Ο δρόμος προς την αργυροχρυσοχοΐα: Μια νεαρή αργυροχρυσοχόος αφηγείται
Segment 1
Η πρώτη επαφή με το κόσμημα
00:00:00 - 00:05:06
Partial Transcript
Καλησπέρα. Σήμερα είναι 12 του Οκτώβρη του 2021. Είμαστε στην Αθήνα. Εγώ είμαι η Μαριάννα Σταθάκη, ερευνήτρια στο Istorima και έχουμε μαζ…ου εαυτού μου με κάθε μου κόσμη μα. Γενικά, μου είναι δύσκολο αυτό, να ανοίγομαι στους ανθρώπους, οπότε ίσως το κάνω μέσα από το κόσμημα.
Lead to transcriptSegment 2
Η σχολή αργυροχρυσοΐας και η ζωή στη Στεμνίτσα
00:05:06 - 00:16:46
Partial Transcript
Για τη Στεμνίτσα; Στη Στεμνίτσα, νομίζω ήταν μία απόφαση που ήτανε πέρα από το κόσμημα. Ακόμα και πολιτική θα την έλεγα, γιατί εκείνο τ…τά. Στα πρώτα μου βήματα. Τέλος πάντων, παρόλα αυτά, αποφάσισα να ξεκινήσω –τώρα, για να πάω στο πώς κατέληξα να έχω μαγαζί– παρόλα αυτά-
Lead to transcriptSegment 3
Η πρώτη συλλογή
00:16:46 - 00:25:20
Partial Transcript
Να κάνουμε μια παρένθεση πριν πάμε σε αυτό; Θες να μας πεις γι’ αυτή τη συλλογή που την είχες σκεφτεί; Τα πλακάκια; Θες να μας πεις λ…α ήθελες να προσθέσεις κάτι; Συνολικά, στην κουβέντα; Νομίζω πως όχι. Δεν μου ’ρχεται κάτι. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ωραία. Κι εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]
Καλησπέρα. Σήμερα είναι 12 του Οκτώβρη του 2021. Είμαστε στην Αθήνα. Εγώ είμαι η Μαριάννα Σταθάκη, ερευνήτρια στο Istorima και έχουμε μαζί μας την Κωνσταντίνα που θα μας πει την ιστορία της. Γεια σου, Κωνσταντίνα.
Γεια σου, Μαριάννα.
Θέλεις να μας πεις πού γεννήθηκες, πότε και πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Ναι. Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου του 1992 και από τότε μένω στο Χαλάνδρι. Μεγάλωσα και στο Χαλάνδρι. Τα παιδικά μου χρόνια θα έλεγα ότι ήταν τα συνηθισμένα παιδικά χρόνια ενός παιδιού μιας μεσοαστικής οικογένειας.
Με τα χέρια σου πότε άρχισες να ασχολείσαι;
Νομίζω ότι από παιδί, όντως, γιατί ζωγράφιζα πάρα πολύ. Νομίζω ήταν ένας τρόπος να ξεφεύγω πάρα πολύ, η ενασχόληση. Βασικά, ζωγράφιζα σαν παιδί και με βοηθούσε, νομίζω, να εκφράσω τι γινόταν στον εσωτερικό μου κόσμο αρκετά. Τώρα, με το κόσμημα άρχισα να ασχολούμαι στο Γυμνάσιο, απ’ όσο θυμάμαι, που ήταν μία περίοδος που πολλά κοριτσάκια έφτιαχναν κοσμήματα με χάντρες, οπότε κάπως το είδα από μία συμμαθήτρια, κάπως ψώνισα τις πρώτες μου χάντρες και άρχισα να ασχολούμαι με αυτό κάπως έτσι και νομίζω ότι αυτό ήταν, κόλλησα, ας πούμε, με το κόσμημα. Το πιο ενδιαφέρον ήταν στο Λύκειο, όταν γνώρισα μία κοπέλα που έφτιαχνε κοσμήματα από ψητά πορτοκάλια και μου είπε πώς να το κάνω και άρχισα να ψήνω πορτοκάλια σε φούρνους και να φτιάχνω κοσμήματα με χάντρες και πορτοκάλια. Τέλος πάντων, μέχρι και το Λύκειο ασχολιόμουν πολύ, με χάντρες δούλευα, αλλά η πρώτη μου επαφή με το μέταλλο ήτανε, νομίζω, στα δεκαεννιά-είκοσι, αν θυμάμαι καλά, που έκανα το πρώτο σεμινάριο αργυροχρυσοχοΐας και νομίζω ότι εκεί είπα ότι: «Αυτό είναι το κόσμημα τελικά», μου ταίριαξε πολύ. Βέβαια, μετά έκανα έναν κύκλο μαθημάτων, δούλευα πολύ και στο σπίτι, πειραματιζόμουν μόνη μου. Μετά το είχα αφήσει ένα διάστημα γιατί συνέχισα… παράλληλα, είχα περάσει και στην Κοινωνιολογία του Παντείου. Μέχρι να αποφασίσω ότι θα σπουδάσω Κοινωνιολογία, είχα δώσει και στην Καλών Τεχνών εξετάσεις αλλά δεν πέρασα, οπότε υπήρχε αυτή η αναζήτηση του τι μπορώ να κάνω με τα χέρια μου. Βέβαια, στο ενδιάμεσο, αποφάσισα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Κοινωνιολογία, να τη συνεχίσω. Αλλά και πάλι, νομίζω ότι κάτι με γύρναγε στο να ασχοληθώ με τα χέρια και να φτιάχνω πράγματα. Οπότε, πάλι μέσω μιας φίλης –φίλης, γνώστης– έμαθα για έναν χώρο στο Μεταξουργείο που κάνουν μαθήματα αργυροχρυσοχοΐας –βέβαια, τώρα έχει κλείσει αυτός ο χώρος, το «Συν Άπειρο» ήταν. Νομίζω ήμουν στο τέταρτο έτος στην Κοινωνιολογία όταν πήγα πρώτη φορά, όταν ξεκίνησα να κάνω μαθήματα εκεί. Τα μαθήματα αυτά τα έκανα για ενάμιση χρόνο, όποτε τελείωνα και με την Κοινωνιολογία και εκεί είναι που αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στον κόσμημα και να πάω να τις συνεχίσω στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, σε ένα δημόσιο ΙΕΚ που έχει.
