© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ελαιοτριβέας στο επάγγελμα: μια ζωή γύρω από το λάδι
Istorima Code
11382
Story URL
Speaker
Ιωάννης Λουκάς (Ι.Λ.)
Interview Date
11/07/2022
Researcher
Έλλη Βουγιούκα (Έ.Β.)
[00:00:00]
Είναι Τρίτη, 12 Ιουλίου του 2022. Είμαι με τον κύριο Γιάννη, βρισκόμαστε στην Ανθούσα. Εγώ είμαι η Έλλη Βουγιούκα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Κύριε Γιάννη, αρχικά θέλω να μου πείτε πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια στην Ανθούσα.
Γεννηθείς το 1962. Το χωριό δεν είχε ρεύμα, ούτε και νερό τρεχούμενο. Τα παιδικά χρόνια ανέμελα, καλά, παιχνίδι. Δύσκολα μεν, καλά δε. Ήταν όμορφα χρόνια. Στην περιοχή που ζούσαμε, στη Βίγκλα, μιλάμε ότι πρέπει να ’ναι… ήμασταν σαράντα παιδιά; Οπότε, δεν ήμασταν ποτέ μόνοι. Οτιδήποτε κάναμε, το κάναμε με τα χέρια μας. Συνήθως, περισσότερο κάναμε σφεντόνες, τόξα, ξυλίκια και, φυσικά, παίζαμε με τα στεφάνια από τα βαρέλια –ξέρεις, τα κυνηγούσαμε. Εν τω μεταξύ, είχαμε κάνει και ένα σύστημα με φρένο, ξέρεις –ήμασταν από τους πρώτους. Δρόμο δεν είχαμε, είχαμε μόνο μονοπάτι –εξού κι έχω φάει και μια τούμπα κι έχω ένα σημάδι εδώ. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια… 1972 –χωρίς να ’μαι σίγουρος– ήρθε το ρεύμα και μετά το νερό, μετά από λίγο. Η πρώτη τηλεόραση πρέπει να ήταν κάπου εκεί, αυτά τα χρόνια, και ήταν μια μοναδική, στο κέντρο, στην Ανθούσα, στο σπίτι παιδιού, έτσι; Ήτανε τότε, νομίζω, απ’ την… μια υπηρεσία, δεν ξέρω πώς τη λέγαν αυτή, δε θυμάμαι κιόλας. Εκεί πηγαίναμε, βλέπαμε τηλεόραση. Φυσικά, καμιά ώρα, δύο και επιστρέφαμε. Ηλικία –θα ήτανε δέκα-έντεκα– ξεκίνησα τη δουλειά. Το πρώτο ξεκίνημα το κάναμε με τα ζώα. Άλογα. Είχα ένα άλογο, τρία μουλάρια, τα οποία χρησιμοποιούσαμε στο ελαιοτριβείο, αλλά το καλοκαίρι κουβαλούσαμε τους Γάλλους από το «Club Méditerrannée», Βάλτος-Κάστρο Ανθούσας. Και εκεί, πρωτοδοκίμασα το πρώτο παγωτό. Μετά από αυτό, ηλικία δώδεκα, ξεκίνησα δουλειά στο «Parga beach», όπως σου είπα και πριν –γνωρίζοντας και άτομα από την οικογένεια σου– έως το 1977. Νομίζω ήταν τέσσερα ή πέντε τα χρόνια. Σε ηλικία δεκαέξι, και εφόσον τα πράγματα –αυτές οι εποχές δεν ήταν εύκολες… Να φανταστείς, ας πούμε, ότι ο κόσμος μάζευε τις ελιές με τα χέρια, έτσι; Δεν είχαμε ούτε ελαιοδίχτυα ούτε τίποτε. Και αυτά τα πρώτα που ήρθαν, δεν τα πήραν όλοι, λόγω ότι δεν υπήρχε το χρήμα. Παιδιά από το χωριό, απλά. Έφυγα –πρέπει να ήταν το ’77 αν δεν απατώμαι– και γύρισα το 1980, όταν πήγα και στρατό. Έκανα –με ορισμένες, με ορισμένα διαλείμματα– στη θάλασσα, τότε, στην εταιρεία του Καρρά. Πολύ όμορφα κρουαζιερόπλοια, το «Δάφνη» και το «Δανάη». Και ένα παιδί από το χωριό έφυγε και πού πήγε; Νέα Υόρκη. Πολιτισμικό σοκ. Ναι, ήτανε πολύ καλά χρόνια, μπορέσαμε να βοηθήσουμε λίγο την οικογένεια, και συγκεκριμένα τον πατέρα. Τότε να φανταστείς ότι ο δανεισμός στην τράπεζα –ξέρεις για τι μιλάμε τώρα; Μιλάμε για τριάντα τοις εκατό τόκος. Μιλάμε για πράγματα τα οποία είναι ασύλληπτα για εσάς τώρα, που είστε πιο νέοι από μας. Λοιπόν, η επιστροφή ήταν αναγκαστική, για να πάω στρατό. Υπηρέτησα στη… έκανα οχτώ μήνες… Μάλλον δέκα μήνες και δύο μήνες στην Ελλάδα, και μετά πήγα στην Κύπρο. Και νομίζω έτυχα, τότε, στην περίπτωση που έγινε το ψευδοκράτος του Ντενκτάς. Είχαμε αναμπουμπούλες και τα λοιπά, δεν έγινε φυσικά τίποτε. Τελείωσα τον στρατό μου. Γυρίζοντας, τα πράγματα ακόμα δύσκολα. Τότε, μάλλον, ξεκινούσε το να γίνει κάτι στην Ελλάδα. Έκανα τέσσερα χρόνια στην Κέρκυρα δουλεύοντας σαν βοηθός μάγειρα και επέστρεψα στο χωριό. Φυσικά, όλα αυτά τα χρήματα που μπόρεσα να συγκεντρώσω, πηγαίναν στην οικογένεια για να μπορέσουμε να πορευτούμε. Ξέχασα να σου πω ότι δώδεκα ετών ξεκίνησα να δουλεύω στο ελαιοτριβείο φουλ τάιμ, με ανθρώπους οι οποίοι αυτή την στιγμή δεν είναι εν ζωή, έτσι; Αν κοιτάξω στο παρελθόν, [00:05:00]νομίζω ότι είναι ένας ακόμα ζωντανός. Δύσκολα χρόνια. Χειρωνακτική εργασία, ατελείωτες οι ώρες, βάρη. Έλειπα διαστήματα, λίγο στην Ευρώπη, λίγο επιστροφή, αλλά το πάθος –όπως σου είπα και προηγουμένως– είναι ένα. Είναι το ελαιοτριβείο. Είναι η αγάπη μου, είναι η ζωή μου, τέλος πάντων. Δεν έλειψα ποτέ, κάθε σοδειά ήμουν εδώ. Πρέπει να σου πω επίσης ότι αυτά τα χρόνια. δεν είχαμε κάθε χρόνο σοδειά. Να φανταστείς, είχαμε μία ναι, μία όχι. Αυτό έγινε έως και το 1999-2000 που άρχισαν να χαλάνε οι σοδειές και να γυρίζουνε και να είναι χρόνο, κάθε χρόνο. Ναι, νομίζω ότι άλλαξαν πολλά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Άλλα προς το καλύτερο, άλλα όχι. Ναι, έχουμε… Μάλλον, είχα την ευτυχία να είχα ένα πατέρα ο οποίος ήταν αρκετά δυναμικός. Ξεκινήσαμε φεύγοντας από το παλιό μας ελαιοτριβείο το 1981, μετακομίζοντας, τότε, στον δρόμο, στον κεντρικό. Είχαμε ξεκινήσει… Α, για την ιστορία, θα σου πω ότι το ελαιοτριβείο ανήκε στην οικογένεια Λούκα –έχω την αίσθηση– από το 1800 κάμποσο. Το πρώτο μας ελαιοτριβείο ανήκε στη γιαγιά μας, στη μητέρα του πατέρα μου –αλήθεια είναι αυτό. Είναι διασωθέν το κτίριο και μια μυλόπετρα από αυτές. Το 1950 –μάλλον και νωρίτερα από αυτό– ο πατέρας του πατέρα μου έκανε την πρώτη ντιζελομηχανή, δεν υπήρχε ρεύμα. Μετά, όταν ανέλαβε ο πατέρας, έκανε το πρώτο πιεστήριο, δεκαοχτώ ίντσες. Το 1981 φύγαμε, πήγαμε στο καινούριο που χτίσαμε. Με δύο υπερπιεστήρια και δυναμικότητα γύρω στα χίλια διακόσια κιλά ωριαίως. Αυτό συνέβη μέχρι το 1989, όπου και αλλάξαμε το μηχάνημα. Φέραμε το πρώτο φυγοκεντρικό ωριαίας δυναμικότητας, τότε, γύρω στις τρεις χιλιάδες κιλά ανά ώρα. Μετά από αυτό, νομίζω έχουμε αλλάξει λοιπόν… ένα, δύο… έχουμε αλλάξει ένα, δύο, το ροντέλ τρία, το [Δ.Α.] τέσσερα, [Δ.Α.] πέντε. Η αλλαγή, σε αυτά τα χρόνια, έχουν γίνει πέντε αλλαγές. Και το τελευταίο που έχουμε δημιουργήσει με τον αδερφό μου τον Δημήτρη, είναι ότι –και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό– είναι ότι δεν έχουμε απόβλητα. Έχουμε ωραία δυναμικότητα δώδεκα χιλιάδες κιλά την ώρα. Κάτι το οποίο είναι πολύ για μας πλέον, γιατί οργανικά δεν αντέχουμε τέλος πάντων. Αλλά είναι σημεία των καιρών, η ταχύτητα. Αυτά ως προς… να σου δώσω να καταλάβεις πώς έγινε σε χρόνο σαράντα ετών. Και παραπάνω. Ναι, νομίζω ότι μετά τη μεταπολίτευση άρχισε η Ελλάδα να αναπτύσσεται, άρχισε η περιοχή μας να αναπτύσσεται. Πολλοί ασχολήθηκαν με τον τουρισμό. Και εγώ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχα κάποια δραστηριότητα όσον αφορά ρέστοραν ή οτιδήποτε, αλλά δουλεύοντας πάντα. Ναι, τα τελευταία –πόσα είναι; Για κάτσε. Είναι πολλά. Είναι σαράντα χρόνια. Ναι, αν εξαιρέσεις ορισμένα χρόνια που βγήκα έξω, όπως σου είπα, και ο στρατός και τα τέτοια, είναι σαράντα χρόνια εργασίας.
