Στα ορυχεία της Γερμανίας, 1.200 μέτρα κάτω από τη γη
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια και η απόφαση εγκατάστασης στην Γερμανία
00:00:00 - 00:02:45
Partial Transcript
Καλησπέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας; Μουσελίμης Δημήτριος. Είναι Τρίτη 27 Ιουλίου 2021, είμαι με τον Μουσελίμη Δημήτριο στο …μηχανία και πήγα σε μερικά εργοστάσια και κατέχω μερικά πράγματα, αλλά για το μεταλλείο μπορώ να σου εξηγήσω για την πρώτη χρονιά που πήγα.
Lead to transcriptTopics
Segment 2
Η δουλειά στο μεταλλείο
00:02:45 - 00:11:44
Partial Transcript
Το μεταλλείο είναι ένα, στο ύψος αυτού του, δυο μέτρα, συμπαγές πέτρα, βρίσκεται κάτω. Εκεί που δούλευα εγώ ήτανε χίλια διακόσια μέτρα σε βά…τα, αλλά για το ταξίδι, για να, με αρχή, τα καταφέρνω. Αλλά είμαι και 95 χρονών τώρα. Σκέψου. Αυτά προς το μέταλλο. Άλλο τίποτα, τι θέλεις;
Lead to transcriptTopics
Media

Η γαλαρία
Το σχέδιο που έκανε ο Δημήτρης Μουσελίμης ...
Segment 3
Η οικογένεια στην Ελλάδα, το ταξίδι στην Γερμανία και η ζωή μακριά από τους αγαπημένους
00:11:44 - 00:18:01
Partial Transcript
Εσείς όταν φύγατε είχατε οικογένεια; Φύγατε μαζί με την οικογένεια ή μόνος; Όχι, όχι, είχα οικογένεια, δυο παιδιά. Εδώ έμεινε η γυναίκα.… πολλές κουβέντες. Και δύσκολη η ζωή. Μόνοι μας μαγειρεύαμε πολλές φορές, κάποτε τρώγαμε έξω, τέλος πάντων. Αυτά από τη ζωή της Γερμανίας.
Lead to transcriptTopics
Segment 4
Οι συνθήκες εργασίας, η γερμανική νοοτροπία κι η καθημερινότητα
00:18:01 - 00:39:40
Partial Transcript
Οπότε ξεκινάτε να δουλεύετε στο μεταλλείο και πώς είναι η δουλειά; Πώς σας φαίνεται στην αρχή η δουλειά; Σκληρή. Εγώ ήμουν απ’ έξω από βου…ση μες στη δουλειά, μίλαγες και με τον Ισπανό και με τον Ιταλό, αλλά έξω με Έλληνες. Ήταν ελληνικά μπάρια, πάαινες έπινες έναν καφέ. Αυτά.
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Η θέση του στο μεταλλείο
00:39:40 - 00:49:25
Partial Transcript
Κι εσείς τι ακριβώς κάνατε στο μεταλλείο; Ποιο ήταν το πόστο σας; Το πόστο μου ήταν αυτό το μέταλλο που ήταν τιναγμένο από τα φουρνέλα να …ου έχουν το τσαντίρι και δεν το αφήνουν. Δεν μας συμφέρει; Το παρατάμε εμείς. Αυτά, κοπελίτσα μου. Ωραία, ευχαριστώ πολύ.
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]
Καλησπέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Μουσελίμης Δημήτριος.
Είναι Τρίτη 27 Ιουλίου 2021, είμαι με τον Μουσελίμη Δημήτριο στο σπίτι του στην Μαζαρακιά. Ονομάζομαι Αποστόλου Γιαννούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μου πείτε πότε γεννηθήκατε και πού;
Το 1927, Αγία Κυριακή Σουλίου.
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια, λίγα πράγματα για την παιδική σας ηλικία, πώς ήτανε;
Ήτανε φτώχεια. Ήμασταν, είχε ζωντάνια ο τόπος τότε. Πήγαινα στο σχολείο με εκατόν ογδόντα παιδιά. Ήμασταν στο Πόποβο απάνω, αλλά δεν υπήρχαν τα σημερινά… Να σου πω, κι ήμασταν και ξυπόλητα, πάνω στο χιόνι περπατάμαν. Αλλά ήμασταν υγιέστατα και τα καταφέραμε. Αυτά ξέρω για την παιδική ηλικία. Μετά από 13 χρόνια, 14, πήγαινα και φύλαγα πρόβατα για να κονομάω το κομμάτι και να ταΐζω και κάποιον άλλον. Αυτή ήταν η παιδική. Μετά ενηλικιώθηκα, πήγα στρατιώτης, γύρισα, παντρεύτηκα και έφυγα για την Γερμανία μετά το 30. Ήμουν 32 χρονών.
Πώς αποφασίσατε να φύγετε για την Γερμανία;
Δεν είχαμε, ανεργία μεγάλη, φτώχεια και πήγα σε ένα μεταλλείο στηn Γερμανία και έκατσα δεκατέσσερα χρόνια στην Γερμανία. Είδα πολλά πράγματα εκεί πέρα, μου άρεσαν, λοιπόν, οι νόμοι τους, όχι ο κόσμος τόσο. Αλλά ήταν νομοταγείς οι Γερμανοί. Είχαν μεγάλη βιομηχανία και πήγα σε μερικά εργοστάσια και κατέχω μερικά πράγματα, αλλά για το μεταλλείο μπορώ να σου εξηγήσω για την πρώτη χρονιά που πήγα.
