© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Παιδικές αναμνήσεις από τη ζωή σε ένα ποντιακό χωριό της Ημαθίας
Istorima Code
11335
Story URL
Speaker
Ελένη Μουρατίδου (Ε.Μ.)
Interview Date
22/05/2021
Researcher
Αναστασία Μουρατίδου (Α.Μ.)
[00:00:00]Οι γονείς μου ήταν απ’ την Κοζάνη. Ήρθαμε εδώ. Χωράφια δεν είχαμε.
Πότε ήρθατε εδώ;
Το ’30-’32; Τότε ήρθαμε...οι γονείς μου. Εγώ βέβαια γεννήθηκα εδώ αλλά είχαμε φτώχεια, δεν είχαμε χωράφια. Ο πατέρας μου τελευταία έγινε αγροφύλακας και ζούσαμε με τη δική του τη σύνταξη. Τελευταία μεγαλώσαμε, μεγάλωσαν οι αδερφές μου δουλεύανε, μεγάλωσα και εγώ. Από το σχολείο όπως έφευγα κατευθείαν μπαίνω στα χωράφια. Δούλεψα στα χωράφια, μαζεύαμε μπαμπάκια, τσαπίζαμε μπαμπάκια, μαζεύαμε ντομάτες, μετά πήγα στα εργοστάσια δουλεύαμε ροδάκινα, δουλεύαμε αχλάδια, στα εργοστάσια, μήλα, πήγα στην Κατερίνη στα καπνά, δούλεψα και στα καπνά... Ήμουνα 14 χρονών όταν πήγα στα καπνά και δούλευα στην Κατερίνη, [Δ.Α.] ναι... Δούλεψα στα καπνά σηκωνόμασταν η ώρα 1 τη νύχτα και πηγαίναμε στα καπνά, σπάναμε καπνά και ερχόμασταν μετά είχαμε βελόνες και τα περνούσαμε στις βελόνες. Ναι, τα καπνά...
Τα καπνά αυτά πως τα σπάγατε;
Ήτανε σαν καλαμπόκια. Πως φυτρώνει το καλαμπόκι; Έτσι! Και τα φύλλα τους μεγάλα και τα σπάναμε. Σπάναμε τα φύλλα και μετά τα παίρνανε τ’ αφεντικά, τα πηγαίνανε στο σπίτι, αλλά ο καθένας που έσπανε το φύλλο το ‘σπανε για τον εαυτό του, γιατί εγώ όταν περνούσα στην βελόνα όσες πλεξούδες έκαμνα τόσο πληρωνόμουνα. Ήτανε με το κομμάτι. Ε, κάναμε αυτά, μετά δουλέψαμε, πηγαίναμε στο βουνό φέρναμε ξύλα ή με το κάρο–
Αυτό πώς ήτανε για πες μου...
Αυτό ήτανε, δεν είχαμε, κάναμε φούρνο για να ψήσουμε τα ψωμιά, ξύλα δεν είχαμε. Πηγαίναμε στο βουνό επάνω, κόβαμε τα ξύλα και με τα κάρα, φορτώναμε τα κάρα και τα φέρναμε. Είχαμε ή ένα ζευγάρι ζώα ή άλογο δεμένα με το κάρο και φέρναμε εκείνα και είχαμε τέτοιο... Αυτά γινότανε τουλάχιστον μία εβδομάδα, 5 μέρες-6 μέρες... Σταματούσαμε απ’ τα ξύλα, ξανά πηγαίναμε στα χωράφια ε κάποτε ήρθαν οι αντάρτε, φοβόμασταν εμείς. Ήτανε από ‘δώ από μέσα απ’ το χωριό μας ήτανε δύο παλικάρια που τους είχαν οι αντάρτες και αυτοί φύγανε κρυφά και ήρθανε εδώ στο χωριό και κρυβότανε μες στα καλαμπόκια τα παιδιά αυτά! Τους έψαχναν οι αντάρτες, άμα τους πιάνανε θα τους σκοτώνανε. Και τους ψάχνανε... ήτανε κρυμμένοι αυτοί, δεν μπορούσαν να τον βρούνε. Εμείς το σπίτι μας ήταν έξω στην άκρη στο χωριό, του πατέρα μου το σπίτι, και ακούγαμε ό,τι γινότανε. Ερχότανε οι αντάρτες στο χωριό μέσα έπαιρναν κότες, έπαιρναν αυγά, ό,τι είχανε για να παν να φάνε. Εντωμεταξύ ο αδερφός μου ο μεγάλος, είχαμε ένα σκυλί εμείς και το λέγαμε Μουσολίν. Μουσολίν το λέγαμε το όνομα. Και έλεγε ο πατέρας μου όταν θα ‘ρουν οι Γερμανοί δεν θα φωνάξετε το σκυλί Μουσολίν! Γιατί αυτούς λέει τους λένε Μουσολίν! Ο αδερφός μου αντίθετα, μόλις γάβγιζε το σκυλί αυτός φώναζε.: «Μουσολίν, Μουσολίν»! Ήρθανε οι Γερμανοί στο σπίτι μας κοντά και χάϊδευαν τον αδερφό μου και λέει «Πίκουλο, πίκουλο, Μουσολίν, Μουσολίν»! Δηλαδή εμάς φωνάζουνε. Και τον λέει ένας αντάρτης «θα γίνει πόλεμο;» Λέει και ο αδερφός μου ο μικρός κάνει έτσι «είπε όχι» λέει! «Δεν θα γίνει πόλεμος» λέει, «θα φύγουμε». Τέλος πάντων αυτά τα παιδιά από εδώ απ’ το χωριό ήτανε κρυμμένα. Αλλά όταν πηγαίνανε οι γυναίκες να τσαπίσουνε στα χωράφια αυτοί πεινούσανε τα παιδιά, τι θα έκαναν; Πήγαιναν, άνοιγαν τα ψωμιά τους και τρώγανε το φαγητό τους όλο ό,τι είχανε, στις πετσέτες, ό,τι είχανε οι γυναίκες, τα ανοίγανε και τρώγανε, τα παλικάρια αυτά τα δύο. Κάποτε οι αντάρτες κρύφτηκαν. Είπανε τάχα ας κρυφτούμε να ξέρουν ότι φύγαμε, για να βγούνε αυτοί να τους πιάσουμε. Αυτοί ήρθαν όπως είναι το σπίτι μας έξω από το χωριό στην άκρη, ξέρεις που είναι το σπίτι μας, ήρθε η αδερφή του. Η Σούσα, Μάρθα... Και φώναζε «Θόδωρε, Θόδωρε η αδερφή σου εί[00:05:00]μαι, βγες έξω»! Εκείνοι ούτε φωνή! Ούτε το ένα το παιδί, ούτε εκείνο, δεν βγήκανε έξω. Ε κάποτε φύγανε οι αντάρτες, βγήκανε τα παιδιά, πήγανε στα σπίτια τους. Ναι, αλλά είχαμε από μέσα απ’ το χωριό προδότες! Πήγανε πρόδωσαν ότι ο Θόδωρος και ο Γιώργος ήρθανε στα σπίτια τους, τον Γιώργο δεν τον βρήκανε, τον Θόδωρο τον βρήκανε... Τον πήρανε τον Θόδωρο, πήγανε πάνω στο βουνό, τάχα τους έδειχναν σε ποιο μέρος ήτανε όταν τους πήρανε, και όπως πήγαινε αυτός ο Θόδωρος πάτησε στην νάρκα, κόπηκε το πόδι του... Ναι, κόπηκε το πόδι του και το παιδί έμεινε με ένα πόδι...και το λέγανε «γαλέα» επειδή κόπηκε το πόδι του. Το λέγανε «γαλέα» είχε ένα πόδι. Από τους αντάρτες αυτά... Κατά τα άλλα στις δουλειές μας, πηγαίναμε στα χωράφια, θερίζαμε σιτάρι, θερίζαμε καλαμπόκια, τα σπάναμε τα καλαμπόκια, τα κουβαλούσαμε με τα κάρα μέσα στην αυλή μας και ξεφλουδούσαμε τα αυτά, τα καλαμπόκια. Και ερχότανε, παρέα καθόμασταν και τραγουδούσαν οι γυναίκες και τότε είχαμε μάγιδες τους λέγανε μέσα στο χωριό, δικά μας παιδιά, περνούσανε οι μάγιδες και ακούγαν τα τραγούδια και ερχότανε. Από που είναι η συννυφάδα μου, είχε μια φωνή η Κούλα! Είχε μια φωνή! Τραγουδούσε αυτή όπως ήμασταν εδώ και αυτή όπως ήταν έξω απ’ το χωριό, απ’το κανάλι ακούσαν την φωνή της, νύχτα... Και ήρθαν εδώ τα παιδιά. Τους λέγαμε μια που ήρθατε ελάτε και εσείς, καθίστε να καθαρίσουμε αυτά και να φύγετε...
