Η ζωή του 25χρονου Κώστα που νοσεί 17 χρόνια από καρκίνο: «Ο μόνος τρόπος για να νικήσεις το ταμπού είναι να μιλάς πολύ γι' αυτό»
Segment 1
Η εμφάνιση του καρκίνου στα 8 έτη
00:00:00 - 00:04:40
Partial Transcript
Λοιπόν, καλησπέρα. Είμαι η Μυρσίνη Κουρμπέτη, ερευνήτρια του Istorima. Έχουμε 20 Ιουλίου του 2022 και είμαι εδώ με τον αφηγητή μας, τον Κ…ειώσει. Δηλαδή, δεν θα δεχόταν ο εαυτός μου ότι εγώ τελείωσα. Αυτό το’ χω από μικρός, απ’ ότι φάνηκε, γιατί και στην πορεία έτσι πήγε η ζωή.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 2
Τα ταξίδια στη Γερμανία για ιατρικούς λόγους και η επιστροφή στην Ελλάδα
00:04:40 - 00:29:43
Partial Transcript
Ναι. Όταν λοιπόν βρήκαμε γιατρό στη Γερμανία… Δηλαδή βρήκαμε νομίζω τη μία μέρα, 5 μέρες μετά έφευγα για Γερμανία. Ήταν όλα πάρα πολύ γρήγο…τε από κανέναν. Ήξερα να απαντάω και να αμύνομαι, κάτι το οποίο και στην πορεία κατάλαβα κι ότι το έκανα με περίσσεια ζέση. Δεν χρειαζότανε.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Το χειρουργείο στην Αμερική και η κρίση στα 17 έτη
00:29:43 - 00:53:35
Partial Transcript
Β’ λυκείου… Εγώ κανονικά. Δε θέλω να μου ηρεμείς! Κανονικά, χειρουργεία, θεραπείες, μια χαρά − Δε σταματάνε ποτέ − Ποτέ απ’ τα 8 μέχρι σή…ερπατάω, δίνω συνέντευξη, αλλά όχι στην εφημερίδα αυτή που θέλανε. Δίνω σε μια πιο low profile της Ουάσινγκτον μόνο και γυρνάω στην Ελλάδα.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Η επιστροφή, η αλλαγή και τα φοιτητικά χρόνια
00:53:35 - 01:23:37
Partial Transcript
Και από τότε νομίζω το ότι βρήκα τα πατήματά μου, όχι τόσο λόγω της ψυχοθεραπείας, γιατί ξεκίνησα πολύ μετά ψυχοθεραπεία, λόγω του εαυτού μο…ω να φύγεις από το νοσοκομείο». Μου το ‘λεγε με πάρα πολύ ηρεμία μέσα της. Δεν άντεχε άλλο. «Θέλω να φύγεις απ’ το νοσοκομείο. Δεν αντέχω».
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Η εμπειρία στα ελληνικά νοσοκομεία και το ιατρικό λάθος
01:23:37 - 01:39:15
Partial Transcript
Ωραία πέρα απ’ αυτό που φαντάζομαι το λες και για αστεία… Η εμπειρία σου στα ελληνικά νοσοκομεία; Ναι. Καλή ήτανε. Όχι! Το πιο πρόσφατο π…ατικά. Λοιπόν, αυτά. Σ’ ευχαριστώ και σ’ ευχαριστούμε πολύ. Εγώ. Και αυτό, ναι. Δεν ξέρω. Συγκινήθηκα εγώ. Γλυκούλα! Το κλείνω. Ναι.
Lead to transcriptTopics
Locations
[00:00:00]
Λοιπόν, καλησπέρα. Είμαι η Μυρσίνη Κουρμπέτη, ερευνήτρια του Istorima. Έχουμε 20 Ιουλίου του 2022 και είμαι εδώ με τον αφηγητή μας, τον Κώστα. Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Κώστα, θέλεις να μας πεις λίγα πράγματα για σένα και για τη ζωή σου; Για τι θα μιλήσουμε σήμερα, και λοιπά.
Είμαι ο Κώστας, Κωνσταντίνος. Είμαι 25 χρονών. Σπουδάζω ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και σπουδάζω υποκριτική σε δραματική σχολή στην Αθήνα. Τα τελευταία 17 χρόνια νοσώ από καρκίνο, αλλά είμαι καλά.
Πόσο χρονών είσαι τώρα;
Τώρα είμαι 25 αισίως.
Οπότε από ποια ηλικία νοσείς;
Από τα 8.
Από τα 8.
Στα 8 μου έπαθα ανακοπή καρδιάς. Είχα ανεβάσει αρτηριακή πίεση στο 22. Με επανέφερε η μητέρα μου με ΚΑΡ.Π.Α. Έπαθα ανακοπή καρδιάς στα χέρια της μάνας μου, ήμουνα διακοπές και κάπως έτσι καταλήξαμε στο νοσοκομείο, το περιφερειακό, εκεί που ήμασταν διακοπές. Αντιληφθήκανε οι γιατροί το ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορούσανε εκεί να κάνουν κάτι. Με μεταφέρανε στο Παίδων εδώ στην Αθήνα και στο Παίδων… και πριν φτάσω στο Παίδων ξαναέπαθα ανακοπή κατά τη μεταφορά, τη διακομιδή μου. Στο Παίδων έκατσα περίπου 3 μήνες. Δεν μπορούσανε να βρουν τι έχω. Τώρα μιλάμε και για εποχές 2005, οπότε πρακτικά δεν είχε προχωρήσει πολύ η ιατρική τότε. Σε μία εξέταση φάνηκε ότι υπάρχει βλάβη στο επινεφρίδιο. Το επινεφρίδιο ουσιαστικά είναι ένα καπελάκι που έχει ο νεφρός.
[Δ.Α.]
Ναι. Δεν μπορούσανε να βρουν τι είναι ακριβώς, δεν μπορούσανε να βρουν τι είναι ακριβώς Μπορούσανε να καταλάβουν μόνο το ότι είναι ένας όγκος. Επειδή είχα αυξημένη αρτηριακή πίεση ήμουνα σε αγωγή, οπότε δεν περπατούσα κιόλας, ήμουνα σε καροτσάκι. Όταν μετά από πολλή έρευνα ανακαλύψαν το τι είναι αυτό που έχω, οι γιατροί στην Ελλάδα ως κλασικοί Έλληνες γιατροί − και δε θέλω να τσουβαλιάσω αλλά έχουμε πολλούς τέτοιους − είπανε ότι: «ας τον βάλουμε χειρουργείο και ας του αφαιρέσουμε τον αριστερό νεφρό».
Κατευθείαν;
Κατευθείαν. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Βέβαια, στη δικιά μου περίπτωση ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί κανένας δεν σκέφτηκε το ότι μπορούσα να πεθάνω στο χειρουργείο. Δεν ξέρανε πώς να αντιμετωπίσουνε μία τέτοια περίπτωση. Μεγαλώνοντας έμαθα κιόλας τους λόγους που δεν μπορούσαν, αλλά θα στους πω μετά. Μέσα στο χειρουργείο ανέβασα πάλι 22 πίεση, όπου και πάλι ο γιατρός, ο χειρουργός − ο συγκεκριμένος βέβαια ήταν χειρούργος απ’ το κακούργος, δεν ήταν ακριβώς χειρουργός − θέλησε να με ανοίξει. Ευτυχώς η αναισθησιολόγος αρνήθηκε να υπογράψει, οπότε το χειρουργείο ακυρώθηκε − πάλι καλά! − και ξεκίνησαν την έρευνα για να φύγω στο εξωτερικό. Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα από εκείνη την περίοδο είναι το ότι είχα μία άγνοια που τότε με βοηθούσε. Στην ηλικία των 8 αντιλαμβανόμουνα το ότι δεν ήμουν καλά, αλλά δεν αντιλαμβανόμουν το λόγο που δεν ήμουνα. Θυμάμαι τότε όταν ξύπνησα απ ‘την ανακοπή είχα αρχίσει να επιρρίπτω ευθύνες στους γονείς μου, γιατί επειδή και τις προηγούμενες μέρες δεν ήμουνα καλά − έκανα πάρα πολλούς εμετούς, πονούσε η κοιλιά μου − και ο πατέρας μου επέμενε να με πάει στο νοσοκομείο, εγώ το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω στο νοσοκομείο. Άρα θεώρησα ότι «ο κακός μπαμπάς με πήγε στο νοσοκομείο».
Και φταίει αυτός.
Και φταίει αυτός.
Και μένω εγώ εδώ.
Ναι, εγώ δεν είχα ιδέα το ότι έχω πάθει δύο ανακοπές, έχω μείνει σε κώμα μέρες, έχουνε συμβεί πράγματα. Εγώ δεν, αλλού, σε άλλο πλανήτη. Και… Κάπως ένιωθα ότι δεν έχει τελειώσει. Δηλαδή, δεν θα δεχόταν ο εαυτός μου ότι εγώ τελείωσα. Αυτό το’ χω από μικρός, απ’ ότι φάνηκε, γιατί και στην πορεία έτσι πήγε η ζωή.
Segment 2
Τα ταξίδια στη Γερμανία για ιατρικούς λόγους και η επιστροφή στην Ελλάδα
00:04:40 - 00:29:43
Ναι. Όταν λοιπόν βρήκαμε γιατρό στη Γερμανία… Δηλαδή βρήκαμε νομίζω τη μία μέρα, 5 μέρες μετά έφευγα για Γερμανία. Ήταν όλα πάρα πολύ γρήγορα. Φτάνω στη Γερμανία και θυμάμαι ότι στο αεροδρόμιο με περίμενε περιπολικό, ασθενοφόρο και δημοσιογράφοι. Εγώ δεν είχα ιδέα για τους λόγους που συνέβαιναν όλα αυτά. Κάπως με φυγαδεύουνε, μπαίνω στο νοσοκομείο κι εκεί κατάλαβα και ο ίδιος το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση, γιατί οι Γερμανοί έχουν ένα θέμα. Δε θα σου κρύψουνε τι συμβαίνει, δεν πα’ να είσαι 8 χρονών, δεν πα’ να είσαι 5 χρονών, δεν πα’ να είσαι 40. Μπαίνει μέσα στο θάλαμο ο χειρουργός και μου λέει: «Έχεις 3 μέρες ζωή. Αν δεν μπεις χειρουργείο χθες, δεν μπορούμε να σε σώσουμε με κανέναν τρόπο». Ο όγκος είχε αρχίσει να προκαλεί βλάβη. Όχι είχε αρχίσει να προκαλεί, προκαλούσε ήδη βλάβη και στα υπόλοιπα ζωτικά. Δεν λειτουργούσε καλά το συκώτι, δεν λειτουργούσε καλά το στομάχι, είχαν όλα βγει εκτός. Δεν έκλαψα και είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση στους δικούς μου το ότι δεν έκλαψα όταν το άκουσα αυτό. Πάγωσα, αλλά δεν έκλαψα. Μπαίνω χειρουργείο την επόμενη μέρα 05:00 η ώρα το πρωί. Δηλαδή έφτασα Γερμανία 16:00 η ώρα το απόγευμα, 12 ώρες μετά χειρουργήθηκα, 13 ώρες μετά με βάλανε χειρουργείο. Ένα χειρουργείο 9 ωρών που πήγανε και να με χάσουν μες στο χειρουργείο. Εγώ ξύπνησα σαν μπαλόνι απ’ τη νάρκωση. Ήμουνα ένα, πρώτη φορά βλέπω τον εαυτό μου με τόσο, έτσι, δέρμα πάνω μου. Ήταν πάρα πολύ ωραίο! Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να παχύνω ακόμα, αλλά δεν γίνεται. Δεν πειράζει! Ξύπνησα σαν μπαλόνι, δεν μπορούσα να φάω εννοείται.
Τα θυμάσαι όλα αυτά ή στα έχουν πει και σου ‘χει μείνει μνήμες −
Τα θυμάμαι.
Τα θυμάσαι ε;
Θυμάμαι τη… Μία μέρα μετά το χειρουργείο σηκώθηκα να περπατήσω και θυμάμαι ότι με το που με σηκώνει η μητέρα μου απ’ το κρεβάτι, είχε νυχτώσει κάπως, οπότε, κοιτάζομαι στο παράθυρο, είδα την αντανάκλασή μου και δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Θυμάμαι την εικόνα μου σαν χθες, απόλυτα. Όλη η ταλαίπα, όλη η ταλαιπώρια που είχα στο πρόσωπο και ότι δε με αναγνώριζα σωματικά. Δεν ήξερα πόσες ώρες έχουν περάσει, το τι έχει γίνει. Σηκώθηκα, περπάτησα, έφαγα. Οι γιατροί συνέχισαν να απορούν πώς σηκώθηκα μετά από αυτό το χειρουργείο την επόμενη μέρα. Αλλά επίσης ένα καλό που έχουν οι Γερμανοί − καλό είναι βασικά αυτό − που εμένα με βοήθησε πάρα πολύ, ήταν το ότι θα με πιέζανε. Δηλαδή γι’ αυτούς το ότι έχεις… «Oκ, σήκω, δε με νοιάζει».
«Ξύπνα, σήκω!»
«Ξύπνα, σήκω! Ζωή, ροή!»
Λες για το καλό των Γερμανών που −
Δεν σ’ αφήνουνε πολύ.
Σ’ άρεσε εσένα αυτό; Σε βοήθησε;
Ναι, μ’ άρεσε πάρα πολύ.
Και το ότι σου είπανε ας πούμε ότι: «θα πεθάνεις αν δεν μπεις χειρουργείο;»
Αυτό εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να το εκτιμήσω. Μεγαλώνοντας το εκτίμησα πάρα πολύ, επειδή για μένα η σχέση γιατρού με ασθενή είναι συνεργασία. Τέτοιους συνεργάτες στην Ελλάδα είχα πολλούς και διαφορετικούς, που πολλοί δεν μου λέγαν την αλήθεια. Και γι’ αυτό απ’ όσους γιατρούς έχω συνεργαστεί στην Ελλάδα λίγους εκτιμώ πάρα πολύ, αλλά αυτό νομίζω ότι είναι και καθαρά στην ψυχολογία του ασθενή. Εγώ το άντεχα. Κάποιος άλλος μπορεί να μην το αντέξει. Κι εκεί έρχεται η δουλειά του γιατρού που πρέπει όντως να μπει στη διαδικασία να ψυχολογήσει κατά κάποιο τρόπο τον ασθενή του.
Οι γονείς σου ακολουθούσαν την ίδια πορεία με τους γιατρούς σε στυλ −
Οι γονείς μου σε όλο το διάστημα παρουσιάζαν τον καρκίνο σαν γρίπη. Δηλαδή την πρώτη φορά που μου αναφέρανε ότι θα κάνω χειρουργείο, στην Ελλάδα ακόμα, μου είπαν το ότι: «Έλα μωρέ, θα μπεις να κάνεις κι ένα χειρουργείο». Αυτό το χειρουργείο ήταν 90-10 πιθανότητες, δεν ήταν δηλαδή ότι… Δεν θα ‘βγαινα από αυτό το χειρουργείο πρακτικά. Ναι. Εκεί με βοήθησαν πάρα πολύ οι Γερμανοί. Κάπως πραγματικά τους εκτίμησα. Απ’ αυτά που θυμάμαι την πρώτη μου εμπειρία στη Γερμανία, ήτανε η αφόρητη πίεση στο να τρώω, κάτι το οποίο εγώ δεν μπορούσα να το κάνω στην αρχή με τίποτα. Δεν πα’ να λέγανε; Δεν άντεχα. Στο πρώτο χειρουργείο μετά είχαμε και μία επιπλοκή, είχα κάνει πνευμοθώρακα. Ουσιαστικά είχα υγρό στον πνεύμονα και πονούσα και δεν κατέβαινε ο πυρετός. Το αντιλήφθηκαν και με ξαναβάλανε χειρουργείο κι αυτό έχει σημασία για πιο μετά. Και ήρθε η στ[00:10:00]ιγμή που παίζουν ρόλο και οι αγαπημένοι μου δημοσιογράφοι, οι οποίοι επειδή είχαν ενδιαφερθεί, είχαν δείξει τρομερό ενδιαφέρον για την περίπτωσή μου, δεν αφήναν το γιατρό μου σε χλωρό κλαρί. Αλλά εγώ δε γνώριζα το λόγο που δεν άφηναν το γιατρό μου σε χλωρό κλαρί και λέω: «Μήπως ήρθε η ώρα να τον μάθω το λόγο;». Και σε μία σύσκεψη με τους γιατρούς, όταν είχα αρχίσει να συνέρχομαι, μου εξηγήσανε ότι αυτό που έχω είναι κάτι αρκετά σπάνιο, αρκετά σπάνιο σε σημείο αηδίας.