Γιατί, τι πιστεύεις ότι σε ενέπνεε τόσο πολύ, κάπως;
Στη Στεμνίτσα;
Όχι, στο-
Στο αντικείμενο; Νομίζω η άμεση επαφή με το υλικό και το ότι μπορείς να το επεξεργάζεσαι και… Δηλαδή, δουλεύω με μέταλλο. Πριν τη Στεμνίτσα, δούλευα με μπρούντζο και πέτρες, τώρα δουλεύω μόνο με ασήμι. Κάπως ότι πιάνεις το υλικό στα χέρια σου και το επεξεργάζεσαι και ότι το διαμορφώνεις, ότι είναι κάτι πολύ άμεσο εκείνη τη στιγμή το πώς το δημιουργείς. Ότι περνάς από όλα τα στάδια, από το πιο αρχικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται ένα μέταλλο, μέχρι την τελική του μορφή, ότι το κρατάς στα χέρια σου ότι… Βασικά, η επαφή με το υλικό είναι πολύ άμεση. Και νομίζω… Καλά, βέβαια, σκέφτομαι τώρα ότι σε πολλές μορφές τέχνης η επαφή με το υλικό είναι άμεση. Ας πούμε, όταν ήθελα να μπω στην Καλών Τεχνών, ήθελα να ασχοληθώ με γλυπτική, επειδή πάλι είχε αυτή την αμεσότητα με το υλικό. Οπότε, αυτό θα ’λεγα. Επίσης, πάλι νομίζω είχα την ανάγκη να εκφράσω λίγο τι συνέβαινε μέσα μου ή να βρω κάποιες απαντήσεις και, τέλος πάντων, ήθελα να δημιουργήσω κάτι όμορφο και μάλλον το είχα ανάγκη και από άλλες πλευρές αυτό. Οπότε, αυτό θα έλεγα ότι με έκανε να γυρνάω στο κόσμημα, εν τέλει. Γιατί με ενδιαφέρουν και άλλες μορφές τέχνης, αλλά νομίζω ότι κατέληξα εκεί επειδή είναι κάτι που έχει αυτή την αμεσότητα με το υλικό, είναι κάτι το οποίο μπορώ να μοιραστώ και με τον κόσμο, ότι μπορεί να φορεθεί ότι… Επίσης, είναι σαν να δίνω σε κάποιον ένα κομμάτι μου, οπότε είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα –εννοώ και υλικά ένα κομμάτι μου. Δηλαδή, δεν μου αρέσει η έννοια της μαζικής παραγωγής των κοσμημάτων. Επειδή όλα περνάνε από τα χέρια μου, είναι μοναδικά, τα αγαπάω. Και είναι αυτό βασικά, σαν να έχει… δηλαδή, δίνω ένα κομμάτι και του εαυτού μου με κάθε μου κόσμη[00:05:00]μα. Γενικά, μου είναι δύσκολο αυτό, να ανοίγομαι στους ανθρώπους, οπότε ίσως το κάνω μέσα από το κόσμημα.
Για τη Στεμνίτσα;
Στη Στεμνίτσα, νομίζω ήταν μία απόφαση που ήτανε πέρα από το κόσμημα. Ακόμα και πολιτική θα την έλεγα, γιατί εκείνο το διάστημα, όσο σπούδαζα Κοινωνιολογία, διάβαζα πολύ, έτυχε μέσα από κάτι εργασίες να διαβάζω για την Κοινωνική Οικολογία, που έλεγε για αποκέντρωση –Murray Bookchin βασικά, που μίλαγε για αποκέντρωση, να φύγουμε από τις πόλεις, να φτιάξουμε yurt και δεν ξέρω τι– και το είχα πολλή ανάγκη κι εγώ να φύγω από την πόλη και ήθελα όντως να ζήσω σε μικρή κοινότητα, σε χωριό. Βασικά, ήθελα την αποκέντρωση πάρα πολύ, οπότε ήταν η τέλεια επιλογή, γιατί ήθελα να ζήσω σε χωριό, ήθελα να σπουδάσω το κόσμημα και η Στεμνίτσα είναι ένα χωριό στην ορεινή Αρκαδία σε υψόμετρο χίλια εκατό μέτρα που είχε παράδοση στη μεταλλοτεχνία, οπότε γι’ αυτό έχει και τη σχολή της αργυροχρυσοχοΐας. Η οποία, πλέον, υπάγεται στα δημόσια ΙΕΚ, αλλά δημιουργήθηκε νομίζω το ’80, από κάποιους παλιούς μάστορες, αργυροχρυσοχόους της Στεμνίτσας, που κάποιος… Τους βρήκαν τυχαία, νομίζω, από το υπουργείο να έχουν μία σχολή και κάπως εντάχθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και, τέλος πάντων, είναι σίγουρα τριάντα-σαράντα χρόνια έχει η ζωή η συγκεκριμένη σχολή. Οπότε, ήταν τέλεια επιλογή –απ’ όλες τις απόψεις– το να πάω στη Στεμνίτσα. Και ήταν όντως πολύ ωραία εμπειρία, δηλαδή, ήταν αυτό που ήθελα να ζήσω, δυόμισι χρόνια που έμεινα εκεί.