Ωραία...
Τώρα θα σε πω πώς ήμαστανε με τους γονείς μου...
Αρχικά ποιο είναι το όνομα σου;
Το όνομα μου είναι Ελένη, στον πατέρα μου είμαι Τσακιρίδου και εδώ είμαι Μουρατίδου. Ήμασταν 7 αδέρφια...
Που γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στην Νικομήδεια αλλά ο πατέρας μου είναι απ’ την κοιλάδα, από την Κοζάνη, της Κοζάνης τα χωριά...
Πότε;
Πότε γεννήθηκα; Μαρία το ‘40; Το ‘40. Τέλος πάντων... Ήμαστανε 4 αδερφές και 3 αδέρφια, είχαμε και έναν άλλο αδερφό 18 χρονών αρρώστησε και πέθανε και ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας. Εμείς πηγαίναμε ξενοδουλεύαμε στα χωράφια, κάναμε και τα δικά μας τα χωράφια, είχαμε ζώα, αγελάδες, πρόβατα, άλογα, είχαμε κάρα... Εγώ από το σχολείο όπως έβγαινα με παίρνανε και πηγαίναμε στο χωράφι να τσαπίσουμε από μικρή, είμαι πολύ δουλεμένη. Δούλεψα και στα χωράφια, δούλεψα και στα εργοστάσια και παντού και πήγα και στα καπνά στην Κατερίνη για ένα μερκάματο που λέει, πήγα και εκεί. Ε, ερχόμαστανε στο σπίτι όταν ήμασταν με τους γονείς μου είχαμε αγελάδες, αρμέγαμε τις αγελάδες, κάναμε είχαμε γάλα, το γάλα το δίναμε κάποτε, ερχότανε γαλατάς το δίναμε. Όταν δεν ήτανε γαλατάς κάναμε γιαούρτι δικό μας, και κάναμε 5-10 κιλά γάλα είχαμε και κάναμε γιαούρτι πολύ. Μετά βγάζαμε βούτυρο, είχαμε αυτό το «ξυλάνγκ» που λέγαμε και βάζαμε εκεί μέσα το γιαούρτι με λίγο χλιαρό νερό το χτυπούσαμε, το είχαμε κρεμάσει απ’ το νταβάνι με σχοινί και το χτυπούσαμε αυτό στον αέρα ήτανε, η μία από ‘κει και η άλλη από ‘δώ, το χτυπούσαμε και βγάζαμε το βούτυρο. Βγάζαμε βούτυρο, είχαμε κιούπια και βγάζαμε αγελαδινό βούτυρο, τα γεμίζαμε αγελαδινό βούτυρο.
Μου ανέφερες πριν ότι ήσασταν πολλά αδέρφια σε ένα σπίτι, έχεις εικόνες από το σπίτι σας; Πως ήταν όταν ζούσατε όλοι μαζί τόσα πολλά άτομα;
Θα σε πω και για ‘κείνο να σε αποτελειώσω μια φορά αυτό... Μετά βγάζαμε το βούτυρο, εκείνο που είχαμε το γιαούρτι το που λέγαμε, ποντιακά το λέγαμε «ταν» εκείνο, «ταν», το βάζαμε στη σακούλα στράγγιζε και κάναμε το «υλιστό», ποντιακά τώρα θα πω, κάναμε το «υλιστό». Μετά εκείνο αφού ήτανε μέσα στη σακούλα και στράγγιζε τόσο πολύ το παίρναμε, το κάναμε σαν μπαλάκια, μπαλάκια, είχαμε ένα σανίδι έκανε ο πατέρας μου και το βάζαμε εκεί πάνω και αυτά στέγνωναν και τα κρατούσαμε όλον τον χειμώνα και το καλοκ[00:10:00]αίρι, αφού ήταν τόσα πολλά και όταν κάναμε μακαρόνια ή κάτι και χρειαζότανε τυρί τρίβαμε απ’ αυτό και βάζαμε απ’ αυτό πάνω στα μακαρόνια. Και ήμασταν όμως πολλά αδέρφια, ήμασταν 7 αδέρφια, ήμασταν αγαπημένα, ποτέ δεν μαλώναμε, σεβόμασταν η μία την άλλην, αν και είχαμε δύο χρόνια διαφορά η μίαν με την άλλην είχαμε σέβαση και πολύ αγάπη. Αγαπούσαμε τους γονείς μας, ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας, πάντα ήτανε στον κάμπο και όταν ερχότανε ο μήνας, έβγαινε ο μήνας και πληρωνότανε έπαιρνε την αδερφή μου την δεύτερη μαζί του, πηγαίνανε στην Βέροια και μας έλεγε «τι θέλετε παιδιά μου να σας φέρω από την Βέροια»; Ο αδερφός μου ο Γιώργος ήτανε μικρός και δεν έλεγε «θέλω στραγάλια και σταφίδα», «πατέρα εγώ θέλω στραγγαλόπα!» Τα στραγάλια τα έλεγα στραγγαλόπα, «θέλω στραγγαλόπα»... Μας έφερνε στραγάλια, μας έφερνε χαλβά, ύστερα ήτανε – χαλβά ήτανε, το άλλο πως το λέγανε που είχαμε το...