© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ο ναύτης της «Αποσπερίδας»: οι περιπέτειες του ιδιοκτήτη του διασημότερου μπαρ των Χανίων

Istorima Code
11265
Story URL
Speaker
Ιωάννης Ναναδάκης (Ι.Ν.)
Interview Date
14/05/2021
Researcher
Μαρία Λατινάκη (Μ.Λ.)
Μ.Λ.:

[00:00:00]Αν θέλετε πείτε το όνομά σας άλλη μία φορά.

Ι.Ν.:

Γιάννης Ευτυχίου Ναναδάκης.

Μ.Λ.:

Ωραία, λοιπόν. Είναι Σάββατο 15 Μαΐου, είμαι με τον κύριο Γιάννη Ναναδάκη, βρισκόμαστε στα Χανιά, στο σπίτι του αφηγητή. Ονομάζομαι Μαρία Λατινάκη, είμαι ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γιάννη, αν θέλετε, πείτε μου λίγα λόγια γενικά για εσάς, για την καταγωγή σας…

Ι.Ν.:

Εγώ γεννήθηκα το ’48, εδώ, στον Γαλατά, σ’ αυτό το σπίτι, κι εδώ γεννήθηκαν και τα τρία μου αδέρφια, έχω τρεις αδερφές. Ο πατέρας μου ήταν γαμπρός εδώ, δηλαδή η μάνα μου ήταν Γαλατιανή με καταγωγή από τον Πλατανιά και ο πατέρας μου ήταν Σεληνιώτης με καταγωγή από Σφακιά. Και το επίθετό μας, το Ναναδάκης, προήλθε από παρωνύμιο ενός προγόνου μας, ο οποίος με τα αδέρφια του είχε μετακομίσει από τον Αϊ-Γιάννη των Σφακίων, ήτανε Καστάνηδες. Τώρα οι Καστάνηδες είναι πολύ τεράστια οικογένεια, είναι Σέλινο, Κίσσαμο, είναι πάρα πολλοί. Λοιπόν, ο ένας από αυτούς είχε ένα μουλάρι που ήταν δύστροπο και δεν τους ακολουθούσε όπου πηγαίνανε στις δουλειές τωνε. «Να, να, να, να, να» – Ναναδάκης. Εδώ τώρα στα Χανιά γνωστοί Ναναδάκηδες ήταν ο συγχωρεμένος ο Γιώργης, που ήταν και αντιδήμαρχος και έχει και τις Μινωικές Γραμμές η οικογένειά του πολλά χρόνια, και ήτανε και Ναναδάκη του Μπαγλατζή, του Προέδρου της Βουλής η γυναίκα, ήτανε αδερφή του Γιάγκου, ο οποίος είχε κάνει προσπάθεια να ξανακάνει το επίθετο Καστάνης, αλλά ήταν πια πολύ Ναναδάκηδες και δε… Τώρα ακόμα Ναναδάκηδες έχει στο Καμπανού, στο Σφακό, στον Σπανιάκο και εμείς εδώ στον Γαλατά που είμαστε καμπόσοι. Αυτά, αυτά είναι με την καταγωγή μου.

Ι.Ν.:

Ο πατέρας μου επαντρεύτηκε τη μάνα μου, ήτανε χήρα. Ο πρώτος της άντρας ήτανε ο πρώτος σκοτωμένος στη μάχη του Γαλατά και, τελείως συμπωματικά, η εμβληματικότερη σκηνή από τη μάχη της Κρήτης εσυνέβη στην αυλή του σπιτιού μου, εδώ. Αυτό που σκοτώνει τον Γερμανό με την πέτρα, αυτό έγινε εδώ, στην αυλή του σπιτιού μας, απ’ έξω. Είχε πέσει ένας λοχαγός στο γήπεδο και τον είδε ο πρώτος άντρας της πεθεράς, Θεοδωράκης Μανώλης, τον είδε από δω που είχαμε χωράφι και εφύτευε κουκιά, ήτανε Μάης. Και επειδή είχε σκοτωθεί ένας αδερφός του στο Αλβανικό, ήτανε ταγματάρχης στους ευζώνους, ήρθε από κει, επήρε το μονόβολο όπλο, μπροσθογεμές, το γέμισε και βγήκε από δω και τον περίμενε στην αυλή. Αυτός ανέβαινε τον ανήφορο μ’ έναν αιχμάλωτο και κρατούσε ένα πολυβολάκι Σμάισερ. Τον επυροβολεί, πέφτοντας ο Γερμανός, πυροβολεί κι αυτός τον Μανώλη, πυροβολεί και τον αιχμάλωτο και πέφτουνε και οι τρεις κάτω. Ένας γείτονας μουγκός, λιγάκι ο άνθρωπος, δεν ήτανε καθυστερημένος, αλλά λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής που, πώς τα λένε τώρα;

Μ.Λ.:

Με ειδικές ανάγκες.

Ι.Ν.:

Με ειδικές ανάγκες, ναι. Είδε αυτό που έγινε στα μάτια του μπροστά, ήταν λίγο πιο υπερυψωμένο το χωράφι, και πήρε μια πέτρα και τον Γερμανό τον αποτέλειωσε. Πώς έγινε τώρα ζωγραφιά αυτό; Ο Βλαχάκης ήτανε τότε 17 χρονών, ο Πέτρος, ήτανε φωτογράφος, ο παλιότερος φωτογράφος των Χανίων και ζωγράφιζε κιόλας και το ζωγράφισε, σα μνήμη, και έγινε, πώς να σ’ το πω, έγινε σαν εμβληματικό. Δεν γίνεται η μάχη της Κρήτης, άμα δεν το δεις αυτό. Τον ελέγανε Θεοδωράκη Μανώλη και σκοτώθηκε, εδώ, στην αυλή. Τα εγγόνια του είναι αυτά τα παιδιά που έχουνε το «Σείριο», είναι, η κόρη του ήταν αλληλαδερφή μου. Ε, τώρα οικογενειακό τι άλλο να σου πω;  

Ι.Ν.:

Εδώ γεννήθηκα, πάνω στον Εμφύλιο. Δηλαδή το ’48 που ήταν ακόμα, που πολεμούσαν απάνω με μάχες γερές, εδώ στην Κρήτη είχε τελειώσει. Ο πατέρας μου ήτανε δικηγόρος, δεν εξάσκησε ποτέ επάγγελμα, γιατί ήταν αριστερός κυνηγημένος και στη διάρκεια της κατοχής είχε μπει στον ΕΛΑΣ, κι αυτός κι ο αδερφός του, και ήτανε καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Καπετάνιοι ήταν οι καθοδηγητές, δηλαδή αυτοί οι οποίοι, σα να λέμε την προπαγάνδα, τις οδηγίες του κόμματος έδινε στο, οι καπετάνιοι. Μια λεπτομέρεια που είναι ενδιαφέρουσα είναι η εξής. Ότι από όλους τους καπετάνιους που πιάσανε στον Εμφύλιο, όλοι εσκοτώθηκανε εκτός από τρεις, και ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς. Δηλαδή απίθανο! Και τον εγλίτωσε, τον γλίτωσε η μάνα μου. Η μάνα μου ήταν πολύ δυναμικός άνθρωπος, εγώ την έλεγα «μαύρο σίφουνα», δεν ησύχαζε. Αν ησυχάζει η θάλασσα, ησύχαζε κι αυτή. Είχαν ερωτευτεί, στο βουνό γνωριστήκανε και ήταν και συμπεθέροι, γιατί ο πρώτος άντρας της μάνας μου είχε αδερφό που είχε πάρει την αδερφή του πατέρα μου. Απ’ τους Θεοδωράκηδες στην Μάζα, στο Σέλινο, είναι μόνο Θεοδωράκηδες, δεν έχει άλλο επίθετο. Από αυτούς τους Θεοδωράκηδες ήταν και ο συγχωρεμένος ο Μανώλης. Γνωριστήκαν με τη μάνα μου, ερωτευτήκανε και έτυχε τότε με τις, με τα κυνηγητά που γινήκανε… Γιατί δεν είναι μικρό ποσοστό, ήταν εκατοντάδες καπετάνιοι. Γλίτωσαν μόνο τρεις και ήταν ο πατέρας μου ένας. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε πολύ, ήταν τόσο πικραμένος από την κατραπακιά που φάγανε οι αριστεροί στον Εμφύλιο που έπρεπε να ’ναι σε πολύ κλειστό κύκλο να μιλήσει. Εγώ ήμουνα παιδί, κουζουλό, τα πιο πολλά τα ξέρω από αφηγήσεις αλλωνών και αυτό, τη λεπτομέρεια  αυτή, την ξέρω από το βιβλίο του Πρώιμου, του επιτελάρχη που ήτανε Πλατανιανός και είχε γράψει ένα βιβλίο και τον αναφέρει μέσα. Το αναφέρει. Εμεγαλώσαμε, να πω στην πείνα; Δεν είναι ντροπή. Θυμάμαι και ετρώγαμε μια φορά τη βδομάδα το καλό φαΐ, κρέας ή κιμά. Και είχαμε ψήσει το Σάββατο φακές. Το παραθύρι τση κουζίνας ήτανε στον κήπο, πώς είναι τώρα οι κότες, ακριβώς το ίδιο. Και γυρίζουμε από την εκκλησία – ο παππούς μου ήταν αναγνώστης κι έψελλε και πηγαίναμε. Κοιτάζει ο πατέρας μου το φαΐ, μακαρόνια με κιμά τρώγαμε, και μπερδεύει, νομίζει ότι είναι φακές και πέτα τον κιμά στις κότες! Κι είμαστε τέσσερα αδέρφια, ακόμα ζωντανά ευτυχώς, και όποτε το θυμηθούμε, τρελαινόμαστε στα γέλια! Γιατί φαντάσου την απογοήτευσή μας που κάτσαμε και φάγαμε τα μακαρόνια σκέτα! Δηλαδή τότε δεν ήταν δεδομένα τα πράγματα. 13 χρονών, 14, όταν ήμουνα εγώ, είχαμε δυο χρόνια διαφορά το ένα παιδί απ’ τ’ άλλο. Η αλληλαδερφή επαντρεύτηκε νωρίτερα κι έφυγε, και μείναμε τρία παιδιά, εγώ η Αμαλία κι η Αργυρένια, και μετακομίσαμε στα Χανιά, γιατί ούτε τα εισιτήρια να πηγαινοερχόμαστε δεν είχαμε στα γυμνάσια και στα αυτά. Κουτσά-στραβά τελείωσα το… Πήγα τρία χρόνια στο 1ο Γυμνάσιο, αλλά φαντάσου τώρα την τρέλα που ενώ ήμουνα ο καλύτερος μαθητής στα Κλασικά, γιατί είχα μανία με το διάβασμα, μα μανία… Ένα παρατσούκλι μου ’χουνε βγάλει σ’ όλη μου τη ζωή, μ’ είχανε βγάλει οι συγγενείς μου εδώ, στον Γαλατά. Επειδή ήταν ένας κουζουλός στον Γαλατά κι ό,τι χαρτί έβρισκε, το διάβαζε, τον λέγαν Μανταγό, και με λέγανε μεταξύ εδώ, η οικογένεια, με λέγανε Μανταγό. Δεν έχω κανένα άλλο παρατσούκλι, δεν μου είχανε βγάλει. Μ’ άρεσε το διάβασμα, αφού αργότερα που έκανα σε δυο καράβια υποπλοίαρχος, έκαμα και στα δυο βιβλιοθήκη. Υπήρχε ένας νόμος τότε και υποχρέωσα, όχι υποχρέωσα, εμίλησα και πήραμε βιβλία και το κάναμε βιβλιοθήκη. Λοιπόν, παρόλο που ήμουνα καλός στα Κλασικά, επειδή η παρέα μου έφυγε, κι επήγε στο Δεύτερο, πήγα στο Δεύτερο που ήτανε για μαθηματικά, χημεία, φυσική. Τέλος πάντων, ετέλειωσα κουτσά στραβά.

Ι.Ν.:

Πώς εβρέθηκα καπετάνιος; Αυτά στη ζωή του ανθρώπου γίνονται τυχαία. Ένα χωριανάκι μας, από φτωχή οικογένεια, επήγε στη Σύρο. Εκουβεντιάστηκε και ετσιμπήσαμε δυο: εγώ και ένας Αλέκος [Δ.Α.], που είναι τώρα στην Αμερική, πολύ καλά [00:10:00]αποκατεστημένος, έχει γραφείο survey, που κάνει επιθεωρήσεις. Κι ακολουθήσαμε το παράδειγμα του και δώσαμε. Αυτός εμπήκε στην Κύμη, εγώ πήγα στη Σύρο. Εμπήκα έκτος, δεν επλήρωνα. Γιατί; Στην τελευταία τάξη, μ’ έπιασε ο πατέρας μου και είχα άκοπα τα φύλλα της άλγεβρας, ξέρεις τι εννοώ «άκοπα»;

Μ.Λ.:

Ναι, ναι.

Ι.Ν.:

Έπρεπε να κόψεις τα φύλλα για να διαβάσεις. Δεν εδιάβαζες εδώ και μετά από δέκα… Ήτανε έξυπνος και με πρόσβαλε, μου λέει «Εσύ θα γίνεις καπετάνιος;» και μου πέταξε έτσι την άλγεβρα μπροστά μου. Και το πήρα τόσο κατάκαρδα, γιατί τον αγάπουνα,  και εμπήκα έκτος. Παράλληλα, με το που μπήκα στη σχολή και γύρισα, είχα αδυνατίσει και 18 κιλά, γιατί από τα 10 μέχρι τα 18 εφηβεία, ορμονικά, τι ήτανε, είχα παχύνει πολύ και κατάλαβα ότι για να ’σαι με τσι γυναίκες καλά έπρεπε να… Κι αδυνάτισα, 18 χρονών. Τότεσας μ’ αγάπησε ο παππούς μου. Γιατί δεν τ’ άρεσε που ’μουνε παχύς. Και μετά μου λέγανε –γιατί όταν πέθανε, έλειπα, ταξίδευα– ότι εβάστα μια φωτογραφία, σαν αυτές που βλέπαμε τώρα εδώ, κι έλεγε «Να, ο εγγονός μου που είναι καπετάνιος στη σχολή». Γιατί; Κι έδειξε ότι έμπαινα σ’ ένα δρόμο κι επίσης αδυνάτισα. Το ’χανε τότε…Ναι. Λοιπόν, επήγα στη σχολή και δεν έδινα και τη σημασία μου, πέρασε η πείρα. Δηλαδή, συνήθως, όταν επετύχαινα ένα στόχο –αυτό είναι το μειονέκτημά μου στη ζωή μου, το έχω αναγνωρίσει, το παραδέχομαι– έχανα το ενδιαφέρον μου μετά. Έβανα τον στόχο, τον εκυνήγουνα μέχρι να μου βγει η ψυχή. Μετά έπρεπε να βρω άλλο στόχο. Ανωριμότητα είναι; Τώρα έχω μια κοπελιά, έχει ο μεσαίος μου γιος, που είναι ψυχίατρος. Άμα πάρει το πτυχίο τζη, θα τη βάλω να με ψυχαναλύσει, να δούμε τι φταίει. Αλλά, τέλος πάντων, δεν μετανιώνω, αυτή ήταν η ζωή μου. Καλά πέρασα στη σχολή. Τότε οι εφοπλιστές επληρώνανε τους έξι πρώτους:  δίδακτρα, τροφεία, όλα, στολές. Για να μπω στη σχολή χωρίς να κάνει ο πατέρας μου δήλωση, γιατί δεν είχε κάμει δήλωση, έτυχε και τον εγλίτωσε η μάνα μου απ’ τα  στρατοδικεία χωρίς να κάμει τη δήλωση.

