Παναγία Θρακιώτισσα Δοξάτου
Segment 1
Γνωριμία με τον αφηγητή-Η εικόνα της Παναγίας της Θρακιώτισσας
00:00:00 - 00:05:00
Partial Transcript
Είναι Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2021, είμαι η Φωτούλα Παπανδρέου, Ερευνήτρια στο Istorima, και βρίσκομαι με τον Μόσχο Τριανταφυλλάκη στην περι…ο Δοξάτο. Την κράτησε την Παναγία ο παππούς μου και η γιαγιά μου και έφτασε το 1955 να έχει πάει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Δοξάτου.
Lead to transcriptLocations
Tags
Media

Παναγία η Θρακιώτισσα
Αντίγραφο της εικόνας.
Segment 2
Θύμησες από τη ζωή με τη γιαγιά
00:05:00 - 00:31:58
Partial Transcript
Θυμάμαι ήμουνα μικρός, μικρά ήμασταν, μαζί με τον αδερφό μου. Μας μιλούσε η γιαγιά για αυτήν την εικόνα. Δεν συγκράτησα πολλά πράγματα, αλ…ηθώ κάτι άλλο τώρα, αλλά ίσως αργότερα, δεν ξέρω, μπορεί να το κάνω και αυτό. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Μόσχο. Ευχαριστώ και ‘γώ.
Lead to transcriptTags
Media
[00:00:00]
Είναι Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2021, είμαι η Φωτούλα Παπανδρέου, Ερευνήτρια στο Istorima, και βρίσκομαι με τον Μόσχο Τριανταφυλλάκη στην περιοχή της Δράμας, στο Δοξάτο. Κύριε Μόσχο, θα μου πείτε λίγα πράγματα για σας;
Ναι, ονομάζομαι Τριανταφυλλάκης Μόσχος, μένω στο Δοξάτο Δράμας, είμαι εργάτης κοπής μαρμάρων σε ένα εργοστάσιο και συνεχίζω ακόμα, μέχρι να βγω στην σύνταξη.
Για ποιο πράγματα θέλετε να μου μιλήσετε;
Θέλω να πω λίγα λόγια για την εικόνα της Παναγίας, τη Θρακιώτισσα, η οποία έχει έρθει από την Τουρκία, από την γιαγιά μου και τον παππού μου και τι τράβηξαν αυτοί για να ‘ρθει η εικόνα αυτή, εδώ στο Δοξάτο. Θυμάμαι τότε που μου ‘λέγε η γιαγιά… Τον παππού δεν τον πρόλαβα, δεν έζησα μαζί του, αλλά η γιαγιά μού έλεγε, ας πούμε, ότι τότε, με τον πόλεμο που γινόταν κάτω, στην Τουρκία, που ήταν στα δικά τους τα μέρη εκεί, ήτανε το Uzunköprü , έτσι λεγόταν εκείνο το μέρος που μέναν. Και άρχισε ο πόλεμος, ξεκίνησε να σκοτώνουν, να λεηλατούν, να καίνε σπίτια. Κάποια στιγμή, λέει ο παππούς ο Μόσχος στη γιαγιά «Να φύγουμε -λέει- για να μην μας σκοτώσουν! Έχουμε -λέει- να βάλουμε -λέει- τα βόδια με την άμαξα και να ξεκινήσουμε, να φύγουμε, να προλάβουμε να φύγουμε», μάλλον. Και όπως πηγαίναν, μαζί με τον κόσμο μέσα, έξω δηλαδή, φεύγοντας, τα βόδια μαζί με το κάρο, και την άμαξα, έχουν σταματήσει, δεν φεύγουν μπροστά με τίποτα! «Βρε, θα μας σκοτώσουν, θα μας κάνουν, γρήγορα να το βάλουμε -ας πούμε- να προλάβουμε να φύγουμε πριν μας κάψουν ή μας σκοτώσουν». Αλλά δεν έφευγαν τα βόδια με τίποτα. Λέει ο παππούς και η γιαγιά «Πάμε στην εκκλησία, -λέει- να πάρουμε την Παναγία, -λέει- για αυτό σταματήσανε τα βόδια, -λέει- κάτι ξεχάσαμε εκεί», λέει. Φεύγει πίσω ο παππούς μου, πηγαίνει μέσα στην εκκλησία, παίρνει την εικόνα και βγαίνοντας έξω με την Παναγία αγκαλιά, φεύγει μια σφαίρα και καρφώνεται πάνω στην... έτσι όπως την κρατάει αγκαλιά, καρφώνεται στο αριστερό μέρος, επάνω στην καρδιά, αλλά καρφώνεται πάνω στην εικόνα της Παναγίας! Για να προλάβουν να ξεφύγουν και να φύγουν, έβαλε την εικόνα μπροστά και έγινε αυτό το θαύμα, που έσωσε τον παππού μου, για να πάει μαζί με την εικόνα της Παναγίας ξανά, για να βρει την γιαγιά μου εκεί που ήταν και να συνεχίσουν τη διαδρομή, για να μπορέσουν να γλιτώσουν, να μπουν μέσα στην Ελλάδα. Δεν μπορούσε ο παππούς μου να το πιστέψει από αυτό, που κρατούσε και έβγαλε τη σφαίρα από την Παναγία. Και δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό και έλεγε στη γιαγιά «Χρυσή, σωθήκαμε -λέει- από την εικόνα! Καλά -λέει- δεν φεύγανε τα βόδια. Άρα, μας έσωσε η Παναγία», λέει. Και ξεκίνησαν σιγά-σιγά, μάλλον με το που ήρθε η εικόνα επάνω στην άμαξα, να το πω, κάρο τότε που τα λέγαν, με τα βόδια, τότε άρχισαν να ξεκινήσουν τα βόδια και άρχισαν να ‘ρχονται εδώ. Έγινε πόλεμος και στη διαδρομή, κάτω από την άμαξα, «Να την κρύψουμε την εικόνα της Παναγίας, -βέβαια- μη μας σκοτώσουν και την πάρουν!». Κάτω από την άμαξα υπήρχε ένα, να το πω, σαν συρτάρι, ένα ξύλο, το οποίο χωρούσε την εικόνα εκεί, και την βάλανε εκεί και βάλανε μια... το ‘κλείσαν με το ξύλο τότε, τη ‘βάλαν… δεν θυμάμαι. Τι να σας πω; Δεν υπήρχαμε. Τέτοια φτώχεια και πείνα που υπήρχε… Βρήκαν κάτι και σφηνώσαν, για να μην πέσει, ας πούμε, το ξύλο και μπορέσουν και δουν την Παναγία, την εικόνα, μάλλον, της Παναγίας. Και η διαδρομή συνεχίστηκε, αφού γινόταν ο πόλεμος, σκοτώναν στη διαδρομή συνέχεια. Προλάβαν και γλυτώσαν. Εγκατασταθήκαν εδώ το 1923, στο Δοξάτο. Την κράτησε την Παναγία ο παππούς μου και η γιαγιά μου και έφτασε το 1955 να έχει πάει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Δοξάτου.
