© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Κατάλαβα πώς φτιάχνεται ο κόσμος»: Γεωργία Σαρηγιαννίδου-Παπαδοπούλου

Istorima Code
11098
Story URL
Speaker
Γεωργία Σαρηγιαννίδου-Παπαδοπούλου (Γ.Σ.)
Interview Date
23/05/2022
Researcher
Δωροθέα Καρούτα (Δ.Κ.)
Δ.Κ.:

Β[00:00:00]ρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, ο μήνας έχει 24 Μαΐου του 2022, μαζί με την κυρία Γεωργία Σαρηγιαννίδου; 

Γ.Σ.:

Παπαδοπούλου.

Δ.Κ.:

Παπαδοπούλου. Πότε γεννηθήκατε; 

Γ.Σ.:

 Γεννήθηκα στις 11 Νοεμβρίου του 1946. 

Δ.Κ.:

Εδώ στη Θεσσαλονίκη; 

Γ.Σ.:

Εδώ στη Θεσσαλονίκη. Στο κτήριο του Ισλαχανέ. 

Δ.Κ.:

Και οι γονείς σας πώς βρέθηκαν εδώ; 

Γ.Σ.:

Οι γονείς μου βρέθηκαν εδώ, είναι από προσφυγικές οικογένειες, ο πατέρας μου από ποντιακή οικογένεια και η μητέρα μου από Θρακιώτες της Ανατολικής Θράκης. Η μητέρα μου γεννήθηκε εδώ, στην Ελλάδα, το 1927. Ο πατέρας μου ήρθε παιδάκι μικρό στην Ελλάδα. Και βρέθηκαν στην Κοιλάδα Κοζάνης. Και ήτανε ο πρώτος μεικτός γάμος, δηλαδή το χωριό είχε ένα συνοικισμό με τους Θρακιώτες και ένα συνοικισμό με τους Πόντιους. Και δεν γινόντουσαν μεικτοί γάμοι τα πρώτα χρόνια. Μετά... ο γάμος των γονιών μου ήταν ο πρώτος μεικτός γάμος του χωριού. Βέβαια η πρώτη πρώτη εγκατάσταση των παππούδων μου και των γιαγιάδων μου, του μεν πατέρα μου η πρώτη τους μεταφορά από τον Πόντο ήταν η Καλαμάτα. Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν εκεί και η αλήθεια είναι πως δεν κουβέντιασα με λεπτομέρειες με τους παππούδες, για να έχω καταγράψει στο μυαλό μου τις περιπέτειές τους αυτές. Και μετά τους φέρανε εδώ στη Βόρεια Ελλάδα. Και η θρακιώτικη οικογένεια, της γιαγιάς και του παππού από τη μεριά της μητέρας, η πρώτη τους εγκατάσταση ήταν στον Τύρναβο, της Θεσσαλίας. Και μετά βρέθηκαν εδώ. Τα χωριά βέβαια αυτά, στα οποία κατοικούσανε, όλα ήτανε χωριά από τα οποία φύγανε με την ανταλλαγή των πληθυσμών μουσουλμάνοι, Τούρκοι, δεν ξέρω πώς ακριβώς να τους χαρακτηρίσω. Και όταν πήγανε, ήτανε καθαρά. Αλλά έλεγε η γιαγιά και ο παππούς –ο παππούς, της μητέρας ο πατέρας ήτανε τα πρώτα χρόνια πρόεδρος του χωριού– έλεγε ότι για αρκετό καιρό συγκατοικήσανε μες στα σπίτια, γιατί δεν είχανε πάρει τους Τούρκους από το χωριό και βέβαια δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συγκατοικήσουνε, αφού έτσι κι αλλιώς ήτανε γείτονες και συγκατοικούσαν στον Πόντο και στην Τουρκία όταν ήτανε. Και μετά, όταν φύγανε, με συγκίνηση τους αποχαιρέτησαν και τους συνόδευσαν μέχρι, ξέρω γω, έξω από τα χωριά, διηγόντουσαν. Εκεί μεγάλωσε ο μπαμπάς και η μαμά. Ο μπαμπάς στη διάρκεια της Κατοχής δραστηριοποιήθηκε σε κινήσεις νέων εκεί κατά των κατακτητών και, όταν άρχισε ο Εμφύλιος, δεν αισθανόταν καλά. Εννοώ δεν αισθανόταν καλά για τη ζωή του, αισθανόταν ότι από κάτι κινδύνευε. Και κατέβηκε με τα πόδια από το χωριό στη Θεσσαλονίκη. Βρήκε... Αυτές τις λεπτομέρειες τις λέω ότι δεν πήρα λεπτομερείς αφηγήσεις από τους δικούς μου, δυστυχώς. Βρήκε έναν, κάποιον με τον οποίον ήταν φαντάροι και ο οποίος ζούσε στο Ισλαχανέ και τον πήρε στο Ισχλαχανέ. Βέβαια εκεί ήτανε προστατευτικό το περιβάλλον από κάθε άποψη. Και γιατί υπήρχε πολύς κόσμος μέσα και γιατί δεν ήτανε σαφής η διάταξη η χωροταξική μέσα, μπορούσε εύκολα κανείς να ξεφύγει, να κρυφτεί. Και υπήρχε μια φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ τους. Και ύστερα από κάμποσο καιρό ειδοποίησε τη μητέρα μου και κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Και παντρευτήκανε μέσα στον Ισλαχανέ με ένα παππά που βρήκανε. Και εγώ γεννήθηκα στον Ισλαχανέ. Στην πραγματικότητα γεννήθηκα στο νοσοκομείο το οποίο λέγεται τώρα «Άγιος Δημήτριος» και τότε ήτανε το Δημοτικό Νοσοκομείο. Ήταν το Δημοτικό Νοσοκομείο και η [00:05:00]μητέρα μου με πήγε, επειδή ήταν ο Εμφύλιος και ο πατέρας μου δεν ήτανε σκόπιμο να κυκλοφορεί τη νύχτα, τη συνόδευσαν γειτόνισσες και την πήγαν στο νοσοκομείο. Και εκεί γεννήθηκα. Ύστερα από λίγο καιρό πήραν τον πατέρα μου, τον στρατεύσανε και τον πήγανε στη Μακρόνησο. Την ξέρετε αυτή την ιστορία τη μεταπολεμική της Ελλάδος.

Δ.Κ.:

Για πόσο διάστημα; 

Γ.Σ.:

Ενάμιση χρόνο. Και όταν γύρισε, ήτανε μες στον Ισλαχανέ. Βέβαια ήτανε παλικαριά των ανθρώπων και των οικογενειών που ζούσαν μες στον Ισλαχανέ. Το κτήριο του Ισλαχανέ ήτανε το οικοτροφείο, το κτήριο που φιλοξενούνταν τα ορφανά παιδιά, τα οποία εκπαιδεύονταν στα εργαστήρια του ορφανοτροφείου. Ήτανε τεράστιοι οι θάλαμοι, με σχεδόν πέντε μέτρα ύψος, πολύ ψηλοί, με κολώνες στη μέση, αλλά ανοιχτοί θάλαμοι. Και κάθε οικογένεια διαμόρφωσε ένα δωμάτιο, μπροστά στα παράθυρα, κι αυτό ήταν το σπίτι τους. Το δωμάτιο ήταν το σπίτι. Είχαν ένα πάγκο όπου είχανε την γκαζιέρα της εποχής εκείνης, γκαζιέρα τη λέγανε, με πετρέλαιο που άναβε και μαγειρεύανε. Και υπήρχε... Αυτό το κτήριο ήταν τριώροφο, είχε πολλές σκάλες, πολύ φαρδιές σκάλες, ξύλινες, και οι γυναίκες κουβαλούσαν τους κουβάδες με το νερό από τη βρύση από την αυλή, η οποία έτρεχε και πολύ λίγες ώρες, αφήνανε τους κουβάδες στη σειρά και πιάναν σειρά οι νοικοκυρές και ανεβάζανε το νερό επάνω. Είχανε μια σκάφη κι έναν άλλον κουβά όπου βάζανε τα βρόμικα νερά και τα κατεβάζανε στο δεύτερο πάτωμα όσοι ήτανε στον τρίτο, γιατί εκεί ήτανε οι τουαλέτες. Τρεις τουαλέτες για όλο το κτήριο. Και βέβαια και είχαν ένα βαρέλι, μοιράζονταν εκεί οι γυναίκες την καθαριότητα του χώρου, είχανε υπηρεσία δηλαδή να σκουπίζουνε τις σκάλες και να καθαρίζουν τις τουαλέτες και να ανάβουνε τη λάμπα, γιατί δεν υπήρχε ρεύμα, να ανάβουνε τη λάμπα που ήταν στη σκάλα όταν σκοτείνιαζε. Και υπήρχε πράγματι μια αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους που ήταν εκεί, όχι ότι δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους και παρεξηγήσεις, αλλά γενικά υπήρχε μια προστατευτική ατμοσφαιρα. Για μας τα παιδιά ιδιαίτερα, ήμασταν αρκετά παιδιά, παίζαμε στην αυλή όλα τα παραδοσιακά παιχνίδια, το σχοινάκι και το κουτσό και το κυνηγητό και το γερμανικό που το λέγαμε και όλα αυτά, όλα αυτά τα παραδοσιακά, που τώρα δεν τα ξέρετε, ναι. Και ήμασταν αγαπημένα, πολύ αγαπημένα ως παιδιά. Ήμασταν αρκετά εκεί που μεγαλώναμε. Εγώ έμεινα εκεί μέχρι το 1956, διότι ο πατέρας μου δούλευε με φανατισμό, από νύχτα σε νύχτα, ως επιπλοποιός, ως βαρελάς στην αρχή και μετά ως επιπλοποιός. Έκαναν βαρέλια δηλαδή ξύλινα και θυμάμαι ότι τα πηγαίναν πάνω στο Αμύνταιο, στους παραγωγούς οινοπνευματωδών. Και θυμάμαι ότι έφευγε πάρα πολύ πρωί και ερχότανε πάντα, είχε σκοτεινιάσει όταν ερχόταν σπίτι. Και αγόρασε εδώ που είμαστε τώρα, αγόρασε μία κατοικία μικρή με το οικόπεδο και μετά δόθηκε αντιπαροχή και προέκυψαν αυτά τα διαμερίσματα. Και φύγαμε από εκεί, γιατί οι άλλοι οι κάτοικοι εκεί ως πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν στην αρχή της δεκαετίας του '50. Όχι αρχή, αργότερα. ‘56 φύγαμε εμείς, στο τέλος της δεκαετίας του ‘50, τους δώσανε οικόπεδα και κάποια δάνεια στο Φοίνικα. Η δική μου οικογένεια, ο πατέρας και η μητέρα, βέβαια, δεν δικαιούνταν, γιατί ήτανε στα ανταλλάξιμα που τους δόθηκαν [00:10:00]στην οικογένεια από το χωριό. Ήτανε στη λίστα των παιδιών σ' εκείνες τις οικογένειες και φαινότανε αποκαταστημένοι. Πέντε στρέμματα ξερικά και... Εγώ βέβαια αισθάνομαι ότι ήμουνα... ήμουν τυχερή! Γιατί είχα πολλές εμπειρίες κι αυτά αισθανόμουν ότι μου δώσαν γνώση, ότι κατάλαβα πώς φτιάχνεται ο κόσμος. Γιατί στο χωριό τότε δεν υπήρχε μηχανική καλλιέργεια, όλα γινόντουσαν με τα ζώα, τα οργώματα, τα σκαλίσματα, το θέρισμα των σπαρτών. Και εγώ, όταν πηγαίναμε στο χωριό το καλοκαίρι, επειδή εκεί είχε και δροσιά, μας έπαιρνε η μαμά με την αδερφή μου και πηγαίναμε στο χωριό, στον παππού και στη γιαγιά, ήθελα και πήγαινα σε όλες τις καλλιέργειες και πώς... τα κρεμμύδια, οι πατάτες, όλα, τα παρακολουθούσα, ρωτούσα, πώς γίνονται τα κατσικάκια, πώς αρμέγουν τις αγελάδες, πώς κάνουν τα γαλακτοκομικά όλα στο σπίτι. Και βέβαια οι γιαγιάδες είχανε και η καθεμιά τη διαφορετική κουζίνα, η ποντιακή και η θρακιώτικη, και έβλεπα ότι υπάρχει μια συμβίωση με διαφορετικό ξεκίνημα, με διαφορετική χροιά στη φωνή και διάλεκτο, αλλά υπήρχε μία αγάπη και μία φροντίδα ανιδιοτελής και πλούσια. Με όποιες δυνατότητες είχανε τότε. Μετά, στον Ισλαχανέ, οι άνθρωποι και οι γυναίκες περισσότερο που προσπαθούσανε να νοικοκυρέψουν, να μαγειρέψουν και να πλύνουν και μέσα σε εκείνη τη δυσκολία, αλλά και γενικά οι οικογένειες είχανε μια σύμπνοια. Και κάνανε και γλέντια, γιορτάζανε τις γιορτές. Ο πατέρας μου που λέγονταν Ηρακλής, επειδή δε γιόρταζε, όπως γιόρταζε ο θείος ο Γιώργος και ο θείος ο Στέλιος, του είπανε ότι θα τον γιορτάζουν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και τον είπανε Μανώλη. Και έτσι η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήταν η γιορτή του μπαμπά, η ονομαστική εορτή, διότι τα χρόνια εκείνα δεν μιλούσαν για τα γενέθλια. Και γινόντουσαν γλεντάκια και τραγούδια και υπήρχε μια υποστήριξη. Κι εμείς τα παιδιά τις γυναίκες τις λέγαμε θείες και τους άντρες θείους και ήταν και κάποιες γιαγιάδες βέβαια εκεί, ηλικιωμένες κυρίες. Και εκεί έβλεπες όλο τον πόνο που ζήσαν οι άνθρωποι αυτοί που φύγαν από τον τόπο τους και καθένας με τη δική του νοοτροπία και το δικό της... Ήταν η θεία η... η γιαγιά η Μαρίτσα που ήταν μια γυναίκα, είχε ένα στυλ καπως αριστοκρατικό, χτένιζε έτσι ωραία τα μαλλιά της και μιλούσε... φαινόταν από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν. Ήταν η γιαγιά η Στέλλα, η οποία ήταν ανάπηρη, το ένα πόδι της δε λύγιζε το γόνατο, κούτσαινε και δούλευε όλη μέρα παραδουλεύτρα για να... Δηλαδή υπήρχανε συμπεριφορές... συμπεριφορές όχι τόσο, συμπεριφορές διαφορετικές και τρόπος ζωής διαφορετικός και αγώνας επιβίωσης διαφορετικός. Και νομίζω ότι αυτές οι εμπειρίες από παιδί φαντάζομαι ότι και οι γονείς μου τις κουβεντιάζανε έτσι που με βοήθησαν να τις κάνω αποδεκτές και να τις θυμάμαι μέχρι τώρα που γέρασα και να γνωρίζω τον κόσμο.

