© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αφηγήσεις για τον Πόντο και τη Σμύρνη

Istorima Code
11162
Story URL
Speaker
Αναστασία Καμαλακίδη (Α.Κ.)
Interview Date
15/07/2020
Researcher
Λυδία Λυκούδη (Λ.Λ.)
Λ.Λ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, πες μας το όνομα σου.

Α.Κ.:

Καλησπέρα, Αναστασία Καμαλακίδη.

Λ.Λ.:

Χαίρομαι πολύ. Εγώ είμαι η Λυδία Λυκούδη, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και βρισκόμαστε στην Πάτρα και σήμερα ο μήνας έχει 10-

Α.Κ.:

6.

Λ.Λ.:

16 Ιουλίου.

Α.Κ.:

Λοιπόν, εγώ, η καταγωγή μου είναι μισή Ποντία, μισή Σμυρναία. Από τη μεριά της μαμάς μου είμαι Πόντια, από τη μεριά του μπαμπά μου είμαι Σμυρνιά, και έχω και κράμα και από τις δύο μεριές. Έχω και τις δύο κουζίνες, για αυτό τρελαίνονται, όταν τους μαγειρεύω. Έχω και την ποντιακή κουζίνα και τη σμυρναίικη. Πιο πολύ βέβαια η Σμύρνη, πιο πολύ, γιατί τότε η Σμύρνη ήτανε το μικρό Παρίσι. Να φανταστείς ότι εκείνη την εποχή, μας έλεγε ο μπαμπάς μου, η Σμύρνη είχε 11 θέατρα και η Πάτρα νομίζω είχε ένα, όταν ήρθανε. Όταν ήρθαν εδώ οι Σμυρνιές και μείνανε στα προσφυγικά, στα σπίτια, ήσαντε πάρα πολύ κοκέτες. Πρωταρχικά, όλες βάζανε κραγιόν, όλες, μα όλες. Η φτώχεια, όμως, ήταν μεγάλη. Ήταν μόδα η περμανάντ, το κατσαρό μαλλί και επειδή δεν είχαν χρήματα να πάνε στα κομμωτήρια, λουζόσαντε και βάζαν τα μαλλάκια τους γύρω-γύρω, γύρω-γύρω σε καλώδιο, για να κάνει την μπούκλα. Ήσαντε, δηλαδή, πολύ κοκέτες και πολύ καθαρές. Και όταν ήρθαν εδώ, αρχίσανε όλοι να κουτσομπολεύουν ότι οι Σμυρνιές δεν ήσαντε ηθικές, γιατί, έλεγαν, πήραν όλους τους άντρες. Ο άντρας τι θέλει; Καθαριότητα και καλό φαγητό και εκεί τα βρήκαν αυτά που θέλανε και μένανε εκεί. Δεν φεύγανε. Πρωταρχικά, όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες και το Πάσχα άσπρισαν τα σπίτια τους όλοι, εδώ δεν ήξεραν τον ασβέστη, όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες και βάψανε τα σπίτια τους το Πάσχα, κατάλευκα όλα, πεζοδρόμια τα βάφανε όλα, δεν ξέραν εδώ ότι υπάρχει ο ασβέστης. Πρωταρχικά, δεν ξέρανε κανένα μπαχαρικό. Μόνο το βραστό, ξέρανε το κρέας το βραστό. Δεν ήξεραν μουσακάδες, δεν ήξεραν παστίτσια, δεν ήξεραν ντολμαδάκια, δεν ήξεραν σουτζουκάκια, δεν ήξεραν… Μα, τίποτε δεν ήξεραν! Άσε τα γλυκά, δεν το συζητάμε! Δηλαδή, τι να έφτιαχναν αυτοί οι άνθρωποι! Και ήσαντε όλοι νοικοκύρηδες, γιατί είχαν έρθει εδώ με τα ρούχα που φορούσαν μόνο και μπόγους. Τι μπορεί να έχει, Λυδία μου, ένας μπόγος μέσα; Πες μου. Ήτανε όλη τους η ζωή αυτό που κουβαλούσαν, ο μπόγος τους. Και όλοι σπούδασαν παιδιά και στα κορίτσια τους χτίσανε σπίτι, για να παντρευτούν, μα όλοι. Λίγοι είναι αυτοί που δεν καταφέρανε να κάνουν αυτά τα πράγματα, οι περισσότεροι τα σπουδάσανε. Μα, δεν είναι τυχαίο ότι και στη Θεσσαλονίκη όλοι οι βιομήχανοι το όνομά τους τελειώνει σε «-ίδης» ή «-όγλου». Όλοι από κει. Πολλοί, δηλαδή, ήτανε εύστροφοι άνθρωποι. Γιατί όταν ήσαντε στην Τουρκία, υπήρχε ένας νόμος. Απαγορευότανε μη Οθωμανός να μπει σε δημόσια υπηρεσία, οπότε και τους απέμενε; Το εμπόριο. Και όλοι ρίχτηκαν στο εμπόριο. Μα, εκεί είναι και το χρήμα. Εμένα, ο αδελφός -όχι-, της αδελφής του ο άντρας ήτανε ο μεγαλύτερος ζωέμπορος στην Τραπεζούντα. Έκανε ζωεμπόριο για λεφτά. [00:05:00]Ο μπαμπάς του παππού μου ήτανε μαχαιράς, έκανε μαχαίρια. Οι δυο λαβές που είχε εδώ, στο ζωνάρι του, τα μαχαίρια, ήτανε από ατόφιο χρυσάφι και επειδή ήτανε λίγο καλοπερασάκιας, γιατί ήτανε μοναχογιός και, σαν μοναχογιός, ο πατέρας του δεν του χάλαγε χατίρι και του αρέσανε και οι γυναίκες και ήτανε και πάρα πολύ όμορφος, πολύ όμορφος. Και πολλές φορές, επειδή έπινε κιόλας, ερχότανε σε αψιμαχία με τους Τούρκους. Τον κυνηγούσαν πολύ οι Τούρκοι και επειδή ήτανε λίγο νευρικός, στη συμπλοκή τους εσκότωνε. Ο πατέρας του ναύλωνε αμέσως καΐκι, τον έβαζε μέσα, τον έστελνε απέναντι στη Ρωσία, πλήρωνε όλη την τουρκική αστυνομία να καταλαγιάσουν τα πνεύματα και μετά από 3-4 μήνες του ‘λεγε: «Θοδωράκη, γυρνά!». Κατάλαβες; Μπράβο, αγάπη μου. Αυτοί, βέβαια, πήγαμε τώρα στον Πόντο. Ξαναγυρνάμε στη Σμύρνη. Λοιπόν, οι Σμυρνιές ήσαντε πάρα πολύ νοικοκυρές, είχανε μάθει στο νοικοκυριό. Γενικά, όσοι ήρθανε από κει, επειδή περάσανε πολύ μεγάλη δυστυχία, ήτανε όλοι οι άνθρωποι της οικονομίας. Η γιαγιά μου, η Πόντια, έλεγε: «Τασία, πουλάκι μου, και στη θάλασσα πες να ‘σαι, οικονομία στο νερό κάνε». Το κατάλαβες; Δηλαδή, σκέψου το πνεύμα της οικονομίας: «Και μες τη θάλασσα να είσαι, κάνε οικονομία στο νερό». Γίνεται αυτό;

