© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Αγάπη ετών 59: Μια ιστορία αγάπης από τον Μώλο Φθιώτιδας
Istorima Code
11104
Story URL
Speaker
Βασιλική Χατζάρα (Β.Χ.)
Interview Date
15/10/2022
Researcher
Δήμητρα Μαγδαληνού (Δ.Μ.)
[00:00:00]
Είναι 16 Οκτωβρίου 2022, είμαι η Δήμητρα Μαγδαληνού, ερευνήτρια του Istorima, και βρίσκομαι στον Μώλο Φθιώτιδας. Γεια σας!
Καλησπέρα!
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;
Πώς το λένε; Λέγομαι Βασιλική Χατζάρα -καλά μωρέ τα λέω- Βασιλική Χατζάρα, γεννήθηκα το ‘39, έχω 3 παιδιά και τα υπόλοιπα εγγόνια έχω πολλά. Ναι έχω εγγόνια, πολλά έχω τώρα. Τι να πω τώρα; Έχω εγγόνια πολλά. Ναι.
Από που κατάγεστε;
Από το Καινούργιο.
Σαν παιδί θυμάστε τι υποχρεώσεις είχε η μητέρα σας μέσα στην οικογένεια;
Η μητέρα μου είχε έρθει από τη Μικρά Ασία 10 χρόνων -αφού καλά τα λέω- από τη Μικρά Ασία ήρθε 10 χρόνων. Ήταν υπηρέτρια που το λέμε. Τη μεγαλώσανε και μετά ύστερα την παντρέψανε. Και τα ίδια τα αφεντικά του μας βαφτίσαν κιόλας, κι εμένα και τον αδερφό μου, μας βαφτίσανε. Μετά έκανε την οικογένεια, έκανε 2 παιδιά, η μητέρα μου έκανε 2 παιδιά. Καλά ήμαστε, μας μεγάλωσε, ας πούμε, καλά. Εντάξει. Ήταν και ο πατέρας μου σε ένα χωριό τώρα στον Άγιο Σεραφείμ, ήταν «ρογιασμένος», που το λέμε, υπηρέτης ήταν κι αυτός, ας πούμε, κοντά Καινούριο, Άγιο Σεραφείμ, κοντά εκεί πέρα. Και καλά τα περάσαμε ας πούμε. Και εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσο πολύ όπως είναι τώρα που… Ήταν πάρα πολύ καλά ήταν, τα περάσαμε. Μεγαλώσαμε, μας παντρέψανε, καλά πήγαμε, καλά τα παιδιά μου όλα. Όλα καλά.
Η μητέρα σας ήταν η γυναίκα του σπιτιού, που ήταν μέσα στο σπίτι;
Ήταν του σπιτιού μέσα. Όλες έκανε τις δουλειές, το μαγείρεμα, τα έξω. Ό,τι γινόταν η μητέρα μου ήταν η πρώτη, στα γλέντια και στα αυτά ήταν πρώτη ήταν, πρώτη ήταν! Δεν χάλαγε την Καλλιόπη που λέει. Τζαμακάκου λεγόταν εκεί πέρα. Καλλιόπη Τζαμακάκου λεγόταν στη Μικρά Ασία. Είχε η μάνα μου, είχε αδερφές άλλες 2 ακόμα, 3 κορίτσια ήταν. Πεθάναν εκεί, όμως, στην Μικρά Ασία. Την λέγανε Νότα – Παναγιώτα και την άλλη τώρα δεν θυμάμαι πώς τη λέγαν την άλλη τώρα, την άλλη αδερφή της. Πεθάναν μικροί, ας πούμε, πέθαναν.
Έφυγαν με τα γεγονότα του Μικρασιατικού;
Τώρα όχι. Δεν είχε τέτοια. Όχι, όχι. Η μανούλα μου; Όχι. Τίποτα. Όχι, όχι, όχι, όχι. Ήταν σε καλό μέρος. Τώρα ξέρω. πώς το λένε; Τσαουγλούσιο; Κάπως έτσι μωρέ. Κάπως έτσι ένα τώρα. Πού να το ξέρω και εγώ. Εμένα η μάνα μου τώρα τα ήξερε εδώ που τα λέμε τώρα.
Στην κοινωνία κυκλοφορούσε; Έβγαινε;
Ποιος;
Η μαμά.
Αμέ, αμέ! Δεν καθόταν, καθόλου δε καθόταν μέσα. Σου λέω, ό,τι γάμος κι αυτά, η μάνα μου η συγχωρεμένη ήταν πρώτη. Την καλούσε, όπως κι εγώ τώρα. Πώς το λέει μια παροιμία; «Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Δεν λείπει!» Να, έτσι κι εγώ!
Έβγαινε για διασκέδαση;
Μ’ αγαπούν και εγώ έχω καλή καρδιά. Αλλά εδώ πέρα, τότε που βαφτίσαμε το αυτόν, τον...μακριά τότε είχε πεθάνει η μανούλα μου. Κι έλεγε η Δώρα: «Μυστήριο κάνουν δεν θα ‘ρθεις;» δεν είχε σαραντίσει ακόμα. Και κάναμε κάτω στου Σούλτου, είχε κάτω μαγαζί στη θάλασσα, εκεί πέρα. Ο Κώστας ο Σούλτος.
Άρα έβγαινε η μαμά σας για διασκέδαση;
Έβγαινε. Βγαίναμε, ναι, ναι, ναι, ναι. Έβγαινε, έβγαινε. Και πήγαινε παντού με τον πατέρα μου. Έβγαινε. Δεν καθόταν μέσα η μανούλα μου. Όχι, όχι, όχι! Καλή καρδιά. Εδώ ο Γιώργος ο γαμπρός μου, είχε να την κάνει τα φαγητά... Γινόταν πανηγύρι κάτω στο Καινούργιο, που γινόταν το πανηγύρι στις 13 Ιουνίου. Τα φαγητά και τα τραπέζια που έκανε η μάνα μου και τις φιλίες, αυτά όλα.
Εσείς, όταν ήσασταν έφηβη, είχατε δεσμούς πριν το γάμο με το αντίθετο φύλο;
Εγώ με τον φίλο μου;
Σχέσεις ερωτικές είχατε;
Μέσα σε 10 μέρες. Μόλις με είδε, τον είδα, αυτό ήταν! Τότε μεγάλωσα. Τότε ήμανε μικρή. «Όχι!» η μάνα μου λέει. Και τότε είχαμε τα διασίδια, που λέγαμε. Τον αργαλειό. Και έριξε 4, δεν φτάναν, η μάνα μου. Δεν ήμαν έτοιμη. Τώρα μέσα σ’ έναν χρόνο πώς έγινε δεν ξέρω, πώς έγινε μέσα σ’ έναν χρόνο. Αμέσως αμέσως σ’ έναν χρόνο. Αλλά, όμως, δεν τον έβαζα μέσα. Είχε βάλει από δω –έλα- έλα– ναι, είχε βάλει από δω για να με πάρει να με πάει με ένα αυτοκίνητο που δούλευε ο άντρας μου ο συγχωρεμένος, σε ένα για να μιλήσουμε, για να δώσουμε.