Γ.Σ.:

Όταν ήμασταν εκεί στον Ισλαχανέ, μέχρι τα 9 μου χρόνια ήμουν εκεί, έκριναν ότι έπρεπε... Πάντα λέγαν, όταν κατεβαίναμε για την παραλία, περνούσαμε μπροστά από το Πανεπιστήμιο. Ξέρεις πού είναι ο Ισλαχανές, κοντά στην Ευαγγελίστρια. Και πάντα μου έλεγε ο πατέρας μου: «Εδώ θα 'ρθεις». Ότι πρέπει να διαβάζω [00:15:00]και να φροντίζω τα μαθήματά μου και να φτάσω στο Πανεπιστήμιο, γι΄αυτό με στείλαν να μάθω αγγλικά! Με γράψανε στα αγγλικά, το φροντιστήριο, το πιο κοντινό φροντιστήριο ήτανε στην Βενιζέλου, ψηλά, ψηλά προς την πλατεία Διοικητηρίου. Τότε ήταν με τα μάρμαρα όμορφη η πλατεία. Και περπατούσα, στα 8 μου, από τον Ισλαχανέ, από την Ευαγγελίστρια δηλαδή, μέχρι εκεί με τα πόδια. Τότε ο δρόμος ήταν ένας στενός δρόμος με κάτι ψηλά πεζοδρόμιο. Περνούσε και το λεωφορείο από εκεί της Ευαγγελίστριας, είχε αστικό λεωφορείο. Και ήτανε καλντερίμι βεβαια, δεν ήταν άσφαλτος κι ήτανε στενός. Ύστερα, αργότερα τον άνοιξαν το δρόμο, γκρέμισαν σπίτια και έγινε φαρδύς. Και όταν ήρθαμε εδώ βέβαια, με γράψανε σε άλλο φροντιστήριο, έκανα μια τάξη του δημοτικού εδώ και μετά πήγα στο 1ο Γυμνάσιο Θηλέων και πήγαινα στο φροντιστήριο εκεί. Κι όταν είχα φροντιστήριο μετά, τότε ήταν πρωί απόγευμα τα σχολεία όλα, δεν υπήρχανε επαρκείς χώροι, μια βδομάδα πρωί και μια βδομάδα απόγευμα. Ήμασταν 60 παιδιά σε κάθε τμήμα στο γυμνάσιο, αλλά πειθαρχημένα, ξέρεις, δε σήκωνε, τα χρόνια εκείνα δε σήκωνε... Με τις ποδιές τις μαύρες. Και έτσι πήρα το Lower και πήγα στο πανεπιστήμιο, έδωσα εξετάσεις και πέρασα και με καλή σειρά κιόλας στο Αγγλικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Βέβαια, όταν ήμουν μαθήτρια ακόμη, με τη μαύρη ποδιά, πήγα... μια μέρα ανέβηκα από το 1ο Γυμνάσιο που ήμασταν, βόρεια, γιατί είχε μια διαδήλωση των φοιτητών για το Κυπριακό. Βέβαια, είχα εξοικειωθεί με αυτές τις διαδηλώσεις, απ' τον Ισλαχανέ τούς βλέπαμε που ερχόντουσαν, οι φοιτητές ανέβαιναν μέχρι την πλατεία εκεί. Τότε δεν ήταν έτσι διαμορφωμένη η Πανεπιστημιούπολη, δεν υπήρχε το Χημείο και αυτά τα κτήρια, όμως από το παράθυρο του Ισλαχανέ βλέπαμε το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων, το οποίο, το κτήριο το βλέπει κανείς στο μουσείο τώρα, υπάρχει όπως ήτανε παλιά. Και μάλιστα μου 'κανε εντύπωση κι αναρωτιόμουν άραγε πώς θα είναι το γυμνάσιο όταν θα πάω, γιατί ο γυμνασιάρχης, ο περίφημος Χατζηανδρέου, εκεί στο Γυμνασιο Αρρένων, φώναζε και μάλωνε τα παιδιά πάρα πολύ. Κι επειδή τα αγόρια έπρεπε να είναι κοντοκουρεμένα, αν αφήναν τσουλουφάκι, είχανε μαλλάκια, έπαιρνε το ψαλίδι και τους έκανε άσχημες ψαλιδιές, να αναγκαστούν να πάνε στο κουρείο για να κόψουν τα μαλλιά τους. Και ερχόντουσαν οι φοιτητές μέχρι εκεί κι έβλεπα παιδιά από το γυμνάσιο να σκαρφαλώνουνε στον πολύ ψηλό τοίχο, τον μαντρότοιχο, ψηλό τοίχο, για να ακολουθήσουνε τις διαδηλώσεις. Και εγώ όταν ήμουνα στην τελευταία τάξη, προτελευταία τάξη, νομίζω, ή τελευταία, δε θυμάμαι, πήγα με την ποδιά και με την τσάντα στη διαδήλωση και το 'μαθαν στο σχολείο. Και με κάλεσαν και μου είπανε: «Γιατί πήγες εκεί; Δεν είναι σωστό! Αλλά σε συγχωρούμε επειδή είσαι καλή μαθήτρια». Και με συγχωρήσανε και δεν με παραπέμψανε για τα περαιτέρω. Όταν πέρασα πια στο πανεπιστήμιο και απελευθερώθηκα από τη μαύρη ποδιά, άρχισα να πηγαίνω στην αρχή στο Σύνδεσμο για τον Αφοπλισμό Μπέρναρντ Ράσελ, που τα γραφεία του ήτανε στη Σβώλου, στην αρχή της Σβώλου με Αγγελάκη. Στη δεύτερη πολυκατοικία, απέναντι από τα καφέ, όταν μπαίνεις στη Σβώλου, αριστερά είναι τα καφέ, απέναντι. Τώρα, νομίζω, έχει ένα παλαιοβιβλιοπωλείο εκεί, ένα ημιυπόγειο. Και πήγαμε στις πορείες ειρήνης και στη μεγάλη πορεία ειρήνης. Κι ήταν και ο Σαββόπουλος εκεί, ο οποίος ερχόταν κι έπαιζε με την κιθάρα εκεί μέσα και πηδούσε από το παράθυρο, δεν ερχόταν από την πόρτα μέσα στην αίθουσα. Και από εκεί έμπλεξα με τη Νεολαία Λαμπράκη και με τα αριστερά κινήματα. Και το ΄67 γίνεται η [00:20:00]δικτατορία και εγώ συναινώ με μία συντροφιά ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Και αυτά τα «κάτι πρέπει να κάνουμε» φθάσαν στην Ασφάλεια και ήρθαν και με πήραν ένα πρωί από το σπίτι, και μάλιστα ο αστυνομικός είπε: «Έρχεσαι Γεωργία...» γιατί ήτανε ο αστυνομικός της γειτονιάς και το αστυνομικό τμήμα ήταν εδώ στην Ομήρου παρακάτω, σε ένα παλιό κτήριο έτσι, το οποίο είχε και μία αυλή και ένα συντριβανάκι μάλιστα στην αυλή και, επειδή περνούσαμε από την Ομήρου συνέχεια, δεν είχε εδώ λεωφορείο, ήταν στην Παπαναστασίου οι γραμμές των λεωφορείων