Είναι πολλά.
Είναι πολλά.
Σχετικά με αυτή την αλλαγή που είπατε, είπατε πιο νωρίς ότι θυμάστε όταν ήρθε το ρεύμα. Πώς ήταν αυτή-
Λοιπόν… να φανταστείς ότι διαβάζαμε με το λυχνάρι. Ξέρεις τι είναι το λυχνάρι; Είναι ένα μεταλλικό αντικείμενο, είναι σαν… όπως βλέπεις τώρα που βάζουμε στα καντήλια; Ακριβώς το ίδιο πράγμα είναι, με ένα φιτίλι το πιο ήτανε πιο χοντρό και… Να φανταστείς, δεν υπήρχε ούτε ζέστη ούτε τίποτα, οπότε είχαμε μπροστά ένα μικρό τζάκι. Ξέρεις, ζεσταίνεσαι μπροστά, παγώνεις στην πλάτη. Έπρεπε δηλαδή να γυρίζουμε… Ε, ναι. Το σχολείο, πηγαίναμε με τα πόδια. Ήταν στο κέντρο του χωριού, στην εκκλησία. Θυμάμαι ότι τότε κάναμε πραγματικά μαθήματα, ελληνικής Ιστορίας, Μαθηματικά, κάναμε… Κι εκεί, έχω ένα ενδιαφέρον όσον αφορά την Ιστορία, μου αρέσει υπερβολικά. Κάτι που,[00:10:00] αργότερα, διαβάζοντας τα βιβλία των παιδιών, κατάλαβα ότι κάπως έχουν αλλάξει. Νομίζω ότι τώρα γίνεται περισσότερο Ιστορία των Εθνών, απ’ ό,τι κάναμε εμείς. Όταν πρωτοήρθε, λοιπόν, το ρεύμα, χαρά Θεού. Μία λάμπα και τα είδαμε όλα. Αυτός που είπε ότι το ρεύμα είναι το υπ’ αριθμόν ένα, κάτι ήξερε. Αλλιώς θα ήμασταν ακόμα στις σπηλιές. Μετά ήρθε το πρώτο ψυγείο, και ούτω καθεξής. Όλα αυτά πήραν χρόνο. Δεν νομίζω να αλλάξαμε πολύ απότομα όλα αυτά τα χρόνια επειδή έγινε το μεγάλο «μπαμ». Τώρα όμως, κοιτώντας, βλέπω ότι έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Νομίζω ότι ο κόσμος είναι ανυπόμονος για πολλά πράγματα, κάτι που εγώ δεν το καταλαβαίνω πολλές φορές. Είναι πολύ γρήγορα. Όλα κινούνται πολύ γρήγορα για μένα καμιά φορά. Ναι, ήταν κάτι το εξωπραγματικό να έχεις ρεύμα στο σπίτι. Μετά ήρθε το νερό –σημαίνει ότι είχαμε και τουαλέτα και τα λοιπά. Ναι, γιατί δεν είχαμε. Οι τουαλέτες τότε, να φανταστείς, ήταν έξω. Δεν υπήρχαν ποτέ μέσα στο σπίτι, γιατί πώς; Πού; Τι; Ναι, από κει άρχισε. Η ανάπτυξη, νομίζω, της περιοχής μας άρχισε απ’ όταν ήρθε το ρεύμα και το νερό. Η Πάργα, φυσικά, είχε ρεύμα, το βλέπαμε από το σπίτι μας. Και μετά, το μεγάλο «μπαμ» έγινε με τον τουρισμό και τα λοιπά. Ο κόσμος –με την καλή έννοια– εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, άλλοι πολύ, άλλοι λιγότερο. Τέλος πάντων, εγώ είμαι από τους ανθρώπους οι οποίοι… είμαι ένας τυχερός άνθρωπος, ο οποίος έχει μια δουλειά η οποία είναι καλή. Δεν έχει να κάνει τόσο με τουριστικό, αλλά έχει να κάνει με το φαγητό. Οπότε, λίγο πολύ, καταφέραμε να επιζήσουμε, να δημιουργήσουμε την οικογένεια τέλος πάντων, χωρίς να δημιουργήσουμε χρέη ή οτιδήποτε. Αυτό είναι το πρώτο μας ξεκίνημα. Και όπως είπα, στην πορεία αλλάξαμε πολλές μηχανές οι οποίες κοστίσανε χρόνο, χρήμα, δουλειά, τέλος πάντων. Είχα την αμέριστη συμπαράσταση της γυναίκας μου. Έλειπα πολλές φορές, πολλές ώρες. Οι ώρες που δουλεύουμε στο ελαιοτριβείο είναι… ξεκινάνε δέκα, μπορεί να φτάσουνε… να μη γυρίσω στο σπίτι επί δέκα μερόνυχτα ή και δεκαπέντε.
Στο ελαιοτριβείο ήταν η πρώτη σας δουλειά, όταν ήσασταν δώδεκα;
Ναι, έτσι ξεκίνησα, όπως σου είπα. Ξεκίνησα με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ δυνατός τότε. Τα βάρη ήταν ατελείωτα. Να φανταστείς ότι τότε υπήρχανε σακιά τα οποία βάζανε κανέλα και καφέ. Πρόσεξε τώρα. Ερχότανε τα σακιά, τα οποία ήταν πλεγμένα, και μπορούσαν να βάλουν μέσα εβδομήντα κιλά, εβδομήντα πέντε κιλά καρπό… Τώρα φαντάζεσαι, εγώ τώρα, δώδεκα χρονών, να κουβαλάω στην πλάτη αυτό. Γιατί; Ο καθένας που δούλευε στο ελαιοτριβείο, έπρεπε να πάρει από ένα σακί ή οτιδήποτε. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να πάρω κι ’γω. Κι ας ήμουν, ας πούμε, υποτίθεται, ο γιος του… Έτσι; Τέλος πάντων, ναι. Αντρώθηκα εκεί. Δεν νομίζω να γνώρισα, αλήθεια… Πέρασα, νομίζω, από το παιδί στο να γίνω άντρας χωρίς να καταλάβω πώς και γιατί. Δεν υπήρχε ενδιάμεσο για μένα. Ας πούμε, του τύπου «Κάνε μια επανάσταση διότι έτσι είναι» ξέρω ’γω. Ήτανε πολυτέλεια. Δηλαδή να περάσεις το puberty, την ηλικία των δώδεκα έως των δεκαεφτά, ξέρω ’γω, ή δεκαοχτώ. Αυτό δεν το κατάλαβα, αλήθεια.
Ποιος ήταν ο λόγος που δεν συνεχίσατε με το σχολείο και ξεκινήσατε δουλειά;
Έχω την αίσθηση ότι ήμουνα δυσλεκτικός ξέρεις, στο τέλος. Ενώ μπορεί να φτιάξω τα πάντα με τα χέρια μου –μιλάμε από μέταλλα, ό,τι μπορείς να φανταστείς… Δηλαδή το ελαιοτριβείο, κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, οτιδήποτε έχει να κάνει, το λύνω και το δένω με τα μάτια μου κλειστά. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπει κάποιος μηχανικός για να φτιάξει κάτι. Αλλά νομίζω, όσον αφορά τον γραπτό λόγο, δεν το είχα. Μάλλον ήμουν δυσλεκτικός, ναι. Ξέρεις, ενώ κρατούσα τα πάντα, προφορικά μπορούσα να σου πω, ξέρω ’γω: «Η τελευταία ναυμαχία –ξέρω ’γω– έγινε το 1827 στο Ναυαρίνο». Εντάξει, αυτά μου ’χουν εντυπωθεί. Αν τα γράψω, ενδέχεται να μην το κάνω. Ή να γράψω… να κάνω αναγραμματισμούς. Τον καιρό αυτόν νομίζω, αν και ο δάσκαλος –είχαμε τον Γιάννη τον Γεωργίου, τον πατέρα του Τόλη και της… είναι της Αλεξίας ο πατέρας, ο παππούς– το ’χε καταλάβει και μάλλον το ’χε πει στον πατέρα μου, αλλά δεν είχαμε δώσει και μεγάλη σημασία τότε. Ήτανε άρτι αφιχθείς, τότε, από τη Γαλλία. Α,[00:15:00] και θυμάμαι καλά –ναι– ότι ακολούθησε τους τρόπους υγιεινής της Γαλλίας, ήτοι σημαίνει: πολύ νύχια κοντά, πολύ καθαρά αυτιά, πολύ πλυμένοι, και δεν ανεχότανε –ξέρεις, τότε, η εποχή αυτή ήτανε και, ξέρεις, ψείρες στο κεφάλι. Ερχόμενος, λοιπόν, αυτός ο δάσκαλος, αυτά σταματήσανε, ξέρεις. Ναι. Ο Γιάννης ο Γεωργίου. Με τον οποίο είχα την τύχη να τον έχουμε και πελάτη στο ελαιοτριβείο τα επόμενα χρόνια. Και πολλές φορές το είχαμε συζητήσει. Μας κοίταγε τα νύχια αν ήταν καθαρά, μας κοιτούσε τα αυτιά, ναι. Ε, ήτανε ναι, ήταν άλλες οι εποχές. Γιούντιθ, είπα ότι είμαι δυσλεκτικός.