Δηλαδή;
Ότι αυτό ουσιαστικά, αυτός ο τύπος καρκίνου είναι καλοήθεια αρχικά και εμφανίζεται στην ηλικία των 40-50 χρόνων. Εμένα μου εμφανίστηκε κάπου στα 8. Το λες και λίγο πρόωρο. Και ότι στην ηλικία μου, μέχρι το 2005 είχαν εμφανιστεί 2 περιστατικά στον κόσμο! Εγώ και άλλο ένα κορίτσι. Άρα ήμασταν πρωτόκολλα. Ήμασταν τα δύο πρώτα παιδιά. Και εν ζωή το ένα απ’ τα δύο, εγώ. Και λέω: «Αχ, τι καλά που τα λέτε! Πολύ ωραία τα λέτε!» Και μου λένε οπότε: «Γι’ αυτό όλο αυτό το ενδιαφέρον για την περίπτωσή σου» και μου είπαν αν ενδιαφέρομαι να δώσω μία συνέντευξη. Και λέω: «Και δε δίνεις;» Φεύγω απ’ τη Γερμανία, γυρνάω στην Ελλάδα και με παίρνουν οι άνθρωποι, οι Έλληνες της Γερμανίας που είχα γνωρίσει… Γιατί επίσης έχουν ένα πολύ καλό οι Έλληνες της Γερμανίας και νομίζω όλοι οι ομογενείς σ’ όλο τον κόσμο, ότι θα στηρίξουν πάρα πολύ περιπτώσεις που έρχονται στη χώρα… Πώς είναι η Ελλάδα με τους μετανάστες; Το ακριβώς αντίθετο! Θα στηρίξουν πάρα πολύ τους ανθρώπους που θα’ ρθουνε είτε είναι απ’ την Ελλάδα, είτε είναι από κάποια άλλη χώρα, γιατί το έχουνε ζήσει και ξέρουν πώς είναι. Και είχαμε κάνει πολλούς φίλους και μιλάμε ακόμα με αρκετούς απ’ αυτούς. Και με παίρνουν μια μέρα τηλέφωνο και μου λένε: «Παίζει στην τηλεόραση η συνέντευξή σου». Και λέω: «Α! Ωραία.» Τέλεια, εγώ για εφημερίδα πήγαινα, δεν ήξερα την τηλεόραση. Κι εκεί έρχεται μία άλλη Έλληνας… Ελληνίδα, συγγνώμη, παρουσιάστρια, αρκετά διάσημη…
Δεν θα την πεις;
Θα στην πω μετά… Η οποία είχε στείλει 2-3 φορές άνθρωπο απ’ την εκπομπή της για να καλύψει το θέμα. Όταν ακούσαμε το όνομά της, φυσικά κι εγώ και η μητέρα μου γελάσαμε πάρα πολύ δυνατά και κλείσαμε το τηλέφωνο, γιατί τουλάχιστον απ’ τα 8 μου είχα γούστο σε αυτά, οπότε κάπως είπα: «Όχι». Γιατί «δεν αξίζει να το δεις!» Πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Φεύγοντας απ’ τη Γερμανία, επίσης κάτι που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα είναι τον γιατρό μου να μου λέει ότι: «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δεν θα ξανάρθεις». Εκεί κατάλαβα ότι… «Κωστάκη, έχεις δρόμο αγορίνα!»
Πόσο καιρό έκατσες συνολικά στη Γερμανία, θυμάσαι;
Εκείνη τη φορά έκατσα περίπου έναν μήνα. Όχι, παραπάνω, έναν μήνα και κάτι έκατσα. Και όντως, φυσικά, περίπου 12-14 μήνες μετά, είχανε ξαναξεκινήσει τα συμπτώματα που είχα εμφανίσει την προηγούμενη φορά. Εγώ εννοείται ελεγχόμουνα κάθε τρεις μήνες, όπως μου ‘χανε πει και σε μία εξέταση… Επειδή ζήλεψε ο άλλος νεφρός, είπε να κάνει τα ίδια, και εμφάνισα και δεύτερη φορά όγκο στο δεξί νεφρό αυτή τη φορά, στο δεξί επινεφρίδιο και κάτι μικροεστίες στην κοιλιά. Είχαν αρχίσει οι μεταστάσεις και εκεί μου λένε οι γιατροί: «Μιλάμε για καρκίνο». Λέω: «Α! Ενώ πριν μιλούσαμε για μάτι; Τι φάση;» Λέω: «Oκ, τι να κάνουμε; Καρκίνος; Καρκίνος. 10 χρονών, εντάξει». Δεύτερο χειρουργείο στη Γερμανία. Πολύ πιο γνωστά τα πράγματα και τα μέρη, οπότε αισθανόμουν κι εγώ πολύ καλύτερα. Ένα ακόμα αστείο που είχε συμβεί στο δεύτερό μου χειρουργείο ήταν το ότι, πριν μπω χειρουργείο, εγώ απ’ την Ελλάδα ήξερα ότι έχω μία εστία. Έφυγα απ’ την Ελλάδα ξέροντας ότι έχω έναν όγκο στο επινεφρίδιο, στο δεξί. Πάω στη Γερμανία και μπαίνει μέσα ο Έλληνας γιατρός που είχανε στη Γερμανία και μου κάνει: «Καλέ ποιος ένας όγκος; Τρεις έχεις!». Με αυτή την άνεση. Λες κι είχε προσφορά το σούπερ μάρκετ 1+1. Λέω: «Οκ. Πάμε. 3; 3. Βγάλ' τους να τελειώνουμε!». Μπαίνω δεύτερο χειρουργείο. Πήγε πολύ καλύτερα. Πήγε πολύ καλά, γιατί πλέον ξέραμε. Ήμουνα σε χέρια που με ξέρουνε και τα ήξερα κι εγώ και ήτανε πολύ βασικό για μένα αυτό…. Και γυρνάω Ελλάδα. Και εκεί, μετά το δεύτερο χειρουργείο που έχω πλέον μεγαλώσει και λίγο, οπότε το πλαίσιο και η γυάλα αυτή των γονιών αρχίζει και φεύγει και έρχεσαι αντιμέτωπος με την κοινωνία, μου υπενθύμισε και πράγματα που είχα ξεχάσει απ’ τα 8 μου χρόνια.
Δηλαδή;
Δηλαδή, ευτυχώς, ήμουν σε ένα σχολείο στο δημοτικό που ήμουν πάρα πολύ προστατευμένος. Για ελληνικό σχολείο πολύ περίεργο, ήμουν πάρα πολύ προστατευμένος. Με αγαπούσαν και οι καθηγητές μου και οι συμμαθητές μου πάρα πολύ και με φροντίζαν πάρα πολύ, αλλά εννοείται πως τα σχόλια δεν λείπανε ιδιαίτερα.
Παράδειγμα;
Παράδειγμα, ένα απ’ τα παραδείγματα που θυμάμαι ήτανε ότι είχε έρθει να με πάρει η μητέρα μου και μιλούσε με μία άλλη μητέρα και θεωρούσε δεδομένο η άλλη μητέρα το ότι εγώ θα ξαναφύγω εξωτερικό. Εγώ δεν το ‘ξερα, ούτε οι γιατροί μου. Μόνη της όμως το ήξερε και θεωρούσε δεδομένο το ότι εγώ θα είμαι άρρωστος για όλη μου τη ζωή. Που θα μου πεις: «ναι, μέχρι τώρα ισχύει», άλλα άσε να το πούνε οι ειδικοί. Ή το ότι… Καλά αυτά είναι του γυμνασίου, οπότε ας πάμε προς το γυμνάσιο και θα σου πω.
Εντάξει.
Αλλά ναι, είχα πολύ μάχη… Δηλαδή, όταν ξεκίνησα να μεγαλώνω συνειδητοποιούσα το πώς με κοιτούσαν οι άνθρωποι όταν ήμουν σε καροτσάκι πριν 2 χρόνια, που στα 8 μου δεν είχα τη συνείδηση να καταλάβω τότε γιατί με κοιτάνε έτσι.
Που για πόσο καιρό έμεινες σε καροτσάκι ας πούμε;
Όλο το τρίμηνο που ήμουν στο νοσοκομείο ήμουνα σε καροτσάκι.
Οκ.
Και ήμουν σε καροτσάκι με τους ορούς, μ’ όλα μου τα αξεσουάρ και δεν καταλάβαινα το λόγο που με κοιτάνε περίεργα. Όταν ξεκίνησα να μην μπορώ να αναπνεύσω ας πούμε, γιατί δεν μπορούσα να τρέξω στα 10 μου, συνειδητοποίησα τους λόγους που με κοιτάνε περίεργα και που με κοιτούσανε περίεργα. Και πάλι νόμιζα το ότι είχα να κάνω με κακούς ανθρώπους και το ότι είναι μόνο αυτοί. Ότι δε θα συναντήσω άλλους. Μπαίνω γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο επειδή είχα κουραστεί κάπως την προστασία του δημοτικού, ότι «το παιδί και μην πάθει κάτι το παιδί και να έχουμε καλά τον Κωνσταντίνο» και και και… Είχα αποφασίσει ότι όσο μπορώ, την ιστορία αυτή θα την έχω προστατευμένη. Με είχανε κάνει να μην θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Ώσπου στην Γ’ γυμνασίου, ένας καθηγητής… − οι καθηγητές το ξέρανε, γιατί έπρεπε να το ξέρουνε, γιατί αν τους έμενα στον τόπο δε θα ξέραν τι να κάνουνε, οπότε κάπως είχαν ενημερωθεί − Στην Γ’ γυμνασίου, επειδή όπως ξέρεις ήμουνα πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, ήμουν μια μέρα για εξετάσεις στο νοσοκομείο και αυτός ο καθηγητής προσπαθούσε να κανονίσει την τριήμερή μας. Και μπήκε Γ1, Γ2, Γ3, Γ4 να ενημερώσει ότι η εκδρομή πρέπει να γίνει πριν τον Απρίλιο, γιατί θα έφευγα για Αμερική για το πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας που έχω. Όπως καταλαβαίνεις, στην ηλικία των 15, τα παιδάκια μετέφεραν αυτή την πληροφορία πιο γρήγορα και απ’ το φως. Μέσα σε πολύ λίγες ώρες το ήξερε όλος ο δήμος Γαλατσίου το ότι εγώ νοσώ από καρκίνο. Αυτό νομίζω ότι ήτανε το μεγαλύτερο σοκ, δηλαδή, εγώ μπήκα την επόμενη μέρα στο σχολείο και με κοιτούσανε όλοι και δεν ήξερα το λόγο που με κοιτάνε. Αυτό ήταν το χειρότερο.
Και με τι βλέμμα φαντάζομαι, ε;
Ναι.
Και αυτό έχει νόημα.
Πολύ κακό βλέμμα. Ωστόσο, ξέχασα την Α’ γυμνασίου, όπου στην Α’ γυμνασίου πλέον, η περίπτωσή μου στα ιατρικά συνέδρια κι αυτά ήταν αρκετά γνωστή. Ταξίδευα από γωνία σε γωνία του πλανήτη και γινόταν συνέδριο για την περίπτωσή μου. Ώσπου μια μέρα που είχα εξετάσεις και πήγα στο νοσοκομείο, με ενημέρωσε ο γιατρός μου ότι ένας Έλληνας γιατρός στην Αμερική έδειξε ενδιαφέρον για την περίπτωσή μου και ότι θέλει να πάω εκεί για να με δει. Κλάμα κακό εγώ. Είχα συνδέσει το αεροδρόμιο με ταλαιπωρία και την ταλαιπωρία με χειρουργείο και πόνο. Ακόμα και σήμερα όταν ταξιδεύω πολλές φορές με το αεροπλάνο νιώθω περίεργα. Αλλά εννοείται πως δεν είχα άλλη επιλογή. Ήταν μια τεράστια ευκαιρία[00:20:00] για την κατάστασή μου το να με, να μου ζητήσουν απ’ αυτό το νοσοκομείο να πάω, γιατί μιλάμε για ένα απ’ τα καλύτερα ερευνητικά κέντρα στον κόσμο. Φτάνω Αμερική, Ουάσινγκτον και μπαίνω μέσα με μια έπαρση και μία μαγκιά αδιανόητη εγώ, στα 13 μου μόλις χρόνια και λέω: «Κάνω ό,τι θέλετε, εξετάσεις, τα πάντα, ναι, αλλά δεν κάνω χειρουργείο». Ναι, πέντε μέρες μετά μου είπαν ότι μπαίνω χειρουργείο. Γιατί είχε γεμίσει όλη κοιλιά όγκους. Ήμουνα σε άθλια κατάσταση και ήταν η πρώτη φορά που έκανα ανοιχτό χειρουργείο, με τομές κανονικά που ήξερα ότι αυτό θα με ακολουθεί σ’ όλη μου τη ζωή. Είχε πάει πάρα πολύ καλά αυτό το χειρουργείο. Στην Αμερική πλέον είχα πάρει το «κολάι» απ’ τα νοσοκομεία. Οπότε τους γλεντούσα κανονικότατα και περνούσανε και ωραία. Γιατί όταν έχεις έναν άνθρωπο που δεν θα μπεις στο θάλαμο και θα τον δεις με τα μούτρα στο πάτωμα ή που δε θα μπεις στο θάλαμο και θα τον δεις να θεωρεί τον εαυτό του τελειωμένο σε εμπνέει. Βέβαια, αυτό έχει να κάνει πολύ με το τι επένδυση έχουν κάνει οι γιατροί πάνω σε αυτό και η κοινωνία πάνω σε αυτό.
Και τη συνεργασία που είπες φαντάζομαι, έτσι; Το ότι ο ένας δίνει στον άλλο.
Εγώ ήμουνα πάντα πρόθυμος. Μπορεί να έβγαζα άρνηση για λίγο, αλλά ήμουν πάντα πρόθυμος και να συνεργαστώ και να κάνω πράγματα για το καλό μου. Μουλάρωνα μόνο όταν είχα να κάνω με αγενείς, που και στο Παίδων συνάντησα αγενείς και μεγαλώνοντας σε άλλα νοσοκομεία συνάντησα αγενείς. Απλά μετά από ένα σημείο έμαθα και στους αγενείς να απαντάω ανάλογα. Στο χειρουργείο στην Αμερική η μητέρα μου δεν επιτρεπόταν να είναι μετά το χειρουργείο στο θάλαμο, οπότε ήμουνα κάπως μόνος μου. Βέβαια, σε εκείνο το νοσοκομείο το να είσαι μόνος σου σε ένα νοσοκομείο προϋποθέτει να έχεις δικό σου υπολογιστή, δικό σου PlayStation, δικό σου internet. Ναι, κάπως σαν τα ελληνικά νοσοκομεία. Όχι; Δεν καταλαβαίνω γιατί γελάς. Και περνούσε ωραία η ώρα. Οι άνθρωποι, οι γιατροί, αλήθεια και οι νοσηλευτές μπαίνανε με πελώριο χαμόγελο, με πελώρια χαρά, με αδιανόητη ενέργεια. Τους έδινα και μου δίνανε. Αλλά είναι αυτό που σου λέω. Αν εγώ δεν είχα αποφασίσει να κατεβάσω ρολά σε αυτά που βλέπω και σε αυτά που ακούω, δε θα πήγαινα έτσι. Και μέχρι και τα 13 μου δεν είχα συνειδητοποιήσει τους λόγους. Ήταν άμυνά μου χωρίς να καταλάβω τι κάνω. Γυρνάω Ελλάδα. Ξεκινάει η Β’ γυμνασίου. Ξανά εξετάσεις, τα πάντα, μια χαρά. Γ’ γυμνασίου πάω Αμερική. Μου λένε: «έχουμε βλάβη στο συκώτι». Λέω: «Αποκλείεται! Το συκώτι; Στο συκώτι δε θα ‘χα; Αν είναι δυνατόν! Στο συκώτι;», «Ναι, θα ξανάρθεις σε λίγους μήνες για χειρουργείο». «Να έρθω», τους λέω.
Σε παρακολουθούσαν ταυτόχρονα;
Ναι, ναι. Έκανα εξετάσεις στην Ελλάδα, τις έστελνα στην Αμερική, κάποιες φορές πήγαινα μόνο για εξετάσεις στην Αμερική. Πήγαινε κάπως έτσι.
Παρένθεση. Όλα αυτά τα έξοδα;
Τι;
Τα νοσοκομεία, το να πας, το να ’ρθεις…
Στην Αμερική, επειδή είναι ερευνητικό, ήταν σου δίνω-μου δίνεις.
Οκ.
Δηλαδή, σου δίνω κάτι, το οποίο εγώ θα το ερευνήσω, αλλά έχεις κάλυψη στα πάντα. Πέρα από εισιτήρια, και, και και διάφορα έξοδα δικά μου. Αλλά, εξετάσεις, χειρουργεία κι αυτά ήταν όλα καλυμμένα.
