© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μανώλης Βιντιάδης: Η ζωή ενός καπετάνιου από το Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου
Istorima Code
11308
Story URL
Speaker
Εμμανουήλ Βιντιάδης (Ε.Β.)
Interview Date
13/12/2019
Researcher
Κατερίνα Χειμωνέτου (Κ.Χ.)
[00:00:00]
Πώς λέγεστε;
Ονομάζομαι Βιντιάδης Εμμανουήλ του Ηλία, γεννηθείς στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου 16/4 του 1939. Ο πατέρας μου εργάζετο στην εταιρεία της Διώρυγος όπως και άλλοι Κασιώτες πάρα πολύ Κασιώτες. Η λαϊκή μούσα ανεφέρετο σχετικά για τον Φερδινάνδο Ντε Λεσσέψ ο οποίος ήταν ιδέα δική του η διάνοιξη της διώρυγος και έλεγε ότι: Να τον να ζει ο Ντε Λεσσέψ ήτο να τον δικάσω που σπίτωσε την έρημο και άδειασε την Κάσο. Εγώ όμως προσωπικά θα έλεγα διαφορετικά, θα έλεγα: Να τον να ζει ο Ντε Λεσσέψ ήτο να τον δοξάσω που σπίτωσε την έρημο και έσωσε την Κάσο. Υπό ποία έννοια, όλοι οι Κασιώτες που δούλευαν κάτω οι άνθρωποι, στέλνανε τα εμβάσματα τους ας πούμε στο νησί − γιατί το νησί μας ήταν άγονο όπως καταλαβαίνεις − και εκείνα τα χρόνια ήταν και περιζήτητοι γαμπροί. Βέβαια, ήσαν και περιζήτητοι γαμπροί. Κάποια στιγμή το συνδικαλιστικό τους όργανο των εργατών, ήρθε σε κάποια συμφωνία με τους υπευθύνους της διώρυγος να μην χάνεται η άδειά τους. Οπότε επειδή η απόστασις ήτανε άνω των 300 ναυτικών μιλίων και τότε τα πλοία ήταν βραδυκίνητα και τα λοιπά και ήθελες τρεις μέρες για να πας στην Κάσο ας πούμε, δεν συνέφερε να πας να κάτσεις μόνο μια-δυο εβδομάδες. Ήρθαν λοιπόν σε κάποια συμφωνία, ότι ανά τρία χρόνια να παίρνουνε τρεις μήνες, να μην χάνεται καθόλου η άδεια τους ή ανά τέσσερα χρόνια, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια που είχε ο καθένας ας πούμε. Οπότε, επειδή δεν υπήρχε άμεση επαφίς με πλοίο από Πορτ Σάιντ για Κάσο, νοικιάζανε κάποιο σκάφος, έτσι, νοικιάζανε κάποιο σκάφος. Εγώ πρωτοήρθα στην Κάσσο το 1949 μαζί με τους γονείς μου και με τα αδέρφια μου, με τον «Άγιο Σπυρίδωνα» των αδελφών Ζαχάρη και Βασιλιά οι οποίοι ήσαν Κάσιοι και αυτοί. Εννοείται ότι αυτό το καραβάκι δεν ήτανε επιβατηγό, αυτό ήταν ένα φορτηγάκι ας πούμε και όλοι σχεδόν οι Κασιώτες − μην υπάρχοντος ας πούμε χώρου για να κοιμηθούνε, καμπίνες κτλ. −, ήμασταν στρωματσάδα στην κουβέρτα με ξηρά τροφή, τα κεφτεδάκια τα συνηθισμένα και σάντουιτς και σου ‘πα μου ‘πες κτλ. μέχρι να φτάσουμε στην Κάσο. Εκεί την πρώτη φορά, το 1949 επέστρεψαν, επιστρέψαμε εμείς δια μέσου Πειραιώς. Τρεις φορές έχω πάει εγώ σαν μαθητής ας πούμε στην Κάσο το '49, το '53 και το '56 που απεφοίτησα και τότε και ήρθαμε στην Κάσο και μετά την Κάσο ανέβηκα στον Πειραιά και ακολούθησα το ναυτικό επάγγελμα.
Η διώρυγα λοιπόν του Σουέζ, ήτανε μία μεγάλη εταιρεία και είχε αρκετό προσωπικό, αρκετό προσωπικό. Υπήρχαν, ήταν τρία τα τμήματα της διώρυγος: ήταν το τμήμα της ναυσιπλοΐας, το τμήμα το μηχανικό το οποίο είχε εργοστάσιο η ίδια η διώρυγα εις την ασιατική πλευρά, στην ασιατική πλευρά και ένα άλλο τμήμα το οποίο αποκαλείτο «section» και ήτο αρμόδιο για την εκβάθυνση της διώρυγος και για την διατήρηση του δρόμου της διώρυγος, επισκευές κτλ., έτσι; Η σύνδεσις μεταξύ της αφρικανικής και της ασιατικής πλευράς γινότανε με το ferry boat. Υπήρχαν δύο-τρία ferry boat τα οποία σε πέντε-εφτά λεπτά το αργότερο σε περνάνε και σε φερνάνε. Όλοι οι πλοίαρχοι των ferry boat ήσαν Κασιώτες. Μηδενός εξαιρουμένου. Όλοι Κασιώτες ήσαν. Στην Αίγυπτο και ειδικά σε αυτές τις τρεις παρίσθμιες πόλεις, ήτανε, η είσοδος από τη Μεσόγειο ήταν το Πορτ Σάιντ, στην μέση ήτανε η Ισμαηλία και στα νότια ήτανε το Σουέζ, το οποίο έμπαινες ύστερα στην Ερυθρά θάλασσα. Και στις τρεις παρίσθμιες πόλεις υπήρχαν κασιακές οικογένειες ας πούμε, έτσι; Υπήρχαν εκκλησίες, υπήρχε ένα σχολείο ειδικά, στα χρόνια τα δικά μου ας πούμε το Δημοτικό και Γυμνάσιο στο Πορτ Σάιντ απαριθμούσε επτακόσια παιδιά. Ήτανε το Παρθεναγωγείο −
Ήτανε ξεχωριστά ε;
Ήτανε το Παρθεναγωγείο κάτω και πάνω ήτανε το Δημοτικό των Αρρένων και το Γυμνάσιο το οποίο το Γυμνάσιο ήταν η μεικτό. Το γυμνάσιο ήτανε μεικτό. Ως επί των πλείστον, το διοικητικό συμβούλιο της κοινότητος αποτελείτο περισσότερο από Κασιώτες, διότι ο περισσότερος πληθυσμός ας πούμε των Ελλήνων οι οποίοι εβρίσκοντο εις το Πορτ Σάιντ, προήρχοντο οι περισσότεροι από την Κάσο. Και μάλιστα, υπάρχει και το εξής γεγονός, για να μην χάσουμε τις εκλογές και βάλουν κάποιο πρόεδρο, έτρεχε κάποιος και ανέβαινε στα καφενεία πάνω στο τραπέζι και φώναζε: «η πατρίς εν κινδύνω!», εννοούσε ότι Κάσος εβρίσκετο σε κίνδυνο. Υπήρχε ο Κασιακός Σύλλογος, ο Σύλλογος Κυριών, η Φιλόπτωχος, καταστήματα ελληνικά, κινηματογράφοι, τα πάντα.
