© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Οι περιπέτειες μιας Ελληνίδας στην Αφρική: η κυρία Ηρώ, μετανάστρια στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό αφηγείται
Istorima Code
11301
Story URL
Speaker
Ειρήνη Τσελέντη (Ε.Τ.)
Interview Date
19/08/2022
Researcher
Θεοδώρα Αμπατζή (Θ.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μου πείτε πώς ονομάζεστε;
Ειρήνη Τσελέντη, το χαϊδευτικό μου Ηρώ.
Κυρία Ηρώ, πότε γεννηθήκατε;
Στις 8 Αυγούστου του 1950.
Βρίσκομαι με την κυρία Ηρώ στο σπίτι της στο Αγκίστρι, στο χωριό Σκάλα Αγκιστρίου, είναι Σάββατο 20 Αυγούστου του 2022, ονομάζομαι Αμπατζή Θεοδώρα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, θα ξεκινήσουμε τώρα την συνέντευξή μας. Θα μου μιλήσετε για τη ζωή σας, η οποία, ξέρω, είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Ναι, πραγματικά έχω ζήσει πολλά, εύκολα και δύσκολα. Εγώ βρέθηκα στην Αφρική σαν ερωτικός μετανάστης. Οι γονείς μου μ’ είχανε μοναχοπαίδι, μονάκριβο και πολύ χαϊδεμένο, και οι βλέψεις τους ήτανε να σπουδάσω. Ήθελα να ακολουθήσω την Ιατρική, όμως τα ωραία μάτια του άντρα μου με σαγήνευσαν τόσο πολύ και θέλησα να ζήσω τη ζωή μου μαζί του. Έτσι, στις 27 Ιουνίου του 1971 παντρευτήκαμε. Ήμουνα τυχερή γιατί είναι ένας πάρα πολύ αξιόλογος άνθρωπος, βιοπαλαιστής, καλός οικογενειάρχης, καλός πατέρας και ζήσαμε μαζί 50 χρόνια μέχρι σήμερα — και καλά και προβληματικά, γιατί βρεθήκαμε στον Τρίτο Κόσμο. Η ζωή στον Τρίτο Κόσμο δεν είναι και η πιο εύκολη. Έχει πάρα πολλά προβλήματα, αλλά έχει και προτερήματα και πολλά καλά. Ένα απ’ τα πολλά καλά είναι το υπέροχο κλίμα της Κατάνγκας. Ζήσαμε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στην Κατάνγκα, στην πόλη Κιπούσι καταρχήν, και μετά πήγαμε στο Λουμπουμπάσι και ο άντρας μου έκανε γενικό εμπόριο στην αρχή. Μετά, με τη δική μου βοήθεια, κάναμε και φούρνο. Είχε την αντιπροσωπεία της μπύρας και τhς Κόκα Κόλας, που έδινε στα μαγαζιά της περιοχής κι εγώ πήγα τα δίδυμα μου τα αγοράκια μικρά, γιατί παντρευτήκαμε, έμεινα αμέσως έγκυος, κι επειδή αντιμετώπισα προβλήματα προεκλαμψίας, κάθισα μέχρι να γεννήσω.
Στην Ελλάδα.
Αφού τα γέννησα τα παιδιά στο «Μητέρα», στην Αθήνα, κι επειδή ο ένας απ’ τα δίδυμα παρουσίασε πρόβλημα με τον πυλωρό του κι έκανε εμετούς, καθίσαμε μέχρι να γίνει έξι μηνών. Και πήρα τα μωρά μου 6 μηνών μόνη μου, και πήγα στην Αφρική όπου ο άντρας μου ήδη είχε φύγει, γιατί έπρεπε να επιβλέψει τις επιχειρήσεις του, και βρεθήκαμε στο Κονγκό για πρώτη φορά στις 14 Σεπτεμβρίου του 1972. Έζησα εκεί 50 ολόκληρα χρόνια. Βεβαίως, κάθε χρόνο ερχόμαστε στην Ελλάδα, να δω τους γονείς μου, να δω την πατρίδα μου που την λάτρευα.
Εσείς από πού είστε; Πού γεννηθήκατε;
Η καταγωγή μου είναι από την Άνδρο — και ο πατέρας μου και η μητέρα μου είναι Ανδριώτες. Όμως γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Κορυδαλλό, στον Πειραιά. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί τελείωσα το Δημοτικό της Δουρατσίνου, μετά πήγα στο οικονομικό Λύκειο του Πειραιά και μετά, επειδή μ’ άρεσε να προσφέρω στους ανθρώπους και αγαπούσα πολύ την προσφορά για την υγεία, θέλησα να δώσω εξετάσεις στην Ιατρική. Κι έδωσα εξετάσεις το 1968, αλλά, δυστυχώς, ερωτεύτηκα και τον άντρα μου, οπότε με προσέλκυσε ο γάμος, η Αφρική και η ζωή εκεί. Διάβαζα και μικρούλα διάφορα για την Αφρική και ήμουνα μαγεμένη απ’ αυτά. Παρά την θέληση των γονιών μου γίναν όλα αυτά βέβαια, έτσι; Αντέδρασαν πολύ. Ο μπαμπάς, παρότι γνώριζε την οικογένεια του άντρα μου — γιατί με την οικογένειά του υπήρχε συμπεθεριό — όμως ήτανε αντίθετος στο να ξενιτευτώ, να πάω τόσο μακριά.
Πώς γνωριστήκατε;
Α! Με ήξερε από 3 χρονών άντρας μου. Με είχε βάλει στο ποδήλατό του. Η αδερφή του μπαμπά μου ήτανε παντρεμένη με τον αδερφό της πεθεράς μου. Την πεθερά μου την έλεγα «θεία», όταν ήμουνα μικρούλα. Κι ο πεθερός μου, επειδή ήμουνα και λίγο στρουμπουλό κοριτσάκι, ερχότανε στον Κορυδαλλό, στο σπίτι μας, με έπαιρνε απ’ το χεράκι και μου έλεγε: «Ειρηνάκι, πάμε να σου πάρω τσικολάτα;». Κι εγώ τον ακολουθούσα και πήγαινα να πάρω την τσικολάτα! Όμως, όταν γύριζα στο σπίτι, μού ‘λεγε η μαμά μου: «Δεν είπαμε ότι λέμε όχι ευχαριστώ; Εσύ αμέσως να πάρεις τσικολάτα, μωρέ χοντρούλα;», μου ‘λεγε, «την άλλη φορά θα φας ξύλο!». Αλλά εγώ πάντα τον περίμενα τον [00:05:00]θείο τον Χριστόφορο, τον μπαμπά του άντρα μου, να μου πάρει την τσικολάτα, απ’ το περίπτερο... Έτσι, ναι... ήτανε μια οικογένεια πολύ γνωστή στην οικογένειά μου, πολύ αγαπητή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι άρεσε στους γονείς μου να φύγω, να πάω τόσο μακριά, κι εγώ πάτησα πόδι, ήμουνα λίγο αντάρτισσα σαν κοριτσάκι εκείνης της εποχής, κι είπα: «Εγώ ή τον Κώστα θα πάρω ή θα μ’ έχετε σ’ ένα ράφι να κουνάω τα πόδια μου. Διαλέγετε και παίρνετε». Κι έτσι, δεν μου χάλασαν χατίρι. Πέρασα και καλά και κακά. Όταν πήγα τα διδυμάκια μου στην Αφρική, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η υποδοχή από τις μαύρες. Είχανε μαζευτεί οι μαύρες της περιοχής και μαύροι, που δεν ξεχώριζαν, τους έβλεπα όλους ίδιους, το ίδιο χρώμα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ούτε καν φυσιογνωμίες ή να τους θυμηθώ την άλλη μέρα. Και με περίμεναν, εμένα και τα μωρά μου… Εμένα και τα μωρά, λοιπόν, με υποδέχτηκαν, πετώντας μου αλεύρι, καλαμποκάλευρο, στα μαλλιά μου, όπου με πετύχαινε, στα μωρά μου, για γούρι. Πώς πετάνε εδώ στους γάμους ρύζι; Εκεί οι μαύροι θεώρησαν καλό, επειδή ήμουνα και «mambui» όπως με έλεγαν, δηλαδή μαμά διδύμων, που είναι δώρο Θεού και με επέλεξε ο Θεός να αποκτήσω δίδυμα κατά τους μαύρους, το θεώρησαν λοιπόν σωστό να με ράνουν με αλεύρι. Εγώ βεβαίως, έβαλα τα κλάματα, γιατί μου ήρθε πολύ απότομο και το θεώρησα ότι είναι αγριάνθρωποι. Και βεβαίως, λάθος έκανα. Πάει πέρασε κι αυτή-
Για ποιον λόγο- συγγνώμη που σας διακόπτω- ήταν υπάλληλοι του συζύγου σας;
Όχι, όχι. Ήτανε γείτονες της περιοχής.
Μάλιστα! Οι άντρες τους δούλευαν στα ορυχεία της περιοχής. Η περιοχή που πήγα, στο Κιπούσι, είναι μία περιοχή που έχει μίνες κι έβγαζε τότε χαλκό, κοβάλτιο, διάφορα τέτοια... Oρυκτό πλούτο, γιατί είναι πολύ πλούσιο το υπέδαφος της Αφρικής. Και εκεί οι Βέλγοι έφτιαξαν φανταστικά ορυχεία, τα οποία λειτουργούν μέχρι και σήμερα, κάποια. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί, αλλά ευτυχώς υπάρχουν οι αντλίες που βγάζουν το νερό από μέσα κι έτσι δεν έχουνε πέσει. Λοιπόν, όλες αυτές οι κυρίες, οι οποίες, κάποιες απ’ αυτές στο μέλλον έγιναν και φίλες μου, αξιόλογες και αξιοπρεπείς γυναίκες, με έραναν με αλεύρι, γιατί αυτό είναι το έθιμο τους, που εγώ δεν το ήξερα. Ούτε με είχε κατατοπίσει ο άντρας μου τι θα με περίμενε. Αφού λοιπόν με έκαναν λούτσα, πήγα στο σπίτι με τον άντρα μου, με βοήθησε, κάναμε μπάνιο τα μωρά, έκανα μπάνιο εγώ, να συνέλθουμε από το πολύ αλεύρι που φάγαμε, και μετά ξεκίνησε η ζωή να κυλάει στην καθημερινότητά της.