Εγώ, όμως, δεν πήγαινα. Δεν πήγαινα κοντά. Ούτε κάτω στο σπίτι τον άφηνα για να μπει μέσα. Να καταλάβει τι άνθρωπος ήμανε μικρή ας πούμε. Δ[00:05:00]ε ζύγωνε κανένας κοντά. Δηλαδή αγαπούσα, με αγαπούσαν, όχι όμως… Ήρθε κάτω να με ζητήσει και λέω τώρα, λέω: «Τι να σε κεράσω -λέω- Παντελή;». Κάτω στο σπίτι μου, μέσα σε 10 μέρες. Λέει: «Εντάξει γλυκό, το ένα...», «δεν θα έρθεις, όμως, μέσα -λέω- στο σπίτι». Να καταλάβει τώρα. Κοίτα, τώρα μικρή ήμαν κι εγώ. Λέω –και δεν είπα ότι τα κάνω αυτά. Αλλά σου είπα, ήμαν έτσι ρε παιδί μου. Πώς να σου το πω; Όχι, όμως, να νευριαστώ ή να κάνω ή να πω λόγια. Όχι, ήρεμα και καλά. Και λέει: «Να ρθω;», «όχι δεν θα ‘ρθεις μέσα στο σπίτι -λέω- καθόλου. Έξω θα σου φέρω το γλυκό. Θα έρθει η μάνα μου, έχει να πάει σε ένα χωράφι με τον πατέρα μου και τότε -λέω- θα σε βάλω μέσα -λέω». Και όπως έγινε. Δεν ήθελα να ζυγώσω άντρα. Πώς να το πω τώρα ρε παιδί μου; Ένας ήταν αυτός. Ένας πάει, εντάξει. 59 χρόνια ζήσαμε με τον Παντελή.
Και πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Δεν σου είπα; 19 αρραβωνιάστηκα. 20 στεφανώθηκα και στα 21 έκανα τον Τάκη και στα 23 έκανα τα κορίτσια. Στα 2 χρόνια.
Άρα τον σύζυγο ουσιαστικά τον διαλέξατε εσείς;
Ήταν πολύ γλεντζής, γελαστός και γλεντζής. Πάρα πολύ ήταν, πάρα πολύ. Σκέψου να δεις, δεν είχα πέσει με άντρα. Εδώ που τα λέμε, ας πούμε, δεν είχα κανένα παιδί. Και εκείνα τα χρόνια ήταν. Και όταν μάθανε –με θέλαν πολλοί– και όταν έμαθαν ότι αρραβωνιάστηκα: «Τι έκανες Καλλιόπη, έδωσες το κορίτσι; Τι έκανες μωρέ; Τι έκανες; -λέει». Ήμουν τόσο... Να καταλάβεις πόσο ας πούμε. Όχι ήμουν πάρα πολύ καλή, πώς να σου πω; Κι όταν έπεφτα στο... ντρεπόμουν ρε παιδί μου! Ακούς τώρα, μπορεί να μη γελάσεις κιόλας, έτσι αυτά που λέω, αυτά τα πέρασα ας πούμε. Όταν έπεφτα στο... αρραβωνιασμένοι τώρα κάναμε κι εμείς, μη στεναχωριέσαι! Όπως και τώρα και τότε. Να λέμε το σωστό, να λέμε! Με έπιανε έτσι... δεν ξέρω έκλαιγα! Ντρεπόμουν. Μικρή ρε ήμαν, ήμουν μικρό κορίτσι ήμαν. Τι ήμαν εγώ; Τόσο δα ήμανε μικρή! Από 13 χρονών το περίμενες, λέω.
Τι άποψη είχατε όταν ήσασταν μικρή για τις προγαμιαίες σχέσεις;
Κοίτα, με θέλαν!
Συμφωνούσατε;
Με όλους ή με…;
Όχι, με τον άνθρωπο της επιλογής σας.
Αυτόν που ήθελα. Αμέσως, Ναι. Αμέσως, αμέσως, Ναι, αμέσως, Αυτά. Αμέσως. Τίποτα άλλο. Αμέσως, αμέσως!
Οι έρωτες τότε που ήσασταν μικρούλα; Τους εκφράζατε τα συναισθήματά σας;
Όχι. Τα σκέφτομαι αυτά που… ας πούμε, γιατί με θέλανε, ναι. Τα σκέφτομαι αλλά, όμως, εντάξει, δεν ήθελα ακόμα. Ήμανε μικρή, δεν ήθελα. Είδα τον Παντελή, μεγάλωσα ύστερα. Μεγάλωσα μετά, ήθελα παντρειά ύστερα εγώ.
Και τι έγινε με τον γάμο–
Συγγνώμη–
Με τον γάμο και τον θεσμό της προίκας τότε τι ίσχυε;
Με το γάμο, κάτσαμε ένα χρόνο τότε αρραβωνιασμένοι εγώ. Γιατί δεν ήμανε έτοιμη. Έγινε γάμος, ωραία. Τότε ήρθαμε εδώ πέρα. Ζητάγαν, τι να πω τώρα, οι παλιοί τώρα ζήταγαν την παρθενιά. Θα τους έλεγα τι θα…! Τέλος πάντων! Κάτι δηλαδή πράγματα που ούτε με δύο τσάκνα, που λέμε, δεν πιάνονται. Άι τώρα, άι τώρα. Σε ποια εποχή και τότε; Η ίδια είναι, δεν ήταν ας πούμε... Εκείνος που είχε μυαλό, εντάξει. Έτσι δεν είναι;
Για τον θεσμό της προίκας; Ζητούσαν προίκα τότε;
Ναι, πήρα το σπίτι εγώ, αυτό στον Μώλο. Από τη Μικρά Ασία της μάνας μου την διώξανε, της δώσανε σπίτι και έφτιαξε οικόπεδο. Και φτιάξαμε το σπίτι, το φτιάξαμε. Ναι, της δώσανε. Ναι, ναι, ναι. Γιατί γι’ αυτό λέγεται εκεί πέρα συνοικισμός, λέγεται εκεί πέρα. Ναι, λέγεται συνοικισμός, λέγεται. Ναι, ναι.
Τα άπροικα κορίτσια παντρεύονταν; Αυτά που ήταν πιο φτωχά;
Ναι, κι εγώ δεν ήμουν, μη νομίζεις. Κι η μάνα μου που ήταν υπηρέτρια, κι εγώ φτωχιά ήμουν. Και ο Παντελής φτωχός, αλλά τόσο που κανονίσαμε, κάναμε οικογένεια, κάναμε αυτά. Δηλαδή, είχαμε δημιουργηθεί πάρα πολύ καλά. Ναι, αυτό θέλω να σου πω. Ήρεμα, όλα ήσυχα, ήρεμα, αγάπη, αυτά όλα, όλα, όλα.
Οι πατεράδες γράφαν την περιουσία στον γιο ή στην κόρη;
Ποιο;
Είχατε αδέρφια;
Έναν αδερφό είχα ναι. Έναν αδερφό είχα, και αυτός πέθανε.