Ανεπτυγμένη δηλαδή πολύ η περιοχή −
Ναι ναι, κοσμοπολίτικο κέντρο ήτανε το Πορτ Σαιντ. Εμείς ήμασταν από τα τυχερά παιδιά υπό την έννοια ότι στο σχολείο εκτός από την ελληνική, την γλώσσα μας την μητρική, μαθαίναμε αραβικά, γαλλικά, και αγγλικά και είχαμε και την τύχη να κάνουμε και πρακτική της γλώσσης εξαιτίας του ότι υπήρχαν και άλλες μειονότητες κάτω στην Αίγυπτο. Υπήρχαν η ιταλική μειονότης, η γαλλική μειονότης η αγγλική μειονότης και όπως καταλαβαίνεις, οι ευρωπαίοι είχαν κάποιες επαφές μεταξύ τους. Είχαμε φίλους Ιταλούς, Αγγλίδακια κτλ. και πολλές φορές κάποιοι οι οποίοι ήτανε λίγο, ένα βήμα πιο μπροστά από μας, όποτε ερχόντουσαν και περνούσανε τα επιβατηγά τα αγγλικά και πηγαίνανε προς τις Ινδίες και στις άλλες αγγλικές κτήσεις, οι επιβάται κατεβαίνανε κάτω για να κάνουν καμιά βόλτα οπότε έτσι για να κάνουνε μία πρακτική της γλώσσης προσπαθούσανε να έρθουνε σε επαφή με τους επιβάτες. Τώρα, η διώρυγα είπαμε ότι είναι 169 χιλιόμετρα, έτσι, ένα βαπόρι περνάει ας πούμε... Η διώρυγα δεν είχε –πώς το λένε − τη δυνατότητα να πηγαίνει ένα καράβι προς το Νότο και άλλο να έρχεται προς το Βορρά ταυτοχρόνως. Όχι, γινόντανε λοιπόν, γινόντουσαν λοιπόν νηοπομπές είναι τα λεγόμενα κονβόι. Η κάθε νηοπομπή μπορεί να είχε τριάντα βαπόρια τα οποία ξεκινούσαν από τα μεσάνυχτα, φτάνανε στην Ισμαηλία στην λίμνη − υπήρχε μία λίμνη εκεί − αυτά σταματούσαν εκεί για να ανέβουν ύστερα τα άλλα τα οποία ερχόντουσαν από το Νότο προς πάνω. Ανά δέκα χιλιόμετρα υπήρχανε υποσταθμοί οι οποίοι ήσαν επηνδρωμένοι ως επί το πλείστον από Έλληνες και δη Κασιώτες. Δηλαδή [00:10:00]οι υποσταθμοί ήσαν όλοι δώδεκα τον αριθμό, οι τέσσαροι πρώτοι ήσαν στην δικαιοδοσία του Πορτ Σάιντ στη δικαιοδοσία του Πορτ Σάιντ. Ήτανε λοιπόν, ο πρώτος ήτανε το «Ράσελ αράς» ο δεύτερος ήτανε η «Τίνα», ο τρίτος ήτανε «Ελ κάμπ» και ο τέταρτος ήτανε η «Καντάρα». Στην Καντάρα που ήτανε ο μεγαλύτερος σταθμός, ο υπεύθυνος ήτανε ο μακαρίτης ο Δημήτρης ο Εμίρης, Κασιώτης αυτός, ας πούμε, έτσι. Στην Καντάρα − Επίσης στην αφρικανική, στην ασιατική πλευρά υπήρχε το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος. Τα πλοία τα οποία περνούσαν πρωί από εκεί και βλέπανε ανηρτημένη στον ιστό την ελληνική σημαία και βλέπανε και το καμπαναριό του Αγίου, τιμής ένεκεν σφυρούσανε και απαντούσε η εκκλησία με κωδωνοκρουσίες. Εκεί πάλι στην Καντάρα είχε επιχείρηση ο μακαρίτης ο Γιώργης ο Εμίρης, του οποίου ο γιος του ήτανε Δημήτρης Εμίρης, εξάδελφος με τον άλλον, και το σπίτι αυτουνού στην Κάσο είναι ακριβώς, πού είναι το μπαράκι του Μαστροπαύλου, στη γωνία που έχει μάλιστα και την χουρμαδιά, αυτό ήτανε το σπίτι αυτουνού του Δημήτρη του Εμίρη. Μπαίνοντας στον Άγιο Σπυρίδωνα, μεγάλη χάρη του στην Κάσο, μετά την πρώτη εικόνα του Αγίου έχει ένα τραπεζάκι, έχει πάνω ένα κουτάκι. Αυτό υπήρχε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος της Καντάρας και όταν το, και όταν η Αίγυπτος ήρθε σε πόλεμο με το Ισραήλ και είχε χτυπηθεί και η εκκλησία του Αγίου Σπυριδώνου, μία από τις κόρες του κυρίου Εμίρη πήρε το κουτάκι αυτό με το σκήνωμα του Αγίου και μετά από καιρό το έφερε και το παρέδωσε στον Άγιο Σπυρίδωνα. Μάλιστα, επ’ αυτού αναφέρει και η Ιουλία η Δασκαλάκη κάτι σχετικά ας πούμε. Οι υποσταθμοί τώρα αυτοί, ποιος ήταν ο σκοπός τους. Ο σκοπός των υποσταθμών ήτανε να ελέγχει, να ελέγχουν την ταχύτητα των πλοίων. Τα πλοία δεν μπορούσανε να πάνε παραπάνω από δωδεκάμισι μίλια για τον εξής λόγο: διότι όσο αυξάνετο η ταχύτης των, ο κυματισμός από τα πλάγια κατέβαζε άμμο και το βύθισμα της διώρυγος εμειώνετο. Όποιος λοιπόν πλοηγός παρέβαινε τις εντολές, η πρώτη επίπληξις – Μάλλον, η πρώτη σύσταση ήταν η επίπληξη, η δεύτερη ήταν το πρόστιμο και η τρίτη ήτανε ότι του δίνανε το διαβατήριο να φύγει, αρκετοί Κάσιοι ήσαν και αυτοί πλοηγοί, ήταν κι εκεί πλοηγοί. Τώρα, ο κάθε σταθμός συνεννοείτο με τον επόμενο και του έλεγε ότι: «αυτή την στιγμή πέρασε το πλοίο Α», κατέγραφε την ώρα. Ξέρανε την απόσταση, ξέραν λοιπόν ότι με δωδεκάμισι μίλια έπρεπε να κάνει τόση ώρα και αν ήτανε λιγότερο, ήταν εις βάρος του πλοηγού ας πούμε. Οι πλοηγοί από το Πορτ Σαιντ περνάνε το βαπόρι μέχρι την Ισμαηλία, εκεί εγκατέλειπαν το βαπόρι, επιβιβάζονταν άλλος πλοηγός από την Ισμαηλία να το πάρει μέχρι το Σουέζ. Η εταιρεία είχε καταυλισμούς εκεί, ό,τι μπορούσανε, να κοιμηθούν ας πούμε, να ξεκουραστούν και αφού εσυγκεντρώνοντο καμιά δεκαριά από αυτούς, τους μετέφερε πίσω στην έδρα τους μέχρι με δικά της μέσα. Στους υποσταθμούς αυτούς δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά μόνο τα σπίτια για τον καταυλισμό. Δεν υπήρχαν ούτε μπακάλικα δεν υπήρχαν απολύτως τίποτα. Οι ίδιοι οι υποσταθμοί αυτοί είχαν δική τους ηλεκτρική, την οποία την έθεταν σε ενέργεια στις 18:00 ώρα το απόγευμα μέχρι τις 6:00 το πρωί, στις 6:00 το πρωί την σβήνανε, εντάξει; Τώρα, η τροφοδοσία τους γινότανε κατά τον εξής τρόπο: ο καθένας εξ αυτών των Κασιωτών που ήσαν εκεί, είχε κάποια σύμβαση με έναν − να το πω έτσι στην καθομιλουμένη − με ένα μπακάλικο στο Πορτ Σάιντ. Θα συγκεντρώνανε τα τρόφιμα σε ένα ορισμένο σημείο, τα επρόσεχε κάποιος Αιγύπτιος που του δίνανε κάτι εκεί ας πούμε του ανθρώπου και το πρωί η εταιρεία διέθετε το μεταφορικό μέσο, τα φόρτωνε, τα έπαιρνε ο εργάτης μέχρι, και έκανε διανομή μέχρι ένα σημείο. Και οι τρεις αυτοί οι οδηγοί τότε στα χρόνια τα δικά μου ήταν ο Γιώργης ο Λιβανίδης, ήταν ο Ανδρέας ο Λαμπρινουδάκης και ήτανε και ο Μαυρομάτης, αυτοί κάνανε αυτή τη δουλειά. Αυτοί ήτανε κάτω από την δικαιοδοσία του μακαρίτη του Αντώνη του Μαρίνια, ο κασιώτης ο Αντώνης ο Μαρινιάς ο οποίος ήτανε και ο υπεύθυνος ενός μικρού εργοστασίου το οποίο ήτανε στο Πορτ Σάιντ, μέσα στα γραφεία της διώρυγας. Απεναντίας, στο Πορτ Φουάντ, το οποίο οι Κασιώτες το αποκαλούσαν «η πέρα πάντα», εκεί ήτανε το μεγάλο εργοστάσιο το οποίο είχε όλες τις ειδικότητες. Η εταιρεία της διώρυγος είχε κάνει και ένα καλό κοντά στα άλλα, όποια παιδιά ήθελαν να μάθουν την τέχνη, διενεργούσε κάθε έτος διαγωνισμό. Προσελάμβανε λοιπόν είκοσι πέντε άτομα. Παλαιότερα, οι υποψήφιοι διεγωνίζοντο μόνο εις την γαλλική γλώσσα. Στα χρόνια τα δικά μου όμως, η κάθε, ο κάθε ένας που προήρχετο από την μειονότητα του, π.χ. ο Έλληνας διαγωνίζετο εις την ελληνική − υπήρχαν καθηγηταί −, ο Αιγύπτιος εις την αραβική, ο Ιταλός εις την ιταλική και ούτω καθεξής. Από αυτούς, οι δεκατρείς ήταν απαραίτητα Αιγύπτιοι και οι δώδεκα από τις μειονότητες τις άλλες και σαν μεγαλύτερη μειονότητα που ήταν η ελληνική, υπερίσχυε έναντι των ξένων. Ανάλογα λοιπόν με τον βαθμό που έφερνες − διεγωνίζουσο στην έκθεση, μαθηματικά και δεν θυμάμαι τι άλλο −, αυτός που έπαιρνε το καλύτερο βαθμό ακολουθούσε το επάγγελμα του εφαρμοστού. Δεύτερος ήτανε−. Ο εφαρμοστής ήτανε μηχανικός, ο δεύτερος ήτανε ο ηλεκτρολόγος και ούτω καθεξής. Κάποια στιγμή που είναι η πολιτική κατάσταση εις την Αίγυπτο πήγαινε από το χείρον στο χείριστο και επειδή είχαν αποφοιτήσει αρκετά παιδιά−. Η φοίτησις − να κάνω μία παρένθεση − η φοίτηση ήτανε τετραετής, δύο χρόνια θεωρία και δύο χρόνια πρακτική. Στα δύο χρόνια της πρακτικής η εταιρεία τους είχε δώσει και ένα συμβολικό μισθό, ο οποίος για τα χρόνια εκείνα ήταν αρκετά καλός. Για ένα άτομο εννοείται, έτσι;