Έπρεπε, τώρα, να μάθω και σουαχίλι. Για να με βοηθήσει ο άντρας μου και να μη δυσκολευτώ, πήρε ένα μεγάλο χαρτόνι από κιβώτιο και με μαρκαδόρο μού έγραψε επάνω τις πρώτες λέξεις που έπρεπε να τις μεταχειρίζομαι με τον boy του σπιτιού. Ο boyς του σπιτιού είναι αυτός που μας κάνει τις δουλειές. Μου έγραψε, λοιπόν, ο άντρας μου στο χαρτόνι «meza»= τραπέζι, «sahani»= πιάτα, «casseroles» είναι οι κατσαρόλες που τις λέμε κι εδώ. «Maji» είναι το νερό, «viti» είναι οι καρέκλες, «kikolopa» είναι το σφουγγάρισμα, «benketi» είναι ο κουβάς, «viatu» είναι τα παπούτσια, «viazi» είναι οι πατάτες. «Yambu» είναι «γεια σου». «Habarikan», «τι κάνεις» και πολλά άλλα. Μην χρονοτριβούμε. Στην αρχή, με το χαμόγελο δεχόμουνα το πρωί τον boy, προσπαθούσα να του μιλήσω... Μια μέρα σκέφτηκα, λοιπόν, κι εγώ, μετά από καιρό, να του πω -μετά από κάποιες μέρες- να του πω να μας βράσει λίγες πατάτες για το μεσημέρι. Και του είπα: «Utachemsha viatu», «Βράσε τα παπούτσια». Αυτός με το χαμόγελο έρχεται και κρατούσε ένα ζευγάρι παπούτσια του άντρα μου, ένα δικά μου κι ένα των παιδιών και μου τά ‘δειχνε και μού ‘λεγε: «Madam, nitaziweka kwenye casserole?», «Θα τα βάλω μες στην κατσαρόλα;». «Ω! Όχι -του λέω- όχι, όχι, όχι!». Γελώντας μου λέει: «viazi» και μου πιάνει τις πατάτες. «Viazi» και «viatu». Έκτοτε δεν το ξανάκανα ποτέ λάθος.
Θα τρώγατε βραστά παπούτσια μετά!
Είναι μία από τις αστείες ιστορίες. Λίγο-λίγο περνούσε ο καιρός, έμαθα και τη γλώσσα... Τα διδυμάκια μεγαλώνανε σ’ ένα πολύ [00:10:00]ωραίο περιβάλλον, πολύ πράσινο, με αραιοκατοικημένα τα σπίτια, με ωραία σχολεία... Και τα μαύρικα σχολεία, αλλά και τα σχoλεία που είχανε φτιάξει οι Βέλγοι ήτανε πανέμορφα. Με την εκκλησία τους την καθεδρική την καθολική. Ορθόδοξη εκκλησία δεν είχαμε στο Κιπούσι, είχαμε στο Λουμπουμπάσι, που θα σας πω παρακάτω πόσο υπέροχη εκκλησία έχει το Λουμπουμπάσι, που την έχουνε φτιάξει οι Έλληνες. Και μεγάλωσαν τα παιδιά και πήγαν εκεί στο Δημοτικό, στο βελγικό σχολείο. Τα παιδιά, λοιπόν, για να μάθουνε καλύτερα τη γλώσσα, φέρναμε έναν μαύρο δάσκαλο, ο όποιος με μάθαινε κι εμένα και γαλλικά και σουαχίλι κι έκανα κι εγώ σχολείο μαζί με τα παιδιά μου κι έτσι κατάφερα και έμαθα και τα σουαχίλι καλύτερα και τα γαλλικά και γενικότερα να μπορώ να συνεννοούμαι καλύτερα και να μπορώ να βοηθάω και τον άντρα μου, μετά, στις δουλειές του.
Η συνοικία σας πώς ήταν εκεί;
Εκεί, στη συνοικία μας όταν πρωτοπήγα, ήτανε περίπου 5- 6 οικογένειες Ελλήνων, δεν ήταν περισσότερες, κι όλοι οι άλλοι ήτανε Βέλγοι, γιατί ήτανε υπάλληλοι των ορυχείων. Ήτανε από το «βελγικό Κονγκό» το λεγόμενο. Ήτανε Βέλγοι, μηχανικοί, μεταλλειολόγοι, μιναδόροι, και οι περισσότεροι φίλοι του άντρα μου -για να μην πω όλοι- ήτανε Βέλγοι∙ οι γυναίκες τους κι εκείνες Βελγίδες. Και με μάθαιναν, η αλήθεια, ανταλλάσσαμε σημειώματα, και μάλιστα μία απ’ αυτές τις κυρίες μου είπε: «Θα μου το γράφεις με λάθη και θα στο στέλνω διορθωμένο με κόκκινο bic, για να μάθεις και να γράφεις». Και πραγματικά, οι φίλες μου αυτές, που έγιναν φίλες μου- στην αρχή μιλούσαμε αγγλικά, γιατί και εγώ τα γαλλικά μου δεν ήτανε καλά, μετά σιγά-σιγά τα έμαθα- μου διόρθωναν τις λέξεις κι έτσι έμαθα και ορθογραφία, η αλήθεια είναι, γιατί ντρεπόμουνα να τα στέλνω ανορθόγραφα. Πέρασε ο καιρός...
Βέβαια, παρέλειψα να πω οτι, όταν τα μωράκια μου γίνανε ενός έτους, είχαμε την κακοτυχία να γίνει τo Zairianization. «Zairianization» είναι ότι οι μαύροι πήραν τις περιουσίες των Ευρωπαίων. Kαι τις καλές επιχειρήσεις τις έπαιρναν οι άνθρωποι, δηλαδή οι δήμαρχοι, οι νομάρχες, οι προύχοντες. Έβαζαν στο μάτι κάποιες επιχειρήσεις αξιόλογες και πήγαιναν και τις έκαναν... Τις κατάσχεταν, τέλος πάντων, τις έπαιρναν, γιατί βγήκε νόμος ότι οι περιουσίες των Ευρωπαίων πρέπει να περάσουν στα χέρια των μαύρων. Μία, λοιπόν, απ’ τις κακές μου εμπειρίες είναι αυτή, η οποία μου έχει αφήσει τα σημάδια της μέχρι και σήμερα.
Τι συνέβη;
Εν μία νυκτί βρεθήκαμε να μην έχουμε τίποτα. Ενώ είχαμε τη σειρά μας, τα παιδιά μας να καλομεγαλώνουν και τα λοιπά, ήτανε η μέρα των γενεθλίων τους, 21 Μαρτίου του 1973 κι εγώ βγήκα το πρωί να πάω σε ένα σουπερμάρκετ της περιοχής, εβραϊκό, του κυρίου Ben- Atar, να ψωνίσω υλικά για να τους κάνω τούρτα. Γυρνώντας στο σπίτι, βρήκα στρατό από κάτω, με τα όπλα με εμπόδισαν να μπω μέσα στο σπίτι μου. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, δεν ήξερα τον λόγο. Είχα αφήσει τον άντρα μου και τα μωρά μου στην κούνια να κοιμούνται, και τον άντρα μου στο κρεβάτι, γιατί είχε και λίγο τη μέση του. Και μου είπανε: «Κάτσε κάτω μαντάμ, δεν μπορείς τώρα να μπεις, όταν θα μπορείς να μπεις, θα σου πούμε να μπεις». Και να μην μου δίνουν καμία άλλη εξήγηση. Με έπιασε ταραχή και φόβος, είναι φυσικό. Κάποια στιγμή μου επέτρεψαν να μπω μετά από 2-3 ώρες. Αυτοί είχανε κάνει καταγραφή ό,τι περιέχει το σπίτι — από επίπλωση, από χρηματοκιβώτια, από τα πάντα — κι έβαλαν τον άντρα μου στο κρεβάτι όπως... Ήτανε πρωί ακόμα, να τους υπογράψει τι τους παραδίδει. Βλέποντάς με εμένα, ήτανε ο νομάρχης της περιοχής, ο οποίος, αυτός μας πήρε την περιουσία, καθισμένος στο σαλόνι με τα πόδια του στο τραπέζι, και λέει: «Μαντάμ, ό, τι βλέπεις εδώ, από σήμερα μου ανήκει. Εσείς θα πάρετε την οικογένεια και θα φύγετε». Δεν μπορούσα να απαντήσω, έχασα τη λαλιά μου. Ε, ο άντρας μου μού εξήγησε περί τίνος πρόκειται, πραγματικά μας δώσανε διορία δύο μέρες, μαζέψαμε τα πράγματά μας και φύγαμε. Πήρε ο Κώστας τα χαρτιά του, ό, τι ήτανε να πάρει, περάσαμε μια [00:15:00]ιστορία δύσκολη, πολύ δύσκολη, και γυρίσαμε στην πατρίδα μας με μία βαλίτσα και χωρίς μία. Εν τω μεταξύ, είχαμε ξεκινήσει και οικοδομή. Ναι, είχαμε γκρεμίσει το πατρικό μας σπίτι για να το κτίσουμε, γιατί ξέραμε ότι βγάζουμε ένα χ ποσόν χρημάτων και μπορούμε να κάνουμε μια τριώροφη οικοδομή με δύο διαμερίσματα για να έχουμε ένα εισόδημα. Οι γονείς μου είχανε πάει σε ενοίκιο, που έμεναν σε αυτό το σπίτι απέναντι, και βρεθήκαμε κι εμείς να πρέπει τώρα να πάμε σε ενοίκιο. Βοήθησε κι ο μπαμπάς και κάτι λίγες οικονομίες που υπήρχανε και τελειώσαμε το ισόγειο και στο ένα διαμέρισμα μπήκε ο μπαμπάς, στο άλλο μπήκαμε εμείς... Δύσκολα. Ο άντρας μου δεν ένιωθε καλά να θεωρείται ότι είναι υπό του πεθερού και πώς να τόνε βοηθήσω; Ο μπαμπάς μου είχε γραφείο, τεχνικό γραφείο. Ήτανε υπομηχανικός-μηχανολόγος κι έκανε δικό του επάγγελμα. Τον έπαιρνε μαζί του στο γραφείο, αλλά ο Κώστας δεν ένιωθε καλά και πήγε σε νυχτερινό σχολείο, στη Σιβιτανίδειο κι έμαθε μηχανολογικό σχέδιο και έτσι βοήθαγε τον πατέρα μου. Κάποια στιγμή που έφυγε απ’ τη ζωή ο μπαμπάς μου, μετά από δύο χρόνια, από εγκεφαλικό, ο άντρας μου κι εγώ κρατήσαμε την επιχείρηση του πατέρα μου, το γραφείο του, και βρήκαμε έναν θείο μου μηχανολόγο να μας υπογράφει τις μελέτες. Ώσπου κάποια στιγμή, το 1978 λάβαμε μια επιστολή από το Προξενείο μας ότι βγήκε καινούριος νόμος ότι θα μας επιστρέψουν τις περιουσίες μας οι Κονγκολέζοι κι όσοι θέλουμε, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Πραγματικά, με τον Κώστα προσπαθήσαμε να τελειώσουμε όλες τις υποθέσεις που είχαμε αναλάβει από το τεχνικό γραφείο, να μην υπάρξουν εκκρεμότητες, να μην αφήσουμε ανθρώπους σε εκκρεμότητα, κι έφυγε μόνος του στην αρχή, πήγε, πήρε πίσω την περιουσία του- κατεστραμμένη εννοείται τελείως- και ξεκινήσαμε πάλι απ’ το μηδέν. Και εγώ πάλι, πήρα τα παιδιά που τα ‘χα βάλει σε Δημοτικό σχολείο στον Κορυδαλλό, τα ξαναπαίρνω πίσω-μπρος και τα πάω Αφρική. Κι έτσι ξεκίνησε ο μαύρος δάσκαλος να τα μαθαίνει τα γαλλικά και τα σουαχίλι κι έκατσα κι εγώ μαζί. Ξεκινήσαμε δύσκολα, πολύ, αλλά δόξα σοι ο Θέος, όλα πήγαιναν καλά. Οι μαύροι είναι καλοί άνθρωποι.