Θες να μας πεις πώς ήταν εκεί η ζωή;
Ναι. Ήταν πολύ πιο ήρεμη σίγουρα, δεν είχε το άγχος της πόλης, να ξυπνήσεις, να τρέξεις, να προλάβεις το μετρό. Μου άρεσε που όλα ήταν κοντά και κάπως αυτό με βοήθησε και μετά, γυρνώντας πάλι στην Αθήνα, να απομυθοποιήσω κάπως τις αποστάσεις –δεν ξέρω με ποιο τρόπο, μπορεί να ακούγεται αντιφατικό. Αλλά ήταν όλα πολύ κοντά, δεν είχες αυτό το άγχος να πας κάπου. Ήμασταν πολύ λίγα άτομα γενικά στη σχολή, ήμασταν γύρω στα σαράντα-πενήντα άτομα ο κόσμος στη σχολή, μαζί με τους μαθητές, με τους καθηγητές, κάποιους αποφοίτους, που μπορεί να ακούγεται λίγο τρομακτικό σε κάποιον που έχει συνηθίσει στην πόλη αλλά είναι… δεν το καταλαβαίναμε, νομίζω ότι είχαμε δημιουργήσει τις παρέες μας, οπότε… Εγώ δεν ένιωσα, ας πούμε, να μου λείπει η πολυκοσμία της Αθήνας. Ούτε η ζωή ας πούμε, τα μπαρ ή δεν ξέρω, το να βγεις. Ήταν αρκετά ήρεμα, τα βράδια πηγαίναμε στο καφενείο του χωριού και πίναμε αλκοόλ, μαζευόμασταν σε σπίτια. Εμένα μου άρεσε επειδή ήθελα και τον χώρο μου και τον χρόνο μου, οπότε έμενα και στο σπίτι μου αρκετά, όταν ήθελα να είμαι, έτσι, πιο ήρεμη, πιο μόνη μου, που ήταν, έτσι, ένα παλιό σπίτι στεμνιτσιώτικο, με όλα τα προβλήματα ενός παλιού σπιτιού. Είχα τζάκι, είχα μια κερασιά στην αυλή η οποία άνθιζε κάθε άνοιξη και, δεν ξέρω, ήταν πολύ όμορφο να πετάει τα πρώτα μπουμπούκια, να βγάζει τα φύλλα, να βγάζει τα κεράσια, ήταν ένας ωραίος κύκλος να τον βλέπεις. Νομίζω ήταν μία εμπειρία που τη χρειαζόμουν από κάποιες απόψεις. Και επίσης, νομίζω ότι και τα δυόμισι χρόνια στο χωριό ήταν αρκετά. Δηλαδή, μετά ένιωσα ότι πρέπει να γυρίσω πίσω, να ασχοληθώ με το επάγγελμά μου σε ένα μέρος, τέλος πάντων, που θα μπορεί να έχει περισσότερη ανταπόκριση. Αλλά ήταν πολύ όμορφη εμπειρία. Περπάταγα πολύ, επειδή ένα διάστημα φιλοξενούσα ένα κουτάβι και την έβγαζα βόλτα στο χωριό για να ηρεμήσει και είχα γυρίσει κάπως έτσι όλο το χωριό –επειδή είναι πολύ μεγάλη η Στεμνίτσα, εκτείνεται σε αρκετό μήκος θα έλεγα. Που όταν μπαίνεις στο χωριό, δεν το καταλαβαίνεις γιατί περνάς από την πλατεία, έναν κεντρικό δρόμο, σε κάποια κεντρικά σημεία και δεν καταλαβαίνεις πόσο μεγάλο χωριό είναι. Και, δεν ξέρω, ήταν πολύ ωραίο να περπατάς, έτσι, σε ένα χωριό με τόση ιστορία, με αυτά τα παλιά σπίτια, που σε ταξιδεύει. Ναι, ωραία ήτανε, πολύ όμορφα. Και επίσης, η σχολή, που είχαμε ο ένας τον άλλον, ήμασταν, έτσι, όλοι πολύ… Γενικά, η αργυροχρυσοχοΐα είναι ένα επάγγελμα που υπήρχε πολύ, έτσι –πώς να το πω; Υπήρχε μία μυστικοπάθεια, οι παλιοί μάστορες, ας πούμε, δεν αποκάλυπταν –οι πιο παλιοί– τις τεχνικές τους, τον τρόπο που έκαναν τα πράγματα και κάπως υπάρχει σαν βαρίδι αυτό όταν ξεκινάς στον χώρο. Για να μην, ας πούμε, αντιγράψει κάποιος την πατέντα κάποιου άλλου, υπήρχε, έτσι, μια καχυποψία. Αλλά σ’ εμάς, στη χρονιά μου, στους μαθητές, ήμασταν αρκετά δοτικοί όλοι και θέλαμε μάλλον να το αποβάλλουμε αυτό, οπότε και οι παλιότεροι μαθητές μας έδειχναν κι εμείς μετά δείχναμε στους νεότερους, συζητάγαμε όλοι