© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Λύρα, τραγούδι και (μερακλίδικη) παρέα: ο Δημήτρης Βεργαδής από τις Μέλαμπες της Κρήτης αφηγείται

Istorima Code
11095
Story URL
Speaker
Δημήτριος Βεργαδής (Δ.Β.)
Interview Date
07/09/2021
Researcher
Αντώνης Λεοντίδης (Α.Λ.)
Α.Λ.:

[00:00:00]Είναι Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου, βρίσκομαι στο Ρέθυμνο της Κρήτης και είμαι εδώ με τον κύριο...

Δ.Β.:

Δημήτρη Βεργαδή.

Α.Λ.:

Εγώ λέγομαι Αντώνης Λεοντίδης, είμαι ερευνητής για το Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη.

Δ.Β.:

Βεβαίως.

Α.Λ.:

Κύριε Δημήτρη, πού γεννηθήκατε;

Δ.Β.:

Γεννήθηκα στις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, στο Ρέθυμνο.

Α.Λ.:

Και μεγαλώσατε στο χωριό;

Δ.Β.:

Μεγάλωσα στο χωριό. Μετά έφυγα από το χωριό. Επήγα στην Αστυνομία, στην Αστυνομία πόλεων. Κάθισα στην Αθήνα γύρω στα τριάντα χρόνια. Μετά έφυγα από την Αθήνα, πήρα σύνταξη, κατέβηκα στο Ρέθυμνο και μένω στο Ρέθυμνο τώρα. Και πηγαίνω κι έρχομαι στο χωριό, στις Μέλαμπες, τακτικά.

Α.Λ.:

Στο χωριό, τα πρώτα χρόνια που μεγαλώσατε εκεί… Καταρχάς, πείτε μου πότε γεννηθήκατε;

Δ.Β.:

Εγεννήθηκα στις 14 Μαρτίου του 1949. Στο χωριό. Εκεί έζησα τα μικρά μου χρόνια, μέχρι που πήγα φαντάρος. Μετά γύρισα από φαντάρος, έκατσα κάνα δυο χρόνια στο χωριό και μετά έφυγα για την Αθήνα, γιατί οι δουλειές ήτανε δύσκολες εκείνα τα χρόνια. Δουλεύαμε εργάτες, ήμασταν από φτωχή οικογένεια, φτωχός ο πατέρας μου και αναγκάστηκα να φύγω να πάω για καλύτερα, και πήγα στην Αστυνομία. Εντάξει, τώρα πήρα σύνταξη και μένω στο Ρέθυμνο, πηγαίνω κι έρχομαι στις Μέλαμπες.

Α.Λ.:

Έχετε άλλα αδέρφια;

Δ.Β.:

Είμαστε τέσσερα αδέρφια. Τρία εν ζωή, ο μικρότερος έχει πεθάνει, πέθανε πριν δύο χρόνια, κι είμαστε τρεις τώρα. Ο μεγάλος μου αδερφός μένει στο Ναύπλιο, η αδερφή μου μένει στην Αγία Γαλήνη, γιατί ο πατέρας μου ήταν ανάπηρος του Αλβανικού πολέμου κι είχενε άδεια περιπτέρου και την κληρονόμησε η αδερφή μου σαν ελεύθερο κορίτσι και την πήγε στην Αγία Γαλήνη, είχε μια θέση εκεί πέρα για περίπτερο, και έκανε το περίπτερο εκεί κι έχει παραμείνει τώρα εκεί αυτή.

Α.Λ.:

Ο πατέρας σας σάς έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο;

Δ.Β.:

Βεβαίως μας έλεγε ιστορίες και θυμάμαι μια συγκεκριμένη ιστορία που λέει. «Ήμασταν στην Αλβανία, στα χιόνια, και ήταν σκοτωμένοι ανθρώποι και κοιμόμασταν απάνω στα πτώματα. Και μια στιγμή, όπως εκοιμόμουνα, ακούω ένας και κάνει “μμμ” και τον είχα πατήσει στο στομάχι κι έφυγε αέρας κι έκανε το “μμμ”». Ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα στον πόλεμο, ήταν ακρωτηριασμένος από τα κάτω άκρα, κι είχε πάρει σύνταξη.

Α.Λ.:

Τα πρώτα χρόνια στο χωριό πώς ήταν; Έπρεπε να δουλεύετε σαν παιδί;

Δ.Β.:

Δούλευα από τότε που άρχισα και μπορούσα και δούλευα. Εδούλευα. Σε ξένες δουλειές, σε βαριές δουλειές. Στην Αγία Γαλήνη το πλείστον δουλεύαμε ήταν το πυρινάδικο στην Αγία Γαλήνη, γιατί τώρα έχει κλείσει λόγω τουρισμού. Και κατέβαινα, έφευγα, εδουλεύαμε τότε 12 ώρες, όχι 8 που δουλεύουνε τώρα. Έφευγα από τις Μέλαμπες για να πάω να είμαι 6 η ώρα στην Αγία Γαλήνη, έφευγα 5 η ώρα από τις Μέλαμπες, που ήτονε νύχτα. Τον χειμώνα, ας πούμε, ξημερώνει 7 η ώρα. Εγώ έφευγα 5 η ώρα, πήγαινα στην Αγία Γαλήνη νύχτα, έπιανα δουλειά 6 η ώρα, δούλευα μέχρι τις 6 η ώρα το απόγευμα, πάλι νύχτα. Και μετά ξανάφευγα και ξαναπήγαινα στις Μέλαμπες. Αυτή τη δουλειά έκανα. 11 χιλιόμετρα ποδαρόδρομος να πηγαίνω το πρωί και να γυρίζω το βράδυ στις Μέλαμπες. Και ήταν δηλαδή μια ζωή καταδίκη. Καταδίκη. Γι' αυτό αναγκάστηκα μετά και σηκώθηκα κι έφυγα. Αμπέλια σκάβαμενε, όπου βρίσκαμε μεροκάματα, σε οικοδομές, οπουδήποτε υπήρχε μεροκάματο πήγαινα.

Α.Λ.:

Πόσο χρονών ήσασταν τότε που πηγαίνατε με τα πόδια;

Δ.Β.:

Πρέπει να 'μουνε 17-18 χρονών, ναι. 18-19, εκεί.

Α.Λ.:

Φύγανε κι άλλα άτομα από το χωριό να πάνε στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Ναι, φύγανε πολλοί. Πρέπει να 'μαστε είκοσι ένα άτομα κληρωτοί, χωρίς τα κορίτσια. Γύρω στα σαράντα άτομα ήμαστε κληρωτοί. Όταν έφυγα εγώ, δηλαδή από τα είκοσι ένα άτομα που ήμαστε, άντρες, δεν θυμάμαι τα κορίτσια, μπορεί να μείναν και παντρευτήκαν στο χωριό, αλλά από τα αγόρια εμείνανε μόνο δύο άτομα στο χωριό, μόνιμοι. Όλοι οι υπόλοιποι φύγαμε.

Α.Λ.:

Υπήρχε τότε ζωή στο χωριό;

Δ.Β.:

Αν υπήρχε; Τότε το χωριό ήτανε, είχε, δεν ξέρω αν είχε 2.000 άτομα. Εκεί περίπου. Είχε είκοσι ένα καφενεία, που τα θυμάμαι εγώ, και δουλεύαν όλα τα καφενεία. Είχε ζωή το χωριό. Είχε ζωή.

Α.Λ.:

Θυμάστε κάποια ιστορία από τα καφενεία αυτά;

Δ.Β.:

Πηγαίναμε, ρεφενίζαμε εκεί στα καφενεία τα βράδια. Κάναμε τα παρεάκια μας. Αυτά.

Α.Λ.:

Τι άνθρωποι σύχναζαν εκεί;

Δ.Β.:

Κοίταξε, οι Μελαμπιανοί είναι καλή ράτσα ανθρώποι. Εγώ θυμάμαι τώρα, γιατί ήταν μεγάλο το χωριό, είχενε απ’ όλα τα κόμματα, πολλούς αριστερούς. Λεγόταν η μικρή Μόσχα το χωριό μας. Θυμάμαι τώρα σε εκλογές, που σε άλλα χωριά δεν εσύνβαινε αυτό το πράγμα, εκλογές και αγκαλιαζότανε και οι δεξιοί και οι αριστεροί και οι πασοκατζήδες, δεν υπήρχε πασόκ τότε. Αγκαλιάζονταν, και τρώγαν, και πίναν. Ποτέ δεν εγίνηκε τσακωμός σε εκλογές. Για πολιτικά ποτέ. Ήμαστε αγαπημένοι. Ενώ άλλα χωριά, μικρότερα χωριά, να μην πω ονόματα τώρα γιατί δεν κάνει. Ήταν ένα χωριό, δίπλα στο δικό μου, οι οποίοι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, εδώ, στην Φορτέτζα. Ήτανε είκοσι Μελαμπιανοί, τους βάνανε χωριστά σε κελιά. Εδώ οι Μελαμπιανοί, εδώ οι Ανωγειανοί, εδώ οι Σαχτουριανοί, και ήτανε σε ένα κελί τριάντα Μελαμπιανοί, στο διπλανό κελί ήταν δύο από ένα χωριό και τσακωνόντουσαν κάθε μέρα. Δυο νομάτοι. Οι Ανωγειανοί ήταν δίπλα και λέγανε «Μα, κοίταξε, μωρέ, είναι δυο νομάτοι και τσακώνονται κάθε μέρα, και οι Μελαμπιανοί είναι τριάντα νομάτοι και είναι αγαπημένοι». Και λέει ο άλλος Ανωγειανός «Μη μου λες εμένα, οι Μελαμπιανοί είναι μυαλωμένοι ανθρώποι, ’κείνο είναι κι ο νους τους». Κατάλαβες. Ήταν καλή ράτσα ανθρώποι οι Μελαμπιανοί. Είναι δηλαδή, και συνεχίζουνε. Μερακλήδες ανθρώποι. Παρέες θυμάμαι πάρα πολλές, γιατί μου άρεσε κι εμένα το μερακλίκι. Μ’ άρεσε η λύρα, μ' άρεσενε. Τα όργανα μ' αρέσανε δηλαδή. Ήθελα να πάρω μια λύρα, να μάθω. Αλλά δεν είχα την οικονομική ευχέρεια. Κι ήταν ένας στο χωριό, κι ήτανε ζερβός. Έπαιζε τη λύρα ζερβά. Είχε μια λύρα, κι ήταν και ένα παιδί στο χωριό που έκανε φούρνο, ήταν φουρνάρης αυτός, είχε την οικονομική ευχέρεια. Κι είχε αγοράσει ένα λαγούτο. Και ξεκαρπούζενε αυτός λίγο λίγο το λαγούτο. Μου λέει «Να πάρουμε;» και του λέω «Ω, κακομοίτη Δεν έχω λεφτά, ίντα να κάμουμε;». Και πάει το κοπέλι και παίρνει τη λύρα του ζερβού, την αγόρασε. Και καθόμαστε στον φούρνο και παίζαμε με τη λύρα κι έρχεται ένας μετά που ήτανε μεθυσμένος. Έτσα για πλάκα δηλαδή. Και δεν εκατέω πώς την ακούμπησενε τη λύρα, και πέφτει χάμω η λύρα και σπα «Ω, γαμώ τη λύρα μου μέσα!». Έσπασε η λύρα, δεν είχα ύστερα άλλη δυνατότητα να πάρω λύρα, παράμεινε εκεί το θέμα. Φεύγω μετά και πάω στην Αθήνα, για να σου εξηγήσω δηλαδή το μερακλίκι. Σηκώνομαι πάω στην Αθήνα, που λες, πήγα εγώ στην Αστυνομία εκιά πέρα, δεν είχα άλλη δουλειά, λέω «Γαμώτο, έπρεπε να πάρω μια λύρα». Μα ήμουν και μεγάλος εδά. Πώς άρχισα, δηλαδή, και έπαιξα τη λύρα. Είχα κατέβει στο χωριό και μου 'χαν δώσει μια παραγγελιά ένας παπα-Βαγγέλης, όχι, ο παπα-Βαγγέλης έμενε στην Αθήνα, και μου 'χαν δώσει μια παραγγελιά να του τη βαστώ του παπα-Βαγγέλη, έμενε στο Κουκάκι. Πάω στο Κουκάκι και χτυπώ του παπα-Βαγγέλη την πόρτα. Τίποτα. Ξαναχτυπώ και βγαίνει ένας γέρος από πάνω και μου λέει «Ποιον θές;». Λέω «Τον παπά Βαγγέλη». Λέει «δεν είναι επαέ», μου λέει, Κρητικός, μου μίλησε κρητικά, «δεν είναι επαέ, μόνο αν θες άφησέ μου την παραγγελιά να του τη δώσω, ή αλλιώς έλα να περιμένεις και θα 'ρθει αυτός, σε κάνα μισάωρο το πολύ θα ’ναι εδώ». «Όϊ, θα τον περιμένω», λέω, «γιατί θέλω να τον ιδώ». Ανεβαίνω, λοιπόν, πάνω και μπαίνω στο σπίτι του και μου λέει «Από τις Μέλαμπες είσαι;», λέω «Ναι». «Εγώ», μου λέει, «είμαι ο Καραβίτης» κι εδά που στο λέω ανατριχιάζω. «Ο Καραβίτης», του λέω, «που παίζει τη λύρα;». Λέει «Ναι, ο Καραβίτης από τα Αχτούντα. Εγώ», μου λέει, «έχω κάνει παρέες στις Μέλαμπες. Τη λύρα μού την έμαθε ο Πολυζώης, ένας παλιός λυράρης στο χωριό, στις Μέλαμπες». Κουβεντιάζαμε εδά, μια στιγμή μου λέει, κατεβάζει τη ρακή, πίνουμε δυο-τρεις ρακές [Δ.Α.] και κατεβάζει τη λύρα και την [00:10:00]έπαιζε και άρχισα εγώ και τραγούδουνα. Και μου λέει ύστερα «Εσύ τραγουδείς ωραία, αν έπαιρνες μια λύρα θα την εμάθαινες». «Εδά;», του λέω. «Εγώ είμαι 25 χρονώ εδά. Εγώ τη λύρα όταν την άρχισα ήμουν 14-15 χρονών αλλά μου ’τυχε μια αναποδιά και ξεχάστηκε». «Όχι», μου λέει, «ξέρεις τις σκοπούς, κατέεις να τραγουδείς, θα μάθεις λύρα. Θα σου δώσω», μου λέει, «μια διεύθυνση και θα πας να πεις ότι σε έστειλα εγώ να σου δώσουνε μια λύρα». Και ήταν ένας στην Άνω Ηλιούπολη, ένας Φραγκιάς Χριστοδουλάκης από την Μπισταγή κι έφτιαχνε λύρες. Και μου λέει «Θα πας στον Φραγκιά και θα πεις ότι σε έστειλα εγώ να σου δώσει μια λύρα». Μου δίνει την κάρτα, του γράφει ένα από κάτω, ξέρω ’γώ, πάω βρίσκω τον Φραγκιά. Του λέω «Έρχομαι απ’ τον Καραβίτη και θέλω μια λύρα». Πιάνει αυτός, μου φέρνει μια λύρα εκιά, μου την κουρδίζει, και του λέω «Δοξάρι;». «Δεν έχω δοξάρι», μου λέει, «αυτές πάνε σκέτες οι λύρες». Παίρνω εγώ τη λύρα, κατεβαίνω, πάω ίσια κάτω στην Ομόνοια, εκεί που πουλούσανε είδη μουσικής, και παίρνω ένα δοξάρι, και πάω στο σπίτι, χωρίς να μου δείξει κανείς. Και καθίζω και ντρούγκου-ντρούκου, ντρούγκου-ντρούγκου, και βγάνω ένα σκοπό του Μουντάκη που λέει «Λεονταριού καρδιά βαστούν όσοι δεν αγαπούν», ο πρώτος σκοπός που έπαιξα στη λύρα. Να μην στα πολυλογώ, μετά από δυο μήνες, τρεις μήνες, σε ένα μήνα, εκατέβηκα στο χωριό και έπαιξα σε γάμο. Δηλαδή μ' άρεσε το όργανο. Έμαθα, ό,τι έμαθα σε δυο-τρεις μήνες, ό,τι έμαθα, το 'μαθα. Ε, μετά είχα παρέες, είχα, ξέρεις τώρα. Παράμεινε εκεί η λύρα. Έπαιζα ερασιτεχνικά. Αλλά έχω παίξει σε γάμους, σε παρέες στο χωριό, όταν γίνονταν γλέντια στο χωριό, εκάθιζα εγώ τελευταία και γλεντούσε όλη η νεολαία. Τον έπαιζα τανγκούς, ευρωπαϊκά, καλαματιανά, τέτοια. Γλεντούσανε καλύτερα από μένα παρά τον λυράρη. Που ο Μανώλης ο Μαργαρίτης ήτανε διάνοια. Τις τελευταίες ώρες εκαθόμουν εγώ κι έπαιζα λύρα και καθόντουσαν και περνούσανε καλύτερα μ’ εμένα παρά με τον Μανώλη τον Μαργαρίτη. Αυτά που λες.

Α.Λ.:

Ξεκινήσατε τη λύρα 25 χρονών.

Δ.Β.:

25 χρονών ήμουνα. Το είπα του Καραβίτη τότε, του λέω «25 χρονών; Έπρεπε εδώ και 10 χρόνια να πιάσω λύρα, εδά είμαι μεγάλος». «Ξέρεις τη μουσική», μου λέει, «ξέρεις και τραγουδάς, θα μάθεις». Και πραγματικά έμαθα. Θυμάμαι και εκοιμόμουνα το βράδυ και ξυπνούσα, θυμόμουν ένα σκοπό και σηκώνομουν και έπιανα τη λύρα και τον έπαιζα. Θυμάμαι μια φορά, συγκεκριμένα, είχα έρθει από ξενύχτι, νυχτερινός από τη δουλειά, 7 η ώρα στο σπίτι, και ξαπλώνω. Τότε ήταν οι τηλεοράσεις, η ΥΕΝΕΔ, και είχαν μουσική και είχαν ήχο, είχαν ήχο και δεν είχανε εικόνα. Άνοιξα την τηλεόραση, έτσα χαμηλά χαμηλά στο βάθος, ήταν και πρωί ακόμα, να μην ενοχλώ, και είχανε βάλει του Μουντάκη ένα τραγούδι που λέει «Πουλιά μου ταξιδιάρικα». Πω, πω και τρελάθηκα που τ’ άκουσα εκείνη την ώρα. Δεν εκοιμήθηκα, έπιασα τη λύρα αμέσως και το 'παιξα. Δηλαδή, άμα έχεις όρεξη, άμα θέλεις κάτι, το μαθαίνεις. Εντάξει, μου αρέσει η μουσική, έχω κάνει πάρα πολλές παρέες και στο χωριό και σε όλη την Κρήτη μπορώ να σου πω, έχω γυρίσει. Έχουμε πάει και εκτός Κρήτης. Στην Σαντορίνη πήγαμε δυο χρονιές με άλλους Μελαμπιανούς, μερακλήδες και αυτοί, και κάναμε καντάδα. Στην Πάτρα πήγαμε και κάναμε καντάδα. Όσο καιρό ήμουνα στην Αθήνα, είχα φτάσει μέχρι την Μακεδονία με τη λύρα και πήγαινα κι έπαιζα σε γάμους. Σε γάμο πήγα στην Καρδίτσα, στην Θεσσαλονίκη πήγα. Όσο καιρό ήμουνα στην Αθήνα. Ε, εντάξει, ψευτόπαιζα, ήμουν ερασιτέχνης λυράρης. Πιο πολύ το τραγούδι έχω εγώ απ’ το όργανο. Το τραγούδι μου αρέσει περισσότερο και τραγουδάω ωραία. Πήραν και τα κοπέλια, κι ο Γιάννης, κι ο γιος μου κι η κόρη μου, έχουν πάρει και τραγουδούνε κι αυτοί. Η κόρη μου τραγουδεί κι αυτή ερασιτεχνικά. Ο γιος μου κι αυτός παίζει και τραγουδεί με διάφορους καλλιτέχνες εδώ. Με τον Αλέξανδρο τον Παπαδάκη παίζανε πολλά χρόνια μαζί, με τον Γιάννη τον Τσουρδαλάκη, που ο Γιάννης ο Τσουρλαδάκης είναι τώρα η καλύτερη λύρα στην Κρήτη, η καλύτερη λύρα στην Κρήτη. Όχι για εμένα, παίζει την καλύτερη λύρα στην Κρήτη ο Γιάννης. Και παίζει με τον γιο μου μαζί κάπου κάπου.

Α.Λ.:

Ωραία. Και να σας πάω λίγο πίσω τώρα πάλι. Τον Καραβίτη τον γνωρίσατε καλύτερα;

Δ.Β.:

Τον Καραβίτη δεν τον εξανάειδα, τον Καραβίτη δεν τον εξανάειδα από τότε. Δηλαδή ’κείνο μου ’χει μείνει στο σπίτι του. Μετά, κατεβήκαμε στο χωριό μια φορά μαζί με τον παπα-Βαγγέλη, που ήταν συγκάτοικοι. Δηλαδή, ο παπα-Βαγγέλης έμενε στου Καραβίτη το σπίτι τότε που πήγα. Μετά, κατεβήκαμε στο χωριό με τον παπα-Βαγγέλη, «Θα πάμε να βρούμε τον Καραβίτη καμιά μέρα», «Θα πάμε να βρούμε τον Καραβίτη». Ήτανε στο χωριό αυτός, εκατέβαινε κάθε καλοκαίρι κι έκανε διακοπές. Δεν τον εξαναείδα από τότε. Πέθανε μετά και δεν τον είδα.