Η δουλειά στον Βάλτο με τους Γάλλους, σε ποιο σημείο ήτανε;
Λοιπόν, το πρωί, εννέα η ώρα, είχαμε ραντεβού στην άμμο. Πρέπει να ήμασταν τουλάχιστον τριάντα ανθρώποι με ζώα. Αυτό που κάναμε ήταν, τους βάζαμε πάνω στα άλογα και στα μουλάρια. Παίρναμε τον δημόσιο δρόμο τότε, για να μην πέσουν ή να μην είχαμε ατυχήματα μέσα από τα μονοπάτια. Γιατί τώρα μπορεί να φανταστείς ότι από δω μπορείς να πας στον Βάλτο, έτσι; Αλλά είναι τσιμεντένιος ο δρόμος, ενώ παλιά δεν υπήρχε τίποτα. Παίρναμε τον δρόμο, συνήθως το καλοκαίρι βγάζαμε και τα πέταλα, για να μην γλιστράνε τα… ναι, είχαμε και τέτοια. Για ανθρώπους που γνωρίζουν, θα γνωρίζουν και τα κωστέκια. Για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν λοιπόν, είναι… στο σαμάρι, είχαμε ειδικές τριχιές που μπαίναν ανάμεσα στα μπροστινά πόδια από τα άλογα, έτσι ούτως ώστε αν κάποιο, για τον άλφα ή βήτα λόγο, ήθελε να ρίξει κάτω τον αναβάτη, να μην μπορεί να το κάνει. Ή να γυρίσει το σαμάρι ας πούμε. Το σαμάρι το χρησιμοποιούσαμε να κουβαλήσουμε ελιές, ξέρεις. Δεν ήτανε σέλες. Αυτό γινότανε Τρίτες και Πέμπτες, την εβδομάδα, δύο φορές. Έπρεπε να ακολουθήσουμε τα ζωντανά μας, κάναμε μια στάση στην Ανθούσα, από κει συνεχίζαμε, πηγαίναμε πάνω και εκεί είχανε ξεναγούς οι οποίοι λέγαν την ιστορία, τέλος πάντων, του τόπου. Ή κι ακόμα του Κάστρου γιατί –αν θυμάμαι καλά– νομίζω είναι φτιαγμένο από τον γιό του Αλή Πασά, τον Μουχτάρ, αν δεν απατώμαι. Τότε τα γαλλικά δεν τα ξέραμε. Όπως και τώρα δηλαδή, αλλά τέλος πάντων. Αυτό γινόταν όλο το καλοκαίρι, ξέρεις. Ήταν όμορφα. Παίρναμε πενήντα δραχμές ανά ζώο. Αυτό σημαίνει ότι εγώ, στα τέσσερα ζώα, έφερνα διακόσιες δραχμές στο σπίτι, τα οποία τότε ήταν πολλά λεφτά, να φανταστείς. Ο πρώτος μου μισθός, όταν πρωτοέπιασα δουλειά, ήτανε δύο χιλιάδες οχτακόσιες σαράντα τρεις δραχμές τον μήνα, ήτοι σημαίνει –σε σημερινά λεφτά– δέκα ευρώ. Δέκα ευρώ. Αλλά μιλάμε τώρα όμως, το ’70 τόσο. Και συν τοις άλλοις, ήμουν ανήλικος. Πολλές φορές υπήρχε μέρα που κουβαλώντας, λοιπόν, τις βαλίτσες –γιατί ήμουνα γκρουμ στη ρεσεψιόν– έβγαζα πολύ περισσότερα σε πέντε μέρες απ’ ό,τι έβγαζα σε ένα μήνα. Ναι, νομίζω ότι ήτανε μεγάλη βοήθεια τότε. Ναι. Φοράγαμε γαλότσες ξέρεις. Α, τα παπούτσια ήταν σπάνιο το είδος. Ήτανε λαστιχένιες μπότες. Και καμιά φορά, όταν γλιστρούσανε –μέσα, τα πόδια, ιδρώνανε– κάνανε έναν περίεργο θόρυβο. Και κάνανε θόρυβο. Μετά βρέθηκαν κάτι πέδιλα, τα οποία ήρθαν πάλι στη μόδα. Κι αυτά ήταν πλαστικά, αλλά κι αυτά, σου έβγαινε το δάχτυλο έξω καμιά φορά, πολλές φορές. Έτσι κάπως μεγαλώσαμε, Έλλη, δεν… Νομίζω καλά ήτανε. Αν κοιτάξω πίσω, πιστεύω ότι είναι καλά. Ναι, όπως σου είπα όμως, αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να βιώσω ήτανε, όπως σου είπα, η ηλικία των δώδεκα έως των δεκαοχτώ. Η εφηβεία, τέλος πάντων. Νομίζω ότι αντρώθηκα πριν την ώρα. Δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι. Και ο λόγος ήτανε ότι όλοι που δούλευα ήτανε… αν εγώ τότε ήμουνα δώδεκα, αυτοί ήτανε σαράντα. Ήτανε άντρες. Παντρεμένοι, παιδιά –στην ηλικία μου, άλλα πιο μεγάλα. Λοιπόν, αυτά.
Λοιπόν, θα σας ρωτήσω τώρα πώς θυμάστε την πρώτη μέρα στη δουλειά.
Την πρώτη μέρα στη δουλειά. Να φανταστείς, δεν ήταν έκπληξη για μένα, για τον λόγο ότι μεγάλωσα σε ένα ελαιοτριβείο. Α, θα σου πω κι ακόμα ένα πράγμα. Υπάρχει κι άλλος ένας ζώντας. Είναι ο Θανάσης ο Γεωργίου. Ήτανε στο… ήτανε Γραμματέας στον Δήμο Πάργας[00:20:00]. Είναι του Κώστα και του Μπάμπη του Γεωργίου ο πατέρας. Και αυτός φίλος και πελάτης ακόμα. Αυτός με μεγάλωσε ουσιαστικά. Νομίζω σε ηλικία τεσσάρων-πέντε, επειδή η μητέρα δούλευε στις ελιές, έπρεπε να με αφήσει κάπου. Κι αυτό το κάπου, ήταν το ελαιοτριβείο. Νομίζω ότι γνωρίζω, αν όχι τα πάντα –γιατί ας μην πούμε μεγάλη κουβέντα– πολλά πράγματα γύρω από την… το πώς να παράγεις λάδι. Όπως σου είπα και πριν, το πάθος μου είναι το ελαιοτριβείο, το πάθος μου είναι το λάδι. Νομίζω ήτανε φυσικό επακόλουθο, αφού μεγάλωσα εκεί, και εφόσον δεν συνέχισα ούτε στο Γυμνάσιο. Είχαμε και αρκετά χρέη τότε, να είμαστε ειλικρινείς. Έπρεπε να πληρωθούν κάπως. Τώρα αν σπουδάζαμε όλοι και θα γινόμασταν όλοι γιατροί ή οτιδήποτε, εντάξει. Δεν έτυχε, όπως σου είπα. Νομίζω ήτανε κάτι φυσικό για μένα. Ήτανε. Ξεκίνησα στην αλεστική. Η αλεστική λοιπόν, να φανταστείς, είναι ένα στρογγυλό πράγμα, το οποίο γυρίζουν γύρω γύρω κάτι γρανιτένιες πέτρες στρογγυλές. Οι οποίοι γυρίζουν, γυρίζουν, γυρίζουν. Τι κάνουμε, λοιπόν; Εκεί αδειάζαμε τις ελιές. Αφήνοντάς τες, με τις στροφές και το βάρος από τις πέτρες, σπάγαμε τις ελιές και το κουκούτσι. Φέρναμε, δηλαδή, σε ένα σημείο τέτοιο τη ζύμη αυτή, το ζυμάρι τέλος πάντων αυτό, να έρθει σε ένα σημείο, έτσι ούτως ώστε να αρχίζει να βγαίνει το λάδι σχεδόν από μόνο του. Ήταν η πιο αγνή –νομίζω– εποχή, γιατί έβλεπες τι έκανες. Φυσικά, έμπαινες στο πιεστήριο, σφίγγοντας τες και τα λοιπά. Από κει λοιπόν, βγάζαμε και το ελαιόλαδο, αλλά και το νερό που είχανε οι ελιές, έτσι; Γιατί δεν είναι σκέτο ελαιόλαδο. Θυμάμαι, δεν είχαμε… τον πρώτο καιρό δεν είχαμε καθόλου διαχωριστήρα. Έπρεπε, λοιπόν, να το πάρουμε από πάνω, αφήνοντας –πρόσεξε τώρα. Το λάδι, επειδή είναι ελαφρύτερο, συνήθως ανεβαίνει απάνω. Και τι κάναμε; Το παίρναμε με μια πικιόνα –λεγόταν– η οποία