για το κόσμημα, για τεχνικές «Πώς το έκανες αυτό;» «Πώς το έκανες εκείνο;» «Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;» Οπότε, είναι κάτι που μου λείπει πολύ τώρα που δεν συναναστρέφομαι με τόσους αργυροχρυσοχόους, να συζητάμε τεχνικά ή για το κόσμημα. Οπότε, ήταν αρκετά γεμάτα όλα. Δηλαδή[00:10:00], η αλήθεια είναι ότι η καθημερινότητά μου ήταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στη σχολή, γιατί τα μαθήματά μας ήταν μεσημεριανά και απογευματινά, αλλά λειτουργούσε τότε ένα εργαστήριο στον χώρο της σχολής, που λειτουργούσε, ας πούμε, σαν έξτρα χώρος για να δουλεύεις, αν θες να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο στο κόσμημα. Οπότε, εγώ ήμουνα από το πρωί στη σχολή, πήγαινα στο εργαστήριο και μετά πήγαινα στα μαθήματα. Πολύ ωραίο, γενικά, το ότι υπήρχε μάθηση συνέχεια. Και ήταν και το περιβάλλον της σχολής αρκετά υποστηρικτικό, οπότε όταν θέλαμε να κάνουμε κάτι, η διευθύντριά μας τότε –η οποία έχει φύγει, βέβαια, τώρα από τη Στεμνίτσα– ήταν πάρα πολύ βοηθητική και υποστηρικτική στο να φτιάξουμε οτιδήποτε θέλουμε, να συμμετέχουμε σε εκθέσεις… Δεν ξέρω, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή νομίζω, όταν πήγα. Αυτά, σε γενικές γραμμές, θα έλεγα.
Αν, ας πούμε, σε ρωτούσα αν έχεις κάτι συγκεκριμένο από τη Στεμνίτσα που να σου έχει μείνει και να πιστεύεις ότι θα το θυμάσαι για πάντα, τι θα ήταν;
Σαν εμπειρία;
Ναι, σαν μνήμη.
Η ζωή στο χωριό, σίγουρα –και στο συγκεκριμένο χωριό, θα έλεγα. Επειδή ζούσαμε λίγο και σε άλλες συνθήκες, ας πούμε, είχαμε όλοι στα σπίτια μας ξυλόσομπες ή σόμπες πετρελαίου, έπρεπε να παραγγέλνουμε ξύλα για τον χειμώνα. Δεν είχαμε την αφθονία των αγαθών, να το πω. Δηλαδή, το μίνι μάρκετ είχε συγκεκριμένα πράγματα, δεν θα τα βρίσκαμε όλα, έπρεπε κάπως να βολευτείς με ό,τι είχε το χωριό από μόνο του. Αν πήγαινε κάποιος στην Τρίπολη να ψωνίσει, να σου φέρει κι σένα κάτι. Ο χειμώνας που ζούσαμε… Δηλαδή, νομίζω ότι μου έχουν μείνει σίγουρα, έτσι, όλα τα βιώματα της Στεμνίτσας. Επίσης, αν μου λείπει κάτι και μου ’χει μείνει, είναι η μάθηση στη σχολή βασικά, ότι μαθαίναμε συνέχεια –κάτι που μου λείπει πολύ τώρα, το να μαθαίνεις καινούριες τεχνικές, γιατί είναι και ένα, νομίζω, ανεξάντλητο πεδίο η αργυροχρυσοχοΐα, έχει πολλά παρακλάδια και, νομίζω, δεν τελειώνει ποτέ, αν θες να το κατακτήσεις όλο. Αυτό θα έλεγα, έτσι, και λίγο η αθωότητα πριν μπεις στο επάγγελμα, ότι το σπουδάζεις, είσαι ρομαντικός, φτιάχνεις κοσμήματα, δεν σκέφτεσαι κάποια πράγματα που όταν μπαίνεις, τέλος πάντων, στον χώρο και θες να το κάνεις πιο εμπορικά για να ζήσεις, να τα πουλήσεις, πρέπει να σκεφτείς κάποια πράγματα. Όπως το να προσαρμόσεις ίσως τις συλλογές σου στο τι μπορεί να φοράει ο περισσότερος κόσμος. Λίγο να μην είναι πολύ βαριά, να είναι παραγωγικά –που δεν αναιρεί, βέβαια, το ότι υπάρχει η έκφραση και, τέλος πάντων, μπορείς να δημιουργήσεις σχέδια που να σε εκφράζουν. Απλά, κάπως στη Στεμνίτσα ήταν λίγο πιο πολύ τα χρόνια της αθωότητας στο κόσμημα.