Α.Λ.:

Πριν πιάσετε τη λύρα, όταν ήσασταν στο χωριό ακόμα, ποιους είχατε ακούσει σαν νέος, σαν παιδί; Ποιοι παίζανε τότε;

Δ.Β.:

Λυράρηδες; Τότε ήταν ο Μανώλης ο Μαργαρίτης, ήταν ο αδερφός του ο Μιχάλης που έπαιζε καλύτερη λύρα απ’ τον Μανώλη, αλλά δεν ήταν τόσο να διασκεδαστικός όπως ήταν ο Μανώλης. Ο Μανώλης εγλεντούσε μ’ όλο τον κόσμο, με τα παιδιά, με τους γέρους, με τις γυναίκες. Ο Μιχάλης ήταν καλή λύρα, αλλά ήταν αυστηρός, στο παίξιμο. Δηλαδή, στην παρέα πάνω θα σου ’λεγενε «Εσύ δεν θα τραγουδήξεις» ή [Δ.Α.] ή «Μη μιλείς καθόλου». Αυτό το 'χενε κάνει ο παλιός λυράρης που δεν τον έφτασα εγώ, τον έφτασα βέβαια, τον Χατζιδάκη. Ο Χατζιδάκης είχενε δημιουργούσει τις καλές παρέες και την τάξη στην παρέα. Την είχε δημιουργήσει ο Χατζηδάκης. Τον οποίο εγώ δεν τον εθυμάμαι να παίζει σε παρέες. Τον εθυμάμαι βέβαια στα τελευταία του. Δυο φορές τον άκουσα να παίξει λύρα. Μια φορά είχε φέρει ο Βαγγέλης ο Σπυριδάκης, ένας λυράρης στο χωριό, είχε φέρει μια λύρα, την είχε φτιάξει ο Σταγάκης εδώ, ο γερο-Σταγάκης ο Μανώλης. Και την έφερε στο χωριό και καθόταν στο καφενείο κι επολέμαε να την κουρδίσει και δεν του κούρδιζε, [Δ.Α.], έκανε το γατζάκι πέρα πέρα. Λέει «Δώσε, βρε ανίψι, να τη δοκιμάσω εγώ». Και την παίρνει ο Χατζηδάκης, [Δ.Α.], και κάνει ετσέ με το δοξάρι και την κουρδίζει. Σαν το μαντολίνο. Την κουρδίζει και μετά αρχινά και την έπαιζε. Τότε θυμάμαι τον Χατζηδάκη που έπαιξε. Κι άλλη μια φορά στο καφενείο, πηγαίναμε κοπέλια. Ήταν ένα καφενείο στο χωριό. Εκείνα τα χώρια δεν μας αφήναν να πηγαίνουμε, δηλαδή ήμασταν 16 χρονών και δεν μας αφήναν να πηγαίνουμε στο καφενείο, αστυνομία μάς κυνηγούσε. Κι ήταν ένα καφενείο στην κάτω μπάντα του χωριού και το λέγανε «Κολλέγιο» και πηγαίναμε εκεί τα κοπέλια. Ήμασταν εκειδά μια φορά κι ήταν κι ο Χατζιδάκης εκιά. Κι έρχεται ο νοματάρχης του χωριού… Ο καφετζής είχε μια λύρα κι ένα μαντολίνο. Ήρθε ο νοματάρχης και τον έβαλε με το ζόρι. Δεν ήθελε να παίξει. «Όχι, θα παίξεις, θα παίξεις» και τον έβαλε κι έπαιξε. Αυτές τις δυο φορές θυμάμαι τον Χατζιδάκη. Αλλά αυτός ήτανε διάνοια. Και σκοπούς τους οποίους έχουμε βγάλει σε ένα cd τώρα ο σύλλογος Μελαμπιανών και τραγουδώ κι εγώ μέσα κι είναι όλοι αυτοί οι σκοποί του Χατζιδάκη. Ένας παλιός καλός λυράρης. Παλιός καλός λυράρης.

Α.Λ.:

Ο Χατζιδάκης είχε να κάνει και με το τραγούδι;

Δ.Β.:

Ναι, βεβαίως. Ήταν κι αυτός αυστηρός. Δηλαδή, έλεγενε «Εσύ, Αντώνη, θα τραγουδήσεις. Εσύ, Γιάννη, δεν θα τραγουδείς, μόνο πως θα αποπαίρνεις. Εσύ, Γιώργη, δεν θα τραγουδείς καθόλου». Κατάλαβες; Είχενε τάξη στην παρέα, λέει. Γι' αυτό βγήκανε καλές παρέες στο χωριό. Το ’χει βέβαια και ο τόπος και βγάνει μερακλήδες. Αλλά την παρέα αυτός την συντόνιζε. Και παραμένει ακόμα η παρέα [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Στις Μέλαμπες τραγουδάνε διαφορετικά; Έχουν κάποιο ιδίωμα;

Δ.Β.:

Έχουν, βεβαίως. Αυτό που υπάρχει στις Μέλαμπες, δεν υπάρχει πουθενά. Όπου και να ’χω πάει, έχω πάει σε πολλά μέρη, αυτό το ιδίωμα που έχουν στο χωριό, δεν υπάρχει πουθενά. Δηλαδή τραγουδά ένας, λέει την μαντινάδα, και αποπαίρνουν τριάντα νομάτοι κι ακούς μια φωνή. Ο Παπιράκης ο Μανώλης, που είναι πολύ γνώστης της μουσικής, όταν πρωτόρθε στις Μέλαμπες κι άκουσε παρέα… Γιατί εμείς κάνουμε πολλή παρέα. Όπου πάει ο Παπιράκης, πάω κι εγώ. Όπου πάει ο Παπιράκης, με παίρνει κι [00:20:00]εμένα. Και μου ’λεγε «Όταν πρωτόρθα στις Μέλαμπες και άκουσα την παρέα και τραγουδούσεν ένας και αποπαίρναν τριάντα νομάτοι και γρίκαες μια φωνή, έλεγα, αποκλείεται αυτοί οι ανθρώποι να μην έχουνε κάνει πενήντα πρόβες για να υπάρχει τόσος συγχρονισμός στην παρέα». Κι όμως, καμία πρόβα. Είναι…

Α.Λ.:

Αυτό το καθιέρωσε ο Χατζιδάκης;

Δ.Β.:

Ο Χατζιδάκης το καθιέρωσε. Βεβαίως.

Α.Λ.:

Και όταν ήσασταν στο χωριό, νέος, στις παρέες, ήτανε αυστηρός ο κόσμος γύρω από αυτό;

Δ.Β.:

Ήτανε, ναι, ήτανε. Εγώ θυμάμαι μια φορά, δηλαδή, εγώ ήμουνα παιδί και το θυμάμαι ακόμα και δεν θα το ξεχάσω και ποτέ, και τώρα αυτό προσπαθώ να μην το κάνω, κι αν δω κανένα που δεν ξέρει να τραγουδεί, θα τον εβοηθήσω. Ένας μια φορά με πρόσβαλε εμένα. Κι ήμουνα παιδί και τραγουδούσα εγώ καλύτερα από αυτόν, αλλά ήθελε να κάνει τον έξυπνο φαίνεται. Ήταν ένας στην Γερμανία, Λυρατζάκης Αντώνης, που έπαιζε φοβερή λύρα κι αυτός. Μιλάμε για λύρα τώρα. Δηλαδή, ’κείνη την εποχή ήταν Μουντάκης σκέτος. Όσα τραγούδια έβγανε ο Μουντάκης, τα ξεσήκωνε ο Λυρατζαντώνης και τα ’παιζεν ακριβώς σαν τον Μουντάκη. Αυτός ήταν στην Γερμανία κι αυτός, γιατί είχε πολυμελή οικογένεια, δεν μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει [Δ.Α.] και πήγε Γερμανία. Ήρθε με άδεια στο χωριό, που λες, κι εμένα με καλούσαν πάντα στις παρέες γιατί τραγουδούσα. Κάναμε παρέα ένα βράδυ και κατεβαίναμε στο χωριό, πού να σου πω τώρα, δεν ξέρεις, και είχεν εβγάλει ο Σκορδαλός τότε ένα σκοπό, «Ρωτώ τα ερίφια του βουνού» κι άρχισα εγώ να τον τραγουδάω. Μόλις άρχισα να τραγουδήσω, πετάεται ένας «Ωπ, αυτός ο σκοπός δεν είναι για σένα!». Εγώ φοβήθηκα, επροσβάλθηκα και πέρασε τόσος καιρός για να ξανατραγουδήξω σε λύρα. Λέω «Ρε γαμώτο, εγώ έχω...», δηλαδή, νομίζω ότι τραγουδούσα καλύτερα κι απ’ αυτόν κι απ’ όλους στην παρέα, και να μου πει τέτοια κουβέντα; Γιάντα μου το 'πενε; Τότε, γιάντα μου το ’πενε, δεν κατέω. Να με προσβάλει; Κακώς. Που εγώ τώρα αν ακούσω κανένα δίνω προτεραιότητα πάντα σε όλους, όχι μόνο στα μικρά παιδιά. Και στις μεγάλους, όποιος δεν κατέχει να τραγουδεί, θα σιμώσω και θα τον βοηθήσω. Γι' αυτό με θέλει ο Παπιράκης παρέα του μαζί. Γιατί πολλές φορές που καθόμαστε μου λέει «Βοήθεια, Δημήτρη, βοήθα». Κατάλαβες; Και τον βοηθάω. Κατάλαβες.

Α.Λ.:

Μάλιστα. Και, λοιπόν, όταν πήγατε στην Αθήνα; Για τι εποχή μιλάμε;

Δ.Β.:

Στην Αθήνα πήγα το ’72-’73.

Α.Λ.:

Με τι ασχοληθήκατε μόλις πήγατε στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Στην Αθήνα επήγα και δούλεψα κάνα εξάμηνο στην Colgate. Στην Colgate δούλεψα κάνα εξάμηνο. Μετά μου 'πε κάποιος «Δεν σηκώνεσαι να πας στην Αστυνομία;». Εμένα δεν μ’ άρεσε, λέω «Δεν θέλω εγώ αστυνομίες και τέτοια». Δεν μ' άρεσε. Κατέβηκα στο χωριό, μετά ήτανε Πάσχα, δούλευα στην Colgate και πήραμε άδεια το Πάσχα και κατέβηκα στο χωριό. Και με πιάσανε εδά, ο πατέρας μου ο μακαρίτης, που τον εσυγχωρώ τώρα, κι αυτόν και τον [Δ.Α.] που με βάφτισε. Μου λέει «Φιλιότσο, να πας στην Αστυνομία». Δεν ήθελα να πάω, δεν μ’ άρεσε δηλαδή η Αστυνομία. «Όϊ, θα πας, θα δεις ότι θα ’ναι ωραία». Και πήγα, δηλαδή, αναγκαστικά. Έδωκα τον λόγο μου κι έπρεπε να πάω. Σηκώνομαι πάω στην Αστυνομία και πάω στη Σχολή και σηκώνουμαι και φεύγω από τη Σχολή. Λέω «Δεν κάνω εγώ». Δεν μ’ άρεσε η Αστυνομία. Είχα βρει μια δουλειά στην Ρόδο να πάω σαν οδηγός σε μια εταιρεία εκεί πέρα. Λέω «Εγώ θα πάω». Μου δίνανε τότε 5.000 μηνιάτικο, 5.000 δραχμές. Κι εγώ στην Αστυνομία θα ’βγαινα, θα ’παιρνα ένα χιλιάρικο. Θα πάω με τις 5.000, μ’ ένα χιλιάρικο θα πάω; Είχα όνειρα, δηλαδή, να πάω… Μ’ άρεσε το αυτοκίνητο, μ’ άρεσε να γίνω επαγγελματίας οδηγός, φορτηγατζής και τέτοια, μ’ άρεσε κι εκείνο το επάγγελμα, μηχανικός ήθελα να γίνω. Τέλος πάντων. Πήγα στην Αστυνομία, σηκώνομαι και φεύγω από την Αστυνομία. Το μαθαίνει ο πατέρας μου και σηκώνεται κι έρχεται στην Αθήνα μαζί με τον νονό μου, τον Κονταρομιχάλη. Τον σεβόμουνα καλύτερα απ’ τον πατέρα μου. Τον ντρεπόμουνα δηλαδή, δεν μπορούσα να τον κοιτάξω. Και μου λέει «Φιλιότσο, πρέπει να πας! Και σαν μου δώσεις τον λόγο σου, θα πας και δεν θα ξαναφύγεις». Και μ’ αναγκάσαν, που λες, όχι μ’ αναγκάσαν, μ’ έπιασε το φιλότιμο κι εμένα και λέω «Θα πάω και δεν ξαναφεύγω» του λέω. Και τώρα τον εσυγχωρώ. Γιατί έκατσα, έκαμα είκοσι πέντε χρόνια στην υπηρεσία, όσο μπορούσα να πάρω σύνταξη. Δηλαδή μπορούσα να κάτσω και δέκα χρόνια ακόμη. Εγώ έφυγα 47 χρονώ από την Αστυνομία μετά. Και πήρα μια σύνταξη καλή κι έφυγα νεότατος. Και έκαμα τα ρεμπελίκια μου μετά, τις παρέες μου μετά, δουλειές εδώ στο χωριό, πάω, έχουμε λίγη περιουσία και πάω κι ασχολούμαι, ασχολούμαι με το κυνήγι, ασχολούμαι με το ψάρεμα, πάμε με τον Γιάννη στο ψάρεμα και βγάνουμε πολύ ψάρι. Βγαίναμε, τώρα δεν υπάρχουνε ψάρια. Πήγα προχθές κι έκαμα μια διαδρομή, από τον Άη Γιώργη πήγα την Αγία Γαλήνη και γύρισα, μια διαδρομή 5-6 χιλιόμετρα, κι έβγαλα 2-3 κιλά ψάρι, που έπρεπε να βγάλω 10 κιλά. Ασχολούμαι και με το κυνήγι. Αυτά. Λίγο κρασάκι βγάζομενε, λίγο λάδι, αυτά, έτσι. Για να ασχολούμαστε δηλαδή.