είναι, η μία πλευρά είναι φλατ. Και ξέρεις, το έπαιρνες σιγά σιγά. Από κει, μπορούσαμε να πάρουμε και λίγο νερό, έτσι; Το οποίο νερό έμενε στον πάτο του βαρελιού όταν τα πηγαίναμε στο σπίτι, δηλαδή ελάχιστο. Μετά θυμάμαι ότι ήρθε ο πρώτος διαχωριστήρας από την Ιταλία, ο Καμπλόνε, Καμπλόνε. Όπως σου είπα, δεν υπήρχε ρεύμα, έτσι; Μετά. Ήρθε ο πρώτος διαχωριστήρας Καμπλόνε –του οίκου Καμπλόνε– ο οποίος εξακολουθεί να δουλεύει. Σ’ εμάς, δουλεύει. Και το παλιό ελαιοτριβείο ακόμα, το έχουμε σε κατάσταση που μπορεί να δουλέψει. Δηλαδή, αν πάμε αυτή τη στιγμή και σηκώσουμε τους μοχλούς, θα δουλέψει. Τώρα, φυσικά θέλει φτιαξίματα και τα λοιπά. Αλλά είναι εν λειτουργία. Είναι η ζωή μου, τέλος. Τι να πω τώρα; Τι να σου πω; Νομίζω ότι γεννήθηκα εκεί, είναι φυσικό. Εν τω μεταξύ, η μυρωδιά από το λάδι είναι κάτι που σου μένει. Ή ακόμα και το απόβλητο είναι κάτι που μένει. Να φανταστείς τώρα, στην ηλικία που είμαι και, πηγαίνοντας στην Αθήνα ή οπουδήποτε, μπορώ να –με το που περάσω από κάπου– μπορώ να καταλάβω ότι εκεί υπάρχει κάποιο ελαιοτριβείο. Μόνο και μόνο σε απόσταση, μη σου πω κι ένα χιλιόμετρο. Αρκεί να μυρίσω, να είναι σε ένα τέτοιο σημείο που να μπορώ να μυρίσω το ελαιοτριβείο. Ναι, ήταν πάθος, είναι πάθος. Εξακολουθεί δεν… Να φανταστείς ότι ακόμα έχω… Έχω όνειρα στο να δημιουργήσω κάτι άλλο, και κάτι άλλο, και κάτι άλλο. Και εφόσον ξέρω ότι δεν είναι τίποτε το… ούτε εδώ θα μείνουμε ούτε τίποτα, αλλά το πάθος μου είναι αυτό. Ναι, ήταν φυσικό για μένα, Έλλη.
Εσάς το πόστο ποιο ήτανε όταν ξεκινήσατε, στα δώδεκα; Δηλαδή, τι είχατε να κάνετε στο ελαιοτριβείο;
Είχαμε –μάλλον είχα να κάνω– να πάρω τις ελιές, οι οποίες τις αφήνανε και τις βάζαμε σε ξύλινα κουτιά, τα λεγόμενα τσάρκα. Νομίζω απ’ αυτά είχαμε γύρω στα σαράντα. Έφερνε ο κόσμος –γιατί τότε τα μαζεύαμε με το χέρι– και φέρνανε με το ζωντανά τους, ξέρω ’γω, δύο σακιά. Τα αδειάζαμε. Ο άλλος έφερνε ένα σακί, το άδειαζε. Τρία σακιά, τέσσερα, πέντε, ανάλογα. Λοιπόν, κάθε έξι σακιά λοιπόν, θεωρείται μία αλεσιά, τριακόσια είκοσι κιλά. Δεν είχαμε πετύχει ποτέ να έχουμε την καλύτερη οξύτητα, είτε σημαίνει –όταν αφήνεις πολλές μέρες το… τις ελιές στο σακί ή, ακόμ[00:25:00]α, στο τσάρκο όπως λέω, χάλαγαν έτσι; Εντάξει. Ήταν οι εποχές τότε. Αν και δεν πάθαμε και ποτέ τίποτα, τρώγοντας πέντε οξύτητα, πέντε βαθμούς οξύτητα ή έξι ή τέσσερα, ανάλογα. Τα πρώτα, πάντα, ήταν αυτά που ήτανε τα πιο νόστιμα. Δηλαδή μιλάμε από Νοέμβρη μέχρι και τον Φεβρουάριο. Ακόμα και τώρα έτσι είναι, ξέρεις. Μετά το λάδι αλλάζει, αλλάζει η σύνθεση, αλλάζει η οξύτητα, αλλάζει το χρώμα. Ακόμα και με αυτές τις μηχανές, που δεν στέκεται τίποτα, τώρα πλέον, πάνω από τρεις ώρες, τέσσερις. Να φανταστείς ωριμάζει το φρούτο. Όταν είναι πράσινο, σημαίνει έχουμε πράσινο λάδι και καλό. Ακόμα και αν έμενε. Μετά γινότανε μωβ… Μάλλον όχι, έχουμε πράσινο, κίτρινο. Το φρούτο γινότανε κίτρινο και, σιγά σιγά, μωβ. Μετά γινόταν μαύρο, γιατί ψήνεται από τον ήλιο και τα λοιπά. Ξέχασα να σου πω ότι ξεκινάμε –τώρα ξεκινάμε πάντα πιο νωρίς, ένα μήνα, Οκτώβριο– και τελειώνουμε ως συνήθως ένα μήνα νωρίτερα, που σημαίνει Μάιο. Δεν είναι όπως είναι σε άλλα σημεία της Ελλάδος, που ρίχνουν τις ελιές με μηχανήματα και τα λοιπά. Τα λάδια μας είναι περισσότερα βιομηχανοποιήσιμα αντί έξτρα. Αυτό σημαίνει ότι βγάζουμε έξτρα για να τρώμε φυσικά, αλλά όχι όλο το… όλη τη σεζόν. Λοιπόν, ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά λοιπόν, και μετά τι κάναμε; Υπήρχαν ορισμένα –τα ζιμπίλια. Τα ζιμπίλια, λοιπόν, ήτανε ένα… να φανταστείς ένα πράγμα με δυο χερούλια, τα οποία τα γεμίζαμε, λοιπόν, ό,τι… βγάζαμε τις ελιές τις χαλασμένες ή όχι, δεν έχει σημασία, από το τσάρκο, και τις ρίχναμε στην αλεστική. Η αλεστική λοιπόν, έσπαγε, όπως σου είπα προηγουμένως, τις ελιές αυτές. Μετά, σφίγγαμε στο πιεστήριο διακόσιες πενήντα ατμόσφαιρες, δύο φορές. Μία σιγά σιγά, και την επόμενη δίναμε λίγο ζεστό νερό, έτσι ούτως ώστε ό,τι έμενε γύρω από τους φακέλους –ο φάκελος να φανταστείς, είναι ένας φάκελος όπως είναι τώρα οι… που κοιμόμαστε, πώς τις λένε, οι μαξιλαροθήκες– που ρίχνανε μέσα το ζυμάρι. Το ανοίγαμε με το χέρι και ένα ένα το τοποθετούσαμε στο πιεστήριο. Δηλαδή, να φανταστείς ότι κάναμε, στήναμε έναν πύργο. Και αυτό σιγά σιγά, σφίγγοντας, σφίγγοντας… Έφευγε λοιπόν το λάδι και το νερό, όπως σου είπα. Αλλά επειδή οι γωνίες, συνήθως, κρατάγανε λάδι ή οτιδήποτε, το ξανακατεβάζαμε και ξανακάναμε την ίδια δουλειά, πλένοντάς τες όμως και με χλιαρό νερό –δεν μπορούσαμε να κάνουμε καυτό νερό τότε, έτσι; Και μετέπειτα, όλοι γνωρίσανε ότι είναι κρύες, κρύα πρέσα και τα λοιπά. Τέλος πάντων, έτσι ξεκινήσαμε. Κάναμε τότε, αν θυμάμαι καλά, το εικοσιτετράωρο… χίλια οχτακόσια, βαριά δύο χιλιάδες κιλά ελιές την ημέρα. Δύο τόνους δηλαδή. Που τώρα κάνουμε δώδεκα την ώρα, έτσι; Φαντάσου, δουλεύαμε τόσες ώρες για να κάνουμε αυτά. Λοιπόν, ό,τι έμενε λοιπόν, από το σφίξιμο, έπρεπε να τα ρίξουμε κάτω, να έχουμε πάλι τους φακέλους άδειους, για να συνεχίσουμε το ίδιο σκηνικό πάλι. Ό,τι βγάζαμε τότε, ο πυρήνας, το βγάζαμε με το κάρο έξω –και εδώ είναι τώρα που θα γελάσεις– όταν κάναμε ένα φορτίο τέτοιο μεγάλο λοιπόν, ένα φορτηγό… Λοιπόν, τα φορτώναμε με το φτυάρι και τα σακιά στο αυτοκίνητο χύμα. Και