Μ.Λ.:

Δήλωση;

Ι.Ν.:

Μετανοίας. Κοίταξε να σου πω, κι ένα στοίχημα να βάλεις, ο κερδισμένος θα απαιτήσει το... Έτσι και στις εμφύλιες συγκρούσεις, έτσι και στις συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Ο νικητής επιβάλλει τους όρους. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά έτσι είναι. Λοιπόν, δεν είχε κάνει δήλωση. Εγώ εσκεφτόμουν ότι θα ζοριστεί, γιατί για να μπω στη σχολή, έπρεπε να κάνουμε δήλωση. «Απαρνούμαι τον κομμουνισμό και τας παραφυάδας αυτού»… Και το δημοσιεύανε κιόλας, τσι ξεφτιλίζανε τελείως. Ανακατεύτηκα ενεργά με την Ένωση Κέντρου του γερο-Παπαντρέου, που επήρε την εξουσία από τον Καραμανλή. Αναγκάστηκε ο Καραμανλής κι έφυγε στο εξωτερικό. Χαρά ο κόσμος! Στην Κρήτη είχε βγάλει ένα βουλευτή μόνο η δεξιά, στο Ηράκλειο, έναν Κεφαλογιάννη. Δεκάξι βουλευτές είχε βγάλει η Ένωση Κέντρου, αν θυμάμαι καλά. Εδώ στα Χανιά είχανε βγει πέντε, όλοι Ένωση Κέντρου. Κι είχα ανακατευτεί με τον Γκαζή τον Αντώνη, με τον Ζερβουδάκη τον Σήφη. Ήμουνα στο συμβούλιο της νεολαίας του Κέντρου και των είχα πει «Ακούστε, εμένα η οικογένειά μου είναι αριστεροί». Είχαμε και τέσσερις σκοτωμένους, του πατέρα μου τον αδερφό –γι’ αυτό με βγάλανε Γιάννη–  ένα πρώτο ξάδερφο και δυο θείους. Τα καλά του Εμφυλίου. Και των το ’πα, των ελέω «Θα ’ρθω, θα δουλέψω»… Εγώ άνοιγα τα γραφεία, εγώ τα ’κλεινα… Στην αποδοκιμασία που είχανε κάνει του συγχωρεμένου του Μητσοτάκη, τότε που έγινε η αποστασία, μ’ είχανε συλλάβει τρεις φορές, αλλά υπήρχε ανοχή. Μας επαίζανε μερικές ροπαλιές και μας αμολούσανε. Κι εμείς ξανά επήγαιναμε κι αποκλείαμε το Πάνθεο…Ίσα ίσα που πρόλαβε να μιλήσει τότε. Υπήρχε μεγάλη αποδοκιμασία, εδώ, στην Κρήτη τότε, ενώ ιστορικά αποδείχθηκε ότι δεν ήτανε πράξη προδοσίας. Πολιτικές κινήσεις ήτανε που γινήκανε κι από τις δύο μεριές, αλλά ο κόσμος ήθελε τότε να γίνει η αλλαγή, να φύγει η δεξιά. Είχε χάσει η αριστερά και αυτοί που είχανε κάμει δηλώσεις, αυτοί που ήταν ανάμεσα, που ανελισσότανε, θέλανε κατά κάποιο τρόπο να φύγει η δεξιά. Πώς να εξηγήσεις το φαινόμενο ότι ενώ στο Δημόσιο δεν έμπαινες, αν δεν έκανες δήλωση, αργότερα τα σωματεία ήταν οι ψήφοι πάντα αριστεροί; Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις.

Μ.Λ.:

Ναι, ναι, ναι.

Ι.Ν.:

Το οποίο ισχύει μέχρι ακόμα και τώρα. Δηλαδή μέχρι το ’80 που ήθελες δήλωση για να μπεις στο Δημόσιο. Και μετά εγινόταν εκλογές στα σωματεία, κερδούσε πάντα ή αριστερά. Τέλος πάντων, αυτά είναι, πρέπει να ξέρεις τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου για να τα καταλάβεις.Εγώ εμπήκα στη σχολή και με βάζει ο Γκαζής ο Αντώνης στο αεροπλάνο πρώτη φορά. Μιλάμε τώρα για το ’64, ’65, ήμουνα 15 χρονών, 16; Και γίνεται υπουργός ο προτεζέ του Γκαζή, ο Πολυχρόνης ο Πολυχρονίδης, υπουργός Δημοσίας Τάξης. Δηλαδή εκερδίσαμε, το κόμμα. Εγώ ήμουνα αριστερής καταγωγής, αλλά εδούλευα μ’ αυτούς για να μην κάνει ο πατέρας μου δήλωση. Μου λέει «Θα πάμε στον υπουργό» και με παίρνει, με βάζει στ’ αεροπλάνο, Αλωπεκής στο Κολωνάκι. Ο υπουργός εκεί, φαντάσου τη σκηνή, ο Γκαζής ήταν 21,22 χρονών. εγώ 16,17. «Κύριε Υπουργέ, θα σου γνωρίσω ένα νεαρό που εδούλεψε για εμάς, που κερδίσαμε…», αυτά που λέμε.  «Και τι θέλει ο νεαρός;». Λέει «Θέλει να μπει στη σχολή, όχι να τον εβοηθήσουμε να μπει. Να γράψει και αν εγράψει…». Γιατί ήταν από τότε το ακαδημαϊκό, νομίζω ότι ήτανε το ακαδημαϊκό, πάντως ήτανε μυστική η εγγραφή, δεν νομίζω να μπορούσες να επέμβεις. «Θέλει να μην κάμει ο πατέρας του δήλωση». Κατεβάζει έτσι τα γυαλιά ο αυτός. «Ποιος ήτανε;», μου λέει, «ο πατέρας σου;». Μόλις του λέει ο Γκαζής το όνομα, αλλάζει η ατμόσφαιρα. «Να πεις του πατέρα σου ότι άμα δεν κάμει δήλωση, δεν μπαίνεις». Γιατί; Γιατί ο πατέρας μου έβγαζε τη Δημοκρατία, την εφημερίδα του εαρ, του ΕΛΑΣ. Κι ήταν, δηλαδή, σαν να λέμε εκείνη την εποχή, ο Πολυχρονίδης ήτανε γενικός διοικητής στην Κρήτη, τον είχανε κάμει, και ο αντίπαλός του ήταν στο βουνό, πατέρας μου. Ήταν, δηλαδή, και προσωπικά τα θέματα. Και φεύγουμε. Κατεβαίνω κάτω, το λέω του πατέρα μου, άσπρισε, εκείνη την ημέρα άσπρισαν τα γένια του, τα μαλλιά του, ήτανε ξανθής. Του στοίχισε, αλλά την έκαμε τη δήλωση. Και μπαίνω στη σχολή. Γίνεται το πραξικόπημα κι είμαι  στη σχολή, δεν προλαβαίνουν να με διώξουν, γιατί εγώ εμπήκα Σεπτέμβρη, το πραξικόπημα έγινε τον επόμενο χρόνο, τον Απρίλη, 21. Έρχομαι το καλοκαίρι εδώ, πέρασε ο καιρός, γυρίζω. Μπαίνουν οι καινούριοι, εγώ δευτεροετής πια. Διώχνουνε δυο-τρεις πρωτοετείς, άλλος Λαμπράκης… Ξέρεις, ακόμα δεν έχουν οργανωθεί, να βρούνε ποιοι είναι και τι. Εμένα, όμως, δεν μου στέλνανε το ναυτικό φυλλάδιο. Εγώ έχω κάμει τα χαρτιά… Το οποίο αν δεν έχεις ναυτικό φυλλάδιο, πώς θα φύγεις; Και τότε ήτανε Χούντα κιόλα…Και μια στιγμή ακούω το μεγάφωνο και φωνάζει «Δόκιμος Ναναδάκης, στο γραφείο του διοικητή». Διοικητής, ένας πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος, σίγουρα συμπαθών ήτανε, Προκόπης, αργότερα έγινε κι αρχηγός του λιμενικού. Χαιρετώ, μου λέει, «Ναναδάκη, γιατί δεν έχεις ακόμα ναυτικό φυλλάδιο;». Αυτός ήξερε, αλλά ήθελε να δει την αντίδρασή μου. Και εγώ ήμουνα πάντα μου κοντόλαιμος, τον κοιτάζω έτσι γελαστά και του λέω «Κύριε διοικητά, μάλλον θέλουν να δούνε αν εμπορώ να μπαρκάρω με την άδεια κυνηγιού του πατέρα μου που δεν έχει!». Ούτε άδεια κυνηγίου του δίνανε…Το ’κανα τώρα κι εγώ, αφού λέω δεν ξέρει… Όχι, δεν του το ’κανα προβοκατόρικα, το ’πα, του το ’πα τόσο γλυκά, ότι να το αδιέξοδο μου. Σε μια εβδομάδα είχε έρθει το ναυτικό μου φυλλάδιο. Και μου ξαναβρέθηκε αυτός ο άνθρωπος αργότερα που ’μουνα υποπλοίαρχος. Δεν μου δίνανε μια αποζημίωση. Πάντα προσπαθούσανε να γλιτώσουνε λεφτά, η δουλειά των ήτανε, οι αρχικαπεταναίοι. Και πήγα τον εβρήκα, είπα στον σκοπό ότι είμαι μαθητής του. Ήταν τότε αρχηγός, δεν ήταν εύκολο, ναύαρχος, και ανέβηκα στο γραφείο του, ο Θεός να τον συγχωρέσει, γιατί ήταν άντρας. Με χαιρέτηξε, μου λέει «Τι γίνεται;», του λέω «Υποπλοίαρχος είμαι». [00:20:00]Χάρηκε γιατί βέβαια ήμουνα μαθητής του –δυο χρόνια στη σχολή, ένα χρόνο τον είχα καθηγητή– και μου λέει «Θες τίποτα;». Του λέω έτσι κι έτσι, του λέω, «Δεν μου δίνουνε την αποζημίωση την ετήσια». Άμα έφευγες πριν τον χρόνο, σε έδιωχνε ο εφοπλιστής, η δουλειά του δε δικαιούσουν αποζημίωση. Και τσι παίρνει τηλέφωνο μπροστά μου, των  ελέει «Θα ’ρθει τώρα ο τάδε, γραμματικός σας είναι, να του δώσετε την αποζημίωσή του και να αφήστε τα άλλα». Δεν ήθελε να μπούνε σε δικαστήρια και μου δώκανε την αποζημίωση. Ο Θεός να τον συγχωρέσει, ήτανε καλός άνθρωπος.

Ι.Ν.:

Ε, ετέλειωσα τη σχολή. Πήρα τα διπλώματα και τα παπλώματα, που το ’δα εδώ και το θυμήθηκα, και είχα ακούσει από τον πιλότο της Σύρου, που τον είχαμε στη ναυτική τέχνη, έναν Βελόνια, καπετάνιο, ότι εταιρία σοβαρή ήταν η «Ελληνική» του Καλλιμανόπουλου. Τι ήτανε η «Ελληνική»; Όποιοι ξέρουνε από θάλασσα στην Ελλάδα, έχουνε ταξιδέψει, γιατί τώρα πια δεν υπάρχει, ήτανε απ’ τα εκατό καράβια, μόνο τρία ήταν σε general φορτίο. Δηλαδή τι σημαίνει «general»; Σαν τρένο εγύριζε, Αμερική-Ινδίες, έξι μήνες ταξίδι, άπειρα! Έχω γραμμένα κάπου τα λιμάνια που έχω πάει. Φαντάσου ότι έκαμα πέντε χρόνια στη θάλασσα και έχω πάει σε ογδόντα λιμάνια!

Μ.Λ.:

Να μου τα πείτε, να μου τα πείτε.

Ι.Ν.:

Ναι, ήτανε δηλαδή… Εκείνη την εποχή, ετελείωνε αυτό το θέμα. Μετά βγήκαν τα κοντέινερ, τελειώσαν τα... Για να μπεις, όμως, σε γραμμή container, πώς τη λένε, general, ήτανε προσπάθεια. Για να καταλάβεις, οι Ρώσοι προσπαθούσανε να μπούνε στο μονοπώλιο του καφέ, στη μεταφορά, και δεν τσι περνάνε οι Ευρωπαίοι και χτυπούσανε τσι τιμές, μέχρι που νομίζω το καταφέρανε. Είναι τώρα και εξήντα χρονών ιστορίες τώρα αυτά που λέω, δεν ξέρω αν εστέκουνε, πάντως αυτά ακουγόνταν τότε. Και μπάρκαρα με τον Καλλιμανόπουλο. Με βάλανε σ’ ένα καράβι εδώ, με στείλανε μοναχό μου στον Λίβανο, στην Βηρυτό, το οποίο τότε ο Λίβανος ήτανε, το «Παρίσι της Ανατολής» το λέγαμε. Είχε 50% χριστιανούς, νυχτερινή ζωή, καζίνο, μπουρδέλα, γινότανε ο χαμός! Δεν σου θύμιζε, δηλαδή, ότι είσαι σε μουσουλμανικό μέρος. Τώρα πια τέτοια μουσουλμανικά μέρη δεν υπάρχουνε, δεν νομίζω, πουθενά. Έχει πιο πολύ επικρατήσει αυτή η σέχτα η φονταμενταλιστική. Λοιπόν, ταξίδια.