Άρα η περιουσία ισομοιράστηκε;
Πήρε, ναι. Εγώ πήρα το σπίτι αυτό. Εγώ όποιον και να έπαιρνα, όποιον και να έπαιρνα, όχι Μωλιώτη, πρόσφυγας ο Παντελής. Ο Παντελής, ο άντρας μου ο συγχωρεμένος, ήταν κι από τη μάνα και τον πατέρα. Δεν ήταν αυτά, ήταν και αυτοί πρόσφυγες και ταιριάξαμε ναι. Ε[00:10:00]γώ πήρα το σπίτι αυτό εδώ πέρα και ο αδερφός μου πήρε και στο Καινούργιο. Και ο αδερφός μου πήρε κάτι, ένα άλλο χωράφι, και πήρε και το σπίτι ο αδελφός μου. Δηλαδή, μας τα είχε μοιρασμένα, πολύ ωραία μας τα είχε μοιρασμένα. Ναι, ναι πάρα πολύ ωραία μας τα είχε μοιρασμένα.
Διακρίσεις μεταξύ του αδερφού σας και εσάς υπήρχαν επειδή ήσασταν γυναίκα;
Τι να ήταν;
Οι γονείς κάναν διακρίσεις επειδή ήσασταν κορίτσι; Σας ρίξανε ποτέ;
Όχι. Τίποτα, δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν είχαμε όχι. Τίποτα δεν είχαμε από αυτά τα πράγματα. Όχι, ήμασταν δηλαδή πολύ αυτά. Όχι, όχι, όχι. Ήμαστε εντάξει. Εδώ πάλι, πώς κάνει οι συλλόγοι όλοι, «είμαι πρώτη, πρώτη». Ό,τι και να πάμε «είμαι πρώτη». Είδες πώς λέμε, «λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;» Όχι! Εκδρομούλες εδώ με τις γυναίκες, με τα αυτά, παντού. Και η ζωή μου συνεχίζεται. Έφυγε ο άντρας μου, αλλά και η ζωή συνεχίζεται. Έχει 7 χρόνια τώρα και τα μαύρα όλα τα έβγαλα, ας πούμε, όλα. Έχω τόσα παιδιά, έχω 8 δισέγγονα, έχω εγγόνια, νιφάδες, εγγονονιφάδες, εγγονογαμπροί. Έχω τόσα πράγματα, έχω.
Όταν παντρευτήκατε τι υποχρεώσεις είχατε σαν παντρεμένη γυναίκα απέναντι στον σύζυγο;
Υποχρεώσεις τι; Δεν είχα έτσι αλλού για να πεις ότι έχω υποχρέωση αυτά. Όχι, όχι, όχι. Έναν αδερφό, μας τα μοίρασε ο πατέρας μου. Είχε βάλει και κάποια εκατομμύρια, μας έδωσε από 1 εκατομμύριο, αυτά τα πράγματα ας πούμε. Δεν είχαμε όχι, όχι, όχι, δεν είχαμε δηλαδή ανωμαλίες έτσι όπως έχουν ας πούμε. Να μαλώνουν για τις προίκες, να μαλώνουν. Όχι δεν τα είχαμε αυτά τα πράγματα εμείς. Όχι, όχι, όχι. Τώρα γέρασα, τώρα είμαι 84, τα κλείνω ακριβώς με το νέο έτος και μπαίνω στα 85. Είμαι ακριβώς 84 χρονών.
Η καθημερινότητά σας ως παντρεμένη γυναίκα πώς ήταν, άλλαξε;
Τι εννοείς το…;
Όταν παντρευτήκατε, άλλαξε η καθημερινότητά σας; Το πριν με το μετά πώς ήταν;
Εμείς ένα το ‘χαμε. Θες να πεις…; Άλλαξε, κοίτα να δεις τώρα. Κάναμε οικογένεια, μικρά παιδιά, το ένα, τ’ άλλο. Σαν ανδρόγυνο, σαν είδες, κάπου θα... έτσι δεν είναι; Όχι να πω εγώ ο ΑΒ, ο άντρας μου ή αυτά. Εντάξει. Φέρναμε έτσι καμιά φορά, όχι να μαλώσουμε, έτσι να κάνουμε ας πούμε.
Εκδρομές με τον σύζυγο κάνετε;
Ου, τι λέω;
Πού πηγαίνατε;
Αφού σου τα είπα όλα. Ναι, ναι. Τι μόνη μου; Ναι.
Πού πηγαίνατε;
Αφού σου το λέω.
Πού, πού;
Τα μέρη, τα μέρη. Σου τα είπα. Αλλά πού πήγαμε μέσα ολούθε, στα μέρη μέσα, δεν τα θυμάμαι τώρα τα πω. Αλλά όλα τα... αφού σου είπα.
Σε ποιες περιπτώσεις βγαίνατε από το σπίτι; Πού πηγαίνατε; Βγαίνατε από το σπίτι; Πηγαίνατε για ψώνια;
Να σου πω την αλήθεια, πιο πολλά ο άντρας μου. Εγώ δεν… ούτε να πάω έτσι μοναχή μου στην Λαμία ναι. Να πάω μοναχή μου αλλά να πάω, όχι, δεν πάω. Δεν πάω. Να θέλω κάτι έτσι αυτά, να θέλω να πάμε, θα πάω με την Δώρα μαζί. Γιατί εμένα μου τα ‘φερνε ο Παντελής, δεν με άφηνε.
Δε σας άφηνε;
Μου ‘φερνε κάτι πράγματα… Πηγαίναμε εκδρομή και ψώνιζε εσώρουχα, ψώνιζε τέτοια, δίχως να είμαι εγώ εκεί πέρα. Και τα ‘φερνε εδώ πέρα και όταν ερχόμαστε κι άνοιγε τη βαλίτσα και τότε: «Τι είναι αυτά που πήρες;» λέω. Ήταν δηλαδή, πώς να σου το πω; Ήτανε σε αυτά… δεν με άφηνε. Γι’ αυτό δεν ξέρω να πάω πουθενά, λέω, μοναχή μου. Όχι δεν ξέρω. Θέλω έναν άνθρωπο κοντά, πώς να σου το πω; Δεν με άφηνε να πάω πουθενά μόνη μου. Δεν με άφηνε, πώς να σου το πω; Ήθελε, τα έφτιαχνε όλα ο Παντελής, τα έφτιαχνε ο άντρας μου να καταλάβεις τώρα. Όλα τα ψώνια. Μου τα ‘φερνε κι εγώ ήμανε –με συγχωρείς– βόδι! «Καλά δε ρωτάς; Πας εκδρομή, εγώ δεν ξέρω τι να… πού πάμε -λέω- πού στέκομαι;». «Δεν χρειάζεται -λέει-, αρκεί να πας!». «Εντάξει, γίνεται και αυτό -λέω!»
Είχατε ποτέ απιστήσει στον γάμο σας; Είχατε μάθει ποτέ ή ο σύζυγος ή είχατε απιστήσει ποτέ εσείς; Υπήρχαν τέτοια πράγματα εκείνη την εποχή;
Όπως γίνονται τώρα αυτά; Όχι, όχι, όχι. Όπως αγαπούσαν εμένα, αγαπούσαν και τον Παντελή. Τον Παντελή τον θέλαν πάρα πολλά κορίτσια. Πάρα πολλά κορίτσια. Αλλά ήταν τυχερό να τον πάρω εγώ! Πρόσφυγα για πρόσφυγα!