και κατεβαίναμε εκεί, φυσιογνωμικά μας γνωρίζανε, γιατί ο πληθυσμός γενικά στη γειτονιά, είχε όλο μονοκατοικίες εδώ και ήμασταν... Και με προσφώνησε με το μικρό μου όνομα, μου λέει: «Γεωργία, έρχεσαι για τρία λεπτά στο τμήμα;» και εκείνα τα... Δεν ήτανε στο τμήμα εδώ, της γειτονιάς, με κατέβασε στην Κεντρική Ασφάλεια κάτω στον Βαρδάρη, στο κόκκινο κτήριο, το οποίο δεν λειτουργεί τώρα, υπάρχει όμως το κόκκινο κτήριο, αριστερά, και ε, δεν ήταν τρία λεπτά, ήταν τρία χρόνια! Γιατί μετά τις ανακρίσεις έμεινα... με κράτησαν, με παραπέμψανε και με είχανε προφυλακισμένη, όταν περιμένεις να δικαστείς λέγεσαι προφυλακισμένος, δηλαδή συντάξαν την κατηγορία για «ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης» και με είχανε προφυλακισμένη στο τμήμα μεταγωγών. Το τμήμα μεταγωγών τότε ήτανε σε ένα παλιό αρχοντικό, στη Χριστοπούλου, τώρα έχει οικοδομικά υλικά το κτήριο, έχει γκρεμιστεί όμως ένα μεγάλο του κομμάτι, δηλαδή εκεί που ήταν το κελί μου είναι... ήταν στο δρόμο έξω, έμεινε κολοβό εκείνο το κτήριο. Και έμεινα εκεί περίπου 10 μήνες. Με πιάσανε τον Αύγουστο, έμεινα στο αστυνομικό, στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα μέχρι τον Οκτώβριο, τον Οκτώβριο... διαρκούσαν οι ανακρίσεις, με παραπέμψανε, μου διαβάσαν την κατηγορία και με πήγανε στο μεταγωγών. Μόνη μου, σε ένα κελί το οποίο ήταν το μισό μούσκεμα, ο τοίχος, πολύ χοντρός τοίχος, τότε ο δρόμος, η Χριστοπούλου, ήταν ένα καλντερίμι υπερυψωμένο, που έτρεχε τα νερά κι αυτό, αυτό το... ήταν ημιυπόγειο το κελί, ας πούμε. Το οποίο, φαντάζομαι, γιατί ήταν σπίτι αυτό το κτίσμα, θα ήταν αποθήκες τα χρόνια εκείνα, όταν πρωτοχτίστηκε. Υπήρχε κάτι σαν παράθυρο, το οποίο όμως είχε από έξω λαμαρίνα και άκουγα τον κόσμο που μιλούσε έξω, αλλά δεν έβλεπα, δεν μπορούσα να δω τίποτα, άλλωστε ήταν και ψηλά, ήταν πολύ ψηλά, δεν... Κι ήμουν όλη μέρα με το φως, δεν με έβλεπε το φως του ήλιου. Με βγάζανε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα να περπατάω σε μια αυλή σα διάδρομο, που είχε μπροστά, το οποίο ήτανε στρωμένο με τις πλάκες από τα εβραίικα μνήματα. Και όλη η πόλη έχει πλάκες από τα εβραϊκά μνήματα, σκόρπιες. Γιατί όταν δεν τις συμμάζεψε κάποιος. Και τα εβραίικα μνήματα τα ήξερα πολύ καλά, γιατί ήταν κοντά στον Ισλαχανέ και πηγαίναμε εκεί και περπατούσαμε εκεί μέσα και μας είχαν μιλήσει οι γονείς μας για αυτά και ήξερα πολύ καλά τι έγιναν οι Εβραίοι που δεν υπάρχουν πια. Άλλωστε εγώ θυμάμαι να έχω δει και σε... όταν ήμουν παιδί, σε αστικά λεωφορεία ανθρώπους με τα νούμερα εδώ, στο χέρι, και βέβαια ήτανε στρωμένη όλη εκείνη η αυλή κι αναρωτιέμαι τι έγιναν οι πλάκες όταν άνοιξαν τους δρόμους εκεί και γκρέμισαν εκείνο το κτήριο. Περπατούσα και αναρωτιόμουνα, άραγε τι γράφουνε; Θα γράφαν και ονόματα και αποχαιρετιστήρια σημειώματα στους νεκρούς. Δεν μπορούσαν να τις διαβάσω όμως. Λοιπόν, αφού με [00:25:00]κρατήσαν εκεί μοναξιά, τις άλλες συγκατηγορούμενες, την Ασπασία και τη Δώρα, τις είχαν στις λεγόμενες Νέες Φυλακές, οι οποίες ήταν στην Κασσάνδρου, τώρα είναι ένα σχολείο εκεί στην Κασσάνδρου, τις λέγανε Νέες Φυλακές. Ήταν οι δικαστικές φυλακές, δηλαδή ήτανε, είχαν προφυλακισμένους και ανθρώπους με χαμηλές ποινές. Τους βαρυποινίτες τους πηγαίνανε στο Επταπύργιο, στο Γεντί Κουλέ. Και επειδή δεν υπήρχε γυναικείο τμήμα στο Γεντί Κουλέ, όταν μας καταδικάσαν εμάς, μας πιάσαν το ‘68 το καλοκαίρι, τον Αύγουστο, μας δικάσανε το ‘69 τον Ιούνιο και μετά ήμασταν όλες μαζί στη δίκη και μετά με πήγαν κι εμένα στις φυλακές, στις «Νέες» λεγόμενες Φυλακές και με πούλμαν, με λεωφορείο, μας κατεβάσανε στην Αθήνα. Είχανε κι άλλους κρατούμενους, και άνδρες, και χωροφύλακες μέσα, σαν εκδρομικό! Μας πήγανε στις φυλακές, τις περίφημες Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Γυναικείες Φυλακές. Αποκεί... Και βέβαια, πήραμε και την αποβολή διαπαντός από το Πανεπιστήμιο. Και όταν βγήκαμε, δεν ήμασταν πλέον φοιτητές, μας είχε αποβάλει το Πανεπιστήμιο. Εγώ εν τω μεταξύ, στο Ράσελ και στους Λαμπράκηδες, γνώρισα τον Παναγιώτη, τον οποίον το ‘64 κοινοποιήσαμε στις οικογένειες τον δεσμό και ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Ο Παναγιώτης ήτανε εξόριστος στη Λέρο κι εγώ ήμουνα στη φυλακή. Όταν ανταμώσαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε και τα δυο παιδιά, τη Μαρία και τον Σωκράτη. Όταν βγήκα από τη φυλακή, ένας από τους πρώτους φοιτητές του πανεπιστημίου που βγήκαν από το Πολυτεχνείο, τον οποίο δεν γνώρισα πιο μπροστά, ο