Μας αγαπούσανε και τους αγαπούσαμε. Και στις επιχειρήσεις μας ήτανε μια χαρά όλα, ώσπου, κάποια στιγμή πάλι, γιατί πάντα η Αφρική έχει τα επεισόδια της, μέσα σε ένα βράδυ, θεώρησε καλό η κυβέρνηση να αλλάξει τα χρήματα σε καινούργιο νόμισμα. Και όσοι είχαμε παλαιά νομίσματα, ο καθένας κατά κεφαλήν μέχρι 3000 φράγκα, μπορούσαμε να τα εξαργυρώσουμε με το καινούργιο νόμισμα και τα υπόλοιπα χανόντουσαν. Ο άντρας μου, σαν Κεφαλονίτης που είναι και πάντα σκέφτεται πιο μακριά, βρήκαμε υπαλλήλους της εταιρείας γείτονές μας και τους μοιράζαμε τούβλα τα χρήματα, 3000- 3000- 3000, και πηγαίνανε οι άνθρωποι και τα εξαργυρώνανε στην τράπεζα με το καινούργιο νόμισμα, τα περισσότερα τα πήραμε, αλλά κι ένα μεγάλο ποσόν το χάσαμε. Αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι όλα.
Και αυτά που ήταν στην τράπεζα;
Αυτά που ήτανε στην-
Οι καταθέσεις.
Δεν βάζαμε πολύ-πολύ χρήματα στην τράπεζα, πολύ λίγα. Γιατί δεν δουλεύαμε με το τραπεζικό σύστημα, γινόντουσαν όλα cash τα χρήματα. Δεν λειτουργούσαν οι τράπεζες όπως στην Ελλάδα. Ήταν πολύ διαφορετικά. Σήμερα όμως, ναι, είναι αλλιώς τα πράγματα, έχουν αλλάξει, αλλά τότε δεν υπήρχε εμπιστοσύνη και δεν δουλεύαμε με την τράπεζα. Πάει κι αυτό, πέρασε κι αυτό το επεισόδιο. Μετά έγινε ένα άλλο επεισόδιο, ένας «πόλεμος των 80 ημερών» με το Κολουέζι. Ήρθανε και ξένοι στρατιώτες να βοηθήσουν τους Κονγκολέζους. Εγώ όμως αυτά τα έζησα στο Κιπούσι, έβλεπα τον ξένο στρατό. Δεν ακούσαμε πιστολίδια και «μπαμ» και «μπουμ». Ήτανε μακριά, ήτανε αλλού. Δεν ασχολήθηκα με αυτά, κοιτάγαμε τη δουλειά μας. Ε, πάντα ήτανε λίγο επεισοδιακή η κατάσταση.
Τα παιδιά τελειώσανε το Δημοτικό σχολείο, έπρεπε να πάνε Γυμνάσιο, έπρεπε να πάνε Λύκειο. Το Κιπούσι ήταν 30 χιλιόμετρα από την πόλη του Λουμπουμπάσι, όπου εκεί υπήρχε Γυμνάσιο, το βελγικό Γυμνάσιο βέβαια. Είχε και το ελληνικό. Και μετά από πολύ συμβούλιο με τον σύζυγο, σε ποιο σχολείο θα βάλουμε τα παιδιά- είχαν [00:20:00]τελειώσει βελγικό Δημοτικό- σε ποιο σχολείο θα πάνε, θα τα συνεχίσουμε στο βελγικό Γυμνάσιο ή θα τα βάλουμε στο ελληνικό; Και είπαμε ότι, αφού είμαστε Έλληνες και κάποια στιγμή θα γυρίσουμε στη δική μας την πατρίδα την τόσο αγαπημένη, που την νοσταλγούσαμε πάντα, πήραμε την απόφαση, σαν να ‘ναι φυντάνια, να τα φυτέψεις από τον έναν κήπο στον άλλο, τα πήραμε από το βελγικό σχολείο να τα βάλουμε στο ελληνικό, στην ελληνική κοινότητα. Η οποία, όμως, απείχε 30 χιλιόμετρα από το Κιπούσι που μέναμε. Κι έτσι, ψάχνοντας, βρήκαμε ένα σπίτι να πουλιέται και είχε και πολύ μεγάλες αποθήκες γύρω-γύρω, γιατί αυτός που το πουλούσε ήτανε μαραγκός — ένας Βέλγος — και το αγοράσαμε. Το οποίο, για καλή μας τύχη, ήταν απέναντι από την ελληνική κοινότητα και από τα σχολεία, σε μια πολύ μικρή απόσταση από την κοινότητα, που τα παιδιά πηγαίνανε με τα πόδια στο σχολείο. Μιλάμε, πόσο να σου πω; Ούτε 500 μέτρα∙ πιο λίγο. Το αγοράσαμε το κτίριο, μεταφερθήκαμε στο σπίτι εκεί για να πηγαίνουν τα παιδιά σχολείο και ξεκινήσαμε να κάνουμε επιχείρηση και στο Λουμπουμπάσι κι εκεί κάναμε και φούρνους πλέον. Ασχοληθήκαμε με ψωμί και την μπύρα, όπως την είχε ο άντρας μου, και την Coca Cola πού ‘χε τις αντιπροσωπείες συν το ψωμί και συν ένα μικρό μίνι μάρκετ.
Την προηγούμενη την κρατήσατε.
Κρατήσαμε και την προηγούμενη που την δούλευαν οι μαύροι. Αλλά βέβαια, όταν είσαι μακριά, δεν πάει και καλά μια επιχείρηση. Οπότε, ήρθε κάποια στιγμή που έκλεισε από το Κιπούσι η επιχείρηση και παραμείναμε στο Λουμπουμπάσι. Και εκεί πάλι γίνανε διάφορα επεισόδια. Κάποια στιγμή το κλίμα ήτανε αντιευρωπαϊκό. Ξεσηκώθηκαν οι μαύροι εναντίον των Ευρωπαίων.
Για πότε λέτε;
Αυτό έγινε το... Πότε έγινε; Δεν θυμάμαι χρονολογίες. Έγινε το pillage. ’90- ’91... Το ’90- 91 έγινε το πλιάτσικο το μεγάλο. Όπου υπήρχε ευρωπαϊκό σπίτι κι ευρωπαϊκή επιχείρηση, μπαίνανε, τη λεηλατούσανε, την καίγανε, την καταστρέφανε οι μαύροι... O χαμός! Αλλά επειδή τώρα πάλι θα καταφύγουμε στο κεφαλονίτικο στοιχείο που έχει ο άντρας μου στην φλέβα του, και βλέποντας να καίνε και να καταστρέφουνε τα σπίτια, είχε έρθει μια ομάδα από στρατιώτες ακριβώς στο διπλανό μας σπίτι που ήτανε μιας Κύπριας, η οποία είχε κομμωτήριο και είχανε μπει μέσα και κλέβανε τις κάσκες, τα πράγματα απ’ το κομμωτήριο, τα έπιπλα, τα ρούχα στις βαλίτσες τα σέρνανε... Και πιάνει τον αξιωματικό, τον επικεφαλής του πλιάτσικου και του λέει ο άντρας μου: «Έλα να σου πω. Εγώ εδώ πέρα έχω μπύρα που πουλάω. Μπύρα, Coca-Cola και τα λοιπά. Εγώ την δίνω αυτή στα χέρια σου να την πουλάς και να κερδίζεις χρήματα. Μην μου τα σπάσετε και μην μου τα χαλάσετε, και ό, τι κερδίζει η επιχείρηση, δικά σου και τα χρήματα που υπάρχουνε μέσα στο ταμείο- δεν ήτανε πολλά- δικά σου. Άσε μας να φύγουμε ειρηνικά και μην τα σπάσεις και μην τα χαλάσεις». Και πραγματικά, κράτησε και τους μαύρους, τους υπαλλήλους μας, δούλευε την μπύρα κι έπαιρνε τα χρήματα, το σπίτι μας δεν έπαθε καμιά ζημιά, ούτε βελόνα δεν χάσαμε. Και κάποια στιγμή που επιστρέψαμε, όταν τελείωσε αυτή όλη η φασαρία — το πλιάτσικο — τα βρήκαμε στην εντέλεια όλα. Ντάξει, υπήρξε μία φθορά, υπήρξε μία απώλεια, αλλά η απώλεια ήτανε μηδαμινή μπροστά σε απώλειες άλλων ανθρώπων που έχασαν τα πάντα. Συγκεκριμένα, στην νονά του γιου μου, είχανε ψυγεία και τρόφιμα και παίρνανε οι μαύροι τα κεφάλια το τυρί και κάποιοι απ’ τους οποίους δεν ξέρανε ότι αυτό είναι κεφαλοτύρι και πήγαινε στο ποτάμι και το μεταχειριζόντουσαν ότι είναι σαπούνι να πλυθούνε και αυτό εδώ δεν έλιωνε ούτε έκανε αφρό και το πετάγανε. Δεν ξέρανε τι είναι. Και πολλά- πολλά τέτοια. Είδαμε κι αυτό το περιστατικό.