Λ.Λ.:

Δε γίνεται.

Α.Κ.:

Κι όμως! Τέλος πάντων, οι ιστορίες είναι πολλές, πάρα πολλές, έχω ακούσει μα πάρα πολλές ιστορίες. Οι Σμυρνιές και οι Σμυρνιοί, όταν ήρθανε, λέγανε ένα ποίημα. Όλα τους τα παιδιά, τα περισσότερα, αυτό το ποίημα το λέγανε. Μια μέρα μου λέει και η μαμά μου: «Τράβα», μου λέει, «στο καφενείο, πες στον μπαμπά να ‘ρθείτε, το φαΐ είναι έτοιμο». Πάω και εγώ στο καφενείο, ειδοποιώ τον μπαμπά μου, ήμουνα 4-5 χρόνων, κάπου εκεί, λοιπόν, οι φίλοι του πατέρα μου: «Για να μας πεις το ποίημα, να μας πεις Την Ελληνοπούλα, να μας πεις Την Ελληνοπούλα», με ανεβάζουνε πάνω σε ένα τραπέζι να πω Την Ελληνοπούλα. Να την πω;

Λ.Λ.:

Ναι, ναι!

Α.Κ.:

Να την πω! Λοιπόν… Πού με γύρισες τώρα; Λυδία μου! Τι θυμάμαι τώρα! Πω πω πω πω! «Ελληνόπουλα είμαι εγώ, απ’ τη Μικρά Ασία, που είδαν τα ματάκια μου μεγάλη απελπισία. Είδανε Τούρκους με σπαθιά, Βουλγάρους με μαχαίρια, που έσφαζαν τους Χριστιανούς με τ’ άπιστά τους χέρια. Δεν έφτανε που έγινε το αίμα σαν τη λίμνη, αλλά ανάψανε φωτιά και κάψανε τη Σμύρνη. Όπως πετάει το πουλί και σκίζει τον αέρα, έτσι πετάξαμε και εμείς και ήρθαμε εδώ πέρα. Αφήσαμε τα σπίτια μας και τα νοικοκυριά μας και όταν τα θυμόμαστε, ραγίζει η καρδιά μας». Και με κεράσανε ένα λουκούμι!