Θωμάς ο Βασιλειάδης, ο οποίος πέθανε πάρα πολύ γρήγορα, πολύ καλός φίλος και γενναίος άνθρωπος, ήρθε και με βρήκε, έμαθε ότι αποφυλακίστηκα και αποφασίσαμε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να μας ξαναπάρουν στο Πανεπιστήμιο. Και αρχίσαμε να κάνουμε αιτήσεις προς την... γιατί ήταν με απόφαση της Συγκλήτου η αποβολή, προς τη... χαρτιά και επιστολές προς τη Σύγκλητο, για να επανεξετάσουνε την περίπτωσή μας, γιατί και οι δύο βγήκαμε όχι... χωρίς να έχουμε εκτίσει όλη την ποινή, ανεστάλη το 1/5 της ποινής. Είχαν αρχίσει τότε να δίνουν αναστολή και στους πολιτικούς κρατούμενους, όπως είναι για τους ποινικούς, όταν έχεις καλή διαγωγή μέσα στη φυλακή, σε βγάζουνε πιο νωρίς με αναστολή του υπολοίπου της ποινής και υποχρέωση να δίνεις το παρόν στο αστυνομικό τμήμα. Λοιπόν, αλλεπάλληλες αιτήσεις και προσπάθειες, βρήκαμε κι ένα δικηγόρο, μας συνέταξε ένα νομικό χαρτί, αλλά δεν υπήρχε κανονισμός του Πανεπιστημίου. Μας είχαν αποβάλει με ένα διάταγμα που υπήρχε από τη δεκαετία του ‘30 για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το νομικό έρεισμα, θυμάμαι, που κουβεντιάζαμε με το δικηγόρο ήτανε... γιατί δεν υπήρχε η απαρίθμιση των αδικημάτων στα οποία αποβάλεσαι από το Πανεπιστήμιο, εν πάση περιπτώση, ως επικίνδυνοι πολίτες, αφού δικαστήκαμε με το νόμο 509 για την ανατροπή του καθεστώτος, αποβληθήκαμε. Μετά από την επιμονή μας και τα αλλεπάληλα... και τις επισκέψεις μας στους καθηγητές το βάλανε ως θέμα στη Σύγκλητο και μας ειδοποιήσανε κιόλας να πάμε εκεί, για να μας πάρουν συνέντευξη στην ολομέλεια της Συγκλήτου. Και οι ερωτήσεις ήτανε αν θα το ξανακάνουμε, σε μένα τουλάχιστον, γιατί έναν έναν μας πήραν μέσα, και όταν με ρώτησαν εμένα αν θα το ξανακάνω, τους είπα ότι εγώ αισθάνομαι ως ειλικρινής και έντιμος πολίτης, ότι κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον ίδιο [00:30:00]τρόπο θα αντιδρούσα. Γιατί ήτανε βούλησή μου να αντιδράσω στο μη δημοκρατικό καθεστώς που υπήρχε στη χώρα. Θύμωσαν πάρα πολύ και φώναζαν. Ήτανε ακόμη πρύτανης ο Σδράχας, ο λεγόμενος «πρύτανης των ερπυστριοφόρων», γιατί τότε στην κατάληψη του πανεπιστημίου, του Πολυτεχνείου, κάνανε τις φασαρίες. Και είχαμε μια ζωηρή συζήτηση, αλλά πολύ πιο ζωηρή πρέπει να είχανε με το Θωμά, την οποίαν δεν την άκουσα βέβαια, διότι άκουγα απέξω, γιατί ήμουνα απέξω εγώ, άκουγα απέξω τις φωνές του Θωμά. Κι αφού έγινε όλο αυτό, κάνουνε ένα διάλειμμα οι Συγκλητικοί και πηγαίνουμε κι εμείς μεταξύ τους, ήταν έξω. Και άρχισαν να μας δίνουν συμβουλές. «Πέστε ότι δε θα το ξανακάνετε, καθίστε να δείτε τις σπουδές σας και τη ζωή σας...» μ' αυτές τις συμβουλές. Και βέβαια εμείς τους είπαμε: «Αυτά μας τα λέγαν και οι γονείς μας, αλλά εμείς επιμένουμε ότι...» ναι. Μετά μας καλούνε μέσα, ξανασυνεδριάζουνε και μας λένε: «Σας κάνουμε...» Α, οι ερωτήσεις βέβαια ήταν και αν θα συνδικαλιστούμε όταν θα γίνουνε φοιτητικοί σύλλογοι και όλα αυτά τα σχετικά. Και όταν μας ανακοινώνουν ότι μας δέχονται, βάλαμε τέτοιες φωνές χαρούμενες με το Θωμά, κατεβήκαμε τους 7 ορόφους από το κτήριο διοίκησης του Πανεπιστημίου, φωνάζοντας και θριαμβολογώντας. Έβγαιναν από τα γραφεία οι υπάλληλοι και μας βλέπανε! Μετά από εμάς όμως, που βγήκανε κάποιοι φοιτητές δεν τους δέχτηκαν. Ωστόσο τους δέχτηκαν όταν έδωσε η Χούντα την αμνηστία και αποφυλάκισε τους πάντες, τους δέχτηκαν στο Πανεπιστήμιο. Μετά τέλειωσα το Πανεπιστήμιο μεγαλώνοντας και δυο παιδιά, δούλευα ως καθηγήτρια αγγλικών, διορίστηκα... Τότε, τα χρόνια εκείνα για να διοριστείς, πήγα στην Αλεξανδρούπολη, ήμουν στις Σέρρες, και μετά είχα την χαρά και την τιμή να αποσπαστώ στο Τμήμα Νηπιαγωγών της Θεσσαλονίκης. Έμεινα 10 χρόνια εκεί ως βοηθός των καθηγητών και είμαι ευτυχής για αυτή την εμπειρία που είχα, γιατί διάβασα πολύ, οργανώσαμε προγράμματα. Ασχολήθηκα δηλαδή με την πρώτη γραφή και ανάγνωση ως μεθόδους μάθησης και αυτό βέβαια γενικά με βοήθησε πάρα πολύ και στο σχολείο μετά. Τελικά πήρα σύνταξη στα 65 μου, δουλεύοντας σε δημοτικό. Από το δημοτικό εκείνο, η φιλία που μου έμεινε είναι με έναν μαθητή μου αυτιστικό, τον οποίο τον γνώρισα στην τρίτη δημοτικού βέβαια εκεί, ο οποίος τώρα είναι 23 χρονών και είμαστε φίλοι. Επικοινωνούμε και πολλές φορές όταν έχει στρες, όταν έχει άγχος. Ξέρω πάρα πολύ καλά, γνώρισα και τη μητέρα του και πολλές φορές κουβεντιάζουμε και αισθάνομαι πάρα πολύ χαρούμενη που για τον Βασίλη είμαι μια γνωριμία στα 9 του χρόνια και είμαι ακόμη το πρόσωπο στο οποίο προσφεύγει ως αυτιστικός. 