Οκ.
Αλλιώς τώρα θα ζούσα σε χαρτόκουτο. Δεν έβγαινε αλλιώς.
Αλλά τα εισιτήρια ας πούμε τα πλήρωνες εσύ, η οικογένειά σου −
Ναι, ναι.
Κι αυτό φαντάζομαι δεν θα 'ταν απλό.
Δεν είναι καθόλου απλό. Ναι, Γ’ γυμνασίου, απ’ τη στιγμή που ο καθηγητής μου αποφάσισε να κάνει αυτό το υπέροχο και να μπει στις αίθουσες και να ενημερώσει για την κατάσταση της υγείας μου… Εντωμεταξύ, τώρα που το σκέφτομαι ήταν σαν τότε με τον Ανδρέα Παπανδρέου που πριν πεθάνει έβγαινε ο γιατρός κάθε μέρα και έκανε διάγγελμα… Ήταν αυτό το πράγμα ο συγκεκριμένος καθηγητής. Τέλος πάντων, θέλω να πω πολλά αλλά δε θα τα πω.
Γιατί;
Γιατί έχει πεθάνει κιόλας, κάπως ο Θεός τον έχει αναλάβει. Εγώ θα μιλήσω; Αν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται Θεός. Τέλος πάντων… Μετά από εκεί κατάλαβα πολύ καλά και τους λόγους που είχα σηκώσει άμυνες και τους λόγους που είχα κατεβάσει ρολά και τους λόγους που δε σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Και αυτό μου ‘κανε και πολύ κακό, και πολύ καλό και πολύ κακό.
Δηλαδή;
Δηλαδή, είχα φτάσει στο σημείο να μην μπορείς να ανοίξεις τη συζήτηση μπροστά μου και είχα φτάσει στο σημείο να μην θέλω να παραδεχτώ το τι συμβαίνει, που μέχρι τότε τα ‘χα καταφέρει. Ουσιαστικά η κοινωνία με πήγε βήματα πίσω, το οποίο δεν πρόκειται να το συγχωρήσω πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου και μετά στην κοινωνία. Γιατί καλώς κακώς, η κοινωνία είναι κοινωνία. Ανθρώπους καραγκιοζάκια, όσο και αν προχωρήσει η κοινωνία, θα συναντάμε πάντα. Το θέμα είναι πόσο αφήνεις εσύ να σε επηρεάσουν. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά μια μητέρα που είχε έρθει να πάρει το παιδί της απ’ το σχολείο και άκουσα μπροστά μου το ότι: «Πιο μακριά, γιατί μπορεί να κολλήσεις». Μόλις εκείνη τη μέρα έμαθα το ότι ο καρκίνος κολλάει. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε. Φαντάζομαι θα μου το ‘χανε πει. Δεν μου ‘χανε πει κάτι. Θυμάμαι ας πούμε τότε με τη γρίπη των χοίρων, εκείνη την ωραία περίοδο, ότι με κοιτούσαν και φοβόντουσαν ότι θα είμαι ο πρώτος που θα κολλήσω. Για κάποιο λόγο είχαν συνδυαστεί όλα πολύ όμορφα σε εγκεφάλους. Τον συγκεκριμένο καθηγητή που είχε γυρίσει και είχε πει αυτό το υπέροχο πράγμα να λέει σε μαθητές ότι μου έβαλε βαθμό επειδή με λυπάται και δεν το ‘πε σε μένα. Το ‘πε σε συμμαθητές. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, όσο κι αν θέλεις να είσαι αδιάφορος δε μπορείς. Και κυρίως μες στην εφηβεία που βράζει η ψυχή, εγώ δεν μπορούσα να είμαι ήρεμος. Οπότε, κάθε μέρα ήμουνα στο γραφείο και ούρλιαζα. Με μία διευθύντρια που τότε ήταν ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε. Μου έλεγε να είμαι ήρεμος και λέω: «Ωραία, εγώ θα είμαι ήρεμος. Εσύ τι θα κάνεις για τους εκπαιδευτικούς που έχεις μαζέψει εδώ μέσα;». Είχα καλέσει σχολικό σύμβουλο, είχα κάνει τέτοια. Γίνεται ένα περιστατικό και φεύγει απ’ τη ζωή τότε ένα παιδί απ’ το σχολείο μου από καρκίνο, τη ημέρα γενεθλίων μου. Λίγες μέρες μετά μαθαίνω ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής είχε πάει σε αυτό το παιδί, του ‘χε βγάλει το καπέλο και του ‘χε πει: «Δεν επιτρέπονται καπέλα μες στην τάξη». Και αυτό είχε περάσει απαρατήρητο απ’ όλους τους καθηγητές. Σα να μην έγινε ποτέ. Ο καρκίνος εν έτει τότε 2012 και τώρα ‘22 θεωρείται ταμπού. Είναι ταμπού. Όταν βλέπεις έναν καρκινοπαθή τον θεωρείς τελειωμένο. Τι θεωρείς έναν άνθρωπο που θεωρεί τον καρκίνο, έναν καρκινοπαθή τελειωμένο όμως; Δικαίως είναι νομίζω μες στο top 5 των θανάτων κάθε χρόνο παγκοσμίως. Δεν μπορώ να με θεωρήσω επ’ ουδενί μελλοθάνατο. Όποιος θεωρήσει τον εαυτό του μελλοθάνατο, έχει ήδη χάσει. Είτε είναι υγιής, είτε είναι καρκινοπαθής, είτε πάσχει από σκλήρυνση, είτε είναι οροθετικός, είτε το οτιδήποτε. Αν θεωρήσεις τον εαυτό σου νεκρό, είσαι νεκρός. Μπαίνοντας στο λύκειο, όλο αυτό κάπως είχε εξαλειφθεί μέσα μου κι απ’ τους γύρω μου, γιατί οι φίλοι μου μέσω εμού το είχανε σαν κάτι οκ και πλέον δεν ένοιαζε κανέναν τίποτα. Είχε περάσει η μόδα μου, ότι: «ο Κώστας έχει καρκίνο», οπότε δεν το συζητούσαμε πια. Δεν ήταν εύκολα καθόλου. Καθόλου. Αλλά τουλάχιστον είχα πάρει εγώ τη ζωή μου στα χέρια μου. Δεν περίμενα ούτε απ’ τους γονείς μου, ούτε από κανέναν. Ήξερα να απαντάω και να αμύνομαι, κάτι το οποίο και στην πορεία κατάλαβα κι ότι το έκανα με περίσσεια ζέση. Δεν χρειαζότανε.
Β’ λυκείου… Εγώ κανονικά. Δε θέλω να μου ηρεμείς! Κανονικά, χειρουργεία, θεραπείες, μια χαρά −
Δε σταματάνε ποτέ −
Ποτέ απ’ τα 8 μέχρι σήμερα.
Ωραία.
Β’ λυκείου μου λέν[00:30:00]ε ότι: «πρέπει να χειρουργήσουμε το συκώτι». Οκ. Είχε χρόνια… Η εστία στο συκώτι είχε μείνει πολλά χρόνια έτσι πολύ σταθερή και λες: «Τι γίνεται; Γιατί αυτό τώρα;». Β’ λυκείου λοιπόν ήρθε η στιγμή να πειράξουμε και το συκώτι. Φεύγω για Αμερική και νομίζω είναι η στιγμή που στα 17 μου πια, μετά από 9 χρόνια… Δε μ’ αρέσει η έννοια μάχη…
Ταλαιπωρίας;
Πορεία. Καλύτερο.
Πορεία!
Μετά από 9 χρόνια πορείας στο χώρο τα έπαθα όλα. Και μπράβο μου, και μαγκιά μου, και μου άξιζε! Μετά από 9 χρόνια γονάτισα. Ήταν η πρώτη φορά που γονάτισα πραγματικά. Πάω Αμερική. Εγώ ήξερα το ότι θα ήταν ένα πάρα πολύ απλό χειρουργείο. Δεν ήτανε.
Από ποια άποψη;
Από ποια άποψη. Ο όγκος είχε διεισδύσει στην πυλαία φλέβα. Ουσιαστικά στη φλέβα που αιματώνει το συκώτι. Είναι 3 στην πύλη του συκωτιού, σου κάνω και ανατομία τώρα έτσι λίγο να ‘χεις!
Εννοείται.
Στην πύλη του συκωτιού είναι, περνάνε σωληνάκια να τα πω μπακαλίστικα…
Ναι, ναι.
Που αιματώνουν το συκώτι. Ο όγκος σκέφτηκε ότι είναι μια καλή θέση να μπει μέσα σ’ αυτά τα σωληνάκια.
Και τα τρία;
Ναι. Γίνονται ένα πραγματάκι −
Α, γίνονται ένα.
Κάπως είπε: «Τι ωραία να μπω εκεί! Μια χαρά θα ‘ναι». Και φτάνω στην Αμερική. Ένα απ’ τα αστεία που έγινε τότε ήτανε ότι, ήταν ένας Έλληνας εκεί, ο οποίος είχε τελειώσει την ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Εγώ τότε σκεφτόμουν ήδη την ιατρική προφανώς. Νομίζω 60% της ζωής μου μέχρι τότε το ‘χα περάσει στα νοσοκομεία και 40 στο σπίτι μου. Οπότε, δε σκέφτηκα τα οικιακά, σκέφτηκα την ιατρική. Και μπαίνω μέσα ρε παιδί μου στο πρώτο ραντεβού με τους γιατρούς. Προφανώς τους αγκάλιασα όλους, τους φίλησα, είχα να να τους δω καιρό. Μου ‘χανε λείψει… Καθόλου! Αλλά τους αγαπάω πάρα πολύ. Και με συστήνουνε, μου λένε: «Από ‘δω ο τάδε, έχει τελειώσει και τώρα είναι ειδικευόμενος σε μας». «Γεια σου, τι κάνεις, πώς είσαι» κι αυτά… Και η πρώτη του ερώτηση ήταν: «Κωνσταντίνε, να σου κάνω μία ερώτηση;». Λέω: «Πες μου». Μου λέει: «Γιατί είσαι έτσι;». «Τι, τι, τι; Τι εννοείς; Πως είμαι;». «Είσαι πολύ χαρούμενος». Λέω: «Ωραία! Ας απολογηθώ που είμαι χαρούμενος». Παίζει κι αυτό. Εννοείται πως δεν το ‘πα με κακό τρόπο, απλά κατάλαβε το ότι κι εγώ είμαι λίγο «τα μυαλά στα τρένα». Οπότε, κατάλαβε ότι δέχομαι την πλάκα. Κάτσαμε λίγο, το συζητήσαμε και εκεί συνειδητοποίησα το ότι: «τι άλλο θα μπορούσα να ‘μαι; Ποιον θα βοηθούσε το να με πάρει από κάτω αυτή η ιστορία και να κλαίω σε εμβρυακή στάση στο μπάνιο μου όλη μέρα; Ποιον θα βοηθούσε να ‘μαι μουντρούχος, να ΄μαι φοβισμένος, να έχω νεύρα συνέχεια… Που έχω νεύρα, αλλά άλλης ποιότητας νεύρα. Ποιον θα βοηθούσε να μη ζω; Εμένα; Τους γιατρούς μου; Τους γονείς μου; Τους φίλους μου; Ποιον;»
Κανένα.
Και στο τέλος της μέρας τι θα είχα να θυμάμαι; Ακόμα και τώρα να ‘φευγα. Τι θα είχα να θυμάμαι;
Να σε ρωτήσω κάτι;
Ναι, εννοείται.
Το χαρούμενος που λες, πιστεύεις ότι δουλεύτηκε; Καλλιεργήθηκε; Ή απλά σου βγήκε;
Θα σου πω. Επειδή μέχρι τότε δεν είχα κάνει ποτέ ψυχοθεραπεία και το αστείο είναι το ότι μου ‘χανε πει οι γιατροί μου στα 10 μου. Επειδή κάπως με είχανε δει το ότι είμαι πολύ χαρούμενος και πολύ… Κάπως λες και δεν είχα καταλάβει τι είχε γίνει «Γιατί δεν ξεκινάς ψυχοθεραπεία;», κι εγώ δεν ξέρω γιατί στα 10 μου − δεν έχω βγει απ’ τ’ αυγό − γυρνάω και τους λέω: «Δε θα ξεκινήσω ψυχοθεραπεία, γιατί ο καλύτερος ψυχολόγος του ανθρώπου είναι ο ίδιος του ο εαυτός». Και λέω: «άκου να δεις, πολλή ανεργία στους ψυχολόγους αν μείνουμε όλοι με αυτήν την άποψη». Που ήμουνα σε μία εποχή που ναι, τότε δεν έλεγες εύκολα το ότι κάνω ψυχοθεραπεία. Μιλάμε για εποχές που ήτανε και αυτό στίγμα. Όχι ότι τώρα δεν είναι, απλά τώρα κάπως η κοινωνία είναι πιο έτοιμη να το δεχτεί.
Απλά λες ας πούμε ότι σε αυτήν την ηλικία αυτό το πράγμα βγήκε και δουλεύτηκε από σένα; Το καλλιέργησαν οι γονείς σου; Οι φίλοι σου; Ή ήτανε πολύ προσωπική δουλειά; Και το λέω αυτό γιατί πολύ συχνά ξέρεις… Υπάρχουν κι αυτά τα κλισέ που μιλάμε για δύναμη ψυχής, για ήρωες… Που όλη αυτή η εμπειρία υποτίθεται ότι τους κάνει δυνατούς. Εγώ αυτό δεν το ξέρω. Εσύ τι πιστεύεις ας πούμε γι’ αυτό; Αυτό ισχύει; Βγαίνει από μέσα σου; Σε αναγκάζουν οι συνθήκες; Δεν ξέρω.
Κοίτα, πολλές φορές λέμε ότι: «Έφτασα στο όριά μου». Δεν ξέρεις ποτέ που είναι τα όριά σου. Κάθε συνθήκη στη ζωή σου, κάθε δυσκολία ή κάθε χαρά… Δηλαδή, δεν ξέρεις πόσο δυνατά μπορείς να γελάσεις ή πόσο αστείο θα σου φανεί κάτι, μέχρι που θα σου συμβεί. Δεν ξέρεις πόση δύναμη έχεις μέσα σου, μέχρι που θα χρειαστεί να την χρησιμοποιήσεις. Εγώ είχα στο μυαλό μου και έχω ακόμα, το ότι με ένα πράγμα πάμε μπροστά, με το χιούμορ. Όλη την ιστορία την αντιμετωπίζω και την αντιμετώπιζα πάντα με χιούμορ. Αυτό μου έδωσε τη δύναμη. Τίποτα άλλο. Ναι, οι γονείς μου είναι και ήταν δίπλα μου πάντα. Οι φίλοι μου είναι και ήταν δίπλα μου πάντα. Αλλά αυτό που θα πω τώρα, χωρίς να θέλω να αδικήσω κανένα, απλά είναι κάτι πολύ προσωπικό, είναι ότι μέσα στην μαγνητική τομογραφία, μέσα στην αξονική τομογραφία, μέσα στις θεραπείες, δεν είναι ούτε οι φίλοι μου, ούτε οι γονείς μου. Είμαι εγώ. Άρα πρέπει να βρω έναν μηχανισμό που θα αντέχω και θα προσπαθώ να υπάρξω. Δηλαδή όταν μπαίνω στη μαγνητική, είναι ένα μηχάνημα στο οποίο βαράει ήχους. Εγώ αυτούς τους ήχους τους κάνω μουσική για να μπορώ. Αλλιώς δεν μπορώ. Βαριέμαι −
Βαράει.
Βαράει! Τέκνο ρε! Πριόνι κανονικά. Λες και είμαι σε πάρτι. Είμαι έτσι. Αλλά ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν αδικώ τους γονείς μου, ναι. Αλλά όση δύναμη και να μου δίναν οι γονείς μου και οι φίλοι μου, αν δε δούλευα εγώ με εμένα, μόνος μου, δε θα την πάλευα. Και εδώ για μένα έρχεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, που εμένα προσωπικά με βοηθάει πάντα, είναι η μουσική. Σε κάθε δυσκολία, όταν άκουγα από τους γιατρούς το: «Μμμ… Τη βγάζει, δεν τη βγάζει», εμένα το μόνο που με ηρεμούσε είναι να φοράω τα ακουστικά μου και να κόβω πέρα. Να περπατάω. Να ακούω τη μουσική που θέλω και να περπατάω.
Τι μουσική;
Νατάσα Μποφίλιου, εννοείται! Απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δεν υπάρχει!
Κατευθείαν.