Και πώς έφυγες από κει; Και τι ακολούθησε μετά;
Έφυγα από τη Στεμνίτσα επειδή, μετά τη διετή φοίτηση στο ΙΕΚ, έκανα και μία εξάμηνη πρακτική σε ένα εργαστήριο που υπήρχε στο χωριό, που ήταν υποχρεωτική, οπότε, ουσιαστικά, δεν είχα κάτι άλλο να κάνω στο χωριό και επέστρεψα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε ένα διάστημα μέχρι να καταλάβω τι κάνουμε από δω και πέρα και πώς συνεχίζουμε και πώς χτίζεις κάτι δικό σου. Γιατί τελειώνοντας μία σχολή αργυροχρυσοχοΐας, μπορείς να βρεις δουλειά σε κάποιο εργαστήριο –στην Αθήνα, ας πούμε, έχει πολλά εργαστήρια που ασχολούνται με χειροποίητο κόσμημα και ζητάνε, ανά περιόδους, άτομα να μάθουν τη δουλειά. Που βέβαια, αυτό είναι λίγο στείρο, από την άποψη ότι αν θες να δημιουργήσεις δικά σου πράγματα, σου στερεί τον χρόνο και τη δημιουργικότητα και το να κάτσεις να στήσεις κάτι δικό σου. Βέβαια, αυτό έκανα. Η αλήθεια είναι ότι, γύρω στους έξι-εννιά μήνες αφού γύρισα από τη Στεμνίτσα, βρήκα μία δουλειά σε ένα εργαστήριο εδώ, στην Αθήνα, στο Γαλάτσι, που φτιάχνουν χρυσούς σταυρούς. Κάτι που η αλήθεια είναι ότι δεν μου ταίριαζε καθόλου σαν προσέγγιση –καλά, ούτε το αντικείμενο, αλλά και η προσέγγιση που λειτουργούσε αυτό το εργαστήριο. Βέβαια, αυτό ήταν εργαστήριο πολλών χρόνων στον χώρο, δηλαδή είναι σίγουρα δυο-τρεις δεκαετίες επιβιώνουν και λειτουργούν, ας πούμε, πολύ παραγωγικά, σε ένα αρκετά αυστηρό πλαίσιο. Που εγώ δεν είχα συνδυάσει καθόλου έτσι το κόσμημα, με τόση αυστηρότητα και χρονοδιαγράμματα και, δεν ξέρω, πίεση –που προφανώς, αν βγάζεις παραγωγή, υπάρχει πίεση. Παρόλα αυτά, έμεινα σε αυτή τη δουλειά εννιά μήνες και μάλλον ήταν, έτσι, μία εμπειρία που με βοήθησε να καταλάβω τι δεν θέλω από τη δική μου δουλειά. Επειδή είχα δικές μου ιδέες και, ενώ δούλευα στο εργαστήριο αυτό, είχα και έναν δικό μου πάγκο αργυροχρυσοχοΐας που, τα σαββατοκύριακα, προσπαθούσα να δουλεύω για να μην… Γενικά, είμαι αρκετά δημιουργική και έχω πολλές ιδέες και πολλά σχέδια και στη Στεμνίτσα έφτιαχνα πολλά κοσμήματα, συνέχεια έβγαζα καινούρια σχέδια, οπότε… Που αυτό είναι πρόβλημα για κάποιους, το πώς δημιουργείς μία συλλογή, μία σειρά, πώς φτιάχνεις κοσμήματα, τι σχέδια –που να είναι και δικά σου–, πώς εκφράζεσαι. Και επειδή ήξερα ότ[00:15:00]ι το ’χω όλο αυτό, προσπαθούσα να δουλεύω τα σαββατοκύριακα, για να μην το αφήνω στην άκρη. Γιατί είναι αρκετά εύκολο να πεις ότι σε ρουφάει η δουλειά του αλλού, έχεις τον μισθό σου. «Εντάξει, μωρέ, ας φτιάξω κι ένα κόσμημα, το σαββατοκύριακο, δικό μου, δεν τρέχει και κάτι». Τέλος πάντων, με τον καιρό, η αλήθεια είναι, άρχισε να γεννιέται μία ιδέα στο μυαλό μου για μία συλλογή, που κάπως η ιδέα της με εξέφραζε, γενικότερα. Οπότε, άρχισα να δουλεύω αυτή τη σειρά σιγά-σιγά, όσο δούλευα παράλληλα και στο άλλο εργαστήριο. Και κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να δουλεύω στο εργαστήριο με τους χρυσούς σταυρούς… Άρχισα να δουλεύω και τον εαυτό μου παράλληλα, η αλήθεια είναι, τότε. Να ξεπερνάω κάποια εμπόδια και κάποια γεγονότα που έτρεχαν εκείνη την περίοδο στην προσωπική μου ζωή, αλλά και λίγο μέσα μου, κάποια εμπόδια που ίσως με φρέναραν από το να ξεκινήσω κάτι δικό μου. Αλλά, τέλος πάντων, κάπου κατάλαβα ότι δεν πρέπει να αφήσω τις ιδέες μου και θα πρέπει να τις κυνηγήσω, όσο δύσκολο και να ’ναι, και να αφιερώσω τον χρόνο. Οπότε, ας πούμε ότι μάζεψα κάποια χρήματα από εκείνο το εργαστήριο και έφυγα τελικά από εκεί, παραιτήθηκα και ξεκίνησα να δουλεύω για να συμμετάσχω σε μια έκθεση χονδρικής και σκεφτόμουν ότι το ένα θα με πάει και στο επόμενο. Ας πούμε, ήθελα να συμμετάσχω και σε άλλες εκθέσεις με χειροποίητα είδη που γίνονται στην Αθήνα και είχα κάποιες επαφές –με είχαν δεχθεί από το «Meet Market», βασικά, από μια έκθεση. Οπότε, θεωρούσα ότι με λίγη υπομονή, σιγά-σιγά, θα δημιουργήσω κάτι δικό μου. Βέβαια, μετά ήρθε ο κόβιντ και, λίγο, με πήγε πίσω, αρκετά. Στα πρώτα μου βήματα. Τέλος πάντων, παρόλα αυτά, αποφάσισα να ξεκινήσω –τώρα, για να πάω στο πώς κατέληξα να έχω μαγαζί– παρόλα αυτά-
Να κάνουμε μια παρένθεση πριν πάμε σε αυτό; Θες να μας πεις γι’ αυτή τη συλλογή που την είχες σκεφτεί;
Τα πλακάκια;
Θες να μας πεις λίγο για αυτό;
Ναι. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι πρέπει να πω γύρω από αυτό.