το γλυκό, γλυκό ήτανε εκείνο αλλά ξέχασα τώρα πως το λέγαμε – μας έφερνε ό,τι θέλαμε. Εγώ πάλι τον ζητούσα, μου άρεσε πολύ της Βέροιας το ψωμί. Ήταν έτσι μελαχρινό το ψωμί και τον έλεγα «πατέρα εγώ θέλω παζαρίσιο ψωμί»! Αλλά ό,τι τον λέγαμε δεν μας χαλούσε χατίρι. Μας έφερνε και το ψωμί μας, μας έφερνε και χαλβά, ελιές, τα πάντα. Πάντα αν και δεν είχαμε χωράφια εδώ στην Νικομήδεια, γιατί ο πατέρας μου όπως ήρθε απ’ την Κοζάνη εδώ δεν μπορούσε να πάρει χωράφια. Έγινε ο κλήρος πιο νωρίς τα πήρανε αυτοί που ήταν οι τοπικοί εδώ και ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να πάρει. Αλλά ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Νίκος, μαζί με την αδερφή μου την Μαρία, όπου βρίσκανε, τώρα ένας είχε εδώ 50 στρέμματα, υπήρχε ένα πράγμα όσο είναι αυτό το σπίτι φάρδος, μπορεί να είν’ και 10 στρέμματα στο μάκρος, και δεν μπορούσες εσύ, δεν είχες το δικαίωμα να τα σπείρεις, γιατί είχες 50 στρέμματα χωράφια. Εκείνα τα ‘σπερναν αυτοί που ήταν ακτήμονες. Ακτήμονες ήταν αυτοί που δεν είχαν χωράφια. Και ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας, αυτά τα ‘βλεπε, ερχόταν έλεγε στ’ αδέρφια μου: «Στο τάδε το μέρος να πάτε να οργώσετε, να σπείρετε σιτάρι» κι εμείς κάναμε σιτάρι απ’ την μια χρονιά στην άλλη το σιτάρι μας δεν τελείωνε. Πάντα είχαμε μπόλικο το σιτάρι μας, το ψωμί μας, φτώχεια δεν τραβήξαμε... Όλοι δουλεύαμε ύστερα, μεγάλωσα κι εγώ, μόνο η μικρή η αδερφή μου η Συμέλα δεν δούλευε και τα δυο μικρά τ’ αγορία ο Χρήστος και ο Γιώργος. Δουλεύαμε, έξω από το χωριό μας είχαμε έναν μύλο το λέγαμε, πηγαίναμε το σιτάρι και κάναμε αλεύρι, για να ζυμώσουμε να κάνουμε ψωμί. Πήγαινε ο πατέρας μου μαζί με το κάρο, μαζί με τον αδερφό μου, πήγαιναν το σιτάρι στον μύλο, το αλέθανε, έφερναν το σιτάρι, είχαμε φούρνο, ψήναμε το ψωμί μας και η μάνα μου ζύμωνε, έκαμνε 11-12 ψωμιά. Ναι, γιατί ήμασταν μεγάλη οικογένεια δεν μπορούσε να ζυμώσει κάθε 8 μέρες, πηγαίναμε 8 και 10 μέρες με εκείνα τα ψωμιά.
Δουλεύαμε, δεν είχαμε φασαρίες μες στο σπίτι μας γκρίνιες και αυτά, όλο με γέλιο. Καθόμασταν, είχαμε ένα στρόγγυλο τραπέζι, χαμηλό όμως, και άλλοι καθότανε στα γόνατα, άλλοι καθότανε είχαμε σκαμνάκια, ο πατέρας μου είχε κάνει σκαμνάκια μικρά, καθόμασταν και τρώγαμε. Απ’ τα γέλια τα πολλά που κάναμε δεν μπορούσαμε να φάμε! Απ’ τα γέλια τα πολλά. Απάνω στο τραπέζι λέγαμε χαζά. Η πιο αυτή ήμουνα εγώ μέσα στο σπίτι! Έλεγα πολλά χαζά και γελούσανε. Ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας και έβαλα στοίχημα εγώ με την αδερφή μου την Ολυμπία και την Μαρία. «Εγώ» τους λέω «θα γίνω διαιτητής και θα με πληρώσετε όμως, θα με δώσετε λεφτά»! Πήγα έβαλα ένα κοντό παντελονάκι, πήρα του πατέρα μου την σφυρίχτρα και σφύριζα! Τους έλεγα διαιτητής είμαι θα κάνετε αυτό και αυτό! Αυτοί αφού τελείωσα όλα δεν ήθελαν να με δώσουνε τα λεφτά! Τα πήραν τα λεφτά τους! Ήρθε ο πατέρας μου, λέει: «Tι είναι»; Λέω: «Πατέρα με είπαν να κάνω τον διαιτητή το ‘κανα και δεν με πληρώνουν»! «Δώστε γρήγορα» λέει «τα λεφτά στην Ελένη, σας έκανε τον διαιτητή!». Εκεί που καθόμασταν πήγα πήρα εγώ μία κορνίζα είχαμε τον παππού μου, του πατέρα μου τον αδερ[00:15:00]φό, πήγα πήρα την κορνίζα, το κρατούσα και μπήκα μέσα ήταν ο πατέρας μου, η μάνα μου, οι αδερφές μου, τ’ αδέρφια μου, σ’ αυτό λίγο με μάλωσε ο πατέρας μου γιατί ήταν η φωτογραφία του πατέρα του, παππού μου, και έλεγα εγώ «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου...» και κρατούσα, και αυτός σηκώθηκε τότε ο πατέρας μου και λέει: «Πάνε βάτο εκεί να μη σε σπάσω τα χέρια» με λέει! Με φώναζε! Εγώ πάλι, ο πατέρας μου ήτανε καλός σε όλα δεν μας έλειπε τίποτα μες στο σπίτι μας, αλλά ήτανε πολύ σοβαρός. Ήτανε πολύ σοβαρός. Αλλά εγώ ήμουνα τόσο ζωηρή μέσα στο σπίτι, αγαπούσα και πολύ τον πατέρα μου, και είχε λίγη φαλάκρα, εγώ πήγαινα να τον χτενίσω και να τον έβαζα τσιμπιδάκια, αυτός νευρίαζε! Με φώναζε! Εγώ τίποτε. Και τον έλεγε η μάνα μου «σ’ αγαπάει το παιδί και ‘συ τον λέει το βρίζεις»! «Εγώ τέτοια αγάπη δεν θέλω, να με αγαπάει να με σέβεται, αλλά όχι να με βάζει τσιμπιδάκια στο κεφάλι μου»! Δηλαδή ήμασταν, μπορεί να είχαμε φτώχεια αλλά είχαμε αγάπη μες στο σπίτι μας. Πολλή αγάπη.
