© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γυναίκα εργαζόμενη στη λαϊκή αγορά

Istorima Code
11417
Story URL
Speaker
Κατερίνα Δοκίδου (Κ.Δ.)
Interview Date
22/01/2022
Researcher
Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή (Χ.Τ.)

[00:00:00]

Χ.Τ.:

Καλησπέρα, λέγομαι Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή, είναι 23 Ιανουαρίου του 2022 και βρισκόμαστε στο σπίτι της αφηγήτριας μας, στην Νέα Βύσσα. Καλησπέρα.

Κ.Δ.:

Καλησπέρα σας.

Χ.Τ.:

Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Δ.:

Κατερίνα.

Χ.Τ.:

Και το επώνυμο;

Κ.Δ.:

Δοκίδου.

Χ.Τ.:

Ωραία, θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς εδώ στην Βύσσα που γεννηθήκατε;

Κ.Δ.:

Γεννήθηκα το 1953. Μεγάλωσα με τους γονείς μου, δύσκολα χρόνια, φτωχά χρόνια. Το ‘65, τέλος του ‘65, Σεπτέμβρη ξεκίνησα... Πήγα στο γυμνάσιο. Εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα. 12 χρονών κορίτσι πήγαμε στην Ορεστιάδα, νοικιάσαμε σπίτι και ήμουνα μόνη μου. Στο γυμνάσιο πήγα 3 χρόνια. Μετά δεν μπορώ και δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τους λόγους, για ποιον λόγο σταμάτησα. Από εκεί και πέρα, αφού μεγάλωσα στα 20 μου χρονών παντρεύτηκα. Όπως ήταν όλες οι οικογένειες τότε στα χωριά, και εγώ ξέρω πιο πολύ το δικό μου χωριό, τη, Βύσσα, ήρθα εδώ, είχα πεθερά πεθερό και παππού και γιαγιά. Ήμασταν πάρα πολλά άτομα μέσα στην οικογένεια. Και εκεί δύσκολα χρόνια και εκείνα δύσκολα χρόνια, δεν ήταν εύκολα. Ένα δωμάτιο είχαμε που καθόμασταν όλοι μαζί, σε ένα τραπέζι τρώγαμε όλοι μαζί. Έκανα την κόρη μου το ‘74 και συνεχίσαμε να είμαστε πάλι όλοι μαζί. Μετά σε 4 χρόνια, 4,5 γεννήθηκαν και τα αγόρια μου που είναι δίδυμα το ‘79. Και το ‘81 φτιάξαμε το δικό μας σπίτι, άρχισε ο κόσμος πια να βλέπει και πιο πέρα, μπήκανε οι τηλεοράσεις, μπήκαν οι τουαλέτες μέσα στα σπίτια, που δεν υπήρχαν, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Και κάναμε... Φτιάξαμε το δικό μας σπίτι, για εκείνα τα χρόνια ήταν για μας το παλάτι μας, το σπίτι μας με με όλα τα απαραίτητα μέσα, με κουζίνα μέσα, με μπάνιο και συνεχίσαμε εδώ. Εγώ εργαζόμουνα στα χωράφια με την πεθερά και τον πεθερό, μετά πήγα τα παιδιά τα άφηνα στην πεθερά και πήγαινα πάλι στη δουλειά. Πάλι αγροτικές εργασίες, όπου έβρισκα. Ώσπου το ‘90; Λίγο πριν από το ‘90, ο άντρας μου δεν δούλεψε ποτέ στα χωράφια και ασχολούνταν εμπόριο, παραγωγή εμπορία σκόρδων, πατάτας και από εκεί άρχισε να φέρνει φρούτα. Τα φρούτα τότε ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ο κόσμος φρούτα μπόλικα και… Έφερνε φρούτα και άρχισε να βγαίνει στις λαϊκές και στο χωριό μέσα. Είχε πάρα πολύ κόσμο η Βύσσα το ‘80, το… Και πιο μπροστά. Οπότε και εγώ παράτησα τη γεωργική και βγήκα και εγώ στη λαϊκή. Ο άντρας μου έλειπε πάρα πολλές μέρες την εβδομάδα. Αναγκάστηκα να βγάλω δίπλωμα, να παίρνω το φορτηγάκι μου και να πηγαίνω μόνη μου στις λαϊκές. Ήταν δύσκολα αλλά εμένα μου άρεσε αυτή η δουλειά και επειδή ήταν και τα χρόνια καλά και έβγαζα πολύ καλό μεροκάματο αυτό με ευχαριστούσε πάρα πολύ. Δεν με κούραζε καθόλου, ήμουν και πάρα πολύ νέα. Με αποτέλεσμα συνεχίσαμε αυτό το πράγμα για αρκετά χρόνια, ώσπου το ‘97 καταλήξαμε στην παραγωγή. Σταματήσαμε την εμπορία, κλείσαμε όλα τα χαρτιά μας με εταιρικό που είχαμε και αυτά και ξεκινήσαμε στο… Στην παραγωγή. Παραγωγή λουλουδιών, οπωροφόρων δέντρων και όσπρια για το χειμώνα. Και από τότε συνεχίζω, μέχρι και τώρα που έχω συνταξιοδοτηθεί, βοηθάω τα παιδιά μου εδώ και 2 χρόνια. Γιατί τη δουλειά αυτήν την αγάπησα πάρα πολύ και δεν θέλω να τη σταματήσω. Εύκολα θα τη σταματήσω, γιατί έχουν περάσει τα χρόνια μας αλλά δεν μου είναι τόσο εύκολο.

