικρινά δούλεψα, μου πήρε πάρα πολύ καιρό αυτό γιατί ήταν πολλά μαζί και από κει και πέρα φορτώθηκα όταν πια ένιωσα σιγουριά και όταν, τη σιγουριά αυτή την πήρα και κάποια στιγμή από την αείμνηστη Λουκία Ρικάκη. Η Λουκία ήταν σκηνοθέτης ήταν και η πρώτη σύζυγος του Καστανιώτη θαρρώ, είχε έρθει εδώ να δει μία ταινία της καλεσμένη στην Κοζάνη. Κουαρτέτο σε 4 κινήσεις θαρρώ λεγόταν η ταινία. Το βράδυ στο ξενοδοχείο έπεσε κάνοντας ζάπινγκ στην τηλεόραση έπεσε πάνω σε μια δικιά μου εκπομπή και συγκεκριμένα για το Γράμμο είχα, ο Γράμμος μου πήγαινε πάντα καλά! Και έψαξε να με βρει η Λουκία. Βρεθήκαμε, δούλεψα με την Λουκία, στη συνέχεια με ανακάλυψε ο Λάκης ο Κομνηνός, ο ηθοποιός που ήταν και παραγωγός. Με το Λάκη δουλέψαμε δύο χρόνια μαζί σε οχτώ επεισόδια αρχαιολογικής φύσης τα θέματα. Εκεί έγραψα τα κείμενα και έμαθα να βλέπω, να βλέπει το μάτι μου μέσα από την κάμερα αλλιώς. Γιατί είχε έναν πολύ καλό οπερατέρ, δεν υπάρχει πια στη ζωή, ο Τάκης Βενετσανάκος, ένας οπερατέρ από τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο και βραβευμένος από την Ευρώπη για ένα ντοκιμαντέρ που είχε κάνει για τα πουλιά στον Έβρο. Μέσα σε αυτή τη πορεία δηλαδή της τηλεόρασης, άσχετα με το τι έκανα εγώ για την περιοχή, γνώρισα πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους, πάρα πολύ, πάρα πολλούς. Πέρασα μαζί τους πάρα πολύ καλά, δεν έχω κάτι το στενάχωρο για να θυμάμαι, απλώς εκείνο που καμαρώνω η αρματωσιά που απόκτησα από αυτούς τους ανθρώπους και όταν έκανα κάτι, ό,τι και να, μα ζωγράφιζα, μα έκανα μοντάζ και τα λοιπά ένιωθα ότι θα τα βγάλω πέρα και θα είναι και καλό.

Ά.Τ.:

Θέλω να σας ρωτήσω, ξεκινώντας ένα οδοιπορικό, άσχετα από το μέρος που θα το κάνετε, πώς θα μπορείτε να περιγράψετε αυτή την εμπειρία; Δηλαδή πόσο διαφορετικά γνωρίζετε εσείς τον ίδιο τόπο που γνωρίζει ένας, απλά κάποιος που πηγαίνει χωρίς να κοιτάει;

Α.Π.:

Πρώτα από όλα μέσα από τα οδοιπορικά μου, πέρα από την έρευνα που έκανα, γιατί δεν πήγαινα σε έναν τόπο έτσι έπαιρνα την κάμερα και έφευγα. Χωνόμουνα στην βιβλιοθήκη της Κοζάνης και τα λοιπά, για να βρω και το ανάλογο υλικό, για να ξέρω πού πάω. Ήθελα πάντα να γνωρίζω, όπου πάω, να γνωρίζω όχι μόνο το, αλλά και τα τοπωνύμια γύρω από την περιοχή. Όχι τι σημαίνει η ονομασία στο τοπωνύμιο, και την ιστορία της περιοχής με πάρα πολλή λεπτομέρεια. Αυτό όταν πήγαινα μετά ξέρω ‘γω πάνω προς το Νεστόριο, στον Άγιο Ζαχαρία, το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία και στο καφενείο συζητάγαμε και με τους κατοίκους του Νεστορίου και λέγαμε για τις περιοχές και έλεγα εκείνο και το άλλο το τοπωνύμιο και τα λοιπά, αυτό τους έκανε πάρα πολύ καλό. Ερχόταν ένας ξένος και ήξερε το τόπο τους τόσο καλά. Εκεί καταλάβαινα ότι εγώ γνώριζα περισσότερα πράγματα από αυτούς. Συμβαίνει και εδώ, εγώ δεν ήξερα ότι το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου στην Κοζάνη το έχτισαν Πενταλοφίτες. Την Κοζάνη, την πόλη μου, δεν τη ξέρω τόσο καλά, από τα μνημεία της πολύ λίγα πράγματα ασχολήθηκα με πράγματα εκτός από τη πόλη. Έτσι, θαρρώ είναι στον καθένα που μένει σε έναν τόπο να μην δίνει και σημασία λίγο. Είναι η καθημερινότητα οι έγνοιες που έχει ο καθένας. Εγώ πήγαινα και το ‘βλέπα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, όχι όμως τουριστικό, όχι τουριστικό. Ήθελα να το κάνω δικό μου, κτήμα μου, να το αγαπήσω. Όπως έλεγε και ένας παλιός φίλος ορειβάτης, έναν τόπο δεν μπορείς να τον αγαπήσεις, αν δεν τον έχεις γνωρίσει. Αυτό έκανα εγώ.

Ά.Τ.:

Μπορείτε έτσι λίγο να μας περιγράψετε τα τοπία της Δυτικής Μακεδονίας; Πώς θα τα χαρακτηρίζατε; 

Α.Π.:

Πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο που να ξεκινήσεις, να ξεκινήσουμε από το Γράμμο. Ο Γράμμος δεν υπάρχει ομορφότερο βουνό στην Ευρώπη, κατά την άποψη μου βέβαια. Τον κάνει λίγο δύσκολο αυτό το, με τον εμφύλιο, είναι ματωμένη η ιστορία, πολύ αίμα. Είναι πέρα από αυτό τα μνημεία του, η φύση του, ο Αλιάκμονας που ξεκινάει επάνω από κει, τα φαράγγια, τα απέραντα βοσκοτόπια, η ψηλότερη λίμνη, αλπική λίμνη στην Ελλάδα είναι η Γκιστόβα εδώ πάνω στο Γράμμο. Το ποτάμι το ίδιο, ο Αλιάκμονας – να ένα ποτάμι που δεν ασχολήθηκαν τόσο πολύ. Το να το ακολουθήσεις είναι – όλη η ιστορία της Δυτικής Μακεδονίας εξελίσσεται στις όχθες του ποταμού. Έχει έναν φοβερό πολιτισμό ο Αλιάκμονας. Επειδή δούλεψα κάποια χρόνια στην αρχαιολογία, 5 χρόνια στην αρχαιολογία στην Αιανή στο αρχαιολογικό μουσείο σαν ζωγράφος σχεδιαστής, εκεί είδα τι πάει να πει Αλιάκμονας και πώς ζούσε ο τότε κόσμος στις όχθες του. Ναι μεν από τη μια μεριά ήταν ο θάνατος απ’ την άλλη μεριά ήταν και ζωή. Αυτά πάνε παράλληλα πάντα, ζωή και θάνατος. Αυτό ήταν και είναι και σήμερα ακόμα ο Αλιάκμονας. Ένα άλλο με τα ποτάμια. Πραμόριτσα που σημαίνει πολύστροφο, πολύστροφο. Πραμόριτσα παραπόταμος του Αλιάκμονα. Aυτό διασχίζει όλα τα μαστοροχώρια του Βοΐου. Είναι για μένα – τι να πω; – είναι μία δεσμίδα. Βόιος για μένα είναι μια δεσμίδα από πανέμορφα χωριά, υπέροχα τοπία, μοναδική φύση και πολύ φιλόξενους ανθρώπους. Δεν το προσπερνάς το Βόιο, δεν το προσπερνάς. Είναι τόσο, έχει μια, είναι η φύση του τέτοια που το αγαπάς με την πρώτη, αγνά έτσι μαλακά το αγαπάς το Βόιο. Είχα και έχω ένα κόλλημα με το Βόιο και, αν και έχω γυρίσει πάρα πολλά, πάρα πολλές περιοχές και δύσκολες περιοχές, αλλά δεν το έχω γνωρίσει ακόμα καλά. Άλλα τοπία, πάρα πολύ όμορφα τοπία είναι τα Πιέρια, Βελβεντό και τα λοιπά. Επίσης από δω μεριά προς το μοναστήρι της Ζάβορδας με το φαράγγι και το ασκηταριό του Α[00:20:00]γίου Νικάνορα. Η Ελάτη, η Μπουνάσια, το βουνό που είναι ένα από τα βουνά που ασχολούνται και οι γεωλόγοι τώρα και με το πάρκο πού έγινε τελευταία με την – έλα ντε – τα γεωλογικά φαινόμενα της περιοχής. Από την άλλη μεριά από τα Γρεβενά έχουμε την Πίνδο. Είναι πάρα πολλά, δύσκολα τα περιγράφεις. Και σταματάω περισσότερο στα ποτάμια, γιατί για μένα το ποτάμι παρόλο που το κάνουν φράγματα για μένα σημαίνει ελευθερία το ποτάμι. Ένας δεύτερος λόγος που σταματάω στα ποτάμια είναι τα γεφύρια τα πέτρινα. Η «πετριά» που έχω με τα πέτρινα γεφύρια είναι πολύ σοβαρή. Δεν περιγράφονται εύκολα τα τοπία, είναι, πρέπει να έρθει κάποιος να τα δει, να τα δει. Ακόμα και στην τηλεόραση που έκανα εκπομπές και τα λοιπά ούτε εγώ ήμουνα ικανοποιημένος από την εικόνα που κουβαλούσα και έβγαζα στις οθόνες. Είναι, ένα, το ωραιότερο κομμάτι της Δυτικής Μακεδονίας και τέσσερις, πέντε, τέσσερις δρυμούς έχουμε, από τους πέντε που είναι στην Ελλάδα. Είναι ο δρυμός των Πρεσπών άλλη ομορφιά εκεί. Είναι η Βάλια Κάλντα, είναι η Βάλια Κίρνα είναι στη Σαμαρίνα στα όρια Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου η Βάλια Κίρνα. Έχει ένα καταρράκτη 100 μέτρων, ένας κλειστός τόπος. Βάλια Κίρνα σημαίνει καταραμένη κοιλάδα ή κοιλάδα του διαβόλου. Πιάνει φόβος όταν μπαίνεις μέσα σε αυτό το στένωμα και τα λοιπά με νερά, ποτάμια, χειμάρρους και τα λοιπά. Η βουή πρώτα το νερό και όλα αυτά λίγο φέρνει, φοβάσαι και φωνάζεις, για να ακούσουν τα αγρίμια την παρουσία σου μέσα εκεί. Ελπίζω να μην ξεχνάω τίποτα. Έχουμε πάρα πολλά ωραία τοπία και ωραία να επισκεφθεί κάποιος πολύ ωραίες περιοχές, πανέμορφες. Πάνω από όλα το σπουδαιότερο ρόλο που έπαιζε σε μένα αυτό, πάνω από όλα εκστασιάζομαι σε ένα τοπίο είναι και η ζωγραφική που παρασέρνει σε εικόνες, αλλά πάνω από όλα είναι είχα τον άνθρωπο και έχω τον άνθρωπο. Ναι μεν ο άνθρωπος μπορεί να καταστρέφει κάποια κομμάτια, φτιάχνει όμως πόσα έργα και τα λοιπά. Η φύση δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς τον άνθρωπο, δεν έχει καμιά αξία θεωρώ. Αυτά.

Ά.Τ.:

Τα κείμενα σας που, στα οδοιπορικά οι αφηγήσεις που κάνετε, επειδή άκουσα και είναι ιδιαίτερα γλαφυρές η έμπνευση έρχεται τη στιγμή που τα βλέπετε; Πότε τα γράφετε; Τα γράφετε μετά αναλογιζόμενος τις αναμνήσεις και τις εικόνες ή εκείνη τη στιγμή μπορεί να ξεκινήσετε να γράφετε;

Α.Π.:

Όταν, αυτά γινόταν όταν έκανα τα γυρίσματα. Πάντα είχα μαζί μου στο γυλιό μέσα – έχω ένα στρατιωτικό γυλιό από το στρατό ακόμα – υπήρχε ένα μικρό μπλοκ και ένα μολύβι για σχέδιο και υπήρχε και ένα σημειωματάριο, για να κρατάω σημειώσεις. Ναι ερχόταν εκείνη τη στιγμή, όταν έβλεπα κάτι και τα λοιπά, εκείνη τη στιγμή. Βέβαια, ερχόμενος εδώ, διαβάζοντας τις σημειώσεις μου και βλέποντας ξανά τις εικόνες μέσα από την κάμερα, εντάξει, πλάταινε λίγο αυτό, ερχόντουσαν και άλλες ιδέες. Έχοντας πάντα ότι γράφω για την τηλεόραση. Άλλο να γράφεις για την εικόνα και άλλο να γράφεις βιβλίο, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Στο βιβλίο πρέπει να περιγράψεις την εικόνα, την εικόνα την είχα. Ερχόταν – πάντα ήταν η πρώτη επαφή με το σημειωματάριο και έχω και τέσσερα πέντε από αυτά σήμερα εδώ. Και σχεδίαζα και εκεί πάνω, ανάλογα πως ήταν και σε τι κατάσταση βρισκόμουν. Πάντα μόνος, ήταν φορές που φοβήθηκα ιδιαίτερα πάνω στα σύνορα και τα λοιπά. Τώρα που είπαμε νωρίτερα για τοπία ένα άλλο πάρα πολύ ωραίο τοπίο είναι στη Κρυσταλλοπηγή της Φλώρινας. Είναι πάνω στα σύνορα με την Αλβανία απάνω στο βουνό Τρικλάρι είναι ένα γυμνό βουβό που εκεί βγαίνει και το καλύτερο τσάι στην Ελλάδα. Πάω κάθε χρόνο και μαζεύω. Φτάνει σε σημείο που κάτω βλέπεις δύο μεγάλες λίμνες τη μικρή και τη μεγάλη Πρέσπα, αλλά η μικρή είναι μπροστά σου. Όπως φεύγει το μάτι γύρω και ακολουθεί το τοπίο βλέπεις τη μικρή Πρέσπα που χώνεται μέσα στην Αλβανία. Ένα φοβερό, φοβερές εικόνες πρέπει να τις δεις όμως δεν περιγράφονται. Πρέπει να τις δεις. Αυτά.

Ά.Τ.:

Ζωγραφίζατε καθόλου στη διαδρομή;

Α.Π.:

Ναι έχω, στα σημειωματάρια μου έχω και με χρώμα, αλλά επειδή ήταν βιαστικό όλο αυτό, ζωγράφιζα ή κρατούσα σημειώσεις όταν τελείωνα τις λήψεις και καθόμουνα να ξεκουραστώ και να νικήσω και το φόβο που είπαμε νωρίτερα. Είναι στιγμές που φοβήθηκα πάνω στην ερημιά. Κάποιος μου είχε πει «Έξω όταν γυρνάς αν δεις σε ερημική περιοχή 4-5 άτομα μη φοβάσαι. Αν είναι ένας να προσέχεις». Όταν τελείωνα της λήψεις και τις σημειώσεις τότε έβγαζα το μπλοκάκι και έκανα αν ήταν η φύση, αν ήταν – το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία που είναι πάνω στο Γράμμο, έως τώρα το ‘χω σχεδιάσει και ζωγραφήσει πάνω από 7-8 φορές. Ένα από αυτά τα έργα μου βρίσκεται στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, του Αγίου Ζαχαρία, με πενάκια και μελάνια.

Ά.Τ.:

Ποια η ομορφιά του να ταξιδεύεις μόνος; Είναι και η περιπέτεια –

Α.Π.:

Ναι έχει. Το ότι είμαι μόνος μ’αρέσει πάρα πολύ, μ’αρέσει πάρα πολύ. Σε κάποιες περιοχές επάνω στο Τσάρνο, Τσάρνο στην ντοπιολαλιά σημαίνει σκοτεινό, είναι πάνω στο Γράμμο, στο Νεστόριο, κοντά στη περιοχή του Νεστορίου, περνάει από τον Αλιάκμονα. Εκεί όταν έμπαινε μέσα και ήταν πραγματικά σκοτεινό το μονοπάτι από τις οξιές, τραγουδούσα και είμαι και φάλτσος έτσι; Εκεί τραγουδούσα χωρίς να φοβάμαι ότι θα με ακούσει κάποιος. Όλο αυτό για μένα είναι, ήταν ομορφιά. Όταν γυρνούσα στο σπίτι πριν κοιμηθώ όλο αυτό γυρνούσε, η μέρα που πέρασα, ό,τι και να πέρασα, σαν ταινία και με ξεκούραζε πάρα πολύ και νικούσα και έτσι κάποιους φόβους, αλλά ένιωθα μέσα μου μια βαθιά ευχαρίστηση που ήμουνα μόνος εκεί. Δεν είχα και να έχω και ανθρώπους γύρω και είμαι και λίγο μοναχικός. Δεν συνεργάζομαι και τόσο εύκολα. Έτσι έμαθα; Δεν ξέρω, αλλά δεν συνεργάζομαι και εύκολα. Οπότε αν ήταν να μαλώσω με κάποιον σαν συνεργείο μάλωνα με μένα τον ίδιο.

Ά.Τ.:

Θυμάστε έτσι, είπατε ότι στο κέντρο πάντα είναι ο άνθρωπος.

Α.Π.:

Ναι.

Ά.Τ.:

Φαντάζομαι γνωρίσατε πέρα από τους σημαντικούς ανθρώπους επιστήμονες, τους απλούς ανθρώπους στα καφενεία –

Α.Π.:

Πάρα πολλούς, πάρα πολλούς.

Ά.Τ.:

που φτάνατε σ’ ένα χωριό. Θυμάστε έτσι κάποιον ή κάποια στιγμή;

Α.Π.:

Θυμάμαι μια λέξη όταν το ‘94 βρίσκομαι στο Ζουπάνι, στον Πεντάλοφο. Κάνω ένα, κάνω κάποιες έρευνες για τις γυναίκες που ανέβηκαν τότε φορτωμένες στην Πίνδο για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ‘40. Δεν θυμάμαι το όνομα τώρα, το χω βέβαια στο ημερολόγιό μου κάποιον κύριο ο οποίος μου διηγόταν το πώς ταξίδεψαν από την περιοχή της Κρυσταλλοπηγής στην Κορυτσά. Ο καιρός βέβαια τότε είχε βαρύνει οι βροχές και μου λέει: «Ξεκινάμε από το τάδε χωριό να πάμε Κορυτσά. Μια βροχή, ένα νερό μόνος ο Θεός στον κόσμο». Αυτή η λέξη «μόνο ο Θεός στον κόσμο» με έδωσε το όλο αυτό το φάσμα που κάποιος που θα μπορούσα να το ζωγραφίσω ή κάποιος άλλος θα το περιέγραφε με περισσότερα λόγια έβρεχε λάσπες, αυτό το «μόνος ο Θεό στον κόσμο» αμέσως φέρνει στο νου τι γινόταν απ’ τις κ[00:30:00]αιρικές συνθήκες. Αυτόν τον άνθρωπο πάντα όταν βρίσκομαι σε κάποιο ιερό χώρο εκκλησία και λοιπά του ανάβω κερί. Είναι ζωντανός δεν είναι, δεν ξέρω. Πάντα του ανάβω ένα κερί. Θυμάμαι πάρα πολλά τέτοια από ανθρώπους. Έζησα πολύ ωραίες στιγμές με τους ανθρώπους, της υπαίθρου τους ανθρώπους, γιατί τα σήματα που έχουν αυτοί οι άνθρωποι είναι τελείως διαφορετικά από έναν άνθρωπο της πόλης. Έτσι; Πέρασα πάρα πο – και έχω ακούσει, έχω σημειωμένα πάρα πολλά πράγματα από αυτούς τους ανθρώπους. Με τους καφέδες, με τα τσίπουρα μας, τα τραγούδια. Ξαφνικά να μιλάμε για τραγούδια και να πιάνει το τραγούδι και να τραγουδάει και τα λοιπά. Ξεχνούσα και δουλειά και ξεχνούσα τα πάντα, δεν ξέρω μετά από πόσες μέρες γυρνούσα στο σπίτι. Γιατί δεν ερχόμουν και τακτικά ήμουν πάντα έξω. Ήμουν από τους ανθρώπους και τώρα ακόμα που βγαίνω, επειδή ήμουν και στην τηλεόραση εδώ στο τοπικό στο περιφερειακό το κανάλι με γνωρίζαν αρκετοί έτσι έξω, και όταν πήγαινα σε ένα χωριό και με κοιτούσαν δεν πήγαινε ο νους ότι με γνωρίζαν. Δεν το έδινα και σημασία ποτέ, δεν έπαιζε ρόλο αυτό και ακόμα πόσα χρόνια δεν παίζει ρόλο. Μετά «Α είσαι ο τάδε, που βλέπουμε εκείνες τις εκπομπές και τα λοιπά» και αμέσως ένιωθα ότι έχω συγγενείς πάνω σε αυτό το χωριό στα Κορέστεια, στις Πρέσπες. Έχω από ανθρώπους πάρα πολλά να θυμάμαι και ευτυχώς, όταν γυρνούσα από τις εξορμήσεις που έκανα τότε, γιατί δεν ήταν μόνο μόνο οι τηλεοπτικές ήταν και οι ορειβατικές μου και τα λοιπά κρατούσα, στις εξορμήσεις κρατούσα ένα είδος ημερολόγιο. Για να μην ξεχνάω, ειδικά τα ονόματα και πρόσωπα, όχι τα τοπία και τα λοιπά τους ανθρώπους ναι. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο και με έχουν επηρεάσει και στη ζωγραφική μου και στο να γράψω κάποια διηγήματα για τα γεφύρια. Η συμπεριφορά όλων αυτών των άνθρωπο με είχε επηρεάσει βαθιά.

Ά.Τ.:

Άρα η όλη επαφή με αυτές τις περιοχές σας οδήγησε στην αγάπη προς την παράδοση και την λαογραφία. Δηλαδή τώρα βλέπω τα σκίτσα σας είναι περισσότερο τέτοιου είδους.

Α.Π.:

Ναι –

Ά.Τ.:

Εδώ είναι ένα μουσείο λαογραφίας και λαϊκής τέχνης. Οι γκλίτσες, τα όργανα, οι στολές.

Ά.Τ.:

Η παράδοση ξεκίνησε να με ενδιαφέρει όταν ήμουνα στη σχολή, 20 χρονών και τα λοιπά. Μέχρι τότε δεν άκουγα ελληνικά τραγούδια. Ήταν Jimi Hendrix, Janis Joplin, Rolling Stones, Beatles ήταν πολύ μαλακοί οι Beatles για μένα. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι ποια ήταν η αφορμή, για να μπω στο χώρο της παράδοσης. Ήταν το μουσείο Μπενάκη. Όταν πήγα, είδα τις παραδοσιακές φορεσιές μέσα. Εκεί έκανε ένα μεγάλο κλικ, πολύ μεγάλο.  Όταν βγήκα από το μουσείο βγήκα τελείως άλλος, διαφορετικός άνθρωπος. Λέω «Τι θησαυρός είναι αυτός που εγώ δεν έδωσα ποτέ σημασία;» Από κει, εξαιτίας από κει ψάχνοντας μετά, μεγάλο, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Άρχισα να αγοράζω και δίσκους, όταν έβρισκα, με δημοτικά τραγούδια, γιατί δεν το άκουγα το δημοτικό. Τότε εκτίμησα πόσο μεγάλη και σπουδαία φωνή ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Έπαθα πολλές ζημιές τέτοιου είδους. Όλα αυτά βέβαια ξεκίνησαν είπαμε 00.35.00 μέσα από την ζωγραφική. Όταν πήγα στο Μπενάκη, είχα πάει για να σχεδιάσω διάφορα πράγματα και να δω – στο Μπενάκη υπάρχει ο «κοζανίτικος οντάς», ένα ολόκληρο αρχοντικό που ξηλώθηκε από Κοζάνη και στήθηκε μέσα στην αίθουσα του – αυτό πήγα να δω και είδα και τα παραπέρα με τις στολές. Σχεδίασα 7 στολές εκείνη την ήμερα τις οποίες δεν χρωμάτισα και πότε. Και για να πω την αλήθεια, πρέπει να είναι στο σπίτι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν κράτησα αρχείο ποτέ, δικό μου, όχι. Αρχείο δεν κράτησα καμιά φορά. Δεν είμαι υπέρ των αρχείων τόσο, γιατί και να τα κρατήσω δεν τα βλέπω. Θέλω να κάνω καινούργια πράγματα δεν θέλω να γυρνάω. Πίσω ό,τι έγινε έγινε, εντάξει είναι μαθήματα παθήματα αλλά παραπέρα.

Ά.Τ.:

Όμως πρέπει να τα δούνε και οι υπόλοιποι.

Α.Π.:

Είπαμε ότι δεν υπήρχε στόχος για όλα αυτά. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Έτσι μπήκα στο χώρο της παράδοσης. Άρχισα να επισκέπτομαι χώρους όπως το Μέτσοβο τότε που δεν ήταν τόσο, όπως είναι σήμερα, κοσμοπολίτικο τελείως. Το να ψάχνω να βρω φορεσιές που έχω πέντε-έξι; Είναι αυθεντικές όλες. Για διάφορα, αυτά που συνόδευαν την στολές όπως οι πόρπες και τα, ναι, τους ανθρώπους, τα στολίδια και τα λοιπά. Όλα αυτά βέβαια πάντα μέσα από την τέχνη. Εγώ δεν έβλεπα, αυτό δεν το βλέπω σαν κόσμημα αυτή την πόρπη δεν τη βλέπω σαν κόσμημα, αλλά τη βλέπω σαν τέχνη. Το περιεργάζομαι, το πώς το δούλεψε προσπαθώ να μπω στο μυαλό αυτού του, όχι τεχνήτη, καλλιτέχνη που το έκανε, ποια ήταν η αφορμή και τι ξεκίνησε να κάνει και που κατέληξε. Όλα αυτά τα, μετά αυτά που είχε και η μάνα μου κάποια πράγματα, γιατί η μάνα μου ήταν πάρα πολύ καλή υφάντρια, ύφαινε μόνο μεταξωτά. Δεν σώζονται μόνο δύο κομμάτια έχω της μάνας μου σαν ενθύμιο. Αυτά που είχε μάνα μου τότε και τα λοιπά, ενώ πρώτα δεν τα έδινα σημασία, άρχισα να τα συγκεντρώνω, να τα μαζεύω, να τα εκτιμάω, να βλέπω και όχι μόνο σαν αντικείμενο, να θέλω να μάθω και την ιστορία του. Γιατί ένα αντικείμενο για μένα δεν έχει καμία αξία αν δεν ξέρω την ιστορία του, έτσι; Καμιά αξία, το πιο ωραίο να είναι, το πιο ακριβό δεν έχει καμία αξία αν δεν ξέρω την ιστορία του. Κι έτσι μπήκα μέσα στο χώρο και το αγάπησα πάρα πολύ όλο αυτό. Γι’ αυτό έκανα και αυτό το χώρο που είδες εδώ Άννα-Μαρία. Γιατί θέλω να είμαι, να ζω μέσα σε αυτό το χώρο να ‘ρθει ένας φίλος. Δεν είναι μουσείο, ούτε συλλογές. Μαζέματα είναι τα περισσότερα από δω και από εκεί. Τα υφαντά είναι μετσοβίτικα που βλέπεις, δεν έχω καμία σχέση με το Μέτσοβο. Τέλος πάντων ό,τι μου άρεσε και τα λοιπά θέλω να ζω μέσα σε αυτόν το χώρο, να είμαι σε αυτόν το χώρο. Αυτό βέβαια κάποια στιγμή βγήκε στην τηλεόραση, όταν έκανα. Ειδικά για τα έθιμα ήθελα να μάθω – και εγώ πάνω από όλα εγώ να μαθαίνω αλλά και μέσα από εκείνο, από την τηλεόραση να το δει και κάποιος άλλος, και να δει ότι έξω από την αυλή του υπάρχει μία άλλη αυλή διαφορετική, πήγαινε να την δεις αξίζει τον κόπο. Με όλα αυτά μέσα η παράδοση με έκανε πολύ καλύτερο άνθρωπο. Αυτά που κάνω τώρα με μελάνια τα περισσότερα είναι – έχω είπαμε μία λόξα με τα γεφύρια, πετριά. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική με ενδιαφέρει πάρα πολύ και έχω σχεδιάσει αρκετά, έχω ζωγραφίσει πολλά πράγματα γύρω από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω χωρίς την παράδοση. Είναι μπούσουλας είναι τιμόνι καλό, για μένα τουλάχιστον. 

Ά.Τ.:

Να ρωτήσω τι συνηθίζετε να ζωγραφίζετε; Γιατί δεν το είπαμε.

Α.Π.:

Ναι, ήμουνα, όταν ήμουνα νέος, εξπρεσιονισμό ζωγραφικό, είχα μια ιδιαίτερη κλίση και ζωγράφιζα πάνω εκεί. Με τον σουρεαλισμό, αλλά είπαμε έκανα, δεν, δούλεψα στη ζωγραφική όσο χρειαζόταν. Προσπαθούσα να βρω μεροκάματο, που λέει, για να εξασφαλίσουμε την ημέρα, το μήνα μας και τα λοιπά και όταν περίσσευε χρόνος ζωγράφισα. Η ζωγραφική είναι ένα θέμα τι; Όταν σε πιέζει πρώτα-πρώτα για να ζωγραφίσεις. Νιώθεις μία πίεση εσωτερική. Όταν αυτή η πίεση γίνεται έντονη πρέπει να ξεσπάσει αυτό. Τώρα πόσο θα κρατήσει αυτό το ξέσπασμα; Μία ώρα, δύο μέρες, τρεις μέρες; Για μένα παύει να λειτουργεί ο χρόνος. Όταν τελειώσει αυτό επανέρχομαι, που λέει, τότε ξαναρχίζω και ζω, βγαίνω από αυτό το πάγωμα του χρόνου. Είναι μια ευλογία αυτό για τους καλλιτέχνες. Το να ζεις σε έν[00:40:00]αν χρόνο που για τους άλλους δεν είναι εύκολο, να μην πω και καθόλου εύκολο. Εκεί μέσα δεν ξέρω το αποτέλεσμα δεν το μέτρησα ποτέ, αν αυτό που το έργο έκανα είναι καλό ή δεν είναι δεν με ένοιαζε. Γιατί δεν είχα και ποτέ το ότι « α, θα κάνω μία έκθεση ζωγραφικής», ποτέ μα ποτέ, αυτά ήρθαν και με βρήκαν. Οι εκθέσεις ήρθαν μόνες τους και με βρήκαν. Η ζωγραφική είναι, είπαμε από την αρχή, δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να ζωγραφίζω. Τελευταία που με τη σύνταξη πια, που είμαι στη σύνταξη, ο χρόνος αρκετός. Τότε είπα θα κάτσω να στρωθώ και να κάνω μελάνια, γιατί από το ‘90 είχα ξεκινήσει με τα μελάνια, άσπρο μαύρο με ενθουσίαζε και με ενθουσιάζει πάρα πολύ. Είχα και το θέμα με την αρχιτεκτονική. Ξεκίνησα να κάνω – κάποιοι τα λένε σχέδια, δεν είναι σχέδια είναι κανονική ζωγραφική. Γιατί η σκιά έχει σκιά, έχει – Ένα απλό σχέδιο είναι να σκίτσο γραμμικό και τα λοιπά, αυτό είναι το σχέδιο, γιατί το δούλεψα και στην αρχαιολογία. Άλλά το μελάνι και με τον τρόπο που το κάνω εγώ, αλλά και με άλλους που έχω δει, είναι ζωγραφική κανονική δεν είναι σκίτσο, δεν είναι σχέδιο. Είναι άσπρο μαύρο. Δεν θεωρώ ότι είναι πάρα πολλοί που εκστασιάζονται στο άσπρο μαύρο, αλλά εμένα μου αρέσει πολύ και αυτό κάνω μέχρι τώρα. Δηλαδή κάνω, δουλεύω πάνω στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Έχω κάνει και κάποια τοπία αλλά – θα σου δείξω κάποια από αυτά που έχω κάνει. Τώρα, για να πάμε απέναντι, εκείνο που βλέπουμε το μεγάλο με το κωδωνοστάσιο εκείνο, δουλεύω για τον Νικόπουλο, τον Βαγγέλη. Ο Νικόπουλος είναι και έχει κάνει κάποια εξαιρετικά λευκώματα για τα Γρεβενά, φωτογραφικά. Τώρα ετοιμάζει κάτι καινούριο και δουλεύω πάνω σε αυτό ό,τι έχει σχέση με τα Γρεβενά. Με παλιά, θέματα από παλιές φωτογραφίες των Γρεβενών και με το σημερινό – αυτό είναι, δηλαδή το σχεδίασα επιτόπου στα Γρεβενά που βλέπουμε απέναντι, με μελάνι. Δεν ξέρω, αν θυμάμαι, αν το ‘πα ότι τον βράβευσε και Ακαδημία Αθηνών τον Βαγγέλη τον Νικόπουλο για τα λευκώματα αυτά. Οπότε πρέπει να του κάνω 30 τέτοια έργα. Μέχρι τώρα έκανα μόνο έξι, κάθε μήνα, ένα μήνα με πάει αυτό. Δεν με αφήνει περιθώρια να κάνω δικά μου. Με πιάνει δηλαδή, όταν με πει κάποιος, μου δώσει μια παραγγελία να κάνω κάτι, τότε με πιάνει η αναποδιά θέλω να κάνω το δικό μου. Τα έχει η ζωγραφική, τα έχει αυτά. Αυτά κάνω τώρα με τα μελάνια ασχολούμαι μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν θέλω να κάνω κάτι άλλο. Στο χρώμα και με το χρώμα τα πάω καλά, να αναφερθώ λίγο σε μία περίπτωση. Μια φίλη μου εικαστικός, η Γλύκα Διονυσοπούλου είδε την δουλειά μου, γιατί δουλεύει και η Γλύκα με μελάνια, αλλά είναι σε ένα περιοδικό στη Θεσσαλονίκη Καρυοθραύστις λέγεται το περιοδικό αυτό. Βγαίνει μία φορά, δύο φορές το χρόνο, δύο τεύχη μόνο και είχε την επιμέλεια των καλλιτεχνών στο περιοδικό αυτό η Γλύκα και μου πρότεινε να μου κάνει συνέντευξη. «Βρε Γλύκα – λέω – τόσοι αξιόλογοι καλλιτέχνες εμένα;» «Όχι – μου λέει – με ενδιαφέρει η δουλειά σου πάρα πολύ» Κάναμε μία συνέντευξη τότε, της έδωσα και κάποια έργα με χρώμα και ένα από αυτά επιλέχθηκε να μπει στο εξώφυλλο. Δεν, ήμουν αντίθετος να μπει στο εξώφυλλο το συγκεκριμένο έργο κιόλας, δεν ήθελα με τίποτα. Ήταν λίγο βαρύ και, δεν με ένοιαζε πώς θα το έβλεπε ο άλλος ο κόσμος που δεν με ξέρουν, αλλά η οικογένειά μου δεν ήθελα να το δει. Αλλά επέμενε ήταν, λέει, η επιτροπή αυτού του περιοδικού είναι τόσο αυστηρή και τα λοιπά δεν σήκωναν κουβέντα είπαν «αυτό και τέλος». Ένιωσα βέβαια περηφάνια. Η οικογένεια είχα μια «γιατί αυτό;» τέλος πάντων, αλλά ήταν για μένα ένα σφράγισμα για αυτό που κάνω, ότι ναι, τώρα μπορώ να λέω τον εαυτό μου καλλιτέχνη, ζωγράφο. Μέχρι τότε δεν τον έλεγα. Έλεγα «αν κρεμάσουν τους ζωγράφους και κρεμάσουν και εμένα τζάμπα το σκοινί και ταλαιπώρια μου». Αλλά ναι, από κει και πέρα ήταν τελείως διαφορετικά. Κάποια έργα μου μπήκαν σε εξώφυλλα βιβλίων σπουδαίων ανθρώπων και τα λοιπά, σε περιοδικά. Ήθελα να αναφερθώ σε ένα άλλο μια και μιλήσαμε για τηλεόραση και ραδιόφωνο ότι το ‘20 συνεργάστηκα με την Σοφία Καλμανίδου. Η Σοφία είναι διευθύντρια της δημοτικής βιβλιοθήκης Πτολεμαΐδας. Το ‘20 που ήταν ο covid στις δόξες του, για να μη χάσει τα παιδιά, η βιβλιοθήκη την επαφή με τα παιδιά, σκέφτηκε η Σοφία, ό,τι ήταν να πούμε, να τα κάνει σε ένα ραδιόφωνο της Πτολεμαΐδας. Πήρε τηλέφωνο και πήγα. Για μένα ήταν βέβαια ένα πολύ κόντρα όλο αυτό. Δεν μπορούσα να, δεν ήξερα, όχι δεν ήξερα να διαβάζω, δεν τολμούσα να διαβάσω παραμύθια και πώς να συμπεριφερθώ στα παιδιά. Κάναμε οχτώ εκπομπές και πήγαν πάρα πολύ καλά. Όταν σταμάτησαν οι εκπομπές παραπονέθηκε ο κόσμος γιατί και πώς. Μας άκουγαν σε πολλές πόλεις, διάφορες πόλεις της Ελλάδος σε βιβλιοθήκες πάλι με παιδιά και στην Ευρώπη δυο-τρεις βιβλιοθήκες. Τελευταία πάλι με την Σοφία, η Σοφία είναι ένας φοβερός άνθρωπος καταπληκτικός, έχει μία σχέση με τα παιδιά τρομερή και οι ιδέες είναι πρωτοποριακές. Τα παιδιά τώρα, τον προηγούμενο μήνα κάναμε μία διαδρομή «Ιστορίες του χωριού». Έβαλε τέσσερα χωριά στη σειρά της Πτολεμαΐδας, σε ένα λεωφορείο ανεβήκαμε γονείς παιδιά και τα λοιπά για να γνωρίσουν τα παιδιά τα χωριά τα συγκεκριμένα, την ιστορία, τους ανθρώπους. Εκεί σε κάθε χωριό μας περίμεναν, υπήρχε ένας αφηγητής που έλεγε την ιστορία του χωριού, χορευτικά, φαγητά, δηλαδή τα παιδιά μέσα σε μία μέρα γνώρισαν τέσσερα χωριά και γύρισαν γεμάτα εικόνες και συμπεριφορές και φιλοξενία. Αυτά βέβαια, στη συνέχεια θα γίνουν άλλες δύο διαδρομές πάλι στην Πτολεμαΐδα, αυτά μέσα από το ραδιόφωνο και τη βιβλιοθήκη με την Σοφία Καλμανίδου, αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο και φίλη μου. Αυτά είχα να πω για όλα αυτά.

Ά.Τ.:

Θέλω όμως να ρωτήσω γιατί είστε τόσο ταπεινός;

Α.Π.:

Δεν χρειάζεται να, τι να κάνω; Δεν χρειάζεται. Δεν με βοηθάει πουθενά, το να παινεύομαι δεν βοηθάει πουθενά. Δεν το μπορώ αυτό, είναι αρρώστια. Είναι κακή αρρώστια και δεν το θέλω. Δεν το ‘χω, να πω την αλήθεια, δεν το ‘χω, το πιο σωστό είναι αυτό, δεν υπάρχει μέσα μου αυτό το πράγμα. Δεν είναι, δεν κάνω τον ταπεινό. Δεν μου αρέσει όμως δεν το θέλω αυτό «ο Παφίλης κι εκείνο» με τίποτα δεν μπορώ να το πω. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.

Ά.Τ.:

Να πάμε τώρα στην «πετριά» που έχουμε με τα γεφύρια.

Α.Π.:

Με τα γεφύρια.

Ά.Τ.:

Θέλω λίγο για ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με την εικόνα των γεφυριών, γιατί πολλοί άνθρωποι της πόλης δεν γνωρίζουν το πόσο σημαντικά ήταν τα γεφύρια για τις περιοχές αυτές. Έτσι να μιλήσουμε λίγο για τον πολιτισμό γύρω από τα γεφύρια. Ποιοι άνθρωποι τα φτιάχναν, με ποιο σκοπό και πώς πέρασαν μέσα στους θρύλους μας;

Α.Π.:

Λοιπόν τα γεφύρια. Γεφύρι σημαίνει πέρασμα. Ενώνει δύο περιοχές, 00.50.00 δύο ίσως και διαφορετικούς κόσμους, ενώνει πολλά πράγματα ένα γεφύρι. Στην περιοχή μας λόγω του ότι τα βουνά, τα ποτάμια, τα εποχιακά επαγγέλματα, το Bόιο ήταν μία περιοχή που να πας στο χωράφι, να πας να φύγεις για δουλειές έξω και τα λοιπά, τα εμπόδια ήταν πάρα πολλά, ειδικά τα ποτάμια. Γι’ αυτό και στο Βόιο έχουμε πάρα πολλά γεφύρια ειδικά πάνω στον κορμό της Πραμόριτσας αυτό διασχίζει και όλο το Βόιο. Υπάρχουν γεφύρια μονότοξα, δίτοξα, πολύτοξα ανάλογα με την κοίτη του ποταμού και το μέρος που ήταν κτισμένο το γεφύρι. Η ομορφιά, εγώ τα γεφύρια τα αγάπησα και πάρα πολύ με την εικαστική μάτια. Δεν είμαι αρχιτέκτονας[00:50:00], δεν ξέρω δομές και τα λοιπά, αλλά αγάπησα από την εικαστική πλευρά τους. Πώς είναι ενταγμένα μέσα στο τοπίο είναι, όπως λέει και η Ευανθία η Φωτοπούλου σε ένα βιβλίο της ότι «Δεν μπορεί το γεφύρι να κάνει χωρίς το τοπίο και το τοπίο χωρίς το γεφύρι» μια καταπληκτική αρχιτέκτονας Βοιώτισα, από την Μόρφη θαρρώ ήταν η Ευανθία Φωτοπούλου; Τέλος πάντων, εγώ από αυτή την πλευρά τα είδα τα προσέγγισα, έψαξα να τα βρω, να τα βρω. Ήξερα ότι υπάρχουν πολλά, δεν ήμουνα και ο γνωστός τότε στην αρχή. Από τα χωριά δεν δίναν πληροφορίες, γιατί με βλέπαν ίσως σαν χρυσοθήρα ψάχνω λίρες και τα λοιπά. Τα μονοπάτια ήδη ήταν κλειστά, δεν μπορούσες να τα βρεις και εύκολα. Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε με τον Γιώργο τον Τσότσο που έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο ο Γιώργος για τα γεφύρια της Δυτικής Μακεδονίας. Τα πετρογέφυρα της Μακεδονίας είναι ο τίτλος του βιβλίου του θαρρώ. Μέσα από κει γνώρισα βέβαια, μέσα από αυτά γνώρισα και τον Σπύρο τον Μαντά αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο. Για το αυτό το έργο που έκανε τώρα τελευταία Γεφυρογραφία της Πίνδου ένα πεντάτομο εξαιρετικό έργο. Ό,τι και να πεις για το Σπύρο είναι λίγα, τον Μαντά. Εμείς, σε μας είχαμε την τύχη η περιοχή η δική μας, επειδή υπάρχουν τα Μαστοροχώρια, είχαν πάρα πολλούς μαστόρους Πεντάλοφο και τα λοιπά, Πεντάλοφος, Δίλοφο, Αγία Σωτήρα μέχρι και το Νεστόριο επάνω είχε και πάρα πολλά Μαστοροχώρια η Δυτική Μακεδονία, και με την πλευρά τα γειτονικά της Ηπείρου από την πλευρά το, στην κοιλάδα του Σαραντάπορου βρίσκονταν εύκολα μαστόρια, χτίστες. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά το να στηθεί ένα γεφύρι. Ένα γεφύρι ανάλογα με το, διάλεγαν το μέρος που θα στηθεί την επιλογή. Χτιζόταν συγχρόνως και από τις δύο μεριές, δύο συνεργεία, χτιζόταν αφού μπαίναν οι σκαλωσιές ξυλότυποι και τα λοιπά και συνεργάζονταν όταν φτάναν πάνω στο κλειδί, εκεί που κλείδωνει η κατασκευή, εκεί αναλάμβανε ο πρωτομάστορας μετά. Γιατί εκεί είναι το αν θα πέσει το γεφύρι ή όχι. Και μάλιστα τα συνεργεία, ανάλογα αν το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο, ο πρωτομάστορας άφηνε το συνεργείο να δουλεύει από δω μεριά και μετά το άλλαζε και το πήγαινε από την άλλη και έφερνε τους άλλους από την άλλη όχθη, για να υπάρχει συμμετρία και να είναι σωστό το αποτέλεσμα, για να μην πέσει το γεφύρι. Γιατί όταν τελείωνε η δουλειά κατέβαιναν ξυλότυποι και οι σκαλωσιές και στο πρώτο τέταρτο, αν ήταν να πέσει το γεφύρι έπεφτε. Και είχαμε πάρα πολλά τέτοια περιστατικά. Το γεφύρι του Αζίζ Αγά έπεσε τρεις φορές στα Γρεβενά, στο Βενέτικο, δύο φορές – συγνώμη –την τρίτη στέριωσε. Η προσφορά των γεφυριών τεράστια. Το να πας στο χωράφι, το να πας στον μύλο γιατί κοντά σε γεφύρια υπήρχαν και πάρα πολλοί νερόμυλοι, να πας στο μύλο, να ταξιδέψεις, να πας στο άλλο το χωριό, η επικοινωνία, συγκοινωνία. Ζωγράφοι, αγιογράφοι τότε εκείνης της εποχής που έχουν ζωγραφίσει και μοναστήρια πολλά δικά μας. Χτιστές, ξυλουργοί, ξυλογλύπτες.

Ά.Τ.:

Συνεχίζουμε λέγαμε για την προσφορά.

Α.Π.:

Η επικοινωνία, ήτανε συγκοινωνία, αυτό πρόσφερε. Ήταν μεγάλη η προσφορά του γεφυριού γι’ αυτό και τότε οι οίκοι, τα χωριά γύρω πάντα φρόντιζαν για την συντήρηση του γεφυριού και μάλιστα με προσωπική εργασία, έτσι; οι περισσότεροι. Ήταν σημαντικό, ήταν ζωή. Οι χτίστες ήταν ένα και είναι ένα σπουδαίο κομμάτι για την περιοχή μας. Εξάλλου τα, όπως λένε οι Πενταλοφίτες «Πέτρα είχαμε, πέτρα δουλέψαμε», τα χωράφια λιγοστά, πώς να ζήσει μια οικογένεια με ένα μικρό κήπο και τα λοιπά; έτσι. Η πέτρα είναι που τους έδωσε την ιδέα του να γίνουν χτίστες, πελεκάνοι και μάλιστα εξαιρετικοί. Σε όλο το κόσμο έχουν ταξιδέψει από τα Μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, μαστόρια, συνεργεία σε όλη την ήπειρο. Πάρα πολλοί δούλευαν και στην Κωνσταντινούπολη και παίρναν πολύ μεγάλα έργα. Ήταν τόσο καλοί κα ήταν και ονομαστοί οι Ζουπανιώτεςοι κάλφες. Πολύ καλοί λιθοξόοι, Ζουμπανοπολίτης που έκανε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας και το υπαίθριο και δούλεψε και στο Πήλιο μαζί με τον Δήμο Ζουπανιώτη – καλά το λέω;– αρχιμάστορας αυτός. Ίσως να είναι και αυτός που έχτισε τον Άγιο Αχίλλειο στον Πεντάλοφο αλλά μεγαλούργησε στο Πήλιο και αυτός, έχτισε πάρα πολλές εκκλησίες. Έχουμε δηλαδή ονομαστούς και από το Δίλοφο πάρα πολλοί χτίστες, πάρα πολλοί χτίστες από το Δίλοφο, Αγία Σωτήρα. Ήταν βέβαια και το περίφημο Φευγιό. Ένας σκηνοθέτης κάπου το ‘72, ο Καραϊσκάκης έκανε μια πάρα πολύ ωραία ταινία το πώς φεύγαν τα μαστόρια, εξαιρετική ταινία. Αυτός ήταν και ο βοηθός του ενός μεγάλου σκηνοθέτη, του Κανελλόπουλου, πολύ σπουδαίος. Η δουλειά εκείνου του σκηνοθέτη διδάσκονταν και στα πανεπιστήμια της Αμερικής. Αυτοί που ασχολούνταν με τον κινηματογράφο και με αυτά. Τι να πω τώρα για τους – ; Και σήμερα έχουμε πολλοί καλούς χτίστες. Είναι μόνο τα Μαστοροχώρια πάνω στο Βόιο τα ονομαστά δηλαδή αυτά τα – Η Γαλατινή έχει πολύ καλούς μάστορες και σήμερα όπως και ο Πεντάλοφος και σήμερα υπάρχουν μαστόροι αλλά δεν είναι σε αυτό το όπως ήταν παλιότερα. Δεν είναι σε αυτό το πολύ μεγάλο άνοιγμα. Για μένα είναι τιμή μας που έχουμε τόσο καλούς μαστόρους, ό,τι έχει να κάνει με την πέτρα είναι ευλογία για τον άνθρωπο.

Ά.Τ.:

Να διαβάσουμε και τον θρύλο;

Α.Π.:

Ναι. 

Ά.Τ.:

Να πούμε ότι αυτός είναι ένας θρύλος;

Α.Π.:

Για τα γεφύρια έχουν γραφτεί, υπάρχουν για, όχι για όλα, για κάποια αυτά κάποιοι θρύλοι οι οποίοι πειραματικά έτσι μικροί. Κάποια στιγμή είχα την ιδέα έναν από αυτούς τους θρύλους να τον αναπτύξω λίγο, να βάλω τη φαντασία και όσα γνώριζα από τους ανθρώπους, από τους χτίστες, γιατί είχα από τις πολλές γνώσεις το πώς χτίζεται ένα γεφύρι, να το κάνω έτσι ένα διήγημα. Έγραψα, έκανα πέντε διηγήματα. Τρία από αυτά βρίσκονται στον τέταρτο τόμο του Σπύρου Μαντά  Γεφυρογραφία της Πίνδου με τον τίτλο Τρεις θρύλοι από την Ανασελίτσα, Ανασελίτσα λεγόταν παλιά το Βόιο. Εγώ θα διαβάσω σήμερα το Ο ληστής και το γεφύρι, πρόκειται για το γεφύρι της Χρυσαυγής. Λοιπόν.

Ά.Τ.:

Να πούμε πού περίπου είναι η Χρυσαυγή;

Α.Π.:

Η Χρυσαυγή είναι πηγαίνοντας πριν φτάσουμε στη Μόρφη, τώρα ποια είναι η Μόρφη; Είναι μετά το Τσοτύλι, εντάξει μετά το Τσοτύλι να πούμε μια πόλη και τα λοιπά. Να ξεκινήσω;

Ά.Τ.:

Ναι, ναι.

Α.Π.:

Ο ληστής και το γεφύρι:  Δύο λαμπερά άγρια μα και ανήσυχα μάτια που μόλις ξεχώριζαν μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές και μια βαριά γρήγορη ανάσα που μόνο τα πουλιά άκουγαν, μαρτυρούσαν τη θέση του ληστή που παρακολουθούσε το χτίσιμο του γεφυριού. Αφουγκραζόταν τις προσταγές των αρχιμαστόρων, τα χτυπήματα των πελεκητών πάνω στις πέτρες, τα καρφώματα των μαραγκών καθώς στερέωναν τη σκαλωσιά, τα κουδαρίτικα πειράγματα των χτιστάδων για τις ωραίες γυναίκες του χωριού, τις φωνές από τα τσιράκια που καταγίνονταν με τη λάσπη και τον ασβέστη, τον απόμακρο αχό του Παλιομάερου που τέτοια εποχή τα νερά του είναι λιγοστά… Κοιτούσε κι αφουγκράζονταν να αντιλαλεί ζωή μέσα στο βαθύ λαγκάδι της Μιραλής. – Μιραλή είναι η Χρυσαυγή – Το βλέμμα του όμως ήταν σ’ αυτό:  Στο γεφύρι…! Που μέρα με τη μέρα όλο και ψήλωνε και έφτασε σε σημείο να σμίξουν τα δύο άκρα του και να κλειδώσει η κατασκευή του… Ολόγυρα στις απόκρημνες όχθες, [01:00:00]στην κοίτη του ποταμού, ακόμα και στη σκεπή του νερόμυλου γέμισαν από ασπρόμαυρες φιγούρες. Δουλειές έμειναν στη μέση, θύρες έκλεισαν βιαστικά, κατσαρόλια ξεχάστηκαν στη φωτιά, αφού όλοι ήθελαν να δουν το θαύμα από κοντά και έτρεξαν. Το θαύμα χωρίς φαγοπότι δε γίνεται. Γι΄ αυτό γυναίκες πήραν να στρώσουν δίπλα στο νερόμυλο, μην τις προλάβουν, οι λαλητάδες που κατηφόριζαν το μονομάτι. Στη βελανιδιά έγειρε ο ληστής και το στήθος του είχε φουσκώσει πιότερο και απ’ τον Παλιομάερο όταν λιώνουν τα χιόνια.  «Όλα καλά», ψιθύρισε χαρούμενος. «Άξιος ο μισθός των μαστόρων. Τον έζεψαν πια». Και πως να μη χαρεί; Οι Μιραλιώτες γλίτωσαν απ’ ένα βραχνά κι αυτός στάθηκε πιστός στο τάμα του. Τάμα σχώριο για τα πολλά του κρίματα, αλλά κι η υπόσχεση που έδωσε όταν, κυνηγημένος σαν αγρίμι από τα τουρκικά αποσπάσματα και μη μπορώντας να περάσει το κατεβασμένο ποτάμι, τρύπωσε νύχτα στο χωριό όπου του άνοιξαν τις κρύπτες τους και τον κράτησαν όσο να περάσει η μπόρα. Καλό πήρε, καλό ήθελε να τους γυρίσει ο Νικόλαος Ζάμπρος, ο αδίστακτος ληστής που τον έτρεμαν όλα τα χωριά της Ανασελίτσας και του Γρεβενού. Γι’ αυτό έδωσε το χρειαζούμενο ποσό, για να χτιστεί γεφύρι πάνω στο ρέμα και να ενώσει τη Μιραλή με τα βοσκοτόπια της Τσιούκας και με τα χωριά Λιμπόχοβο, Μοιρασάνη και Σβόλιανη.  Γαληνεμένος πια, νοστάλγησε τους δικούς του στα Γρεβενά. Πεθύμησε σπιτικό φαΐ, μα πιο πολύ πάλευε να φέρει στο μυαλό του τις μορφές των δικών του, της μάνας και του πατέρα του. Ξάφνου, φωνές, σφυρίγματα και χειροκροτήματα τον τρόμαξαν. Πετάχτηκε πάνω και σιμώνοντας προσεκτικά στην πυκνή φυλλωσιά, την άνοιξε και κοίταξε να δει τι είχε τρέχει. Πάνω στην ώρα οιι μάστοροι έβγαλαν τα καλούπια, έλυσαν τη σκαλωσιά και να το! Το γεφύρι πανέμορφο, καμαρωτό και δυνατό! Έτοιμο να τα βάλει με το ποτάμι, τον αέρα και με όλα τα στοιχεία της φύσης. «Γεια στα χέρια σας!» Ο έπαινος βγήκε απ’ τα σκασμένα χείλη που τα ‘βρεξε ένα δάκρυ. «Γεια στα χέρια σας!» Είπε ξανά. Και πώς να μην το πει! Ποίημα σωστό η τέχνη των μαστόρων! Άλλαξε το τοπίο, ομόρφυνε πιότερο η φύση! Το γεφύρι με το ψηλό του τόξο δρασκελούσε το ποτάμι και το στεφάνωνε. Κόσμημα ακριβό σε νέας γυναίκας το λευκό λαιμό!  Χαλασμός κόσμου, καπέλα στον αέρα, παινέματα και χτυπήματα στην πλάτη των μαστόρων για την αξιοσύνη τους. Ευχές να μακροζωίσει και να καλοζήσει αυτός που έβαλε τα λεφτά. Ίδιο ποτάμι, φουσκωμένο, ορμητικό, η χαρά, το δέος και η συγκίνηση. Κόντεψε να τον παρασύρει κι εκείνον. Να τον βγάλει έξω απ’ τη φυλλωσιά, να τον ρίξει ανάμεσα στους άλλους για να γιορτάσουν και να χαρούν όλοι μαζί. Και μήπως δεν το δικαιούνταν; «Έλα στα συγκαλά σου Ζάμπρο. Άγιο το έργο σου, μα οι άνθρωποι ξεχνούν» Τίναξε τη φουστανέλα του, έσφιξε το σελάχι, χάιδεψε τ’ άρματα του, έριξε μια τελευταία ματιά στο γεφύρι και στον κόσμο και, σφίγγοντας στο χέρι του το τουφέκι, χάθηκε μέσα στο ρουμάνι σιγοτραγουδώντας: «Σαν τρώμε και σαν πίνουμε και σαν χαροκοπούμε Κάνα καλό δεν κάνουμε, καλο για τη ψυχή μας. Ο κόσμος φκιάνει εκκλησιές, φκιάνει και μοναστήρια, Φκιάνει και πετρογέφυρα για να περνάει ο κόσμος». Αυτό, δεν ξέρω αν είχα λίγο το –

Ά.Τ.:

Ήταν εξαιρετική η αφήγηση.

Α.Π.:

Ήταν και λίγο ξαφνικό δεν ήμουν προετοιμασμένος.

Ά.Τ.:

Να ρωτήσω μόνο αυτοί οι θρύλοι συνήθως περνούσαν από αφηγήσεις –

Α.Π.:

Ναι, ναι.

Ά.Τ.:

Ο ένας στον άλλο –

Α.Π.:

Από στόμα, σε στόμα και ευτυχώς αυτοί που μείναν, δηλαδή δεν είναι πολλοί, αλλά όταν γνωρίζεις βλέπεις ένα γεφύρι και γνωρίζεις την ιστορία του, πως χτίστηκε, πότε χτίστηκε, ποιες είναι οι διαστάσεις του και τα λοιπά. Όταν όμως ακουστεί ένα γεγονός που έγινε ένα θρύλο παίρνει άλλη διάσταση το γεφύρι και τότε νιώθεις 100% και ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος αυτό του πέτρινου κατασκευάσματος.

Ά.Τ.:

Πριν ολοκληρώσουμε να πούμε ότι δυστυχώς η πολιτεία δεν δείχνει την απαραίτητη μέριμνα για την συντήρηση τους.

Α.Π.:

Ναι, έχουν χαθεί πολλά γεφύρια.

Ά.Τ.:

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε την ύπαρξή τους και τη σημασία τους.

Α.Π.:

Βεβαίως. Τελευταία, αν και βέβαια πάρα πολλά γεφύρια έχουν καταστραφεί στον εμφύλιο, έχουν ανατιναχτεί και στον πόλεμο του ‘40 έτσι; Οι Ιταλοί έχουν ανατινάξει γεφύρια και οι Άγγλοι που ανατίναξαν το γεφύρι του Πασά κάτω από τη Σιάτιστα στον Αλιάκμονα. Και σήμερα πριν από κάποια χρόνια δεν έπεσε το γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο; Βέβαια το ξαναστήσαν αλλά το αυθεντικό έχει πέσει. Από ό,τι παρακολουθώ η περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας και όχι σήμερα, και παλιότερα, έχει αναστηλώσει αρκετά από τα γεφύρια και από άλλα μνημεία αλλά και γεφύρια έχει έχουν αναστηλωθεί αρκετά και είναι και κάποια ακόμα που περιμένουν στη σειρά. Ελπίζω να γίνει, για να μην τα βλέπουν οι επόμενες γενιές, μην τα γνωρίζουν μόνο από φωτογραφίες.

Ά.Τ.:

Μακάρι. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ελπίζω να σας άρεσε η διαδικασία αυτή που κάναμε. Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα και νομίζω ολοκληρώσαμε. Θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε, οτιδήποτε;

Α.Π.:

Εγώ ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε καταρχήν. Είναι συγκινητικό για μένα. Δεν τα έχω και τόσο μαθημένα αυτά, να πω την αλήθεια. Ένα βαθύ, βαθιά από την καρδιά μου ένα μεγάλο ευχαριστώ Άννα Μαρία, να ‘σαι καλά.

Ά.Τ.:

Κλείνουμε;

Α.Π.:

Ναι.