Το μεταλλείο είναι ένα, στο ύψος αυτού του, δυο μέτρα, συμπαγές πέτρα, βρίσκεται κάτω. Εκεί που δούλευα εγώ ήτανε χίλια διακόσια μέτρα σε βάθος, αλλά ήτανε, το μεταλλείο αυτό ήταν ευθείο, δεν ήταν, από πάνω και από κάτω ήταν έτσι, όταν το φτιαρίζαμε. Εκεί είδα πώς, δούλεψα ένα χρόνο. Κι άμα θες να σου κάνω και τα σχέδια για το μεταλλείο, σ’ τα κάνω. Πέτρα βγάζαμε, μαύρη πέτρα, σίδερο ήταν αυτό. Η γερμανική τέχνη ήταν υπεράνω όλων. Τα έχουν καταφέρει αυτοί ωραία να βγαίνει το μέταλλο, και δούλεψα εκεί πέρα. Είδα πώς βγαίνει το μέταλλο, πώς γίνονται οι γαλαρίες, τι κάνουν. Ξέρω καλά τη δουλειά. Αν θες να με ρωτήσεις για το μέταλλο. Ύστερα, κατόπι πήγα και σε εργοστάσια, μετά. Είδα και τα χυτήρια, λίγο μακριά, όχι σιμά, είχα και εκεί μία όψη. Πώς λιώνουν το σίδερο, με τα καλούπια τους. Σκληρή δουλειά, εκεί δούλευαν Γερμανοί συνήθως, ειδικευμένοι εργάτες. Και να σου πω, είχαν τα καλούπια, το σίδερο έτρεχε όπως τρέχει η βρύση το νερό, έτσι έτρεχε, κόκκινο. Έπεφτε στο καλούπι και από το καλούπι την έπαιρναν κάτι ρουλεμάν, και την κατέρρεε ο Γερμανός, την πέρναγε σε ένα καλούπι και γίνονταν σιδηρογραμμή. Μάκραινε, από τόσο που ήταν γένονταν… Και την [00:05:00]άφηνε κατόπιν, έφευγε, στον δρόμο χανόντουσαν πόσο μακριά πόσο την ήθελαν. Έπεφτε ένα πριόνι αυτόματο όλα αυτά και το έκοβε και την πέταγε δίπλα και ήταν έτοιμη η γραμμή. Όλα αυτά αν δεν τα δεις, σου φαίνονται δύσκολα, αλλά τα κατάφερνα όμως. Δούλεψα και εκεί που έκαναν σωλήνες. Πέντε τόνους κουλούρας, μέταλλο. Το κατάφερναν αυτοί και σιγά σιγά το έφερναν σωλήνα. Στη διαδρομή κόλλαγε, κόβονταν και δοκιμάζονταν, αν ήταν καλά κολλημένο. Κι άλλα εργοστάσια, κατόπι έχω δουλέψει και σε άλλα. Τα άλλα δεν είχαν τόσο σημασία. Βγάζαμε σίδερα για αυτοκίνητο, για αυτοκίνητα, BMW, Opel, τέτοια σίδερα βγάζαμε. Και συνήθως εγώ έκανα κοντρόλ. Θα τους έλεγα μήπως είναι σπασμένα, αλαφριά δουλειά. Σ’ ένα μηχάνημα τα χτύπαγα, τα έριχνα σε μια σκόνη και ό,τι ήταν ραγισμένο, κόλλαγε η σκόνη. Και τα τροχάμαν, αν γένονταν. Αν δεν γένονταν, πίσω στο χυτήριο. Αυτά ξέρω από την Γερμανία. Τώρα για τη γαλαρία. Αν θέλεις να σ’ την περιγράψω, σ’ την περιγράφω. Λοιπόν, εδώ θα σου κάνω μερικά σχέδια. Δεν γράφει καλά το χέρι μου. Αυτή είναι η κεντρική γαλαρία. Η κεντρική [Δ.Α.] μέσα με τα βαγονάκια. Τώρα το μέταλλο πώς βγαίνει; Απ’ εδώ άλλη γαλαρία, έκοβαν αυτό το κομμάτι, εδώ άφναν, δεν το ’παιρναν αυτό, γιατί φοβόνταν μην καθίσει το βουνό. Τώρα εδώ έμπαιναν οι εργάτες, το τίναζαν με τα πιστολέτα. εδώ ήταν ένα μηχάνημα, πάντζα τη λέγαμε εμείς, αλυσίδα σιδερένια, 2.000 wolt, τράβαγε το μέταλλο αυτή. Το τράβαγε το μέταλλο, κάθε μέρα που έφευγε το μέταλλο αυτό, την πήγαιναν πιο εδώ, σιμά στο [Δ.Α.], τίναζαν την άλλη μέρα. Εδώ πήρε ένα άλλο λουρί και έβγαινε στην κεντρική, γίνονταν σταυροδρόμια, το μέταλλο. Εδώ ήτανε σιδερένια πάντζα , εδώ ήταν λάστιχο, ας το πούμε. Εδώ φόρτωναν τα βαγόνια, τα παίρναν όξω και προχώραγαν. Το μέταλλο αυτό δεν είχε ούτε κάτω ούτε πάνω. Ήταν δυο μέτρα, αυτό ήταν. Και προχώραγαν. Αφού έκλεισε η γαλαρία αυτή, φτάκαμαν εδώ, έκοψαν άλλη γαλαρία εδώ και προχώραγαν προς τα κάτω. Με καταλαβαίνεις τώρα; Εδώ είναι τα βαγόνια που έμπαιναν μέσα, φόρτωναν εδώ, έβγαιναν έξω. Έξω τα περίμενε ένα μηχάνημα και τα αναποδογύριζε, να τα αδειάσει. Μετά οι γερανοί τα έριχναν σε σπαστήρα. Να σπάσει το μέταλλο, ήταν πέτρα μεγάλη. Λοιπόν, έτσι το μέταλλο βγαίνει. Με κατάλαβες τώρα πώς βγαίνει; Εδώ το τινάζουν με φουρνέλα εδώ, εδώ. Αυτό το μηχάνημα που βγάζει το μέταλλο, κάθε μέρα το σπρώχνουν προς τα ’δώ γιατί, για να [Δ.Α.] το μέταλλο. Εμείς ήμασταν στη [00:10:00]γραμμή εργάτες εδώ. Το ρίχνουμε ψηλά και παίρνει εδώ, πέφτει σ’ αυτό το λουρί, φορτώνονται εδώ. Είναι εύκολο πράγμα. Άμα το σκεφτείς όμως... Εδώ έχουνε σωλήνες, γιατί έχει και νερά μέσα η γη, ποτάμια. Αν μπορούν να το βγάλουν, καλά. Αν δεν, την εγκαταλείπουν τη γαλαρία, κόβουν άλλη, εδώ. Αυτά για το μέταλλο. Τι άλλο θέλεις να σου πω;