Άλλο περιστατικό, κάποια στιγμή που είχε πόλεμο πάλι στο Κολουέζι και υπήρχανε πολλά θύματα, υπήρξανε πολλά ορφανά παιδάκια που μας τα φέρανε μπουλούκι σε ένα κτίριο απέναντί μας, το οποίο παλιά ήταν εργοστάσιο που έκανε φανέλες και αθλητικά και είχε κλείσει. Φέρανε γύρω στα 80- 90 παιδάκια που δεν είχανε τους γονείς τους, ορφανά και τα στοίβαξαν εκεί μέσα. Και από εκεί πάλι, από δωρεές ανθρώπων τρώγανε, και το ‘χαμε κι εμείς [00:25:00]καθιερώσει και τους πηγαίναμε οπότε μπορούσαμε — μια φορά τη βδομάδα, δύο φορές την βδομάδα — αρκετό ψωμί και γάλα σε σκόνη και τους δίναμε και τρώγανε. Και, όταν καμιά φορά καθυστερούσαμε, μαζευόντουσαν μπουλούκι έξω από τον φούρνο και φωνάζανε: «Papa Kosta, Papa Kosta, mkate uko wapi?», «Πού είναι το ψωμί;». Είχαμε κι αυτά. Μετά, ένα άλλο μαυράκι που το έλεγαν Πιτσού, το οποίο ήτανε πεντάρφανο στους δρόμους, «mbangapon» τους λένε εκεί. Πολύ μικρούλης. Ήτανε τότε 6-7 χρονών. Ήρθε εκεί στον φούρνο, όταν ξεφορτώναμε αλεύρι με ένα φορτηγό και μου λέει: «Μαμά, να βοηθήσω, να πάρω κι εγώ το αλεύρι να το βάλω στην αποθήκη;». «Τι λες, παιδάκι μου;», του λέω. «Εσύ είσαι μικρούλης!». «Όχι, μπορώ, μπορώ!». Και βάζει στην πλάτη του ένα σακί αλεύρι, παπ! Και το τρέχει. Γυρίζει πίσω, παπ-παπ! «Μόνο λίγο γάλα θέλω». Και του λέω: «Άσ’ το το αλεύρι κάτω, κάτσε εδώ». Του ‘δωσα να πιει το γάλα του, του ‘δωσα ψωμάκι... Ήθελε να μου φιλήσει τα χέρια, του λέω: «Όχι, αγόρι μου». Του λέω: «Πού κοιμάσαι;», μου λεει: «Στον δρόμο». Και ήτανε πάρα πολύ όμορφο, ένα κουκλάκι. Κι εμείς είχαμε από πίσω απ’ το σπίτι ένα «boere» που το λέμε, για να μένουν οι μαύροι της δουλειάς μας, αλλά δεν είχαμε... Δεν τους βάζαμε εκεί να κοιμηθούνε. Κι αυτό το μαυράκι, την άλλη μέρα που ξαναήρθε, του λέω: «Έλα να σου πω, Πιτσού, πώς σε λένε;», «Πιτσού». «Έλα να σου πω, θέλεις να ‘ρθεις να κοιμάσαι εδώ στο σπίτι μας στην αυλή; Θα σου δώσω ρούχα». Είχα των παιδιών μου πάρα πολλά ρούχα και του έδωσα ένα δωμάτιο εκεί πίσω, του έβαλα τραπεζάκι, καρέκλες, κρεβάτι, σκεπάσματα, του πήγα ρούχα, πλύθηκε, ομόρφυνε, έγινε ακόμα πιο όμορφο και το μεγάλωνα εκεί το παιδάκι αυτό. Μεγάλωσε, μεγάλωσε αρκετά. Βέβαια, έβγαινε να βρει τους άλλους mbangapon. Και, βεβαίως, έκανε βρωμοδουλειές. Έκλεβε ψωμιά και τους τα πήγαινε. Κάποια στιγμή έκλεβε και λεφτά μέσα απ’ το συρτάρι, όταν κλείναμε. Τρυπωνότανε και δεν τονε παίρναμε είδηση και μου το ‘πανε οι εργάτες ότι τα κάνει αυτά. Αλλά εντάξει, τόνε συγχωρούσαμε γιατί είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να τόνε συγχωρείς. Ήτανε πολύ ωραίο παιδάκι. Πέρασαν τα χρόνια, θέλησα να τονε βάλω στο σχολείο, γίναμε... Τονε βάλαμε στο σχολείο, θέλαμε να γίνουμε σαν παρένθετοι γονείς, αλλά βεβαίως, έχει μεγάλες υποχρεώσεις αυτό. Και τέλος πάντων είχαμε φτάσει, δηλαδή, σχεδόν να τον υιοθετήσουμε. Όμως, κακό του κεφαλιού του, τι έκανε; Είχαμε πάει σ’ έναν χορό στην κοινότητα και μάζεψε όλους τους mbangapon από τον δρόμο και σπάσανε την πόρτα του σαλονιού και πήραν την τηλεόραση και κάτι άλλα μικροπράγματα και κάποια άλλα ρούχα και οι στρατιώτες, που έκαναν περιπολία, τους πιάσανε στον δρόμο όλους, και τα πράγματα, μας τα έφεραν τα πράγματα, και βεβαίως, κατέληξε να τονε πάρουνε και να τονε βάλουνε κι αυτόν σε αναμορφωτήριο, φυλακές παιδικές. Αλλά, επειδή κι αυτός- σου είπα- είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να γίνεται αγαπητός, δεν τολμούσε νά ‘ρθει να μας δει, μ’ αυτό που μας έκανε, αλλά τον είχαν αγαπήσει και οι στρατιώτες εκεί και τον πήρανε, τον πήγανε εκεί στο μέρος αυτό που... Πώς να το πούμε τώρα; Που είναι οι στρατιώτες και τα γραφεία τους. Και τον είχανε να τους παίρνει τσιγάρα, να τον στέλνουνε να τους κάνει θελήματα κι αυτό το παιδάκι μεγάλωσε, έγινε ένας χοντρομπαλάς, όχι και πολύ ψηλός, ασχήμυνε λίγο, και κάποια στιγμή στον φούρνο σταματάει μία κούρσα μαύρη, πάρα πολύ ωραία κούρσα, Mercedes, με φιμέ τζάμια και βγαίνει αυτός ο χοντρομπαλάς ο οδηγός και έρχεται μέσα στον φούρνο να πάρει ψωμιά... Με κοίταζε και μου γέλαγε. Εγώ λέω: «Τι μου γελάει τώρα αυτός; Με ερωτεύτηκε; Τη γιαγιά του; Τι έπαθε;». Και μου λεει: «Δεν με γνωρίζεις, μαμά;». Αυτή τη φωνή, όμως, κάπου την ήξερα. Και μου λέει: «Εγώ είμαι, ο Πιτσού!». Και πέφτει στα γόνατα και μου άρπαγε τα χέρια και μου τα φύλαγε και μου λέει: «Μαμά -μου λέει- σ’ αγαπάω, συγγνώμη, συγγνώμη!». «Τι κάνεις, βρε Πιτσού;». Μου λέει: «Έγινα οδηγός και είμαι σωφέρ στον πρόεδρο του δικαστηρίου, σε μεγάλους που έρχονται από την πρωτεύουσα εδώ, εγώ τους οδηγώ, εγώ τους πηγαίνω όπου έχουνε να πάνε και γι’ αυτό είμαι μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο και είμαι πάρα πολύ καλά κι ετοιμάζομαι για να παντρευτώ». Ε, κι εγώ συγκινήθηκα, λέω: «Μπράβο, Πιτσού!». Και μετά ερχότανε πολύ συχνά να με δει, να παίρνει ψωμιά για τους μεγάλους, ναι... Και τον έβλεπα κατ’ αυτήν την έννοια, ναι. Είναι ένα περιστατικό που κι αυτό θα το θυμάμαι και με αγάπη και με νοσταλγία.
[00:30:00]Περάσανε τα χρόνια, μεγαλώσαμε, γεράσαμε, ζήσαμε ωραία, ζήσαμε και άσχημα, ώσπου κάποια στιγμή, βρεθήκαμε και στην πατρίδα μας. Ηλικιωμένοι πια, ο άντρας μου είχε πάθει την καρδιά του, έκανε χειρουργείο, διπλό μπαϊμπάς...
Έτσι αποφασίσατε να φύγετε από το Κονγκό;
Όχι. Γεράσαμε. Μεγαλώσαμε. Δεν είχαμε αντοχές. Τα παιδιά μας ήρθαν εδώ, σπουδάσανε και τα τρία, ασχέτως ότι δεν κάνουνε τα επαγγέλματα που σπούδασε κανένας απ’ τα παιδιά, αλλά ναι. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε περισσότερο στην Αφρική και λόγω ηλικίας και λόγω υγείας... Κι έτσι, τις επιχειρήσεις μας και τα ακίνητά μας τα κρατήσαμε και τα ‘χουμε επινοικιάσει σε Τούρκους, οι οποίοι, βεβαίως, δεν είναι και αξιόπιστοι. Αντιμετωπίζουμε προβλήματα μεγάλα, αλλά ελπίζουμε ότι ο καλός Θεός θα μας βοηθήσει και θα τα λύσουμε κι αυτά. Βρεθήκαμε, λοιπόν, στην Ελλάδα και βρεθήκαμε σε έναν παράδεισο. Αυτός ο παράδεισος, που πραγματικά είναι ένα μικρό διαμάντι μέσα στον Σαρωνικό, είναι το Αγκίστρι. Είναι ένα μέρος που σε γοητεύει απ’ την πρώτη ματιά. Που νομίζεις ότι είσαι πολύ ευλογημένος, όταν μπορείς να ζήσεις σε αυτό το νησάκι το μικρό. Που δεν έχει πολλούς κατοίκους, έχει περίπου 1000. Περίπου λέω, γιατί δεν είμαι και σίγουρη. Αλλά έχει τόσα πολλά καλά, τόσο πολύ πράσινο, τόσο πολύ οξυγόνο, τόση πολλή ηρεμία, τόσο υπέροχη θάλασσα, φανταστική, η οποία είναι ζωντανή. Πότε με τα κύματά της, πότε με την γαλήνη της, πότε με την αγριάδα της, πότε με την ηρεμία της... Ξυπνάς το πρωί και σε συνεπαίρνουν όλα αυτά. Δεν ξέρω αν είμαι ρομαντική ή δεν ξέρω μήπως μου λείψανε 50 χρόνια στην Αφρική και να τα βλέπω με άλλο μάτι, αλλά πιστεύω πως είναι το ωραιότερο νησί. Εγώ είμαι Ανδριώτισα. Και το δικό μου το νησί έχει ομορφιές. Όμως αυτό είναι το κάτι άλλο. Οι ομορφιές της Άνδρου, ναι, είναι πολλές, αλλά όταν ζεις στον Πειραιά και θέλεις να κάνεις ένα ολόκληρο ταξίδι για να βρεθείς στην Άνδρο και χρειάζεσαι αυτοκίνητο για να την γυρίσεις και ο σύζυγος έχει μεγαλώσει και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτές. Ναι, είναι ωραία, αλλά δεν είναι για εμάς που μεγαλώσαμε. Το Αγκίστρι τι έχει; Το Αγκίστρι το γυρίζεις όλο με τα πόδια, άντε και με το ποδήλατο. Δεν σου χρειάζεται αυτοκίνητο. Τα νέα παιδιά; Θα πάρουν τα πατίνια τα ηλεκτρικά, θα τρέξουνε, θα παίξουνε, θα ευχαριστηθούν. Τι θέλεις; Θέλεις ζωή; Την έχεις. Το ένα κέντρο πιο όμορφο απ’ το άλλο. Καφετέριες για νέους, ήσυχα κεντράκια για ηλικιωμένους... Δεν μας λείπει τίποτα! Και γι’ αυτό πιστεύω ότι ο καλός Θεός μας ευλόγησε με τον τρόπο του και μας είπε: «Α! Εσείς Τσελεντέοι περάσατε φουρτούνες και φουρτούνες στη ζωή σας, τώρα πρέπει να ζήσετε πολύ- πολύ καλύτερα τα γεράματα σας». Και μας έστειλε εδώ.
