© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

O Γιώργος Κωτσίνης, από την Στρατίνιστα Πωγωνίου, αφηγείται τη μουσική βιογραφία του

Istorima Code
11181
Story URL
Speaker
Γεώργιος Κωτσίνης (Γ.Κ.)
Interview Date
28/09/2022
Researcher
Θάνος Κώτσης (Θ.Κ.)

[00:00:00]

Γ.Κ.:

Λέγομαι Γεώργιος Κωτσίνης.

Θ.Κ.:

Είναι Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου του 2022, είμαστε με τον Γιώργο Κωτσίνη στην  Ηλιούπολη Αττικής. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, ερευνητής του Istorima. Γιώργο, ξεκινώντας, θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου απ’ τα παιδικά σου χρόνια. 

Γ.Κ.:

Ωραία. Γεννήθηκα στην Ηλιούπολη, εδώ πέρα που μιλάμε, αυτό είναι το σπίτι μου το πατρικό και όλη μου τη ζωή την έχω περάσει στην Ηλιούπολη. Είμαι Ηλιουπολίτης γέννημα-θρέμμα, από γονείς με καταγωγή το Πωγώνι του νομού Ιωαννίνων Ηπείρου. Ο πατέρας μου κατάγεται από την Στρατίνιστα Πωγωνίου, η μητέρα μου από το διπλανό χωριό, το Περιστέρι Πωγωνίου, Μέγγουλη. Το σπίτι είχε παππού και γιαγιά, δηλαδή τους χειμωνιάτικους μήνες ερχόταν εδώ πέρα η γιαγιά μου, και η μία γιαγιά και η άλλη. Τους κανονικούς τους παππούδες δεν τους γνώρισα, αλλά είχαμε έναν παππού, τον Αριστοτέλη Σίλη, ήταν ο αδερφός του Γεωργίου Σίλη. Η μάνα μου είναι η Φεβρωνία Κωτσίνη, το γένος Σίλη, επομένως ήταν θείος της μητέρας μου, ήταν αδερφός του παππού μου, ο οποίος έμενε σπίτι μας και είχε μια αστική συμπεριφορά, γιατί είχε γεννηθεί στην Πόλη. Ήρθε όταν ήτανε 12 χρονών στην Ελλάδα, είχε πάει δηλαδή εκεί σχολείο, γυμνάσιο, μέχρι γυμνάσιο, και ο κανονικός παππούς μου, ο Γεώργιος Σίλης, ήρθε 14 χρόνων από την Κωνσταντινούπολη, καταγωγής από το Περιστέρι, Μέγγουλη Πωγωνίου, αλλά είχε πάει εκεί ο προπάππους μου στην Κωνσταντινούπολη να καζαντήσουν και είχε μία αστική έτσι νοοτροπία.  Είχε, ας πούμε, συλλογή γραμματοσήμων και μάλιστα έλεγε ότι ο συλλέκτης είναι πολύ καλλιεργημένο άτομο, γιατί ξέρει όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου, ξέρει ιστορικά γεγονότα σαν να έχει διαβάσει πολλά βιβλία, ας το πούμε. Γενικά συλλέκτης και τις έχω εγώ τις συλλογές. Μάλιστα, μου έλεγε «Έλα να τα αερίσουμε» και μετά του έλεγα μόνο «Παππού, πάμε να τα αερίσουμε». Αυτός μου πήρε και το κλαρίνο. Το λέω αυτό γιατί ο πατέρας μου, η μάνα μου «Τώρα το παιδί γύφτο θα το κάνουμε;». Ήμασταν σε ένα σπίτι, λοιπόν, που ναι μεν ήταν μερακλήδες, αγαπούσαν πολύ τα ηπειρώτικα, αλλά δεν σκεφτόντουσαν ποτέ το παιδί τους ότι θα κάνει αυτό το επάγγελμα. Είναι ένα επάγγελμα που είναι αδιανόητο για έναν άνθρωπο μη Ρόμι. Ο πατέρας μου δούλευε στον Σαρίδη. Ο Σαρίδης ήταν ένα εργοστάσιο επίπλων πολύ σπουδαίο για τα ελληνικά δεδομένα, και είχα πάει κι εγώ μικρός στα σπίτια του Βαρδινογιάννη, του Γουλανδρή, του Καραμανλή. Τα ξύλα της Βουλής, ό,τι ξύλινο, αυτά που βλέπουμε, ας πούμε, Βουλή των Ελλήνων ο πατέρας μου τα ’χει...  Ήταν η τελευταία υπογραφή, ας πούμε, Σαρίδη, ο πρωτομάστορας του Σαρίδη, από ’κει πήρε σύνταξη, και είχε και, όπως βλέπεις εδώ πέρα, το μαγαζί του στο σπίτι, το εργαστήριο, το οποίο κι εγώ το διατηρώ έτσι. Έχω βάλει κλαρίνα τώρα πια, έχω βγάλει τα εργαλεία και έχω βάλει κλαρίνα. Αυτό γιατί το λέω; Γιατί ο πατέρας μου, αν και απλός άνθρωπος από μια απλή οικογένεια των Κωτσιναίων της Στρατίνιστας, που είχανε πρόβατα, δεν ήτανε βλάχοι, ήταν οι χωριάτες που είχανε πρόβατα και κάποια χωράφια στον κάμπο. Έναν κάμπο που είχε πολύ άργιλο και του βαζες και δεν έβγαζε αυτά που περίμενες να βγάζει, δηλαδή ήθελε πολύ ιδρώτα για να έχεις λίγο κέρδος, ίσα ίσα. Δουλεύαν πάρα πολύ σκληρά στην Στρατίνιστα, γι’ αυτό κιόλας φεύγανε και μετανάστευαν, ένας λόγος είναι αυτός, θα πούμε για τον άλλον λόγο. Και ο πατέρας μου έτσι ήταν λίγο ψηλομύτης, δηλαδή ήτανε λίγο παινεσιάρης. Ο πατέρας του έλεγε του Μάνου του Αχαλινωτόπουλου όταν ήμασταν μικρά, εδώ γειτονιά «Το βλέπεις αυτό; Εγώ το έφτιαξα αυτό το έπιπλο», και του έλεγε ο Μάνος –τώρα πλατειάζω, αλλά δεν πειράζει, είναι κάτι ωραία αστεία αυτά– «Κύριε Θόδωρα, μήπως ασχολείστε και με τα σίδερα;». «Ε», λέει, «έχω μια οξυγονοκόλληση». «Γι’ αυτό ο γιος σας παίζει κλαρίνο καλό».  «Άκου τι μου είπε το παιδάκι», λέει, «το σκατό» και μου το ’λεγε συνέχεια ο πατέρας μου. Δύο αστεία έλεγε συνέχεια. Ένα αυτό του Μάνου, γι’ αυτό ο γιος σου παίζει κλαρίνο, επειδή έχω σίδερα. Και το άλλο, άλλο ένα αστείο τέτοιο, που είχε περάσει, λέει, ο, ο Μπέκος όταν είχε πάρει μια Mercedes και πέρασε μπροστά απ’ το καφενείο, έτσι να τον δουν, και ακούγεται ο Θανάσης «Τι τη θέλει τη Mercedes και το σπίτι όλο λακκούβες μέσα». Οπότε ό,τι και να ’κανα στη ζωή μου, είχα τον πατέρα μου που μου ’λεγε «Το σπίτι όλο λακκούβες μέσα το ’χεις». Τι το θες που πήρες αμάξι, τι το θες που πήρες καλό κλαρίνο και τα λοιπά. Αυτά για αστείο, αλλά κάτι λένε αυτά τα πράγματα. Εγώ, λοιπόν, υπερτονίζω αυτό, ότι υπήρχε παππούς και γιαγιά στο σπίτι μας. Και στο χωριό όταν πηγαίναμε, επειδή ήμασταν φτωχοί άνθρωποι, δεν πηγαίναμε διακοπές στα νησιά κι αυτά.  Είχαμε μόνο μία θεία Πολίτισσα, ξαδέρφη του παππού μου, στο Λουτράκι. Όλα μου τα παιδικά χρόνια τα έχω περάσει, ένα μήνα πήγαινα στο Λουτράκι, μόλις τελείωνα το σχολείο. Έχω να σου δείξω φωτογραφίες, η θεία μου του Λουτρακίου, έτσι λέγαμε, η θεία απ’ το Λουτράκι, και μετά πηγαίναμε δύο μήνες, δυόμισι μήνες στο χωριό μου, αυτό ήτανε δηλαδή. Πάλι με τις γιαγιάδες και τα λοιπά. Παραμύθια, τραγούδια, συνέχεια τραγούδια, σε χαρές και λύπες, μοιρολόγια. Η μάνα μου τραγουδούσε πολύ ωραία μοιρολόι, όταν πέθανε ο παππούς, όταν οποιοδήποτε πρόβλημα να είχε, το ’στριζε που λέμε το μοιρολόι, την άκουγες από πάνω. Αυτό είναι ένα βίωμα που θα μπορούσαμε να πούμε. Και βέβαια και κάποιες άλλες μνήμες, που ήτανε σκόρπιες, αναφορές για το χωριό.  Όπως για παράδειγμα, εγώ πήρα ένα ντο κλαρίνο, πού το ξέραμε εμείς το ντο το κλαρίνο. Κλαρίνο ντο είχε ο Φώτης ο Μάστορας ο οποίος ήτανε ένα ντο λίγο φάλτσο, λίγο βραχνό, λίγο έτσι. Κι όμως, ακόμα και τώρα το λέω και ανατριχιάζω, όταν παίζω στο χωριό μου και λέω θα σας βγάλω το ντο το κλαρίνο και τους κάνω αυτό το βραχνό παίξιμο, υπάρχει τρόπος που το κάνω, και παίζω αλά Φώτη, αμέσως τσιμπάνε, «Αυτό, μην το βγάζεις, αυτό, συνέχισε αυτό». Τι τους αρέσει σ’ αυτό; Κοίταξε τώρα πώς είναι οι μνήμες. Ο πατέρας μου είχε άλλα τρία αδέρφια, τέσσερα αδέρφια σύνολο, ο Βαγγέλης ο μεγαλύτερος, ο πατέρας μου ήταν ο μικρότερος και ήτανε η θεία μου, ο θείος μου ο Μήτσος και θεία μου η Ελπινίκη, τρίτη η Ελπινίκη. Αυτά τα παιδιά γλεντούσαν με του Φώτη το κλαρίνο, εκεί ήταν η παράδοση, να μην τη λέμε παράδοση, οι μνήμες, η ζωή τους και τα λοιπά. Έρχεται ο πόλεμος, έρχεται ο Εμφύλιος, ο παππούς μου ήταν κομμουνιστής, του πήραν την κόρη, αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Μήτσος του ’ρθε να πάει στη θητεία, πήγε θητεία στον Εθνικό Στρατό ας το πούμε, ταυτόχρονα. Ερχόταν ο Μήτσος, ξέρω ’γω, «Φέρε, έλα, Φώτη να παίξουμε κλαρίνα». Ο Φώτης «Ναι, παιδιά, ό,τι θέλετε», εσείς ας πούμε τα παιδιά. Με ποιους είσαι; Με τε σας, υπάρχει κι αυτό ας πούμε, το είχε πει ο Δραγούμης νομίζω. Ερχόταν η θεία μου κατέβαινε, ξέρω ’γω από το βουνό, τους είχαν διώξει τους άλλους, ξέραν ας πούμε. «Έλα, Φώτη, βγάλε και τα κλαρίνα τώρα, έχουμε εδώ να φάμε. Με ποιους είσαι;». «Με τε σας, παιδιά μου». Μην πω και κανένα λάθος, ας πούμε, ο καημένος ο Φώτης ο Μάστορας.  Λοιπόν, τελειώνει ο πόλεμος, η θεία μου ήταν από τους χαμένους, πήγε στην Πολωνία. Ο θείος μου ο Μήτσος ήρθε στην Αθήνα, φούρναρης, εσωτερική μετανάστευση, και μετά πήγε στην Αμερική να ζήσει το όνειρο. Αυτά τα αδέρφια ποτέ δεν βρεθήκανε ξανά να χορέψουν και είχανε στις μνήμες τους το κλαρίνο το βραχνό, το κλαρίνο του Φώτη Μάστορα. Ο πατέρας μου ήταν συνδετικός κρίκος. Εγώ τώρα που είμαι συλλέκτης μπορώ να σου δείξω μία κάρτα της θείας μου που έχει μια τρύπα στη μέση. Την έβαζες και ήταν δίσκος, τέτοιο πράγμα δεν έχει κανένας συλλέκτης μιλάμε! Και είχε ένα τραγούδι ελληνικό και έλεγε «Περνάμε καλά, φιλιά στον…», εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα, «Γιλιά στον παππού, στον θείο», λέγαν ας πούμε, «να μου φιλήσεις τα κορίτσια», 00:10:00 ξέρω ’γω, «από την Βούνια», την Ευανθία δηλαδή, «την Βάσω και», έλεγε τα, «και την Λένα», ξέρω ’γω. Έλεγε τις πρώτες μου ξαδέρφες από κει.  Ο πατέρας μου κρατούσε, λοιπόν, αυτές τις σχέσεις. Η θεία μου παντρεύτηκε έναν από τον Μεσενικόλα, πηγαίναμε στον Μεσενικόλα πολλές φορές για Χριστούγεννα, για Πάσχαμ με το αρνί μας και τα λοιπά, και τα έχω αυτά τα παιδιά, ενώ είναι συμπεθεριό, τα έχω σαν πρώτα ξαδέρφια, επειδή τώρα πηγαίνω επαγγελματικά στον Μεσενικόλα και βρισκόμαστε, έτσι; Αυτά είναι δυνατά πράγματα. Από την άλλη, εδώ στην Αθήνα, άμα θέλεις να σου πω πώς ξεκίνησα έτσι το κλαρίνο, ο παππούς μας πήρε, μου είχε πάρει μια φλογέρα.[00:10:00] Έπαιζα, λοιπόν, εκεί το «Ντελή παπά», αυτά, πεντατονικά. Εννοείται ότι μόνο τέτοια, έτσι; Πού να πεις. Α, όχι, λάθος λάθος, όχι μόνο τέτοια. Ταυτόχρονα είχα μια μπλε, μια, την πράσινη τη Horner, τη μελόντικα. Αυτό ήταν της αδερφής μου κανονικά και Γ’ Δημοτικού μάς είχανε πάρει και παίζαμε σαν μια ορχήστρα με μελόντικες, εν πάση περιπτώσει. «Ένα το χελιδόνι», τέτοια πράγματα. Αυτό μπορεί να έχει σημασία. Όταν τελείωνε η πρόβα ας το πούμε, κάθε Τρίτη, εγώ πήγαινα και έκανα ξανά αυτά που μας είχε δείξει στην πρόβα.  Αυτό τώρα, αν υπάρχει κάποιο χάρισμα, κάποιο ταλέντο, δεν είναι ότι εγώ ήμουνα πιο έξυπνος, τα έπαιρνα, μουσική και τα λοιπά. Αλλά το χάρισμα είναι ότι είχα τη διάθεση, ενώ είχε τελειώσει η μέρα μου, είχα πάει το πρωί σχολείο, το απόγευμα είχα πάει να κάνω την πρόβα, να κάτσω και λίγο να τα κάνω. Αυτό το λέω και στους μαθητές μου. Γιατί δεν το ’κανα αυτό και στην Ιστορία, ξέρω ’γώ, που κάναμε Δευτέρα και Πέμπτη; Δευτέρα, ε, άφηνες την Τρίτη, Τετάρτη βράδυ έπιανες, γιατί είχες Πέμπτη μάθημα, δεν πήγαινα Δευτέρα «Α, τώρα τα έχω από την παράδοση, να τα κάνω». Ποια ήταν αυτή η τάση που μου έλεγε κάτι, ας πούμε, κάνε τώρα, ας πούμε, τότε, να το ξέρεις. Και μετά με έβαζε ο δάσκαλος, επειδή βαριόταν, όχι βαριόταν, κουραζόταν ας πούμε, με βάζε να δείχνω εγώ στα παιδιά αυτό το πράγμα, με έβαζε εμένα δηλαδή λίγο ψιλομαέστρο Και θυμάμαι για τον Πετρολούκα που έλεγε το ίδιο πράγμα για τον Ρούντα, ότι πήγαιναν ο Φώτης ο Αθανασιάδης, λέει, ήμασταν συμμαθητές, πηγαίναμε όλα, λέει, στον Ρούντα. Εμένα με είχε πάει, λέει, ο πατέρας μου. Ο πατέρας του είναι ο Περικλής Χαλκιάς, αλλά δεν του έδειξε αυτός, τον πήγανε στο δάσκαλο, ο δάσκαλος ήταν ο Ρούντας που πήγαιναν τα παιδιά, αλλά το κάνανε, δεν το κάναν με νότες και με τέτοια, από μνήμης. Οπότε, επειδή ο Πετρολούκας είχε αυτό, το έβγαζε το κομμάτι, μετά «Πήγαινε στο αλώνι, Πέτρο και δείξ’ τους το, παίζε το κι εσύ και μέχρι να το μάθουν όλοι και ξαναελάτε». Αυτό το πράγμα δηλαδή, ότι κάποιος, όχι τα παίρνει όμως επειδή είναι έξυπνος, επειδή έχει πολύ, έτσι, είναι πολύ ζεστός σ’ αυτό το πράγμα. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ταλέντο μου. Και φλογέρα, λοιπόν, παράλληλα κι εκεί έπαιζα πεντατονικά και τέτοια, είχαμε κι ένα παλιό ντέφι. Και μάλιστα, μετά τη βλέπει τη φλογέρα αυτή ο Γεωργόπουλος, ο οποίος μένει στο διπλανό σπίτι, ο Θοδωρής ο Γεωργόπουλος, και λέει «Πες τον παππού σου να μου πάρει κι εμένα μία τέτοια». Παίρνει ο παππούς μου και στον Θοδωρή μία τέτοια φλογέρα και παίζαμε μαζί. Κι επειδή είχαμε και ένα παλιοντέφι, έχω μια κασέτα που μια ο ένας παίζει φλογέρα και ο άλλος ντέφι και μετά αλλάζουμε. Αυτό γιατί το λέω; Ένας άλλος παράγοντας είναι η άμιλλα, να λέμε ότι ήταν ευγενική άμιλλα, αλλά πώς, είναι κι η άμιλλα δυο αγοριών-κοκόρια, ας το πούμε, ποιος θα παίξει, πάει, τέλος, θα πάρουμε κλαρίνο.  Και πήραμε κλαρίνα, ψάξαμε να βρούμε ποιος δάσκαλος θα μας δείξει εν πάση περιπτώσει τις πρώτες… Μας λέγανε «Τις κλίμακες να μάθεις». Μην τυχόν και δεν μάθεις κλίμακες και ξεκινήσεις μόνο να παίζεις. Γιατί εγώ την πρώτη μέρα που πήρα το κλαρίνο, το πρωί το πήρα, το μεσημέρι, 27.000 δραχμές με παζάρι, 30 έκανε. Ήταν ένα Buffet, αυτό που είδες, μου το πήρε ο παππούς μου από τον Γαϊτάνο, κάτω στο κέντρο. Λοιπόν, το μεσημέρι το πήραμε, εγώ μέχρι το απόγευμα ήξερα σαράντα σκοπούς. Αυτούς που ήξερα στη φλογέρα, το έπαιζα σαν φλογέρα, χωρίς κλειδιά, δηλαδή το άκρον άωτον του αυτοδίδακτου έτσι; Αλλά έπαιζα σε μία μέρα, σε μισή μέρα. «Το κλαρίνο πρέπει να το μάθεις όχι έτσι, με κλίμακες», έτσι μας λέγανε όλοι, κι ο μπαρμπα-Φώτης και τα λοιπά. Βρήκαμε τον Χαρμαλιά. Ο Αντρέας ο Χαρμαλιάς στην Αργυρούπολη, πηγαίναμε με τα πόδια, και οι δυο μας, εννοείται. Πήγαινε πίτα η μάνα μου, ξέρω ’γω κι αυτά, παζάρι για να πληρώνουμε λιγότερα λεφτά και τα λοιπά. Ο Χαρμαλιάς ήτανε μαθητής του Κυριακάτη και μας έκανε ακριβώς αυτό που είχε διδαχτεί απ’ τον Κυριακάτη, ο οποίος κι αυτός το είχε διδαχτεί από το Κονσερβατόριο της Νέας Υόρκης, από τον Ούγγρο τάδε, τώρα δεν το θυμάμαι. Το έχω γράψει στο βιβλίο μου κι έχω μάλιστα και τα χειρόγραφα του Κυριακάτη με πένα.  Μας τα ’δινε ο Χαρμαλιάς, μας τα πούλαγε, μας πούλαγε τις φωτοτυπίες.  

Γ.Κ.:

Συνεχίζουμε, λοιπόν, λέγαμε για τον Χαρμαλιά τον Ανδρέα, που ήταν μαθητής του Κυριακάτη και μάλιστα έχουμε, έχω αρχείο του Κυριακάτη και άλλων μουσικών παραδοσιακών, εντός εισαγωγικά,  δηλαδή αυτής της πιάτσας, οι οποίοι όμως και λίγο γράφανε και διαβάζανε. Και κάνανε και τις χώρες κι αυτά, δηλαδή ο Χαρμαλιάς ήξερε περισσότερες χώρες από ό,τι ένας άλλος. Ποιος ήταν ο ανταγωνιστής του Χαρμαλιά; Ο Βασιλάρης.  Πηγαίναμε στο καφενείο και μου λέει «Πήγαινε και στον Βασιλάρη να δεις». Τον έπαιρνα τον Βασιλάρη με το λεωφορείο, γιατί εδώ χανόταν στην Ηλιούπολη κι έχω κασέτες το μάθημα και μετά έλεγε η μάνα μου «Να βάλω και φαΐ;». «Τι; Θα φάμε κιόλας;», λέει ο Βασιλάρης. «Βάλε και φαΐ»,  ο πατέρας μου, ήταν κι ο πατέρας δηλαδή μέσα, τρώγαμε και συνεχίζαμε το μάθημα. Δηλαδή κάτι μαθήματα που ήταν ακριβά μεν, ο Βασιλάρης ήτανε «φαρμακείο», αλλά πολύ καλά. Δηλαδή μου ’λεγε «Θα σου κάνω αυτό το ταξίμι, να με θυμάσαι». Και τα βρίσκω τώρα, τότε ακόμα δεν μπορούσα να τα καταλάβω, γιατί δεν είχε σύστημα ο Βασιλάρης. Ήταν πολύ καλός, δεν είχε μεθοδικότητα, αλλά άφηνε παρακαταθήκη. Ήταν όντως μαθήματα, απλά τώρα τα καταλαβαίνω, και ούτε τα παίζουμε, φοβερά μαθήματα του Βασιλάρη.  Παράλληλα, στο χωριό που πηγαίναμε, Φώτης Μάστορας, πρώτος δάσκαλος. Άρα Χαρμαλιάς από δω, Φώτης μάστορας από κει. Μελόντικα και φλογέρα από δω, αλλά μετά τη μελόντικα, όταν πήρα το κλαρίνο, Δημοτικό ήμουν, ενώ παίζανε όλοι μελόντικα, εγώ πήρα και κλαρίνο κι έπαιζα με τις μελλοντικές. Δηλαδή βάλε και λίγο… Έχω μια φωτογραφία, λοιπόν, που είμαι Ε’ Δημοτικού με το κλαρίνο και τα άλλα τα παιδιά με τις μελόντικες, αυτά τα κομμάτια δηλαδή, που κάναμε στις μελόντικες. Να πούμε όμως και για το χωριό, ήταν ο Φωτομάστορας. Μου ’κανε εκεί με το βραχνό το κλαρίνο την «Αλεξάνδρα», αν είναι δυνατόν τώρα να κάνει πρώτο μάθημα την «Αλεξάνδρα». Τέλος πάντων, εγώ μόλις πήγαινα σπίτι, την ξέχναγα, έπαιζα δηλαδή λίγο. Έβγαζε κι αυτός, έβλεπε ότι την ξέχναγα, έβγαζε από το παράθυρο το κλαρίνο κι έπαιζε! Και μου είχε πει κι ένα θείος μου, μου λέει «Εγώ ήταν το σπίτι ανάμεσα», λέει, «το ένα αυτί άκουγε Κωτσίνη, το άλλο λέει Φωτομάστορα», λέει, «στερεοφωνικό». Αγαπούσαν τόσο πολύ τα κλαρίνα εκείνη την εποχή, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σπουδαίο το θεωρούσαν.  Και εκεί προσπαθούσα. Μετά γύρισα όλους τους μαστόρους, δηλαδή και στον Πετρολούκα πήγαινα με κοντά παντελονάκια και μου ’λεγε ο Πέτρος,  με πήγαινε ο πατέρας μου ας πούμε, «Εγώ τώρα», λέει, «τώρα γύρισα. Θα κοιμηθώ πέντε ωρίτσες και μετά». Εγώ πήγαινα το πρωί για να κάνω μάθημα χωρίς πολλά ραντεβού, γιατί δεν είχαμε τηλέφωνα, και πήγαινα στο Δελβινάκι από Στρατίνιστα. Τον περίμενα εκεί εγώ, στο καφενείο, πέντε ώρες και μετά θυμάμαι μου ’κανε ένα μάθημα φοβερό. Είχα τις κασέτες έτοιμες,  ένα κασετοφωνάκι και δυο-τρεις κασέτες έτοιμες να του βάλω τι ήθελα, τι έπαιξε και πώς το ’παιξε, να μου το εξηγήσει. Δηλαδή πήγαινα εγώ με σύστημα, ήξερα ότι δεν θα μου κάναν αυτοί με σύστημα κι έφτιαχνα εγώ το δικό μου σύστημα. Και θυμάμαι μου τα ’δειχνε όλα στη λεπτομέρεια, πάθαινα την πλάκα μου και δεν μου πήρε και λεφτά ο Πετρολούκας. Και όλοι μου λέγανε «Θα πας στον Μπατζή». Είχα τότε τον Μανώλη τον Στράτη, που ήταν από τα χορευτικά, κι αυτός μεσολάβησε. Πήγα στον Βασίλη Μπατζή, αυτός ήταν ο μάστοράς μου. Ξαναλέω, δεν έκανα τα περισσότερα μαθήματα στον Μπατζή, αλλά αυτός με εμπνέει, αυτός μου εμφύσησε κάτι. Και στον Τάσο Χαλκιά είχα πάει.  Ο Τάσος Χαλκιάς πάλι μου είπε «Εσύ μπασμένο είσαι». «Θα ψηλώσεις», λέει ο πατέρας μου, ο πατέρας μου έκανε πολλή πλάκα συνέχεια. Του είχα παίξει θυμάμαι τους «Κλέφτες Βελτσιστινούς» τους οποίους τους μελέταγα, τους μελέταγα από τον Τάσο Χαλκιά. Κάνει ένα ανέβασμα ο Τάσος εκεί. «Ιιι, αυτό θέλει γλώσσα», λέει, «χωρίς γλώσσα τα παίζεις;». Εγώ το ’κανα. «Να το καθαρίσεις, θέλει γλώσσα, θα προσέξεις τη γλώσσα σου». Και ο Πετρολούκας μου το είπε αυτό. Και τώρα, για κάτι άλλα κλαρίνα, λέει, «Τα παίζουν γρήγορα», λέει «χωρίς γλώσσα». Δηλαδή δίνανε μεγάλη σημασία οι παλιοί μουσικοί στο «καθαρό» παίξιμο και στη γλώσσα.  Αυτό έχει εγκαταλειφθεί τώρα, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ειδικά το ηπειρώτικο κλαρίνο, θέλει γλώσσα. Λέμε, ας πούμε, λέει κανένας «Παίζεις βιολί ωραίο αριστερό;». «Καλό δοξάρι» λένε, αυτό είναι η καθαρότητα. Καλή πένα, λέει, στο μπουζούκι, δεν λένε το αριστερό, κατάλαβες; Η καθαρότητα είναι στο δεξί, αυτό είναι η γλώσσα για το κλαρίνο. Και είχα πάει στον Τάσο Χαλκιά, μου είπε αυτό, δηλαδή με απογοήτευσε που δεν βάζω γλώσσα. Μου λέει «Εντάξει, εσύ ξέρεις τραγούδια», μου λέει, «εγώ κάνω κλίμακες, εσύ τις έχεις κάνει με τον Βασιλάρη», του εξήγησα εγώ, «και θα πας [00:20:00]στον Φιλιππίδη», λέει. Έψαξα και τον Φιλιππίδη. Η αδερφή της μάνας μου είναι νύφη στο χωριό και ο μπαρμπα-Φίλιππας είναι βλάμης, δηλαδή έβαλε τα παπούτσια της νύφης. Δηλαδή έχουμε μια τέτοια σχέση με τους Φιλιππιδαίους.  Τον βρήκα, κάναμε κι εκεί μάθημα. Εκεί είχα βγάλει τα «Κλάματα» από τον Νταή, γιατί τότε δεν υπήρχε, δεν μπορούσες να βρεις τα «Κλάματα». Τα ξες τα «Κλάματα»; Πού να τα βρω; Έβρισκα τον δίσκο του Καρά, του Σίμωνος Καρά, παίζει ο Nταής μέσα κι έπαιζε έτσι, ένα τέτοιο πράγμα έπαιζε. Το παίζω στον Νίκο, «Κάτσε να σου παίξω εγώ», λέει, «πώς είναι». Και μου παίζει τώρα ένα πιο στρωτό κλαρίνο, οι γλώσσες του, το κούρδισμα κι αυτά, έπαθα την πλάκα μου, έπαθα την πλάκα μου. Ήρθε κι ο μπαρμπα-Φίλιππας εκεί. Δεν κάναμε μαθήματα, λέει «Δεν μπορώ να κάνω». Εκεί μου είπε και μια τεχνική, αυτό δεν το ξέρεις. Λέω «Τι έχει αυτό το συρτάρι; Κασέτες;».  «Αυτό το συρτάρι έχει κασέτες που παίζω εγώ». Λέω «Τι; Έχεις βγάλει κασέτα; Να πάρω κι εγώ;». «Όχι», μου λέει, «επειδή είναι οι σουίτες των χορευτικών και τις παίζουν όλοι άρτσι μπούρτσι, τις παίζω εγώ καθαρή πληροφορία.  Το παίζω. Όταν, λοιπόν, μου το ζητήσει το χορευτικό, θέλω το “Ξινό νερό”, ακούω τον εαυτό μου στην κασέτα». Δηλαδή ήταν πολύ οργανωμένος με τις κασέτες ο Νίκος. Το λέμε αυτό πάλι γιατί έπαιρνα κι εγώ κασέτες, τσάντες μετά κασέτες.  Ό,τι χαρτζιλίκι… Ήμουνα στη Φιλαρμονική εδώ του Δήμου κι έπαιρνα 12.000 δραχμές τον μήνα, σαν να λέμε ένα τέταρτο του μισθού. Όλα αυτά, τσάντες κασέτες. Και μετά λέγανε «Αυτός έχει μάθει απ’ τις κασέτες», δηλαδή και πάλι δεν είναι βιωματικό, κι η κασέτα δεν... Πού να πούμε για παρτιτούρες, πού να πούμε γι’ αλλά και γι’ άλλα. Τις έπαιρνα, όμως, και έχω κάνει μια καλή συλλογή, και όλους τους δίσκους αυτούς που χρειαζόντανε.  Πήγα μετά στο, ήθελα να πάω στον Καρά, να πω πως γνώρισα τον Καρά. Έψαχνα τη «Φράσια» του Ρούντα, το έχεις διαβάσει αυτό; Γιατί κάπου το έχω γράψει. Λοιπόν, έπαιζα τη «Φράσια» αλά Πετρολούκα. Την παίζω στο «Καφενείο των μουσικών». Στο «Καφενείο των μουσικών» βγάζαμε κλαρίνα παλιά. «Μικρέ, έχεις και το κλαρίνο; Βγάλε, τι έμαθες τώρα;». Κι εγώ πήγαινα εκεί για να ακούσω, έχω ακούσει τους πάντες, δεν μπορείς να φανταστείς τι κλαρίνα έχω ακούσει και τι δοκιμές. Τι Βασιλοπουλαίους και τι έτσι. Παίζω τη «Φράσια», την είχα βγάλει από τον Πετρολούκα. Ο Πετρολούκας δεν πιάνεται, η γλώσσα του είναι, του την έχει στείλει ο Θεός, ας πούμε, κατάλαβες; Εγώ τα ’παιζα, φεύγανε και καμιά γλώσσα και λέει ο Σαδεδίν θυμάμαι – ο οποίος πώς με γνώρισε; Είχα πάει σε ένα χορό να παίξω και τι έπαιξα; Έπαιξα το «Φυσούνι», ενώ όλα τα παιδάκια θα παίζανε ένα πωγωνίσιο ή ένα τέτοιο. Κι έπαιξα το «Φυσούνι», με καλές γλώσσες αυτή τη φορά, και ο Σαδεδίν είχε πάθει την πλάκα του και μόλις με είδε στο «Καφενείο»: «Ο μικρός που έπαιξε έτσι το “Φυσούνι”». Δηλαδή είχε πάθει την πλάκα του και τον είχα πάντοτε σύμμαχο. Και μου λέει «Ακουσε, τη “Φράσια” θα την πάρεις από έναν που την παίζει ένα κλικ πιο απλά και καθαρό, να είναι στάνταρ το κομμάτι. Ο  Πετρολούκας κάνει τα δικά του. Τα δικά του γιατί να τα βγάλεις;». Κάπως έτσι δηλαδή μου το είπε, με τα δικά του λόγια, δεν θυμάμαι. «Θα βγάλεις τη “Φράσια” του Ρούντα», ο Ρούντας την έπαιζε. Πού την παίζει ο Ρούντας τώρα, πού να βρω εγώ. Ο Ρούντας είχε πεθάνει έτσι, σπάνια η «Φράσια» του Ρούντα. Πού έπαιζε ο Ρούντας; Στον Καρά. Παίρνω κι εγώ τη γυναίκα του Φιλιππίδη, την Φεβρωνία, «Δώσε μου το τηλέφωνο του Καρά». Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι αν είχαν τότε παντρευτεί. Εγώ την Φεβρωνία την ήξερα επειδή Φεβρωνία λέγαν και τη μάνα μου, και ακουγότανε Φεβρωνία Ρεβύνθη στο ραδιόφωνο, και τη γνώρισα μια φορά και την έφερα σπίτι.  «Θα ’ρθετε να σας γνωρίσει η μάνα μου», ήμουνα πολύ θρασύς. «Λοιπόν, Φεβρωνία Ρεβύνθη, δώσε μου το τηλέφωνο του δασκάλου σου του Καρά». «Στον Καρά δεν πας;», «Ναι». Μου δείχνει και τη διεύθυνση, έκλεισα ραντεβού. Πάω εκεί, μου ανοίγει η γυναίκα του Καρά. Λέω «Ήρθα γιατί θέλω τη “Φράσια” του Ρούντα!». Πώς δεν με πετάξαν από κάνα παράθυρο, πώς δεν με είδανε για τίποτα σι μπεμόλ, ας πούμε. Λοιπόν, τέλος πάντων, μου λέει «Θα ρθείτε εδώ, μικρέ μου, που αγαπάς την παράδοση, εδώ», λέει, «κάνουμε καλή δουλειά. Θα ρθείς και θα σε μυήσουμε σε όλα αυτά τα θέματα». Λοιπόν, τέλος πάντων, εγώ τσαντισμένος, έφυγα. Αυτή η ιστορία έχει δύο κεφάλια. Απ’ τη μια, ότι τη «Φράσια» του Ρούντα τη βρήκα σε έναν δίσκο, που νομίζω είναι στον Καναδά, πανσπάνιος δίσκος, που παίζει με τον Χαρίση, με ηλεκτρική κιθάρα και παίζει τη «Φράσια» με σι μπεμόλ κλαρίνο.  Μετά βρέθηκαν αυτές του Καρά οι εκτελέσεις, η «Φράσια» του Ρούντα με ντο κλαρίνο που το παίζει, όντως καταπληκτική. Και το άλλο είναι ότι, όταν μετά  έγινα επαγγελματίας, δούλευα στον Δοϊτσίδη, απ’ τον Δοΐτσίδη κάναμε συγκρότημα με τον Αλέκο τον Αραπάκη και πηγαίναμε καμιά φορά και με τους Φιλιππιδαίους στην Παλλήνη, που είχε τα χορευτικά. Επειδή στην Παλλήνη αυτή που είχε το χορευτικό, πήγαινε και στον Καρά, και ο Καράς ήταν πολύ γέροντας, πήγαινε στον Καρά, εννούμε στο ωδείο, ας πούμε. Κάποια στιγμή, ήταν 97, πέθανε 103 χρονών, 97-98 χρόνων, τον φέρανε, γεροντάκι, να πάρει λίγο αέρα και να δει παράσταση. Ήρθε και λέω «Να σας σφίξω το χέρι». Με βλέπει, ο Αραπάκης λέει «και ο Γιωργάκης που είναι και της Βυζαντινής», θα σου πω γιατί το είπε αυτό. «Δεν μαθαίνεις» μου λέει «στις σχολές», δηλαδή, αλλά μου είπανε πριν είκοσι χρόνια, άλλα… «Δεν μαθαίνεις στις σχολές. Να βγείτε στα χωριά», λέει, «να μάθετε τη μουσική», λέει, «τη πραγματική». Λέω «Εγώ είχα έρθει και σας είχα ζητήσει τη “Φράσια”  του Ρούντα». «Τη “Φράσια” του Ρούντα; Αυτά ακούω τώρα, αυτά ακούω». Και λέω στα 97 του ο άνθρωπος, στα 98, άκουγε τη «Φράσια» του Ρούντα. «Αυτά μου αρέσουνε, μόνο αυτά ακούω τώρα». Τώρα. Κατάλαβες;  Ναι, η Φεβρωνία η Ρεβύνθη μετά μου λέει «Πήγαινε στον Αγγελόπουλο». Ο Αγγελόπουλος, μαθητής του Καρά και τα λοιπά. Πήγα εκεί στο Ωδείο Σκαλκώτα, στο Ωδείο Σκαλκώτα έκανε κι η Ανιέσκα η Γιακουμπιάν κανονάκι. Πήγα και δυο χρόνια κανονάκι κι έρχεται κι ο Φιλιππίδης να κάνει κι εκεί γράφτηκα, οπότε θέλοντας και μη, μου ’κανε. Και πάλι όμως, έκανε ομαδικό μάθημα, ας πούμε, κι εμένα στον πάτο θυμάμαι μου έπαιζε, μου είχε παίξει το «Γκέικο», τότε αυτό που χρειαζόταν μια γκάιντα Μακεδονίας και τα λοιπά. Οπότε τους γυρίζω όλους. Στον Βασιλόπουλο είχα πάει, άλλη εκεί φάση με τον Βασιλόπουλο. Να κάνουμε ένα διάλειμμα μετά.  Η φάση με τον Βασιλόπουλο ήταν ότι πηγαίναμε με το κλαρίνο, πηγαίναμε στον Αράχωβα και ο Βασιλόπουλος συζούσε με την Άννα, που ήταν στον ίδιο δρόμο, λίγο παραπέρα ας πούμε, και τον άκουγα που δοκίμαζε καμιά φορά. Άμα δοκίμαζε το ντο, έπαιζε την πατινάδα. Μ’ έβλεπε εμένα που περνούσα, σου λέει «Αυτοί πάνε στον Αράχωβα», κι έκανε «Τραμταραπαμ», ότι αυτό είναι για πατινάδα, ακούγεται δυνατά. Και πήγα μια φορά στον Βασιλόπουλο, μου λέει «Παίξε μου το “Φυσούνι”. Είσαι  Ηπειρώτης; Παίξε μου το “Φυσούνι”». Γιατί τώρα «Φυσούνι» αυτός; Επειδή είναι καρσιλαμάς. Οπότε δεύτερη φορά που αναφέρω το «Φυσούνι» στη συνέντευξη. Του παίζω το «Φυσούνι», του άρεσε, «Παίξε μου κι εκείνο», μου λέει. Τώρα τα λέμε αυτά, δεν ξέρω αν πρέπει όλα να τα λέμε. «Παίξε μου “Τίρινα”». «Τι είναι αυτό;», του λέω, «“Τίρανα” θέλετε να πείτε;». «Ναι, μωρέ, αυτό το μοιρολόι», ότι και καλά αυτό είναι αλβανικό. Τέλος πάντων, του λέω «Θα μου κάνεις τώρα λίγο το “Ραστ” και λίγο τον “Καραβλάχικο”». Μου τα έκανε, τα ’χω στην, μάθημα, και μου κάνει και μια λεζάντα, και μου κάνει μετά το «Καμαράτ» και μου λέει «Ε, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο αυτό, αυτό είναι γερμανικό». Κάπως έτσι ήταν το μάθημα του Βασιλόπουλου, λίγο μάθημα, λίγο πλάκα, λίγο έτσι. Όλα αυτά τα έχω μαζέψει. Ο Μάκης ο Βασιλειάδης πάλι μετά, συνεργαστήκαμε. Εγώ συνεργαζόμουν στο «Ωδείο Φίλιππος Νάκας» από πολύ μικρός και τον πήρα και τον Μάκη, είχε και αυτός ένα τμήμα κλαρίνου, και συνεργαζόμασταν με τον Μάκη, τον αγαπούσα πολύ. Τώρα μπορεί να ξεχνάω και κανέναν από τους δασκάλους, δηλαδή απ’ όλους έπαιρνα. Ένα μάθημα είχα κάνει και στον Ναπολέων τον Ζούμπα. Στον Καψάλη πήγαινα, ο μικρός ήταν με κοντά παντελονάκια, ο Γιάννης. Θυμάμαι μου ’κανε ένα καμπίσιο, γιατί το είχα δει… Εγώ πήγαινα και στα μαγαζιά συνέχεια, δηλαδή ό,τι λεφτά είχα, θα πήγαινα στον «Σκάρο» στο τέτοιο, στο «Ήπειρος αγάπη μου», σε αυτά, και τον είχα δει που είχε παίξει ένα καμπίσιο και λέω «Αυτό που είχες παίξει τότε με τον Τζίμα που ήσουνα». Κατάλαβες; Έτσι, έκανα παραγγελίες στο μάθημα και το ’ψαχνα. 