Λοιπόν, όμως κάποια στιγμή που, όπως είπα, η κατάστασις η πολιτική φαινόταν ότι πήγαινε από το χείρον στο χείριστο, φαίνεται ότι η κοινότης μαζί με τον πρόξενο και με τον πρέσβη προσπάθησαν να επισημοποιήσουν την σχολή αυτή και παρακάλεσαν σε κάποια επίσκεψη του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας το 1955 − ο οποίος ήταν τότε ο μακαρίτης ο Γεώργιος Ανδριανόπουλος επί ΕΡΕ − κάνοντας επίσημη επίσκεψη στο Κάιρο, κατέβηκε και στο Πορτ Σάιντ, τον πήγανε μέσα στο εργοστάσιο είδε ο ίδιος ιδίοις όμμασι το εργοστάσιο και απεφάνθη ό[00:20:00]τι: «τέτοιο εργοστάσιο δεν το έχει η Ελλάς» και υποσχέθηκε στην κοινότητα και στους αυτούς όταν θα γύριζε στην Ελλάδα, να έφερνε το θέμα στην Βουλή των Ελλήνων ούτως ώστε να αναγνωριστεί αυτή η σχολή και να έχουν δικαίωμα οι αποφοιτήσαντες μηχανικοί να δίδουνε εξετάσεις για προαγωγικό δίπλωμα μηχανικού του Εμπορικού Ναυτικού. Και προς τιμήν του, αυτό έγινε και κάποια παιδιά τα οποία είχαν αποκτήσει το χαρτί αυτό, πήραν και το χαρτί του πρώτου μηχανικού. Πολλοί Έλληνες που δούλευαν εκεί εκ των υστέρων − και Κασιώτες − αφού αναγκαστήκανε ας πούμε λόγω της καταστάσεως να εγκαταλείψουν την Αίγυπτο και ήρθαν εδώ, εξαιτίας του ότι δουλεύανε σε αυτήν την γαλλική εταιρεία, προσελήφθησαν απάνω στην Πεσινέ, στο αλουμίνιο της Ελλάδος, στα Άσπρα Σπίτια και δουλέψανε για ένα «άλφα» χρονικό διάστημα ας πούμε, τότε που ήσαν υπό την γαλλική κατοχή το εργοστάσιο αυτό. Κατά τα άλλα, η Αίγυπτος ήτανε εκείνη την εποχή μία φτωχομάνα. Εν τω μεταξύ, πλούσιο κράτος διότι είχε τον Νείλο πρώτα από όλα, το νερό, το έδαφος επίσης προσοδοφόρο, βουνά δεν είχε να πούμε ξέρω ‘γω. Ζαρζαβατικά και τέτοια όλο τον χρόνο, όλο τον χρόνο. Το άσχημο ήτανε ότι εμείς δεν είχαμε την διορατικότητα να δούμε τι θα συνέβαινε και την αραβική γλώσσα τη θεωρούσαμε σαν παιχνίδι. Δεν μάθαμε αραβικά όπως έπρεπε, απεναντίας μάθαμε τους Αιγύπτιους ελληνικά και δη κασιώτικα και δη κασιώτικα. Υπήρχαν πολλοί που μιλούσανε κασιώτικα. Τώρα, υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν μεταφορές από την Αίγυπτο − από το Πορτ Σάιντ, από το Σουέζ και την Ισμαηλία − στην Κάσο, τους οποίους τους αποκαλούσαν «αμανεζήδες». Αυτοί τι έκαναν οι άνθρωποι, μαζεύανε τα αμανάτια και τα συνοδεύανε, και τα φέρνανε και τα δίνανε στον ανάλογο −
Τα μοιράζαν ας πούμε.
Κάτι ανάλογο, εκ των υστέρων, από την Κάσο προς τον Πειραιά την έκανε ο Κασιωτάκης ο μακαρίτης και ο Φτάκλας. Αλλά βέβαια, άλλο να έχεις μία μέρα ταξίδι και άλλο να έχεις τέσσερις-πέντε μέρες ταξίδι. Τον έναν εξ αυτών τον γνώρισα, ήταν κάποιος ξένος ονόματι Λάμπρος ας πούμε, αλλά ο άλλος ήτανε κάποιος Κασιώτης κι αυτός τον οποίο δεν έτυχε να τον εγνωρίσω.
Προσωπικά ε;
Ναι. Ο πρώτος φαροφύλακας, πάλι εκείνη την εποχή στην διώρυγα του Σουέζ, ήτανε Κασιώτης, ο Γιώργης της Αννέτας, έτσι τον αποκαλούσαν. Το επίθετό του το πραγματικό κανένας δεν το ήξερε, απλώς ο Γιώργης της Αννέτας. Υπήρχαν αρκετοί οι οποίοι είχανε φτάσει μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια έτσι και σαν τεχνίτες απίθανοι.
Διέπρεψαν ε;
Σε γενικές γραμμές ας πούμε, υπήρχαν αρκετοί τακτοποιημένοι κάτω, όπως είπαμε και το Πορτ Σάιντ είχε −. Τα περισσότερα Κασιωτόπουλα, που οι γονείς τους δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να έρθουν να σπουδάσουν εδώ, ακολούθησαν το ναυτικό επάγγελμα και δη πηγαίνανε για καπετάνιοι. Κάποια εποχή, η εταιρεία Κουλουκουντή έστειλε μία επιστολή και ζήτησε του γυμνασιάρχου να την διαβάσει κατά το τέλος της σχολικής περιόδου στην γιορτή που γινότανε στο σχολείο και συνιστούσε στα παιδιά να μην αποβλέπουν μόνο τη γέφυρα αλλά να αποβλέπουν και το μηχανοστάσιο. Αρκετοί ήσαν αυτοί που πήγανε όπως είπαμε στη θάλασσα και μάλιστα, ο Μίνως ο Κομνηνός ο οποίος αυτήν τη στιγμή τυγχάνει να είναι ο Πρόεδρος του Κασιακού Συλλόγου εδώ, έχει γράψει ένα βιβλίο για τους Κασιώτες ναυτίλους και ο Αντώνης ο Χατζηπέτρος στο Μουσείο της Κάσου έχει βάλει αρκετές φωτογραφίες από αυτούς που είναι εν ζωή και αυτούς οι οποίοι άφησαν αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, εννοείται πλοιάρχους και τα λοιπά. Πλοηγοί υπήρχαν, είπαμε, σε όλα τα σε όλα τα κλιμάκια υπήρχανε και από Κασιώτες. Από κει και πέρα ύστερα, όταν ανέλαβε ο Νάσερ, εγώ είχα την τύχη να φύγω πριν από τους πολέμους του 1956 και μεταγενέστερα. Τα πράγματα αλλάξανε. Βέβαια, οι μεγάλες δυνάμεις οι Άγγλο-Γάλλοι δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε διότι αν κοιτούσαν λίγο τον κόσμο, ενδέχετο να μην προέβαινε σε αυτά που προέβη. Βέβαια, η σύμβασις ήτανε μετά εκατό χρόνια θα παραδίδετο εις τις αιγυπτιακές αρχές. Αλλά εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο Νάσερ έκανε την εθνικοποίηση ενωρίτερο και αναγκάστηκε με τον τρόπο του ύστερα τον κόσμο να σηκωθεί να φύγει. Δηλαδή, όποιος δεν είχε π.χ. την αιγυπτιακή υπηκοότητα δεν μπορούσε να δουλέψει. Εμείς εκεί ήμασταν φιλοξενούμενοι δεν είχαμε αιγυπτιακή υπηκοότητα. Εμείς είχαμε την υπηκοότητα μας, είχαμε τις εκκλησίες μας, είχαμε τα πάντα. Όλοι οι μεγάλοι ευεργέται προήρχοντο από εκεί. Ο Μπενάκης, ο Τοσίτσας, ο Αβέρωφ, ο Ζάππας και τα λοιπά. Είχαν βαμβακοφυτείες, είχανε αμπελώνες, είχανε − πώς το λένε − παραγωγή καπνού, πολύ οι πλούσιοι εξ αυτών. Νοσοκομείο ελληνικό, το Κοτσίκειο το περιβόητο στην Αλεξάνδρεια, την Αλεξάνδρεια την αποκαλούσαν «η μικρή Αθήνα», οι εκκλησίες μας απίθανες. Για αυτούς οι οποίοι ζούσαν την καλή εποχή της Αιγύπτου, ήτανε, τι να πω εγώ, ήτανε δώρον Θεού, δώρον θεού ας πούμε. Εμείς δεν είχαμε την τύχη αυτήν, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι περάσαμε άσχημα, αλλά ήτανε και διαφορετικά τα χρόνια, άλλη η αντίληψη του κόσμου. Ήμασταν όλοι εκεί αδελφωμένοι. Υπήρχαν βέβαια και εκεί τα παρατράγουδα τα πολιτικά των παρατάξεων ας πούμε κτλ. γιατί είναι στοιχείο του Έλληνος αυτό. Αυτά, εν ολίγοις −
Της Αιγύπτου.