Χ.Τ.:

Να το πάρουμε λίγο από την αρχή, από την εμπορία που είπατε ότι ξεκινήσατε.

Κ.Δ.:

Ναι.

Χ.Τ.:

Πώς γινότανε δηλαδή το εμπόριο; Τι, ποιο ήταν ακριβώς ο δικός σας ο τομέας;

Κ.Δ.:

Πώς να το… Φέρναμε πορτοκάλια από Άρτα και εδώ τα πουλούσαμε στον κόσμο και εγώ έβγαινα και στις λαϊκές και πουλούσα. Μετά βάλαμε και μήλα[00:05:00], από παραγωγούς τα παίρναμε φυσικά. Αυτό 5-6 χρόνια διήρκησε, όχι πολλά. Μετά το γυρίσαμε στην παραγωγή, στην παραγωγή τη δικιά μας, τα δικά μας προϊόντα. Αλλά τότε είχε πάρα πολλές δουλειές, είχε κόσμος πολύς ήταν και όλη η περιφέρεια είχε πάρα πολύ κόσμο.

Χ.Τ.:

Την απόφαση να κάνετε την αλλαγή πώς την πήρατε, συνέβη κάτι συγκεκριμένο;

Κ.Δ.:

Όχι δεν συνέβη τίποτα συγκεκριμένο. Σκεφτήκαμε ότι μας συμφέρει πιο καλά, γιατί σπέρναμε σκόρδα, σπέρναμε πατάτες, σπέρναμε κρεμμύδια, βάζουμε και τα όσπρια μετά. Και πουλούσαμε όχι μόνο εδώ στην περιοχή, πηγαίναμε και στα νησιά. Πηγαίναμε μόλις έβγαινε η παραγωγή τέλη Αυγούστου, ετοιμάζαμε την παραγωγή, πηγαίναμε 1 εβδομάδα στην Σαμοθράκη με 2 αυτοκίνητα, με 2 φορτηγά, ερχόμασταν ξαναφορτώναμε και πηγαίναμε στην Λήμνο. Άλλη κανένα 9 μέρες 10 αναλόγως πώς ήταν οι πωλήσεις. Είχε δουλειά, ο κόσμος μας έμαθε, αγόραζε. Δεν είχε αυτό το είδος στα νησιά, αυτά τα όσπρια. Έκανε την ετοιμασία του ο κόσμος για τον χειμώνα.

Χ.Τ.:

Την παραγωγή που είπατε εδώ λουλουδιών και οπωροφόρων δέντρων και τα λοιπά, πώς την ξεκινήσατε; Δηλαδή πείτε μας λίγο από την αρχή πως ξεκίνησε η επιχείρηση;

Κ.Δ.:

Ξεκίνησα το ‘97. Πήγαινα στη λαϊκή στην Αλεξανδρούπολη και δίπλα μου ήταν ένας από Σέρρες και πουλούσε λουλούδια. Σε όλους αρέσουν τα λουλούδια φυσικά. Εγώ τα έβλεπα και ενθουσιαζόμουνα και μου λέει: «Γιατί δεν βάζετε και λουλούδια;». Δεν είχαμε εδώ ούτε θερμοκήπια με λουλούδια, δεν υπήρχαν, ο κόσμος τότε άρχισε να… Να εξελίσσεται, να παίρνει, να βάζει τα λουλούδια στο σπίτι του, τα διάφορα τα λουλούδια. Πριν είχε συγκεκριμένα, είχε τα γεράνια, τα γαρίφαλα, κάνα δυο από αυτά τα λουλούδια. Λέω: «Καλή ιδέα». Το πρωτοξεκινάω, με έδωσε αυτός ο Σερραίος. Είδα ότι ο κόσμος τρελάθηκε, δεν προλάβαινα να τα φέρνω. Πηγαίναμε φορτώνουμε, γυρνούσαμε Δευτέρα βράδυ αργά, Κυριακή Τρίτη κάναμε λαϊκές 2 Διδυμότειχο και Ορεστιάδα και Τρίτη βράδυ φεύγαμε πάλι με το φορτηγό το μεγάλο, πάλι να φορτώσουμε. Ήταν τόσο η ζήτηση. Και μετά αρχίσαμε και παράγουμε και δικά μας, μικρόφυτα πιο πολύ μεγαλοφυτά δεν γίνονται εδώ πάλι τα φέρνουμε από κάτω.

Χ.Τ.:

Εδώ η παραγωγή είναι πιο δύσκολη από την πώληση όσον αφορά το κομμάτι της δουλειάς;

Κ.Δ.:

Κοίταξε είναι ο συναγωνισμός πάρα πολύ μεγάλος, πρέπει να προσέξεις, να προσπαθήσεις να βγάλεις καλή παραγωγή, ποιοτική, οικονομική, για να συναγωνιστείς και τους άλλους. Είναι δύσκολη η παραγωγή αλλά όταν είχε δουλειά δεν ήταν τίποτα δύσκολο, όταν έφευγαν τα πράγματα.