ξέρεις, αυτό όσο κάθεται, ανεβάζει θερμοκρασίες. Να το βάζεις στην πλάτη αυτό… Και μιλάμε, ανεβαίναμε και στο μαδέρι τότε, πάνω στο αυτοκίνητο, και τα αδειάζαμε. Έχω κάνει και αυτό το… πολύ, με αυτούς τους ανθρώπους. Με τους οποίους, φεύγοντας λοιπόν, και όταν έγινε πιο μοντέρνο, δεν χρειάστηκαν άλλο, γιατί όλα μετά έγιναν αυτόματα. Ναι, σταμάτησα μαζί τους το τέτοιο, να φορτώνω μαζί τους, ναι. Τι μου θύμησες τώρα, αλήθεια. Τρώγαμε όλοι σταυροπόδι, καμιά ντομάτα, καμιά σαρδέλα… Λοιπόν, ναι. Τότε μοιραζόμασταν όλοι τρεις χιλιάδες δραχμές, το φορτηγό. Το φορτηγό τότε το είχε… δεν τους ξέρεις. Ενδέχεται και να τους ξέρεις, ο θείος του Νίκου του Φτωχομάνα; Τον παπά, τον ξέρεις τον παπά Γιάννη; Ο πατέρας του λοιπόν, είχε ένα φορτηγό το οποίο ήταν αρκετά μικρό για να μπαίνει κάτω στον δρόμο τότε. Ο Μητσάρας. Ναι, φόρτωνα κι αυτά. Κάναμε και φορτώσεις τότε επίσης, στην Πάργα, στην Ένωση, βαρέλια. Πολύ καλό μεροκάματο, θυμάμαι. Με τον κύριο Μενέλαο. Φόρτωνα βαρέλια[00:30:00]. Μιλάμε για ζωή, ρε φίλε. Ένα ένα έρχονται. Θέλω να σου πω ότι έχουμε πελάτες οι οποίοι είναι πάνω από πενήντα και εξήντα και εβδομήντα χρόνια κοντά μας, από την εποχή του πατέρα μου λοιπόν. Είχαμε πελάτες –και έχουμε πελάτες– οι οποίοι… Γιος ενός –τώρα από λάθος ή από δεν ξέρω τι– πήγε σε άλλο ελαιοτριβείο. Είχα δουλέψει με τον πατέρα του, πολλά χρόνια. Ήρθε και μου είπε θα διώξει το παιδί από το σπίτι διότι πήγε τις ελιές κάπου αλλού. Ναι, σε αυτά τα χρόνια έχουμε δημιουργήσει μια εμπιστοσύνη μεταξύ μας γιατί –περιττό να σου αναφέρω– ο πατέρας μου έλεγε: «Δυο-τρία πραγματάκια είναι το ελαιοτριβείο. Πρώτον, το χέρι σου, πόσο θα πληρωθείς, ήτοι σημαίνει θα πάρεις αυτό που πρέπει να πάρεις και όχι παραπάνω. Δύο, το οξύμετρο, που σημαίνει οξυμετρούμε και ξέρουμε την ποιότητα του ελαιολάδου και ανάλογα πληρώνεται ο άνθρωπος το ποσοστό των χρημάτων. Πρέπει να είναι αυτό που πρέπει να ’ναι κι όχι περισσότερο. Η ζυγαριά. Τι σημαίνει; Ότι θα πάρεις αυτό που πρέπει να πάρεις, όσο πρέπει να πάρεις. Χήρες, ορφανά και Εκκλησία. Αυτά είναι τα πέντε πράγματα που πρέπει να κάνει ένας ελαιοτριβέας». Δηλαδή, για να σου δώσω να καταλάβεις, μπορείς να κλέψεις από ορφανά; Ποτέ. Μπορείς να γελάσεις μία χήρα; Ποτέ. Μπορεί να κλέψεις από την Εκκλησία; Ποτέ. Λοιπόν, αν ακολουθήσεις αυτά, δεν φοβάσαι τίποτα, παρά μόνο τον Θεό. Που μπορεί να σου δώσει μια αναποδιά. Εάν τηρήσεις αυτά τα πράγματα, όλοι είναι κοντά σου. Και μέχρι τώρα, σε όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ μα ποτέ –εκτός αν εξαιρέσεις ότι δεν πιάνει η σοδειά– δεν έχουμε χάσει πελάτη. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τότε, αν θυμάμαι καλά, χίλια… γύρω στους τριακόσιους τόνους καρπό –τότε, παλιά– και τώρα κάνουμε πεντέμισι χιλιάδες τόνους. Αυτό σημαίνει ότι κάτι κάναμε καλά, κάτι συνεχίζουμε να κάνουμε καλά και ελπίζω, φεύγοντας εγώ, να συνεχίσουν τα παιδιά. Γιατί πιστεύω ότι το φαγητό δεν σταματάει ποτέ. Αυτή είναι η ιστορία. Αν θες να κρατηθείς, όπως πρέπει να κρατηθείς, λοιπόν.
Πώς ήταν που δουλεύατε στο ελαιοτριβείο με τον μπαμπά;
Ο καθένας έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, ξέρεις. Ποτέ δεν ξέχασα ότι είναι το αφεντικό. Κάπως έπρεπε να δείξω, λοιπόν, και στους επόμενους ότι κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Οι σχέσεις μου μαζί του. Νομίζω έδωσα τα πάντα για τον πατέρα μου. Και την ημέρα που έφυγε για πάντα, τον άφησα να φύγει. Αυτό σημαίνει ότι τα έζησα όλα μαζί του εν ζωή. Ναι. Μπορώ να πω ότι τον άφησα να φύγει εκείνη την ημέρα. Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Πήρα πολλά παραδείγματα. Και διαφώνησα μαζί του, αλλά δεν σημαίνει τίποτα αυτό. Ναι, τον άφησα να φύγει λοιπόν. Και νομίζω ότι είναι πιο καλά έτσι, και για μένα και γι’ αυτόν, έχω την αίσθηση. Ναι, ήτανε μια σχέση αμοιβαίας συνεργασίας. Εποχές δύσκολες, όπως σου είπα. Το «Παιδί μου, σε αγαπάω» ήταν κάπως δύσκολο να το ακούσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήτανε… ή δεν με αγαπούσε για τον άλφα ή βήτα λόγο. Απλώς, λέμε ότι ήταν οι εποχές δύσκολες τότε. Και ο κόσμος δεν ήταν αρκετά… δεν μπορούσε να πει ή να εκφράσει με λόγια αυτά που λένε οι σημερινοί γονείς ή η νεολαία. Ήτανε δύσκολες εποχές και έπρεπε να επιβιώσουμε. Και έπρεπε να φτιάξουμε το μέλλον, που λογικά είναι για σας, έτσι; Γιατί συνήθως… Μάλλον, έτσι ήταν τότε. Όταν μια γενιά φεύγει από έναν πόλεμο –γιατί μην ξεχνάς ότι οι γονείς μας ζήσανε –οι γονείς μου τουλάχιστον– ζήσανε τον Εμφύλιο, ζήσαν τα πάντα, έτσι; Ε, δεν ήταν εύκολο. Η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη. Μιλάμε ότι, όπως σου είπα και στην αρχή, εγώ έπαιζα με παιχνίδια τα οποία κάναμε οι ίδιοι. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε κάτι. Και να φανταστείς, ξέρω ’γω, ότι… Α, παρένθεση. Όταν πήγα να βρω τη γυναίκα μου στην Ολλανδία λοιπόν, στο γκαράζ, εγώ είδα ένα τρένο. [00:35:00]Το οποίο τρένο ανήκε στον αδελφό της, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι εβδομήντα χρονών. Αυτό σημαίνει ότι αυτός στην ηλικία των δέκα και δώδεκα είχε τρένο. Και εξού και το πάθος μου, ότι στα παιδιά έφερα τρένο ηλεκτρικό. Ναι, υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία στέκουν στο μυαλό έτσι; Εντάξει.