Κατευθείαν στα βαριά ρε! Αλλά ναι, δηλαδή, όσο με θυμάμαι και στην Αμερική… Τότε, ας πούμε, στη Β’ λυκείου που − θα σου συνεχίσω μετά − τα είδα όλα, πρέπει να γύρισα το μισό Maryland ακούγοντας το «Εν λευκώ». Σε λούπα. Και το «Εν λευκώ» τώρα, όχι κάνα «Μέτρημα» που θα πεις: « Αχ, τι ωραία! Λίγη χαρά», που δεν έχει χαρά. Ούτε το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει», κάτι… Όχι! «Εν λευκώ!» «Τσιγάρα βαριά». «Κοίτα εγώ». Εκεί! Να πονάς ρε! Αλλά…
Βοήθησε.
Βοήθησε πάρα πολύ. Πάρα, πάρα, πάρα , πάρα πολύ. Η μουσική μου έδινε πάντα τη δύναμη που δεν μπορούσα να βρω απ’ αλλού. Και γι’ αυτό ευχαριστώ θερμά τη Νατάσα Μποφίλιου!
Γεια σου Νατάσα!
Ε, ναι. Πάω Αμερική, γίνεται αυτή η συζήτηση μ’ αυτόν τον υπέροχο ειδικευόμενο… Καλά να’ ναι ο άνθρωπος αυτός! Και μπαίνουμε τη δεύτερη φορά μετά τις εξετάσεις σε συμβούλιο και μου λένε οι γιατροί: «Κώστα». Θεέ μου… Και λέω: «Έλα, τι είναι; Πες το». Λέει: «Δεν είναι μόνο στο συκώτι αγάπη». Λέω: «Για πες». Είχα κάνει μετάσταση δίπλα απ’ την καρδιά, δίπλα απ’ τον πνεύμονα, στο λαιμό και 3 εστίες στη σπονδυλική. Τους κοιτάω στα μάτια βαθιά, με κοιτάνε στα μάτια βαθιά, καταλαβαίνουμε ότι εδώ ξεκινάει λίγο δυσκολία… Και μου λένε ότι: «θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με τον όγκο στο συκώτι που μας καίει θα δούμε». Λέω: «Ωραία. Σε απλά ελληνικά τα θέλω εγώ γιατί είμαι Έλληνας και κάπως… Είμαι, θα μου τα πεις στα καλιαρντά. Δε θα μου τα πεις τώρα έτσι». «Πολύ δύσκολο χειρουργείο. Θα χρειαστεί να κάνεις By Pass». By Pass, μπαλονάκι, δηλαδή θα κόψουνε τη φλέβα και θα βάλουνε μπαλονάκι για να συνεχιστεί η ροή, για να μου αφαιρέσουν το κομμάτι που έχει τη βλάβη. Χειρουργείο πολλών ωρών, χειρουργείο πολλών χρημάτων γιατί δεν μπορούσε να γίνει σε αυτό το νοσοκομείο, έπρεπε να μεταφερθώ σε άλλο, σε στρατιωτικό. Δε θα με ‘τρώγαν οι δρόμοι, απέναντι ήταν το άλλο νοσοκομείο, αλλά κάπως ήταν και 100, ώπα, ήταν και 100 χιλιάδες.
Α, ήταν.
Ήταν έτσι ένα γερό ποσό. Μου λένε: «Έχεις λίγο χρόνο να το σκεφτείς» και τους λέω: «Πόσο χρόνο έχω;». Μου λένε: «Κανά διήμερο». Εντάξει. Πάω δύο μέρες μετά, η μάνα μου θεώρησε δεδομένο ότι θα μπω σ’ αυτό το χειρουργείο, εγώ όχι.
Γιατί;
Δεν υπήρχε πιθανότητα να μου επιτρέψω να ζήσω έτσι για το υπόλοιπο της ζωής μου απ’ τα 17 μ[00:40:00]ου. Ήξερα το ότι τα όριά μου ήταν μέχρι εκεί και συνειδητά απάντησα στους γιατρούς ότι: «Δε θα κάνω αυτό το χειρουργείο, στείλτε με στην Ελλάδα να τα κάνω στη χώρα μου». Απλά, λιτά και απέριττα. Δε χρειάστηκε περαιτέρω κουβέντα. Ναι, γιατί καταλάβαινα το ότι θα είμαι δυστυχισμένος. Δηλαδή, αν είχα φτάσει σε όρια, αν τα όρια είχανε μέτρο, τα δικά μου ήταν εκεί και το κατάλαβα. Και μου είπαν το ότι: «Δώσε μας λίγο χρόνο μήπως μπορέσουμε με κάποιον άλλο τρόπο να το αντιμετωπίσουμε». Θέλουν κι αυτοί την πίεσή τους, μην τους βλέπεις έτσι. Θέλουν, θέλουν, να είσαι εκεί πέρα από πάνω... Η μάνα μου έπεσε λίγο να πεθάνει, γιατί κάπως δεν της άρεσε αυτό που άκουσε από μένα, αλλά εγώ ήμουν πολύ ήρεμος και πολύ συνειδητοποιημένος το ότι «εγώ κάπου εδώ τελειώνω, γιατί εγώ θέλω». Όχι το ότι με νίκησε, αλλά το ότι εγώ βάζω την τελεία και αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις στη ζωή σου. Είτε λέγεται καρκίνος, είτε λέγεται δουλειά, είτε λέγεται σχέση, είτε λέγεται φιλία, είτε λέγεται τα πάντα. Το θέμα είναι το που εσύ θα πεις: «Τελείωσε». Θυμάμαι το γιατρό, το χειρουργό να λέει στη μάνα μου… Ρωτάει η μάνα μου: «Γιατρέ εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;», στη θέση του γονέα. Και απαντάει ο γιατρός: «Τουλάχιστον εγώ θα ήξερα ότι έχω προσπαθήσει». Σε φάση με είχανε κι αυτοί ξεγραμμένο. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάναμε αυτήν την κουβέντα για το χειρουργείο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος, αλλά ναι.
Που θα μπορούσες τότε να μπεις μόνο με τη συναίνεση της μαμάς σου…
Όχι.
Ή έπρεπε κι εσύ να −
Όχι, όχι. Είχα κλείσει τα 16. Γι’ αυτούς απ’ τα 16 και μετά έχεις συναίνεση κι εσύ.
Α, οκ, οκ.
Και εφόσον εγώ δεν έχω συναινέσει, δε θα έμπαινα. Λίγες μέρες μετά… Βασικά την ημέρα εκείνη γυρνάω στο ξενοδοχείο. Εκεί το νοσοκομείο είναι ένα τεράστιο campus. Είναι, πώς είναι ο δήμος μας; Αυτό είναι το νοσοκομείο που μέσα έχει παιδική χαρά, σπίτια των γιατρών, ξενοδοχεία, τα κτίρια του νοσοκομείου, πόλη ολόκληρη. Και γυρνάω στο ξενοδοχείο, τώρα το ξενοδοχείο − κράτα το αυτό − είναι 3 λεπτά περπάτημα απ’ το νοσοκομείο. Περπάτημα. Και με πιάνει η ρεσεψιονίστ εκεί και μου λέει: «Κύριε Σκεπαρνιά έχουν έρθει αυτοί οι άνθρωποι, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν». Και λέω: «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι καλέ;». Μου λέει: «Είναι δημοσιογράφοι», από μία πολύ γνωστή εφημερίδα παγκοσμίως. Και λέω: «Ωραία και τι θέλουνε;». Μου λένε: «Θέλουν να σας μιλήσουνε για ό,τι έχει συμβεί κι αυτά». Και λέω: «Σε ποιον καλέ…». Λέω: «Εγώ δε θέλω». Δηλαδή, σε φάση πριν λίγο ανακοίνωσα το ότι πάω να πεθάνω. Τώρα θέλετε να σας μιλήσω κιόλας τα τελευταία μου λόγια; Τι φάση; Σε πληροφορώ ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν φύγανε από την είσοδο του ξενοδοχείου, σε βάρδιες, περίπου 5 μέρες. Δε φεύγανε. Με φυγαδεύανε από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου με βαν για να με πάνε στο νοσοκομείο.
Άντε.
Και λέω: «Παιδιά, η Μαντόνα καλύτερα περνούσε ρε παιδί μου. Τι φάση, τόση δημοσιότητα χωρίς να θέλω αυτή τη στιγμή;» Και πάλι το χιούμορ ήρθε και μ’ έσωσε. Επειδή ο γιατρός μου είναι πολύ διάσημος στο χώρο της ιατρικής και μεγάλο κεφάλι στην ενδοκρινολογία… Γιατί το πρόβλημά μου δεν είναι τόσο ογκολογικό, αλλά πιο πολύ ενδοκρινικό, γιατί είναι στους ενδοκρινείς αδένες. Μπαίνω μια μέρα στο νοσοκομείο, μου λέει: «Τι έμαθα; Σε ψάχνουνε για συνέντευξη;». Άλλος κι αυτός. Του λέω: «Ναι, έμαθα ότι και σένα σε ψάχνουν», γιατί κι αυτόν εκείνη την περίοδο λόγω μίας ανακάλυψής του ζητούσαν οι Έλληνες δημοσιογράφοι συνέντευξη για την Ελλάδα. Και γυρνάω και του λέω: «Ναι, έμαθα ότι και σένα σε ψάχνουν για συνέντευξη όμως», λέει: «Ναι, τι έγινε; Θα μου πάρεις τη δημοσιότητα;» Λέω: «Φαντάσου κι εγώ είμαι ακόμα 17! Τι θα γίνει μεγαλώνοντας. Εσύ έφτασες 50 να σε ζητάνε!» Λίγες μέρες μετά λοιπόν, με καλούν στο νοσοκομείο, μου λένε ότι βρέθηκε ένας τρόπος να μπούμε στο συκώτι, να κάψουμε τον όγκο λαπαροσκοπικά, χωρίς να χρειαστεί όλη η φασαρία και η βαβούρα αυτή. Λέω: «Α, τέλεια! Πάρα πολύ ωραία. Εννοείται μέσα. Τι με ρωτάτε; Υπάρχει περίπτωση να σου πω όχι ας πούμε;». Θα μου πεις με την απάντησή μου την προηγούμενη θα μπορούσα να τους πω όχι, αλλά εκεί ήτανε λίγο πιο ανώδυνα τα πράγματα. Και μου λένε: «Ωραία, θα ξανάρθεις σε ένα μήνα». Λέω: «Τι; Τι; Τι;», γιατί έβγαλα πρεσβυωπία στα αυτιά. Μου λένε: «Ναι, ο γιατρός δεν μπορεί τώρα, γιατί έχει πάρα πολλά ραντεβού. Θα ‘ρθεις σ’ ένα μήνα να το κάνουμε. Λέω: «Δηλαδή, θα πάω στην Ελλάδα απ’ την Ουάσιγκτον, για να ξανάρθω σε ένα μήνα να χειρουργηθώ για να φύγω. Έχετε ιδέα τι πάει να πει Ελλάδα και ελληνικός μισθός; Πάτε καλά ρε; Τι λέτε;». Μου λένε: «Εντάξει, θα δούμε». Αυτό το θα δούμε κράτησε περίπου δύο βδομάδες. Εγώ κοντεύω δίμηνο στην Αμερική. Μπορείς να καταλάβεις πώς είναι τα νεύρα μου; Πιο πριν είχα το θέμα το ότι προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το ότι μόλις έχω πει ναι στο θάνατο. Μετά είχα το θέμα το ότι έπρεπε να δεχτώ ότι πρέπει να είμαι στο περίμενε. Εκεί έφτασα στα μη περαιτέρω. Μου δίνουν ημερομηνία. 7 Μαΐου του 2014. Λέω: «Τι ωραία! Τι ωραία! Χειρουργείο το Μάιο, μια χαρά!». Μετά μου τ’ αλλάζουνε. Μου λένε 14 και τους λέω: «Μαντέψτε». Μου λένε: «Τι;». «7! Δε φτάνει το 14. Δεν έχει υπομονή η ψυχή μου άλλη. Θα γίνει 7». «Μα ο γιατρός…». «Μα δε με νοιάζει! Μα δε με νοιάζει.» Φτάνω 7 Μαΐου όντως να μπω στο χειρουργείο και για να καταλάβεις πώς ήταν τα νεύρα μου πια…
7 Μαΐου όντως −
7 Μαΐου όντως. Δεν είχε… Το καταλάβαινα μέσα μου ότι δεν πήγαινε άλλο. Το σύστημά μου είχε καταρρεύσει, το ψυχολογικό. Και για να καταλάβεις πόσο υπό κατάρρευση ήμουνα, είχαμε αλλάξει τα εισιτήρια, γιατί εγώ ήταν ήδη να ‘χα χειρουργηθεί, να έχω τελειώσει απ’ το νοσοκομείο και να ‘χω φύγει. Και εγώ ήμουν ακόμα εκεί. Οπότε, τα εισιτήρια τα αλλάζαμε συνέχεια. Και με παίρνει ο πατέρας μου, παίρνει τη μητέρα μου ο πατέρας μου που ήταν στην Ελλάδα και της λέει το ότι: «Για να φύγετε 14 πρέπει να πληρώσουμε 2.000 ευρώ. Αν φύγετε 20 − τη μέρα των γενεθλίων μου − δε θα πληρώσουμε τίποτα». Του λέω: «Κλείσ’ τα 14». Μου λέει: «Τι;». Του λέω: «Κλείσ’ τα 14». Μόνο και μόνο που μπήκαμε στη διαδικασία να το συζητήσουμε αυτό 6 Μαΐου, μία μέρα πριν το χειρουργείο, εγώ κατέρρευσα. Δε θυμάμαι τίποτα. Τίποτα. Σηκώθηκα, ενώ μου είχε απαγορευτεί η έξοδος απ’ το νοσοκομείο, γιατί την επόμενη μέρα έμπαινα χειρουργείο και οι δημοσιογράφοι ήταν απ’ έξω κυριλέ… Σηκώθηκα με τις πιτζάμες, βγήκα απ’ το νοσοκομείο, πήγα στο ξενοδοχείο, γιατί μόνο από κει μπορούσα να πάρω υπερατλαντικό ταξίδι, για να πάρω τον πατέρα μου. Δεν ξέρω τι του είπα, δεν ξέρω πώς έφτασα στο ξενοδοχείο, δεν ξέρω πώς γύρισα απ΄το ξενοδοχείο στο νοσοκομείο. Μου είπε η μάνα μου το ότι επιτέθηκα σε νοσηλεύτρια, η οποία με κυνηγούσε για να μου κάνει ηρεμιστική ένεση.
Δεν το θυμάσαι αυτό.
Δεν θυμάμαι τίποτα. Με κυνηγούσαν μέσα στον όροφο για να με πιάσουνε, γιατί ούρλιαζα. Συνέρχομαι, ξυπνάω, βρήκα τη μάνα μου από πάνω μου να με χαϊδεύει και εκεί ήταν που η μάνα μου, μου είπε το ότι: «Επιτέλους! Επιτέλους. Κάπως αντέδρασες». Εννοείται πως μου φέραν ψυχίατρο, γιατί κάπως δεν ήταν πολύ λογική η αντίδραση. Ο ψυχίατρος μου είπε το ότι: «είναι φυσιολογικό, αλλά από εδώ και πέρα θέλει έλεγχο και συζήτηση». Δεν είσαι τόσο δυνατός. Κανένας δεν είναι τόσο δυνατός. Όποιος θεωρήσει τον εαυτό του παντοδύναμο, είναι αυτός που είναι ο πιο αδύναμος απ’ όλους. Ο χειρουργός που με είχε αναλάβει τότε ήταν ένας βαθιά υπέροχος καραγκιόζης, ο οποίος επειδή εγώ είχα γίνει σαν τ’ αρνί, ακούρευτος και αξύριστος, έμπαινε στο θάλαμο για τις συζητήσεις, τα διαδικαστικά κι αυτά και με κορόιδευε που ήμουν αξύριστος και ακούρευτος και είχε μούσια. Την τελευταία μέρα, 6 του μήνα πριν πάθω την κρίση τη μεγάλη, μπαίνει στο θάλαμο και μου λέει: «Πώς είσαι έτσι;». Του λέω: «Γιατί ρε, τι έχω;». Μου λέει: «Εγώ έτσι δε σε χειρουργώ». Του λέω: «Αν δεν ξυριστείς, δε μ’ ακουμπάς». Μπαίνει 7 του μήνα ο τύπος γυαλί! Δεν είχε τρίχα πάνω του ρε! Και μου λέει: «Έλα, έλα, ακούμπησέ με, ακούμπησέ με. Δεν έχω τίποτα. Τώρα μπορώ να σε χειρουργήσω;» Μπαίνουμε να με πάνε στο χειρουργείο κι αυτά και μου δίνουνε μία ρόμπα, τη γνωστή ρόμπα που τα οπίσθια είναι κάπως καμπριολέ. Και πάει να μου δώσει η νοσηλεύτρια τη ρόμπα για να ντυθώ κι από πίσω και της λέω: «Δε χρειάζομαι» και βγαίνω στο διάδρομο έτσι. Είχα λαλήσει. Δεν άντεχα άλλο. Δε με νοιάζει τίποτα. Καμπριολέ; Καμπριολέ! Τι άλλο μπορεί; Τι θα μου πούνε; Γιατί; Γιατί έτσι[00:50:00]! Μπαίνω στο χειρουργείο. Οι Αμερικάνοι έχουν ένα επικό φάρμακο. Νομίζω το ‘χουμε και στην Ελλάδα πια που λέγεται το «φάρμακο της χαράς». Ντρόγκια είναι, μη φανταστείς, που στο δίνουν πριν το χειρουργείο καθαρά για την ψυχολογία σου και καθαρά για να είσαι ήρεμος. Με πιάνει ένα νευρικό γέλιο. Αν με ακούσεις ποτέ με νευρικό γέλιο θα γελάς, θα θες να με βάλεις ξυπνητήρι. Δεν μπορείς να φανταστείς. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να έχουνε, να με ετοιμάζουν, ήμουν ξάπλα, έτοιμος για τη νάρκωση και να ‘χει δακρύσει όλο το χειρουργικό τραπέζι.