Α.Λ.:

Στην Αθήνα, που ήσασταν στη Σχολή, τότε φαντάζομαι ήταν μία διαφορετική πόλη. Θυμάστε την Αθήνα πώς ήτανε;

Δ.Β.:

Βεβαίως. Όταν πήγα εγώ στην Αθήνα έμενα στα Πετράλωνα. Μια περιοχή, μια φτωχογειτονιά. Κι όταν επήγα στα Πετράλωνα, ήτανε χωράφια, καμία πολυκατοικία εκεί στην Ιούς. Ιούς, Πανδώρου... Ήτανε χαμόσπιτα κι ήταν και περβόλια που βάνανε φρύζια, βγάνανε κουνουπίδια, τέτοια. Και τώρα πας και θωρείς πολυκατοικίες και δεν γνωρίζεις τον τόπο.

Α.Λ.:

Βρήκατε Κρητικούς στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Πάρα πολλούς, πάρα πολλούς. Εγώ συνέχεια με Κρητικούς ήμουνα. Με παρέες, έπαιζα και το λυράκι τότε και μαζευόμασταν. Κάναμε και παρέες στην Αθήνα, πιο πολλές απ’ το χωριό. Έπαιρνα εγώ τη λύρα με έναν εκεί πέρα που έπαιζε αυτός ένα μαντολίνο. Κάθε Σαββατοκύριακο γλέντια. Δηλαδή ξεκινούσαμε το Σάββατο και γυρίζαμε όλη μέρα και όπου [Δ.Α.] μέναμε. Πήγαμε στον Χολαργό μια φορά και κάναμε παρέα και ξυπνήσαμε κάτι χωριανούς και μαζευτήκαμε εκεί πέρα. Και μας εφέρνανε μπύρες, και μας εφέρνανε κοτόπουλα, τρελαθήκανε οι ανθρώποι. Όταν εξημέρωνε, χάραζεν η μέρα κι ανοίγαν τα παραθύρια οι ανθρώποι, μας παίζαν παλαμάκια. Κατάλαβες; Ναι. Κάναμε πιο πολλές παρέες στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια, παρά στο χωριό. Αλλά και στο χωριό μετά, παρέες, θυμάμαι εγώ παρέες στο χωριό, πάρα πολλές. Και τώρα ακόμα συνεχίζονται. Και τώρα που υπάρχει ο ιός κάνουμε τα παρεάκια μας, έτσι στα ζουλά, από ’δώ κι απο ’κεί.

Α.Λ.:

Κάνατε και καντάδες στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Ναι, καντάδες, δεν σου λέω. Καντάδες. Πηγαίναμε στο Γαλάτσι, στον Χολαργό, και πού δεν επηγαίναμε. Βέβαια. Πετράλωνα.

Α.Λ.:

Και ποιοι παίζανε τότε στην Αθήνα; Θυμάστε ποιοι καλλιτέχνες ήτανε;

Δ.Β.:

Καλλιτέχνες; Τότε ήταν είκοσι ένα κρητικά μαγαζιά στην Αθήνα και τα γύριζα όλα εγώ. Σε όλα πήγαινα. Και με ξέρανε και τα γύριζα. Εθυμάμαι τον Μουντάκη. Ο Μουντάκης έπαιζεν τέρμα στην Αιόλου, στου Μπασιά. Μια ταβέρνα «Ο Μπασιάς». Και παίζανε χωρίς μικρόφωνα. Σκέτη η λύρα, σκέτο το λαούτο. Και τον Σκορδαλό θυμάμαι στην Αθήνα που έπαιζενε. Άλλοι καλλιτέχνες τώρα, ο Παπαδάκης, ο Σκευάκης στα «Αγρίμια». Άλλες μικροταβέρνες τώρα, στην Άνω Ηλιούπολη, στου Ποντικού, έπαιζε ένας, ο Φίλιππας, ο οποίος έγινε και γαμπρός του Ποντικού. Ήταν από τις Κορούπες αυτός [Δ.Α.]. Κάτι Τζανιδάκηδες από τα χωριά τα δικά σας. Ο Κώστας ο Τζανιδάκης, που κάναμε πολλή παρέα, έπαιζε στα «Άσπρα Χώματα», έπαιζε σε έναν Στελή, ήταν αυτός από το Γερακάρι, η γυναίκα του ή αυτός. Στον Λόφο Αξιωματικών. Στην Θηβών ήταν δυο-τρία μαγαζιά. Δεν θυμούμαι γιατί είναι εδά πολλά χρόνια, σαράντα χρόνια. Τα γύριζα, άμα κάτσω μπορεί να τα θυμηθώ. [00:30:00][Δ.Α] Είκοσι, είκοσι ένα μαγαζιά ήταν στην Αθήνα τότε. Στον «Σύντεκνο», στην πλατεία Κουμουνδούρου.

Α.Λ.:

Εκεί στον Λόφο Αξιωματικών πρέπει να ήτανε πολλοί Κρητικοί.

Δ.Β.:

Ναι, στον Λόφο Αξιωματικών ήταν πάρα πολλοί Κρητικοί. Εκεί έπαιζεν ο… Πώς τον λένε μωρέ; Ο Βενιανός ο Νίκος, Βενιανάκης. Καλός λυράρης και καλός άνθρωπος. Καλός φίλος.

Α.Λ.:

Τον είχατε γνωρίσει τον Νίκο;

Δ.Β.:

Ναι! Τον Βενιανό, βέβαια. Αυτός ήτανε συντέκνοι με τον Μουντάκη. Του είχε βαφτίσει ο Μουντάκης ένα κοπέλι. Κι έπαιζε τα μουντακίστικα, σαν και τον Μουντάκη τα ’παιζε. Επήγα μια φορά στον «Πατούχα» που έπαιζενε και ήταν κι ο Τζανιδάκης ο Κωστής. Κι ο Αποστόλης ο αδερφός του κι αυτός παίζει λύρα, έπαιζε κι αυτός, στου «Προβιά» θαρρώ πως έπαιζε. Και θυμάμαι κι εβάλαν τη ρακή στο παπούτσι, στο παπούτσι, και την πίναν απ’ το παπούτσι τη ρακή. «Για όνομα του Θεού ίντα κάνετε επαέ;».

Α.Λ.:

Εσείς παίζατε ποτέ σε κέντρα;

Δ.Β.:

Σε κέντρο δεν έπαιξα, παρά μόνο μια φορά στον σύλλογο Μελαμπιανών στην Αθήνα, που έπαιζεν ο Παπαδάκης ο Γιώργης, ο λυράρης αυτός, και μου παραχώρησε τη θέση να παίξω για τον σύλλογο. Ήταν κι ο Παπαδάκης ’κείνο το βράδυ κι έπαιξε κι αυτός. Γιατί είχα και την υπηρεσία που δεν μπορούσα να παίζω κάθε μέρα σε κέντρα. Αλλά μη νομίζεις ότι έπαιζα λύρα, εγώ είμαι ψευτολυράρης. Ψευτολυράλης, αλλά γλεντούσα την παρέα καλύτερα από έναν καλό λυράρη. Γιατί, ξέρεις, εσύ που δεν ξέρεις να τραγουδείς, μπορείς να τραγουδήσεις έναν λυράρη που είναι ατζαμής. Άμα είναι ένας καλός λυράρης, δεν μπορείς να ανοίξεις το στόμα σου. Αυτό το έχω πάθει εγώ. Θυμάμαι μια φορά, ο Παπαδάκης ήρθε στο χωριό και κάναμε καντάδα και ήμουν κομπιασμένος, γιατί λέω ο Παπαδάκης είναι, δεν είναι ο Μαργαρίτης. Θέλω να πω ότι με έναν κακό λυράρη, γλεντίζεις καλύτερα από έναν μεγάλο λυράρη.

Α.Λ.:

Οι καλοί λυράρηδες, ας το πούμε έτσι, της εποχής, που ήταν οι πιο γνωστοί…

Δ.Β.:

Στην Αθήνα τότε;

Α.Λ.:

Ναι, καμιά φορά στην παρέα πάνω, ήταν δύσκολο να κάνεις παρέα μαζί τους;

Δ.Β.:

Εγώ ποτέ. Και με τον Καρπουζάκη κάναμε μια φορά παρέα στον Ζαρό και τρελάθηκεν ο άνθρωπος. Αφού τον έβλεπα και τ’ άρεσε, δηλαδή του άρεσα, είχε τρελαθεί να μου παίζει, να μ’ αλλάζει σκοπούς για να με μπερδέψει, κι εγώ όπου και να μ’ έριχνε, πετόμουν, έπεφτα με τα πόδια. Κι είχε τρελαθεί ο άνθρωπος. Ήταν από τους καλύτερους λυράρηδες.

Α.Λ.:

Άμα μπορούσατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά, θα το κάνατε ποτέ;

Δ.Β.:

Δεν το σκέφτηκα, γιατί δεν ήξερα την αξία μου. Ενώ μπορούσα να αυτό επαγγελματικά. Μπορούσα. Αλλά δεν ήξερα την αξία μου και δεν με άφηνε και η δουλειά μου. Αλλά μπορούσα να πάρω ένα λαούτο και να κρατώ πάσο, να είμαι μόνο για τραγούδι, όπως είναι τώρα πολλοί λαουτιέρηδες, όπως είναι τώρα ο Σαββάκης. Αυτός δεν ξέρει λαούτο. Είναι καλός τραγουδιστής. Το ίδιο μπορούσα να ’μαι κι εγώ. Αλλά δεν ήξερα την αξία μου.

Α.Λ.:

Είχατε όμως τον κύκλο σας και κάνατε τις παρέες σας.

Δ.Β.:

Ναι, από παρέες ήμουνα πρώτος. Και τώρα. Όπου και να πάνε, εμένα φωνάζουνε. Δεν είναι παρέα τώρα να μη με φωνάξει.

Α.Λ.:

Στην Αθήνα θυμάστε κάτι περίεργο να έχει συμβεί στις παρέες; Κάποια ιδιαίτερη ιστορία. Μια παρέα που να σας έχει μείνει.