Πώς βρεθήκατε στο Αγκίστρι;
Στο Αγκίστρι; Στο Αγκίστρι ήρθαμε εδώ με πονηριά. Η νύφη μου, του Χριστόφορου, η Αθήνα, η γυναίκα του, μας έλεγε από καιρό ότι είναι ένα μικρό διαμάντι μέσα στον Σαρωνικό, είναι ένα πανέμορφο, «πηγαίνετε να το δείτε». Ο σύζυγος, όμως, είχε πάθει κατάθλιψη που έφυγε από την Αφρική. Που εγκατέλειψε την περιουσία του μετά από τόσα χρόνια που έζησε στην Αφρική και δεν ήθελε να ξεκουνήσει. Ήτανε στον καναπέ με ακουστικά, στην τηλεόραση και δεν άκουγε τίποτα. Με την πονηριά, λοιπόν, ότι η νύφη μου έκλεισε σε ένα ξενοδοχείο του Αγκιστρίου, συγκεκριμένα στην «Αναγέννηση» που είναι απάνω στο κύμα για 10 μέρες και προπλήρωσε — που δεν ήταν αλήθεια, γιατί δεν το είχε προπληρώσει — έτσι τον ξεκουνήσαμε τον Κωστάκη μου και ήρθαμε στο Αγκίστρι για 10 μέρες. Περνούσανε οι μέρες, το ερωτεύτηκε κι ο άντρας μου, του άρεσε πάρα πολύ. Τού ‘κανε εντύπωση ότι, παρότι είναι μες στη θάλασσα, δεν έχει καθόλου υγρασία. Ενώ σε άλλα μέρη κολλάς ολόκληρος από την υγρασία, εδώ καθόλου υγρασία. Και από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου στην «Αναγέννηση» βλέπαμε νέα ζευγάρια, τουρίστες, που δεν θέλανε να πληρώσουνε ξενοδοχείο, να παίρνουν αυτές τις ξαπλώστρες στις καφετέριες, να βάζουν την τσάντα κάτω απ’ [00:35:00]την ξαπλώστρα το βράδυ και να το ρίχνουν στον ύπνο. Και το πρωί τα μαζεύανε και φεύγανε. Αν είχε υγρασία, δεν θα το κάνανε αυτό το πράγμα. Και έτσι, βολτάροντας στα δρομάκια του Αγκιστρίου, ποτέ στο Μεγαλοχώρι στα σοκάκια του τα γραφικά, ποτέ στην Σκάλα την πανέμορφη με τις περικοκλάδες της στα λιμανάκια, ποτέ με βότσαλο, ποτέ με άμμο, με την θάλασσα την φανταστική, το ερωτεύτηκε κι αυτός κι εγώ. Και βρεθήκαμε τυχεροί, γιατί πουλιόταν ένα σπίτι όντως απάνω στο κύμα — συγκεκριμένα, γιατί έχω μετρήσει, είναι 87 βήματα από την πόρτα του σπιτιού μου μέχρι να βάλω τα πόδια μου στο νερό της θάλασσας — και έτσι το βρήκαμε και τ’ αγοράσαμε το σπίτι αυτό και κάνουμε εδώ τα γεράματα μας. Δεν έχουμε γίνει ακόμα μόνιμοι κάτοικοι επίσημα και με βούλα, αλλά εντός ολίγων ημερών θα γίνει κι αυτό. Ναι.
Να μεταφέρετε τα...
Θα μεταφέρουμε όλα μας τα δικαιώματα-
Δημοτικά...
Θα γίνουμε δημότες εδώ. Αφού δεν φεύγουμε, και το χειμώνα εδώ καθόμαστε, γιατί να μην είμαστε δημότες;
Ήθελα να σας ρωτήσω για τον χειμώνα, να μου πείτε μετά.
Ναι, είναι τόσο όμορφος κι ο χειμώνας! Είναι πάρα πολύ όμορφο νησί. Όποιος δεν το ‘χει επισκεφθεί, είναι καλό να το επισκεφθεί έστω για μια φορά, να αποκτήσει αυτή την όμορφη εμπειρία, γιατί τέτοια νησάκια είναι διαμάντια. Εγώ βλέπω στο Ντουμπάι, σ’ έναν ξερότοπο που δεν είχανε τίποτα κι έχουνε ρίξει τον πλούτο και φτιάξανε τεχνητά πράγματα και τεχνητές θάλασσες και τεχνητές παραλίες και τεχνητά πράγματα, ό, τι κι αν έχει, και πού να είχανε αυτό το διαμάντι εδώ! Εμείς τα έχουμε και δεν τα εκτιμάμε, βρε παιδί μου... Κρίμα. Κάτι ήθελες να με ρωτήσεις.
Για το Αγκίστρι, μιας και μου το είπατε, τον χειμώνα πώς τα περνάτε, που δεν έχει τουρισμό;
Έχει μία πανέμορφη ησυχία, μια γαλήνη. Δηλαδή, θα μπορούσες να ασχοληθείς να γράψεις, να πλέξεις, να διαβάσεις, να κάνεις χίλια- δύο πράγματα. Να ανοίγεις το πρωί το παράθυρο και να αναπνέεις το οξυγόνο και να παίρνεις αυτές τις υπέροχες μυρωδιές. Ακόμα και οι μυρωδιές από τα τζάκια που καίνε ξύλο έχουνε μια αίγλη διαφορετική. Έχουνε κάτι, έχουνε κάτι που σε τρελαίνει που... Ανακατεμένο το ξύλο που καίγεται στο τζάκια με το οξυγόνο από τα δέντρα και με την αλμύρα από τη θάλασσα, κάνουνε μια υπέροχη μυρωδιά. Δεν ξέρω αν εγώ το βλέπω έτσι. Εμένα με ξετρελαίνει, με μαγεύει, τρελαίνομαι για τον χειμώνα εδώ, είναι πανέμορφα. Κι όταν βρέχει- δεν βρέχει πολύ- αλλά την αποζητάμε τη βροχή. Είναι τόσο όμορφα να βρέχει... είναι τόσο όμορφα. Και βγάζει η γη κάτι μυρωδιές φανταστικές μετά από τη βροχή. Μετά, είναι πολύ ευλογημένο χώμα∙ έχει βότανα, έχει πάρα πολλά βότανα. Όποιος ξέρει κι από βοτανολογία, μπορεί να βρει εδώ χίλια δυο πράγματα. Και δεν μιλάω, βέβαια, για τα σπαράγγια, που έχουμε τρελαθεί να τρώμε ομελέτες με σπαράγγια. Χοντραίνουνε, αλλά δεν πειράζει!
Μαζεύετε...
Μαζεύουμε. Ραδίκια μαζεύουμε, χορταράκια μαζεύουμε. Α! Φτιάχνουμε και πάρα πολύ ωραίο βαλσαμέλαιο... Το βαλσαμόχορτο είναι φουλ εδώ και βγαίνει. Και τ’ αφήνουμε στον ήλιο το καλοκαίρι 40 μέρες και παίρνει αυτό το ωραίο κόκκινο χρώμα. Το οποίο κάνει για όλα, για τα εγκαύματα, για τη μέση σου άμα πονάει, για δερματικές παθήσεις, για ό,τι θέλεις. Οι αρχαίοι Έλληνες το λέγαν «βαλσαμόχορτο», γιατί θεράπευε τα πάντα. Με το βαλσαμόχορτο τα πάντα θεράπευαν. Έτσι κι εγώ τώρα και στα εγγόνια μου και ό, τι πάθουνε. Καήκανε; Εγκαύματα έχουνε απ’ τον ήλιο; Ό, τι έχουνε, λαδάκι, βαλσαμέλαιο. Ναι, δεν μας λείπει, ναι. Κι εγώ δεν το ‘ξερα, εδώ το έμαθα.
Να σας ξαναφέρω λίγο στην Αφρική;
Βεβαίως.