Άρα, αυτό δεν ήταν φάρμακο για νάρκωση.
Όχι. Ήτανε για να ηρεμήσω, αλλά εμένα για κάποιο λόγο μου βγήκε γέλιο πολύ. Αλλά πολύ γέλιο και έχει δακρύσει ένα χειρουργικό τραπέζι. Προσπαθούν να με κάνουν ζάφτι… Αυτοί δεν μπορούν με τίποτα. Γελάω χωρίς λόγο, γελάνε και αυτοί με μένα και κάνω ένα «Ουφ» και κοιμάμαι. Νεκρός. Ξυπνάω και επειδή το σύστημά μου όντως είχε καταρρεύσει − δεν το θυμάμαι αυτό που θα σου πω − ξεκινάω και τραβάω τα καλώδια από πάνω μου.
Ενώ είχε τελειώσει το χειρουργείο −
Είχε τελειώσει το χειρουργείο, με είχανε στην ανάνηψη και απλά τραβούσα και ούρλιαζα. Δεν τα θυμάμαι βέβαια αυτά και μου μιλούσανε. Το αστείο στην όλη υπόθεση ποιο είναι; Ότι εγώ απ’ το δεξί αυτί είμαι κουφός. Ναι. Από τότε που γεννήθηκα, δεν ακούω απ’ το δεξί αυτί. Ελαττωματικό με κάνανε. Δεν είχα εργοστασιακό έτσι να με γυρίσουν, τίποτα. Έτσι ήμουν, έτσι με πήραν. Και ερχόντουσαν οι θεοί και μου μιλούσαν σιγά-σιγά απ’ το δεξί αυτί και στα αγγλικά. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να καταλάβω τι μου λένε; Και φωνάζουν τη μεταφράστρια, γιατί θεώρησαν το ότι είναι θέμα γλώσσας και δεν τους καταλαβαίνω. Και κάνει η μεταφράστρια, η οποία να ‘ναι καλά η γυναίκα, της έκοψε γιατί το ήξερε. Κάνει: «Συγγνώμη από ποιο αυτί ακούτε;» και λέει: «Απ’ το δεξί». «Ναι, δε θα γίνει δουλίτσα!». Και έρχεται απ’ το αριστερό, μου μιλάει στα ελληνικά, την ακούω κιόλας που ήταν πάρα πολύ βασικό για να ηρεμήσω και ηρεμώ. Ξυπνάω και έχω πιαστεί ολόκληρος. Δεν μπορώ να κουνηθώ και επιμένει η νοσηλεύτρια ότι είναι απ’ τους πόνους του χειρουργείου. Της λέω: «Καλή μου, το χειρουργείο είναι στα πλευρά. Εμένα έχει πιαστεί η μέση μου. Σήκωσέ με να περπατήσω». Μία, δύο, τρεις, λέω: «Έτσι είσαι;». Και σηκώνομαι μόνος μου. Δε θα ξεχάσω… Ήμουν απέναντι. Επειδή ήμουν το τελευταίο χειρουργείο και πάντα τα τελευταία χειρουργεία τα βάζουν ακριβώς απέναντι από τον γκισέ με ανοιχτή την πόρτα… Ήμουν απέναντι απ’ τον γκισέ, η άλλη ήτανε στον υπολογιστή και με βλέπει όρθιο. Και έτσι όπως είναι, με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια και αρχίζει και ουρλιάζει και τρέχει κατά πάνω μου. Της λέω: «Τώρα λυπάμαι. Σηκώθηκα. Τώρα δε σε χρειάζομαι καλή μου. Μπορείς να πας πίσω στη δουλειά σου». Περπατάω. Γενικά πάντα είχα το θέμα το ότι εγώ θέλω μετά τα χειρουργεία να περπατήσω κατευθείαν, να φάω κατευθείαν. Ένιωθα πάντα το ότι θα γλιτώσω χρόνο απ’ την αποθεραπεία και θα πάω σπίτι μου.
Ενώ απαγορευότανε να σηκωθείς εκείνη τη στιγμή ας πούμε;
Ντάξει… Απαγορευότανε… Θέλανε λίγες παραπάνω ώρες μετά τη νάρκωση, να μη γίνει τόσο μπαμ. Δε με ένοιαζε όμως εμένα τι θέλανε! Και σηκώνομαι, περπατάω, δίνω συνέντευξη, αλλά όχι στην εφημερίδα αυτή που θέλανε. Δίνω σε μια πιο low profile της Ουάσινγκτον μόνο και γυρνάω στην Ελλάδα.
Και από τότε νομίζω το ότι βρήκα τα πατήματά μου, όχι τόσο λόγω της ψυχοθεραπείας, γιατί ξεκίνησα πολύ μετά ψυχοθεραπεία, λόγω του εαυτού μου. Στα 17 μου είχα πλήρη συνείδηση τι μου γινόταν και τα θυμάμαι όλα ένα προς ένα. Μου πήρε πάρα πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό για να βρω τα πατήματά μου, αλλά τα βρήκα. Ήξερα πολύ καλά τι ήθελα, τι έκανα. Σε αυτό το κομμάτι. Δε μιλάω γενικά, γιατί γενικά θα ‘ταν άδικο στα 17 μου να έχω μεγαλώσει τόσο που να ξέρω τα πάντα. Και αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο μου θέμα και είναι ακόμα. Το ότι ήτανε στιγμές που έχανα την παιδικότητά μου, αλλά και πάλι… Δηλαδή, πολλές φορές όπως μιλάμε τώρα, εγώ μπορεί να σου πω το ότι πήγα για χημειοθεραπεία και κάπως λιποθύμησα ή κάτι έγινε και εσύ να θες να μου πεις για τα γκομενικά σου. Είναι άδικο στην ηλικία που ήμουνα να μην έχω θέματα με τα γκομενικά μου, θέματα με το σχολείο ή με τις σχολές, θέματα με τις φιλίες μου, θέματα με τους γονείς μου. Είναι άδικο το θέμα μου να είναι αυτό. Ποτέ δεν ήταν το θέμα μου μόνο αυτό. Ίσα-ίσα που συνήθως τα θέματά μου ήταν όλα τα υπόλοιπα. Από επιλογή!
Από επιλογή, ναι. Το καταλαβαίνω αυτό απ’ τον τρόπο που μιλάς.
Δηλαδή, μου 'λεγαν πολλοί: «Τι σου λέω κι εσένα τώρα ρε Κώστα;». «Τι μου λες; Δεν είσαι εσύ ο περίεργος που έχεις τα γκομενικά σου και είσαι 20 χρονών. Εγώ είμαι ο περίεργος που δεν έχω μόνο αυτά». Και δεν με θεωρώ περίεργο. Θεωρώ το ότι απλά έτυχε να είμαι εγώ. Θα μπορούσε να ‘ναι ο οποιοσδήποτε. Και γιατί να είναι κάποιος άλλος; Δηλαδή, αυτό το «Γιατί σε μένα;» που λέμε πολύ συχνά εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ. Δύο πράγματα δεν κατάλαβα σ’ όλη την ιστορία με τον καρκίνο: Το «Γιατί σε μένα;» και αυτό που λέμε όταν πεθαίνει κάποιος από καρκίνο που ακούω και μου βαράν τα μηνίγγια, το ότι: «έχασε τη μάχη» ; Ποια μάχη; Και το ‘χω ξαναπεί. Όταν εγώ παίρνω τις εξετάσεις μου και είναι καλές δε λέει πουθενά «You win!». Δεν έρχεται με δωράκι. Όχι. Η νίκη μου, η νίκη μου είναι ότι είμαι εδώ και κάνω ό, τι αγαπώ και συνεχίζω να ονειρεύομαι και συνεχίζω να υπάρχω και συνεχίζω να ‘χω ζωή. Άλλωστε, τον θάνατο δεν τον νίκησε ποτέ κανένας. Είτε είσαι υγιής, είτε είσαι ασθενής, με όποιο τρόπο, το θέμα είναι να κερδίσεις τη ζωή σου. Και νομίζω ότι αρκετός κόσμος και που έφυγε από καρκίνο, το κατάφερε αυτό. Βλέπε Φώφη Γεννηματά, βλέπε Δάκη, βλέπε Νίκο Παπάζογλου, βλέπε τόσους ανθρώπους. Βλέπε Σάκη Μπουλά. Τι εννοείς ότι ένας άνθρωπος έχασε; Τι έχασε; Πώς τολμάς να λες ότι ένας άνθρωπος έχασε;
Τι άλλα κλισέ έτσι σε εκνευρίζουνε;
Κλισέ… Το «Μπορείς;». Όταν με ρωτάνε αν μπορώ. Μπορώ να τρελαθώ. «Ναι, μπορώ!» Να τρελαθώ όμως! Το «Υπάρχουν και χειρότερα» που τ’ άκουγα πάρα πολύ, κυρίως μικρότερος. Γιατί έχουμε ένα θέμα και εστιάζουμε πολύ στα χειρότερα, αλλά δεν εστιάζουμε ποτέ στα καλύτερα κι αυτό είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα για της γενιάς μας επίσης. Ότι ναι, υπάρχει και χειρότερο. Πάμε όμως να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να πάει όλο το σύστημα καλύτερα. Απ’ τα κλισέ νομίζω αυτά. Ντάξει βέβαια και το ύφος το «Έλα μωρέ το παιδί» και «Το καημένο!». Δεν είμαι καημένος. Κανείς δεν είναι καημένος. Δεν λυπάμαι ποτέ κανένα. Λυπάμαι τα άτομα που λυπούνται άλλους. Αυτοί ναι, είναι για λύπηση όντως. Αυτοί είναι για λύπηση όντως. Όχι εγώ. Όταν τελείωσα το σχολείο και έφυγα για σπουδές στην Κρήτη, είχα αποφασίσει όλο αυτό το κομμάτι με τον καρκίνο να μείνει κλειστό και να μην μαθευτεί. Δεν ήταν το ότι ντρεπόμουνα. Ήταν το ότι είχα βαρεθεί την ανακύκλωση της συζήτησης αυτής. Βαριόμουνα, γιατί είχανε κι ένα θέμα τα παιδάκια και κάνανε σενάρια μόνα τους. Πώς εμείς όταν μιλάμε μ’ ένα γκομενάκι που δε μας στέλνει και είναι ενεργό, ότι «μιλάει με άλλους, με άλλες και, και, και…» Ωραία. Είναι το ίδιο πράγμα. Κάνεις σενάρια μόνος σου για κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις αν συμβαίνει. Και ο άλλος μπορεί να είναι στον καναπέ τους ας πούμε και απλά να μπαίνει και να σκρολλάρει. Όχι! Εμείς θεωρούμε ότι εκεί! Είναι το ίδιο πράγμα. Εγώ δηλαδή μπορεί… Δηλαδή, λέγαν το ότι: «λόγω του τσιγάρου είχα καρκίνο στον πνεύμονα και ότι από κει ξεκίνησαν όλα». Δεν ήξερε κανένας το τι είχε γίνει πιο πριν. Το ότι εγώ από έναν καναπέ απλά έπαθα ανακοπή και τράβηξα ό,τι τράβηξα και τραβάω ό,τι τραβάω. Οπότε στην Κρήτη πια δεν ήθελα να μαθευτεί. Το ξέρανε 2-3 άνθρωποι ίσα-ίσα γιατί έπρεπε κάποιος να το ξέρει για τη δικιά μου ασφάλεια.
Περίμενε, πριν φτάσεις στα φοιτητικά χρόνια. Γυρνάς στα 17 σου από Ουάσιγκτον και έχει γίνει αυτό το χειρουργείο, το οποίο εσύ ουσιαστικά επέλεξες, να μη γίνει το προηγούμενο βασικά −
Ναι −
Και γλιτώνεις τον κίνδυνο; Αντιμετωπίζονται ξέρω εγώ διάφορες εστίες;
Αντιμετωπίζεται η μία εστία.
Μία εστία.
Στο συκώτι…
Οκ.
Και όλες οι υπόλοιπες ακόμα και σήμερα που μιλάμε είναι μέσα μου. Και από τότε νομίζω, απ’ τα 17 μου… Ψέματα. Και πέρσι είχαμε, το ‘20 βασικά, είχαμε ένα new entry στο μεσοθωράκιο που πάμε με τις θεραπείες και προσπαθούμε με αυτό να μην υπάρξει επιδείνωση. Τα ‘χουμε καταφέρει παραδόξως μέχρι τώρα. Θα δούμε! Ναι, αλλά νομίζω ότι από τότε, απ’ τα 17 μου ήταν αυτό που σου ‘πα. Το ότι ηρέμησαν όλα μέσα μου.
Βρήκες τα πατήματά σου.
Βρήκα τα πατήματά [01:00:00]μου απόλυτα. Σ’ αυτό το θέμα ήξερα το τι συμβαίνει. Διάβασα πολύ γι’ αυτό που μέχρι τότε φοβόμουν να μπω στη διαδικασία να διαβάσω. Είδα την αλήθεια λίγο. Αλλά την αλήθεια μου. Όχι την αλήθεια που θα άκουγα απ’ τους γιατρούς ή απ’ τους γύρω μου. Δηλαδή, πολλές φορές μιλούσα… Γιατί μετά αφού μου συνέβη σε μένα, οι γιατροί θα ήταν πολύ πιο υποψιασμένοι. Οπότε, βρέθηκε και σε άλλα άτομα και αυτά τα άτομα με κάποιο τρόπο με βρίσκανε και μου μιλούσανε. Και δε θέλανε να πουν τη λέξη, τους ήταν πολύ δύσκολο να πουν τη λέξη καρκίνος. Όπως ήταν πολύ δύσκολο και σε ανθρώπους να μιλήσουνε σε μένα και να πουν τη λέξη καρκίνος. Νομίζουν ότι λέγοντας τη λέξη θα τη φέρεις κοντά σου την ασθένεια. Καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος. «Δεν θα ‘ρθει τίποτα κοντά μου», όπως λέει και η Κατερίνα Βρανά!Οπότε, ξεκίνησα να λέω τη λέξη. Ξεκίνησα να προσπαθώ να καταλάβουνε και οι ίδιοι το ότι δεν πεθαίνεις. Ναι, μπορεί να πεθάνεις. Μπορεί. Μέχρι τότε τι θα κάνεις όμως; Θα σταυρώσεις τα χέρια και θα ξαπλώσεις στο κρεβάτι μέχρι να; Αυτό φανταζόσουν για τη ζωή σου ρε φίλε; Όχι. Πλέον δηλαδή… Νοσώ 17 χρόνια. Πιο πολλά χρόνια νοσώ, παρά ζω, αν το καλοσκεφτείς δηλαδή. Δε θυμάμαι πώς είναι να μην έχω καρκίνο, να μην πηγαίνω μια φορά το μήνα για θεραπείες, να μην έχω τις εξετάσεις μου. Δεν ξέρω πώς είναι η ζωή χωρίς αυτό. Οριακά αν μου πουν αύριο μεθαύριο ότι είμαι καλά, δε θα ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Μια χαρά είναι τώρα! Οπότε, ναι. Έμαθα να ζω. Είμαι αυτό.
Και στα φοιτητικά χρόνια περνάς ιατρική…
Περνάω ιατρική.