Θέλω να μου πείτε λίγο: εσείς όταν αποφασίσατε να φύγετε για τη Γερμανία, ξέρατε σε τι δουλειά θα πάτε;
Ξέραμε. Περάσαμε στην Αθήνα, μας είπαν ότι θα πάτε σε μεταλλείο και, αν και δεν ξέραμε από μεταλλείο, δεχτήκαμε γιατί δεν είχαμε λεφτά. Αυτά. Μετά, κατόπι, έφτιαξε η δουλειά καλύτερα. Γλώσσα δεν ξέραμε, μετά μάθαμε πέντε λέξεις. Ε, εντάξει, δεν δυσκολευόμασταν. Και τώρα ακόμα, αν πάω στην Γερμανία, μπορώ να συνεννοηθώ. Όχι για πολλά πράγματα, αλλά για το ταξίδι, για να, με αρχή, τα καταφέρνω. Αλλά είμαι και 95 χρονών τώρα. Σκέψου. Αυτά προς το μέταλλο. Άλλο τίποτα, τι θέλεις;
Segment 3
Η οικογένεια στην Ελλάδα, το ταξίδι στην Γερμανία και η ζωή μακριά από τους αγαπημένους
00:11:44 - 00:18:01
Εσείς όταν φύγατε είχατε οικογένεια; Φύγατε μαζί με την οικογένεια ή μόνος;
Όχι, όχι, είχα οικογένεια, δυο παιδιά. Εδώ έμεινε η γυναίκα. Εκείνη τα φύλαξε όλα τα χρόνια. Εγώ ερχόμουν μια φορά τον χρόνο, έναν μήνα κι έφευγα. Δεν είχα σπίτια, δεν είχα τίποτα. Φτιάκαμε ένα σπίτι, μας το χάλασε ο σεισμός, φτιάκαμε δεύτερο. Κάποτε γεράσαμαν κιόλας, πέθανε κι η γριά. Έχω τέσσερα παιδιά εγώ.
Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν αναγκαστήκατε να αφήσετε την οικογένειά σας και να φύγετε να πάτε στην Γερμανία;
Δύσκολα, δύσκολα. Ευχάριστο ήταν αυτό; Ήμασταν και νέοι, αλλά η φτώχεια σε πάει όπου δεν θέλεις. Είδα ταξίδια στη Γερμανία, τρένα… Τακτικοί οι Γερμανοί στους νόμους τους, δεν τους φτάνουμε εμείς. Αυτά από την Γερμανία. Ζήσαμε πολλά χρόνια εκεί πέρα. Σε σπίτια νοικιασμένα, Γερμανών. Τρώγαμε, μας μαγείρευαν οι γριές εκεί πέρα. Κάνα δυο χρόνια έγινε αυτό. Δουλεύαμαν και έξτρα για να κονομίσουμε περισσότερο, αλλά ήμασταν δυνατοί τότε. Ήμασταν από 50 κάτω. Τώρα, όμως, δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα. Κάτι φτιάξαμε, κάτι φτιάξαμε. Εσύ σαν ιστορικός τώρα τι θέλεις να μάθεις άλλο;
Θέλω να μου πείτε πάλι πώς ήταν το ταξίδι εκείνη την εποχή. Δηλαδή για να φύγετε από εδώ, από την Ελλάδα, να πάτε στην Γερμανία, πώς ήταν το ταξίδι;
Την πρώτη φορά μάς πήγαν οι Γερμανοί. Δύσκολα ταξίδια, δύσκολα. Και η γλώσσα μας μπόδαγε. Την πρώτη φορά, όμως, μας πήγανε συνοδεία. Μας πήραν στα λεωφορεία, μας πήγαν δωμάτια, κουταλοπίρουνα έτοιμα, ήμασταν οργανωμένοι. Δεν δυσκολευτήκαμε γι’ αυτό. Μετά στρώσαμε στη γερμανική ζωή. Εντάξει, αυτά ήταν. Για την οικογένεια που δεν πήρα, δεν μπορούσα, είχα δυο παιδιά. Τα δυο παιδιά ήθελαν φύλαμα για να δουλέψει η γυναίκα, για να βγουν τα έξοδα. Τα λεφτά στην αρχή [00:15:00]ήταν λιγότερα. Μετά, κατόπι είχαν και πολλοί τις οικογένειες εκεί πέρα. Δεν θέλησα εγώ να πάρω οικογένεια κοντά, γύρισα κάποτε. Δούλεψα κι εδώ. Έκαμα κι εδώ λεφτά. Αυτά κοπελιά. Η καταγωγή σου πούθε είναι;
Να σας ρωτήσω: εσείς σε ποια πόλη πήγατε στην Γερμανία;
Πρώτη χρονιά πήγα έξω από την Στουτγκάρδη, μετά πήγα Κολωνία, και μετά πήγα Πλέτεμπεργκ, ένα μικρό χωριό, 40.000 κατοίκους έχει. Να σου πω, είχε και διακόσια εργοστάσια, μικρά μεγάλα. Κανένας άνεργος. Εκεί έκατσα πολλά χρόνια. Μ’ άρεσε. Εξοχικό, έλατα, κόσμος. Έχουμε συνηθίσει εκεί πέρα. Έχω πάει Αννόβερο, Μπίλεφερτ, πολλές πόλεις, Φρανκφούρτη. Περαστικός όμως, όχι να μείνω. Στο Πλέτεμπεργκ, στο Μπίλεφερτ έχω μια κόρη εκεί πέρα. Πήγαινα πολλές φορές εκεί κι είναι ακόμα εκεί. Τώρα εκείνη είναι 62 χρονών, 64. Εσείς δεν ταξιδέψαταν πολύ απ’ το χωριό σου.