Μ.Λ.:

Το πρώτο σας ήταν στον Λίβανο;

Ι.Ν.:

Το πρώτο μου μπάρκο. Εκάναμε Λονδίνο, εκεί κομπλετάραμε κι αρχίζαμε τον κατεβασμό. Στο Λονδίνο, για να δεις πόσο σοβαρό ήταν αυτό που κάναμε, δεν μας εβάζανε σ’ τσι κοινούς ντόκους. Εκεί που είναι τώρα το West Indian Dock, που έχει αναπτυχθεί πολύ κι είναι γραφεία και τα λοιπά, εκεί είχε, πριν μπεις, είχε δεξαμενές οι οποίες τι ήτανε; Ασανσέρ. Έμπαινες μέσα στη δεξαμενή, εγέμιζε η δεξαμενή, ανέβαινε και πήγαινε σε άλλο επίπεδο, όπως στον Παναμά. Και εκεί δεν επηρεαζόταν από την άμπωτη και τη πλημμυρίδα και τη, πώς λέγεται το άλλο; Την άμπωτη. Πλημμυρίδα και άμπωτη, ναι. Γιατί  εκεί ανεβαίνει, κατεβαίνει το καράβι 10-12 μέτρα και δεν είναι εύκολη φορτοεκφόρτωση, όταν πρέπει συνέχεια να μετακινείς για να πάει στο crane από κάτω ή όπως το φόρτωνες-ξεφόρτωνες. Κι ήταν, δηλαδή, ήμαστε σαν τρένο: Λονδίνο. Πρώτο λιμάνι στην Αφρική, Τρίπολη, Λιβύη. Μετά Αλεξάνδρεια. Ισραήλ δεν  επηγαίναμε, γιατί αν επήγαινες εκεί, δεν σε δεχόταν μετά οι Άραβες. Λίβανο, Λατάκια, Συρία, Ηράκλειο, πολλές φορές Βόλο, Πειραιά και μετά πιάναμε Κωνσταντινούπολη. Απ’ την Κωνσταντινούπολη, έπιαναμε τα λιμάνια του Πόντου: Ορντού, Φάτσα, Σαμψούντα, Τραπεζούντα, Κερασούντα, στο βάθος. Και εφορτώναμε καπνό και φουντούκια ψημένα, άψητα, τσουβάλια, τόνους! 5.000 τόνους ήταν το καράβι, 4.000 τόνοι ήταν φουντούκι. Γιατί εκεί είναι… Δηλαδή όποιος έχει πάει στον Κεράτιο και στον Πόντο, πρέπει να κλαίει που τα χάσαμε. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, πρέπει να κλαίει. Είναι τόσο όμορφα, δασωμένα βουνά μέχρι τη θάλασσα. Εδώ, δεν έχουμε εδώ, στην Ελλάδα δεν ξέρω σε κάνα μέρος να ’χουμε τέτοιο τόπο. Πολλά νερά, πολύ βαρύς χειμώνας. Το πλοίο το λέγανε «Κύπρος», δεν μας ενοχλούσανε. Ελληνική σημαία, «Κύπρος» το καράβι, δεν μας ενοχλήσανε πουθενά. Βέβαια είναι ότι ήταν και κάθε δυο μήνες εκεί. Δηλαδή εγώ, για να καταλάβεις, ένα χρόνο, επήγα πέντε φορές στην Τουρκία. Κυκλικά ταξίδια. Μετά πιάναμε Μπουργκάς, ή Βάρνα, ή Κωνστάντζα, Ρουμανία και τελείωνε σχεδόν η φόρτωση. Καμιά φορά, στον γυρισμό, περνούσαμε από την Χαλκιδική, το Στρατώνι, και φορτώνουμε μαγκανέζα, το οποίο ήτανε κάτι σαν γύψος, και το πηγαίναμε στην Ευρώπη. Και μετά κατευθείαν απάνω, πρώτο λιμάνι ή Μπρέμεν ή Αμβούργο. Μπρέμεν, Αμβούργο, Μπρέμενχαβεν και μετά πιάναμε Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Λονδίνο πάλι. Αυτό γινότανε έξι φορές τον χρόνο, δηλαδή, ρε παιδί μου, γιατί αυτό το ταξίδι δεν είναι μεγάλο, άμα σκεφτείς τον κύκλο, αλλά τον μισό καιρό είμαστε στο λιμάνι. Στο Λονδίνο, ας πούμε, καθόμασταν πέντε μέρες, εφτά μέρες.

Μ.Λ.:

Α, καθόσασταν…

Ι.Ν.:

Ναι, την είδα την Ευρώπη καλά.

Μ.Λ.:

Και τι κάνατε συνήθως;

Ι.Ν.:

Εγώ ήμουνα τότε τζόβενο. Τίποτα. Δόκιμος, έμαθα τη… Όποτε δεν είχαμε δουλειά να κάνουμε, μας έδινανε έναν κουβά με ποτάσα και βγάζαμε τ’ αλάτια από το αυτό, γιατί στο ταξίδι δεν καθίζει το πλήρωμα. Κάθε πρωί ο λοστρόμος, δίνει τσι δουλειές που του έχει δώσει ο γραμματικός, γιατί ο γραμματικός είναι το αφεντικό στο καράβι, ο καπετάνιος δεν ανακατεύεται. Ο καπετάνιος ο έξυπνος αφήνει τον γραμματικό να βγάλει τη δουλειά και απλώς είναι από πάνω και προσέχει μη… Στον χρόνο απάνω λέω, μωρέ, να ξεμπαρκάρω κι επειδή ήθελε καμιά δεκαπενταριά μέρες να κλείσω χρόνο, μου λένε, αλλά ήμασταν στον Πειραιά, μου λένε «Μωρέ, μη φύγεις γιατί θα σε βάλουνε στη μαύρη λίστα!». Το λέω και γελώ! Ήταν ένας καπετάνιος απ’ την Μυτιλήνη, πολύ αυστηρός, δεν θυμάμαι πώς τον ελέγανε, τέλος πάντων. «Και θα σε στείλει στο “Sailor”». «Μωρέ, πού θα με στείλει, το “Sailor”, πού ’ναι το “Sailor”;». Ήτανε  ένα καράβι του ’39, 15.000 τόνους, μεγάλο καράβι, σαν αυτά που κάνουνε τη Πειραιά-Κρήτη, και ήτανε μεταγωγικό του αμερικανικού ναυτικού, το ’χε αγοράσει ο Καλλιμανόπουλος. Από πλειστηριασμούς τα περνάνε… Θα σου πω και τι έγινε με τα εκατό «Liberty» που μας εδώσανε,  δεν ξέρω αν την ξέρεις την ιστορία.

Μ.Λ.:

Όχι.

Ι.Ν.:

Μετά τον πόλεμο, δεν είχαν μείνει καράβια, τα ’χανε βουλιάξει οι εχθροπραξίες, τα υποβρύχια… Και είπαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι είχαν φτάσει σε σημείο, με τους Καναδούς, και βγάζανε, το πρωί εβάζανε την πρώτη σφυριά, τη νύχτα έπεφτε στη θάλασσα! Τα φέρνανε μπλοκ: ένα, δύο, πέντε, έξι μπλοκ… Τα κολλούσαν τα καράβια και στη θάλασσα. Γιατί; Γιατί υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Τα «Liberty». Τα καναδέζικα λεγότανε «Victory». Αν θυμάμαι καλά τους αριθμούς, βγήκανε πέντε-έξι χιλιάδες από το καθένα. Πιο λίγα «Victory». Εκατό, λοιπόν, από αυτά το αμερικάνικο υπουργείο είπε «Τα δίνουμε σε ελληνική κυβέρνηση να τα μοιράσει στους εφοπλιστές». Δεν την ξέρεις αυτή την ιστορία;

Μ.Λ.:

Όχι.

Ι.Ν.:

Τον κρατισμό δείχνει αυτό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ με τον κρατισμό. Ενενήντα έξι νομίζω εδώκανε και κράτησε και το δημόσιο τρία ή τέσσερα και τα δούλευε με δικά του πληρώματα. Έχει τύχει να κάμω με ναύτη, που ’χε κάμει σε τέτοιο καράβι. Μου λέει, «Γιάννη, τα φαΐτά που πετούσαμε, η σπατάλη, η αδιαφορία»… Ο άνθρωπος είχε κάμει και σε καράβι οικονομικών συμφερόντων εφοπλιστή, που ο εφοπλιστής μέχρι μια εποχή στην Ελλάδα ήταν βρισιά. Ενώ τώρα, αυτό που κάνεις εσύ εδώ είναι μια απόδειξη ότι δεν κοιτάζανε μόνο να γεμίσουμε την μπούκα και την τσέπη των, τα κάνανε, και καλά το κάνανε, αφού ήτανε άξιοι. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε λιγότερο από το 1% [00:30:00]του, πόσο είμαστε του παγκόσμιου πληθυσμού;

Μ.Λ.:

Στην Ελλάδα;

Ι.Ν.:

Ναι, λιγότερο από… Δέκατα, ούτε 1%, ποιο 1%, όχι, είναι συντριπτικά τα νούμερα. Κι όμως, από αυτό τον λαό, τον ελάχιστο, το 25% του παγκόσμιου στόλου ανήκει σε ελληνικά χέρια. Και πήγαινες στα καφενεία και τους βρίζανε. Ενώ οι ναυτικοί που είχανε ταξιδέψει και ξέρανε, παίρνανε θέση. Εγώ είχα τσακωθεί με πολλούς. «Μωρέ, τι λέτε, μωρέ;», των ελέω, «Πουθενά δεν μας στέρησαν το φαΐ, πουθενά». Δηλαδή σε μεγάλη πλειονότητα, μην πω συντριπτική, η συμπεριφορά των εφοπλιστών στα πληρώματα ήτανε… Υπήρξαν και άσχημες εποχές, δεν λέω. Έχω ακούσει, ας πούμε, ιστορίες ότι ο Πολέμης όταν επαραλάμβανε τα SD-14, νομίζω, το Ναβία, επειδή είχανε βάλει καθρέφτες σ’ τσι καμπίνες των αυτών, τσι ’σπασε. Να μη τσι κακομαθαίνουνε. Αλλά ήταν κι άλλες εποχές, δηλαδή εγώ, η εμπειρία μου, σχολή και τα μπάρκα μου, ένα χρόνο τζόβενο, ένα χρόνο ναύτης, ένα χρόνο ανθυποπλοίαρχος και δυο γραμματικός έκαμα, ήτανε… Καταρχήν, έμαθα τον κόσμο. Δεν μου φερθήκαν πουθενά άσχημα. Επροχώρησα περισσότερο από ό,τι ήλπιζα. Να καταλάβεις, 25 χρόνων ήμουνα υποπλοίαρχος. Που τι είσαι 25 χρόνων; Δε κατέεις τα μάτια σου να ανοιγοκλείσεις. Δεν ίσχυε, δηλαδή, ό,τι ισχύει στη στεριά, και στη θάλασσα. Έχω φίλους που γινήκανε 25-26 χρόνων αρχικαπετάνιοι. Και τώρα παίζουνε με πολλά λεφτά, γιατί μείνανε στη θάλασσα κι αυτά εγεννήσανε. Λοιπόν, «Μην πας για θα σε στείλουνε στο “Sailor”». Ήτανε φόβητρο. Πάω, Σκουτέλη τον ελέγανε, τον εθυμήθηκα. «Στο “Κύπρος” ήσουνα, ε;». Έτσι μιλούσε. Λέω «Ναι». Τους Κρητικούς δεν μας εθέλανε και πολύ, είχαμε έτσι μια φήμη αψιά. Δηλαδή δεν σήκωνε και πολλά η άσκα μας. «Στο “Sailor” θα πάεις», και με στέλνει στο «Sailor». Για να καταλάβεις, ήταν δύσκολο, πώς να σ το εξηγήσω; Όταν φεύγεις απ’ το λιμάνι και το ταξίδι είναι λίγο μακρινό, δηλαδή δυο-τρεις μέρες, περνάς θάλασσα, πρέπει να κάμεις, σπατσαμέντο το λένε, σπατσάρω, τελειώνω, να μην κουνεί τίποτα. Δηλαδή να ’ναι δεμένα όλα, ασφαλισμένα, οι μπίγες κάτω, γιατί αλλιώς αρχίζει το καταχτύπι με τον καιρό και μπορεί να πνιγείς κιόλας. Το «Sailor» ήθελε δυο μέρες να κάνει σπατσαμέντο.  Φαντάσου πέντε αμπάρια που εκλείνανε με μπουκαπόρτες, –δηλαδή γύρω στο 1,30 ήτανε στο μάκρος, βαριές, τόσο στο χόντρος–, κι είχε μια λαβή από δω, μια από κει, και πατούσες την προηγούμενη και έβαζες την επόμενη. Και κλείναμε τ’ αμπάρια. Κι από πάνω βάζαμε τρεις μουσαμάδες –έναν, δύο, τρεις– κι είχε σα φωλιές που με σφήνες ξύλινες εσφηνώναμε τσι μουσαμάδες, γιατί αλλιώς θα τσι ’παιρνε η θάλασσα. Κι ας εβουλιάξει, να μπει το νερό μες στ’ αμπάρι. Κοίταξε, αυτά για να τα καταλάβεις, άμα δεν είσαι ναυτικός, είναι λίγο δύσκολο. Δεν έχει σχέση με αυτά που ήταν τώρα. Τότε ήταν τ’ αμπάρια… Για να καταλάβεις, με ένα έχω κάνει που ανοιγοκλείνανε με μηχανικό τρόπο τα αμπάρια. Με ΜacGregor. Πατούσες το κουμπί και μαζευόταν κάτι σίδερα δυο φορές σαν το τραπέζι. Κρακ, κρακ, κρακ κι άνοιγε το αμπάρι. Ήθελε να το κλείσεις, κρακ, κρακ, κρακ, ξανάκλεινε. Ενώ εμείς, θέλαμε ώρες, και σκοτώνονταν και πολλοί ανθρώποι, γιατί επατούσες σε δυο σίδερα, ένας από δω, ένας από κει, και πολλές φορές σε έπαιρνε το βάρος μες στ’ αμπάρι. Ήξερα κάμποσα καράβια που ’χανε σκοτωθεί και πέντε άνθρωποι, στα χρόνια μου. Άλλες εποχές, ηρωικές βέβαια. Φαντάσου ότι έτυχα σε εποχές που εφεύγαν οι αποικιοκράτες. Απ’ την Αίγυπτο είχανε φύγει πριν δέκα χρόνια, απ’ τον Λίβανο, απ’ την Τρίπολη, από την Μοζαμβίκη, από την Ανγκόλα. Στην Νότιο Αφρική φασισμός κανονικός, δηλαδή των είχανε βραχιόλια των ανθρώπων, δεν έμπαινε στην πόλη μέσα ο μαύρος, άμα δεν είχε βραχιόλι στο χέρι του, όπως στο Νταχάου. Στην Ινδία δέκα χρόνια, το Πακιστάν δέκα χρόνια κράτος. Έτυχα εκείνη την εποχή που αλλάζαν τα πράγματα στον κόσμο. Δηλαδή ήταν σκολειό. Ήτανε το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή η περίοδος ’68 με ‘’5 που γινήκανε εδώ τα Κυπριακά και τα αυτά, ήτανε… Εφοβέριζε ο ένας τον άλλο άσκημα. Φαντάσου ότι ηξέραμε εμείς οι ναυτικοί ότι τα ρώσικα καράβια, τα εμπορικά, άμα τα συναντήσεις, δεν στρίβουνε. Δεν στρίβανε, δεν ξέρω μια νοοτροπία που είχανε, ήτανε νικητές, τροπαιούχοι. Βρε, σου δείχνω κόκκινο και πρέπει να αλλάξεις πορεία λιγάκι για να μη συμπέσομε, διότι όταν του δείχνεις τ’ αλλουνού το κόκκινο, την αριστερή σου μεριά, σε φυλάει αυτός. Όταν, όμως, σου δείχνει αυτός το κόκκινο, έπρεπε να γυρίσεις εσύ, το λέω απλά. Οι Χιώτες, λοιπόν, οι έξυπνοι ανθρώποι, τι είχανε βρει; Εβγάλαν το τιμόνι από τον αυτόματο, γιατί στον ωκεανό είχαμε τον αυτόματο. Δεν χρειάζεται να έχεις τον ναύτη εκεί, να τιμονεύει, άντε κράτα το κοπάδι σαν το βοσκό, το βάναν στον αυτόματο, υπήρχαν αυτόματοι τότε, που έπαιζε με την πυξίδα, αλλά η πορεία ήταν αυτή. Το βάζανε στο χέρι κι αρχίζανε τις παρατιμονιές. Αυτοί δεν ήταν και τόσο ανεξάρτητοι, το λέγανε χιώτικο τιμόνι. Δεν το κάνανε, βέβαια, όλοι έπρεπε να ’σαι θρασύς για να το κάνεις. Σου λέει «Δεν στρίβεις κερατά, θα σε κάμω εγώ να στρίψεις» και αρχίζανε τις παρατιμονιές. Και αναγκαζόταν ο Ρώσος κι έστριβε. Δεν έχω μετανιώσει που έκατσα στη θάλασσα αυτά τα χρόνια.

Μ.Λ.:

Πόσα χρόνια ήτανε;

Ι.Ν.:

Ζεστά, ζεστά πέντε μπάρκα, πέντε χρόνια. Ένα χρόνο το κάθε μπάρκο. Μαζί με το Ναυτικό π’ υπηρέτησα γύρω στα τρία χρόνια κι ένα κοτεράκι που είχα, δέκα χρόνια περίπου ήμουνα… Αφού τόσο πολύ μου άρεσε, που τσι ’καμα ιστιοπλόους τσι γιους, δεν ξέρω αν το ξέρεις.

Μ.Λ.:

Όχι, δεν το ’ξερα.

Ι.Ν.:

Καπετάνιου δίπλωμα έχει 22 μέτρα.

Μ.Λ.:

Αλήθεια;

Ι.Ν.:

Ναι. Θα σε πάει ιστιοπλοϊκά παντού, σ’ όλο τον κόσμο. Έχουνε πάει κι οι δυο στη σχολή. το μικιό δεν, δεν ετσίμπησε. Πήγανε στη Σχολή Ιστιοπλοΐας, έχουνε γυρίσει ούλη την Ελλάδα με αγώνες, γιατί είχα αυτή την κάψα του ναυτικού. Μου ’μεινε κι ένα κουσούρι. Σκέψου ότι έφυγα 17 χρονών από το σπίτι μου και γύρισα 27, όταν έκαμα την «Αποσπερίδα», κι αυτά τα δέκα χρόνια ούτε σταθερή σχέση μπορούσες να ’χεις… Αφού η τακτική όταν κουβεντιάζανε στο σαλόνι, πριν φτάξομε στον Πειραιά, ελέγανε ο ένας τ’ αλλουνού «Ετηλεγράφησες, μωρέ, να φύγει ο κουμπάρος από το σπίτι;». Ξέρανε οι κακομοίρηδες. Δηλαδή πόνος, να λείπεις ένα χρόνο, γιατί δεν επηγαίνανε τα καράβια στον Πειραιά όλα. Και τα ποστάλια είναι άλλοι ναυτικοί, δεν είναι ίδιοι, δηλαδή η ποντοπόρα ναυτιλία, ειδικά τώρα, που δεν κάθονται στα λιμάνια… Φαντάσου ένα καράβι 200-300 χιλιάδες τόνους, ξεφορτώνει σε έξι ώρες, ξέρω γω, πετρέλαιο. Δε μπαίνει καν στο λιμάνι. Στο Ρότερνταμ, που είναι το μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου, πάει κοντά σε μια ρουφήχτρα, φσσσστ, όξω το πετρέλαιο. Να φύγεις, άντε πάλι στο Κουβέιτ, το ίδιο. Σε πέντε-έξι ώρες σε γεμίζουνε, τι να δεις, και πού να βγεις, και πού να πας. Ενώ εμείς εκαθόμασταν, στην Καλκούτα καθόμασταν ένα μήνα.

Μ.Λ.:

Ένα μήνα;

Ι.Ν.:

Ένα μήνα, γιατί έπρεπε να περιμένουμε από τη ζούγκλα του Γάγγη να κατεβάσουνε με τις μαούνες τα τζούντια. Τζουντ είναι το λινάρι, δηλαδή η πρώτη ύλη που κάνουνε χαλιά, αυτά που βάζεις στις πόρτες, χαλάκια, λινάτσα, και τα κουβαλούσαμε ή ρολά ή μπάλες σαν το σανό, για να καταλάβεις, μεγάλες μπάλες, βαριές, τα οποία δε θέλανε βαριά εργοστάσια. Στη ζούγκλα είχαν εκιά κάτι μηχανήματα, τα τυλίγανε, και τα παίρναμε, και τα πηγαίναμε στην Αμερική και κάνανε τα χαλιά. Πιάναμε Βομβάη, καθόμασταν μια εβδομάδα, Κοτσίν. Γιατί έχω κάμει και στη…  Έκαμα ένα χρόνο στη γραμμή της Ευρώπης, ένα χρόνο ναύτης στη γραμμή Αμερικής-Ινδία, έξι μήνες το ταξίδι. Δυο ταξίδια, έβλεπες δυο φορές την Νέα Υόρκη, δύο φορές την Καλκούτα, [00:40:00]κατάλαβες; Εξάμηνο ταξίδι κυκλικό. Είχαμε επιβάτες. Δηλαδή αυτό το… Ευρήκα ένα βιβλίο του Ταχτσή με την υπογραφή του, είχε ταξιδέψει με το καράβι που ήμουνα. Όποιος βρει τη ζωή του, θα το δει ότι πήγε στην Αμερική κάποια εποχή. Και τον επήγε ο Καλλιμανόπουλος και το βρήκα μέσα στο καράβι, με αφιέρωση, με τον Ταχτσή. Τον ξέρεις τον Ταχτσή;

Μ.Λ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Που ήταν ομοφυλόφιλος και τον σκοτώσανε, τον κακομοίρη, το «Τρίτο Στεφάνι». Περσικό Κόλπο έχω κουβαλήσει υλικά από την Αμερική, σαν τις κολώνες της ΔΕΗ ήτανε, 20 m;etra περίπου στο μάκρος, με διακόσια χρόνια εγγύηση, μες στο νερό να μη χαλούνε. Κι είναι ένα λιμάνι τώρα, άμα μπεις στο Google, Ash Shuwaikh, το χτίσανε με τα υλικά που κουβαλήσαμε εμείς. Δηλαδή όταν πήγαμε, δεν είχαμε χάρτη, δεν υπήρχε χάρτης, σου ’πα ότι τα κράτη αυτά γινήκανε τότε, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε πάει ένας αρχικαπετάνιος, είχε κάμει ένα σκαρίφημα, σκαρίφημα ξέρεις τι είναι; Με το χέρι. Εδώ είναι βράχια, ετούτο είναι μερικά βολίσματα, και πλησιάσαμε σκανταγιάροντας, δηλαδή είχαμε βάρκα μπροστά, έριχνες σκαντάγιο με κορδόνι, με σχοινάκι, μεσινέζα, και φώναζες του καπετάνιου, τότε δεν υπήρχανε και walkie talkie και βλακείες, και μπήκαμε σιγά σιγά και ξεφορτώσαμε αυτά που εκάμαν το λιμάνι. Δεν έτυχε να ξαναπάω, ήταν μια φορά. Τι λιμάνια να σου πω τώρα;

Μ.Λ.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας; Ο αγαπημένος σας προορισμός;

Ι.Ν.:

Άκου να σου πω. Να σημειώσεις ότι αυτές τώρα είναι αναμνήσεις γλυκιές πενήντα χρονών. Εγώ είμαι 73 τώρα κι αυτά γινήκανε όταν εγώ ήμουνα 20, 21, 22, 23, 24, 25. Εστερούμουνα πράγματα, το ’βλεπα. Τον μήνα που έβγαινα και καθόμουνα όξω, έλεγα «Τι κάνω, μωρέ;». Αλλά μετά ήταν τα λεφτά, ήτανε… Είχα αρχίσει και έπαιρνα, «ανέβαινα» γρήγορα. Όταν, όμως, εκατάλαβα ότι δεν κάνεις σπίτι… Θα μου πεις « Ρε Γιάννη, το κατάλαβες αυτό κι έκαμες τα κοπέλια σου 50 χρονών;». Τον μικιό τον έκαμα 49 χρονών, τον Ευτύχη 43, 44, τον Μιχάλη 45, 46. Γιατί; Δεν είχα ζήσει όξω, δηλαδή έχασα δέκα χρόνια, 17-27, και μετά έπρεπε αυτά να τα καλύψω και γεμίζει η κεφάλα; Μου πήρε άλλα δεκαπέντε χρόνια να δω ότι αυτό που με έκαμε να παρατήσω το επάγγελμα που… Αν είχα μείνει 27 χρονών, θα ήμουνα καπετάνιος, ποιος ξέρει τη συνέχεια;

Ι.Ν.:

Δεν το σκέφτομαι, δεν μετανιώνω παρόλο που, προχθές, εμίλαγα μ’ έναν φίλο μου, ο οποίος έχει πολλά λεφτά, και κάπως μου βγήκε ένα παράπονο και μου λέει «Δεν, μη μιλείς, σου δοθήκαν ευκαιρίες». Γιατί ήμαστε ναύτες μαζί, αυτός τώρα παίζει με πολλά λεφτά, τι να σου λέω τώρα, εκατοντάδες εκατομμύρια. Έχει καράβια, έχει πολυκατοικίες, είναι ο μεγαλύτερος μεταφορέας κοντέινερ στην Ελλάδα. Σε μια φάση, ήμουνα στην Δανία, είχαμε ανοίξει μαγαζί, και ήρθε να με δει γιατί εκαθελκύανε το πρώτο, μεγαλύτερο κοντέινερ πλοίο του κόσμου, της Maersk. Και ήρθε να με δει στο Τίβολι. Τίβολι είναι ένα πάρκο στη μέση της Κοπεγχάγης και είχα νοικιάσει εκεί μαγαζί, δυο μήνες. Ήρθανε τα παιδιά και με βρήκανε, όλη η οικογένεια. Και στη δεξίωση τον εβάλανε δίπλα στον Maersk, ήτανε 90 χρονών, δηλαδή είναι σοβαρός άνθρωπος. Μου την είπε, μου λέει «Νανά, μη μιλείς, μα είχες τις ευκαιρίες σου». Δηλαδή απάνω που, ρε παιδί μου… Εξάλλου το είπα απ’ όταν ξεκίνησα, ότι έβαζα στόχους, τσι κυνηγούσα και μετά έλεγα « Μωρέ, πράμα άλλο καλύτερο;». Άμα σου πω πόσα μαγαζιά έχω ανοίξει, θα με δείρεις.

Μ.Λ.:

Πόσα δηλαδή;

Ι.Ν.:

Ούτε ξέρω, πρέπει να κάτσω να τα γράψω για να τα θυμηθώ. Εξεκίνησα με ένα τουριστικό. Τα ’καμα δυο, τα ’καμα τρία. Πάνω που ήτανε σε καλή φάση, τα παραιτώ και κάνω την «Αποσπερίδα». Μετά άνοιξα το «Αμάλθεια». Αυτές οι  λέξεις, στους γονείς σου, είναι η ζωή τωνε, τα νιάτα τωνε.

Μ.Λ.:

Το ξέρω, ναι.

Ι.Ν.:

 Μετά μπαίνω στη «Zodiac», γιατί είχα ακόμα, πήρα την αντιπροσωπεία της «Zodiac» και της «Severin», μηχανές και τέτοια. Ανοίγω το πρώτο μαγαζί στο Κουμ Καπί, στο «Αργώ», πριν γίνει το μπαμ στο Κουμ Καπί. Μα τι να σου πω τώρα συνθήκες… Τσι ’πιασα μια μέρα και σερβίραν κοκτέιλ γαρίδες, χωρίς γαρίδες μέσα. Με εκείνης της εποχής τα… Δεν, δεν προλάβαινα, είχα πέντε μαγαζιά: Άγιους Αποστόλους, εγώ το είχα οργανώσει και το πήρε μετά ο Βαρουδάκης, το «Αλθέα» εδώ, στον Δαράτσο, το «Αμάλθεια», την «Αλάνα», τη «Σταφιδική». Την έχεις ακουστά τη «Σταφιδική»;

Μ.Λ.:

Ναι, βεβαίως. Αυτά, ναι, πολλά απ’ αυτά…

Ι.Ν.:

Μεγάλο χιτ η «Σταφιδική». Κι ανοίξαμε  πρώτο μαγαζί στην Χάληδων, ακριβώς στη γωνία που μπαίνεις στα στιβανάδικα δεξιά, ένα μικρό μαγαζί, παλαιοπωλείο, έχουμε φωτογραφίες. Μετά είχα το δεύτερο απέναντι, το τρίτο, μετά ανοίγω την «Αποσπερίδα». Το ’81 – με τον Καμηλάκη τον Αντώνη την έκαμα την «Αποσπερίδα», ο οποίος έχει κάτω στο λιμάνι τον «Κάβουρα» και την «Πλατεία» και στον Πλατανιά έχει άλλο ένα μαγαζί, «Ωκεανό», ε; Λοιπόν, πήδους έπαιζα. Δεν είχα αυτή τη, μωρέ, τι να σου πω, πώς να σ’ το περιγράψω, ρε παιδί μου; Έτυχε κι αγόρασα αυτό το ακίνητο που ξέρεις, εκεί στο λιμάνι, το αγόρασα. Που ο άλλος… Και δεν ήμουνα και μεγάλος να πεις, 40 χρόνων το αγόρασα, ’49, ’48 γεννήθηκα, το ’89 τ’ αγόρασα. Πόσα χρόνια; 40 χρόνια, 40 χρόνων, περίπου 40. Άλλος κάνει μία ζωή να πάρει μαγαζί και καθίζει τον κώλο του και δουλεύει και αυτό. Εγώ όντε το πήρα πια, έβλεπα τον πελάτη και έμπαινε μέσα και έλεγα από μέσα μου «Βρε κερατά, εγώ θα σε ταΐσω κι εσένα;». Δεν ήθελα πια και πήγα 50 χρονών και έμαθα τα κεραμικά. Από μένα…

Μ.Λ.:

Α, ναι;

Ι.Ν.:

Δεν είχα ιδέα.

Μ.Λ.:

Αλήθεια, πω, πω, φοβερό.

Ι.Ν.:

Τίποτα. Καμιά σχέση. Αλλά δεν ήθελα να γίνουν τα κοπέλια μου σερβιτόροι. Μπορεί να τα κατάστρεψα κιόλας που τα ’καμα καλλιτέχνες. Άκου να σου πω, είναι δύσκολη δουλειά αυτό που κάνουνε. Όλοι τα φέρνουνε απ’ τα Χονγκ Κονγκ, απ’ τις Φορμόζες κι εμάς τα Ναναδάκια παλεύουνε με το χώμα να το κάμουνε κάτι να το δεις και να σου πάρει το μάτι σου από το κινεζικό. Πολύ δύσκολη δουλειά. Κι είναι κι ένα θέμα που δεν συζητιέται σε μια-δυο ώρες, δηλαδή αυτό που έγινε με το, με τις βιοτεχνίες… Με το που άνοιξαν οι εισαγωγές, κλείσαν οι βιοτεχνίες. Όλες. Έχουνε μείνει ελάχιστες. Εμείς, στα Χανιά, πόσοι είναι αυτοί που έχουνε κεραμικά; Ελάχιστοι. Εκεί στον Βερέκυνθο παλεύουν τα κακορίζικα, οι συνάδελφοί μου.

Μ.Λ.:

Και πώς διαλέξατε τα κεραμικά;

Ι.Ν.:

Τον ξέρεις τον Ρος;

Μ.Λ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Τον Ρος τον είχα…

Μ.Λ.:

Τον Ντέιλι Ρος.

Ι.Ν.:

Ναι. Τον Ρος τον είχα στην «Αποσπερίδα» πέντε χρόνια, του είχα δώσει ένα χώρο, μαζί με τον Αντώνη τον Καμήλο, και έπαιζε, δεν του παίρναμε νοίκι, και έπαιζε εκεί, εκεί έμαθε λύρα. Εφέραμε τον Μουντάκη, εφέραμε τον Ξυλούρη, εφέραμε… Δηλαδή όλοι επεράσαν από κει να δούνε τι κάνει ο Ρος. Στο τέλος, οι ίδιοι οι Χανιώτες τον έδιωξανε από μια συνέντευξη που είχε δώσει και κάτι είπε για τον Μαρκόπουλο και του είχε μείνει μια πικρία. Και όταν εβρέθηκε η αφορμή να του δώκουνε τον χώρο στο, εκεί που είναι τώρα, στον «Λαβύρινθο», τον «Λαβύρινθο» που έκαμε τη σχολή και τα… Λοιπόν, ετρώγαμε μια Κυριακή. Αυτός είχε περάσει στο Αφγανιστάν, γιατί ήτανε παιδί διπλωμάτη και πολεμιστή Άγγλο-Ιρλανδού, Σκοτσέζο-Ιρλανδού, ε, τέτοια φάση. Και ήξερε… Είναι και… Η χειρομαντεία είναι η μοναδική που έχει κάποια τεκμηρίωση. Δηλαδή έχουν υπάρξει μελέτες από διάσημα χέρια, πώς ήταν και τι λέγανε αυτοί που το αυτό, κατάλαβες; Υπάρχει κάποια, δεν ξέρω εγώ, εγώ αυτά ξέρω. Λοιπόν, μου λέει… Ήμασταν μεθυσμένοι, μου λέει «Έλα να δω το χέρι σου». Του δίνω τη χέρα μου, μου λέει «Θα ζήσεις πολλά χρόνια», εντάξει, «θα περάσεις μια αρρώστια στη μέση ηλικία, αλλά θα την ξεπεράσεις. Θα παντρευτείς», που είχα κάμει [00:50:00]όρκους εγώ ότι δεν παντρεύομαι, «θα κάμεις τρία παιδιά, θα αλλάξεις τέσσερα επαγγέλματα» –ήδη εγώ διένυα το δεύτερο, δεύτερο ή τρίτο, γιατί τα τουριστικά τώρα μπορεί να τα πεις άλλο–, «και το τελευταίο θα έχει να κάνει με το χώμα». Άκου τι μου είπε! Και βγαίναν ένα-ένα. Δηλαδή περνώ έλκος στομάχου,  όταν εκάηκε η «Αποσπερίδα», απ’ τη στενοχώρια μου, κόντεψα ν’ αποθάνω. Μου είχε κατέβει 19 ο αιματοκρίτης και δεν το είχα πάρει χαμπάρι, γιατί ήμουνα γερός, νέος. Μετά από το… Εγίνηκα καλά, το στομάχι μου. Είχα αρχίσει και μεγάλωνα κιόλας, ήμουνα πια κοντά στα 40, είχα σμίξει και με την μάνα τωνε, που είναι πολύ σοβαρή ιστορία αυτή. Είμαστε τώρα κοντά σαράντα χρόνια, δεν ξέρω πώς να το πεις, ρε παιδί μου. Δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά ζευγάρια να περάσανε όπως επεράσαμε εμείς. Και με τις δυσκολίες που είχαμε, πάντα υπήρχε ο σεβασμός, δεν εγινήκανε σκηνικά. Έχετε ακούσει καυγάδες στο σπίτι; Ποτέ. Είναι κακό τα παιδιά να παρακολουθούν καυγάδες και δεν λέω ότι ήμουνα άγιος, είχε, η Βαγγελιώ είχε αντοχές. Είχε και αυτή ένα παιδί, το μεγάλωσε κι αυτό, και τώρα εκ συμπτώσεως μεγαλώνουμε και τα εγγόνια, γιατί εχώρισε η κόρη και εξανάρθανε εδώ. Το σπίτι ευτυχώς είναι μεγάλο και δεν κουτουλούμε ο ένας τον άλλο. Λοιπόν, τι έλεγα;

Μ.Λ.:

Πώς γνωριστήκατε με την Βαγγελιώ;

Ι.Ν.:

Εδούλευε… Είχε κλεφτεί 15 χρονώ κι έκαμε το παιδί 16 και τση κανε νούμερα ο πρώτος άντρας και παίρνει το παιδί και φεύγει. Δεν την υποστήριξε κανείς, ούτε οι δικοί τζη. Κι ένας σερβιτόρος, σ’ ένα καμάκι απ’ το λιμάνι, με σταματά στον δρόμο και μου λέει «Γιάννη, επειδή κατέω πως στην “Αποσπερίδα” είσαστε σκολειό»… Πραγματικά, άμα σου πω πόσοι έχουνε βγει από τη «Αποσπερίδα» κι έχουνε μαγαζιά, θύμισέ μου να σ’ το πω μετά. Ο Αχιλλέας, ο Πέτρος στους Αρμένους, ο «Πλάτανος», το «Έλα», ένα άλλο κοπέλι, ο Άρης, στον Αποκόρωνα… Μα, δέκα μαγαζιά. Γιατί πραγματικά ήταν σκολειό, δεν εκρύβαμε το προσωπικό, τσι βοηθούσαμε και τα λοιπά. «Θα πάρεις», μου λέει, «τη Βαγγελιώ εκεί;», γιατί εδούλευε στο γηροκομείο, είχε μια ταβέρνα εκεί που έπαιζανε ρεμπέτικα. Πώς το λέγανε εκείνο το μαγαζί, δεν θυμάμαι. Είχε περάσει κάποια, εποχή καλό μαγαζί. Και πήγε, βρήκε τον ανιψιό μου που το δούλευε τότε, το Φραγκιό που έχει τον «Σείριο», και άρχισε και δούλευε εκεί. Έφερνε την Ηρώ, τριώ χρονώ ήτανε, είχε ένα μηχανάκι Honda και το κάθιζε σε ένα καρεκλάκι που είχε μπροστά, έτσι, και έτρεχε από τις 5 η ώρα το μικιό. Όταν εκουραζόταν, του ’στρωνε μια κουβέρτα κάτω απ’ το μπαρ και κοιμότανε. Εκεί μέσα στην «Αποσπερίδα» έχει μεγαλώσει και μετά στο «Αμάλθεια». Όταν ξανάρθε στο «Αμάλθεια», όταν εδούλεψα, εκεί ξεκινήσαμε τη σχέση. Ποτέ μου δεν είχα κάνει σχέση με άνθρωπο που δούλευε στα μαγαζιά μου. Το ότι το ’καμα, ήτανε, είχα δει κάτι. Και πραγματικά εμείναμε μαζί από δική μου τρέλα, επήγαμε στην εκκλησία με τρία παιδιά. Δηλαδή πρώτα έκαμα τα κοπέλια, τα μεγάλωσα, που λέει ο λόγος, τον Ευτύχη στην αγκαλιά, ο Μιχάλης ήταν 8 μηνώ στη κοιλιά τζη, η Ηρώ βαστούσε το νυφικό και μετά ήρθε κι ο Γιώργης, καθυστερημένα, δεν τον επεριμέναμε τον Γιώργη, ήρθε μετά από πέντε χρόνια. Τι άλλο;

Μ.Λ.:

Μου λέγατε πριν για…

Ι.Ν.:

Πώς έκαμα την «Αποσπερίδα»;

Μ.Λ.:

Για την παλάμη, ένα ένα, είχαμε μείνει στον Ντέιλι…

Ι.Ν.:

Α, ναι, λοιπόν, λέω μωρέ, ενώ δεν είμαι εγώ μοιρολάτρης, εννοώ δεν πιστεύω σε αυτά. Ξέρω ότι έχει ένα νόημα η χειρομαντεία και δεν είναι τυχαίο ότι ούλοι οι μεγάλοι του κόσμου είχανε ανθρώπους που τις συμβουλευότανε. Τώρα κατά πόσο επέφτανε μέσα ή έτσι ή όξω, υπήρχαν πάντως σχετικές μαρτυρίες. Κι άρχισα κι έδινα σημασία. Σκέψου ότι 40 χρονώ εβρέθηκα με κάποια λεφτά και λέω μωρέ, αφού είναι το τελευταίο να ’ναι με το χώμα, το τελευταίο επάγγελμα… Είχα αλλάξει τότε τρία επαγγέλματα: ναυτικός, τουριστικά επαγγέλματα, εστιατόρια. Και το τέταρτο ήτανε το χώμα. Και πάω κι  αγοράζω 200 στρέμματα στον Αλικιανό, για να ασχοληθώ υποτίθεται σοβαρά. Ως συνήθως, στόχους, στόχους, στόχους… Ακόμα το έχουμε εκεί και κάθεται, ούτε πάνε να το δούνε, κι είναι ένας παράδεισος. Έχει ούλο τον κάμπο στα πόδια σου, θάλασσα. Άμα πας, δεν θα φεύγεις από κείνο το μέρος. Αφού το λένε το όνομα του μαγαζιού, «Φλακάτορας», το πήραμε από κεί. Φλακάτορας τι σημαίνει; Φυλακή, σημαίνει οπτήρας, βάρδια. Επειδή ήτανε περίοπτη θέση, οι παλιοί, όπως το βιγλάτορας. Φλακάτορας, το όνομα του μαγαζιού είναι από αυτό. Επειδή είχα… Όταν άρχισα και σοβαρευόμουνα, έβαζα κάποιους στόχους. Λέω μωρέ «Να κάμω ένα μαγαζί στο λιμάνι. Να έχω και το κτήμα, να το κάνω οικολογικό, να έχω τα υλικά», αλλά, ως συνήθως, ως σου είπα, στόχους, στόχους, στόχους…. Ήμουνα και πάντα μόνος μου, μόνο το Βαγγελιώ είχα, τη γυναίκα μου. Δεν είχα αδέρφια άλλα, λείπανε. Εμεγάλωσα τέσσερα παιδιά, μετά που πήρα το χωράφι. Δεν έμεινε ώρα. Το έχουμε ακόμα και κάθεται. Και είναι σου λέω σ’ ένα μέρος που είναι για να ζήσεις, να αποθάνεις, ό,τι θέλεις να κάνεις. Κι έχει και νερό, 

Μ.Λ.:

Κάποια στιγμή…

Ι.Ν.:

Εγώ… Kοίταξε, αυτός δεν το ’θελε να το δει καθόλου. Και όταν τον επήγα και τον επερπάτησα μέσα, άλλαξε γνώμη.

Μ.Λ.:

Ο Ευτύχης;

Ι.Ν.:

Ναι, ο Ευτύχης δεν ήθελε. Ο Μιχάλης έκαμε μια ψιλοπροσπάθεια να ασχοληθεί, αλλά δεν τη κάμει με κεφάλαια, με σχέδιο, με… Κάπως αρπακολλίστικα, κι απογοητεύτηκε. Τώρα τι θα κάμουν από δω και πέρα…

Μ.Λ.:

Πήρατε το χωράφι…

Ι.Ν.:

Και πήρα το χωράφι για να γίνω, υποτίθεται, αγρότης και μετά μου προέκυψε το χώμα. Τα κεραμικά. Κάποιος μου είπε να κάμω κάποιο συνέταιρο, να βάλει τα πράγματά του, αυτός είναι εδώ στην Παρηγοριά, έχουνε, ακόμα ασχολείται ο ένας, έχουνε κλείσει ουσιαστικά. Και σιγά σιγά επαραίτησα τα εστιατόρια, τα πούλησα, τα αυτά, και πήγαν τα παιδιά σε σχολές και καταλήξαν ούλοι καλλιτέχνες. Το άλλο αστείο είναι ότι μικρός ήθελα τρία επαγγέλματα. Ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, το είχα διαβάσει ένα διήγημα στη Ζωή, όι στη Ζωή, στη Διάπλαση των παίδων, και περιέγραφε μια οικογένεια ευτυχισμένη, δίπλα στο κύμα. Τώρα που υπάρχει ηλεκτρονικός τρόπος, θα ψάξω να το βρω. Άμα θα σου πω τι βρήκα, μετά θα σ’το πω. Ο «Χρυσόστομος» ήταν κινηματογράφος κάποτε και είχαμε πάει με τον πατέρα μου, τη μάνα μου και την αδερφή μου την Βέτα, δεν είχα αλλά αδέρφια τότε, και μας βαστούσανε αγκαλιά. Ακόμα θυμάμαι το στρίμωγμα τότε στις σκάλες του «Χρυσοστόμου». Κι είχαμε δει μια ταινία, «Το πέτρινο λουλούδι», μια ρώσικη. Πώς την αφήσανε και πέρασε το ’53-’54, αφού τότε ήταν ο κινηματογράφος. Και προχθές εσκάλιζα  το Google, το YouTube, και μου το ’βγαλε το έργο! Ένας μύθος στο Ουζμπεκιστάν, «Το πέτρινο λουλούδι». Δεν το έχει, όμως, στα ελληνικά, το έχει στα ρώσικα και δεν καταλάβαινα ακριβώς. Το είδα όμως, πολύ ωραία χρώματα, ε, το θυμόμουνα. Έτσι κάπως επήρα, λοιπόν, την απόφαση και άλλαξα επάγγελμα. Στα 50. Ε, και έτσι περνάει η ζωή.

Ι.Ν.:

Έκατσα και έγραψα δυο, τρία χρόνια από τη ζωή μου στη θάλασσα και πώς έκαμα την «Αποσπερίδα». Τα έχω γράψει γιατί έχω συνειδητοποιήσει ότι οι περισσότεροι, πέρα απ’ τον παππού τωνε, δεν ξέρουνε τίποτα. Δηλαδή… Mωρέ, ποιος ήταν o προπάππος soy, από πού ήρθανε, τι κάμανε; Αλλά από την άλλη, πάλι, έχω διαβάσει και τόσες βιογραφίες και δεν βρίσκω τόσο ενδιαφέρον δα να προσθέσω κι εγώ. Και έκατσα κι έγραψα μερικά πραγματάκια για τα παιδιά μου και για τo, αν έρθει κανένα εγγόνι, εκτός από αυτά που έχει η Ηρώ.

Μ.Λ.:

Θα μου τα πείτε;

Ι.Ν.:

Τι;

Μ.Λ.:

Αυτά που έχετε γράψει

Ι.Ν.:

Οι, είναι πολλά.

Μ.Λ.:

Ό,τι, ό,τι προτιμάτε.

Ι.Ν.:

Τι να σου πω; Να σου διαβάσω τα λιμάνια που έχω πάει;

Μ.Λ.:

Ναι, αμέ.

Ι.Ν.:

Άκου. Βηρυτός, Πλατάκεια, Ηράκλειο, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Γερακινή, Αίγιο, Ζάκυνθο, Κωνσταντινούπολη, Ορντού, Φάτσα, Σαμψούντα, Κερασούντα, Μπουργκά, Βιλχελμσχάβεν, Μπρεμερχάβεν Αμβούργο, Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Λονδίνο, Τρίπολη, Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Νόρφολκ, Βοστώνη, Σαβάνα,  Τάμπα (Φλόριδα), Χιούστον, Νέα Ορλεάνη, Μπατόν Ρουζ, [01:00:00]Πουέρτο Καμπέλο –αυτό είναι στη Βενεζουέλα– Κιουρασάο, Ντούρμπαν, (Νότια Αφρική) Πορτ Ελίζαμπεθ, Μομπάσα, Κένυα, Λορέντσο Μαρκές, Μογκαντίσου –αυτό είναι στη Σομαλία, το Τζιμπουτί είναι πιο μέσα, στην Ερυθρά–, Μασάο, Άκαμπα, Τζέντα, Ας Σουαΐκ, Άντεν, Νταμάν, Κουβέιτ, Μπάσρα στο Ιράκ, Χοραμσάρ στην Περσία, Kαράτσι στο Πακιστάν, Βομβάη, Κοτσίν (Ινδία) και πόσα ξεχνώ, Μαντράς, Τσάλνα, Ρανγκούν, Κολόμπο, Νάντη, Μπορντώ, Αϊτή, Λουάντα, Ανγκόλα, Λομπίτο, Ιστ Λόντον και Τραπεζούντα. Καμιά ογδονταπενταριά λιμάνια. Γιατί ήτανε το, τα καράβια Generalάδικα και πιάνανε... Δεν μπορώ να πω ότι δεν με επηρέασε η θάλασσα. Είδα πολλά πράγματα, νέος, απάνω που διαμόρφωνα χαρακτήρα, και είδα ότι ο κόσμος δεν είναι αυτό που θεωρούμε στην Ελλάδα, ότι θαρρούν πως είμαστε οι απόγονοι του Περικλή. Ξέρεις γιατί διχαζόμαστε; Ε;

Μ.Λ.:

Γιατί;

Ι.Ν.:

Γιατί δεν ξέρουμε ιστορία. Έχω ακούσει ανθρώπους να μιλούν για την Μικρά Ασία, την καταστροφή, και να λένε «Οι ξένοι φταίνε». Α, είναι Σαββάτο, σήμερα, ε; Να λένε «Οι ξένοι φταίγανε». Μωρέ, οι ξένοι φταίγανε που τελειώνεις έναν πόλεμο, που κουτσά στραβά εμπήκες με τσι νικητές, και περιμένεις ανταμοιβή, και διώχνεις αυτόν τον άνθρωπο που σε έβαλε και πήρες και τριπλασίασες την Ελλάδα, τον Βενιζέλο, και φέρνεις τον ανιψιό του Κάιζερ, τον Κωνσταντίνο; Εγώ, εγώ δεν τσι θεωρώ προδότες κι αυτούς, τσι βασιλιάδες, αυτοί είναι, αυτές είναι ανοησίες που λένε ότι «προδότες και ξενοκίνητοι». Και σου λέω ένα μικρό παράδειγμα. Ο Φίλιππος τώρα που πόθανε, της Αγγλίας, επρόσεξες το έμβλημα του; Ελληνική σημαία ήτανε απάνω στο αυτό του, στο φέρετρό του, του είχανε την προσωπική του σημαία και η μισή ήταν η ελληνική σημαία, μπλε και άσπρες ρίγες και σταυρός. Ε, άμα δεν το ’νιωθε, θα το ’κανε; Δεν με νοιάζει, ρε παιδί μου, που λένε οι βασιλιάδες και… Εντάξει. Οι λαοί είναι όπως τη σκάλα. Ανεβαίνεις σκαλί, σκαλί, σκαλί, σκαλί, σκαλί. Άμα έχεις ακούσει διαλέξεις Ευθυμίου και της Αρβελέρ, δεν χρειάζεται να σου πω πολλά για να καταλάβεις τι εννοώ. Γιατί οι προτεστάντες πάνε καλά; Γιατί την ηθική την έχουνε μέσα τωνε. Εγώ όσους εγνώρισα προτεστάντες, μπορεί να είναι κουραστικοί, μπορεί να σου σπούνε μημ πω τι, αλλά αυτό που θα σου πει, κατά συντριπτική πλειοψηφία, θα το κάνει. Και δες ποιες χώρες είναι οι επιτυχημένες στον κόσμο: οι προτεσταντικές, όλες. Ολλανδοί, Βέλγοι, Άγγλοι με τις αποικίες τωνε, που ’ναι ούλος ο κόσμος, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία… Είναι όλοι προτεστάντες. Και στην Αμερική κουμάντο κάνουν οι προτεστάντες και οι W.A.S.P. οι λεγόμενοι White Anglo-Saxon Protestants, W.A.S.P., έτσι λέγονται. Mε επηρέασε, που λες, η θάλασσα πολύ, γιατί ήταν η εποχή που άλλαζε ο κόσμος. Τι να σου πω τώρα, ότι όταν γεννήθηκα εγώ, εδώ, δεν είχαμε τσιμέντο στο πάτωμα, είχε χώμα και επειδή είμαστε χαμηλότερα από τα πάνω χωράφια, έτρεχε νερό από τον τοίχο και είχε ένα κάτολα… Tι ένα κάτολα, ένα αυλάκι, στη μέση του σπιτιού, από τη μια μεριά και εχυνόταν από εδώ κάτω. Μπορεί να υπάρχει τρύπα ακόμα εκεί, άμα κοιτάξεις από κάτω… Το ρεύμα ήρθε το ’56, το νερό ήρθε το ’56. Θυμάμαι και πηγαίναμε τη στάμνα στο Καβούσι, ανάμεσα από δω με το… Λοιπόν, αυτό που γίνηκε… Γκρινιάζουμε ότι δεν είμαστε καλά στην Ελλάδα. Βρε κερατάδες, στα Βαλκάνια είναι σχεδόν δέκα κράτη: Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Μοντενέγκρο-Μαυροβούνιο, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία. Οχτώ κράτη. Έχουνε μικρότερο ΑΕΠ από της Ελλάδος, όλοι μαζί. Το ήξερες αυτό; Ε, να το μάθεις. Λοιπόν, αν μπεις στο Google και χτυπήσεις τα ΑΕΠ, ακαθάριστα εθνικά προϊόντα, που τυχαίνει να ήταν αυτοί όλοι αριστεροί, περάσανε όλη την εμπειρία οι κακομοίρηδες και άμε να των εξαναπείς τώρα για κομμουνισμό εκεί πέρα. Τα λέω για ώτα μη ακουόντων. Γιατί εγώ ξεκίνησα από κομμουνιστική οικογένεια και τώρα είμαι, όχι φιλελεύθερος, μπορώ να σου πω και νεοφιλελεύθερος, γιατί ξέρω ότι κανείς δεν δουλεύει για άλλους. Θα δουλέψεις για αυτούς που αγαπάς, για αυτούς που θέλεις, για αυτούς που έχεις υποχρέωση. Εδώ άλλοι, μωρέ, κάνουνε κοπέλια και τα παρατούνε και θα δουλέψει ο άλλος; Εντάξει, τα θρησκευτικά κοινόβια δεν χαλούνε, γιατί δεν έχει [Δ.Α.], όλα τα κοινόβια διαλύθηκαν. Άμα ξέρεις, να μου πεις, να πάω και εγώ. Δεν υπάρχουνε κοινόβια πια. Ε, γίνονται,  χάνονται, αυτοκτονούνε, ο Τζόουνς εκεί στην Γουιάνα, πού έβαλε κι αυτοκτονήσανε. Θέλω να πω ότι είδα τον κόσμο και είδα… Πού την πρωτοπήρα χαμπάρι; Στην Βουλγαρία. Ένας ζόφος. Φαντάσου τώρα ’68, Ζίβκοφ, σύμφωνο Βαρσοβίας, στα σύνορα ναρκοπέδια. Και εγνώρισα κάτι Έλληνες που είχανε μείνει εκεί. Τώρα ήταν από τον ΕΛΑΣ, ήταν εκεί, δεν θυμούμαι. Φοβούνταν να μιλήσουνε. Εγύρισα εδώ και του πατέρα μου δεν του είπα τίποτα. Πήγα και στην Κίνα μετά. Έκαμα ένα ταξίδι και φορτώσαμε στάρι από το, την Πασκαγκούλα, από τον κόλπο του Μεξικού, αμερικάνικο λιμάνι, και το πήγαμε και το ξεφορτώσαμε στην Ινδία, και μετά πήγαμε το καράβι στη Σαγκάη και το παραδώσαμε, κατεβάσαμε την ελληνική σημαία και βάλαμε… Ένα χρόνο αυτό το ταξίδι, και είδα και την Κίνα. Και γυρίζω πίσω… Ο πατέρας μου αριστερός, ιδεολόγος, δηλαδή εμιλούσε για το ΚΚΕ και έκλαιγε, κι εγώ εψήφιζα για το χατίρι του, ήταν και το αίμα, που είχαμε τέσσερις σκοτωμένους, αλλά ωριμάζοντας έβλεπα ότι δεν γίνεται ταμείο. Δεν προκόβουν οι λαοί. Γιατί; Δίνεις την εξουσία σε ένανε που δεν αφήνει… Θα μου πεις εδώ λέγαμε «Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι». Μα πώς το λες, ρε μαλάκα, αυτό το «Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι»; Μη διαβάζεις αυτόν που είναι ρουφιάνος δημοσιογράφος, διάβασε έναν που είναι σοβαρός. Το ξέρεις ότι ο Μαρίνος έλεγε αυτά που γινήκανε, ο δημοσιογράφος αυτός, δεν ξέρω αν τον πρόλαβες, ο Μαρίνος ακόμα αρθρογραφεί στο «Βήμα».  Ότι ο Μαρίνος αυτά που γινήκανε στην Ελλάδα, την οικονομική καταστροφή του ’10, την έλεγε τριάντα χρόνια πριν; Άμα διαβάσεις άρθρα του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και στο «Βήμα», έλεγε τι θα συμβεί από τότε. Ανεξέλεγκτες σπατάλες, γιατί αυτά που είδαμε, τότε που δεν είχαμε πατώματα και που τηλεόραση, τότε που πήγε ο Παναθηναϊκός στο Γούμπλεϊ, τον είδανε στην Μαλάξα οι Χανιώτες, δεν υπήρχανε στα Χανιά… Ναι, στην Μαλάξα μόνο έπιανε κι ανεβαίνανε στην Μαλάξα και βλέπανε το παιχνίδι. Είχε κάτι καφενεία και το πήρανε χαμπάρι και μαζευόταν τριακόσιοι, τετρακόσιοι ανθρώποι και βλέπανε από απόσταση 50μ. το παιχνίδι του, τα παιχνίδια τα ευρωπαϊκά. Λοιπόν, ταμείο δεν γινότανε. Ο γαμπρός μου, που είναι πιο σκληρός από μένα, ετοιμαζόταν να τον επάει στη Ρωσία τον πατέρα μου. Ευτυχώς δεν πρόλαβε, γιατί απόθανε το ’84 και το ’89 εσπάσανε ούλα. Αλλά εγώ… Βέβαια, από το ΚΚΕ το ξέρανε ότι δεν είμαι… Δεν με υποστηρίξανε ποτέ, ούτε σαν δημοτικός σύμβουλος που είχα κατέβει ούτε… Είχα κατέβει με τον Κατσανέβα τότε που πήραμε το… Που θα βάζανε κι ένα γάιδαρο οι Πασόκοι, αλλά δεν τωνε πέρασε. Ήτανε χοντρή κουβέντα αυτή και δεν το κατάπιε ο κόσμος. Είχε κάνει το λάθος συγχωρεμένος ο Σήφης, ήτανε φίλος μου, και έλεγε ότι «Και γάιδαρο να βάλουμε στα Χανιά, έχουμε τόση δύναμη που θα τόνε κάνουμε δήμαρχο». Κι ακούστηκε αυτό και φάγανε σφαλιάρα το ’81, πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ, πάνω στη δύναμή του. Και που βγήκε, νομίζανε θα τα πάρουν ούλα. Και στα Χανιά, ο Κατσανέβας δήμαρχος. Και πώς εβγήκε; Τέσσερις σαν κι εμένα του βγάλαμε χίλιους ψήφους, οι οποίοι δεν θα τσ’ είχε, αν δεν είχε ανθρώπους, δηλαδή με ψήφισαν εμένα ανθρώποι που δεν με ψηφίζανε αλλιώς. Δεν με ψήφισαν σαν αριστερό. Και βγήκε ο Κατσανέβας. Και μείναν οχτώ χρόνια στον Δήμο. Δεν ξέρω αν τα πρόλαβες εσύ αυτά; Μπα.

Μ.Λ.:

[01:10:00]Όχι, αλλά…

Ι.Ν.:

Έχεις ακούσει τον Βλησίδη κι αυτούς όλους.

Μ.Λ.:

Και θέλετε να πείτε ότι γνωρίζοντας τον κόσμο, ας πούμε…

Ι.Ν.:

Κατέληξα καπιταλιστής αλλά όχι φασίστας. Καπιταλιστής, δηλαδή δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Κύριέ μου είσαι άξιος; Κάμε λεφτά, να τα χαίρεσαι, να τρώνε κι οι άλλοι. Και μην ξεχνάς ότι αυτό που κάνεις τώρα εδώ είναι του Νιάρχου δουλειά. Εγώ μόλις μου είπε ότι είναι από… Δηλαδή δεν έχω, ρε παιδί μου, αυτή τη μαύρη ζήλια που έχουν οι Έλληνες για τον πετυχημένο άνθρωπο. Να του πούμε, δηλαδή, ότι για, έκαμε λεφτά, εντάξει. Σ’ ούλες στις ντουλάπες των πλουσίων υπάρχουν σκελετοί. Σάμπως στις ντουλάπες των φτωχών δεν υπάρχουνε σκελετοί; Αυτές οι γενικεύσεις είναι, θολώνουν τα νερά, δεν τσι παραδέχομαι.

Μ.Λ.:

Θέλετε να πούμε για την «Αποσπερίδα»;

Ι.Ν.:

Τι να σου πω; Θες να τα πάρεις να το διαβάσεις και να το ξαναφέρεις;

Μ.Λ.:

Πείτε μου κι εσείς και θα το πάρω και να το διαβάσω.

Ι.Ν.:

Τι να σου πω;

Μ.Λ.:

Πώς σας ήρθε η ιδέα. Ξέρω ότι ήτανε μαγαζί που δεν υπήρχε τέτοιο στα Χανιά. Πότε το ανοίξατε;

Ι.Ν.:

Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο με το αυτοκίνητό μου, χωρίς να φταίω. Mπήκα σε μια περιπέτεια. Σκέψου τώρα να είσαι 25 χρόνων, είχα αγοράσει το αμάξι δυο μήνες, ευτυχώς δεν ήμουνα και μεθυσμένος. Είχαμε πιει ένα μπουκάλι Κάστερ, τρία άτομα, δυο κοπελιές κι εγώ. Και μας κεράσαν άλλο ένα και δεν το ήπιαμε, ευτυχώς, γιατί θα μου κάναν αλκοτέστ, θα με πιάνανε μεθυσμένο και θα ήτανε αλλιώς. Σκοτώνω τον άνθρωπο. Τελειώσανε τα δικαστήρια και την ημέρα που ετελειώσανε, λέω του πατέρα μου «Πήγαινε να μου φέρεις τα κλειδιά του…». Εμέναμε απέναντι και το ’χα το μαγαζί, το ’χα, ρε παιδί μου, ενόραση να το πω, το ’χα δει φτιαγμένο, έτοιμο. «Μωρέ τρελός, είσαι; Ακόμα δεν τελειώσαμε τη… Χρωστούμε την αποζημίωση». Τσι είχα πάρει ένα οικόπεδο, μετά βρεθήκαμε και της πήρα ένα οικόπεδο, της κοπελιάς, ένα εκατομμύριο τότε δραχμές, πολλά λεφτά. Εκείνη την εποχή έπαιρνε ο δάσκαλος ενάμιση χιλιάρικο. Τέλος πάντων, μ’ αγάπα και φεύγει. Έχεις μπει στο «Έλα»;

Μ.Λ.:

Ναι.

Ι.Ν.:

Εγώ είχα μπει από τη μεριά της κουζίνας. Ήτανε κουζίνα από τότε που το άνοιξα εγώ. Τότε δεν είχα και τον Καμηλάκη γνωρίσει. Και μπαίνω απ’ τη μεριά της κουζίνας, είχε ένα αυλιδάκι ανάμεσα, κι ήταν το κυρίως κτήριο μισό στρέμμα, και στέκω στην πόρτα και τι να δω; Αράχνες σα σεντόνια από τα μεσοδόκαρα να κρέμονται. Γύρου γύρου, όταν φυράξει το ξύλο, που θα το πάθουμε κι εδώ, ο ρόζος φεύγει και μένει τρύπα στο ξύλο, στη σανίδα. Να περνά το φως. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, τα οξώφυλλα…

Μ.Λ.:

Αυτό ήτανε σαν ενετικό;

Ι.Ν.:

Αυτό ήτανε ένα εργοστάσιο που κάνανε μέσα σαπούνι. Σαπουναριό. Παθαίνω σοκ, λέω, «Κοίταξε ένας χώρος». Και παίρνω ένα φίλο μου, του λέω «Μωρέ, έλα να το δεις, να μου πεις τη γνώμη σου», έναν εργολάβο. Αυτός ήτανε τρία, τέσσερα χρόνια μικρότερος από εμένα, παιδιά ήμαστε. Έρχεται, το βλέπει, ήτανε έξυπνος άνθρωπος, και μου λέει «Γιάννη, τι θα το κάνεις;». Εγώ τον έφερα για να μου το φτιάξει, σαν εργολάβος. Του λέω «Μιχάλη, κάτι που να έχει να κάνει με τη διασκέδαση», δεν είναι ακόμα, δεν ήξερα. Απλώς το κανόνι ήταν φορτωμένο και ήθελε να κάμει το μπαμ, εκτόνωση. Λεφτά δεν είχα, όλα ήτανε έτσι, στον αφρό, στον αέρα. Μου λέει «Θα με κάμεις συνέταιρο;» μου λέει ο Καμήλος. Του λέω «Μωρέ, θα το κουβεντιάσω με τον πατέρα μου», παρόλο που δεν τόνε κουβέντιαζα, τότε τόνε κουβέντιασα, εκείνη τη φορά. Και μου λέει «Άκου να σου πω», επειδή μου είχε εμπιστοσύνη, αλλά με φοβόταν κιόλας. Σου λέει «Αυτό είναι κουζουλό». Σκέψου ότι 16 χρονών εγάηρα και σήκωσε το χέρι του να με δείρει, που είχα μετά τα μεσάνυχτα, του λέω «Άνε με δείρεις, θα φύγω και δεν ξανάρχομαι». Αυτό ήτανε. Πήρα τον, του πήρα τον αέρα και δεν εκουβέντιαζα, με κανένα, ό,τι μου κόψει το κεφάλι μου. Μου βγήκε σε καλό, έκαμα και λάθη, γιατί άκου να σου πω, όποιος δεν έχει γέρο, πρέπει να αγοράζει. Μην κάνετε το λάθος να θαρρείτε επειδή είμαστε ιστορικά πίσω, εννοώ δεν κατέμε το κομπιούτερ καλά. Αυτά είναι βλακείες. Τι έχεις μέσα σου; Τι κουβαλάς; Πώς τα ’ζησες; Και μπαίνουμε μέσα, παιδί μου, αρχές του Απρίλη και μέχρι τις 5 του Νοέμβρη το είχαμε φτιάξει. Χωρίς λεφτά. Άμα διαβάσεις, αυτά τα έχω γράψει με λεπτομέρειες. Τρεις φορές μας εδανείσαν ανθρώποι που δεν μας ξέρανε χρηματικά ποσά γερά, γιατί όταν ανοίξαμε, χρωστούσαμε και τρία εκατομμύρια, που είπαμε ότι εκείνη την εποχή το χιλιάρικο ήτανε μηνιάτικο. Δηλαδή τριακόσιους μήνες έπρεπε να δουλεύεις για να βγάλεις τα τριακόσια χιλιάρικα, όι τα τρία εκατομμύρια. Ούτε μηχανικούς εβάλαμε, τίποτα, παρά η μάνα μου και η μάνα του Αντώνη υφαίνανε και κάνανε κουρελούδες. Εμείς παραγγείλαμε τον εξοπλισμό στου Γαλάνη. Με εκατό χιλιάρικα που του δώκαμεμ μας έδωσε τρία εκατομμύρια, μέχρι μηχανές εσπρέσο. Δεν ξέραν οι Χανιώτες, τσι κερνούσα τότε Bacardi με Coca-Cola, τι είναι αυτό; Οι ανθρώποι πίνανε βερμούτ και… Μα δεν το λέω υποτιμητικά, αυτή ήταν η αστική ανάπτυξη. Εκεί ήταν μια υποτιμημένη περιοχή, δεν έμπαιναν μέσα, δηλαδή η Οβριακή. Και τι ήτανε, ποιοι μένανε; Οι Οβραίοι ήτανε διακόσιοι ανθρώποι, διακόσιοι πενήντα καταλάβαν τα σπίτια τους, ώντε τσι  πήρανε οι Γερμανοί, οι δικοί μας, και ήταν ανθρώποι που δεν είχαν… Ήταν λούμπεν λούμπεν. Ούτε φως δεν είχε, οι δρόμοι ήτανε με χώμα. Και πήγαμε εμείς εκεί με τον Αντώνη… Ο πατέρας του ένα χρόνο δεν του μίλησε του Αντώνη, καθόλου, αλλά την ημέρα των εγκαινίων μ’ αγκάλιασε, όταν είδε τι κάναμε, και μου λέει «Παιδί μου…». Που ήταν οικογένεια οι Καμηλάκηδες μεγάλη και… «Παιδί μου, να ’σαι καλά που μας αποφάνισες». Δεν μου ’χουνε κάνει καλύτερο κομπλιμέντο. Ένα χρόνο δε μου μίλιε, που το φτιάζαμε, και ήρθε, χωρίς να με γνωρίζει, του ’πανε «Αυτός είναι ο συνεταίρός μας», ήρθε να δει τι θα κάμουμε στα εγκαίνια. Έφερε τον αδερφό του και έβαλε τα χέρια στην τσέπη, περπατούσε μπρος πίσω στα πατάρια… Κάθε πατάρι τώρα χωρούσε τριακόσια άτομα, όχι μαγαζί, είχαμε είκοσι άτομα προσωπικό.

Μ.Λ.:

Τέσσερις όροφοι;

Ι.Ν.:

Τρεις, τρεις. Και του Ρος χώρια. Χίλιοι ανθρώποι χωρούσανε μέσα. Ο πατέρας μου είχε μετρήσει και μπαίνανε δεκαπέντε ανθρλωποι το λεπτό. Ανεβαίνανε, δεν βρίσκανε να κάτσουνε πουθενά και φεύγανε. Αυτό γινόταν ένα χειμώνα. Επιάναμε διακόσια χιλιάρικα τη βραδιά, δεν ξεχρεώσαμε, μας πήρε τέσσερα-πέντε χρόνια να ξεχρεώσουμε, αλλά τσι πληρώσαμε όλους μέχρι τελευταίο ευρώ, δραχμή. Μείναμε με τον Αντώνη, μείναμε εφτά χρόνια μαζί και μετά πήραμε τσι «Μούσες», τις «Μούσες» τις είχα ξεχάσει. Τις Μούσες τις έφτιαξα εγώ, με τον Αντώνη και με τον Σωκράτη. Και στο χρόνο απάνω έπρεπε ν’ ανοίξει η «Αποσπερίδα», να κλείσει οι «Μούσες», μπερδεμένα τα πράματα, μπήκανε κι άλλοι στη μέση. Και βλέπω τον Αντώνη στον δρόμο, του λέω «Αντώνη, ήντα θα κάνουμε;», και μου λέει «Εγώ αγοράζω και πουλώ». Του λέω «Αντώνη, εγώ αγοράζω μόνο» και του ’δωκα τρία εκατομμύρια και το πήρα. Και το βάστησα άλλα εφτά χρόνια και μετά κάηκε. Πώς κάηκε; Άλλοι λένε πως το κάψα εγώ, άλλοι λένε ότι κάηκε από βραχυκύκλωμα, άλλοι λένε…. Είχε ξαναπάρει άλλες δυο φορές, τρεις, φωτιά. Εν λειτουργία, δηλαδή μια φορά πήρε η καμινάδα, τα λίπη, και άλλες δυο φορές είχε πάρει, τη μια φορά από τζάκι και την άλλη από μια Kresky, αυτές τις πετρελαίου, αλλά ήμαστε μέσα, το σβήσαμε. Την τελευταία φορά πήρε, έκαμε η πυροσβεστική μεγάλο έλεγχο, γιατί ήταν ασφαλισμένο. Και πώς εβρέθηκε ασφαλισμένο; Παίζαμε χαρτιά και ένας μου χρώσταγε εκατόν πενήντα χιλιάρικα. Μου λέει «Γιάννη, να σου κάνω μια ασφάλεια;». Ήξερα που θα τα χάσω, το λέω του Αντώνη, έπρεπε να δεχτεί ο Αντώνης, γιατί τα μισά ήτανε δικά του, του λέω «Μωρέ, μωρέ Αντώνη…». Και ήρθε η ώρα που εσώθηκε κατιτίς από όλη αυτή την ιστορία. Πήρα καμιά δεκαριά εκατομμύρια, έντεκα όταν κάηκε. Είκοσι δυο ήτανε όλα, τα μοιραστήκαμε τους ιδιότητες. Των είπα «Μωρέ, αφήστε με να το ξαναφτιάξω». «Όι, με τα μισά λεφτά άμα θες, φτιάξ’ το». Όι, να ξαναφτιάζω δεύτερη φορά, δεν άντεχα. Ήταν το τυχερό του Κωστή, του σερβιτόρου μου, του Ανδριανάκη που έχει τώρα το… Το οποίο ήτανε, είχε μάθει τη δουλειά, τον είχα σπρώξει, του λέω «Πήγαινε». Του νοίκιασα ένα μαγαζί που έχει εκεί δίπλα, το υπόγειο, που το έχει τώρα τουριστικό, και όταν με είδε κι έκαμα την «Αλάνα»… Ήταν πρώτη αυλή που έγινε η «Αλάνα», το ’91, τη χρόνια που γεννήθηκε αυτός. Μου το ζήτησε να το νοικιάσει, [01:20:00]εγώ το έφτιαζα για μένα, του λέω «Όι, Κώστα δεν γίνεται». Και σκέφτηκε και πήγε και ζήτηξε την «Αποσπερίδα», που ήτανε καμένη ακόμη, με τα αποκαΐδια μέσα, και την επισκεύασε λίγο λίγο τσι τοίχους, όπως είναι ανοιχτό, και έκαμε την επιτυχία που έκαμε. Είναι ευλογημένο μαγαζί. Εκεί με έμαθε ο κόσμος, εκεί ωρίμασα. Και να σου πω και κάτι; Στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν κορυφώσεις. Αυτή για μένα ήτανε μια κορύφωση, δηλαδή έβγαλα και πιο πολλά λεφτά από αλλού. Και από το «Αμάλθεια» έβγαλα λεφτά, και από τη «Σταφιδική» έβγαλα λεφτά, αλλά αυτό που έγινε στην «Αποσπερίδα»… Θα σου πω μια μικρή ιστορία να καταλάβεις. Είμαι στου Πρέβελη. Κοπέλι. Κι είμαι με δυο κοπελιές, τριάδα. Μια Εγγλέζα και μια Σουηδέζα. Και εμέναμε εκεί στον ποταμό, έχουμε τα στρωσίδια μας. Το προηγούμενο βράδυ γίνηκε φασαρία στην παραλία, έτσι φωτιά, κλέψανε μια μηχανή μιανού, φωτογραφική, [Δ.Α.] κατεβαίνει η χωροφυλακή άλλο που δεν ήθελε, με τα αυτόματα, ξυπνούμε, όπως σ’ τσι πίνακες του Ρούμπενς, ξέρεις, τα γυμνά στην εξοχή. Κι είμαστε τρία νεαρά και γελούσαν οι χωροφυλάκοι και μας εχαζεύανε, «Έι, μωρέ!», ξυπνώ εγώ, κάνω έτσι, με τα αυτόματα και μας εσημαδεύανε. «Από πού είσαι;». Μάνι μάνι αυτοί οι χωροφύλακες, μου λένε «Μπορούμε να ψάξουμε;». Λέω «Να με ψάξετε». Ψάχνουν αυτοί, δεν βρίσκουνε τίποτα. Λέει «Από πού είσαι;». Λέω εγώ «Εκιά το αυτοκίνητό μου το έχω  παρκαρισμένο, είμαι Χανιώτης». «Ήντα δουλειά κάνεις;». Έτσι κι έτσι, μόλις λέω «Αποσπερίδα», μου λέει ο μοίραρχος «Μωρέ, εκιά έχω φάει, έχω πιει, έχω περάσει βραδιές», όπως είπες εσύ για τους γονείς σου, και έδιωξε όλο τον κόσμο από του Πρέβελη και εμένα με άφησε, σου λέει «Αυτός είναι γνωστός». Σε μπλόκα, στα βουνά, γυρίζαμε τις νύχτες, άλλοι ψάχνανε για λαγούς, για χασίσια. «Μωρέ Νανά, εσύ είσαι; Από την “Αποσπερίδα”; Γεια σου!». Και πέρναγαν χωρίς να με κοιτάξουν καθόλου. Ήτανε σαν να λέμε η στιγμή στη ζωή μου. Τώρα δεν ξέρω ακόμα, δεν κατέω, δεν έχω ακόμα κουράγιο.

Μ.Λ.:

Έρχονταν οι πάντες εκεί πέρα.

Ι.Ν.:

Τι να σου πω τώρα, ονόματα, ποιοι έχουν έρθει. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, Σαμαράκηδες, ηθοποιοί. Με τον Σαμαράκη ένα βράδυ κουβεντιάζαμε κι έπιασε μπόρα και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Mας άρεσε κιόλας. Kαι εξημερώθηκαμε, κουβέντα τώρα, φαντάσου ο Σαμαράκης τότε πρέπει να ήτανε 60, 65 χρόνων. Ξέρεις τον Σαμαράκη, τον συγγραφέα. Είχε έρθει να κάνει μια διάλεξη και τόνε φέρανε… Όποιος ερχόταν στα Χανιά, τόνε φέρνανε εκεί. Δεκαπέντε χρόνια δεν είχε άλλο μαγαζί. Εξημερωθήκαμε εκεί με τον Σαμαράκη, με φίλους, με αυτά… Ο Χατζηδάκης, η Βουγιουκλάκη, ο Βουτσάς, ο Σαββόπουλος, ο Ξυλούρης. Δεν ερχότανε κανείς στα Χανιά να μην τόνε εφέρουνε στην «Αποσπερίδα», να του δείξουν για εμείς τι έχουμε. Και αυτό ήταν βέβαια για μένα, και για τον Αντώνη, τον συνέταιρο μου… Δεν τσακωθήκαμε πότε με τον συνεταίρο, ήτανε πολύ καλή συνεργασία, παρόλο που ήταν από άλλο… Αυτή ήταν πιο πρακτική οικογένεια από τη δική μου. Ήτανε ανθρώποι του χωριού, αλλά ακόμα είμαστε φίλοι, κάθε πρωί πίνουμε τον καφέ μας μαζί, τα λέμε. Αυτός έχει μείνει στο επάγγελμα αυτό. Κι έκαμα και στον σύλλογο του λιμανιού, δώδεκα χρόνια πρόεδρος. Έκανα προσπάθειες, αλλά στο επάγγελμα, Μαρία είπαμε, εμπήκανε τόσοι πολλοί άσχετοι που στου σπανού τα γένια μάθανε οι μπαρμπέρηδες. Ληστές. Βέβαια, το ηλεκτρονικό μαραφέτι θα τσι βγάλει όξω αυτούς. Γιατί; Γιατί μπαίνει ο πελάτης και τον «στολίζει» και μετά εσύ που είσαι ο έξυπνος διαβάζεις και δεν πας. Πολλά χρόνια, όμως, εφεύγανε διακόσιοι-τριακόσιοι ανθρώποι από το λιμάνι και κλαίγανε, τους ληστεύανε. Δηλαδή ήταν να πληρώσει ένα χιλιάρικο, και του παίρνανε πέντε, με τσι διπλούς καταλόγους, με τα αυτά που κάνανε…

Μ.Λ.:

Τον πρώτο καιρό, ας πούμε…

Ι.Ν.:

Ακόμα και τώρα κάνα δυο.  Ακόμα και τώρα δυστυχώς, γιατί… Ο νικητής του Εμφυλίου πώς θα επανδρώσει το κράτος; Βάλαν όποιον βρήκανε και ξεκίνησε στραβά. Ούλη η Ευρώπη άρχιζε κι έχτιζε, εμείς εγκρεμίζαμε τα τείχη. Οι ζημιές στις οχυρώσεις, οι πολλές, γινήκανε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρώτο ρήγμα το κάνανε στο Κουμ Καπί, την Πύλη της Άμμου, για να μπορούν, λέει, τα παιδιά να πηγαίνουν από την Χαλέπα στα σκολειά. Το 2ο Δημοτικό το χτίσανε πάνω στην τάφρο. Το «Ξενία» πάνω στην οχύρωση, στην πιαταφόρμα. Την αγορά, το ’10, ο Μουντάκης, απάνω στην κεντρική πιαταφόρμα. Και όλα αυτά αποκαθίστανται εύκολα, το 80% του, της οχύρωσης, δηλαδή εάν… Πώς να σ’ το πω, ρε παιδί μου; Κλείσουν τον Τοπανά, αποκαθίσταται το βόρειο μέτωπο. Δεν έχει πόρτα το Τοπανά, από βόμβες ήτανε. Εάν κλείσουν την πόρτα στο δημοτικό σκολειό, το τείχος, και αφήσουν ένα πορτάκι να πηγαινοέρχονται πεζοίμ χτίσουνε και την πόρτα του Κουμ Καπιού, το τείχος που θα λείπει ξέρεις ποιο θα ’ναι; Από το 2ο Δημοτικό μέχρι το Ωδείο, μέχρι το ξενοδοχείο, το «Κρήτη», πώς το λένε εκεί. Τα οποία είναι θαμμένα, υπάρχουνε, δηλαδή αν σκάψουν από το «Κρήτη» δεκαπέντε μέτρα το έδαφος και κατέβουνε κάτω, θα προχωράς από το «Κρήτη» προς το «Πανελλήνιο» και θα έχεις το τείχος να το βλέπεις δεξιά σου δεκαπέντε μέτρα ύψος. Δηλαδή ο δρόμος που σώζεται ήτανε το κενό μεταξύ του τείχους και της άχτιστης της περιοχής, γιατί το φρούριο απαγορευόταν να χτίσεις, υπήρχε διάταγμα, τούρκικο, το οποίο λεγόταν Τοπ Αλτί. Δηλαδή βεληνεκές όπλου, δεν μπορούσες να χτίσεις κοντύτερα. Γιατί τη λένε Νέα Χώρα; Οι Τούρκοι, όλα αυτά που χτίστηκαν γύρο γύρου, πώς να σου δώσω να καταλάβεις; Τα Νέα Καταστήματα ξέρεις τι ήτανε; Νεκροταφείο τούρκικο, τα μερζαλίκια. Η Νέα Χώρα χτίστηκε μετά το 1920 που ήρθαν οι πρόσφυγες. Δεν υπήρχε τίποτα. Την Παρηγοριά γιατί τη βγάλανε Παρηγοριά; Γιατί όταν ερχόταν ο κόσμος από το Σέλινο, την Κίσσαμο, εκεί, στο ύψωμα, έβλεπε πια τα φώτα στα Χανιά και παρηγοριούνταν ότι φτάνουνε. Αν προλάβουν να μπούνε, αν ήταν ανοιχτή η πόρτα στο Καλέ Καπισί, αλλιώς…Για αυτό υπάρχει η έκφραση «Ήντα βιάζεσαι μωρέ; Το Καλέ Καπισί θα κλείσει;». Λεγόταν η πόρτα Καλέ Καπισί, τούρκικα. Αυτά.

Μ.Λ.:

Κι εσείς διαλέξατε το παλιό λιμάνι, που ήταν τότε…

Ι.Ν.:

Κοίταξε, εγώ μετά που φύγαμε από δω, τον Γαλατά, εμείναμε στο Βαρούσι. Δεν μ’ άρεσε. Μετά μείναμε στον Αϊ Γιάννη.  Δεν μ’ άρεσε. Και μου λέει η μάνα μου «Πήγαινε, ένα σπίτι ενοικιάζεται στην Οβριακή». Πάω εγώ παιδάκι, 13, 14 χρονών, ερώτηξα και άκου πού έπεσα, σε μια βιζιτού, η οποία φορούσε μια καπιτονέ ρόμπα και, τέλος πάντων, κάτι έτσι δεν μου πήγε και γυρίζω και τση λέω «Μάνα, δεν είναι καλά εκεί πέρα, εκιά θα πάμε γιατί είναι φθηνά». Και μείναμε εκεί από, δηλαδή μένω στην Παλιά Πόλη –έμενα, γιατί τώρα είμαι εδώ, στον Γαλατά– από το 1964, πόσο είναι τώρα; Τριάντα έξι, πενήντα έξι, εξήντα χρόνια συνέχεια. Επίσης εβγήκα από την Ελλάδα και ήξερα τι θα συμβεί, γιατί είδα πού πήγαινε το πράγμα. Γιατί εμπάρκαρα πέντε χρόνια, είδα τον κόσμο που αναπτυσσόταν και όταν γύρισα, υπηρέτησα στο ναυτικό, εδώ, στον Κανελλόπουλο υπηρέτησα, 27,5 μήνες, πολύ, πολλά χρόνια, τρία χρόνια. Και δεν είχαμε τουρισμό τότε, του σακιδίου τουρισμό ’65, ’66, ’67. Ερχόταν οι ξένοι κι εμένανε στα Μάταλα, στη Σούγια…

Μ.Λ.:

Χίπηδες;

Ι.Ν.:

Ναι, δεν τσι λέγαμε χίπηδες, παιδιά των λουλουδιών, αυτοί ήταν τα χελιδόνια. Γγυρίζανε και λέγανε «Ανακαλύψαμε ένα μέρος, το λένε Κρήτη…». Κι έτσι κι αλλιώς, πρωτόγονα  τα πράγματα εδώ. Το ’76, λοιπόν, που έκαμα την «Αποσπερίδα» ήταν η πρώτη προσπάθεια σοβαρή και μεγάλη για να μπει ο κόσμος στην Παλιά Πόλη. Δεν έμπαινε. Σκοτάδι, φτώχεια στην Οβριακή, Κολομπίτες, τους λέγανε Κολομπίτες επειδή το λέγανε, πώς [01:30:00]είναι, Porto del Colombo. Από πού κι ως που τώρα το λέγανε Κολόμπο δεν ξέρω, ήταν Ιταλός ο Κολόμπος. Έτυχε κι η γυναίκα που πήρα, το μητρικό τζη όνομα είναι Ρενιέρη. Αυτοί ήτανε μια μεγάλη οικογένεια, μάλλον γαλλικής καταγωγής πρέπει να ’τανε, Ρενιέρ, στο Ωδείο έχει ένα άγαλμα, είναι ο Ρενιέρης ήτανε προπαππούς τωνε, που ήταν πρώτος πρόεδρος της Βουλής, στην Τροιζηνία όταν την κάμανε. Τον έπιασε ο Κολοκοτρώνης, τσακωνόταν δεν ήξεραν ποιον να κάνουνε πρόεδρο της Βουλής. «Δεν σας κάνει αυτός που είναι από την Κρήτη;», είπε ο Κολοκοτρώνης και τον έβαλε, τον έκαμε, δεν το ήξερε κάνεις και γίνηκε, ήταν γιατρός, είχε σπουδάξει στο εξωτερικό. Υπάρχουν διάφοροι μύθοι γύρω από αυτό, πού βρήκε ο Ρενιέρης τα λεφτά και σπούδαξε το κοπέλι του στην Ιταλία. Αυτοί ήτανε, άμα πας στα Ρούματα, και δεις τα σπίτια τωνε, είναι λες κι είσαι στην Παλιά Πόλη.

Μ.Λ.:

Τα εξοχικά, ε;

Ι.Ν.:

Όχι, εκεί πήγανε. Μετά που ήρθαν οι Τούρκοι. Το 1209 ήρθαν οι Ενετοί, το 1680 ήρθαν οι Τούρκοι. Οι Ρενιέρηδες δεν φύγανε, πήγανε στα Ρούματα. Σου λέει «Μέχρι να φτάξουν εδώ». Και πραγματικά πάλι μετοχάρηδες ήταν εκεί, είχαν περιουσίες κι υπάρχουν κι ακόμα Ρενιέρηδες. Το ξενοδοχείο που το έβγαλε Ρενιέρη, αυτή που έχει τον «Ζέππο», είναι περίπου εκεί τα κτήρια. Είχανε παρεκκλίσει, είχανε μόλο και έδενε η βάρκα τωνε. Δηλαδή οι γιοί μου έχουνε και λίγο λίγο ενετικό αίμα. Από την άλλη μεριά Σφακιανοί. Τι θα βγει τώρα, θα δούμε.

Μ.Λ.:

Φοβερός συνδυασμός.

Ι.Ν.:

Θα δούμε.

Μ.Λ.:

Πώς, συγγνώμη, πώς το σκεφτήκατε αυτό με τους διαφορετικούς ορόφους, διαφορετικό…

Ι.Ν.:

Κοίταξε, θα σου πω κάτι. Κανείς δεν έχει την επιφοίτηση. Είχα πιει μπίρα, αν έχεις πάει στο Αμβούργο, στο Σαν Πάουλι. Είναι η γειτονιά του λιμανιού, όπως λέμε εδώ οι χιόνες. Τα μπουρδέλα εδώ τα λέγανε χιόνες. Εκεί φαντάσου το οργανωμένο με βιτρίνες, πουτάνες να στέκονται να δείχνουν τα κάλλη τωνε. Και είχε λοιπόν ένα, μια μπιραρία, σαν τις γερμανικές μπιραρίες, το «Zillertal», το οποίο είχε ένα επίπεδο. Δηλαδή είχε κάτω ένα μπαρ, και καθόταν o κόσμος κι έπινε [Δ.Α.], κι από πάνω ένα. Κι εγώ όταν τον καθάρισα τον χώρο, είδα ότι μπορεί να γίνει το ίδιο, γιατί αυτό δεν ήταν ανοιχτό όταν το… Ήτανε σαπιμένα τα ξύλα. Επατούσες κι έπεφτες. Κι όπως το καθαρίσαμε και πριν αρχίσουμε να το αναστηλώνουμε, το σκέφτηκα. Λέω «Μωρέ, σκέψου να μπαίνεις στο ισόγειο και να κοιτάς έτσι να βλέπεις ένα χωνί τσ’ ανθρώπους, σαν τα σταφύλια να κρέμουνται γύρω γύρω». Και το κάμαμε επίτηδες, αφού θα ήτανε χορός κοινός, να μπορείς εσύ να πίνεις τον καφέ σου και να σε βλέπει ο άλλος που πίνει το κρασάκι του από πάνω. Και έγινε επιτυχία, δηλαδή τύχαινε την ίδια μέρα να είναι υπουργοί, τυχαία, να τρώνε στο εστιατόριο και τα παιδιά της ΚΝΕ ή του, ξέρω γω ποιοι ήτανε, να πίνουνε τον καφέ τωνε ή τον αργιλέ τωνε. Είχαμε κι αργιλέδες. Τότε δεν τολμούσε κανείς να βάλει αργιλέ, εμείς είχαμε βάλει, γιατί ήταν οι εποχές ανάποδες. Να σου πω ότι δεν μετανιώνω, δεν θα ’ναι για 100% αλήθεια, γιατί η ζήλεια είναι ένα σκουληκάκι που σε τρώει. Θα μπορούσα να είχα κάνει πολύ περισσότερα, αλλά ακριβώς επειδή δεν άκουγα τσι παλιούς σου, δεν συμβουλευόμουνα, επέτυχα και μικρός, ενόμιζα πως είμαι άτρωτος. Λέω «Μωρέ, αφού μου πάνε έτσι που μου πάνε, εγώ θα ακούω τον ένα και τον άλλο;». Μου είχανε κάνει προτάσεις ανθρώποι, Χανιώτες με, τι να σου πω. Δεν γινόταν δουλειά να μην έρθουν να μου πουν «Μωρέ, έλα» κι εγώ εδιάλεγα, μην πω τη λέξη. Συναισθηματικός, άμα μου έκανες πως μ’ αγαπάς και με προσέχεις, παρ’ τα όλα. Και μετά ,για να πάρω τη σύνταξή μου, επεράσανε τριάντα πέντε μήνες, γιατί έκλεινα εταιρείες, οι οποίες είχανε μείνει έτσι και περιφερόταν. Τριάντα πέντε μήνες πέρασαν να μου δώκουνε τη σύνταξη μου μέχρι να κλείσω τις εταιρείες αυτές. Άλλα χρόνια. Ελειτουργούσε ο κόσμος με το φιλότιμο… Κι έφαγα χοντρές σφαλιάρες. Δεν έπαθα από εχθρούς, έπαθα από φίλους, αλλά μαθαίνουν κι οι αμάθητοι, ξεχνούν κι οι μαθημένοι. Με τον Καμήλο που μιλάμε τώρα τα πρωινά, αυτά λέμε ότι «Μωρέ, εμείς τσι φέραμε εδώ στην Παλιά Πόλη ούλους». Κι είναι μερικοί που δίνουν συνεντεύξεις σε εφημερίδες και δεν ντρέπονται να λένε για τα κωλομαγαζάκια τωνε, μαγαζί είναι του κάθε μιανού, δεν λέω, και ελάχιστοι θυμούνται να πούνε ποιος τσι έφερε στην Παλιά Πόλη. Δηλαδή το μαγαζί αυτό δεν θα ξαναγίνει. Καταρχήν, για δεν υπάρχουν τέτοιοι χώροι και, δεύτερον, είναι μεγάλο ρίσκο, γιατί ήταν πολύ μεγάλο. Σκέψου τα καλοκαίρια κλείναμε, ήταν κλειστό το καλοκαίρι, δεν έμενε κανείς στην Παλιά Πόλη.

Μ.Λ.:

Να το κλείσουμε λίγο να…

Ι.Ν.:

Ναι, παιδί μου

Μ.Λ.:

Να μιλήσει κι ο Ευτύχης να…