Α.Κ.:

Αλλά γενικά, είναι πώς να σου πω; Περάσαμε πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Πρωταρχικά, όταν ήρθαν εδώ, δεν είχαν σπίτια. Οι άνθρωποι εκεί είχανε τις σειρές τους. Ήσαντε άνθρωποι με ένα υπόβαθρο καλό, που παρακολουθούσανε πάντα την πολιτική της Ελλάδας. Ήσαντε, δηλαδή, άνθρωποι σοβαροί. Της οικογένειας, για τα παιδιά τους, ήτανε σε αυτό το στυλ. Ο παππούς του Κώστα, του άντρα μου, μου έλεγε η πεθερά μου, ότι ο πατέρας της είχε ορυχείο χρυσού, στην, άχου, στη [00:10:00]Σινώπη. «Εκεί που μέναμε», μου λέει η πεθερά μου, «μες στο σπίτι περπατάγαμε με τερλίκια». Τα τερλίκια είναι κάτι πλεκτά παπουτσάκια, γιατί το πέλος του χαλιού έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Σκέψου πόσο χωνόταν το πόδι τους, μέσα στο πέλος του χαλιού. Ο άνθρωπος είχε ορυχείου χρυσού, ήταν βιομήχανος. Μου λέει η πεθερά μου, στον ένα τοίχο είχανε μία πάντα ολομέταξη, από τα βάθη του Ιράν το είχανε πάρει. Σαν κάδρο, που έπιανε όλο τον τοίχο. Όταν ήρθε εδώ η μαμά της και ο μπαμπάς της, το μόνο που φέρανε, αφού τους διώξανε, ήτανε οι τίτλοι του ορυχείου. Εντάξει, χρήματα δεν μπορέσανε να βγάλουνε, δεν προλαβαίνανε, τέλος πάντων και όταν ήρθαν εδώ, έτσι όπως είχαν μάθει οι άνθρωποι, η μαμά της μετά από δύο χρόνια πέθανε. Πρέπει να έσκασε η γυναίκα. Δηλαδή, πρέπει να έπαθε καρκίνο και το ίδιο και ο μπαμπάς της. Για αυτό της είπε της πεθεράς μου: «Μαρία, σε θέλει ένα καλό παιδί, δεν είναι της τάξης μας», ο Καλαμακίδης, ο πατέρας του Κώστα είναι ο Καλαμακίδης. «Δεν είναι της τάξης μας». Η πεθερά μου λεγότανε Τσουχτίδου, αλλά το επίπεδό τους ήτανε άλλο. Εμένα η πεθερά μου, που μου έδειχνε φωτογραφίες, με τα καπελάκια της, με τα τσαντάκια της, με, σε αυτό το στυλ. Με τα φτερά στο καπελάκι της. Ήτανε 14 χρονώ κοριτσάκι, γιατί εκείνη την εποχή 14 χρόνων ήταν μεγαλωμένες οι κοπέλες. Και ήρθαν εδώ, και πέθανε σε δύο χρόνια και ο ένας και ο άλλος και αναγκάστηκε και ο μπαμπάς της και της έδωσε τον πεθερό μου. Στην πατρίδα δεν θα τον έδινε ποτέ! Δηλαδή, δεν είχε, αλλά ο πεθερός μου την ήξερε από κει ή τη γνώρισε εδώ στην Κοκκινιά, όταν είχανε πάει, και την αγάπησε και έτσι του την έδωσε, γιατί κατάλαβε, του είπαν οι γιατροί ότι δεν έχει πολλή ζωή. Και πού θα άφηνε μόνο του ένα κορίτσι, τώρα, 16 χρονών και ένα αγοράκι 18 χρονών; Σου λέει: «Τουλάχιστον, αν είναι παντρεμένη η Μαρία, θα ‘χει τον άντρα της». Νόμιζε ο άνθρωπος ότι ‘ντάξει. Κατάλαβες; Τι άλλο θες να με ρωτήσεις; Πες μου.

Λ.Λ.:

Για τη δική σου τη γιαγιά.

Α.Κ.:

Για τη δική μου τη γενιά, για τον Πόντο ή για τη Σμύρνη;

Λ.Λ.:

Για τη Σμύρνη και για τη γιαγιά που έφυγε από εκεί, που-

Α.Κ.:

Η γιαγιά μου που έφυγε από κει, ήτανε δύσκολες οι εποχές. Ήταν τότε που τους κυνηγάγανε, που τους σκοτώνανε, που τους είχαν στριμώξει στο σταθμό, που τους ρίχνανε στη θάλασσα και κολυμπώντας πηγαίνανε στα πλοία και οι Άγγλοι τους έκοβαν τα χέρια που πιανόσαντε, για να ανεβούνε στα πλοία, και τους έκοβαν με τα σπαθιά τα χέρια, που ανεβαίνανε σε βάρκες. Έχω μία θεία -αυτό το μάθαμε, όταν περάσανε πάρα πολλά χρόνια-, αυτή η θεία μου είχε τα παιδιά της και μετά στην πορεία μετά, μεγάλοι ήμαστε, σχεδόν είχαμε παντρευτεί κιόλας, μάθαμε ότι το ένα το παιδί δεν ήταν ξάδελφός μας. Αυτό το παιδί, με το που μπήκε η θεία μου, η Βασιλική, στη βάρκα με τα παιδιά της τα δύο, μία γυναίκα της το έβαλε στην αγκαλιά της και της είπε: «Πάρ’ το, με λένε έτσι και θα ‘ρθώ να σε βρω στην Πάτρα να το πάρω», αλλά δεν μπόρεσε να έρθει ποτέ και το κράτησε και το μεγάλωσε σαν δικό της παιδί. Δεν ξέραμε εμείς ότι αυτό δεν [00:15:00]είναι ξάδερφός μας. Για να καταλάβεις, γιατί εκεί γινότανε τίποτε λογικό. Εκείνες τις μέρες τίποτε λογικό, αγάπη μου. Ένας διωγμός, ένας σκοτωμός και ένα φονικό. Απαγορευόσαντε, δηλαδή, δεν τους αφήνανε να κρατάνε τίποτε. Αν είχανε κάνα βαλιτσάκι και κάναν μπόγο, τίποτε άλλο. Απαγορευότανε!