Άμα θέλεις. Πώς σου ήρθε η έμπνευση; Γιατί θεωρείς ότι σε… Γιατί φαντάζομαι ότι ήταν κάτι που ένιωθες ότι θέλεις να το κάνεις και ότι έχει κάποια αξία και σημασία.
Ναι, ναι. Η αλήθεια είναι ότι, την πολύ βαθιά ερμηνεία αυτής της συλλογής, δεν νιώθω έτοιμη να τη μοιραστώ, αλλά η ιδέα μου, η βασική συλλογή με την οποία, έτσι, ξεκίνησα τα βήματά μου, προέρχεται από πλακάκια. Από τα σπασμένα πλακάκια που βρίσκουμε, ας πούμε, στη θάλασσα το καλοκαίρι ή σε –δεν ξέρω– σκουπίδια ή… μικρά σπασμένα πλακάκια. Τα οποία, από μικρή όταν ήμουν, θυμάμαι να τα μαζεύω –από άμμο, από όπου έβρισκα. Και πιο μετά, όταν άρχισα να ασχολούμαι και με κόσμημα, θυμάμαι να φτιάχνω κοσμήματα με τέτοια πλακάκια. Να κολλάω βάσεις, ας πούμε, να τα κάνω δαχτυλίδια ή κάπως να τα προσαρμόζω σε μέταλλο. Και μετά, κάπως, προσπαθούσα, όσο ήμουν και στο άλλο εργαστήριο που δούλευα, να σκεφτώ μια συλλογή που να είναι δική μου –γιατί είναι εύκολο να κάτσεις να φτιάξεις κοσμήματα, να πεις ότι φτιάχνω ένα σκουλαρίκι, ένα δαχτυλίδι. Αλλά το να έχει μια συνοχή, να φτιάξεις μια συλλογή που έχει μια συνοχή και υπάρχει μια αλληλουχία, τέλος πάντων, νομίζω ότι δεν είναι τόσο εύκολο. Αλλά, παρόλα αυτά, ήθελα να δημιουργήσω κάτι τέτοιο, που να είναι και λίγο πιο signature ίσως. Οπότε κάπως, νομίζω, χάζευα απλά τα κοσμήματα που έφτιαχνα όταν ήμουν στο «Συν Άπειρο» –σε αυτό τον χώρο στο Μεταξουργείο– που, τέλος πάντων, ένα σπασμένο πλακάκι που είχα βρει –μπορεί από όταν ήμουν στο σχολείο και το είχα κρατήσει– το είχα δέσει κάπως σε δαχτυλίδι, και κάποιο άλλο το είχα κολλήσει σε μια βάση δαχτυλιδιού… Και κάπως χάζευα τα κοσμήματα αυτά και πέφτει το μάτι μου στα πλακάκια και, κάπως, μου ήρθε αυτή η ιδέα ότι… Μου άρεσε η ιδέα ότι είναι κάτι που είναι αρκετά κοινό. Ότι μπορείς να το δεις, να το τραβήξεις από τη γη, να το πάρεις, να σου αρέσει, να το κρατήσεις. Αλλά μ’ άρεσε κιόλας η ιδέα ότι είναι κάτι σπασμένο, είναι κάτι που είναι ευτελές στην ουσία, ότι είναι για πέταμα και, απλά, κάπως βρέθηκε σε μια θάλασσα και μπορείς είτε να το προσπεράσεις είτε να το θάψεις είτε να το πάρεις να το πετάξεις στα σκουπίδια είτε, απλά, να το κρατήσεις και… Μ’ αρέσει αυτή η ιδέα, βασικά, ότι είναι κάτι που, θεωρητικά, είναι –πώς να το πω;– είναι απόρριμμα αλλά εσύ το κρατάς και γίνεται πολύτιμο και σημαίνει κάτι. Και η ιδέα ότι μπορεί να είναι μπροστά σου και να μην το δεις. Να πρέπει να σκύψεις, να σκάψεις λίγο τη γη, την άμμο, ας πούμε, στη θάλασσα, να το ανακαλύψεις και είναι ένας μικρός θησαυρός. Μ’ άρεσε αυτή η λογική, ότι χρειάζεται λίγος κόπος για να δούμε κάποια όμορφα πράγματα. Οπότε, άρχισα να βρίσκω σχέδια από πλακάκια στο ίντερνετ, εκτύπωσα κάποια σχέδια και άρχισα να φαντάζομαι πώς θα μπορούσε να είναι ένα σπασμένο κομμάτι από αυτό και κάπως μετά άρχισα να σχεδιάζω αυτή τη συλλογή –και σε μιλιμετρέ χαρτί, έτσι, λίγο τις διαστάσεις, για να καταλάβω πόσο μεγάλο μπορεί να είναι κάτι. Και μετά, άρχισα να το δουλεύω και στο μέταλλο και άρχισε να παίρνει υπόσταση, νόημα[00:20:00]. Και κάπως έτσι, έβγαλε και τις συλλογές με τις οποίες τώρα ανοίγω και το μαγαζί μου και θέλω να ξεκινήσω τα πρώτα μου βήματα μ’ αυτές τις συλλογές. Αλλά νομίζω ότι αυτή η ιδέα του ότι: «Εγώ είμαι κρυμμένη και ελάτε να με βρείτε», αντιπροσωπεύει αρκετά και τη δουλειά μου κι εμένα την ίδια και τα ίδια τα κοσμήματα. Δηλαδή την αρχική ιδέα, ότι αυτό είναι και τα σπασμένα πλακάκια. Είναι θαμμένα και θα τα βρει αυτός που θέλει να τα βρει, που θα διακρίνει κάτι όμορφο μέσα σε κάτι –δεν ξέρω– που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί ίσως, ας πούμε, στην άμμο, στη θάλασσα. Αυτό θα έλεγα, ότι κάπως έτσι ξεκινάει η ιδέα. Και σημαίνει και άλλα πράγματα, βέβαια. Έτσι, λίγο πιο…
