© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Έχουμε γη και πατρίδα, όταν έχουμε πλοία και θάλασσα»

Istorima Code
11119
Story URL
Speaker
Ιωάννης Παρίσης (Ι.Π.)
Interview Date
22/03/2021
Researcher
Βικτώρια Ταλαδιανού (Β.Τ.)
Β.Τ.:

[00:00:00]Είμαι με τον κύριο Γιάννη Παρίσση, βρισκόμαστε στη Σκιάθο, είναι Τρίτη 23 Μαρτίου 2021, είμαι η Ταλαδιανού Βικτωρία, ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Γιάννη, καλησπέρα σας.

Ι.Π.:

Καλησπέρα.

Β.Τ.:

Θέλετε να ξεκινήσουμε με λίγα πράγματα για τον εαυτό σας; Να μας συστηθείτε;

Ι.Π.:

Πολύ ευχαρίστως. Γεννήθηκα το Νοέμβριο του 1940, δηλαδή είμαι λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου γεννημένος. Είμαι μέλος μιας πενταμελούς οικογένειας, είχα, δηλαδή, άλλα τέσσερα αδέρφια. Ουσιαστικά δεν γνώρισα πατέρα, γιατί τον πατέρα μου τον σκοτώσανε εδώ στη Σκιάθο, οι υποτιθέμενοι Γερμανοί, το 1944, τον Αύγουστο, όταν πυρπολήσαν το νησί για αντίποινα και είχα πάρα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, γιατί ο μεγαλύτερος της οικογένειας, από τα παιδιά εννοώ, ήταν η αδερφή μου, η οποία το 1944 ήταν 16 χρονών και ο μικρότερος ήμουνα εγώ, που δεν ήμουνα ούτε τεσσάρων ουσιαστικά. Η μητέρα μου, ευτυχώς, είχε μάθει την τέχνη της ραπτικής, την οποία εξάσκησε και από αυτή μεγαλώσαμε. Περιουσία δεν είχαμε εκτός από το σπίτι μας, άρα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε από την περιουσία, ζούσαμε μόνο από τη δουλειά της μητέρας μου. Αυτά τα δύσκολα χρόνια, σήμερα, 70-75 χρόνια μετά, παρόλο που ήτανε πάρα πολύ δύσκολα και δεν περνάγαμε καλά, παρόλα αυτά όποιον συνομήλικο να ρωτήσεις, θα σου πει ότι τα παιδικά του χρόνια ήτανε πολύ, πολύ όμορφα από την άποψή του ότι τα παιδιά ήταν ελεύθερα. Δεν είχαν αυτούς τους περιορισμούς, που έχουμε σήμερα στα παιδιά, «μη το ένα», «μη το άλλο». Πηγαίναμε στο σχολείο, δεν μας πηγαίναν οι μαμάδες, πηγαίναμε μόνοι μας, έτσι; Γιατί σήμερα όχι μόνο τα πηγαίνουν οι μαμάδες, τα πηγαίνουν και με το αυτοκίνητο ή οι μπαμπάδες αντίστοιχα. Σε ένα μέρος σαν τη Σκιάθο, που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, πιστεύω ότι θα μπορούσαν να πάνε τα παιδιά μόνα τους, να είναι ελεύθερα. Αυτός ο εξαναγκασμός από το χέρι ή με το αυτοκίνητο και λοιπά και λοιπά στα δικά μου τα μάτια δεν ταιριάζει. Είναι σαν το σκυλάκι που το βγάζουμε βόλτα, κάτι τέτοιο, λέω. Εκείνο εντάξει, όχι ότι δεν μπορεί, μπορεί να βγει βόλτα μόνο του, πιθανόν να μην επιστρέψει, για αυτό το... Το παιδί δεν υπάρχει περίπτωση, θα επιστρέψει στο σπίτι του. Τέλος πάντων. Το σχολείο μου, τώρα από το μέρος αυτό που μιλάω είναι ακριβώς απέναντί μου και είναι... Συγκινούμαι, γιατί σε αυτό το σχολείο έζησα 6 χρόνια κάτι το ανεπανάληπτο. Ήταν ένα μέρος και εξακολουθεί να είναι, νομίζω, ίσως το πιο όμορφο της Σκιάθου και τι το πιο ωραίο; Τα παιδιά να ζούνε σε ένα τέτοιο σχολείο, μέσα στη φύση, μέσα στα πεύκα, δίπλα στη θάλασσα, σε αίθουσες με 5 μέτρα ύψος περίπου, νεοκλασικό κτίριο, δωρεά του Ανδρέα Συγγρού στο Ελληνικό κράτος, του οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ», γιατί ήταν και είναι ένα κόσμημα αυτό το σχολείο και ευτυχώς που δεν γκρεμίστηκε, γιατί υπήρχαν και τέτοιες ιδέες κάποια εποχή, όταν ήμουνα νεαρός, να το γκρεμίσουνε ή να το κάνουνε ξενοδοχείο, δηλαδή να σαρώσουνε όλες τις μνήμες μας και να είναι και αυτό ένα από τα αξιοποιήσιμα κτίρια ή μέρη της Σκιάθου, που δυστυχώς ό,τι αξιοποιήθηκε, καταστράφηκε. Εν πάση περιπτώσει, για να μην πολυλογώ, σε αυτές τις αίθουσες αυτού του σχολείου, είπα συγκινούμαι, γιατί σήμερα, σε αυτή την ηλικία που είμαι, ξαναγύρισα στα παιδικά μου χρόνια, γιατί ο Δήμος, τον οποίον τον ευχαριστούμε, όχι το σημερινό Δήμαρχο, αλλά τον προηγούμενο, όλα πρέπει να τα λέμε όπως είναι, ασχέτως πολιτικής τοποθέτησης, μας παραχώρησε μία αίθουσα να κάνουμε όχι το χόμπι μας, αλλά το καθήκον μας απέναντι σε αυτό το επάγγελμα, το οποίο υπηρετήσανε σχεδόν όλοι οι Σκιαθίτες της εποχής μας τότε. Είναι οι μνήμες μας, είναι ο αγώνας μας και καταξιωθήκαμε να αποκτήσουμε ένα... Είναι σαν να φτιάχνεις ένα σπίτι δικό σου και να βάζεις μέσα ό,τι πιο ωραίο έχεις αποκτήσει, τις μνήμες σου και τα πράγματα με τα οποία έζησες και έβγαλες χρήματα, για να γίνεις όποιος ήσουνα, να δημιουργήσεις οικογένεια, να, εν πάση περιπτώσει, να περάσεις καλά με βάση τα δεδομένα των τότε χρονών. Όλα είναι σχετικά σε κάθε επάγγελμα και πιστεύω ότι όλοι οι σωστοί επαγγελματίες αγαπάνε το επάγγελμά τους. Έτσι το αγαπάμε και εμείς και για αυτό δεν θελήσαμε να το απεμπολήσουμε, δηλαδή να το πετάξουμε, να το διώξουμε, να το βγάλουμε από το μυαλό μας. Βέβαια, όταν δουλεύαμε στα καράβια, είχαμε άγχος, είχαμε στεναχώρια, γιατί ήμασταν εκτός Ελλάδος, εκτός οικογένειας, εκτός των πάντων. Παρόλα αυτά, αυτός ο μόχθος που καταβάλαμε όλα αυτά τα χρόνια, έρχεται κάποια στιγμή η καταξίωση όλων αυτών που τράβηξε ο κάθε ναυτικός και ο κάθε επαγγελματίας στο επάγγελμά του και όλα τα βλέπεις με ένα... Δηλαδή, τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς, οι μεγάλοι, τώρα, είναι σαν το γλυκό, που όταν κάνεις το κέικ στο τέλος βάζεις από πάνω και τη ζαχαρίτσα, η οποία καλύπτει τα πάντα και σου δίνει μία γλυκιά αίσθηση. Αυτό μας δίνει και μας και νιώθουμε πολύ περήφανοι, όταν μπαίνουν άνθρωποι, είτε Έλληνες από άλλα μέρη είτε αλλοδαποί, δεν μπορώ να πω ότι θαυμάζουνε, γιατί δεν έχουμε τόσο αξιόλογα εκθέματα, αλλά αυτοί που καταλαβαίνουν εκτιμούνε την προσπάθεια, την προσπάθειά της διάσωσης αυτωνών που χαθήκανε, γιατί αυτά τα πράγματα και το επάγγελμα, ουσιαστικά, έχει αλλάξει εντελώς, εντελώς όταν λέμε εντελώς, αλλά και τα αντικείμενα αυτού του επαγγέλματος έχουν αλλάξει 100%. Ακόμη και οι ίδιοι άνθρωποι, που σήμερα λέγονται ναυτικοί, δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Όχι ότι εμείς ήμασταν καλοί και αυτοί δεν είναι καλοί. Είναι η πρόοδος της ζωής που το κάνει να είναι εντελώς... Δηλαδή, να σου πω ένα μικρό παράδειγμα. Εμείς τότε, την επικοινωνία που είχαμε με το σπίτι μας, που είναι το πιο ιερό πράγμα που μπορεί να έχει ένας οικογενειάρχης, να έχει δηλαδή την επικοινωνία, αν δεν είναι παντρεμένος με τον πατέρα του και με τη μάνα του, με τα αδέρφια του ή αν είναι παντρεμένος με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του, αυτά όλα ήταν τηλεγραφικά, είτε με ένα γράμμα. Έχουμε ένα κομμάτι μέσα στο Μουσείο που έχουμε μερικά παλιά γράμματα, που είναι ανταλλαγή αλληλογραφίας ναυτικού με την οικογένειά του. Γράφουμε από πάνω: «Ζωή δια αλληλογραφίας», αν είναι δυνατόν να γίνει ζωή. Δηλαδή, έφευγε ο ναυτικός, και έχω συγκεκριμένο παράδειγμα [00:10:00]ναυτικού Σκιαθίτη, τότε εγώ ήμουνα παιδί, αλλά το θυμάμαι πολύ καλά, που έφυγε, έκανε 4 χρόνια να γυρίσει στο σπίτι του, η γυναίκα του ήταν έγκυος, γέννησε και το παιδί ήταν 3.5 χρόνων όταν γύρισε. Το παιδί δεν ήθελε τον πατέρα του, έλεγε: «Ποιος είναι αυτός ο ξένος; Θέλω να φύγει». Έτσι βιώναμε τότε τη ζωή. Παρόλα αυτά, όμως, εγώ συνεχίζω και υποστηρίζω ότι και αυτά είχαν την αξία τους τότε και δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε, γιατί από το μικρό μικρό, το κάθε πράγμα γίνεται μεγάλο, παίρνεις ό,τι καλό υπάρχει, βγάζεις ό,τι σκάρτο στην μπάντα, θυμάσαι μόνο τα καλά, τα κακά τα θυμάσαι μόνο σε πολύ λίγες στιγμές και έτσι όλα σου φαίνονται ότι είναι πολύ ωραία.  Να συνεχίσουμε, όμως, γιατί έκανα μεγάλη παράκαμψη, τέλος πάντων. Εγώ πήγα, λοιπόν, Δημοτικό στη Σκιάθο. Το δυστύχημα ήταν ότι τότε η Σκιάθος, ένα μικρό μέρος, δεν είχε την κατάλληλη κρατική μέριμνα να έχει Γυμνάσιο. Υπήρχε πριν από μένα ένα τριτάξιο Γυμνάσιο, το οποίο, όμως, το κράτος δεν διόριζε καθηγητές. Έλεγε στους εδώ προκρίτους, ας πούμε, του νησιού: «Αν θέλετε, μπορείτε να πληρώνετε εσείς καθηγητές και να έχετε Γυμνάσιο». Κάποια στιγμή, κάποιοι αγανάκτησαν, δεν πληρώνανε και το Γυμνάσιο καταργήθηκε. Έτσι, λοιπόν, εγώ αναγκάστηκα να πάω κάπου αλλού Γυμνάσιο. Συγκεκριμένα την πρώτη χρονιά πήγα στον Πειραιά, σε μία θεία μου, με πήρε η θεία μου και με φιλοξενούσε και τις επόμενες χρονιές πήγα στη Σκόπελο. Μετά τη Σκόπελο, που εκείνη είχε τριτάξιο Γυμνάσιο, πήγα στο Βόλο. Στο Βόλο, λοιπόν, τελείωσα το Γυμνάσιο και τότε οι δυνατότητες των παιδιών που τελειώναν το Γυμνάσιο, δεν υπήρχε Λύκειο τότε, ήταν εξατάξιο Γυμνάσιο και μάλιστα δεν, ήταν εξατάξιο, αλλά λέγανε, την τελευταία τάξη τη λέγανε ογδόη, γιατί, όταν πήγαινες στη πρώτη τάξη, λέγανε ότι πήγαινες την τρίτη. Τώρα αυτό δεν το κατάλαβα. Στην τρίτη Γυμνασίου, η πρώτη λεγόταν τρίτη, έτσι το Γυμνάσιο, ουσιαστικά, ήταν εξατάξιο, αλλά στα χαρτιά ήταν οκταταξιο. Πιθανόν να υπολογιζόταν η πέμπτη και η έκτη του Δημοτικού δεν ξέρω. Βέβαια, τότε, για να πας στο Γυμνάσιο έδινες εξετάσεις. Τα πάντα ήταν με εξετάσεις τότε. Όχι ότι ήταν δύσκολα, αλλά έπρεπε να δώσεις εξετάσεις. Δεν ήτανε: «Εγγράφομαι στο Γυμνάσιο», τελείωσε.