Εσείς φύγατε μαζί με άλλους συγχωριανούς;
Μαζί με άλλους, ναι. Ταξίδεψε όλο το χωριό εδώ. Πολλοί δηλαδή και πολλοί δεν πήγαν, αλλά εμείς πήγαμε. Και τριάντα άτομα, σαράντα πήγαμε. Και τώρα ακόμα, άμα ήμουν νέος, θα πήγαινα. Με κατάλαβες τώρα για το μεταλλείο πώς βγαίνει;
Ναι, θα μου ξαναπείτε γι’ αυτά. Αλλά θέλω να σας ρωτήσω λίγο: όταν πήγατε εσείς στην Γερμανία, τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση; Τι είδατε στην Γερμανία;
Τίποτα το όμορφο δεν είδαμαν στην αρχή. Το χρήμα, μόνο το χρήμα. Το μυαλό ήταν εδώ. Χωρίς να λέγαμε πολλές κουβέντες. Και δύσκολη η ζωή. Μόνοι μας μαγειρεύαμε πολλές φορές, κάποτε τρώγαμε έξω, τέλος πάντων. Αυτά από τη ζωή της Γερμανίας.
Οπότε ξεκινάτε να δουλεύετε στο μεταλλείο και πώς είναι η δουλειά; Πώς σας φαίνεται στην αρχή η δουλειά;
Σκληρή. Εγώ ήμουν απ’ έξω από βουνά και ίδρωνα πάρα πολύ εκεί μέσα. Αλλά έκατσα έναν χρόνο, έκατσα γιατί είχαμε και υπογράψει συμβόλαιο. Και μετά έφυγα, πήγα αλλού. Καλά, έξω πέρασα καλύτερα. Έλειψε το μπάνιο κάθε μέρα, έξω έκανα κάθε Σάββατο μπάνιο, ενώ στο μεταλλείο κάθε μέρα. Κουρασμένος, αλλά ήμασταν νέοι τότε και αντέξαμε.
Η δουλειά στο μεταλλείο δημιουργούσε προβλήματα υγείας;
Όχι τόσο. Άμα καθόσουν πολλά χρόνια εκεί μέσα, έπαιρνες σκόνη. Εκεί το μεταλλείο ήταν και επικίνδυνη δουλειά. Το βουνό πρέπει να κατεβαίνει κάθε μέρα, γιατί αν δεν κατεβεί, μπορεί να τα πάρει παραμάζωμα και να κλείσει τη γαλαρία. Ύστερα, σε είκοσι πέντα μέτρα ύψος κάθονταν το βουνό, δεν είχε πλέον πρόβλημα. Έπεφταν πέτρες, άλλες. Δεν έπεφταν συμπαγές, έμεισκαν και κενά. Κι αυτά ξέρω εγώ από το μεταλλείο. Όχι, βαριά δουλειά εκεί, βαριά, πολύ βαριά. Και λίγα τα λεφτά, δεν [00:20:00]ήταν και τόσο πολλά στην αρχή. Οι Γερμανοί τα είχαν κανονίσει έτσι να ζεις, όχι να κάνεις οικονομία. Μετά ανέβηκαν τα λεφτά, ανέβηκαν τα νοίκια, ανέβηκε η ζωή. Μπήκαμε κι εμείς στην ευρωπαϊκή ζωή, τρώγαμε καλύτερα, και όπως και σήμερα ακόμα. Αυτά ξέρω από την Γερμανία.
Όσο δουλεύατε εσείς, είχε συμβεί, είτε σε εσάς είτε σε κάποιον άλλον, κάποιο ατύχημα;
Όχι, μικροατυχήματα αν είχε, καμια πέτρα, μικροατυχήματα. Δεν είχαμαν, αλλά μαθαίναμε ότι είχαν γίνει και ατυχήματα εκεί μέσα. Μαθαίναμαν. Αυτά ήταν μυστικά, δεν τα ’λεγαν, για να μην πανικοβληθούν οι εργάτες. Μετά το κάρβουνο είχε άλλη διαδικασία. Εκείνο πας έτσι, πηγάδι κάτω. Κι εκείνα ρυθμισμένα είναι, όπως έχω συζητήσει με τους εργάτες που έχω δουλέψει, ρυθμισμένα είναι κι εκείνα. Δουλεύει κόσμος. Να που δουλεύουν ακόμα. Ύστερα, ο Γερμανός δουλεύει οχτάωρο και φεύγει, ενώ ο ξένος δεκάωρο, δεκαπεντάωρο, εικοστετράωρα να έχουν μέσα στο εργοστάσιο, γιατί σου λέει έχω ανάγκη. Και ο Γερμανός πάει στα 65 τότες, πόσο ήταν, έβγαινε σύνταξη. Δεν έζηγαν πολύ όμως, λίγο έζηγαν. Ήταν ταλαιπωρημένοι, δεν είχαν αέρα. Έπιναν κιόλας αυτοί, ήταν και λίγο άσωτοι.
Εσείς πού μένατε; Σας έδιναν δωμάτια;
Στην αρχή μας έδωκαν, μετά νοικιάσαμαν σε σπίτια. Μετά νοικιάσαμαν, γιατί χάλασαν τις παράγκες που μέναμε, τις κάνανε άλλες αποθήκες, ξέρω ’γώ. Σου λέει, τώρα ξέρει και τούτος, ας πάει να βρει δωμάτιο όξω. Ε, πάντως συνήθως εγώ σε δωμάτιο έμεισκα.