Αυτό;
Αυτό ήρθε πολύ πηγαία. Δηλαδή, ναι. Πέρασες ιατρική. Cool! Πάμε! Δεν ξέραν τίποτα, κανένας. 2-3 φίλοι και η τότε σχέση μου. Ώσπου στο τρίτο έτος, είχα βαρεθεί να μην μπορώ να πω ότι πονάω. Που αυτό ήταν η ροή της ζωής μου. Δεν ήταν κάτι που μου άλλαζε τη ζωή, αλλά ήμουν εγώ. Έκρυβα εμένα.
Πάντα πονούσες και πονάς −
Πάντα πονάω. Δηλαδή, θα υπάρξουν φάσεις που θα ‘μαι: «Ντάξει, αφήστε με σήμερα. Δεν είμαι για πολλά». Ναι. Και το ‘κρυβα. Έκρυβα εμένα. Έκρυβα την ταυτότητά μου. Κι εκεί κατάλαβα το πόσο ταμπού… Είναι ταμπού! Φίλε είναι ταμπού! Δεν είναι ταμπού να πεις ότι είσαι ομοφυλόφιλος μόνο ή το ότι είσαι μετανάστης, που έχω ακούσει και να κρύβουν το ότι είναι από άλλη χώρα. Ή το να είσαι οροθετικός. Είναι ταμπού και ο καρκίνος. Είναι 2022, ντρέπεσαι να πεις το ότι έχεις καρκίνο! Είναι ακραία κακό αυτό το πράγμα. Τρίτο έτος λοιπόν, την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου, 15 Φεβρουαρίου, ανεβάζω το πρώτο μου εξώφυλλο. Ανεβάζω την πρώτη μου συνέντευξη, τη φωτογραφία και γράφω ένα υπέροχο κείμενο. Εκείνη την ημέρα έδινα μάθημα στο πανεπιστήμιο. Δεν πήγα ποτέ γιατί ήξερα το τι γίνεται. Και επειδή οι φίλοι μου που ξέρανε, μου στέλνανε… Οι φίλοι μου που ξέραν προφανώς ήταν τα παιδιά που όλοι οι υπόλοιποι βλέπαν πιο κοντά μου. Άρα, όλοι απευθυνόντουσαν σ’ αυτούς. Το ότι: «Τι είναι αυτό που ανέβασε ο Κώστας;» και «Γιατί το ανέβασε αυτό ο Κώστας;» και «Αλήθεια λέει;» και λέω: «Όχι ρε παιδιά. Το ανέβασα για να γελάσουμε λίγο». Και κανένας δεν έστειλε κατευθείαν σε μένα για να με ρωτήσει. Όσοι μου στείλανε ήτανε για να… μηνύματα συμπαράστασης και το ότι: «Ευχαριστούμε που μίλησες». Κανένας δε με ρώτησε όμως τι συμβαίνει. Ντρεπόντουσαν. Εγώ όμως είχα απομυθοποιήσει τόσο την κατάσταση και μετά από αυτό ένιωσα τόσο ελεύθερος που δε μ’ ένοιαζε ό,τι… Δηλαδή, και τώρα να ‘ρθει ένας να με πιάσει, να με ρωτήσει: «Τι λες;», να είναι εδώ και να μας κρυφακούει και «θέλω να ακούσω τι συμβαίνει», θα κάτσω να του πω. Γιατί ο μόνος τρόπος − και αυτό το είχε πει πολύ ωραία ένας άνθρωπος που θαυμάζω πάρα πολύ, ηθοποιός − ο μόνος τρόπος για να νικήσεις το ταμπού, είναι να μιλάς πολύ γι’ αυτό. Γι’ αυτό όταν μου έστειλες είπα: «εννοείται, ναι!». Και αυτό το έχω υιοθετήσει από αυτόν τον άνθρωπο, τον Αντίνοο Αλμπάνη, ότι: «όσο μιλάς και ξαναμιλάς για αυτό, θα μιλάς μέχρι να πάψει να ‘ναι ταμπού». Και ας μαλλιάσει η γλώσσα σου και ας σε θεωρήσουνε γραφικό και ας, και ας, και ας. Δε με νοιάζει. Όσο βλέπω βλέμματα ανθρώπων για μένα να με θεωρούνε καμένο χαρτί ή να θεωρούν άλλους ανθρώπους που είναι σε χειρότερη μοίρα − λόγω αυτής της ασθένειας − από μένα καμένα χαρτιά, θα μιλάω γι’ αυτό μέχρι να μου αφαιρέσουν τη γλώσσα! Δε με νοιάζει! Οπότε, εκείνη τη χρονιά ήταν η πρώτη φορά που επιτέλους δεν είχα να κρύψω τίποτα από κανέναν. Από κανέναν όμως! Ήμουν πάρα πολύ ανοιχτός. Είμαι πάρα πολύ υπέρ του black humor, το οποίο βέβαια έχει να κάνει πάρα πολύ με το αν είσαι έτοιμος να το δεχτείς και να το κάνεις. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι και είναι οκ να μην είσαι έτοιμος, αλλά δεν μπορείς να κρίνεις εμένα που για εμένα είμαι έτοιμος να κάνω black humor. Δηλαδή, στην αρχή τότε στην παρέα μου στην Κρήτη ήτανε πολύ μαγκωμένοι. Δηλαδή, θυμάμαι το ότι ανέβασα το post εκείνο 11 η ώρα το πρωί. Μέχρι τις 11, επειδή ήταν προτελευταία μέρα εξεταστικής, μιλούσαμε για σημειώσεις και, και, και, σ’ όλες τις ομαδικές. Με το που ανεβάζω το post… Σιγή! Δε μιλούσε κανένας! Σε καμία ομαδική! Βέβαια τα inbox τα προσωπικά είχαν πάρει φωτιά, αλλά όχι σε μένα! Τα μεταξύ τους. Και μετά από κάνα δίωρο, τρίωρο, λίγο να κάτσει ιδέα, αρχίζω εγώ και στέλνω στις ομαδικές: «Γειααα. Τι λέει; Πώς είστε ψυχουλίνια μου; Πώς πάει η ζωούλα;». Και λίγες μέρες μετά…
Τους ξεκλείδωσες.
Τους ξεκλείδωσα, ναι, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Ήμασταν στο τραπέζι, ήμασταν για κρασιά και γυρνάει και μου κάνει μία κοπέλα: «Ρε Κώστα, πολύ καπνίζεις». Και με μία φυσικότητα γυρνάω και της κάνω: «Τι φοβάσαι; Μην πάθω καρκίνο; Δηλαδή, τι φοβάσαι ακριβώς;». Και κάπως έτσι προσπάθησα να μεταδώσω στα παιδιά το ότι: «Ναι! It’s black humor και it’s ok». Γιατί είναι χιούμορ και ξέρω και ξέρουν το ότι δεν το λέω, ούτε το λένε κακοπροαίρετα. Και ίσως αυτό βοηθήσει να μάθουμε λίγο να λέμε τη λέξη. Όταν ας πούμε έκανα μία θεραπεία στην οποία δεν μπορούσα − πρόσφατα, όσο ήμουν φοιτητής − δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, ερχόντουσαν να με δουν τα παιδιά στο σπίτι, γιατί εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Και μια μέρα μου παίρνουν… Εγώ γενικά έχω ένα θέμα με τον καφέ μου ρε παιδί μου. Δεν θα μου τον πάρεις απ’ τα χέρια μέχρι να πιω και την τελευταία γουλιά. Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, δε θα βρει ο παπάς να θάψει. Και είναι ο κολλητός μου, παίρνει τον καφέ και πάει στο σαλόνι. Και του λέω: «Φέρε μου τον καφέ…» και μου λέει: «Αλλιώς τι; Θα σηκωθείς πάνω;». Αλλά ήταν… Είναι μαγεία ρε φίλε! Είναι μαγεία το να ξέρεις το ότι τα λες, αλλά δεν υπάρχει πίσω σκέψη και δεν υπάρχει κάτι κακό σ’ αυτό. Ίσα-ίσα σε βοηθάει να αντιληφθείς την κατάσταση και it’s fine! Από κει και πέρα πια δεν μ’ ένοιαζε. Ήταν η ζωή μου. «Κώστα, θα πάμε για καφέ;». «Ρε συ, θα πάω να κάνω θεραπεία. Κατεβείτε και θα ‘ρθω να σας βρω μετά». Αυτό είναι. Ή τώρα που είμαι στη δραματική σχολή: «Κώστα, ξεκινάμε κίνηση, θα κάνουμε αυτές τις ασκήσεις…». «Παιδιά, κάπως έχω λίγο καρκίνο σήμερα, δε θα μπορέσω. Μετά. Αύριο. Θα είμαι εντάξει αύριο, να κάνω ό,τι θέλετε». Και it’s fine.
Είναι η ταυτότητά σου. Είναι αυτό που είπες. Πολύ ωραίο που το βάζεις ως μέρος της ταυτότητας.
Δεν είναι άλλη ζωή. Δεν ζω δύο ζωές. Ζω μία. Απλά η μία έχει ενσωματωθεί στην άλλη. Όπως οι διαβητικοί. Ε, ναι. Πρέπει να κάνουν την ένεσή τους. Τι να κάνουμε τώρα; Θα κάνουν την ένεσή τους και θα συνεχίσουν να ζουν κανονικότατα. Φεύγοντας απ’ την Κρήτη είχα πάρει πλέον απόφαση το ότι: «κούκλε, αν δεν δώσεις σε δραματική σχολή, κάπως η ζωή σου δε θα είναι το ίδιο όσο θα είναι σα γιατρός» και νομίζω το ότι και ο καρκίνος έπαιξε ρόλο στο ότι είμαι 20… Τότε που το πήρα απόφαση ήμουν 23. «Έχεις φτάσει 23 χρονών. Είναι πολύ άδικο να φτάσεις κάπου με απωθημένα» και εννοείται πως κάπου εκεί ξεκίνησε και η ψυχοθεραπεία πια. Ξεκίνησε η ψυχοθεραπεία! Και… και όντως με την ψυχοθεραπεία ανακάλυψα πολλά κομμάτια μου που ‘χα χάσει. Πάρα πολλά κομμάτια μου. Αρχικά, το ότι θεωρούσα δεδομένο ό,τι μου ‘χει συμβεί. Θεωρούσα δεδομένο ότι… Ουσιαστικά δεν κοιτούσα πίσω ποτέ. Θεωρού[01:10:00]σα δεδομένο ότι μπορεί να μου έχει συμβεί ό, τι μου έχει συμβεί, είχα φτάσει λίγο στο άλλο άκρο, το ότι: «Πάμε! Πάμε, το ‘χουμε. Τι; Ναι, θα γίνει κι αυτό. Όλα θα γίνουν. Πάμε». Δεν είχα στοπ και στην αποτυχία − που εννοείται, δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς αποτυχία − έπεφτα. Δεν κοιτούσα πίσω. Ήταν όλα πολύ δεδομένα στο μυαλό μου. Δεν είναι. Κάνει καλό να γυρνάς και να βλέπεις τι έχεις καταφέρει. Πολύ καλό. Και είναι και ένα πολύ μεγάλο κίνητρο για να συνεχίσεις. Όταν ξεκίνησα λοιπόν να κοιτάω πίσω, κατάλαβα ότι υπάρχουν πράγματα στη ζωή μου που δεν έχω κάνει και τα οφείλω στον εαυτό μου. Παίρνω την απόφαση να δώσω σε δραματικές σχολές, δίνω, περνάω και στην δραματική σχολή στην αρχή πάλι το ‘κρυβα. Αλλά το ‘κρυβα γιατί δεν είχα λόγο να το πω πια. Εννοώ το ότι τα social μου είναι γεμάτα με αναρτήσεις μου πάνω στο κομμάτι αυτό, ήξερα πάρα πολύ καλά ποιος είμαι, δε θα πάω να συστηθώ σε κάποιον: «Κώστας, έχω καρκίνο, είμαι 25 χρονών και έχω καρκίνο». Όπως δε θεωρώ… Αυτό δηλαδή που λέμε πολλές φορές για το coming out, να κάνω coming out, να κάνεις coming out, να μιλήσει κάποιος γιατί; Σε φάση : «Είμαι ο Γιώργος και είμαι gay»; Δεν ξέρω.
Και δε χρειάζεται συνέχεια το coming out, αν το ‘χεις κάνει μία φορά, το ‘χεις κάνει σοβαρά και είσαι καλά με τον εαυτό σου…
Το coming out ή την αποδοχή του εαυτού σου… Γιατί coming out για μένα δεν είναι μόνο το να αποδεχτείς τη σεξουαλικότητά σου, είναι όλα τα κομμάτια της ζωής σου, ότι: «έχω διπολική, ότι είμαι καρκινοπαθής, ότι είμαι οροθετικός». Όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις πρώτα σε σένα. Αυτό είναι το ισχυρό coming out. Βέβαια ζούμε σε μια κοινωνία της Ελλάδας που πρέπει να τα λέμε και να τα ξαναλέμε τα πράγματα για να κάτσουνε. Αλλά αν πάρουμε εμείς τους εαυτούς μας και θεωρήσουμε τους εαυτούς μας διαφορετικούς, θα μας αντιμετωπίζουν όλοι διαφορετικούς, σαν διαφορετικούς και δεν είναι τίποτα και κανείς διαφορετικός. Τίποτα και κανείς δεν είναι πιο σημαντικός από τον άλλο. Οπότε, μπαίνοντας στη δραματική δεν θεώρησα το ότι πρέπει να πω το ότι: «Α! Έχω καρκίνο». Το μάθανε. Κάποιοι το μάθαν πιο νωρίς απ’ τους συμμαθητές μου, από τους συμφοιτητές μου. Κάποιοι άλλοι το μάθαν την Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου που πάλι έκανα ανάρτηση, αλλά η ροή ήτανε τόσο ίδια γιατί βλέπανε και μένα. Έχει πολύ μεγάλο ρόλο το πώς το αντιμετωπίζει ο ίδιος ο ασθενής, αν μπορεί να θεωρηθεί ασθενής. Αν ο κάθε καρκινοπαθής αντιμετώπιζε τον εαυτό του σαν ισχυρή προσωπικότητα και όχι σαν κάτι αδύναμο, δε θα μπορούσε να του πει τίποτα κανείς. Αλλά αυτό ξεκινάει απ’ την κοινωνία. Όλα ξεκινάνε απ’ την κοινωνία. Εγώ είχα τη δύναμη − μάλλον δύναμη, δεν ξέρω − να πω το ότι είμαι εδώ. Κάποιος άλλος καρκινοπαθής μπορεί να μην την έχει και εδώ έρχεται η κοινωνία. Τι θα κάνει η κοινωνία γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Για έναν άνθρωπο ας πούμε που είναι σε καροτσάκι που εγώ το έζησα. Δεν είχα πρόσβαση πουθενά και ευτυχώς το έζησα για 3 μήνες. Άλλοι άνθρωποι το ζουν για όλη τους τη ζωή. Πώς γίνεται η κοινωνία να μην στηρίζει τα άτομα που πραγματικά πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι διαφορετικός. Αυτό δεν ξεκινάει ατομικά, αλλά συλλογικά. Πώς γίνεται να το αποδείξεις αυτό το πράγμα; Άνοιξε τα μυαλά. Μίλα. Μίλα ξανά. Μίλα συνέχεια. Κάνε ημερίδες. Κάνε συνέδρια. Άνοιξε τη συζήτηση στο διαδίκτυο. Το διαδίκτυο έχει τεράστια δύναμη. Χρησιμοποίησέ την σωστά. Βρες τρόπους, σαν Πολιτεία πρώτα απ’ όλα, να είσαι δίπλα αλλά όχι με λόγια. Με λόγια, έχω να σου πω εγώ… Θέλω την Πολιτεία και την κοινωνία να αποδείξει το ότι κανένας δεν είναι διαφορετικός απ’ τον άλλο. Μέχρι τότε ναι, είναι δουλειά σε μας που κάπως το ‘χουμε αλλιώς στο μυαλό μας από άλλους ανθρώπους που είναι ίδιοι με μας, ναι. Να τα λέμε και να τα ξαναλέμε και να μιλάμε συνέχεια και δεν πειράζει και όποιος κουραστεί να μην μας ξανακούσει. Δε θα πάθει τίποτα. Ούτε εγώ θα πάθω. Αν ένας άνθρωπος μ’ ακούσει, ένας, δηλαδή, την πρώτη φορά που το ανέβασα και το ‘πα δημόσια, είχα πει κάτι το οποίο το πιστεύω και θα το πιστεύω για πάντα: « ένας άνθρωπος να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του με αυτό που θα διαβάσει, για μένα είναι κατόρθωμα». Γιατί απ’ τον έναν πάει αλυσίδα σε άλλον και μόνο έτσι θα αλλάξει η κοινωνία. Αυτά νομίζω.