Χ.Τ.:

Όταν πήρατε την απόφαση, σας γυρνάω λίγο πιο πίσω, με το δίπλωμα, δυσκολευτήκατε στην αρχή; Αντιμετωπίσετε κάποιο... Κάποια προβλήματα;

Κ.Δ.:

Όχι. Γιατί δούλευα πολλές ώρες δεν μπορούσα να μάθω τα σήματα, είχα τον νου μου στη δουλειά, τι θα κάνω, πώς θα κάνω, πώς… Δεν… Εκεί δυσκολεύτηκα και με κορόιδευαν τα παιδιά μου και με έλεγαν «Πανεπιστήμιο θα δώσεις και διαβάζεις»; Δεν τα κρατούσα και όλα, διάβαζα. Ναι, το πήρα, το πήρα στη δεύτερη φορά όμως, γιατί την πρώτη φορά κόπηκα. Όχι στα σήματα στην οδήγηση. Το πήρα. Να μη σε πω ότι και γύρω στον 1,5 χρόνο οδηγούσα με δίχως δίπλωμα. Πήγαινα και μακριά. Ναι, στα χωριά, στα Δίκαια, στο Τρίγωνο επάνω. Και μετά πήγα σε δάσκαλο και έμαθα και ξεκίνησα, ξεκίνησα. Είναι... Ήταν ένα κομμάτι δύσκολο για αυτό και έχω προβλήματα τώρα με τη μέση μου, με τα πόδια μου. Γιατί όλο αυτό το φορτίο θα το ξεφορτώσεις, θα το στρώσεις και πάντα μόνη μου. Τώρα εδώ και 15 χρόνια πάντα έχω βοηθό. Τώρα που πέρασε η ηλικία μου δεν μπορώ μόνη μου πλέον. Και τώρα πάλι συνέχεια όπου να πάω έχω άνθρωπο μαζί μου να ξεφορτώνει, να με φορτώνει, να με βοηθάει αλλά τα πρώτα τότε εκείνα τα χρόνια δεν είχα κανέναν. 50-55 μέχρι τα 60 μου δεν είχα, τώρα τώρα καμία 10 χρόνια είναι που παίρνω, 9 χρόνια είναι που παίρνω άτομο. Στην πολλή δουλειά τότε είχα άτομο δηλαδή, όταν είχα και όσπρια. Είναι η νηστεία του Πάσχα, είναι και τα λουλούδια φουλ, οπότε δεν μπορούσα μόνη μου να τα βγάλω πέρα έναν πάγκο μεγάλο. Έπαιρνα και τότε άτομο αλλά στο φόρτωμα, στο ξεφόρτωμα τα ξεφόρτωνα πάντα μόνη μου.

Χ.Τ.:

Στην αρχή που ξεκινήσατε να πηγαίνετε στη λαϊκή αγορά―

Κ.Δ.:

Στη λαϊκή αγορά.

Χ.Τ.:

Πώς ήτανε το ότι ήσασταν γυναίκα; Υπήρχαν και τότε πολλές γυναίκες; Ήσασταν λίγες; Πώς ήταν εκεί;

Κ.Δ.:

Ήμασταν λίγες. Και εγώ ήμουνα πάρα πολύ κλειστό άτομο. Όταν πρωτοβγήκα εκείνα τα χρόνια, τα πρώτα 1-2[00:10:00] χρόνια, ντρεπόμουνα, κρυβόμουνα. Ούτε νερό έπινα ούτε έτρωγα ούτε τίποτα ούτε καφέ, ήμουνα τόσο σφιγμένη. Αλλά είχα μία φίλη απ' τις Καστανιές που με βοήθησε πάρα πολύ, που ήταν εκείνη πιο πιο μικρή από εμένα 2 χρόνια αλλά ήταν πιο παλιά στο επάγγελμα. Και από 20 χρόνων τα ξεκίνησε. Και μου λέει: «Αυτό θα κάνεις, εκείνο θα κάνεις». Εκείνη είναι η δασκάλα μου, εκείνη μου έδωσε θάρρος και ξεκίνησα. Ήταν δύσκολα στην αρχή ναι, για εμένα ήταν δύσκολο, γιατί παράβγαλτη ήμουνα, ντροπαλή ήμουνα. Και μετά δεν είχα πρόβλημα. Δεν είχα πρόβλημα μετά από λίγα χρόνια. Η λαϊκή, όλοι οι συνάδελφοι με σεβόταν σαν γυναίκα δεν έχω παράπονο πάρα πολύ και να με βοηθήσουν και να με σεβότανε, δεν με είπαν ούτε μία κουβέντα. Όχι, ήταν… Πέρασα πάρα πολύ καλά εκείνα τα χρόνια και όλα τα χρόνια δηλαδή στις λαϊκές πέρασα πάρα πάρα πολύ καλά.

Χ.Τ.:

Και η δουλειά πώς πάει; Περιγράψτε μας λίγο πώς λειτουργεί αυτό το επάγγελμα.

Κ.Δ.:

Από ποια άποψη;

Χ.Τ.:

Από άποψη καθημερινότητας, προγράμματος.