Διαζύγια υπήρχανε;
Όχι τόσα. Ούτε κι αυτά τα πράγματα που γίνονται τώρα εδώ πέρα, τι γίνονται. Δεν γινόταν να σκοτώνει τώρα ο πατέρας το παιδί, να σκοτώνει άντρας τη γυναίκα του καλά καλούμενα; Ε όχι δα, ε όχι δα! Έλεος λίγο! Ναι.
Είχατε τσακωθεί ποτέ με τον σύζυγο και... Ήταν η εποχή που δίναν ξύλο οι σύζυγοι στις–
Αυτό ποτέ δεν, όχι. 59 χρόνια. Πω πω πω. [00:15:00]Να σηκώσει πάνω μου αυτά; Με είχε πού και πού, όχι, ακούς; Βάσω και Βάσω, Βάσω, Βάσω, Βάσω! Όχι, όχι κορίτσι μου, όχι. Πέρασα πολύ καλά κι αυτά όλα, όλα. Μου έλειψε πάρα πολύ, γιατί δεν μου είχε ποτέ το χατίρι. Ποτέ. Ό,τι πηγαίναμε, πηγαίναμε πακέτο. Ούτε εγώ μόνη, ούτε ο Παντελής πήγαινε μόνος του. Μια φορά με πόναγε η μέση μου και ήθελαν να πάνε στον Βόλο. Και ντε και καλά να ‘ρθω. «Ρε, αφού δε μπορώ να σηκωθώ απάνω. Πώς να έρθω εγώ, αφού δε μπορώ» Πονούσε η μέση μου. «Όχι, θα έρθεις μωρέ, μέχρι το πρωί». «Μέχρι το πρωί θα μου περάσει -λέω-, μέχρι το πρωί -λέω- τώρα». Λέω: «Μέχρι το πρωί θα μου περάσει -λέω-, μέχρι το πρωί και τα αυτά». Αλλά με την παρέα που κάναν, τα τηλέφωνα που με παίρνανε, σκέψου να δεις τα τηλέφωνα. «Και ξέρεις τι τρώμε τώρα Βάσω;», «τι τρώτε; Φέρτε μου κι μένα κάνα πακέτο από αυτού πέρα -λέω». Λέγανε, σπετσοφάι το λέγανε, αλλιώς, ας πούμε, στο καλαμπούρι το λέγανε δηλαδή εντάξει, ας πούμε. Ναι, κράταγε τη θέση. Ήθελε ο ένας να καθίσει μία εκεί πέρα, στον Παντελή. Και λέει: «Να καθίσω αυτού;», «όχι, αυτή είναι της γυναίκας μου -λέει-, όχι αυτή η θέση». Δεν ήταν πληρωμένο, αλλά δεν άφηνε να πάει κανένας στη θέση εκεί πέρα. Όχι, όχι, όχι, κανέναν δεν άφηνε να πάει. Και μια φορά είχαμε πάει σε ένα μοναστήρι πάλι. Πάλι έτσι εκδρομή τώρα με το ΚΑΠΗ, δεν θυμάμαι με τι είχαμε πάει. Και αυτός –εκεί ήμουν ρε παιδί μου, πώς πήγε τα ψώνισε;– πήρε ένα τσαντάκι. Το έχω. Ένα τσαντάκι τόσο δα, πολύ ωραίο! Και το είχε μέσα και το κράταγε στα χέρια το τσαντάκι. Και να λέει μία από εδώ: «Τι έχεις αυτού Χατζάρα;», «τι έχω; Βλέπεις εσύ; Κρατάω ένα τσαντάκι εδώ πέρα, μια σακουλίτσα -λέει- έφτασα». Ντε και καλά τι έχεις ας πούμε, τα αυτά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μέσα: «Τι έχεις;», «Τι έχω; -λέει- Ορίστε!». Το έβγαλε από την αυτήν και το έδειξε που ήταν το τσαντάκι το δικό μου. Μου πήρε τσαντάκι! Τι παίρνει αυτός ρε παιδάκι μου; Άσε άσε! Τι μου ‘παιρνε! Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Δεν ξεχνιούνται! Άσε αυτά που γινόντανε. Γινόντανε αλλά όχι, όμως, αυτό το κακό που γίνεται τώρα. Εκείνοι δεν είχαν μυαλό και τότε γινότανε. Αλλά όχι τόσο ας πούμε.
Όταν ήσασταν νεαρή, να σας γυρίσω σε αυτή την ηλικία, τι φορούσατε σαν κοπέλα;
Να κάνω τι;
Τι ρούχα φορούσατε;
Εγώ ήμανε. Ήταν ο άντρας μου! Πολύ λούσο! Έχω τώρα, όχι… Α, καλά!
Φορούσατε καινούργια πράγματα, συνολάκια, τι φορούσατε ακριβώς;
Συνολάκια μου πήρε εμένα 2. Κωνσταντινούπολη είχαμε πάει. Κωνσταντινούπολη, εκεί πέρα! Και σε ένα βουνό πολύ ψηλά, πολύ ψηλά! Δεν θυμάμαι τώρα που. Και τι ήμουν εκεί πέρα, ένα σιέλ καζάκα, μπλούζα πολύ ωραία και ένα μπλε. Να σου πω, το μπλε το φόρεσα. Το εκρού δεν το φόρεσα. Το ‘δωσα της νύφης μου. Του γιου μου, ας πούμε, την κουνιάδα και το φόρεσε. «Βρε τι πήρες; -λέω- Αυτή έχει πάρει εδώ πέρα». Ωραία συνολάκια φόραγα. Να σου δείξω τώρα ρούχα, κοπέλα που ήμουν ακόμα έχω. Να δεις τι ρούχα! Και όλοι μου λένε και τώρα, επειδή βγαίνω έτσι κανένα-κανένα αυτό, ντρέπομαι να τα φορέσω. Τι ντρέπομαι; Τόσο μυαλό έχω και εγώ! Ντρέπομαι να τα φορέσω. Γιατί ντρέπομαι να τα φορέσω; Άι πες τώρα! Μοναχά στον γάμο, στα εγγόνια μου. Τώρα στα παιδιά είχαν πεθάνει ο άντρας μου. Στα εγγόνια μου έπαιρνα άλλα ρούχα, ας πούμε. Και αυτού πήρα ένα ωραίο, μαύρη φούστα με ζορζέτα ώμου και ένα μπλουζάκι, έτσι μέχρι εδώ, έτσι και τα αυτά να έχει το μανίκι, όλο δαντέλα. Και τώρα θα το φορέσω. Άμα πάω τώρα στην εκκλησία, θα το φορέσω από μέσα και από αυτόν το ταγέρ το μαύρο που είχα, και καφέ. Ναι.
Θυμάστε καθόλου καμία εμπειρία που να αδικηθήκατε, επειδή είστε γυναίκα; Όλα αυτά τα χρόνια που είσαι…;
Να πάω πού; Τι να κάνω; Να πάω σε…;
Που να αδικηθείτε, που να θέλετε να κάνετε κάτι και να μη σας αφήσουν, επειδή δεν πρέπει μία γυναίκα να βγει έξω, επειδή δεν ξέρω…
Όχι, δεν έχω πρόβλημα!
