«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση»: H ιστορία μιας ταβέρνας ορόσημο των Πετραλώνων
Segment 1
Τα Πετράλωνα, η οικογένειά της και ιδιαίτερες προσωπικότητες της γειτονιάς
00:00:00 - 00:16:19
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου; Βούλγαρη Χαρούλα. Είμαι μαζί με τη Χαρά Βούλγαρη. Είναι 4 Σεπτεμβρίου του 2022. Ονομάζομαι Κωνσταντ…λέω και στους πελάτες: «Ρε μην μασάτε! Ξεχνάτε τι περάσανε οι παππούδες και οι γονείς μας και τώρα τα θέλουμε όλα στην πένα; Δεν γίνεται!».
Lead to transcriptTags
Segment 2
Συνήθειες της εποχής, φτώχεια, ήθη και έθιμα
00:16:19 - 00:26:14
Partial Transcript
Και η ταβέρνα πώς και ξεκίνησε; Λοιπόν πώς ξεκίνησε. Ξεκίνησε τελείως στο ξεκούδουνο. Υπάρχει μία ταβέρνα που λειτουργεί ακόμα που λέγεται …καίρι μας. Ήταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία αυτή με το θέατρο, παρόλο που ήμουνα μικρή. Η αδερφή μου θυμάται περισσότερα. Πολύ ωραία εμπειρία!
Lead to transcriptSegment 3
Πώς ξεκίνησε κι εξελίχθηκε η ταβέρνα και τα χρόνια της δικτατορίας
00:26:14 - 00:38:46
Partial Transcript
Όλα αυτά πριν το ‘68. Γιατί το ‘68 γύρισε σελίδα η οικογένεια και άνοιξε η ταβέρνα και πώς άνοιξε η ταβέρνα; Επειδή έπεφτε πολλή πείνα, έρχε…ολωνάκι ή στη Μύκονο και έχουν δεκαπέντε υπαλλήλους δεν ξέρω. Δεν είναι… Αφήνουν τους υπαλλήλους και δουλεύουν και πάνε στο Μπαλί διακοπές.
Lead to transcriptTags
Media
Segment 4
Η μουσική στην ταβέρνα
00:38:46 - 00:43:04
Partial Transcript
Ας πούμε θυμάμαι… Πώς τον λέγανε; O Γιάννης έπαιζε το ντέφι και ο Σπύρος έπαιζε τη λατέρνα, ο Σπύρος ο λατερνατζής. Ήταν ένα δίδυμο που γύρι…πό την παρέα που παίζει;». Εντάξει, έτσι κι αλλιώς σε ένα παράλογο κόσμο ζούμε. Τέλος πάντων, καταργήθηκε και η ΑΕΠΙ, βγήκαν άλλα φυντάνια.
Lead to transcriptTags
Segment 5
Απόφαση να συνεχίσει την ταβέρνα και ο ρόλος της μητέρας της
00:43:04 - 00:47:36
Partial Transcript
Εσύ πώς και αποφάσισες να συνεχίσεις το μαγαζί; Πώς και αποφάσισα να συνεχίσω το μαγαζί… Tο αποφάσισα για ψυχολογικούς και για βιοποριστικο… Έλεγα: «Όχι, το μαγαζί θα δουλέψει χωρίς αφεντικό. Δεν χρειάζεται αφεντικό» αλλά δεν γινότανε, θα είχε κλείσει. Θα είχε κλείσει το μαγαζί.
Lead to transcriptSegment 6
Τι είναι αυτό που κρατά το μαγαζί ανοιχτό και η σκληρή δουλειά από παιδί
00:47:36 - 01:04:41
Partial Transcript
Χαρούλα εσύ τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που έχει κρατήσει το μαγαζί ανοιχτό πενήντα τέσσερα χρόνια; Ξέρεις τι πιστεύω και αυτό μου το λέει …όμασταν με σταυρωμένα χέρια όπως τώρα. Τριάντα χρόνων δύο διαζύγια και να μεγαλώνεις κι ένα παιδί! Ε! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Αυτό, τέλος.
Lead to transcriptTags
Media

Η ταβέρνα
Η ταβέρνα της αφηγήτριας, Χαρίκλειας Βούλγαρη
Segment 1
Τα Πετράλωνα, η οικογένειά της και ιδιαίτερες προσωπικότητες της γειτονιάς
00:00:00 - 00:16:19
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου;
Βούλγαρη Χαρούλα.
Είμαι μαζί με τη Χαρά Βούλγαρη. Είναι 4 Σεπτεμβρίου του 2022. Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Χαρέμης, είμαι ερευνητής στο Istorima. Βρισκόμαστε στα Πετράλωνα στην Αθήνα και ξεκινάμε.
Χαρούλα. Όχι Χαρά.
Χαρούλα.
Μου αρέσει το Χαρούλα καλύτερα από τo Χαρά.
Ωραία, τέλεια. Χαρούλα, εάν μπορείς να μας πεις πρώτα λίγα λόγια για τον εαυτό σου, τη ζωή σου μέχρι τώρα. Πού μεγάλωσες;
Μεγάλωσα στον χώρο που μιλάμε. Γεννήθηκα στο «Έλενα». Μεγάλωσα στον χώρο που μιλάμε, είμαι ακόμα εδώ. Έχω και μία αδερφή μεγαλύτερη πεντέμισι χρόνια. Γεννήθηκα τον Δεκέμβρη του 1960. Τώρα αυτό πώς θα… Άμα πω για τη ζωή μου, θα φάμε ώρα πολλή. Στη γειτονιά μου εδώ στα Πετράλωνα, την οποία δεν μπορώ να αποχωριστώ. Όσες φορές έκανα απόπειρα να φύγω από τα Πετράλωνα, να πάω σε άλλη γειτονιά, για να φύγω από τον καταπιεστικό μπαμπά, την πάτησα, το μετάνιωσα και ξαναγύρισα πίσω τρέχοντας. Δεν μπορώ μακριά από τα Πετράλωνα και εντάξει εδώ είναι ο κόσμος μου, αυτόν τον κόσμο ξέρω. Βγαίνεις από το σπίτι σου, λες μία καλημέρα. Σε ξέρουν όλοι από τότε που γεννήθηκες. Κι ευτυχώς είναι ωραία γειτονιά. Έχουμε τη Φιλοπάππου που στην καραντίνα μας έσωσε. Μας έσωσε. Αν δεν πουληθεί, γιατί ακούγονται διάφορα για του Φιλοπάππου, όπου στου Φιλοπάππου πριν το ’68, πριν γίνει το σπίτι μας ταβέρνα, εγώ θυμάμαι τη μάνα μου, μας έβγαζε βόλτα στο βουνό, έπλεκε, μάζευε χόρτα και τα τρώγαμε, γιατί έπεφτε πείνα τότε μεγάλη, και εμείς ήμασταν πιτσιρίκια και παίζαμε στο γρασίδι ξυπόλητα όλη μέρα έξω, με πάρα πολλά σπίτια πάνω από τον περιφερειακό. Δεν υπήρχε περιφερειακός τότε, αρχές του ‘60. Είχε σπίτια παράγκες που μπαίναν πρόσφυγες. Βασικά είναι προσφυγική γειτονιά, γι’ αυτό, εξού και τα Ατταλιώτικα. Είναι όλοι οι πρόσφυγες από την Αττάλεια. Τα σπίτια είχαν κότες και κατσίκες παρακαλώ! Kαι αργότερα μετά το ’63 -το ’65;- αρχίσανε και φτιάχτηκαν τα σπίτια τα πέτρινα που τα έφτιαξε η Φρειδερίκη από το υστέρημά της. Aπό το κομπόδεμα της το έφτιαξε! Τα έφτιαξε όλα αυτά τα σπίτια, για να στεγάσει τους πρόσφυγες και αυτή η μεγάλη πολυκατοικία που είναι στον περιφερειακό -αν δεν κάνω λάθος- είναι ενός Κωνσταντινίδη, γνωστού αρχιτέκτονα, που και αυτή χτίστηκε για να στεγάσει πρόσφυγες. Εγώ θυμάμαι το ρέμα, πριν χτιστεί η πολυκατοικία. Κατεβαίναμε και παίζαμε. Η ταινία «Η Συνοικία το όνειρο» του Αλεξανδράκη, που έχει γίνει ντόρος με αυτή την ταινία, έχει γυριστεί ακριβώς εδώ. Ακριβώς εδώ που βρισκόμαστε και πάνω στου Φιλοπάππου και συμμετείχαν και Πετραλωνίτες κομπάρσοι παίζανε και έχει σκηνή και με τον πατέρα μου. Γιατί τότε ήδη έπαιζε στο θέατρο ο πατέρας μου και στο σινεμά. Τι… Θες πάρα πολύ χρόνο για να μιλήσεις για τα Πετράλωνα! Δεν είναι έτσι εύκολη η ιστορία! Νομίζω η σύντομη ιστορία θα αδικήσει τη γειτονιά, θα την αδικήσει πάρα πολύ τη γειτονιά! Έχει γράψει ο Λιβιεράτος ένα πολύ ωραίο βιβλίο για τα Πετράλωνα. Τώρα αυτός είναι ενενήντα φεύγα, πολύ μεγάλος στην ηλικία παλιός αριστερός και έχει γράψει ένα πολύ καλό βιβλίο για τα Πετράλωνα και πολύ κατατοπιστικό.
Τι είναι αυτό που σε κρατάει ακόμα στα Πετράλωνα;
Η ρίζα μου. Η ρίζα. Τίποτα άλλο, η ρίζα. Νομίζω ότι και όλο αυτό το θέμα που έχουμε τα τελευταία χρόνια με το προσφυγικό, εγώ το λέω, παιδιά να προσευχόμαστε να μην γίνουμε πρόσφυγες. Και εγώ με την ιδιοσυγκρασία που έχω, εγώ άμα φύγω από δω, έχω τελειώσει. Δεν μπορώ, δηλαδή, να κρατηθώ κάπου αλλού.
Και η δικιά σου οικογένεια ήταν προσφυγική;
Από το σόι του πατέρα μου ναι. Ήταν πρόσφυγες από την Αττάλεια που η προγιαγιά, αυτή που εδώ που είναι στη φωτογραφία η γιαγιά η Άννα, δούλευε μαγείρισσα στο ιταλικό προξενείο και της το σφύριξαν οι Ιταλοί: «Κυρά μάζεψε την οικογένεια και φύγε, γιατί θα γίνει ο κακός χαμός εδώ!». Και ήρθε. Ήρθε με όλη της την οικογένεια και αγόρασε σπίτι στην Τρίτωνος που ήταν έτσι δωματιάκια-δωματιάκια -το θυμάμαι πολύ καλά- δωματιάκια-δωματιάκια και μέσα σε κάθε δωμάτιο μένανε οικογένειες. Και κράταγε ο ιδιοκτήτης ένα δωμάτιο να [00:05:00]μένει και ο ίδιος. Και μετά το… Ξέρω γω; Πόσο να ‘ταν όταν παντρεύτηκε η γιαγιά μου τον παππού μου και αγοράσαν αυτό το σπίτι; Δεκαετία του ‘20, από το ‘25 και μετά μάλλον. Και πάλι, τρία δωμάτια το σπίτι μας, τα δύο η γιαγιά τα νοίκιασε και στο ένα έμενε και ο παππούς δούλευε οικοδομή. Δούλευε και οικοδομή με τον τενεκέ το μπετό στην πλάτη. Όμως, η γιαγιά η Ασημίνα είχανε μαζί -με τον παππού- είχανε και ένα καφενείο στο Σύνταγμα μες στον πόλεμο και μες στον πόλεμο το είχανε με τους Γερμανούς.