Όταν μένατε εκεί πέρα, στις παράγκες που μου λέτε, υπήρχε κάποιος ο οποίος επιτηρούσε, δηλαδή εσείς έπρεπε να κοιμόσαστε συγκεκριμένη ώρα, να ξυπνάτε, είχατε αυστηρό πρόγραμμα;
Αυτό δεν φαινόταν, αλλά υπήρχε ο θαλαμάργης. Από καμιά φασαρία, από καμιά κλεψιά, υπήρχε ο θαλαμάρχης. Αλλά για να σου πει «Κοιμήσου την τάδε ώρα» όχι, όχι τέτοια πράγματα.
Δηλαδή συνέβαιναν πράγματα εκεί πέρα, κλεψιές και φασαρίες;
Φασαρίες γίνονταν, αναμεταξύ τους, οι Έλληνες, γιατί μη νομίζεις ότι όλοι πήγαν για έναν σκοπό. Άλλος πήγε εκεί πέρα, δεν τα κατάφερε να γένει ιδιοκτήτης στο χρήμα, το έριχνε στον καβγά κατόπι, στο φαγοπότι. Υπήρχαν και τέτοιοι, υπήρχαν. Μετά ήρθαν Ισπανοί, ήρθαν Ιταλοί, οι Ιταλοί ήταν, ήρθαν Τούρκοι μετά. Τώρα κυριαρχούν οι Τούρκοι, πέντε-έξι εκατομμύρια. Έγιναν κι αυτοί Γερμανοί, τι θα κάνουν; Δε γυρίζει κανείς στην Τουρκία πλέον. Αυτά, κοπελιά μου.
Εσείς σαν Έλληνες που είχατε πάει, τι σχέση είχατε με τους Γερμανούς που ήτανε τα αφεντικά εκεί;
Καλή, καλή. Μας εκτίμαγαν τους Έλληνες περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί, από την αρχαία ιστορία; Ήξεραν και μερικοί αρχαία ελληνικά που εγώ δεν τα ’ξερα. Ο Γερμανός ήξερε, γιατί αυτός [00:25:00]είχε κάτσει στο θρανίο εκεί πέρα και ίσως η ιστορία μας βοήθησε περισσότερο. Και σαν ορθόδοξοι, μας εκτιμούσαν τους Έλληνες. Και ήταν να σου πω καλό μελέτι κι οι Έλληνες εκεί πέρα. Εν συγκρίσει στο ποσό μέσα, υπήρχαν και σκάρτοι, αλλά καλοί όμως, εργατικοί, έπαιρναν τη δουλειά, πολύ ξύπνιοι. Έμπαινε στο εργοστάσιο, σε τρεις-τέσσερις ημέρες έπιανε μηχανή. Και συγκεκριμένα, ρωτάω έναν Γερμανό μια φορά, του λέω «Γιατί δεν πήρατε Τούρκους»; Δεν έπαιρνε το εργοστάσιο Τούρκους. «Αυτοί», μου λέει, «είναι για μεταφορές, δεν τους κόβει», ενώ οι Έλληνες ήταν στο πόδι του Γερμανού. Αυτά έχω να σου πω. Τώρα άλλες ερωτήσεις, τι θέλεις; Είσαι κι απ’ το Σαλονίκη, ε;
Υπήρχε κάποιος γιατρός ο οποίος σας έλεγχε να δει αν έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας ή αν είστε υγιείς;
Όλοι οι γιατροί, έπαιρνες ένα χαρτί από το ταμείο ασθένειας και πήγαινες σε όποιον γιατρό ήθελες. Δεν υπήρχε διάκριση. Οι Γερμανοί δεν κάνουν λάθη εύκολα. Είσαι άρρωστος; Άρρωστος. Σε ήλεγχαν. Είχαν και γιατρούς εμπιστοσύνης, που λέμε εμείς. Σε πέρναγαν επιτροπή. Αν δήλωνες άρρωστος, θα σε εξέταζαν καλά καλά και συνάμα δουλεύανε οι Γερμανοί. Κορίτσι μου, ας λένε, τι λένε εδώ δεν ξέρω. Μια φορά, είχα χάσει μια επιταγή, την έστειλα στο Βέλγιο. Για ένα σίγμα δεν του ’δωκαν τα λεφτά. Εγώ τον ήξερα Βασίλειο, εκείνος γράφεται Βασιλεύς. Παρατηράει ο διανομέας εκεί πέρα, του λέει «Εδώ δεν ταιριάζουν». Πήγα στο ταχυδρομείο, μου λένε «Ανέβα πάνω στον διευθυντή». Κόλλησα πάνω, ήταν ένας τριγωνικός, θηρίο ολόκληρο και καλαμπουρτζής. Του λέω έτσι κι έτσι, με τα γερμανικά, τα μίλαγα με ακρίβεια εκείνα που ήξερα. Μου λέει «Θα στείλεις άλλα τώρα». «Αλλά πού να τα βρω», του λέω. Ανοίγει ένα βιβλίο, μου λέει «Δεν θα ξανάρθεις εδώ, θα πας στη δουλειά. Θα τα βρούμε εμείς τα λεφτά πού είναι». Και την άλλη μέρα που γύρισα από τη δουλειά, το τραπέζι ήταν χαρτιά πάνω. Είχαν κάνει ενέργεια, είχαν βρει τα λεφτά, στα ελληνικά, στα γερμανικά και στα βελγικά. Να τα πάρει ή να μην τα πάρει; Και [Δ.Α.] εδώ στην Ελλάδα θα γένει αυτή η ενέργεια; Θα περάσει ένας χρόνος; Εκεί γιατί; Ο Γερμανός δουλεύει. Αυτά ήξερα να σου πω από τη γερμανική άποψη.
Εσείς πόσες ώρες δουλεύατε την ημέρα;
Οχτάωρο ήταν κανονικά, αλλά εμείς δουλεύαμε δέκα και δώδεκα για να κονομάμε παραπάνω, γιατί τι θα έκαμες και στο σπίτι, αν πήγαινες; Δε σου επέβαινε, το οχτάωρο ήταν κανονικά. Εγώ δούλευα δεκάωρα πάντως. Όποιος θέλει, βρίσκει λεφτά στην Γερμανία. Όποιος θέλει να δουλέψει και να μη χαλάσει το όνομα της Γερμανίας, ό,τι λέει ο νόμος ο γερμανικός, θα το σέβεσαι. Κατάλαβες; Υπάρχουν κι εκεί ανάποδοι, μπεκρήδες, πώς δεν υπάρχουν.