Κ.Δ.:

Προγράμματος. Θα σηκωθώ 4:30 ώρα το πρωί. 5:00-5:15 θα έχω φύγει. Αναλόγως τη διαδρομή. Στην Ορεστιάδα, επειδή δεν μπορώ να μπω στη θέση της λαϊκής ξεκινάω, έρχονται όλοι, 5:30 τουλάχιστον θα είμαι εκεί. Πρώτη μου δουλειά με αυτόν τον βοηθό που έχω θα φτιάξουμε τον πάγκο μας, μετά θα πιούμε τον καφέ μας και πολύ πρωί ξεκινάει ο κόσμος. Πολύ πρωί ξεκινάει ο κόσμος να έρχεται, ιδίως το καλοκαίρι. Και τώρα είναι λιγοστοί που έρχονται πολύ πρωί αλλά το καλοκαίρι έρχονται πάρα πολύ πρωί. Μπορώ να σε πω ακόμα δεν έχει ξημερώσει καλά. Άλλοι πάνε σε δουλειές τους, άλλοι δε θέλουν τη ζέστη, αποφεύγουν. Στα Δίκαια που πάω είναι μία απόσταση μακριά. Και το φορτηγό μου δεν είναι κανένα καινούργιο και δεν το τρέχω κιόλα, δεν πάω με 150 χιλιόμετρα. Θα σηκωθώ πάλι τέτοια ώρα 4:30, 5:15 θα έχω φύγει. Τόσο. Πάω... Θα πάω εκεί πάλι αυτή η δουλειά μου και μετά καμιά 3 τέταρτα θα πιω τον καφέ μου, θα φάω το πρωινό μου και μετά θα πάω στο αυτό. Είναι, όλα τα καφέ είναι απέναντι από τον πάγκο μας στη λαϊκή, τα καφέ εκεί στα Δίκαια. Εδώ στην Βύσσα είναι μια μικρή λαϊκή που βγαίνεις αργά και φεύγεις αργά, σε 3 ώρες φεύγεις, μετρημένος ο κόσμος. Και πάρα πολλές παραγγελίες πάμε στα σπίτια, κατάλαβες με τα τηλέφωνα. Ναι.

Χ.Τ.:

Παλιά βγαίνατε σχεδόν όλη τη βδομάδα; Ποιο ήτανε το πρόγραμμα;

Κ.Δ.:

Παλιά παλιά έβγαινα. Δευτέρα στις Φέρες, Τρίτη Ορεστιάδα, Τετάρτη πήγαινα στις Μεταξάδες, Πέμπτη στα Ρίζια, Παρασκευή στα Δίκαια και Σάββατο στην Βύσσα. Έβγαινα 6 μέρες και Σάββατο απόγευμα πιο παλιά πηγαίναμε και φορτώναμε και γυρνούσαμε Κυριακή ή Δευτέρα, Δευτέρα-Κυριακή βράδυ, όταν ήταν η σεζόν με τα λουλούδια γυρνούσαμε Κυριακή βράδυ, αλλιώς γυρνούσαμε Δευτέρα. Τώρα αυτό το διάστημα, επειδή παρέδωσα στα παιδιά κάνω 2 λαϊκές. Πάω πρώτα στρώνω με τον βοηθό μου και μετά έρχεται η κόρη μου που είναι και δικιά της η λαϊκή, έρχεται η κόρη μου. Αλλά είμαι και εγώ εκεί, γιατί δεν τις ξέρουνε ακόμα ο κόσμος. Παρόλο που είναι 2 χρόνια που είναι εδώ και 3 δεν τους έχουν συνηθίσει. Ψάχνουν εμένα, ψάχνουν το φορτηγό μου να δούνε. Έχουν αλλάξει τα παιδιά και φορτηγό, δεν πάνε, όταν πάμε με τα παιδιά. Όταν πάω με το δικό μου με γνωρίζουν. Αλλά δέθηκα με τον κόσμο πάρα πολύ, ιδίως με τον κόσμο του Τριγώνου. Έχει πάρα πολύ καλό κόσμο. Δέθηκα πάρα πολύ με αυτόν τον κόσμο, με γνωρίζουν όλοι, γνωρίζουν τα πάντα, γνωρίζω, ξέρω τα προβλήματά τους, επειδή είναι και ξένοι και αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να σταματήσω για αυτό το πράγμα εύκολα. Γιατί τους αγαπώ και τους θέλω να τους βλέπω.

Χ.Τ.:

Πείτε μου για αυτό. Δηλαδή μέσα από το επάγγελμα χτίσατε και κάποιες σχέσεις φιλικές;

Κ.Δ.:

Πάρα πολλές. Πάρα πολλές σχέσεις φιλικές. Πάρα πολλές.

Χ.Τ.:

Πώς συμβαίνει αυτό;

Κ.Δ.:

Έχουν ψωνίσει, τους άρεσαν τα προϊόντα μου, έρχονται να συστηθούν: «Από πού είσαι; Πώς λέγεσαι; Εγώ είμαι...». Και από τότε και τηλέφωνα ανταλλάσσουμε. Έχω και κάτι πραγματάκια που δίνω δωράκια, κάνω έναν πολτό σκόρδου, το οποίο το δίνω δωράκια στους πελάτες μου. Και ιδίως έχω πάνω στο Τρίγωνο, έχω πολλούς πελάτες από Γερμανία. Αύγουστο, Σεπτέμβρη και Οκτώβρη που φεύγουν οι τελευταίοι συνταξιούχοι δουλεύω πάρα πολύ καλά. Παίρνουν τα όσπρια τους για Γερμανία. Ναι.

Χ.Τ.:

Η λαϊκή είναι ένας χώρος που έχει πολλή ζωή.

Κ.Δ.:

Ναι.

Χ.Τ.:

Εσείς πώς είσαστε εκεί μέσα; Δηλαδή βάζετε φωνές; Πώς―

Κ.Δ.:

Όχι όχι δεν φωνάζω ποτέ.