Δ.Κ.:

Να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις και εγώ.

Γ.Σ.:

 Βεβαίως, βεβαίως!

Δ.Κ.:

Θυμάστε πώς ήτανε η Θεσσαλονίκη τα χρόνια που επιβλήθηκε η δικτατορία; 

Γ.Σ.:

Ναι. Ήτανε μία πόλη πολύ διαφορετική βέβαια, με πολλά στενοσόκακα κι αυτά. Άνοιξε, μετά τον μεγάλο σεισμό του ‘78 άνοιξαν οι μεγάλες λεωφόροι. Μια επαρχιακή πόλη, λίγο έως πολύ. Ήμασταν εξοικειωμένοι και με το κέντρο της πόλης και εμείς εδώ που μένουμε, που ήταν όλο μονοκατοικίες και μεσαίας τάξης άνθρωποι, υπήρχαν γειτονιές, κουβέντες! Και ήτανε μία πόλη η οποία είχε τον απόηχο της δολοφονίας Λαμπράκη. Προσπαθούσαμε να... Ήταν ένα πρόβλημα να κάνεις πορείες, να [00:35:00]κάνεις συγκεντρώσεις, και στο Πανεπιστήμιο τότε δεν είχε... από τη Μελενίκου ήτανε χτισμένα εκεί, στα πάνω στους τοίχους που έχουν αποκαλυφθεί, στον τοίχο που έχει αποκαλυφθεί, είχε καταστήματα και δεν μπορούσες να περάσεις, να πας προς τα εκεί. Και ο μόνος δρόμος ήταν στο Άσυλο του Παιδιού, στη... Και δεν υπήρχε και το συντριβάνι τότε, ήταν πολύ πιο στενός ο δρόμος. Και φάγαμε αρκετό  ξύλο! Και εμείς τα κορίτσια φορούσαμε φούστες φαρδιές, για να μπορούμε να τρέχουμε, τότε δεν φορούσαμε παντελόνια. Και παπούτσια κρεπ, που τα λέγαμε τότε, μαλακά, γιατί ούτε και αθλητικά φορούσαμε πια, 20 χρονών κοπέλες, δεν φορούσαμε τα ελβιέλα, αλυσίδα, εκείνα τα πολύ αθλητικά της γυμναστικής τα παπούτσια, όπως φοράτε τώρα όλες σας. Όχι φοράτε, κι εγώ που είμαι 70 χρονών φοράω τέτοια παπούτσια. Και ήταν μία πόλη... εμείς που είχαμε και πολιτική δράση, που ήξερες ότι κάποιος βλέπει τι κάνεις στον κοινωνικό χώρο. Αλλά είχαμε και στέκια, καφενεία και στην Τσιμισκή εκεί και παρέες και πολύ σινεμά πηγαίναμε και... Ήτανε μία πόλη ζεστή! Και ταβερνούλες και στην Πάνω Πόλη και στην παραλία...

Δ.Κ.:

Δεν φοβηθήκατε να αντιδράσετε; 

Γ.Σ.:

 Κοίταξε, ο φόβος υπάρχει πάντα! Θα πεις ψέματα ότι δεν έχεις αγωνία για το τι θα σου συμβεί. Αλλά όταν συνεδριάζεις με τον εαυτό σου, παίρνεις απόφαση με ποια πλευρά θα πας. Και βέβαια, όποια πλευρά και να πάρεις έχει κόστος. Και απ' την οικογένεια μου είχα διαπαιδαγωγηθεί και μετά με τις παρέες που έκανα, των παιδιών, συμφοιτητών, συμφοιτητριών κ.τ.λ. λέγαμε ότι ναι, θέλουμε μια ανοιχτή κοινωνία. Και αυτό επιδιώκαμε. Και βέβαια η δικτατορία ήρθε και τα καπάκωσε εντελώς πια! Διότι θα ξέρετε, ασχολείστε και με τα κοινωνικά ζητήματα, ότι η δικτατορία το πρώτο πράγμα που έβγαλε ήταν οι στρατιωτικές εντολές για το τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να κάνουμε στην προσωπική μας ζωή, τι μουσική θα ακούμε, μάζεψε βιβλία και τα 'καψε και τα εξαφάνισε, τα πολτοποίησε, δεν ξέρω τι τα έκανε. Έκλεισε βιβλιοπωλεία, έκλεισε εκδοτικούς. Έκανε λογοκρισία σε εφημερίδες, στις μουσικές, σε όλα, σε όλα, σε όλα! Και είχαμε και τον χαφιέ που μας ακολουθεί, που έλεγε ο φίλος ο Διονύσης ο Σαββόπουλος. 

Δ.Κ.:

Η πρώτη πράξη δηλαδή που θυμάστε να κάνετε ως αντιστασιακή σε αυτό το καθεστώς, ποια ήτανε; 

Γ.Σ.:

Το μόνο που... δεν κάναμε φοβερά πράγματα, πετάξαμε προκηρύξεις. Και αυτό ήτανε κάτι πολύ επικίνδυνο για το καθεστώς. Δεν είχαμε τρόπο, άλλον τρόπο έκφρασης. Εσείς έχετε τα διαδίκτυα τώρα, έχετε... Αν και στις χώρες, τις αυταρχικές χώρες και τα διαδίκτυα τα κλείνουνε μια χαρά, δεν... Δεν είχαμε... Δηλαδή ένα συνθηματάκι στον τοίχο είχε έννοια να το γράψεις. Όχι να μουντζουρώνεις όπως τώρα. Και να ρίξεις μια προκηρυξούλα, είχε έννοια.  

Δ.Κ.:

Το θεωρούσατε χρέος προς τους γονείς σας; 

Γ.Σ.:

Όχι, καθόλου! Προς τον εαυτό μου και στη ζωή μου! Οι γονείς μου ανησυχούσανε και αγχώνονταν. Με συμπαραστάθηκαν βέβαια και με υποστήριξαν πάρα πολύ, και οικονομικά και συναισθηματικά και πρακτικά και με τα επισκεπτήρια τους και με τη... Αλλά η μητέρα μου μου 'λεγε: «Κορίτσι μου, το 'χεις καλοσκεφτεί; Και να τελειώσεις το Πανεπιστήμιο –όταν ήρθε και η... ήμουνα στη φυλακή όταν ήρθε η απόφαση για την αποβολή– τι θα κάνεις; Αλλά και να τέλειωνες το Πανεπιστήμιο, για καθαρίστρια σε έβλεπα να δουλεύεις, για καθηγήτρια δεν σε [00:40:00]βλέπω να δουλεύεις». Αυτό πίστευε η μητέρα μου, γιατί ήξερε, οι αριστεροί και οι αριστερίζοντες και μετά τη διαδικασία και την εμπειρία του Εμφύλιου και των πολιτικών καταστάσεων εκείνων των χρόνων, θέλανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν να υπογράψεις ότι δε θα είσαι ο εαυτός σου, αυτό ήταν στην πραγματικότητα.  

Δ.Κ.:

Είχατε υπογράψει κι εσείς; 

Γ.Σ.:

Όχι βέβαια! Μου το ζήτησαν στις ανακρίσεις για να με αφήσουν. Μου λένε: «Γράψε τώρα εδώ πέρα ότι δεν θα ανακατευτείς ξανά, να βγεις, γράψε και στον φίλο σου που είναι στην εξορία να έρθει και εκείνος, να παντρευτείτε, να δείτε τον εαυτό σας». Αυτά σου τα λένε από την πρώτη στιγμή για να σε πείσουνε. Οι ανακρίσεις έχουνε μορφές πίεσης ασφυκτικής με κάθε μέσο, και συμβουλές, καλοπιάσματα. Έτσι παίζει! Η αλήθεια είναι ότι εμένα, δεν ξέρω για ποιο λόγο, δε με δείρανε! Και υποψιάζομαι ότι το κάνανε γιατί τότε στην Ασφάλεια ήταν ένας ξάδερφός μου με το ίδιο επώνυμο, Σαρηγιαννίδης. Και ήταν και ενομοτάρχης κιόλας. Και τον στείλανε μέσα στο κρατητήριο, όπως ήμουνα μόνη μου, ξεκλείδωσε μόνος του και μπήκε. Εγώ του έκανα έναν καβγά βέβαια, καταλαβαίνεις, ε; Του λέω: «Δεν ντρέπεσαι; Ξεκλειδώνεις μόνος σου, τι ξεκλειδώνεις και πού έρχεσαι;» Και προσπάθησε να με πείσει να κοιτάξω το εαυτό μου και να αφήσω τους ηρωισμούς και, ξέρεις, όλα αυτά που λένε. Και υποψιάζομαι ότι γι' αυτό, γιατί κι αυτός έδερνε, ήτανε μέσα στο ανακριτικό τμήμα, στο τρίτο σώμα στρατού μέσα. Υποψιάζομαι, γι' αυτό δεν με δείρανε και γι' αυτό με είχανε και ολομόναχη, ολομόναχη, σε ένα δωμάτιο ημιυπόγειο, με ένα φως που άναβε 24 ώρες το 24ωρο. Επί 10 μήνες. Και βέβαια, εντάξει, συντροφιά είχα, γιατί ήτανε το κτήριο αυτό, σου είπα, ένα, μια παλιά κατοικία μεγαλοαστού θα ήτανε, το οποίο είχε σε κείνο το δωμάτιο κάτω, είχε σανίδια στο πάτωμα, απ' τα οποία... τα οποία όμως είχανε τρυπούλες και από τα οποία βγαίναν τα ποντικάκια και με κάνανε παρέα το βράδυ. Τέτοιους φίλους είχα, τέτοια παρέα, ναι. Αλλά όλα αυτά βρίσκεις τρόπους να τα αντέξεις, γιατί ξέρεις ότι είσαι αξιοπρεπής, έχοντας το κεφάλι ψηλά, ότι εσύ είσαι, αυτό πιστεύεις και, αφού το πιστεύεις, θα το υπερασπιστείς.  

