© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Παναγιώτης Καβούκης: Ζωή σαν «Πολίτικη Κουζίνα»
Istorima Code
11131
Story URL
Speaker
Παναγιώτης Καβούκης (Π.Κ.)
Interview Date
16/02/2022
Researcher
Ελένη Καβούκη (Ε.Κ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα!
Καλησπέρα, ονομάζομαι Καβούκης Παναγιώτης και έχω γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Από ό,τι έλεγε η μητέρα μου, γεννήθηκα στα γερμανικά νοσοκομεία. Την εποχή εκείνη υπήρχανε γερμανικά και ιταλικά και οι νοσηλεύτριες συνήθως ήτανε καλόγριες, νέες φυσικά, οι οποίες ήτανε στα νοσοκομεία αυτά. Γεννήθηκα στα γερμανικά νοσοκομεία.
Ποια χρονολογία;
Το 1962. Τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι μέναμε σε ένα σπίτι, ιδιοκτήτης ήταν ο Φωτεινός, το οποίο δεν είχε ανέσεις, είχε και λίγο υγρασία. Η μία πλευρά του ήταν στο ισόγειο και άλλη πλευρά ήτανε σε όροφο. Δηλαδή, ήτανε επικλινές, έδειχνε η μία πλευρά. Θυμάμαι από απ’ το ισόγειο εκεί που ήταν και η κεντρική πόρτα της οικοδομής ήταν απέναντι ένας παντοπώλης, ο Παντελής, που συνέχεια τον φώναζε και τον φώναζε και με έφερνε και καμιά σοκολάτα. Φυσικά, τα πλήρωνε ο πατέρας μου αυτά. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σε αυτό το διαμέρισμα ήμασταν προσωρινά, γιατί δεν είχε όχι μόνο ανέσεις, είχε και υγρασία, και θυμάμαι είχα αρρωστήσει και μικρός. Στην απέναντι πλευρά από το μπαλκόνι χτιζόταν απέναντι μία οικοδομή, πενταόροφη. Ιδιοκτήτης ήταν ο Κυριάκος ο Κανίρης, που με τα χρόνια μετά έφυγε στον Καναδά, στην Οτάβα, και πέθανε εκεί. Όταν γινόταν η οικοδομή, εγώ κατέβαζα ένα κουβαδάκι και οι εργάτες με έβαζαν και λίγη άμμο απέναντι και έπαιζα εκεί στο μπαλκόνι με τις αμμούδες. Και μετά από εκεί πήγαμε στην καινούργια οικοδομή, ήτανε apartman η έκφραση στα τουρκικά. Ήτανε στην περιοχή Ömer Hayyam. Ömer Hayyam λεγόταν ένας Πέρσης ποιητής, σε αυτόν το όνομα ήταν η οδός, το 130, εκεί ήτανε και έξω έγραφε Kaniri apartmants, στο όνομα του ιδιοκτήτη. Και κατοικήσαμε στον πέμπτο όροφο, στο ρετιρέ. Ασανσέρ φυσικά δεν είχε, 5 όροφοι με τα πόδια. Εκεί επάνω στον πέμπτο όροφο πέρασα τα επόμενα 14 χρόνια, μέχρι να ‘ρθούμε στην Ελλάδα. Υπήρχε μπροστά ένα μεγάλο μπαλκόνι, που είχε ο ιδιοκτήτης τριανταφυλλιές, γλάστρες με τριανταφυλλιές, αγιόκλημα, και το πίσω μπαλκόνι ήτανε πιο μικρό. Αλλά θυμάμαι μας είχε βάλει και κάποια dexion, και έβαλε πάνω και έναν μουσαμά. Ήθελα ακόμη να συμπληρώσω ότι ο Κανίρης αυτός δούλευε στην τροφοδοσία στο αεροδρόμιο και συνήθως τροφοδοτούσε την εταιρεία Panamerican, η οποία δεν υπάρχει τώρα, κάποτε μεσουρανούσε. Kαι όταν γινόταν υπερατλαντικά ταξίδια, έδινε η εταιρεία στα παιδιά μέσα κάποια βιβλία ζωγραφικής, που από τη μία μεριά υπήρχε παράδειγμα θυμάμαι ο γαλαξίας ζωγραφισμένος και από την άλλη μεριά με τις μπογιές τον ζωγράφιζες. Και μου τα έφερνε εμένα από εκεί και τα ζωγράφιζα. Αυτοί μέναν στον τέταρτο όροφο. Αυτός είχε και δύο κόρες, την Ευθαλία και την Πίτσα, από το Ευαγγελία. Αυτές ήτανε, εγώ αν ήμουνα 5 χρόνων, 4, αυτές θα ήτανε 18, 19, 20, δεν θυμάμαι. Η οποία η μία με διάβαζε το παραμύθι τον Κοντορεβυθούλη με τη μάγισσα. Αυτό με είχε τρομοκρατήσει γιατί τη μάγισσα την έβλεπα στον ύπνο μου. Και με είχαν φτιάξει, μέσα σε ένα τετράγωνο από παγωτό είχαν βάλει γύψο, το φτιάξαν σαν πίνακα και εγώ επάνω το ζωγράφιζα, και με ένα σφουγγαράκι έσβηνα. Μου το φτιάξαν και μου το φέρανε. Κατέβαινα κάτω εκεί πέρα στα κορίτσια, με παίζαν πιο μικρό, ήμουν και ξανθός με μαλλιά σγουρά. Με φωνάζαν Μπουκλίνο. Και θυμάμαι είχαν και ένα πλυντήριο, αυτά τα πρωτοποριακά που ήταν ένας κάδος, άνοιγε και είχε στη μέση, ένας κύκλος για τα ρούχα να πλένουν και μετά είχε δύο κυλίνδρους πλαστικούς που έβγαινε το ρούχο και το στράγγιζαν χειροκίνητα. Ήταν τα πρώτα πλυντήρια. Λοιπόν, εμείς επάνω στο σπίτι είχαμε ένα ραδιόφωνο. Όταν ήμουνα πολύ μικρός, έψαχνα από πίσω να δω πού είναι αυτά τα ανθρωπάκια που τραγουδάνε μέσα στο ραδιόφωνο. Δεν έβρισκα τίποτα φυσικά. Είχε όμως πολύ ωραίες διαφημίσεις, η τουρκική, το τούρκικο ραδιόφωνο. Εκείνη την εποχή ήταν και το τραγούδι των Abba, που είχε βγει πρώτο στη Eurovision. Καθόμουν το μεσημέρι, γιατί, και ήμουν ξαπλωμένος και άκουγα τα τραγούδια. Το σχολείο... Πριν πω αυτό, την εποχή που είχαν το ραμαζάνι οι Τούρκοι, το βράδυ έβγαινε κάποιος τελάλης με ένα μεγάλο νταούλι και χτυπούσε, για να ξυπνήσουνε να φάνε το φαγητό οι Τούρκοι που νήστευαν, έτρωγαν μία φορά 19:00 το απόγευμα και την άλλη 05:00 το πρωί. Αυτός ο ήχος εμένα ως μικρό με είχε τρομοκρατήσει και είχα φοβία. Είπαν τη μητέρα μου: «Θα τον πας στην Ξηροκρήνη του Αγίου Δημητρίου, Kuruçeşme, όπου είχε μία στοά κάτω που έβγαινε το αγίασμα και θα τον διαβάζεις -λέει- ο παπάς 7 Σάββατα». Και με πήγε η μάνα μου εκεί. Κάθε Σάββατο κατεβαίναμε στον Άη Δημήτρη, Kuruçeşme, που σημαίνει Ξηροκρήνης, ακόμα υπάρχει αυτό το αγίασμα και η εκκλησία υπάρχει. Και με διάβαζε ο παπάς, μέχρι που μου έφυγε η φοβία αυτή. Στο σχολείο... Πήγα τα πρώτα τρία χρόνια στο σχολείο της Οδηγήτριας. Αυτό ήταν ένα τεράστιο κτίριο, ακόμα υπάρχει. Έγινε κοιτώνας για Σύριους μετανάστες από ό,τι ξέρω, ήτανε στο Πέρα απέναντι από το Προξενείο το αγγλικό. Εκεί έκατσα τρία χρόνια. Διευθυντής ήταν ένας Ιταλός, ο Pierre Messina. Μετά πήγα στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ο Άγιος Κωνσταντίνος ήτανε κάτω από το Kalyoncukuluk, την οδό. Ένα τεράστιο, με περίφραξη ήτανε η κεντρική πόρτα που έμπαινες μέσα στην εκκλησία και πίσω ήταν -πλάι ήταν η γραμματεία της εκκλησίας- και πίσω ήταν το δημοτικό σχολείο. Εκεί τελείωσα το δημοτικό. Κάναμε, ήτανε μειονοτικό σχολείο, μόνο Ρωμιά παιδιά πηγαίνανε εκεί. Ρωμιούς, έτσι μας έλεγαν οι Τούρκοι Ρωμιούς, από το Ρουμ, Ρωμαίος. Γιατί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήτανε, δεν λεγόταν Βυζαντινή, οι ίδιοι την έλεγαν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν Ρωμαίοι. Μετά οι ιστορικοί την ανέδειξαν σε Βυζάντιο, από τον Βύζαντα των Μεγάρων που είχε χτίσει βασίλειο πριν πολλούς αιώνες, από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Τελείωσα το δημοτικό εκεί. Ο πατέρας μου είχε απέναντι από την εκκλησία το παντοπωλείο. Όταν άνοιγε το ιερό, κατευθείαν βλέπαμε από το μαγαζί μέσα το ιερό του Αγίου Κωνσταντίνου. Και υπάρχει και ένα περιστατικό. Ήρθε κάποτε στην εκκλησία ένας ιερέας με απόσπαση από μία εκκλησία στο Μεγάλο Ρέμα, στο Büyükdere. Ο παπάς αυτός έδινε τον αδερφό μου παιχνίδια, ένα σπιτάκι, το