Σχολείο πήγες; Σ’ αρέσανε τα γράμματα;
Πήγα σχολείο, μ’ αρέσαν τα γράμματα, μετά ήθελα να πάω Γυμνάσιο και ήθελα να γίνω δασκάλα στα παιδιά, νηπιαγωγός ήθελα, πολύ από μικρή μ’ άρεσε να γίνω νηπιαγωγός! Και είχε ο πατέρας μου έναν πρώτο ξάδερφο μέσα στην Βέροια και αυτός ήρθε και με είδε που έκλαιγα, ο πατέρας μου δεν ήθελε να με στείλει γιατί έπρεπε να πάω στο χωράφι. Και με λέει «γιατί κλαις»; Λέω: «Θείο Νίκο εγώ θέλω να πάω στη Βέροια και να πάω στο Γυμνάσιο και ο πατέρας μου δεν θέλει να με στείλει». « Εγώ» λέει «θα κάνω τα έξοδα της, θα την κρατήσω στο σπίτι μου και θα πάει» λέει «στο Γυμνάσιο» αφού κανένας δεν μάθαινε γράμματα σαν εμένα μες στο σπίτι! Η αδερφή μου που με περνούσε 2 χρόνια ήρθα στην τάξη την πέρασα και εκείνη έμενε εκεί, η Μαρία, δεν μάθαινε γράμματα... Πήγα στην Βέροια, μ’ έγραψε ο θείος μου στον Τσαλέρα να πάω στο Γυμνάσιο, τότε φορούσανε και τα κορίτσια καπέλο, στο Γυμνάσιο, με ποδιές. Πήγε ο θείος μου τα πήρε αυτά. Έρχεται μια μέρα ο πατέρας μου, τα σχολεία ακόμα δεν άρχισαν, λέει «άντε θα φύγουμε». Λέω «τι θα φύγουμε»;! «Εγώ θα πάω στο σχολείο τώρα» λέω! Και με παίρνει, και εγώ να κλαίω απ’ τη Βέροια μέχρι εδώ, και με πήρε και δεν με άφησε να πάω σχολείο και πήγαινα στα χωράφια.
Οπότε δεν πήγες μετά από τότε στο σχολείο...
Δεν πήγα ύστερα, μόνο Δημοτικό έβγαλα... Αλλά μ’ άρεσε πάρα πολύ να πάω να γίνω δασκάλα! Νηπιαγωγός όμως, με τα μωρά ήθελα να ήμουνα. Και δεν με άφησε...
Είχαμε μία γειτόνισσα εκεί, αυτοί είχαν έναν άλογο αλλά όχι πολύ ψηλό, ένα χαμηλό άλογο είχανε και πηγαίναμε εκεί και ερχότανε οι γυναίκες και πουλούσανε με καλάθι καραμέλες, μαστίχες, σοκολάτες μέσα στα καλάθια. Εγώ στο σπίτι μας, όχι ότι φοβόμουνα, αλλά δεν ήθελα να πάρω. Και πήγαινα σ’ αυτήνα και έλεγε «Ελένη, δώσε το άλογο χόρτο να φάει» το ‘δινα πήγαινα εκεί και ήτανε και η φωλιά γεννούσαν οι κότες. Έπαιρνα και δύο αυγά από κει, έδινα και έπαιρνα μαστίχες και καραμέλες εγώ. Αλλά «Δεν είναι» έλεγα «τ’ αυγά από σας.» Κάποτε η μεγάλη κόρη της με είδε! Η Δέσποινα. Λέει «γιατί δεν παίρνεις απ’ τα δικά σας τ’ αυγά» λέει «και παίρνεις απ’ τα δικά μας»;! Λέω: «Εγώ ταΐζω το δικό μας τ’ άλογο; Το δικό σας ταΐζω»! Την έλεγα εγώ... Το ΄μαθε η μάνα της, η αλήθεια ήμασταν τέτοια γειτονιά αγαπημένη, όπου βρισκόμασταν τρώγαμε ή στο σπίτι τους ή στο σπίτι μας. Τα παιδιά τους, τα παιδιά μας ας πούμε σχεδόν μία οικογένεια ήμασταν.
Είχατε επαφές με τους γείτονες;
Πάρα πολύ, πάρα πολύ!
Βοηθούσε ο ένας τον άλλο;
Πάρα πολύ και μας αγαπούσαν οι μεγάλοι, οι γιαγιάδες, οι παππούδες, μας αγαπούσανε... Ε, τέλος πάντων το άκουσε η μάνα της. Λέω: «Θεία, γιατί πήγα πήρα δύο αυγά και πήγα πήρα μαστίχα με μαλώνει η Δέσποινα». «Γιατί το μαλώνεις το κορίτσι»; «Αυτή όταν έρχεται από ‘κεί» λέει «μας φέρνει ό,τι έχουνε, ο πατέρας της φέρνει» – τότε ο πατέρας μου έφερνε φρούτα, ε τότε μήλα σπάνια να ήτανε, σαν αγροφύλακας έφερνε, εγώ ένα μήλο, ένα μήλο, τους πήγαινα– «Αυτή» λέει «μας φέρνει, αυτή γιατί να μην πάρει αυγά»;! Λέω «τι θεία; Τι θα πει δικό σου, τι θα πει δικό μου; Ένα το ‘χουμε το κοτέτσι μας»! Και είχα και μία άλλη γιαγιά την Αλιπίδου λεγότανε. Και αυτή πάλι στρόγγυλο τραπέζι. Αυτή είχε εγγόνια, πόσα εγγόν[00:20:00]ια είχε; 2-4-6 εγγόνια. Και 7 εμείς, 13; 13 άτομα. Αυτή έκανε μία μεγάλη κατσαρόλα, έκαμνε φαγητό. Όταν μαγείρευε αυτή δεν έλεγε ότι θα πάμε και εμείς, αλλά τυχαίναμε, παίζαμε. Δεν είχαμε φράχτες, όλες οι αυλές ήταν ανοιχτές και παίζαμε κοντά κοντά τα σπίτια μας. «Θεία, τι φαΐ έκανες»; Το τάδε, όλοι καθόμασταν, όλοι μαζί! Και ακόμα το λέει ο εγγονός της, Παναγιώτης, καθόμασταν και τρώγαμε. Δεν είχαμε εκείνα τα χρόνια αυτό είναι το δικό μου το παιδί και αυτό δεν είναι το δικό μου και όπου βρισκόμασταν σε κάθε σπίτι θα φάμε! Η μάνα μου έκανε πολύ πίτα και περέκια. Αυτή η γιαγιά η άλλη που τρώγαμε η κυρά Μαρία που ήτανε η Αλιπίδου δεν έκαμνε πολλά έτσι τέτοιες πίτες και περέκια. Αλλά η μάνα μου έκανε γιατί ήταν και η μεγάλη αδερφή μου την βοηθούσε και κάναμε. Και η μάνα μου έκανε τέτοια, ερχόνταν τα παιδιά και τρώγανε περέκια και πίτα. Εμείς πηγαίναμε τρώγαμε φαΐ. Κάναμε «σουρβά» ποντιακό έκαμνε αυτή η γιαγιά η Αλιπίδου η Μαρία.