Η γνωριμία με τη γυναίκα σας πώς έγινε;
Πρέπει να ’τανε το 1988. Ναι. Καλοκαίρι. Δούλευα στον Βάλτο –στο τώρα «Tango». Παλιά ήταν του Βίρη-Βίρη, ο Σπύρος ο Στέλιος. Ήτανε ένα σελφ σέρβις, το οποίο πρέπει να είχε καθίσματα πεντακόσια, και δούλευα μόνος μου. Πεντακόσια μιλάμε, δεν μιλάμε για ένα ή δύο. Με τον Σπύρο είχα μία ιδιαίτερη φιλική σχέση. Αλλά εκεί, ήταν μια σχέση η οποία δεν σήκωνε, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, μύγα στο σπαθί του. Να φανταστείς ότι αν έπινα μια μπύρα, ήθελα να την πληρώσω και την πλήρωνα. Για να μη γυρίσει να μου πει ότι: «Ξέρεις κάτι, ήπιες μια μπύρα». Δεν θα το ’λεγε ποτέ –και δεν το ’λεγε ποτέ– αλλά δεν ήθελα κιόλας. Εκεί γνώρισα τη Γιούντιτ η οποία είχε έρθει –ναι– με τη φίλη της τη Ρέιζιαν και μου ζήτησαν καφέ φραπέ. Και τους πήγα μια μπύρα. Και λέω: «Εμείς δεν κάνουμε φραπέδες εδώ, κάνουμε μόνο μπύρες». Ξεκινήσαμε έτσι απλά, όμορφα. Ήτανε, νομίζω, μια αγάπη του καλοκαιριού η οποία εξελίχθηκε αργότερα –μάλλον τον ίδιο χρόνο– εξελίχθηκε πηγαίνοντας… φεύγοντας εγώ από δω, πηγαίνοντας στην Ολλανδία. Ε, όπως κάθε αρχή, δεν νομίζω να ’χαμε δυσκολίες –όχι, απεναντίας– ήμασταν ερωτευμένοι κι οι δύο. Δουλέψαμε μαζί κι οι δύο. Βέβαια. Να φανταστείς ότι έπρεπε η Γιούντιτ, τότε, να πάει στην Αστυνομία να δηλώσει ότι έμενα μαζί της και ότι μπορούσε –στην περίπτωση που δεν μπορούσα να δουλέψω– να με θρέψει, έχοντας είκοσι φιορίνια ημερησίως σαν ημερομίσθιο, για να μπορέσω να μείνω. Νομίζω ήτανε τότε που πρωτομπαίναμε στην ΕΟΚ, δεν ήταν ακόμα ελεύθερα. Έπρεπε να πάρω άδεια παραμονής και άδεια εργασίας. Την οποία την πήρα επειδή με βοήθησε η Γιούντιτ. Δούλεψα σε ένα εργοστάσιο το οποίο έκανε πλαστικές καρέκλες, εξαρτήματα για γκαζομετρητές. Πηγαίνοντας εκεί λοιπόν, μου λένε: «Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη μηχανή», να με βάλουν για πρώτη φορά, γιατί έτσι συνήθως γίνεται. Γέλασα εκεί, γιατί το όλο βάρος που έκανα όλη την ημέρα ήτανε γύρω στα τριακόσια κιλά πλαστικό –και να φανταστείς ότι εγώ σήκωνα τόνους και τόνους εδώ– και λέγοντάς μου ότι είναι η πιο δύσκολη μηχανή. Και όταν αποφάσισαν και ήρθανε, μου λένε: «Τώρα να σε αλλάξουμε γιατί θα κουράστηκες», λέω: «Όχι, δεν πάω αλλού, θα μείνω εδώ». Και έμεινα στην ίδια μηχανή ένα χρόνο. Γυρίζοντας, λοιπόν, εδώ και δουλεύοντας πάλι, ξαναφύγαμε. Γιατί, όπως σου είπα, είχαμε μία φορά σοδειά –μία ναι, μία όχι. Ξαναπήγα απάνω, και ξαναπάω στο ίδιο σημείο για δουλειά. Για αρχή, τον πρώτο χρόνο, δούλευα για γραφείο ευρέσεως εργασίας το οποίο, νομίζω, κρατούσε ένα δέκα τοις εκατό επί του μισθού μου. Μισθός ο οποίος ήτανε… μισθός, ας πούμε ξέρω ’γω, πιλότου της Πολεμικής Αεροπορίας στην Ελλάδα, έτσι; Μιλάμε τότε για δυόμισι χιλιάδες φιορίνια. Ένα ποσό εξωφρενικό και πολύ μεγάλο. Γυρίζοντας λοιπόν, δεν χρειάστηκε να ξαναπάω στο γραφείο ευρέσεως εργασίας, απλώς πήγα να τους πω καλημέρα. Και μου προφέρανε δουλειά την οποία εάν είχα δεχθεί τότε, θα ήμουν ακόμα εκεί. Αλλά όπως σου είπα, πάθος είναι μόνο ένα, δουλειά είναι μόνο μία. Τώρα λάθος ή όχι, δεν ξέρω. Το μέλλον θα δείξει. Και η τελευταία μου σύνταξη, να δούμε. Αλλά ναι, δεν μπορούσα να φύγω από δω. Μιλάμε για πάθος, δεν μπορείς να φανταστείς. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι η δουλειά ήτανε πάνω και από την Γιούντιτ, πολλές φορές. Δηλαδή, το πάθος μου ήταν τέτοιο για να δημιουργήσουμε και να κάνουμε, που έχω την αίσθηση ότι, πολλές φορές, ενδέχεται να ήμουνα εντελώς απαράδεκτος όσον αφορά τη ζωή μου σαν σύζυγος ας πούμε.
Πώς ήταν που φέρατε στο χωριό μία σύζυγο από το εξωτερικό;
Ξένη.
Ναι.
Εξακολουθεί να είναι ξένη, μετά από τριάντα πέντε χρόνια που είμαστε μαζί, κάπου. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ποτέ δεν άκουσε τον κόσμο. Αφοσιώθηκε στην οικογένειά μας. Δεν υπήρξα κι εγώ πολύ δύσκολος, εδώ που τα λέμε. Δεν ήμουνα[00:40:00] άτομο το οποίο ήμουνα ζηλιάρης ή «Μην κάνεις αυτό, μην κάνεις αυτό» ή ξέρω ’γω. Γιατί, εντάξει, αυτό είναι να έχεις και απόλυτη εμπιστοσύνη, έτσι; Ήταν ξένη. Εξακολουθεί να νομίζουν ότι είναι ξένη. Ενώ πιστεύω ότι η Γιούντιτ είναι πολύ πιο Ελληνίδα από μια Ελληνίδα. Γιατί και τα παιδιά, τα μεγάλωσε διαφορετικά, αλλά ποτέ δεν είπε: «Μην είστε Έλληνες», απεναντίας. Και τώρα τελευταίως, όταν πηγαίνουμε καμιά φορά απάνω, μου λέει: «Πάμε σπίτι μας». Θεωρεί, λοιπόν, την Ελλάδα σπίτι της παρά την Ολλανδία, έτσι; Εκεί έχει δεσμούς, έχει τον μπαμπά της, τη μάνα της, τα αδέλφια της. Αλλά ναι, εδώ έχουμε χτίσει τη ζωή μας. Έχει ζήσει πολύ περισσότερα χρόνια μαζί μου και εδώ, παρά στην πατρίδα της. Νομίζω αν είχα άλλη γυναίκα, δεν θα είχα ευτυχήσει, να ξέρεις. Και αυτό το λέω με σιγουριά. Αν είχα κάποια άλλη γυναίκα –δεν ξέρω αν ήταν Ελληνίδα ή αν ήταν Τουρκάλα, δεν έχει σημασία– νομίζω δεν θα ’χαμε καλά αποτελέσματα. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος μου στάθηκε βράχος, έτσι; Πραγματικά βράχος. Και τα καλοκαίρια δουλεύει πολύ. Έχει τα τελευταία τριάντα χρόνια για αυτή που δουλεύει. Πάντα με τους Ολλανδούς ή ακόμα με Εγγλέζους. Είχε κάνει και γάμους κάποτε, έκανε και weddings. Planner, wedding planner, ναι. Ναι, ήμουν τυχερός.
Έχετε δουλέψει μαζί σε-
Ναι. Και στο ελαιοτριβείο μαζί και πολλά ταξίδια μαζί. Να φανταστείς ότι πάντα είχαμε μεγάλα φορτηγά, τα οποία εξακολουθούμε να έχουμε. Τα οποία είναι ένα άλλο πάθος δικό μου, το οποίο πάθος το ακολουθεί και η Γιούντιθ τώρα, έτσι; Να φανταστείς, δουλεύαμε… δούλευα δεκαπέντε-δεκαέξι ώρες την ημέρα, βουτάγαμε το φορτηγό με τον πυρήνα –αυτό το στερεό, λοιπόν, που βγαίνει από το ελαιοτριβείο– και φεύγαμε και πηγαίναμε –νύχτα τώρα, έτσι;– από εδώ πηγαίναμε στον Άστιγκα, στο Μεσολόγγι με τη Γιούντιθ. Τρώγοντας ένα μήλο και κάνα καφεδάκι στον δρόμο. Η κυρά Γιούντιθ στάθηκε βράχος. Κι όταν λέμε βράχος, δεν εννοούμε βράχος… Εννοούμε βράχος! Ναι, της μετέδωσα και αυτό το πάθος για τα φορτηγά. Έρχεται κοντά μου, έχουμε δουλέψει μαζί. Της αρέσει πολύ να δουλεύουμε μαζί, πολλές φορές δεν τα καταφέρνουμε, αλλά εντάξει. Μήπως είναι και πιο καλό, γιατί δεν έχουμε τριβές.
Πέρα από το ελαιοτριβείο, με τι άλλες αγροτικές ασχολίες-
Τα πάντα. Εκτός από κλάδο. Δεν μπορώ να ανέβω στις ελιές, ιδρώνω. Αυτό το βγάζουμε απ’ το κάδρο. Νομίζω ότι αν ανέβω, στο μέτρο απάνω, αρχίζω να ιδρώνω και υπάρχει φόβος. Μπορεί να κάνω οτιδήποτε μπορεί να φανταστείς, εκτός το να ανέβω σε μία ελιά ή οτιδήποτε.
Λόγω κούρασης ή λόγω υψοφοβίας;
Όχι. Έχω την αίσθηση ότι είναι υψοφοβία, είναι φόβος, είναι κάτι. Ο ιδρώτας είναι ανεξέλεγκτος. Όλα τα υπόλοιπα, πριόνια, χορτοκοπτικά, οτιδήποτε έχει να κάνει, το κάνω. Φυσικά, με βοηθάνε και τα παιδιά πολλές φορές τώρα, γιατί δεν μπορώ και άλλο. Έτσι; Η ηλικία των εξήντα, ξέρεις, δεν είναι και τόσο εύκολη. Πονάει λίγο η μέση, έχουμε πάρει και κάνα κιλό παραπάνω, το σκύψιμο είναι πιο ζόρικο. Ό,τι έχει να κάνει ένας αγρότης, το κάνω. Μπορεί όχι με πολύ μεγάλη χαρά, αλλά εντάξει. Γίνεται. Αυτό που πρέπει να γίνει, θα γίνει. Και την ώρα που πρέπει να γίνει, και όπως πρέπει να γίνει.