Εσείς βγαίνατε;
Βεβαίως, δεν ήμουν μέσα εγώ! Και τώρα, ναι, βγαίναμε. Έβγαινα, ναι.
Θυμάστε πότε ψηφίσατε πρώτη φορά;
Α, τώρα όχι. Τώρα, πότε 19 χρονών; Αφού και πρώτα εγώ πήγαινα, γιατί γινόταν σινεμά στα Καμένα Βούρλα και είχαν βάλει λεωφορείο από εκεί πέρα, στο Καινούργιο, και πηγαίναμε. Αλλά τώρα τι να θυμηθείς μωρέ; Και τι να πω τώρα; Έτσι δεν είναι; Τι; Να λέμε ψέματα;
Πότε ψηφίσατε, θυμάστε περίπου; Είχατε πάει εσείς να ψηφίσετε στις εκλογές την πρώτη φορά;
Εδ[00:20:00]ώ. Εδώ πέρα έφτασα παντρεμένη. Πού να θυμηθώ τώρα πρώτα; Τώρα δεν πάω. Τώρα δεν πάω, γιατί μεγάλη γυναίκα, δεν πάω τώρα. Αυτό να το ξέρεις, δεν πάω τώρα. Άμα θα ψηφίσουν, δεν πάω τώρα. Όχι, τι να κάνω;
Άρα όταν η γυναίκα άρχισε να έχει το δικαίωμα της ψήφου, εσείς είχατε πάει;
Ναι αμέ!
Είχατε ψηφίσει;
Ναι, αμέ! Όλα, όλα. Αυτά, δεν έχω τίποτα άλλο να πω, ας πούμε.
Κρίνετε θετικό που η κοινωνία έχει αρχίσει και αλλάζει και η γυναίκα έχει περισσότερα δικαιώματα;
Να σου πω εγώ, τα ίδια, δεν είχαμε τέτοια πράγματα εμείς.
Εσείς τα κορίτσια, τις κόρες σας, τις διαπαιδαγωγήσατε με τρόπο έτσι πιο φιλελεύθερο, όπως είστε εσείς;
Τα κορίτσια; Αμέ! Τι, δεν είναι;
Δώσατε τις δικές σας αντιλήψεις; Τις πιο ελεύθερες;
Ναι, ναι! Ετούτη προ παντός που είναι εδώ. Ναι, ναι! Η Δώρα. Η άλλη η κακομοίρα δουλεύει να είναι πιο... Ναι, ναι, ναι! Όλα, όλα.
Για εσάς πώς πρέπει να είναι η γυναίκα; Πώς πρέπει να είναι; Πρέπει να είναι πρώτα μητέρα, εργαζόμενη, σύζυγος, επαγγελματίας;
Κοίτα, πρώτα, κοίτα να δεις, τώρα πάμε, θέλουν δουλειά τώρα. Τώρα θέλουν δουλειά. Και τώρα τι να σου πω τώρα; Και άμα δουλεύουν τώρα και έχουν και οι γυναίκες στην τσέπη, τώρα τα πράγματα –μιλάω πως έχουν γίνει τώρα– αν έχουν τα λεφτά στην τσέπη, δεν υπολογίζουν. Δεν είναι, όμως, έτσι σωστό. Έτσι δεν είναι; Όχι, όταν τον αγαπάμε και τον έχουμε, είμαστε και μετά μας αλλάζουν τα μυαλά μας! Όχι ρε παιδί μου! Γιατί; Τι δηλαδή; Δηλαδή, εγώ έχω λεφτά στην τσέπη μου, ο σύζυγός μου, ο φίλος μου, πώς να σου το πω, ακόμα να μην... Γιατί δεν τον κάνω πέρα δηλαδή; Να παντρευτώ και να τον κάνω πέρα ύστερα; Όχι. Και τα λεφτά, ένα ταμείο είχαμε. Ούτε εγώ. Δούλεψα στον παιδικό σταθμό εγώ 20 χρόνια και έχω κάνει τη σύνταξή μου κι έχω λεφτά εγώ τώρα. Μάλιστα! Δούλευα στον παιδικό σταθμό εγώ. Ήμανε καθαρίστρια, όλες τις δουλειές τις έκανα, μαγείρισσα... Έλειπε να παραδώσω τα παιδιά, να τα αυτά, όλα εγώ αυτά τα έκανα. Κι οι δασκάλες καθόταν μέσα. Μάλιστα κυρία μου! Ναι, ναι, ναι. Αυτά.
Σκεπτόμενη αυτές τις περασμένες εποχές, τι άποψη έχετε πλέον που είχε αλλάξει η εποχή και η γυναίκα είναι πιο ελεύθερη;
Τώρα; Εντάξει, ας πούμε. Όπως ήμουν δεν είμαι, αλλά είμαι όμως. Δεν το καταρίχνω κάτω ας πούμε. Ναι, είχα τον άντρα μου. Έχω τα παιδιά μου τώρα ας πούμε. Και δεν έχω, κατάλαβες αυτά. Είμαι γερή και δυνατή, πώς να σου το πω; Και τα βγάζω πέρα! Σκέψου 8 δισέγγονα πόσα, κι όλα γιορτές κι όλα αυτά όλα. Ναι. Κι όλο εγώ να μην πάρω, να πάρω στα κορίτσια, στα παιδιά, θα πάρω στα εγγόνια μου. Έτσι είναι. Μαγειρεύω, τρώμε, τούτοι που είναι εδώ πέρα έρχονται. Παίρνει η Βασούλα μου κοντά φαγητό. Και η Βασούλα μου και τα αυτά μου όλα όταν έχω. Εμείς οι 3 τρώμε πέρα. Και η Βασούλα παίρνει το πακέτο πέρα και τρώνε.