Ι.Π.:

Τα Πανεπιστήμια τότε ήταν ελάχιστα, ουσιαστικά δύο, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, την εποχή που τελείωσα εγώ, το 1959. Θα μου πεις: «Γιατί είναι ‘59, ενώ έπρεπε να...;». Εδώ είχα μείνει σε μία τάξη, όχι από το ότι δε διάβαζα, αλλά δεν φοίτησα, γιατί αρρώστησα από μία αρρώστια που ήταν από αυτές τις αρρώστιες -όχι όπως είναι ο Covid τώρα, αλλά κάτι παρόμοιο- παιδική αρρώστια, κοκκύτη τη λέγανε, και είχε τρομερό βήχα, δεν μπορούσες να μιλήσεις και έπρεπε να είσαι στο σπίτι. Κάθισα, λοιπόν, τρεις μήνες στο σπίτι. Κατά συνέπεια, αφού δεν φοιτούσα για τρεις μήνες, δεν πέρασα την επόμενη τάξη. Το να δώσεις τότε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο ήταν μία περιπέτεια. Καταρχήν, έπρεπε να έχεις λεφτά. Αυτό εμείς δεν το είχαμε. Δεν είχα, βέβαια, εγώ, για να πω και την αλήθεια, και την ικανότητα. Δηλαδή, δεν ήμουνα καλός μαθητής -να μη, μου αρέσει να λέω τα πράγματα όπως έχουνε- και να έδινα εξετάσεις, δεν θα πέρναγα. Περνάγαν ελάχιστοι τότε και περνάγανε οι άριστοι, για αυτό βγήκαν στη συνέχεια και καλοί επιστήμονες. Δεν ήταν σαν και σήμερα που ένας υποψήφιος φοιτητής, όταν δίνει Πανελλαδικές γράφει 3, ας πούμε, στα Μαθηματικά και παρόλα αυτά, πηγαίνει στο Φυσικομαθηματικό Τμήμα και βγαίνει καθηγητής. Τι καθηγητής μπορεί να βγει ένας, ο οποίος δεν έχει τις ικανότητες; Απλώς, έτσι όπως έγινε η παιδεία τώρα, είναι να έχουμε σε κάθε πόλη ένα Πανεπιστήμιο, ένα Τμήμα, για να έχουμε ανθρώπους οι οποίοι έρχονται, να κάνουμε οικονομικό αλισβερίσι, δηλαδή να νοικιάζουμε σπίτια, να έχουμε καταναλωτές και λοιπά και λοιπά. Δεν το έχω καταλάβει αυτό. Τέλος πάντων, δεν θα κρίνω εγώ την παιδεία. Αυτά είναι αλλονών. Εγώ, λοιπόν, δεν, ούτε είπα ότι ήθελα να πάω, γιατί είχα συνειδητοποιήσει ότι και να πήγαινα το μόνο που θα έκανα θα ήταν να τρώω τα λεφτά της μάνας μου, που τα έβγαζε με τρομερό κόπο και άγχος. Της μόδας τότε, εκτός από τα νησιά, αλλά και στις πόλεις, ήταν η φυγή, η φυγή με τα καράβια.  Η ναυτιλία άνθιζε τότε και ζήταγε κόσμο. Θυμάμαι στο πρώτο καράβι που μπαρκάρισα ήμασταν έξι υποψήφιοι Καπετάνιοι, Δόκιμοι, δηλαδή, Πλοίαρχοι, από τους οποίους ο μοναδικός που πληρωνόμουν ήμουνα εγώ. Όλοι οι άλλοι ήταν μόνο να δουλεύουν, να τρώνε και να τους γράφεται η υπηρεσία, την οποία τη χρειαζότανε, για να συγκεντρώσουν ορισμένο χρονικό διάστημα. Τότε δεν υπήρχαν, υπήρχαν Σχολές του Εμπορικού Ναυτικού, ήταν ελάχιστες. Ήταν η μία στην Ύδρα και στη Σύρο νομίζω. Τέλος πάντων, στην Ύδρα ήταν σίγουρα, άρα οι θέσεις ήτανε πολύ λίγες. Υπήρχε, όμως, η δυνατότητα, τελειώνοντας το Γυμνάσιο να κάνεις 4 χρόνια εργαζόμενος σε καράβι, να έχεις, δηλαδή, πραγματική υπηρεσία 4 χρόνια και να περάσεις από εξετάσεις στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και να πάρεις το δίπλωμα, ενώ αντίθετα, αυτοί που είχαν τελειώσει τη Σχολή περνάν το δίπλωμα μετά από ένα χρόνο και δεν δίναν εξετάσεις, γιατί είχανε διδαχτεί όλα αυτά τα μαθήματα. Εμείς που ήμασταν από το Γυμνάσιο, εδώ βλέπεις αμέτρητα βιβλία, τα πιο πολλά από αυτά είναι βιβλία, τα οποία έπρεπε να διαβάσουμε μόνοι μας και αφού συμπληρώναμε την υπηρεσία, είτε να πάμε σε κάποιο φροντιστήριο, να τα ξαναδούμε, δηλαδή, με την εποπτεία κάποιου καθηγητή ή διαβάζοντας μόνοι μας, άμα θέλαμε, δεν ήταν υποχρεωτικό να πας στο φροντιστήριο. Έδινες εξετάσεις και αν ήσουν ικανός έπαιρνες το δίπλωμα του Ανθυποπλοιάρχου. Το ίδιο γινότανε άλλες δύο φορές, δηλαδή σου λέω τα χρονικά περιθώρια που ίσχυσαν για μένα, γιατί αυτά αλλάζαν. Εγώ μετά από 2 χρόνια, αφού πήρα το δίπλωμα του Ανθυποπλοιάρχου, 2 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, όχι πλασματικής, μπόρεσα και έδωσα εξετάσεις για το δίπλωμα του Υποπλοιάρχου. Από το δίπλωμα του Υποπλοιάρχου, για το δίπλωμα του Πλοιάρχου έπρεπε να κάνω 3 χρόνια πραγματική υπηρεσία και εξετάσεις πάλι. Άρα, πριν να πάρω το δίπλωμα του Καπετάνιου έκανα 4 χρόνια, 4 και 2, 6 και 3, 9 χρόνια πραγματική υπηρεσία, για να μπορέσω να πάρω το δίπλωμα του Καπετάνιου. Αντίθετα, οι της Σχολής είχανε πολύ πιο μικρό χρονικό διάστημα αλλά και αυτοί δίναν εξετάσεις, όπως εμείς. Μόνο στου [00:20:00]Ανθυποπλοιάρχου είχανε το ευεργέτημα να το παίρνουν χωρίς εξετάσεις. Για του Υποπλοιάρχου, για του Πλοιάρχου δίναν και αυτοί εξετάσεις. Αυτά είναι τα της καριέρας. Αφού λοιπόν τελείωσα το Γυμνάσιο, είπα όπως λέει και ο Καββαδίας στο τέτοιο, θα πρέπει να το ξέρεις, έτσι; «Γιε μου, πού πας;», λέει η μάνα, «μάνα θα πάω στα καράβια», ήταν της εποχής αυτό. Δηλαδή, δεν είναι εφεύρημα, εφεύρεση του Καββαδία. Ήταν κάτι που ακουγόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση στις ναυτικές περιοχές και και στην Αθήνα και στον Πειραιά, γιατί ο Πειραιάς ήταν και εξακολουθεί να είναι το κέντρο, τότε ήταν το κέντρο της Ελληνικής Ναυτιλίας, τώρα είναι σχεδόν της Παγκόσμιας Ναυτιλίας, γιατί η Ελλάδα είναι πρώτη παντού. Μόνο που δεν υπάρχουν ναυτικοί Έλληνες. Υπάρχουν Έλληνες πλοιοκτήτες, υπάρχουν ελληνικά καράβια, χωρίς ελληνική σημαία, υπάρχουν πληρώματα που δεν είναι Έλληνες. Δηλαδή, τα επιτεύγματα τα δικά μας, από τα οποία επωφεληθήκανε οι εφοπλιστές, γιατί σου είπα προηγουμένως, ήμασταν 6 Δόκιμοι, οι 5 ήτανε χωρίς πληρωμή, μόνο τρώγαν και παίρνανε υπηρεσία. Η εργασία τους ήταν, δηλαδή, προσφορά, γιατί ο πλοιοκτήτης τους έκανε τη χάρη να τους πάρει να μαζέψουν υπηρεσία. Καταλαβαίνεις αυτό αν το πολλαπλασιάζεις με, επί εκατοντάδες ανθρώπους τι κόστος; Έτσι είναι τα πράγματα. Δηλαδή, η πικρία εμάς των πολλών, των παλιών ναυτικών, είναι αυτή, το ότι εμείς πραγματικά δουλέψαμε για την Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία και στο τέλος η ανταμοιβή ήταν οι εφοπλιστές να μας πετάξουν από τα καράβια, με τον τρόπο τους. Δηλαδή, δημιουργηθήκανε τέτοιες συνθήκες, βέβαια έπαιξε και πολύ μεγάλο ρόλο η ανάπτυξη. Παραδείγματος χάρη, να πάρουμε τη Σκιάθο. Τώρα, αν πιάσεις ένα Σκιαθιτάκι που τελειώνει το Λύκειο και του πεις να πάει να γίνει Καπετάνιος ή να πάει στη Σχολή Μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού, θα σου πει: «Προτιμώ να πάω γκαρσόν, να δουλεύω το καλοκαίρι και να κάθομαι το χειμώνα». Τότε, όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Βασικό ρόλο έπαιξε η νοοτροπία των εφοπλιστών γιατί, αν είχε δημιουργηθεί διαφορετική νοοτροπία και τρόπος συμπεριφοράς απέναντι στους ναυτικούς, οι οποίοι είχανε τις χειρότερες συντάξεις, είχανε τη χειρότερη περίθαλψη, παρόλο που ήταν το πρώτο κομμάτι του ελληνικού λαού, το λέω αυτό και μπορεί να το εκμεταλλευτείς. Συγγνώμη. Ήταν η πρώτη μερίδα των Ελλήνων εργαζομένων, οι οποίοι δημιουργήσανε Απομαχικό Ταμείο, Απομαχικό Ταμείο, δηλαδή ταμείο για σύνταξη. Το 1861 έγινε αυτό, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και το ΙΚΑ, το οποίο έχει αλλάξει ονόματα τώρα, εν πάση περιπτώσει, αυτά τα ξέρετε εσείς οι νέοι, ΕΦΚΑ, δεν ξέρω πώς τα λένε, αυτό δημιουργήθηκε το 1939. Καταλαβαίνεις τη διαφορά, δηλαδή πόσο μπροστά ήμασταν εμείς. Εμείς από τότε φέρναμε στην Ελλάδα αυτό το πράγμα που εξακολουθεί και σήμερα το κάθε κράτος να θέλει, το ξένο συνάλλαγμα. Από το 1861 φέρναμε εμείς. Αν πας στον Πειραιά ή στο Μουσείο αν έρθεις, θα δεις το κτίριο, το οποίο είναι επιβλητικό, αυτό το κτίριο του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. Είναι σε αρχαϊκό στυλ, πάρα πολύ ωραίο, αλλά δυστυχώς στην ουσία είναι νεκρό για μας.

Ι.Π.:

Ας μη θυμόμαστε, λοιπόν, τα παλιά, τα κακά μάλλον, να θυμόμαστε καλά. Εγώ δούλεψα από το 1960, με ορισμένες περιόδους, όπως όταν πήγα στρατιώτης, όταν έκανα την άδεια μου και λοιπά και λοιπά, μέχρι το 1991. 31 χρόνια ήμουνα στη θάλασσα. Όχι ότι είχα 31 χρόνια υπηρεσία, υπηρεσία είχα περίπου 26 χρόνια. Ευχαριστώ το Θεό, την τύχη, δεν ξέρω ποιον να ευχαριστήσω που διάλεξα αυτό το επάγγελμα. Πέρασα άσχημα, αλλά πέρασα και πολύ καλά. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα, με βοήθησε και το είδος του, δηλαδή το ότι έγινα Καπετάνιος με βοήθησε να γίνω ένας συγκροτημένος άνθρωπος, να ξέρω τι θέλω, να ξέρω αν αυτό που ζητάω είναι εφικτό ή δεν είναι εφικτό, να αντιμετωπίζω μόνος μου κινδύνους και ζητήματα πολύ, στα οποία έπρεπε να πάρεις απόφαση στη στιγμή, γιατί δεν είχε δεύτερη στιγμή. Η δεύτερη ήτανε... Και από απόψεως κινδύνου, απώλειας ζωής ή πλοίου και λοιπά και λοιπά, αλλά και απώλειας εκατομμυρίων δολαρίων για τον πλοιοκτήτη και λοιπά και λοιπά. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο Καπετάνιος με μία υπογραφή, όταν φορτώσει το καράβι, υπογράφει κάποια έγγραφα που λέγονται φορτωτικές. Αυτές οι φορτωτικές είναι η αξία του εμπορεύματος, που μεταφέρει το καράβι. Αυτές είναι διαπραγματεύσιμες μετοχές. Την άλλη μέρα, την παράλλη, πηγαίνουνε στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης και διαπραγματεύονται. Μία λάθος, λοιπόν, υπογραφή του Καπετάνιου μπορεί να κάνει κάποιον πλούσιο ή κάποιον πολύ φτωχό. Αυτά τα πράγματα σε κάνουνε να αποκτάς τεράστια υπευθυνότητα. Δεν είναι παίξε-γέλασε: «Πάω να γίνω Καπετάνιος». Εντάξει, να γίνεις Καπετάνιος. Από κει και πέρα, όταν βρεθείς μόνος σου επάνω στη γέφυρα με 10 μποφόρ δύναμη αέρα και θάλασσα βουνά, κύματα βουνά μάλλον, έτσι; Και έχεις 30, 40, 50 ανθρώπους κάτω από σένα, οι οποίοι εξαρτώνται μόνο από τη δική σου την απόφαση, το τι θα κάνεις σε μία τέτοια περίπτωση. Αυτό το πράγμα δεν είναι μικρό πράγμα, νομίζω ότι δίκαια οι Εγγλέζοι, οι οποίοι ήτανε ναυτικός λαός -τώρα και αυτοί είναι στη δικιά μας τη μοίρα, δεν πηγαίνουνε να γίνουν ναυτικοί, παρόλα αυτά είναι ναυτικό κράτος- λέγανε για τον Καπετάνιο, καταρχήν τον λέγανε «Old man», γιατί οι Εγγλέζοι δεν έκαναν ποτέ Καπετάνιο πριν να συμπληρώσει τα 40 του χρόνια. Δηλαδή, μπορεί να είχε το δίπλωμα του Καπετάνιου, αλλά δεν του δίνανε βαπόρι να καπετανέψει. Έπρεπε να αποκτήσει όλη αυτή την πείρα προηγουμένως. Οι Έλληνες, επειδή ήταν βιαστικοί, μας δίνανε και κάνανε και τεράστια, τεράστια λάθη, γιατί δώσανε και πάρα πολύ μεγάλα καράβια σε πολύ μικρούς Καπετάνιους, οι οποίοι κάνανε πάρα πολύ μεγάλα σφάλματα. Πήρανε, δηλαδή πήρανε ανθρώπους στο λαιμό τους, βούλιαξαν καράβια, πνίγηκαν ψυχές και λοιπά και λοιπά. Οι Εγγλέζοι λοιπόν, εκτός από το «Old man» που λέγανε τον Καπετάνιο, τον λέγανε ο μετά τον Θεό. «Πρώτα ο Θεός και μετά ο Καπετάνιος», έλεγε. Τελείωσε. Βέβαια, αυτό δεν άρεσε σε αρκετούς που ήτανε μέσα στο καράβι, αλλά επειδή όλα αυτά ήταν ζήτημα πρώτον ζωής και δεύτερον [00:30:00]διαχείρισης μιας τεράστιας περιουσίας… Υπάρχουν τώρα βαπόρια που κάνουν 50, 60, 70 εκατομμύρια ευρώ ή δολάρια, όπως το θέλεις, που τα χειρίζεται ένας άνθρωπος. Ένα σφάλμα τελείωσε. Ε, αυτό δεν το παραδέχονται οι παρακάτω, επόμενο είναι. Τι είναι ο Καπετάνιος, ποιος είναι ο Καπετάνιος; Ο Καπετάνιος είναι αυτός που κουμαντάρει αυτό. Καλώς ή κακώς, όχι ότι δεν υπάρχουν κακοί, δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουνε κακοί Καπετάνιοι, όπως σε όλα τα επαγγέλματα έτσι και στο ναυτικό επάγγελμα υπήρχαν καλοί ναυτικοί και κακοί ναυτικοί. Εγώ δεν ξέρω, δεν θέλω να αυτοχαρακτηριστώ. Ελπίζω ότι είμαι στην καλή την περίπτωση. Αυτό, βέβαια, το ξέρουν αυτοί που κάνανε μαζί μου. Το διαπίστωσα, όμως, και από τις συναλλαγές μου με αυτούς που είχανε το αντικείμενο, δηλαδή το καράβι, το οποίο μου το εμπιστευόνταν. Έτσι, λοιπόν, περάσανε τα χρόνια από το 1960. Ξέχασα να σου πω ότι τότε προϋπόθεση για να μπαρκάρεις σε ένα καράβι ήταν να έχεις κάνει με καΐκι τουλάχιστον 6 μήνες. Τώρα, βέβαια, δεν ζητάνε τέτοια πράγματα, γιατί δεν υπάρχουν και καΐκια άλλωστε, αλλά θα μπορούσαν να ζητάνε μία υπηρεσία. Τι ήταν αυτό; Αυτό ήταν ένα μέτρο, το οποίο ήτανε προφητικό κατά κάποιο τρόπο, γιατί σκέψου τώρα να πάρεις ένα παιδί από το Γυμνάσιο, χωρίς καμία εμπειρία, να το βάλεις σε ένα καράβι και να το στείλεις σε ένα ωκεανό. Καταρχήν, δεν ξέρανε αν ζαλίζεται ή δεν ζαλίζεται, αν κάνει εμετό ή δεν κάνει, έτσι; Πώς θα δουλέψει; Αλλά εκεί μέσα σε αυτά τα μικρά τα σκάφη, τα ξύλινα, γινόσουνα ναυτικός. Είχες μία εμπειρία, ήξερες πού πας. Ήταν, λοιπόν, απαραίτητη προϋπόθεση. Εγώ πριν να πάω, πήγα σε δύο σκιαθίτικα καΐκια, τα οποία καΐκια είχαν γίνει και εδώ, το ένα ήταν το «Παναγία Κορυφινή» του Βερβέρη και το άλλο το «Άγιος Γεώργιος» του Διολέττα, και τα δύο φτιαγμένα εδώ στη Σκιάθο. Το ένα το είδα κιόλας όταν το ρίχνανε, το άλλο δεν το θυμάμαι, πιθανόν να έλειπα όταν, να ήμουνα στο Γυμνάσιο. Τελείωσα, λοιπόν, ευδοκίμως, που λένε, την καριέρα μου και συνταξιοδοτήθηκα. Όταν συνταξιοδοτήθηκα, δεν έχω πρόβλημα να πω. Εγώ όλα αυτά τα χρόνια που ταξίδευα δεν έμενα στη Σκιάθο, γιατί είχα παντρευτεί όχι Σκιαθίτισσα και έμενα πρώτα στον Πειραιά και μετά στη Γλυφάδα.

Ι.Π.:

Δυστυχώς, μετά από πολλά χρόνια έγγαμου βίου, όταν ήταν να πάρω τη σύνταξη, ήρθα σε σύγκρουση με την πρώην γυναίκα μου, χώρισα και είπα ότι: «Αφού χώρισα κιόλας, δεν έχω καμία δουλειά να είμαι στη Γλυφάδα». Έφυγα, λοιπόν, και ήρθα στην Σκιάθο, στο γενέθλιο τόπο. Σε τραβάει. Τώρα τι βρήκα εδώ; Βρήκα ένα μέρος το οποίο το είχα αφήσει. Όχι ότι δεν ερχόμουνα, ερχόμουνα, όμως, σαν επισκέπτης. Πρέπει να πάω πάλι πίσω, για να σου πω ότι τότε που έφυγα από τη Σκιάθο, η Σκιάθος ήταν χωριό, στην κυριολεξία. Δεν είχε δρόμο, αυτό το δρόμο που έχει τώρα, έτσι; Δεν είχε τις συγκοινωνίες που έχει, δεν είχε αεροδρόμιο, δεν είχε ουσιαστικά τίποτα. Ήταν κανονικά, ένα χωριό μιας ελληνικής επαρχίας, μόνο που ήτανε νησί. Τα πράγματα, όμως, ήτανε πολύ πιο όμορφα τότε, αυτά τα, που δεν είχαμε όλες τις ευκολίες. Αντί για ψυγείο ηλεκτρικό, είχαμε ψυγείο πάγου. Δηλαδή, σε ένα ξύλινο κατασκεύασμα, που το λέγανε ψυγείο, υπήρχε μία θέση πάνω πάνω που βάζαμε μία κολώνα πάγου και κράταγε τα τρόφιμα κρύα και τα διατηρούσε. Αυτό, όμως, έπρεπε να γίνεται κάθε μέρα, δηλαδή να μαζεύεις το νερό που έτρεχε, να αγοράζεις κάθε μέρα τον πάγο. Δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, όχι ότι δεν υπήρχαν αλλού, αλλά η πλειονότητα των σπιτιών εδώ ήτανε προσαρμοσμένα στον παλιό τρόπο ζωής. Μόλις είχε αρχίσει να έρχεται η ΔΕΗ τότε, ιδρύοντας ένα εργοστάσιο εδώ. Δεν υπήρχε καλώδιο. Εκεί που είναι σήμερα αυτό, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, αυτό το μεγάλο το κτίριο, αυτό ήταν ελαιοτριβείο παλιά και το πήραν και το κάνανε εργοστάσιο της ΔΕΗ και είχε φως 24 ώρες το 24ωρο. Πρώτα που ήτανε μία άλλη επιχείρηση ηλεκτρισμού, από τρεις Σκιαθίτες, απέναντι από το σπίτι του Παπαδιαμάντη, ένα παλιό κτίριο, που είναι έτοιμο να πέσει, αυτό ήτανε η Ηλεκτρική και το παγοποιείο, αλλά ταυτόχρονα και ελαιουργείο. Είχε τρεις τέτοιες. Αυτό τότε δεν είχε στα σπίτια ρολόγια, ήταν ανάλογα με το πόσες λάμπες ήθελες να λειτουργήσεις στο σπίτι σου. Δηλαδή, είχες μια λάμπα σε αυτό το δωμάτιο, μια λάμπα στο άλλο, μια λάμπα στο άλλο. Δεν μπορούσες να προσθέσεις τίποτα άλλο και κατ' αποκοπή ήταν η τιμολόγηση ανάλογα με τις λάμπες που είχες. Μετά, όταν ήρθε η ΔΕΗ, έβαλε ρολόγια κανονικά. Δηλαδή, ουσιαστικά δεν είχαμε και φως το 1956, ας πούμε. Είχαμε φως, αλλά στις 23:30 έσβηνε μία φορά το βράδυ. Ξέχασα να σου πω ότι ξεκίναγε λίγο πριν σκοτεινιάσει, την ημέρα δεν υπήρχε φως. 23:45 έσβηνε δύο φορές και στις 12:00 έσβηνε τελείως και ήμασταν μία χαρά. Από αυτό, λοιπόν, το χωριό εγώ, φεύγοντας, πήγα στα κέντρα του κόσμου, έτσι; Γνώρισα, τι δε γνώρισα; Και δεν γνώρισα μόνο εγώ, όλοι οι ναυτικοί γνωρίσανε. Βέβαια, υπήρχαν και άνθρωποι που πήγανε κάπου και δεν γνωρίσανε και τίποτα. Εγώ ενδιαφερόμουν στα μέρη που πήγαινα, όταν είχα καιρό, να δω κάτι, να μάθω και λοιπά και λοιπά. Ξαναγυρνάμε, λοιπόν, στη Σκιάθο και λέμε τώρα ότι όταν γύρισα αντίκρισα ένα άλλο τόπο. Όταν είχα φύγει υπήρχε η γειτονιά, υπήρχε η σύμπνοια των ανθρώπων. Όχι ότι δεν υπήρχαν καυγάδες, αυτά μη σου πει κανένας, είναι ανθρώπινα ζητήματα. Δεν μπορεί να υπάρξουν άνθρωποι που να μονιάζουν όλοι, γιατί υπάρχουνε διαφορετικές απόψεις, δεν είναι δυνατόν σε κάθε πράγμα. Ακόμη και τα ζώα, βλέπεις, πάνε με αυτά που ταιριάζουνε. Εν πάση περιπτώσει, εγώ άλλη Σκιάθο θυμόμουνα, άλλη Σκιάθο, γιατί άλλο να έρχεσαι σαν επισκέπτης και άλλο να... Γιατί, πριν να ‘ρθώ εδώ, είχα αποφασίσει και έχτιζα ένα σπίτι, σπίτι εγώ δεν είχα. Είχαμε ένα σπίτι, το οποίο η μάνα μου το έδωσε... Ξέχασα να σου πω ότι ήμασταν, η οικογένεια ήταν τρία κορίτσια και δύο αγόρια και οι δύο γίναμε ναυτικοί. Αυτός είναι ο αδερφός μου, ο οποίος έχει πεθάνει. Το έθιμο ήταν τότε τα κορίτσια να παίρνουνε την προίκα και αν δεν υπήρχε προίκα, να δουλεύουνε τα αδέρφια να κάνουνε προίκα για τα κορίτσια. Εγώ, δηλαδή, δούλεψα σε καράβι, για να κάνω την προίκα της αδερφής μου, της μικρής. Δούλεψα σχεδόν σαν φυλακισμένος σε ένα καράβι, [00:40:00]ψαράδικο, εδώ, του Φραγκίστα, του Σκιαθίτη, του εφοπλιστή, 9 μήνες, χωρίς να πατήσω το πόδι μου στη στεριά. Ταξιδεύαμε 24 ώρες το 24ωρο, ψαρεύαμε 24 ώρες το 24ωρο. Δεν βγήκαμε πουθενά έξω όσο ήμουνα εγώ, ήμασταν συνέχεια στον ωκεανό και ερχόταν ένα καράβι και μας έφερνε τρόφιμα, αλληλογραφία, νερό, πετρέλαιο και λοιπά και λοιπά. Αλλά εμείς δεν βγαίναμε έξω, έτσι; Και πήγα εκεί, επειδή ήταν πολλά τα λεφτά, για να μπορέσω να πληρώνω το μερίδιό μου, γιατί πλήρωσε και ο αδερφός μου για την προίκα, το μερίδιό μου για το διαμέρισμα που είχαμε αγοράσει για την αδερφή μου. Ήταν άλλα τα, ήταν αλλιώς δομημένη η κοινωνία τώρα, τώρα δεν είναι έτσι.  Δηλαδή, εμένα, ξέρω ‘γώ, αν δεν έχω περιουσία να δώσω στην κόρη μου, τα αδέρφια της δεν θα δουλέψουν να της κάνουν προίκα. Θα της πούνε: «Κάνε ό,τι θες, βρες όποιον θες, παντρέψου, μην παντρεύεσαι». Είναι πράγματα που άμα δεν τα ζήσεις, δεν τα καταλαβαίνεις και πολύ, έτσι; Αλλά έτσι ήταν η κοινωνία τότε. Ήτανε ηθική υποχρέωση. Δεν μπορούσες να αφήσεις την τέτοια... Ο άγραφος νόμος υπερισχύει του άλλου του νόμου, του εγγράφου, ας πούμε. Δηλαδή, ήσουνα ο… Εάν δεν έκανες αυτό, η τοπική κοινωνία, όχι ότι σε απέρριπτε, αλλά σε είχε στην άκρη: «Αυτός δεν αξίζει», ας πούμε, «άφησε την αδερφή του», ξέρω ‘γώ, «και δεν έχει προίκα». Τότε ζητάγανε τη προίκα οι γαμπροί. Κατά συνέπεια, όποιες δεν είχανε προίκα, οι πιο πολλές από αυτές μένανε ελεύθερες, μένανε γεροντοκόρες. Δεν μπορούσες, λοιπόν, να το κάνεις αυτό σε μία μικρή κοινωνία, γιατί γινότανε γνωστό. Εγώ, λοιπόν, όταν γύρισα, θέλησα να κάνω ένα σπίτι και πήρα ένα μικρό κτήμα και πραγματικά ξεκίνησα και έχω φτιάξει ένα σπίτι και λέω ότι μια τέτοια, καλά έκανα και χώρισα τότε, καλά έκανα και γύρισα στη Σκιάθο, ξανά παντρεύτηκα έχω τρία παιδιά, μεγάλα πλέον τώρα και εκείνο που με κάνει να λέω ότι καλά έκανα και γύρισα, αν έμενα στην πόλη, δεν θα είχα αυτό, αυτήν όλη την πορεία από το 1991 μέχρι το 2021 που με σημάδεψε.