οποίο με τον καιρό εγώ είχα πάρει κάτι κλωσοπουλάκια και τα έβαζα εκεί μέσα. Μεγάλο σπιτάκι, σαν σκυλόσπιτο ήταν αυτό. Ο παπάς αυτός, όμως, ερχόταν και έπαιρνε από τον πατέρα μου βότκα. Έπινε ως αλκοολικός και μία φορά έπεσε και μες στο ιερό. Και μαθαίνω από τον καντηλανάφτη ότι ο άνθρωπος αυτός είχε περάσει ένα δράμα. Είχε ένα μικρό παιδάκι. Ο παππούς του, ο πατέρας του, το πήρε να το κάνει βόλτα στα παράλια του Βοσπόρου, του οποίου τα νερά εκεί πέρα ήταν φοβερά ρεύματα, δεν είναι νερά... Ξεκινάει από τη Μαύρη Θάλασσα και κατεβαίνει στην Προποντίδα, μεγάλο, τα νερά είναι με μεγάλη, έχουν πολύ ρεύμα. Γλιστράει το παιδάκι από το χέρι του και πέφτει στο νερό. Ο παππούς πάνω στην αγωνία πέφτει και αυτός, φυσικά πέσαν και άλλοι, τον πήρε το ρεύμα και πνίγηκε και ο πατέρας του και το παιδί του. Ο άνθρωπος ζήτησε απόσπαση να ‘ρθεί στην εκκλησία αυτή, και για αυτό τον λόγο ήτανε όλη αυτή η κατάσταση που έπινε. Στο δημοτικό σχολείο ήμασταν, τελευταία τάξη, 10 παιδιά. Κάναμε γλώσσα ελληνική, θρησκευτικά ελληνικά, γαλλικά, ιστορία και γεωγραφία και κοινωνιολογία τουρκική. Και επειδή ήμασταν πολύ λίγα παιδιά, για να μην υπάρχει αδικία, μας έβγαλαν σε κλήρο. Είχε ένα μικρό κουτάκι θυμάμαι από La Vache qui rit, είχε μέσα κλήρους, εγώ ήμουνα το 10 απ’ ό,τι θυμάμαι, και τραβούσε κλήρο ν[00:10:00]α σηκωθούμε για μάθημα, για να μην υπάρχει, να υπάρχει αυτή, λόγω την έλλειψη των παιδιών. Το σχολείο είχε κλείσει μετά, πολλά σχολεία κλείσαν μειονοτικά λόγω έλλειψης μαθητών, όπως το Aynalı Çeşme είχε κλείσει, το σχολείο στα Ταταύλα στο Kurtuluş είχε κλείσει. Ο Άγιος Κωνσταντίνος έκλεισε, τώρα τελευταία έγινε σαν ξενοδοχείο μέσα, το ‘χουν αλλάξει. Υπήρχε στο ισόγειο συσσίτιο, όπου κάθε μέρα φτιάχναν φαγητό και πηγαίνανε οι αναξιοπαθούντες Ρωμιοί ηλικιωμένοι, και παίρναν το φαγητό από εκεί. Άλλο που θυμάμαι, ότι χιόνιζε πάρα πολύ, χιόνιζε εβδομάδες. Κλείναν τα σχολεία, το χιόνι έφτανε μισό μέτρο, 40 εκατοστά. Τα πάντα ήτανε δύσκολα με το χιόνι το πολύ. Τα σχολεία κλειστά και θυμάμαι είχαμε ξυλόσομπα στον πέμπτο όροφο, και φέρναμε ξύλα. Και η εταιρεία που έφερνε τα ξύλα είχε χαμάληδες. Χαμάληδες ήτανε εργάτες που είχαν ένα κοφίνι στον ώμο και κουβαλούσανε τα ξύλα στον πέμπτο όροφο επάνω. Είχαμε στο μικρό μπαλκόνι ένα υπόστεγο, τα βάζαμε εκεί τα ξύλα. Ήτανε μια ξύλινη σόμπα που ήτανε επενδυμένη με μάρμαρο. Στο τέλος, όμως, είχαμε αλλάξει και βάλαμε με πετρέλαιο, για να μην κουβαλάμε, αλλά και το πετρέλαιο κουβαλούσα εγώ μπιτόνια από τον πατέρα μου που πουλούσε πετρέλαιο και είχε ένα βαρέλι και το έφερνα. Ο πατέρας μου όταν ήτανε νέος, ήτανε γκαρσόνι, σερβιτόρος στην αξιωματική λέσχη του τουρκικού στρατού που είχαν έρθει οι Άγγλοι, για να τους εκπαιδεύσουνε. Εκεί είχε γνωρίσει και έναν οδηγό, George Domenico. Δεν ξέρω το επίθετό του, Domenico, Κυριάκος σημαίνει, George... Ήτανε καθολικός αυτός. Χαθήκανε 20, 40 χρόνια. Και μία μέρα βρεθήκανε, δεν ξέρω πού τον βρήκε ο πατέρας μου. Αυτός ήτανε οδηγός στην πρεσβεία της Ισπανίας την εποχή του Φράνκο, μιλάμε το '72, στην Ισπανία ήτανε ο Φράνκο, από τη δικτατορία, στο τέλος φυσικά κοινοβουλευτική... Και φορούσε ένα καπέλο ως οδηγός, ένα πηλήκιο με το σήμα επάνω της Ισπανίας και οδηγούσε μία Mercedes του 190 του '65, και πήγαινε από το Kurtuluş που έμενε στα Ταταύλα στο Cihangir ήτανε η πρεσβεία, έπαιρνε τον πρέσβη από το σπίτι του, τον πήγαινε στην πρεσβεία και το βράδυ ερχόταν με το αυτοκίνητο αυτό, καθόταν στον πατέρα μου. Θυμάμαι έπαιρνε ένα -όχι βερίκοκο- ένα δαμάσκηνο. Το μασούσε με την ώρα μες στο στόμα του, το είχε εκεί πέρα. Καθότανε με τη χλαίνη και το πηλήκιο. Ερχόταν στο παντοπωλείο κάτι Τούρκοι, εργάτες, αγράμματοι, τον περνούσανε για αξιωματούχο. Είναι περίπου όπως ήταν στην ταινία με τον Χατζηχρήστο που ήταν θυρωρός και τον περνούσαν για πτέραρχο. Ήξερε, ήταν όμως, ήξερε πολλές γλώσσες, ήξερε 6-7 γλώσσες, ήτανε μορφωμένος. Και τον περνούσαν οι Τούρκοι, σταματούσαν προσοχή και αυτός εν τω μεταξύ -εγώ γελούσα πίσω από εκεί με το θέαμα- ερχότανε και μία ημέρα τον λέω: «George, κύριε George, -λέω- έχω να πάω το μπιτόνι στο σπίτι, δεν με πας με το αυτοκίνητο; -λέω- Να μην κουράζομαι;». Λέει: «Πρόσεξε μην χύσεις βενζίνη, πετρέλαιο μέσα, αύριο θα τον πάω τον πρόξενο». Ε και χύθηκε μέσα. Τρελάθηκε. Μου λέει: «Θα κάθομαι να το πλένω τώρα με ανοιχτά παράθυρα.» λέει «Θα βάλω τον πρόξενο» λέει «και θα μυρίζει» λέει «πετρέλαιο.» λέει «Είπα να σε εξυπηρετήσω». Και με πήγε με το επίσημο εκεί και με τη σημαία, υπήρχε σημαία κοκκάλινη της ισπανικής Πρεσβείας μπροστά, μία Mercedes του 190 -όχι τελευταίες του '65- οβάλ εκεί. Αυτός ήταν ο George. Μετά εμείς φύγαμε, χάθηκε. Λοιπόν, το '74 που έγινε το Κυπριακό... Α, ξεχνώ να πω ότι απέναντι σε… Α, όταν ήμουνα μικρός εκεί ακόμη, στου Φωτεινού το σπίτι, είχαμε γνωρίσει μία οικογένεια. Ο άντρας ήτανε Ρώσος εμιγκρές, ο Ιβάν Τραπεζάρωφ. Οι Ρώσοι εμιγκρέ είναι αυτοί που φύγανε ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά την καθιέρωση των σοβιέτ στη Ρωσία. Ήταν μάλλον της τσαρικής Ρωσίας ο πατέρας του. Και αυτός ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δηλαδή, τότε να ήταν -εγώ ήμουνα μικρός- να ήτανε 50. Όταν είσαι μικρός δεν μπορείς να εντοπίσεις την ηλικία των μεγάλων. Ήταν παντρεμένος με την κυρία Αγγελική. Αυτή ήταν αγγλικής καταγωγής. Δεν έμαθα ποτέ ούτε ρώτησα από πού, από ποια, από ποια πόλη της Αγγλίας. Μέναν, όμως, στην Τουρκία, στην Τουρκία έμεναν και δούλευε στο Sute. Sute ήταν ένα μαγαζί με αλλαντικά, πολύ μεγάλο delicatessen, αλλαντικά. Εκεί δούλευε και πήγαινε ο πατέρας μου και αγόραζε σαλάμι και αυτά για το μαγαζί. Η κυρία Αγγελική με είχε μάθει το savoir vivre. Πώς πιάνεις το πιρούνι, αριστερά-δεξιά, βουρτσίζουμε τα δόντια... Και έμεναν στο Kurtuluş. Κάθε Πέμπτη πήγαινα με τη μητέρα μου, εκείνη την Πέμπτη πηγαίναμε στην κυρία Αγγελική, ήταν καθιερωμένο. Είχαν και ένα γάτο. Ο κύριος Βάνιας είχε έναν αδερφό, ο οποίος ήταν επιστάτης στη Ροβέρτειο, στο Ροβέρτειο, τη Ροβέρτεια σχολή. Robert College. Ήτανε ένα κολέγιο, υπάρχει ακόμη, ανώτερο από το Αρσάκειο στην Τουρκία. Ήταν θυρωρός. Και καθόταν, τον είχαν και σένα δωμάτιο έμενε, μέσα στο διαμέρισμα είχε κι ένα δωμάτιο εκεί. Έβγαινε και μας έβλεπε. Μου είχε δώσει ένα ρολόι το οποίο έκλεινε, ρωσικό. Χάθηκε εκεί στην Τουρκία, δεν ξέρω τι έγινε μετά. Είχε ένα βάτραχο κουρδιστό, πηγαίναμε τακτικά. Και στο τέλος η κυρία Αγγελική με έγραψε οδηγίες, όταν θα μεγαλώσω. Είχε