Με τον κύριο Παντελή πώς γνωριστήκατε;
Ξεκινάω ε; Λοιπόν! Ήμανε μικρή, 19 χρονών, που τον γνώρισα. Πρώτα ερχόταν πάρα πολύ στη μάνα μου. «Εγώ την θέλω την κόρη σου και θέλω την κόρη σου!», γιατί είναι από τη Μικρά Ασία η μάνα μου, όπως τα είπαμε, «και θέλω την κόρη σου και θέλω τα αυτά». Τέλος πάντων, για μία εβδομάδα, είχα ένα ξάδερφο εδώ πέρα στο... αυτό και σχεδόν εδώ στον Μώλο μεγάλωσα εγώ. Λοιπόν, είχε βάλει μια κοπέλα, ας πούμε, ο άντρας μου ακριβώς στον δρόμο, πάνω εκεί σε μια κολώνα που έχουμε στον δρόμο. Ντε και καλά «θα πάρεις την Βάσω να πάμε...». Δούλευε σε κάποιον ο Παντελής ο άντρας μου και λέει: «Θα πάρεις -λέει- να έχω και εγώ το τζιπ και να την πάρω και να πάμε βόλτα προς τα πάνω, ήταν μικρό». Εγώ όμως «όχι!». Εγώ δεν πήγαινα, δεν πήγαινα. Εντάξει, μέσα αυτό σε μία εβδομάδα γινόταν αυτό. Λοιπόν, μετά από 10 μέρες λέει: «Θα έρθω κάτω στο σπίτι σου». «Έλα -όπως τα έχω πει-, δεν θα σε βάλω μέσα, εντάξει;». Γιατί σου λέω, δεν τους είχαμε τους άντρες, ρε παιδί μου. Πώς να σου το πω, ρε παιδί μου; Ήτανε... Και ερχόταν ένας μέχρι τώρα, που πέθανε: «Εγώ -λέει- σε αγάπαγα πάρα πολύ -λέει- για να σε πάρω, πάρα πολύ σε αγάπαγα». Μέχρι τώρα που έχασε και τη γυναίκα του και τα αυτά. Και δεν άφηνε ένας ξάδερφός μου για να με πάρει. «Τι να σε κάνω -λέω- τώρα;». Δικό μου σπίτι έχω εδώ πέρα εγώ στο Μώλο προίκα. Μ[00:25:00]ικρά Ασία η μάνα μου. Για να καταλάβεις, δώσαν τα οικόπεδα τότε που ήρθανε και φτιάξαμε σπίτι. Ε, λοιπόν αυτή ήταν εμάς η αγάπη μας, μέσα σε 10 μέρες. Δεν ήταν… Μπαμ και κάτω δηλαδή! Ήρθαν κάτω, δώσαμε ένα λόγο και μετά κάναμε τους αρραβώνες. Τότε ήτανε 2 Αυγούστου, δώσαμε λόγο και τέλος Αυγούστου βάλαμε τα δαχτυλίδια. Τότε βάζαν δαχτυλίδια τότε, τις βέρες. Τώρα βάζουν, τώρα τίποτα, δεν βάζουν τώρα! Μία και μία, πάει τώρα! Ναι, αυτά θέλω να σου πω. Δεν είχαμε. Αυτά. Καλά πέρασα. Τις εκδρομές δεν είπαμε! Μόνο στην Κωνσταντινούπολη που είπαμε πήγαμε. Ήταν, πώς θα στο πω; Πολύ γλεντζής ήταν και με πήγαινε παντού! Ήταν. Τον αγαπούσαν κιόλας πολύ! Τον αγαπούσαν. Και είπαμε, πήγαμε Ουγγαρία, Αυστρία, Βιέννη. Πήγαμε όλα τα νησιά: Ρόδο, Κρήτη, Κύθηρα, Σαντορίνη! Τι να σου πω; Όλα αυτά τα έχω γυρίσει! Τα έχουμε γυρίσει από μία εβδομάδα! Πάρα πολύ καλά! Με αγαπούσε, τον αγαπούσα, κάναμε τα παιδιά μας. Καμιά αυτή, έτσι ας πούμε. Σαν ανδρόγυνο εντάξει, όχι να μαλώσουμε, να αυτά. Το πολύ. Στο στόμα με τάιζε. Πώς να σου το πω; Μέχρι 86 χρονών που έζησε κανένα παράπονο!
Τι σας άρεσε περισσότερο σε εκείνον όταν τον γνωρίσατε;
Ποιον, δεν άκουσα;
Τι σας άρεσε περισσότερο σε εκείνον όταν τον γνωρίσατε;
Τι μου άρεσε για να τον γνωρίσω; Όχι. Ήταν πολύ ωραίο παλικάρι! Ήταν πολύ! Ούτε κι άλλος. Κι όταν αρραβωνιάστηκα, πήγαν να τη φάνε τη μάνα μου: «Έδωσες το κορίτσι; Έδωσες το κορίτσι; Το κορίτσι το έδωσες -λέει-;» Και με θέλαν πάρα πολλοί. Εγώ δεν τους ήθελα. Ήταν τυχερό να πάρω τον Χατζάρα.
Οι γονείς σας σάς είχαν κάνει ποτέ κάποιο συνοικέσιο;
Όχι, ήμανε μικρή. Συνοικέσιο, όχι. Όχι, κανένα. Όχι. Αυτός ήρθε, ένας που ήθελε να με ζητήσει, δεν άφησαν τα σόγια μου να τον πάρω. Αλλά ούτε κάνω όμως εγώ, να πω ότι να ντε και καλά να τον πάρω ας πούμε. Μόνον, μοναχά που μου ‘λεγε ότι –όχι ο δικός μου– λέει: «Εγώ δεν θα σε πήγαινα ταξίδια στις Γερμανίες -λέει-!». «Που θα σ’ άφηνα εγώ; Θα σε πήγαινα -λέω- ταξίδια!». Γι’ αυτό σου λέω. Ναι, αυτό. Το κάτι άλλο ας πούμε. Περάσαμε πολύ καλή ζωή, πώς να σου το πω; Ήμανε μικρή ρε παιδί μου. Έλεγε η μάνα μου –ερχότανε– έλεγε η μάνα μου: «Όχι! Είναι μικρό το κορίτσι ακόμα. Είναι μικρό το κορίτσι. Είναι μικρό το κορίτσι». Μετά πότε μεγάλωσα; Μόλις ήρθε ο Παντελής, μεγάλωσα και έγινε. Δηλαδή, τον αγάπησα και με αγάπησε και ήρθε. Όχι με συνοικέσιο. Και να σου πω κάτι; Έφτιαχνα ένα σεμέν κένταγα. Και με αυτό το σεμέν το έχω ενθύμιο που γνωριστήκαμε. Ναι. Αυτό θέλω να σου πω. Δεν είναι το κάτι άλλο να συμπληρώσω να πω. Όλα καλά πέρασα, καλά τα ταξίδια μου, καλά όλα. Με τα παιδιά μου, με τα εγγόνια μου τώρα. Όλα. Τι να σου πω, ας πούμε, το κάτι;
Την πρώτη κίνηση ποιος την έκανε;