Πώς βρέθηκες με το μαγαζί;
Με το μαγαζί βρέθηκα –δεν το περίμενα, δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να ανοίξω δικό μου μαγαζί και εργαστήριο. Μετά από εκείνη τη λίγο άσχημη περίοδο, με το πρώτο λοκντάουν, επί κόβιντ, που ήταν αρκετά αντιπαραγωγική περίοδος. Τέλος πάντων, πέρασαν κάποιοι μήνες και αποφάσισα ότι πρέπει να κάνω ένα δικό μου e-shop. Δηλαδή, σταμάτησαν να γίνονται και εκθέσεις εκείνο το διάστημα, οπότε δεν είχα που να παρουσιάσω τη δουλειά μου, δεν είχα κάποιο μέσο να δείξω τη δουλειά μου. Οπότε, αποφάσισα ότι τουλάχιστον μπορώ να ξεκινήσω με ένα e-shop, που θα το προωθώ και από τα social media και θα είναι ένα μέσο και να εκθέτω τη δουλειά μου και να μπορώ να πουλήσω κάποια κοσμήματα για να αρχίσω να βιοπορίζομαι. Τότε, εκείνη την περίοδο, επειδή δεν είχα κάνει έναρξη ακόμα στην Εφορία, ήμουνα… Μέσα από τη σχολή της αργυροχρυσοχοΐας στη Στεμνίτσα, είχαμε ιδρύσει μια ΚΟΙΝΣΕΠ, τη «Στέγη Αργυροχρυσοχοΐας Στεμνίτσας». Ουσιαστικά, την είχε ιδρύσει η πρώην διευθύντρια της σχολής με έναν καθηγητή και με κάποιους απόφοιτους. Σαν θερμοκοιτίδα λειτουργούσε αυτό για τους μαθητές και τους απόφοιτους που ήθελαν να κάνουν κάποια πρώτα βήματα επαγγελματικά, αλλά δεν μπορούσαν ακόμα να κάνουν έναρξη. Οπότε, ήμουν σε αυτή την ΚΟΙΝΣΕΠ και σκέφτηκα ότι: «Ωραία, θα κάνω το e-shop μέσω της ΚΟΙΝΣΕΠ», τέλος πάντων, για να με καλύπτει νομικά, φορολογικά, όλο αυτό το πλαίσιο. Τελικά όμως, επειδή ήμασταν αρκετά άτομα στην ΚΟΙΝΣΕΠ –ήμασταν νομίζω, εκείνη την περίοδο που ήμουν κι εγώ, γύρω στους δεκαπέντε– δεν μπορούσα να κάνω… Αν έπρεπε να γίνει ένα e-shop στα χαρτιά… Βασικά, αν έπρεπε να γίνει κάποιο e-shop στα χαρτιά της στέγης, έπρεπε να είναι μόνο ένα και να μας αντιπροσωπεύει όλους για να είναι δίκαιο. Οπότε, κάπως έτσι κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να κάνω δική μου έναρξη. Υπήρχε, βέβαια, και η υποστήριξη από την οικογένεια οικονομικά για όλο αυτό το ξεκίνημα, γιατί είναι λίγο δύσκολο να το κάνεις από το μηδέν, μόνος σου –και οικονομικά εννοώ. Οπότε, το ένα έφερε το άλλο από κει και πέρα. Εγώ είχα ήδη βρει τα άτομα που θα μου έτρεχαν, που θα μου έφτιαχναν το e-shop. Κάνοντας, όμως, έναρξη στην Εφορία, έναρξη επαγγέλματος, θα έπρεπε να έχω και έδρα για την επιχείρηση μου. Οπότε, βρήκα και έναν χώρο στο Χαλάνδρι –που μένω και αποφάσισα ότι εδώ θέλω να συνεχίσω να μένω– ως έδρα. Και μετά, σκεφτόμουν ότι: «Εφόσον θα έχεις έναν χώρο, ένα εργαστήριο, γιατί δεν βρίσκεις κάτι που να έχει και μια μικρή βιτρίνα, ώστε να μπορεί να έρχεται κάποιος να τα δει από κοντά;» Οπότε, κάπως έτσι βρήκα τον χώρο που έχω τώρα το εργαστήριο μου και το μαγαζί μου και, μετά από πολλούς μήνες που έκανα την έναρξη, βρήκα τον χώρο, τον έφτιαξα, τώρα είμαι έτοιμη να ξεκινήσω. Αυτό, κάπως έτσι.