Αυτό το ανοίξανε αφότου ήρθανε-
Δεν ξέρω ακριβώς πώς βρέθηκε η γιαγιά με τον παππού και το καφενείο. Και μάλιστα, όταν ο γιος μου έκανε το μεταπτυχιακό του που ήτανε Μεταξάς, Χίτλερ, Μουσολίνι και έψαχνε βιβλία και στοιχεία, βρήκε ένα βιβλίο για τον Μεταξά και έχει φωτογραφία στο Σύνταγμα και έχει και το καφενείο της γιαγιάς. Έχω και εγώ φωτογραφίες από το καφενείο της γιαγιάς στο σπίτι με τον δίσκο που πήγαινε και σερβίριζε. Τέλος πάντων, αυτό το καφενείο ήτανε Φιλελλήνων και Μητροπόλεως γωνία, εκεί που ήταν παλιά τα λεωφορεία του Πειραιά τα πράσινα. Όλο τον πόλεμο ήταν εκεί. Χάνουμε και τη ροή. Δεν πειράζει. Πάμε από το ένα θέμα στο άλλο. Θυμάμαι πολύ έντονα τα Πετράλωνα με τους χωματόδρομους, με τις παλιές τις λάμπες στους δρόμους της ΔΕΗ, τις παλιές τις λάμπες, και όταν αλλάξανε, αλλάξαν μετά το ‘68 που γίναν αυτές που έχουμε τώρα, και ήμουνα εδώ μικρό παιδάκι και με είχε πάρει ο ύπνος μέχρι να κλείσει η ταβέρνα για να πάμε σπίτι και με ξυπνάνε να πάμε σπίτι και απ’ το καινούργιο φως νομίζω ότι είναι μέρα! Τέτοια μεγάλη διαφορά από τον γλόμπο τον παλιό με την καινούργια λάμπα της ΔΕΗ! Δεν το συζητώ ότι εντάξει το μπακάλικο της γειτονιάς, ο μανάβης με το γαϊδούρι που πέρναγε ο συγκεκριμένος ο Μπιλαντέρης που έμενε στα Ατταλιώτικα και τον γάιδαρό του τον άφηνε, τον έδενε στου Φιλοπάππου. Και όταν έγινε η δικτατορία, είχανε φέρει στρατό στου Φιλοπάππου και είχε γίνει σκηνικό με τον γάιδαρο του Μπιλαντέρη! Νομίζαν ότι τους την έπεσε ο εχθρός και ήταν ο γάιδαρος κι έγινε της Πόπης! Είχε γίνει σούσουρο στα Πετράλωνα! Επίσης, είχαμε πολλούς «τρελούς», σε εισαγωγικά «τρελούς». Είχαμε τη […]. Τώρα πουλάει αναπτήρες στη λαϊκή. Ήτανε η […] μία γυναίκα παλαβή που ντυνότανε περίεργα, όχι ξεκολλέ, αλλά περίεργα. Έβαζε φούμο στο πρόσωπό της, κατακόκκινο κραγιόν στα χείλια της, δύο κρίκους χρυσού στα αυτιά, πέρναγε από όλη τη γειτονιά και τραγούδαγε και της δίνανε λεφτά. Την κερνάγανε στο καφενείο και κάπνιζε Santé και το έσπαγε και το μισό το έβαζε στο αυτί. Είχαμε άλλον έναν, θεός συγχωρέσ’ τον, που πούλαγε σκόρδα. Ένας κυριούλης έτσι γεμάτος, χοντρούλης. Πώς ανέβαινε τις ανηφόρες! Kαι φώναζε, πούλαγε σκόρδα, μόνο σκόρδα και βγαίναν οι νοικοκυρές και έπαιρναν σκόρδα. Είχαμε και άλλον έναν, θα το θυμηθώ το όνομά του, ο Αϊνστάιν τον λέγαμε ότι ήταν της γειτονιάς. Αυτός ήταν μαθηματικός αλλά τρελαμένος. Μας έβρισκε στον δρόμο. Όποτε τον βλέπαμε φεύγαμε γιατί μας ρώταγε αριθμητική και εμείς δεν ξέραμε! Δεν ξέρω αν θα θυμηθώ πώς τον λέγανε και αυτόν. Πολλή φάση και αυτός! Τώρα σου μιλάω για τις ιδιαίτερες προσωπικότητες των Πετραλώνων. Είχαμε πάρα πολλές ιδιαίτερες προσωπικότητες! Ήταν δύο αδέλφια πρόσφυγες οι γονείς τους και μένανε στα προσφυγικά. Καλά φαινόντουσαν ότι τα παιδιά ήτανε κάπως και λέγανε ότι ήταν από σύφιλη από τους γονείς τους και όλα αυτά. Με μία μαμά ταλαίπωρη χωρίς μπαμπά, πεθαμένος ο μπαμπάς και φτώχεια καταραμένη και τους έχουνε πάει στη Λέρο και τους έχουνε κλείσει στη Λέρο. Λοιπόν, και κάποια στιγμή η ομάδα των Πετραλώνων, η ποδοσφαιρική ομάδα των Πετραλώνων, πάει να [00:10:00]παίξει στη Λέρο και πάει η ομάδα και τους βγάζει από το τρελάδικο και τους έφερε πίσω στα Πετράλωνα! Βεβαίως! Και τα παιδιά πεθάναν στα σπίτια τους και μάλιστα πέθανε πρώτα ο ένας και ο δεύτερος παίρνανε μία σύνταξη, τους είχε αναλάβει η γειτονιά και τους έπλενε, τους μαγείρευε, τους καθάριζε, δηλαδή δεν ξαναμπήκανε σε ίδρυμα. Αυτό λέει πολλά για μία κοινωνία, γιατί τώρα η Ελλάδα έχει γεμίσει γηροκομεία. Βέβαια έχουν κάνει και τον τρόπο ζωής λίγο περίεργο και τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ οι άνθρωποι, για να τα βγάλουνε πέρα. Εγώ, ας πούμε, θυμάμαι η γιαγιά ήτανε πάντα μαζί μας, η γιαγιά ήταν πάντα μαζί μας! Ναι, ναι, πολλές οι προσωπικότητες. Ο πατέρας μου μου έλεγε… Είχε πολύ ωραία καφενεία στα Πετράλωνα, πάρα πολύ ωραία καφενεία στα Πετράλωνα! Όχι από άποψη διακόσμησης, από άποψη ενέργειας, αύρας ανθρώπων, καταστάσεων με απίστευτους μεζέδες, που δεν τους βρίσκεις σήμερα αυτούς τους μεζέδες, που δεν είναι τίποτα αυτοί οι μεζέδες, είναι πάρα πολύ απλοί. Καταπληκτικά καφενεία! Ο γιος μου πήγαινε στο δημοτικό στον Μέγα Βασίλειο στην Τρώων επάνω και μου έλεγε: «Μαμά τι ωραία που ήταν τότε που πήγαινα δημοτικό! Μόλις σχολάγαμε, κατεβαίναμε την κατηφόρα -γιατί έχω μαζί με τον ανιψιό μου, της αδερφής μου τον γιο- πηγαίναμε, βρίσκαμε τον παππού στο καφενείο. Εμείς τρώγαμε τους μεζέδες και ο παππούς έπινε τα ούζα!». Και πραγματικά ήταν πολύ ωραία καφενεία! Δηλαδή, ο κόσμος που μαζευόταν ρε παιδί μου, δεξιοί-αριστεροί, δεν έχει σημασία. Ας πούμε εγώ ξέρω ιστορία για μπάτσο εδώ πέρα, δεν θέλω να πω όνομα, που προφύλασσε τον κόσμο και από τη χούντα και από το όταν παίζανε μπαρμπούτι, και όταν τραγουδάγανε Θεοδωράκη οι μεν και όταν παίζανε μπαρμπούτι οι δε. Δηλαδή, ο μπάτσος τους προφύλασσε, γιατί ήταν άνθρωπος της γειτονιάς και τους ήξερε και τον ξέρανε. Ξέρανε ότι και αυτοί που παίζουνε μπαρμπούτι δεν είναι λαμόγια. Είναι οικοδόμοι που παίξανε και ένα μπαρμπούτι τη νύχτα, ας πούμε. Τέλος πάντων. Φοβερά καφενεία και έλεγε ο πατέρας μου: «Το σταυροδρόμι Κυδαντιδών και Τρώων είναι το πιο ωραίο σταυροδρόμι. Είναι το σταυροδρόμι των τρελών συν ο “Ζέφυρος” δίπλα» που ο «Ζέφυρος», δηλαδή όλη αυτή η σούμα άμα τα δεις, είναι ένα βιβλίο από μόνο του. Το σταυροδρόμι με τα καφενεία και ο «Ζέφυρος» με τις ταινίες που έπαιζε. Θυμάμαι όταν ήρθε ο Καραμανλής το ’74, τον Ιούλιο, εγώ ήμουνα στον «Ζέφυρο» και βλέπαμε μία ιταλική ταινία με τον πατέρα μου. Bλέπαμε Ορνέλα Μούτι «Η τελευταία γυναίκα». Η τελευταία γυναίκα ή ο τελευταίος άντρας; Τέλος πάντων, μία πρωτοποριακή ταινία για την εποχή. Και τι σινεμά έχουμε δει! Και βέβαια, όλα τα πιτσιρίκια έξω στον δρόμο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινότανε! Όλα τα πιτσιρίκια στον δρόμο να παίζουμε και ευτυχώς τα καλοκαίρια ακόμα τα πιτσιρίκια βγαίνουν έξω και παίζουνε μόνα τους, με ποδήλατα, μεταξύ τους. Δεν φοβούνται, βγαίνουν ακόμα και παίζουνε. Έχουμε και το «θέατρο της Δώρας Στράτου», μαζευόταν και εκεί διάφορος κόσμος. Είχε κάνει μεροκάματο και ο πατέρας μου εκεί. Τα Πετράλωνα, μεγάλη ιστορία τα Πετράλωνα, που τώρα έχει μπασταρδέψει. Τώρα έχει μπασταρδέψει λίγο η ιστορία με τα Πετράλωνα. Βέβαια, εντάξει, έχουν αλλάξει τα πράγματα. Έχουν γίνει όλα δήθεν. Και τη δεκαετία της κρίσης, τη δεκαετία του από το τέλος, μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και μετά -η κρίση ξέσπασε το ‘10, οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίναν το ’04- σε αυτά τα έξι χρόνια φαινόντουσαν τα πράγματα ότι αλλάζουνε. Εσύ είσαι μικρός δεν τα θυμάσαι. Εγώ τα έζησα. Φαινόντουσαν και είχε αρχίσει να μαζεύονται στα Πετράλωνα φραγκάτοι δήθεν και θέλανε ας πούμε: «Α τα γραφικά Πετράλωνα». Τσου μωρέ Λάκη, τσου ρε Λάκη! Εγώ, ας πούμε, θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια είχαμε νερό, βρύση με νερό, αλλά κοβότανε συχνά και είχαμε βρύση της γειτονιάς και πηγαίναμε και μας έστελνε η μάνα μου με κουβάδες και γεμίζαμε νερό. Και ξαφνικά θέλαν οι νεόπλουτοι να έρθουν στα Πετράλωνα. Εντάξει, αλλοτρίωση στα πάντα υπάρχει. Στα πάντα. Και το ‘68 όταν έγινε η χούντα, πήγαινα πρώτη δημοτικού και θυμάμαι έχω βγει εδώ στη γωνία -ο πατέρας μου δούλευε στο [00:15:00]θέατρο ακόμα, ήταν ηθοποιός και δούλευε και στο σινεμά και στο θέατρο- και βγαίνω, ξυπνάμε το πρωί και βγαίνω εδώ στη γωνία να δούμε τον χαμό που γίνεται. Η αδερφή μου πήγαινε πιο μεγάλη τάξη και στη Δημοφώντος είχε τανκς και δεν μας αφήσαν να πάμε σχολείο τότε εκείνη την ημέρα. Και θυμάμαι και τον πατέρα μου που πήγαινε μπακάλικο στον φούρνο να πάρει ψωμί: «Η Κατίνα είχε πολύ κόσμο δεν βγάλανε ψωμί. Το πήραν το ψωμί». Γενικώς ένα… Αλλά όταν είσαι παιδί δεν τα αντιλαμβάνεσαι έτσι, τα βλέπεις όλα σαν παιχνίδι. Πολλή φτώχεια και τότε, πάρα πολλή φτώχεια! Αλλά με άλλο τρόπο σκέψης οι άνθρωποι. Ας πούμε, για μένα ένα αντιπροσωπευτικό τραγούδι αυτής της εποχής είναι «Η Δραπετσώνα» του Θεοδωράκη. Λέω αν γίνω ποτέ Πρωθυπουργός, τη «Δραπετσώνα» θα την κάνω δεύτερο Εθνικό Ύμνο. Μετά τον δικό μας τον Εθνικό Ύμνο, ο οποίος είναι υπέροχος, δεν το συζητώ και λόγω στίχων τη «Δραπετσώνα», Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί και αυτό λέω και στους πελάτες: «Ρε μην μασάτε! Ξεχνάτε τι περάσανε οι παππούδες και οι γονείς μας και τώρα τα θέλουμε όλα στην πένα; Δεν γίνεται!».
Και η ταβέρνα πώς και ξεκίνησε;
Λοιπόν πώς ξεκίνησε. Ξεκίνησε τελείως στο ξεκούδουνο. Υπάρχει μία ταβέρνα που λειτουργεί ακόμα που λέγεται «Η ταβέρνα του Οικονόμου» εδώ στα Πετράλωνα, που την είχε ο Οικονόμου ο Νίκος. Ήτανε φίλος με τον πατέρα μου και σχεδόν συνομήλικοι δύο χρόνια διαφορά είχαν περίπου, ο οποίος Οικονόμου την ταβέρνα την είχε από τον πατέρα του. Φαντάσου πόσα χρόνια πίσω! Λοιπόν, ο πατέρας μου έβλεπε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά με το θέατρο και λόγω πολιτικών πεποιθήσεων τον κυνηγάγανε κιόλας: ασφάλεια, ποινικό μητρώο και τα λοιπά, και τα λοιπά. Το τελευταίο θέατρο που δούλεψε ήτανε στη Σίνα. Δεν υπάρχει πια, του Παγουλάτου. Του κάνανε μετά πρόταση να πάει στο «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας» και δεν δέχτηκε. Κι επειδή το σπίτι μας εδώ πάντα είχε κόσμο και πάντα γλεντάμε είτε με τα σόγια που ερχόντουσαν από το χωριό είτε γιατί όλοι ερχόντουσαν να πάνε σε ένα γιατρό από δω από κει και τότε υπήρχε φιλοξενία. Εμάς το σπίτι μας δεν ήταν ποτέ άδειο! Ποτέ άδειο δεν ήταν και νομίζω όλων των Ελλήνων τότε. Πάντα ερχόντουσαν συγγενείς για γιατρούς, για δουλειές. Ερχόντουσαν στην Αθήνα και κάπου έπρεπε να κοιμηθούνε και να φάνε. Είχαμε πάντα κόσμο και είχαμε πάρα πολλά γλέντια! Μα πάρα πολλά γλέντια! Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Και θυμάμαι ερχόντουσαν φίλοι του πατέρα μου από το θέατρο στη γιορτή του, του Αγίου Αντωνίου, ή στη γιορτή της μάνας μας, της Αγίας Αικατερίνης, και γινόντουσαν τέτοια γλέντια και σπασίματα, που τα σπάγαν όλα τα πιάτα και την άλλη μέρα ερχόντουσαν και φέρναν της μάνας μου καινούργια πιάτα! Κάποιες φορές μας έστελνε να κοιμηθούμε στη γειτόνισσα, γιατί δεν χωράγαμε όλοι στο σπίτι! Δηλαδή τι να σου πω, εγώ νομίζω ότι παρόλη τη φτώχεια, πέρασα ονειρεμένα παιδικά χρόνια και νομίζω πολλά παιδιά της γενιάς μου. Παρόλη τη φτώχεια και τη μιζέρια. Και όπως καταλαβαίνεις, εδώ στρωματσάδα όλοι οι ένοικοι τα καλοκαίρια. Δεν θυμάμαι να υπήρχαν εντάσεις και να τσακώνονταν οι νοικοκυρές μεταξύ τους: «Α μωρή μου πήρες τα μανταλάκια!». Τότε, λοιπόν, όλες γράφαν τα αρχικά τους στα μανταλάκια. Ναι! Eγώ έχω ακόμα μανταλάκια της μάνας μου: K.Β.! Και βέβαια, εντάξει, κλασσικά ραδιόφωνο, έτσι; Ραδιόφωνο δεν έλλειπε. Το έχω ακόμα το ραδιόφωνο της γιαγιάς μου και παίζει ακόμα. Το παλιό το ραδιόφωνο με τις λυχνίες με, με, με, με. Και από τότε ακούμε «Δεύτερο Πρόγραμμα». Δεν ακούμε άλλο σταθμό και στην ταβέρνα «Δεύτερο Πρόγραμμα» τους βάζω και όλοι μου λένε: «Τι ωραία τραγούδια!». «Δεύτερο Πρόγραμμα παιδιά, σταθερή αξία!». Και θυμάμαι πάρα πολλούς φίλους του πατέρα μου από το θέατρο που -είδες τώρα από την ταβέρνα πήγαμε πάλι στο θέατρο- που -ας πούμε θυμάμαι τον Βύρωνα τον Πάλλη, τον Θόδωρο τον Έξαρχο πολύ έντονα- που ανταλλάσσαν αρχαία νομίσματα με γραμματόσημα, τα έχω ακόμα τα γραμματόσημα του πατέρα μου. Και φέρναν της αδερφής μου βιβλία και ζήλευα, γιατί έλεγα ότι πότε θα μεγαλώσω και εγώ να αρχίσω να τα διαβάζω; Βιβλία όμως παιδικά. Ξέρεις, «Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά», αριστερής κουλτούρας. [00:20:00]Oι γιαγιάδες καταρχήν μιλάγανε όλες σπαστά ελληνικά, γιατί είχαν έρθει από τη Αττάλεια και μιλάγανε πιο πολύ τούρκικα. Οι γιαγιάδες μεταξύ τους μιλάγανε τούρκικα. Ο πατέρας μου με τη γιαγιά μου όταν δεν θέλανε να καταλάβουμε τι λένε, μιλάγαν τουρκικά όπου επίσης η γιαγιά μου τραγούδαγε πάρα πολύ όμορφα μαζί με τον πατέρα μου. Τραγουδάγανε πάρα πολύ ωραία τούρκικους αμανέδες και το κλασικό τα καλοκαίρια οι πολυθρόνες έξω στα πεζοδρόμια με τις γιαγιάδες και τα νυχτικά τους και να κάθονται και να μιλάνε και να βράζουν τα κατσαρολάκια τη σύριγγα, για να κάνουν την ένεση για το ζάχαρο! «Ουρανία, την έκανες την ένεση;», «Αχ τώρα θα την κάνω!», «Αχ κυρά Παντία εσύ την έκανες;», «Αχ βρε Ασημίνα θα μας πεις και το φλυτζάνι;». Το τι γινόταν εδώ όταν πηδάγαμε τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού και του Κλήδονα είναι απερίγραπτο! Δηλαδή πρέπει, κρίμα… Εντάξει κάποιοι θα έχουν κάνει κάποια ντοκιμαντέρ, αλλά πραγματικά είναι ταινία.
Μπορείς να μας εξηγήσεις τι είναι οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού και ο Κλήδονας;
Εντάξει, πότε είναι τον Ιούνιο που πηδάμε, που βάζαμε τις φωτιές και τις πηδάγαμε; Τότε καίγαμε τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς τα Αϊ-Γιαννιού, του Κλήδονα. Δεν θυμάμαι τώρα πότε είναι τον Ιούνιο, μες στα μέσα Ιουνίου; Kαι μετά από λίγες μέρες γινότανε μία ιστορία. Βάζανε μία κανάτα διάφανη με νερό και βάζανε διάφορα μέσα αντικείμενα χρυσαφικά και τέτοια, βάζανε ένα κόκκινο πανί πάνω από την κανάτα και ήτανε μία υπεύθυνη, η οποία στη γειτονιά είναι η γιαγιά μου, η οποία έλεγε και αθυρόστομα πράγματα και ιστορίες διάφορες τη βραδιά του Κλήδονα. Και βάζανε οι κοπέλες διάφορα εκεί πέρα, υποτίθεται να ονειρευτούνε; Ήτανε διάφορα μαντζούνια, για να δούνε ποιον θα παντρευτούνε. Δηλαδή, βάζανε μετά από μία μπουκιά νερό από αυτή την κανάτα στο στόμα τους και βγαίναν να περπατήσουν στο σταυροδρόμι και υποτίθεται ότι το όνομα που θα ακούγανε, έτσι θα λέγανε τον άντρα που θα πάρουνε. Αλλά ο Κλήδονας ρε παιδί μου είχε φάση, γιατί λεγόντουσαν διάφορα έτσι σόκιν ιστορίες από τις γιαγιάδες. Αυτό είναι στην παράδοση μας στη λαϊκή. Δεν είναι… Ή ξέρω ‘γω εδώ οι γειτόνισσες. Ας πούμε τα σπίτια τελειώνανε στο βουνό. Η Ιώνων -δεν υπήρχε η Απολλωνίου- η Ιώνων δεν κοβόταν, τα σπίτια συνεχίζαν στο βουνό και εμείς παίζαμε πάρα πολύ στο εκκλησάκι εδώ στην Αγία Σωτήρα, όπου το τελευταίο σπίτι είχε δύο πόρτες, μία από την Ιώνων και μία σε έβγαζε από πίσω. Και μπαίναμε από το σπίτι της κυρά Στέλλας, για να κόψουμε δρόμο, να βγούμε στην Αγία Σωτήρα, να παίξουμε. Και τις μέρες του Πάσχα ήταν μία μαγεία! Οι μέρες του Πάσχα ήτανε μία μαγεία! Κλειστά σχολεία, εμείς όλη τη μέρα στον δρόμο να παίζουμε και αυτό το κλασικό, οι νοικοκυρές ξέρεις να καθαρίζουν, να ασβεστώνουνε: «A θα περάσει ο Επιτάφιος σήμερα. Πρέπει να τελειώσει το ασβέστωμα!» και να είναι έξω με κεριά και λιβάνια να περάσει ο Επιτάφιος και τέτοια. Όπου θυμάμαι μία Ανάσταση ήτανε, που ο πατέρας μου δεν πήγαινε στις εκκλησίες, ήτανε κομμουνιστής και η γιαγιά μου ήτανε βασιλικιά! Και να του λέει: «Αντίχριστε, παλιοκομουνιστή που δεν πας στην εκκλησία!». Και να της λέει ο πατέρας μου: «Σκάσε μωρή, θα με κλείσουν φυλακή! Μην φωνάζεις!». Εντάξει, τώρα τα λέμε και γελάμε, αλλά τότε ήτανε λίγο περίεργα τα πράγματα. Νομίζω ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει αποτυπώσει πάρα πολύ ωραία εκείνη την εποχή σε πάρα πολλές ταινίες. Μία πολύ ωραία ταινία είναι «Οι κυρίες της αυλής», παίζει και ο Ηλιόπουλος μέσα που είναι μία τέτοια κατάσταση. Ένα σπίτι με δωματιάκια και μένουν όλοι μαζί. Πολύ ωραία ταινία, να τη δεις, «Οι κυρίες της αυλής». Κι επειδή έπεφτε πάρα πολλή φτώχεια και γιατί έχω κολλήσει με τη «Δραπετσώνα»; Εκ των υστέρων, μεγαλύτερη κόλλησα κατανοώντας τους στίχους του τραγουδιού. Όταν έβρεχε, το σπίτι έμπαζε νερά, γιατί δεν είχαμε λεφτά να φτιαχτεί και μας έβαζε η μάνα μου στην κούνια, στο κρεβάτι λεκάνες. Αλλά ο κήπος, η αυλή είχε πάντα λουλούδια, είχε πάντα λουλούδια. Κι επειδή έπεφτε πολλή πείνα και τ’ άκουγα που το συζητάγαν ο πατέρας μου με τη μάνα μου και περιμέναμε την αδερφή της μάνας μου, τη θεία μου την Παγώνα, πότε θα έρθει να μας φέρει ένα κοτόπουλο, για να το μαγειρέψει η μάνα μου να φάμε. Ήταν [00:25:00]ωραία όμως, γιατί όταν δούλευε ο πατέρας μου στο θέατρο, τα καλοκαίρια γυρίζανε τουρνέ όλη την Ελλάδα με το «Άρμα θεάτρου», έτσι λεγόταν ο θίασος. Το «Άρμα θεάτρου». Και κάποιος θεατρίνος όταν του το είπα, μου λέει: «Α, ήτανε ο θίασος των αριστερών το “Άρμα θεάτρου”» και εκεί έντονα θυμάμαι εγώ τη Νίκη την Τριανταφυλλίδη. Μια παλιά -η μάνα σου την ξέρει σίγουρα- μία παλιά, πολύ παλιά -όχι πολύ παλιά- πολύ καλή ηθοποιό και μία πανέμορφη γυναίκα. Αυτή τελευταία έπαιξε και ανάπηρη θέατρο. Αυτή με κοίμιζε αγκαλιά της, με κοίμιζε αγκαλιά της. Και θυμάμαι όλη τη διαδικασία που γινότανε με το φόρτωμα του θιάσου, τα πράγματα όλα και του έργου και τα προσωπικά. Θυμάμαι μία φορά έχουμε ραντεβού στο Αρχαιολογικό Μουσείο δίπλα στο Πολυτεχνείο και περιμένουμε τα πούλμαν να ξεκινήσουμε και γύριζαν με τον θίασο όλη την Ελλάδα και μόλις κλείναν τα σχολεία, μας έπαιρνε και η μάνα μου να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου και πέρναγε έτσι το καλοκαίρι μας. Ήταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία αυτή με το θέατρο, παρόλο που ήμουνα μικρή. Η αδερφή μου θυμάται περισσότερα. Πολύ ωραία εμπειρία!
Όλα αυτά πριν το ‘68. Γιατί το ‘68 γύρισε σελίδα η οικογένεια και άνοιξε η ταβέρνα και πώς άνοιξε η ταβέρνα; Επειδή έπεφτε πολλή πείνα, έρχεται, με έχει πάει η μάνα μου στο ΙΚΑ Ιούλιο του ‘68 και γυρίζουμε και βλέπουμε τον πατέρα μου -το σπίτι ήταν όπως το βλέπεις τώρα, η μάντρα ήτανε πάντα, πάντα- βλέπουμε τον πατέρα μου απέξω στο πεζοδρόμιο με ένα πινελάκι και μία μπογιά μαύρη να γράφει στον τοίχο: «Πωλείται κρασί διά οικίας». Το βλέπει η μάνα μου, λέει: «Ρε Αντώνη τι είναι αυτά; Τι γράφεις;». Και γυρίζει και της λέει: «Κατίνα, θα κάνουμε το σπίτι μας ταβέρνα, για να έχουμε να τρώμε». «Για να έχουμε να τρώμε». Δεν υπήρχε μία και -θεός συγχωρέσ’ τον- ο Οικονόμου τον βοήθησε να ανοίξει την ταβέρνα. Είχε μία σκάφη, σκάφη η αλουμινένια, που μας έκανε μπάνιο η μάνα μου, που έπλενε τα ρούχα, όλα αυτά. Έβαλε πάγο, έβαλε αναψυκτικά, πήρε κρασί από τον Οικονόμου, του έδωσε κρέατα ο Οικονόμου και ξεκίνησε η μάνα μου με τη γκαζιέρα που είχε και μαγείρευε για μας. Και στην αρχή ήρθαν κάποιοι φίλοι του, την άλλη μέρα πάλι κάποιοι άλλοι φίλοι του. Ερχόντουσαν ερχόντουσαν σιγά-σιγά, το λέγανε από στόμα σε στόμα. Το ακίνητο ήτανε για κατεδάφιση. Για κατεδάφιση ήτανε. Θα σου δείξω φωτογραφίες έχω μέσα. Ήτανε για κατεδάφιση και σιγά-σιγά σιγά-σιγά άνοιξε Ιούλιο και τον χειμώνα έπρεπε να σκεπάσει την οροφή για να μπορεί να δουλέψει τον χώρο. Λεφτά δεν υπήρχαν και δεν ξέρω πώς τα κατάφερε. Σιγά-σιγά-σιγά φτιάχτηκε η ταβέρνα και δουλεύει πενήντα τέσσερα χρόνια. Του το λέγανε και οι φίλοι του, ότι: «Ρε Αντώνη μαζευόμαστε που μαζευόμαστε εδώ και γλεντάμε. Δεν το κάνεις ταβέρνα να βγάλεις και κάνα φράγκο;». Τότε ήταν πιο απλά τα πράγματα από ότι είναι τώρα. Είχε πάρα πολλές δυσκολίες από οικονομική άποψη με το να φτιάξει κάποια πράγματα και όλο του γκρινιάζαμε μετά τα χρόνια, όλοι του γκρινιάζαμε: «Α ρε μπαμπά που δεν έχεις λεφτά και δεν σου μένουνε λεφτά». Όταν πέθανε και ανέλαβα τα πράγματα, κατάλαβα γιατί δεν μπορούσαν να του μείνουν λεφτά. Γιατί μία ταβέρνα, οτιδήποτε δουλειά ανοίγεις, θες κεφάλαιο. Πρέπει να αγοράσεις ψυγεία, να αγοράσεις κουζίνα, να αγοράσεις το Α, το Β, πιάτα, ποτήρια, τρόφιμα. Όλα αυτά θέλουν λεφτά και δεν υπήρχανε. Και ό,τι τζιράριζε, τα ‘ριχνε μέσα κι έφτιαξε και βαρέλια και έφτιαχνε ωραίο κρασί. Είχε πάρα πολλά βαρέλια και ήτανε και ο ίδιος μπεκρής. Έπινε πολύ. Έτσι ξεκίνησε η ταβέρνα με τη γκαζιέρα -ούτε καν πετρογκάζ- με τη γκαζιέρα της μάνας μου ούτε καν με πετρογκάζ και μετά πήραμε πετρογκάζ. Και θυμάμαι που τηγάνιζε η μάνα μου μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Θυμάμαι έτσι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα πράγματα που έφτιαχνε ο πατέρας μου και βέβαια νοικιάσαμε και σπίτι, για να μένουμε. Πού θα μέναμε;
Στην αρχή ήταν και ταβέρνα και σπίτι ταυτόχρονα;
[00:30:00]Κάπως-κάπως φύγανε οι νοικάρηδες της γιαγιάς μου. Τους είχε ειδοποιήσει ότι: «Έτσι κι έτσι» και φύγανε οι νοικάρηδες της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου εξακολουθούσε κι έμενε σε ένα δωμάτιο και η ταβέρνα λειτουργούσε και της είχε φτιάξει ο πατέρας μου ένα δωμάτιο κι έμενε η γιαγιά. Εμείς νοικιάσαμε. Και μάλιστα, η γιαγιά είχε ζάχαρο και δεν έκανε να τρώει και το βράδυ, που κλείναμε, άνοιγε τα ψυγεία και έτρωγε τον αγλέορα! Και της ανέβαινε το ζάχαρο, το πρωί λιποθύμαγε: «Αντώνη μου δεν μπορώ, Αντώνη μου δεν μπορώ!». Ο πατέρας μου ο Αντώνης και να της λέει: «Μωρή τρελοκαμπέρο δεν σου είπα να μην τρως; Δεν σου είπα να μην τρως;». Θυμάμαι σκηνικό -το δωμάτιο της γιαγιάς ήταν από κει, οι τουαλέτες ήταν εδώ, όπως ήταν και στο σπίτι μας- θυμάμαι σκηνικό να βγαίνει η γιαγιά μου με το νυχτικό και οι πελάτες στην αυλή και να πηγαίνει για κατούρημα! Όμως, όλα αυτά γινόντουσαν -πώς να σ’ το πω;- σαν να έβλεπες ταινία ρε φίλε, σαν να παρακολουθούσες μία παράσταση και αυτή ήταν η ζωή μας. Αυτά τα τραπέζια που βλέπεις και αυτές οι καρέκλες είναι από τότε, φίλε μου, όχι αυτή η καρέκλα, αλλά αυτή και αυτή και αυτά τα τραπέζια τα βλέπεις, τα φτιάξανε φίλοι του μαραγκοί τάβλα-τάβλα τα τραπέζια και είναι από τότε και οι καρέκλες. Απλά έχω αλλάξει ψάθα και έχω πει αυτές οι καρέκλες δεν θέλω να φύγουν από την ταβέρνα. Θα φύγουν, άμα κλείσει η ταβέρνα. Γιατί δυστυχώς στη ζωή υπάρχει πάντα ένα τέλος. Και θυμάμαι τον πατέρα μου ρε παιδί μου που και με τη διακόσμηση είχε πολύ μεγάλη τρέλα, πάρα πολύ μεγάλη τρέλα και τα έφτιαχνε όλα μόνος του. Εδώ αυτά τα μπουκάλια που βλέπεις, εδώ τον πολυέλαιο στη ρόδα, όλα αυτά. Είχε και πολλούς φίλους από το Μοναστηράκι, γιατί πολλοί Πετραλωνίτες είχανε μαγαζιά στην πλατεία Αβησσυνίας, παλαιοπωλεία και τέτοια. Και του φέρναν πράγματα, όχι τσάμπα, τα πλήρωνε ο πατέρας μου. Και άρχισε το μαγαζί να έχει φήμη και όνομα και πήγαινε πολύ καλά. Και αυξανότανε και η δουλειά και έπαιρνε και κόσμο για δουλειά, έπαιρνε και υπαλλήλους. Νοίκιασε σε κάποια φάση και τη διπλανή μονοκατοικία που ήτανε παρόμοια με τη δικιά μας, άνοιξε τοίχο και το συνέδεσε και ήτανε τρία δωμάτια και άλλα τρία, έξι. Και τις καθημερινές δεν έβρισκες τραπέζι, τις καθημερινές δεν έβρισκες τραπέζι! Και όλοι λέγανε ότι: «Ο Αντώνης έχει λεφτά στην Ελβετία». Ναι, και όταν πέθανε, εμείς ψάχναμε δανεικά να τον εκηδέψουμε και δουλεύαμε, για να βγάλουμε χρέη. Όταν ξεκινάς από το μηδέν και κάθε μέρα να φτιάχνεις, τότε το κατάλαβα και εγώ. Και το κτίριο παλιό, πάντα χάλαγε και ζήταγε. Ζήταγε επισκευές. Μέχρι το 2001 η οροφή της ταβέρνας στα δωμάτια μέσα ήτανε αυτές οι οροφές οι παλιές με το ξυλαράκι και τη λάσπη και άρχισε και έπεφτε και λέω: «Ή θα το κλείσουμε ή πρέπει να βρούμε λεφτά να το φτιάξουμε». Και πήραμε δάνειο, είχε πεθάνει ο πατέρας μου και τη φτιάξαμε την ταβέρνα. Να στερεωθεί τουλάχιστον, να αντέξει κάποια χρόνια ακόμα. Τα καταφέραμε.
Και αυτό παρόλο που η ταβέρνα άνοιξε μες στα χρόνια της δικτατορίας;
Μες στα χρόνια της δικτατορίας υπήρχαν κι άλλα θέματα. Τον πατέρα μου τον καλούσαν συνέχεια στην ασφάλεια. Ήτανε στέκι αριστερών, μαζευόντουσαν πάρα πολλοί αριστεροί και από τον καλλιτεχνικό χώρο, γιατί ήξερε κόσμο, μέχρι και η Βουγιουκλάκη. Έχω γειτόνους που μου λένε: «Ρε συ τότε με είχε σταματήσει η Βουγιουκλάκη με καμπριολέ στη Δημοφώντος και Αχαιών εκεί που ο δρόμος που ανεβαίνει το τρόλεϊ γωνία. Εκεί με σταμάτησε η Βουγιουκλάκη να μου πει πού είναι το “Aσχημόπαπο”». Η Βουγιουκλάκη ήθελε να με βαφτίσει, αλλά επειδή έλεγε ο πατέρας μου ότι δεν ήταν καλός χαρακτήρας, της έλεγε: «Μωρή δεν θα σ’ το δώσω το παιδί να μου το βαφτίσεις». Έχω μέσα φωτογραφίες από τις παραστάσεις του πατέρα μου. Α, και στο σπίτι μας, πριν ανοίξει η ταβέρνα, επειδή υπήρχε φτώχεια, δεν είχαμε έπιπλα. Αλλά άμα περίσσευε από μία παράσταση καμιά καρέκλα, κάνα τραπεζάκι, τα έφερνε ο πατέρας μου σπίτι. Και η ταβέρνα απόκτησε πολύ καλό όνομα. Βέβαια ήταν και ο πατέρας μου όμως μία προσωπικότητα και με τον κύκλο που είχε και με τις γνωριμίες τον στηρίξανε. Δούλευε πάρα πολύ με ανθρώπους του θεάτρου και του σινεμά τότε, πάρα πολύ! Και βέβαια, ο αφανής ήρωας ήτανε η μάνα μου, σε πατριαρχική κοινωνία. [00:35:00]Μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος και τραγουδάγανε αντάρτικα και Θεοδωράκη και έβγαινε ο πατέρας μου και τους έλεγε: «Παιδιά πιο σιγά, απέξω είναι η ασφάλεια!». Θυμάμαι με το που έπεσε η χούντα, είχε αγοράσει ο πατέρας μου ένα κασετόφωνο Silver, μπορεί να υπάρχει ακόμα στο χωριό, ραδιοκασετόφωνο. Και μου παίρνει μία κασέτα, μου λέει: «Αυτή -μετά το Πολυτεχνείο πρέπει να ‘τανε- αυτή την κασέτα θα την ακούς μόνο σιγά». Και ήταν οι «Λιποτάκτες» του Θεοδωράκη. Όταν τις άκουσα, άκουσα την κασέτα, δεν καταλάβαινα. Ήμουνα δεκατρίο-δεκατέσσερο χρόνων, δεν καταλάβαινα. Μετά κατάλαβα τι ακούω, όταν μεγάλωσα. Τέλος πάντων. Και πάντα είχαμε… Είχε φτιάξει μια βιβλιοθήκη ο πατέρας μου, όταν είχε ανοίξει την ταβέρνα. Το σπίτι μας είχε πάντα βιβλία, μα πάντα! Πάντα! Και όταν πήγαινα σε σπίτια αλλωνών και δεν έβλεπα βιβλία, νόμιζα ότι κάτι έλειπε από το σπίτι. Ναι! Και έφτιαξε -γιατί έπιαναν τα χέρια του και θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε έναν ωραίο ηθοποιό, γιατί το ‘χε, το ‘χε. Έπαιξε το «Ξυπόλητο Τάγμα». Την ξέρεις αυτή την ταινία. Έχω και την αφίσα την original μέσα, του Βακιρτζή- έφτιαξε μία βιβλιοθήκη μόνος του και τοποθέτησε τα βιβλία. Και καμάρι που έφτιαξε τη βιβλιοθήκη! Και είχε βάλει μία φωτογραφία ενός άντρα με μούσι και του λέγαμε: «Μπαμπά, ποιος είναι αυτός;». Και μας έλεγε: «Αυτός είναι ο νέος Χριστός». Και ήταν ο Λένιν στη φωτογραφία, την οποία φωτογραφία την έχω ακόμα. Λοιπόν, ο πατέρας μου ήταν υιοθετημένος. Άλλη ιστορία τραυματική από εκεί, τέλος πάντων. Αλλά ευτυχώς η γιαγιά και ο παππούς ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Ο παππούς ο Μηνάς ήταν αγράμματος Μικρασιάτης και πήγε εξορία στην Ελ Ντάμπα. Τότε εκεί είχαν φτιάξει ένα στρατόπεδο οι Εγγλέζοι και τους χώνανε μέσα όλους τους αριστερούς και πεθάναν όλοι από καρκίνο στο στομάχι από αυτά που τους ταΐζανε. Και ο πάππους πέθανε το ’46 ή το ‘47 τότε που πέθανε ο βασιλιάς ο Παύλος. Πρόλαβε τον είδε και μετά την άλλη μέρα πέθανε ο παππούς, τον οποίο τον πρόλαβε και η μάνα μου σαν πεθερό. Και όλοι μου λέγαν τα καλύτερα λόγια για τον παππού. Και μάλιστα, έχουν αλλάξει κι ένα ρεμπέτικο τραγούδι και μιλάει για την Ελ Ντάμπα. Λοιπόν τι λέγαμε;
Ότι μαζευόντουσαν όλοι εδώ οι αριστεροί.
Αριστεροί. Ήταν η εποχή ρε φίλε, ήταν τα χρόνια τότε. Άλλη φάση τότε! Είχες ένα μπούσουλα, είχες ένα στόχο, είχες ένα όραμα. Ναι, είχε διάφορα κυνηγητά από τη χούντα, αλλά στη χούντα δεν ήταν τόσο μπλεγμένος με τα πολιτικά. Δεν ήταν, ας πούμε, σε κάποια παράνομη οργάνωση. Μετά τη χούντα μπήκε στο ΚΚΕ και μετά μπήκε και στο… έφυγε από το ΚΚΕ και κάθισε στο ΚΚΕ εσωτερικού και τσακωνόμασταν για τον Κύρκο και τον Δρακόπουλο, τέλος πάντων. Η ταβέρνα γενικώς πήγαινε καλά και μάζευε και ωραίο κόσμο και έχει, άμα σου δείξω μέσα διάφορα, όλα είναι αφιερωμένα στον πατέρα μου. Είδες πάλι πατριαρχικά; Πάλι για τον άντρα μιλάμε. Η μαμά αφανής ήρωας να λιποθυμάει στην κουζίνα και να της ρίχνουνε νερό να συνέρχεται και να συνεχίζει. Είναι πάρα πολύ σκληρή δουλειά η δουλειά της ταβέρνας, πάρα πολύ σκληρή. Σκληρή για μας! Τώρα αυτοί που έχουνε μαγαζιά στο Κολωνάκι ή στη Μύκονο και έχουν δεκαπέντε υπαλλήλους δεν ξέρω. Δεν είναι… Αφήνουν τους υπαλλήλους και δουλεύουν και πάνε στο Μπαλί διακοπές.
Ας πούμε θυμάμαι… Πώς τον λέγανε; O Γιάννης έπαιζε το ντέφι και ο Σπύρος έπαιζε τη λατέρνα, ο Σπύρος ο λατερνατζής. Ήταν ένα δίδυμο που γύριζε στις ταβέρνες και κάνανε σόου. Τόσο καλή λατέρνα! Εντάξει θέλει και η λατέρνα μία αυτή να παίζεις. Έχουμε μέσα λατέρνα θα σου πω και παίζει κανονικά, αλλά η μεγάλη μαγκιά ήταν στο ντέφι. Φίλε, όταν ήμουνα μικρή και χάζευα, τσίρκο τελείως, να βλέπεις ο μπαρμπα-Γιάννης ένας μικροκαμωμένος με γυαλιά, φακούς χοντρούς να παίζει ντέφι και να κάνει ακροβατικά με το ντέφι. Να το πετάει στον αέρα, να το πιάνει από πίσω, να το παίζει έτσι στο δάχτυλο, να το γυρίζει έτσι. Ζογκλέρ τελείως! Και να μην του φεύγει το ντέφι ούτε ο ρυθμός ούτε το ντέφι κάτω. Ήτανε σόου. Λοιπόν, και όταν πεθάνανε, αγόρασε ο πατέρας μου λατέρνα και την έχουμε ακόμα και παίζει η λατέρνα και την κουρδίζω τη λατέρνα, για να παίζει. [00:40:00]Θυμάμαι επίσης τον Τζίμη τον Τίγρη. Εδώ ερχότανε ο Τζίμης ο Τίγρης, έμενε κάτω στον Ταύρο. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γιατί είχαμε πολλούς τύπους εδώ Πετράλωνα, Κάτω Πετράλωνα, Ταύρο, Σφαγεία που μέναν διάφοροι τέτοιοι. Ήτανε ο Τάσος που έσπαγε αλυσίδες. Αυτός χειμώνα-καλοκαίρι κυκλοφόραγε με ένα αμπέχονο, με παλτό. Και θυμάμαι τον Τζίμη τον Τίγρη που ερχόταν εδώ, είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου πέθανε το ‘91 πενήντα οχτώ χρονών. Πέθανε πάρα πολύ νέος και όταν μου λένε: «Από τι;». Τους λέω: «Παιδιά πέθανε από κατάθλιψη. Ήταν παιδί της κατοχής και έχει περάσει πάρα πολλά!». Από την καρδιά του έφυγε στο χειρουργείο πάνω και είχε και ζάχαρο κι έπινε πάρα πολύ κρασί! Πάρα πολύ! Και απ’ το θέατρο πίναν ουίσκια. Πάντα μετά το θέατρο θα πηγαίνανε κάπου να πιούνε. Και ήταν η εποχή τότε στο [Δ.Α.00:50:11] στο μπαράκι που λέει και το τραγούδι. Τώρα μιλάμε για καταστάσεις της ταβέρνας. Τον Τζίμη τον Τίγρη, διάφοροι πλανόδιοι μουσικοί με κιθάρες και τέτοια. Ο πατέρας μου δεν τα είχε καλά με τη μουσική και τότε δεν -τραγουδάγανε οι ίδιες οι παρέες- δεν ήταν ανάγκη να έχει ησυχία και να βάζεις μουσική.
Αλλά από ό,τι μου έχεις πει μέχρι τώρα, από ό,τι καταλαβαίνω, η μουσική ήταν ένα μεγάλο κομμάτι του μαγαζιού.
Πολύ μεταγενέστερα όμως. Ήτανε στην εποχή του νεοπλουτισμού της Ελλάδας, πολύ μεταγενέστερα. Όταν μετά τη… Ο πατέρας μου και δεν είχε τίποτα από μουσική και μάλιστα όταν είχε έρθει η ΑΕΠΙ να του ζητήσει λεφτά για τη λατέρνα, τους έβρισε, τους πέταξε έξω και τους λέει: «Έξω πούστηδες. Άμα είναι, δεν ξαναπαίζω λατέρνα από το να σας δίνω εσάς λεφτά!». Θέλανε πνευματικά δικαιώματα από τη λατέρνα. Τέλος πάντων, η λατέρνα είναι του Αρμάου. Ερχόντουσαν εδώ παιδιά και παίζανε ρεμπέτικα και πολύ ωραία και τα παιδιά πολύ σένια παιδιά, πολύ αργότερα, τη δεκαετία… Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πολύ μετά, πολύ μετά. Αλλά σου λέω, τραγούδαγαν οι ίδιοι οι πελάτες. Αυτές είναι κιθάρες από πελάτες που έχουν πεθάνει, δεν υπάρχουν πια. Κι ερχόντουσαν εδώ διάφοροι και παίζανε -παππούδια και πιο νέοι- και παίζανε τα δικά τους. Και είχε γίνει ένα θέμα με την ΑΕΠΙ και με μένα, όταν ήρθε η ΑΕΠΙ να μου ζητήσει λεφτά, γιατί εγώ έβαλα κασετόφωνο μετά και τέτοια. Και μου είχε πει ότι άμα μπαίνουν παρέες και παίζουνε ότι πρέπει να πληρώνω ΑΕΠΙ και είχα πάθει πλάκα! Και του λέω τύπου, λέω: «Πας καλά; Ξέρω εγώ πότε θα έρθει η παρέα με τους συνταξιούχους με την κιθάρα τους να παίξουνε και τι; Θες πνευματικά δικαιώματα από την παρέα που παίζει;». Εντάξει, έτσι κι αλλιώς σε ένα παράλογο κόσμο ζούμε. Τέλος πάντων, καταργήθηκε και η ΑΕΠΙ, βγήκαν άλλα φυντάνια.
Εσύ πώς και αποφάσισες να συνεχίσεις το μαγαζί;
Πώς και αποφάσισα να συνεχίσω το μαγαζί… Tο αποφάσισα για ψυχολογικούς και για βιοποριστικούς λόγους. Kαι για ψυχολογικούς και για βιοποριστικούς λόγους, να συνεχίσω το μαγαζί. Βέβαια δεν ήξερα, μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου, το κουμάντο το έκανε ο πατέρας μου, και δεν ήξερα πώς παίζει το παιχνίδι. Εγώ ερχόμουνα, έκανα τα μεροκάματά μου, με πλήρωνε ο πατέρας μου και γεια σας! Όλα τα άλλα τα έχει αυτός στο κεφάλι του, που δεν ήξερα εγώ τι έχει στο κεφάλι του! Μετά το κατάλαβα, που τα απόκτησα κι εγώ. Και λέω: «Α ρε Χαρούλα έβριζες τον μπαμπά σου, αλλά κοίτα τώρα που τα λούζεσαι κι εσύ!». Ναι για καθαρά βιοποριστικούς λόγους και συναισθηματικούς. Τώρα πού να σου εξηγώ! Πού να σου εξηγώ τους προσωπικούς λόγους. Συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, εγώ είχα βάλει στα σκαριά το δεύτερο διαζύγιο και ήμουνα τριάντα ένα ετών με ένα παιδί δώδεκα χρονών. Και όταν πέθανε ο πατέρας μου, επειδή ήξερα και τον χαρακτήρα της μάνας μου, είπα χωρίς να… μου βγήκε αυθόρμητα, δεν ξέρω πώς, και θυμάμαι που το έλεγα με δύο φίλες μου το βράδυ που είχε μαζευτεί εδώ ο κόσμος για τον πατέρα μου, που είχε πεθάνει, και λέω: «Κορίτσια θα παντρευτώ τη μάνα μου. Θα γίνω ο πατέρας μου. Δεν γίνεται αλλιώς». Ούτε τη μάνα μου μπορώ να την αφήσω έτσι, γιατί ήταν και αγράμματη, τέλος πάντων. Μπορεί να ήξερε να δουλεύει σαν σκυλί, γιατί η ταβέρνα μπορεί ο πατέρας μου να είχε το “μπλα-μπλα” και την κονσομασιόν, το [00:45:00]πάρε-δώσε με τον κόσμο, αλλά αυτό που έτρωγε ο κόσμος ήταν στη μάνα μου. Η μάνα μου ήταν ο αφανής ήρωας που κράταγε όλη την ταβέρνα στην πλάτη της και έτσι ανέλαβα την ταβέρνα. Βέβαια, ήταν και ο γαμπρός μου, ήτανε και η αδερφή μου, τα παιδιά μας τα μικρά με διάφορα και οικογενειακά προβλήματα μεταξύ μας, όπως όλες οι οικογένειες. Και το μαγαζί το γυρίσαμε στο όνομα της μάνας μου, για να είναι εξασφαλισμένη η μάνα μου και όταν μας είπε ο λογιστής ότι: «Να το γυρίσετε στις δύο αδερφές, για να πάρετε σύνταξη, η μάνα σου είναι μεγάλη», έγινε καβγάς εκείνη την ημέρα και με τον γαμπρό. Έγινε καβγάς και λέω: «Όχι, -τώρα δεν θέλω να το παίξω καλή- το μαγαζί θα γραφτεί στο όνομα της Κατίνας γιατί εγώ αύριο μπορεί να τρελαθώ και να την πετάξω έξω και πώς θα ζήσει αυτή η γυναίκα;». Και με τα πολλά από αυτά, εντάξει, γύρισε το μαγαζί στο όνομα της μάνας μου και έτσι κρατήθηκαν κάποιες ισορροπίες. Κι επειδή εγώ έχω και λίγο έτσι αναρχοαυτόνομες απόψεις για τη ζωή -αναρχοκομουνιστικές; Χριστιανοσοσιαλιστικές; Όλα με πιάνουνε- έλεγα: «Όχι, η ταβέρνα θα δουλευτεί, δεν θα υπάρχει αφεντικό. Δεν θα υπάρχει αφεντικό. Έτσι να δούμε και τι αξία έχουν οι αντιλήψεις μας». Δεν γίνεται φίλε! Πρέπει να υπάρχει αφεντικό και εκεί ήτανε μία διαπίστωση και μία διαπίστωση που σε πληγώνει κιόλας, γιατί ωραία η θεωρία, πολύ ωραία η θεωρία, αλλά στην πράξη είναι το θέμα. Και συνειδητοποίησα με τον καιρό ότι δεν γίνεται, πρέπει να υπάρχει αφεντικό, γιατί δεν μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και πρέπει ένας να αποφασίζει και ένας αναλαμβάνει ευθύνη. Και ναι, είμαι και τοξότης. Δεν μπορώ να μου κάνει ο άλλος κουμάντο. Ύστερα από δύο διαζύγια, όχι λέω, θα πάρω εγώ το τιμόνι της ζωής μου. Ο γαμπρός μου; Ποιος γαμπρός μου; Δρόμο, σπίτι σου! Δύο μέτρα άντρας και οικοδόμος. Όχι δούλευε, εντάξει. Δούλευε εδώ πάρα πολλά χρόνια, αλλά πραγματικά μου έκανε εντύπωση αυτό, γιατί εντάξει ήμουνα και νέα τότε. Έλεγα: «Όχι, το μαγαζί θα δουλέψει χωρίς αφεντικό. Δεν χρειάζεται αφεντικό» αλλά δεν γινότανε, θα είχε κλείσει. Θα είχε κλείσει το μαγαζί.
Segment 6
Τι είναι αυτό που κρατά το μαγαζί ανοιχτό και η σκληρή δουλειά από παιδί
00:47:36 - 01:04:41
Χαρούλα εσύ τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που έχει κρατήσει το μαγαζί ανοιχτό πενήντα τέσσερα χρόνια;
Ξέρεις τι πιστεύω και αυτό μου το λέει και ο κόσμος, αλλά δεν θέλω να το λέω μόνη μου, γιατί δεν θέλω να θεωρηθώ ότι έχω καβαλήσει και καλάμι. Πιστεύω ότι είμαστε original άνθρωποι για αυτό και ο χώρος είναι αυθεντικός. Και οι πελάτες μου το λένε, δηλαδή έχω πελάτες που μου έρχονται τρίτη γενιά. Έρχονται ας πούμε παιδιά που μου λένε ότι: «Μας το έλεγε ο παππούς μας το μαγαζί αυτό και η γιαγιά μας», ή «Η μαμά και ο μπαμπάς μας», ή έρχονται πελάτες με τα εγγόνια τους. Μου λένε: «Χαρούλα κοίτα πόσες γενιές ερχόμαστε!». Kαι πιστεύω ότι είναι αυτό, ότι κρατάμε μία αυθεντικότητα, δηλαδή κρατάμε αυτό που είμαστε. Μου λένε διάφοροι: «Κοίτα το άλλο μαγαζί τι κάνει». Δεν με ενδιαφέρει παιδιά τι κάνει το άλλο μαγαζί! Με ενδιαφέρει τι κάνω εγώ εδώ μέσα. Και όταν βγήκαν όλα αυτά τα social, -μην χέσω- και τα TripAdvisor -πώς τα λένε, μην χέσω- και όλοι κοιτάγανε, είχα και τον γιο μου και είχα παλαβώσει: «Πήραμε τόσα αστέρια». Δεν με ενδιαφέρει!. Σου άρεσε; Ήρθες στο μαγαζί, σου άρεσε; Ξαναέλα. Δεν σου αρέσει; Μην ξανάρθεις και δεν είναι υπεροψία αυτό, δεν είναι καβάλημα αυτό. Είναι ότι φίλε δεν μπορώ να ικανοποιήσω όλα τα γούστα. Ή μου λέγαν διάφορα για τη μουσική. Λέω: «Παιδιά εγώ αυτή τη μουσική θέλω να βάζω στο μαγαζί» και είχα τσακωθεί με ένα γάμο εδώ πέρα. Είχα τσακωθεί με ένα γάμο. Τους το είχα πει, τους λέω: «Παιδιά δεν μου είχατε πει ότι θα μου φέρετε σκυλάδικα». Και υπάρχει, είναι και κάτι άλλο όμως, πέρα του ότι εμείς έτσι είμαστε. Αυτό, είδες όλα αυτά φέρνουν συγκίνηση. Τους το λέω: «Παιδιά είναι το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Δεν είναι επιχείρηση! Ερχόσαστε σπίτι μου και εγώ θέλω να σας κάνω να χαρείτε! Θέλω να φάτε όμορφα. Αυτά τα απλά ούτε πειραγμένες γεύσεις ούτε τίποτα» που μου έρχονται τα πιτσιρίκια, μου ζητάνε κοτόπουλο αλά κρεμ. Εντάξει υπάρχουν όλα, αλλά υπάρχουν και μαγαζιά για όλα τα γούστα. Άμα θες κοτόπουλο αλά κρεμ, θα πας σε αυτό το μαγαζί. Εδώ θα ‘ρθεις [00:50:00]να φας κοτόπουλο ψητό στα κάρβουνα. Θα ‘ρθεις να φας πανσέτα, θα ‘ρθεις να φας το σαλιγκάρι όπως το μαγειρεύουμε εμείς, θα ‘ρθεις να φας το ντολμαδάκι όπως το τυλίγουμε εμείς και το φτιάχνουμε εμείς, θα ‘ρθεις να φας το μπουρέκι, όπως το φτιάχνουμε εμείς. Kαι μου λέγανε έτσι διάφορα, εγώ τους δούλευα: «Είχες και στο χωριό σου παιδάκι μου φιλέτο κοτόπουλο;». Ή που όταν μου ζητάνε ρακόμελα, οινόμελα, «Γιατί έχεις πονόλαιμο; Πονάει ο λαιμός σου; Κρασί!». Ή όταν μου λένε: «Μεζεδοπωλείο», τα παίρνω στο κρανίο. Τα παίρνω στο κρανίο. «Όχι παιδιά -λέω- είναι ταβέρνα, ταβέρνα κλασική». Και γενικώς με την κρίση από το ‘10 και μετά που όλοι είχαμε φοβηθεί πώς θα πάνε τα πράγματα, η δουλειά αυξήθηκε πάρα πολύ! Αυξήθηκε πάρα πολύ η δουλειά! Δεν το πιστεύαμε! Γιατί ο κόσμος ήθελε να βγει να φάει κάτι της προκοπής, να πει τον πόνο του με τον φίλο του, τη φίλη του ή να γελάσει, να πει τον πόνο του, να επικοινωνήσει και να μην του πιάσουνε τον κώλο ούτε στην τιμή ούτε σε αυτό που θα φάει. Και αυτό πραγματικά και μου το λέγανε οι πελάτες. Λέω: «Ρε παιδιά τι έγινε; Ξαφνικά έχει παραπάνω δουλειά η ταβέρνα». Λέει: «Ναι, γιατί κόψανε τα βαρούλκο» και τα… που τότε είχανε πάρει, και η Κουτσή Μαρία ήθελε μεζονέτα και η Κουτσή Μαρία τότε ήθελε δάνειο να πάρει, να πάει διακοπές. Εγώ άμα δεν έχω λεφτά, δεν πάω πουθενά. Θα κάτσω σπίτι μου. Είχε ξεφύγει τότε ο Έλληνας πάρα πολύ! Μεζονέτα, πισίνα και η άλλη να δουλεύει πωλήτρια και να μου λέει: «Εγώ άμα δεν έχει το ξενοδοχείο πισίνα, δεν πάω». Τέλος πάντων και τώρα τι να σου πω; Kαι η μάνα σου που ξέρει την ταβέρνα τόσα χρόνια και πριν από τη Δόρα Στράτου τα παιδιά που ερχόντουσαν, ερχόντουσαν με τον Ρήγα εδώ. Δηλαδή, ξέρει τι παίζει εδώ μέσα. Είναι αυτό, ότι αισθάνεσαι ότι πας στο σπίτι μιας οικογενειακής φίλης να φας και να πιείς. Αυτό. Δεν είναι επιχείρηση. Εγώ τη μισώ αυτή τη λέξη, «επιχείρηση», τη μισώ. Ετυμολογικά μπορεί να είναι ωραία λέξη, αλλά η έννοια που της έχει δοθεί είναι χάλια μαύρα. Είναι χάλια μαύρα και λέω αυτό: «Αφήστε με στη γενιά του ‘74 εδώ». Ακόμα οι κνίτες μου φέρνουν «Ριζοσπάστη» τις Κυριακές! Η πλάκα είναι που μου φέρνουν και την «Εργατική Πάλη» από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ! Και να λέω: «Ρε παιδιά, δεν έχω τόσα λεφτά να τα μοιράζω σ’ αριστερές εφημερίδες». Και στον Γιαννάκη εδώ που μου ‘φερνε την «Εργατική Πάλη» του λέω: «Γιάννη μην μου την ξαναφέρεις. Δεν τη διαβάζω, τυλίγω τους μαϊντανούς να μην μου ξεραίνονται!». Τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Τέλος πάντων. Τι να σου λέω ρε συ φίλε; Tώρα τι να σου διηγηθώ εξήντα δύο χρόνια πράγμα; Tι να σου πω; Mε αυτά και με αυτά όμως, εντάξει πολλή γκρίνια όμως κι εγώ, γιατί με το που μπήκα στην ταβέρνα, δούλευα και πριν πεθάνει ο πατέρας μου, όταν πήρα το πρώτο διαζύγιο, γιατί είχα ανάγκη από λεφτά, γιατί το μεγάλωνα το παιδί μόνη μου. Και ήταν πάρα πολύ δύσκολη απόφαση, πάρα πολύ δύσκολη απόφαση και έριξα πολύ κλάμα, όταν πήρα αυτή την απόφαση, γιατί είπα πολύ απλά: «Χαρούλα η ζωή σου τελειώνει εδώ». Με ποια έννοια; Δεν έχεις χρόνο, μόνο δουλεύεις. Δεν έχεις ελεύθερο χρόνο. Δουλεύεις κάθε βράδυ και δουλεύεις βράδια, όταν διασκεδάζει ο άλλος. Εσύ πρέπει να δουλέψεις. Γιορτές δουλεύεις, αργίες δουλεύεις και αυτό είναι βαρύ για μία γυναίκα τριάντα χρονώ, εκεί που οργώναμε τα μπαράκια στα Εξάρχεια ας πούμε. Πάρα πολύ βαρύ! Τέλος πάντων, με αυτά και με αυτά έφτασα εξήντα δύο χρόνων. Βέβαια, πολλοί που μου λένε, ειδικά για το καλοκαίρι που κλείνουμε, γιατί το μαγαζί δεν δουλεύει καλοκαίρι. Το έχω επιχειρήσει και καλύτερα που δεν δουλεύει καλοκαίρι, γιατί είσαι άνθρωπος και θες να ξεκουραστείς και δεκαπέντε μέρες δεν φτάνουνε ρε φίλε! Δεν φτάνουνε με τίποτα! Εγώ φεύγω δύο μήνες και τις σαράντα μέρες πονάω παντού και λέω: «Μα αφού κάθομαι, γιατί πονάω;». Πονάω παντού. Μετά χαλαρώνει το σώμα και συνέρχεται λίγο. Και βέβαια, όλοι νομίζουν ότι βγάζω λεφτά με τη σέσουλα. Λέω: «Δεν πειράζει». Μου έλεγαν στους Λειψούς: «Ούτε ο βασιλιάς δεν κάνει τόσες διακοπές!». Ο βασιλιάς δεν είναι Χαρούλα! Η Χαρούλα κάνει διακοπές δύο μήνες! Είναι αυτό, πώς έχεις, τι αντίληψη έχεις για τη ζωή σου. Εντάξει, άμα ήθελα [00:55:00]να πάρω οικόπεδα και να χτίσω εξοχικά και να έχω αυτοκίνητο… Παρεμπιπτόντως ο πατέρας μου τα καλά τα χρόνια της δεκαετίας του ‘70 έκλεινε η ταβέρνα, έπαιρνε το προσωπικό και πηγαίναν στα μπουζούκια. Ήταν η φάση τότε και τα πλήρωνε ο πατέρας μου. Δηλαδή, έπαιρνε, αλλά έδινε. Να κινείται το χρήμα. Έλεγε: «Χαρούλα το χρήμα είναι σαν το ψάρι, πρέπει να το τρως φρέσκο». Οι τσέπες του ήταν τρύπιες. Δεν είχε λεφτά, κυλάγανε. Πρόλαβα και εγώ τη Μπέλλου με τον Τσιτσάνη. Πήγα και εγώ στο «Χάραμα». Ήμουνα δεκατέσσερο χρονών. Ωραία χρόνια, βέβαια επειδή ήμασταν νέοι πολλοί ήταν ωραία τα χρόνια. Εντάξει, το τίμημα είναι πολύ βαρύ και όταν μου λένε οι πελάτες: «Πω πω τι τυχερή είσαι που πας δύο μήνες διακοπές και αυτά». Λέω: «Παιδιά αλλάζουμε δουλειές; Τι δουλειά κάνεις; Αλλάζουμε δουλειές; Ευχαρίστως! Έλα ανέλαβέ την, να κάνω εγώ τη δουλειά που κάνεις εσύ!». Και ένα άλλο καλό εδώ μέσα που και αυτό με τη ζωή τα μαθαίνεις, δεκαπέντε χρόνια ψυχοθεραπεία έκανα, τα μαθαίνεις σιγά-σιγά. Βέβαια, τα μαθαίνεις, αν θες να τα μάθεις. Άμα δεν θες, θες να ‘σαι στόκος, είσαι στόκος. Μου λέγαν οι πελάτες: «Ρε Χαρούλα είσαστε ωραία ομάδα και φαίνεται στον κόσμο. Φαίνεται ότι είσαστε δεμένη ομάδα». Και πραγματικά είμαστε. Δηλαδή, δεν αλλάζω εύκολα υπαλλήλους. Δεν θέλω πιτσιρικάδες, γιατί όλοι μου λένε -όχι όλοι, κάποιοι- μου λένε: «Πάρε κάνα εικοσάχρονο να δίνεις λιγότερα λεφτά». Λέω: «Παιδιά κάνετε πλάκα; Tο εικοσάχρονο δεν ξέρει να μοιράσει σε δύο γαϊδάρους άχυρα, δεν ξέρει καν τι είναι δουλειά. Δεν ξέρει να δουλέψει, που μόλις δει το πρώτο Σάββατο θα πάθει “κοκομπλόκο” και θα σηκωθεί να φύγει τρέχοντας». Δεν ξέρουν να δουλέψουν τα παιδιά. Όταν άνοιξε ο πατέρας μου την ταβέρνα, εγώ ήμουνα oχτώ χρονώ και με έστελνε στον Οικονόμου -που ο Οικονόμου είναι στη γωνία ξέρεις που η γωνία του ήταν χασάπικο, εκεί που είναι η τζαμαρία ήταν το χασάπικο, σαν ταβέρνα ήταν μόνο ο διάδρομος και το διπλανό ήτανε τσαγκαράδικο κάποια χρόνια, ο κυρ Αλέκος- και με έστελνε ο πατέρας μου στον Οικονόμου, πήγαινα. Μου έβαζε ο Οικονόμου -oχτώ χρονώ- το αρνί εδώ στον ώμο και το έφερνα εδώ. Στην Καλλισθένους είχαμε έναν καρβουνά που πούλαγε και κρασί. Με έστελνε ο πατέρας μου δέκα κιλά κάρβουνα, πέντε στο να χέρι, πέντε στο άλλο και με βλέπαν κάτι συμμαθητές, ένας συγκεκριμένα, στον δρόμο και έτρεχε να με βοηθήσει. Ή μας έστελνε στον μανάβη να πάρουμε τη μαναβική, λεμόνια ξέρω ‘γω, κι έλεγε ο μανάβης: «Καλά τρελός είναι ο πατέρας σας και σας στέλνει εσάς;». Και εγώ και η αδελφή μου, καλά όμως η αδερφή μου δεν δούλεψε συστηματικά κάπου, γιατί παντρεύτηκε πάρα πολύ μικρή και δεν δούλευε. Δούλεψε μετά που πέθανε ο πατέρας μου εδώ. Ναι. Δηλαδή, σε άλλο σύστημα κοινωνικό τον πατέρα μου θα τον είχαν χώσει μέσα για παιδική εργασία, παράνομη παιδική εργασία, αλλά τότε έτσι δουλεύαν οι οικογένειες. Έτσι δουλεύαν οι οικογένειες. Θυμάμαι τα βράδια έπρεπε να φύγω κάποια ώρα να πάω σπίτι να κοιμηθώ, για να ξυπνήσω το πρωί να πάω σχολείο και περιμέναμε, ήταν ένας λαχειοπώλης που έμενε στα Προσφυγικά ο μπάρμπα Σπύρος και έκανε τη βόλτα του από δω. Άμα έφευγα νωρίς, πήγαινα μόνη μου και είχε κίνηση στον δρόμο, αλλιώς με πήγαινε ο μπάρμπα Σπύρος σπίτι. Κι ένα βράδυ έχω φύγει, είναι καλοκαίρι, έτσι τέτοια εποχή περίπου, και εμένα μου άρεσε πολύ το σινεμά. Ήθελα να πηγαίνω και πηγαίναμε σαν οικογένεια, με τη γιαγιά μου πηγαίναμε συνέχεια σινεμά. Τα έχουμε δει όλα, τι Ξανθόπουλος και τι Βέγγος, τα πάντα έχουμε δει. Και λέω: «Μωρέ πριν πάω σπίτι να χωθώ λίγο στον “Ζέφυρο”». Τελευταία παράσταση, είχε φύγει και ο ταμίας, να μπω μέσα να χαζέψω λίγο και κάθομαι -oύτε καν σε καθίσματα- στον τοίχο όρθια να βλέπω. Και ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να μου τραβάει το αυτί! Και ήταν ο πατέρας μου! Έπεσε και… Τρώγαμε ξύλο πάρα πολύ από τον πατέρα μου, τρώγαμε ξύλο. Σαν παιδιά έχουμε φάει πάρα [01:00:00]πολύ ξύλο! Εγώ θυμάμαι κατουριόμουνα επάνω μου από το ξύλο και του ‘λεγα: «Τώρα με δέρνεις γιατί είσαι μεγάλος και έχεις τη δύναμη» και του το ‘λεγα όταν ήμουνα μία σταλιά σκατό. Παρεμπιπτόντως, όταν του λέγανε του πατέρα μου -εγώ ήμουνα η μικρή, οι πολλοί ήξεραν τη μεγάλη, τη Μίνα, την αδερφή μου- του λέγαν: «Πώς τη λένε την κόρη σου τη μικρή;», «Την κόρη μου τη μικρή είναι Αντάρτισσα αυτή! Άρη Βελουχιώτη την λένε!». Και όντως, ήμουνα αγοροκόριτσο ρε παιδί μου. Ήμουνα… Ας πούμε, περιμένανε να έρθει από τη δουλειά για να του κάνουν παράπονα ποια παιδιά έδειρα, ποια αγόρια έδειρα. Έτσι που λες η ταβέρνα. Μπήκα στην ταβέρνα για συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους, και οικονομικούς. Όλα μαζί, όλα μαζί.
Σε αυτό το σημείο έχουμε ολοκληρώσει Χαρούλα.
Έχουμε ολοκληρώσει;
Δεν ξέρω εάν θες κάτι άλλο να προσθέσεις.
Καλά, δεν ολοκληρώνεται αυτή η ιστορία. Είναι τόσα πολλά που θες να πεις που πρέπει να μιλάμε μέρες! Πρέπει να μιλάμε μέρες. Εγώ λέω επειδή όλοι μας στις προσωπικές μας ζωές αντιμετωπίζουμε ο καθένας τα δικά του προβλήματα, το δικό του Γολγοθά, δεν εξαιρούμαι κι εγώ, και λέω Χαρούλα τώρα που μας τρελαίνουν και με τις ειδήσεις, με την ανεργία, με το ένα, με το άλλο. Αφού έχω πει στη χειρότερη να μην μπορώ να πληρώσω κανένανε, είμαι τίμιος εργοδότης, τα παιδιά ό,τι είναι να πάρουν, το παίρνουνε. Έχει πλάκα ο Διονύσης με πιάνει αγκαλιά και λέει στους πελάτες: «Είναι κομμουνίστρια τα δίνει όλα! Τα δίνει όλα! Το καλύτερο αφεντικό! Τα δίνει όλα!». Ή μου λέει καμιά φορά: «Μην μιλάς έτσι, o άλλος μπορεί να είναι δεξιός!», «Δεν πειράζει ρε συ! -λέω- Να ακούγεται κι άλλη μία άποψη! Δεν κατάλαβα δηλαδή!». Τι έλεγα;
Ότι ο καθένας κουβαλάει-
Ναι, λέω: «Χαρούλα, ξυπνάς το πρωί, λες “Kαλημέρα Χαρούλα”, κάνεις τον σταυρό σου και προχωράς». Και λες: «Δόξω τω θεώ, θα πάνε όλα καλά». Δεν είμαι θρησκόληπτη, δεν το λέω από θρησκοληψία αυτό, αλλά έχω μία πίστη μέσα μου. Έχω μία πίστη, γιατί δεν μπορώ να -και τους το λέω κιόλας όταν με ρωτάνε- δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι όλα αυτά τα έχει φτιάξει ο άνθρωπος. Μου φαίνεται πολύ εγωιστικό να το πω αυτό. Είναι έτσι και μία φιλοσοφία ζωής. Μου φαίνεται πολύ ναρκισσιστικό να πω ότι... Η φύση είναι φύση. Τώρα πες τη θεό, όπως θες πες την. Η φύση είναι φύση και η φύση είναι ο θεός. Η φύση είναι ο θεός. Αυτά που λες.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου και για την ιστορία σου, ειλικρινά.
Να ‘μαστε καλά, να φτιάχνουμε ωραίο φαγητό, να έχουμε ωραίο κρασί και έχω πει ότι στη χειρότερη να πέσει τέτοια κρίση που να μην μπορώ να πληρώνω κανένανε; Στην κατοχή πώς δουλεύανε τα μαγαζιά; Θα μπαίνω μέσα, θα κάνω δύο πράγματα και θα τα σερβίρω μόνη μου. Ακόμα αντέχουν τα κότσια μου. Μπορεί να μου τύχει κάνα Τζόκερ στο τέλος, δεν ξέρεις!
Σε ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ!
Και τους λέω «Παιδιά εγώ θα βγω στη σύνταξη. Κρατήστε το μαγαζί κολεκτίβα!». Ξέρεις τι μου λένε; Και είναι προοδευτικά παιδιά όλοι τους: «Α, δεν γίνεται. Ποιος θα κάνει κουμάντο;». Κατάλαβες; Γιατί η ελευθερία θέλει ευθύνη. Πρέπει να έχεις ευθύνη για να είσαι ελεύθερος. Για αυτό δεν είμαστε ελεύθεροι, γιατί δεν μπορούμε να πάρουμε, να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας και άργησα να το καταλάβω εγώ αυτό. Ευτυχώς με βοήθησε η ψυχοθεραπεία και ο Βίλχελμ Ράιχ.
Σε ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ!
Και εγώ ευχαριστώ που σ’ τα ‘πα και θεωρώ ότι παρόλα τα προβλήματα και τα ψυχοπλακώματα και τα πλακώματα και οι κόντρες και όλα αυτά νομίζω ότι η ζωή μου είναι πάρα πολύ πλούσια από γεγονότα.
Είναι-
Είναι πάρα πολύ πλούσια από γεγονότα, αλλά είναι η γενιά, είναι και η γενιά. Δεν καθόμασταν με σταυρωμένα χέρια όπως τώρα. Τριάντα χρόνων δύο διαζύγια και να μεγαλώνεις κι ένα παιδί! Ε!
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Αυτό, τέλος.
Photos

Η ταβέρνα
Η ταβέρνα της αφηγήτριας, Χαρίκλειας Βούλγαρη
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η ιστορία μιας ταβέρνας ορόσημο για τη γειτονιά των Πετραλώνων. Η Χαρούλα, ιδιοκτήτρια της ταβέρνας το «Ασχημόπαπο», μας περιγράφει πώς ήταν η γειτονιά της έτσι όπως τη βίωσε από παιδί μέσα από την ταβέρνα από τα χρόνια της δικτατορίας μέχρι σήμερα. Μας μιλά για τις έντονες καταστάσεις που βίωναν, τα γλέντια, τη φτώχεια και τις δυσκολίες που πέρασαν. Αναλύει την απόφαση που πήρε ο πατέρα της να ανοίξει την ταβέρνα και τον μοναδικό ρόλο της μητέρας της που ήταν ο «αφανής ήρωας» σε μια πατριαρχική κοινωνία. Αποκαλύπτει τι είναι αυτό που την έκανε να συνεχίσει την ταβέρνα και τι είναι αυτό που την κρατά ανοιχτή για πενήντα τέσσερα χρόνια πλέον. Παρόλη τη μιζέρια και τα προβλήματα που έχει περάσει από μικρή, είναι ευγνώμων για τα ονειρεμένα παιδικά της χρόνια και για το ότι η ζωή της είναι πλούσια από εμπειρίες.
Narrators
Χαρίκλεια Βούλγαρη
Field Reporters
Κωνσταντίνος Χαρέμης
Related Links
Historical Events
Tags
Interview Date
03/09/2022
Duration
65'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η ιστορία μιας ταβέρνας ορόσημο για τη γειτονιά των Πετραλώνων. Η Χαρούλα, ιδιοκτήτρια της ταβέρνας το «Ασχημόπαπο», μας περιγράφει πώς ήταν η γειτονιά της έτσι όπως τη βίωσε από παιδί μέσα από την ταβέρνα από τα χρόνια της δικτατορίας μέχρι σήμερα. Μας μιλά για τις έντονες καταστάσεις που βίωναν, τα γλέντια, τη φτώχεια και τις δυσκολίες που πέρασαν. Αναλύει την απόφαση που πήρε ο πατέρα της να ανοίξει την ταβέρνα και τον μοναδικό ρόλο της μητέρας της που ήταν ο «αφανής ήρωας» σε μια πατριαρχική κοινωνία. Αποκαλύπτει τι είναι αυτό που την έκανε να συνεχίσει την ταβέρνα και τι είναι αυτό που την κρατά ανοιχτή για πενήντα τέσσερα χρόνια πλέον. Παρόλη τη μιζέρια και τα προβλήματα που έχει περάσει από μικρή, είναι ευγνώμων για τα ονειρεμένα παιδικά της χρόνια και για το ότι η ζωή της είναι πλούσια από εμπειρίες.
Narrators
Χαρίκλεια Βούλγαρη
Field Reporters
Κωνσταντίνος Χαρέμης
Related Links
Historical Events
Tags
Interview Date
03/09/2022
Duration
65'