Κι οι δύο μαζί! Όχι ένας κι ο άλλος. Μαζί κι οι δύο. Μαζί, αφού μιλάγαμε. Ερχόταν και μου ‘γραφε, μου είχε γράψει μία κόλλα. «Πού σε πάνε;» έλεγα με τον νου μου εγώ «πού σε πάνε;». Αφού δεν ήμουν χαζή. Αφού με έχεις κόψει και τι άνθρωπος είμαι, ας πούμε. Και λέω: «Τώρα δεν πας κάτω;». Καθόταν με το ενοίκιο με τη μάνα του, ας πούμε, πριν να φτιάξω το σπίτι εγώ για να ‘ρθει. Κάτσαμε ένα χρόνο μέχρι εκεί που ήμανε. Μικρή ήμανε, δεν ήμουν έτοιμη. Δεν ήμουν έτοιμη να πω «άντε!» Ένα χρόνο έκατσα. Κατάλαβες; Λοιπόν. Ναι, τι ήθελα να πω τώρα; Για τον Παντελή, ναι, θέλω να πω. Μετά ύστερα ήρθε κάτω εκεί πέρα. Λέει: «Τι θα κάνουμε;». Και είχαμε φασολάκια, τα θυμάμαι. Είχα φασολάκια, είχα. Και λέει –ναι, εγώ τάχα ντρεπόμουν, τέλος πάντων, ντρεπόμουν εγώ τώρα, εντάξει έτρωγα. Χειμώνας ήταν ύστερα μετά, πήρε έτσι. Ανάβαμε, είχαμε το τζάκι στο Καινούργιο εδώ κάτω, όχι στον Μώλο. Σε ένα άλλο, στο Καινούργιο το λέμε εμείς. Λοιπόν, λέει: «Έτσι θα κάνουμε χωριό;», «εμένα το φαΐ μου τόσο είναι -λέω-». Τι να πω ας πούμε; Και μου έχει γράψει ύστερα το γράμμα, το πήρε το γράμμα. Μετά ύστερα ήρθε πάλι απάνω, είχαμε μια βρύση εκεί σ' έναν ξάδερφό μου που μεγάλωσα στον Μώλο και μου λέει: «Άμα βρω κανένα καλό παιδί -δηλαδή γνωριστήκαμε-, άμα βρω κανένα καλό παιδί παντρεύεσαι -λέει- στον Μώλο;», «ναι, άμα βρεις κανένα καλό παιδί». Αλλά εγώ δεν ήμουν χαζή όμως! Εγώ ήμουν… Λέω: «Μοναχά να μη δουλεύω». Κι όπως δεν δούλεψα ας πούμε. Μοναχά να μη δουλεύω. Αλλά πες ότι, ξεκαθ[00:30:00]άρισέ το ότι είναι για την πάρτη σου. Και λέω: «Άσ’ το το καλό το παιδί. Κι εσύ καλό παιδί είσαι!». Είδες πώς τα λέω; Αφού τα θυμάμαι όλα τα αυτά. Όλα τα θυμάμαι, ρε παιδιά! Ναι, τα θυμάμαι όλα. Αυτό, τι άλλο να σου πω;
Η πρώτη σας πιο στενή επαφή ήταν όταν ήσασταν αρραβωνιασμένοι με τον κύριο Παντελή;
Τι είναι αυτό τώρα; Δεν το κατάλαβα. Ποιος να σου το πει…
Εννοώ, είχατε σχέσεις όταν ήσασταν αρραβωνιασμένοι;
Ναι, αμέ, είχαμε! Τι λες καλέ; Μόνο που δεν κοιμόμασταν μαζί. Έναν χρόνο δεν κοιμόμασταν μαζί, όχι. Ήταν τότε, τόσα χρόνια, βάλε να δεις τώρα. Όχι, όχι. Κοιμηθήκαμε αλλά δεν κάναμε, να ρθούμε σε επαφή, πώς να σου το πω ρε παιδάκι μου; Ναι, ναι. Ερχόμουν εδώ στον Μώλο. Χώρια θα κοιμόμουν εγώ; Ήταν η πεθερά μου, κι αυτά. Μ’ άφηνε, ας πούμε, να κοιμηθώ χώρια; Όχι να κάνουμε, όμως, πράγματα. Άλλα τα αυτά κι άλλο το ένα άλλο το άλλο, εδώ που τα λέμε. Τα λέω καλά; Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Ναι, ναι. Δεν έχω έτσι τίποτα να πω άλλο ρε παιδί μου. Πέρασα στη ζωή μου πάρα πολύ καλά. Μέχρι έφυγε.
Οι γονείς σας ήξεραν, πριν αρραβωνιαστείτε επίσημα, ότι βλέπεστε με αυτό το παιδί;
Ναι, ναι αμέ. Ναι, ναι. Αφού το είπα: «Αυτόν θα πάρω, κανέναν άλλον». Ναι αμέ. Αμέσως, σε 10 μέρες. Μέσα σε 10 μέρες. Ναι, ναι, ναι.
Δέχτηκαν το γεγονός ότι τον διαλέξατε εσείς τον γαμπρό;
Εγώ ναι.
Το δέχτηκαν οι γονείς σας αυτό;
Αμέσως, αμέσως.
Δεν είχαν πρόβλημα;
Καθόλου, καθόλου, καθόλου, καθόλου, καθόλου. Πρόσφυγας ήταν. Κι η μάνα κι ο πατέρας. Εμένα η μάνα μου ήταν μόνο. «Κι όλη προσφυγούλα -λέει-, γι’ αυτό είσαι και πολύ καλή», ότι είμαι προς τα πάνω, μισή και μισή είμαι. Για αυτό και με αγαπάνε και όλοι.
Συναντιόμασταν με τον κύριο Παντελή-
Ναι αμέ–
Πριν τους αρραβώνες;
Αμέ! Ναι αμέ.
Πού πηγαίνατε;
Πού; Πηγαίναμε, δηλαδή, με το μηχανάκι. Τότε άλλα, δεν είχε ούτε αυτοκίνητο ούτε αυτά, μηχανάκια. Στην αρχή είχε ποδήλατο. Ναι, ναι, ναι, ερχόταν. Πηγαίναμε παντού, παντού πηγαίναμε, παντού πηγαίναμε. Και πρώτα, πριν να παντρευτώ, να πούμε αρραβωνιασμένοι, κάτσαμε έναν χρόνο. Ναι, αμέ.
Θυμάστε περιστατικά που να σας εκδήλωνε την αγάπη του;
Τέτοια αγάπη! Τα θυμάμαι όλα! Αγάπη, αγάπη!
Θα μου πείτε λεπτομέρειες;
Λεπτομέρειες!
Δηλαδή, υπήρχαν κάποιες χειρονομίες που να σας κάνει κάποια έκπληξη, να σας δώσει κάτι που να έχει συναισθηματική αξία για σας;
Από αυτά δηλαδή, τα δώρα; Τέτοια πράγματα; Αυτό θες να πεις;
Ό,τι θυμάστε.
Κάτι τι; Όλα, όλα αυτά μου ‘φερνε εμένα. Και τώρα που πηγαίναμε σε εκδρομές, εγώ δεν ήξερα ότι ψώνιζε, μόνος του. Ένα πούλμαν τώρα ε; Παρέα όλοι. Αυτός πήγαινε και τα ψώνιζε μόνος του. Και τα φέρναμε στο σπίτι, και τότε μου τα άνοιγε τι ήταν. Όλα, όλα τα έφερνε αυτά, όλα. Από τότε που γνωριστήκαμε κι αυτά, όλα. Τα πάντα, τα πάντα. Όλα, τα πάντα. Ερχόταν κάτω, ήταν εδώ στον Μώλο, ερχόταν αυτός με το ποδήλατο, πριν να πάρει μηχανάκι.
Για να σας δει;
Αμέ! Ήμανε, ήμανε, πολύ καλή ήμανε. Ερχόταν, ερχόταν, ερχόταν.