Οπότε έχεις δει και… Φαντάζομαι υπάρχει διαφορά στη ζωή σου απ’ αυτό που έλεγες πριν από τα βλέμματα των άλλων, τότε και τώρα. Απλά ίσως τώρα να έχεις κάνει εσύ περισσότερη δουλειά. Δεν ξέρω, να… Που το αποδίδεις αυτό; Στην κοινωνία; Σε σένα; Μαζί; Έχει προχωρήσει δηλαδή και η κοινωνία εν τέλει;
Η κοινωνία έχει προχωρήσει γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Αν ήταν στο χέρι της κοινωνίας και της Πολιτείας θα ήμασταν ακόμα στο 1860. Δεν έχει άλλη επιλογή όμως, δυστυχώς. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ευτυχώς για μας. Η κοινωνία ναι, έχει προχωρήσει το πιστεύω, όχι στα βήματα που θα ‘πρεπε, αλλά ναι. Τα βλέμματα των άλλων, αρχικά παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το ότι ακούω πολύ συχνά το ότι: «Δε σου φαίνεται το ότι έχεις καρκίνο». Α, αλήθεια; Δηλαδή πώς θα ‘πρεπε να ‘μαι; Έπρεπε να μην έχω μαλλιά; Που δεν έχω, αλλά δεν έχω από επιλογή! Θα ‘πρεπε να μην έχω μαλλιά, να μην έχω φρύδια, να είμαι σα «λείψανο» − γιατί αυτή είναι η εικόνα ενός ασθενή που βρίσκεται σε χημειοθεραπεία ή χημειοθεραπευτική κάλυψη − να μη βγαίνω απ’ το σπίτι μου και να ‘μαι δυστυχισμένος. Αν αυτό θεωρείται το ότι είναι καρκίνος, είμαστε πολλά βήματα πίσω. Όχι, δε μου φαίνεται, γιατί έχω αποφασίσει να μην μου φαίνεται. Όχι, δε μου φαίνεται γιατί έχω αποφασίσει το ότι έχω μία ζωή που θέλω να τη ζήσω, γιατί στην τελική αυτή τη ζωή πάλεψα για να την έχω. Έφτασα στην άλλη όχθη, στην αντίπερα και γύρισα κι αν χρειαστεί θα το ξανακάνω. Για να ‘ρθεις εσύ να μου πεις το ότι δεν μοιάζω να έχω καρκίνο, δε μου φαίνεται;
Σαν κομπλιμέντο κιόλας.
Ναι! Ότι σε φάση: «Ρε συ μπράβο που δε σου φαίνεται που έχεις καρκίνο!». Λέω: «Ψυχούλα μου! Εσένα σου φαίνεται όμως ότι είσαι καραγκιόζης! Κατάλαβες;».
Να σου πω, τώρα σε αυτή την ηλικία και μετά από 17 χρόνια όπως είπες, ποια είναι η σχέση σου με τη σκέψη του θανάτου;
Δε φοβάμαι το θάνατο. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα το θάνατο. Το να πεθάνω εγώ δε με αφορά.
Αλήθεια;
Με αφορά το να μην πεθάνουν οι άλλοι. Κατάλαβες; Το κλασικό. Σ’ αυτό δεν αλλάζει. Φοβάσαι εσύ το θάνατό σου; Αλήθεια; Δεν φοβάμαι μην πεθάνω. Πολλές φορές έχω πει ότι μπορεί να έχω τραβήξει εγώ ό, τι έχω τραβήξει, αλλά όταν είμαι στο χειρουργείο εγώ κοιμάμαι. Κάποιος άλλος είναι απ’ έξω. Στη θέση του άλλου είναι ουσιαστικά η θέση ενός ανθρώπου, η απώλεια. Αυτός ζει την απώλεια, όχι εγώ. Ή ας πούμε ο αδερφός μου στα 12 του ξύπνησε ένα πρωί και βρήκε τον αδερφό του νεκρό στον καναπέ με ανακοπή καρδιάς. Σε αυτό το παιδί τι θα πεις; Για πες μου εσύ. Έχω δικαίωμα εγώ να φοβηθώ το θάνατό μου; ‘Εχω, αλλά δεν το θέλω.
Είναι στάση.
Είναι στάση, δεν… Βαριέμαι να φοβηθώ το θάνατο. Είναι πολύ βαρετό πράγμα να φοβάσαι τον θάνατο. Είναι βαρετό να φοβάσαι κάτι που δεν μπορείς να νικήσεις.
Τέλειο.
Θα πεθάνουμε όλοι. Είναι δεδομένο. Το ‘χει πει και ο Στέφανος Χίος. Από μένα περιμένετε; Θα πεθάνουμε όλοι! Δεν έχει νόημα να φοβάσαι κάτι που θα συμβεί. Θα γεράσουμε όλοι. Αυτή είναι η ζωή. Ναι, εγώ μπορεί να φύγω πιο νωρίς απ’ τους άλλους. Και εδώ έρχεται το ότι: «Ωραία. Και φεύγω πιο νωρίς. Τι θα ‘χω κάνει αν ζω μες στο φόβο και την αγωνία να βγάλω άλλη μια μέρα; Τι θα ‘χω καταφέρει; Τι θα μου ‘χει δώσει αυτή η ζωή;»
Τώρα με τον κορονοϊό δεν φοβήθηκες;
Στην αρχή φοβήθηκα, αλλά μετά από ένα σημείο βαρέθηκα να φοβάμαι πάλι. Δηλαδή, ωραία φοβάμαι. Ωραία. Και θα κολλήσω. Ωραία. Θα διασωληνωθώ. Ωραία. Θα πεθάνω. Ωραία, τι θα κάνουμε τώρα; Θα ζούμε με ένα φόβο μήπως και τυχόν κολλήσουμε; Ε, δε γίνεται! Και δεν έχω κολλήσει ακόμα. Φαντάσου. Όλους θα σας θάψω! Αλλά ναι, φοβήθηκα, το βίωσα, το ξεπέρασα[01:20:00], όπως όλα τα πράγματα. Έχουνε μία ροή. Έχουνε το πένθος, έχουν τη συνειδητοποίηση, έχουνε τη στενοχώρια, έχουν τα νεύρα. Αν όμως δεν τα ζήσεις αυτά, αν δεν τα περάσεις τα στάδια, είναι μισή απόλαυση φίλε. Είναι μισή απόλαυση τα πάντα.
Ναι όχι, φαίνεται να τα ζεις όλα, απωθημένα να μην έχεις…
Έχω, αλλά δεν είναι για εδώ. Έχω απωθημένα, αλλά το θέμα είναι να παλεύεις… Δεν παλεύω να ζήσω. Παλεύω να ζήσω όπως θέλω. Θέλω να ζήσω όπως θέλω, να εκπληρώσω τις επιθυμίες μου και όταν με το καλό φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, να ξέρω ότι είμαι πλήρης. Και είναι πολύ άδικο − και το λέω με όση συνείδηση έχω μέσα μου − άνθρωποι που, ευτυχώς, δεν ξέρουν τι πάει να πει φτάνω κοντά στο θάνατο να μην αντιλαμβάνονται τι δώρο έχουν στα χέρια τους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει − όχι πρέπει − οφείλουνε να ζήσουνε. Όλοι έχουμε έρθει σε αυτόν τον κόσμο για ένα σκοπό, εκτός απ’ τους φασίστες που δεν έχουν έρθει για κανένα σκοπό. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι έχουν έρθει για ένα σκοπό σ’ αυτή τη γη. Αν δεν πάρεις χαμπάρι το ότι ο σκοπός δεν θα ‘ρθει μόνος του έτσι από τον ουρανό, τι ωραία, πρέπει να κάνεις κάτι εσύ γι’ αυτό, είσαι πιο νεκρός από έναν άνθρωπο που απλά νοσεί από κάτι. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, να μην έχεις όνειρα, να μην έχεις στόχους, να μην έχεις απωθημένα και επιθυμίες, να μην είσαι ζωντανός, να μη βράζεις. Και αυτό δεν έχει ούτε ηλικία, ούτε τίποτα. Αυτό ξεκινάει απ’ τη στιγμή που θα γεννηθείς μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνεις. Και νομίζω το ότι αυτός είναι ο στόχος ο δικός μου και εύχομαι πολύ κόσμου ακόμα.
Τι ωραία.
Ναι, θα δούμε.
Εγώ δεν έχω αν σε ρωτήσω κάτι άλλο γιατί με υπερκάλυψες. Το θέμα είναι εσύ αν θέλεις να μοιραστείς κάτι ακόμη, να με ρωτήσεις, να σε ρωτήσω, να πεις. Ό, τι θέλεις.
Να σε ρωτήσω εγώ δεν έχω κάτι. Ό, τι θες εσύ με ρωτάς και το ξέρεις. Έχεις το ελεύθερο, το απόλυτο. Να μοιραστώ κάτι…
Κάτι που σε στιγμάτισε, κάτι που σε εκνεύρισε, σε έκανε να γελάσεις σ’ όλη αυτήν την πορεία. Δεν ξέρω. Άπειρα μπορεί να υπάρχουν.
Υπάρχουν πραγματικά τόσα πολλά πράγματα που έχουνε συμβεί τα 17 αυτά χρόνια που πολλές φορές ρωτάω τη μάνα μου, της λέω: «Ρε, θυμάσαι τι έγινε τότε;». Μου λέει: «Τότε που αυτό κι εκεί…», «Α, ναι ρε!». Παθαίνω κάτι τέτοια. Δηλαδή, δεν… Έχω τόσες αναμνήσεις απ’ τα χρόνια στο νοσοκομείο που έμενα μέσα στο νοσοκομείο, από το όταν πήγαινα… Δηλαδή, έχω φτάσει νοσηλεύτρια στον Ευαγγελισμό να θέλει να παραιτηθεί. Επειδή δεν είμαι πολύ καλά κι εγώ το παιδί, είμαι λίγο τρελό και επειδή και οι φίλοι μου είναι ακόμα πιο τρελοί από μένα, ερχόντουσαν μες στο θάλαμο και κάναμε πανηγύρια. Ενοχλούσαμε τον κό… Ήμασταν κακοί άνθρωποι δηλαδή για τους γύρω μας! Για μας ήμασταν μια χαρά. Έχει φτάσει νοσηλεύτρια να θέλει να παραιτηθεί και να μου λέει: «Θέλω να φύγεις από το νοσοκομείο». Μου το ‘λεγε με πάρα πολύ ηρεμία μέσα της. Δεν άντεχε άλλο. «Θέλω να φύγεις απ’ το νοσοκομείο. Δεν αντέχω».
Ωραία πέρα απ’ αυτό που φαντάζομαι το λες και για αστεία… Η εμπειρία σου στα ελληνικά νοσοκομεία;
Ναι. Καλή ήτανε. Όχι! Το πιο πρόσφατο που έχω να θυμάμαι… Δε θα πω ονόματα για το καλό τους, αν και θα ‘πρεπε. Όταν είχα κάνει μία αξονική, όταν πήρα τα αποτελέσματα, η αξονική δεν ανέφερε πουθενά τίποτα και πάω στη γραμματεία και τους λέω: «Γεια! Εδώ λέει ότι είμαι υγιής». Μιλώντας με τη γιατρό μου και απ’ τη λίγη ιατρική που ήξερα, ξέρω το ότι αυτό δε γίνεται. Θέλω! Αλλά δε γίνεται! «Οπότε, μήπως να μιλήσουμε λίγο με τη γιατρό;». Μου λέει: «Καλά αντί να χαρείτε που είστε καλά…». Της λέω: «Καλή μου κοπέλα, πώς να χαρώ με κάτι ψεύτικο;». Κου μου λέει: «Ωραία, ελάτε αύριο» ξέρω ‘γω. Μπαίνω εγώ μέσα την επόμενη μέρα και είναι αυτό που σου έχω πει. Είμαι πάρα πολύ ευγενικός μέχρι να δω την αγένεια. Άπαξ και είδα την αγένεια έχουμε πρόβλημα. Μπαίνω μέσα πολύ ευγενικός στην αρχή και της κάνω: «Γεια σας, τι κάνετε, κι αυτά, είμαι φοιτητής, θα ήθελα να συζητήσουμε λίγο το πόρισμα. Έκανα την αξονική πρόσφατα και δείχνει το ότι είμαι υγιής». Μου λέει: «Ναι και τι θέλετε να σας πω;». Της λέω: «Αν είδατε τις προηγούμενες εξετάσεις, έχω κάποιες εστίες, έχω κάποιες εστίες. Κάπως δε γίνεται πολύ με τις μεταστάσεις αυτές να μην φαίνονται πουθενά». Μου λέει: «Ίσως γιατί αυτές οι εστίες δεν έγκειται στην αξονική τομογραφία». Της λέω: «Δηλαδή, ο πνεύμονας που ξέρετε το ότι υπάρχει βλάβη και φαίνεται να μην έχω τίποτα, δεν έγκειται; Η σπονδυλική στήλη δεν έγκειται;». Της λέω: «Και στα προηγούμενα πορίσματα απ’ την απλή λογική, κάπως το λένε τα προηγούμενα πορίσματα. Εσείς γιατί όχι;». Και μου λέει: «Αρχικά, μιλάτε μου καλύτερα». Γιατί ξεκίνησα κι εγώ την ειρωνεία − τι να κάνω, άνθρωπος είμαι −και μου λέει: «Μιλάτε μου καλύτερα, μην ξεχνάτε ότι είμαι με 17 χρόνια εμπειρία». Της λέω: «Συγχαρητήρια, αλλά δε σας φαίνονται». Με κοιτάει και αρχίζει: «Περάστε έξω!». Της κάνω: «Κυρία τάδε μου, ξέρετε το ότι αν περάσω έξω θα ξανάρθω και δε θα ‘ρθω μόνος μου. Οπότε, σας παρακαλώ, ελάτε λίγο να το συζητήσουμε» και αρχίζω εγώ και φωνάζω. Της λέω: «Το γνωρίζετε ότι αν ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχα ιδέα το τι γίνεται με την υγεία μου θα έπαιρνα αυτό το πόρισμα, θα πήγαινα σπίτι μου, θα ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος που είμαι υγιής και απλά θα πέθαινα κάποια μέρα χωρίς να καταλάβω γιατί; Έχετε ιδέα τι σημαίνει αυτό στο χώρο που εργάζεστε;». Μου λέει: «Γιατί έχετε εσείς;». Της λέω: «Επειδή ξέχασα να σας το αναφέρω, σπουδάζω ιατρική, γνωρίζω πάρα πολύ καλά και επειδή έχω περάσει τα μαθήματα που έγκειται στην ειδικότητά σας, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι το ένα πόρισμα κάπως με το άλλο συσχετίζονται και συγκρίνονται, κάτι το οποίο προφανώς δεν έγινε. Μου λέει: «Μα εγώ θυμάμαι τα cd, απ’ την Αμερική − γιατί τους είχα πάει τις εξετάσεις μου − αλλά δεν μας είχατε φέρει την αξονική. Και λέω, επειδή είχα πάει και τους την είχα πάει την αξονική, ανέβηκα δύο φορές στο ενδοκρινολογικό για να κατεβάσω τα cd και τα πορίσματα και της λέω: «κατέβηκα», της είπα όλο το σκηνικό και της είπα και με ποιον ειδικευόμενο έχω μιλήσει και ποιος ήταν. Και… Της λέω ρε παιδί μου: «Ήταν ο συγκεκριμένος ειδικευόμενος…», της είπα όλη την ιστορία και της λέω: «Το γνωρίζετε πάρα πολύ καλά το ότι εγώ με αυτό το πόρισμα μπορώ να πάω στον εισαγγελέα;». Και ξεκινάει και φωνάζει και αυτή και ωρύεται και μπαίνει μέσα ένας γιατρός. Και κάνει: «Παιδιά τι γίνεται; Ακούγεστε μέχρι έξω». Και του λέω: «Αν δε βρω το δίκιο μου μπορώ να ακουστώ και μέχρι το άλλο νοσοκομείο. Δεν έχω κανένα πρόβλημα, να δεις κάτι πλάκες!». Και μου λέει: «Ωραία, τι θες; Τι θες; Πες μου τι θες!». Της λέω: «Θέλω το πόρισμα όπως θα ‘πρεπε να είναι». Μου λέει: «Ωραία, ελάτε τη Δευτέρα» και της λέω: «Όχι, θα ‘ρθω την Παρασκευή, − ήταν Τετάρτη − την Παρασκευή να το ‘χω». Γιατί είναι μία διαδικασία για μία ειδική εξέταση που θα πρέπει να ‘χω αυτό το πόρισμα και έπρεπε να καταθέσω τα χαρτιά. «Ναι, έλα τη Δευτέρα». Της λέω: «Όχι, θα ‘ρθω την Παρασκευή και να το ‘χω». Και όντως την Παρασκευή πήγα, μου το ‘χε έτοιμο. Με παρακάλεσαν οι γιατροί να μην συνεχίσω την κατάσταση, γιατί εγώ επειδή είμαι και τέτοιος, είχα κάνει γνήσιο αντίγραφο του λανθασμένου πορίσματος και την περίμενα στη γωνία. Αν μου ‘λεγε το οτιδήποτε, θα πήγαινα. Αλλά επειδή σεβάστηκα τους γιατρούς που συνεργάζονται όλοι μαζί και τα σχετικά στο νοσοκομείο είπα: «Άστο. Άστο, δεν πειράζει». Αυτό νομίζω ήταν το τελευταίο σκηνικό που ουσιαστικά το αντιμετώπισα και μόνος μου. Δηλαδή ούτε οι γονείς μου, ούτε κανένας δεν ανακατεύτηκε. Το πήρα πάνω μου και είχε πάρα πολλή πλάκα. Δηλαδή, εγώ μετά το πρώτο σοκ το απόλαυσα λίγο, γιατί είδα λίγο, είδα και από τις δύο πλευρές, και σαν φοιτητής ιατρικής και σαν ασθενής, το τι πάει να πει ιατρικό λάθος. Γίνονται τρομερά λάθη, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη χώρα. Έχει να κάνει με τον γιατρό. Απλά στο εξωτερικό, ευτυχώς, τα πράγματα είναι πάρα πολύ πιο ελεγμένα. Δεν επιτρέπονται πολύ εύκολα τέτοια λάθη. Υπάρχει μεγάλος έλεγχος.