Θ.Κ.:

Ποια ήταν η πρώτη φορά που έπαιξες τώρα κλαρίνο επαγγελματικά; 

Γ.Κ.:

Ωραία. Τα πρώτα μας λεφτά τα πήραμε σε μια γιορτή κάποιων γνωστών του Γεωργόπουλου και πήγαμε μόνο δύο κλαρίνα, δηλαδή παίξαμε δύο κλαρίνα, αυτό ήτανε, και πήραμε από ένα πεντακοσάρικο, 500 δραχμές. Η πρώτη μου δουλειά δουλειά ήταν ένας γάμος στην Σιταριά. Εκείνες τις μέρες, είχα πάει στον Μιχάλη τον Χαλιγιάννη, τον «Κερίμη» και στον Νάσο, στον Θανάση, τον γιο του. Ο γιος του είναι τώρα που ζει και μου είχε κάνει την «Αλβανία», αυτό τον «Παρακάλαμο», αυτό μου το ’χανε δείξει αυτοί. Δηλαδή τα ξέραμε[00:30:00] τσατ πατ, αλλά μιας και πας στον «Παρακάλαμο» κι έχεις και το κλαρίνο… Πας στο σούπερ μάρκετ, είναι δυνατόν να μην περάσεις από τους Χαλιγιαννηδες για ένα τέτοιο; Είχα κάνει ένα μάθημα, λοιπόν, και είχα πάει στο «Καφενείο των μουσικών» και ψάχνανε τώρα να βρουν άλλο ένα κλαρίνο για ένα γάμο στην Σιταριά. Μια ορχήστρα θα έπαιζε στον γαμπρό, μια ορχήστρα στη νύφη. Δεν θυμάμαι τώρα. Και μάλιστα εγώ έκλεισα τον Μπραχόπουλο, ή εγώ τον έκλεισα, ή εκεί στο καφενείο, στο «Γυαλί καφενέ», κι ήταν η Μπραχοπούλου. Μάλλον εγώ, γιατί αυτοί δεν είχαν συνεργαστεί μαζί τους. Και ήτανε, βιολί είχα τον Χρόνη τον Χαλκιά, τους ήξερα από το «Καφενείο» αυτούς, και ντέφι δεν το θυμάμαι το όνομα, ήταν φοβερό ντέφι, γιατί όταν το πήρα και έπαιξα λίγο, γιατί έπαιζα… Θυμάστε που είχα πει ότι έπαιζα. Ήταν τέλεια συγχρονισμένο, κουρδισμένο. Και παίξαμε στην Σιταριά! Και παίξαν κι αυτοί κι αυτά και στο τέλος, τώρα βέβαια είπα ονόματα και εκτέθηκα.  Όχι, έκανα λάθος, αυτό με τον Μπραχόπουλο και τον Χρόνη τον Χαλκιά, που ήταν μια δικιά μου δουλειά, ήταν ένας γάμος στο Γραμμένο, από τον φίλο μου τον Ρούμπα ήτανε το κονέ, τον Ρούμπα τον Βαγγέλη. Στην Σιταριά ήταν ένας κλαρίνο που ήταν πιο δεύτερος και επειδή είχα βγάλει τότε εγώ την «Αλβανία», μόλις το ακούσανε, τι να σου πω, μου λέγανε συνέχεια «Παίξε αυτό, παίξε αυτό που έπαιζε ο Γιωργάκης, αυτό». Γι' αυτούς ήτανε μια μεγάλη έκπληξη! Και την έβγαλα εγώ μέχρι το πρωί, τον γάμο αυτόν, με δέκα γυρίσματα που ήξερα από τον Φώτη και την «Αλβανία» και μετά, ξέρεις, τα γνωστά κομμάτια, το «Γιάννη μου το μαντήλι σου», την «Χάιδω», το ένα, το άλλο. Όταν το ’παιρνε ο άλλος για να με ξεκουράσει, μετά από λίγο του λέγαν «Έλα, έλα, άσ’ το εσύ, να παίξει ο μικρός». Δηλαδή αυτό το πράγμα δεν το ’χα δει. Η κούραση δε, πήγα να πεθάνω. Τους έβγαλα εγώ όλο τον γάμο και όταν έγινε η μοιρασιά, βάζουν εκεί πέρα τα έξοδα, τόσα έξοδα, τόσα έτσι, «Πάρε κι εσύ 27.000 δραχμές», μου δίνει εμένα. Και μετά τους έβλεπα αυτούς και μοίραζαν τα λεφτά. Τα λεφτά ήταν 120.000 μερτικό, δηλαδή τρομερό ρίξιμο και τρομερά λεφτά για την εποχή έτσι; ’80 τόσο, ας πούμε, ’83; Και με θυμάμαι που είχα κάτσει μόνος μου, είχε έρθει ο πατέρας μου να με πάρει, και καθόμουνα μόνος μου σ’ ένα σκαλί κι έκλαιγα λίγο, μ’ είχε πιάσει τότε. «Τι έχεις;», «Τίποτα, άσε με είναι δικά μας αυτά».  Η πρώτη δουλειά ήταν και το πρώτο ρίξιμο. Η άλλη δουλειά που είπα, με τον Μπραχόπουλο, εκεί είχα βγάλει τα «Καγκέλια». Τα «Καγκέλια»… Μου λέγανε ότι «Αφού θα πας στο τέτοιο, έχει ξεκινήσει ένα καινούριο σόλο, τα “Καγκέλια τα γραμμενιάτικα”», έτσι τα λέγανε. «Άμα δεν τα ξέρεις αυτά, τι να πας στον γάμο;». Και είχα βρει την κασέτα του Ζούμπα, πού παίζει ο Γιώργος Ζούμπας; Στον Ζούμπα, δεν ξέρω τι σχέση έχουν, που πούλαγε κασέτες. Ακόμα είναι το μαγαζί, γράφει «Ζούμπας κασέτες», αλλά τώρα είναι κλειστό, πίσω από το «Γυαλί καφενέ», και την είχα πάρει αυτή την κασέτα, την έχω. Αυτή είναι και η πρώτη καταγραφή αυτού του σόλο. Επειδή ψάχνουν να βρουν την πατρότητα του κομματιού, λοιπόν, αυτή είναι η πρώτη καταγραφή, η πρώτη κασέτα που γράφει «Καγκέλια γραμμενιάτικα» και τα ’χα βγάλει εκεί κι έγινε το ίδιο με την Σιταριά. Δηλαδή μόλις έπαιζε ο Μπραχόπουλος, που ο Μπραχόπουλος ήταν πολύ μεγάλο κλαρίνο, μόλις έπαιζε ο Μπραχόπουλος «Έλα, έλα, και λίγο τα “Καγκέλια”, μικρέ, ξεκίνα!», και έβγαζα αυτή τη δουλειά.  Και είχα πάρει τον Μπάλα λαούτο, θυμήθηκα, και ο αδερφός του Μπάλα ήτανε το ντέφι. Αυτές ήταν οι δουλειές, εντάξει τώρα, για να μη λέμε τώρα ότι κι εκεί πάλι ένα ρίξιμο μπορεί να υπήρχε, κλείνω το μάτι. Μετά κάναμε συγκρότημα με τον Τζιτζιμίκα. Στην αρχή κάναμε, πήγαινα εγώ σαν «Τεριρέμ», αλλά δεν ήμουνα μέλος στο «Τεριρέμ», ήμουνα γκεστ, και καλά πιο φιρμάτος. Παίζαμε εκεί με τον Χρήστο. Πολλές φορές πηγαίναμε εγώ, ο Χρήστος σε ένα συγκρότημα στο Ζαγόρι, ας πούμε, στο Καπέσοβο. Δηλαδή είχε τραγουδιστή, είχε κλαρίνο το συγκρότημα και τα λοιπά, κι άλλο ένα  κλαρίνο κι ένας τραγουδιστής. Μη στα πολυλογώ, πάλι γινόταν το ίδιο πράμα. Μας δίνανε τα λεφτά μας. Του λέω του Χρήστου «Βρε Χρήστο, εδώ πέρα μπορεί να μας κάνουν λίγο τσορέλα». «Αποκλείεται» μου λέει. Α, την τρίτη μέρα, «Μην κοιτάς, εσύ που κοιτάς όλη την ώρα τι θα τραγουδάς. Θα βλέπουμε, θα τους προσέχουμε». Ρε προσέχαμε από δω, προσέχαμε από κει, «Εντάξει», λέει, «σήμερα δεν έγινε». Τρεις μέρες πανηγύρι. Φεύγουμε, εμείς κοιμόμασταν στο Τσεπέλοβο, στους ξενώνες. Λέω αφού πάμε τώρα στους ξενώνες, με ένα Golf είχε ο Τζιτζιμίκας, «Κάνε ότι πάμε στα Γιάννενα τώρα, να δούμε λίγο». Αυτοί δεν περιμένουν ότι θα πάμε. Στην πρώτη στροφή, ήταν δυο αμάξια και μοιράζαν ξανά, τα υπόλοιπα δηλαδή σαν να λέμε, αυτό το πράγμα γινότανε. Οπότε είδα κι απόειδα, λέω «Εγώ δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά μ’ αυτούς». Πέρασα και καλές στιγμές βέβαια, πήγαμε και σε πανηγύρια στο Πωγώνι και στα χωριά μας.  Έχω να θυμάμαι… Μια φορά είχα πάρει δεύτερο κλαρίνο τον Μάντζιο, στην Μέγγουλη κι είχα μείνει από μπουκαδούρα και πάω… Γιατί τις ξύναμε τότε και άμα την ξύσεις λίγο πιο πολύ, είναι άχρηστη και δεν μπορείς να παίξεις. Και πάω στα Δολιανά, στον Τζούμα, στον Αποστόλη Τζούμα, του Πέτρου Τζούμα τον αδερφό. «Αμάν, σε παρακαλώ, Απόστολε, μια μπουκαδούρα». «Θα σου δώσω τη δικιά μου, γιατί δεν έχω σήμερα δουλειά. Θα μου την ξαναφέρεις και μην τη χαλάσεις». Ήταν μια μπουκαδούρα, μετά δεν ήθελα να τη δώσω, του λέω «Δεν γίνεται να την κρατήσω αυτή; Πόσα θέλεις; Πήρα λεφτά χτες απ’ την Μέγγουλη». «Όχι», λέει, «δεν τη δίνω με τίποτα». Ίσως αυτά είναι απωθημένα, γιατί, ας πούμε, έχω τώρα μεγάλη συλλογή και κλαρίνων. Άμα σου δείξω τις μπουκαδούρες μου, έχω την μπουκαδούρα του Μουσταφά Κάντιραλι, την μπουκαδούρα του Ίβο Παπάζοφ, την μπουκαδούρα του Κίτσου Χαρισιάδη, την έχω εγώ, μπουκαδούρα απ’ τον Κωστούλα, μπουκαδούρα απ’ τον Βασιλάρη. Και μπουκαδούρα του Χαλκιά, η οποία μου ’πεσε και μου έσπασε ένα κομματάκι και πήγα να πεθάνω, αλλά βρήκα έναν πολύ καλό μάστορα που το συμπλήρωσε, ομοίως δηλαδή, και ήρθε, έγινε. Γιατί κάποια στιγμή πήραμε το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά, με την μπουκαδούρα του Χαλκιά, και παίξαμε. Είναι σαν να ’χεις και τη μηχανή, να ’χεις όλο το σύμπαν, την τεχνική, γιατί δεν είναι μόνο το μυαλό και τα δάχτυλα και η ψυχή όλο που λέμε, είναι ακριβώς το να έχεις και τον συγχρονισμό του οργάνου.  Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση μια φορά στον Βασιλόπουλο. Τώρα πετάγομαι από το ένα στο άλλο, γιατί δεν μπορώ να σου πω τώρα όλη τη ζωή μου. Έχω αναλάβει την εκπομπή «Εμείς οι Λαλητάδες» σαν καλλιτεχνικός διευθυντής-παραγωγός, της ΕΡΤ2, κι έχω κλείσει τον Βασιλόπουλο με μια μεγάλη ορχήστρα. «Θα παίξεις κάποια κομμάτια». Παίζει, παίζει, παίζει, κάποια στιγμή μου λέει «Κουράστηκα». Εντάξει. Μου λέει «Για φύσα κι εσύ», μου λέει. Όχι, μάλλον «Να πάρω να φυσήξω μια φορά το κλαρίνο;». Και φυσάω κι επειδή εγώ είχα ακούσει επί πέντε ώρες, είχα ακούσει Βασιλόπουλου με το κλαρίνο του, του κάνω μια λεζάντα και γυρίζουν όλοι οι μουσικοί και σου λέει, πώς έγινε αυτό το πράγμα! Ήταν ο συγχρονισμός του, που αυτόν τον συγχρονισμό, επειδή δεν έχω την ψυχή του Βασιλόπουλου, δεν μπορώ να την κάνω στο κλαρίνο μου, αλλά έχοντας το κλαρίνο του, έπαιξα Βασιλόπουλο. Καταλαβαίνεις δηλαδή, δεν είναι μόνο το παίξιμο, η πράξη, εκείνη την ώρα, είναι ένα υπόβαθρο που ετοιμάζεις. Εγώ το πήρα έτοιμο όμως, πήρα το κλαρίνο του με την μπουκαδούρα του και φύσηξα, είχα το υπόβαθρο Βασιλόπουλος κι έβαλα λίγο Κωτσίνη από πάνω, κατάλαβες; Αυτό.  Γι’ αυτό και ασχολούμαστε πολύ οργανολογικά με τα ξυσίματα, με τα καλάμια, με τις μπουκαδούρες, με άλλα κλαρίνα, γιατί εγώ το ’χω, το αισθάνομαι αυτό, αλλά μάλλον αυτό συμβαίνει. Ότι δηλαδή, είπες πρωτύτερα τα όργανα και ποιοι τα παίζουνε, πώς το λένε, τα κομμάτια και ποιοι τα παίζουνε. Είναι και τα όργανα. Πολλές φορές λέγαν οι παλιοί «Υπηρετούμε το όργανο με τις δυνατότητές του». ΚΙ άμα σέβεσαι τα όργανα, επειδή ξεκινήσαμε και με φλογερά, φέρνεις και την τεχνική των παλαιών οργάνων στα καινούρια όργανα, από σεβασμό. Δηλαδή παίζεις γκάιντα με το κλαρίνο και προσπαθείς να το παίξεις όσο το δυνατόν, να είσαι συνεπής, όχι μόνο στο ηχόχρωμα, και στις αδυναμίες της γκάιντας. Μην κάνεις περισσότερη έκθεση επειδή έχεις το κλαρίνο. Κάνεις μόνο αυτό το πεντάχορδο πάνω, πεντάχορδο κάτω, που έχει η γκάιντα. Αυτό, η μίμηση των παλαιών οργάνων, το ’χω κάνει και συναυλία, είναι στην ουσία σε masterclass.  Δηλαδή τσαμπούνα είναι κάπως εύκολο δύσκολο να παίξεις. Να παίξεις στο βιολί τσαμπούνα όμως, είναι σούπερ δύσκολο, είναι masterclass. Και γιατί το κάνει; Δεν μπορεί να παίξει; Μάλιστα μου λεγε ο Μαρινάκης «Κοίταξε, άμα κάνω κανονικό ισοκράτημα, με τα δύο δάχτυλα, και πατήσω λα λα, δεν είναι σαν τσαμπούνα. Άμα φύγει λίγο και το κάνω λίγο φάλτσο, τότε είναι τσαμπούνα[00:40:00]». Αυτό το «καν» πρέπει να ’χει λίγο διακρότημα. Κάνει ζζζζζ, αυτό το πράγμα. Αυτό είναι δηλαδή και ήθος και αγάπη για την παράδοση. Ο άλλος μπορεί να σ’ το πει «Μα είναι δυνατόν να παίζεις εσύ λάθος», που έπαιζε το λάθος το όργανο και… «Είναι βαθιά νερά», τους λέω, «αφήστε το, δεν εξηγούνται όλα». Αυτά είναι τα βαθιά νερά της παράδοσης. Ναι, έχουμε μία συνέπεια με την παράδοση, πατάμε σε στέρεα σκαλοπάτια για να έχει αυτό που λες εσύ ταυτότητα. Δεν θα ’χει ταυτότητα αλλιώς, θα είναι ένα ωραίο μουσικό. Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, η ταυτότητα αυτή βγαίνει κι απ’ τα όργανα. Δηλαδή αν σε ένα νησί, έχουνε στον Αρχάγγελο λίρες, και το τραγούδημά τους είναι κατά αυτό τον τρόπο. Δηλαδή οι αδυναμίες του οργάνου ή το ύφος του οργάνου. Λέω αδυναμίες γιατί πολλές φορές η αδυναμία, ας πούμε, τα παλαιά όργανα δεν έχουν μεγάλη έκταση. Οπότε λέει «Ήρθαν και μου είπαν, μαυρομάτα μου», γκάιντα, γι’ αυτό το λέμε μονή γκάιντα. Μα είναι γκάιντα! Δεν μπορούσε να βάλει δυο νότες ακόμα;

Θ.Κ.:

Αναφέρθηκες πριν στην εκπομπή «Εμείς οι λαλητάδες», αλλά γενικότερα έχεις αρκετές εμπειρίες από τηλεοπτικές εκπομπές. 

Γ.Κ.:

Ναι, η πρώτη μου εκπομπή ήταν η Καρόρη. Είναι μία εκπομπή, την έχω μέσα βάλει στο YouTube, που παίζω. Εγώ έκανα τις πιο περίεργες παραγωγές, δηλαδή έτσι απ’ την καρδιά μου, κανόνιζα τα πιο περίεργα πράγματα. Και έχω: Γιώργο Τράκης – γιατί τότε παίζαμε, όπως είδες και μια φωτογραφία, δηλαδή ήμασταν μια εποχή συγκρότημα–, Αχιλλέας Χαλκιάς –απ’ τους παλιούς–, Χρυστούλα Γαλαθρή, Καρίπης –  με γυαλάκια ο Καρίπης, άμα την έχεις δει αυτή την εκπομπή. Και μας είχε πάρει ο Στράτης, τον ανέφερα το Στρατή που μου γνώρισε τον Μπατζή,  ο Μανώλης ο Στράτης, χορευτικό. Πήγαινα κιόλας και λίγο χορό, εκεί πέρα, χορευτικό «Οι ρίζες», το ’χε κι είχε πάρει και την «Πανηπειρωτική». Είχε κι ο Μπατζής, αλλά είχε κι ο Στράτης καμιά φορά. Κι ο Στράτης ήταν απ’ τα παλιά χορευτικά, δηλαδή ήταν χορευτής του Κουσιάδη κι ήξερε τις παλιές σουίτες, που δεν ήταν ούτε «Λύκειο» ούτε «Στρατού», με τα ματάκια κι αυτά. Μια-δυο κασέτες είναι. Τις έχω αυτές. Αυτές τις σουίτες δεν τις ήξερε κανένας, τις ήξερε ο Μιχάλης ο Κοττάς μόνο και ο αδερφός του, ο Γιάννης ο Κοττάς, το πρώτο μου συγκρότημα, που ήταν και το λαούτο του «Λυκείου των Ελληνίδων», τον γνώρισα. Στο «Λύκειο Ελληνίδων πήγα πρώτη φορά και ήταν ο Ιάκωβος ο Ηλίας, ο Σκαλιώτης κι αυτοι. Με πήγε μία Καστανιανίτισσα, δηλαδή βλέπεις ότι διείσδυσα απ’ τους  Πωγωνίσιους. Με πήγε η Μαρίνα και με βλέπει ο Λιναράς, ο οποίος ήταν, ο αδερφός του είχε πάρει την κόρη του Τριανταφύλλου, που είχε το χορευτικό «Παρθενών», και μου λέει «Δώσε μου το τηλέφωνό σου. σε χρειαζόμαστε», και ήταν η πρώτη δουλειά που πήγα σε χορευτικό.  Με έβγαλε, δηλαδή, ο Λιναράς στον Τριανταφύλλου και πηγαίναμε κάθε Τρίτη Cape Sounio Beach, και πηγαίναμε δύο-τρία άτομα. Πηγαίναμε στην αρχή δύο, μετά έπαιζε ο Λιναράς τουμπερλέκι έτσι κι έπαιρνα εγώ μια κιθάρα. Μετά η κιθάρα έγινε λαούτο, δηλαδή προσπαθούσα να βελτιώσω λίγο την κατάσταση σ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου. Και βγάζαμε τις σουίτες εκεί του «Λυκείου», από κει τις ξέρω όλες τις σουίτες απ’ έξω. Μετά πήγα φαντάρος και στη σκοπιά, για να περνάει η ώρα, έλεγα τις σουίτες του «Λυκείου» και τις ήξερα όλες δηλαδή ξυράφι, γιατί τότε δεν διαβάζαμε μουσική, δεν τα ’χαμε γράψει αυτά. Και λέω ό,τι θυμάμαι. Θυμάμαι το «Ξινό νερό»; Θυμάμαι το τάδε; «Γκάιντα», «Πουλάκι», «Μαριλένα», «Τζέμο»; Και τα ’λεγα και μετά βρήκα πολύ εύκολα δουλειά στα χορευτικά, γιατί ήξερα πολύ καλά τις σουίτες. Δεν χρειαζόταν ο άλλος να μου εξηγήσει και να μου δώσει την κασέτα, «Παίζουμε ξινό νερό», πάμε, φύγαμε. Το ίδιο έκανα και στη Στράτου μετά, με την ίδια τεχνική, είχα το κασετοφωνάκι, ήταν ο Τζούμας εκεί.  Εμένα με άφηνε, τον Μαρινάκη μια φορά τον κυνήγησε. Κάτω ήταν έτσι, «Εσύ γιατί παίρνεις, γιατί γράφεις το πρόγραμμα;». Έχω γράψει όλα τα προγράμματα από τότε που παίζανε και ξέρω τις παλιές τις σουίτες. Σιγά σιγά εγκαταλειφθήκαν οι σουίτες, αλλά μέχρι τότε, δουλέψαμε στα χορευτικά, δηλαδή, δεκαετία του ’90 σε καθημερινή βάση. Πρώτος διδάξας ο Φιλιππίδης, ο οποίος τι έκανε; Έβλεπε το παίξιμό του Σκαλιώτη κι αυτά, κάτι δεν του πήγαινε και το διόρθωνε. Δηλαδή, έλεγε στην γκάιντα, που σου είπα στη σουίτα «Ξινό νερό», αυτό ήταν η γκάιντα, για να μην κάνουν λάθος. Δηλαδή το παίζανε απλά, μπορεί να είχαν γράψει νότες και ήταν αυτό. Και το κάνε ο Φιλιππίδης, αφού είναι «Γκάιντα», γιατί να παίξω εγώ μια άλλη «Γκάιντα;». Να παίξω αυτό, αλλά να προσπαθήσω να το στρώσω σε γκάιντα. Αυτό το στρώσιμο κάναμε και όντως οι σουίτες, μας ακούγανε ότι είχανε χρώμα, από περιοχές. Όταν απολύθηκα από φαντάρος, πήγα στον Δοϊτσίδη, το πρώτο μου μαγαζί. Πριν τον Δοϊτσίδη, δούλευα στο «Σιντριβάνι», έβγαζα δηλαδή πρόγραμμα Παπασιδέρης, Μηττάκη παραδοσιακά. Το πρώτο μου μαγαζί, έτσι πιο επαγγελματικό και τα λοιπά. Δοϊτσίδης, έπαιζε ο Αραπάκης, το ’90. Δηλαδή εγώ πήγα φαντάρος ’88 μέχρι ’90. Εκεί πέθανε, ο Τάσο Χαλκιάς είχε πεθάνει ενώ ήμουνα φαντάρος, εκεί ’90, είχα άδεια απολύσεως. Πέθανε ο Μπατζής, τον χαιρέτησα, πήγα στην κηδεία του. Οπότε μαγαζί, είπαμε, Δοϊτσίδης. 

Γ.Κ.:

Τι με ρώτησες; Από εκπομπές. Εκπομπή, λοιπόν, πριν να πάω φαντάρος, ήταν αυτή η εκπομπή, Ράλλης ήταν ο σκηνοθέτης και το χορευτικό του Στράτη, του Μανώλη. Άρα ο Μανώλης ο Στράτης, ήταν, δηλαδή, ένας άνθρωπος που έτσι συνεργαζόμασταν. Δεύτερη εκπομπή στον Μυλωνά, με τον Κωσταγιώργο παίξαμε κάτι, γιατί τότε κάναμε κάτι πρόβες με τον Τζώρτζη. Ήτανε ο Ζώτος, ο Τζώρτζης, ο Κωσταγιώργος κι εγώ και κάπως ήταν να παίξουμε και βρισκόμασταν, γι’ αυτό τότε είχα πάρει τον Κωσταγιώργο δεύτερη εκπομπή. Κάποια άλλη φορά, είχε έρθει ο Παπαδάκης στο «Ωδείο Σκαλκώτα» και με ανακάλυψε, γι’ αυτό θεωρούσε ότι «Εγώ τον ανακάλυψα», έλεγε, «τον Κωτσίνη» και εγώ τον θεωρούσα ο μέντοράς μου. Και με έγραψε, λέει «Έχεις όργανο;». «Έχω». «Ποιος άλλος έχει;». «Ο Σιδερής ο Κώστας, κλαρίνο, λαούτο». «Δώσε μου και το τηλέφωνό σου», και μετά, με πήρε μετά από ένα μήνα, μου λέει «Σε δύο εβδομάδες γράφουμε στο “Λαϊκοί πρακτικοί οργανοπαίχτες”». Είχα δύο εβδομάδες καιρό να φτιάξω πρόγραμμα. Μελετούσα μιλάμε σαν Πανελλήνιες, πρωί και βράδυ για να… Τους έπαιξα τη «Φράσια», το «Αρβανίτικο», την «Ποταμιά», εννοείται μοιρολόι πωγωνίσιο κι αυτά. Όχι πολύ καλά, δεν ήμουνα πολύ ευχαριστημένος, γιατί τι είναι η ορχήστρα; Και σιγά σιγά τα καταλαβαίνουμε κι εμείς.  Ο Παπαδάκης είχε στάνταρτ ορχήστρα Πίτσο, Κατράκο, Παππά. Δεν είχα κάνει πρόβες εγώ, δεν είχα παίξει μ’ αυτούς. Κι ο Πίτσος και να του ’λεγα κάτι, «Εσύ θα μου πεις κάτι εμένα;», δηλαδή δεν γινόταν αυτό το πράγμα. Οπότε προσπάθησα και προσαρμόστηκα εγώ σε αυτούς, εντάξει, και είναι ένα στιλ λίγο ρουμελιώτικο κι αυτά. Εγώ είχα βάλει πολύ δύσκολα πράγματα, «Κλέφτες», το ένα, το άλλο, δηλαδή και όλα θέλανε χρώμα, και είχα στον νου μου αυτά που άκουγα από τον Πετρολούκα, από τον Ρούντα και τα λοιπά. Αν και μετά, του Παπαδάκη του άρεσαν πάρα πολύ, γιατί; Γιατί άκουγε και κάτι άλλο, και το άγουρο κι αυτό, ότι δεν έμοιαζε με κανενός άλλου, γιατί είχα βάλει φράσεις, είχα πει πώς θα το αναλύσω, τώρα δεν μπορώ να την κάνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω δεκαπέντε μέρες από τη ζωή μου. Του άρεσε πάρα πολύ και έκανα επτά εκπομπές εκεί. Και το φοβερό που μου είπε ο Παπαδάκης, μου λέει «Όποτε θέλεις, μπορεί να έρχεσαι εδώ να ακούς».  Τι ήταν να μου το πει αυτό; Αυτός έγραφε Τετάρτη και Πέμπτη. Τετάρτη και Πέμπτη, 9:00 η ώρα το πρωί, εγώ είχα τελειώσει το σχολείο, είχα την καρέκλα μου να μην ενοχλώ, σε μια γωνίτσα, κι έχω δει όλους ζωντανά. Τον Κόρο, τον Βασιλόπουλο, όλα αυτά, τους καβγάδες τους, που να λέει, «Στοπ», να λέει ο Παπαδάκης, «έγινε ένα διακρότημα με το…», ήταν ο Κόρος με ένα κοντραμπάσο, να μην το πούμε. «Έχουμε διακρότημα εκεί πέρα, να το ξαναπάμε». «Τι είναι αυτό το διακρότημα, Γιωργάκη; Σαν να λέμε ακάθαρτο πετρέλαιο;». Δηλαδή δεν θέλαν να πουν την λέξη φάλτσο, κατάλαβες; Λοιπόν, τέτοια. Όλα αυτά τα έχω δει από πρώτη, κι εγώ τα σημείωνα όλα. Σημειώνω όλες αυτές τις πλακίτσες. Και γίναμε πολύ φίλοι με τον Παπαδάκη. Μετά αρρώστησε, κάποιες στιγμές… Α, έκανε, τον είχανε μουσικό επιμελητή στ[00:50:00]ο Λύκειο και κάναμε τα «Ηρώδεια» στο Λύκειο και κάποια στιγμή αρρώστησε. Μετά έφυγε και από τους «Λαϊκούς πρακτικούς οργανοπαίκτες» και για δέκα χρόνια δεν έκανε δράση και τον παρακινούσα εγώ. Έγραφε στην «Ελευθεροτυπία» τα φοβερά αυτά, έγραφε στο «Δίφωνο» τα φοβερά.  Κάποιος από το «Δίφωνο», διευθυντής, του είπε «Ρε συ, ας είσαι λίγο πιο αυστηρός, για να κάνουμε λίγο σασπένς, για να υπάρχει και κάνα μπινελίκι μέσα, να σου απαντήσουν, να τους ξαναπαντήσεις κι αυτά, ξέρω ’γω». Σόρρυ που είπα τη λέξη «μπινελίκι». Ξέρουμε τώρα ποιο όνομα το είπε αυτό, ο διευθυντής αυτός που ήτανε τότε. Ο Παπαδάκης το παράκανε, έγινε πολύ αυστηρός, ενώ ήτανε μιλημένο να κάνει τον αυστηρό, παραέγινε αυστηρός. Κάποια στιγμή κι εμένα με κούρασε λίγο αυτό το πράγμα. Σταμάτησε κι αυτός, μάλωσε και με τον διευθυντή, μάλωσε και με το «Δίφωνο».  Τελευταία συναυλία του «Διφώνου» έγινε στον Λυκαβηττό. Την είχα αναλάβει εγώ, ο Παπαδάκης, αλλά εμένα μου είχε αναθέσει κι είχα πάρει τον Κόρο, τον Κατσιγιάννη, τον Μαρινάκη, τον Μπούρμπο, τον Παππά και ήτανε πρώτη φορά που ήταν η Σαμίου με την Τασία Βέρρα μαζί. Παραλίγο να γίνει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, έτσι; Αηδονίδης κι αυτοί. Γιατί; Γιατί εγώ δούλευα και με την Τασία Βέρρα, με τον Λάλεζα, σε πανηγύρια κι αυτά, και βρισκόμασταν και την παραδεχόμουν πολύ, και με την Δόμνα. Με την Δόμνα από πολύ νωρίς. Η Δόμνα μόλις μάλωσε με τον Καλύβα, ψυχρανθήκαν για ένα ταξίδι θυμάμαι και αλλάξανε και κουβέντες, πιο πολύ για τα λεφτά, αλλά ξέρεις τώρα πώς γίνεται. Μου λέει «Γιώργο, έχω ακούσει για σένα καλά λόγια, έχω ακούσει κιόλας ότι παίρνεις τα ίδια λεφτά με τον Φιλιππίδη, είναι δυνατόν;» Αμέσως μου είπε αυτό το πράγμα. «Κυρία Δόμνα», λέω, «δεν ξέρω ποιος σας το είπε αυτό, αλλά σωστό είναι, γιατί ο Φιλιππίδης έχει περισσότερες δουλειές, άρα εγώ έχω μικρότερο εισόδημα και έτσι. Πολύ σωστά όμως, γιατί είμαι κατώτερος του Φιλιππίδη», λέω. «Αλλά οι τιμές γιατί να αλλάζουν;». «Εντάξει», λέει, «όσα και να παίρνεις, θα σου δίνω εγώ περισσότερα, αλλά θέλω αποκλειστικότητα». Άνοιξε το τσαντάκι σου, είκοσι εφτά δουλειές. «Δεκαπενταύγουστο πού να πάω;». «Μπορεί να μου βγει τίποτα, δεν θα πας». Μπορεί να μου είχε 13 Αυγούστου, 14, 17. Πήγαινα εγώ Δεκαπενταύγουστο στα πανηγύρια, τους έβλεπα εκεί, «Γιωργάκη, δεν έχεις σήμερα δουλειά;». «Δεν πειράζει, παιδιά, εγώ είμαι με την Σαμίου». 23:00 η ώρα μάς περίμενε δεξίωση μετά τη συναυλία με την Σαμίου. Έτσι πολύ, δηλαδή έχω να λέω πολλά πράγματα για την Σαμίου. Εννοείται ότι εντέλει την αγαπήσαμε πάρα πολύ σαν καταλάβαμε τι είναι η Σαμίου. Εγώ έχω ένα συρτάρι κασέτες από πρόβες. Κι εγώ έτσι, επειδή είμαι και λίγο έτσι της πλάκας [Δ.Α.], όποτε βαριόμουνα κι αυτά της έλεγα, «Αυτό το “Αρμενάκι”, αυτό δεν το έχουν πει και οι Κονιτοπουλαίοι;». «Ιιιι, ανάθεμα», φώναζε, την έκανε.  Όποτε ήθελα να χαλάσω την πρόβα, δηλαδή να πετάξει τα χαρτιά, να την κάνω. Τέλος πάντων, πολύ την πείραζα πάντως, τα χαλάσαμε, δεν με έπαιρνε μετά, πήρε τον Φιλιππίδη. Εγώ είχα ένα συγκρότημα μετά με τον Μαρινάκη, τον Μπούρμπο και τον Παππά. Αυτό ήταν το δεύτερο οργανωμένο συγκρότημα. Το πρώτο συγκρότημα ήταν ο Μαρινάκης, ο Σιδερής κι ο Κούρτης. Αυτός μας είχε πει, ο Κούρτης, θα τα παίρνετε όλοι, θα ντυνόμαστε όλοι μαύρα, πρώτη φορά. Παλιά ήτανε άσπρο-μαύρο σαν γκαρσόνι. Το μαύρο, δηλαδή, εμείς το εισαγάγαμε από πρόταση του Κούρτη. Και μετά λέει «Αφού δεν φτιάχνουμε που δεν φτιάχνουμε ήχο με τις παλιοκάψες αι αυτά, δεν παίρνουμε πυκνωτικά μικρόφωνα;». Ή θα σφυρίζει και θα φταίει αυτός ή θα είναι τέλειος ο ήχος σαν δίσκος. Όχι, όχι ή θα σφυρίζει. Ή θα κουραζόμαστε να παίξουμε είτε θα είναι τέλειος ο ήχος, αλλά τουλάχιστον δεν θα πηγαίνουμε να κάνουμε τρεις ώρες πρόβες πριν και δώσε, φτιάξε μου πρίμα και το ένα και το άλλο. Τα πυκνωτικά τα ανοίγεις, φλατ, και παίζουνε, όλα ίσια. Και είχαμε πάρει τα C1000, όλη η πιάτσα μετά έπαιρνε τα C1000. Παλιοί ηχολήπτες με βλέπουνε τώρα κα μου λένε «Εσύ δεν ήσουν που ήσουν ένας μικρός με το C1000;». Είχανε πάρει όλοι C1000, μετά αυτό μας το αντιγράψανε, και το μαύρο ντύσιμο κάποια συγκροτήματα, και το C1000, το συγκεκριμένο πυκνωτικό, που δεν είναι, είναι ένα φθηνό πυκνωτικό. Το συγκρότημα… Αυτό σ’ το λέω γιατί είχα φτιάξει ένα συγκρότημα που είχαμε σαρώσει. Άμα δεις ατζεντάκια, δεν είχαμε ρεπό. Με τον Μπούρμπο, τον Μαρινάκη, το δεύτερο συγκρότημα, δηλαδή, ήταν το πολύ σούπερ, τον Παππά κι εγώ. Κι αυτό το συγκρότημα το έβλεπε η Δόμνα. Ο Παππάς ήτανε «παιδί» της, η μάνα και ο πατέρας του Παππά χόρευαν στην Τσαούλη. Η Τσαούλη με την Δόμνα φίλες και τα λοιπά και συνεργαζόντουσαν τα χορευτικά, είναι και ο αριστερός χώρος και τα λοιπά. Λοιπόν, ήθελε τον Παππά, ο Παππάς δεν είχε ημερομηνία. Ήθελε τον Μαρινάκη, με παρακαλούσε «Αποδέσμευσέ μου σε παρακαλώ, έχω ανάγκη τον Μαρινάκη», «Δεν μπορώ, τον έχω βάλει στην αφίσα, κυρία Δόμνα». Τη μέρα που χαλάσαμε το συγκρότημα, που είπαμε, ρε παιδί μου, εντάξει, θα είμαστε ελεύθεροι, μας πήρε η Δόμνα, σαν άτομα, και δουλέψαμε πάλι μια χρόνια ακόμα με την Δόμνα, και μετά έφτιαξε  η Δόμνα τα άλλα  της τα συγκροτήματα, με τον Οικονομίδη και τον… 