Και πώς νιώθεις που αυτό ήρθε έτσι ξαφνικά και πέρασε και καιρός και τώρα-
Ήρθε η ώρα να ανοίξει.-
Ήρθε η ώρα;
Η αλήθεια είναι ότι έτσι ξαφνικά έρχονται τα πράγματα, οπότε κάπως έτσι θα ερχόταν –τουλάχιστον μ’ εμένα. Ήξερα ότι είναι ένα βήμα που πρέπει να γίνει και πρέπει να το κάνω. Κυρίως ο φόβος με κράταγε και, ξέρεις, αυτό, το ότι δεν έχεις και πολλή αυτοπεποίθηση, ότι: «Τι θα γίνει; Θα αρέσουν τα κοσμήματα; Δεν θα αρέσουν; Θα πιάσω; Δεν θα πιάσω;» Αλλά γενικά, είμαι σε μια αναζήτηση τα τελευταία τρία χρόνια, έτσι, και με ψυχοθεραπεία προσπαθώ να ξεπεράσω αυτά τα μικρά εμπόδια που βάζω στον εαυτό μου. Οπότε, κάπως τα δούλευα όλα αυτά παράλληλα και πλέον μπορώ να πω ότι είμαι έτοιμη, και από αυτή την άποψη, να το υποστηρίξω όλο αυτό. Ποια ήταν η ερώτηση, γιατί ξεχάστηκα;
Πώς νιώθεις;
Νιώθω οκέι. Αγχωμένη, σίγουρα, γιατί είμαι έτοιμη να ανοίξω την άλλη βδομάδα. Αλλά νιώθω ότι υπάρχει… νιώθω μια πλήρωση, να το πω έτσι, ότι ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει και γίνεται. Είναι ένα ρίσκο, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα πάει καλά μια δουλειά που κάνεις μόνος σου. Δηλαδή, όσο και να το πιστεύεις, δεν ξέρω, ας πούμε, μπορεί να έρθει άλλο ένα, τρίτο λοκντάουν ή άλλη μια πανδημία και να σε πάει πίσω. Εννοώ μπορεί να προκύψουν και πράγματα που δεν τα ελέγχεις και να μην πάει καλά όλο αυτό. Αλλά νιώθω ότι ανυπομονώ να ανοίξω το μαγαζί και ανυπομονώ να παίρνω μέρος και σε περισσότερες εκθέσεις, τώρα που ανοίγουν –λόγω κορωνοϊού εννοώ, που αρχίσουν πάλι να γίνονται. Νιώθω ότι είμαι έτοιμη για αυτό το μεγάλο βήμα. Αλλά αγχωμένη παράλληλα γιατί, εντάξει, δεν ξέρεις πώς θα πάει, δεν έχω και επαφή με τον[00:25:00] κόσμο, οπότε, δεν έχω ξαναδουλέψει σε κατάστημα, δεν ξέρω πώς είναι, δεν ξέρω, το να εξυπηρετείς, τι λες σε έναν πελάτη, τι δεν λες. Αυτά, κάπως. Ωραία, θα ’λεγα.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι;
Συνολικά, στην κουβέντα; Νομίζω πως όχι. Δεν μου ’ρχεται κάτι.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Ωραία. Κι εγώ.
Summary
Μια νεαρή κοπέλα μάς αφηγείται το ταξίδι της στη δημιουργία, από τις παιδικές ζωγραφιές στο επάγγελμα της αργυροχρυσοχόου. Μιλάει για τις σπουδές της στη Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας της Στεμνίτσας και τη ζωή εκεί, την επιστροφή στην Αθήνα και τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα. Αναφέρεται, επίσης, στην ανάγκη της να δημιουργήσει έργα με ταυτότητα και στην ιδέα της να φτιάξει κοσμήματα με θραύσματα από πλακάκια.
Narrators
Κωνσταντίνα Νικολοπούλου
Field Reporters
Μαρία Ιωάννα Σταθάκη
Tags
Interview Date
11/10/2021
Duration
25'
Summary
Μια νεαρή κοπέλα μάς αφηγείται το ταξίδι της στη δημιουργία, από τις παιδικές ζωγραφιές στο επάγγελμα της αργυροχρυσοχόου. Μιλάει για τις σπουδές της στη Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας της Στεμνίτσας και τη ζωή εκεί, την επιστροφή στην Αθήνα και τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα. Αναφέρεται, επίσης, στην ανάγκη της να δημιουργήσει έργα με ταυτότητα και στην ιδέα της να φτιάξει κοσμήματα με θραύσματα από πλακάκια.
Narrators
Κωνσταντίνα Νικολοπούλου
Field Reporters
Μαρία Ιωάννα Σταθάκη
Tags
Interview Date
11/10/2021
Duration
25'