Χ.Τ.:

Πουλάτε ας πούμε τα προϊόντα σας;

Κ.Δ.:

Όποιος έρχεται και στην Ορεστιάδα και στα Δίκαια και όπου, έρχεται αποκλειστικά για εμένα[00:15:00]. Και αυτοί που δεν με ξέρουν, τους στέλνουν από το σπίτι, η γυναίκα που ψώνιζε τώρα στέλνει τον άντρα ή τον γιο. «Είσαι η Κατερίνα από την Βύσσα;». Ναι, δεν φωνάζω όχι. «Έλα» όχι. Γιατί όλοι είναι γνωστοί, όλοι είναι γνωστοί, με ξέρουν όλοι. Και συγκεκριμένα, όταν είχε πεθάνει ο άντρας μου σε 10 μέρες το έμαθαν όλα τα χωριά. Με έκανε τόση εντύπωση. Και ερχόταν να με συλλυπηθούν. Αναπτύξαμε τέτοια σχέση με τον κόσμο. Στην Ορεστιάδα εντάξει άλλος κόσμος, πιο πολύς κόσμος είναι, πιο… Δεν είναι. Αλλά εδώ στα χωριά που είναι ο κόσμος πιο…

Χ.Τ.:

Πριν πεθάνει ο άντρας σας δουλεύατε μαζί, ήσασταν μαζί;

Κ.Δ.:

Δουλεύαμε μαζί. Κοίταξε να δεις, αυτός είχε την παραγωγή, την οποία έπρεπε να την κατεβάσει στη λαχαναγορά στην Θεσσαλονίκη. Και Αθήνα πήγαινε και Πάτρα και Γιάννενα. Ήταν τα σκόρδα που έπρεπε να τα πουλήσει. Έφευγε ταξίδια πιο πολύ αυτός, εγώ έκανα τις λαϊκές.

Χ.Τ.:

Όταν πέθανε αναλάβατε και κάποιο μερίδιο από τη δική του τη δουλειά ή―

Κ.Δ.:

Όχι, όχι ανέλαβε ο γιος μου.

Χ.Τ.:

Συνεχίσατε το δικό σας;

Κ.Δ.:

Τη δικιά του τη δουλειά την ανέλαβε ο γιος μου. Και μετά ήρθε και η κόρη μου μαζί.

Χ.Τ.:

Και τώρα πώς συνδυάζεται παραγωγή και πώληση; Πώς γίνεται αυτό το πράγμα ταυτόχρονα; Χρονικά, ας πούμε, δηλαδή πόσο χρόνο θέλει η παραγωγή και πόσο η πώληση;

Κ.Δ.:

Κοίταξε. Κοίταξε να δεις. Εγώ δεν θα μπορούσα να βγάλω αυτήν την παραγωγή μόνη μου, γιατί θέλει πολλή δουλειά η παραγωγή. Αλλά είναι τα παιδιά μου εδώ που παράγουν, τρέχουν, τα καθαρίζουν, τα αποστειρώνουν τα όσπρια και εγώ εδώ και χρόνια τώρα είμαι μόνο στην πώληση. Και ο άντρας μου που ήταν, σταματούσε μερικά ταξίδια, έκανε αυτήν τη δουλειά, έπαιρνε εργάτες πιο πολύ, εργάτες πληρώναμε με αποτέλεσμα να μην τα ετοιμάσει. Δεν μπορείς, να κάνεις παραγωγή και πωλήσεις δεν μπορείς, δεν σε παίρνει ο χρόνος. Είναι δύσκολο να κάνεις την παραγωγή, η παραγωγή θέλει να είσαι κοντά, να την προσέχεις.

Χ.Τ.:

Τι πουλάτε πιο πολύ; Τι βλέπετε να έχει περισσότερη ζήτηση;

Κ.Δ.:

Περισσότερη... Την άνοιξη τα λουλούδια έχουν πάρα πολλή κίνηση, τον Μάρτιο τα οπωροφόρα δέντρα που σπέρνει ο κόσμος, Φεβρουάριο αν φτιάξει ο καιρός και Μάρτιο. Και η δουλειά μου σπάει τον Ιούλιο, δεν έχω δουλειά πολύ λίγα πράγματα και ξεκινάει αρχές Αυγούστου δειλά δειλά μέχρι τις 15. Μετά τις 15 Αυγούστου ξεκινάει εντατικά η δουλειά μου, φεύγει πιο πολύ φασόλια, φακές, ρεβίθια. Αυτά. Έχω και τα μαυρομάτικα, έχω και πιο μεγάλα φασόλια, έχω... Αλλά αυτά τα 3 είναι τα πρώτα. Φασόλια, τα φασόλια και οι φακές πιο πολύ.

Χ.Τ.:

Εσείς είπατε ασχολιόσασταν με τη γεωργική. Οι γνώσεις που είχατε από εκεί σας βοήθησαν μετά που ασχοληθήκατε με λουλούδια, με δέντρα;

Κ.Δ.:

Ναι, ναι, ναι βέβαια. Αλλά και διάβαζα. Πάνω στα λουλούδια, πάνω στα δέντρα διάβαζα. Γιατί να κάνεις ένα φυτώριο με δέντρα και να πουλήσεις στον άλλον δέντρα που είναι 30-40 είδη τα δέντρα ―οπωροφόρων δέντρων και καλλωπιστικών― πρέπει να έχεις και τις γνώσεις, να διαβάσεις. Να ξέρεις πότε φυτεύεται, πότε κλαδεύεται, πότε θα πάει η παραγωγή, σε πόσο καιρό, πόσο χρονών είναι το δέντρο. Ναι, πρέπει να διαβάζεις.