[00:05:00]Θυμάμαι ήμουνα μικρός, μικρά ήμασταν, μαζί με τον αδερφό μου. Μας μιλούσε η γιαγιά για αυτήν την εικόνα. Δεν συγκράτησα πολλά πράγματα, αλλά από ό,τι θυμάμαι, κάθε φορά όποτε μας μιλούσε μας έλεγε για αυτό το θαύμα που έγινε και «Σώθηκε ο παππούς σου, που ερχόμασταν και μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι και μας καίγαν τα σπίτια και ξανά προλάβαμε και φύγαμε, ενώ... Έγινε αυτό το θαύμα και μας έσωσε η Παναγία και είμαστε τώρα εδώ και ζούμε, και ζω μάλλον, μαζί σας». Παρόλα αυτά, ενδιάμεσα μάς έβαζε κάθε φορά, κάθε βδομάδα, ανά τρεις μέρες μέσα στη βδομάδα, μας έβαζε να διαβάζουμε μία επιστολή του Χριστού. «Αυτό -λέει- είναι ένα τάμα που κάνω και εγώ στην Παναγία, και για σας καλό, -λέει- γιατί όταν το διαβάσεις αυτό, -ήταν δώδεκα σελίδες αυτό, μικρές- όταν το διαβάζετε -λέει- θα νιώθετε, ψυχολογικά θα είσαστε -λέει- πιο... πιο καλά θα αισθάνεστε, -λέει- πιο ήρεμα». Μας βοήθησε πολύ, γιατί οι γονείς μας έλειπαν στην Γερμανία, δεν ήταν εδώ. Μέναμε με τη γιαγιά μας και μας διηγούταν συνέχεια τέτοιες ιστορίες. Αυτό με είχε συγκινήσει εμένα πάρα πολύ, γιατί μετά από τόσα χρόνια, να σώζεται απ’ την εικόνα της Παναγίας ο παππούς μου, για να ‘ρθει εδώ, παρόλο που δεν τον πρόλαβα να τον γνωρίσω… Και μας τα ‘λέγε με έναν τρόπο η γιαγιά, που την έβλεπες στα μάτια κάθε φορά και έλεγες «Γιαγιά, μήπως έχεις και κάτι άλλο να μας πεις;», που όλο ρωτούσαμε για να ξέρουμε, να μάθουμε. Από τότε αυτό, με είχε μείνει ένα, ας πούμε… Δεν θα το... Καλοπροαίρετο, βέβαια, αλλά δεν θα το πω τραύμα. Ήτανε, ας πούμε, ένα για να μάθουμε και εμείς πώς θα είναι όταν θα μεγαλώσουμε, πώς είναι για να κάνεις τάμα στην Παναγία, για να ξέρεις πώς είναι. Μετά απ’ αυτό, αφού διαβάζαμε την επιστολή, μετά μάθαμε ότι ήταν... Μας είπε ότι «Την έχουμε δώσει στην εκκλησία». Μικρά μπορεί να ήμασταν, αλλά δεν καταλαβαίναμε και τόσα πολλά, αλλά όταν μάθαμε ότι ήταν στην εκκλησία, πήγαμε, την είδαμε, προσκυνήσαμε και από τότε βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Δοξάτου.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω τα ονόματα του παππού και της γιαγιάς, καταρχάς.
Τριανταφυλλάκης Μόσχος λεγόταν ο παππούς και Χρυσή Τριανταφυλλάκη λεγόταν η γιαγιά.
Γνωρίζετε περίπου τι ημερομηνία ήρθανε από την Τουρκία;
Ημερομηνία… Όταν ήρθαν μαζί με την εικόνα, το 1950, το 1923, λάθος, το ‘23 είχανε έρθει εδώ.
Σας είχε μιλήσει καθόλου η γιαγιά σας για την Κατοχή, για άλλους πολέμους που βίωσε;
Βίωσαν πολέμους, τρεις πολέμους και σφαγές και απ’ τους Βουλγάρους, που ήτανε εδώ στο Δοξάτο, και απ’ τους Γερμανούς. Η πείνα και η κατοχή τούς ανάγκασε, ας πούμε, να τρώνε μόνο μπομπότα. Μπομπότα ήτανε αυτό, ας πούμε, το αλεύρι το καλαμποκίσιο που κάνουν. Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια και η πείνα… Μ’ αυτούς τους πολέμους δεν είχε κάτι για να μπορείς να πας να βρεις κάτι για να φας. Δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν, ας πούμε, τα χωράφια τους, τότε δεν υπήρχανε. Ήρθανε εδώ κυνηγημένοι, να βρουν ένα μέρος, να εγκατασταθούν και μέχρι να βρεθεί αυτό το μέρος για να εγκατασταθούν και να αποκτήσουν τα χωράφια και να ξεκινήσει η διαδικασία να σπέρνουν τα στάρια για να έχουν το ψωμί τους, πέρασαν πολλά χρόνια. Και οπότε, έτσι εξελίχθηκε η πείνα. Αφού απ’ την πείνα ο κόσμος πέθαινε εδώ πέρα, γιατί δεν είχε πόρους για να βρεθεί κάποιο... να βρεθούν, ας πούμε, χωράφια για να καλλιεργήσουν και να μπορέσουν και αυτοί κάτι να κάνουν. Με τα χέρια τους, φυσικά, ό,τι γινόταν, και αν υπήρχαν τα δρεπάνια, αυτά που ‘κάναν τα σιτάρια. Τότε δεν ήξεραν τίποτα, ό,τι γινόταν με τα βόδια, με αυτό.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν στα παιδικά σας χρόνια ζούσατε με τους γονείς σας.
Στα παιδικά μου χρόνια οι γονείς μου έφυγαν στη Γερμανία λόγω φτώχειας, για να πάνε εκεί να δουλέψουν, μείναμε εμείς με τη γιαγιά. [00:10:00]Όταν ήμασταν στην πέμπτη τάξη Δημοτικού, τότε είχαν έρθει. Από μικρά που γεννηθήκαμε μέχρι που φτάσαμε να πηγαίνουμε στο Δημοτικό σχολείο Δοξάτου, πέμπτη τάξη, ήμασταν μαζί με τη γιαγιά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το κυρίως φαγητό, όπως τρώγαμε τώρα, κάθε Κυριακή λέμε να φάμε λίγο κρεατάκι, να έχουμε, ας πούμε, σπίτι μας με την οικογένεια, για ‘μας ήταν το σαλάμι και το κασέρι ή τα αυγά τα τηγανιτά, γιατί τότε, σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε να επανέρχεται και να έχει και να καλλιεργεί κάτι, όπως είχαμε και εμείς τον μπαξέ και σπέρναμε. Μας έλεγε η γιαγιά μας πώς να το κάνουμε, πώς να τη βοηθήσουμε και σιγά-σιγά… όχι ντοματούλες, όχι αγγουράκια. Θυμάμαι υπήρχαν τότε και τα κουκιά, τα κουκιά, θυμάμαι, μαζί με τον αδερφό μου τα τρώγαμε ωμά. Ανοίγαμε και τα τρώγαμε ωμά. Είχαμε την ντοματούλα, σπέρναμε καλαμπόκια και μας έδειχνε η γιαγιά μας πώς να τα κάνουμε. Πηγαίναμε στο σχολειό αλλά αν δεν έχεις κάποιον από πίσω να σε βοηθήσει, για να μπορεί, ας πούμε, για να μπορέσω να μάθω γράμματα ή κάποιον -γιατί ήμασταν μικρά- να μας βοηθήσουν… Λείπαν οι γονείς μας στην Γερμανία, δουλεύανε, έφυγαν για το σκοπό, ναι μεν μακριά και αυτοί ξενιτεύτηκαν, αλλά ξενιτεύτηκαν για να γυρίσουν πίσω, για να μπορούν να μαζέψουν κάποια λεφτά, για να κάνουν κάποια δουλίτσα όταν θα ‘ρθουν. Βέβαια, και εμείς από εδώ με τη γιαγιά μάς είχε, μας βοηθούσε η γιαγιά, αλλά πόσο να μας βοηθήσει και αυτή η καημένη; Τότε ήμασταν γύρω στα... Αυτή ήτανε γύρω στα 70 χρονών και εμείς ήμασταν τότε που πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο. Τα Σαββατοκύριακα θυμάμαι ότι, επειδή ο κόσμος έβγαινε έξω στον κάμπο, άλλος είχε τα πρόβατα, άλλος είχε τις αγελάδες, άλλος είχε άλογα, πήγαινα… Έλειψα μια μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ και όταν γύρισα από την πολλή την αγωνία που είχε η γιαγιά μου και από τα νεύρα της πήρε, που λες, και με έδεσε στο δέντρο. «Θα σε δέσω -λέει- και θα καθίσεις εδώ όλη την νύχτα». Τι να κάνω; Δεν μπορούσα να μιλήσω εγώ, φοβήθηκα κιόλα, άσε που καλοκαίρι και ο ήλιος έκαιγε και εγώ γυρνούσα και αυτή είχε την αγωνία