και μία φωτογραφία που ήμουνα καρναβάλι με έναν φίλο μου, Μάκη. Φύγαν στην Ελλάδα και επειδή ήταν γέρος ο γάτος, τον κάναν ευθανασία, να μην τον αφήσουν στο δρόμο. Ήταν ηλικιωμένος ο γάτος. Φύγανε στην Ελλάδα. Όσοι φύγανε από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν στο Παλαιό Φάληρο. Και όταν ήρθα στην Ελλάδα πήγα, είχαν, είχε και ένα γιο. Παντρεμένος, δεν είχε παιδιά, ο οποίος ήτανε λογιστής και ήτανε, δούλευε στο «Saint Lycabettus», στον Λυκαβηττό ένα ξενοδοχείο επάνω που έχει στην Αθήνα. Ήτανε μαρκαδόρος. Μαρκαδόρος σημαίνει ότι κάθεσαι στο ταμείο και σημειώνεις τα γκαρσόνια τι παίρνουνε από το ταμείο. Δούλευε εκεί επάνω. Κατεβαίνω στην Αθήνα, είμαι εδώ στην Ελλάδα και κατεβαίνω στην Αθήνα στη θεία μου τη Μαίρη τη συγχωρεμένη. Και παίρνω τηλέφωνο να πάω να τους βρω. Παίρνω το λεωφορείο. Στο τέρμα της γραμμής βλέπω έναν κύριο. Τον ρωτάω: «Η τάδε οδός πού είναι;», ήταν ο γιος της, ο γιος της! Αυτός που δούλευε στο Saint Lycabettus, η σύμπτωση της ζωής. Άδειο το λεωφορείο στο τέρμα! Γιατί ήταν στο τέρμα για να βρω το σπίτι, τη διεύθυνση. Και ρωτάω τον κύριο, λέει: «Τραπεζάρωφ είμαι εγώ!» και του δίνω και μου λέει «Πω πω». Ερχόταν στον πατέρα μου, περνούσε. Δηλαδή μία σύμπτωση, σε ένα λεωφορείο έτυχε να είναι στο τέρμα, δύο άτομα, εγώ και εκείνος. Πάω βρίσκω την κυρία Αγγελική. Είχε τη φωτογραφία. Ήθελε να με αποκαταστήσει κιόλας, αλλά εγώ ήμουν αρραβωνιασμένος με τη γυναίκα μου. Μου λέει: «Έχω μία καλή κοπέλα εδώ από το Παλαιό Φάληρο», γιατί με είχε σαν ψυχοπαίδι, δηλαδή με είχε. «Τα μαλλιά σου» μου λέει «μαύρισαν, τα βάφεις;». «Όχι» λέω «κυρία Αγγελική, με τα χρόνια έφυγε η ξανθότητα». Δεν τους ξαναείδα, πέθαναν οι άνθρωποι την τελευταία φορά. Τώρα από την Πόλη. Απέναντι στο σπίτι, στο μπαλκόνι εκεί, έμενε μία κυρά Καλλιόπη, σε ένα παλιό σπίτι. Ο γιος της ήτανε γιατρός στην Αμερική. Την έστελνε λεφτά, αλλά αυτή έμενε μόνη της. Είχε μία ραπτομηχανή, Singer, και την αγόρασε η μαμά μου από εκεί, την αγόρασε. Το '74 το Κυπριακό. Είμαστε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχουνε παντζούρια, υπάρχουνε διπλά τζάμια, σκούρες κουρτίνες και το τούλι το δεύτερο. Όταν έγινε το Κυπριακό, θα πήγαινα με τον θείο μου Σάββατο στην Ίμβρο, από όπου κατάγονται οι γονείς μου. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου ο συγχωρέθηκε... Και μου λέει ο θείος μου, ο Νίκος: «Όχι» λέει «έγινε κάτι με την Κύπρο» λέει «σταμάτησαν τα πάντα». Ήτανε του Προφήτη Ηλία, η μέρα εκείνη, του Προφήτη Ηλία. Ιούνιο, Ιούνιο νομίζω. Ακούμε το ραδιόφωνο, το τουρκικό. Εκείνη την εποχή είχε και το Μουντιάλ, ήτανε, έπαιζαν μπάλα. Ερχόταν ο νυχτοφύλακας, ο μπεκτσής, υπήρχαν νυχτοφύλακες που σφύριζαν και μας υποχρέωσαν να βάλουμε μαύρες κόλλες στα τζάμια για συσκότιση, να μην φαίνονται τα φώτα της πόλης, για να μην επιτεθεί η Ελλάδα στην Του[00:20:00]ρκία. Αυτός ήταν ο φόβος τους. Απλώς γινόταν διακοπή, η τηλεόραση ήτανε στα πρώτα στάδια η τηλεόραση στην Τουρκία. Λίγοι είχαν τηλεόραση. Είχε κάτω και η κυρία Μαρίκα, από τον 3ο όροφο και πήγαινα και καθόμουνα και στηνόμουνα εκεί. Ήμουνα και φορτικός πολλές φορές, χωρίς να καταλάβω, έβλεπα ταινίες και με φώναζε. Απέναντι ακριβώς μέναν κάτι Αλβανοί, Τούρκοι από την Αλβανία, οι οποίοι βλέποντας τα γεγονότα, ότι γινόταν διακοπή το ποδόσφαιρο, έδειχναν οι Τούρκοι κάποιον λάκκο, ότι οι σφαγιασμένοι είναι Τουρκοκύπριοι από τους Ελληνοκύπριους, προπαγάνδα, πετούσαν και σπάζαν τα τζάμια, στο σπίτι απέναντι, ένας δρόμος χώριζε αλλά με την πέτρα αυτή σπάζαν το τζάμι από το μπαλκόνι. Τότε ο παππούς είπε ότι πρέπει να φύγουμε, γιατί ερχόταν και τον λέγανε: «Να βάλεις Απόστολε την ταμπέλα από το μαγαζί σου που λέει “Απόστολος Καβούκης” μέσα και να μιλάτε μόνο τουρκικά», ούτε ελληνικά. Εμείς θυμάμαι ότι το Πάσχα, στην Ανάσταση κουβαλούσαμε, η Ανάσταση γινόταν η περιφορά του επιταφίου μέσα στον αυλόγυρο, δεν γινότανε όπως εδώ έξω, απαγορευόταν. Και έστελνε η τουρκική αστυνομία αστυνόμους να φυλάνε μήπως κάποιοι φανατικοί Τούρκοι δημιουργήσουν πρόβλημα στη θρησκευτικότητα των Ρωμιών. Εμείς, όμως, κουβαλούσαμε τις λαμπάδες σε μία απόσταση από το μπακάλικο απέναντι τον Άγιο Κωνσταντίνο στο σπίτι. Μια απόσταση 500 μέτρα, εκεί γύρω. Αλλά την πηγαίναμε άσχετα που τα μπαλκόνια οι Τούρκοι ήτανε προκλητικοί στη θρησκευτικότητα. Ερχόταν θυμάμαι, οι Τούρκοι που ζούσαν στην Πόλη, οι αυτόχθονες Τούρκοι, ήτανε φιλικότατοι γιατί μεγάλωσαν μαζί με τους Ρωμιούς, δεν υπήρχε, ήταν αδέρφια. Ενώ όσοι ήρθαν από την Ανατολή και δούλευαν εργάτες, γιατί υπήρχε εσωτερική μετανάστευση, αυτοί ήταν φανατικοί. Ήρθε μία, ένα κοριτσάκι και λέει τον πατέρα μου: «Θέλω ένα kaafir mum», mum είναι το κερί, kaafir είναι ένα κερί του απίστου. Για να δηλώσει ότι επειδή κοβόταν το ρεύμα, πουλούσαμε κεριά, σπαρματσέτα, αυτά του εμπορίου. Για να δηλώσει ότι δεν είπε: «Θέλω ένα κερί», είπε «Θέλω ένα κερί του άπιστου», γιατί άναβαν κεριά στην εκκλησία, μας θεωρούσαν άπιστοι. Αυτό είναι το δεν είχαν μόρφωση, γιατί άπιστος δεν μπορεί να είναι, οι θρησκείες ήταν τρεις, η ιουδαϊκή, η χριστιανική και το Ισλάμ. Αυτοί θεωρούσαν ότι ο κάθε μη μουσουλμάνος άπιστος, κατά τη δική τους άποψη. Πλάι μας έμενε ένας κύριος Μουράτ, ηλικιωμένος, ο οποίος κάθε μέρα πήγαινε στην εκκλησία, άναβε κερί, προσκυνούσε τις εικόνες. Και βλέπουμε ένα καλοκαίρι ήρθανε δύο αυτοκίνητα, ένα Volkswagen χελώνα από την Ελλάδα. Οι πινακίδες εκείνη την εποχή ήταν Ι, Χ, Η, Α, ήταν διαφορετικές από τις σημερινές. Και ψάχνανε τον Μουράτ, πλάι. Και μαθαίνουμε ότι αυτοί ήταν συγγενείς του από την Ελλάδα, αυτός ήταν από τον Πόντο. Στον Πόντο υπάρχουν ακόμα κρυπτοχριστιανοί, γιαγιάδες σε μεγάλη ηλικία που μιλάμε ελληνικά και είχαν στα υπόγεια παρεκκλήσια. Ακόμα και τώρα που πάνε στον Πόντο τα τουριστικά, το 2022, η ποντιακή γλώσσα είναι κοινή επικοινωνία μεταξύ των Τούρκων-Ποντίων και των Ελλήνων-Ποντίων που πάνε να βρούνε τις εστίες τους, τα σπίτια. Και πολλές φορές έχει δείξει και η τηλεόραση γιαγιάδες και αυτά που μιλούσαν ελληνικά και λέει: «Να μας κόψετε, να μην μας δείξετε γιατί θα έχουμε πρόβλημα εδώ με τις τοπικές αρχές». Άρα, υπάρχουν πολλοί χριστιανοί Πόντιοι που ίσως αλλαξοπίστησαν τότε με την πτώση του Βυζαντίου. Άλλοι φύγαν απάνω στη Ρωσία, στο Βατούμ, στη Γεωργία, άλλοι έμειναν εκεί γιατί ήταν μακριά η Ελλάδα να φύγουν από τον Πόντο, και ίσως από εκεί έμεινε το στοιχείο το ελληνικό, που ακόμα υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί.