Χ.Τ.:

Δηλαδή ασχοληθήκατε με αυτό το κομμάτι εσείς στην αρχή;

Κ.Δ.:

Ασχολήθηκα ναι, εγώ ασχολήθηκα πάρα πολύ. Ναι και τώρα τα παιδιά ασχολούνται.

Χ.Τ.:

Και πώς μάθετε σιγά σιγά δηλαδή να… Πέρα από το διάβασμα στην πράξη πώς αναπτύχθηκε ας πούμε το…

Κ.Δ.:

Μαθαίνεις στην πείρα, η πείρα σε μαθαίνει, η πείρα. Η πείρα σε μαθαίνει, το βλέπεις το δέντρο, το βλέπεις το λουλούδι πότε χαλάει, πότε θέλει, πότε θέλει το ράντισμα του και μαθαίνεις.

Χ.Τ.:

Τι διαφορά υπήρχε από τις καθαρά γεωργικές δουλειές, από το χωράφι;

Κ.Δ.:

Το χωράφι πολύ κουραστική δουλειά, πάρα πολύ. Αυτή... Αυτή μου φάνηκε πιο εύκολη δουλειά. Αλλά δεν ξέρω επειδή οικονομάς κιόλα, βγάζεις και καλά, ένα καλό μεροκάματο, σεβαστό. Ίσως αυτό σε κάνει να… Αλλά όχι, όχι. Έχεις το ωράριό σου, θα 'ρθεις το μεσημέρι, θα φας, θα ξαπλώσεις και θα σηκωθείς μετά. Θα συνεχίσεις πάλι τα λουλούδια, όταν είναι, θα τα ποτίσεις, θα τα φορτώσεις για την άλλη μέρα. Είναι αλλιώς, είναι αλλιώς. Κουράστηκες, θα πάρεις και έναν εργάτη όπως παίρνουμε πάντα στο φόρτωμα. Τώρα στο φόρτωμα πάντα παίρνω εργάτη, δεν γίνεται.

Χ.Τ.:

Τώρα ταξίδια πιο μακρινά, όπως κάνατε παλιά σε νησιά κάνετε πέρα από τον νομό εδώ πέρα;

Κ.Δ.:

Όχι όχι όχι όχι. Ούτε και Αλεξανδρούπολη πάω με τα παιδιά. Ούτε πάνε. Εγώ δηλαδή θα πήγαινα αλλά τα παιδιά δεν πάνε.

Χ.Τ.:

Παλιά πηγαίνατε;

Κ.Δ.:

Αλεξανδρούπολη-Φέρες.

Χ.Τ.:

Πώς ήτανε εκεί; Υπήρχε διαφορά;

Κ.Δ.:

Καλά τα χρόνια, καλά τα χρόνια ήταν δουλειά. Τώρα δεν έχει, δεν έχει.

Χ.Τ.:

Είχε διαφορά η λαϊκή εκεί από ότι εδώ σε αυτά, στο χωριό και στην Ορεστιάδα;

Κ.Δ.:

Κοίταξε η πιο καλή λαϊκή και σε κόσμο που ψωνίζει είναι η Ορεστιάδα. Και το Τρίγωνο[00:20:00]. Δεν είναι μίζερος ο κόσμος, η Αλεξανδρούπολη έχει δύσκολη λαϊκή. Φτηνιάρικη, φτηνό να πάρουν, τζάμπα να το πάρουν δεν... Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Αλλά η Ορεστιάδα, τα Δίκαια έχουν καλή λαϊκή, κιμπάρικο κόσμο που δεν θα σε κάνει βαβούρα, δεν θα σε πει: «Τι ακριβό που το δίνεις;». «Γιατί δεν μου το δίνεις;». Είναι και άνθρωποι πάρα πολύ καλοί που σε λένε: «10,5 κάνει». Τον λέω: «Όχι το μισό το ευρώ άστο λέω 10». «Όχι, εσύ γι' αυτό κάθεσαι εδώ». Και δηλαδή αυτό με κάνει εντύπωση. Για αυτό τους αγαπώ κιόλας ―όχι γιατί με δίνουν το μισό το ευρώ― γιατί είναι καλοί άνθρωποι. Γιατί εκτιμούν αυτό που κάνω, το εκτιμούν. Αλλά εντάξει θα βρεις και άτομα που θα σε πουν και τις κουβέντες τους, που θα σε πουν: «Έμαθες να μαζεύεις λεφτά να…». Εντάξει αυτά είναι πάντα, είναι παντού.

Χ.Τ.:

Είχατε συναντήσει τέτοια περιστατικά ας πούμε;

Κ.Δ.:

Βεβαίως, βέβαια.

Χ.Τ.:

Έχετε κάποιο παράδειγμα; Κάποια ανάμνηση στο μυαλό σας;

Κ.Δ.:

Ε ναι, ήρθε ένας κύριος εδώ στο θερμοκήπιο και πήραν λουλούδια με τη γυναίκα του και με λέει: «Μάθατε να εκμεταλλεύεστε τον κόσμο. Εκμεταλλευτές. Εκμεταλλευτές». «Εγώ;» λέω. Και τον λέω, ήταν και μία κυρία εδώ που είχε, ήταν επαγγελματίας και λέει: «Εμείς ερχόμαστε, δεν μας παίρνει με το ζόρι. Και δουλεύει το κορίτσι, δεν τα κλέβει». Πολλά πολλά τέτοια ―τώρα δεν μου έρχονται και στον νου― αλλά ένα που με έμεινε πάρα πολύ αυτό με πείραξε αλλά εντάξει τι να κάνεις.