Τι είναι ο σουρβάς;
Ο σουρβάς είναι βάζεις το νερό βράζει, βάζεις το πλιγούρι, βράζει το πλιγούρι και μετά είχαμε το γιαούρτι και το χτυπούσαμε λίγο με νερό και το βάζαμε εκεί μέσα. Και μετά το τσιγαρίζαμε, βάζαμε λάδι, δυόσμο ξερό το αφήναμε στέγνωνε εκείνο γινότανε σαν ρίγανη και βάζαμε και από ‘κείνο μέσα στο βούτυρο και καιγότανε μαζί με το βούτυρο και το βάζαμε πάνω στη σουρβά και είναι ένα φαΐ τύφλα να έχουν το κρέας και η σούπα της κότας! Τόσο ωραίο σουρβά!
Οι οικογένειες που ερχόντουσαν από τις πόλεις εδώ ήτανε πιο φτωχές ας πούμε;
Ερχότανε πολλοί απ’ την Κοζάνη και ερχόταν όλες στο σπίτι το δικό μας! Ερχόταν εκεί, ερχότανε με κάρα. Εμείς θερίζαμε τα σιτάρια με δρεπάνι και μένανε γύρω-γύρω στάχια, το σιτάρι και αυτοί μπαίνανε και μάζευαν από Θεσσαλονίκη, από Κοζάνη και όλοι, επειδή της μάνας μου το σπίτι ήτανε έξω από το χωριό και είναι το γήπεδο όλοι με τα κάρα ερχότανε εκεί! Και πηγαίναν και μαζεύανε στάχια και κάνανε τσουβάλια σιτάρι! Και ήτανε μία οικογένεια από Θεσσαλονίκη αυτοί κι είχανε δύο παιδιά το ένα θα ‘τανε 5 χρονών, το άλλο θα ήτανε 2 χρονών. Και τ’ άφηναν έξω, δεν έλεγαν την μάνα μου ότι «θα αφήσουμε τα παιδιά μας και θα πάμε να μαζέψουμε στάχια» και αυτό το μικρό όπως κοιμόταν, είχαμε μουριές, μεγάλα δέντρα στην αυλή μας, κοιμότανε κάτω απ’ τη μουριά, μπήκε μια μύγα στ’ αυτί του και έφτυσε η μύγα και αυτό έγινε σκουλήκι μέσα! Αυτό το μωρό όλη τη νύχτα να κλαίει, όλη τη νύχτα να κλαίει!
Το θυμάσαι εσύ; Που ήσουνα;
Εκεί ήμουνα εγώ! Με τη μάνα μου ήμουνα. Αλλά ήμουνα μικρή ακόμη δεν πήγαινα στα χωράφια, πηγαίνανε οι αδερφές μου και ο αδερφός μου ο Νίκος, εγώ ακόμα δεν πήγαινα, πήγαινα σχολείο. Και έκλαιγε αυτό το μωρό, όλη την νύχτα έκλαιγε! Λέει η μάνα μου «εγώ θα κάνω ένα πραχτικό» λέει «αλλά αν πάθει τίποτα το παιδί δεν θα πείτε τίποτε στην μάνα του!» Πήρε η μάνα ’μ φύλλα από – τώρα από μουριά, από μουριά ήτανε; Αυτό δεν μπορώ να θυμηθώ καλά...όχι από φλαμούρι – από φλαμούρι, πήρε τα φρέσκα, τα φρέσκα τα φύλλα και πήρε το γουδί που λέμε και τα κουπάνησε, τα κουπάνησε εκείνα βγάλανε ζουμί, αυτά βγάλανε ζουμί. Και πήρε η μάνα μου, το ‘βαλε στο τσεμπέρι της στην άκρη, εκείνο το ζουμί και έσταξε μέσα στου παιδιού τ’ αυτί! Εκεί που καθότανε ήρθανε δύο σκουλήκια απ’ του παιδιού τ’ αυτί να βγούνε! Η μάνα τα δυο μαζί δεν μπορούσε να τα πάρει και μετά το ένα το πάτησε λίγο μέσα, πήρε το άλλο και εκείνο ύστερα βγήκε πήρε και το άλλο. Και σαν πέφτει το μωρό στον ύπνο δεν ξυπνάει το μωρό, γιατί όλη νύχτα έκλαιγε δεν κοιμότανε! Μόλις βγήκαν τα σκουλήκια ηρέμησε το μωρό και κοιμήθηκε. Η μάνα μου φοβήθηκε μήπως έπαθε τίποτα το παιδί! «Πρόσεχε» με λέει «δεν θα πεις τίποτα άμα πάθει τίποτα εμένα θα με κλείσουν φυλακή!». Ε, κάποτε μέχρι να ‘ρχόταν εκείνη απ’ το χωράφι το μωρό ξύπνησε, ξύπνησε το μωρό, να παίζει το μωρό, χαρά η μάνα του, ύστερα η μάνα μου το είπε λέει αυτό και αυτό έκαν[00:25:00]α στο παιδί σας λέει και βγήκανε δυο σκουλήκια. Ύστερα ήρθε ο πατέρας μου και λέει «οι μεγάλοι ας είναι έξω, τα παιδιά θα τα πάρεις μέσα» είπε τη μάνα μου. Και τα είχαμε μέσα στο σπίτι τα μωρά...τα είχαμε εμείς μέσα στο σπίτι, τα ταΐζαμε, τ’ αγαπούσαμε, αυτά ήταν μικρά εμείς ήμασταν λίγο μεγάλοι, εγώ σχολείο πήγαινα και τ’ αγαπούσαμε τα μωρά, δηλαδή δεν υπήρχε ζήλια και μίσος στην γειτονιά, όλοι ήμασταν αγαπημένες!