της, λογικό. Μετά απ’ αυτό με λυπήθηκε ο αδερφός μου και με λέει «Γιαγιά, λυσ’ τονα -λέει- γιατί δεν κάνει, -λέει- αυτός θα πέσει απ’ την πείνα». Ήμουνα εγώ από τον ήλιο καμένος, από το πρωί μέχρι να βραδιάσει, με έδεσαν και στο δέντρο, ήτανε αυτό το αποτελείωμα, το αποτελείωμα λέγοντας ότι ήμουνα κουρασμένος, απ’ την ζέστη και... και πεινούσα και δεν... Και λέει ο αδερφός μου «Λυσ’ τον γιαγιά -λέει- γιατί δεν θα αντέξει αυτός». Και με λύνει και πάμε μέσα. Ήμασταν σε μια αποθήκη με τα μιντέρια και σουφρά, τα τραπέζια που καθόσουν κάτω χαμηλά, και ένα άλλο φαγητό, τα τηγανιτά τα αυγά, και αυτό. Έφαγα, και λέει... Με μάλωσε, βέβαια, η γιαγιά γιατί έλειπα και δεν ήξεραν τότε, δεν... «Πού βρίσκεται; Μήπως χάθηκε; Τι έπαθε; Μήπως τον χτύπησαν;». Η αγωνία ήταν μεγάλη, αλλά, της είπα, λέω «Έφυγα -λέω- από εδώ και πήγα -λέω- στον κάμπο, γυρνούσα, να πάω να δω τα ζώα, -λέω- είδα τις αγελάδες, -λέω- είδα τα πρόβατα, -λέω- κάτι που δεν ήξερα, -λέω- μπορεί να με το λέγαν -λέω- άλλα δεν το ήξερα και το είδα με τα μάτια μου εγώ». «Ναι, αλλά ξέρεις -λέει- στον κάμπο εκεί υπάρχουν και ξένα άτομα που δεν τα γνωρίζεις, -λέει- υπάρχουν φίδια που περπατάς». «Και κάτω έβλεπα -λέω- και πάνω έβλεπα -λέω- και παντού έβλεπα, -λέω- για αυτό ήρθα εδώ πέρα πίσω, -λέω- Πώς γύρισα πίσω;», λέω. Και λέει: «Τώρα, αφού…». Εκεί που μιλούσαμε εγώ κοιμήθηκα. «Πάμε μέσα -λέει- στα κρεβάτια τώρα». Το σπίτι υπήρχε το ένα κομμάτι. Όταν έφυγαν οι γονείς μου, είχαμε το δικό μας το δωμάτιο, και η γιαγιά είχε ένα δωμάτιο παλιό, δικό της. Το οποίο της γιαγιάς το δωμάτιο κατέβαινες και τρία σκαλιά προς τα κάτω. Αλλά τότε, επειδή δεν είχανε... Δεν υπήρχαν ακόμα οι δρόμοι, υπήρχαν… όλο με λάσπη ήταν. Κα[00:15:00]ι μου ‘λέγε η γιαγιά «Μπορεί να έχει λάσπη -λέει- αλλά δεν έχει ζέστα, γιατί αν θα στρωθεί δρόμος -λέει- θα καίγεται και θα σηκώνει -λέει- τον ήλιο, -λέει- έτσι όπως είναι -λέει- είναι καλά». Το δύσκολο για μας ήταν, απ’ αυτά που μ’ έλεγε η γιαγιά, ότι επειδή ήταν χαμηλά το σπίτι -της γιαγιάς, όχι το άλλο που είχαμε-, ήταν όλο… φοβόταν, ας πούμε, τα νερά της βροχής. Και σε μια άδεια που είχαν έρθει οι γονείς μου πιάσαν και το μπαζώσαμε όλο. Έφυγε ο πατέρας μου ξανά στη Γερμανία, το μπαζώσαμε εγώ, ο αδερφός μου και η μάνα μου μαζί. Τι δύναμη να ‘χούμε εμείς τότε μικρά; «Το φτυάρι -λέει- και το... θα ρίχνετε και εσείς μπάζα, να το σκορπίσουμε όλο -λέει- να γίνει μια διαμόρφωση». Μας έλεγε «διαμόρφωση» και εμείς σκεφτόμασταν: «Τι είναι αυτό; Πώς είναι και τι είναι;». Έκατσε για λίγο διάστημα η μητέρα μας και ξανάφυγε πάλι στη Γερμανία αφού έγινε αυτό, τελείωσε το έργο μέσα στην αυλή. Και μείναμε πάλι με την γιαγιά. Τότε ήρθε ο ταχυδρόμος, μας φέρνει ένα χαρτί, λέει τη γιαγιά: «Αυτό το χαρτί είναι -λέει- θα ‘χετε τηλεφωνική επικοινωνία -λέει- με τον πατέρα σας, -λέει- θα σας πάρει τηλέφωνο απ’ τη Γερμανία για να μιλήσετε». Και πήγαμε στο ταχυδρομείο του Δοξάτου. Εκεί υπήρχαν δύο θαλάμοι, θυμάμαι, και μπήκαμε μέσα. Όταν μας έλεγε, ας πούμε, ότι θα μας πάρει 18:00 η ώρα, 18:00 η ώρα ακριβώς γινόταν, χτυπούσε το τηλέφωνο. Το σηκώσαμε, μιλούσε πρώτα η γιαγιά, μετά μίλησε ο αδερφός μου και μετά μίλησα εγώ. Τους είπα, λέω «Αν δεν ‘ρθείτε -λέω-, εδώ -λέω- στην Ελλάδα, -λέω- θα πω του Γερμανούς να σας διώξουν εδώ -λέω- στην Ελλάδα ξανά!», λέω. Με λέει... Εντωμεταξύ, ο πατέρας μου όταν το άκουσε αυτό, τον έπιασε το παράπονο, αλλά «Μη στεναχωριέσαι -λέει- μην στεναχωριέσαι -λέει- παιδί μου, εμείς θέλαμε να ‘ρθούμε αλλά δουλεύουμε για σας». «Δουλεύετε, δεν δουλεύετε, -λέω- λίγος καιρός έμεινε -λέω- φτάνει, -λέω- δεν μπορούμε, -λέω- δεν γίνεται αυτό -λέω- τόσα χρόνια να είμαστε... Αν ήταν -λέω- γιατί δεν μας έπαιρνες μαζί με τη γιαγιά και εμάς, να πας στην Γερμανία και ας ήσασταν εκεί στις παράγκες, -λέω- Γιατί ξέραμε εμείς -λέω- από σπίτια πολυτελείας, που δεν τα γνωρίζαμε καθόλου; Τίποτα δεν ξέραμε -λέω- Θα ζούσαμε και εμείς, εκεί μαζί σας και τώρα θα ήμασταν. Θα είχες και την μάνα σου εκεί και θα πηγαίναμε σχολείο και εκεί θα συνεχίζαμε -λέω- και θα είχαμε -λέω- και δουλειά» λέω. Για εκείνα τα χρόνια μιλάω, τώρα λέω, μιλάω για το έτος 1967 με ‘77, μια δεκαετία, «Γιατί δεν το κάνετε αυτό;». «Καλά, θα ‘ρθούμε και θα το κάνουμε». Περιμέναμε εμείς, λέω «Γιαγιά -λέω- πότε θα ‘ρθουν οι γονείς μας;». «Θα ‘ρθουν, παιδάκι μου, -λέει- μην στεναχωριέσαι, θα ‘ρθουν». Και όταν μάθαμε ότι έρχονται και είναι στη Θεσσαλονίκη, έλεγα: «Θα ‘ρθουν; Θα ‘ρθουν για πάντα;». Κοιτούσαμε εμείς το δρόμο, «Ήρθανε οι γονείς μας;», ανοίξαμε τα παντζούρια από το σπίτι μας και καθόμασταν επάνω στα παράθυρα, έτσι όπως είναι τώρα το μάρμαρο, ας πούμε. Και καθόμασταν εκεί πάνω και περιμέναμε και αγναντεύαμε εκεί στο δρόμο, για να δούμε αν θα στρίψει κάνα αυτοκίνητο και γυρίσει και είναι οι γονείς μας! Και γυρνάει το ταξί, ήρθαν, και με το που κατεβαίνουν, ίσα και οι δύο στην αγκαλιά της γιαγιάς. Μπήκαν εκεί, στης γιαγιάς το δωμάτιο που πηγαίναμε συνήθως, και μου λέει, με φώναζε ο πατέρας μου, «Όχι» λέω, «Έλα παιδί μου -λέει- και σε εμένα -λέει- και στη μάνα σου». «Όχι -λέω- στη γιαγιά μου. Εμένα -λέω- η γιαγιά με μεγάλωσε -λέω- όσο ήμουνα εδώ -λέω- δεν με μεγάλωσε ο πατέρας μου και η μάνα μου, -λέω- δεν σας γνώρισα εγώ λέω. Φύγατε εσείς -λέω- ήρθατε κάποια στιγμή εδώ με άδεια και μείναμε -λέω- μαζί με τη γιαγιά. Πώς να ‘ρθω; -λέω- Με τίποτα!». Κλάμα οι γονείς μου, κλάμα! Το παιδί σου να σου λέει τέτοια λόγια είναι πολύ δύσκολο να τ’ ακούς, και ειδικά απ’ τα παιδιά, και τα δύο αδέρφια το ίδιο κάναμε, πέσαμε στην αγκαλιά της γιαγιάς και τελείωσε. «Ήρθατε για πάντα;». «Ναι, -λέει- για πάντα ήρθαμε». Δεν το πολυ[00:20:00]πιστεύαμε μαζί με τον αδερφό μου, δεν το πιστέψαμε, αλλά ο αδερφός μου -ξέχασα να πούμε και το όνομα, Δημήτριος- έλεγε «Δεν νομίζω, -λέει- θα δούμε». Ήρθανε, ετοιμάζουν τα πράγματα. «Πού πάτε;» -λέει- «Θα φύγουμε, -λέει- θα πάμε στην Θεσσαλονίκη -λέει- να σας αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να έχετε, αφού πήραμε κάποια λεφτά στην άκρη, είχαμε -λέει- να πάρουμε ένα διαμέρισμα Θεσσαλονίκη και θα γυρίσουμε». Όταν φεύγαν τότε, θυμάμαι, πήγαινε ο κόσμος και έλεγαν «Καλό ταξίδι» και ρίχναμε με τις κανάτες πίσω από το αυτοκίνητο νερό. Και έλεγα εγώ μαζί με τον αδερφό μου, καθόμασταν πάλι στο παράθυρο εκεί, «Δεν θα γυρίσουν, ποιο διαμέρισμα;». Βρε πήγε μία μέρα, περιμέναμε, δύο μέρες, περιμέναμε, τρεις. Την επόμενη «Κλεισ’ τα παντζούρια, -λέω- ασ’ το -λέω- χτυπάει η ζέστα και θα γίνουμε χάλια, -λέω- μπες μέσα», λέω. Συνεχίζαμε, παρόλα αυτά, εντάξει. Πηγαίναμε στο σχολείο. Εγώ δεν ήμουνα καλός μαθητής, δεν μπορούσα με τίποτα, πέρασα λίγο, να το πω, άσχημα, γιατί δεν είχαμε και δάσκαλο ο οποίος θα μας παρότρυνε, να μπορέσω να μην έχω, ας πούμε, αυτόν το φόβο του να πηγαίνεις στο σχολείο και να φοβάσαι για να μη φας ξύλο, γιατί τότε με το ξύλο γινόταν όλα. Καλά, δεν θέλω να μιλήσω για αυτό το θέμα, αλλά εντάξει, έτυχε τώρα πώς είναι τα χρόνια και το είπα. Ό,τι έγινε έγινε, εντάξει, ας το ξεχάσουμε αυτό, όσον αφορά το θέμα του Δημοτικού σχολείου. Αυτά που έζησα εγώ, τα χρόνια της γιαγιάς με τους γονείς μου, ήταν που με στιγμάτισαν πολύ, και με τη γιαγιά και με τους γονείς.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν τελικά οι γονείς σας φύγανε στη Θεσσαλονίκη ή στη Γερμανία.
Τελικά έφυγαν στη Γερμανία και παραμείναμε εμείς εκεί στο παράθυρο, για να βλέπουμε μέρα-νύχτα αν θα γυρίσει αυτό το αυτοκίνητο, τέλος πάντων, ή το λεωφορείο, κάποιος για να τους φέρει πίσω. Αλλά διαπιστώσαμε ότι μετά από τρεις μέρες βέβαια δεν θα μπορούσε να μην δεν έρθουν, να έρθουν απ’ τη Θεσσαλονίκη πίσω, και οπότε καταλήξαμε ότι έφυγαν ξανά στη Γερμανία. Βέβαια, η μελαγχολία ήταν ακόμα χειρότερα και η ψυχολογία ήταν χάλια, γιατί έφυγαν οι γονείς, «Όχι, θα πάμε εκείνο», αρχίσαμε να κλαίμε μαζί με τον αδερφό μου και μας πείραξε πολύ, πάρα πολύ αυτήν τη φορά που έγινε αυτό έτσι. Για να μη μας πικράνουν εκείνη την στιγμή, μας είπαν ότι «Πάμε να πάρουμε...». Και αυτοί απ’ την πλευρά τους έβρισκαν κάτι για να μην καταλάβουμε ότι θα φύγουν, αναγκαστικά όμως, κάτι έπρεπε να πουν και αυτοί. Βέβαια, με βαριά καρδιά. Αλλά έγινε αυτό που έγινε: Έφυγαν και επανήλθαμε, γυρίσαμε πίσω πάλι στο παλιό παρελθόν, με το να καθόμαστε πάλι με την γιαγιά, να μας λέει... Δεν θυμάμαι ιστορίες. Μας έλεγε πολλά πράγματα η γιαγιά, με έκανε εντύπωση σε πολλά πράγματα. Αλλά δεν μπορώ να τα θυμηθώ μετά από τόσα χρόνια. Η γιαγιά «κοιμήθηκε» 105 χρονών χωρίς να ‘χει τίποτα, ούτε αρρώστια ούτε τίποτα, τίποτα. Πρόλαβε, αφού γυρίσαν οι γονείς απ’ τη Γερμανία, πρόλαβε να δει και τρισέγγονα, στα 105 χρονών που έγινε. Και μάλιστα, όταν παντρευτήκαμε με τη γυναίκα μου και έκανε δίδυμα, πλέον είχε χάσει το φως. Είχε επαφή, αλλά δεν έβλεπε καθόλου. Τότε μεγαλώσαν τα δίδυμα τα κοριτσάκια και την πήγα εκεί στο κρεβάτι που καθόταν. Τα πήγα, αυτά ήταν στο ύψος του κρεβατιού, μικρά ήταν, λέω: «Γιαγιά -την αγαπούσαμε πολύ, για αυτό πηγαίναμε κάθε μέρα, εγώ προσωπικά κάθε μέρα- Γιαγιά -λέω- έφερα -λέω- τα κοριτσάκια -λέω- να δούμε θα τα γνωρίσεις, -λέω- εγώ θα σου πω τα ονόματα -λέω-. Η μία -λέω- λέγεται Σουλτάνα ή άλλη λέγεται Μαρία». «Για δώσε μου, εσύ κοριτσάκι μου, το χεράκι, να το πιάσω», το ‘πιάνε η γιαγιά. Το χάιδευε λίγο το παιδί, για να μην τρομάξει. «Τώρα, -λέω- κάνε εσύ στην άκρη Μαρία, για πάνε εσύ». Εγώ τα μιλούσα στ’ αυτί, για να μην καταλάβει, «Να δούμε -λέω- θα τα βρει μετά ποια είναι;». «Για πάνε εσύ -λέω- Σουλτάνα -λέω- τώρα στη γιαγιά». Πήγαινε, το ‘βάζε το χεράκι. «Για πες μου, γιαγιά, τώρα -λέω- εσύ, -λέω- να σε ξανά δώσω -λέω- τα χεράκια, να δούμε, θα καταλάβεις ποια είναι;». Λέει «Ναι, για δώσε[00:25:00]», λέει. Έλεγα: «Πήγαινε εσύ Σουλτάνα». «Ποια είναι γιαγιά αυτή;». «Αυτή είναι -λέει- η Σουλτάνα». Τα ‘βρίσκε η γιαγιά, παρόλο που δεν είχε φως τα ‘βρίσκε. Τα αγαπούσε πολύ, μετά τα ‘παιρνε στην αγκαλιά και να χορεύει και τα... Έπιανε τα μαλλάκια της, να τα τραβάει, να τα χαϊδεύει, μες στην τρελή χαρά. Και με ‘λέγε -αυτό το ξεχάσαμε. Είδες πώς έρχονται στη μνήμη- έλεγε: «Όταν -λέει- θα πάει -λέει- ο βασιλιάς -λέει- της Ελλάδος -λέει- στην Κωνσταντινούπολη, στην Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, -λέει- και πάει -λέει- στην είσοδο -λέει- της Κωνσταντινούπολης -λέει- θα ‘ρθει ένα περιστέρι -λέει- και θα καθίσει -λέει- στο κεφάλι του. Τότε θα ελευθερωθεί -λέει- η Κωνσταντινούπολη». «Τι λες ρε γιαγιά -την έλεγα- τώρα, τι είναι αυτά που με λες;». «Τότε -λέει- θα ελευθερωθεί -λέει- θα το δεις». Βέβαια, ο βασιλιάς και η βασίλισσα στο σπίτι. Φωτογραφία ήταν απαραίτητη εκείνα τα χρόνια που ήμασταν μαζί με τη γιαγιά. Και μας έλεγε, λέει «Εκεί -λέει- που μέναμε -λέει- στο Uzunköprü -λέει- στα τούρκικα -λέει- λέγεται μία λέξη, «τσισμές». «Τσισμές» σημαίνει -λέει- «βρύση». Θα πάμε -λέει- μαζί -λέει- από εδώ, -λέει- θα με ανεβάσεις -λέει- στο τρένο, και θα πάμε -λέει- στην Τουρκία, στο Uzunköprü -λέει- να βρούμε -λέει- τον τσισμέ. Από κάτω -λέει- έχω έναν τενεκέ λίρες -λέει- να γίνεις πλούσιος». «Γιαγιά, για να πάμε -λέω- εμείς στην Τουρκία -λέω- Να πάμε -λέω- Τα βρήκαμε, -λέω- πώς θα ‘ρθούμε -λέω- στην Ελλάδα;», λέω. «Γιατί -λέει- τι μας κάνουν;», «Θα μας σκοτώσουν όπως εσκότωσαν τότε τους... σας κυνηγούσαν». Λοιπόν, «Όχι -λέει- να μην έχεις πρόβλημα στη ζωή σου καθόλου -λέει-, να σωθούμε όλοι». Το ‘δεσε αυτή το μυαλό της όλο εκεί ήτανε. Γυρνούσε. Το ‘λέγε και στον αδερφό μου: «Δημήτρη, να πάμε μαζί, να πάρουμε και τον αδερφό σου και να πάμε». Τη λέγαμε «Γιαγιά, να πάμε καλά είναι. Πώς θα γυρίσουμε; Να πάμε να δούμε αυτό το μέρος που λες, που έμενες και ονομαζόταν Uzunköprü , να πάμε -λέω- σε αυτήν τη βρύση. Μία βρύση έχει εκεί στο Uzunköprü , άλλη δεν είχε;». «Εγώ -λέει- θα τα θυμηθώ, -λέει- θα τα βρω». Και φώναζε μετά, αφού γύρισαν και οι γονείς μου απ’ τη Γερμανία, «Θεοδόση, να πάμε -λέει- μαζί με τα παιδιά». «Μάνα, ασ’ το μάνα, δεν μπορούμε να πάμε εκεί! Να σε πάω βόλτα, να δεις την Κωνσταντινούπολη -λέει- και την Αγια-Σοφιά, ναι -λέει- αλλά να πάμε και να πάρουμε αυτά -λέει- δεν θα ξαναγυρίσουμε πίσω -λέει- Θα γίνει… Εδώ η γυναίκα μας μόνη θα είναι, -λέει- Εμάς θα μας έχουν στην φυλακή ή θα μας σκοτώσουν». Και όλο αυτή ήτανε η αγωνία της, πώς θα μπορέσουμε να πάμε να πάρουμε έναν τενεκέ λίρες. «Σηκώνεται ρε γιαγιά -λέω- ένα τενεκέ λίρες;». Πού να ξέραμε εμείς; Αλλά το ‘λέγε και ο πατέρας μου όμως. Με έκανε εντύπωση, λέει: «Για να μην υποφέρουμε στην ζωή μας». Τι να πει η καημένη; Αυτά σκεφτόταν, αυτά ήξερε, αυτά έλεγε. Σου λέει: «Μεθαύριο θα έχετε, ας πούμε, τις λίρες και δεν θα ‘χέτε πρόβλημα».
Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς αισθάνεστε κάθε φορά που πηγαίνετε στην εκκλησία και βλέπετε την εικόνα που έφερε ο παππούς και η γιαγιά σας.