Μου μιλήσατε πολύ για την σχέση σας με τους ντόπιους εκεί. Πώς ήταν οι σχέσεις των Ευρωπαίων γενικά με τους ντόπιους;
Οι σχέσεις των Ευρωπαίων γενικά με τους ντόπιους... Αυτό δεν μπορούμε να το γενικεύσουμε, γιατί άλλων ήταν καλές και άλλων όχι καλές. Οι δικές μας οι σχέσεις, εγώ γι’ αυτό μπορώ να [00:40:00]μιλήσω ήτανε πάρα πολύ καλές. Τους αγαπούσαμε και μας αγαπούσανε. Υπάρχουνε άνθρωποι που ήτανε στη δουλειά μας από νέα παιδιά, που μέχρι και σήμερα μας τηλεφωνούν να δούνε αν είμαστε καλά. Εγώ είχα φίλες μαύρες αξιόλογων ανθρώπων που... Ας πούμε ήτανε ο... Ο inspecteur du travail είναι αυτός που είναι ο υπεύθυνος για τους εργάτες, που έμενε στην περιοχή μας και ήταν η γυναίκα του εκεί. Ερχότανε, πίναμε καφέ, καθόμαστε, μιλάγαμε, συζητούσαμε, μού ‘λεγε για έθιμα, για ήθη του τόπου που με μαγεύανε. Είχαμε και έναν παπά καθολικό, πελάτη, που κι αυτός μας έλεγε ήθη και έθιμα εκεί του κόσμου, τα οποία είναι σαγηνευτικά και πανέμορφα. Μα θέλεις να γράψεις πολλά για αυτά τα πράγματα! Τι να σου πω; Να σου πω ότι οι μαύροι, όσο κι αν πεινάνε, έχουνε τον Θεό μέσα τους! Ενώ πεινάνε! Εμάς, τα δικά μας τα παιδιά που δεν πεινάνε, άμα θα τους δώσεις ένα γλυκό, άμα θα τους δώσεις ένα μπισκότο, κλαπ-κλαπ, το κατεβάζουνε, το καταπίνουνε σαν γλαρόνια. Εκεί το παιδάκι τρώει μικρές μπουκίτσες και δίνει και στο διπλανό παιδάκι μια μπουκίτσα και στο παραδιπλανό και το μοιράζουνε. Μα ένα κομματάκι ψωμί θα το φάνε 10 παιδάκια, δεν θα το φάει μόνο του. Δεν θα τ’ αρπάξει να το καταπιεί. Και τα βλέπεις και λες: «Μα αυτά τα παιδιά πού μεγαλώνουνε; Στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ; Πώς τρώνε τόσο ευγενικά; Πεινάνε! Πώς τρώνε τόσο σιγά; Πώς δεν καταβροχθίζουνε;». Τρώνε σιγά και δίνουνε και στους γύρω τους. Επίσης κάτι που μου είπε ένας παππάς καθολικός που ερχότανε κάθε μέρα κι έπαιρνε ψωμί απ’ τον φούρνο μας και τον περιμέναμε∙ πολλές φορές δεν κλείναμε για νά ‘ρθει ο père Raymond πάρει το ψωμάκι του. Ήρθε πάρα πολύ αργά, λίγο πριν κλείσουμε. Και του λέω: «Père, γιατί ήρθες τόσο αργά;», «Ω -μου λέει- είχα μία κηδεία και άργησα πάρα πολύ γιατί έπρεπε να τελειώσουν όλα τα χρέη του νεκρού προς τον κόσμο». «Ποια χρέη;», του λέω, «τι μου λες;». «Α -μου λέει- δεν το ξέρετε αυτό; Εδώ -λέει- δεν θάβουνε τον νεκρό αν δεν έχουν εκπληρωθεί όλα του τα χρέη. Οπότε -λέει- ο πρωτότοκος ο γιος, πριν μπει στη γη ο νεκρός, φωνάζει και λέει: “ο μπαμπάς σε ποιον χρωστάει;”. Και λένε: “εμένα 10 φράγκα”. Έχει χρήματα μαζί του και πληρώνει “Πάρ’ τα”. “Εμένα 20”, “Πάρ’ τα”. “Εμένα 40”, πάρτα». Και του λέω: «Πάτερ -του λέω- και πώς δεν λένε ψέματα; Και πώς δεν λένε “εμένα μου χρωστάει”, κι ας μην του χρωστάει;». «Α -λέει- φοβούνται! Ξέρουν ότι αν θα πούνε ψέματα, ο νεκρός θα τους πάρει μετά. Και γι’ αυτό λένε πάντα την αλήθεια». Τελειώνουνε τα χρέη και μετά τονε θάβουνε. Επίσης, ένα άλλο πάλι που μου έκανε εντύπωση, όταν έχουνε κάποιον νεκρό και περνάς με τ’ αυτοκίνητό σου πρέπει να σταματήσεις να περάσει πρώτα η πομπή του νεκρού, διότι τον πηγαίνουνε τροχάδην, δεν τον πηγαίνουνε σιγά-σιγά. Κι από πίσω είναι κόσμος που τραγουδάει, που χορεύει, που ξεφαντώνουνε. Και λέω: «Μα τι είναι αυτό το πράγμα; Χαίρονται;». «Ναι -λέει- χαίρονται, γιατί ο άνθρωπος αυτός έφυγε και πάει στον Θεό, κοντά στον Θεό, και θα ζήσει ειρηνικά από ‘κεί και πέρα, χωρίς πόνους, χωρίς προβλήματα» και χαίρονται. Και μετά από την κηδεία κάνουνε τρικούβερτο γλέντι στις αυλές. Ανάβουνε φωτιές, τρώνε, φτιάχνουνε τσάγια, πίνουνε... Μπορεί να κρατήσει και δύο μέρες. Το λένε «kiriu» αυτό, δηλαδή το πένθος. Και ξεφαντώνουνε. Δεν θα δεις να κλαίνε σε κηδεία, θα δεις να γελάνε. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που θα δεις να κλαίνε. Κι αυτό μου έκανε εντύπωση. Αλλά έχουνε κι ένα άλλο περίεργο έθιμο που μου το είπε αυτή η φίλη μου. Όταν κάποιος φύγει απ’ τη ζωή κι έχει παιδιά η γυναίκα του να μεγαλώσει, είναι υποχρεωμένος ο αδερφός του ο μεγαλύτερος να την παντρευτεί την γυναίκα αυτή και να μεγαλώσει τα παιδιά του. Και τα παιδιά, μαζί με τα παιδιά αυτού που την παντρεύεται γίνονται αδέρφια και την παίρνει τη γυναίκα στο σπίτι του. Η δε γυναίκα του, η πρώτη κυρία του αδερφού του μεγάλου, είναι υποχρεωμένη να την δεχτεί την γυναίκα του κουνιάδου της που πέθανε. Δεν σηκώνει αντίρρηση. Κι εκεί γίνεται μία μεγάλη γιορτή και γίνεται ένας γάμος με έναν περίεργο τρόπο. Κι εμένα μου τον είπαν αυτόν τον τρόπο, λίγο μου φαίνεται αστείο, αλλά ναι. Ότι μαζεύονται εκεί, στην αυλή του σπιτιού, γυναίκες και συγγενείς και έχουνε τα ταμ-τουμ και [00:45:00]κάνουνε τα «ουά, ουά» που κάνουν εκεί, ξέρεις, οι ντόπιοι. Έχουνε βεβαίως και μπουφέ ετοιμάσει για μετά, και φαγητά τα δικά τους, και έχουν ένα μεγάλο σεντόνι άσπρο, από πίσω ανάβει φωτιά, έχουνε μία σκάφη με νερό από πίσω, οι από μπροστινά βλέπουνε σαν σκιά τους ανθρώπους, πώς παίζαμε παιδάκια Καραγκιόζη; Και εκεί, σ’ αυτήν τη σκάφη με το νερό, γδύνονται και οι δύο, πλένει ο ένας τον άλλον με την κανάτα, χύνει ο ένας στον άλλον νερό, ντύνονται και βγαίνουν αγκαλιά έξω απ’ το σεντόνι μετά και ίσον έγινε ο γάμος. Και ξεκινάει το γλέντι. Έχουνε ετοιμαστεί από πριν και μπύρες κι αναψυκτικά και ψωμιά και τα δικά τους. Ναι, είναι ένα από τα έθιμα κι αυτό. Έχουνε πολλά.
Ζούσαν μαζί στις συνοικίες και λευκοί και μαύροι ή υπήρχε διάκριση;
Ναι, ναι. Υπάρχουνε τα χωριά των μαύρων. Εξακολουθούν και υπάρχουν, άλλα υπάρχουνε και μικτά σπίτια. Δηλαδή, εμείς εκεί που ήμαστε στην πρώτη πόλη, στα ορυχεία του Κιπουσιού, ήτανε και μαύροι. Εμείς, το σπίτι μας ήταν ακριβώς απέναντι από τα σπίτια των εργατών της Gécamines, της εταιρείας. Kαι ήτανε μαύροι. Kαι… Ναι, και στα σχολεία, στο βελγικό σχολείο ήτανε και μαύρα παιδιά και άσπρα παιδιά. Ήτανε ειρηνική η συμβίωση, δεν υπήρχανε προβλήματα. Δεν υπήρχαν, όχι όχι! Μια χαρά. Και στο Λουμπουμπάσι πάλι που πήγαμε, πάλι στην περιοχή μας είχε και σπίτια Ευρωπαίων, είχε και σπίτια μαύρων. Βεβαίως, σπίτια μαύρων που είχανε μια οικονομική επιφάνεια. Ο λαός ο φτωχός είχε τα quartiers των μαύρων, δηλαδή τις συνοικίες των μαύρων με τα σπίτια τα πολύ φτωχικά. Υπάρχουνε κάπου έξω, πηγαίνοντας προς Λικάσι, προς Κολουέζι, και τα χωριά των μαύρων που εξακολουθούν να είναι καλύβες, όπως βλέπουμε σε πίνακες, σε έργα... Με το άχυρο από πάνω. Με το χώμα κάτω, που ρίχνουνε λάδι, μαζεύουνε λάδι απ’ τα συνεργεία των αυτοκινήτων και ποτίζουνε το έδαφος και το πατάνε μετά πολύ- πολύ κι αυτό γίνεται σαν τσιμέντο. Και το σκουπίζουνε με σκούπες κι αυτά, στρώνουνε κάτω πανιά και κοιμούνται... Πρωτόγονα κάπως. Αλλά όσο και φτωχοί αν είναι, και στα χωριά τους κι αυτοί οι άνθρωποι τα παιδάκια τους θα τα στείλουν στο σχολείο. Δεν είναι όπως τα πολύ παλιά χρόνια. Εμένα μου έκανε εντύπωση, που είχαμε και τον φούρνο, όλα τα παιδάκια στο σχολείο των μαύρων τώρα, που είναι μόνο μαύρα παιδιά, έκαναν οικονομίες όλον τον χρόνο για να τους αγοράσουν και το μπλε παντελονάκι, το άσπρο πουκαμισάκι, την μπλε φουστίτσα, το άσπρο μπλουζάκι για τα κοριτσάκια, την τσαντούλα τους την όμορφη, τα τετράδιά τους. Ερχόντουσαν και τα αγοράζανε, ερχόντουσαν το πρωί και παίρνανε ψωμάκι και το μοιράζανε στα παιδάκια, ό,τι μπορούσανε οι καημένοι. Δηλαδή είχανε τα παιδάκια τους πολύ περιποιημένα και τα έστελναν όλοι υποχρεωτικά στο σχολείο. Δεν είναι όπως παλιά.
Υπήρχανε όμως σχολεία που ήταν «των μαύρων», που λένε;
Βέβαια! Και υπήρχανε και υπάρχουνε και θα υπάρχουνε.
Ήταν οικονομικό το κριτήριο δηλαδή;
Οικονομικό το κριτήριο. Υπάρχει και πολύ πλούτος και πολλή φτώχεια. Τα συναντάς όλα στην Αφρική. Υπάρχει η πολύ υψηλή τάξη, η μεσαία και η πάρα πολύ χαμηλή.
Η ελληνική παροικία πώς ήταν; Υπήρχε κοινότητα; Ήσασταν οργανωμένοι;
Πολύ οργανωμένη κοινότητα. Μέσα εδρεύουν τα σχολεία, τα οποία δεν έχουνε τίποτα να ζηλέψουν από τα ελληνικά σχολεία — μπορώ να σου πω ότι είναι και καλύτερα. Έχει και παιδιά που είναι από Έλληνες γονείς παντρεμένους ή με μαύρες ή με μαύρους παντρεμένοι, παιδιά μιγάδες. Έχει πολλά τέτοια παιδάκια. Το σχολείο λειτουργεί κανονικά, όλες του οι τάξεις. Μπορούμε να το πούμε σαν φροντιστηριακό το μάθημα που γίνεται. Οι εκπαιδευτικοί έρχονται από το υπουργείο Παιδείας, τους παρέχεται στέγη μέσα στην ελληνική κοινότητα. Η ελληνική κοινότητα έχει φτιάξει σπίτια που τα δίνει στους δασκάλους και στους καθηγητές. Τα μικρότερα στους εργένηδες, τα μεγαλύτερα στις οικογένειες. Είναι μέσα στην ελληνική κοινότητα και το σχολείο είναι πανέμορφο. Όποιος θέλει, μπορεί να μπει ηλεκτρονικά στην ελληνική κοινότητα του Λουμπουμπάσι και θα δει για το σχολείο και θα δει και τα σπίτια των εκπαιδευτικών και θα δει τους χώρους άθλησης. Είναι κάτι πάρα πολύ όμορφο, όπως επίσης και η εκκλησία μας. Εκεί τις γιορτές τις νιώθουμε. [00:50:00]Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την 25η Μαρτίου, την 28η Οκτωβρίου τα ζούμε με πάθος. Και τα ζούμε τόσο έντονα και δημιουργείται τέτοια αγάπη για την πατρίδα μας, γιατί μας λείπει και τα σχολεία δίνουνε πνοή. Μαθαίνουνε τους ελληνικούς χορούς οι δάσκαλοι στα παιδιά. Είναι πολύ όμορφα, πάρα πολύ όμορφα.