Για την Αίγυπτο γενικά –
Θυμάστε να κάνετε στην Αίγυπτο, όπως λέτε, συναντήσεις, γλέντια, υπήρχε αυτό το στοιχείο;
Βέβαια, τέτοια γινόντουσαν αρκετά και μάλιστα μία εποχή που ο αείμνηστος ο Χατζηγιάννης ο Λιόκουρας που, ο ιδιοκτήτης δηλαδή του Μύλου, αυτός κατόρθωσε και τράβηξε μία κινηματογραφική ταινία για την Κάσο και έγινε το σώσε έγινε στο Πορτ Σάιντ ύστερα όταν ήρθε και την προέβαλε μέσα στην αυλή του σχολείου. Περισσότεροι ήτανε οι ξένοι παρά τους Κασιώτες οι οποίοι θέλανε να δούνε τι είναι αυτή η Κάσος. Γάμοι, αρραβώνες, βαφτίσια κτλ. γινόντουσαν ας πούμε κανονικά, με τις κασιακές ας πούμε, πώς τις λένε–
Παραδόσεις.
Με τα κασιακά γλέντια –
Γλέντια
Τα οποία δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από την Κάσο, έτσι; Από εκεί και ύστερα όμως, όταν άλλαξαν τα πράγματα και ο κόσμος φοβότανε και δεν ανοιγόταν, όπως παραδείγματος χάρη εγώ δεν το πρόλαβα, άκουσα ότι η περιφορά του Επιταφίου γινότανε πολύ κα[00:30:00]νονικά. Στα δικά μου τα χρόνια, όμως, είχε συστήσει ο δήμαρχος και η αστυνομία να μην βγαίνουνε από τον αυλόγυρο της εκκλησίας γιατί καταλαβαίνεις ας πούμε ότι –
Φαινότανε προκλητικό, ας πούμε.
Ο όχλος ο αμόρφωτος ας πούμε, σου λέει – Ναι, και έτσι γινόταν η περιφορά μόνο μέσα στον αυλόγυρο.
Είχανε αρχίσει δηλαδή οι περιορισμοί και –
Ναι βέβαια, είχανε αρχίσει οι περιορισμοί. Είχανε αρχίσει οι περιορισμοί και το 1956 για πρώτη φορά δώσαμε εξετάσεις εμείς στην αραβική γλώσσα, από θέματα τα οποία ήρθανε από το Υπουργείο Παιδείας της Αιγύπτου. Εκ των υστέρων, όπως έμαθα, οι μεταγενέστερες τάξεις μάθανε καλύτερα αραβικά διότι ήτανε επιβεβλημένο ας πούμε.
Και εσείς φύγατε μετά για σπουδές την Ελλάδα ή έφυγε όλη η οικογένεια σας λόγω αυτών των συνθηκών και έτσι επιστρέψατε –
Εγώ προσωπικά, εγώ προσωπικά το 1956 όταν ας πούμε απεφοίτησα, ήρθα έκατσα στην Κάσο ένα δίμηνο και εκ των υστέρων ήρθα στον Πειραιά. Σεπτέμβριο του ‘56 μπαρκάρισα με ένα μικρό καραβάκι εδώ πέρα της εταιρείας Ζαχάρη-Βασιλιά για δύο μήνες και εκ των υστέρων έφυγα και πήγα με του Μάρκου, μαζί με τον πατριώτη μας τον μακαρίτη τον Γιώργη τον Σκαζή της Φουλίτσας αδερφό επήγαμε στο Kassian Mariner. Αυτό ήταν ένα πετρελαιοφόρο και εκ των υστέρων αυτό μετετράπη σε φορτηγό. Ήτανε αυτό το καράβι από αυτό που χαθήκανε όλα τα παιδιά ας πούμε τότε με ένα –. Το 1962 ερχόμενοι από την Ιαπωνία με ένα αιγυπτιακό αεροπλάνο, απάνω από τις Ινδίες εξερράγη το αεροπλάνο και σκοτωθήκαν όλοι, σκοτωθήκαν όλοι. Σε αυτό μέσα ήταν ο Λώλης της Βουκαινιάς ο οποίος γλίτωσε εξαιτίας της ρινορραγίας που είχε. Μετά του Μάρκου, πήγα στην – πώς την λένε – στην εταιρεία του Κουλουκουντή.
Ταξιδεύατε με κασιώτικες εταιρείες δηλαδή στην αρχή –
Ναι, έχω κάνει και με ξένες αλλά η συνήθεια ήτανε να πηγαίνουμε με τις κασιώτικες εταιρείες –
Με τις κασιώτικες. Θεωρείτε ότι οι εφοπλιστές οι Κασιώτες βοηθούσανε τα νέα παιδιά να ξεκινήσουνε στο ναυτικό επάγγελμα; Και το ότι ήσασταν –
Δεν μπορώ, δεν μπορώ να πω ότι οι Κασιώτες εφοπλισταί εκοίταξαν την Κάσο όπως παραδείγματος χάρη οι Χιώτες, όπως οι Κεφαλλονίτες, έτσι; Αυτό δεν μπορώ να το πω. Κάποιοι βοηθήσανε κάποιοι άλλοι δεν βοηθήσανε ας πούμε. Ορισμένοι μπορεί τα παιδιά τους να μην ξέρουν ακόμα και πού βρίσκεται η Κάσος και να μη μιλάνε και ελληνικά, εντάξει. Και μη νομίσεις ότι μας αγαπούσαν όλοι οι εφοπλισταί ή ότι αγαπούσαν τα πληρώματα τους εξαιτίας του ότι ήταν Έλληνες και τούτο. Την δουλειά τους κάναμε, τη δουλειά τους κάναμε, έτσι; Εμείς τους κάναμε εφοπλιστάς αυτούς –
Βοηθούσε το ότι ήσασταν –
Γιατί αυτοί πήρανε όλα τα βαπόρια του δεύτερο χέρι, άντε να τα ξεσκουριάσεις, άντε να τα συμμορφώσεις κτλ. ας πούμε και δεν φερθήκανε όπως έπρεπε στο ναυτικό κόσμο. Εμείς ας πούμε σε κάποιο άλλο κράτος, έτσι με αυτά που προσφέραμε, θα ήμασταν σε καλύτερη μοίρα, σε πολύ καλύτερη μοίρα ας πούμε.
Αυτό που ήθελα να ρωτήσω είναι ότι επειδή οι Κασιώτες γενικά − πέρα από τους εφοπλιστές − οι ναυτικοί οι Κασιώτες, εντάξει, νομίζω ότι είναι ξακουστοί οι περισσότεροι ακολουθούν αυτό το επάγγελμα, βοηθούσε ένα ναυτικό η καταγωγή του ας πούμε να έχει –
Μοιραίως, ας πούμε, ο πώς το λένε −
Καλό όνομα ας πούμε στις εταιρείες, σε όλες εννοώ όχι μόνο στις κασιωτικές, για να βρει δουλειά −
Ο προερχόμενος από ένα νησί ήξερε πέντε πράγματα ας πούμε σε σύγκριση από τον στεριανό και οι εφοπλισταί προτιμούσαν ανθρώπους −
Τους νησιώτες ε;
Οι οποίοι να προέρχονται από νησιά. Όχι ότι όλοι ήσαν και άγγελοι, έτσι, μην νομίσετε. Σε όλα τα επαγγέλματα δυστυχώς υπάρχουν και οι καλοί υπάρχουν και οι κακοί. Αλλά εν πάση περιπτώσει, η γενιά η δική μου μπορώ να πω ότι εκείνα τα χρόνια δούλεψε συνετά. Υπήρχαν νοικοκυραίοι, κοιτάζανε τις οικογένειές τους και ο πιο φτωχός − εννοείται σε σύγκριση μισθού μέσα στο βαπόρι − κατόρθωσε και έκανε ένα-δύο δωμάτια και έβαλε και την οικογένειά του μέσα και τα λοιπά. Σήμερα, δυστυχώς, τα πράγματα έχουν αλλάξει γιατί δεν υπάρχουν πλέον οι παραδοσιακοί εφοπλισταί, σήμερα όλοι είναι επιχειρηματίες, είναι μπιζιναδόροι να το πω έτσι −
Ποια ήταν η διαφορά δηλαδή αυτό που λέτε παραδοσιακοί;
Ο παραδοσιακός εφοπλιστής, παραδείγματος χάρη, ήξερε τι σημαίνει καράβι. Ήξερε και ποια είναι η πλώρη, ήξερε και ποια είναι η πρύμνη. Οι σημερινοί οι οποίοι διαθέτουν χρήμα και − πώς το λένε − αυτοί που διαθέτουν χρήμα σήμερα επενδύουν στη ναυτιλία η οποία ας πούμε είναι προσοδοφόρος. Βέβαια υπάρχουν και οι παχιές αγελάδες, υπάρχουν και οι ισχνές αγελάδες και στο επάγγελμα, έτσι, διότι κι εγώ προσωπικά έχω γευτεί στο πετσί μου και τις κρίσεις. Σαν ανθυποπλοίαρχος εγώ διπλωματούχος, το 1962, έφυγα από εδώ από μέσα από το Λαύριο για την Ιαπωνία άμισθος, υπεράριθμος, ανθυποπλοίαρχος διπλωματούχος. Τριάντα ημέρες χωρίς να πληρωθώ, εντάξει; Μετά από δεκαοχτώ μήνες υπηρεσία στην επιστροφή, ερχόμενος από την Ιαπωνία, ο νόμος προέβλεπε ότι ο εφοπλιστής μπορούσε να σε στείλει πίσω με δικό του μέσο και τότε ήταν σαράντα πέντε ημέρες άμισθος και υπεράριθμος. Εννοείται ότι δεν είχε δικαίωμα να σε στείλει με πετρελαιοφόρο. Καλά, θα μου πεις: «καλά και οι ανθρώποι που δουλεύαν;» − Γιατί το πετρελαιοφόρο εθεωρείτο επικίνδυνο μεταφορικό μέσο, για ποιον όμως, γι αυτόν που είχε εργαστεί ήδη ένα «Α» χρονικό διάστημα και ερχότανε να ξεκουραστεί. Γιατί και οι άλλοι που δουλεύουνε μέσα, τον κίνδυνο τον διέτρεχαν κάθε δευτερόλεπτο ας πούμε.