Ι.Π.:

Και πιστεύω ότι χάρη σε μένα, έστω και αν φαίνεται εγωιστικό, η Σκιάθος απέκτησε έναν Σύλλογος Συνταξιούχων Ναυτικών με αυτό εδώ το οίκημα, το γραφείο, που βλέπεις, το οποίο αγωνιστήκαμε για να το πάρουμε, ευτυχώς ο Δήμος μας το έδωσε, δεν πληρώνουμε ενοίκιο, δεν πληρώνουμε φως και στη συνέχεια ο Σύλλογος αυτός με τη δική μου, γιατί, από τον καιρό που έγινε, ανέκαθεν ήμουνα Πρόεδρος, βάλαμε κάποιους στόχους. Οι στόχοι μας ήταν να αποκτήσει η Σκιάθος ένα ναυτικό Μουσείο. Τι να το κάνουμε το Μουσείο; Να βάλουμε μέσα τις μνήμες μας. Αυτό είναι. Ένα Μουσείο τι αντιπροσωπεύει; Τις μνήμες ετών και γενεών που έχουνε περάσει, για να μπορούν να το βλέπουνε οι επόμενοι. Πώς ζήσανε οι προηγούμενοι και τι κάνανε και αναλόγως να τους κρίνουνε κιόλας. Επίσης, ένα πολύ μεγάλο τέτοιο που το θεωρώ επίτευγμα, είναι το μνημείο, αυτό που έχουμε κάνει στην είσοδο, εκεί, στο Μπούρτζι, γιατί είναι ιερό πράγμα. Ο νεκρός είναι ιερό πράγμα. Εμείς το κάνουμε αυτό σαν ένδειξη τιμής στους ανθρώπους τους Σκιαθίτες. Το να τιμάς τον νεκρό είναι η μεγαλύτερη πράξη που μπορείς να κάνεις, γιατί, αν θυμάσαι και στο, οι αρχαίοι Έλληνες και όταν πολεμούσανε, σταματούσαν τον πόλεμο, για να θάψουν τους νεκρούς, έτσι; Και η ταφή του νεκρού είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Εδώ, λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε νεκρούς, που δεν είναι το άφησαν ποτέ στο, απλώς πνιγήκανε, χαθήκανε, τους φάγανε τα ψάρια, διαλυθήκανε και λοιπά και λοιπά. Εμείς, λοιπόν, αποτίσαμε τιμή σε αυτούς τους ανθρώπους και το δυστύχημα είναι ότι, όταν ξεκινήσαμε αυτή την πορεία, δεν μας βοήθησε κανένας, από τη Σκιάθο εννοώ, ούτε καν ο Δήμος, ούτε καν χώρο μας δώσανε και για να μη σου πω το πιο τραγικό, το ότι είχαμε πέσει, ας πούμε, στην κατάσταση της κοροϊδίας, κατά κάποιο τρόπο, ότι θέλαμε εμείς ξαφνικά να κάνουμε κάτι, ενώ δεν είχαμε τις δυνάμεις.  Όταν, λοιπόν, πήγαμε στο Δημοτικό Συμβούλιο και ζητήσαμε την αρωγή του Δήμου, μου είπε ο τότε Δήμαρχος: «Με τι λεφτά θα το κάνεις αυτό το πράγμα» και του απάντησα του Δημάρχου ότι: «Εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να ζητήσουμε χρήματα, ήρθαμε να ζητήσουμε την ηθική συμπαράσταση, γιατί αλλιώς είναι να πάει ο Γιάννης, ο Παρίσσης, στον Χ λεφτά, εφοπλιστή ή εργοστασιάρχη ή ξενοδόχο και λοιπά μόνος του και να πει: “Εγώ θα φτιάξω το μνημείο του Αφανούς Ναύτη στη Σκιάθο” και αλλιώς είναι να πάει ο Γιάννης, ο Παρίσσης, με το Δήμο, να τον στηρίζει ο Δήμος» και γέλασε ο Δήμαρχος. Το έχω τέτοιο στην ψυχή μου, ουσιαστικά με κορόιδεψε. «Με τι λεφτά, ρε Γιάννη, θα κάνεις το μνημείο, ρε; Ό,τι θέλεις λες τώρα;». Κι όμως, εγώ κατάφερα και βρήκα άνθρωπο και έφερε χιλιάδες ευρώ και τα ακούμπησε εδώ και δεν είναι και Σκιαθίτης και δεν τον τιμήσανε κιόλας. Αφού, λοιπόν, καταφέραμε και κάναμε αυτό το μνημείο, το οποίο, το λέω έτσι με πόνο, το ότι δεν θέλησε ο Δήμος όχι μόνο να βάλει ένα ευρώ σε αυτό το εγχείρημα που κάναμε, ούτε καν μας έδινε θέση. Ουσιαστικά τη θέση αυτή την πήραμε από το Λιμενικό Ταμείο Σκοπέλου. Τότε ήτανε ξεχωριστά τα Λιμενικά Ταμεία, δεν είχε η Σκιάθος, και όχι μόνο αυτό, προς τιμήν τους, οι άνθρωποι κάνανε όλες τις διαδικασίες, γιατί το να στηθεί ένα μνημείο, στο λέω για να το ξέρεις, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Έχω ένα ολόκληρο φάκελο με τις ενέργειες που κάνανε, σε τι Υπουργεία και τι άδειες πήρανε, από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, Υπουργεία Πολιτισμού, εν πάση περιπτώσει, καμιά δεκαριά τέτοια, Νομαρχίες, ιστορίες και τα κάνανε αυτοί οι άνθρωποι για μας. Και είναι ντροπή μας. Το έχω πει, κάνουνε ότι δεν καταλαβαίνουν. Το επόμενο, λοιπόν, πράγμα που θέλαμε να κάνουμε ήτανε το Μουσείο. Επόμενο ήταν ότι εμείς δεν ήταν δυνατόν να έχουμε ένα κτίριο, για να κάνουμε Μουσείο. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Δήμος, έτσι; Να μας δώσει ένα. Ευτυχώς, σε αυτό το πράγμα δεν μπορώ να πω, όταν κάναμε την αίτηση, μας δώσανε μία αίθουσα, τώρα έχουμε και δεύτερη αίθουσα, μας έδωσε ο καινούργιος ο Δήμαρχος και δεύτερη αίθουσα. Εκεί, λοιπόν, βάλαμε όλα μας τα ενθυμήματα, ευαισθητοποιηθήκανε αρκετοί άνθρωποι, δώσαν πράγματα και νομίζω ότι έχουμε καταφέρει κάτι αξιόλογο, γιατί, εάν φανταστείς ότι εκτός από το [00:50:00]σπίτι του Παπαδιαμάντη, η Σκιάθος δεν έχει τίποτα άλλο να επισκεφτεί ένας τουρίστας. Για μένα, αυτό είναι επίτευγμα και πάλι λέω, δεν θέλω να ευλογήσω τα γένια μου, είναι και μεγάλα τώρα, έτσι; Όμως, με συγχωρείς, αλλά πρέπει να το πω και δεν διστάζω να το λέω συνέχεια. Πολλοί λένε ότι την έχω ψωνίσει, δεν έχω ψωνίσει τίποτα, αλλά έχω καταλάβει ένα πράγμα. Ότι αν υποχωρήσεις σε αυτό και δεν πεις ότι: «Ναι, εγώ, εγώ έτρεξα, εγώ κυνήγησα, εγώ έχω χαλάσει χιλιάδες ώρες από τη ζωή μου, έχω στερήσει ανθρώπους από την παρουσία μου, στο σπίτι ή στη δουλειά ή οπουδήποτε», νομίζω ότι έχω το ηθικό δικαίωμα να λέω: «Ναι, εγώ το έκανα». Και να σου πω και κάτι, ας μείνει εδώ, θέλω άμα πεθάνω, να το πούνε με το όνομά μου. Όταν πεθάνω, όχι εν ζωή. Να θυμάσαι, άμα πεθάνω, να πας να το πεις στον οποιοδήποτε Δήμαρχο. Νομίζω ότι είναι δίκαιο. Τώρα τι άλλο θέλεις να σου πω-

Β.Τ.:

Λοιπόν-

Ι.Π.:

Γιατί είπα τόσα πολλά και δε, πιστεύω να μη σε μπέρδεψα.

Β.Τ.:

Όχι, όχι. Να τα πάρουμε πάλι λίγο την αρχή, να ξεκαθαρίσετε κάποια πράγματα, να τα αναπτύξουμε λίγο παραπάνω, ίσως, αν θέλετε-

Ι.Π.:

Να πάμε.

Β.Τ.:

Που δεν είναι η συγκεκριμένη πολύ ωραία ανάμνηση, για την πυρπόληση του νησιού. Θυμάστε πώς ήτανε η ζωή μετά από αυτό, μέχρι να γίνει ανοικοδόμηση της παραλίας;

Ι.Π.:

Είπαμε ότι εγώ όταν έγινε η πυρπόληση του νησιού, καταρχήν δεν τη θυμάμαι, έχω μόνο μία, μία εικόνα στο μυαλό μου, η οποία δεν μου φεύγει ποτέ: Τη μάνα μου και τουλάχιστον τις αδερφές μου τις δύο, τις μεγάλες, να τρέχουνε κλαίγοντας. Απέναντι από του Παπαδιαμάντη, εκεί, η οδός Παπαδιαμάντη ήταν οδός Ποτόκι, δηλαδή ένα βρωμερό τέτοιο, ρυάκι. Εκεί υπήρχε ένα γεφυράκι, λοιπόν, από τη μία μεριά για να περάσεις στην άλλη, επειδή ήτανε βρώμικα τα τέτοια που τρέχανε, ό,τι βρώμικο είχαμε τα ρίχναμε εκεί. Θυμάμαι να τρέχουνε κλαίγοντας μετά από αυτό το γεγονός του ότι... Υπήρχε στη γωνία εκεί κάτω, γωνία, γωνία που είναι οι καφετέριες-

Β.Τ.:

Στο Μπούρτζι μπροστά, ναι.

Ι.Π.:

Ναι, ένα μικρό καφενεδάκι, λεγότανε «Τα κύματα». Εκεί συγκέντρωσαν όλο τον κόσμο που πιάσανε οι υποτιθέμενοι Γερμανοί, που μιλάγανε ελληνικά, με την έννοια να κάνουνε αντίποινα. Εκεί, λοιπόν, τον πρώτο άνθρωπο που πιάσανε ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος, από ό,τι λένε, εγώ δεν τα θυμάμαι, με κράταγε στην αγκαλιά του και με πήρανε οι κύριοι αυτοί και με δώσανε στη μάνα μου και τον βγάλανε ακριβώς πίσω από τη γωνία και τον τουφεκίσανε. Έτσι, απλά. Χωρίς, χωρίς τίποτα άλλο, ούτε καν ερώτηση. Και θυμάμαι το 1947 που τον ξεθάψαμε, γιατί τότε ήμουνα μεγάλος, ήμουνα σχεδόν 7 χρόνων, έτσι; Και είδα το κεφάλι του πατέρα μου, η σφαίρα είχε μπει εδώ και είχε βγει από το πίσω μέρος. Δηλαδή, πήγε ο άλλος με το πιστόλι και τον σκότωσε. Μετά πυρπολήσανε τη Σκιάθο. Εμείς, όπως σου λέω, φύγαμε, πού πήγαμε, δεν θυμάμαι εγώ τίποτα. Το πιο βέβαιο είναι, από ό,τι έχω ακούσει, ότι φύγανε προς τα έξω, γιατί τους είπανε ότι: «Θα την πυρπολήσουμε τη Σκιάθο, οπότε φύγετε, για να μην, να μην πάθετε τίποτα». Καήκανε πάρα πολλά σπίτια και, όταν πέρασε καιρός, υπήρξε μία αποκατάσταση, κατά κάποιο τρόπο, των σπιτιών, αυτών που καήκανε. Δηλαδή, είχε δημιουργηθεί ένας φορέας κρατικός, ο οποίος, δεν θυμάμαι πώς λεγόταν, αλλά έφτιαχνε τα σπίτια. Δηλαδή, τα ξανάχτιζε, τα καμένα. Τα καμένα σπίτια, όμως, δεν τα ξανάχτιζε όπως ήτανε, απλώς έχτιζε ίσα-ίσα, για να μπορούν να μπούνε οι άνθρωποι μέσα και το λέω αυτό, γιατί έχω το παράδειγμα του σπιτιού του παππού μου και της γιαγιάς μου, από κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, το οποίο ήταν ένα διώροφο, όχι αρχοντικό, αλλά ένα διώροφο νησιώτικο σπίτι. Αυτό, λοιπόν, κάηκε και σε αντικατάσταση αυτουνού του σπιτιού, που κάηκε, ο οργανισμός αυτός αποκατάστασης, τέλος πάντων, πυροπαθών -δεν θυμάμαι πώς το λέγανε- έκανε ένα ισόγειο με ένα απλούστατο σχέδιο, μια πόρτα εδώ, ένα διάδρομο έτσι, ένα δωμάτιο εδώ, ένα δωμάτιο από εδώ και στο βάθος εδώ ένα κουζινάκι και μια τουαλέτα. Ένα διώροφο σπίτι, όμως, ήταν αυτό. Αυτή ήτανε η αποκατάσταση. Όσοι είχανε λεφτά, από αυτούς που καήκανε τα σπίτια τους, κάνανε κάτι καλύτερο, τέλος πάντων. Δηλαδή, η γιαγιά της γυναίκας μου δεν τους άφησε να κάνουν αυτά που θέλαν αυτοί. Έβαλε λεφτά δικά της και το έκανε ένα και μάλιστα το έχει κάνει Σκοπελίτης μάστορας. Υπήρχαν τότε δύο Σκοπελίτες μάστοροι που κάνανε όμορφα σπίτια, ένας Κοχύλης και ένας Μπετσάνης. Αυτοί οι δυο φτιάξανε ωραία σπίτια.   Το λέω αυτό γιατί σήμερα, βέβαια, η Σκιάθος είναι πολύ άσχημος οικισμός, ελάχιστα σπίτια αξίζουνε. Συνετέλεσε, όμως, και αυτό, ότι αυτά τα σπίτια που καήκανε, στην αποκατάσταση τους γίνανε πολύ πιο άσχημα από τα άσχημα. Από την άλλη, μπορεί να με αντικρούσεις και να μου πεις: «Καλά, τώρα που έχουν λεφτά, γιατί εξακολουθούν και κάνουν άσχημα σπίτια;». Αυτό δεν μπορώ να στο απαντήσω, γιατί είναι ζήτημα γούστου αυτουνού που έχει τα λεφτά, δυστυχώς, δυστυχώς. Αν δεις, όμως, παλιές φωτογραφίες, μπορεί να μην είχε τα αρχοντικά της Ύδρας ή τα αρχοντικά της Σκοπέλου, αλλά είχε όμορφα σπιτάκια, σπιτάκια όμορφα, διώροφα, με το μπαλκόνια τους, με τις αυλές τους. Καταρχήν, χαθήκανε οι αυλές. Όλες οι αυλές χτιστήκανε. Αυτό συνετέλεσε στο να ασχημύνει πιο πολύ. Εγώ ρίχνω και ένα πολύ μεγάλο μέρος ευθύνης στους μηχανικούς, που αναλάβανε και χτίσανε αυτά τα σπίτια, γιατί αυτοί θα έπρεπε, σαν μορφωμένοι, σαν άνθρωποι που είχανε τελειώσει ένα Πανεπιστήμιο και ξέρανε από αισθητική, γιατί τους φτιάχνανε αυτά τα σπίτια; Αυτά τα τσιμεντένια, τα κουτιά, που έχουμε φτιάξει σήμερα και χαλάσανε όλο αυτό το προηγούμενο, που ήτανε, είπαμε όχι αρχοντικό, αλλά ένα αξιόλογο δείγμα αισθητικής. Τέλος πάντων.

Β.Τ.:

Και η πρόσοψη του νησιού ολόκληρη. 

Ι.Π.:

Ναι. Δυστυχώς. Βέβαια, επικράτησε μετά το τέτοιο, όταν τελείωσε και ο Εμφύλιος και άρχισε ο κόσμος, γιατί για να χτιστεί ένα σπίτι, εκτός από αυτά που τα έφτιαχνε οργανισμός αποκατάστασης, εάν δεν ήθελες να το κάνουν έτσι, έπρεπε να δουλέψεις. Αυτά τα λεφτά που βγάζανε τότε οι άνθρωποι εδώ, [01:00:00]περιμένοντας από τη σοδειά, από το λάδι ή από τα καΐκια, τα ψαράδικα και λοιπά και λοιπά, δεν φτάνανε για αυτό και οι περισσότεροι άντρες κατευθυνθήκανε προς τα καράβια και από κει στέλνανε τα λεφτά και γινόταν αυτά. Αυτά είναι όλα υποθέσεις τώρα που θα πω. Αυτά που θα πω τώρα είναι υποθέσεις. Υποθέτω, λοιπόν, ότι ο μορφωμένος ο μηχανικός πήγαινε και έβρισκε τη γυναίκα μου, παραδείγματος χάρη: «Θέλεις, Δέσποινα, να φτιάξεις στο σπίτι;», «Ναι», «θα στο φτιάξω εγώ, θα σου κάνω έτσι, έτσι, έτσι, έτσι». Ευθύνη της Δέσποινας, αλλά μεγαλύτερη ευθύνη του μηχανικού, που της έδινε ένα κακέκτυπο εκεί σπιτιού, εκείνη το αποδεχότανε, γιατί πίστευε: «Δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος, ο απόφοιτος του Πολυτεχνείου, να μην ξέρει να φτιάξει ένα όμορφο σπίτι» και παρέδιδε αυτά τα πράγματα που βλέπεις και σήμερα. Αλλά το πιο κακό είναι το ότι συνεχίζεται και ότι θα πρέπει να σταματήσει κάποια στιγμή. Δηλαδή, αν δεν αποφασίσει ο Δήμος να κινηθεί και να πατήσει πόδι, να βγάλει μέσω του κράτους κάποια διατάγματα, ότι: «Ξέρεις, ότι για να χτίσεις ένα σπίτι, πρέπει το σχέδιο αυτό του σπιτιού που θα χτίσεις να εγκριθεί πρώτα από μια επιτροπή αξιόλογη, ανθρώπων που ξέρουν από αυτά», ούτως ώστε να μη συνεχίσουν να γίνονται άλλα τέτοια εκτρώματα. Τώρα τα πιάσαμε όλα.

Β.Τ.:

Δεν πειράζει. Είναι η ροή του λόγου.

Ι.Π.:

Ναι, είναι. Δεν μπορεί να μην το πεις, είναι κάτι που με πονάει εμένα. Είναι κάτι που με πονάει γιατί έχω γνωρίσει πως ήτανε. Επαναλαμβάνω και πάλι ότι δεν ήτανε αρχοντικά, αλλά ήταν όμορφα. Ήταν τα σπιτάκια ενός νησιού που δεν είχε πολλά εισοδήματα. Μη συγκρίνεις τη Σκιάθο με τη Σκόπελο. Εκεί ανέκαθεν οι άνθρωποι ήτανε πιο πλούσιοι -όχι τώρα, τότε-, ήτανε πιο πλούσιοι. Αυτό, το χωριό τους δεν άλλαξε θέση, εμάς άλλαξε, ήρθε από το Κάστρο και μπορεί να χτίσανε και πολύ πρόχειρα, μπορεί να μην υπήρχαν και τα λεφτά και έγινε αυτό που έγινε, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ήτανε ένα, κάτι που βλεπόταν. Τώρα για μένα η Σκιάθος δεν βλέπεται. Δεν βλέπεται, είναι η τέτοια μας, η ντροπή μας πρέπει να είναι. Θα μου πεις, θα τη φτιάξω εγώ την ντροπή;-

Β.Τ.:

Σιγά-σιγά, ναι, ναι.

Ι.Π.:

Πρέπει να το πω, όμως. Πρέπει να το πω. Πρέπει να το πω.

Β.Τ.:

Μεγαλώνοντας, τι ποσοστό του ντόπιου πληθυσμού ήτανε ναυτικοί;

Ι.Π.:

Κοίταξε να δεις. Εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ναυτιλία στη Σκιάθο ή μάλλον η απασχόληση στη ναυτιλία ακολουθούσε αντίστροφη πρόοδο με τον τουρισμό. Όσο αυξανότανε ο τουρισμός, τόσο έπεφτε η απασχόληση στην τέτοια, στη ναυτιλία. Δηλαδή, όταν οι τουρίστες ήταν μόνο οι Έλληνες, οι οποίοι ερχότανε το καλοκαίρι και τότε ήμασταν μία χαρά, επειδή δεν είχαν και πολλά λεφτά, ερχότανε οι άνθρωποι, κάνανε τις διακοπές τους, ευχαριστιόταν εκείνοι, ευχαριστιόμασταν και εμείς, οι Σκιαθίτες εξακολουθούσαν να δουλεύουνε στα καράβια. Και όταν λέω Σκιαθίτες, εννοώ αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν, ας πούμε, τις ειδικότητες, δεν ήταν καπετάνιοι, μηχανικοί, ασυρματιστές, φροντιστές τέλος πάντων. Μιλάω για τα πληρώματα. Αυτοί, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, μετά το καλοκαίρι φεύγανε, μπαρκάρανε, προσπαθούσανε, όχι με επιτυχία πάντοτε, να γυρίσουν το καλοκαίρι. Οι περισσότεροι τα καταφέρνανε, άλλοι δεν τα καταφέρανε. Τέλος πάντων. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα ισοζύγιο, έτσι; Ναυτικοί και τουρισμός. Ανέβαινε ο τουρισμός; Έπεφτε ο αριθμός των απασχολούμενων στη ναυτιλία, όσο ανέβαινε τόσο έπεφτε, μέχρι που, κάπου στη δεκαετία του ‘90, επειδή είχανε συντελεστεί και άλλοι λόγοι, δηλαδή αρχίσαν οι εφοπλιστές να μη θέλουν ελληνικά πληρώματα, μηδενίστηκε σχεδόν ο αριθμός. Ελάχιστοι είναι οι απασχολούμενοι. Το κακό ξεκίνησε όταν άρχισε ο τουρίστας, αυτός που ήρθε εδώ και είδε ότι είναι ένα ωραίο μέρος, πιθανόν να είχε λεφτά και άρχισε να ενδιαφέρεται να αγοράσει κάτι. Εκείνο είναι που έκανε το κακό. Δηλαδή, η αγορά γης και μετέπειτα το χτίσιμο μιας βίλας ή ενός σπιτιού μέσα στο χωριό, μετασκευής και λοιπά και λοιπά, έτσι; Οι περισσότεροι, όμως, διαλέξανε τα κτήματα και χτίσανε εκεί έξω. Αυτό σήμαινε ότι αυτός που πήγαινε ναύτης στο καράβι, αντί να πάει ναύτης στο καράβι και να είναι στη Βραζιλία, ξέρω ‘γώ, ή στη Νότιο Αφρική και να χαροπαλεύει με τα κύματα, ήταν εδώ και δούλευε στην οικοδομή σαν απλός εργάτης, μερικοί γίνανε και εργολάβοι και τέτοια, έτσι; Και έπαιρνε τα ίδια λεφτά, πιθανόν και περισσότερα, ήταν στον τόπο του, ήταν στην οικογένεια του, αν ήταν παντρεμένος ή αν ανήκει στην πατρική οικογένεια, τέλος πάντων, κι έτσι αυτό το πράγμα συνεχίστηκε, μέχρι που, σου λέω, ότι ο ένας ο κλάδος εντελώς ατόνησε και ο άλλος αυξανότανε. Οι οικοδομικές εργασίες θριαμβεύανε, οι βάρκες χρειαζότανε για να μεταφέρουνε τους τουρίστες, τα μπαράκια για να τους ποτίζουνε, τα εστιατόρια να το ταΐζουνε, έφτιαξε και δωμάτια ενοικιαζόμενα και, και, και σου λέει: «Γιατί να μπαρκάρω;». Έτσι τελείωσε αυτό το επάγγελμα, τουλάχιστον για τη Σκιάθο. Τώρα εγώ παρατηρώ κάτι και είναι εντελώς παράξενο. Κανένα Σκιαθιτάκι δεν θέλει να πάει να γίνει ναυτικός. Βλέπω, όμως, παιδιά ανθρώπων που ήρθαν εδώ και δουλέψανε και μείνανε, έχω τρία παραδείγματα, που τα παιδιά τους γίνονται ναυτικοί. Δηλαδή, μου κάνει εντύπωση και ήθελα να βρω ένα παιδί να το ρωτήσω. Όταν ξεκινήσαμε το Μουσείο, ήταν μία καθαρίστρια του Δήμου και έρχεται μία μέρα και με ρωτάει: «Είσαι ο τάδε;», λέω, «Ναι, είμαι ο τάδε». «Να σου πω κάτι; Έχω ένα γιο και θέλει να δώσει στη Σχολή, για να πάει για Καπετάνιος, να πάει;», «Να πάει», λέω. Πήγε, λοιπόν, το παιδί, πέρασε και μετά από κάνα 2 χρόνια ήρθε και με βρήκε και μου λέει: «Καλά μου είπες, καλά έκανες που μου είπες να πάει, είναι πολύ ευχαριστημένος, να σου πω και κάτι; Έφερε και ένα αυτοκίνητο, τι να σου πω!». Έφερε ένα σπορ αυτοκίνητο, γιατί πήρε λεφτά αμέσως, κατάλαβες; Εμείς, όμως, εδώ, εγώ δηλαδή, θα ήθελα ένα γιο μου να τον έκανα ναυτικό, δεν τα κατάφερα. Δεν θέλουν.

Β.Τ.:

Εσείς, σαν παιδί στην Σκιάθο, είχατε άλλου φίλους παιδιά ναυτικών;

Ι.Π.:

Όλη-

Β.Τ.:

Όλη.

Ι.Π.:

Η γενιά η δικιά μας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μερικών που σπουδάσανε ή μερικών που ακολουθήσανε άλλο επάγγελμα, το 80% μπορώ να πω ότι ασχολήθηκε με τη ναυτιλία. Βέβαια, από τους συνομήλικούς μου έχω παράπονο, γιατί, εντάξει, όπως εγώ, έτσι και αυτοί φάγανε τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα. Όμως, [01:10:00]για τη μετέπειτα πορεία τους εγώ δεν είμαι καθόλου, καθόλου περήφανος, γιατί θα μπορούσανε να είναι μαζί μου. Και εγώ δεν είχα ποτέ αρχηγικές επιδιώξεις, ο καλύτερος ας προχώραγε, αλλά άλλο είναι να πολεμάς μόνος σου και άλλο είναι να πολεμάνε όλοι μαζί. Δηλαδή, το ξέρεις το παράδειγμα, που έπιασε ο πατέρας τα ξύλα και είπε στο γιο: «Σπαστό αυτό, μπορείς;». Μπόρεσε. Του έβαλε 2, μπόρεσε, του έβαλε 3, μπόρεσε, του έβαλε 10, δεν μπόρεσε και τότε του λέει: «Κοίταξε να δεις, έτσι θα κάνεις, όταν είσαστε ενωμένοι και στην οικογένεια ή στη δουλειά σου ή στο τέτοιο, κανένας δεν θα μπορεί να σας κάνει τίποτα, γιατί το βλέπεις το παράδειγμα, ζωντανό». Αλλά υπάρχουν άνθρωποι, δυστυχώς, του επαγγέλματος που δεν έχουν έρθει να δούνε το Μουσείο, που δεν θέλουν να είναι μέλη του τέτοιου. Τι ζητάμε; 20 ευρώ το χρόνο ζητάμε, για να είσαι ενεργό μέλος. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται ο κόσμος και δεν θέλω να κατηγοράω, απλώς τα λέω σαν παράπονο. Δεν τα λέω, για να κατηγορήσω κανέναν. Δεν είναι σωστό;

Β.Τ.:

Όταν ήσασταν εν ενεργεία Καπετάνιος, θυμάστε κάποιες από τις πιο δύσκολες καταστάσεις που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε;

Ι.Π.:

Και βέβαια θυμάμαι. Θυμάμαι, εκείνα που μου έχουν κάνει εντύπωση ήτανε ο κίνδυνος. Δηλαδή, θυμάμαι μια επίθεση πειρατών στο στενό της Μάλακκα, που ανεβήκανε επάνω στο καράβι, για να μας ληστέψουνε -όχι να μας σκοτώσουν, δεν πιστεύω- να μας ληστέψουνε, αλλά ευτυχώς καταφέραμε και ειδοποιήσαμε, ήμασταν πολύ κοντά στη Σιγκαπούρη και ειδοποιήσαμε και ήρθε το περιπολικό και βλέποντας αυτοί το περιπολικό, αλλά μέχρι να δούμε το περιπολικό, καταλαβαίνετε ότι αυτοί οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στα καράβια, που εξακολουθεί αυτό, αντί να μειώνεται, εξελίσσεται, γιατί πιάνουνε, δεν ξέρω, υπάρχει ένα φιλμ ωραίο να στο συστήσω, ο «Captain Phillips».

Β.Τ.:

Ναι.

Ι.Π.:

Το έχεις δει;

Β.Τ.:

Φοβερή ταινία.

Ι.Π.:

Ναι. Αυτοί ανεβαίνουνε, είναι αδίστακτοι, δεν έχουνε να χάσουν τίποτα και τώρα το κάνουνε και σε ανοιχτές θάλασσες. Το «Captain Phillips» ήτανε σε ανοιχτή θάλασσα. Θυμάμαι αυτό και θυμάμαι κι άλλο ένα, πάλι κίνδυνο, αλλά προσωπικό μόνο. Ήμασταν στην Αργεντινή, φουνταρισμένοι στο ποτάμι μέσα, το Ρίο Ντε λα Πλάτα, σε ένα σημείο, περιμένοντας να πάμε πιο πάνω. Και είχα πλήρωμα Κορεάτες -η εξέλιξη της ναυτιλίας, τα ελληνικά βαπόρια είχανε Κορεάτες- και εγώ είχα κάνει παρατήρηση σε έναν Κορεάτη για κάτι που δεν έκανε καλά. Αυτός, λοιπόν, μαζί με άλλους πήγαν έξω, ήπιανε, πήρανε και από, γιατί στην Αργεντινή έχει πολύ κρασί, όπως έχει και εδώ, χύμα κρασί, φέραν και κάτι μπουκάλες εκεί μέσα, μεθύσανε και θυμήθηκε αυτός ότι εγώ τον επέπληξα. Και ήρθε με ένα τσεκούρι να με σκοτώσει. Το ευτύχημα ήτανε ότι υπήρχε ένας Αργεντινός μέσα, πιλότος, ο οποίος περίμενε για να μας πάει και ειδοποίησε και ήρθαν αμέσως οι στρατιώτες Αργεντινοί, ανέβηκαν επάνω και το πιάσανε. Θυμάμαι την τέτοια, τη σκηνή, αυτός ήταν μεθυσμένος τυφλά, έκανε και ζέστη, ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, του βάλανε χειροπέδες πίσω και θυμάμαι την κακομεταχείριση που του κάναν, το τι κλωτσιές με τις αρβύλες και τι ξύλο του δώσανε ήταν άλλο πράγμα. Μου έχει μείνει μες στο μυαλό αυτό. Τώρα να σου πω για φουρτούνες και τέτοια, είναι ευκόλως εννοούμενα. Όταν ταξιδεύεις συνέχεια σε ωκεανούς, φουρτούνες θα βρεις, αέριδες θα βρεις, ομίχλες θα βρεις, πάγους θα βρεις.

Β.Τ.:

Υπήρξε κάποια φουρτούνα που πραγματικά σας, χρειάστηκε όλη σας την τεχνική, όλη σας την προσοχή, για να…

Ι.Π.:

Βέβαια, αυτό-

Β.Τ.:

Την περάσετε.

Ι.Π.:

Κοίτα, είναι σχεδόν τέτοιο, δεν μπορείς να το αποφύγεις. Όταν ταξιδεύεις, θα δεις ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα, θα δεις πανέμορφα, ξέρω ‘γώ, ανατολές ηλίου, θα δεις, όμως, και κύματα σαν βουνά, να σκάνε στην πλώρη και να φτάνουνε στην πρύμνη, 250 μέτρα καράβι, να φτάνει ζωντανό το κύμα από την πλώρη στην πρύμη. Επόμενο είναι. Εκεί είναι ζήτημα εμπειρίας πλέον το πώς θα χειριστείς το καράβι, γιατί τίποτα δεν είναι άτρωτο. Μπορεί να είναι σιδερένιο το καράβι, μπορεί να είναι καινούργιο το καράβι, μπορεί να έχει μηχανές πολύ καλές το καράβι, εκεί, όμως, πρυτανεύει η λογική ότι το καράβι δεν μπορεί να νικήσει τον καιρό. Κανένα καράβι δεν μπορεί να νικήσει τον καιρό. Ανάλογα, λοιπόν, τον καιρό ταξιδεύεις και το καράβι. Δηλαδή, θα το σταματήσεις, όχι ακυβέρνητο, ίσα-ίσα να κινείται, ούτως ώστε να αντιμετωπίζεις, γιατί έχει τη δύναμη που έχει ο καιρός, έτσι; Ή θα του αλλάξεις την πορεία, αυτό, όμως, είναι ένας κίνδυνος, να αλλάξεις πορεία με ένα πολύ άσχημο καιρό, μπορεί στη στροφή να έχεις τέτοιες επιπτώσεις ή να πας επάνω στον καιρό με πολύ μικρή ταχύτητα, για να μειώσεις την τριβή, τέλος πάντων. Γιατί όταν φυσάει 10 δύναμη και εσύ πας με 15 μίλια, έχεις ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από ό,τι θέλεις να έχεις. Θα πρέπει να χαμηλώσεις, να πηγαίνεις 2 μίλια, 3 μίλια, εν ανάγκη, αντί να πηγαίνεις μπροστά, να πηγαίνεις και πίσω, αρκεί να μην κοντράρεις. Κοντράρισμα σημαίνει απώλεια. Έτσι είναι τα πράγματα.

Β.Τ.:

Τι σας έχει λείψει περισσότερο;

Ι.Π.:

Από τα καράβια;

Β.Τ.:

Ναι, από τη δουλειά σας.

Ι.Π.:

Κοίταξε, μερικές φορές κάθομαι και αναλογίζομαι ότι εκείνο που μου έλειψε ήταν ο παλιός τρόπος ζωής που υπήρχε στα καράβια, όχι ο τελευταίος, που τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, θα ‘θελα να τα ξεχάσω με κάθε τρόπο, γιατί δεν είχαμε.. Να το πάρω αλλιώς. Όταν πρωτομπαρκάρισα εγώ, μέσα στα καράβια υπήρχαν μόνο Έλληνες και τις πιο πολλές φορές, ανάλογα και με την καταγωγή του εφοπλιστή ή του διαχειριστή, ήταν και οι άνθρωποι που ήταν μέσα, δηλαδή από απόψεως καταγωγής. Αν ήταν Χιώτης ο εφοπλιστής, οι πιο πολλοί, οι ναυτικοί, ήτανε Χιώτες, αν ήταν Κεφαλλονίτης, Κεφαλλονίτες, αν ήταν Ανδριώτης, Ανδριώτες όπως, όμως, και να είχε το πράγμα αυτοί όλοι οι άνθρωποι ήταν οικογενειάρχες, είχανε, υπήρχε μέσα στο καράβι ένα κλίμα ομοψυχίας, κατανόησης, φιλίας, έμενες με ανθρώπους στο ίδιο σπίτι, γιατί σπίτι ουσιαστικά είναι εκεί που μένουμε, έτσι; Έμενες στο ίδιο σπίτι, αντιμετώπιζες τους ίδιους κινδύνους, σε όλα, όλα μάλλον, ήταν ίδια, έτσι; Με αυτούς τους ανθρώπους. [01:20:00]Όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν, ποιο ήταν το προσόν; Ήταν ότι ήταν της ίδιας φυλής με μας και ξέραμε πώς αντιδρά ο Γιάννης, πώς αντιδρά ο Πέτρος, ήξερες τη νοοτροπία του Έλληνα, έτσι; Ο Έλληνας δεν θα μου πήγαινε να μεθύσει και να ‘ρθει να πάρει το τσεκούρι, να ‘ρθει να με σκοτώσει. Ο Κορεάτης, όμως, δεν έχει την ίδια τέτοια με μας. Όχι η μόρφωση, αλλά είναι εντελώς διαφορετικός λαός, είναι, ειδικά αυτοί οι Ασιάτες είναι λαοί, οι οποίοι δεν γελάνε και, όταν γελάνε, δεν το καταλαβαίνεις κιόλας, μορφασμούς κάνουνε. Αυτά, λοιπόν, αυτές οι παρέες που κάναμε τότε, τα γλέντια και λοιπά, έτσι, μόνοι μας, χωρίς τη -γιατί, για να πούμε και του στραβού το δίκιο-, χωρίς την παρουσία του άλλου φύλου, έτσι; Νιώθαμε ο ένας εξαρτημένος από τον άλλονε, είχαμε την αίσθηση ότι οποτεδήποτε κινδυνεύαμε σε κάτι ή είχαμε ανάγκη από κάτι, ο άλλος θα μας το έδινε. Aυτά, λοιπόν, στη συνέχεια, ειδικά μετά το 1985, που εγώ ήδη ήμουνα Καπετάνιος, ήμουνα Καπετάνιος από το ‘76, αυτά δεν υπήρχανε. Δηλαδή, τα τελευταία χρόνια δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να τα ξαναζήσω, να είμαι εγώ με άλλους δύο Έλληνες και όλοι οι υπόλοιποι αλλοδαποί, κάθε καρυδιάς καρύδι, να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε, ενώ παλιά, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Έκανα με πολλά κεφαλλονίτικα καράβια, να θυμηθώ την τρέλα των Κεφαλλονιτών, τα γλέντια τους, τέτοια πράγματα. Εξακολουθώ να έχω επαφές με αυτούς τους ανθρώπους και καμιά φορά θυμόμαστε. Τώρα με γυρίζεις πίσω πολύ. Τι να πω; Πάντως θα σου πω ένα πράγμα, ότι αν ξανά γινόμουνα παιδί και έπρεπε να αποφασίσω, θα ξανά γινόμουνα Καπετάνιος. Βέβαια, προσδοκώντας κάποιες άλλες συνθήκες με Έλληνες σαν πλήρωμα, που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Τελείωσε αυτό το... Δηλαδή, οι Έλληνες, που ουσιαστικά το βλέπεις και από τις λέξεις, άμα πας στην επιστήμη, αυτή που χειρίζεται ο Μπαμπινιώτης, έτσι; Τέλος πάντων, το ετυμολογικό και αυτά, βγάλανε όλες τις λέξεις που εξακολουθούνε να ισχύουν για το επάγγελμα αυτό. Γιατί; Γιατί αυτοί ταξιδέψανε πρώτοι, αυτοί φτάσανε παντού. Οι αρχαίοι Έλληνες πώς κάνανε τις αποικίες; Επειδή ήταν ναυτικοί. Πήγανε στη Μασσαλία ή πήγαν στη Μαύρη θάλασσα και γέμισαν όλη τη Μαύρη Θάλασσα με ελληνικές πόλεις. Όπου και να σκάψουν τώρα στη Ρουμανία, στη Γεωργία, στην Ουκρανία βρίσκουν ελληνικές πόλεις, ελληνικούς ναούς.   Τι ήταν αυτοί; Οι ναυτικοί ήτανε που τα κάνανε. Λένε, και δεν ξέρω μέχρις αποδείξεως, ότι φτάσανε και μέχρι τον Αμαζόνιο. Υπάρχουν, λέει, φυλές που έχουνε λέξεις στο τέτοιο τους που κατάγονται από την αρχαία ελληνική. Τώρα όταν λέμε τον Αμαζόνιο, γιατί εγώ στον Αμαζόνιο πήγα, μιλάμε για ένα ποτάμι χιλιάδων χιλιομέτρων και όλο ζούγκλα. Πώς πήγανε με τα τότε μέσα αυτοί οι άνθρωποι;

Β.Τ.:

Ποιο ήταν το μεγαλύτερο σας ταξίδι και ο περισσότερος χρόνος που μείνατε στη θάλασσα;

Ι.Π.:

Λοιπόν, το μεγαλύτερο ταξίδι που έχω κάνει είναι 42 μέρες, δηλαδή από το ένα λιμάνι στο άλλο χωρίς διακοπή, από Βραζιλία-Ιαπωνία, αλλά απλούστατα, γιατί δεν είναι τόσο η απόσταση, με μια συνηθισμένη ταχύτητα, υπήρχαν εποχές που το πετρέλαιο ήταν πάρα πολύ ακριβό και τα καράβια ήταν αναγκασμένα να ταξιδεύουν με οικονομική ταχύτητα και έτσι πηγαίναν πολύ αργά. Οικονομική ταχύτητα σημαίνει ίσα-ίσα καταναλώνεις το καύσιμο για να κινείσαι, όχι για να τρέχεις. Όσο για το πιο μεγάλο τέτοιο ήταν αυτό, το 9 μήνες που ήμουνα στο ψαράδικο, 9 μήνες. Μπήκα στον Πειραιά Σεπτέμβριο, νομίζω, Σεπτέμβριο, Σεπτέμβριο, ναι και ξεμπαρκάρισα Ιούνιο, τέλος Ιουνίου. Δεν είχα πατήσει το πόδι μου στη στεριά. Φύγαμε με το καράβι, πήγαμε στην Αραβική Θάλασσα και ψαρεύαμε και δεν πιάσαμε ποτέ λιμάνι. Παρόλα αυτά, περνάγαμε καλά. Γιατί; Γιατί περνάγαμε καλά; Μονοτονία βέβαια, αλλά ήταν μία εμπειρία. Δεν νομίζω ότι την έχουν ζήσει πολλοί αυτή την εμπειρία, του να ψαρεύεις και να πιάνεις τεράστια ψάρια, να βλέπεις παράξενα ψάρια, να τρως ό,τι θέλεις από τα ψάρια, όποτε θες. Εκεί είδα αυτούς τους καρχαρίες, που έχουνε το ένα το-

Β.Τ.:

Σφυροκέφαλους.

Ι.Π.:

Σφυροκέφαλους. Εκεί ψαρεύαμε και επειδή πηγαίναμε σιγά-σιγά τραβώντας, τους έβλεπες από κάτω τέτοιο, κάτι σαλάχια τεράστια 500 κιλά πιάναμε, τα έπιανε αναγκαστικά ο σάκος και με το που ανέβαιναν επάνω, ήταν οι ψαράδες με το τσεκούρι, γιατί το φονικό όπλο του σαλαχιού είναι η ουρά του. Αν σε πιάσει η ουρά την ώρα που κινείται μπορεί να σε κόψει, σαν να σε κόβει το πριόνι, η ουρά του είναι πριόνι.

Β.Τ.:

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας λιμάνι; 

Ι.Π.:

Κοίτα, λιμάνι, ειδικά, ήταν το Ρότερνταμ. Από ποια άποψη; Ήταν ένα λιμάνι καθαρά για ναυτικούς, δηλαδή ό,τι ζήταγε ο ναυτικός, το είχε εκεί. Ήτανε οι άνθρωποι που καταλαβαίναν, γιατί το Ρότερνταμ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου, με τη μεγαλύτερη κίνηση δηλαδή, έτσι; Και οι άνθρωποι στο Ρότερνταμ ζούνε από τη ναυτιλία. Καταλαβαίνουνε τον ναυτικό, τον προστατεύουνε τον ναυτικό. Όχι από απόψεως διασκέδαση και τέτοια, μη βάζεις στο μυαλό σου αυτά, από αυτά είναι άλλα μέρη, είναι τα τροπικά. Επίσης, πολύ μου αρέσανε τα γιαπωνέζικα τα λιμάνια, γιατί με αυτούς τους ανθρώπους, παρόλο που έχουν εντελώς διαφορετική νοοτροπία, μπορείς να συνεννοηθείς και ειδικά στη δουλειά σου. Είναι άνθρωποι που ξέρουνε το κάθε τι και η επαφή που μπορεί να έχεις, έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει. Είναι πολύ μεγάλο πράγμα αυτό, γιατί υπάρχουνε και άνθρωποι που ασχολούνται με το επάγγελμα, είτε γιατί δεν θέλουνε είτε γιατί είναι ένας τρόπος να κερδίσουν κάτι από σένα, όταν λέω να κερδίσουν, όχι από μένα προσωπικά, σαν Καπετάνιο εις βάρος του εφοπλιστή, ας πούμε, κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουνε. Αυτοί, οι Γιαπωνέζοι είναι άψογοι σε αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, το να πας σε ένα γιαπωνέζικο λιμάνι -να πήγαινες, μάλλον, γιατί τώρα δεν ξέρω πως είναι τα πράγματα-, ήτανε μία ευχαρίστηση. Είχες, δηλαδή, το μυαλό σου ήσυχο από κάθε πλευρά, μόνο που δεν μπορούσες να συνεννοηθείς έξω και ξέρεις εκεί είναι ένα [01:30:00]από τα πιο δύσκολα μέρη του κόσμου. Οι Έλληνες, ας πούμε, οι ναυτικοί παντρευτήκανε παντού και αποκτήσανε ιθαγένεια στο κάθε μέρος που μείνανε. Στην Ιαπωνία, για να παντρευτείς, τουλάχιστον μέχρι τότε, δεν αποκτούσες ιθαγένεια, δηλαδή ήσουν ξένος. Αυτοί έχουν ένα ιδιότυπο τέτοιο, θέλουνε η φυλή τους να μείνει καθαρή είναι, να μην έχει προσμίξεις και... Δεν ξέρω τι άλλο θες να με ρωτήσεις.

Β.Τ.:

Θα ήθελα να μου πείτε τώρα για το πιο πρόσφατο έργο που έχετε αναλάβει, το λεύκωμα «Φωτομνήμες που μας ταξιδεύουν».

Ι.Π.:

Μάλιστα. Λοιπόν, άκουσε να δεις πώς έχει ξεκινήσει αυτή η ιστορία. Όταν είχαμε το Σύλλογο Συνταξιούχων Ναυτικών, είπαμε μία χρονιά, στην αρχή, μόλις είχαμε ιδρυθεί, να βγάλουμε ένα ημερολόγιο. Τότε συνεργάτης μου ήταν -δεν ξέρω αν τον ξέρεις, θα σου πω ποιος- ο πατέρας του Μαθηνού, ο Μιχάλης. Λέει, λοιπόν: «Θα πάρουμε, θα πούμε, ξέρω ‘γώ, στον Άννη ή στον Α ή στον Β να βγάλουμε έναν Άγιο Νικόλαο, να κολλήσουμε και ένα ημεροδείκτη επάνω, θα γράψουμε Σύλλογος Συνταξιούχων Ναυτικών και λοιπά και λοιπά και θα το πουλάμε για ενίσχυση». Κάναμε, λοιπόν, ένα μεγάλο καυγά με το Μιχάλη, λέω: «Μιχάλη, ο σκοπός είναι να πηγαίνουμε μπροστά, όχι να πηγαίνουμε πίσω, θα πάρουμε ένα χαρτόνι, να κολλήσουμε ένα τέτοιο, να το πουλάμε, είναι σαν τους κοροϊδεύουμε». «Εγώ θα έλεγα», λέω, «να βγάλουμε κάτι, το οποίο να αξίζει τον κόπο και να μένει στο σπίτι, να μην το πετάνε μετά». Λέει: «Δηλαδή, τι;». «Ε, να», λέω, «να κάνουμε 12 σελίδες με παλιές φωτογραφίες, από καράβια, από τη Σκιάθο, από έτσι, από αλλιώς». «Τι λες τώρα, ποιος θα το πάρει και τι θα το κάνει;». Άλλος έλεγε έτσι, άλλος έλεγε αλλιώς. Τελικά, επικράτησε η δικιά μου άποψη και αρχίσαμε και βγάζαμε ένα ημερολόγιο. Έχω πάρα πολλά από αυτά που βγάζαμε, μένανε δηλαδή. Και βλέποντας τώρα σιγά-σιγά έφερνε ο ένας: «Να, πάρε αυτή τη φωτογραφία, για να τη βάλετε στο ημερολόγιο, πάρε την άλλη, πάρε την άλλη», λέω: «Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο τέτοιο, αναξιοποίητο υλικό» κι άρχισα, λοιπόν, και μάζευα. Άρχισα και μάζευα και όταν μάζεψα, που λες, και λέω ότι: «Άμα είναι να περιμένω κάθε χρόνο να βάζω 12, άντε το πολύ 24 φωτογραφίες διπλή όψη, δεν κάνουμε τίποτα. Αυτές πρέπει να τις ψηφιοποιήσουμε, να τις έχουμε να κάνουμε κάτι αξιόλογο». Μου άρεσε κιόλας η τέτοια και στα βαπόρια έβγαζα φωτογραφίες, έχω και φωτογραφικές μηχανές και έχω και πάρα πολλά φωτογραφικά βιβλία, δηλαδή τέτοια, από φωτογράφους από τον Βολιώτη -πώς τον λέγανε τώρα, θα το θυμηθώ- ή από τον Λαρισαίο τον Τλούπα ή από το Στουρνάρα ή από το Μουσείο Μπενάκη. Μου άρεσε που τα έβλεπα αυτά, γιατί πήγαινα πίσω στην εποχή, ξέρω ‘γώ, που ήμουνα παιδί. Και κάποια στιγμή το πα εδώ, είχαμε γίνει Μουσείο πλέον, έτσι; Είχε αλλάξει η τέτοια, γιατί ναυτικοί δεν υπάρχουν και λέω: «Να βγάλουμε ένα βιβλίο», «ε, πώς θα το βγάλουμε;», «Θα βρούμε κάποιον να μας να μας κάνει χορηγία». Όχι μόνο βρέθηκε, αλλά έχουμε και ένα σωρό βιβλία τώρα στο Μουσείο, τα οποία σιγά-σιγά θα φύγουνε από τους επισκέπτες, όταν θα αρχίσει να δουλεύει, γιατί μας έδωσε, το κυρίως πόσο μας το έδωσε ο Δερβένης του Skiathos Palace και βρεθήκανε και άλλοι που δώσανε. Εμείς, δηλαδή, δεν πληρώσαμε τίποτα. Εγώ έβαλα τον κόπο, εκατοντάδες ώρες και μέρες και να κάνω τη σύνθεση αυτή, τη δουλέψαμε και πιστεύω ότι βγήκε ένα αξιόλογο, ένα βιβλίο, δηλαδή, το οποίο έχει διαχρονική αξία και το οποίο θα το χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος μετά από 50 χρόνια. Έτσι νομίζω εγώ. Δεν το λέω ότι έτσι θα γίνει, η δική μου η γνώμη είναι αυτή, ότι αυτά τα βιβλία δεν γίνονται για αυτή τη στιγμή, να το πάρεις να το δεις, να το ευχαριστηθείς. Μετά από 30- 40 χρόνια που θα ψάχνει κάποια κοπέλα σαν και σένα να βρει πράγματα, τα οποία δεν θα τα έχεις ζήσει, τα πιο πολλά θα τα βρίσκει εκεί. Και επειδή εγώ πιστεύω ότι πέτυχε αυτή η ιδέα, εγώ συνεχίζω τώρα να ψάχνω, για να βγάλω κι άλλο βιβλίο. Σκοπός μου, για να το πω στα ίσια, είναι ενίσχυση του Μουσείου, γιατί το Μουσείο δεν έχει πόρους, έτσι; Όμως, ταυτόχρονα, επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: Και ενισχύουμε το Μουσείο χρηματικά, αλλά κάνουμε και ένα έργο αποθησαύρισης κάποιων πραγμάτων, ειδικά φωτογραφιών, οι οποίες κάποια στιγμή θα πεταχτούμε. Δηλαδή, εγώ που έχω αυτές τις φωτογραφίες θα τις αφήσω, θα πεθάνω, ο γιος μου ή κόρη μου δεν θα τους δώσει σημασία, θα πάνε σε μία γωνιά, κάποια στιγμή: «Τι τα θέλουμε αυτά; Τα πετάμε στα σκουπίδια και τελείωσε». Ναι, αλλά, όμως, αυτά είναι ζωντανά πράγματα. Σου δείχνουνε, ξέρω ‘γώ, όταν ήμουνα εγώ στο Αμπιτζάν το 1972 και είχα το σκύλο μου, που είμαι απέξω από το καράβι, δείχνει ο Γιάννης ο Παρίσσης που ήταν με αυτό το καράβι, που είχε αυτό το σκυλί και λοιπά και λοιπά. Είναι ιστορία! Και να σου πω και το καλό, είναι ότι έχω βρει και τα λεφτά. Ναι και είμαι περήφανος για αυτό, γιατί, δεν ξέρω, από διαίσθηση; Χτυπάω πόρτες, οι οποίες είναι ήδη ανοιχτές. Δηλαδή, με βοηθάνε οι άνθρωποι. Αυτοί που έπρεπε να βοηθήσουνε, δεν βοηθάνε και αυτοί που δεν έχουν καμία σχέση... Σου λέω τα λεφτά που βρήκα τώρα μου τα έδωσε μία γυναίκα 90 και χρονών και μου είπε: «Να κάνεις κι άλλο», λέω: «Δεν έχω λεφτά», «Εγώ», μου λέει, «είμαι εδώ» και πήγε στην τράπεζα, την πήραν με το ταξί και την πήγανε στην τράπεζα και πήγε και έβαλε στο λογαριασμό του Μουσείου τα λεφτά. Δηλαδή, τα λεφτά, το 80% αυτών που χρειαζόμαστε. Όταν βλέπεις τέτοια πράγματα -δεν θέλω να κάνω τον παντογνώστη, δεν είμαι-, αλλά όταν βλέπεις τέτοια πράγματα, σε συγκινούνε και σου δίνουνε τη δύναμη, ρε παιδί μου, να πεις ότι: «Κοίτα, αυτό που έβαλα στο μυαλό μου είναι σωστό, για να το επικροτεί ο άλλος, χάνοντας από την τσέπη του τόσες χιλιάδες ευρώ, πάει να πει ότι αξίζει. Δεν μπορεί να μην αξίζει».

Β.Τ.:

Ναι.

Ι.Π.:

Έτσι το σκέφτομαι εγώ. Δηλαδή, πες ότι είναι τρέλα μου εμένα και θέλω να φανώ εγώ ο Γιάννης ο Παρίσσης, που έκανα το φωτογραφικό τέτοιο, αλλά όμως, εδώ την έχω την τέτοια -πώς τη λένε;-, την αφίσα, που το παρουσιάσαμε στο Βόλο. Όταν δέχεται το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας να μας φιλοξενήσει αφιλοκερδώς, για να κάνουμε την παρουσίαση, όταν άνθρωποι [01:40:00]αξιόλογοι από την Αθήνα, από την Ύδρα ήρθανε για να το παρουσιάσουν -εδώ δεν καταφέραμε, γιατί έπιασε ο κορωνοϊός και εκκρεμεί η παρουσίαση, έτσι;-, έρχονται, λες: «Εντάξει, αυτές όλες οι θυσίες, που έκανες, πιάσανε τόπο», γιατί δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στον άνθρωπο από αυτό που νιώθει, όταν αυτό που πιστεύει, το βλέπει ότι το ενστερνίζονται και οι άλλοι άνθρωποι, και δεν είναι, το λέω αυτό με την έννοια, γιατί μπορεί να ενστερνιστεί και κάποιος κάποια άλλα πράγματα με αυτά που σκέφτεσαι εσύ, αλλά να έχει κέρδος, να έχει μία προώθηση επαγγελματική και λοιπά και λοιπά. Αυτά εδώ δεν έχουνε καμία σχέση ούτε με το οικονομικό κέρδος, ούτε με προώθηση ανθρώπων σε θέσεις και λοιπά και λοιπά. Ναι, είναι εντελώς ερασιτεχνικά πράγματα, τα οποία, όμως, κρύβουνε πολύ μεράκι, πολλή αγάπη, πολύ κόπο, ώρες, μέρες. Στα λέω αυτά, γιατί έτσι είναι. Δεν τα λέω για να υπερεκτιμήσω, ας πούμε, αυτό που έκανα. Δεν μπορείς να πιάσεις 5-10 φωτογραφίες και να τις βάλεις σε ένα τέτοιο και να πεις: «Έφτιαξα βιβλίο», έτσι; Πρέπει να τα μελετήσεις και η μελέτη στο κάθε πράγμα σημαίνει χάσιμο χρόνου και κούραση πνευματική. Πρέπει να τα ταιριάξεις. Πώς θα τα βάλεις; Έτσι; Άντε, βάλε 15 φωτογραφίες και δώσ’ το. Τι θα σου πουν;

Β.Τ.:

Πώς συλλέξατε όλο αυτό το υλικό και ποια από αυτά σας έχουνε μείνει σαν πιο σπάνια ευρήματα ή πιο εντυπωσιακά ευρήματα;

Ι.Π.:

Το υλικό ξεκίνησα και το συλλέγω από τότε που σου είπα, από το 1999 με 2000, που αρχίσαμε και βγάζαμε το τέτοιο και κάθε τόσο αυτό το υλικό εμπλουτιζότανε με... Πώς; Εδώ είναι και το άλλο το τέτοιο, έτσι; Πρέπει να έρθω στο σπίτι σου ή στο σπίτι του Α ή του Β ή αν όχι στο σπίτι σου, να σε πιάσω, να σε πείσω ότι, ξέρεις, αυτά που τα έχεις κρυμμένα και πεταμένα, άμα μου τα δώσεις σε μένα, θα αξιοποιηθούνε, θα μπούνε κάπου. Όχι όλα, αλλά αυτά που χρειαζόμαστε, κάθε φορά που χρειαζόμαστε. Τελικά, κατάφερα δεκάδες ανθρώπους και μου δώσανε φωτογραφίες, όχι ότι είναι όλες αξιόλογες, αλλά η κάθε μια έχει τη δική της αξία, ανάλογα με το θέμα που θέλεις να αναπτύξεις. Δηλαδή, τώρα σκέφτομαι, σε αυτό που θα κάνουμε, στην κάθε φωτογραφία τουλάχιστον που ξέρουμε ποιοι είναι να τους αναφέρουμε ονομαστικά, για να τους τιμήσουμε τους ανθρώπους, έτσι; Είναι μεγάλη τιμή να βάλεις τον άνθρωπο που σου έδωσε τη φωτογραφία και να γράψεις το όνομά του και τι έκανε εκείνη τη στιγμή; Γιόρταζε το Πάσχα; Χόρευε την Πρωτομαγιά; Ψάρευε; Με τι ήτανε; Με ποιους άλλους ήτανε; Πώς το λέγανε το καΐκι; Πώς λέγανε, ξέρω ‘γώ, την τοποθεσία; Τι μήνας ήτανε; Πράγματα τα οποία τα χρειαζόσαστε εσείς, οι άνθρωποι που ψάχνετε το υλικό. Εγώ, δηλαδή, τι κάνω ουσιαστικά τώρα; Εγώ για τον μελλοντικό μελετητή της Σκιάθου, για οποιοδήποτε τέτοιο, ετοιμάζω ένα σχεδόν ανοιχτό βιβλίο, έτσι; Να κάνει έτσι και να λέει: «Να, μωρέ, στη γιορτή της Παναγίας γυρνάνε το τέτοιο στην εύρεση και να, η πομπή ολόκληρη που πηγαίνει το γύρο του νησιού». Δηλαδή, θέλω να προσθέσω σε όσες τουλάχιστον ξέρω και εάν μπορώ να βρω και κάποιον να με βοηθήσει, να συγκεκριμενοποιήσω την κάθε φωτογραφία, τι λέει εκεί ούτως ώστε, γιατί αυτός που θα τις κοιτάξει μετά από 30 χρόνια, δεν θα τα έχει ζήσει αυτά, δεν θα τα ξέρει. «Α, εντάξει, βλέπω μία μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων». Θα υποθέτει. Αυτό είναι το σκεπτικό και ελπίζω ότι θα τα καταφέρω.

Β.Τ.:

Σας το εύχομαι πραγματικά.

Ι.Π.:

Εκείνο που θέλω και το πιστεύω είναι ότι αυτή η προσπάθεια μου, ξέρω ότι τώρα μπορεί να μην αναγνωρίζεται, δεν με ενδιαφέρει, γιατί δεν το κάνω για τον εαυτό μου, το κάνω για το νησί, το κάνω για το επάγγελμα μου, το κάνω για τις γενιές που έρχονται, έτσι; Και ξέρω ότι αυτοί θα το εκτιμήσουνε. Το αν θα πούνε τώρα οτιδήποτε οι οποιοιδήποτε εμένα δεν με νοιάζει καθόλου, γιατί είναι, δεν κάνω το κέφι μου, κάνω το μεράκι μου. Άλλο κέφι, άλλο μεράκι, έτσι; Το μεράκι μου είναι αυτό, να αφήσω ένα χνάρι και αν το κάνει ο κάθε άνθρωπος αυτός, όχι στο ίδιο πράγμα, αλλά στο οποιοδήποτε, πιστεύω ότι ο κόσμος θα είναι αλλιώς μετά από λίγα χρόνια. Το μεράκι είναι -νομίζω, δεν ξέρω αν υπάρχει και σε άλλες τέτοιες-, είναι σαν τη λέξη φιλότιμο, που δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Το μεράκι πιστεύω ότι υπάρχει και σε άλλους λαού, δεν ξέρω αν υπάρχει καθαυτό η λέξη μεράκι που έχει πολλαπλές εξηγήσεις. Είναι αυτή η τρέλα που θέλεις να δουλέψεις πάνω σε ένα κομμάτι, για να το δώσεις, όχι να επωφεληθείς από αυτό. Αυτό κάνω εγώ. Δεν ξέρω αν σε κάλυψα.

Β.Τ.:

Ναι. Εσείς τώρα αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο ή να μας κλείσετε με κάποιο μήνυμα.

Ι.Π.:

Νομίζω ότι είπα πολλά και δεν πρέπει να πω τι, γιατί εγώ στην καθημερινή μου επαφή με τον κόσμο δεν είμαι και ο πολυλογάς, αλλά όταν καλούμε να πω για αυτά τα πράγματα, δυστυχώς, λέω πολλά. Δεν ξέρω αν τα λέω όλα καλά και αν είναι όλα σωστά, αλλά ξέρω ότι από μέσα μου κάτι μου λέει ότι πρέπει να τα πω.

Β.Τ.:

Και πολύ καλά κάνετε.

Ι.Π.:

Κάτι μου λέει από μέσα μου ότι πρέπει να τα πω και ξέρω, για αυτό είμαι σίγουρος, ότι θα μείνουνε. Και ειδικά τώρα με τον τρόπο που, ας πούμε, τα αποθησαυρίζεις εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος μου έχει πάρει τέτοια, είμαι σίγουρος ότι και αυτά θα μείνουνε και τα άλλα που έχω κάνει θα μείνουνε κι αν βρεθεί και ένας άνθρωπος, αυτό θέλω να το μήνυμα. Το μήνυμά μου είναι να ενδιαφερθεί ο κόσμος, ο Σκιαθίτικος κόσμος, οι άνθρωποι, τέλος πάντων, που καταλαβαίνουνε, να μη θεωρήσουν ότι αυτό το Μουσείο που έγινε, έγινε για ιδιωτικούς σκοπούς ή μάλλον για ιδιοτελείς σκοπούς. Έγινε για τη Σκιάθο και να σκύψουν απάνω και να βοηθήσουν και να το κάνουμε ένα Μουσείο αξιόλογο, που θα είναι κάτι που θα αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο, μα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι της ιστορίας αυτουνού του νησιού, γιατί αυτά τουλάχιστον που σώζονται από κάποιους ανθρώπους που είχανε την πρόνοια και καθίσανε και τα γράψανε δηλαδή το Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη, όπως και τον Φραγκούλα, έτσι; Οι πιο πολλές σελίδες αυτωνών των ανθρώπων αναφέρονται σε διηγήματα και, τέλος πάντων, [01:50:00]γεγονότα, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη θάλασσα και με τους ναυτικούς και με τους ναυπηγούς. Αυτή ήταν η ιστορία του τόπου μας, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε δεν θέλουμε και θέλουμε, γιατί καλό ήτανε. Δηλαδή, η Σκιάθος, ένα τόσο μικρό νησί, αντιπροσώπευε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας πριν να γίνει έτσι όπως έγινε. Δηλαδή, εδώ χτιζότανε από Σκιαθίτες σκαριά, τα οποία τα εκμεταλλευότανε Σκιαθίτες και πηγαίνανε στην άκρη του κόσμου. Θα σου πω το τελευταίο ότι ένα σκάφος που το έχουμε μέσα, το αντίγραφο του βέβαια, το μοντέλο του, που λεγόταν «Σκιάθος» και ήταν των αδελφών Ραπτάκη, ήταν από τα λίγα πλοία που έκανε υπερατλαντικά ταξίδια τότε. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια βούλιαξε αύτανδρο, έτσι; Δεν σώθηκε κανένας, απλώς βρήκαν ένα μπαούλο του Καπετάνιο και καταλάβανε ότι βούλιαξε το τέτοιο. Τότε ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Αυτό, λοιπόν, το καράβι, γιατί καράβι ήταν, ήταν τεράστιο, ξύλινο, είχε πάει στη Νέα Ορλεάνη και ήταν το πρώτο ελληνικό ιστιοφόρο καράβι που πήγε στη Νέα Ορλεάνη και οι Αρχές του λιμανιού της Νέας Ορλεάνης είχανε βάλει στο λιμάνι μία στήλη αναθέματος και λέγανε ότι: «Εδώ την τάδε του μηνός του τάδε έτους ήρθε το πρώτο ελληνικό καράβι, το οποίο ονομαζόταν “Σκιάθος” και ήταν από τη Σκιάθο και ήταν των αδελφών Ραπτάκη». Και δυστυχώς με την τέτοια -θα το πω στο Δήμαρχο αυτό, μήπως μπορούμε, δηλαδή μέσω του Δημάρχου της Νέας Ορλεάνης να ξαναμπεί αυτό στη Νέα Ορλεάνη-, όταν έγινε ο τυφώνας Κατρίνα, το σάρωσε αυτό και δεν υπάρχει τώρα, αλλά υπήρχε. Τι μεγαλύτερη τιμή, λοιπόν, για ένα τόσο άσημο νησί, να έχει σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου μία στήλη που να λέει ότι: «Εδώ ήρθε το τάδε καράβι που ήτανε από τη Σκιάθο, που το φτιάξανε Σκιαθίτες, που το υπηρετούσανε Σκιαθίτες». Νομίζω ότι, δεν ξέρω, εγώ με αυτά συγκινούμαι. Συγκινούμαι και θέλω να σώσω ό,τι μπορώ, όσο μπορώ. Τίποτα άλλο δεν θέλω. Εύχομαι εσύ να ζήσεις, όταν εγώ θα έχω πεθάνει και να λες: «Να, μου είπε κάποια προφητικά λόγια αυτός ο άνθρωπος», τίποτα άλλο. Σε ευχαριστώ πολύ.

Β.Τ.:

Εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Γιάννη. Ελπίζω να θυμηθήκατε και κάποια, έτσι, ευχάριστα πράγματα απ’ τη ζωή σας, θα μείνουνε τώρα κιόλας.

Ι.Π.:

Ναι.

Β.Τ.:

Η κληρονομιά σας.

Ι.Π.:

Σε ευχαριστώ. Να είσαι καλά.