Λ.Λ.:

Μπόγο με τραπεζομάντηλο και χρυσαφικά και ό,τι είχανε;

Α.Κ.:

Κοίτα να δεις, αν είχανε χωμένα εκεί, δεν τους άφησαν χρυσαφικά. Εμένα, εάν μπόρεσε και έφερε η γιαγιά μου τα χρυσαφικά, αυτό που φόραγε στο κεφάλι της όταν έγινε νύφη, στον Πόντο, είδες, φοράνε τα φλουριά. Εμένα ο παππούς μου, επειδή είχε χρήμα, της είχε δύο σειρές από πεντόλιρα, όχι λίρες. Δηλαδή, αντί για μία λίρα, μία λίρα, μία λίρα, πεντόλιρο, πεντόλιρο, πεντόλιρο, στη σειρά και στη σειρά. Και όταν ήρθε εδώ, με αυτά τα πεντόλιρα, που πούλαγε ένα ένα, μπορούσανε στην αρχή να βρούνε κάτι να φάνε, να μείνουνε, γιατί ήσαντε στον αέρα. Φαντάσου να πας σε ένα κράτος με αυτά που φοράς και να έχεις και παιδιά. Αυτά θέλουνε γάλα, θέλουνε φαγάκι, δεν σου μιλάω για το ντύσιμο! Και θέλουνε κάπου να κοιμηθούνε και θέλουνε και ένα μπανάκι και μία τουαλέτα. Δηλαδή, δύσκολες καταστάσεις, αγάπη μου, πολύ δύσκολες καταστάσεις και όλοι τα φέρανε βόλτα. Όλοι τα φέρανε βόλτα, όλοι σπουδάσανε παιδιά, όλοι προικήσανε κορίτσια. Δύο δωματιάκια! Αυτά τα δύο δωμάτια, όμως, τα χτίσανε στα κορίτσια τους, για να παντρευτούνε. Κατάλαβες; Η γιαγιά μου εδώ, όταν ήρθε, έμεινε πάρα πολύ νωρίς χήρα. Η γιαγιά μου έμεινε χήρα 23 χρονών. Είχε έρθει εδώ με τον μπαμπά μου και με τη θεία μου. Σκοτώθηκε ο παππούς μου. Πέθανε, μάλλον, αρρώστησε και πέθανε, δεν ξαναπαντρεύτηκε, εννοείται. Από 23 χρονών η γιαγιά μου, άλλος άνθρωπος δίπλα της δεν κάθισε. Και πέθανε 109! Ναι, 109 χρονών πέθανε και τα είχε 400. Με έπαιρνε εμένα τηλέφωνο, είχε έρθει εδώ η εγγόνα της να μας δει, γιατί η γιαγιά μου, η κόρη της παντρεύτηκε και πήγανε στην Αυστραλία και πήγε και η γιαγιά μου στην κόρη της. Η θεία μου παντρεύτηκε και έκανε τα παιδιά της και ήρθε η εγγόνα της εδώ να μας δει. Και τι της είπε η γιαγιά μου; Τότε ήταν 99 χρόνων και της λέει: «Πες την Τασούλα κρυφά να σου δώσει λίγους σπόρους καυκαλίδα, να βγει η καυκαλίδα να κάνουμε πιτούλα, χορτόπιτα, να είναι νόστιμη χορτόπιτα». 99 χρόνων! Και της έστειλα, σπόρους καυκαλίδα! Κάθε πρωί εζύμωνε ένα κιλό ψωμάκι, για να τρώνε. Κάθε πρωί, κάθε μέρα. Νερό, για να πιει νερό, έλεγε: «Θα πιώ ενάμιση λίτρο», το έβραζε το πρωί, το άφηνε να κρυώσει και το έπινε μέχρι το βράδυ. Για αυτό έφτασε 109. Κατάλαβες; Αυτή η γιαγιά ήρθε εδώ με τον μπαμπά μου και με τη μαμά μου. Μετά, σου είπα, δεν ξαναπαντρεύτηκε. Βάσανα πολλά! Εκείνη την εποχή Κατοχές. Ο πατέρας μου είχε πάρει το ρόλο του προστάτη. Να φανταστείς, ήταν ο μπαμπάς μου 9 ή 10 χρόνων, η θεία μου ήταν ένα χρόνο μικρότερή και πηγαίναν εδώ στο σχολείο και μία μέρα η θεία μου δεν ήξερε αριθμητική και ο δάσκαλος τον [00:20:00]φωνάζει από την τάξη του, τον πατέρα μου, και πάει και του λέει: «Δεν ντρέπεσαι που η αδερφή σου δεν ξέρει αριθμητική;». Έκτοτε ο πατέρας μου κάθε μέρα έκανε στην αδερφή του αριθμητική, φροντιστήριο και είχε πάρει -πώς να σου πω;- ρόλο προστάτη, ήθελε δεν ήθελε. Δηλαδή, 16 