Από τότε που πηγαίναμε στην εκκλησία και βρήκαμε την εικόνα και κάναμε προσκύνημα, ανάψαμε κερί, η συγκίνηση είναι μεγάλη για μένα και για τον αδερφό μου, ο οποίος αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Άγιο Όρος καλόγερος. Πιο πολύ συγκίνηση για αυτόνα, γιατί εμείς οι κοσμικοί είμαστε διαφορετικοί απ’ τους καλόγερους εκεί, με τις λειτουργίες που κάνουν αυτοί, και με αυτά που έχουμε εμείς εδώ πέρα. Έχουμε μεγάλη διαφορά, αυτοί έχουν μεγάλο αγώνα, το να σηκώνεσαι 02:00 η ώρα τα ξημερώματα και να τελειώνει η εκκλησία με το δικό μας το ρολόι 08:30 η ώρα το πρωί… Εμείς να πάμε, λέω, στην εκκλησία, θα μας ξυπνήσουν 06:00 η ώρα, θα γυρίσουμε να πούμε: «Ακόμα δεν πήγε ο παπάς στην εκκλησία, εμείς τι να πάμε να κάνουμε;». Και όμως, εκεί υπάρχει κανόνας. Και όταν ερχόταν εδώ και βλέπαμε, ας πούμε, την εικόνα, έφτιαχνε προσκύνημα, έκανα και ‘γώ προσκύνημα, ανάψαμε τα κεράκια μας, προσευχηθήκαμε. Είναι μια... Με αυτά που μ’ είπε η γιαγιά, που ζήσανε εκείνα τα χρόνια στην φτώχεια και στην Κατοχή και στους πολέμους, είναι να μη συγκινηθείς; Να λες: «Πώς αυτοί οι άνθρωποι... πώς έγινε αυτό το θαύμα και καρφώθηκε [00:30:00]η σφαίρα;». Και τη δείχνει πάνω, επάνω στην εικόνα υπάρχει αυτό. Είναι μια συγκίνηση, δεν λέω, είναι τρομερό για μένα που αντίκρισα, έτσι, και με κάνει… Ας πούμε, κάθε φορά, όταν πηγαίνω, ας πούμε και γιορτάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο… όρισε ο παπα-Γιάννης, παπάς στο Δοξάτο εδώ, μια ημερομηνία για να υπάρχει και ονομάστηκε, ας πούμε, Παναγία η Θρακιώτισσα, γιατί την έφεραν απ’ τη Θράκη. Και στην πρώτη εκδήλωση που έγινε, πρώτο εκκλησιασμό, το έμαθα, πήγα. Στο δεύτερο εργαζόμουνα, δεν μπόρεσα να πάω, γιατί ήταν Κυριακή, όχι Δευτέρα, μάλλον. Ήταν μέσα στις εργάσιμες μέρες, και δεν μπόρεσα να πάω λόγω εργασίας. Αλλά νομίζω ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος για μένα. Μπορούσα να πάρω μια μέρα άδεια και να πάω, να κάνω και ‘γώ μια θυσία. Μετά, όταν το σκεφτείς αυτό, βλέπεις, ας πούμε, ότι έπρεπε να γίνει όπως το είπες, αλλά δυστυχώς, δεν το ‘κανα όμως. Όσο για την εικόνα, μακάρι να είναι εδώ πέρα, να πηγαίνω, να μπορέσω να πηγαίνω κάθε φορά, να κάνω και ‘γώ ένα τάμα στην Παναγία, να προσευχηθώ και να μπορέσω η ψυχολογία μου και η συνείδησή μου να είναι καθαρή.
Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε;
Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι άλλο τώρα, αλλά ίσως αργότερα, δεν ξέρω, μπορεί να το κάνω και αυτό.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Μόσχο.
Ευχαριστώ και ‘γώ.
Photos

Παναγία η Θρακιώτισσα
Αντίγραφο της εικόνας.
Summary
Ο Μόσχος Τριανταφυλλάκης είναι κάτοικος του Δοξάτου Δράμας. Στην αφήγησή του αναφέρεται στο ταξίδι που έκαναν οι πρόγονοί του από το Uzunköprü της Τουρκίας μέχρι το Δοξάτο, φέρνοντας μαζί τους μία εικόνα της Παναγίας, που θεωρείται θαυματουργή. Παράλληλα, θυμάται με συγκίνηση το πώς μεγάλωσε ο ίδιος και ο αδερφός του με τη γιαγιά τους, καθώς οι γονείς τους έλειψαν για πολλά χρόνια ως μετανάστες στη Γερμανία. Η μακρόχρονη απουσία τους, θυμάται ο αφηγητής, τους στιγμάτισε. Τέλος, ο κ. Τριανταφυλλάκης μιλά για την τύχη της εικόνας σήμερα.
Narrators
Μόσχος Τριανταφυλλάκης
Field Reporters
Φωτούλα Παπανδρέου
Tags
Interview Date
02/02/2022
Duration
31'
Interview Notes
Σημείωση:
Το χωριό καταγωγής της γιαγιάς του Αφηγητή ονομάζεται Uzunköprü, όμως μέσα στη συνέντευξη αναφέρεται ως Ουζούν Κιπρί.
Summary
Ο Μόσχος Τριανταφυλλάκης είναι κάτοικος του Δοξάτου Δράμας. Στην αφήγησή του αναφέρεται στο ταξίδι που έκαναν οι πρόγονοί του από το Uzunköprü της Τουρκίας μέχρι το Δοξάτο, φέρνοντας μαζί τους μία εικόνα της Παναγίας, που θεωρείται θαυματουργή. Παράλληλα, θυμάται με συγκίνηση το πώς μεγάλωσε ο ίδιος και ο αδερφός του με τη γιαγιά τους, καθώς οι γονείς τους έλειψαν για πολλά χρόνια ως μετανάστες στη Γερμανία. Η μακρόχρονη απουσία τους, θυμάται ο αφηγητής, τους στιγμάτισε. Τέλος, ο κ. Τριανταφυλλάκης μιλά για την τύχη της εικόνας σήμερα.
Narrators
Μόσχος Τριανταφυλλάκης
Field Reporters
Φωτούλα Παπανδρέου
Tags
Interview Date
02/02/2022
Duration
31'
Interview Notes
Σημείωση:
Το χωριό καταγωγής της γιαγιάς του Αφηγητή ονομάζεται Uzunköprü, όμως μέσα στη συνέντευξη αναφέρεται ως Ουζούν Κιπρί.