Πώς δουλεύατε τις γιορτές σας δηλαδή σαν κοινότητα; Μπορείτε να μου περιγράψετε μία τυπική γιορτή που θα κάνατε;
Παράδειγμα, ας πούμε, θέλαμε να κάνουμε ένα χορό, στην ελληνική κοινότητα, ας πούμε, της Πρωτοχρονιάς. Αναλάμβανε μία επιτροπή από κυρίες και γύριζαν όλους τους Έλληνες με μία λίστα κι έλεγαν: «Εσύ τι θα φτιάξεις;». Άλλη θα έφτιαχνε ντολμάδες, άλλη θα έφτιαχνε τυρόπιτες, άλλη θα έφτιαχνε ψητό χοιρινό, άλλη θα έφτιαχνε μοσχάρι. Διάφορα πράγματα και γινόταν ένας τόσο πλούσιος μπούφες, φανταστικός. Που είχε και του πουλιού το γάλα, πανέμορφα. Μετά διοργάνωναν κυρίες που ήτανε στα καλλιτεχνικά περισσότερο, να διαμορφώσουνε τους χώρους, να τους στολίσουν, να φτιάξουνε ό, τι χρειάζεται με χρυσάφια και μπιρλάντια, με κορδέλες... Να φτιάξουν την πίστα. Υπήρχε ορχήστρα απ’ τα παιδιά μας και μάλιστα ο γιος μου έπαιζε αρμόνιο και πιάνο και, όσο ήτανε στο ελληνικό σχολείο εκεί, ήτανε στην ορχήστρα της ελληνικής κοινότητος, και μαύροι επίσης, και τραγουδιστές και παιδιά δικά μας αλλά και μαύροι, που ήξεραν ελληνικά τραγούδια, και δημιουργούσανε μία ατμόσφαιρα πάρα πολύ όμορφη, που φτάναμε ως το πρωί. Και την Καθαρά Δευτέρα επίσης, πάλι οι κυρίες έφτιαχναν τις ταραμοσαλάτες, τα χταποδάκια, τα θαλασσινά... Και το γλέντι φτάνει ως το πρωί. Δηλαδή δεν το διαλύεις εύκολα. Το Πάσχα; Φανταστικό! Εκεί η ελληνική κοινότητα βάζει στη σειρά τα αρνιά και τα κατσίκια και έχει τους μαύρους που τα γυρίζουνε και γυρίζεις και κόβεις όποιο κομμάτι ψαχνό θέλεις και τρως. Και μετά, βέβαια, όταν ψηθούν όλα είναι τα γκαρσόνια εκεί που κόβουνε πιατέλες και τις πηγαίνουν στα τραπέζια, αλλά και οι κυρίες έχουνε φτιάξει απ’ το σπίτι διάφορες λιχουδιές, σαλάτες, μακαρονοσαλάτες, τζατζίκια, ό, τι φανταστείς ρέει άφθονο... Γλυκά...
Τι ωραία!
Ναι, είναι άλλος τρόπος ζωής, πολύ διαφορετικός, πάρα πολύ διαφορετικός. Περιμένουμε με λαχτάρα να γίνονται αυτές οι γιορτές.
Για να βρίσκεται η κοινότητα, ναι.
Να βρίσκεται η κοινότητα, οι Έλληνες έχουνε σύμπνοια μεταξύ τους… Δεν λέω ότι δεν υπάρχουνε και αντιζηλίες. Αυτό είναι κανόνας γενικώς και παντού, και στα χωριά και στις πόλεις και στην Ελλάδα, κι εκεί υπάρχει, υπάρχουνε αντιζηλίες. Το εμπόριο έχει τις αντιζηλίες του, αλλά στις γιορτές όλοι γινόμαστε ένα. Βάζεις στην άκρη τα επιμέρους μικρά προβλήματα. Έπειτα, η εκκλησία μας, είναι μια πανέμορφη εκκλησία που την έχουνε φτιάξει οι Έλληνες. Έχουμε φοβερή ιεραποστολή στο Κολουέζι, με πολύ πλούσιο έργο, πολύ πλούσιο έργο.
Θα μου πείτε για την εκκλησία;
Στην εκκλησία μας πάντοτε όλοι οι Έλληνες θα μαζευτούν-
Συγγνώμη που σας διακόπτω, μιλούμε τώρα για την καθολική που είχατε ή στην ορθόδοξη που φτιάξατε στην κοινότητα;
Την ορθόδοξη εκκλησία του Λουμπουμπάσι που έχουνε φτιάξει οι Έλληνες, που έχει γίνει πανέμορφη. Είπαμε ότι όποιος θέλει μπορεί να μπει μέσω internet και να την δει την εκκλησία μας, πόσο όμορφη είναι και πόσο κατανυκτικές είναι οι λειτουργίες που γίνονται εκεί. Θα έρθει ο πρόξενος, έρχονται επίσημοι από την Κινσάσα, έρχονται και μαύροι και άσπροι. Βαφτίζονται πάρα πολλά παιδιά ορθόδοξα, μαύρων παιδιά. Έρχονται και γυναίκες, που έχουνε κι επίπεδο γυναίκες — όχι ο φτωχός λαός — έρχονται στην εκκλησία, κοινωνάνε, ψέλνουνε... Είναι πολύ εντυπωσιακά τα κάλαντα! Τα κάλαντα την Πρωτοχρονιά και τα Χριστούγεννα έρχονται παιδιά, μαύρα παιδιά, Κονγκολεζάκια, τα οποία μιλάνε ελληνικά κι έχουνε μάθει τα ελληνικά κάλαντα. Κι επειδή στη φύση τους είναι η μουσική, τραγουδάνε τόσο όμορφα, με τέτοιο ρυθμό και τόσο γλυκές φωνές, που λες: «Θεέ μου, δώσε μου άλλα δυο αυτιά!». Να μην χορταίνεις να τα ακούς! [00:55:00]Είναι τόσο υπέροχα τα κάλαντα που λένε, που σε τρελαίνουνε. Και τα παιδάκια είναι μαύρα. Έρχονται και τα παιδάκια από την ελληνική κοινότητα του σχολείου. Τώρα, είναι κρίμα να το πω ότι μ’ αρέσουν περισσότερο τα κάλαντα απ’ τα μαυράκια, αλλά είναι η αλήθεια! Είναι και τα δικά μας τα παιδιά, ωραία τα λένε, μια χαρά. Αλλά, ρε παιδί μου, τα μαυράκια έχουνε τον ρυθμό, τη μουσική, τη γλυκύτητα της φωνής μέσα τους! Δηλαδή, βλέπεις μαυράκια πάμφτωχα να χορεύουνε και λες «τι γίνεται εδώ;». Έτσι τραγουδάνε και ωραία και ψέλνουνε. Μα, και στην καθολική εκκλησία τραγουδάνε και ψέλνουνε. Και τραγουδάνε πάρα πολύ ωραία, έχουνε χριστιανικούς ύμνους υπέροχους... Υπέροχους! Έτσι και στην ελληνική εκκλησία οι μαυρούλες ψέλνουνε μαζί με τον ψάλτη.
Εσείς πότε γυρίσατε οριστικά στην Ελλάδα;
Πριν οχτώ χρόνια, ναι.
Τα παιδιά γύρισαν μαζί σας; Όχι. Είχαν φύγει...
Όχι. Τα παιδιά, όταν τελείωσαν το Λύκειο, οι δίδυμοι, ήρθαν εδώ για σπουδές. Ο Χριστόφορος μπήκε στα Τ. Ε. Ι., Διοίκηση Επιχειρήσεων και ο Χρήστος στην Πάτρα μηχανολόγος-μηχανικός. Ο Άγγελος, που είναι ο πιο μικρός, μπήκε ηλεκτρονικός. Πήγε σε Ι. Ε. Κ. Δεν πέρασε στο Πολυτεχνείο που ήθελε να τελειώσει, να μπει εκεί. Δεν μπήκε, για λίγους βαθμούς δεν μπήκε. Το ‘φερνε πάρα πολύ βαριά. Και τέλος πάντων, για να μην πάει ο χρόνος του χαμένος, τελείωσε τα Ι. Ε. Κ. Δέλτα. Και μετά έδωσε στο Δημόσιο και πέρασε με «άριστα». Το χαρτί του το πήρε απ’ το Δημόσιο μετά με «άριστα». Ήρθανε πιο μπροστά. Τα παιδιά ήταν εδώ στην Ελλάδα με τη μαμά μου πολλά χρόνια πριν.
Σκέφτεστε να ξαναπάτε στην Αφρική; Όχι για μόνιμα, ίσως.
Ναι, η νοσταλγία είναι πολύ μεγάλη. Θέλουμε. Ο άντρας μου σ’ αυτήν την ηλικία — γιατί τώρα είναι και 87 στα 88 — δεν είναι ό, τι πιο εύκολο. Είναι και το covid που έχει αλλάξει τις ζωές μας και είναι λίγο πρόβλημα για τον άντρα μου. Και για μένα, αλλά ίσως εγώ να τα καταφέρω πιο εύκολα από τον άντρα μου. Και αν κάποιο απ’ τα παιδιά θελήσει να πάει, θα πάω μαζί.
Ίσως να πάνε τα εγγόνια για να δουν το μέρος, στο οποίο μεγάλωσαν...