Δ.Κ.:

Με βάση αυτό που μου είπατε τώρα, το θεωρείτε και για την άλλη πλευρά αυτό; 

Γ.Σ.:

Για την άλλη πλευρά, να;... Ναι, παίρνεις...

Δ.Κ.:

Ότι υπερασπιζόταν...

Γ.Σ.:

Υπερασπιζόταν ένα αυταρχικό, απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο δέρνανε κόσμο στις... Εγώ πιστεύω ότι ναι, υπάρχουν άνθρωποι που έχουνε διαφορετικές απόψεις, αλλά εγώ δεν ήθελα να επιβάλω την άποψή μου με το... δέρνοντας και βασανίζοντας και κάνοντας ηλεκτροσοκ. Γιατί εμένα δε με βασανίσανε σωματικά τόσο πολύ, με την έννοια ότι δε με δείρανε, δε με πονέσανε, τέτοια. Με είχανε από τον Αύγουστο μέχρι τον επόμενο Ιούνιο μόνη μου, σαν τον... Ναι, φαντάζομαι ότι δεν τρελάθηκα. Αλλά άλλες συγκατηγορούμενές μου και φίλες μου, όπως την Ασπασία την Καρά και την Δώρα την Κουλμανδά, που πέθανε βέβαια η Δώρα, και άνδρες, τους κάνανε ηλεκτροσοκ, στην κοιλιά, στον αφαλό, στα χέρια. Συνθήκες που δεν ξέρω αν θέλεις να τις περιγράψω, δεν τις περιγράφω εγώ. Δεν αντέχω να τις περιγράψω! Βέβαια εμένα με είχανε μόνη μου, αλλά πότε πότε μου φέρνανε και καμιά που μαζεύαν από το δρόμο. Που την προφυλακιζαν για λίγες ώρες για να την παραπέμψουν αλλού και τέτοια, γιατί το τμήμα μεταγωγών είναι τμήμα διερχομένων στην πραγματικότητα. Παίρνουνε, όταν μεταφέρουνε ένα κρατούμενο από ένα σημείο [00:45:00]κράτησης σε άλλο και δεν προλαβαίνουν να πάνε αμέσως, τον κρατάνε για λίγο στο Μεταγωγών. Και πιάνανε από το δρόμο γυναίκες, ελευθερίων... εκδιδόμενες, τέλος πάντων, και τις φέρνανε. Εγώ τις σεβόμουνα βεβαια, αλλά εγώ, επειδή έμεινα πολύ εκεί, πολλούς μήνες, μου επέτρεψαν και είχα ένα στρώμα. Γιατί στο Μεταγωγών δεν επιτρέπεται να έχει ούτε καρέκλα ούτε σκεπάσματα ούτε τίποτα, είναι... Και αυτές οι γυναίκες θα στεκόντουσαν όρθιες και εγώ θα είχα κρεβάτι και θα καθόμουνα; Και φαγητό να τις ταΐσω. Και βέβαια κάποιες ήταν τοξικομανείς και είχανε κρίσεις και άλλες είχανε άλλα... Δηλαδή γνώρισα μια πλευρά της ζωής γυναικών αλλιώτικη. Καλά, εγώ, ακριβως επειδή και πιο μπροστά και στις Λαμπράκισσες δούλευα με τις γυναίκες, πηγαίναμε στα χωριά και κάναμε διάφορες εκδηλώσεις και μιλάγαμε για τη ζωή των γυναικών, γι αυτό και αργότερα μετά τη δικτατορία αναλώθηκα πολύ στο Φεμινιστικό Κίνημα, έδειχνα σεβασμό σε αυτές τις γυναίκες, τις φρόντιζα. Δηλαδή αν είχα κάτι στην άκρη, κι αν δεν είχα, επειδή είχε ένα μαγειρίο εκεί πέρα για τους χωροφύλακες που μαγειρεύανε, παρακαλούσα εκεί κανένα χωροφύλακα, κανένα πιάτο φαϊ, κάτι και... Δηλαδή τις έδειχνα σεβασμό και τις άκουγα τις ιστορίες τους χωρίς να... με απόλυτο σεβασμό, χωρίς να τις σχολιάσω και χωρίς να δείχνω αποστροφή για αυτό που κάνανε. Απλά οι περισσότερες ήτανε πάρα πολύ ταλαιπωρημένες και πολύ... εκδιδόμενες και είχαν ανθρώπους που τους τρώγαν τα χρήματα και ξέρετε. Δηλαδή γνώρισα εκεί κι αυτή την πλευρά της ζωής.

Δ.Κ.:

Νιώσατε ανακούφιση το 1974;

Γ.Σ.:

Βέβαια! Όταν έπεσε η δικτατορία, αποφυλακίστηκαν οι τελευταίοι κρατούμενοι, αποφυλακίστηκαν και οι συντρόφισσές μου που ήταν στη φυλακή ακόμη, που είχανε μεγάλες ποινές, και ελπίζαμε ότι θα μπούμε σε μία... πώς το λένε, δυτικού τύπου δημοκρατική χώρα. Όπως και έγινε, με τα προβλήματά της και με τα ζόρια της, αλλά... 

Γ.Σ.:

Τη θυμάστε εκείνη τη μέρα; 

Γ.Σ.:

Ναι, όπως θυμάμαι και τη μέρα της δικτατορίας. 

