Ένα ταξίδι στο παράδεισο: η εν πλω γνωριμία της κοπέλας-αγγέλου που στιγμάτισε τη ζωή ενός νέου απ' την Κρήτη
Segment 1
Η νοσηλεία σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο - Έμφυλες προκαταλήψεις σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο
00:00:00 - 00:19:26
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλώς τονε. Θα μας πείτε το όνομά σας; Μακράκης Χριστόφορος. Είναι Τρίτη 25 Μαΐου, είμαι με τον κύριο Μακράκη Χριστ…, ίντα θα μου πούνε; Εξάλλου -λέω- οι πιο πολλοί με έχουνε περάσει ότι είμαι άνθρωπος του καραβιού και δεν θα μου πούνε “γιάντα μπαίνεις”».
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 2
Η βοήθεια σε μια γυναίκα και τα παιδιά της
00:19:26 - 00:24:36
Partial Transcript
Μπροστά-μπροστά στην ουρά καθόταν μία κύρια και βαστά ένα μωρό στην αγκαλιά τζης και δίπλα ένα αγοράκι. Καθόταν πάνω σε μία ξύλινη βαλίτσα.…πά πάνω μου, εκατάλαβα πως ήθελε στήριγμα και ήσπρωχνα κι εγώ μία ολιά. Αρχινήσανε και βγαίνανε απάνω. Εγώ εκοίταζα τώρα να δω κάνα γνωστό.
Lead to transcriptTopics
Segment 3
Η γνωριμία με έναν «άγγελο», οι 6 ώρες στον «παράδεισο», η υπόσχεση, η αλληλεγγύη και ο αποχωρισμός
00:24:36 - 00:55:04
Partial Transcript
Μια στιγμή, έτσα που ερχότανε απάνω μου, αρχινάει η καρδιά μου, καταχτύπα στο στήθος μου που ’θελα μου φύγει. Κάνω, λοιπόν, έτσι μια και πιά…ίο-τελευταίο κάθισμα, στο γωνιό-γωνιό και, βυθισμένος στη σκέψη μου, και σκέφτηκα, παρόλο που ’μουνε, λέω: Κοίταξε τι συμβαίνει -λέω- τώρα.
Lead to transcriptTopics
Segment 4
Ο απολογισμός και το όνειρο
00:55:04 - 01:15:29
Partial Transcript
Έζησα ένα βράδυ μια ζωή. Έτσι είναι τώρα η ζωή του ανθρώπου. Μπαίνει στο καράβι της ζωής του να κάμει το μακρινό ταξίδι και, μέσα σ’ αυτό το… ιστορίες του χωριού μας. Εδώ έχουμε και… Περιμένετε να κλείσω αυτό. Ευχαριστούμε πολύ για την συνέντευξη, ήταν πολύ ωραία η ιστορία σας.
Lead to transcriptTopics
Segment 1
Η νοσηλεία σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο - Έμφυλες προκαταλήψεις σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο
00:00:00 - 00:19:26
[00:00:00]
Καλησπέρα.
Καλώς τονε.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Μακράκης Χριστόφορος.
Είναι Τρίτη 25 Μαΐου, είμαι με τον κύριο Μακράκη Χριστόφορο και βρισκόμαστε στη Μυρσίνη Λασιθίου. Εγώ ονομάζομαι Γιάννος Νικόλαος και είμαι ερευνητής στο Istorima και σήμερα, μέσα από τα μάτια του κυρίου Χριστοφόρου, θα ταξιδέψουμε στην επαρχία της Σητείας από την δεκαετία του 1930 περίπου έως και σήμερα. Ας ξεκινήσουμε απ’ το που γεννηθήκατε και τις πρώτες αναμνήσεις που έχετε.
Λοιπόν, πε ’μου πότε να αρχινήσω εγώ.
Ξεκινήστε-
Αρχινώ τώρα, έτσι; Δεν τα γράφει, ό,τι θα πει εκεί είναι μόνο; Λοιπόν, ήμουνα στην αστυνομία στην Θεσσαλονίκη, στην αγορανομία. Αγορανομία ξέρεις ποια ήταν; Ελέγχαμε την αγορά τότε — ήτανε μετά τους ανταρτοπολέμους, ήταν η αγορά ανάστατη. Καταφέραμε, λοιπόν, πάρα πολύ ωραία πράγματα, να καταφέρουμε να φέρομε τσι τιμές σε λογικά επίπεδα και στα σωστά. Είχαμε ένα διοικητή, ο οποίος ήτονε πολύ καλός άνθρωπος, ήτονε από την Κεφαλονιά. Τον λέγανε Γεράσιμο Μαζαράκη. Μασε λέει, λοιπόν, μια μέρα να μαζευτούμε: «Παιδιά είμαι ευχαριστημένος, εβγήκα έξω και με δεχτήκαν όλοι οι ανθρώποι με αγάπη, λοιπόν. Σας ευχαριστώ πολύ. Ήθελα να σασε πω, κάποιοι από σας θα θέλουν ασφαλώς να πάρουν μια άδεια, να πάνε στο σπίτι ντως τώρα το Πάσχα. Θα σασε παρακαλούσα να μην υποβάλετε αίτηση, να φροντίσουμε την αγορά -ξέρω ΄γω τι- να μη χαλάσουμε αυτό που φτιάξαμε. Μετά το Πάσχα φύγετε όλοι, δεν με ενδιαφέρει. Τώρα όμως…». Πώς να πω εγώ δα ύστερα πως ήθελα να ’ρθω; Στεναχωρήθηκα λίγο αλλά τέλειωσε η συνεδρίαση, φύγαμε. Ανέβηκα πάνω, ανεβαίνοντας επάνω, να πα να πάω — στον απάνω όροφο κοιμόμαστε. Στον δρόμο, λοιπόν, σκέφτηκα και χωρίς να κάμω το σταυρό μου ή να πω λέξη, είπα: «Θεέ μου -με τη σκέψη μου- Θεέ μου βοήθησέ με να βρεθώ στο χωριό μου το Πάσχα». Αλλά ώσπου να το πω έφριξα, στεναχωρήθηκα. Λέω: «Για όνομα του Θεού, τι είπα;». Για να πάω πρέπει ή να αρρωστήσω εγώ ή να πεθάνει κανείς δικός μου, αλλιώς πώς να πάω, πώς να πάρω μιαν άδεια; Τέλος πάντων, βγαίνω απάνω και γονατίζω στο κρεβάτι, κάνω τον σταυρό μου φωναχτά και λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Δεν θέλω να πάω στο χωριό μου, συγχώρεσέ με. Ξέχασε αυτά που σκέφτηκα» και ξέρω γω τίποτα. Ο Θεός, όμως, άκουσε μόνο τη λαχτάρα μου και τη συγγνώμη μου δεν την άκουσε. Την επαύριο επήγα έξω για δουλειά, περνώντας από ένα νοσοκομείο — ήταν ένας Στειακός και επήγα να τον ειδώ, ένας συνάδερφος. Φεύγοντας απ’ το νοσοκομείο, πάω στο τμήμα και πρηστήκανε τα μάγουλά μου τόσο πολύ που δεν μπορούσα να μιλήσω. Πω ρε τι έπαθα! Μαγουλάδες που λέγανε μια φορά, παρωτίτιδα τη λέγανε αυτή, επιστημονικά παρωτίτιδα. Λοιπόν, τέλος πάντων. Την επαύριο κατευθείαν στο νοσοκομείο, στο 424 νοσοκομείο. Μόλις με είδανε από μακριά: «Όχι εδώ, θα πας παραπάνω στο λοιμωδών νόσων» στο ίδιο περίκυκλο μέσα. Ήτανε από πάνω ένα κτήριο που ήταν λοιμωδών νόσων, πάει να πει ας πούμε οι αρρώστιες που μεταδίδονται και ήταν εκεί. Πάω, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα κι είναι ένας θάλαμος μακρύς, πολύ μακρύς, γεμάτο στρατιώτες. Και δεν είχε, μόνο ένα κρεβάτι μπροστά-μπροστά, γιατί δεν το ’παιρνε κανείς, γιατί ανοίγοντας την πόρτα έμπαινε κρύο αλλά, αφού δεν είχε άλλο, τρύπωσα εγώ στο κρεβάτι. Βλέπω μέσα τι γινότανε, φαντάσου τώρα 30 στρατιώτες μέσα σε ένα κτήριο, φαντάσου τι γινόταν εκεί μέσα. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φωνάζανε -ξέρω γω- τέλος πάντων. Σαν εζεστάθηκα — εκειά στη μέση είχε μια σόμπα, ξυλόσομπα κι είχε κοκκινίσει από τα ξύλα τα πολλά και μέσα ήτανε φωτιά, πολύ ωραία. Σε λίγο απού συνήλθα δα, εσηκώθηκα πάνω στο κρεβάτι σκιας μετρώ 15 κρεβάτια από τη μια μπάντα, 15 κρεβάτια απ’ την άλλη. Να ακούω τέτοια πράγματα λέω: «Ετσά θα γενώ κι εγώ, αφού ήρθα δω. Εγώ ήρθα πρώτη μέρα, τούτοινε όλοι που είναι εδώ πέρα και φωνάζουνε και κλαίνε και κάνουνε, δεν αποκλείεται κι εγώ να πάθω το ίδιο». Το πρωί έρχεται ένας γιατρός και μπαίνει μέσα. Ο γιατρός ήτονε συνταγματάρχης, γιατί εφόρειε χρυσά γαλόνια, αλλά δεν επρόλαβα να δω, γιατί είχε μία καμιζόλα άσπρη και, μόλις μπήκε και είδα τα γαλόνια, κάνει έτσι, βάνει την καμιζόλα. Αρχινάει από την αντίθετη και κάνει, εκοίταζε τον άρρωστο και μετά ήβανε τα χέρια του μέσα στα απόκρυφα σημεία, γιατί η παρωτίτιδα ακολουθεί και η ορχίτιδα, δηλαδή άλλο τόσο πρήσκουνται τα γεννητικά όργανα. Εκοίταζε όλους και πήγαινε και πήγαινε, όταν επέρνα στον τρίτο, στον τέταρτο, λέει: «Ρε εσύ, παντρεμένος είσαι;», λέει: «Παντρεμένος», «Έχεις παιδιά;», λέει: «Έχω ένα γιό». Λέει: «Καλά σου είναι, γιατί το μηχάνημα εχάλασε». Ακούω, εδά, εγώ τέτοια πράγματα και απελπίστηκα. Παρακάτω εμίλιε σε όλους, παρακάτω λέει: «Σώπα, γιατρέ γιατί δεν μπορούμε να μη — ήλεγε αστεία — και δεν μπορούμε να γελάσουμε, γιατί πονεί όλο αυτό». Γύρισε σιγά-σιγά και πλησίασε προς τα εμένα. Όταν ήτονε λίγο παρακάτω λέει ενούς: «Παντρεμένος είσαι, ρε συ;», λέει «όι, μα είμαι λογοδοσμένος με μια κοπέλα και μόλις τση το ’γραφα». «Κακομοίρη, μη τση γράψεις πως είσαι εδώ μέσα, γιατί θα σε παρετήσει και να ξέρεις πως δεν κάνεις παιδιά». Παναγία μου, ακούω εγώ τέτοια… Τέλος πάντω. Έρχεται σιγά-σιγά σ’ εμένα: «Να κι ένας τυχερός», λέει αυτός. «Ποσό τυχερός, γιατρέ, αφού είμαι εδώ μέσα, πόσο τυχερός;» και χαμήλωσε τα χείλη: «Όλοι επαέ μέσα είναι σκάρτοι, δεν είναι άντρες. Λοιπόν, εσύ θα κάμεις δυο-τρεις μέρες και θα φύγεις». «Ευχαριστώ, γιατρέ, για τα καλά σου λόγια», όλα αυτά. Εντάξει. Λοιπόν, φεύγει ο γιατρός. Τον γιατρό ακολουθούσε ένας στρατιώτης, ο οποίος κρατούσε κάτι πράγματα εκειά πέρα, ακουστικά ξέρω γω και ακολουθούσε ο στρατιώτης από πέρα, δεν ήτονε νοσοκόμος. Γουστέρη τονε λέγανε οι άλλοι, δε ξέρω τώρα αν αυτό ήταν τ’ όνομά του. Φεύγει ο γιατρός, γυρίζει ο Γουστέρης και πάει στη μέση-μέση στο θάλαμο και λέει: «Παιδιά να σασε πω τα νέα. Ο γιατρός μας θα πάει στο Παρίσι αύριο, γιατί έχουνε συνέδριο οι μεγάλοι γιατροί και έτσι αύριο θα φέρουνε μία γιατρίνα». Ώσπου ν’ ακούσουνε οι άλλοι «γιατρίνα», το τι του ’πανε: «Ρε βλάκα, αλήτη» -ξέρω ‘γώ τι- «γιατρίνα θα μας φέρεις εδώ μέσα, να μας πιάνει τα πράματά μας» του πετάξανε μαξιλάρια, του κάνανε… Ο κακομοίρης έφυγε κακής κακώς. Όταν άνοιξε την πόρτα που ήμουνα δίπλα, λέει: «Αύριο θα δείτε». Τι ήθελε και αυτός να το πει; Εδημιούργησε μία κατάσταση, τέλος πάντων. Το πρωί ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα μία ωραία κοπέλα, καμία τριανταπενταριά χρονώ έτσι, αλλά στυλάτη, ωραία, με το βαθμό του λοχαγού. Φορούσε χακί. Εκρατούσε στο χέρι την άσπρη ποδιά — ήθελε να επιβληθεί φαίνεται με τον βαθμό και μετά να αυτό. Μόλις την είδανε, αρχινούνε από το βάθος του θαλάμου και τι δεν είπανε! Τσ’ είπανε τέτοια άσχημα λόγια… Δεν μπορώ να τα πω. Ας πούμε ότι: «Έλα να μας τα χαϊδέψεις να γιάνουνε, έλα να χορτάσουνε τα χέρια σου το και το, έλα, έλα» ο καθένας. Μια στιγμή όλοι μια βροντή. Η κακομοίρα η γιατρίνα τα ’φερε σκούρα. Κλείνει την πόρτα και πάει από απόξω. Ήταν ένα πεζουλάκι και καθίζει και κάνει αέρα με την αυτήν. Εγώ λοιπόν δεν άντεξα. Σηκώνομαι απάνω: «Σκασμός, σιωπή» τωσε λέω, σταματούνε. «Δεν ντρέπεστε, ρε; Επειδή είμαστε στρατιώτες να προσβάλουμε την αξιοπρέπεια μίας γυναίκας, που ’φαε τα χρόνια της για να γενεί γιατρός στρατιωτικός; Γιατί αγαπούσε τον στρατό κι εσείς τση φερθήκετε μ’ εκειό τρόπο. Η μάνα μας, μωρέ, ήρθε να μασε δει, η μάνα μας που δεν την έχουμε εδώ, η ίδια η Παναγία ήρθε να μασε δει κι εσείς την ποβγάλετε; Ντροπή σας». Σηκώνεται κι ένας απέναντι από μένα και λέει: «Έχει δίκιο ο συνάδελφος, δεν ήτανε τρόπος αυτός να φερθείτε σε μία γυναίκα. Τι πάει να πει; Επειδή είναι -λέει- γυναίκα κι είναι γιατρός δεν είναι σωστή; Τι είναι αυτά τα πράματα;». Εγώ ήμουνα στην πόρτα έτοιμος όρθιος, γιατί λέω: «Δε τσι νοιάζει εδά να ’ρθουνε απ’ το βάθος και να με δείρουνε επαέ, να με σκοτώσουνε». Και έμεινα πολύ ώρα αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα. Έφυγε η γιατρίνα, δεν μπήκε μέσα. Πώς ’θελα μπει πάλι; Αυτή, όμως, τ’ άκουσε που ήταν όξω. Εγώ είχα γυρίσει τη πλάτη μου, δεν το ’ξερα ότι τ’ άκουσε όλα αυτά. Έρχεται ο Γουστέρης σε λίγο και μου λέει: «Μπράβο σου, μπράβο σου». Του λέω: «Δεν εμπόρεξα -λέω- εξάλλου κι εγώ να ’μαι μαζί με τους άλλους», διότι δεν ήτανε σωστό, αυτά τα πράγματα που είπανε όλα αυτά οι στρατιώτες. Ήθελα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Λέει: «Ξέρεις τι είπε η γιατρίνα; Ευτυχώς βρέθηκε κάποιος να πει έναν καλό λόγο[00:10:00] και για μένα». Λέω: «Εγώ το ’πα τον καλό λόγο, δεν το είπα για να αυτό, αλλά έπρεπε να γενεί έτσι». Δεν μπορείς να προσβάλεις μια γυναίκα, λοιπόν εντάξει. Την επαύριο έρχεται ο Γουστέρης και του λέω: «Ρε συ, δεν θα ’ρθει η γιατρίνα σήμερο;», λέει: «αυτή έχει σήμερο χειρουργείο, γιατί είναι χειρουργός και θα ’ρθει αύριο» ας πούμε, δεν ξέρω. Του λέω: «Ρε συ Γουστέρη, επειδή εχθές ερεθίστηκα με τα πολλά, φωνές που’χα, ανέ θες, να πα μου φέρεις από την καντίνα ένα γιαουρτάκι, που μπορώ να το φάω το γιαούρτι». «Να πάω». Του δίδω 1 εικοσοχίλιαρο, όπως ήτονε σήμερα τα εικοσάρικα, ήτονε τότε τα εικοσοχίλιαρα. Του δίδω ένα εικοσοχίλιαρο, ήκανε το γιαούρτι ένα χιλιάρικο, όπως κάνει σήμερα ένα ευρώ και γυρίζει και μου φέρνει 19 χιλιάρικα και το εικοσοχίλιαρο. Του λέω: «Πάρ’ τα χιλιάρικα», αυτός πώς είναι δυνατόν να μου δώσει τόσα; Του λέω: «Κάτσε, ρε συ, στο κρεβάτι». Καθίζει. Του λέω: «Εγώ δεν είμαι στρατιώτης, είμαι αστυνομικός και πήρα το μηνιάτικο και πήρα και το δώρο του Πάσχα και είμαι στο κρεβάτι. Πάρε τα εσύ που μπορείς, να πας ας πούμε μια μέρα να πεις», τέλος πάντων. «Όχι -ξέρω γω- αυτό». Του λέω: «Ρε συ, εγώ θωρώ κι έχει παέ κάτι ωραία γκομενάκια. Έχεις καμία;». Λέει: «Έχω». «Θα την πάρεις να πάτε κάπου, να πιείτε μια μέρα και θα πείτε “στην υγεία μου” και μου φτάνει». Παίρνει τα λεφτά ο Γουστέρης και έγινε η σκιά μου, όλη την ώρα, τέλος πάντων. Την επαύριο μπαίνει η γιατρίνα μέσα. Τσιμουδιά, ε; Ούτε αναπνοή! Και αρχινά, βέβαια, αυτά τα ’χε κανονίσει ο γιατρός όλα. Επερνούσε, έβλεπε τον άρρωστο, έπιανε την καρτέλα, έγραφε κάτιτι, παρακάτω στον άλλο στον άλλο, όπου έπρεπε να γράφει, ήγραφε. Τέλος πάντων, σιγά-σιγά και γύρισε κι ήρθε και σε μένα. Εγώ όμως, που φώναξα, έπρεπε να μου μιλήσει. Και μου λέει: «Πώς πας εσύ;», μου λέει εδά. Λέω: «Εσείς είστε ο γιατρός, εσείς θα μου πείτε πώς πάει, εγώ είμαι άρρωστος, εσείς είστε ο γιατρός». Εγέλασε αυτή και μου λέει: «Καλά σε βλέπω». Λέω: «Καλά αισθάνομαι κιι εγώ. Έτσι αισθάνομαι -λέω- κι εγώ και πιστεύω πως είμαι καλά». Αυτή κοιτάζει την καρτέλα μου και λέει παρωτίτιδα. Η παρωτίτιδα, όμως, δεν ήδινε άδεια. Και λέει: «Κάτω πώς πας;» ας πούμε. Λέω, ήθελα να την βοηθήσω, λέω: «Πονάω λίγο αλλά δεν ανησυχώ, δεν πιστεύω να είναι τίποτα το σπουδαίο». Μου λέει: «Έχεις πρήξιμο;». Λέω: «Δεν ξέρω, δεν εκοίταξα -λέω- αν έχω πρήξιμο». Ίντα να της πω; Ο άλλος ο Γουστέρης, που είχε πάρει τα χιλιάρικα, βάνει το χέρι του από κάτω απ’ την κουβέρτα και χωρίς να βάλει το χέρι του πουθενά, κάνει έτσι και λέει, μου κλείνει και το μάτι: «Εκεί αυτό είναι πρήξιμο -λέει- αυτό είναι πρήξιμο». Κάνω κι εγώ πως επόνεσα, λέω, τέλος πάντων δα, μου λέει: «Πρήξιμο είναι, μόνο να προσέχεις και να μη βγαίνεις έξω, γιατί κάνει κρύο, μόνο να αυτό» και το ’να τ’ άλλο… Τ’ έλεγε εδά ο στρατιώτης, του λέω: «Ό,τι πείτε, κύριε αρχίατρε, θα κάνω». Η άλλη γέλασε τόσο να πολύ, γιατί το ’ξερε ότι το ’λεγα γι’ αστείο και φεύγουν όξω και γελούσαν κι οι δύο. Σε λίγο γυρίζει ο Γουστέρης και μου λέει: «Τα καταφέραμε». Λέω: «Γιάντα ’πες, ρε, πως έχω πρήξιμο; Δεν θα με διώξουνε από επαέ». Λέει: «Ο καλός σου λόγος προχθές και το ψεματάκι μου μένα σήμερο, θα σου δώσουν 20 μέρες άδεια». Μου κάνει έτσι, 20 μέρες άδεια. Λέω: «Να! Έκανε ο θεός το θαύμα του, απού του ζήτηξα, έκανε το θαύμα του». Έφυγα την ίδια μέρα, πήγα και μπήκα στο τρένο, τακτοποιήθηκα, πλύθηκα στο τμήμα, έκανα μπάνιο, αποχαιρέτησα, έφυγα να ’ρθω κάτω. Το τρένο που μπήκα ήτανε μεικτό, γιατί δεν επρόλαβα άλλο, αλλά δεν μπορούσα να πάω την άλλη μέρα, γιατί ήτανε, ας πούμε, μεγαλοβδόμαδα. Την επαύριο… Μέσα στο τρένο υπήρχανε στρατιώτες πολλοί και πολίτες, αλλά δίπλα μου καθότανε ένας στρατιώτης απ’ το Ηράκλειο. Μόλις εφτάξαμε στον Πειραιά, απόγευμα, μου λέει… Φεύγω, τονε χαιρετώ και φεύγω και μου λέει αυτός — μια στιγμή τρέχει με προλαβαίνει: «Κακομοίρη μου, πεινώ πάμε να φάμε». Του λέω: «Ρε συ, το φαΐ δεν είναι ζόρες. Πρέπει να εξασφαλίσουμε ένα εισιτήριο, γιατί είναι μεγάλη Πέμπτη. Είναι δυνατόν να βρούμε τώρα εισιτήριο, θα να ’μαστε τυχεροί». «Καλά το λες», λέει, κλουθά. Πάμε στο ένα γραφείο: «το καράβι είναι πλήρες». Πάμε στο άλλο γραφείο, πάμε στο άλλο, όλα τα γραφεία του Πειραιά, όλα τα καράβια πλήρες. Φτάνουμε στο καράβι, το καράβι ήταν το Κανάρης. Από ’πόξω απ’ το καράβι ήταν μία ουρά από δω μέχρι τη βρύση, ήτανε 200 και άτομα τόσοι και περίμεναν τώρα να κατεβάσουν τη σκάλα τώρα να ανέβουνε. Θωρώ τοσας πολλούς, λέω: «Ω!» Απέναντι ακριβώς ήτονε ένα γραφείο. «Πάμε, μωρέ, και σ’ εκείνο το γραφείο». Πάμε. Μόλις μας είδε αυτός, λέει: «πλήρες το καράβι». Λέει, λοιπόν, ο στρατιώτης «Ίντα κάθομαι εδά εγώ; Εγώ έχω παέ ένα αδερφό, θα πάω να κοιμηθώ και αύριο πρωί-πρωί θα κόψω εισιτήριο» και φεύγει. Μου λέει «χρόνια πολλά» και φεύγει. Ακολουθώ κι εγώ να φύγω και μου λέει — εγώ είμαι, βέβαια, με τα πολιτικά. Είχα ράψει ένα κοστούμι με γραβάτα, με αυτά, απού ήμουνε στην εντέλεια. Με βλέπει τώρα αυτός και μου λέει: «Μη φύγεις». Λέω: «Γιάντα;», λέει: «Αυτό που γίνεται με στενοχωρεί, μα δεν μπορώ να κάμω τίποτα. Μας έχουνε πει απ’ τα κεντρικά γραφεία, από μία ώρα και ύστερα, θα λέμε ότι το καράβι είναι πλήρες, γιατί είναι τόσοινε οι στρατιώτες, απού αν εμπούνε μέσα… Οι πολίτες θέλουνε να πάνε στην Κρήτη και στα νησιά σε όλα. Λοιπόν, αν γεμίσουν τα καράβια στρατιώτες, δεν θα πάρουνε φράγκο και από ένα αυτό κι ύστερα, δεν κόβομε των στρατιωτώ, μόνο των πολιτών. Μόνο να σου κόψω ένα». Εγώ δα το φιλότιμό μου, του λέω: «Ρε συ, τζαμπατζής είμαι κι εγώ». Λέει: «Γιάντα;». Λέω: «Αστυνομικός είμαι, αλλά έχω λεφτά, να μου κόψεις ένα εισιτήριο». «Δεν μπορώ» μου λέει. «Γιάντα;». «Εδώ -λέει- σ’ αυτό το γραφείο ήτανε πρώτα ένας και ήρθε ένας από επαέ απ’ την αστυνομία πόλεως να κόψει ένα εισιτήριο και επειδή είπε κι αυτός ότι “μα θέλω αυτό, να κόψω εισιτήριο κι εγώ θα πληρώσω” και τονε επλέρωσε. Ίντα να κάνει ο άλλος; Έκοψε το εισιτήριο. Στο γυρισμό επήε κι είπε ότι: “Παρόλο που δήλωσα ότι είμαι αστυνομικός, μου ’κοψε ένα εισιτήριο και μου πήρε τα λεφτά και εδιώξανε τον υπάλληλο. Γι’ αυτό κι εγώ δεν θέλω τώρα», μου λέει. Του λέω, «Ρε συ, εστιατόριο, ξενοδοχείο όλα αυτά θα δώσω πιο πολλά». Μου λέει: «δεν έχει κανένα σπίτι να πας εδώ να κοιμηθείς;». «Σπίτι -λέω- έχω αλλά, βγήκα απ’ το νοσοκομείο»,«απ’ το νοσοκομείο -μου λέει- εβγήκες, άρα έχεις αναρρωτική άδεια», «Ναι». «Αφού έχεις αναρρωτική άδεια, κανείς δεν μπορεί -μου λέει- να στην κόψει» και μου κόβει ένα εισιτήριο. Φεύγοντας τώρα, του ’δωκα εγώ τώρα ένα μπαξίσι, ένα εικοσάρικο, ένα δεκάρικο ήταν χιλιάρικα τότε. Όταν επέρασα την πόρτα, λέει: «Στάσου να σου πω ακόμα κάτι, να πούμε ακόμη μιαν αλήθεια -μου λέει. Επειδή είναι καλοσύνη, μπονάτσα, όλα τα πρακτορεία, όλα τα γραφεία έχουμε κόψει 2-3 εισιτήρια παραπάνω. Δεν ξέρεις, όμως, μια στιγμή μπορεί να χαλάσει ο καιρός και να φουρτουνιάσει και δεν θα πάρουν υπεράριθμους. Μόνο να μην αλαργάρεις από δω, να μη φύγεις, μόνο να είσαι επαέ κοντά-κοντά, μόλις ανοίξουνε τη σκάλα, να ανεβείς και συ». Του λέω λοιπόν εγώ: «Εγώ θα ανεβώ πρώτος», του λέω. Μου λέει: «Άμα τα καταφέρεις». Τι κάνω τώρα εγώ; Βγαίνω έξω, όπως ήμουν, σου λέω, με το καινούργιο κουστούμι, με τη γραβάτα, όλα αυτά. Ήθελα να δείξω ότι ήμουνε άνθρωπος του καραβιού κι όχι επιβάτης. Δεν έδωκα σημασία αυτό, μόνο πήγαινα κάτω σιγά-σιγά. Όταν επέρνουνα στη πλώρη του καραβιού, ήτον απάνω: «Γεια σας παιδιά». «Γεια σας» λεν και αυτοί. Δε με ξέραν, αλλά εν πάση περιπτώσει. Φεύγω και πάω πέρα. Πάω παραπέρα και σταματώ σε ένα σημείο και βλέπω την πλώρη του καραβιού και δεν ήβλεπα την ουρά. Και λέω: «μόλις δω ότι κατεβάζουν τη σκάλα»… Επήρα και ένα-δυο κουλουράκια και τα ’φαγα. Κατεβαίνω, λοιπόν. Σε λίγο θωρώ και κατεβάζουν τη σκάλα. Άκου τώρα, γιατί αρχινά μία άλλη περιπέτεια από δω. Κατεβάζουν τη σκάλα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά πάω και εγώ σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, λέω: «Ώσπου να φτάξω στη σκάλα, θα κατεβεί να ’μαι κι εγώ, να μπω πρώτος αμέσως, αφού είπα θα μπω πρώτος, θα μπω πρώτος, ίντα θα μου πούνε; Εξάλλου -λέω- οι πιο πολλοί με έχουνε περάσει ότι είμαι άνθρωπος του καραβιού και δεν θα μου πούνε “γιάντα μπαίνεις”».
Μπροστά-μπροστά στην ουρά καθόταν μία κύρια και βαστά ένα μωρό στην αγκαλιά τζης και δίπλα ένα αγοράκι. Καθόταν πάνω σε μία ξύλινη βαλίτσα. Μόλις είδε, λοιπόν, ότι κατεβαίναν τη σκάλα, σηκώνεται απάνω, πιάνει τη βαλίτσα την βάνει μπροστά τση — έτοιμη τώρα να ανεβεί. Μόλις ήκαμε μπου η σκάλα πάνω στο τσιμέντο, ίδια πως ήτονε ηλεκτρισμένοι, όλη η ουρά ήκαμε ένα ομπρός, καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα; Μια στιγμή έρχονται όλοι, όλοι, όλοι και πέφτουν στση κυρίας επάνω και βαστά η κυρία το μωρό, ωωωπ, να πέσει απάνω στη σκάλα, να σκοτωθεί[00:20:00] και να σκοτώσει το μωρό, όλα αυτά. Τι κάνω εγώ, απού ’μουνα απ’ την άλλη μεριά; Παίζω μια και καθίζω και πάω μπροστά τζη και πέφτει απάνω μου μένα και δεν ήπεσε στη σκάλα απάνω, στο σίντερο και τηνε πιάνω από τους ώμους σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και την ασταματώ όρθια. Με κοίταζε αυτή με έναν τρόπο… Δεν το περίμενε αυτή, γιατί ήτανε έτσι με το παιδί και ήπεφτε και σου λέει: «Πού τέτοια…». Μετά λέω… Συνήλθε λίγο και τση λέω: «Έλα, ακολούθησέ με». Παίρνω τη βαλίτσα, παίρνω και το αγόρι ετσά στην αμασχάλη μου και βγαίνω απάνω τη σκάλα και πάω-πάω. Πριν να βγούμε στο κατάστρωμα, ήτονε ένας προθάλαμος και είχε ένα παγκάκι και πάω και καθίζω στο παγκάκι και τηνε περίμενα. Μια στιγμή να τηνε. Αν δεν εβάστανε το μωρό, ήθελα μ’ αγκαλιάζει (=θα με αγκάλιαζε), να με κρατεί εκειά πέρα: «Ποιος, ο θεός σ’ έστειλε, σκέψου ότι ήθελα σκοτώσω το μωρό μου, γιατί ήταν η απόφασή μου αυτή;» — αυτή ήβλεπε κάτω και θα ’πεφτε απάνω στο σίντερο και μια στιγμή να αυτό… Και της λέω: «Να συνέλθεις -λέω τώρα- γιατί έχεις ταξίδι, μόνο παρέτα σιγά-σιγά-σιγά, να συνέλθεις, γιατί έχεις παιδιά και ταξίδι». Της λέω: «μήπως έχεις -πώς το λένε- καμαρίνι(καμπίνα) ξέρω γω;». «Όι», μου λέει, «Θέλεις να πας κάπου αλλού;» και μου λέει: «Πού καλύτερα εδά να πάω; Επαέ στο παγκάκι θα κάτσω». Καθίζει, καθίζω κι εγώ και μου λέει: «Εγώ δεν είμαι Κρητικιά, είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη». Τση λέω: «Κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη έρχομαι». Μου λέει: «Ο άντρας μου είναι στρατιώτης και είναι στη Θεσσαλονίκη. Είπα να φέρω τα παιδιά, να τα δούνε τα πεθερικά μου και να πάρει ο άντρας μου μετά το Πάσχα μια, δυο, τρείς μέρες άδεια, για να ’ρθει, να φύγουμε μαζί απάνω και κόντεψα να τα σκοτώσω», η κακομοίρα κι άρχισε και ήκλαιγε. «Σώπα -τση λέω- σιγά-σιγά». Λοιπόν, λέω: «Εγώ είμαι απ’ τη Σητεία». «Από τη Στεία;», «Από τη Στεία». «Ο καλύτερός μας φίλος είναι από τη Στεία, μπορεί να τονε ξέρεις» μου λέει. «Ρε συ, η Σητεία -λέω- έχει 20.000 κατοίκους, πού να τονε ξέρω;». Λέει: «Νίκος Τσαγκαράκη τονε λένε». «Mα ο Νίκος ο Τσαγκαράκης -λέω- είναι ξάδερφός μου». Ώσαμε ν’ ακούσει το μικρό το αγοράκι: «Ο Νίκος, που ’ναι… Απού τραγουδεί καλά, απού μας αγαπά, απού λέει ανέκδοτα, απού μου φέρνει καραμέλες». Ακούω εγώ που δεν είχε καλύτερο από τον Νίκο και ήτονε πραγματικά έτσι ένας αξάδερφός μου και ήτονε πολύ ωραίος άνθρωπος. Και είχε γνωριστεί τώρα με τον πατέρα ντως, με τον άντρα τσης γυναίκας και πηγαίνανε στις Συκιές — ήτονε στη Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω αν επήγες καμιά φορά. Τέλος πάντων. Την ώρα που τα λέγαμε τώρα αυτά, εσταμάτησε ο κόσμος να ανεβαίνει και ακούω από κάτω φασαρία, μα ίντα φασαρία! Φωνές, πράματα… Προβαίρνω εκεί απ’ την κουπαστή και βλέπω μία κλούβα της ΕΣΑ και μάζευε τσι στρατιώτες. Είχαν έρθει ένα μπουλούκι στρατιώτες μεθυσμένοι, έξαλλοι και θέλαν να μπούνε στο καράβι χωρίς εισιτήριο. Τσι μαζεύανε, που λες, με τα γκλοπ και τσι βάνανε μέσα στο αυτοκίνητο και τσι πήρανε και φύγανε. Πάω, λοιπόν, και τση λέω: «Άστα, ίντα γίνεται από κάτω, έτσι οι στρατιώτες». Λέω λοιπόν, τση λέω — άκου εδά να δεις, τι μπορεί να φέρει 1 λεπτό καθυστέρηση! Λέω, λοιπόν: «Καλό ταξίδι, να ’σαι καλά και θα ξανάρθω από δω, να δω ίντα κάνεις. Και θα πάω μέσα που είναι οι πολλοί, να δω μπα να ’ναι και κανένας γνωστός μου, κοντοχωριανός, ίντα να κάνω επαέ χάμαι». Μου λέει η γυναίκα: «Μου κάνεις μια χάρη;». Λέω: «Άμα μπορώ». «Κάθισε στο παγκάκι, να ακουμπήσω απάνω σου, να ταΐσω το μωρό μου». Καθίζω στο παγκάκι, καθίζει αυτή — ήτονε δίπλα μου — βάνει τα πόδια της πάνω στο παγκάκι, βάνει το μωρό και μετά κάνει ετσέ δυο-τρεις και ακουμπά πάνω μου, εκατάλαβα πως ήθελε στήριγμα και ήσπρωχνα κι εγώ μία ολιά. Αρχινήσανε και βγαίνανε απάνω. Εγώ εκοίταζα τώρα να δω κάνα γνωστό.
Segment 3
Η γνωριμία με έναν «άγγελο», οι 6 ώρες στον «παράδεισο», η υπόσχεση, η αλληλεγγύη και ο αποχωρισμός
00:24:36 - 00:55:04
Μια στιγμή, έτσα που ερχότανε απάνω μου, αρχινάει η καρδιά μου, καταχτύπα στο στήθος μου που ’θελα μου φύγει. Κάνω, λοιπόν, έτσι μια και πιάνω την καρδιά μου και τη σπρώχνω μέσα να μην μου φύγει. Η γυναίκα τώρα που θάρρειε τώρα ό,τι έπαθα, επειδή μ’ ακουμπούσε, λέει: «Τι έπαθες;» και τση λέω: «Για κοίταξε εκειέ». Κοιτάζει και μόλις εκοίταξε, που είχε το κουταλάκι, τση πέφτει κάτω η κρέμα, τση πέφτει και το κουτάλι, απομένει ξεχάσκοτη. Και τση λέω: «Τι έπαθες;». Λέει: «Ένας αααάγγελος, ένας άγγελος». Ήτανε μία κοπέλα 18 χρονώ. Εγώ την είδα σα θεά, όι σαν άγγελο. Δηλαδή, όπως μασε λέγανε στο σχολειό οι θεές, που ήτανε ξέρω γω τι. Ήτανε τόσο όμορφη και ένα πρόσωπο όλο φως και ξέρω γω τι. Τρομερό πράμα. Λέει… Μου λέει αυτή… Στάσου δα, μου λέει: «Ποια είναι αυτή η κοπέλα;». Λέω: «Δεν την γνωρίζω». «Πως δεν την γνωρίζεις -μου λέει- αφού σε κοιτάζει μες στα μάτια;». «Εγώ να δεις -λέω- πως την κοιτάζω, μα ούτε αυτή με ξέρει». Τέλος πάντω. «Τότε γιατί να σε κοιτάζει;». Εγώ ήμουνα εδά αστυνομικός και κατάλαβα ντελόγο η κακομοίρα η κοπέλα ότι αυτή ήτονε… Μασε πέρασε για ανδρόγυνο, για να είναι ακουμπισμένη απάνω, να δίνει στο μωρό, σου λέει: «Άμα κάτσω εγώ δίπλα σε ένα αντρόγυνο…» - γιατί ήτονε από κάτω, σου λέω, οι στρατιώτες χάλια και καταλαβαίνεις τι πείραγμα θα τση κάνανε αυτής τση κοπέλας τση όμορφης, αν έμπαινε μέσα στο αυτό. Και σου λέει: «άμα κάτσω δίπλα στο παγκάκι, σε ένα αντρόγυνο θα αποφύγω όλα αυτές τις». Και τση λέω: «Δεν κάνει το κόρτε, δεν είναι δικό μου το παγκάκι», μου λέει αυτή: «Όι-όι μην τη φέρεις, γιατί θα μασε χρειαστεί το παγκάκι τη νύχτα». Εγώ πάλι λέω, αν η κοπέλα με κοιτάξει, γιατί ήτανε ας πούμε λίγο μακριά ο διάδρομος, αν με κοιτάξει μέχρι να περάσει από κοντά μου, θα τηνε κρατήξω. Αν πάλι γυρίσει αλλού το πρόσωπό τζης, θα την αφήσω να φύγει. Η κοπέλα με κοίταζε κι ερχόταν κοντά κι είδα εγώ ότι το βλέμμα της ήτoνε ικετευτικό, ότι σαν να μου λέγε: «Κράτησέ με, ας πούμε, εδώ πέρα». Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να καθίσει δίπλα μου μια τόσο όμορφη κοπέλα. Έρχεται, λοιπόν, κοντά μου και είχε απάνω στο κεφάλι, είχε ένα στεφάνι — ξέχασα να σου πω ότι αυτό τση ’δινε μια ακόμα θεϊκή ομορφιά — είχε ένα στεφάνι, που θα το ’βανε στον επιτάφιο και το ’χε βάλει γύρω-γύρω και είχε αυτό, είχε σαν το φωτοστέφανο των Αγίω και την έκανε, ας πούμε, ακόμα πιο… Τση παίρνω το στεφάνι και το κρεμώ. Δεν εμίλησε. Γυρίζω και μόλις την είδα, απογοητεύτηκα. Η κοπέλα κρατούσε στ’ άλλο της χέρι μία κοπέλα, αδερφή τζη, όμορφη κι αυτή αλλά μεγάλη. Μόλις τσ’ είδα εγώ, απογοητεύτηκα, λέω: «Ίντα να κάνω εδά, δεν θα κάτσομε παρέα». Φεύγω και αδειάζω το παγκάκι. Το παγκάκι χωρούσε μόνο μια και μου λέει αυτή: «Κύριε, να μην ενοχλείσαι. Η αδερφή μου δεν θα καθίσει στο παγκάκι». «Γιάντα δεν θα καθίσει στο παγκάκι;». «Την πειράζει το καράβι». Βγάνει, λοιπόν, μια κουβέρτα και τηνε στρώνει κάτω. Και θέτει η αδερφή τζης στην άκρη και μετά γυρίζει την υπόλοιπη κουβέρτα και τη σκεπάζει από κορφής, δεν εφαινούτονε πράμα. Από κει δεν εσάλεψε μόνο όταν ήρθαμε στο Ηράκλειο. Τίποτα. Έρχεται η κοπέλα, καθίζει δίπλα μου: «Είμαι απ’ το Ρέθυμνο, πηγαίνω στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Οι γονείς μου εθεωρήσανε καλό, γιατί το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο είναι μακριά από μένα, εθεωρήσανε καλό να ’ρθω να βγάλω την τελευταία τάξη κοντά στσ’ αδερφής μου, για να ’χω ελεύθερο χρόνο να διαβάσω, να πάρω το απολυτήριό μου και, εν συνεχεία, να διαβάσω για να δώσω στο πανεπιστήμιο». Ήδωκα ένα σωρό ευχές, ξέρω γω, όλα αυτά και μου λέει: «Θέλω να δώσω στη Γυμναστική Ακαδημία». Λέω: «Μπράβο, κοπέλα μου, είναι ό,τι σου ταιριάζει με την ομορφιά σου και τη χάρη σου, είναι ό,τι σου ταιριάζει. Από τώρα -λέω- ζηλεύω το Γυμνάσιο που θα να ’σαι γυμνάστρια». Και μου λέει: «Δεν θέλω να πάω γυμνάστρια, θέλω να ιδιωτεύσω. Υπάρχουν ένα σωρό δουλειές -μου λέει- εκεί πέρα». Και μου ’πε όλες τσι δουλειές που μπορούσε να σπουδάσει. «Αλλά αυτό που με τραβάει εμένα, είναι ο χορός. Θέλω να σπουδάσω και να γίνω χοροδιδάσκαλος». Είπα πάλι ευχές, ξέρω γω τι. Λοιπόν, λέω: «Εγώ είμαι από τη Στεία», τα κουβεντιάσαμε ξέρω γω, σιγά-σιγά. Εκάτσαμε εκεί πέρα περνάει η ώρα. Μετά μου λέει τώρα αυτή. Εγώ ήθελα απ’ την αρχή να τση πω ότι: «Δεν είμαστε αντρόγυνο που θαρρείς, είμαι ξένος» αλλά πώς να τση το πω; Λοιπόν, μια στιγμή, μου λέει: «Βάλανε ένα μάθημα [00:30:00]τώρα τελευταία και δεν ξέρεις τι ωραίο μάθημα είναι και λέω - καμιά φορά το μυαλό μου, θα το θυμηθώ το μάθημα- και αυτό το μάθημα μ’ αρέσει πάρα πολύ». Λέω: «Αφού σ’ αρέσει αυτό το μάθημα, θα σου πω κι εγώ κάτι που πρέπει να το ξέρεις εσύ». Ψυχολογία. Ψυχολογία! Λέω: «Όταν ανέβηκες, με κοίταξες κι ήμουνε άγνωστος δεν ξέρω αν με κοίταζες, ξέρω γιατί με κοίταζες. Σου πήρα το στεφάνι, δεν είπες τίποτα. Εκάθισες δίπλα μου, κουβεντιάζουμε τόση ώρα, έχουμε πει τόσα πράγματα, ξέρω γιατί κάθισες, όλα αυτά. Όμως, λείπει κάτι που δεν το ξέρω εγώ, μόνο το ξέρεις εσύ μόνο, εσύ». Μου λέει: «Αυτό είναι ψυχολογία, ξέρω μάλιστα αυτό θα σου πω». Μου λέει: «Όταν ήμουν από κάτω, με την αδερφή μου και είχαμε γοργό να βγούμε απάνω, επέσανε απάνω μας στρατιώτες, τρελοί, μεθυσμένοι και φοβήθηκα. Γιατί με κοιτάζαν μ’ ένα τρόπο και είπα τώρα εδά θα με αρπάξουνε. Επήγα -λέει- και κρύφτηκα πίσω από την αδερφή μου και τση λέω “πάμε στο σπίτι, γιατί δεν αντέχω, φοβάμαι αυτούς τους ανθρώπους”. Αυτή μου λέει: “Άμα θες, πήαινε στο σπίτι, εγώ θα ταξιδέψω”. Μα πώς την αφήσω; Να την, εκεί πέρα είναι, θα την πατήσουνε, θα τη σκοτώσουνε, δεν παίρνει χαμπάρι. Εν τω μεταξύ -λέει- πήραν οι στρατιώτες, ανακουφίστηκα μία στάξη και είπα να την ακολουθήσω. Όταν ανέβηκα στο καράβι πάνω έκαμα το σταυρό μου και είπα: “Θεέ μου, φώτισέ με, βοήθησέ με, υπόδειξέ μου πού να πάω να σταθώ, να νιώσω ασφαλής, γιατί θα τρελαθώ”. Ανέβαινα πάνω και μόλις σε είδα -μου λέει- μία φωνή μέσα μου ’πε: “εκεί θα πας, αυτός θα σε προστατέψει” και γι’ αυτό σε κοίταζα». Τση λέω: «Ποιος δεν θα σε προσέχει, κοπέλα μου; Τέτοια ομορφιά ποιος δεν θα σε πρόσεχε;» Λοιπόν, εγώ ήθελα τώρα να τση πω ότι δεν είμαστε αντρόγυνο και τση λέω: «Ξέρεις καμιά φορά -λέω- κινδυνεύουνε και οι άντρες, δεν κινδυνεύουνε μόνο οι γυναίκες και οι άντρες κινδυνεύουνε», λέω. Αυτή εκατάλαβε αμέσως, και μου λέει: «Δεν είστε αντρόγυνο;». Ψιθυρίζω στ’ αυτί και τση λέω: «Tηνε βοήθησα να φέρει τα παιδιά και σταμάτησα εδώ, ώσπου να συνέλθει και μετά να φύγω. Κι ήρθες την κατάλληλη ώρα, που είδες που ακουμπούσε πάνω μου και τάιζε το παιδί και νόμιζες ότι είμαστε, αλλά δεν είμαστε και πρέπει να φύγω. Διότι δεν μπορώ να κάθομαι δα μέσα — γιατί ήτoνε και η κυρία με τα παιδιά, ήτονε κι αυτή, δεν ήτονε 20-22 χρονώ, μια πανέμορφη κυρία — δεν μπορώ να κάθομαι - λέω- όλη νύχτα ανάμεσα σε δύο πολύ ωραίες κοπέλες. Δεν είναι σωστό, πώς να τ’ αντέξω; Δεν γίνεται, πρέπει να φύγω». Αυτή με κοίταζε καλά-καλά και δεν εμίλειε, μόνο τα δάκρυα ήρθανε εκεί μπροστά. Και μου λέει: «O Θεός μ’ έστειλε σ’ εσένα, όχι στην κυρία». Εγω ήμουνα εδά και αστυνομικός και λέω: «Για όνομα του θεού, μπορώ να την βοηθήσω αλλά πώς να αντέξω εγώ όλη νύχτα;». Την ώρα, λοιπόν, που τα κουβεντιάζαμε, κάνει αυτή μια τρεμούλα έτσι, δυνατή και τση λέω: «Κρυώνεις;», λέει: «Όχι, δεν κρυώνω». «Τότε γιατί -λέω- έκανες αυτό;» και μου λέει: «Βλέπεις αυτό τον ναύτη που πέρασε εδώ να πάει επάνω; Αυτός είναι χωριανός μου, μα δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου». Εγώ εκατάλαβα ντελόγο ότι κάτι συμβαίνει, γιατί σου λέω να περάσει ο χωριανός και να μην τση μιλήσει. Ήτανε δυνατό να περάσει και να μην τση μιλήσει; Άρα υπήρχε κάτι και της λέω: «Ρε συ, μ’ εκειόνε τον άνθρωπο δεν έχετε διαφορά ηλικίας μεγάλη. Αυτός είναι 20 χρονών, εσύ είσαι 18. Στο ίδιο σχολείο είσαστε, στο ίδιο αυτό παίξατε, στην ίδια αυλή και χωριανοί, όλα αυτά και δεν τον εμπιστεύεσαι κι εμπιστεύεσαι εμένα που είμαι ένας… που δεν ξέρεις ποιος είμαι;». Και μου λέει: «Εσένα σε εμπιστεύομαι απόλυτα, το ένστικτό μου με οδήγησε σωστά, ο Θεός ξέρει πού μ’ έστειλε. Αυτόν, όμως, δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου, ακριβώς γιατί τον ξέρω». Είπα κι εγώ, λέω: «Ίντα να κάνω τώρα; Να φύγω και να την αφήσω;» Τση λέω: «Άκου να σου πω. Θα καθίσω εδώ πέρα και σου υπόσχομαι ότι, όσο είσαι δίπλα μου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα και κανέναν». Η κοπέλα ήκαμε χαρά, Παναγία μου αυτό και αρχίσαμε λέγαμε-λέγαμε-λέγαμε. Μια στιγμή αρχινά… Ανοίγουνε τα μεγάφωνα και μεταδίδανε την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης, τα 12 ευαγγέλια. Η κοπέλα αρχινά σταυρούς, πράγματα, σηκώνουντον, όντεν ήθελα λέει το Ευαγγέλιο, να κάνει ξέρω γω όλη την ώρα, τέλος πάντω. Και εγώ ίντα να κάνω; Αφού δεν εμιλούσαμε μπλιό, σταματήσαμε. Κάποια στιγμή σταματούνε τα μεγάφωνα, θέλαν ακόμα να τελειώσουν. Με το τελευταίο Ευαγγέλιο κλείσανε τα μεγάφωνα. Γυρίζω να τση πω τώρα «καλό Πάσχα» κι όλα αυτά και τη βλέπω και κοιμούντανε. Γυρίζω και την κοίταζα τώρα εγώ, την κοίταζα να την χορτάσω την ομορφιά τζη. Όπως την κοίταζα γυρίζει μια και πέφτει απάνω μου. Πέφτει εδώ και η αναπνοή της, εδώ στο πρόσωπο ξέρω κι εγώ. «Παναγία μου τώρα τι να κάνω; Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, τι πρέπει να κάνω τώρα;». Τηνε πιάνω κι εγώ όπως ήταν απάνω μου σιγά-σιγά και, όπως καθόμουν, τηνε βάνω απάνω στα πόδια μου. Τέλος πάντων, αυτή δεν εξύπνησε. Περνά λίγη ώρα και αρχινάει και μ’ επόνειε εδώ κατιτίς στο πόδι μου, μ’ επόνειε, με επόνιε, τι στο διάολο με πονεί; Δεν ήθελα να βάλω το χέρι μου μη ξυπνήσει κοπέλα και θαρρεί πως πήγα να τση βάλω χέρι. Τελικά, βέβαια, δεν άντεξα και τη σηκώνω λίγο-λίγο και βάνω ετσέ το χέρι μου από μέσα κι αυτό που με πείραζε ήτονε το στήθος τση κοπέλας. Ήταν ένα στήθος σκληρό και μπιμπικοτό και με επόνειε. Μόλις το ’καμα έτσι, κρατάω και γυρίζω εγώ απάνω και πάω λίγο παραπέρα και πέφτει εδώ μέσα, ανάμεσα: «Ω ρε Παναγία μου -λέω- ποιος θα μου έλεγε αυτά τα πράγματα;». Η κοπέλα λοιπόν, απού υπόφερε κι αυτή, μόλις είδε ότι τακτοποιήθηκα, από δω από κεί ξέρω γω, μετά γυρίζει απάνω το κεφάλι τζη και μου λέει: «Ευχαριστώ». Όπως την είδα εγώ που γύρισε, σκύβω και βάνω να τη φιλήσω και όπως εγύριζε ήβαλα τα χείλια μου, τρίψανε ετσά στο μάγουλο τζη. Ούτε την φίλησα, ούτε... Ήταν αυτή και κοιμούντονε του καλού καιρού. Σε λίγο έρχουνται τρεις στρατιώτες και με περιζώνουνε γύρου-γύρου. «Ώχου, Παναγία μου», λέω. Θέλανε να πάρουνε την κοπέλα. «Εδά - λέω - παιδιά φύγετε, γιατί η αδερφή μου εξέρασε και έκαμε εμετούς και γέμισε και θα λερωθείτε μόνο αυτό». Ώσπου να το ’κούσουν αυτοί φεύγουνε ολοταχώς. Αυτός που τους είχε στείλει ήτανε ο χωριανός τση. Ήτανε εκειά παρακάτω και περνάει και μου λέει: «Αδερφή σου;», λέω: «Ναι, αδερφή μου είναι. Απόψε -λέω- απάνω στα γόνατά μου μέχρι το πρωί κοιμάται η μικρή μου αδερφή και να μην το ξεχάσεις». Φεύγει αυτός. Εγώ ξαναπομένω ολομόναχος με την κοπέλα. Τι να σκεφτείς και τι να κάνεις; Να είσαι σε μια κατάσταση, καταλαβαίνεις και τι να κάνω; Τέλος πάντων. Η βραδιά επήγαινε σιγά-σιγά πού να κοιμηθώ εγώ; Η κοπέλα κοιμούντονε του καλού καιρού. Λοιπόν. Είχα φέρει μια κουβέρτα και την είχαμε ρίξει ετσά από πάνω μας, για να μην κρυώνομε. Γιατί πήγαινε το καράβι έτσι και μασε κρύωνε στην πλάτη μας. Και σαν επέρασε πολλή ώρα, μια στιγμή σαν να μου ήρθε κι εμένα ύπνος και ακουμπώ το κεφάλι μου έτσι, απάνω στον ώμο της κοπέλας. Ώσπου να ακουμπήσω, πιάνει η κυρία που ήτονε δίπλα την κουβέρτα και μασε σκεπάζει και τσι δυο. Ω, Παναγία μου! Κι εδά; Εξέχασα να σου πω ότι, σαν είδα ότι ήρθανε να πάρουνε την κοπέλα, πρέπει να την ασφαλίσω. Τι κάνω, λοιπόν; Βάνω το χέρι μου, την αγκαλιάζω και βρίσκω τ’ άλλο και κάνω έτσι το χέρι μου και λέω: «Τώρα για να μου την πάρουνε πρέπει να μου κόψουν τα χέρια μου». Και καταλαβαίνεις τώρα να κρατάς μια τέτοια κοπέλα στην αγκαλιά σου όλη νύχτα και όλα αυτά… Ήμουνε, ήμουνε σε μια κατάσταση… Αρχινά, που λες, βάνει ’πο πάνω την κουβέρτα και μύριζε — μόλις έβαλε την κουβέρτα, μου κόπηκε ο ύπνος. Έβγαζε ένα άρωμα αυτή η κοπέλα. Δεν ξανάδα εγώ τέτοιο πράγμα! Άρωμα! Ετραβούσα, ετραβούσα ρουφηξιές, ρουφηξιές... Μια στιγμή ήκαμε πως θα με πάρει ο ύπνος. Αλλά, ώσπου να με πάρει ο ύπνος, εξημέρωνε. Και περνά μια [00:40:00]στιγμή ο χωριανός της σίγουρα και σηκώνει την κουβέρτα απάνω ψηλά. Και μασε βλέπει από κάτω σφιχταγκαλιασμένοι. Πάω εγώ να γυρίσω, να δω ποιος είναι, αφήνει τη κουβέρτα και πέφτει. Τέλος πάντων, πώς να κοιμηθείς; Λέω… Μια στιγμή μέσα στο κατάστρωμα εσωπάσανε όλοι και δεν εγροίκαγες το παραμικρό. Τίποτα, άπνοια, τίποτα, κανένας, κανένας. Μόνο αυτό το μόνο απού άκουγα ήταν η καρδιά τση κοπέλας, απού εκαταχτύπα ανάμεσα στα πόδια μου, όπως ήταν μέσα ντάκα-ντάκα, πάνω στα… Παναγία μου, τώρα τι να κάνω; Λέω: χτύπα συ κι εγώ θα μετρώ. Αρχινώ, λοιπόν, και μέτρουνα 1,2,3,4… Εμέτρησα 6800 χτύπους την καρδιά τση κοπέλας. Μια στιγμή εφτάναμε στο Ηράκλειο κι όπως εμπαίναμε από τη Ντία, αρχινούνε οι γλάροι και κάνανε ένα συντάλαχο, μια αυτό και ξυπνήσανε όλοι. Εξύπνησε και η κοπέλα και πάει να σηκωθεί, την κρατούσα εγώ, της λέω: «Περίμενε, κοπέλα μου, γιατί τα δάχτυλά μου είναι ξυλιασμένα όλο το βράδυ και σιγά-σιγά». Πραγματικά, δεν τα αισθανόμουνα και δεν μπορούσα να τα βγάλω. Τα ’βγαλα σιγά-σιγά, πήρα την κουβέρτα και σηκώθηκε η κοπέλα πάνω. Καθίζει δίπλα μου και μόνο που δεν ήκλαιγε, ήτανε ένα… Σου λέει: «Ίντα έκανα επαέ, ίντα ναι αυτό το πράγμα;» Την κοιτάζω τώρα εγώ, τση χαμογελάω και τση λέω: «Καλημέρα» και μου λέει: «Δεν βλέπεις το χάλι μου μόνο μου χαμογελάς;» Λέω: «Κοπέλα μου, έχω συνηθίσει να καλημερίζω, να καλωσορίζω την καινούργια μέρα με το χαμόγελο. Είναι πάρα πολύ ωραία». Και αυτή τώρα με κοίταζε εκεί πέρα, λέω εγώ: «Δεν εκοιμήθηκα όλη νύχτα για να σε προσέχω. Εσύ, όμως, κοιμήθηκες το καλού καιρού». Και μου λέει: «Εγώ κοιμήθηκα του καλού καιρού, αλλά εσύ δεν σ’ άφηκα να κοιμηθείς». Λέω: «Εγώ δεν ήθελα να κοιμηθώ, γιατί δεν ήθελα να χάσω τ’ όνειρο». Μου λέει: «Αφού δεν εκοιμούσουνε, τι όνειρο έβλεπες;» Λέω: «Δεν έβλεπα το όνειρο. Ζούσα -λέω- ένα όνειρο, που δεν το έζησε ένας άνθρωπος στη ζωή του. Κρατούσα -λέω- στην αγκαλιά μου ένα άγγελο και ήμουνα στη μέση στον παράδεισο έξε ώρες τουλάχιστον. Έξε ώρες ήμουν στη μέση του παράδεισου. Έξε ώρες -λέω- ήμουνα, γιατί δεν σκέφτηκα ούτε μία στιγμή πονηρά. Γιατί, αν σκεφτόμουνα -λέω- πονηρά, θα ήμουνα στην κόλαση και έτσι ήμουνε στον παράδεισο όλες αυτές τσι ώρες». Λέει αυτή: «Άμα το λες έτσι κι εγώ ήκαμα στο παράδεισο». Λέω: «Ήκαμες, αφού είμαστε μαζί. Εσύ ήσουνα -λέω- ο άγγελος που κρατούσα». Και μου λέει: «Όχι αυτό, κοιμήθηκα τόσο γλυκά, τόσο ωραία, γιατί ήξερα ότι δεν είχα να φοβηθώ τίποτα». «Να λοιπόν που συμφωνούμε -λέω. Άντε, λοιπόν, αφού συμφωνήσαμε, να καλωσορίσουμε την ημέρα που φανέρωσε» και γυρίζω και την κοίταζα. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» μου λέει. Λέω: «Άκου, κοπέλα μου, και ρωτάς; Τώρα -λέω- το καράβι μπαίνει στο Ηράκλειο. Σε λίγο, από το πουθενά βρεθήκαμε στο πουθενά θα πάμε, θα χαθούμε, δεν πρόκειται να ειδωθούμε. Λοιπόν, θέλω αυτό το ωραίο πρόσωπο που βλέπω, να το κοιτάξω λίγο, να το βάλω στην καρδιά μου, στο μυαλό μου, όπου μπορώ να το κρατήσω, να το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή». Η κοπέλα λέει: «Υπάρχει μία λύση». Εγώ, πήγε το μυαλό μου, λέω: έχει καμιά φωτογραφία να μου δώσει. Και μου λέει, κάνει έτσι το αυτό, τακτοποιεί και μου λέει: «σε προσκαλώ να πάμε στο χωριό μου, θα περάσομε όλη μέρα μαζί, θα χορτάσομε να βλέπομε ο ένας τον άλλον -το τόνισε!- Θα χορτάσομε να βλέπομε ο ένας τον άλλον. Το βράδυ θα γυρίσομε τον επιτάφιο, θα κοιμηθείς και αύριο το πρωί θα φύγεις να πας στο χωριό σου». Λέω: «Κοπέλα μου, ουκ οίδες — το Ευαγγέλιο τώρα — ουκ οίδες τι αιτείσαι» της λέω από το Ευαγγέλιο. «Αν μου έλεγες να πάμε στην έρημο ή σε ένα ξερονήσι, θα σου κουλούθουνα. Στο χωριό σου δεν μπορώ να ’ρθω. Ποιος είμαι εγώ που θα τον πας στη μάνα σου και στον πατέρα σου και ένας ξένος άνθρωπος, τι θα τωσε πεις;» «Θα πω του πατέρα μου χίλια καλά λόγια». Λέω: «Να του τα πεις, αλλά δεν θα ’μαι κι εγώ να τ’ ακούσω». «Όι, εγώ θέλω να ’ρθεις». Και λέω: «Κοπέλα μου, δεν γίνεται. Αλλά ας βγάλουμε -λέω- το θέμα των γονιώ. Το μεγάλο θέμα είναι ο ναύτης, ο χωριανός σου, που ήρθε και σήκωσε την κουβέρτα και μας είδε αγκαλιασμένους. Φαντάσου -λέω εγώ- όταν μασε δει στο χωριό μαζί, τι έχει να πει αυτός ο άνθρωπος; Όπως λες εσύ ότι δεν τον εμπιστεύεσαι και υπάρχει κάποιο δικό σας δεν ξέρω τι, φαντάσου τι θα λέει στσ’ ανθρώπους! Ότι όλη μέρα ήμασταν αγκαλιασμένοι στο καράβι, όλη νύχτα! Φαντάσου -λέω- τη θέση σου. Να πεις -λέω- ότι κι αν δεν ’ρθω πάλι θα τα πει. Ναι, αλλά -της λέω- θα πεις το εξής. Μόλις φτάξεις στο σπίτι και τα καλωσορίσματα τελειώσουν, θα πάρεις τον πατέρα σου παράμερα και θα του πεις: “Πατέρα το και το. Στο καράβι, επειδή ήταν οι στρατιώτες μεθυσμένοι, κάθισα δίπλα σε ένα αντρόγυνο και με προστατέψανε και κάποια στιγμή ακούμπησα απάνω στον άντρα έτσι, γιατί νύσταξα και πέρασε ο χωριανός μας ο τάδε -πώς να τονε πεις τον ναύτη;- και με είδε και φαντάσου - λέω- τι θα πει στο χωριό! Λοιπόν, αν ακούσεις το παραμικρό, να ξέρεις ότι δεν έκανα τίποτα κακό”». Λέει: «Καλά, έτσι θα το κάνω», εντάξει. Λοιπόν, κουβεντιάζουμε τώρα εκεί πέρα τι θα γίνει. Μια στιγμή βγαίναν έξω και φεύγανε, περνά ο ναύτης, ο χωριανός τση — δεν ήταν ναύτης του καραβιού, ήταν ναύτης με άδεια — περνάει και μου λέει: «Τυχερέ». Τον πιάνω ετσά από την μπελαμάνα και του λέω: «Δεν ήμουνα εγώ ο τυχερός. Η κοπέλα ήτονε τυχερή, που δεν έπεσε εις χείρας παράνομων. Αλλά, αν θέλεις να λες πως είσαι Κρητικός και δη Ρεθυμνιώτης, τώρα που θα πας στο χωριό σου, δεν θα πεις κακό για την κοπέλα, γιατί δεν έκανε τίποτα κακό» και του δίδω μια και φεύγει. Όσο γύρισα μετά, η κοπέλα ετρέχαν τα δάκρυά τζη. Μου λέει: «Πες μου, γιατί μου φέρθηκες τόσο μα τόσο όμορφα;» και τση λέω: «Γιατί κάθισες; Γιατί ήρθες κοντά μου; Δεν ήρθες για να σε προστατέψω; Αυτό έκανα. Υστερα -λέω- δεν είπαμε ότι βρεθήκαμε στον παράδεισο και ότι υπάρχουν άγγελοι; Οι άγγελοι -λέω- δεν τα πειράζουν τα όμορφα κορίτσα». Ως το ’πα, έρχεται μ’ αγκαλιάζει και μου δίδει ένα φιλί στο μάγουλο, πολύ δυνατό. «Αυτό στο χρωστούσα», μου λέει. Λέω: «Ναι, μα εγώ θέλω να φύγεις χρεωμένη. Θα σου δώσω κάτι που να μου το χρωστείς». Πιάνω δα ύστερα κι εγώ και πλησιάζω στο μέτωπό τζη, να ακουμπήσω τα χείλια μου. Όμως, έβλεπα τα χείλια τα δικά τζης, που ήτανε πανέμορφα, αλλά εν πάση περιπτώσει. Ακουμπώ το μέτωπο τζης σα να προσκυνούσα την Παναγία και λέω: «Αυτό θα μου χρωστάς». «Αυτό; Χίλια θα σου χρωστώ, χίλια!». Τση λέω λοιπόν: «Θα προτιμούσα, αντί για χίλια, αν σμίξομε καμιά φορά, να μου προσφέρεις αυτά τα όμορφα, κοραλένια χείλια». Μόλις τση το ’πα, κάνει κάτω έτσι και τση βαστώ τα δυο χέρια και τρέμανε και τρέμανε και τρέμανε τα χέρια τζη, δεν ξέρεις πώς… «Ρε γαμώτο -λέω- τί έπαθα…Τι ήπρεπε να το πω κι εγώ τώρα αυτό;». Μετάνιωσα. Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή σταματά το τρέμουλο και γυρίζει απάνω και με ξάνοιγε. Είδα τα μάτια τζης, ρε παιδί μου και σαν να ήτονε άλλη. Είχανε γίνει μια παράξενη αυτή. Και λέω: «Για όνομα του θεού», φοβήθηκα. Με κοίταζε και μια στιγμή αρχίσανε να ομορφαίνουνε πάλι, να ξανάρχουνται στο παλιό ντως και μου λέει στο τέλος: «Σου το υπόσχομαι! Ίσως τότε να είναι διαφορετικά», σα να ήθελε να μου πει ότι, αν δεν ήμασταν σ’ ένα καράβι πάνω, κάπου να’ μαστε, ήθελα στα προσφέρω τα χείλη μου. Εντάξει. Παρετώ εγώ τα χέρια και φεύγομε. Εστεκόμαστε τώρα εκεί και βγαίνανε απ’ το καράβι από μέσα, εμείς εκεί και καθόμαστε και περιμέναμε. Μια στιγμή μου λέει: «Nα ’ρθεις, να πάμε στο χωριό σε παρακαλώ, σε ικετεύω», μου λέει. Αυτή εθώρειε τώρα που μου ’ταξε το φιλί πως ’θελα… Και τση λέω: «Άκου, κοπέλα μου, δεν είναι μόνο αυτά που είπαμε, έχει κι άλλα που δεν τα ’παμε, πιο αλαφρά είναι. Σήμερο είναι -λέω-μεγάλη Παρασκευή, φαντάσου να πας στη μάνα σου και να πεις τα καλά λόγια που θες να πεις κι όλα αυτά και να μη φέρει το μεσημέρι δυο ελίτσες και λίγο ψωμάκι; Ξέρεις σε πόσο δύσκολη θέση θα τη φέρεις; Ύστερα -λέω- εγώ έχω να κοιμηθώ δυο βράδια. Μια στιγμή -λέω- μπορεί να με πάρει ο ύπνος εκειά που κάθομαι, να πάει η μάνα σου, να χάσει την εκκλησία, να κάτσει να με βλέπει[00:50:00], θα μ’ αφήσει μοναχό στο σπίτι; Όλα αυτά είναι προβλήματα που δεν λύνουνται μια στιγμή στην άλλη. Λοιπόν, δεν γίνεται να ’ρθω». Μου λέει: «Έλα, τουλάχιστον, να πάμε μέχρι το λεωφορείο μαζί», σου λέει: άμα πάμε εκειά, μπορεί να τονε βάλω μέσα. Λέω: «Δεν θα να ’ρθω, θα βοηθήσω την κυρία να κατεβάσει τα παιδιά». Κάνει έτσι τα χέρια της: «Θεέ μου, πού χωράει σ’ εσένα τόση καλοσύνη;» και τση λέω: «Κοπέλα μου, δεν είναι θέμα καλοσύνης. Είμαστε άνθρωποι, πρέπει να βοηθούμε ένας τον άλλον. Εχθές το βράδυ -λέω- ασχολήθηκα μαζί σου, άφησα την κυρία, δεν μ’ είχε ανάγκη. Σήμερα, όμως, δεν μ’ έχεις εσύ ανάγκη και μ’ έχει αυτή». Ώσπου να το πω, μου ρίχνει μια ματιά σαν το μαχαίρι και αρχινά δίπλα κι ήκλαιγε, ήκλαιγε, ήκλαιγε… «Ρε Παναγία μου, τί έπαθα;». Είπα: γλίτωσε η κακομοίρα από τσι άλλους και την πάτησε από μένα, διότι τόσο κλάμα και τόσο πράγμα… Μια στιγμή εσταμάτησε το κλάμα. Άδειασε το καράβι. Τωσε λέω, λοιπόν, μια στιγμή: «Ρε παιδιά, πάμε να φύγομε, γιατί θα κλείσουνε τη σκάλα και θ’ απομείνουμε απάνω». Μόλις το ’πα δα, ξετρουμιστήκανε κι οι άλλοι και προτείνω τα χέρια μου να δώσω τώρα, να χαιρετίσω τσι δύο αδερφές, να τωσε πω καλό Πάσχα, την κοπέλα τώρα αυτή που λέμε και την αδερφή τζη. Όπως ήκαμα έτσι τα χέρια μου, ορμάει η κοπέλα και μ’ αγκαλιάζει. Ένα αγκάλιασμα, ένα σφίξιμο, τρίξανε η σπονδυλική μου στήλη, τόσο δυνατό! Τί να κάνω τώρα εγώ; Πώς να φερθώ; Την αγκαλιάζω κι εγώ. Τέλος πάντω. Περιμένω να μ’ αφήσει, περιμένω… Τίποτα. Μια στιγμή αφήνω τα χέρια μου λίγο, αυτή ακόμα μ’ έσφιγγε. «Παναγία μου, ίντα θα γίνει επαέ χάμε;» Τέλος πάντων, κάνω υπομονή, μια στιγμή αφήνει και τα χέρια τζη αυτή κάτω. Τραβιέται λίγο πίσω, δεν μπορούσε να μιλήσει, και μου λέει: «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ!» και τρέχανε τα δάκρυά τση. Και τση λέω: «Ούτε κι εγώ θα σε ξεχάσω, κοπέλα μου. Κοπέλες -λέω- σαν κι σένα δεν ξεχνιούνται, στιγμές σαν κι αυτές μένουνε αθάνατες. Λοιπόν, δεν θα ξεχαστούμε». Τέλος πάντω. Όταν ήφυγα, όταν ήτανε να χωρίσουμε, την παίρνει η αδερφή τζη κι ώσπου να την πάρει, μου βάνει ένα χαρτάκι εκειά μέσα, στο τσεπάκι του σακακιού και μου λέει: «Πέρασε στο γυρισμό, θα χαρώ πολύ να σε δω» και το βάνει εκεί μέσα το χαρτάκι. Την παίρνει η αδερφή τζη κι ήφυε και πήγαινε και τα δάκρυά τζη τρέχανε και πήγαινε, πήγαινε... Όταν εκατέβηκε, πιάστηκε σε ένα σίντερο και δεν ήθελε να κατεβεί και με κοίταζε, αλλά δεν με έβλεπε. Τα δάκρυά τζη ήτανε σαν τα διαμάντια στο πρωινό αντιφέγγισμα γυαλίζαν τα δάκρυά τζη και δεν εμπόρειε να με δει. Τέλος πάντων, τηνε επήρε η αδερφή τζη και φεύγει. Όταν ήφυγε, είπα: «Αντίο Άγγελέ μου», είπα εγώ. Γυρίζω, τώρα, εγώ να μαζέψω την κουβέρτα να φύγομε, αλλά εγώ, όλη αυτή η ιστορία με έκανε αυτό. Και έσπασα κι εγώ, δεν εμπόρουνα μπλιό. Ακουμπώ έτσι το κεφάλι μου κι αφήνω τα δάκρυά μου να τρέξουνε. Θεέ, μου πού βρεθήκανε τόσα δάκρυα; Τί είναι αυτό απού ’παθα σήμερο; Γυρίζω να φύγω, λέω — είμαι ολομόναχος απάνω στο καράβι — γυρίζω να φύγω και είναι η κυρία με τα παιδιά. Εδά δεν μου ’πε πράμα, είδε το χάλι μου. Παίρνω τα παιδιά, κατεβαίνουμε κάτω. Σαν εκατεβήκαμε κάτω, μου λέει: «Γιατί δεν την ακολούθησες; Η κοπελιά σε παρακάλεσε, σε ικέτευσε κι εσύ την άφησες να φύγει;». Και τση λέω: «Δίπλα μου ήσουνε όλη τη νύχτα, ούτε κάμαμε τίποτα κρυφό ούτε είπαμε τίποτα καχύποπτο. Είδες -λέω- τί έγινε. Φαντάσου να πήγαινα στο χωριό τζη και να ’χεις τον άλλον και να λέει ολωνών: “Όλη νύχτα την είχε αγκαλιασμένη”. Φαντάσου -λέω- ποια ήταν η θέση της κοπέλα. Εγώ -λέω- θα περνούσα καλά, ποιος ξέρει τι —γιατί μπορούσε να γίνει ακόμα, ας πούμε — αλλά δεν ήπρεπε να πάω». Και έφυγα. Πήγα τη γυναίκα στο αυτοκίνητο. Πάω και μπαίνω ύστερα στο δικό μου αυτοκίνητο, που θα με έφερνε προς τα δω. Δεν είχε μπει κανείς μέσα στο λεωφορείο. Πάω και κάθομαι, αντί να κάτσω σε ένα αυτό, καθίζω στο τελευταίο-τελευταίο κάθισμα, στο γωνιό-γωνιό και, βυθισμένος στη σκέψη μου, και σκέφτηκα, παρόλο που ’μουνε, λέω: Κοίταξε τι συμβαίνει -λέω- τώρα.
Έζησα ένα βράδυ μια ζωή. Έτσι είναι τώρα η ζωή του ανθρώπου. Μπαίνει στο καράβι της ζωής του να κάμει το μακρινό ταξίδι και, μέσα σ’ αυτό το διάστημα, παθαίνει ό, τι έπαθα γω σε μια βραδιά. Χαρές, απογοήτευση, αγάπη, φόβο, άρνηση, όλα αυτά τα πράγματα τα αντιμετώπισα εγώ σε μια βραδιά. Και στο τέλος, όταν φτάξει το καράβι στο λιμάνι, χωρισμός, πόνος και δάκρυα. Έτσι είπα: «μια ζωή έζησα σε ένα βράδυ». Σαν επήα στον Άγιο Νικόλα, έφυγα και πήγα στη μέση στο λεωφορείο, λέω να κοιμηθώ θέλω μόνο, να πάω στη μέση. Ανοίγω το παράθυρο και έρχεται μια κοπέλα από τη Στεία και καθίζει δίπλα μου και κουβεντιάζαμε και τση λέω: «Άμα περνούμε στο χωριό μου, να μην κοιμηθώ, να με ξυπνήσεις». Σαν ήρθα τώρα εδώ στο χωριό μου… Από εκειά πάνω ήτονε τότε το τέρμα, δεν ήτονε ο από κάτω δρόμος. ήτονε εκεί παραπάνω κι εκεί σταμάτησε το λεωφορείο και κατεβαίνω. Απόγευμα, τώρα και ήτανε όλο — από εκεί, να ’ρθεις στο σπίτι — είμαστε 80-90 νέοι και νέες στο χωριό και ήταν γεμάτος ο τόπος. Καλωσορίσματα, αγκαλιές, πράγματα. Ήρθα κάτω, επεράσαμε ωραία όλο τον καιρό, το Πάσχα, γλέντια, πράγματα. Έφυγα την τελευταία μέρα του Απρίλη. Περνώντας, λοιπόν, μόλις ήφταξε την ημέρα, την Πρωτομαγιά το πρωί, το καράβι στον Πειραιά, τα μάτια μου πέφτουνε στην Καστέλλα — η κοπέλα ήτανε στην Καστέλλα. Λέω: «Άμα πάω, θα κάτσομε — σήμερο, δεν έχει σχολειό — και θα περάσουμε όλη μέρα μαζί». Αλλά πάλι, σκέφτηκα, την τελευταία στιγμή και λέω: «Τι περιμένω τώρα εγώ απ’ αυτή την κοπέλα; Αυτή, ανέ πάω, θα δώσουμε όρκους, αλληλογραφίες, τηλέφωνα, ιστορίες, όλα και στο τέλος, το αποτέλεσμα ποιο θα να ’ναι; Θα τση κάνω μεγάλο κακό, διότι είχε τόσηνια αυτή, που να μου λέει, πως θα δώσει εξετάσεις να μπει στο πανεπιστήμιο και όλα αυτά. Αν πάω, λοιπόν, εγώ και αρχίσω αυτά τα πράγματα, θα την χαντακώσω». Λοιπόν, βγάνω το χαρτάκι και χωρίς να το ξετυλίξω να δω τη σύσταση, το κάνω κομματάκια-κομματάκια και το βαστώ στο χέρι μου και πέφτει στο λιμάνι του Πειραιά. Και ένιωσα έναν πόνο στο στήθος μου, πολύ δυνατό πόνο. Τέλος πάντων, επήα και μπήκα στο τρένο. Τότε είχανε φέρει κάτι καινούργια τρένα και ήτανε σαν τα λεωφορεία μεγάλα, τα λέγανε — πώς τα λέγανε αυτά; Τέλος πάντων κι ήκατσα στην μια άκρη και κοίταζα και ήτονε από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη είχε βγει όλη η Ελλάδα όξω. Πρωτομαγιά. Λοιπόν, Πέρασε όλη η διαδρομή, κοίταζα από δω, από κει, έβλεπες παρέες να τρώνε, να πίνουνε, να γλεντίζουνε, να βγάνουνε λουλούδια, όλα αυτά. Επήα στη Θεσσαλονίκη, λέω: «Θα περάσω τουλάχιστον έξΕ μήνες ακόμα, θα τσι περάσω πολύ ωραία». Επέρασαν οι 6 μήνες, ήρθα κάτω. Και στον γυρισμό δεν πήγα να δω την κοπέλα, λέω: αυτό τέλειωσε το πράγμα. Ήρθα πέρα και μπαίνουμε στο χωριό. Είχαμε, σου λέω, πάρα πολλή νεολαία και γλεντίζαμε και πηγαίναμε στον γιαλό και πηγαίναμε βόλτες εδώ, εκεί, στην Αρτηρία, καθόμασταν εδώ τα βράδια, πολύ ωραία. Αλλά εμένα μου ’λειπε κάτι, λέω: «Τώρα εμένα μου λείπει η αγάπη μιας κοπέλας. Τί τα θέλομε τώρα όλα αυτά;». Σκέφτομαι, λοιπόν, ένα βράδυ που πήγα να κοιμηθώ και λέω — δεν θυμάμαι τώρα ποια κοπέλα, γιατί ήτονε πάρα πολλές να διαλέξω — και λέω, θα πω σ’ αυτή την κοπέλα, ξέρεις, άμα μονιάσουμε αύριο, θα της πω: «σε ξεχώρισα από όλες τσ’ άλλες. Αν θέλεις, μπορούμε να το… και αν ταιριάζουμε και τα πάμε καλά, εντάξει. Αν δεν ταιριάζουμε, φιλιά στον τόπο τζη». Αυτό σκεφτόμουνα και κοιμήθηκα. Τη νύχτα βλέπω ένα όνειρο, ότι ήμουνε σε ένα τόπο, χωράφια δικά μας, όξω, σε ένα αλώνι μέσα. Βλέπω μία στιγμή από την άλλη μεριά μια παρεούλα κι ερχότανε, νεαροί. Άκουσα την φασαρία, ανεβαίνω όξω απ’ τ’ αλώνι να πάω να τσι υποδεχτώ. Μια στιγμή φεύγει μια κοπέλα κι έρχεται και μ’ αγκαλιάζει και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, [01:00:00]λέω: «Παναγία μου, ίντα ’ναι;» και ξανοίγω και ήτονε η κοπέλα απ’ το καράβι. Δεν είπα στην κοπέλα απού λογάριαζα… Εναυάγησε. Πάω μια φορά στην Τουρλωτή και ήτονε ένας αξάδερφός μου, ο Τσαγκαράκης απού σου ’λεγα κι ήτονε εκειά πέρα, που ήτανε αστείος, καλός και είχανε μαζευτεί και μου έκανε χαρές. Κάθεται δίπλα, ήτονε μια κοπέλα και περάσαμε καλά, εχορέψαμε κιόλα. Την επαύριο ήρθε ένας Τουρλωτιανός και μου λέει: «Εσύ ήσουν εψές στο χωριό;». Λέω: «Ναι». «Ξέρεις τί έλεγε ο τάδες;» — γιατί η κοπέλα αυτή ήτονε ορφανή, ήταν ο θείος της — και μου λέει: «Ξέρεις τί έλεγε; Κοίταξε τί ωραίο ζευγάρι που είναι ο Χριστόφορος με την κοπέλα! Μακάρι να γινότανε πράμα κι εγώ θα βοηθούσα σαν θείος», γιατί ήτονε, σου λέω, η κοπέλα ορφανή. «Εσύ τι λες;» μου λέει, λέω: «Εγώ την κοπέλα την γνωρίζω, είμαστε γνωστοί, μου αρέσει, αλλά δεν ξέρω αν έχει ένα κρυφό δεσμό. Οπότε, άμα είναι, εγώ δεν μπορώ να μπω στη μέση». Τέλος πάντων, το βράδυ το σκεφτόμουνα στο κρεβάτι, μου καλάρεσε η υπόθεση, λέω: «Ω, άμα σου λένε πως θα αυτό, όπως να ’ναι». Τη νύχτα έρχεται η κοπέλα πάλι στον ύπνο μου, ο άγγελος, μ’ αγκαλιάζει και μου δίδει ένα φιλί στο μάγουλο και ξυπνώ. Παναγία μου, Παναγία μου! Πάω στα μέσα Μουλιανά, μίαν άλλη μέρα. Ήτονε μια κοπέλα εκεί και μου λέει — πήγα σε μια συγγενής — και καθίζω και μου λέει: «Ρε συ, η αξαδέρφη μου η τάδε, άμα ’ρθει εδώ πέρα, πώς το φέρνει η κουβέντα και όλο μ’ εσένα, όλο για σένα. Συμβαίνει τίποτα;». Λέω: «Δεν συμβαίνει τίποτα, δεν ξέρω». Μου λέει αυτή, λοιπόν: «Γιάντα; Θες να σου κάνω το προξενιά;». Λέω: «Όχι, δεν θα μου κάνεις προξενιά, εγώ μοναχός μου κάνω τσι δουλειές μου». Το βράδυ εχορέψαμε στα Μουλιανά… Πάω κι εγώ και μπαίνω στο χορό, και σαν μου ’πε δα αυτή, πήγα και πήρα την ενδιαφερόμενη, που ’λεγε η κο…αυτά. Εχορεύαμε, λοιπόν. Μια στιγμή, όπως την πίεσα μια ολιά απ’ την πλάτη, εχορεύαμε ταγκό, εκόλλησε απάνω μου. «Ρε γαμώ -λέω- καλά μου το ’λέγε η άλλη». Τέλος πάντων. Δεν τσ’ είπα τίποτα, έφυγα. Ήρθα από τα Μουλιανά — δεν είχε τότε αυτοκίνητα — ήρθα με τα πόδια. Στον δρόμο σκεφτόμουνα και μου καλάρεσε η περίπτωση και λέω: εντάξει, άμα ξαναπάω, θα της κάνω τράκα. Τη νύχτα κοιμούμαι κι έρχεται η κοπέλα, ο άγγελος που λέγαμε και μ’ αγκαλιάζει και μου δίνει ένα φιλί. Δεν σου λέω άλλα, γιατί δεν θα μασε πάρει. Δεν μπορούσα να σταυρώσω κοπέλα, δεν μπορούσα να δεχτώ προξενιό, μόνο με το παραμικρό να τηνε. Τώρα τί να κάνουμε; Πέθανε, εν τω μεταξύ, η μάνα μου και κρατήσαμε 2-3 χρόνια πένθος τα παιδιά. Μετά, επαντρεύτηκε η αδερφή μου η Πιπίνα και πήρε της Σοφίας της γυναίκας μου, τον θείο κι έτσι η Σοφία εμπήκε στη ζωή μου. Ερχότανε να δει τη θεία, ερχότανε εδώ πέρα, ήταν εδά η βρύση, αυτή ήταν απ’ την άκρη του χωριού και τση ’λεγα εγώ: «Ρε συ Σοφία, άμα μεγαλώσεις μια ολιά, θα παντρευτούμε». Από τ’ αστείο στ’ αστείο, έγινε στα σοβαρά. Σ’ όλο αυτό το διάστημα η κοπέλα, αυτή που λέμε τώρα, δεν έδωσε ποτέ το παρών, δεν μπήκε ανάμεσά μας. Παντρευτήκαμε, εντάξει, όμως όταν ήτονε χαρά ή λύπη, ερχότανε… Και καταλαβαίνεις τώρα σε ένα τόπο είχαμε θείους, γιαγιάδες, παππούδες που φεύγανε, πεθαίνανε. Κάθε φορά αυτό ήθελα ’ρθει να μ’ αγκαλιάσει, να με κρατήσει, να, να, να μου δίνει ένα φιλί και μετά να μ’ αφήσει. Μετά γεννήθηκαν τα παιδιά, επήαιναν στο σχολειό, ήφερναν τα δεκάρια, χαρές, πράματα. Κάθε τόσο ερχόταν αυτή να μ’ αγκαλιάσει. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα ποτέ, διότι, αν έλεγα στη Σόφια τη γυναίκα μου, θα ’λεγε ότι με απασχολεί η σκέψη μίας άλλης. Δεν ήθελα να τα πω. Αν τα ’λεγα στσι άλλους τσι νεαρούς, τότε θα μου λέγανε: «Άντε ρε μαλάκα, βλάκα, ψεύτη» και καταλαβαίνεις τώρα, τί θα σου ’λεγε ο καθένας. Κι έτσι εσιώπησα. Επεράσανε 53 χρόνια. 53 χρόνια δεν εμίλησα σε κανέναν. Στα 53 χρόνια επέθανε η πεθερά μου, τση Σοφίας η μάνα. Εδώ από πέρα καθότανε. Μεγάλη, γριά. Όταν ήταν να κάνουμε το μνημόσυνο των 40, κοιμόμουνα κι έρχεται ο άγγελος, η κοπέλα, δεν ήξερα ούτε το όνομά τζη, δεν το ’μαθα ποτέ και μ’ αγκαλιάζει και μου δίνει ένα φιλί τόσονα ζωντανό, που όταν εξύπνησα, ενόμιζα ότι τα δάκρυα που ήτονε στα μάτια μου, ήτονε από τα δικά τζη. Τόσονα δηλαδή ήτονε. Λέω: «Για όνομα του Θεού», σκουπίζω τα δάκρυά μου. Το βράδυ ήρθε μια κυρία από δω, στο σπίτι να δει τη Σοφία, ξέρω γω. Εκάτσαμε. Τωσε λέω: «Ρε παιδιά, έχω μιαν ιστορία να σας την πω» και τως τηνε λέω, όπως την είπα τώρα ακριβώς. Αν επαρέλειψα κάτι, τέλος πάντων, επεράσαν τα χρόνια. Λοιπόν, αποφασίσανε ότι η κοπέλα αυτή έχει πεθάνει και είπανε: «Πως είναι δυνατό αυτή η κοπέλα να ξέρει, πότε έχεις χαρά, πότε έχεις λύπη, πότε θες μια γκόμενα, πότε πας να κάνεις μια πρόταση κι έρχεται και σ’ εμποδίζει; Άρα έχει πεθάνει». Εγώ, βέβαια, δεν το ’βανα κάτω, λέω: «Δεν πιστεύω να ’χει πεθάνει, εγώ δεν το πιστεύω». Τέλος πάντων, ίντα να πω εδά και εγώ; Για να παρακολουθεί τη ζωή μου, ίσως να ’ναι πνεύμα και παρακολουθεί τη ζωή μου. Τέλος πάντω, επεράσανε 8 μήνες. Στους 8 μήνες απάνω δεν μου έτυχε ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε τίποτα για να ’ρθει. Μια μέρα πήγα έξω στα χωράφια και στον γυρισμό… Εβρήκα εκεί πέρα μια μπουλντόζα και λέω στον μπουλντοζέρη: «Καθάρισε, μωρέ, ένα κομματάκι από τον δρόμο, γιατί θέλω να παίρνω τσι ελιές, να φεύγω από την άλλη μεριά». Έβαλε την μπουλντόζα καθάρισε ο άνθρωπος, του λέω: «Πόσο θες;» το βράδυ, μου λέει: «30 ευρώ». Του δίδω εγώ 50 ευρώ. Έρχομαι τώρα χαρούμενος να πω στη Σοφία, ήταν και η κόρη μου εδώ, ότι εκκαθάρισα το δρόμο και περνάν τ’ αμάξια από την μια μπάντα στην άλλη, λέει: «Πόσο ’δωκες του μπολντοζέρη;», λέω: «50 ευρώ», «50 ευρώ και δεν τα λυπήθηκες και τί είναι αυτή η κατάσταση, έτσι τα σκορπάς;» κι αυτά. Αφού περίμενα τώρα να χαρεί, ήρθε το αντίθετο. Στεναχωρήθηκα τόσονα πολύ, που επήγα και κοιμήθηκα, δεν ξέρω αν έφαγα, κοιμήθηκα στενοχωρημένος πάρα πολύ. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αλλά κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Βλέπω, λοιπόν, στον ύπνο μου, ότι κάθομαι στη βρύση εδώ που φεύγει το νερό για τη στέρνα τελευταία-τελευταία πάνω στο πεζουλάκι. Σ’ όλη τη βρύση ήτονε πολλή φασαρία. Παιδιά επαίζανε μπάλα, γυναίκες ήρθανε να πάρουν νερό, στην κάτω μπάντα καθόταν μια παρέα γυναίκες και κουτσομπολεύανε, περνούσαν αυτοκίνητα, όλα αυτά. Εγώ, λέει, σαν να ’μουνε αόρατος, άνθρωπος δεν μου μιλούσε, κανείς δεν μου ’λεγε το παραμικρό. Καθόμουν εκεί αόρατος. Μια στιγμή βλέπω από πάνω απ’ την εκκλησία μια γυναικεία φιγούρα. Μόλις την είδα, η καρδιά μου εχοροπήδησε και λέω: «Ποια να ’ναι αυτή; Ώσπου να τη δω, όμως, κρύφτηκε πίσω από κάτι κλαδιά, ήτονε δέντρα και κρύφτηκε. Κοίταζα, ντελόγο ενδιαφέρθηκα και κοίταζα. Μόλις ήρθε παραπάνω, την είδα που ερχότανε απάνω, ήτονε μια γυναίκα πολύ καλή, σαν να πέρνανε τη γέφυρα της ομορφιάς. Σαν ήρθε παραπάνω καλά, ήβαλε μία ευθεία από κει κι ερχότανε απάνω μου. Ετσά την ήβλεπα εγώ ότι ερχότανε σε μένα. Περνούσαν, φεύγαν τα παιδιά, παρετούσαν όλοι να περάσει, την κοιτάζανε. Φορούσε ένα ταγιέρ κι ήτονε με πούπουλα. Εφορούσε ένα κασκόλ -πώς το λένε- και ήτανε ασορτί, τα μαλλιά τζη τα ’χε τραβηγμένα πίσω και κάτσανε επαέ στο κεφάλι καθισμένα πάνω κι είχενε πίσω έναν κότσο. Και, όπως περπατούσε, ο κότσος ερχότανε μια από δω, μια από κει. Ερχόταν, ερχόταν, ερχόταν σε μένα. Σαν ήφταξε μπροστά μου, σταματάει — εγώ καθόμουνα εκεί — σταματάει και με κοιτάζει και γυρίζει και μου χαμογελάει. Θεέ μου, τότε αναγνώρισα την κοπέλα, τον άγγελο, εζούσε. Τί να κάνω; Έμεινα να την κοιτάζω; Καθίζει δίπλα μου στο π[01:10:00]εζούλι απάνω. Πιάνει τ’ αριστερό τζη χέρι, μ’ αγκαλιάζει απ’ την άλλη μεριά και μετά ακουμπάει τα χείλη τζης στα δικά μου. Ένα φιλί… Ονειρεμένο. Ένα φιλί όλο αγάπη. Τέλος πάντων, εφιληθήκαμε, πόση ώρα κράτησε το φιλί, δεν ξέρω. Το ρολόι του χρόνου σταματάει σε τέτοιες στιγμές. Λοιπόν, μια στιγμή σταμάτησε το φιλί, σηκώθηκε απάνω και με κοίταζε, μου χαμογέλασε, τα μάτια της μου λέγανε: «Την κράτησα την υπόσχεσή μου, σου τα πρόσφερα τα χείλη μου, που πόθησες τόσο στο καράβι, έβγαλα την υποχρέωση μου, τέλος πάντων». Λοιπόν, μια στιγμή πήγα να πω κάτι, αλλά κάνει έτσι το κεφάλι μια κίνηση και αρχινούνε και παίζανε, μια μουσική. Πω-πω τί ωραία μουσική! Κοιτάζω τώρα να δω πού είναι η μουσική, κοιτάζω στα δέντρα, κοιτάζω εκεί, κοιτάζω αλλού, απ’ όπου και να κοίταζα ερχόταν η μουσική. Μου λέει αυτή, πρώτη φορά που μου ’πε, μου λέει: «Σ’ αρέσει;», λέω: «Πολύ ωραία». Λέει: «Για μας είναι». Μετά μου λέει: «Θέλεις να χορέψομε; Ξέρεις να χορεύεις;». Λέω: «Στα νιάτα μου ήμουνα καλός χορευτής αλλά τώρα είμαι μεγάλος, δεν ξέρω αν τα καταφέρω». Μου λέει: «Ο χορός δεν ξεχνιέται». Βάνει τα χέρια τζη έτσι, βάνω τα δικά μου απάνω και με τραβά σιγά-σιγά, σηκώνομαι και πάμε στη μέση-μέση στην πλατειούλα. Η μουσική, όμως, δεν ήτανε του χορού. Ήτανε μια μουσική ωραία αυτό. Μόλις επήγαμε στη μέση, κάνει μια κίνηση του κεφαλιού τζη, κόβεται η μουσική και αρχινούν και παίζανε 40 βιολιά, 50 βιολιά ξέρω κι εγώ! Ένα πράγμα που ήταν όλα μαζί και παίζανε ένα ταγκό σαν την κομπαρσίτα, πω-πω τί ήταν αυτό; Την αγκαλιάζω, τώρα, να χορέψουμε. Όπως ήτονε τα φουστάνια τζη με το πούπουλο, ετσά ήτονε κι αυτή ένα πούπουλο, ανάλαφρη. Χορεύαμε-χορεύαμε, γυρίσαμε όλη… Την άφησα να διευθύνει τον χορό αυτή. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή απογειωθήκαμε και δεν επατούσαν τα πόδια μας κάτω. Τόσονα ήτονε η μουσική, μασε σήκωσε στον αέρα. Ερχόμαστε, λοιπόν, προς τα δω. Όταν φτάναμε κάπου εκεί στο καφενείο, πατάω το πόδι μου κάτω. Μόλις επάτησα το πόδι μου κάτω, κάνει αυτή μια φιγούρα και στριφογυρίζει και κοιτάζω και θωρώ 4 πόδια πλεξούδια, μπερδεμένα, λέω: «Παναγία μου, τα πόδια μας εμπερδέψανε». Λέει αυτή: «Ό,τι μπερδεύει, ξεμπερδεύει» και κάνει μια αντίστροφη κίνηση και σταματά. Σταματά από τη μεριά τση βρύσης κι εγώ από δω. Και μου βάνει έτσι τα χέρια τζης, βάνω τα δικά μου απάνω. Και μου λέει: «Όλα θα πάνε καλά, να μη στεναχωριέσαι» και μου κάνει έτσι: «Δε θέλω να στενοχωριέσαι» μου λέει αυτή και ξυπνώ. Το μαξιλάρι εμούσκεψε με τα δάκρυα. Το πρωί μου λέει η γυναίκα μου: «Γιάντα -λέει- το μαξιλάρι…», λέω: «Ήκλαιγα τη νύχτα χωρίς να το καταλάβω». Διότι δεν τους είπα μετά το αυτό. Λοιπόν, εκεί τέλειωσε όλη αυτή η ιστορία. Από τότε, έχουνε περάσει 17 χρόνια μέχρι σήμερα και δόξα τω Θεώ, ουδεμία στενοχώρια ένιωσα από τότε, που ήρθε στο τελευταίο όνειρό μου. Δεν την ξανάδα μπλιο στ’ όνειρό μου. Αυτή ήταν η ιστορία μου, που δεν ξέρω αν σ’ άρεξε.
Πολύ ωραία ιστορία-
Πιστεύω να ’τονε καλή, μπορεί να ξέχασα κάτι. Δεν πρόσθεσα, όμως, ποτέ κανένα δεν πρόσθεσα. Ό,τι ένιωσα αυτά, μπορεί να ξέχασα κάτι, ίσως να ξέχασα κάτι, αλλά η ιστορία είναι αληθινή 100%. Δεν επρόσθεσα για να τηνε ’μορφύνω, γιατί ήτανε ήδη όμορφη. Κι έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία, αυτή ήτoνε τώρα η δική μου ιστορία.
Να ρωτήσω εγώ, αυτή η ιστορία πότε περίπου έγινε; Πότε περίπου έγινε;
Πότε;
Ναι, πότε; Χρονιά. Θυμάσαι πότε ήταν περίπου; Πότε την γνώρισες στο καράβι;
Πότε αρχίνησε. Αυτό αρχίνησε το 1953 και τέλειωσε μετά 53-54 χρόνια. 54 χρόνια εκράτησε. Δεν το ’πα σε κανέναν ποτέ, γιατί σου λέω, άμα έλεγες τώρα για μια κατάκτηση, θα σου λέγανε: «Άντε ρε μαλάκα», ξέρω γω. Καταλαβαίνεις τί θα μου λέγανε τώρα οι συνομήλικοι, άμα τους έλεγα: «Άντε ρε βλάκα, πήαινε στο χωριό», ξέρω γω τί. Τέλος πάντων. Ακούεται τώρα αυτό που λέω;
Μπορούμε να το σβήσουμε άμα θέλετε-
Σταμάτησέ το να μην ακούγεται αυτό που λέω. Αυτή ήτονε τώρα η ατομική μου ιστορία. Άμα θες τώρα άλλες ιστορίες, όντεν ήταν οι Ιταλοί, όντεν ήταν οι Γερμανοί παέ, άλλες ιστορίες του χωριού μας. Εδώ έχουμε και…
Περιμένετε να κλείσω αυτό. Ευχαριστούμε πολύ για την συνέντευξη, ήταν πολύ ωραία η ιστορία σας.
Summary
1953, ένας νεαρός Αστυνόμος της Αγορανομίας μπαίνει στο καράβι από τη Θεσσαλονίκη για την Κρήτη και ζει «μια νύχτα στον παράδεισο», γνωρίζοντας την πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ. Η μορφή της κοπέλας τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια στα όνειρά του, κυρίως στις δύσκολες στιγμές του. Του έδινε δύναμη και του προκαλούσε πάντοτε το συναίσθημα της πρώτης επαφής που είχε μαζί της.
Narrators
Χριστόφορος Μακράκης
Field Reporters
Νικόλαος Γιάννος
Interview Date
24/05/2021
Duration
76'
Interview Notes
Είναι ο ίδιος Αφηγητής με την 296_02: «Οι Ιταλοί βγήκανε στη Σητεία»: Αναμνήσεις και γεγονότα από την Ιταλική κατοχή στη Μυρσίνη Λασιθίου.
Λεξιλόγιο:
Πε ‘μου: Πες μου
Ελέει: Λέει
Επαύριο: Αύριο
Στειακός: Σητειακός (Από την Σητεία)
Ειδώ: Να δω
Ετσά: Έτσι
Εφόριε: Φορούσε
πρήσκονται: Πρήζονται
Ενούς: Ενός
Επαέ:Εδώ
Εκειά: Εκεί
Πεζουλάκι
Eδά: Εδώ
Εμπόρεξα: Μπόρεσα
Γιάντα: Γιατί
Ίντα:Τι
Αλαργάρεις: Να μη φύγεις, απομακρυνθείς
Ήπεφτε: Έπεφτε
Αμασχάλη: Μασχάλη
Χάμε:Κάτω
Θαρρού:Νόμιζα
Ξεχάσκοτη: Σοκαρισμένη, αποσβολωμένη
Ντελόγο: Σίγουρα
Εμίλειε: Μιλούσε
Μπλιό: Πια
Εγροίκαγες: Καταλάβαινες
Μπελαμάνα: Γιακά
Εθώρειε: Κοιτούσε
Εμπόρειε: Μπορούσε
Γωνιό: Γωνία, άκρη
Τουρλωτιανός: Από την Τουρλωτή
Summary
1953, ένας νεαρός Αστυνόμος της Αγορανομίας μπαίνει στο καράβι από τη Θεσσαλονίκη για την Κρήτη και ζει «μια νύχτα στον παράδεισο», γνωρίζοντας την πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ. Η μορφή της κοπέλας τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια στα όνειρά του, κυρίως στις δύσκολες στιγμές του. Του έδινε δύναμη και του προκαλούσε πάντοτε το συναίσθημα της πρώτης επαφής που είχε μαζί της.
Narrators
Χριστόφορος Μακράκης
Field Reporters
Νικόλαος Γιάννος
Interview Date
24/05/2021
Duration
76'
Interview Notes
Είναι ο ίδιος Αφηγητής με την 296_02: «Οι Ιταλοί βγήκανε στη Σητεία»: Αναμνήσεις και γεγονότα από την Ιταλική κατοχή στη Μυρσίνη Λασιθίου.
Λεξιλόγιο:
Πε ‘μου: Πες μου
Ελέει: Λέει
Επαύριο: Αύριο
Στειακός: Σητειακός (Από την Σητεία)
Ειδώ: Να δω
Ετσά: Έτσι
Εφόριε: Φορούσε
πρήσκονται: Πρήζονται
Ενούς: Ενός
Επαέ:Εδώ
Εκειά: Εκεί
Πεζουλάκι
Eδά: Εδώ
Εμπόρεξα: Μπόρεσα
Γιάντα: Γιατί
Ίντα:Τι
Αλαργάρεις: Να μη φύγεις, απομακρυνθείς
Ήπεφτε: Έπεφτε
Αμασχάλη: Μασχάλη
Χάμε:Κάτω
Θαρρού:Νόμιζα
Ξεχάσκοτη: Σοκαρισμένη, αποσβολωμένη
Ντελόγο: Σίγουρα
Εμίλειε: Μιλούσε
Μπλιό: Πια
Εγροίκαγες: Καταλάβαινες
Μπελαμάνα: Γιακά
Εθώρειε: Κοιτούσε
Εμπόρειε: Μπορούσε
Γωνιό: Γωνία, άκρη
Τουρλωτιανός: Από την Τουρλωτή