Ήρθαμε στην Ελλάδα το '75. O πατέρας μου πούλησε το παντοπωλείο στο 1/3 της τιμής, στο 1/25. Το πουλήσαμε σε έναν Τούρκο και αυτό που έμεινε εντύπωση, χαραγμένο στη μνήμη μου είναι ότι ξεχάσαμε, όταν πήγαμε στο συμβολαιογραφείο να κάνουμε το συμβόλαιο πώλησης, όχι του κτήματος, της επιχείρησης, το κτήμα το νοικιάζαμε από δύο ηλικιωμένες, οι οποίες είχαν και αντίρρηση, φοβόνταν μήπως πουλήσουμε και το κτήμα, δεν ήξεραν, ήτανε έτσι απόμακρες. Το πουλήσαμε στον Τούρκο. Αυτός λέμε: «Να πάρουμε τα σακάκια». «Όχι» λέει, «ποια σακάκια; Αυτά είναι όλα δικά μου» λέει «τώρα ότι υπάρχει μέσα είναι δικό μου». Και θυμάμαι απέναντι ήτανε πλάι ένας ψυκτικός, ο Νίκος. Αυτοί ήταν τρία αδέρφια, ο Νίκος, ο Βίκτωρας και τον τελευταίο δεν τον θυμάμαι, αλλά ήταν έτσι, είχαν και έναν σκύλο μπουλντόγκ, αλλά ήτανε, δεν σήκωναν κουβέντα. Πάει μέσα, τον λέει: «Τι είναι αυτά που λες;» τον λέει «Είσαι σοβαρός;» τον λέει τον Τούρκο, «Έχεις απάνω σου» λέει «πίστη και ηθική;». Αυτά, και μας τα έδωσε. Αυτό ήταν το τελευταίο έτσι που έμεινε χαραγμένο. Ήρθαμε στην Ελλάδα, με το λεωφορείο, λέγαμε εκεί στους Τούρκους ότι θα πάμε στο χωριό να μείνουμε. Αυτοί δεν είχαν και πρόβλημά, σου λέει να φύγει η μειονότητα, να μην υπάρχει, να φύγουν οι Ρωμιοί, να αδειάσουν, να μην τους έχουμε μέσα. Ήρθαμε στην Ελλάδα. Στα πρώτα χρόνια, μέναμε -όχι στον πρώτο μήνα- μέναμε στη θεία μου Μαρία, στο σπίτι εκεί στην Ψαρρών εδώ στη Θεσσαλονίκη σε μία οδό, μετά βρήκαμε σπίτι. Εγώ τα καλοκαίρια, ο παππούς μου ο συγχωρεμένος μού λέει, ήθελα να δουλέψω: «Θα σου συστήσω» λέει, αυτός ήταν έμενε στην Τούμπα. Ο παππούς μου που είχε έρθει πολύ πριν στην Ίμβρο, από την Ίμβρο, τα πούλησαν και εκεί τα πήρε ουσιαστικά στην Ίμβρο όπου υπήρχε, όπου έκανε δρόμο το τουρκικό κράτος, περνούσε τυχαία, όλως τυχαία, η χάραξη από τα ελληνικά κτήματα, και τα κατα... Έλεγαν ότι: «Πόσο αξίζει το κτήμα;», παραδείγματος χάρη 1.000 ευρώ; Επειδή είναι δημόσιος δρόμος, η αποζημίωση είναι 20 ευρώ. Αν θέλεις τα παίρνεις, αλλιώς τα χάνεις και αυτά. Ε, ο παππούς μου ήρθε πρώτος στην Ελλάδα, έμενε στην Τούμπα, στο σπίτι της θειάς μου η οποία ήταν στην Ελβετία. Μας έλεγε: «Να ‘ρθείτε, έχει εδώ αλάνα», εννοούσε το γήπεδο του ΠΑΟΚ εκεί οι αλάνες που είναι. Και όταν ήρθαμε κι εμείς, αυτός καθόταν σε ένα καφενείο, γνώρισε έναν ζαχαροπλάστη. Εγώ ήθελα να σπουδάσω, δεν ήθελα να μάθω τέχνη. Μου λέει: «Ας έρθει» λέει «να δουλέψει». Α όχι, στην αρχή πήγα σε έναν καφετζή, σε μία στοά κάτω στην Κολόμβου. Αυτή η στοά γκρεμίστηκε και ξαναέγινε άλλη στοά. Ο καφετζής ήταν στο ισόγειο, είχε χόβολη θυμάμαι. Χόβολη είναι άμμος και το μπρίκι μες στην άμμο γινόταν ο καφές που γινόταν καλύτερος και με ένα τριγωνάκι ανέβαινα και έδινα καφέδες. Είχε απάνω γραφεία, ράφτες που είχανε ραφτάδικα, χρυσοχόοι, και μου δίνανε πουρμπουάρ και εγώ ντρεπόμουν δεν το έπαιρνα, και μου λέει: «Να το παίρνεις» μου λέει «κάποιος». Το μπουρμπουάρ εγώ δεν ήθελα, ντρεπόμουν: «Ευχαριστώ». «Όχι» λέει «αυτά είναι να τα παίρνεις» μου είπε να ράφτης, «Εμείς τα δίνουμε επειδή μας τα κουβαλάς». Το μεσημέρι μας τάιζε φασολάδα εκεί πέρα, είχε και μία γυναίκα. Λέει μετά δίπλα είχε ένα ζαχαροπλαστείο, αδερφοί Τούρτογλου. Γνώριζε ο παππούς μου τον μάστορα εκεί. Λέει: «Ας έρθει το παιδί να μάθει τέχνη». Λέω: «Μπαμπά εγώ θέλω να σπουδάσω, δεν...». «Ε παν το καλοκαίρι» λέει. Πάω στο ζαχαροπλαστείο πλάι. Με έμαθε να κάνω τουλούμπες. Είχε μία καταπακτή για να παίρνει το παντεσπάνι. Τα ποντίκια έπαιζαν μπάλα πάνω από το παντεσπάνι. Ήτανε βρώμικο μαγαζί, αλλά έχει κλείσει, ήταν η εποχή εκείνη τώρα. Δεν ήταν περιποιημένο.
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Τότε ήμουνα 15; 15. Μεγάλος. Μου λέει: «Θα σε μάθω να...». Είχε, θυμάμαι, ένα μεταλλικό δοχείο με βρύση που έβγαινε το γάλα ζεστό. Ερχόταν το πρωί οδοκαθαριστές, ιερόδουλες και τρώγαν πρωινό. Άνοιγαν τη βρύση, ζεστό γάλα και είχε ένα πιάτο θυμάμαι εγώ, μισό βούτυρο, μισό μέλι και φρυγανιές, και ήταν το πρωινό τους. Πληρωνόταν εκεί. Λοιπόν, είχε ένα ζυμάρι τώρα, πώς γινόταν οι τουλούμπες. Έκανε το ζυμάρι, είχε μία πρέσα, που ήταν πλάι οδοντωτή μία τρύπα. Είχε ένα καυτό λάδι, πατούσε εκεί, λίγο έβγαινε, μισό δάχτυλο, η τουλούμπα έμπαινε μέσα και φούσκωνε, με τις γραμμώσεις, από το κουτί που έβγαινε δηλαδή είχε μία, ένα πιεστικό, έβαζ[00:30:00]ες μέσα τη ζύμη. Μετά έπαιρνες με μία κουτάλα και τα έβαζες μέσα στη γλυκόζη και η τουλούμπα ήταν γλυκιά. Έκατσα ένα καλοκαίρι, ο πατέρας μου έψαχνε δουλειά. Μου λέει ο Τούρτoγλου, ο ένας από τους δύο: «Δεν πας» λέει «στα μπισκότα του Παπαδοπούλου; Και να πεις ότι σε στέλνουμε εμείς». Αυτοί δεν ήταν τίποτα, ένα ζαχαροπλαστείο που έπαιρνε μπισκότα. Παίρνω τον πατέρα μου και πάμε στα Διαβατά στο εργοστάσιο. Η γραμματέας έξω λέει: «Είναι ένας κύριος με ένα νεαρό» λέει «και σας ζητάνε από τον κύριο Τούρτoγλου». Πού να ξέρει ο κύριος Παπαδόπουλος ποιος είναι ο κύριος Τούρτoγλου, ούτε φίλος, ένας, ο προμηθευτής του που τον έστελναν τα αυτοκίνητα. «Ας περάσουν» λέει «μέσα». Αυτοί ήταν δύο αδέρφια, τα οποία η μητέρα τους από τη Σμύρνη είχε φτιάξει ένα καλούπι που βγαίναν τα petit-beurre τα μπισκότα. Τα έψηναν και τα πουλούσανε. Ήρθαν στην Ελλάδα με την καταστροφή της Σμύρνης και θέλαν να πάνε στη Μασσαλία. Είχαν συγγενείς εκεί. Ο άντρας της πέθανε, ήταν η μητέρα των Παπαδοπούλων, δύο αδέρφια, και φύγανε από τη Σμύρνη με την καταστροφή. Ο πατέρας είχε πεθάνει εκεί, χήρα η γυναίκα, έκανε τα μπισκότα αυτά. Τα πουλούσαν στη Σμύρνη. Σταμάτησε στον Πειραιά μέχρι να ‘ρθεί το πλοίο να παν στη Μασσαλία. Λέει η μαμά: «Μπισκότα έχετε;». «Τι είναι αυτά;» λένε εκεί οι άνθρωποι στο καφενείο, «Τι πράγματα είναι αυτά;». Λέει: «Είναι αυτά εδώ, να σας μοιράσω!». Τους έδωσε, τους άρεσαν. Κι έμειναν στην Ελλάδα. Έφτιαχνε στον φούρνο και τα παιδιά που ήτανε μικρά σε δίσκους τα πουλούσαν. Έφτιαξαν το εργοστάσιο, με τα χρόνια. Ο ένας ο αδερφός πέθανε και μέσα στο γραφείο είχε την προτομή του αδερφού του. Τώρα φυσικά πέθανε και ο δεύτερος και τα έχει η κόρη τώρα τα... Και τον πήραν τον πατέρα μου, λέει, παίρνει τηλέφωνο: «Αφού είστε από εκεί» λέει «δεν θέλω τίποτα άλλο». Τηλεφωνεί κάτω: «Τη Δευτέρα θα ‘ρθεί» λέει «ο κύριος Απόστολος». Έκατσε ο πατέρας μου 10 χρόνια, 12. Κάθε μήνα δίνανε ένα κουτί με διάφορα μπισκότα γεμιστά για να τα παίρνουν στα σπίτια, να τα δίνουν, να τα φέρνουν στην οικογένεια. Τελείωσα, πήγα στο 3ο Γυμνάσιο στη Χαριλάου. Είχα έναν Αποστολίδη, χημικό ή φυσικός ήτανε, συγγνώμη, ο οποίος ήταν Πόντιος. Τα παιδιά με λέγανε... Εκεί μας λέγανε γκιαούρηδες και εδώ μας λέγανε τουρκόσπορους. Το άκουσε ο Αποστολίδης, ένας μαθητής μου το ‘πε. «Δεν ντρέπεσαι;» τον λέει «Ξέρεις από ιστορία;» και τον έβαλε στη θέση του. Δεν το ξανάκουσα φυσικά αυτό από έναν συμμαθητή ο οποίος... Αλλά ο κύριος Αποστολίδης, ο γιος του τώρα είναι εδώ, σε μία υπηρεσία δουλεύει ο γιος του. Συγχωρέθηκε ο Αποστολίδης, αλλά τον θυμάμαι. «Δεν ντρέπεστε;» λέει «Δεν ντρέπεστε; Τι κουβέντες είναι αυτά που λέτε;». Λοιπόν...
Πώς ήτανε... Συγνώμη. Πώς ήτανε όταν ήρθατε στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, τα πρώτα χρόνια;
Λοιπόν, το λεωφορείο μάς άφησε στα Λαδάδικα. Ήτανε 10:00 το πρωί. Πήραμε ένα φορτηγό, βάλαμε τις βαλίτσες, δεν είχαμε και πολλά πράγματα και το φορτηγό ήρθε παραλιακά, από την παραλία, για να μας πάει στη θεία μου στην Ψαρών, του δώσαμε τη διεύθυνση. Και μου έκανε εντύπωση η παραλία, ήμουνα πάνω στο φορτηγό εγώ, ήταν η πρώτη εικόνα. Τελείωσα το γυμνάσιο, το λύκειο, μετά Πολυτεχνείο, τελείωσα ηλεκτρολόγος μηχανικός. Παντρεύτηκα, έκανα μία κόρη... Αυτή εν ολίγοις είναι η ζωή.
Σου λείπει η Κωνσταντινούπολη;
Πάρα πολύ!
Κάτι που να σου έχει μείνει έτσι έντονα και να μην το ανέφερες προηγουμένως;
Κάτι...
Από τα παιδικά χρόνια, από το μαγαζί του πατέρα σου...
Ναι. Στο σπίτι έμενε κάτω μία η κυρία Ελένη, Χιώτισσα ήταν αυτή, από τη Χίο. Ο άντρας της ήτανε ταξιτζής, ο κύριος Στράτος. Αυτή με έμαθε να κάνω χαρτοσακούλες. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τυποποιημένη. Έπαιρνε εφημερίδες, με είχε δείξει την τεχνική. Έβαζα αλεύρι και αλευρόκολλα, τις έφτιαχνα, τις έβαζα κάτω από το στρώμα -τώρα θα πούμε και λίγο, θυμήθηκα πράγματα- και με μία σακοράφα τις έδενα σαν αρμαθιά που λένε και συσκευασία έτσι με τη σακοράφα και τις πήγαινα στον πατέρα μου και έβαζε πατάτες, κρεμμύδια. Και σε κάποια στιγμή το έκανα και εμπόριο, το πουλούσα και στα άλλα μαγαζιά. Το στρώμα... Τα στρώματα εκείνη την εποχή δεν ήταν τα σημερινά, ήταν βαμβάκι. Υπήρχε το πανί και το βαμβάκι. Ερχότανε κάποιος Γιωργαντζής που λένε αυτούς ο οποίος έβγαζε, ξήλωνε το στρώμα, καθόταν στο σπίτι, στο σαλόνι, έστρωνε μία μεγάλη πετσέτα. Είχε κάτι σαν άρπα με ένα γουδί, έπιανε το πανί το, δεν υπήρχε, μέσα ήτανε μαλλί, μαλλί από πρόβατα, αυτά, και με τα χρόνια καθόταν το στρώμα και ήταν άβολο. Το έπαιρνε αυτός, το ξήλωνε το ύφασμα, χτυπούσε με το γουδί στην άρπα και αφράτευε, το μαλλί το ‘κανε αφρό. Το έραβε μετά και το στρώμα γινότανε, κοιμόσουν και είχες τη χαρά. Δεύτερον, έφερνε η μαμά μου ράφτρες στο σπίτι και ράβανε με τη ραπτομηχανή. Καθόταν το μεσημέρι, έτρωγε και σ’ έραβε. Στο σπίτι ερχόταν η ράφτρα, έβλεπε το φιγουρίνια, τι ήταν της μόδας εκείνη, τι ρούχα, φούστες και αυτά, και έραβε. Καθόταν από το πρωί στο σπίτι, ραπτομηχανή, το μεσημέρι έτρωγε εκεί στο σπίτι και τελείωνε το ύφασμα, το έπαιρνες κατευθείαν μέσα από το σπίτι, ραμμένο. Ένα άλλο ήτανε, η εμπιστοσύνη. Υπήρχε ένας αθίγγανος, ο οποίος έπαιρνε τα παπούτσια, ερχόταν, τσαγκάρης. Tα έφτιαχνε, τα ‘βαφε και τα ‘φερνε. Υπήρχε άλλη ιστορία... Όπως υπήρχε επάνω στην κατηφόρα στο Hamalbaşı ένας Πλακούδης, ο οποίος ήταν ζαχαροπλάστης. Αυτός έκανε γλυκά, κορμό, πυραμίδες, ήταν το ωραιότερο γλυκό. Με έφερνε η θεία μου η Μαρία όταν ερχόταν στο σπίτι, τότε. Ερχόταν το πρωί μπουγάτσες, φώναζε ο μπουγατσατζής, κατεβαίναμε, περνάμε μπουγάτσες με το τσάι. Με τα γιαούρτια. Υπήρχε ένας ο οποίος είχε ένα υποζύγιο με ταψιά, από τη Σηλυβρία, μία περιοχή έξω από την Κωνσταντινούπολη που είχε το καλύτερο γιαούρτι. Κατεβάζαμε το πιάτο και με τη σπάτουλα, ήταν ένα γιαούρτι που ήτανε κρέμα, καμία σχέση με τα γιαούρτια τώρα τα επιδόρπια. Ερχόταν η θεία μου από την Ελβετία, τα καλοκαίρια κάποτε ερχόταν, με αυτοκίνητο ο θειός μου. Ο θειός μου επειδή είχε γεννηθεί -και νονός μου- στη Σκούταρι Σερρών, δεν είχε ακούσει, ήταν ο καημός του να ακούσει τον μουεζίνη το βράδυ να ψέλνει, να είναι από τον μιναρέ. Και έβγαινε και τον άκουγε τον μουεζίνη από τον μιναρέ που φώναζε ο Χότζας.
Στο σχολείο εδώ μου είπες ότι ήτανε κάπως αρνητική η στάση των παιδιών στην αρχή;
Όχι όλοι, όχι όλοι! Ένας-δύο εκεί πέρα. «Από πού είσαι;», «Από εκεί», «Α είσαι τουρκόσπορος». Και βρέθηκε αυτός ο Αποστολίδης, ο οποίος ήταν Πόντιος καταγωγή και τον είπα. Μου λέει: «Άσ’ τους, θα τους αρπάξω εγώ» μου λέει. Και τους είπε: «Δεν θα ξανακούσω τέτοιες κουβέντες» λέει «γιατί η ιστορία, δεν την ξέρετε» και τους είπε εκεί πέρα. Δεν ξανάγινε μετά, τελείωσε. Έτσι πέρασαν και τα χρόνια, δεν υπήρχε κάτι.
Στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, πώς ήταν στο σχολείο με τους υπόλοιπους μαθητές; Τους μη Έλληνες;
Δεν υπήρχανε μη Έλληνες, ήτανε όλοι Ρωμιοί. Δεν υπήρχανε. Οι Τούρκοι ήταν σε διαφορετικά σχολεία, δεν ήταν μαζί μας. Είχαμε Έλληνες δασκάλους και Τούρκους. Η Ελληνίδα ήτανε η Κατερίνα Αγγελοπούλου, πρέπει να συγχωρέθηκε, και ο Feridun ήτανε ο υποδιευθυντής. Δηλαδή σε ελληνικά, σε μειονοτικά σχολεία, διευθυντές ήτανε Ρωμιοί και υποδιευθυντές Τούρκοι. Τα τουρκικά σχολεία ήταν αλλού, δεν είχαμε σχέση εμείς, εκεί ήταν πολλά παιδιά, εκεί ήταν άλλη ιστορία, δεν είχε... Αυτά ήταν τα μειονοτικά που ήτανε χριστιανόπουλα, Ρωμιοί.
Εσύ δηλαδή συναναστρεφόσουνα μόνο με...
Όχι, όχι, είχα έναν κουρέα εκεί πέρα που πήγαινα, Τούρκο και με κούρευε νεαρός εκεί. Ήξερα είχα και Τούρκους φίλους, αλλά πιο πολύ με Ρωμιούς κάναμε παρέα. Δεν είχα, είχα έναν εκεί πέρα κουρέα που πήγαινα όταν μεγάλωσα. Μικρός πήγαινα σε ένα άλλο κουρείο, με πήγαινε η μάνα μου, και θυμάμαι, επειδή τα παιδιά τα έβαζε στην καρέκλα και ένα σανίδι για να καθόμαστε, γιατί δεν χωρούσα, πάνω μας χωρέψει πιο ψηλά. [00:40:00]Με μηχανή χειροκίνητη.
Και οι γονείς σου αντίστοιχα έκαναν παρέα με Έλληνες ή με μη Έλληνες;
Είχαμε ένα γεια με Τούρκους, ερχόταν Ένας Τούρκος στο μαγαζί, ένας ηλικιωμένος, ο οποίος είχε και τρεις κόρες, αυτοί, ο καημός, αυτοί τι κάνανε; Είχα έναν σοφρά, ένα τραπέζι, στρόγγυλο, στο πάτωμα, με λίγο πόδι. Έβαζαν στην κατσαρόλα πλιγούρι που φουσκώνει, με το κουτάλι και τρώγανε. Και έλεγαν ότι: «Εσείς οι Ρωμιοί κάνετε 2-3 ειδών φαγητά», δηλαδή είστε πιο, έτσι, διαφορετική κουλτούρα. Εμείς λέει: «Εντάξει, δεν είχε...». Απλώς, πηγαίναμε, ψωνίζαμε από τα μαγαζιά, πηγαίναμε με τον μπαμπά μου και ψωνίζαμε από την αγορά κάτω, χονδρική, με έπαιρνε και εμένα. Θυμάμαι μία μέρα με έφερε ένα ποδήλατο από την κατηφόρα εκεί, όταν δούλευε σε ένα πολύ γνωστό εστιατόριο, «Παντελής», τα παιδιά του πρέπει να ανοίξανε και στην Αθήνα. Αυτό το εστιατόριο δούλευε με την αγορά, από τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 15:00 έκλεινε, αλλά ήτανε παραδοσιακό. Τraditional locanda εστιατόριο που το λένε, και είχε φωτογραφίες, είχε έρθει ο σάχης της Περσίας, δηλαδή ήτανε πολλά χρόνια, 50 χρόνια, το είχε δηλαδή του Παντελή ο μπαμπάς. Ο Παντελής ήτανε τότε 50 χρονών, ο παππούς του ήτανε... Παραδοσιακό, «Παντελής locanda», στο κέντρο. Και γυρίζε ο μπαμπάς μου 15:05, από την κατηφόρα επάνω. Μία μέρα με έφερε και ένα ποδηλατάκι τρίκυκλο εκεί και το είχα στο μπαλκόνι το μεγάλο κι έκανα σβούρες. Αλλά ήτανε επικίνδυνο, γιατί το περβάζι ήτανε χτιστό και ήταν -λίγο να σκύψεις- ήτανε κάτω στον πέμπτο όροφο. Αλλά ήταν χιόνια, κρύο. Είχα από κάτω στον τέταρτο όροφο όταν έφυγαν στον Καναδά, ο Κυριάκος, την Ευθαλία την έχει παντρέψει με κάποιον Χρήστο, και θυμάμαι μία μέρα πάμε να βγούμε, λέει: «Πού πάτε; Χιονίζει έξω». Ήταν Μάρτιος και βγήκαμε και χιόνιζε. Ερχόταν αυτός ο Χρήστος, ήταν αρραβωνιασμένος με την Ευθαλία και η Πίτσα αυτοί είχανε φύγει στον Καναδά. Και ήρθε μία κυρία Ισμήνη από κάτω, με τον άντρα της, ο οποίος ήταν Πολωνός, ο κύριος Αρθούρος, Kencinski λεγότανε. Και είχε ένα αγαλματάκι το οποίο ήταν σαν μετεωρολογικός σταθμός, άλλαζε χρώμα. Και πήγαινα κάτω, λέω: «Κυρία Ισμήνη, τι καιρό θα κάνει αύριο;» όταν ήτανε μωβ θα χιόνιζε. Και λέει: «Κοίταξε, θα χιονίσει αύριο!» και ήταν χαρά μου να δω το πρωί άμα θα χιονίσει. Αυτά... Έμειναν στον πρώτο όροφο μία Τουρκάλα, η Fatma, με μία Esin, ένα κοριτσάκι. Στον δεύτερο έμενε ο Selahattin, ο οποίος ήτανε Τούρκος αλλά παντρεύτηκε μια Ρωμιά και έγινε κι έγινε χριστιανός και αυτός ουσιαστικά. Στον τρίτο ήταν η κυρία Μαρίκα με τον άντρα της, είχε και έναν γιο του Γρηγόρη που σπούδαζε δικηγόρος στο Βέλγιο και μία Τασούλα που ήταν νοσηλεύτρια. Αυτή ήτανε κάτω σε ένα νοσοκομείο όπου πήγα και έκανα, ο Υψηλάντης ο γιατρός, με έκανε εγχείρηση στις αμυγδαλές και γινόταν χωρίς αναισθησία. Και εκεί επειδή ήτανε και αυτό, καθολικοί, νοσοκομείο, γιορτάζαν του Αγίου Νικολάου, και μας έφερνε τον Άγιο Νικόλαο σαν κέικ μέσα που ήτανε, με κανέλα. Αυτά μου το ‘φερνε η Τασούλα. Η Τασούλα μετά είχε παντρευτεί. Επάνω έμενε η κυρία Ισμήνη. Όταν έφυγε ο Κυριάκος, το νοικιάσανε κάτω και επάνω μέναμε εμείς στον πέμπτο όροφο. Και τώρα που μιλάω με κάποιον Τούρκο στο Facebook, μου έβγαλε φωτογραφία και το έχουνε... Α, κάτω στο ισόγειο ο Κυριάκος ο Κανίρης είχε συνεργείο αυτοκινήτων από την πίσω μεριά. Ήταν μηχανικός και μετά το άφησε στον βοηθό του τον Harun και αυτός πήγε στην τροφοδοσία των αεροδρομίων όπως είπαμε με την Panamerica. Ο Harun αυτός μετά αγόρασε το κτήριο όλο απ’ τον Κυριάκο τον Κανίρη. Δηλαδή, τον είχε βοηθό, μεγάλωσε αυτός, ποιος; «Θα το πάρω εγώ» λέει «αφεντικό, θα το αγοράσω εγώ την οικοδομή». Πέρασαν και χρόνια φυσικά τώρα. Αυτή χτίστηκε όταν ήμουνα εγώ 5 μηνών. Περάσανε 15-20 χρόνια. Και τώρα το έχει κάνει ξενοδοχείο. Ξενοδοχείο το έχουνε κάνει. Από ό,τι έχω μάθει.
Ο πατέρας σου σε τι ηλικία το έκανε το μπακάλικο;
Πόσο χρονών ήταν ο μπαμπάς μου; Γεννήθηκε το '29 και το έκανε το '71. Δηλαδή, 42 χρόνων, 43, εκεί. Και τον ρωτούσα: «Έχει τίποτα περιοδικά μέσα, Mickey Mouse και αυτά;». «Δεν πουλάει» λέει «δεν έχει», εγώ τότε ήθελα να δω. Ναι.
Εσύ τότε δηλαδή, σε τι ηλικία; Δεν το έζησες πολλά χρόνια το μπακάλικο άρα;
Ε όχι, το έζησα, το έζησα βέβαια. Το έζησα, δηλαδή από το '71 μέχρι το… 4 χρόνια το είχε, 5 χρόνια το είχε, δεν το είχε πολύ καιρό το μπακάλικο. 5 χρόνια. Και όταν πήγα μετά από χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, εκείνη η περιοχή έγινε και φύγαν οι Ρωμιοί και ήταν λίγο... Δεν έχει αναπτυχθεί, μένουν Κούρδοι, μένουνε κάτι εργάτες, έχει υποβαθμιστεί η περιοχή. Και πήγα στο παντοπωλείο του μπαμπά μου. Εν τω μεταξύ η κατηφόρα του Kalyoncukulluk μου φαινόταν παιδί τεράστια σε πλάτος, τώρα που πήγα μου φάνηκε πολύ στενή. Δεν άλλαξε. Το οπτικό πεδίο των παιδιών, το θεωρούν πολύ μεγαλύτερο ως μικρά, όταν μεγαλώσουν... Πήγα βρήκα το παντοπωλείο, του λέω: «Είναι του πατέρα μου εδώ». Αυτός θεώρησε ότι είμαι ως κληρονόμος, να με κεράσει τσάι, να μου φτιάξει... Δηλαδή, με περιποιήθηκε, μου λέει: «Κάτσε να σε κεράσω». Ήταν ένα μαγαζί, τώρα έχει γίνει ψιλικατζίδικο. Πουλούσε είδη κομμωτηρίου. Το σχολείο φυσικά έχει κλείσει, δεν υπήρχε τότε. Ήτανε κλειστό. Τώρα έχει γίνει ξενώνας. Εκεί παρακάτω υπήρχε και ένα γήπεδο, το Kasım Pasha το οποίο εκεί έπαιζε μπάλα και ο πρόεδρος της Τουρκίας, ο Erdogan, εκεί που μεγάλωσε. Έχει πάρει και το όνομά του τώρα που πηγαίναμε και βλέπαμε μπάλα. Μικρός χάζευα εκεί όταν περνούσα... Απέναντί μας ήτανε και μία κυρία Αργυρώ, φίλη της μάνας μου. Ερχότανε. Αυτή, ο άντρας της, ο κύριος Αντώνης είχαν και έναν γιο, τον Γιάννη, ο οποίος από ερωτική απογοήτευση πήγε και αυτοκτόνησε πάνω στα μνήματα στο Feriköy. Το Feriköy είναι μεταξύ Dolapdere, Feriköy, περιοχές εκεί που βγαίνεις προς τα πάνω. Και είχε αυτός μία... Ο συγχωρεμένος ο Γιάννης, μετά από καιρό είχε μία, ένα τουμπερλέκι, αλλά ήταν πήλινο και μου λέει η κυρία Αργυρώ: «Θα σ’ το δώσω εσένα Τάκη, να το ‘χεις». Επειδή ήταν πήλινο μία μέρα, αφού το είχα, φαίνεται δεν ήτανε γραφτό. Μετά από κανένα χρόνο έσπασε, μου έπεσε και έσπασε. Αυτά.
Όταν φύγατε από την Κωνσταντινούπολη, συγγενείς έμειναν πίσω;
Έμειναν, ναι. Έμεινε η αδερφή του πατέρα μου, τα παιδιά της, τώρα είναι ξαδέρφια μου, μένουν εκεί, στον Βόσπορο εκεί στο Arnavutköy η περιοχή κοντά, στο Μεγάλο Ρεύμα, εκεί στο Büyükdere.
Και εκείνοι τι έκαναν που έμειναν πίσω; Πώς ήταν η ζωή τους;
Εκεί προσαρμόστηκαν, καθόταν... Τώρα φυσικά νομίζω ότι αυτή την εποχή είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Δηλαδή, αρκετοί Ρωμιοί έχουν γίνει επιχειρηματίες. Δηλαδή, είναι πιο ελαστικά τα πράγματα, δεν υπάρχει εκείνη η περίοδος της Κύπρου που ήταν πιο τεταμένα. Τώρα τα πράγματα είναι καλύτερα, ομαλά, έχουν αναπτυχθεί η κοινότητα. Φυσικά είναι λίγα άτομα δεν υπάρχουν πια αυτά, δεν υπάρχει η κοινότητα των 50 και 100.000 που ήταν με τα Σεπτεμβριανά φυσικά το '64. Αυτά που έδειχνε και η Πολίτικη Κουζίνα ουσιαστικά είναι ιστορία, φύγαν όλοι. Πολύ λίγοι έχουν μείνει, η κοινότητα φυσικά δεν έχει... Απλώς, όμως, τα παιδιά που τελειώνουν τα περισσότερα το λύκειο πάνε σε τουρκικά πανεπιστήμια, έχουνε δουλειές οι γονείς τους, παραμένουν, χωρίς φυσικά να έχει αναπτυχθεί η κοινότητα, είναι συρρικνωμένη αλλά οι συνθήκες είναι καλύτερες από ό,τι την εποχή εκείνη, τη δική μου.
Η αδερφή του πατέρα σου που έμεινε εκεί, τι έκανε μετά; Θα ήθελες να μας μιλήσεις για αυτό ή προτιμάς όχι;
Παντρεύτηκε, έκανε τρία, τέσσερα, τρία παιδιά. Πέθανε ο άντρας της, τώρα συγχωρέθηκε και αυτή η θεία μου. Μένουν τώρα και τα παιδιά τους. Τα δύο αγόρια έχουν πεθάνει, μένει η κόρη η παντρεμένη με την οικογένειά της.
Εσύ στην Κωνσταντινούπολη πότε ξαναπήγες, αφότου ήρθατε στην Ελλάδα το '75;
Ε πολύ αργά, μετά από 20-25 χρόνι[00:50:00]α. 30 χρόνια, ναι.
Και πώς ήταν να ξαναπηγαίνεις σε αυτά τα μέρη μετά από τόσο καιρό;
Ε αλλαγμένα, πάρα πολύ αλλαγμένα. Δεν ήτανε τα ίδια. Οι περιοχές εκεί που μεγάλωσα παρέμειναν, γιατί στην Τουρκία δεν υπάρχει αντιπαροχή. Μόνο όταν γίνονται δρόμοι γκρεμίζονται κάποια παλιά κτίρια. Τα κτίρια παραμένουν όπως είναι τα ελληνικά με το χαγιάτι, με το μπροστά που είναι το χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό. Τα καινούργια σπίτια χτίζονται μετά τον Βόσπορο, είναι οικισμοί, δεν υπάρχει όπως στην Ελλάδα γκρεμίζω αντιπαροχή και χτίζω άλλο, μόνο όταν γίνονται δρόμοι. Ε, ήταν περιοχές οι οποίες όταν υπήρχε ο Ελληνισμός ήταν διαφορετικά. Τώρα υπάρχει υποβάθμιση φυσικά. Υπάρχει σε αυτά τα μέρη αρκετή βρωμιά στον δρόμο, ενώ η πόλη είναι πολύ καθαρή. Εκεί οι περιοχές είναι λίγο υποβαθμισμένες. Υπήρχε κάθε Τετάρτη ένα παζάρι στο Yenişehir, όπου πήγαινες και ψώνιζες. Όπως είναι τα καρότσια τώρα που ψωνίζει ο κόσμος στη λαϊκή, εκεί υπήρχε οι χαμάληδες. Φόρτωναν στο κοφίνι ό,τι ψώνιζες, αν είχες πολλά πράγματα και σ’ τα έφερνε στο σπίτι. Τον έδινες, πόσο ήτανε η ανταμοιβή, που δεν ήταν πολύ. Και κουβαλούσαν. Ερχότανε απ’ τα χωριά τους και γινότανε θυρωροί, Καπουτζήδες που λένε, σε μία μεγάλη οικοδομή που έτσι. Το δίναν το ισόγειο κάτω και ήτανε ο θυρωρός. Έμενε χωρίς ενοίκιο, καθάριζε την οικοδομή, έκανε θελήματα, το πληρώνανε. Υπήρχε εσωτερική μετανάστευση. Δηλαδή, φεύγαν και κάποιοι Τούρκοι στο εξωτερικό, αλλά πολλοί φεύγαν από την Ανατολή και ερχότανε στην Πόλη, θεωρούτανε ότι θα βρούνε δουλειά και θα δουλέψουν εκεί.
Ήταν κοσμοπολίτικη, δηλαδή, η Πόλη εκείνη την εποχή;
Η Πόλη ζούσανε κοινότητες. Ήταν Εβραίοι που είχανε το μικροεμπόριο, οι Αρμενέοι ήτανε χρυσοχόοι, κουγιουμτζήδες και με καφέδες ασχολιόταν, οι Ρωμιοί ήτανε εμπόριο, και εκείνη την εποχή οι Τούρκοι ήτανε εργάτες. Και για αυτό υπήρχε αυτή η μεταστροφή ότι δεν μπορεί η μειονότητα να ζει καλύτερα από τους αυτόχθονες Τούρκους και άρχισαν μετά όλη αυτή η ιστορία τους πείραζε. Δεν θέλανε να είναι, αλλά δεν ήτανε, το χρήμα κυκλοφορούσε πάνω σε Εβραίους, Αρμενέους, Έλληνες, Ρωμιοί που είχανε τα εμπόρια. Οι Τούρκοι ήτανε υπάλληλοι, αλλά τελικά οι υπάλληλοι πήραν τα μαγαζιά. Υπήρχε «ο Λάμπρος», ένα μεγάλο μαγαζί, κοντά στην αστυνομία. Karakol λέγεται αστυνομία που σημαίνει μαύρο χέρι, στη μετάφραση. Είχε βοηθούς ο Λάμπρος, είχε μεγάλο, το μεγαλύτερο παντοπωλείο, δεν ήταν σαν του πατέρα μου, ήταν ολόκληρο, σαν σούπερ μάρκετ. Και το αγόρασαν οι υπάλληλοί του. Αυτός ήρθε στην Ελλάδα, το πήρανε και αυτοί που δούλευαν μέσα έγιναν αφεντικά μετά. Τώρα, πόσο τα πλήρωσαν; Τι πλήρωσαν; Ξέραν που θα φύγουν στην Ελλάδα και σου λέει: «10 θες; Θα σου δώσω 8, θα σου δώσω 5». Κι έτσι γινόταν όλη αυτή η ιστορία.
Τον πατέρα σου, δηλαδή, πώς τον αντιμετώπιζαν που είχε κατάστημα;
Θυμάμαι μία μέρα, ήρθε ένας μεθυσμένος κι έκανε φασαρία. Λέω: «Πάω στην αστυνομία επάνω». Η αστυνομία ήταν σε μία ανηφόρα, δηλαδή μία απόσταση 150 μέτρα, ανηφόρα όμως, πλάι στον φούρνο της Μαρίκας που έκανε πολύ ωραία παξιμάδια με γλυκάνισο. Πάω στην αστυνομία, τώρα εγώ μιλάμε 12 χρονών παιδί, 10 χρονών. Θα πω και μία άλλη ιστορία τώρα για την ηλικία μου... Πάω στην αστυνομία, στο Karakol, λέω: «Το και το. Κάτω είναι». Ήρθα αστυνόμος, τον μάζεψε. Αυτός ήταν μεθυσμένος.Όταν ήμουνα στην Οδηγήτρια, δευτέρα δημοτικού, μία Φωτιάδου, η οποία συζούσε με έναν δάσκαλο, τον κύριο Θανάση εκεί κοντά, ανύπαντροι αλλά συζούσανε, με άφησε μετεξεταστέο στη γλώσσα. Είπε στη μάνα μου ότι: «Δυσκολεύεται. Θα τον αφήσω μετεξεταστέο». Στην εποχή μας τώρα δεν υπάρχουνε, πρέπει να κάνει αίτηση και να το επιτρέψει και ο γονιός για να σε αφήσει μετεξεταστέο, δεν είναι... Λοιπόν, με άφησε μετεξεταστέο. Η μάνα μου δεν ήξερε να με δείξει. Είχε μία πρώτη ξαδέρφη, τη Βάσω, που έμενε στο Cihangir, δηλαδή μία περιοχή, μία απόσταση γύρω στο 1,5-1 χιλιόμετρο, 1,5 χιλιόμετρο. Και τώρα εγώ δευτέρα δημοτικού πήγαινα σε αυτήν, στην Πελαγία, στην κόρη της, που ήξερε, είχε τελειώσει, ήτανε μαθήτρια στο λύκειο. Και πήγαινα μεσημέρι 15:00 η ώρα, με μία τσάντα ανέβαινα την ανηφόρα, Hamalbaşı, Tarlabaşı, περνούσα το Πέρα. Το Πέρα ήταν τότε δεν ήταν πεζόδρομος, περνούσαν αυτοκίνητα. Και στη μέση ο τροχονόμος ήταν σε ένα κύκλο μέσα, σε ένα κατασκεύασμα κυκλικό, επάνω με μία ομπρέλα, το οποίο ήτανε διπλός δρόμος, περνούσαν αυτοκίνητα. Τώρα είναι πεζόδρομος. Εκείνη την ώρα που πήγαινα ήταν βάρδια κάποιος, ο οποίος με έβλεπε με την τσάντα και σταματούσε τα αυτοκίνητα και περνούσα απέναντι. Τώρα εγώ δευτέρα δημοτικού, πόσο να ήμουνα; 7 χρονών; Αλλά εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ο φόβος. Δηλαδή, με άφηνε οι γονιός μου να πάω σε μία απόσταση, να περάσω και κατέβαινα την κατηφόρα στο Cihangir. Με έκανε 1,5 ώρα μέχρι τις 15:00-15:30 έφτανα εκεί, 16:00 παρά, 17:00-17:30, καλοκαίρι 18:00, έξω ο ήλιος ήταν ακόμα επάνω, γύριζα. Αυτός εκεί πάλι, μόλις με έβλεπε, σταματούσε. Παιδάκι σου λέει, και περνούσα απέναντι. Το έκανα όλο το καλοκαίρι, πήγαινα καμιά 20 φορές. Ε και μετά με πέρασε η Φωτιάδου, ήταν δηλαδή μόνο για να με κάνει, με πέρασε. Και πήγαινα εκεί στην Πελαγία. Χάθηκαν αυτοί. Μία φορά αυτοί ήτανε ο Στρατός, η Πελαγία και η Βούλα, η Παρασκευή. Στην Αθήνα νομίζω η Παρασκευή είχε ένα ψιλικατζίδικο, δεν ξέρω, χάθηκαν, δεν μπόρεσα να τους βρω, μετά πέθαναν οι γονείς. Στην Αθήνα είναι, δεν... χάθηκαν. Αυτοί τώρα ουσιαστικά είναι δεύτερα ξαδέρφια. Αφού η μάνα, οι γονείς ήταν πρώτα ξαδέρφια, η μάνα μου με τη μάνα της, η γιαγιά μου την είχε ανιψιά τη Βάσω. Η μάνα μου την είχε πρώτα ξαδέρφια. Και αυτός ο Χρήστος είχε ψιλικατζίδικο και έλεγε για τον πατέρα μου... Ο πατέρας μου δεν είχε και την ευχέρεια του εμπορίου, γιατί είχε παροχή υπηρεσιών ήτανε. Ήτανε γκαρσόνι. Και τον έλεγε ο Χρήστος: «Θα τους προσκυνάς, για να παίρνεις τα λεφτά τους. Θα είσαι...». Ο πατέρας μου όμως, εντάξει... Μάλωνε με τους πελάτες, φεύγανε, πήγαιναν αλλού. Αυτός ήταν όμως έμπορας, έλεγε: «Δεν θα κάνεις εσύ... Θα υποκύπτεις για να κάνεις στο εμπόριο, να πάρεις τα λεφτά του πελάτη». Και αυτό που λέει: «Κερδίζεις όχι από την πώληση, από την αγορά. Θα τα αγοράζεις φτηνά, θα το πουλάς φτηνά και θα είσαι ανταγωνιστής. Αν το αγοράσεις ακριβά, το πουλάς ακριβά, δεν θα είσαι ανταγωνιστής». Τον έλεγε: «Θα το αγοράζεις φθηνά. Αν τα αγοράσεις 5 ευρώ, θα το πουλήσεις» λέει «7, θα είσαι πιο φθηνός. Θα βγάλεις και το κέρδος σου».
Άλλες αναμνήσεις έτσι τελευταίες καθόλου από το σχολείο;
Από το σχολείο... Εκεί οι δάσκαλοι μάς τραβούσανε τις φαβορίτες, άμα έκανες αταξία, και πήγαινες και στο σπίτι, σε μάλωνε και ο πατέρας σου, χωρίς να ψάξει. Ναι, κάναμε εργόχειρο. Εργόχειρο. Τα εργόχειρα ήταν διάφορα. Υπήρχε τότε, όπως είναι το Βιτάμ ήταν το Sana και ήτανε σε ξύλινα κουτιά. Αυτά τα κάναμε κλουβιά. Δεύτερον, ήταν ένα τελάρο με καρφιά και βάζαμε τις κλωστές, δέναμε και κάναμε θήκες για τα μαξιλάρια με φούντες. Και μία φορά η Ανδρονίκη η συγχωρεμένη, η οποία ήταν και ευτραφέστατη. Τελευταία έμαθα που έφυγε, δούλευε στον Μπακάκο, μου είπε ένας συμμαθητής μου, στα «Οπτικά Μπακάκος» στην Αθήνα. Συγχωρέθηκε και αυτή τώρα, εντάξει, η οποία, δεν ξέρω, υπήρχε ένα κατάστημα στο Πέρα, το Bon Marché, που ήτανε παιχνίδια. Και λέει: «Θέλω να κάνετε ένα εργόχειρο αεροπλάνο». Μάλλον είχε κάνει μία σύμβαση τώρα από εκεί και ήθελε να προωθήσει το Bon Marché, δεν ξέρω τώρα να μην λέμε και πολλά, άλλα υποψιάζομαι. Λέει εκεί πέρα κάποια αεροπλάνα, 13,5 λίρες θυμάμαι, ήταν ένα σανιδάκι, δυο φτερά τα οποία τα συναρμολογούσες, ένα λάστιχο και ένας έλικας και δύο έτσι υποτυπώδη ρόδες και πετούσε. Το οποίο ήτανε, για να το φτιάξεις ήτανε, σε δευτερόλεπτα, 13,5 λίρες. Το ψωμί εκείνη την εποχή έκανε 1 λίρα, ούτε, 75 λεπτά ένα ψωμί, για να δούμε τάξη μεγέθους. Η μητέρα μου δεν ήθελε με τίποτα. Εγώ έλεγα: «Όχι». Ε, κάποιες μανάδες συμμαθητών προθυμοποιήθηκαν, τα πήραν. Εγώ, δεν, τίποτα, έκλαιγα. «Δεν σου δίνω» λέει «τίποτα. Είναι πολλά τα λεφτά. Ό,τι λέει η Ανδρονίκη θα κάνουμε;». Τελείωσε. Ε, πήρα ένα χαρτόνι, 50-25 γρόσια, 1/3 του ψωμιού, το έκοψα, τ[01:00:00]ο συναρμολόγησα σε τετράεδρο, με την ουρά, έβαλα μπροστά και ένα ανθρωπάκι από ένα φορτηγάκι, διπλάνο, με ξύλα γιατί διάβαζα κάτι περιοδικά τα, το «Κράνος» και αυτά που ήτανε, και έβλεπα με τα αεροπλάνο είχα και μανία. Το φτιάχνω, βάζω και τέτοια. Φυσικά η μύτη, έβαλα κάτι ένα ελικόπτερο, το έβαψα και ωραία με κόκκινο και άσπρο της σημαίας της Τουρκίας που είναι η αεροπορία και το πάω εκεί. 15 αεροπλάνα τα ίδια των 13,5 ευρώ και ένα το δικό μου, βαριά-βαριά 1 ευρώ του ψωμιού. Πρώτο βραβείο, διαφέρει. Το κρατήσανε και εκεί να το δείχνουμε, δεν ξέρω τι έγινε μετά. Άρα, η νοοτροπία της μητέρας μου μού βγήκε σε καλό, γιατί έκανα κάτι φθηνότερο και είχα και καλά επακόλουθα.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ! Πώς ήταν εκεί εμπειρία τώρα που τα αφηγήθηκες;
Ε, συγκίνηση, αναμνήσεις... Τα παιδικά τα χρόνια λένε κρατάνε τις αναμνήσεις της ζωής. Αυτά είναι τα γεγονότα που συνέβησαν...
Σταματάμε εδώ λοιπόν.