Εκτός απ’ τα χωράφια έχεις κάνει άλλες δουλειές;
Πήγαμε στα εργοστάσια, πήγα στα καπνά, δούλευα με μήλα, αχλάδια, δούλεψα ροδάκινα–
Οι μέλισσες;
θα σε πω, κομπόστα... Μετά εγώ… ένας, έξω απ’ το χωριό μας είχαμε λιβάδια, και αυτός είχε μέλισσες, πολλές μέλισσες. Τότε μέλισσες δεν υπήρχανε κατά ‘δω, μόνο αυτός, δεν ξέρω από που τα ‘φερε, και ήθελε μια κοπέλα να δουλεύει μαζί τους. Επειδή γνώριζε τον πατέρα μου, σε είπα ήταν αγροφύλακας, ήρθε μας είδε εκεί. Αυτός ζήτησε την Μαρία, «Η Μαρία» λέει ο πατέρας μου «θα πάει στα χωράφια», πήρε εμένα. 7 χρόνια δούλεψα στις μέλισσες εγώ! Και εκεί μέσα στην κηρήθρα υπάρχει μία μέλισσα μεγάλη που σκοτώνει τα μικρά και αυτά με τα ‘δειξε το αφεντικό κι εγώ τα ‘πιανα έτσι με το χέρι και τα σκότωνα. Δεν φοβόμουνα καθόλου! Ούτε με τσιμπούσανε οι μέλισσες, που ήταν τόσο πολύ. Είχαμε ένα βαρέλι μεγάλο, ειδικό μέσα ήταν έτσι σαν ακτίνες να σε πω, γύρω-γύρω τελαράκια και όπως παίρναμε το μέλι με τις κηρήθρες τα βάλαμε εκείνα τα τελαράκια γύρω-γύρω κι εγώ μετά το γυρνούσα. Το είχαμε ψηλά και από κάτω είχαμε τενεκέδες να πάει το μέλι εκεί μέσα. Και βγάζαμε το μέλι. Ερχότανε τα παιδιά του χωριό μας, βοσκούσανε τις αγελάδες μέσα και εγώ έπαιρνα από ‘κείνη την κηρήθρα και τους έδινα, και αυτά μασούσανε σαν μαστίχα και τρώγανε και το μέλι και τ’ αυτό. Ε, αφού τελειώσανε, βγήκαμε, μαζέψαμε δυο τσουβάλια κηρήθρα αυτά γινότανε κερί, καθαρό κερί. Με λέει μια μέρα – Ελενάκι με έλεγε κιόλα – και σχολείο πήγαινα ακόμη όταν κλείναν τα σχολεία πήγαινα στις μέλισσες, με λέει «θα τα δώσουμε τη μάνα σου να το βράσει και να κάνει κερί.» Μέχρι πέρυσι εγώ είχα από ‘κείνο το κερί και μια γυναίκα αρρώστησε και το ‘δωσα για φάρμακο, καθαρό κερί. Και το πήρε η μάνα μου και τη λέω «μάνα, αν το βράσεις να μην το βράσεις έξω, έτσι και το βράσεις και σε πάρουν μυρουδιά η μέλισσες όλα θα ‘ρθουνε εδώ, όλες οι μέλισσες θα ‘ρθουνε εδώ!» Η μάνα μου δεν με άκουσε. Έβαλε το καζάνι έξω, τα ‘βαλε μέσα και το βράζει. Και καλά τ’ αφεντικά δεν ήτανε! Και έρχονται εκείνες οι μέλισσες με μια βουή! Και ήρθαν οι μέλισσες εκεί!
Εσύ ήσουνα στο σπίτι όταν έγινε αυτό;
Εγώ ναι! Πήγαινα στο σπίτι να φάω και να πάω πίσω πάλι. Βλέπω εκεί, εγώ είδα και τις μέλισσες που φεύγανε! Τρέχω! Λέω: «Μάνα» ο πατέρας μου έτυχε να μην ήτανε εκεί, «γρήγορα σβήσε τη φωτιά, το καζάνι βάλ’ το μέσα στο δωμάτιο και με κουβέρτες σκέπασε το να φύγουν οι μέλισσες!» Ύστερα πήραμε –το ‘κανε η μάνα μου αυτό – ο πατέρας μου πήρε ντενεκέ, η μάνα μου και χτυπούσαμε. Άμα χτυπάς ντενεκέ με το θόρυβο φεύγουν οι μέλισσες και πάνε στο μέρος τους. Ήρθανε στο μέρος τους εκεί. «Αχ» λέω «μάνα τι θα έκαμνες» δεν πληρωνότανε με τίποτα αυτό ας πούμε μέλισσες. Και έτσι κάναμε κερί. Πολύ κερί είχαμε! Εκείνο το βάζεις και βράζει, είναι κάτω το νερό και βράζει που λες το κερί εκείνο, το βάζεις μες στο νερό, τις κηρήθρες τις βάζεις και βράζει, το νερό μένει κάτω και το κερί έρχεται πάνω. Και μετά με ένα τρυπητό αυτό, με κόσκινο μεγάλο σιδερένιο είχαμε, με εκείνο παίρναμε το κερί. Παίρναμε το κερί και άμα θέλεις το δίνεις στο κεροπήγιο και κάνεις για την εκκλησία κεριά. Αυτό γινότανε πολύ κερί. Η μάνα μου κρατούσε δύο έτσι κομμάτια γιατί κάποτε – να πω και αυτό; πρέπει να το πω – γιατί πεθάνανε και στα στόματα τους βάζανε κερί, το πατούσανε, το πατούσανε, κλείνανε στους πεθαμένους τα στόματα με το κερί. Και κρατούσε μόνο γι’ αυτό κερί και τ’ άλλα τα δίναμε στο κεροπήγιο κάναν και τα δίναν στις εκκλησίες. Άλλο τι να πω;
Θέλω να μου πεις μέσα σε μί[00:30:00]α μέρα, γιατί έκανες πάρα πολλά πράγματα, δούλευες πάρα πολλές ώρες, τι ώρα ξυπνούσατε μέχρι το τι ώρα κοιμόσασταν, πώς θυμάσαι εσύ την μέρα σου από το πρωί μέχρι το βράδυ, το πρόγραμμα σου...
Το πρωί πήγαινα η ώρα 6 στις μέλισσες, η ώρα 4 ταΐζαμε τις μέλισσες, τους ταΐζαμε, είχε ένα ειδικό έφερνε από την Βέροια υγρό νερό, σαν νερό, αλλά μέσα είχε ένα ειδικό μέλι και βάζαμε τα δάχτυλα μας εκεί μέσα και τα βρέχαμε και κάναμε έτσι στις κηρήθρες όλα και όλη τη νύχτα οι μέλισσες τρώγανε από ‘κείνο το μέλι που τους βάζαμε εμείς. Ναι... Δούλευα με ‘κείνο. Αλλά εγώ η ώρα 7 έφευγα, πήγαινα στο σπίτι. Πήγαινα στο σπίτι μου η ώρα 7, η ώρα 6 ξανά πήγαινα στη δουλειά μου το πρωί, δούλεψα 7 χρόνια!
Στο σπίτι είχες άλλες δουλειές; Ή πήγαινες και ξεκουραζόσουνα;
Στο σπίτι μου η μάνα μου μας έβαζε είχαμε τον μπαχτσέ μας, να τσαπίσουμε μπαχτσέ, αφού στο χωράφι δεν πήαινα έπρεπε να τσαπίσω στον μπαχτσέ με την μάνα μου, εκεί να μαζεύουμε φασολάκια ή να βγάζουμε τις πατάτες μας, πιπεριές, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, τ’ αγγουράκια, ό,τι έχει ο μπαχτσές. Είχαμε πολύ ντομάτα και κάναμε σάλτσα!