Με τα παιδιά έχετε δουλέψει;
Και με τον Νίκο και με τον Βασίλη. Θεωρούν ότι κάνουμε και ορισμένα λάθη, με την σημερινή… έτσι όπως βλέπουν πως πάνε τα πράγματα. Αλλά τώρα, είναι πολύ δύσκολο να μάθεις σε ένα γέρικο σκύλο καινούρια κόλπα, έτσι; Κάποια στιγμή, όταν αναλάβουν, ελπίζω να το αλλάξουν. Ο Βασίλης θέλει να ασχοληθεί –ο μεγάλος μου ο γιος– θέλει να ασχοληθεί με κάτι παρόμοιο ή και με εμπορία και τα λοιπά. Νομίζω ότι ο Νίκος, όχι τόσο. Ο Αίας, κι αυτός… θα δούμε. Θα δείξει. Εν τω μεταξύ, δεν έχω και… Δεν πρέπει και να ακολουθήσουν όλα το επάγγελμα που έκανα εγώ, δε σημαίνει τίποτα αυτό, έτσι; Το κάθε παιδί έχει τη δική του προσωπικότητα, άρα σημαίνει πρέπει να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα θεωρήσω τον εαυτό μου οπισθοδρομικό να πω: «Κάντε αυτό επειδή το θέλω εγώ». Εντάξει, όχι.
Εσείς το ακολουθήσατε επειδή σας άρεσε.
Εγώ το ακολούθησα επειδή γεννήθηκα εκεί, μεγάλωσα εκεί, δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο. Κι όπως σου είπα, τα γράμματα δεν τα πήρα. Αλλά κάνω τα πάντα όσον αφορά το ελαιοτριβείο. Απ’ την πρώτη βίδα μέχρι την τελευταία. Ήταν αυτό… αυτό ήξερα, αυτό έκανα, αυτό συνέχισα. Αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουν και τα παιδιά μου το ίδιο επάγγελμα, έτσι; Αυτά.
Αν σας λέγαν τώρα να μην ξανασχοληθείτε με κάτι που έχει[00:45:00] σχέση με τις ελιές, γενικά;
Θα πεθάνω. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Νομίζω ότι κι όταν πάρω τη σύνταξή μου, θα ’χω κάποια δυσκολία. Θα πηγαίνω να μυρίζω λίγο, να κάτσω λίγο. Μετά θα φεύγω φυσικά, λόγω γήρατος, έτσι; Γιατί δεν μπορείς και να κάτσεις πολύ. Αλλά νομίζω ότι μία, δύο, πέντε… μπορεί και δέκα ώρες, μπορεί να είμαι, να κάτσω, δεν ξέρω. Ναι. Θα δούμε πώς πάει και η υγεία μας, έτσι; Γιατί από δω και μπρος τώρα, είναι κάτι τα οποία δεν γνωρίζουμε. Τέλος πάντων, δεν νομίζω να σταματήσω. Δεν θα ασχοληθώ, δεν θα λάβω μέρος αλλά δεν θα σταματήσω να πηγαίνω. Σου είπα και πάλι, μπορώ να μυρίσω ένα ελαιοτριβείο σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων.
Ποια είναι η πιο έντονη γεύση που σας μένει από το λάδι; Είναι η όσφρηση; Είναι η γεύση; Είναι η εικόνα-
Είναι η όλη διαδικασία, να ξέρεις. Από την στιγμή που θα μπει ο πελάτης μέσα ή θα σου ζητήσει κάτι ή θα κάνεις κάτι. Αν θα βγάλεις ένα φοβερά αρωματικό λάδι ή όχι. Η όλη ιστορία ξεκινάει από όταν ο πελάτης μπαίνει στην πόρτα. Να σου δώσω να καταλάβεις, πολλοί πελάτες μου ’χουν πει ότι: «Γιατί δεν νευριάζεις πάνω στη δουλειά;» «Γιατί –λέω– έχω ένα μαγαζί γεμάτο ανθρώπους και γεμάτο δουλειά, γιατί θα πρέπει να νευριάσω; Θα ήμουν νευριασμένος αν δεν έμπαινε κανείς». Δηλαδή, δεν το καταλαβαίνουν. Αισθάνονται οι ίδιοι στενάχωρα οι οποίοι βλέπουν τους ανθρώπους να δουλεύουν πολύ. Αλλά αυτό είναι υγιής, έτσι; Είναι υγιές αυτό. Δεν θυμώνω ποτέ όταν έχω πολλή πελατεία. Δεν θυμώνω ποτέ όταν έχω πολλή δουλειά. Κι ούτε θα θυμώσω. Νομίζω θα απογοητευτώ αν έγινε κάτι, για τον άλφα ή βήτα λόγο, και μπορεί να φύγει ένας πελάτης –που δε συμβαίνει. Δεν επιτρέπουμε να συμβαίνει αυτό, και ούτε θα επιτρέψουμε ποτέ. Ε, κυρα-Γιούντιτ;
Ωραία. Έχετε να θυμηθείτε κάποια άλλη ιστορία ή αφήγηση σχετικά με τη ζωή αυτή;
Ναι. Θα σου πω για παράδειγμα, έναν φίλο –φίλο… Ένα μικρό παιδί, όταν είχε έρθει από Ολλανδία στην Ελλάδα, τον έμαθα να ψαρεύει και να βγάζει σμέρνες και τα λοιπά. Του είχα πει, λοιπόν, ότι: «Αν έρθεις κάποια στιγμή, μπορείς να δουλέψεις μαζί μας και να δεις πώς είναι». Ο Γέρατ είναι γιατρός. Ο Γέρατ ήταν ένας άνθρωπος –και είναι– το κορμί του είναι φέτες. Μιλάμε, ο άνθρωπος είναι φέτες. Και ήρθε. Στέλνοντάς μου, λοιπόν, ένα μέιλ ή ένα –μας είχε στείλει, δεν θυμάμαι τι ακριβώς– νομίζω ένα γράμμα, λέγοντάς μας: «Θα έρθω να δουλέψω για σας, αρκεί να μου προσφέρετε στέγη και φαγητό». Και ήρθε. Δεκατέσσερις μέρες. Τις τελευταίες τρεις μέρες έβρεχε. Και είπε το κλασσικό: «Ευχαριστώ τον Θεό που έβρεξε τις τελευταίες τρεις μέρες, αλλιώς θα πέθαινα». Έντονη γεύση αυτός ο άνθρωπος. Μπορούσε να φάει τρία κιλά ψωμί, οχτώ κιλά γιαούρτι την ημέρα, τριάντα πίτες –δεν μπορείς να φανταστείς. Και τότε πίστεψε, λοιπόν, ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν δεκαοχτώ και είκοσι ώρες ασταμάτητα. Ήταν φανταστικό αυτό που συνέβη με αυτόν τον άνθρωπο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν παντρευτεί. Παιδιά τα οποία δουλέψανε, παντρευτήκανε, μας καλέσαν στους γάμους τους. Και είναι… είμαστε από τους ανθρώπους αυτούς που όποιος δούλεψε σ’ εμάς, έφυγε, όχι επειδή τον διώξαμε, αλλά επειδή δεν μπορούσε άλλο. Ναι, έχω καλές αναμνήσεις από όλα και για όλους. Έντονες στιγμές άλλες; Κάθε μέρα είναι διαφορετική, ξέρεις. Έχει και τα έντονα και τα μη. Αλλά εντάξει, ναι. Μην ξεχνάς τώρα ότι δεν υπάρχει ο ενθουσιασμός όσο υπήρχε ξέρω ’γω, γιατί και η τεστοστερόνη πέφτει, ξέρεις. Εντάξει. Όχι, περάσαμε, νομίζω, πολύ καλά. Είχα χαρές πολλές. Μας έδωσε χαρές το επάγγελμα. Και κάποιες στεναχώριες φυσικά. Αλλά επειδή κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε, του τύπου ότι δεν έχουμε απόβλητα, δεν έχουμε προβλήματα με περιβαλλοντικούς όρους, δε κάνουμε τίποτα κακό προς το περιβάλλον, νομίζω ότι πετύχαμε να αποφύγουμε όλες τις στεναχώριες που είχαμε πριν. Άρα, μόνο θετικά μπορώ να το δω πλέον. Χαρές πολλές, όπως σου ’πα. [00:50:00]Και παιδιά παντρευτήκανε που δουλεύαν σ’ εμάς, και γινήκαν γονείς, και μας κάλεσαν, και κάναν, ναι. Και πιστεύω ότι στο μέχρι τώρα έχουμε κρατήσει τις καλύτερες σχέσεις.
Αν σας έλεγε ο πατέρας σας να μείνετε στο σχολείο και να μην ασχοληθείτε καθόλου με το ελαιοτριβείο, τότε, στα δώδεκα που ξεκινήσατε δουλειά, πώς θα σας φαινότανε τώρα;
Δεν μπορώ να το φανταστώ, ξέρω ’γω;
Άλλη ζωή.