Δ.Κ.:

Μπορείτε να μου τις περιγράψετε; 

Γ.Σ.:

Τη μέρα της δικτατορίας ήταν εδώ, ήταν το σπιτάκι μας, εδώ. Και εκείνη την ημέρα γυρίσαμε αργά, με έφερε ο Παναγιώτης αργά στο σπίτι, τότε δεν είχε και κυκλοφορίες και έμεινε, κοιμήθηκε στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου πάντα έφευγε πολύ πρωί για τη δουλειά. Έφυγε και γύρισε ύστερα από λίγο και χτυπάει πόρτες και τραβάει σκεπάσματα. «Σηκωθείτε, παιδιά, έγινε δικτατορία!» Διότι είδε τα τανκς έξω. Και εμείς δεν είχαμε καμία συμβουλή από το κόμμα για τη δικτατορία. Ντυθήκαμε με τον Παναγιώτη και περπατούσαμε τη μισή μέρα στην πόλη μέσα. Ε, και ακούγαμε βέβαια «απαγορεύεται εκείνο», «απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις», «απαγορεύονται αυτά»... Δεν είχε και συγκοινωνίες και όλα παύσανε! Και μετά καταφύγαμε σε μια ξαδέρφη του Παναγιώτη, δεν ήρθαμε στα σπίτια μας δηλαδή, γιατί υποψιαζόμαστε τι θα γίνει, αλλά την άλλη μέρα ο Παναγιώτης πήγε στη δουλειά, δούλευε στο βιβλιοπωλείο «Θεμέλιο» και τον πήραν αποκεί. Πήγαν και τον πιάσανε από το... πήγε εξορία. Εγώ ήμουνα, συνέχιζα στο πανεπιστήμιο, πήγα στο πανεπιστήμιο, αλλά ερχόντουσαν πότε πότε στο σπίτι και... «Ποιοι μένετε εδώ, πόσοι μένετε» αυτό για να... Και τα σπίτια μας ήταν υπό επιτήρηση. Και το σπίτι μας, όπως είναι το οικόπεδο έτσι, είχε μία, ένα αδιέξοδο δρομάκι από πίσω, ήταν όλο μονοκατοικίες έτσι από πίσω και απ' την κάτω και από τον δρόμο τον κανονικό εδώ. Και ένας ήταν αποδώ και άλλος ήταν αποκεί. [00:50:00]Δυο ασφαλίτες περιμένανε στις πόρτες! Έπρεπε να κάνεις κόλπα για να τους ξεφύγεις. Θυμάμαι, ναι, είναι αστεία, θυμάμαι ότι όταν ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε και κατέβηκα εγώ να ψωνίσω και εσώρουχα και αυτά, ο ασφαλίτης μπήκε μαζί μου στο κατάστημα, στο τμήμα γυναικείων εσωρούχων και στεκότανε παράμερα εκεί και περίμενε να βγω, να τελειώσω, να βγω και να με πάρει από πίσω. Δηλαδή κι όταν βγήκαμε τον πρώτον καιρό μάς είχανε υπό επίβλεψη.

Δ.Κ.:

Και την ημέρα που έπεσε η δικτατορία;  

Γ.Σ.:

Την ημέρα που έπεσε η δικτατορία ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και πανηγύριζε. Και εμείς ήμασταν όλο χαρά! Τότε βέβαια δεν υπήρχανε και πολλά τηλέφωνα, ξέρεις, ήτανε... τους στενούς φίλους και συγγενείς, όσοι είχαν τηλέφωνα στο σπίτι προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε και να πούμε τι ωραία, τι καλά!  

Δ.Κ.:

Και μια τελευταία ερώτηση θα κάνω...

Γ.Σ.:

Ναι.

Δ.Κ.:

...και έχουμε τελειώσει, είμαι πλήρης. Θεωρείτε ότι όλον αυτόν τον αγώνα που κάνατε, και μετά τη δικτατορία και πριν, τον αξίζουμε εμείς σήμερα; Εμείς, η δικιά μου η γενιά τώρα, το αξίζαμε αυτό που κάνατε εσείς; Που περάσατε όλο αυτό το διάστημα στις φυλακές; Που αγωνιστήκατε; Το αξίζει η επόμενη γενιά;

Γ.Σ.:

Αυτό είναι αντικείμενο μιας ολόκληρης μελέτης! Καταρχήν πιστεύω ότι άξιζε για μας τους ίδιους, γιατί εγώ τουλάχιστον λέω ότι νοιάστηκα για τον διπλανό μου. Αυτή η προσφορά κι αυτή η ελπίδα που είχαμε ήταν, προσφέροντας στην κοινωνία και απαιτώντας ένα ελεύθερο, δημοκρατικό καθεστώς στη χώρα, ότι νοιαζόμασταν για την ευημερία όχι του εαυτού μας μόνο, της οικογένειάς μας κλειστά, αλλά θέλαμε μια κοινωνία ανοιχτή, με τους κινηματογράφους της, με τα βιβλία, με τις εκδόσεις, με τις συναυλίες, με το σεβασμό στο διαφορετικό άλλο και αυτό ήταν αυτό που μπορούσαμε τότε και σε εκείνες τις συνθήκες να κάνουμε. Αυτή ηταν η πρόθεσή μας τουλάχιστον. Εγώ τώρα διστάζω να πω τι αφήσαμε και τι απόηχος υπάρχει σε αυτό, διστάζω να το πω, δεν ξέρω ακριβώς. Σήμερα είναι τόσο διαφορετικές οι κοινωνικές συνθήκες, που πρέπει κανείς να τις ξαναδεί και να μετρήσει τι άφησε και τι πήρε. Αλλά κάθε μέρα, κάθε μέρα ανατρέπονται πράγματα! Ο τρόπος επικοινωνίας, ο τρόπος πληροφόρησης, ο τρόπος εξωτερίκευσης. Στην πραγματικότητα εμείς ήμασταν παρέες, παρέες, παρέες, στα καφέ, στις ταβερνούλες, στις διαδηλώσεις, στα Πανεπιστήμια, στα... Παρέες στα γρασίδια, κουβέντες! Και καβγάδες με τους εκοφίτες αλλά και συζητήσεις και στα αμφιθέατρα. Νομίζω ότι τώρα δεν γίνονται αυτά, όλοι ανταλλάσσουνε ξερές κουβέντες ηλεκτρονικές. Κι αυτό δεν είναι ακριβώς επικοινωνία, νομίζω. Δεν είμαι κοινωνικός επιστήμονας, αλλά αυτή την αίσθηση έχω. Είναι μία... Γράφεις μια φράση, η οποία μπορεί να είναι και υβριστική, αλλά επειδή δεν τον βλέπεις τον άλλον στα μάτια, άνετα τη γράφεις. Κι επειδή ο άλλος δεν έχει την... δεν μπορεί να τη διαπραγματευτεί αυτή, να διαπραγματευτεί αυτή, ή γράφει, απαντάει με μία αντιστοιχη θυμωμένη βρισιά ή δεν απαντάει καθόλου. Εγώ αυτή τη χρήση των μέσων δεν τις κάνω. Περισσότερο... Έχω μία σελίδα στο facebook, γράφω, έγραφα λίγα πράγματα, έγραψα, δηλαδή η ταυτότητά μου φαίνεται εκεί, αλλά δεν ανταλλάσσω τέτοιου είδους μηνύματα και γνώμες. Θα μπορούσα με τις ώρες να κουβεντιάζω μαζί σου και να έχουμε διαφορετικές απόψεις, να πιούμε κι έναν καφέ, αλλά όχι να επιτεθώ και να χαρακτηρίσω έτσι που να μην μπορείς να μου απαντήσεις. Δεν ξέρω, εσείς θα το εκτιμήσετε. Όσοι τα [00:55:00]μαθαίνετε, γιατί φοβάμαι πως δεν τα ξέρετε αυτά. Δεν ξέρω πόσα παιδιά της ηλικίας σας ασχολούνται με την Ιστορία των Ιδεών στη χώρα.

Δ.Κ.:

Πολύ λίγα. Πολύ λίγα. Ευχαριστώ πάρα πολύ! 

Γ.Σ.:

Παρακαλώ! Μου άρεσε η παρέα σου! Έναν καφέ δε σου 'κανα. Είπες «γρήγορα, γρήγορα, πάμε μέσα, πάμε μέσα» και δε σου πρόσφερα... Να σου φέρω ένα γλυκάκι; Έναν καφέ θέλεις;