χρονών θα πήγαινε στη μαύρη αγορά. Του ‘δινε η γιαγιά μου κάτι να πουλήσει. Αυτό έπρεπε να το πουλήσει οπωσδήποτε και να φέρει τροφή, ό,τι και να γινότανε. Και μία μέρα έχει πάει μετά το Αίγιο και έχει πάρει ένα καραβάκι, δεν ξέρω για πού, δεν θυμάμαι για πού θα πήγαινε, και, όπως καθότανε έξω, είχε κύμα και όπως ανεβοκατέβαινε το καράβι ήτανε τόσο νηστικός που πόναγε η κοιλιά του, γιατί τα έντερα του ανεβοκατεβαίνανε από τη νηστικομάρα και τα κράταγε. Δίπλα του ένας κύριος το είδε, ήταν τότε 16 χρονών παλικαράκι με κοντά παντελονάκια, έτσι; Και του λέει αυτός ο κύριος, του λέει: «Γιατί πονάει; Πονάει η κοιλιά σου;», «Ναι», του λέει ο πατέρας μου. Του λέει: «Έχεις τίποτε;», «Όχι», λέει, «έχω να φάω δύο μέρες» και κόβει, ο καημένος, αυτός πρέπει να ήτανε από χωριό και είχε ζυμώσει η γυναίκα του και βγάζει από το τράστο του το καρβέλι και του κόβει μία φέτα ψωμί και του τη δίνει. Όπως του τη δίνει, σκύβει πάλι στο τράστο του, είχε και τυράκι. Κόβει και ένα κομματάκι τυράκι και του το δίνει. Του λέει ο πατέρας μου: «Τι να το κάνω;», του λέει, «Να το φας με το ψωμάκι», «Ποιο ψωμάκι», του λέει, «το ‘φαγα». Είχε φάει το ψωμί, μέχρι να του κόψει το τυράκι. Σκέψου πείνα! Και του κόβει άλλη μία φετούλα και του έδωσε. Για τέτοιες καταστάσεις! Για αυτό ο μπαμπάς μου έχει απωθημένα με την τροφή. Το καλύτερο θα έπαιρνε. Όταν μετά έπιασε δουλειά, πήγαινε η δουλίτσα του, είδες, καλά, είχε οικονομική άνεση. Το καλύτερο! Του είχε μείνει και του λέγαμε και τον πειράζαμε και του λέγαμε: «Μπαμπά μου, αυτό είναι κατοχικό κατάλοιπο». «Είναι, είναι!», μας έλεγε. Τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Όλοι! Όχι μόνο ο μπαμπάς μου. Όλοι! Να φανταστείς, πριν πιάσει δουλειά στην Πειραϊκή-Πατραϊκή, ο μπαμπάς μου έπιασε δουλειά, όταν γεννήθηκα εγώ, στην Πειραϊκή-Πατραϊκή και από τότε όλο και πήγαινε καλύτερα, για αυτό έλεγε ότι είμαι το πιο γούρικο παιδί του. Αρρώστησε η αδελφή μου. Ακόμα εγώ δεν είχα γεννηθεί. Είχε μόνο την αδερφή μου. Δεν είχε δουλειά τότε ο μπαμπάς μου, γιατί δούλευε σε ένα υποδηματοποιείο και τον είχανε διώξει. Και η Αντωνία μας έπαθε κοιλιακό τύφο. Το πήγανε στο γιατρό και του λέει ο γιατρός: «Εάν δεν πάρει αυτά τα φάρμακα που σου γράφω, θα πεθάνει το παιδί σου». Τα παίρνει ο πατέρας μου, τη συνταγή, πάει στου μπαμπά του τον αδερφό. Στα αδέρφια του πατέρα του. Πού θα πήγαινε; Αφού σου λέει: «Το παιδί σου θα πεθάνει, αν δεν τα πάρει» και δεν είχε δουλειά. Πάει και του λέει: «Θείε, το και το. Θα χάσω», του λέει, «την Αντωνία. Έχει κοιλιακό τύφο και πρέπει να πάρει τα φάρμακα αυτά». Του λέει: «Τράβα και στους άλλους δύο». Είχε τρία αδέλφια ο πατέρας του. «Τράβα», του λέει, «και στους άλλους δύο. Ό,τι θα σου δώσουνε εκείνοι, έλα να συμπληρώσουμε, να τα πάρουμε». Πήγε στον ένανε. Ο ένας του είπε: «Πάω να ρωτήσω την Όλγα και θα σε ειδοποιήσω». Ο άλλος του είπε: «Πάω να ρωτήσω τη Μαρία και θα σου πω».