Δ.Β.:

Αυτή με τοn Χολαργό που είπα προηγουμένως. Που πήγαμε και ξεκινήσαμε από το Γαλάτσι και ξυπνήσαμε δυο-τρεις ανθρώπους. Κι ακολουθήσανε κι αυτοί στην παρέα και είχα τότε εγώ ένα φορτηγάκι, ένα Mazda, και έβανα πάνω είκοσι άτομα, στην καρότσα, ήτανε με τέντες, δεν φαινόταν μέσα τι είχες. Και τους έβαζα στην καρότσα και πηγαίναμε και κάναμε καντάδα. Εξέραμε ότι μένει ο Αντώνης εδώ, πηγαίναμε του χτυπούσαμε. Πηγαίναμε ότι μένει ο Γιάννης εκεί, πηγαίναμε εκεί, του χτυπούσαμε. Και φύγαμε από το Γαλάτσι και γυρίζαμε όλη την Αθήνα. Ξεκινούσαμε Σάββατο και τελειώναμε Κυριακή βράδυ, δεν κοιμόμασταν καθόλου. Ξενυχτούσαμε Σαββάτο, Κυριακή όλη μέρα, μετά σπίτια μας. Και περνάγαμε ωραία και περνάγαν ωραία, το χαιρόντουσαν δηλαδή αυτοί που πηγαίναμε και τους κάναμε καντάδα. Εκεί στον Χολαργό θυμάμαι ήταν η καλύτερή μας που πήγαμε και ξυπνήσαμε τον Αντώνη τον Βαγιαντάκη, ο οποίος έχει πεθάνει τώρα. Έκανε ένα ψιλικατζίδικο εκεί πέρα και καθόμασταν στο ψιλικατζίδικό του. Τι μπίρες, ερχόνταν οι ανθρώποι και μας εφέρνανε μπίρες και μας εφέρνανε φαγιά. Άλλη μια φορά, πάλι στον Χολαργό, σ’ έναν άλλον που κάνει καφενείο εκεί πέρα, τον Χαράλαμπο τον Βουλγαράκη, τον εξυπνήσαμε κι αυτόν και κάτσαμε στο καφενείο και ξημερωθήκαμε εκειά.

Α.Λ.:

Σε ποια υπηρεσία υπηρετούσατε;

Δ.Β.:

Εγώ όταν πρωτοβγήκα από τη σχολή, πήγα στο Θησείο, στο 9ο Αστυνομικό Τμήμα. Μετά επήγα, έφυγα από ’κεί και πήγα στο αεροδρόμιο, πήγα στο Διεθνές Αεροδρόμιο και έκανα έντεκα χρόνια εκεί πέρα. Έκανα στην Άμεση Δράση άλλα τρία χρόνια και μετά, επειδή είχα και μεγάλο δίπλωμα επαγγελματικό, είχα Ε κατηγορίας δίπλωμα, με πήραν στο μηχανοκίνητο Αθηνών που είχε γερανούς, φορτηγά, λεωφορεία, και ήμουν οδηγός στα λεωφορεία και έκανα ταξίδια. Δηλαδή, εκτός Αθηνών. Πήγα, ας πούμε, μια φορά πήγα μέχρι τον Έβρο, επάνω στο Τριεθνές. Πήρα τη Σχολή Υπαστυνόμων, σαν εκδρομή, και τους πήγα στο Τριεθνές, απάνω στην Νέα Ορεστιάδα. Και στην Θεσσαλονίκη άλλη φορά. Όταν πρωτόρθαν οι Αλβανοί, που κάναν απελάσεις Αλβανών και τέτοια, πηγαίναμε στην Κακαβιά, τους πήγαινα στην Κακαβιά. Και θυμάμαι συγκεκριμένα μια φορά είχα τη Σχολή, πήγαινα Θεσσαλονίκη τότε, και με πιάνει λάστιχο στον Βόλο, και θυμάμαι που πήγα σε ένα βουλκανιζατέρ ν’ αλλάξω το λάστιχο κι ήταν το πίσω λάστιχο, τώρα, το μέσα. Είναι δυο λάστιχα από πίσω, το μέσα λάστιχο ήταν κλαταρισμένο. Για να το βγάλει έπρεπε να βγάλει και το μπροστινό. Και βγάνει το μπροστινό, το αφήνει κάτω, έτσι, το γερό λάστιχο, και βγάνει και το άλλο, και την ώρα που έφτιαχνε το λάστιχο το κλαταρισμένο, δίνει μια το γερό λάστιχο που είχε βγάλει και κάνει ένα μπαμ και γίνεται χίλια κομμάτια, σαν να ’τανε μπόμπα. Λέω, κοίταξε, ρε παιδιά, έκανα 10 χιλιόμετρα για να βρω βουλκανιζατέρ με ένα λάστιχο και δεν έσκασε, και έσκασε άμα το έβγαλε αυτός. Ένα παράξενο φαινόμενο δηλαδή.

Α.Λ.:

Ήτανε δύσκολη δουλειά;

Δ.Β.:

Εγώ δεν εκατάλαβα ότι ήμουν σε Αστυνομία. Εγώ ήμουν σαν να ’μουνα ένας φορτηγατζής, ένας ταξιδιάρης λεωφορείων και τα λοιπά. Τα δέκα τελευταία χρόνια εκουβαλούσα καύσιμα, όσα καύσιμα έκαιγε η Αστυνομία των Αθηνών, όλη η Αθήνα, τα κουβαλούσα με ένα βυτιοφόρο. Πήγαινα στον Σκαραμαγκά και φόρτωνα και πήγαινα που ’χε στον Πειραιά δεξαμενές, στην Συγγρού, στο Γουδί, στην Αμυγδαλέζα τελευταία που έγινε η επίσημος χωροφυλακή, και στο Γαλάτσι, είχε κι εκεί δεξαμενές. Και τροφοδοτούσα εγώ με καύσιμα. Πήγαινα το πρωί, έβανε 20 τόνους καύσιμα το βυτίο και το γέμιζα. Και πήγαινα στον Πειραιά κι άφηνα 2 τόνους, 5 τόνους στο Γουδί, στη, Συγγρού που ήταν το μεγαλύτερο, το κέντρο ας πούμε, κι όσο περίσσευε το πήγαινα στην Αμυγδαλέζα ή στο Γαλάτσι. Και δεν εκατάλαβα ότι ήμουν. Ούτε στολή φόρεσα ποτέ ούτε τίποτα. Ήμουν δηλαδή έτσι, με το σορτσάκι πήγαινα και φόρτωνα καύσιμα, με τις παντόφλες. Δεν κατάλαβα ότι ήμουν στην Αστυνομία. Γι' αυτό πέρασε ο καιρός ωραία κι ευχάριστα.

Α.Λ.:

Και το καλοκαίρι γυρίζατε στο χωριό;

Δ.Β.:

Το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι, βέβαια. Κατεβαίναμε στο χωριό, κάναμε τις παρέες μας, τις διακοπές μας εκεί, τα παρεάκια μας. Ωραία.

Α.Λ.:

Πιείτε λίγο νεράκι, να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα.

Δ.Β.:

Ναι.

Α.Λ.:

Εντάξει, δεν σας κουράζω, ε;

Δ.Β.:

Όι, ίσα ίσα που τα θυμούμαι και μ’ ευχαριστεί.

Α.Λ.:

Θα σας ρωτήσω κάποια για το χωριό. Όταν μεγαλώσατε στις Μέλαμπες, πριν πάτε ακόμη στην Αθήνα, μου είπατε ότι έπαιζε εκεί ένας λυράρης, ο Πολυζώης. Όλα αυτά τα άτομα παίζαν επαγγελματικά λύρα τότε;

Δ.Β.:

’Κείνα τα χρόνια, ναι, παίζαν επαγγελματικά ο Πολυζώης, ο Ψηλοστέφανος. Εκείνη την εποχή παίζαν τέτοια. Δεν παίζαν συρτά, παίζαν μόνο σιγανούς και τέτοια. Εγώ θυμάμαι στο χωριό μια φορά, κι έπαιζα σε μια βάφτιση, στο χωριό. Κι ήταν και ο [00:40:00]Πολυζώης κι ο Ψηλοστέφανος, ένας παλιός λυράρης. Αυτοί παίζαν μόνο πεντοζάλι. Και ξενυχτίσαμε στη βάφτιση και μετά, άμα τέλειωσε η βάφτιση, πιάσαμε καντάδα στο χωριό. Λοιπόν, ήμασταν, μου φαίνεται στο σπίτι μας πρέπει να ’μαστε, πρωινή ώρα, και λέω εγώ του Πολυζώη, όχι, του Ψηλοστέφανου, λέω «Μπάρμπα, πιάσ’ τη λύρα να με ξεκουράσεις μια ολιά». Πιάνει τη λύρα που λες ο Ψηλοστέφανος, έπαιζε. Ο Πολυζώης τώρα, καλύτερος λυράρης από τον Ψηλοστέφανο, δηλαδή και οι δυο παίζανε πεντοζάλια, δεν παίζανε συρτά και τέτοια, αλλά ήταν πια καλιά ο Πολυζώης. Έπαιζε ο Ψηλοστέφανος, μια στιγμή του λέει, αυτός ήθελε [Δ.Α.], μια στιγμή τού λέει «Δώσε μου τη λύρα γιατί δεν κατέεις ίντα παίζεις». Κι έδωσε λύρα κι έπαιξε κι αυτός. Ο Πολυζώης ήταν ένας παλιός λυράρης, όπως μου ’χε πει κι ο Καραβίτης, ότι τη λύρα λέει, του την έμαθε ο Πολυζώης εκείνα τα χρόνια. Αλλά μετά εξελίχθηκε ο Καραβίτης, ήταν έξυπνος αυτός και έφυγε μετά, πήγε στην Αθήνα, έβγαλε τη μαντινάδα που λέει: «Απ' τα καλύτερα πιοτά είναι του Φιξ η μπύρα κι απ’ τα καλύτερα όργανα του Καραβίτη η λύρα» Και τον άκουσε ο Φιξ τότε και τον πήρε υπάλληλο στη Φιξ τον Καραβίτη. Ο Καραβίτης δούλευε στου Φιξ και φταίει η μαντινάδα που είπε.

Α.Λ.:

Ναι, ε; Και μετά είχαν κάποια σχέση με τον Φιξ;

Δ.Β.:

Ναι, ο Καραβίτης. Αφού δούλευε εκεί, βέβαια. Και τον «ανέβασεν» ο Φιξ. Βέβαια.

Α.Λ.:

Όλοι αυτοί οι λυράρηδες οι παλιοί παίζανε κυρίως πεντοζάλια;

Δ.Β.:

Πεντοζάλια παίζανε.

Α.Λ.:

Και ζούσε κανείς από τη λύρα απ’ αυτούς;

Δ.Β.:

Όχι. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε και λεφτά ο κόσμος να βάνει. Δεν είχε λεφτά. Παίζανε για το κέφι τους. Εκείνα τα χρόνια ο λυράρης ήτανε ένας, αποτυχημένος τον θεωρούσανε στα χωριά. Λυράρης λέει, αυτός είναι ακαμάτης. Δεν ήθελε να ζει. Άρα δεν τους ’θελαν. Σου λέει «Θ’ αρχίζει να μεθά όλη τη νύχτα κι έτσι θα πηγαίνει το πρωί στη δουλειά».

Α.Λ.:

Στην Αθήνα το είχατε νιώσει ποτέ εσείς αυτό; Να θεωρούν, δηλαδή, ότι δεν πρέπει να ασχολείστε με τη μουσική;

Δ.Β.:

Εγώ ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοιο πράγμα. Εγώ μ’ άρεσεν η μουσική απ’ όταν ήμουνα μικρός και γύριζα στις παρέες στο χωριό. Έχω και μια φωτογραφία και είμαι ξυπόλητος, ήμουνα κοπέλι και με κρατεί ένας μπάρμπας μου. Και ακολουθούσα στην παρέα μικρό κοπέλι και με βάνανε και τραγουδούσα τότε, και μικρός που ήμουνα με βάνανε και τραγουδούσα.