Εντελώς. Μα και φυσικά, αν έμενα στην Ολλανδία, θα ήταν άλλη ζωή. Και με τον ρυθμό που εμείς δουλεύαμε εδώ, αν δούλευα με την γυναίκα μου εκεί; Ε, νομίζω τώρα θα ’χαμε αγοράσει, ξέρω ’γω, τη μισή Ανθούσα ή τη μισή Πάργα, δεν ξέρω. Με αυτές τις ώρες τουλάχιστον, έτσι; Και την ένταση και τη δύναμη που δουλεύουμε στο ελαιοτριβείο. Γιατί δεν είναι μια απλή δουλειά, ξέρεις. Και με στενοχωρεί, πολλές φορές, που ακούω κάτι περίεργα, και γράφονται κάτι περίεργα τώρα. Του τύπου ότι οι ελαιοτριβείς, οι περισσότεροι, είναι τύποι… δεν προσέχουν, δεν κάνουν. Ή πιθανόν να νομίζουν ότι, εντός εισαγωγικών, είναι κλέφτες, γιατί έτσι έχει περάσει. Είχα στείλει σε κάποιον ότι: «Αδερφέ, γιατί δεν τα πατάς με τα γόνατα σου; Ή πάρε ένα σφυρί και σπάσ’ τα, κάν’ τα μόνος σου». Για να φανταστείς ότι το επάγγελμα μας είναι προκατειλημμένο. Είναι σαν τους μυλωνάδες. Αλλά αν φανταστείς, όμως, ότι είναι το μόνο επάγγελμα το οποίο πας ένα υλικό, σου δίνει λάδι να πουλήσεις για να ζήσεις την οικογένειά σου, πρέπει να το σέβονται οχτώ φορές παραπάνω απ’ ό,τι μία καφετέρια, την οποία βγάζεις τα λεφτά απ’ την τσέπη, πίνεις έναν καφέ και φεύγεις. Που σημαίνει, τα λεφτά φεύγουν απ’ την τσέπη σου. Και δεν είναι ένα επάγγελμα σαν το δικό μας, το οποίο σου δίνει λεφτά να θρέψεις την οικογένειά σου. Φυσικά, έχεις τις ελιές σου και τα λοιπά. Αλλά ποιο επάγγελμα είναι αυτό που πληρώνεται ένα δέκα τοις εκατό στην παραγωγή του ελαιολάδου –με ό,τι αυτό συνεπάγεται– δίνοντάς σου λεφτά. Γιατί ουσιαστικά –δεν το ’χουν σκεφτεί αυτό– είναι το μόνο επάγγελμα, ξέρεις. Μου φέρνεις υλικό, σου δίνω υλικό, το πουλάς, βγάζεις λεφτά. Ε, φυσικά θα με πληρώσεις. Αλλά σου είπα, είναι προκατειλημμένοι. Θεωρούν επειδή –είναι κι αυτό– το βιοτικό επίπεδο, λοιπόν, ενός ανθρώπου ο οποίος είναι μεγαλωμένος έξω, χωρίς πολύ μεγάλη education.
Εκπαίδευση;
Εκπαίδευση. Συνήθως αυτό βάζει πρώτα στο μυαλό του. Κι όχι ότι είναι κάποιος ο οποίος του προσέχει το βιος και του δίνει. Τέλος πάντων, θα αλλάξουν αυτά. Αυτό είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν, γιατί η επόμενη γενιά σκέφτεται αλλιώς. Νομίζω, φεύγοντας εμείς, θα είναι πιο καλό το μέλλον πιστεύω. Ναι, αλήθεια είναι. Και αυτό, να φανταστείς ότι το είχαμε από όταν εγώ ξεκίνησα να δουλεύω. Όλοι ήταν προκατειλημμένοι. «Κάτι πρέπει να γίνει. Γιατί μου πήγε τόσο; Γιατί το λάδι μου είναι τόσο; Γιατί έπρεπε να είναι έτσι;» Πολλές φορές, όταν μου λένε αυτά, τους δείχνω τα μηχανήματα και τους λέω: «Κοίταξε, είναι ανοξείδωτα. Είναι ανοξείδωτα 316 και 317 λαμαρίνα, το πιο ακριβό που μπορείς να πάρεις, έτσι; Είναι για τρόφιμα. Αυτό τι σημαίνει; Ότι σαν μηχανήματα δεν δίνουν ούτε οξύτητα ούτε τίποτα. Είναι το βιος σου που ρίχνουμε μέσα, αυτό που βγάζουμε αυτή τη στιγμή, βγάζει και την ποιότητα που πρέπει να πάρεις». Όλοι θεωρούν ότι έχουν καλό προϊόν. Κι εγώ θεωρώ. Αλλά πολλές φορές δεν είναι έτσι, και πρέπει να το δούμε τετράγωνα. Παλιά δεν έλεγα τίποτε, τώρα το λέω με τρόπο, έτσι ούτως ώστε να το καταλάβουν και ανθρώποι στην ηλικία μου φυσικά. Ναι.
Πώς μαθαίνεται αυτή η δουλειά;
Άμα την αγαπάς, τη μαθαίνεις. Τη σπουδάζεις, κάθε μέρα. Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Κάθε σακί με ελιά είναι διαφορετικό. Ποτέ δεν είναι ίδια η ποιότητα, ποτέ δεν είναι ίδιες οι ελιές. Άλλες είναι οι πιο χοντρές, άλλες είναι οι πιο μαύρες, άλλες είναι οι πιο ξερές. Τι σημαίνει αυτό; Τουλάχιστον οι μηχανές οι δικές μας, που έχουμε αυτή την στιγμή, μπορούμε να πάρουμε –χωρίς υπερβολές– το ενενήντα οχτώ τοις εκατό του προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε τη δυνατότητα, όχι μόνο με τις στροφές αλλά και με διάφραγμα, το οποίο είναι κινητό, να πάρουμε το μάξιμουμ του ελαιολάδου που είναι δυνατόν να πάρεις σε μια μόνο πρέσα. Δηλαδή, μια φορά, πήραμε το ενενήντα οχτώ τοις εκατό. Άμα το ξαναπεράσουμε, μπορεί να πάρουμε ένα. Το οποίο δεν γίνεται στην Ελλάδα, γι’ αυτό είναι απαγορευμένο. Δηλαδή, πρώτη φορά, βγάζουμε το υλικό, τέλος. Και αυτό είναι αλήθεια. Δεν έχουμε πού[00:55:00] να δώσουμε τον πυρήνα. Ευτυχώς που τώρα υπάρχουνε επιχειρήσεις οι οποίες κάνουνε gaz. Και κινούνε για να κάνουνε ρεύμα, ξέρεις. Ευτυχώς που είναι αυτοί και μπορούμε να πάμε το υλικό εκεί. Το οποίο υλικό, ο πυρήνας, επειδή είναι νωπός και τα λοιπά, έχει πολύ μεθάνιο. Έχει πολύ άζωτο –απ’ τα λιπάσματα, από οτιδήποτε μπορεί να φανταστείς. Και δημιουργεί πολύ μεγάλη –πώς το λένε;– παραγωγή σε gaz.
Αέρια.
Αέρια. Τα οποία τα συλλέγουνε κάπως και κάνουνε ρεύμα. Ναι. Ευτυχώς, γιατί είχαμε προβλήματα. Αντιμετωπίσαμε προβλήματα, με τον Δημήτρη τον αδερφό μου δεν μπορούσαμε να δώσουμε τον πυρήνα. Και ξέρεις, το ελαιοτριβείο, αν δεν έχει πού να πάει αυτό το πράγμα, δεν μπορεί και να δουλέψει. Γιατί είναι περιορισμένο. Ή θα πρέπει να έχεις μια τρύπα η οποία είναι τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα, να ρίχνεις μέσα. Τέσσερις χιλιάδες τόνους. Το οποίο είναι απαγορευτικό, έτσι;
Από πότε είναι το ελαιοτριβείο; Η ιστορική-
Αν υπολογίσουμε απ’ τη γιαγιά, όπως σου είπα, πρέπει να είναι από το 1800 τόσα. Νομίζω ήτανε η γιαγιά –οι γονείς της ήτανε από την έξοδο του Μεσολογγίου. Οι οποίοι κάναν και το σχολείο στην Ανθούσα, αλλά ήτανε τόσο μπροστά που είχανε και ελαιοτριβείο. Το οποίο ελαιοτριβείο, όπως σου είπα, υπάρχει διασωθέν, έχει μόνο μια μυλόπετρα. Τόσο. Ο πατέρας μου πέθανε στην ηλικία των ογδόντα τριών, πάντα είχε ελαιοτριβείο. Ο πατέρας του το ίδιο, εμείς το ίδιο… Η λογική λέει πως είναι κάπου εκεί. Πρέπει να ξεπερνάμε τα εκατόν τόσα χρόνια. Αν υπολογίσουμε ότι το –πότε είναι το σχολείο της Ανθούσας; 1800; Κάπου τόσο. Ναι. Τώρα εντάξει, χωρίς να είμαστε και σίγουροι. Αλλά υπήρχε ελαιοτριβείο πάντα. Μου το ’λεγε η γιαγιά μου η συχωρεμένη αυτό. Η οποία έχει και τριάντα-σαράντα χρόνια που έχει πεθάνει, τέλος πάντων.
Είναι σπουδαίο. Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Ήτανε χαρά που μιλήσαμε μαζί.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ ευχαριστώ, χαρά μου.