Χ.Τ.:

Στα παιδιά σας πώς περάσατε την αγάπη για το επάγγελμα; Ξέρατε εξαρχής ότι θα αναλάβουν; Σας βοηθούσαν από  μικρά;

Κ.Δ.:

Τα παιδιά μου, η κόρη μου σπούδασε αισθητικός. Παρ' όλα αυτά άνοιξε ένα μαγαζί στην Καλαμαριά, στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς, καφέ, με τον γιό μου. Τακτοποιήθηκαν εκεί, πήραν τα σπίτια τους στην Καλαμαριά. Αλλά τα παιδιά μου πάντα στα λουλούδια ερχόταν βοηθούσαν, δεν ξέκοψαν από το χωριό, ιδίως τα αγόρια. Δεν ξέκοψαν από το χωριό, ήξεραν τα πάντα. Στα δέντρα ερχόταν βοηθούσαν τον μπαμπά τους, όταν ήταν πάρα πολλή δουλειά. Και επειδή είχαν δικιά τους δουλειά η κόρη μου με τον γιο μου, με τον γιο μου, ο γιος μου έπαιρνε το αυτοκίνητο και ερχόταν, έβαζαν κάποιον άλλον στο μαγαζί και ο άλλος αστυνομικός, έπαιρνε άδειες και ερχόταν. Κάναμε ανθοεκθέσεις και ερχόταν στις ανθοεκθέσεις, πάντα βοηθούσαν. Σκόρδα που θα βγάζαμε, που ήταν δύσκολη δουλειά, που είναι 5-6 μέρες δύσκολες, πάντα ερχότανε. Δεν είχαν ξεκόψει από το χωριό, κατάλαβες; Να μην ξέρουν, ξέρουν τα πάντα. Και όταν ο γιος μου έδωσαν το μαγαζί, γιατί... Γιατί δεν ξέρω. Γιατί η κόρη μου γέννησε και δεν είχε πού να αφήσει το παιδί και έσπασε η δουλειά, άνοιξαν όλο καφέ στον πεζόδρομο εκεί. Και λέει ο γιος μου: «Εγώ δεν κάθομαι για αυτό το μεροκάματο, τα χαμηλά που δίνουν σαν υπάλληλος. Φεύγω πάω στο χωριό». Είχε αρρωστήσει και ο άντρας μου και ήρθε και ανέλαβε. Τα φορτηγά ήταν έτοιμα, τα θερμοκήπια ήταν έτοιμα, όλα ήταν έτοιμα και όποτε ξεκίνησε μετά από κάνα 2 χρόνια και αφού πέθανε ο άντρας μου, η κόρη μου λέει, ο άντρας της δούλευε μόνο, πολλές ώρες δούλευε, αυτή δεν μπορούσε να δουλέψει. «Φεύγουμε» λέει «και εμείς και πάμε στο χωριό να κάνουμε». Και ήρθαν και αυτοί.

Χ.Τ.:

Θέλετε να μας πείτε λίγο για τις ανθοεκθέσεις;

Κ.Δ.:

Ναι. 

Χ.Τ.:

Πείτε μας λίγο πώς γίνεται; Πώς διοργανώνονται;

Κ.Δ.:

Οι ανθοεκθέσεις τις διοργάνωνε ο δήμος. Πάρα πολύ ωραία εκδήλωση. Κάναμε 5 με 6 μέρες σε ένα πολύ όμορφο μέρος, στον Πευκώνα της Ορεστιάδος, στα πεύκα. Μας φτιάχναν και σπιτάκια, απλώναμε τα λουλούδια μας. Ήμασταν 5-6 παραγωγοί, δεν ήμασταν πολλοί. Οι τελευταίοι ήμασταν 4. Και ξεκινούσε από τις 20:00 μέχρι τις 00:00 το βράδυ. Ερχόταν ο κόσμος, έκανε τη βόλτα του, έπινε τον καφέ του ―δίπλα έχει καφετέρια― απολάμβανε όλη αυτή την ομορφιά των λουλουδιών που σου ανοίγει τη διάθεση ―είναι και άνοιξη― και ψώνιζε. Ήταν πάρα πολύ ωραία εκδήλωση. Τώρα με τον κορωνοϊό 2 χρόνια έχει έχουν σταματήσει αυτά.

Χ.Τ.:

Άρα εσείς πόσες φορές συμμετείχατε σε αυτό;

Κ.Δ.:

18. 18 ανθοεκθέσεις κάναμε. Ήταν πάρα πολλή κούραση, πάρα πολλή κούραση. Γιατί έπρεπε να κάνουμε και τις λαϊκές, να στείλω άτομα εκεί να κάνουν τις λαϊκές ως το μεσημέρι και μετά να έρθω να κάνω ένα μπάνιο ―άμα έτρωγα προλάβαινα― και πήγαινα πάλι εκεί μετά ως τις 00:00 ήμουνα. Ήταν κουραστικό αλλά εντάξει ήταν λίγες μέρες και ερχόταν και τα παιδιά και εκεί, όταν άρχιζε η πολλή δουλειά δεν μπορούσε ένα άτομο. 3-4 άτομα έπρεπε να είμαστε. Ήταν ωραία εμπειρία, ωραίες εκδηλώσεις ήταν. Είχε χορευτικά εκεί ο δήμος, είχε... Το είχε κάνει πολύ ωραίο ο δήμος. Χόρευαν τα παιδάκια, είχε μουσικές, είχε κάτι άλλες εκδηλώσεις και μάζευε... Για να μαζέψει κόσμο φυσικά εκεί και μάζευε τον κόσμο.