Α.Λ.:

Το τραγούδι πώς σας ήρθε; Από μόνο του κάποια στιγμή, πώς έγινε αυτό;

Δ.Β.:

Έτσι τραγουδούσα και μ’ άρεσε, μ’ άρεσε Αφού τραγουδάω και πάω με το σκοπό της λύρας και τραγουδάω, όπως το λέει ο Μουντάκης ή όπως το λέει ο Σκορδαλός, είμαι καλός τραγουδιστής, σκέφτηκα κάποια στιγμή, κι όπως πράγματι.

Α.Λ.:

Έχετε κάτσει ποτέ να παρατηρήσετε τον εαυτό σας, να κάνετε πρόβες, να ασχοληθείτε μ’ αυτό ή στην παρέα πάνω;

Δ.Β.:

Ποτέ μου δεν έκανα πρόβες εγώ. Ποτέ δεν έκανα πρόβες. Ποτέ. Κι όταν εβγάλαμε το cd με τον Αλέξανδρο. Έχω βγάλει και με τον Ξυλούρη τον Γιώργη άλλο ένα cd, τον Καντρή. Δεν έκανα ποτέ πρόβα. Πήγα στο στούντιο, δηλαδή, κατευθείαν. Αφού πήγα, πέρσι πήγα στο, εδώ σε μια ταβέρνα, είναι καινούρια ταβέρνα τώρα που την έχει ανοίξει ο Παυλάκης, στον Πλατανιά, και λέγεται «Απάνω», πώς διάολο λέγεται, κι έπαιζεν ο Κακουδάκης ο Κωστής, καλός λυράρης. Μου φώναξε να βγω να τραγουδήξω «Άσε με μωρέ» του λέω. Και ήταν ο, αυτός που κρατούσε πάσο με κιθάρα, ήτανε, ο Μαυράκης, ναι. Και του λέει, μια στιγμή του λέει ο Μαυράκης «Τον έχω εγώ στο στούντιο», του λέει. Πήγαμε εκεί και βγάλαμε τον δίσκο. Και του λέει ο Κακουδάκης «Αυτός δεν θέλει πρόβες», λέει στον Μαυράκη. Γιατί όλοι που πάνε κάνουν πρώτα μια πρόβα και μετά μπαίνουν και γράφουν, εγώ έμπαινα κατευθείαν κι έγραφα.

Α.Λ.:

Όταν ήσασταν μικρός στο χωριό, θυμάστε γλέντια, γάμους. Πώς ήταν τότε ένα γλέντι; Τι εικόνες έχετε;

Δ.Β.:

Εγώ θυμάμαι τώρα γλέντια στο χωριό και γάμους, και θυμάμαι και τρεις γάμους στο χωριό μονομιάς. Θυμάμαι και γάμο τρεις μέρες, μια βδομάδα γινόταν λέει παλιά, εγώ δεν το θυμάμαι, αλλά τρεις μέρες θυμάμαι γάμο. Εμένα μ’ άρεσε, ρε παιδί μου, ετρελαινόμουνα για παρέα. Εγινότανε παρέα στο χωριό και πήγαινα κοντά στην παρέα για να με δουν να με φωνάξουν. Και μου φωνάζανε.

Α.Λ.:

Αυτή ήταν η διασκέδασή σας δηλαδή.

Δ.Β.:

Ναι, βέβαια.

Α.Λ.:

Και σας έλειπε και κάτι άλλο; Θέλατε να διασκεδάσετε κι αλλιώς ή δεν υπήρχανε τότε τα μέσα;

Δ.Β.:

Κοίταξε, δεν υπήρχανε τότε ούτε τηλεοράσεις ούτε στα καφενεία δεν μας αφήνανε μικρούς να μπαίνουμε. Κι ασχολούμασταν [Δ.Α.] τριγυρνώντας στο χωριό και ζυγώναμε τα πουλιά, στις εξοχές, στα κυνήγια. Γυρίζαμε, όταν έπιανε κακοκαιρία στο χωριό, καμιά χιονιά, να φύγουμε να μπούμε στην Γοαλιά ίσα κάτω που ήτανε πιο ο καιρός καλύτερος. Ήταν και κυνήγια πολλά τότε, ή κανένα λαγό θα πιάναμε ή πουλιά στα μετόχια. Να κατεβούμε, ας πούμε, απ’ το χωριό να πάμε στον Άη Γιώργη να πιάσουμε πενήντα πουλιά στα μετόχια. Να πάμε εκεί να τα μαδίσουμε, να τα ψήσουμε, να τα φάμενε. Ήταν κι αυτό ένα είδος διασκέδασης. Κατάλαβες. Και να σηκωθούμε το πρωί πάλι να ξαναγυρίσουμε στο χωριό.

Α.Λ.:

Και φεύγατε, δηλαδή, απ’ το χωριό, είχε τύχει να φύγετε λόγω του χιονιού;

Δ.Β.:

Ναι, λόγω του χιονιού. Αν είναι πουλιά στα μετόχια, άντε. Και παίρναμε τις φακούς και παίρναμε σβάρνα τα μετόχια. Και καθένας έπιανε είκοσι-τριάντα πουλιά. Και πηγαίναμε εκεί σ’ ένα μετόχι που είχε ένας ξάδερφός μας και φίλος καλός, και πηγαίναμε στο μετόχι, και μαδούσαμε τα πουλιά, και κάναμε την πλάκα μας, και πίναμε, και τα τρώγαμε. Κοιμόμαστε και το πρωί πάλι δώσ’ του στο χωριό, κάναμε ως απάνω να πάμε στο χωριό με τα πόδια.

Α.Λ.:

Παίζατε και παιχνίδια μικρός εκεί, στο χωριό; ΤΙ παιχνίδια παίζατε;

Δ.Β.:

Παιχνίδια τώρα. Παλιά παλιά, είχαμε τα τσέρουκλα. Δεν τα θυμάσαι εσύ τα τσέρουκλα. Δεν τα θυμάσαι. Εκόβαμε απ’ τη ρόδα του αυτοκινήτου, εκεί που πιάνει η ζάντα. Αυτό το κόβανε και το κάνανε τσέρουκλο. Και το τσουρούσαμε εμείς μ’ ένα σίδερο, το λέγαμε βαγιονέτα το σίδερο, και τα τσέρουκλα γυρίζαμε στο χωριό. Ή τοιχάκια παίζαμε ή τον καλόγερο. Τον καλόγερο ήτανε δύσκολο τότε, έπεσε ένα κοπέλι μια φορά από ένα δώμα, δεν εσκοτώθηκε αλλά μισερώθηκε. Παίζαμε τον τυφλό. Δεν τον εξέρεις. Τον καλόγερο. Πας κούτσα κούτσα και πας με κλειστά τα μάτια. Κάνεις ένα κύκλο και δεν πρέπει να μπεις μέσα στον κύκλο, μόνο πας κούτσα κούτσα και τρέχεις… Κι αν γυρίσεις τον κύκλο, κερδίζεις. Και αυτός έτρεχε, έτρεχε και πήγε κι έπεσε στο κενό, κι έπεσε στον δρόμο από μια ταράτσα, κι έπεσε απάνω στα χαράκια και μισερώθηκε.

Α.Λ.:

Τα τοιχάκια τι ήτανε;

Δ.Β.:

Τα τοιχάκια ήταν με τα λεφτά. Στον τοίχο. Δηλαδή εχτύπας το κέρμα στον τοίχο και έπεφτεν εχάμε. Κι ο αντίπαλός σου το χτύπαγε κι αν επήγαινε μια πιθαμή, το κέρδιζε, κοντά στο άλλο. Αυτό ήταν το τοιχάκι.

Α.Λ.:

Τυχερό παιχνίδι δηλαδή.

Δ.Β.:

Τυχερό παιχνίδι, ναι. Τοιχάκι. Στον τοίχο. Τα λεφτά κι έπεφτε κάτω. Έπαιζε κι ο αντίπαλος κι αν πήγαινε κοντά, μια πιθαμή, έκανε έτσι με την πιθαμή και το ’φτανε, το ’παιρνε το κέρμα.

Α.Λ.:

Μάλιστα. Με τον χορό ποτέ; Χορεύατε;

Δ.Β.:

Χόρευα, ναι. Χορεύαμε, μαζευόμασταν σε μια ταράτσα ετσά στο χωριό, σ’ ένα καφενείο που δεν λειτουργούσε τα βράδια. Μετά που έκλεινε, πηγαίναμε, και μαθαίναμε μοναχοί μας στον χορό. Και χορεύαμε. Και χόρευα, μια φορά εχόρευα ωραία, εδά εγέρασα, εβάρυνα κιόλας. Τότε ήμουν 65-70 κιλά κι εδά 110. Τα διπλά κιλά. Πώς να χορέψω; Πήγα μια φορά σε μια εκπομπή στο Ηράκλειο. Πώς το λένε. Ακόμα την παίζει την εκπομπή ’κεινα. «Ένα τραγούδι ακόμη». Ακόμα την παίζει την εκπομπή το ΚρήτηTV. Και μας κάλεσε και πήγαμε κι εκεί. Και χόρεψα κιόλας κι έκανα ένα τσαλίμι. Κι ύστερα ήρθε ένας από την Αμερική και [00:50:00]μου λέει «Σε είδα που έκανες τσαλίμι». Χόρευα, ναι. Χόρευα ωραία. Και χρονικά και ωραία. Σεμνά δηλαδή. Όχι όπως χορεύουν τώρα που... Τώρα, οι πολλοί, δεν είναι αυτός χορός για μένα. Ακροβατικά κάνουν εδά, δεν είναι… Ο χορός λέγεται συρτός γιατί πάει συρτά, δεν πάει να παίζεις πήδους και να ανεβαίνεις στο ταβάνι. Δεν είναι αυτός χορός, αυτά είναι ακροβατικά. Ο χορός είναι καλός στον κύκλο, να ρίχνεις ένα ταλίμι και να σταματάς. Όχι τάκα τούκα και ν’ ανεβαίνεις στο ταβάνι. Κατά τη γνώμη μου δηλαδή. Ακροβατικά, δεν είναι χορός.