Ίσως δεν καλύπτονται −
Ναι και δεν υπάρχει συγκάλυψη ιδιαίτερη. Στην Ελλάδα το ‘χουμε λίγο αυτό με την συγκάλυψη και με όλα αυτά τα όμορφα.
Όπως αυτό που ανέφερες τώρα.
Που ήτανε συγκάλυψη και βοήθησα κι εγώ δυστυχώς σε αυτή την συγκάλυψη, αλλά ήθελα να θεωρήσω το ότι ήταν απλά ένα λάθος που έγινε σε μένα. Και, νομίζω, ότι βλέποντας εμένα η συγκεκριμένη γιατρός κατάλαβε το ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος πιο τρελάκιας από μένα και να την τρέχει. Εύχομαι να το κατάλαβε. Θα φανεί. Βέβαια, για να μην αδικήσω, έχω σταθεί και πάρα πολύ τυχερός στο θέμα γιατρών. Γιατί οι επικεφαλής που με αναλάμβαναν κάθε φορά… Δηλαδή η γιατρός μου που είναι στην Κρήτη αυτή[01:30:00] τη στιγμή, ο γιατρός μου ο άλλος που ήταν στην Αμερική και τώρα είναι στην Ελλάδα, οι γιατροί μου οι άλλοι στην Αμερική, οι γιατροί μου στη Γερμανία, οι επικεφαλής ήτανε ό, τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Είχα τρομερή και έχω τρομερή στήριξη, με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ και εντάξει. Η μάνα μου δηλαδή, πολλές φορές λέει το ότι: «Σ’ έσωσε η Παναγία». «Όχι μάνα, μ’ έσωσε ο γιατρός. Η Παναγία δεν έκανε σχεδόν τίποτα. Βασικά δεν έκανε τίποτα απολύτως για μένα. Ο γιατρός μου μ’ έσωσε, όχι η Παναγία». Θέλω λίγο να φύγει λίγο η σκέψη το ότι: «Α, η Παναγία σε έσωσε». Δε σπουδάζουμε 17 χρόνια για να πεις εσύ: «Α, η Παναγία, τι ωραία!». Όχι.
Στο Παίδων που είπες πριν;
Στο Παίδων με αντιμετωπίζαν πολύ συχνά, πέρα από τους επικεφαλής, με αντιμετωπίζαν πάρα πολύ συχνά σαν μελλοθάνατο. Βασικά, μόνο σαν μελλοθάνατο. Συγκεκριμένα θυμάμαι το ότι είχανε χαθεί οι εξετάσεις μου και το έμαθε η διευθύντρια της κλινικής, η οποία… πολύ γέλιο σε αυτήν την ιστορία. 20 Μαΐου του ‘12 πεθαίνει αυτό το παιδί που ήμασταν μαζί και από μικρά, 25 Μαΐου του ‘12 πεθαίνει η γιατρός μου. Και οι δύο από καρκίνο. Αυτή η γιατρός λοιπόν, Θεός σχωρέσ’ την ή ό, τι, αυτή η γιατρός όταν έμαθε − ήταν διευθύντρια τότε της Παιδιατρικής − όταν έμαθε ότι χάθηκαν οι εξετάσεις μου, ήρθε απ’ το σπίτι της μες στη νύχτα και άρχισε να ωρύεται να βρεθούν οι εξετάσεις μου. Έκανε το νοσοκομείο φύλλο και φτερό και βρήκε τις εξετάσεις μου. Αυτή η γυναίκα για μένα είναι, ήταν, ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί σε ελληνικό νοσοκομείο. Ναι, αλλά αν δεν είχα… Βασικά αν δεν είχα την τύχη με το μέρος μου. Γιατί έχω ακούσει περιπτώσεις παιδιών που, έχω ακούσει περίπτωση ας πούμε παιδιού που νοσούσε απ’ το ίδιο πράγμα που νοσώ εγώ περίπου. Δεν έτυχε ποτέ σε σωστά χέρια και δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουνε. Οπότε, το παιδί παραλίγο να φύγει και ευτυχώς τελευταία στιγμή έπεσε στα χέρια της γιατρού μου και το παιδί μας μιλάει, μας περπατάει, είναι πάρα πολύ καλά και υπάρχει και ζει και χαίρεται τη ζωή του κι αυτός. Αλλά ναι, θέλει τύχη το πράγμα δυστυχώς. Έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε μακάρι να τύχω σε καλό γιατρό. Ζωή.
Όταν, είπες ότι ξεκίνησες ψυχοθεραπεία μεγάλος και μάλλον η εμπειρία σου έτσι με ψυχολόγο, ψυχίατρο ήταν τότε στην Αμερική που σου φέραν τον ψυχίατρο; Ας πούμε τι γνώμη έχεις; Σε τέτοιες περιπτώσεις, σε παιδικό καρκίνο και γενικά, η ψυχολογική υποστήριξη πρέπει να υπάρχει; Πρέπει αν το θέλει το παιδί; Εσύ πώς το βίωσες;
Το παιδί δε θα στο ζητήσει, γιατί δεν ξέρει τι είναι και εξαρτάται πολύ και σε τι κλίμα μεγαλώνεις. Αν μεγαλώσεις σε ένα κλίμα που η ψυχική βοήθεια και η ψυχική στήριξη είναι πρόβλημα, και το παιδί σαν πρόβλημα θα το πάρει.
Άλλο ταμπού.
Άλλο ταμπού τεράστιο. Τεράστιο. Για μένα, όπως η κάθε οικογένεια έχει τον προσωπικό της παθολόγο, πρέπει το κάθε άτομο να έχει τον προσωπικό του ψυχολόγο. Δεν βγαίνει αλλιώς. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένα πράγματα μέσα μας, στερεότυπα, κοινωνικές συμβάσεις, όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι τεράστια καταπίεση για έναν άνθρωπο και τεράστια κούραση ψυχική. Και αυτό θα βγει, δεν υπάρχει πιθανότητα. Γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί και αν κοιτάξει ο κάθε άνθρωπος μέσα του θα βρει ότι για ένα πράγμα, έστω για ένα πράγμα, κοινωνικά και στερεοτυπικά θα πρέπει να ντρέπεται. Είτε γιατί έχει παραπάνω κιλά, είτε γιατί έχει λίγα κιλά. Είτε γιατί είναι gay, είτε γιατί είναι βαθιά straight. Είτε γιατί είναι bi, είτε γιατί είναι trans. Είτε γιατί είναι απ’ την Ελλάδα, είτε επειδή είναι απ’ το Πακιστάν. Είτε γιατί φοράει γυαλιά μυωπίας, είτε γιατί δεν φοράει. Είτε γιατί φοράει σιδεράκια, είτε γιατί δε φοράει. Γιατί για μικρές ηλικίες αυτά παραμένουνε ταμπού. Αν αυτό δεν ξεριζωθεί από μέσα από ένα παιδί Και αυτό δεν θα ξέρει… Αν ο γονιός είναι τόσο μάγκας και μπορέσει ας το κάνει. Αλλά επειδή το παιδί προφανώς είναι παιδί και δε θα ακούσει την άποψη του γονέα πάρα πολύ, κυρίως απ’ την εφηβεία και μετά που αρχίζουμε και αναιρούμε ό,τι μας έχουν πει οι γονείς μας, αυτό μόνο με βοήθεια γίνεται. Ακόμα και το να μάθεις να ακούς την υγιή άποψη του γονέα, το ότι: «Ναι αγάπη μου, το ότι ο Γιωργάκης αγαπάει τον Κωστάκη δεν είναι κακό» ή το ότι η Αννούλα αγαπάει τη Δήμητρα δεν είναι κακό ή το ότι ο Παναγιωτάκης έχει παραπάνω κιλά δεν είναι κακό». Αν αυτή η δουλειά δεν… Αν το παιδί δεν είναι έτοιμο να δεχτεί αυτήν την άποψη, όσο ανοιχτός κι αν είναι ο γονέας, πρέπει να ‘ρθει από αλλού η βοήθεια. Για μένα ο ψυχολόγος και ο ψυχίατρος είναι απ’ τα βασικά κομμάτια που θα πρέπει να υπάρχουν. Είναι μία πολυτέλεια, ναι, αλλά είναι μία επένδυση. Επενδύεις γιατί κάτι βγάζεις σε αυτήν την κοινωνία. Και βγάζεις ανθρώπους και υπάρχουνε πολλά τινά. Να βγάλεις έναν άνθρωπο όπως είμαστε εμείς που θεωρώ το ότι κάπως προσπαθούμε την κοινωνία να την πάμε παρακάτω και υπάρχουν και άνθρωποι που τώρα από εκεί απέναντι βάλαν μια φωτιά. Είναι πολύ στο χέρι σου το τι άνθρωπο θα βγάλεις σε αυτήν την κοινωνία. Δυστυχώς, θα υπάρχουν για πάντα.
Ναι.
Αυτά.
Αυτά. Εγώ δεν είχα να ρωτήσω. Ρώτησα άλλα 2-3 πράγματα. Τώρα όντως δεν έχω να ρωτήσω. Έχω απλά να κάνω ένα σχόλιο, το πόσο εντύπωση μου ‘κανε από την αφήγησή σου… Καλά πολλά πράγματα. Και η δύναμη και το τσαγανό και όλα, αλλά πιο πολύ η επιλογή. Το ότι πήρες αποφάσεις και επιλογές. Από το ότι τότε είπες: «Θα πεθάνω και εγώ το επιλέγω» μέχρι το ότι: «Εγώ θα ‘ρθω την Παρασκευή να πάρω το πόρισμα» και όλο αυτό αλήθεια με εντυπωσίασε και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό σε ό, τι είπες. Δεν το ‘χουμε στο μυαλό μας έτσι, ότι κάποια πράγματα είναι στο χέρι μας. Και εσύ το απέδειξες, ας πούμε, σε πράγματα που εγώ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσες να επέμβεις. Κι όμως, απλά το πίστευες.
Ξέρεις γιατί; Σε ποιον ανήκει η ζωή σου; Θα μου κάνει εμένα ζάφτι κάποιος για τη ζωή μου; Θα μου πει εμένα ένας γιατρός το πόσο θα αντέξω; Θα αντέξω όσο θέλω εγώ. Κι αν πάει κι άλλο, κι άλλο. Αν βέβαια η ανώτερη δύναμη θέλει να με πάρει, θα με πάρει. Μέχρι τότε όμως τι κάνεις; Περιμένεις απ’ τους άλλους; Είναι σαν τις δουλειές, σαν τα επαγγέλματα. Διεκδικείς! Μάθε να διεκδικείς. Δε θα σου ‘ρθει τίποτα στρωμένο.
Εσύ έχεις διεκδικήσει τη ζωή σου. Εντελώς, ας πούμε.
Κι ακόμα είμαστε στην αρχή, καλώς η κακώς. Είμαστε 25. Ξέρεις πόσα χρόνια και τι διεκδίκηση έχουμε, έχει να πέσει μεγαλώνοντας; Μόνο έτσι. Και κυρίως όταν ξέρεις το δίκιο σου. Αυτό είναι. Ναι, να προσπαθείς να μην αδικείς. Και έτσι ναι, ίσως καταλάβεις και το τι αξίζεις. Ίσως. Και αυτό είναι υπό συζήτηση.
Ναι, δεν ξέρω. Εσύ πες μας πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία έτσι που −
Πάρα πολύ ωραία. Η αλήθεια είναι πως είχα καιρό να τα πω έτσι αναλυτικά, γιατί και στις προηγούμενες, στην προηγούμενη συνέντευξη και στο post μου θέλω κάθε χρόνο να μιλάω για ένα πράγμα που έχουμε… Δηλαδή, απ’ ότι κατάλαβες τώρα μιλήσαμε για πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ναι, έχουνε τον καρκίνο σαν κεντρικό, αλλά γύρω απ’ τον καρκίνο συνδυάζονται πάρα πολλά πράγματα που συμβαίνουν παράλληλα. Κάθε χρόνο προσπαθώ να εστιάζω σε ένα απ’ αυτά. Είχα καιρό να τα πω έτσι αναλυτικά και ωραία και να… Τι καλά! Και ελπίζω αυτό που λέω πάντα, αυτή μου την κουβέντα αν βοηθάει κάποιον και την ακούσει, μακάρι να την ακούσει και να δει τη ζωή, τον τρόπο ζωής, τα πάντα διαφορετικά. Για μένα αυτό είναι το κατόρθωμα.
Παραπάνω από ένα άτομο, σίγουρα.
Μακάρι, μακάρι.
Πραγματικά. Λοιπόν, αυτά. Σ’ ευχαριστώ και σ’ ευχαριστούμε πολύ.
Εγώ.
Και αυτό, ναι. Δεν ξέρω. Συγκινήθηκα εγώ.
Γλυκούλα!
Το κλείνω.
Ναι.
Photos

Κώστας Σκεπαρνιάς
Ο αφηγητής Κώστας Σκεπαρνιάς
Summary
Ο Κώστας είναι 25 χρονών και φοιτητής ιατρικής και υποκριτικής. Τα τελευταία 17 χρόνια νοσεί από μία πολύ σπάνια μορφή καρκίνου. Αφηγείται τη ζωή του και το χρονικό της νόσου. Πιστεύει ότι η σχέση γιατρού και ασθενούς είναι μια σχέση συνεργασίας. Η αφήγησή του είναι γεμάτη από χιούμορ, το βασικό του τρόπου διαχείρισης όσων του συμβαίνουν. Κάνει νύξη για την πίεση των δημοσιογράφων να δώσει συνεντεύξεις από τα 8 του για την κατάστασή του. Μιλάει για τις σχέσεις του με τους γιατρούς που πέρασαν απ τη ζωή του, καθώς και για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας του. Τέλος, θίγει το ζήτημα της ορατότητας του καρκίνου ως ένα βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του για το οποίο επιλέγει να μιλάει πλέον ανοιχτά και δημόσια με σκοπό να πάψει να είναι ταμπού.
Narrators
Κωνσταντίνος Σκεπαρνιάς
Field Reporters
Μυρσίνη Κουρμπέτη
Tags
Interview Date
19/07/2022
Duration
99'
Summary
Ο Κώστας είναι 25 χρονών και φοιτητής ιατρικής και υποκριτικής. Τα τελευταία 17 χρόνια νοσεί από μία πολύ σπάνια μορφή καρκίνου. Αφηγείται τη ζωή του και το χρονικό της νόσου. Πιστεύει ότι η σχέση γιατρού και ασθενούς είναι μια σχέση συνεργασίας. Η αφήγησή του είναι γεμάτη από χιούμορ, το βασικό του τρόπου διαχείρισης όσων του συμβαίνουν. Κάνει νύξη για την πίεση των δημοσιογράφων να δώσει συνεντεύξεις από τα 8 του για την κατάστασή του. Μιλάει για τις σχέσεις του με τους γιατρούς που πέρασαν απ τη ζωή του, καθώς και για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας του. Τέλος, θίγει το ζήτημα της ορατότητας του καρκίνου ως ένα βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του για το οποίο επιλέγει να μιλάει πλέον ανοιχτά και δημόσια με σκοπό να πάψει να είναι ταμπού.
Narrators
Κωνσταντίνος Σκεπαρνιάς
Field Reporters
Μυρσίνη Κουρμπέτη
Tags
Interview Date
19/07/2022
Duration
99'