Λ.Λ.:

[00:25:00]Οι γυναίκες τους;

Α.Κ.:

Τις γυναίκες τους. Και πήγε στο θείο μου και του λέει: «Θείε, έτσι μου είπανε». Ήσαντε και νευρικοί άνθρωποι τώρα, έτσι, μάνα μου; Είχανε περάσει διά πυρός και σιδήρου αυτοί οι άνθρωποι! Είπε ό,τι είχε να πει, τον παίρνει και του λέει: «Πάμε στο φαρμακείο». Και πάνε στο φαρμακείο και πήρανε τα φάρμακά της Αντωνίας και έζησε η Αντωνία. Μέχρι ο μπαμπάς μου που πέθανε, σε αυτούς τους δύο θείους δεν μίλησε ποτέ. Δεν τους ξαναμίλησε στη ζωή του, γιατί τους είπε ότι θα έχανε το παιδί του. «Δεν είναι ότι σου ζητάω να ντυθώ, να φάω ή οτιδήποτε άλλο. Σου λέω ότι το παιδί μου είναι άρρωστο και αν δεν πάρει τα φάρμακά, μου είπε ο γιατρός: “Θα πεθάνει!”» και δεν τους ξαναμίλησε. Και τέτοιες ιστορίες υπάρχουνε, αγάπη μου. Κατάλαβες;

Λ.Λ.:

Σίγουρα.

Α.Κ.:

Για τέτοια δύσκολα πράγματα. Η γιαγιά μου πάλι, επίσης, η Πόντια, όταν τράβηξε, όταν της είπαν οι Τουρκάλες: «Κυρ’ Αλεξάνδρα, έρχονται! Κάνουνε γιουρούσι, δεν θα μείνει κανένας! Παρ’ τα παιδία σου και φύγε! Θα σας σκοτώσουνε!», και τραβάει το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι και έβαλε τα πεντόλιρα της, ό,τι άλλο κατάλαβε ότι θα της χρειαζότανε και μία εικόνα της Παναγίας. Η γιαγιά μου πίστευε πολύ, το ‘παμε αυτό, και τον πήρε τον μπόγο και φύγανε. Αυτό το τραπεζομάντηλο, όταν ήρθανε εδώ, διαπιστώσανε ότι ήτανε κεντημένο με ατόφιο χρυσάφι. Η κλωστή του ήτανε χρυσή. Το κατανοείς αυτό που σου λέω; Χρυσή ήτανε, από χρυσάφι. Υπήρχανε τέτοια κεντήματα και αυτό το τραπεζομάντηλο… Για να καταλάβεις τι σπίτι είχανε! Και δεν μπόρεσε, αυτό μας έλεγε, ότι: «Τρία πράγματα αξίζανε που έφερα από το σπίτι μου: Τα πεντόλιρα μου, που χαλάλι τα χάλασα, για να φάνε τα παιδία μου, το τραπεζομάντηλο και την εικόνα». Η εικόνα, πίστευε η γιαγιά μου, ότι όταν ήτανε να πάθει κακό η οικογένεια, έτριζε. Άκουγε ένα τρίξιμο. Και όντως μια φορά άκουσε να τρίζει. «Παναγία μου, βοήθησέ μας!», έλεγε η γιαγιά μου και προσευχότανε: «Βοήθησέ μας, Παναγία μου, εσύ που μπορείς και βοήθησέ μας!». Και πήγε στην εκκλησία και όταν γύρισε, είχε πεταχτεί το καντηλάκι και πήρε φωτιά το εικονοστάσι και κάηκε η εικόνα.

Λ.Λ.:

Η εικόνα η ίδια; Αυτή που έτριζε.

Α.Κ.:

Η ίδια, ναι. Και κάηκε η εικόνα. «Δεν μπόρεσα», λέει, «να κρατήσω και την εικόνα». Το τραπεζομάντηλο, τώρα, βέβαια, αυτό όποιος θέλει το πιστεύει. Όταν ήρθανε τους πήγανε, εδώ επάνω, στην πλατεία Μαρούδα, ήτανε του Καρανικολού τα σχολεία, τους βάλανε εκεί μέσα και τους είπανε: «Μείνετε εδώ τώρα, λίγο καιρό, μέχρι να βρούμε πού θα σας πάμε». Γιατί ήσαντε άνθρωποι με μωρά, με παιδάκια, γέροι, με πεθερές, με μανάδες και αναγκαστήκανε με σεντόνια, κλείνανε ένα χώρο, μια γωνία, η μια οικογένεια, δίπλα μια γωνία, άλλη οικογένεια, και σε μία αίθουσα μένανε πάρα πολλοί άνθρωποι. Και ένα βράδυ η γιαγιά μου ήτανε λεχώνα, γιατί τότε λέγανε ότι η λεχώνα είναι πολύ ευαίσθητη, και σαν να άκουσε το βράδυ να τη φωνάζουνε και απάντησε. Δεν έδωσε σημασία, το πρωί, όμως, πάει η μαμά της και της λέει: «Αλεξάνδρα, δεν θα σηκωθείς;», «Κάτσε, ρε μαμά!», της λέει, «Ακόμα είναι νύχτα, να βγει ο ήλιος και θα σηκωθώ». «Ποιος ήλιος, παιδάκι μου; Ο ήλιος», της λέει, «στα [00:30:00]μεσούρανα είναι». Τραβάνε τις κουρτίνες από δω από κει. Η γιαγιά μου ήτανε τυφλή. Δεν έβλεπε. Την πήρε ο παππούς μου. Φύγανε από κει. Νοικιάσανε ένα σπίτι, κάπου, σε κάποιο μέρος και μένανε εκεί. Εκεί που πήγε η γιαγιά μου, ρωτάει μια γειτόνισσα, που έμενε εκεί κοντά: «Ποιον Άγιο έχετε εδώ, στην Πάτρα;», της λέει: «Τον Άγιο Ανδρέα», λέει: «Θέλω να με πάτε σε αυτό τον Άγιο» λέει στον παππού και στους συγγενείς της τους γύρω-γύρω. Την παίρνουνε και την πάνε στον Άγιο Ανδρέα. Προσευχήθηκε, παρακάλαγε να βρει το φως της. Όταν έφυγε από τον Άγιο Ανδρέα, άρχισε από το τελείως μαύρο σκοτάδι να βλέπει, όπως από τα σύννεφα βγαίνει μια ακτίνα ηλίου, κάτι τέτοιο και τους λέει: «Αύριο, θα με ξαναπάτε σε αυτό τον Άγιο». Το βράδυ, όμως, ο παππούς μου πήγε στο σπίτι. Με το που μπαίνει ο παππούς μου στο σπίτι, η γιαγιά μου βάζει φωνή: «Ποιος μπήκε μέσα στο σπίτι;», γιατί δεν έβλεπε. «Εγώ», της λέει, «Αλεξάνδρα. Ο Θοδωράκης είμαι, με ένα γιατρό». Του λέει: «Αυτή τη στιγμή ο γιατρός να φύγει. Δεν θα με κοιτάξει». «Αλεξάνδρα, έφερα γιατρό», «Να φύγει ο γιατρός! Δεν θα με κοιτάξει, θα με πας αύριο στον Άγιο Ανδρέα». Και φεύγει ο γιατρός. Δεν την κοίταξε. Η γιαγιά μου, όταν μπήκε ο γιατρός στο σπίτι έπαψε να βλέπει την αχτίδα που έβλεπε και ξανάγινε το σκοτάδι μαύρο. Εκείνες τις μέρες ήτανε του Αγίου Νικολάου του Σπάτα, 10 Μάη, και της λένε: «Θα πας εκεί. Είναι πολύ θαυματουργός ο Άγιος Νικόλαος» και πήγε. Πήγε απογευματάκι, πριν αρχίσει ο εσπερινός. Τη βάζουνε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και της λένε: «Σε έχουμε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου, που είναι δίπλα από την Ωραία Πύλη. Είναι από τη μία ο Χριστός, από την άλλη η Παναγία και δίπλα ο άγιος που είναι το όνομα του της εκκλησίας. Σ’ έχουμε κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, παρακάλα». Άρχισε η γιαγιά μου να προσεύχεται. Αρχίζει ο εσπερινός, τελειώνει ο εσπερινός. Η γιαγιά μου δεν κουνιέται από κει, προσεύχεται και κλαίει. Περνάνε οι ώρες. Αρχίζει η νυχτερινή. Η γιαγιά μου το ίδιο. Τελειώνει η νυχτερινή εκκλησία, η λειτουργία. Αρχίζει η πρωινή και την ώρα που ήτανε να βγούνε τα Άγια, βλέπει τον Άγιο Νικόλαο και της λέει: «Τι θες; Γιατί με παρακαλάς;», του λέει: «Θέλω να μου δώσεις το φως μου». Ο Άγιος Νικόλαος, από ό,τι βλέπεις, κρατάει το Ευαγγέλιο εδώ. Της κόβει ένα χαρτάκι της το βάζει στο χέρι και της λέει: «Πήγαινε, στο έδωσα» και γυρνάει η γιαγιά μου και έβλεπε. Καμπάνες, εφημερίδες! Δεν κράτησε η μαμά μου μια εφημερίδα από εκείνη την εποχή, δεν κράτησε. Και έκανε δώρο το τραπεζομάντηλο, το χρυσό. Το πήρε και πήγε και το άφησε και του λέει του παππούλη: «Παππούλη, θα το βάλεις επάνω στην Αγία Τράπεζα. Αυτό είναι για τον Άγιο». Δε το ξαναείδε! Εχάθηκε το τραπεζομάντηλο αυτό! Λέμε τώρα. Τέτοιες ιστορίες, ξέρω, αγάπη μου!

Λ.Λ.:

Πολύ ωραία.

Α.Κ.:

Τι άλλο θες να σου πω;

Λ.Λ.:

Ό,τι άλλο πιστεύεις ότι δεν έχω ρωτήσει και θέλεις να μου πεις.

Α.Κ.:

Κοίτα να δεις τώρα. Εντάξει, η ιστορία των ανθρώπων, στον Πόντο πάμε τώρα, ήτανε πολύ δύσκολη. Από ό,τι ακούω και από ό,τι άκουγα από τη γιαγιά μου. Από μία οικογένεια 10 και 12 ατόμων, αν ζούσε ο ένας. Δηλαδή, ψάχνανε να βρούνε τρόπους [00:35:00]να τους εξολοθρεύσουν. Δηλαδή, μες στο καταχείμωνο πήγαινε ο Τούρκος Διοικητής και τους έλεγε: «Θα φύγετε από δω και θα πάτε να μείνετε σε εκείνο το κομμάτι». Εκείνο το κομμάτι ήτανε μέσα από βουνά, χειμώνα, με χιόνι. Άρρωστοι, γέροι, μικρά παιδάκια. Πεθαίναν ο ένας πίσω από τον άλλον. Φτάνανε εκεί μετά από μέρες, με κάρα με, με, με… Όταν φτάνανε εκεί, ξεκινάγανε να κάνουν ένα κατάλυμα. Στο κατάλυμα επάνω που θα φτιάχνανε, μετά από δυο τρεις μέρες τους λέγανε, πάνω που το είχανε χτίσει, παραγκούλες τώρα, με ξύλα με το ‘να, με τ’ άλλο, πέρναγε μία βδομάδα και το είχαν τελειώσει. «Όχι, θα φύγετε, θα πάτε πίσω» και ξαναφεύγανε να πάνε πίσω. Μετά.

Λ.Λ.:

Να μείνουνε πού μετά;

Α.Κ.:

Πάλι να πάνε εκεί που ήσαντε, σε εκείνο το Διοικητή. Δηλαδή, τους είχανε, το καταλαβαίνανε, αλλά αν μένανε θα τους σκοτώνανε. Μετά τους λέγανε, π.χ.: «Όποιος πάει φαντάρος, θα έχει αυτά τα προνόμια», ότι θα είχε πιο πολλές ελευθερίες. Εκεί, όμως, το φανταριλίκι για τους Έλληνες ήταν 5 χρόνια και τους έστελναν σε πόλεμο. Ποιος θα ζούσε; Και δεν θέλανε να πάνε και τους βγάζαν λιποτάκτες, για να τους κυνηγάνε να τους σκοτώνουνε. Δηλαδή, φταίει πάρα πολύ και το κράτος το ελληνικό, γιατί ποτέ δεν τους υποστήριξε. Βέβαια, θα μου πεις, ίσως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα με εκείνη την κυβέρνηση, όχι με εκείνο το κράτος -λάθος-, με εκείνο το κράτος, αλλά νιώθανε εγκαταλελειμμένοι. Της θείας μου τον άντρα, όταν πήγανε τα πλοία τα ελληνικά μετά, με το Βενιζέλο, οι Έλληνες βγάλανε τις ελληνικές σημαίες από τα σεντούκια τους και κατεβήκανε κάτω στην παραλία να υποδεχθούν τα ελληνικά τα πλοία. Όμως, μετά από λίγες μέρες τα αποσύρανε, ποιος ξέρει τι έγινε; Οι Τούρκοι, όμως, είχανε φωτογραφήσει ποιοι είχανε κατέβει και έναν έναν… Τον άντρα της θείας μου, τον είδανε με τη σημαία του την Ελληνική που βγήκε κάτω και την ανέμιζε στην παραλία και τέτοια και πάνε ένα βράδυ, του χτυπάνε την πόρτα και του λένε: «Σε θέλει ο Διοικητής, έλα» και τον σκοτώσανε στο δρόμο με λιθοβολισμό. Τέτοια πράγματα, που δεν μαθαίνονται αυτά τα πράγματα. Πώς να σου πω; Δύσκολη ζωή, πολύ δύσκολη, αγάπη μου. Κάναμε και εμείς, αναγκάζεσαι να κάνεις, ψυχή μου, αναγκάζεσαι, αγάπη μου. Δηλαδή, και τώρα που πηγαίνω στον Παμικρασιατικό εδώ, στον χορευτικό, στον «Πόντο», πάρα πολλά πράγματα που μαθαίνουμε, δηλαδή για κυνήγι μεγάλο, αγάπη μου, πώς το λένε; Έγινε γενοκτονία στον Πόντο, ας μην το παραδέχονται, έγινε γενοκτονία. Μιλάμε για… Εάν διαβάσεις το βιβλίο Η Γη Του Πόντου, θα κλαις, αγάπη μου, θα κλαις, αν το διαβάσεις αυτό το βιβλίο, από το τι κάνανε στους Έλληνες. Κι όμως, παρόλα αυτά, στεκόσαντε στα πόδια τους οι άνθρωποι, αλλά εντάξει τους διώξανε από κει, γιατί οι Έλληνες ήσαντε εκεί από τους Ίωνες, το ξέρεις αυτό, δεν είναι ότι ήσαντε οι Τούρκοι και πήγανε οι [00:40:00]Έλληνες. Ήσαντε οι Έλληνες και αρχίσανε να κατεβαίνουν προς τα παράλια οι Τούρκοι με τα χρόνια, με τα χρόνια, με τα χρόνια και έγινε αυτό που έγινε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αυτά αγάπη μου. Στην υγειά σου! Σε ευχαριστώ.

Λ.Λ.:

Εμείς σε ευχαριστούμε. Θέλεις να μας πεις κάτι άλλο;

Α.Κ.:

Όχι, αγάπη μου.

Λ.Λ.:

Εντάξει. Ευχαριστούμε πολύ.

Α.Κ.:

Να ‘σαι καλά.