[00:30:00]Θυμάστε κανένα περιστατικό που να είχε γίνει στη δουλειά; Μέσα στο μεταλλείο;
Όχι, για να είμαι ειλικρινής, όχι. Δε μου ’χει τύχει, όχι.
Το διάστημα που δουλεύατε εσείς εκεί είχε γίνει καμία απεργία;
Απεργία δεν μας είχε πιάσει εμάς εκεί πάνω, ήμασταν βόρεια πολύ. Απεργίες γίνονταν στο Μόναχο, κάτω. Εμείς τις περνάγαμε λίγο αλαφρά. Πότε έγραφε ο μαΐστρος την κάρτα, να μην είναι χτυπημένη στο μηχάνημα, γιατί την έπιανε το Υπουργείο Εργασίας και… Δεν μου είχε συμβεί. Μια απεργία κάναμε, όχι απεργία. Τρώγαμε σε μια κουζίνα κάποτε και πληρώναμε δυο ευρώ ένα μεσημεριάτικο. Ένας εκεί πέρα, σαν ψωριάρηδες Έλληνες που είμαστε, λέει «Να μην πληρώσουμε» και έμασαν υπιγραφές, τόσο μας έκοβε. Εγώ δεν υπόγραψα, είχα και τον αδερφό μου, ούτε ο αδερφός μου υπόγραψε. Μας έμασε το αφεντικό. «Πόσοι είστε;» λέει. Πενήντα δύο. «Έξω», λέει, «κι οι πενήντα δύο. Η κουζίνα», λέει, «είναι 150 χρόνια εδώ, θα την καταργήσετε εσείς», λέει, «που ήρθατε στην Αθήνα και σας πήρα και σχίσαταν τις χλένες για να περάσετε, να ’ρθετε εδώ και τώρα δεν σας αρέσει το φαΐ;». Τέλος πάντων, εγώ δικαιούμουν και τσάμπα να φάω, γιατί μ’ έπιανε [Δ.Α.] και ανθυγιεινό. Του το χάρισε κι εκεινού. «Εσύ», του λέει, «είσαι σαν το κριάρι που οδηγάς τα πρόβατα. Έξω». Ε, τα κατάφερε ο διερμηνέας εκεί πέρα, λάθος και ξέρω ’γώ, τον άφηκε κι εκείνον. Είδαμαν και περιστατικά, αλλά αν έκανε απεργία, δεν μπορούσες να πας για δουλειά. Εκεί πέρα είναι νόμος. Θα κάνεις απεργία, δηλαδή θα υπερβείς απάνω από τον Γερμανό; Τι καταλαβαίνεις; Αυτά ξέρω από την εμπειρία.
Δηλαδή εσείς, που μου είπατε πριν, δουλεύατε 1.200 μέτρα κάτω από τη γη;
Πηγαίναμε έτσι. Πώς είναι το βουνό εκεί πέρα, στο Ρίζωμα μπαίναμε μέσα, ευθεία. Μπορεί να πηγαίναμε μέχρι το Μαργαρίτι και πιο κάτω ακόμα. Μέσα στο βουνό. Το μέταλλο αυτό ήταν όπως το νταμάρι, την πέτρα που βγάζουμε εδώ. Ακριβώς, αλλά σκληρή πέτρα, με πιστολέτα και βάλε. Και δεν έβγαζε μόνο σίδερο, έβγαζε κι άλλα μείγματα. Ίσως και λίγο χρυσό. Όπως μου ’λεγαν οι Γερμανοί, ίσως και λίγο χρυσό. Αλλά όλα καταφέρνονται. Οι Γερμανοί τα έχουν καταφέρει, τα αυτόματα αυτά έκοψαν χέρια.
Εσείς όταν πήγατε την πρώτη μέρα για δουλειά και χρειάστηκε να μπείτε στο βάθος αυτό, πώς νιώσατε;
Άνετα. Κολλήσαμε στα βαγόνια, πήγαμαν μέσα, μας έδειξαν οι Γερμανοί τι να κάνουμε. Φτυάρι κασμά είχαμε. Κι εγώ είμαι και ειδικός και πήγαινα και σε άλλα πόστα. Δηλαδή έπεφτε η πέτρα εδώ, την κλώτσαγε το λουρί και μου ’λεγε ο μαϊστρος «Αυτή τη δουλειά θα κάνεις, αλλά θα προσέχεις». Εγώ πρόσεχα, πάντα το μάτι μου έκοβε. Καθάριζα εκεί, καθάριζα και γρήγορα άμα ήθελα, για να μην περάσει κανένας και πει «Τι κάνεις εδώ, κοιμάσαι;». Εντάξει, καταφέρνονταν όλα. Πώς σε λένε;
Γιάννα, Γιάννα.
[00:35:00]Γιάννα; Να ζήσεις, χιλιόχρονη να γίνεις.
Και πέρα από τη δουλειά, βγαίνατε έξω;
Βγαίναμε, άμα ήθελες έβγαινες έξω. Αλλά δεν έβγαινες εργάσιμες μέρες, κουρασμένος. Ωραίος τόπος, κερασιές, παράδεισος. Εγώ έτρωγα σε μια ιταλική κουζίνα. Έχω φάει ένα χρόνο μακαρόνια, πρωί βράδυ. Αλλά τρώγαμαν όμως. Ο ζυμαρικός μαγείρευε καλά τα μακαρόνια. Πότε με σάλτσα, πότε σούπα, πότε με λίγο ρύζι μέσα, κρέας κάθε μέρα. Και, εντάξει, όλα μου άρεσαν. Δηλαδή να γίνεσαι σεβαστός όθε βρίσκεσαι. Εντάξει. Αυτά ήταν. Εγώ δεν ήβρα κανένα εμπόδιο στην Γερμανία. Με πήγαινε κι η υγειά μου πολύ. Δεν έχω βγει ποτέ άρρωστος. Δεκατέσσερα χρόνια έμειναν όλα τα λεφτά μου εκεί.