Πως το κάνατε στο σπίτι τη φτιάχνατε;
Στο σπίτι το κάναμε. Πηγαίναμε τα μαζεύαμε απ’ το χωράφι με τις κλούβες, τα φέρναμε, τα κόβαμε. Είχαμε βαρέλια μεγάλα, πλέναμε τις ντομάτες, τις κόβαμε, τα βάζαμε στα βαρέλια μέσα και μετά βάζαμε αλάτι επάνω. Αλλά κάθε μέρα είχε ένα μεγάλο ξύλο φαρδύ από κάτω, το ‘καμνε ο πατέρας μου ειδικό και τα γυρνούσαμε, για να λιώσουνε αυτή η σάλτσα. Τα κρατούσαμε 8 μέρες, κάποτε 10 μέρες, για να λιώσει καλά! Και μετά αφού έλιωνε είχαμε κόσκινο ειδικό. Μέσα στο κόσκινο είχαμε ύφασμα, λινάτσα το λέγαμε εκείνο. Βάζαμε τη λινάτσα και βάζαμε τη ντομάτα από το βαρέλι βάζαμε εκεί, το πατούσαμε και εκείνο ζωμός το καθαρό όλο έβγαινε μέσα σε κατσαρόλα μεγάλη, αν είχαμε κιούπια τα λέγαμε αυτά, τα βάζαμε εκεί μέσα. Και αυτά που μένανε στην λινάτσα επάνω στο ύφασμα το πετούσαμε, γιατί ήταν η ντομάτα απ’ το φλούδι, εκείνο το πετούσαμε. Αφού το βάζαμε στις σακούλες τη σάλτσα την κρεμούσαμε σε ένα κλαδί από δέντρο και εκείνο κάθε βράδυ έσταζε λίγο, λίγο, λίγο, λίγο και ερχόταν και γινόταν η σάλτσα. Μετά το βγάζαμε, τη σάλτσα εκείνη, και τη βάζαμε είχε η μάνα μου κιούπια χωμάτινα, το κάναμε πολύ σάλτσα! Και γεμίζαμε εκείνα τα κιούπια με σάλτσα. Και είχαμε όλον τον χρόνο σάλτσα δικιά μας δεν αγοράζαμε.
Στο σπίτι μιλούσατε ποντιακά;
Ποντιακά, ποντιακά...
Από μικρή δηλαδή εσύ που γεννήθηκες μες στο σπίτι σου οι δικοί σου μιλούσανε μόνο ποντιακά;
Μόνο ποντιακά, ελληνικά δεν μιλούσαμε! Όλο ποντιακά. Δεν λέγαμε μπαμπά, «πάτερα»! «Μάνα», «καλομάνα», τη γιαγιά την λέγαμε καλομάνα. Δεν λέγαμε γιαγιά. Λέγαμε καλομάνα. Ύστερα τον θείο, τώρα λέμε θείο, τότε λέγαμε ο «ταή μ'», «η καλομάνα μ'», ο «ταή μ'», η «θεία μ'» έτσι λέγαμε ποντιακά.
Θα μας πεις μερικές εκφράσεις; Όπως βλέπεις έναν γείτονα και θα του πεις γεια σου τι κάνεις, πως είσαι;
Ε αυτά λέγαμε, άμα βλέπαμε τον γείτονα λέγαμε καλημέρα θεία τι κάνεις; «Ντ' εφτάς»; Ποντιακά. «Θείαν ντ' εφτάς»; «Καλά». «Η Ευρώπην μέρ' εν, η Δέσποινα μέρ' εν»; Μιλούσαμε. Ας πούμε αυτά. Έλεγε ο πατέρα μ' «πέ ατήν ας έρτε φτάμε έναν καφέ, τον Αντρέα» ή την Μαρία την γυναίκα του. Και εγώ έλεγα «Ο πατέρα μ' είπεν να ‘ρχουστουν να φτάτε... Καφέ εφτάει η μάνα μ', 'α πίνετε καφέ». Μαζευόταν η γειτονιά και ήμασταν αγαπημένες.
Αλλά εμείς τα παιδιά τώρα, εμείς... Αυτοί είχανε καρπούζια για παράδειγμα. Πηγαίναμε εκεί, δεν τους λέγαμε θα πάρουμε καρπούζι, το παίρναμε, φεύγαμε, ερχόμαστανε, όπως ήταν το γήπεδο καθόμασταν εκεί, μαζευόμασταν όλες οι κοπέλες και θα κόψουμε το καρπούζι θα φάμε. Αλλά παίζαμε όλη την νύχτα τα κορίτσια- αγόρια γινόμασταν ένα και παίζαμε! Παίζαμε! Τότε ερχότανε αυτό που βγ[00:35:00]άζαμε το σιτάρι το λέγανε «πατόζα» και ‘ρχότανε και βγάζαμε το σιτάρι. Κόβανε το σιτάρι, κάνανε δέματα, δέματα το σιτάρι και μετά το βάζαμε στην πατόζα αυτό και αυτό έβγαζε τα άχυρα σε ένα άλλο μέρος και στο άλλο έβγαζε το σιτάρι. Εκείνο το γήπεδο μέσα ήτανε μέχρι βουνό τα άχυρα. Ε, κουβαλούσαμε εμείς, βάζαμε στην αχυρώνα άχυρα και πατούσαμε! Μπαίναμε μέσα κορίτσια, αγόρια πατούσαμε στην αχερώνα για να πάρει πολύ άχυρο. Αυτό που έμενε το άχυρο μέσα στο γήπεδο, όλη τη νύχτα τρέχαμε και παίζαμε εκεί μέσα! Όλη την νύχτα! Γινόμασταν από πάνω...και δεν μας μαλώναν οι γονείς μας! Αυτή ήταν η δουλειά μας! Το παιχνίδι μας αυτό ήτανε. Ναι αυτό ήτανε το παιχνίδι μας... Και τότε ερχότανε πολλά πουλιά, μεγάλα πουλιά, όπως είναι οι πάπιες τώρα, ερχότανε πάπιες εκεί, μέσα στο γήπεδο και ποντιακά τα λέγανε «γάζε», τώρα τα λένε χήνα, τότε τα λέγανε «γάζε». Εντωμεταξύ είχαμε τον γαμπρό μας, της αδερφής μου ο άντρας είναι ντόπιος στο Μακροχώρι και φώναζε ο αδερφός μου, ο Γιώργος ο μικρός για να πάει, ήτανε και κυνηγός ο γαμπρός μας και να πάει να σκοτώσει τις χήνες, τα «γάζια». Και λέει «Μανώλη, Μανώλη, γάζια, γάζια»! «Τι γάζια ρε» λέει! Δεν ήξερε εκείνος γάζια τι είναι. «Πετρέλαια ρε, τρέχα πετρέλαια γέμισε το γήπεδο» λέει! Να πάει να σκοτώσει τα γάζια, τα αυτά, τα πουλιά. Τέτοια...
Πριν που λέγαμε για το φαγητό για τις ντομάτες και αυτά κρέας τρώγατε γενικά πολύ;
Κρέας τρώγαμε Πάσχα και Χριστούγεννα!
Οπότε τρώγατε συγκεκριμένες μέρες...