Θ.Κ.:

Τι θυμάσαι απ’ τη δισκογραφία, με αφορμή την Δόμνα; 

Γ.Κ.:

Απ’ τη δισκογραφία;

Θ.Κ.:

Πού έκανες εσύ.

Γ.Κ.:

Δισκογραφία με την Δόμνα δεν έκανα. 

Θ.Κ.:

Όχι με την Δόμνα, δισκογραφία που έχεις κάνει εσύ με αφορμή την Δόμνα. Κάποιος δίσκος που να ξεχωρίζεις. 

Γ.Κ.:

Που παίζω εγώ; Άκουσε να σου πω. Καταρχήν, εγώ έχω όλη τη δισκογραφία της Δόμνας και τον δίσκο γραμμοφώνου που έχει γράψει, τον πρώτο της δίσκο, «Εγώ είμαι ενός ψαρά παιδί», σαν συλλέκτης. Έχω πράγματα της Δόμνας που δεν τα ’χει κανένας, που έβαζε το όνομά της σε κάτι γαλλικούς δίσκους και παίζει ο Ρούντας μέσα, ξέρω ’γω, έχω κάτι τέτοια πράγματα. Την Δόμνα την παρακολουθώ γιατί έχει αυτή την ποιότητα, είχε υψηλές προδιαγραφές. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν κάποιες φορές δεν φτιάχναμε καλόν ήχο, της έλεγα «Ρε συ Δόμνα, πάμε να πάρουμε τον Συγλέτο και θα παίρνουμε μόνο τον Συγλέτο, όπως κάνουν τα συγκροτήματα». Εγώ της το πρότεινα συνέχεια. Τον Συγλέτο πού τον ήξερα; Απ’ το στούντιο C, απ’ τον Παπαδάκη. Κι έπαιρνε τον Συγλέτο. Από τότε που πήρε τον Συγλέτο η Δόμνα, είχε υψηλές προδιαγραφές και σε ήχο. Η Δόμνα έπαιρνε λεφτά, παλαιότερα, έπαιρνε μεροκάματο κι αυτή, άντε πες κάτι παραπάνω.Και μάλιστα έλεγε στους δημάρχους, «Τα δίνετε», λέει, «στην Αρβανιτάκη που είναι και φίλη μου και δεν τα δίνετε στην παράδοση, που είναι μεγαλύτερης αξίας; Εγώ δεν τα θέλω για μένα», λέει, «αλλά δεν μπορείτε να μην το πληρώνετε αυτό το πράγμα».  Έλεγε αυτό, αυτά μου αρέσανε, τ’ άκουγα εγώ συνέχεια της Δόμνας. Υψηλές προδιαγραφές, λοιπόν, στον ήχο, αυτό θυμάμαι, το ίδιο και στη δισκογραφία. Δεν πρόλαβα τη δισκογραφία, το μεγάλο πακέτο αυτό που έκανε με τον, είχε πάρει τον Παπαδάκη εκεί μουσικό επιμελητή κι είχε τον Σινόπουλο πιο κοντινό της μαέστρο. Τα έχω όλα αυτά. Αυτά ξεκίνησαν να έχουν ένθετο μεγάλο από τα αποκριάτικα και μετά, και η Τερζοπούλου η Μιράντα που γράφει, και τα λοιπά. Έχουμε όμως και τα άλλα. Ο Καλύβας παίζει φοβερά, το καλό παίξιμο αυτό που άκουγα, δηλαδή αυτό που ήθελε η Δόμνα στην πραγματικότητα ήτανε Καλύβας, Κουκουλάρης, και ένας δίσκος «Σεργιάνι», που παίζει ο Καλύβας με τον Κόρο. Δηλαδή, προφανώς, του είπε του Κόρου «Μην κάνεις τα τρελά σου, παίξε μου καθωσπρέπει». Ο Κόρος ήταν τόσο μεγάλος που έπαιξε πραγματικά… Άμα ακούσουμε ένα τεκιρντάγκ καρσιλαμά, τι ορθόδοξο ταξίμι παίζει ο Κόρος και τι όμως, πόσο ωραίο είναι, δεν χωράει μία νότα, ένα σφάλμα. Ή να χωρέσει μια άλλη νότα να προσθέσεις ή να βρεις σφάλμα. Το ίδιο κι ο Καλύβας. Αυτή αυτό ήθελε. Τι δηλαδή; Στο μυαλό της είχε μία ορχήστρα που δεν ήτανε Σμύρνη, γιατί δεν ήταν μέσα από τη Σμύρνη η Δόμνα, και η σμυρναίικη είναι και λίγο αστική, αλλά γενικά είναι «Αχ, μελαχρινό μου». Σ’ το λέω αυτό γιατί αυτό το κομμάτι, μου το έλεγε ο Παπαδάκης, είναι το πρώτο της δισκογραφίας και υπήρχε σε παρτιτούρα στην κυριακάτικη εφημερίδα στην τελευταία σελίδα και το παίζαν στο πιάνο οι άνθρωποι, η σμυρναίικη σχολή είναι μια τέτοια.  Αλλά και στα μαγαζιά είναι αυτό το σαντουροβιόλι που είχαν και το τσίμπαλο, είναι κάτι άλλο που δεν το ’πιασε κι η Δόμνα, ούτε τους αμανέδες. Αλλά έπαιζε τη μουσική των χωριών, τσαλκιτζίδες, τα τσαλικιά, δηλαδή, κλαρίνο, βιολί, ούτι, τουμπερλέκι, άντε και κανονάκι έβαζε. Που το κανονάκι, εντάξει, είναι πιο λόγιο αλλά ταιριάζει, μας κάνει αυτό. Κι είχε φτιάξει μια, ένα δικό της ύφος Ανατολή, που δεν είναι ούτε τσιφτετελέ γύφτικο, ούτε το αστικό, αλλά υπήρχε αυτό το πράγμα, υπήρχε. Αυτό, κάποια στιγμή, θέλω να το κάνω, μάλλον το έκανα φέτος δηλαδή, στα εκατό χρόνια, το ’χα πρόταση αυτό. Μέσα στις πολλές προτάσεις που έπαιξα με πολλές ορχήστρες, μία από τις προτάσεις ήταν να παίξουμε οι βετεράνοι της Δόμνας. Και τι κάναμε; Παίξαμε εγώ, ο Μαρινάκης, ο Παππάς, ο Σινόπουλος, ο Δημητρακόπουλο[01:00:00]ς και ο Κώστας ο Φιλιππίδης. Όλοι μαζί δεν είχαμε παίξει ποτέ στην Δόμνα, ήταν σαν μια επιλογή. Ο Κώστας Φιλιππίδης έπαιζε με τον Νίκο, για παράδειγμα. Και παίξαμε αυτή την Μικρασία. Ε, ήταν Champions League! Και τον Συγλέτο ηχολήπτη.  Δηλαδή αυτή την τεχνογνωσία πήρα εγώ από την Δόμνα και όχι τόσο πολύ τη δισκογραφία. Τα ξέρουμε τώρα, η δισκογραφία της Δόμνας. Να, μπορώ να σου πω, για το «Έχε γεια Παναγιά», υπάρχει ο δίσκος ο ομώνυμος. Σίγουρα το βρήκε η Δόμνα «Έχε Γεια Παναγιά» για να το είπε έτσι, στην αρχή. Κάποιος της άλλαξε τα μυαλά της, της είπε «Δεν μπορεί να λέει “Έχε Γεια Παναγιά”, τι είναι, “Έχε γεια, πάντα γεια”», και το ’λεγε «Έχε γεια, πάντα γεια». Στα τελευταία της, δηλαδή έφυγε Μάιο κι εγώ την πήρα τέλος Αυγούστου μια φορά. Λέω «Κυρία Δόμνα…». «Σ’ τα ’χω δώσει αυτά τα λεφτά, Θοδωράκη;». Λέω «Δεν είμαι ο Θοδωράκης, αλλά άμα είναι για λεφτά, δώσ’ τα». «Όχι μωρέ, σε ξέρω, εσύ ο Κωτσίνης, το καλό παιδί», μου λέει. Λέω «έχω βρει τον δίσκο “Έχε Γεια, Παναγιά” και ήταν, είναι “Έχε Γεια Παναγιά”, γιατί έχω βρει τεκμήριο, τον δίσκο πλέον, κυρία Πιπίνα». Και μάλιστα αυτός ο δίσκος δεν υπήρχε στον κατάλογο του Μανιάτη και τον βρήκα σε πλειστηριασμό και τον πήρα 500 ευρώ, πολλά λεφτά δηλαδή, συλλεκτικός. Τώρα υπάρχει μέσα στο ίντερνετ πια, μπορεί κι αυτός που τον έδωσε να τον είχε γράψει και μετά τον έβαλε κιόλας. Λοιπόν, ο δίσκος λέει «Έχε Γεια, Παναγιά». «Ναι, βρε, το ’ξερα, από δω και πέρα το λέμε “Έχε Γεια Παναγιά”», μου λέει. Εντάξει. Η κυρία Πιπίνα λέει «Έχε γεια, αχ Παναγιά», βάζει και ένα «αχ», που αλλάζει τα πάντα. Έχε γεια, κόμμα, αχ Παναγιά. Επιφώνημα. Πώς λέμε «Παναγία μου». «Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε». Ένα άλλο, μια άλλη παρατήρηση, μιας και λέμε τώρα τα μουσικολογικά, μια άλλη παρατήρηση για αυτό το κομμάτι, λέει «Έχε γεια, αχ Παναγιά, τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε, τα συμφωνήσαμε». Δεν πάει ψηλά. Τη δεύτερη φορά πάει ψηλά, σαν ανάλυση, όπως λέμε στη βυζαντινή. «Έχε γεια, αχ Παναγιά, τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε, τα συμφωνήσαμε». Και μιλάμε με τον τρόπο που το λέει, μυρίζεις παστουρμά, έτσι δηλαδή είναι πολίτικο το πράγμα, και μαντολίνα, εστουδιαντίνα. 