Δηλαδή όσα χρόνια ήσασταν στην Γερμανία, η οικογένειά σας έμενε εδώ;
Εδώ, εδώ. Πήγαιναν σχολείο τα παιδιά, ήταν δύσκολο να τα πάρω πέρα. Με ελπίδα κάποτε να γύρω και εγώ. Και όπως έγυρα, αλλά τι έγυρα; Μετά από δεκαπέντε χρόνια;
Οπότε εσείς στέλνατε χρήματα πίσω στην οικογένεια;
Βέβαια, ασφαλώς. Κάθε μήνα. Ήταν χρήματα. Είχε και περίσσια χρήματα η γυναίκα εδώ, αλλά η επιταγή στέλνονταν. Και η Γερμανία έφτιακε την Ελλάδα, όχι η Ελλάδα έφτιακε, η Ελλάδα έφτιακε την Αλβανία. Έτσι, κορίτσι μου. Τώρα τι σπουδάζεις εσύ; Θα πας πανεπιστήμιο ή τελείωσες;
Τελείωσα, τελείωσα.
Α, διορισμό;
Όχι ακόμα, εντάξει. Να σας ρωτήσω, κάτι που μου αναφέρατε πριν για τον σεισμό. Ποιον σεισμό λέτε;
’89; ’79 με ’82, κάπου εκεί. Κάπου εκεί. Είχα καινούριο σπίτι, μου το χάλασε. Έφτιακα άλλο.
Εσείς τότε ήσασταν εδώ, στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, ναι. Τα κατάφερα, το ’φτιαξα και τούτο, πάντρεψα και τρεις κόρες και τον γιο μου. Έχω και εγγόνι γιατρό.
Ο σεισμός αυτός ήταν δυνατός;
Θα ήταν γύρα από τα 7 πάνω, αλλά ήταν σεισμός, τα ’κλωσε. Δεν ήταν πέρα δώθε. Τα ’κοψε όλα. Τα σπίτια δεν ήταν με τσιμέντα και με βάσεις τότε. Ήταν απλά. Οπότε τα βρήκε αδύνατα...
Εσείς στην Γερμανία όσο ήσασταν, κάνατε παρέα μόνο με Έλληνες;
Συνήθως. Δεν έχει σχέση μες στη δουλειά, μίλαγες και με τον Ισπανό και με τον Ιταλό, αλλά έξω με Έλληνες. Ήταν ελληνικά μπάρια, πάαινες έπινες έναν καφέ. Αυτά.
Κι εσείς τι ακριβώς κάνατε στο μεταλλείο; Ποιο ήταν το πόστο σας;
Το πόστο μου ήταν αυτό το μέταλλο που ήταν τιναγμένο από τα φουρνέλα να το ρίξω στην πάντζα εδώ και όλοι μας. Και μετά [00:40:00]έρχονταν η άλλη βάρδια, τίναζε και το υπόλοιπο, πήγαινε την πάντζα σιμά για την επόμενη μέρα. Το στύλωνε και άμα δεν κατέβαινε το βουνό, το τρύπαγαν οι Γερμανοί, το τίναζαν με φουρνέλα, με μεγάλα πιστολέτα για να μπεις μέσα. Ήταν λίγο, εν συγκρίσει με την έξω δουλειά, βαριά. Εγώ δεν δούλευα βαριά δουλειά όξω. Κοντρόλ έκανα, ψιλοδουλειές έκανα. Και μ’ αγάπαγαν τα εργοστάσια ποιος να με πάρει, γιατί ήξερα να κάνω καλά τη δουλειά μου. Εγώ πήγαινα σιμά τον Γερμανό και του ’λεγα «Πόσο βγάζει αυτή η μηχανή την ώρα;». Μου έλεγε αυτός «Τριακόσια». Αν μου έλεγε τριακόσια, διακόσια ογδόντα εγώ. Ο Γερμανός μ’ αγαπούσε, δεν σήκωσε [Δ.Α.]... Αλλά καλή δουλειά όμως. Κατάλαβες; Εκεί έκανα κάτι τέτοιες δουλειές. Σαν άτομο καλά πέρασα. Αλλά ήξερα και συμπεριφορά όμως. Χαρτιά δεν έπαιζα, τίποτα, όχι. Αν πας στην Γερμανία, μπορείς να πιάσεις κάπου δουλειά, η υπόθεση η δική σου;
Ναι, καλύτερα από ’δώ.
Καλύτερα!
Να σας ρωτήσω, έχετε καμία φωτογραφία παλιά;
Όχι, δεν έχω.
Δεν έχετε, ε;
Είχα ένα άλμπουμ, χάθηκε κι αυτό, δεν ξέρω ποιος το πήρε. Με πολλές φωτογραφίες. Δηλαδή φωτογραφίες σαν άτομο μονάχα. Όχι.
Από την Γερμανία δεν έχετε καμία φωτογραφία;
Μπορεί να υπάρχει, αλλά πού υπάρχει. Πού υπάρχει; Όταν πήγαμαν στην Γερμανία, κορίτσι μου, άμα ζύγιζες, δεν ζυγίζαμαν παραπάνω από 45 κιλά. Ήμασταν ταλαιπωρημένοι εδώ. Και μετά εκεί φάγαμε, ντυθήκαμε, ντύσαμε τις οικογένειες. Άλλαξε, άλλαξε. Εγώ εδώ έκαμα και, εξακόσιες ρίζες ελιές έχω. Τις έδωκα στα παιδιά μου τώρα. Δεν κάνουν τίποτα αυτές, δεν ασχολείται κανένας με αυτά, αλλά ας είναι. Εγώ δεν τις είχα. Αυτές τις ελιές τις βάλαμαν με τη γυναίκα. Έτσι. Σαν ιστορικός μπορούσες να πας εκεί πέρα, στην Γερμανία, σε κάνα σχολείο. Αλλά ήθελες λίγο προώθηση, κάποιος να σε περιμένει εκεί πέρα.