Ναι γιατί τα Χριστούγεννα είχαμε όλοι γουρούνια! Δίχως γουρούνι κανένας δεν ήτανε στο σπίτι τους. Εμείς είχαμε δύο. Το ένα το σφάζαμε, κάναμε λουκάνικα. Και με πολύ λίπος ο πατέρας μου έκανε σαπούνια! Τα σαπούνια δεν πλενόμασταν εμείς, πλέναμε τις κουρελούδες, με τα σαπούνια. Αλλά είχαμε πολλές κότες. Οι κότες μας πήγαιναν πίσω στους μπαχτσέδες γεννούσανε και έφερναν τα πουλιά μόνα τους. Έβγαζαν τα πουλάκια και τα φέρνανε. Η αυλή μας ήτανε γεμάτη πουλιά. Εμείς ήμασταν και στην άκρη και βλέπεις μπροστά είχαμε μέρος, είχαμε και το γήπεδο, είχαμε πάρα πολλές κότες! Όταν θέλαμε καμιά κότα να σφάζαμε αλλά κρέας-κρέας τρώγαμε Πάσχα και Χριστούγεννα!
Γιατί μόνο δύο φορές;
Ε δεν σφάζανε όπως είναι τώρα τα κρεοπωλεία και αυτά δεν πήγαινε ο κόσμος. Ο καθένας είχε στο σπίτι του τα κρέατα.
Και το αποθηκεύατε κάπως το κρέας;
Ναι! Τότε ψυγεία δεν είχαμε! Δεν είχαμε ψυγεία, αλλά είχε τόσο παγωνιά που εμείς είχαμε μία αποθήκη στο σπίτι μας έξω και έσφαζε ο πατέρας μου το γουρούνι και το κρεμούσαμε και αυτό πάγωνε, πάγωνε! Το κρατούσαμε 8 μέρες εκεί και αυτό πάγωνε! Μετά καθαρίζαμε το λίπος το βγάζαμε φέτες, φέτες το λίπος και μετά το κόβαμε ψιλά, ψιλά και το βάζαμε στο καζάνι μέσα το βράζαμε και βγάζαμε λίπος. Μ’ έπιασε και βήχας τώρα...
Έκανε παπούτσια από το γουρούνι;
Ναι έκανε τσαρούχια! Μ’ έκανε εμένα και την ξαδέρφη μου τσαρούχια. Μαρία λίγο νερό φέρε μου... Μας έκανε τσαρούχια και έλεγε ο πατέρας μου τώρα να δούμε ποιος θα τρέξει πιο πολύ με τα τσαρούχια! Αλλά ο πατέρας μου τα ‘βαφε κιόλας!
Κάτσε να πιείς λίγο νερό...
Τα έκαμνε χρώματα! Τα τσαρούχια ο πατέρας μου τα έκανε σαν παντόφλα και με σχοινί μετά τα φέρναμε, τα δέναμε στα πόδια μας σαν σανδάλια. Πως είναι τώρα το σανδάλι; Είχαμε τα τσαρούχια. Και έκανε ο πατέρας μου, έπαιρνε βαφή και τα ‘βαφε, άλλα πράσινα, άλλα κόκκινα και έλεγε τώρα θα τρέξετε να δούμε, εγώ και οι ξαδέρφες μου, ποιος θα τρέξει πιο, εγώ πάντα την περνούσα, αυτή ήταν και λίγο χοντρή η καημένη, και πάντα την περνούσα. Τι να σε πω με το λίπος κάναμε «τσιγαρίδες», εμείς τα λέγαμε «τσιργάνε» τσιργάνε, κάναμε λουκάνικα, η μάνα μου έκανε όπως ήτανε το κρέας, το άπαχο το κρέας έβαζε αλάτι, έβαζε κρέας από ‘κείνο έβαζε και το λέγαμε «παστό». Και όταν ήθελε η μάνα μου να κάνει κρέας βγάζαμε από ‘κείνο το παστό και κάναμε κρέας. Δεν αγοράζαμε ποτέ κρέας απ’ τη Βέροια! Κανένας! Γιατί όλοι είχαμε [00:40:00]γουρούνια και είχαμε τέτοια παστά όλοι κάνανε. Κάναμε λουκάνικα, κάναμε κεφτεδάκια, κάναμε τα πάντα και είχαμε τους κεφτέδες, τα ‘κανε η μάνα μου το ζύμωνε κανονικά και είχαμε μισά ντενεκέδες. Έβαζε λίγο λίπος, έβαζε κεφτεδάκια, έβαζε λίγο λίπος, έβαζε κεφτεδάκια, τα γέμιζε. Έκανε κάμποσα! Και πάντα είχαμε κεφτεδάκια! Το κρέας, τα λουκάνικα...λουκάνικα είχαμε ένα μεγάλο σχοινί και τα κρεμούσαμε εκεί...λουκάνικα πολλά! Και τα γουρούνια γινότανε οκάδες 150-180 οκάδες! Όχι όπως τώρα... Αυτά είχαμε τα κρέατα... Δεν αγοράζαμε από τη Βέροια κρέας. Από τη Βέροια μόνο που πηγαίναμε και έπαιρνε χαλβά, ελιές, τέτοια πράγματα… κι εμάς αν έφερνε στραγάλι, σταφίδα κι εγώ τον έλεγα θα με φέρεις παζαρίσιο ψωμί. Μ’ άρεζε ναι... Τέτοια έφερνε.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιράστηκες όλα αυτά για τα χρόνια τότε και πως ήτανε τα πράγματα!
Ήτανε ωραία, ωραία χρόνια ήτανε! Αν ήτανε φτώχεια, αλλά ήτανε αγαπημένα χρόνια, καλά χρόνια, ο κόσμος δεν είχε αυτό το μίσος και την κακία, είχαμε αγάπη. Ο ένας με τον άλλο είχαμε μεγάλη αγάπη, μεγάλη αγάπη είχαμε! Σήμερα εσύ είχες χωράφι, ήθελες και το τσαπίσεις και δεν είχες κανέναν. Εμείς γινόμασταν παρέα και πηγαίναμε τσαπίζαμε το χωράφι σου! Όχι να μας πληρώσεις, έτσι! Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο! Θερίζαμε τα χωράφια, είχαμε δρεπάνια, θερίζαμε τα χωράφια. Εγώ πάντα έκανε είχαμε ένα ποτάμι, ήτανε νερό και τα σιτάρια που κόβαμε έπρεπε να τα δέσουμε, να τα κάνουμε δεμάτια, και εγώ πάντα έβρεχα σιτάρι και το έδενα το ένα με το άλλο, για να γίνει μεγάλο να πάρει μεγάλο δεμάτι και δούλευα σε ‘κείνα. Και η καημένη πάντα ‘ήθελα να φύγω, μικρή ήμουνα, και καθόμουνα και έλεγα «δεν περνάει η μέρα, δεν περνάει η μέρα», για να φύγουν τραγουδούσα και ο αδερφός μου αυτός με λυπότανε και έλεγε «φύγε άντε θα τα κάνω εγώ αυτά»! Αλλά δεν μπορούσαμε να φύγουμε η μάνα μου με μάλωνε άμα έφευγα. Πρέπει να δούλευα εκεί. Και δέναμε τα σιτάρια και κάναμε... Αυτά κορίτσι μου!
Ευχαριστούμε πάρα πολύ!