Ίσως, γιατί επειδή έχουμε κρατήσει τα ακίνητά μας κι αν δεν τα πουλήσουμε, δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί το μέλλον - βεβαίως θέλουμε να τα πουλήσουμε- αλλά λέμε ότι αν τυχόν και δεν τα πουλήσουμε, σίγουρα τα εγγόνια μπορεί να πάνε. Δηλαδή δεν το θεωρώ άσχημο κάποιο απ’ τα παιδιά μας να κρατούσε και τις δουλειές μας, γιατί είναι άλλη ποιότητα ζωής. Δηλαδή, δεν είναι σαν να είσαι στη Γερμανία ή σε ένα οποιοδήποτε ευρωπαϊκό μέρος, είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Καταρχήν, έχουμε πάρα πολύ καλό κλίμα εκεί, το μέρος μας, γιατί είναι 1800 μέτρα υψόμετρο. Δεν έχουμε ούτε πολύ κρύο ούτε πολλή ζέστη. Έχουμε-
Οι εποχές εκεί πώς είναι;
Οι εποχές θυμίζουνε πάρα πολύ Ελλάδα. Υπάρχει-
Έχει χειμώνα, δηλαδή;
Έχουμε χειμώνα με κρύο, αλλά είναι το αντίθετο. Όταν εδώ αρχίζει το καλοκαίρι, εκεί αρχίζει ο χειμώνας. Από τον Ιούλιο μήνα πιάνουνε τα κρύα. Και τον χειμώνα εδώ είναι καλοκαίρι εκεί. Αλλά έχουμε βροχές. Δηλαδή έχουμε καλοκαίρι με βροχές. Έχει πάρα πολλές βροχές, τροπικές βροχές, βροχές με πολλή δύναμη. Μετά βγαίνει ο ήλιος ο καυτός και στεγνώνει τα πάντα. Είναι πολύ ωραία. Σ’ αρέσει να βγεις και ξυπόλυτος να περπατήσεις με την πολλή βροχή. Είναι όμορφα, είναι πολύ όμορφα. Μετά, μας λείπουνε τα τροπικά φρούτα. Δηλαδή, αποζητάμε και το μάνγκο και τον αβοκάντο και τον ανανά... Έχει κι εδώ, άλλη γεύση. Άλλη γεύση. Εμείς είχαμε και δικά μας δέντρα τέτοια, μπανάνες... Άλλη γεύση.
Η φύση πώς είναι; Ή τα ζώα; Τι βλέπατε;
Α! Καταρχήν, εγώ πάντα είχα ζώα στο σπίτι. Δηλαδή, είχα χιμπαντζή, ο οποίος ήταν σαν ένα μικρό παιδάκι. Εμιμείτο τους μαύρους. Του δίνανε ένα κομματάκι ζυμάρι μέσα στο εργαστήριο του φούρνου κι έπλαθε κι αυτό φραντζολάκια, ναι! Έβγαινε έξω, έπαιρνε ένα πανί κι έναν κουβά. Τα πήγαινε ο ίδιος έξω και ξεκίναγε κι έπλενε πρώτα τα μούτρα του. Ύστερα τα πόδια του, ύστερα ξανά τα μούτρα του, ύστερα το σώμα του. Και [01:00:00]μαζευόντουσαν τα μαυράκια της γειτονιάς και γελάγανε. Έπλενε τα δόντια του. Έμπαινε μες στο σπίτι και πήδαγε, ανέβαινε στον νιπτήρα κι έπαιρνε μια βούρτσα, όποια έβρισκε μπροστά του, που μετά την πετάγαμε βέβαια, εννοείται, κι έπλενε τα δόντια του. Έκανε πολλά τρελά πράγματα. Άνοιγε το ψυγείο στην τραπεζαρία, κι αν έβρισκε μήλα, αχλάδια, κάτι, έκανε πάρα πολλή χαρά και τα ‘τρωγε. Αλλά, αν δεν έβρισκε, ό, τι έβλεπε μπροστά του το πέταγε. Τουκ! Πέταμα! Βαζάκι με μαρμελάδα; Έσπαγε το βαζάκι. Μπουκάλι με κάτι; Υγρό μέσα; Παπ! Πέταμα, γιατί δεν του ‘κανε, δεν τρωγότανε. Έκανε ζημιές. Άντε να τονε μαζέψεις τον Κοκό. Έκανε πολύ ωραία πράγματα ο Κοκό μας. Όμως τον Κοκό μάς τον μαλώνανε και στη γειτονιά, γιατί το ‘σκαγε κι έφευγε και πήγαινε απέναντι — στο απέναντι σπίτι, που το είχανε κάποιοι Έλληνες, ήτανε σπίτι από καλόγριες παλιά, που το πούλησαν σε Έλληνες — κι εκεί η κυρία η Ελληνίδα ήτανε λίγο ξινή. Και πήγαινε ο Κοκό — βέβαια έκανε ζημιά ο Κοκό, δίκιο είχε η γυναίκα απ’ τη μία — ανέβαινε στο δέντρο που είχε αβοκάδες και δεν αρκείτο να φάει έναν-δύο, αυτός τους πέταγε κάτω. Ναι, έκανε ζημιές. Αλλά το πιο αστείο της ιστορίας είναι ότι έξω απ’ τον φούρνο μας ερχότανε μία μαμά μαύρη και πούλαγε απ’ έξω σαλάτες, πατάτες, φυστίκια αράπικα... Κι αυτός πήγαινε και της έκλεβε φυστίκια. Βεβαίως, αυτή γέλαγε, του ‘δίνε κιόλας. Έλα που ήρθε μία μέρα και δεν είχε φυστίκια που τρελαινόταν ο Κοκό και είχε πατάτες γλυκοπατάτες και πατάτες κανονικές μόνο. Τις είχε στρώσει κάτω, είχε κάτσει κι αυτή και περίμενε όποιος έβγαινε απ’ τον φούρνο να αγοράσει. Έψαχνε ο Κοκό, τις πέταγε τις πατάτες από ‘δω, τις πέταγε τις πατάτες, έκανε με το χεράκι του τσακ, τσακ, τσακ, να βρει φυστίκια. Δεν βρήκε πουθενά! Και τι έκανε; Πήγε και την έπιασε στα χαστούκια!
Ωχ, αμάν!
Και της έδωσε 1- 2... Φώναζε, στρίγκλιζε αυτή και μου ‘λεγε: «Μαμά Κώστα, μαμά Κώστα, πάρε το παιδί σου από ‘δω!». Ναι.
Αυτόν πώς τον βρήκατε;
Αυτόν τονε πούλαγε ένας μαύρος. Είχε έρθει στο μαγαζί μας και τονε πούλαγε 100 δολάρια. Λοιπόν, τόνε πούλαγε 100 δολάρια κι αυτό ήταν αδύνατο, χάλια! Του λέω: «Αυτός -λέω- είναι έτοιμος να ψοφήσει, τι 100 δολάρια; 50 θέλεις δολάρια;». Μου λέει: «Α, α! Όχι!». «Σήκω φύγε, εσύ κι αυτός». Φεύγει. Έρχεται μετά από 2-3 μέρες, ήταν ακόμα πιο δυνατός αυτός, είχε και ευκοίλια ήτανε και λερωμένος. Λέει: «Μαντάμ, τι μου δίνεις για να τον πάρεις;». Του λέω: «Θέλεις 20 δολάρια; Γιατί αυτός θα ψοφήσει αύριο», του λέω. «Αν τον σώσουμε, καλώς. Αν δεν τον σώσουμε, πάρ’ τονε και φύγε». «Δωσ’ μου τα, δωσ’ μου τα, αλλά να μου δώσεις και δύο ψωμιά». «Ωραία -του λέω- πάρε 20 δολάρια, πάρε και δυο ψωμιά». Και μου τον άφησε τον Κοκό. Τόνε πήρα, τον έκανα μπάνιο τον Κοκό, ήτανε μικρούλης. Τον έπλυνα, τον έφτιαξα κούκλο και του ‘φτιαχνα λαπά ρύζι με καρότα μέσα βρασμένα, τα άλεθα και του τα ‘δινα με μπιμπερό. Τα άλεθα στο μπλέντερ. Και τα ‘τρωγε αυτός. Λίγο-λίγο έσφιξε ο Κοκό, συνήλθε. Άρχισε και πάχαινε. Και μετά, του ‘δινα και φρούτα. Μέσα στο μαγαζί μας είχαμε κι ένα ψυγείο που είχε φρούτα, μήλα, αχλάδια και τα λοιπά, κι όταν είχε αρχίσει να μεγαλώσει πολύ και ήτανε κλειστό το ψυγείο — γιατί άνοιγε από την μέσα μεριά, που ήτανε ο υπάλληλος που τα πούλαγε, από την έξω ήτανε η βιτρίνα χωρίς να ανοίγει — αυτός πήγαινε απ’ την έξω, έβλεπε ότι δεν μπορούσε να πάρει και την κοπάναγε με γροθιές να την σπάσει, αν ήτανε δυνατόν. Αν δεν του ‘δινες το μήλο και τα αχλάδια, δεν έφευγε από ‘κει.
Ήταν ελεύθερος, έτσι;
Ναι, περπατούσε ελεύθερος... Ελεύθερος.
Αφεντικό.
Αφεντικό. Αυτός, όταν σηκωνόμουν εγώ από την καρέκλα, καθότανε στην καρέκλα μου και όποιος πελάτης έμπαινε, το τέντωνε το χέρι για να τον χαιρετήσουνε. Και γέλαγαν όλοι. Το ‘παιζε κυρία Ηρώ. Και έπαιρνε πόζες. Έχω φωτογραφίες του, αλλά τις έχω στον Κορυδαλλό. Έπαιρνε πόζες, τους γέλαγε, τους έκανε διάφορα, ήτανε απόλαυση ο Κοκό.
Μάλιστα. Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο ακόμη;
Νομίζω... Ναι, κοίταξε να δεις, μπορούμε να μιλάμε τρεις μέρες.
Αυτό βλέπω, ναι.
Δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Επομένως, δεν ξέρω αν σας κάλυψα.
Έχω μείνει μαγεμένη.
Δεν ξέρω αν σας κάλυψα γιατί, βέβαια, δεν είπαμε ιστορικά θέματα και ίσως που θα ενδιέφεραν περισσότερο τον κόσμο. [01:05:00]Εγώ είπα περισσότερο τα δικά μου, από τη ζωή εκεί-
Αυτό θέλουμε έτσι κι αλλιώς.
Ναι. Αν κάτι εσείς θέλετε να μάθετε, δεν ξέρω.
Θεωρώ είμαι καλυμμένη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Ηρώ!
Κι εγώ ευχαριστώ!
Το καταχάρηκα! Ευχαριστώ πολύ!
Να ‘στε καλά, να έχετε υγεία και να επισκεφθείτε κάποτε την Αφρική.
Το εύχομαι!
Να πάτε να δείτε και το Κιλιμάντζαρο, έχει πάρα πολύ τουρισμό.
Το εύχομαι.
Είναι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό το Κιλιμάντζαρο. Και θα κάνετε και σαφάρι με άγρια ζώα.
Εσείς είχατε πάει;
Αχ! Εμείς επειδή είχαμε τον φούρνο, δεν πήγαμε και το ‘χω απωθημένο.
Είχατε δουλειές... Και δεν έχω πάει, μόνο από ταινίες το έχω χαρεί. Έχω ζηλέψει όσους έχουνε πάει. Οι εκπαιδευτικοί που δεν είχαν εμπόριο στα χέρια τους πήγαιναν. Αλλά όπως ο φούρνος είναι σκλαβιά στην Ελλάδα, έτσι είναι κι εκεί και δεν μας έμενε χρόνος. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε.
Μάλιστα, ευχαριστώ πολύ!
Να ‘στε καλά...