Α.Λ.:

Είχε καλούς χορευτές στις Μέλαμπες;

Δ.Β.:

Όχι, καλούς τραγουδιστές είχε. Χορευτές, λίγα άτομα. Έπρεπε να ’χει πενήντα καλούς χορευτές κι είχενε δέκα. Ενώ αντίθετα τραγουδιστές είχενε πενήντα. Κατάλαβες;

Α.Λ.:

Μετά, στην Αθήνα, στα κέντρα που πηγαίνατε, κι εκεί φαντάζομαι χορεύανε οι ανθρώποι, θυμάστε να είχε γίνει ποτέ καμιά φασαρία;

Δ.Β.:

Θυμούμαι μια φορά στου Μουντάκη. Στου Μπασιά. Που έπαιζε, σου λέω, χωρίς μηχανήματα. Και καθόμασταν μια παρέα Μελαμπιανοί, που λες, και έγινε μια φασαρία σε διπλανό τραπέζι. Εμείς δεν συμμετάσχαμε καθόλου. Αλλά είχαμε τον Μιχάλη τον Γιαννακάκη που είναι από τους καλύτερους μερακλήδες που έχουν βγάλει οι Μέλαμπες, απ’ τους καλύτερους μερακλήδες. Αυτός λύρα παίζει, λαούτο παίζει, τραγουδιστής άριστος, άριστος, δηλαδή ν’ ακούσεις μια φωνή, δεν ξέρω, Γιάννη, αν βάλεις κάνα cd να τον ακούσεις να τρελαθείς. Μια φωνάρα! Και δυνατή φωνή και γλυκιά φωνή. Καθόταν ο Μιχάλης στην παρέα μας, καλαμπουρτζής ο Μιχάλης, καλό κοπέλι. Μια στιγμή, που λες, όπως τσακωνόταν οι άλλοι, πετάγεται ένα μπουκάλι και χτυπά στο πόδι σε μια κοπελιά που καθόταν στην παρέα μας, μια ξαδέρφη μου, στη Ρηνούλα, και τρέχαν τα αίματα. Και θωρεί τα αίματα ο Μιχάλης, εν τω μεταξύ οι άλλοι είχανε γίνει μαλλιά κουβάρια. Μια στιγμή κάνω και θωρώ τον Μιχάλη και είχε βάλει κάτω έναν και του έλεγε «Θα σε πατήσω, θα σου κόψω τον λαιμό σαν τ’ Άη Γιάννη», του έλεγε.«Μωρέ συ, Μιχάλη! Εκεί ξάνοιξε, μωρέ. Άστσοι, μωρέ!» και ηρεμήσαμε [Δ.Α.]. Αυτό θυμάμαι, τη μια τη φασαρία σε μια ταβέρνα. Άλλη μια φορά θυμάμαι στα Άσπρα Χώματα, εκεί στου Στελή, «Καζίκι» τον ελέγανε, τον παρανομοιάζανε. Είχε γίνει μια φασαρία και μπήκα εγώ στη μέση πάλι τότε και εγίνηκε σασμός που λένε. Τούτες [Δ.Α.] τις δυο φασαρίες θυμάμαι σε ταβέρνες, δεν θυμούμαι άλλη. Ήταν ένας γέρος εκεί και μου λέει «να ’σαι καλά που μπήκες στη μέση, αλλιώς ήθελε να σκοτωθούμε επαέ».

Α.Λ.:

Γινόντουσαν και άσχημα πράγματα δηλαδή κάποιες φορές.

Δ.Β.:

Ναι, βέβαια. Αυτές τις φασαρίες θυμάμαι σε ταβέρνα στην Αθήνα, δε θυμάμαι άλλη φορά να έχω…

Α.Λ.:

Επί δικτατορίας ήσασταν στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Ναι. Επί δικτατορίας ήμουν στην Αθήνα, το '67 μέχρι το '74. Εγώ πήγα το '72,'73; Δηλαδή δυο χρόνια έτυχε να είμαι.

Α.Λ.:

Και ήταν δύσκολα χρόνια τότε;

Δ.Β.:

Κοίταξε, δύσκολα χρόνια, εγώ δεν έχω αναμειχθεί με πολιτικά ποτέ μου και δεν ήξερα ποιο είναι το καλύτερο, αλλά ήτανε ήσυχα χρόνια εκείνα τα χρόνια. Δεν σου [Δ.Α.] να κάνεις τον έξυπνο και να κάνεις ότι… Ήτανε δικτατορία και τέρμα. Ή κάτσε ή σήκω. Σήκω-κάτσε. Δεν υπάρχει… Και ήταν ήρεμα τα πράγματα. Δεν κουνιόταν φύλλο. Γιατί όποιος εκουνιόταν, του κόβαν το κεφάλι. Και δεν αποφάσιζε ο καθένας να σηκωθεί να κάνει φασαρία.

Α.Λ.:

Είχατε γνωρίσει και τον Ξυλούρη στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Ναι, είχα πάει μια φορά. Έπαιζε στην Αχαρνών. Πήγα, τον εβρήκα, μιλήσαμε, του συστήθηκα εγώ. Μου λέει «Από που είσαι;». Λέω «Από τις Μέλαμπες», μου λέει «Από τις Μέλαμπες; Οι καλύτεροι μερακλήδες βγαίνουν εκιά», μου λέει ο Ξυλούρης και μου δίνει την κάρτα του. Ακόμα την έχω την κάρτα του, με την υπογραφή του από πίσω. Ναι. Κι άλλη φορά πήγα, μετά αρρώστησενε. Πότε ήτανε, μωρέ, που πόθανε; Το '79; Το '79 νομίζω πέθανε. Αρρώστησε, δεν έπαιζε στις ταβέρνες, είχε παρατήσει τα κρητικά και είχε ασχοληθεί με τον Μαρκόπουλο και με το «Μεγάλο μας τσίρκο». Είχα πάει και τον είχα δει και στην Πλάκα, έπαιζε σε μια μπουάτ. Και θυμάμαι μια φορά, είχε πεθάνει ο πατέρας του κι είχε κατέβει στην Κρήτη και έθαψε τον πατέρα του και μετά έπρεπε να είναι το βράδυ στην μπουάτ να τραγουδεί. Και θυμάμαι και καθόμουν κοντά στην πίστα και έλεγε το τραγούδι «Έβαλε ο θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά και ο πατέρας μου στον Άδη έριξε μια τουφεκιά» και τρέχαν τα δάκρυα του σαν τη βρύση. Συγκινήθηκα και ακόμα ετσά ανατριχιάζω που σ’ το λέω. Αλλά έπρεπε να τραγουδήσει. Δηλαδή κατέβηκε κι έθαψε τον πατέρα του και μετά έπρεπε να τραγουδεί το βράδυ. Αναγκαστικά.

Α.Λ.:

Άλλους καλλιτέχνες στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Όλους τους καλλιτέχνες τους ήξερα. Όλους. Τότε ήταν ο Σκευάκης, καλός λυράρης, ήταν ο Καρπουζάκης. Ντα θυμούμαι εδά κι εγώ, τους έχω ξεχάσει εδά σαράντα χρόνια. Όλοι, ο Παπαδάκης, ο Σωπασής στου «Ζορμπά». Ντα το μόνο μαγαζί που δουλεύει τώρα στην Αθήνα είναι ο «Ζορμπάς». Όλα τα υπόλοιπα έχουνε κλείσει. Δηλαδή είκοσι μαγαζιά που ήτανε στην Αθήνα έχουνε κλείσει. Κι είναι αυτό τώρα και το «Ομαλός» [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Τη γυναίκα σας τη γνωρίσατε στην Αθήνα;

Δ.Β.:

Τη γυναίκα μου τη γνώρισα, ναι, στην Αθήνα, με κακές συνθήκες. Η γυναίκα μου είναι απ’ τα Σαχτούρια. Και έκανα παρέα μ’ ένα κοπέλι απ’ τα Σαχτούρια, ο οποίος έπαιζε λαγούτο στην Αθήνα, κι έρχεται μια μέρα στο καφενείο και μου λέει «Μωρέ συ, εκρεμάστηκε ένα κοπέλι, ένα ξαδερφάκι μας στο χωριό και θέλω να πω του αδερφού του», έμενε στα Άσπρα Χώματα. Να πάμε να του το πούμε. Δεν υπήρχαν ούτε τηλέφωνα ούτε πράμα. Είχα εγώ ένα αμάξι τότε, ένα Nissan, ένα ωραίο αυτοκίνητο της εποχής. «Να πάμε;» μου λέει. «Βεβαίως να πάμε». Σηκωνόμαστε, πάμε να βρούμε αυτό το κοπέλι. Αυτός ξαδέρφια τώρα, πρώτα ξαδέρφια. Μ’ εμένα δεν ήταν τίποτα. Ήμασταν φίλοι, έπαιζε λαγούτο και παίζαμε μαζί καμιά φορά, έτσι. Και πάμε και του το λέμε «Ο αδερφός σου κρεμάστηκε, απόθανε». Και λέει «Δεν πάω». Του κακοφάνηκε επειδή κρεμάστηκε. «Δεν έπρεπε να το κάμει, δεν πάω, ούτε στην κηδεία του δεν πάω». Δεν μπορούσαμε να τον κάνουμε καλά. Και μου λέει, λέει «Επαέ είναι ένας μπάρμπας του», πεθερός μου εδά, ο ξάδερφός του, «κι είναι επαέ, μένει στο Αιγάλεω, να πάμε να τον εβρούμε μήπως τον εκάμει αυτός καλά να πάει». Λέω «Πάμε». Φεύγουμε [Δ.Α.], πάμε στο Αιγάλεω. Είχεν έρθει ο πεθερός μου, είχε δυο κόρες, τη γυναίκα μου και μιαν άλλη, την Μαρία. Και είχε γεννήσει η Μαρία και είχαν έρθει ο πεθερός μου απ’ το χωριό, κι ήταν και η γυναίκα μου εκεί. Λέει να πάμε να βρούμε τον Ρόδο, Ρόδο λέγαν τον πεθερό μου, τον λέγανε Θόδωρα, να πάμε να βρούμε τον Ρόδο κι αυτός θα τον εκάμει καλά να κατέβει στην κηδεία. Λέω «Πάμε». Πάμενε, χτυπούμενε, ανοίγει η γυναίκα μου την πόρτα, μπαίνω μέσα, καθίζω, σηκωθήκανε όλοι, δηλαδή, μας κεράσανε. Τότες την πρωτόδα. Και δεν το κάτεχα πως ήταν από τα Σαχτούρια, ενώ στα Σαχτούρια πήγαινα εγώ κι έκανα παρέες. Όταν ήμουν στο χωριό, οι περισσότερες παρέες μου ήταν στα Σαχτούρια. Και την είδα τη γυναίκα εκιά. Κι ύστερα μου λέει αυτός με το λαγούτο [Δ.Α.]. Μ’ άρεσε κι εμένα η κοπελιά. Είπαμε μια κουβέντα και βγήκαμε μια φορά. Από εκεί κι ύστερα…

Α.Λ.:

[01:00:00]Της λέγατε και μαντινάδες;

Δ.Β.:

Μαντινάδες τότε στην Αθήνα, όχι, δεν της έκανα καντάδα ποτέ.

Α.Λ.:

Της έχετε βγάλει μαντινάδα ποτέ;

Δ.Β.:

Δική μου μαντινάδα, όι. Εγώ απλά της τραγουδώ. Μου τις δίνουν οι άλλοι και τις τραγουδώ.

Α.Λ.:

Και στην Αθήνα κάνετε οικογένεια μετά;

Δ.Β.:

Ναι, μετά, απ' όταν γνωριστήκαμε με τη γυναίκα μου, σε ένα εξάμηνο παντρευτήκαμε. Κατεβήκαμε στο χωριό και κάναμε έναν ωραίο, παραδοσιακό γάμο. Και λέγαμε τότε, έλεγα να τον κάνουμε συνεπαρσά. Ξέρεις τι είναι η συνεπαρσά. Πηγαίναν με τους γαϊδάρους και παίρναν τη νύφη, ήταν κοντά τα χωριά, έξι χιλιόμετρα. Σαχτούρια-Μέλαμπες, έξι χιλιόμετρα. Και μια φορά πηγαίναν με τους γαϊδάρους και παίρναν τη νύφη, με ζώα, με γαϊδάρους και τις φέρναν… Σκεφτήκαμε να τον κάμουμε έτσι, αλλά εν τω μεταξύ ήταν έγκυος κι ήτανε στον πέμπτο μήνα. Και λέω να κακογεννήσεις για να καβαλικέψεις έναν γάϊδαρο, να τη ρίξει ο γάϊδαρος να κακογεννήσει. Ήταν στον Γιάννη έγκυος. Δεν κάναμε συνεπαρσά. Εγίνηκε ένας ωραίος γάμος, στις Μέλαμπες τον εκάμαμε.

Α.Λ.:

Θυμάστε, είχατε δει να γίνεται συνεπαρσά σε άλλες περιπτώσεις;

Δ.Β.:

Ναι.

Α.Λ.:

Και πώς ήταν, πώς γινόταν αυτό;

Δ.Β.:

Μαζευόταν τώρα… Αν ήταν η νύφη από τα Σαχτούρια ή από την Κρύα Βρύση, μαζευόταν όλοι οι καλεσμένοι του γαμπρού και παίρναν τα άλογα τότε πρώτα απ’ όλα βέβαια. Τ’ άλογα, τους γαϊδάρους, ήταν τριάντα, πενήντα γαϊδάροι, ας πούμε, και πηγαίναν στην Κρύα Βρύση, στα Σαχτούρια και παίρναν την κοπελιά και τη φέρναν στο χωριό. Συνεπαρσά λέγεται. Γινότανε χαμός. Θυμάμα, κάνα δυο συνεπαρσές θυμάμαι, κι από την Κρύα Βρύση θυμάμαι κι από τα Σαχτούρια θυμάμαι συνεπαρσά. Λέει «Έρχονται» και βγαίναμε στο χωριό να τους δούμε να έρχονται από του Γιαλίτη, μια περιοχή που φαινόταν δυο-τρία χιλιόμετρα πριν μπεις στο χωριό. Λέει «Έρχονται» κι ερχόταν ένας, ο Γερμανός, ένας καλός μερακλής. Ο Γερμαναντώνης είναι ένας από τους καλύτερους μερακλήδες που έβγαλε το χωριό μας. Και ζει ακόμα, κι είναι 89 χρονώ και δεν αφήνει πανηγύρι και γλέντι και τώρα που ’ναι 89 χρονώ. Κάνουμε παρέα βέβαια και με αυτόν. Πριν την κρίση, πριν τον κορονοϊό επήγαμε σε μια μέρα με τον Γερμανό σε τέσσερις ρεφενέδες. Φύγαμε απ’ το χωρίο, πήγαμε στον Άδρακτο, κατεβήκαμε στ’ Αχτούντα και καταλήξαμε πάλι στις Μέλαμπες, το βράδυ, σε άλλο ρεφενέ. Σε τέσσερις ρεφενέδες πήγαμε σε μια μέρα. Αλλά και τώρα, και οπροχθές ήτανε στο χωριό, κάναμε μια παρέα πάλι. Τώρα πρόσφατα κάμαμε μια παρέα στο χωριό. Σμίξαμε και με το, στο, τραγουδούσε η κόρη μου, στο χωριό της Αγίας Παρασκευής, είχαμε πάει τότε σε ένα ρεφενέ.

Α.Λ.:

Είχε τύχει πάλι να πάτε σε πολλές παρέες σε μια μέρα μέσα;

Δ.Β.:

Όι. Πολλές παρέες ήτανε… Κοίταξε, στο χωριό γινότανε παρέες μια φορά και γινότανε και τρεις και τέσσερις παρέες συγχρόνως. Στο χωριό γινόταν και τρεις και τέσσερις παρέες. Κι έφευγα από τη μια παρέα και πήγαινα στην άλλη. Έφευγα, πήγαινα στη μια παρέα, ξαναπήγαινα στην άλλη και δώσ’ του. Έκανα εναλλάξ, γύριζα.

Α.Λ.:

Και μετά από την Αθήνα γυρίσατε στην Κρήτη.

Δ.Β.:

Ναι, στην Κρήτη, επέστρεψα εδώ.

Α.Λ.:

Σας έλειπε στην Αθήνα το να βρίσκεστε εδώ πέρα, στην Κρήτη;

Δ.Β.:

Δεν μου έλλειψε καθόλου η Αθήνα.

Α.Λ.:

Λέω όταν ήσασταν στην Αθήνα, σας έλειπε καθόλου το νησί;

Δ.Β.:

Η Κρήτη; Όσο καιρό ήμουν ελεύθερος, δεν έχασα γάμο, πανηγύρι στο χωριό, δεν έχασα ούτε γάμο ούτε πανηγύρι. Έπαιρνα το αεροπλάνο και κατέβαινα κι έφευγα το πρωί. Θυμάμαι μια φορά και με παίρνει ένας λαγουτιέρης στο χωριό. Και μου λέει «Την κόρη μου παντρεύω». Σαββάτο τώρα και φεύγω 6 η ώρα από την Αθήνα. Καθόμουνα στο καφενείο και με παίρνει τηλέφωνο και φεύγω 6 η ώρα απ’ το καφενείο και 9 η ώρα ήμουν στον σύλλογο στη βάφτιση. Με το αεροπλάνο. Και το πρωί έφυγα πάλι. Βέβαια, αφού θυμάμαι μια φορά, λέγανε τώρα, όταν έρθει κανείς από την Αθήνα, δεν τον ρωτάς «Πότε ήρθες;», «Χθες» και του λες «Θα κάμνεις μέρες;». Εμένα μου το λέγανε όταν επήγαινα στην Αθήνα! Μου το ’πε μια φορά ένας καλός λυράρης, ο οποίος έχει πεθάνει τώρα, Μελαμπιανός, ο Γιώργης ο Σπυριδάκης, ένας πολύ καλός λυράρης κι αυτός. Και ήμουνα στο χωριό, που λες, και πήγα στην Αθήνα και κάπου κάνανε γλέντι και πήγα, δεν θυμάμαι τώρα, στο σπίτι του, σε κάνα άλλο σπίτι κάνανε ρεφενέ, και έπαιζε κι εγώ ήμουνα στην Κρήτη και γύρισα από την Κρήτη. Και λέει «Πότε ήρθες από την Κρήτη», «Εδά ήρθα» λέω, « Ε, και θα κάνεις μέρες;». Ναι, δεν άφηνα εγώ πανηγύρι στο χωριό και να μην έρθω.

Α.Λ.:

Και τι είναι αυτό που σας αρέσει στα πανηγύρια, στα γλέντια;

Δ.Β.:

Εμένα μου αρέσει το τραγούδι. Η παρέα, δηλαδή, αυτή που κάνουμε εμείς, η συγχρονισμένη παρέα, αυτή μου αρέσει. Μπορεί να κάθομαι στην παρέα και να θέλω να πάω στην τουαλέτα και δεν πάω, δεν πάω. Είναι να σκάσω καμιά φορά και δε σηκώνομαι. Αν σηκωθώ και πάω στην τουαλέτα, χαλάει η παρέα. Όπως λέει ένας λυράρης, ο Κωστής ο Φωτάκης, που είναι από την Νίθαυρη, και λέει ότι όταν ο λυρατζής έχει στρώσει την παρέα και παίζει και αλλάξει λυρατζή, η παρέα χαλά. Κατάλαβες; Τώρα μου ’χει μείνει κι εμένα αυτό το πράγμα και λέω ότι άμα σηκωθώ και πάω στην τουαλέτα, θα χαλάσει η παρέα. Και μπορεί να κάθομαι έξι ώρες στην παρέα και δεν πάω. Κατάλαβες;

Α.Λ.:

Δεν θα σας κουράσω άλλο. Θέλω να μου πείτε από όλο αυτό που μου είπατε για τις παρέες, τα γλέντια, και παλιά και σήμερα, τι σας έχει μείνει;

Δ.Β.:

Έχω καλές αναμνήσεις, από καλές παρέες, γιατί, όπως είπα, στο χωριό ήταν καλοί μερακλήδες. Ήταν ο πατέρας μου που ήταν από τους καλύτερους μερακλήδες. Ο πατέρας μου τόνε λέγανε Ψαρομούστακο και συνέχιζε κι έλεγε εμένα Ψαρομούστακο και τώρα λένε τον Γιάννη. Ο Ψαρομούστακος, λέγαν τον πατέρα μου, εμένα με ’λέγαν Ψαρομουστακάκι, επειδή ήμουν πιο μικρός. Τώρα λένε εμένα Ψαρομούστακο και τον γιο μου Ψαρομουστακάκι. Ο πατέρας μου ήταν από τους καλύτερους μερακλήδες στο χωριό, όχι στο χωριό, στην περιφέρεια. Τότε είχε καλύτερους μερακλήδες από τώρα. Δηλαδή είχε τους Τζανακοβαγγέληδες και τον [Δ.Α.] τον Μανώλη, τον Τρουλινό, που ’χουμε βγάλει το cd το μελαμπιανό που λέει τα «Αηδόνια της Ανατολής», που τραγουδάει ο Τρουλινός. Ένας πολύ καλός τραγουδιστής, που δεν υπάρχουν τέτοιοι τώρα τραγουδιστάδες. Τζανακοβαγγέλης, ο Τζανακομιχάλης που είπα προηγουμένως. Φοβεροί τραγουδηστάδες. Μιλάμε για γίγαντες τώρα. NBA, που λένε. Τέτοιοι μερακλήδες. Τώρα δεν είναι, τώρα δεν είναι, τόσο να καλοί τραγουσιστάδες δεν είναι. Αλλά είναι. Έχει λυράρηδες το χωριό τώρα που δεν είχε ποτέ. Τώρα μπορεί να έχει είκοσι λυράρηδες το χωριό. Δεν μένουνε μόνιμα βέβαια, αλλά έχει πάνω από είκοσι λυράρηδες το χωριό τώρα. Μόνιμους έχει πέντε-έξι λυράρηδες το χωριό τώρα. Παραπάνω, παραπάνω πρέπει να έχει. Μόνιμους. Κοπέλια που παίζουν καλή λύρα. Γιατί υπάρχουν τα μηχανήματα τώρα. Παλιά εμείς ό,τι ακούγαμεν με το αφτί. Θυμάμαι μια φορά τον Σκορδαλό, κι ήρθε κι έπαιζε όταν αρραβώνιασαν στο σπίτι μας δίπλα, και κάθουμαν όλη νύχτα και δεν έπαιζα ούτε λύρα ούτε πράμα, ήθελα να μάθω λύρα, αλλά δεν είχα την δυνατότητα ν’ αγοράσω λύρα. Και μου άρεσε και κάθουμαν και γροίκουνα τον Σκορδαλό όλη νύχτα και δεν εκοιμήθηκα. Και κάθουμαν, στην ταράτσα τη δική μας ήταν απέναντι ο Σκορδαλός και έπαιζε. «Άμε, μωρέ, να κοιμηθείς» μου έλεγε ο πατέρας που. Πού να κοιμηθώ, εγώ άκουγα τον Σκορδαλό. Μερακλίκι. «Το μερακλίκι ο Θεός κατέχει που το δίνει». Λέει ο Σκορδαλός.

Α.Λ.:

Ποιος είναι για εσάς ο καλός μερακλής;

Δ.Β.:

Ο καλός μερακλής είναι καταρχήν αυτός που είναι άνθρωπος. Γιατί ήξερα και μερακλή που ήταν άχρηστος άνθρωπος, δηλαδή εχόρευε και τραγούδουνε ωραία, αλλά τσακωνόταν, έφευγε από την παρέα, δηλαδή μπορούσε να κάνει παρέα και σε μια στιγμή να του [Δ.Α.] να σηκωθεί να φύγει. Εγώ δεν έφευγα, ήθελε να κάτσω μέχρι να τελειώσει η παρέα, τέρμα.

Α.Λ.:

Και ο καλός τραγουδιστής;

Δ.Β.:

Και ο καλός τραγουδιστής πάλι τα ίδια. Ο καλός τραγουδιστής πρέπει να κάθεται εκεί να βοηθά όλη την παρέα. Όπως κάνουμε συνήθως όλοι μας. Όλοι οι καλοί τραγουδηστάδες μένουν πάντα [01:10:00]τελευταίοι. Η σαβούρα φεύγει και μένουν οι καλοί, που λένε.

Α.Λ.:

Εντάξει, κύριε Δημήτρη, ευχαριστώ πολύ.

Δ.Β.:

Να ’σαι καλά κι εσύ.