Τι ήταν αυτό το πολύ ξεχωριστό που είχε, που το θυμάστε και το αγαπάτε πάρα πολύ σε αυτό τον άνθρωπο;
Με λάτρευε! Πώς να σου το πω; Με αγαπούσε πάρα πολύ, πώς να σου το πω; Πάρα πολύ! Δεν μου χάλαγε ποτέ το χατίρι. Δεν μου χάλαγε το χατίρι ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Στο στόμα με τάιζε, πώς να σου το πω; Μέχρι τώρα που έφυγε, που ήταν ας πούμε στα αυτά. Στο στόμα. Δεν είχα παράπονο. Όχι, όχι. Ήθελε να πάει, τι ήθελε να μου φέρει απ’ έξω, τα αυτά όλα. Με πρόσεχε πάρα πολύ μέχρι τώρα που γεράσαμε. Τι έφυγε; 86 χρονών. Και εγώ μικρή που ήμανε με τα παιδιά μου, δίδυμα έκανα. Έκανα τον πρώτο τον γιο μου, έκανα τα δίδυμα τα κορίτσια. Στο μπαλκόνι έξω τα ‘κανα. Ναι! Τότε δεν είχα αυτά... στο μπαλκόνι. Πότιζε εμένα ο άντρας μου κάτω στο Καινούργιο, σ’ έναν Ζαβακόπουλο τον έλεγαν εκεί πέρα και ήρθε. Ούτε η μάνα μου τα πρόλαβε. Ντάγκα-ντάγκα τα ‘κανα και τα δυο ας πούμε εγώ. Τον Τάκη μου, το παιδί μου, ας πούμε, το ‘κανα στην Λαμία. Κι όταν ήρθε ο Παντελής, ήταν ένας γείτονας εκεί πέρα, και λέει: «Κοίτα μη μαλώσεις -λέει- τη γυναίκα σου. Έκανε δύο και έκανε και κορίτσια. Δύο -λέει- κιόλας!». Αυτός τότε άρπαξε το μηχανάκι, πήγε έξω και κέρναγε! Ν[00:35:00]α μη μαλώσει εμένα, γιατί… λες και τα είχα φέρει από τον πατέρα μου εγώ τα παιδιά και τα αυτά. Ναι, μόνο όμως, άμα θα είχα, όμως, τα κορίτσια, θα δίσταζα για να ξανακινήσω πάλι έγκυος. Να μην κάνω δύο, γιατί ήταν και η μάνα του πατέρα μου και της μάνας μου η... Ήμουν και από τις δύο πλευρές, και από τις δύο πλευρές ήμουν, είχαν κάνει από δίδυμα. Και είπαν τα δισέγγονά μου τώρα, τα εγγόνια, όχι τα δισέγγονα, ήτανε μικρά.
Η κοινωνία, που μπορεί να ήταν πιο αυστηροί οι παλιοί, όταν μαθαίναν ότι ένα ζευγάρι έχει προγαμιαίες σχέσεις πώς το αντιμετώπιζε;
Δεν είχαμε τέτοια πράγματα εμείς. Λες τώρα, πώς ας πούμε έτσι;
Πώς οι πιο παλιοί το παίρνανε που...
Είναι λίγοι.
Τα ζευγάρια...
Ναι, όχι. Ναι, ναι.
Αντιδρούσανε;
Αντιδρούσανε. Αυτό, τι να σου πω τώρα κι εγώ; Δεν… Εγώ δεν τα είχα αυτά τα πράγματα. Ναι, δεν τα είχα τα πράγματα αυτά εγώ. Όχι, όχι. Δεν δούλεψα, δεν έκανα αυτά. Δεν δούλεψα ούτε στον άντρα. Τώρα που πήγα, δούλεψα 20 χρόνια στον παιδικό σταθμό που ήμανε και πήρα από εκεί σύνταξη. Ναι, ναι.
Θυμάστε ένα περιστατικό που να είναι στη μνήμη σας και να σας έδειχνε την αγάπη του ο σύζυγό σας; Που να ήταν κάτι που να μην μπορείτε να το ξεχάσετε;
Όχι, όχι, όχι.
Δεν θυμάστε;
59 χρόνια που ζήσαμε όχι. Και τα παιδιά μας και τα αυτά όλα. Όχι, όχι καμιά αντίρρηση.
Όχι, λέω αν θυμάστε κάποιο περιστατικό που να ήταν πολύ ωραίο και να ήταν, να έχει χαραχτεί στη μνήμη σας με αυτόν τον άνθρωπο.
Όλα ωραία ήταν σε μένα! Σε εμένα ήταν όλα ωραία. Αυτό. Σε εμένα, όχι. Ήταν ωραία όλα. Μέχρι 59 χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν το κάτι άλλο.
Οι υπόλοιποι άντρες γενικά που συναντούσατε στην κοινωνία–
Με αγαπούσανε πολλοί. Με αγαπούσαν και μέχρι τώρα. Ούτε ζήλεια ο άντρας μου ούτε εγώ, ούτε ζήλεια. Πηγαίναμε, να με αγκαλιάζουν, αυτά, εκεί πέρα. Όχι. Πω, πω, πω, πω το μόνο πράγμα.
Σας είχε ελεύθερη;
Ήμανε ναι. Ούτε τον άντρα μου… Δεν είχαμε ζήλεια ρε παιδί μου, πώς θα σου το πω; Όχι, όχι, όχι, τίποτα.
Οι υπόλοιποι άντρες με τις δικές τους γυναίκες ήταν τόσο εκδηλωτικοί, όσο ήταν με εσάς;
Όχι. Να σου πω. Ένα ζευγάρι –μου έπαιρνε πολλά πράγματα εμένα ο άντρας μου. Είχαμε πάει σε ένα νησί –πώς το λένε, που είναι κοντά στη Σκιάθο; Σκόπελο! Και μου ‘φερε ένα ρολόι εμένα. Τώρα αυτή τσαντίστηκε με τον άντρα της; Έκανε ας πούμε; Δεν της είχε πάρει τίποτα. Δεν της είχε πάρει τίποτα. Εμένα όλο και μου έπαιρνε. Και καθόμασταν έτσι αυτά. Όλο όλο κάτι μου ‘παιρνε κι αυτή, ας πούμε, «κοίταξε τώρα -λέει- πώς την αυτό την Βάσω, την Βασιλική. Κοίτα πόσο». Και κοίταξε εμένα, ούτε ένα φύλλο από αυτά. Όχι, όχι, όχι. Κέρναγε! Όλον τον κόσμο, σε όλον τον κόσμο. Ήτανε, πώς να στο πω ρε παιδί μου; Ήταν άνθρωπος πολύ καλός, μ’ έναν λόγο. Τίποτα άλλο.
Θυμάστε κάποια φράση που να σας έλεγε πάντα και να την έλεγε συνέχεια σε σας;
Όχι.
Να συζητούσατε κάτι που να ήταν δικό σας μόνο;
Όχι. Τι; Να μαλώσουμε; Κάτι, μια κουβέντα;
Όχι, όχι, όχι. Μία φράση που να έλεγε και να τη θυμάστε. Κάτι για την αγάπη σας, τη δική σας.
Άλλο που, τι να πω; Με λάτρευε. Τι να πω άλλο τώρα; Τίποτα άλλο. Πολύ με λάτρευε, ρε παιδί μου, πώς να σου το πω; Ναι, πολύ με λάτρευε. Όχι, δεν είχα. Όχι. Αυτά, δεν ξέρω να πω τίποτα άλλο ας πούμε. Εντάξει είναι αυτά;
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ!