© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η ιστορία των τελευταίων χρόνων της «Πειραϊκής-Πατραϊκής»

Istorima Code
11485
Story URL
Speaker
Σπύρος Λαμπίρης (Σ.Λ.)
Interview Date
17/12/2019
Researcher
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)
Σ.Λ.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Σπύρος Λαμπίρης, είμαι γεννημένος το 1945. Γεννήθηκα, βέβαια, στον Πειραιά, τώρα μένω στον Κολωνό. Τι άλλο; Έχω δουλέψει σε διάφορες δουλειές, γιατί είχα... Δούλευα στην «Εθνική Ασφαλιστική» στην αρχή, και μετά πέρασα, πήγα στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή». Εκεί μπήκα το '86, λοιπόν, και εκεί δούλευε και η μέλλουσα σύζυγος, στο ίδιο εργοστάσιο. Η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» ήτανε δεκαέξι εργοστάσια, εκ των οποίων το ένα ήτανε στη Γαλλία. Ήτανε μεγάλη φίρμα για την εποχή της στα υφάσματα. Γιατί, όταν κλείσαμε, οι πελάτες μας ρωτάγανε πότε θα ξανανοίξουμε, για να κάνουν παραγγελίες. Εγώ ήμουνα πωλητής, βέβαια, στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή» και εισπράκτορας ταυτόχρονα. Λοιπόν, η πραγματικότητα είναι ότι είχε πολύ καλά υφάσματα, και όχι γιατί δούλευα εγώ εκεί, το λέγαν οι πελάτες, γιατί αυτοί που έκλεισαν την «Πειραϊκή-Πατραϊκή» ακούστηκε ότι ήταν η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία και δεν είχαν τα ανάλογα υφάσματα στο εμπόριο, λοιπόν, και δεν τους συνέφερε. Τώρα, τι κάνανε; Πρόσφεραν χρήματα για να κλείσει; Έκλεισε έτσι; Από μόνη της αποκλείεται, κάτι έγινε και έκλεισε, γιατί πήγαινε πολύ καλά. Ήτανε οι υπάλληλοι, ήταν οκτώμισι χιλιάδες υπάλληλοι τότε. Λοιπόν, βέβαια, στενοχωρηθήκαμε, όταν φύγαμε. Δεν τα έκλεισε όλα τα εργοστάσια μαζί. Το τελευταίο που έκλεισε ήταν του Γαβριήλ, αυτό που ήταν στην Πειραιώς, που λέγεται τώρα «Factory», αυτό ήταν του Γαβριήλ. Εκεί ήμουν και εγώ και η γυναίκα μου, και τελικά μας δώσανε αποζημιώσεις, αλλά ήταν και μία αποζημίωση που έδωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία δεν την πήραμε ποτέ. Το γιατί δεν το μάθαμε, αλλά μάλλον αυτοί που είχαν αναγγείλει ότι θα τη δίνανε, κρατήθηκε από κει και δεν την πήραμε. Τώρα, μακάρι να άνοιγε πάλι, θα πήγαινα με χίλια, ας είμαι στην ηλικία που είμαι, θα πήγαινα με χίλια, γιατί ήταν στις πληρωμές τους, στους υπαλλήλους, γενικά, σε όλους, ήτανε στην ημερομηνία. 1η του μηνός εάν δεν είχες θυμηθεί να πας να πάρεις τα λεφτά σου, που λέει ο λόγος, σου ‘λεγε ο προϊστάμενος: «Πήγαινε να πληρωθείς». Και τα ένσημα σου κανονικότατα και αυτό και μόνο σε έκανε να… Πώς; Να διαθέτεις τον εαυτό σου για την εταιρεία αυτή: «Σώνει και καλά ότι πρέπει να δουλέψω, γιατί ζω από αυτούς». Τώρα, από εκεί και πέρα τι έγινε; Δεν μπορούσαμε να το μάθουμε. Γιατί εμείς θέλαμε τη δουλειά μας, αλλά τελικά μερικοί, που τους λένε συνδικαλιστές, αυτούς τους κρατήσαν δύο χρόνια ακόμη, αφού είχαν απολύσει όλους τους άλλους υπαλλήλους. Γιατί έγινε αυτό; Κανείς δεν το ‘μαθε.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε με περισσότερες λεπτομέρειες, κατ’ αρχάς, τη δική σας δουλειά–

Σ.Λ.:

Εγώ–

Δ.Μ.:

Το αντικείμενο.

Σ.Λ.:

Ναι. Εγώ, από την ώρα που μπήκα, με βάλανε εισπράκτορα στην αρχή, και με τον καιρό, επειδή θέλαν να αυξήσουν τις πωλήσεις, για να προλαβαίνουν και οι πωλητές –Αυτοί, όμως, δεν κάνανε τις εισπράξεις. Εμείς κάναμε και πωλήσεις μετά και εισπράξεις, και γυρίζαμε την Αθήνα και τις περιοχές ο καθένας που είχε με το αυτοκίνητο, γιατί έπρεπε να μαζευτούν ορισμένα χρήματα καθημερινά. Δεν σου λέγανε: «Θέλουμε τόσα», εσύ έβγαζες το πρόγραμμά, ποιοι σου χρωστάνε, πόσα σου χρωστάνε και πότε σου έχουν πει να περάσεις να πληρωθείς, και πηγαίναμε κάθε μέρα, παίρναμε γραμμάτια, παίρναμε επιταγές και μετρητά. Δηλαδή, κουβαλούσαμε από δύο μέχρι πέντε-εφτά; Εκατομμύρια την ημέρα, σε δραχμές μιλάμε. Λοιπόν και γυρίζαμε το μεσημέρι, παραδίδαμε τα χρήματα, με τις αποδείξεις, τα πάντα. Ήξερες ότι θα κάνεις τη δουλειά σου την άλλη μέρα, δηλαδή δεν πήγαινες στενοχωρημένος: «Γιατί πάω να δουλέψω». Πήγαινες, γιατί σου άρεσε η δουλειά αυτή, που ήσουνα ελεύθερος, συναντούσες τον άλφα πελάτη ή το βήτα πελάτη και είχες τις γνωριμίες σου κιόλας και αυτό μέτραγε για εμάς. Ήταν ψυχολογικό, ας πούμε. Ε, και συναντιόμασταν μεταξύ μας και σαν πωλητές, λέγαμε και τις κουβέντες μας στο δρόμο, ξέρω ‘γω, αλλά ήταν πολύ ωραία η δουλειά αυτή, μακάρι να γινόταν και τώρα ακόμη, πήγαινα, πήγαινα.

Δ.Μ.:

[00:05:00]Θέλετε να μου πείτε περίπου τι πελάτες είχε η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» στην Αθήνα; Εννοώ ήτανε μεγάλες επιχειρήσεις; Μικρές επιχειρήσεις; [Δ.Α.].

Σ.Λ.:

Ναι, και μεγάλες επιχειρήσεις και μικρότερες επιχειρήσεις, όχι. Ε, τώρα, ο «Toi-Moi» είναι τέσσερα αδέρφια, ο «Berto Lucci» δεκατρία μαγαζιά, η «BSB», όσοι είναι στο Περιστέρι, στον πεζόδρομο, όπως ανεβαίνουν τον πεζόδρομο αριστερά, ήταν πελάτες της «Πειραϊκής». Όλοι, φίρμες, μιλάω, δεν ήταν ένα μαγαζάκι απλό, ήταν φίρμες, δεν είχαν ένα μαγαζί. Και ο «Berto Lucci», όταν ξεκίνησε ήταν στην Καλλιθέα, είχε ένα μαγαζί και έβγαζε τα τζιν, τα «Charlie» τότε, λοιπόν, και ξαφνικά απλώθηκε, μεγάλωσε και έγινε αυτός που είναι τώρα. Ο Mάνθος. Έρχεται εδώ, εδώ είναι το κεντρικό του, εδώ φέρνει μόνο στοκ τώρα, αλλά τα άλλα μαγαζιά δουλεύουν κανονικά, με νέα μοντέλα και τέτοια. Άσχημο είναι; Πολύ ωραία. Ξέρεις τι είναι να μπαίνεις σε ένα μαγαζί και να σε ξέρουνε; Μιλάω για αυτόν που έχει το μαγαζί, τον ιδιοκτήτη. Εμένα μου άρεσε αυτό. Αλλά μετά αλλάξαμε δουλειά, γιατί δεν βρίσκαμε, και αναγκαστήκαμε –αναγκαστήκαμε–, εντάξει, λόγω και της ανάγκης, βέβαια, γιατί θέλαμε δουλειά, δεν είχαμε μετά και οι δύο, και πήγαμε και πιάσαμε εργασία στην «Πειραϊκή» –ε, «Πειραϊκή» λέω– στην «Ηπειρωτική». Η «Ηπειρωτική» ήταν εδώ, στον Κολωνό, στη Λένορμαν. Λοιπόν, αυτή πουλούσε λογιστικά προγράμματα. Αφεντικό ήταν ο Μπάμπης, ο Μανιώτης, του οποίου η γυναίκα ήταν ξαδέρφη ή ανιψιά του Υπουργού Οικονομικών τότε, τότε. Λοιπόν, και έκανε και το κτίριο αυτό που έχει κάνει με τα τουβλάκια, και έπαιρνε τα νομοσχέδια κατευθείαν από το Υπουργείο. Τα έβγαζε σε cd, σε DVD, σε βιβλία και εμείς ήμαστε οι πωλητές και εισπράξεις ταυτόχρονα. Αλλά ήταν λίγο δύσκολη δουλειά, γιατί εκεί έπρεπε να ξέρεις τα αντικείμενα για να κάνεις την πώληση. Εντάξει, πουλάγαμε, γιατί τα είχαν ανάγκη και τα παίρνανε αυτοί, τα ακούγανε, τι βγήκε εδώ και εκεί, και τα περνάνε και τώρα βλέπω τους λογιστές που παρουσιάζει ο Αυτιάς, τον Μουζάκη, κάτι άλλους που βγάζουνε στις εκπομπές τους, αυτούς είχα πελάτες όλους. Και λέω: «Κοίταξε, ρε παιδί μου, τώρα έγιναν φίρμες». Όλοι αυτοί έγιναν φίρμες στην τηλεόραση, όλοι. Αλλά, αυτοκτόνησε, γιατί ένα πρωί ξυπνήσαμε… Ενώ πήγαινε η δουλειά καλά, εκείνος ξανοίχτηκε πολύ, έκανε πολυκατοικίες, πήρε οικόπεδα, έφτιαχνε το ένα, έφτιαχνε το άλλο και… Από ένα σημείο και έπειτα, στριμώχτηκε, δεν τα κατάφερνε, και αναγκάστηκε να πει ότι… Να κοιτάξει τι άλλο μπορεί να κάνει, για να αναπτυχθεί πάλι η εταιρεία, και τελικά δεν τα κατάφερε. Και ένα πρωινό ακούμε στην τηλεόραση, Σάββατο προς Κυριακή, Κυριακή πρωί, ότι: «Γνωστός επιχειρηματίας» –και δείχνει το κτίριο– «αυτοκτόνησε». Από κει και πέρα, μείναμε ξεροί και οι δύο εδώ που το ακούσαμε, πήγαμε έξω από δω και μακριά, στην κηδεία του, και είχε τη σύζυγο και δύο παιδάκια, δύο παιδιά. Και πριν δύο χρόνια, αυτοκτόνησε η κόρη του, 19 χρονών. Πού είναι η «Γαλήνη», πιτσαρία, στο μετρό; Πήδησε στην απέναντι πολυκατοικία από τον όγδοο όροφο κάτω. 19 χρόνων, μορφωμένη κοπέλα, πολύ εμφανίσιμη, έξυπνη και τα λοιπά. Τώρα, για ποιο λόγο; Δεν μαθεύτηκε, πάει.

Δ.Μ.:

Να ρωτήσω: Όταν έκλεισε αυτή τη εταιρία–

Σ.Λ.:

Η «Ηπειρωτική».

Δ.Μ.:

Μετά, οι εργαζόμενοι, εσείς και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, τι έγινε;

Σ.Λ.:

Τίποτα, δεν βρίσκαμε δουλειά. Καταρχήν, δεν μας παίρναν λόγω ηλικίας, πρώτον. Η… αυτό που έγινε μετά –Α, θα το πω και αυτό, ναι, όχι. Η σύζυγος, λόγω του ότι δούλευε κομπιούτερ πολλά χρόνια, μπήκε στο «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο», μετά μπήκε στη «Eurobank», δούλεψε αρκετά χρόνια και εκεί. Εγώ μπήκα σε μία εταιρεία που σου έβρισκε δουλειά και μου βρήκε δουλειά στα «Ελληνικά Ταχυδρομεία», κουβαλούσα κοντέινερ, τα φόρτωνα, τα ξεφόρτωνα –στα 60 μου–, τα ξεφόρτωνα και αυτά. Αλλά, όταν έχεις ανάγκη, κανείς ό,τι δουλειά να ναι, γιατί πρέπει να… Λες: [00:10:00]«Να ζήσω», ρε παιδί μου. Δεν πήγαμε σε μαγαζιά πότε και σε τέτοια, αλλά να έχουμε το σπίτι μας, τίποτα άλλο δεν θέλαμε. Και δούλεψα και εκεί. Μέχρις ότου αλλάξανε μία, έναν προϊστάμενο που είχαμε και βάλανε μία προϊσταμένη, η οποία ήταν πολύ σκληρή. Και μία μέρα ξεκινάω και πάω στη δουλειά και μόλις φτάνω έξω από το κτίριο, σταματάω και λέω: «Γυρνάω σπίτι, δεν ξαναπάω». Και έτσι έφυγα. Δεν γινότανε, γιατί σου δίνανε ένα μισθό που δεν αντεπεξερχόταν σε αυτά που έκανες και χωρίς ένσημα. Από τη στιγμή που μεσολαβούν τέτοιου είδους εταιρείες, αυτοί εκμεταλλεύονται τα πάντα, οπότε… Εντάξει, πήγα στην αρχή, αλλά, όταν έχω και προϊστάμενο μια γυναίκα ή έναν άντρα που είναι πολύ σκληρός απέναντι στους υπάλληλους, λέω: «Θα φύγω» και έφυγα. Τι να κάνουμε; Ευτυχώς που βρήκε δουλειά εκείνη, δούλεψε στο «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο», «Eurobank» και την πήγανε και σε καλή θέση μετά, την είχανε βάλει στα δάνεια, που τα κοιτάγανε, ποιος χρωστάει, ποιος δεν χρωστάει και τέτοια, και από εκεί βγήκε και στη σύνταξη.

Δ.Μ.:

Ξαναγυρνάω–

Σ.Λ.:

Ναι, ναι, ναι.

Δ.Μ.:

Εκεί που αναφέραμε λίγο πιο πριν.

Σ.Λ.:

Μάλιστα.

Δ.Μ.:

Να πούμε μερικές λεπτομέρειες ακόμα, ειδικά για το πως έκλεισε η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» και για τις αποζημιώσεις. Τι έγινε και ποιες είναι οι δικές σας εκτιμήσεις για το τι έγινε τότε;

Σ.Λ.:

Το τι έγινε, σας είπα ότι πρέπει να πέσανε… Καταρχήν, τα αφεντικά ήταν οι Στραταίοι και οι Κατσαμπαίοι, ήταν συγγενείς του Καραμανλή, του παλιού Καραμανλή. Λοιπόν, τώρα, ο λόγος που έκλεισε ακριβώς, ακούστηκε αυτό που είπα πριν, ότι είχανε, την πέσανε τα τρία κράτη αυτά, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, γιατί πούλαγε και δεν πουλάγανε. Είχε καλά υφάσματα, ας πούμε, αυτό μέτραγε. Από κει και πέρα, δεν μαθεύτηκε κάτι άλλο για να ξέρουμε τον λόγο ακριβώς. Δεν άφησαν να μαθευτεί μάλλον, οπότε δεν έχω κάτι άλλο να πω γι’ αυτό.

Δ.Μ.:

Με τις απεργίες και τα συνδικάτα τι έγινε; Με τους συνδικαλιστές.

Σ.Λ.:

Εντάξει, οι συνδικαλιστές κάνανε, όταν κάναν απεργίες, όταν μάθανε ότι θα κλείσει, αρχίσαν τις απεργίες. Βέβαια, αυτοί, και που δουλεύαμε, στη δουλειά ήτανε βολταδόροι, ερχόντουσαν μέσα: «Θα πάω εκεί, έχω μία συνάντηση εκεί. Θα πάω εκεί, έχω άλλη μία συνάντηση». Οπότε, πληρωνόντουσαν μεν, αλλά δεν ήταν μέσα στη δουλειά. Λοιπόν, από εκεί και πέρα, ό,τι θέλαν αυτοί μεταδιδόταν μέσα, ό,τι θέλαν αυτοί λέγανε, ότι: «Ξέρεις; Έγινε αυτό» ή «έγινε εκείνο, το άλλο», γιατί δεν ξέρεις τι πληροφορίες ήταν αυτές που σου δίνανε, αληθινές-ψεύτικες; Δικαιολογούσαν και τον εαυτό τους μέσω των πληροφοριών αυτών; Κάτι τέτοιο.

Δ.Μ.:

Η ενημέρωση των εργαζομένων, δηλαδή, γινόταν μέσω των συνδικαλιστών;

Σ.Λ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, έτσι γινότανε. Γιατί και να ήθελες, από πού θα μάθαινες; Από κανέναν. Ούτε διευθυντές ξέρανε, ούτε… Δηλαδή, οι μόνοι διευθυντές που θα ξέρανε θα ήταν αυτοί που ήταν κοντά στους Κατσαμπαίους και τους Στραταίους, οι άλλοι δεν μπορεί να ξέρανε λεπτομέρειες.

Δ.Μ.:

Η σχέση γενικότερα, μιας και μιλάμε για αυτό, η σχέση γενικότερα των συνδικαλιστών με τους εργαζόμενους ποια ήτανε; Και ποια ήταν και αντιστρόφως των εργαζομένων με τους συνδικαλιστές;

Σ.Λ.:

Να πω το εξής, ότι οι εργαζόμενοι υπολογίζανε τους συνδικαλιστές, οι συνδικαλιστές δεν υπολογίζαν τους εργαζόμενους. Κάναν αυτό που θέλαν, αυτό που γίνεται και τώρα πολλές φορές: Κοιτάνε τον εαυτό τους μέχρι ενός σημείου και, από κει και πέρα, δεν τους ενδιαφέρει ο άλλος τι θα γίνει, απλά τον συμφέρει αυτόνε να γίνει αυτό; Το κάνει. Δεν τον συμφέρει; Δεν πα να απολυθούν όσοι θέλουνε. Γιατί κοιτάνε τον εαυτό τους. Έτσι έχω καταλάβει τον συνδικαλισμό, είναι μία θέση περίπου σαν των «βολευτών», όχι βουλευτών. Δηλαδή, να μπω εγώ στη Βουλή και, από κει και πέρα, ό,τι θέλει ας γίνει. Γιατί θέλουνε μία θέση αυτοί για να βγούνε πιο γρήγορα και στη σύνταξη και με καλή σύνταξη. Τον άλλον, που του δίνουν 200, 300 ευρώ τώρα, πώς θα ζήσει; Ένα ενοίκιο να πληρώνει ούτε να φάει θα μπορεί, ούτε ρεύμα θα έχει, ούτε νερό θα έχει, δεν βάζω τηλέφωνο, θεωρείται ακριβό προσόν για να ζήσεις.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε τα τελευταία γεγονότα, επιστρέφοντας στο ζήτημα της «Πειραϊκής Πατραϊκής», να μου πείτε τα τελευταία γεγονότα, τα τελευταία χρόνια, στην ουσία, από τις απεργίες και [00:15:00]λοιπά μέχρι το κλείσιμο.

Σ.Λ.:

Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι αρχίσαμε απεργίες αναγκαστικά, καταλήξαμε σε επίσχεση εργασίας, να πηγαίνουμε στο εργοστάσιο και να μην εργαζόμαστε, καθόμαστε μέσα απλά.

Δ.Μ.:

Πόσο καιρό κράτησε η επίσχεση περίπου; Περίπου.

Σ.Λ.:

Η επίσχεση κράτησε περίπου κάνα εικοσαήμερο, δεκαπενθήμερο, περίπου τόσο. Αλλά το παν είναι το ότι καταλάβαμε ότι δεν πρόκειται να ξαναδουλέψουμε, δεν θα υπάρχουν τα εργοστάσια, και εμείς ήμαστε σχεδόν το τελευταίο εργοστάσιο που έκλεισε, του Γαβριήλ. Από εκεί και πέρα, οι συνδικαλιστές βολευτήκανε, γιατί δουλέψανε δύο χρόνια επιπλέον εκεί, τους κρατήσανε, κανονικά με τους μισθούς και αυτά, δεν δουλεύανε, βέβαια. Απλά τους αφήσανε, ίσως, μάλλον γιατί τους φοβόντουσαν σαν συνδικαλιστές, για αυτό και τους κρατήσανε, ενώ τους υπαλλήλους, τι να φοβηθούνε; «Κύριοι κλείνουμε, φεύγετε», τέλος. Δώσανε τις αποζημιώσεις που δώσανε και, από εκεί και πέρα, σας είπα ότι δεν μας δώσανε αυτά που, δεν τα πήραν όλοι, ήτανε δύο εκατομμύρια στον καθένα, να δώσουν. Τα έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τότε. Τα πήρανε λίγοι, οι πολλοί όχι.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε μερικά τελευταία λόγια για τις κινητοποιήσεις που κάναν οι εργαζόμενοι στην αρχή.

Σ.Λ.:

Είπαμε, ξεκινήσανε με απεργίες. [Δ.Α.]–

Δ.Μ.:

Γίναν και πορείες;

Σ.Λ.:

Πορείες όχι, στα εργοστάσια γινόντουσαν οι απεργίες. Όχι, πορείες. Λοιπόν, γιατί δεν την κάνανε όλοι μαζί την απεργία όλα τα εργοστάσια. Μπορώ να πω ότι την κάναν ανά εργοστάσιο, κάθε εργοστάσιο έλεγε ότι: «Σήμερα, αύριο», ξέρω ‘γω, «δεν δουλεύουμε, είμαστε κλειστά». Έτσι γίνανε οι απεργίες. Και μετά αρχίσανε οι επισχέσεις, που λέγαμε, το ίδιο στυλ με την απεργία, δηλαδή, ήταν κι αυτό. Αλλά δεν βγήκε κανένα αποτέλεσμα, μας διώξαν όλους τότε.

Δ.Μ.:

Θέλετε να προσθέσετε τίποτε άλλο σε αυτή την ιστορία;

Σ.Λ.:

Δεν νομίζω ότι έχω κάτι άλλο. Τα μαρτύρησα όλα, γιατί… Αυτά που έζησα. Εντάξει, δεν ήμουνα πολύ παλιός εκεί, αλλά αυτά που έζησα, τα έζησαν όλοι.

Δ.Μ.:

Okay, σας ευχαριστώ πολύ.

Σ.Λ.:

Και εγώ.