Χ.Τ.:

Και εσείς στήνατε, φτιάχνατε και κάτι πιο περίπλοκο, ας πούμε για την έκθεση; Δηλαδή στον στολισμό.

Κ.Δ.:

Ναι πιο, ήταν και μερικές φορές ήταν και η γιορτή της [00:25:00]μάνας. Φτιάχναμε καρδούλες και τέτοια φτιάχναμε. Ναι, κάτι ξεχωριστό, όχι όπως στη λαϊκή, δεν τα στήναμε όπως στη λαϊκή, τα φτιάχναμε πιο όμορφα ναι.

Χ.Τ.:

Εσείς πέρα από τη λαϊκή εδώ πέρα που έχετε και το θερμοκήπιο πουλάτε και εδώ; Έρχεται κόσμος και παίρνει και από δω;

Κ.Δ.:

Βέβαια βέβαια. Όλα τα απογεύματα, όλα τα απογεύματα έρχεται. Και τα πρωινά, τα πρωινά σπάνια έχουμε κόσμο, άνθρωπο να μείνει εδώ, γιατί έχουμε τις λαϊκές. Αλλά μετά το μεσημέρι και μέρα μεσημέρι έρχονται ο κόσμος και το βράδυ μέχρι αργά έρχονται φωνάζουν.  Πόσες φορές έχω ξαπλώσει και από δω φώναζαν και σηκωνόμουν να... Για να τους δώσω. Έρχεται κόσμος και εδώ.

Χ.Τ.:

Πόσα είδη λουλουδιών και δέντρων έχετε;

Κ.Δ.:

Έχουμε γύρω στα 40 είδη δέντρων οπωροφόρων και καλλωπιστικών. Και λουλουδιών πάρα πολλά είδη, δεν μπορώ να…

Χ.Τ.:

Ποια έχουν περισσότερο ζήτηση;

Κ.Δ.:

Όταν ξεκινάμε τώρα φεύγει πολύ η γλάστρα. Καμέλιες, ορτανσίες, γαρδένιες. Μετά φτιάχνει λίγο καιρός, ―αυτά δεν παγώνουν κιόλας― φτιάχνει λίγο ο καιρός και ξεκινάνε τα μικρόφυτα. Αυτά τα ψιλόφυτα, πετούνια, πανσεδάκια. Ή πανσεδακια τώρα πρώτα ο θεός από 15 Φεβρουαρίου θα αρχίσουμε να δουλεύουμε. Ε και μετά όλα τα δέντρα μέχρι τον… Τέλη Ιουνίου έχουμε, έχουμε. Πουλάμε τα δέντρα.

Χ.Τ.:

Και τώρα εσείς πόσο καιρό πιστεύετε ακόμα θα κάνετε αυτή τη δουλειά;

Κ.Δ.:

Εγώ θα σταματήσω κοπέλα μου. Θα σταματήσω, γιατί έχω κουραστεί αλλά δεν μου είναι εύκολο να σταματήσω.

Χ.Τ.:

Γιατί;

Κ.Δ.:

Γιατί δυσκολεύομαι. Θέλω αυτόν τον κόσμο, θέλω αυτήν την επαφή με τον κόσμο. Αυτό μου λείπει, μου λείπει. Και δεν με πειράζει που ξυπνάω πρωί και παίρνω το αμάξι και πάω, δεν με πειράζει. Ή τώρα σε είπα δεν κουράζομαι κιόλα, έχω τον βοηθό μου και σε καμιά ώρα στις 8:30 ώρα που πάει η κόρη μου το παιδί στο σχολείο έρχεται αυτή. Και κανένα άτομο, άλλο και με ξεφορτώνει άλλος με φορτώνει. Δεν κουράζομαι τώρα ιδιαίτερα, πηγαίνω έτσι, για να περνάει και η ώρα μου.

Χ.Τ.:

Τι είναι αυτό που σας ―πέρα από την επαφή με τον κόσμο― τι είναι αυτό που σας τράβαγε πάρα πολύ σε αυτό το επάγγελμα; Τι αγαπήσατε πάνω στο αντικείμενο;

Κ.Δ.:

Αγάπησα πάρα πολύ τα λουλούδια, τα αγάπησα τα λάτρεψα τα λουλούδια. Μου λείπουνε να έρθει ο καιρός και θερμοκήπιο γεμάτο με λουλούδια, με χρώματα, με… Να κάθομαι να πίνω τον καφέ μου μέσα στο θερμοκήπιο και να ανοίγει η ψυχή μου.

Χ.Τ.:

Περνάτε χρόνο και μέσα στο θερμοκήπιο;

Κ.Δ.:

Ναι, βέβαια περνάω. Βέβαια. Θα τα ποτίσω, θα τα καθαρίσω, θα τα περιποιηθώ βέβαια. Αυτά τα κάνω εγώ. Τις μέρες που δεν έχω λαϊκή θα τα ετοιμάσω βέβαια.

Χ.Τ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Δ.:

Να είστε καλά. Να είστε καλά.