Εσείς −
Το ‘64 λοιπόν έκανα δεκαπέντε μέρες τον τουρίστα στην Ιαπωνία και εκ των υστέρων, άλλες τριάντα μέρες μέσα με ένα πλοίο πετρελαιοφόρο και ήρθα πίσω ας πούμε στην πατρίδα. Ξεμπαρκάρισα 9 Ιουνίου στο Mogi της Ιαπωνίας και κατέληξε να έρθω στον Πειραιά στις 2 Αυγούστου παρέα με τον μακαρίτη τον Γιάννη τον Παπακανάκη ο οποίος ήταν στα νερά, στη Κάσο και με κάποιους άλλους πατριώτες.
Είχατε ταξιδέψει δηλαδή με πολλούς Κασιώτες ε;
Ε ναι, με αρκετούς Κασιώτες είχα κάνει, ειδικά σε ένα σκάφος στο Canopus το 1961 με καπετάνιο καπετάν Κώστα τον Βαλσαμίδη θα ήμασταν πάνω από δεκαπέντε-δεκαεφτά Κασιώτες, βέβαια.
Πρέπει να ήταν ωραία.
Εντάξει, βέβαια καταλαβαίνεις ας πούμε ότι −
Από οικειότητα εννοώ −
Ναι, είχαμε την οικειότητα αυτή. Εντάξει, είπα ότι ήταν και όλοι οικογενειάρχες και… Πάντως το ναυτικό επάγγελμα μπορεί να ήτανε προσοδοφόρο, αλλά και από την άλλη ήταν σκληρό επάγγελμα. Είναι σκληρό επάγγελμα, τα παιδιά σήμερα δεν πάνε, η νεολαία δεν πάει εύκολα να ταξιδέψει. Αν και σήμερα άλλαξαν τα δεδομένα τελείως και από πλευράς ενδιαιτήσεως και από πάσης φύσεως, από πάσης φύσεως. Τότε…
Πώς ήταν τότε η ζωή στο καράβι;
Η ζωή στο βαπόρι, σε σύγκριση με τώρα, η ζωή δεν έχει αλλάξει και πολύ. Απλώς ότι εκείνη την εποχή δεν είχαμε ούτε βίντεο, ούτε γραμμόφωνα, ούτε βιβλιοθήκη. Σήμερα ναι μεν υπάρχουν αυτά, από την άλλη πλευρά εκείνη την περίοδο ήτανε σε σύγκριση με τ[00:40:00]ην τωρινή όσον αφορά την παραμονή στα λιμάνια, ήταν καλύτερη, διότι τα μέσα εκφορτώσεως δεν ήσαν τόσο προηγμένα όσο είναι σήμερα. Μπορούσες να κάτσεις και δέκα και δεκαπέντε μέρες ας πούμε στο λιμάνι, οπότε αυτό κατά κάποιο τρόπο έσπαγε τη μονοτονία, έτσι;
Γνώριζες καινούργιους τόπους, βέβαια.
Σε ένα μεγάλο ταξίδι, από τα μεγαλύτερα ταξίδια ήτανε ας πούμε Παναμά-Ιαπωνία, ήταν τουλάχιστον είκοσι πέντε μέρες ταξίδι, το μίνιμουμ, ανάλογα με την ταχύτητα του σκάφους, έτσι; Εκεί τις πρώτες μέρες που έμπαινε ο κόσμος ας πούμε στην τραπεζαρία την πρώτη εβδομάδα έλεγε: «καλημέρα», την δεύτερη εβδομάδα «μμμ», την τρίτη εβδομάδα μούγκα. Κατάλαβες; Ύστερα, τα φαγητά στερεότυπα. Εάν ο μάγειρας δεν ήταν έτσι λίγο καλλιτέχνης ή να έχει διαφορετικές ας πούμε έτσι ιδέες, Δευτέρα-Τρίτη-Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή τα ίδια. Τα ίδια το πρωί, τα ίδια και το απόγευμα. Κατάλαβες; Αυτά είναι. Οπότε οι βιταμίνες δεν υπήρχανε, όλα ήσαν κατεψυγμένα, τα πάντα.
Το φαγητό από ποιον εξαρτιόταν; Από την εταιρεία, από τι;
Η εταιρεία και αν ο καπετάνιος ας πούμε −
Ο καπετάνιος –
Εάν ο καπετάνιος ήτανε άνθρωπος, θα περνούσες καλά. Αλλιώς γινόντουσαν καβγάδες για το φαγητό, εάν ο μάγειρας επίσης ήτανε καλός γιατί αυτή είναι η ψυχή του καραβιού. Οι Σπανιόλοι λένε ότι: «ο έρωτας ξεκινάει από την κουζίνα», έτσι; Όταν λοιπόν δουλεύεις και πας ύστερα στην τραπεζαρία και δεν μπορείς να φας διότι ο μάγειρας έφτιαξε έναν λαπά που λέει ο λόγος, ας πούμε με τι κουράγιο να δουλέψεις. Με τι δυνάμεις;
Που ήδη είσαι σε ένα χώρο −
Με τι δυνάμεις να δουλέψεις; Και έπειτα δεν ήτανε όλα ταξίδια η θάλασσα ήρεμη. Κακοκαιρίες ήτανε από μία στιγμή στην άλλη.
Σε ποια σημεία θυμάστε τις μεγαλύτερες κακοκαιρίες; Φαντάζομαι θα έχετε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο −
Κακοκαιρίες υπήρχαν πολλές σε όλη τη ζωή, δόξα τω Θεώ δεν είχαμε ας πούμε έτσι τραγικά περιστατικά. Είχαμε άσχημες περιπτώσεις και μάλιστα θυμάμαι ένα γεγονός που το πλοίο ήτανε χρονοναυλωμένο από μία αμερικάνο-εβραϊκή εταιρεία και ζητούσε από τον πλοίαρχο που ήμασταν φορτωμένοι με ξυλεία − και όταν φορτώνεις ξύλα έχεις και φορτίο καταστρώματος− ο κυματισμός ήταν πολύ υψηλός, το πλοίο δεν μπορούσε να σταθεί ας πούμε μπότζάριζε σου ‘πα, μου ‘πες και ένα κύμα μεγάλο ήρθε και χτύπησε τον χαβαλέ που ήτανε στο κατάστρωμα, το μετακίνησε λιγάκι, επήρε μία μικρή κλίση το πλοίο. Ο πλοίαρχος ειδοποίησε και τους χρονοναυλωτάς και την εταιρεία και η απάντηση των χρονοναυλωτών ήτανε να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε το φορτίο καταστρώματος στην προτέρα του κατάσταση με τα μέσα του πλοίου, στην μέση του Ειρηνικού πού το πλοίο πήγαινε πενήντα μοίρες δεξιά και πενήντα μοίρες αριστερά. Τελικά γυρίσαμε πίσω μετά από τρεις μέρες, αφού η εταιρία έστειλε ένα σωστό τηλεγράφημα στον καπετάνιο λέγοντάς του ότι: «πρώτα το πλήρωμα, δεύτερο το πλοίο, και τρίτο το φορτίο». Γυρίσαμε πίσω και με τα μέσα του λιμένος και το πλοίο έτσι σε ηρεμία κάναμε επτά ημέρες για να τακτοποιήσουμε το φορτίο και οι κύριοι αυτοί θέλανε να... Λοιπόν αυτοί που είναι στα γραφεία είναι παράλογοι δεν ξέρουνε αυτοί και καμιά φορά μπορώ να πω ότι οι άνθρωποι οι οποίοι υπήρξαν του επαγγέλματος και βγήκαν και πήραν μία θέση για να μην χάσουν την καρέκλα, κάνανε χειρότερα από τους αδαείς ας πούμε. Τέλος πάντων.