Θ.Κ.:

Τώρα η δικιά σου δισκογραφική εμπειρία. Έχεις κάνει πάρα πολλούς δίσκους. 

Γ.Κ.:

Έχω κάνει δίσκους, και συμμετοχές και προσωπικά. Τώρα τα έχουμε χάσει, με ποια έννοια; Ότι κάνω κάποια πράγματα προσωπικά που δεν τα βγάζουμε καν σε δίσκο, αλλά βγαίνουν σε άλλες πλατφόρμες. Αυτό που μπορώ… Λόγω Μπατζή, κάποια στιγμή έβγαλα τα σαρακατσάνικα. Δούλεψα με τον Σερμπέζη και μάλιστα κατά αποκλειστικότητα. Μου λέγανε θυμάμαι κι ο Νάκας να βγάλουμε δίσκο, κι ο Γιαννακός… Δεν βγάλαμε, παρόλο που εγώ Μπατζή μελέτησα από δύο κασέτες του Νάκα συγκεκριμένα, αυτές που είχε βγάλει στου Ζούμπα, στην εταιρεία «Ήπειρος», και τους δύο δίσκους του Σερμπέζη. Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε με έναν δίσκο, το «Ξεχάραξε», και μετά έχω παίξει στην ουσία σε όλη τη δισκογραφία του Σερμπέζη από κει και πέρα, και του Μπόνια. Και τα μισά από αυτά τα κομμάτια που ακούμε σουξέ κι αυτά, τα ’χω παίξει σε πρώτη εκτέλεση. Που καμιά φορά τα λέμε παραδοσιακά, το «Μήλο μου, χρυσό μου μήλο»,  για παράδειγμα, έχει φτιαχτεί εδώ πέρα που κάθεσαι, εδώ πέρα που κάθομαι.  Δηλαδή το φέρνει απ’ τη γιαγιά, ναι μεν έχουμε ένα παραδοσιακό κομμάτι, μου το προτείνει ο Σερμπέζης να το βγάλουμε, το αλλάζουμε κατά κάτι προς το καλύτερο, ξέρεις, καμία νότα να βάλουμε να το διανθίσουμε, ως προς την ερμηνεία πλέον, προσθέτει κι ένα στίχο στο τέλος για να βγάλει ένα άλλο νόημα. Αυτό το τραγούδι φτιάχτηκε εδώ, Ηλιούπολη. Το φτιάξαμε στον δίσκο και είναι το σουξέ του αιώνα. Παράδοση όμως κατά τ’ άλλα, παραδοσιακό. Λοιπόν, έχω παίξει τα σαρακατσάνικα αυτά. Να σου πω ένα που έχω στα σκαριά, πώς φτιάχνουμε, το πώς είναι το «We are the world»; Έχω φτιάξει ένα πωγωνίσιο, που κάθε στίχο τον λέει διαφορετικός τραγουδιστής. Κι έχει τραγουδήσει ο Κιτσάκης ο συγχωρεμένος, ο Αχιλλέας ο συγχωρεμένος, μουσικοί, ο Ζουμπάς, ο Θωμάς ο Κωνσταντίνου, και ο Κυρίτσης, ο Σιάτρας, ο Τζίμας κι ο Παπακώστας. Αυτό το πράγμα! Και το έχω έτοιμο αυτό, 19 λεπτά. Και τέτοια. Τώρα τι να σου πω τώρα, δηλαδή και στης Φαραντούρη που παίζει ένα «Μενούση», εγώ παίζω μέσα.  Και παίζουμε πολύ, μετά ήμουνα μουσικός, ξέρεις, που παίρνεις το βαλιτσάκι, σου λέει ο μαέστρος «Έλα στο “Σιέρα”», παίζεις αυτό και μετά βλέπω «Ωχ, αυτό είναι, εγώ παίζω μέσα», και δεν ξέρεις ποιος παίζει, κατάλαβες;  Και έχω παίξει δηλαδή απ’ του Καρβέλα «Να ’μουνα το χαλάκι σου» μέχρι 20.000, πώς το λένε, 2.000 χρόνια ελληνικής μουσικής, Λάκης Χαλκιάς. Με τον Λάκη πολύ φίλοι, στα έντεχνα πολλές φορές έχουμε παίξει, στα μαγαζιά όταν ξεκίνησαν, πήγα με την Γαλάνη, τον Λυδάκη, τον Μπάση και τον Υφαντή. Την επόμενη χρονιά πήγα με την Αλεξίου τη Χαρούλα, κάθισα τρία χρόνια με την Αλεξίου, πάλι ήταν ο Μπάσης. Εκεί γνώρισα τον Νικολόπουλο, πολύ φίλος ο Νικολόπουλος. Μια φορά με πήγε στον Τερζή, παίξαμε Τερζής, Μητροπάνος, Μπάσης. Μου κάθεται ο Μπάσης, γιατί ήταν «Οι ψίθυροι καρδιάς». Μια φορά έπαιζα με την Τσαλιγοπούλου, με βλέπουνε εκεί, ο μαέστρος από το διπλανό μαγαζί, την επόμενη χρονιά με πήρε στον Σφακιανάκη. Να πάω, λέω κι εγώ, εντάξει, δουλειά μας είναι, μέχρι το πρωί μιλάμε. Απ’ όλους είχα να πάρω. Δηλαδή στον Σφακιανάκη έπαιξα όλη τη σεζόν με in ear, δεν ξέραμε τι ήταν τα in ear παλιά, πολλή οργάνωση, πολλή οργάνωση. Τώρα το τι παίζαμε; Εντάξει, αυτά τα κομμάτια. Για τη δισκογραφία που ’πες τώρα.  Θα σου πω τι κάνω τώρα, αυτό τον καιρό. Έχω βρει, έτσι δηλαδή, έχω μια ιδέα, αφού μου λένε, όλοι απορούν. Λέμε ότι παραδοσιακούς τους έχουμε, κάνουμε καταγραφές. Έχω κάνει πολλές καταγραφές εν τω μεταξύ, και Πωγώνι, και, όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Πρέπει να έχεις 20.000 εκτελέσεις για να βγάλεις 100 καλές με τη φυσική επιλογή, ας το πούμε. Τους δημοτικούς πάλι, τους επαγγελματίες, έχουν κι αυτοί ένα άλλο πρόβλημα. Δηλαδή ναι μεν καλοί είσαστε, ρε παιδιά, κουρδίζετε, κάνετε, έχετε κάτι το επαγγελματικό, που κάτι με διώχνει. Όχι με διώχνει, υπάρχει αι αυτό. Εντάξει, το δέχομαι. Οι μουσικοί που τραγουδάνε πάλι είναι κι αυτό κάτι άλλο, οι λαλητάδες. Επομένως έχουμε τρίπτυχο, έτσι; Η γιαγιά που τραγουδάει, ο μουσικός που τραγουδάει για να γλεντήσει κατ’ ανάγκην και κάνει ίσα ίσα αυτά που χρειάζονται, αλλά και να σε χορέψει με τη φωνή του. Άρα και το στραβό το στόμα που κάνει, το κάνει αυτό για να σου δώσει, για να σε χορέψει, για να σου πάρει και τα λεφτά μετά, να πληρωθεί. Και ο επαγγελματίας τραγουδιστής που θα πει το κλέφτικο, το ένα, το άλλο, που θα βλέπεις και την πλάτη του όλο το βράδυ.  Υπάρχουν και μια άλλη σειρά τραγουδιστών που είναι στην ουσία λάτρεις της παράδοσης, λίγο συλλέκτες, μαζεύουνε δημοτικά τραγούδια κι αυτά, τραγουδάνε, τους ξέρουμε χρόνια, επειδή δεν είναι τραγουδιστές όμως, έχουν σφάλματα. Λίγο άχρονοι, λίγο φάλτσοι, λίγο το ένα, λίγο το άλλο. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, είναι καιρός αυτοί να καταγραφούν, οπότε έχω φτιάξει μια σειρά δίσκων, έξι-εφτά δίσκους τώρα, και με παραγωγές, και είναι… Βάζω και τον Σερμπέζη μέσα, παρόλο που είναι τραγουδιστής αυτός, επαγγελματίας, επειδή είναι καθηγητής πανεπιστημίου, τα ’χει κι αυτός τα σφαλματάκια του. Ο Σερμπέζης είναι σ’ αυτούς τους μερακλήδες, δηλαδή, συγκαταλέγεται. Όχι ο τραγουδιστής τύπου Παπασιδέρη, ας το πούμε έτσι, Κιτσάκη, Καρναβά. Έχω κάνει τους δίσκους, τώρα αυτό τον καιρό, με τον, δύο δίσκους, με τον Σερμπέζη. Έχω κάνει δύο δίσκους με τον Γιαννίτση, Βλάχος από τον Ασπροπόταμο, βιομήχανος άμα τον ξέρεις, πρόεδρος των Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας. Έχω κάνει τον δίσκο με την Νότα, θα σ’ τον δώσω τώρα, την Νότα την Καλτσούνη. Την ξέρουμε χρόνια, η Νότα, μια Νότα, όπου και να παίξουμε, μια Νότα κάτω, ας πούμε, μια Νότα υπάρχει κάτω. Πολύ καλή φίλη, πολύ μερακλού, η φωνή καμιά φορά καλή, καμιά φορά πέρα βρέχει.  Πήρα εγώ τις καλές της στιγμές, πήρα και τις πέρα βρέχει και τις «έστρωσα». Άμα δεις ένα CD που έχουμε βγάλει, λες αξίζει τον κόπο, τίποτα άλλο δεν λέω. Ότι κάναμε ένα CD. Το ίδιο έχω κάνει και με την Βασίλω, το ίδιο έχω κάνει και με την Μαριάννα την Τζίμα και παλαιότερα, που είχαμε κάνει ένα αναλογικό, το τελευταίο αναλογικό σε μπομπίνα. Εκεί πέρα είχα βρει ένα άλλο εύρημα για να τη «στρώνω». Είχα βάλει τη μάνα της να τραγουδάει, σαν ερετζίστορ, μια οκτάβα κάτω, το «Αστρί και αστρίτσι». Τώρα έχουμε φτιάξει ένα άλλο CD, φοβερό, φοβερό μιλάμε, που έχει, τα μισά κομμάτια είναι του γάμου, από τις τότε καταγραφές και είναι όλοι οι συγχωρεμένοι, η μάνα της και τα λοιπά, τραγούδια του γάμου. Έχω παίξει ένα μοιρολόι, επειδή γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους, μοιρολό[01:10:00]ι γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Την πατινάδα του γάμου, αυτό το ’χα πει ότι θα το κάνω δώρο, τάμα ας το πούμε, και είπε κι η Μαριάννα πέντε κομμάτια και έχει γίνει ένα CDάκι κι αυτό, ετοιμάζεται να βγει.  O Γιώργος ο Υφαντής, πάλι ένα τέτοιο, συλλέκτης, αυτός έχει «φορτώσει» όλο το ίντερνετ, ας πούμε, όλοι ξέρουν τον Γιώργο τον Υφαντή από την αγάπη του που έχει για το δημοτικό τραγούδι. Προσεγμένες δουλειές, μόνο να δεις τα γραμματάκια, όταν μου στέλνει τα τραγούδια που θα πει, τα γράμματα που κάνει, είναι πρότυπο καλλιγραφίας. Δηλαδή βλέπεις ένα καλλιεργημένο άτομο, θεολόγος, αγαπάει την παράδοση από μικρό παιδί και λες «Αυτός γίνεται να μην βγάλει κι αυτός ένα CD;». Θα το ’θελε, αλλά τον έχουνε φοβίσει. Έχουμε βγάλει τώρα δύο CD και παλαιότερα είχαμε βγάλει κι άλλες δύο κασέτες, με αυτόν τον Γιώργο Υφαντή. Κάποιον θα ξεχνάω τώρα. Αυτές είναι καινούριες παραγωγές. Τα λευκαδίτικα που βγάλαμε τώρα αυτά, πάλι δεν έχουν εκδοθεί αυτά, είναι μέσα στο τέτοιο. Τα σκυριανά τα βγάλαμε με την Αλίκη Λάμπρου, εκδόσεις Δόρα Στράτου. Σου λέω τις τελευταίες, κάτσε να δω, μισό λεπτό, πού τις έχω κιόλας. Κάπου τα ’χω μαζεμένα.