Ενώ ήξεραν ε;
Τέλος πάντων. Ήτανε, το χειρότερο εξ όλων ότι έφυγες από λιμάνι και δεν ήξερες ότι αν θα φτάσεις στο επόμενο λιμάνι και ότι δεν ήξερες τι θα μεσολαβήσει. Και μη νομίσετε ότι εκείνα τα βαπόρια της εποχής εκείνης ότι όλα ήτανε ας πούμε ασφαλή, ήτανε…
Παλιά.
Παλιά βαπόρια, ασυντήρητα.
Και τα μέσα φαντάζομαι δεν ήταν τα σημερινά βέβαια.
Έτσι.
Κάτι άλλο που ήθελα να σας ρωτήσω. Από τα ταξίδια που έχετε κάνει, από τις χώρες που έχετε επισκεφθεί, ποια έχετε ξεχωρίσει, από περιοχές που έχετε επισκεφτεί εννοώ. Κίνα, δεν ξέρω φαντάζομαι Αμερική, ποιος τόπος σας είχε μείνει περισσότερο;
Εντάξει, μία χώρα στην οποία θα ήθελα να ζήσω ήτανε η Αμερική. Αλλά όχι η ανατολική της πλευρά, προτιμούσα την δυτική πλευρά και μάλιστα στην Πολιτεία του Όρεγκον. Η πολιτεία του Όρεγκον η οποία ήτανε μέσα στο πράσινο, ωραία πολιτεία. Άλλη νοοτροπία εκεί, άλλη νοοτροπία εμείς εδώ. Τώρα άλλοι θα σας πουν ότι: «για μένα η νότιος Αμερική ήτανε η ζωή μου», έτσι; Όταν στερείσαι ορισμένα πράγματα και σου τα δίνει με ευχέρεια ο κάθε τόπος πούμε, άλλοι θα σου πούνε ξέρω ‘γω τα κράτη, τα σοσιαλιστικά κράτη εκείνη την εποχή γιατί είχες το προσόν να αλλάξεις το δολάριο στην μαύρη αγορά και να διασκεδάσεις φθηνότερα από ό,τι θα διασκέδαζες κάπου αλλού. Εντάξει, αλλά ήτανε είπαμε σκληρό το επάγγελμα όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες, για όλους γενικά. Ειδικά ένα, η γυναίκα του ναυτικού, η γυναίκα του ναυτικού η οποία είχε και παιδιά έπρεπε να είναι ο πατέρας και η μάνα.
Γι αυτό ήθελα να σας ρωτήσω τώρα, αν έχετε ταξιδέψει ποτέ με τη σύζυγο.
Την γυναίκα μου την είχα μαζί, εγώ την είχα μαζί τη γυναίκα μου γιατί εμείς δυστυχώς δεν μπορέσαμε να αποκτήσουμε παιδιά, εντάξει −
Εντάξει, τυχαίνει −
Η χάρη Του ας πούμε δεν ήθελε να μας χαρίσει παιδί. Τέλος πάντων, το πρόβλημα μας είναι ένα, γιατί ακούω από άλλους ας πούμε και τα βλέπω σήμερα όπως έχει καταντήσει η κοινωνία ο έχων παιδιά − και δεν τα κατηγορώ όλα τα παιδιά − έχει προβλήματα ας πούμε σήμερα, στα χρόνια τα δικά μου ας πούμε, δεν υπήρχαν οι πειρασμοί που υπάρχουν σήμερα. Ναι μεν υπήρχε το χασίσι και εκείνη την εποχή, αλλά σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να το βρεις από την εποχή εκείνη διότι εμείς δεν είχαμε και χρήματα στα χέρια μας. Και όχι μόνο, είναι και άλλα, είναι και άλλα πολλά και ο γονιός πρέπει να είναι σήμερα φίλος με το παιδί του για να μην το χάσει. Εν τω μεταξύ, εμείς οι Έλληνες έχουμε κάνει και κακή ερμηνεία της λέξεως ελευθερία και δημοκρατία και τα δύο φύλα, και το ανδρικό και το γυναικείο. Είχα και την τύχη να δουλέψω ας πούμε εκ των υστέρων και σε γραφείο και μπορώ να πω ότι αυτά που άκουσα σε γραφείο και δει από γυναικείο στόμα, δεν τα είχαμε πει εμείς ας πούμε παρ' όλες τις κακουχίες κτλ. στις πλώρες των καραβιών. Για μια γυναίκα πάντως είναι δύσκολα και μάλιστα βλέπω ότι είναι δύο πατριώτισσες, είναι του… πώς τον λένε −
Του Φανούρη η Τσαμπίκα.
Του Φανούρη η κόρη του και του Μανώλη του καπετάν Δημήτρη, αυτός είναι στην − πώς την λένε − στην Κρήτη η εγγονή του. Η εγγονή του και αυτή ας πούμε έχουν ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα τελείως διαφορετική η ζωή μέσα σε ένα επιβατηγό από ένα φορτηγό, εντάξει;
Θεωρείτε ότι έχει χώρο στις γυναίκες αυτό το επάγγελμα ή όχι;
Στα επιβατηγά ναι, στα επιβατικά ναι. Στο, πώς το λένε, στο φορτηγό −
Στα ποντοπόρα όχι ε −
Στο φορτη[00:50:00]γό όχι. Τα επιβατηγά πάλι από την άλλη πλευρά, περνάς καλά παραδείγματος χάρη αλλά δεν σου μένουν και λεφτά γιατί μπορεί να τα ξοδεύεις ας πούμε και στο μπαρ και στα παιχνίδια που έχει και τα λοιπά.
Στο ταξίδι ας πούμε.
Και ύστερα το να ταξιδεύεις και να τα σκορπάς, καλά θα μου πεις και όλοι ήσαν οικονόμοι; Όχι. Ερχόντουσαν ανθρώποι οι οποίοι σου λέγανε ας πούμε: «δώσε μου το μεροκάματο μου αυτή τη στιγμή να πάω έξω, να πάω να γλεντήσω», αλλά εδώ στην ελληνική εμπορική ναυτιλία ήτανε συμμέτοχο και το κράτος και οι εφοπλισταί όσον αφορά αυτό το θέμα. Οι Ιταλοί είχαν προβλέψει και έλεγαν του ναυτικού: «το πενήντα τοις εκατό του μισθού σου θα έρχεται απαραίτητος στην πατρίδα
Μέσω τραπέζης δηλαδή −
Από το υπόλοιπο πενήντα, στο μήνα δεν έχεις δικαίωμα να πάρεις παραπάνω από τόσα χρήματα» διότι όταν θα ξεμπαρκάριζες να ξεκουραστείς, διότι δεν μπορούσες να ταξιδεύεις εσαεί, δεν θα γινόσουνα βάρος της κοινωνίας ή δεν θα γινόσουνα κλέφτης για να ζήσεις, θα έπρεπε να είχες κάποιο απόθεμα και έπειτα −
Ειδικά όταν έχεις οικογένεια −
Την οικογένειά σου ποιος θα σου την ζούσε; Ενώ ξέρω περιπτώσεις-
Σε μας στην Ελλάδα δεν υπήρχε τέτοιο −
Τέτοιο δεν υπήρχε, τίποτα. Ξέρω περίπτωση, τρία χρόνια ταξίδευε παντρεμένος με δύο παιδιά και όταν γύρισε μετά τα τρία χρόνια δεν είχε φράγκο και δεν είχε στείλει της γυναίκας του τίποτα. Και όταν της χτύπησε την πόρτα, του λέει: «τι ήρθες να κάνεις εδώ;» και όχι μόνο διότι εάν του εδίδετο το δικαίωμα στον καπετάνιο να χρησιμοποιήσει κάποιον άλλον τρόπο και να του έστελνε τα λεφτά του απαραίτητως ας πούμε στην πατρίδα, θα ήτανε τελείως διαφορετικά. Τα λεφτά που ξοδευτήκαν στην Ιαπωνία από Έλληνες ναυτικούς Ιαπωνία, Νότια Αμερική και Ευρώπη ακόμη, θα μπορούσαμε να είχαμε φτιάξει πάνω από έξι υπερσύγχρονα νοσοκομεία.
Ε βέβαια −
Αλλά οι εφοπλισταί και οι καπεταναίοι οι οποίοι λασκάριζαν να το πω έτσι, το κάνανε και σκοπίμως διότι όταν δεν είχες λεφτά να ξεμπαρκάρεις ήσουνα υπόδουλος μέσα στο βαπόρι. Αυτή είναι η διαφορά ας πούμε.
Εσείς το μεγαλύτερο μπάρκο που έχετε κάνει πόσο διάστημα ήταν θυμάστε;
Όταν ξεκίνησα το 1956 έφυγα από τον Πειραιά παραμονές του Αγίου Σπυρίδωνος, πήγα με το με το «Kassian Mariner», έκανα επτά μήνες, μετά έφυγα από εκεί και πήγα σε φορτηγό πλοίο στο «Πήγασος» του Κουλουκουντή που έμεινα συνεχόμενα σαράντα δύο μήνες και δεκαπέντε ημέρες. Έφυγα από το σπίτι μου το ‘56 και γύρισα ‘61 και σε αυτό το χρονικό διάστημα, το 1959, που οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν εις την Κάσο, είχαμε την ατυχία να χάσουμε τον πατέρα μας πολύ σύντομα. Δηλαδή έκατσε, έζησε στην Κάσο από τον Αύγουστο του ‘59 μέχρι τον Μάρτιο του ’60. Και στις δύο περιπτώσεις, και στο θάνατο του πατρός μου και της μητρός μου απουσίαζα, ήμουν εκτός.
Ταξιδεύατε ε;
Ταξίδευα. Εκ των υστέρων και με την γυναίκα μου κάτσαμε και δεκαεφτά-δεκαοχτώ, δύο χρόνια στο βαπόρι μέσα. Εντάξει, και για εκείνην ήτανε δύσκολα, κακά τα ψέματα διότι −
Κακοκαιρίες φαντάζομαι −
Ο χώρος ήταν κλειστός. Ευτυχώς ήταν τυχερή που δεν είχαμε βρει κακοκαιρίες αρκετές.
Να ρωτήσω κάτι άλλο; Ο κόσμος μέσα στο καράβι σεβότανε τις γυναίκες, ο ένας την γυναίκα του αλλουνού ή όχι; Όχι όλοι, ή υπήρχαν εξαιρέσεις;
Υπήρχαν εταιρείες οι οποίες επέτρεπαν τις γυναίκες, όχι όλες, του πλοιάρχου και του πρώτου μηχανικού. Μπορεί να υπήρχανε και κάποιες εξαιρέσεις ας πούμε, αν ταξίδια ήταν τέτοια όπως παραδείγματος χάρη κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ που η διώρυγα του Σουέζ έκλεισε και αναγκάζονταν τα πλοία να κάνουν τον διάπλου της Αφρικής που ήτανε αρκετές ημέρες αυτές, κάποιες εταιρείες ούτως ώστε να δελεάσουν τον άνδρα να μείνει στο βαπόρι του λέγανε: «σου δίνουμε το δικαίωμα να πάρεις τη γυναίκα σου μαζί σου για ένα άλφα χρονικό διάστημα». Τώρα στο θέμα αυτό που θίξατε εξαρτάται και από την γυναίκα, γιατί υπήρχαν και γυναίκες που κουνούσαν τις ουρές τους. Όταν λοιπόν προκαλείς εσύ, στις φλέβες του αντρός αίμα κυλούσε, δεν κυλούσε κάτι άλλο, αλλά μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές ότι την εσέβοντο, δεν είχε −
Δεν αναφέρομαι σε σας συγκεκριμένα, γενικά εννοώ, γενικά −
Υπήρχαν και κοπέλες οι οποίες ήσαν μαρκονήστριες. Ναι, βέβαια, αρκετές υπήρχαν. Μία εξ αυτών είναι η γυναίκα του Αντώνη του Τόμα, του Αντώνη του Τόμα η γυναίκα ήτανε μαρκόνηστρια η κοπέλα.
Πρέπει να είναι δύσκολη η ζωή για τις γυναίκες όμως που δουλεύουν όπως −
Δύσκολο, δύσκολο, είπαμε ότι είναι. Εδώ για τον άνδρα είναι δύσκολο, πόσω μάλλον για την γυναίκα.
Επειδή είναι και ανδροκρατούμενο, εντάξει τώρα μία σύζυγος φαντάζομαι και με τη συνοδεία του άνδρα της είναι προστατευμένη. Τώρα αυτές οι κοπέλες δεν ξέρω.
Υπάρχει εν τω μεταξύ και κάποια εντύπωση στο γυναικείο φύλο κτλ. ότι − το έχω ακούσει και από συμμαθήτριες μου πολλές − «τυχεροί, βλέπετε, γυρνάτε τον κόσμο κτλ.». Δεν ξέρουν ότι και στο λιμάνι είσαι υποχρεωμένος να δουλεύεις μέσα στο βαπόρι, δεν είσαι τουρίστας. Οπότε το πρωί παραδείγματος χάρη που είναι ανοιχτά τα μουσεία ή με το φως της ημέρας μπορείς να δεις κάτι άλλο σε σύγκριση με τη νύχτα. Το βράδυ οι περισσότεροι πού πηγαίνανε, ή σε κανένα ξενοδοχείο ή στα μπαρ και από την άλλη πλευρά, ο κανονισμός λέει ότι στο πλοίο μέσα πρέπει να υπάρχει πάντοτε ένας αριθμός του πληρώματος για την ασφάλεια, άρα δεν μπορείς να πεις, ακόμα και ο ραδιοτηλεγραφιτής ο οποίος ραδιοτηλεγραφητής στο λιμάνι δεν έκανε απολύτως τίποτα διότι ο ασύρματος έκλεινε, ήταν και αυτός υποχρεωμένος να μείνει μέσα στο βαπόρι. Έπρεπε να ζητήσει την άδεια του πλοιάρχου για να του επιτρέψει να βγει έξω. Σιγά-σιγά είχανε αλλάξει τα πράγματα, δηλαδή κάποια στιγμή είχανε έρθει σε συμφωνία ας πούμε οι συνδικαλισταί με τους εφοπλιστάς ότι σε ένα ταξίδι της διάρκειας των δώδεκα-δεκαπέντε ημερών να παίρνει ο άνθρωπος ας πούμε μία ημέρα off δηλαδή να είναι εκτός εργασίας −
Ρεπό ας πούμε −
Να μπορεί έξω να βγει, να πάει να κάνει μία βόλτα σαν άνθρωπος ξέρω ‘γω και τα λοιπά. Όχι βέβαια ότι εάν ζητούσες του υποπλοιάρχου η του δευτέρου μηχανικού σε εργάσιμη μέρα κάποιες ώρες να βγεις, να πας να ψωνίσεις για τα παιδιά σου ότι θα σου το αρνείτο, όχι. Αλλά υπήρχαν όμως περιπτώσεις που −
Που τον κρατούσαν ε;
Βέβαια, είχες δουλειά και δεν μπορούσες να… έπρεπε να δουλέψεις και όχι μόνο οκτάωρο, όχι μόνο οκτάωρο, έτσι; Ύστερα τα βράδια, έπρεπε να υπάρχει ο νυχτοφύλακας ο οποίος δούλευε από τις 18:00 το βράδυ μέχρι τις 6:00 το πρωί και ο αξιωματικός φυλακής ο οποίος αξιωματικός φυλακής ήτανε μέχρι τις 22:00 το βράδυ. Εάν γινόταν φορτοεκφόρτωση υπήρχε και αξιωματικός, εάν δεν γινότανε φορτοεκφόρτωση ήτανε μόνο ο νυχτοφύλακας. Τα πετρελαιοφόρα βέβαια, η ζωή στα πετρελαιοφόρα ήτανε τελείως διαφορετική από τα φορτηγά διότι −
Εσείς σε τι ταξιδεύετε είπαμε; Ή σε όλα −
Σε περισσότερα, εγώ σε φορτηγά. Σε πετρελαιοφόρο σαν πλήρωμα έκανα μόνο με ένα, τα άλλα ήτανε, ήμουνα επιβάτης ας πούμε σε δύο πετρελαιοφόρα. Εκεί η ζωή είναι διαφορετική, αν και μπορώ να πω σε αυτό το πετρελαιοφόρο που έκανα εγώ ήτανε καλύτερο από φορτηγό διότι καθόμασταν στο λιμάνι δώδεκα μέρες, δεκαπέντε μέρες. Τα πετρελαιοφόρα, ειδικά τα μεγάλα τώρα αυτά τα θηρία που ακούς 200.000 τόνοι-250.000 τόνοι αυτά είναι σε ορισμένες προβλήτες που απέχουν πάρα πολύ από το λιμάνι, πάρα πολύ από το λιμάνι άρα εκεί είσαι σκλάβος και η διαφορά του ναυτικού από το ψάρι ουδεμία. Το ψάρι στην θάλασσα και ο ναυτικός ναι μεν πάνω στο βαπόρι αλλά…
Στην θάλασσα ε; Να σας ρωτήσω κάτι τελευταίο που ήθελα. Εσείς είχατε προλάβει καθόλου την όλη διαδικασία που είχε ξεκινήσει να γίνεται τα τελευταία χρόνια με τα καράβια με την πειρατεία που βλέπουμε και τώρα, είχατε τέτοια περιστατικά ζήσει εκείνη την περίοδο;
Και λαθρεπιβάτες έχω μεταφέρει, και πειρατεία μου έτυχε. Ναι, δύο φορές.
Στην Αφρική ή −
Στην Δυτική Αφρική, στην Δυτική Αφρική και μία φορά έξω από το λιμάνι του Legos ανεβήκανε πάνω οι πειραταί, κλέψανε κάποια πράγματα, αλλά δεν χτύπησαν άνθρωπο ας πούμε. Και την δεύτερη φορά πάλι σε νιγηριανό λιμάνι, στο Port Harcourt, που ανεβήκανε και κλέψανε και αυτοί είναι οπλισμένοι με κάτι χατζάρες, τώρα οι πιο σύγχρονοι είναι με τα καλάσνικοφ. Σήμερα μάλιστα διάβαζα ότι το παιδί αυτό το οποίο πιάσανε τώρα τελευταία, το απελευθέρωσαν, δόξα τω Θεώ. Είναι δύσκολες οι καταστάσεις και όχι μόνο διότι εσύ σαν μεταφορέας δεν έχεις δικαίωμα να ανοίξεις τα κιβώτια ή τα μεταλλοκιβώτια σήμερα για να δεις αν το φορτίο το οποίο μεταφέρεις είναι νόμιμο, έτσι; Εμένα μου ανοίξανε ένα τέτοιο στην Δυτική Αφρική και ενώ στα χαρτιά του τελωνείου έγραφαν ότι το περιεχόμενο ήτανε είδη ηλεκτρικά, όλο το φορτίο που ήτανε μέσα στο μεταλλοκιβώτιο αυτό ήτανε παπούτσια. Και παπούτσια έτοιμα, έτσι, δεν ήταν διαλυμένο να πεις ότι το κουντεπιέ, η σόλα, το τακούνι για να τα συναρμολογήσουν αυτοί και στο συγκεκριμένο κράτος, στην Νιγηρία, το έτοιμο παπούτσι θεωρείται λαθρεμπόριο. Οπότε σε συλλαμβάνουν, κατάσχουν το πλοίο και άντε να δεις πότε θα ξεμπερδέψεις.
Σε αυτήν την περίπτωση ο καπετάνιος είναι ο υπόλογος ας πούμε; Που βρίσκει τον μπελά του;
Ε βέβαια, εσένα σου λέει: «εσύ είσαι υπόλογος, εσύ» −
Όχι η εταιρεία δηλαδή.
Ή εσύ δεν έχεις γνώση παραδείγματος χάρη εάν το φορτίο, τα σιτηρά που παίρνεις, αν είναι σκληρό το σιτάρι ή αν είναι μαλακό το σιτάρι ή αν είναι κάποιας κατηγορίας. Δεν είσαι ειδικός, σωστά; Άρα λοιπόν καλύπτεσαι γράφοντας ας πούμε ότι: «για μένα είναι άγνωστη η ποιότης και η ποσότης» καμιά φορά, αλλά κάτω από την Κρήτη, προς τα Νότια, εκεί παρακαλείς το Θεό στα κράτη αυτά να μην συμβεί κάτι και να μην ξαναδείς τον ήλιο διότι στα υποανάπτυκτα αυτά κράτη δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Εκεί, στην Αφρική ειδικά που προανέφερες, στην Δυτική Αφρική, εκάνανε και χρήση του χρώματος. Μου έτυχε να με πιάσει, γιατί είχαμε κάποιες φασαρίες σχετικά, κλέβανε φορτίο αυτοί. Εγώ έκανα την διαμαρτυρία μου, είχε δικαίωμα να κάνει και αυτός την διαμαρτυρία του και όταν βγήκα έξω στο γραφείο του μου λέει: «ξέρω γιατί τα κάνεις όλα αυτά», λέω: «γιατί τα κάνω;» και μου έπιασε το χέρι μου, μου σήκωσε το μανίκι μου το έβαλε στο δικό του δίπλα και λέει: «αυτή είναι η διαφορά, ότι το δικό σου είναι άσπρο και το δικό μου είναι μαύρο». Του λέω: «αγάπη μου, εγώ είμαι Έλληνας, εγώ δεν έχω τάσεις -πώς το λένε −
Ρατσισμού ας πούμε.
Ρατσισμού και τα λοιπά, κάνε εσύ αυτά που πρέπει να κάνεις, να κάνω και εγώ και η διαιτησία θα τα βρει», δηλαδή κινδυνεύεις από πολλά −
Δηλαδή υπήρχαν και αυτά, βέβαια −
Κινδυνεύεις από πολλά, εντάξει αλλά τι να κάνεις αυτή είναι η ζωή. Και στην Αμερική ακόμη την ίδια.
Ναι, ε;
Και στην Αμερική, βέβαια. Στην Αμερική θυμάμαι που κατέβηκε ο υποπλοίαρχος κάτω στο αμπάρι, επειδή κλέβανε αυτοί οι λιμενεργάται και είχανε γάντζους αυτοί στα χέρια τους και σπάγανε τις κάσες τις ξύλινες, ανοίγανε τις κάσες να κλέψουμε και πήγε να διαμαρτυρηθεί ο υποπλοίαρχος και του λένε: «ανέβα πάνω να μην σε κλάψει η μητέρα σου. Κάνε την διαμαρτυρία σου εκεί, υπάρχει υπεύθυνο άτομο και κάνε την διαμαρτυρία σου». Εντάξει.
Δύσκολες καταστάσεις.
Τι να κάνεις, όλα τα επαγγέλματα έχουνε τις δυσκολίες τους, κακά τα ψέματα, όλα γενικά ας πούμε. Αλλά εδώ ακόμη παραπάνω ένα που είσαι σε ένα κλειστό χώρο μέσα, γιορτές δεν υπάρχουν, όλα αυτά είναι τυπικά διότι ενδέχεται να είναι κακοκαιρία και τι θα κάνεις τώρα, θα διασκεδάζεις ή θα προσπαθήσεις να σώσεις ας πούμε τον κόσμο και το βαπόρι; Έτσι;
Και τον εαυτό σου και τον κόσμο και όλους, βέβαια. Να ρωτήσω κάτι τελευταίο, θυμάστε εκείνα τα χρόνια που ξεκινήσατε να… Τι θυμάστε μάλλον να αγοράζετε από τον κάθε τόπο, δηλαδή υπήρχε κάτι ιδιαίτερο που θα αγόραζε κάποιος από την Κίνα, από την Αφρική, δεν ξέρω, υπήρχε −
Παραδείγματος χάρη στην Αφρική ας πούμε μπορούσες να πάρεις ελεφαντοστούν έτσι, στη Κίνα ας πούμε πού ήταν φτήνια εκείνη την εποχή τραπεζομάντηλα τα οποία ήτανε έργα, πώς το λένε, δεν ήτανε της μηχανής ήταν −
Χειροποίητα −
Χειροποίητα τα οποία εδώ θα ήθελες μία ολόκληρη περιουσία να τα πάρεις, εκεί ήτανε πάμφθηνα ας πούμε, αυτά τα σκαλιστά, αυτό επίσης. Βέβαια, το πρόβλημα ήτανε στα μεταφορικά και τα τέλη εδώ στο τελωνείο ας πούμε γιατί αυτά θεωρούνται σαν είδη, πώς το λένε, υπερπολυτελείας −
Και στοίχιζαν ε;
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν μεταφορικό το μεταφορικό είναι. Όλα είναι ωραία και καλά όταν τα βρίσκεις, πώς μεταφέρονται όμως, αυτό είναι το πρόβλημα, έτσι;
Το λέω επειδή ήταν τελείως διαφορετικά από τα, από το τι έβρισκες τότε στην Ελλάδα, δεν συγκρίνονται.
Στην Αμερική βέβαια ο κόσμος πάλι προσπαθούσε να πάρει αυτά, ως επί το πλείστον, ρουχισμό γιατί ήταν καλά εκείνη την εποχή. Σήμερα τα περισσότερα γίνονται στα κράτη της νοτιοανατολικής Ασίας, οπότε ποιοτικά δεν είναι όπως την εποχή εκείνη. Τώρα σχετικά βέβαια από φαγητά, ο κάθε τόπος είχε τα δικά του. Η Ισπανία παραδείγματος χάρη, η βόρειος Γαλλία είναι πλούσια σε οστρακοειδή και τέτοια και όσο να ‘ναι έχουνε και κάποια ακρίβεια αυτά.
Βέβαια. Αυτό που ξεχωρίσατε ίσως από όσα έχετε δοκιμάσει κάποιο ιδιαίτερο ας πούμε;
Εντάξει τα παέγια είναι ωραίο φαγητό, αλλά υπάρχουν και άλλα τα οποία − Μία σούπα παραδείγματος χάρη ιδιότροπη που φάγαμε στο Περού σε σπίτι όμως, μας προσκάλεσε ένας γιατρός ο οποίος ερχόταν στο βαπόρι και ήτανε από καλαμπόκι, ήτανε τρομακτική, ήταν τρομακτική τώρα είπαμε ότι κάθε τόπος έχει τα δικά του. Εντάξει και αυτοί έρχονται εδώ και τρελαίνονται παραδείγματος χάρη με τον μουσακά ή ξέρω ‘γω στην Κάσο με τα ντολμαδάκια και τα λοιπά.
Ωραία.