Δεν έχω κανέναν να με περιμένει, δυστυχώς. Να σας ρωτήσω, η αμοιβή πόσο ήταν περίπου; Πόσα χρήματα παίρνατε;
Στην αρχή λίγα. Εγώ δούλευα στο μεταλλείο και πολλές ώρες καμιά φορά, κονόμαγα εξακόσια μάρκα. Μάρκα ήταν τότες. Οι άλλοι έξω στο εργοστάσιο έπαιρναν τετρακόσια πενήντα. Μετά έπιανα χιλιάρικο. Δούλευα πάρα πολλές ώρες. Σαν ήταν αλαφριά η δουλειά. Τι θα ’κανα και στο σπίτι; Έτσι πήγε η δουλειά.
Και δηλαδή όταν πήγατε πρώτη φορά στο μεταλλείο και μπήκατε κάτω, νιώσατε άνετα; Δεν φοβηθήκατε καθόλου;
Όχι, δεν φοβηθήκαμαν. Δεν έτρεχε τίποτα. Εγώ είχα το κακό που ίδρωνα πολύ. Πάρα πολύ ίδρωνα, γιατί ήμουν από έξω. Και τώρα [00:45:00]εδώ μου κακοφαίνεται πολύ η ζέστα, αλλά τι να κάνουμε; Δουλεύει ο κόσμος κι ακόμα τώρα. Δεν έχει σχέση οι ξένοι που άλλαξαν δουλειές, οι Γερμανοί πάλι στη δουλειά τους, κανονικά. Τώρα, όμως, άλλαξαν έμαθα. Πολλά εργοστάσια τα πήραν οι Αμερικάνοι. Γεράζουν τα αφεντικά, τα δουλεύει, όπως μαθαίνω, κάνα δυο, τρία, πέντε χρόνια, μετά τα ξηλώνει, τα πάει στην Αμερική. Εργοστάσια που παράγουν για αυτοκίνητα επί το πλείστον. Και τώρα μου λένε «Και το εργοστάσιο που δούλευες, είναι έρημο». Εκεί είχε πεντακόσιους εργάτες. Αλλάζουν τα πράγματα, αλλάζουν, δεν είναι πάντα το ίδιο. Αλλά εσύ άμα βρήκες καμία ευκαιρία, κοπάνα τη. Αλλά πρέπει κάποιος να σε περιμένει όσο και να ’ναι. Γλώσσα ξέρεις; Δεν ξέρεις γερμανική γλώσσα. Εύχομαι να πας καλά κι εδώ.
Ευχαριστώ πολύ. Θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο που θυμάστε από την περίοδο εκείνη, στα μεταλλεία;
Τίποτα το σπουδαίο, όχι. Τίποτα το σπουδαίο, όχι. Αυτή ήταν η δουλειά μας. Τα κύρια σημεία ήταν αυτά που σου είπα. Ήταν Ιταλοί εκεί μέσα, ήτανε, Ισπανοί δεν ήταν τότε. Ιταλοί ήταν, δούλευαν κι αυτοί πολύ. Οι Ιταλοί ήταν σαν κι εμάς. Δέρνονταν αναμεταξύ τους. Υπήρχαν όμως και σκάρτος κόσμος, απ’ όλες τις φυλές. Και Έλληνες και από κάθε φυλή. Και ειδικά τα πρώτα χρόνια, φύγαν όλοι για Γερμανία και μέχρι που να κατατοπιστούν τα πράγματα, γένονταν όχι και τίποτα το ωραίο, δεν ήταν, αλλά... Ούτε όλοι πήγαν καλά στην Γερμανία, ούτε όλοι. Και χάθηκαν και μερικοί άνθρωποι. Κάπου από ατυχήματα, κάπου από δω, από ατυχήματα στον δρόμο. Αλλά από το Σαλονίκη δεν είχαμαν εκεί πέρα. Αν ήταν τα παιδιά του Νικολαθανάση, δεν ξέρω. Όχι, όχι. Ήταν πιο πλούσιο το χωριό σας. Το χωριό μας είναι, αυτή τη δουλειά κάναμε εμείς. Και στο Πόποβο ταξιδιώτες ήταν, κι εδώ που ήρθαμε πάλι ταξίδια. Είναι σαν οι γύφτοι που έχουν το τσαντίρι και δεν το αφήνουν. Δεν μας συμφέρει; Το παρατάμε εμείς. Αυτά, κοπελίτσα μου.
Ωραία, ευχαριστώ πολύ.
Photos

Η γαλαρία
Το σχέδιο που έκανε ο Δημήτρης Μουσελίμης ...
Summary
Η δεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας τη δεκαετία του '50 ώθησε πολλούς ανθρώπους στη μετανάστευση. Από τα χωριά της Θεσπρωτίας και συγκεκριμένα από την Αγία Κυριακή (Πόποβο) και την Μαζαρακιά έφυγαν πολλοί προς αναζήτησης εργασίας. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημήτρης Μουσελίμης, ο οποίος αναγκάστηκε να εκγατασταθεί στην Γερμανία, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του, και να δουλέψει σε ορυχεία. Μια δουλειά δύσκολη και επικίνδυνη σε βάθος 1.200μ κάτω από τη γη. Παρά τις συνθήκες, ο Δημήτρης Μουσελίμης λέει πως ένιωσε άνετα, όταν μπήκε στο ορυχείο. Εκτός από τις συνθήκες εργασίας, περιγράφει τις περιορισμένες δραστηριότητές του εκτός δουλειάς, αφού η κούραση ήταν ανασταλτικός παράγοντας για να βγει έξω και να διασκεδάσει. Μιλάει επίσης, για τη γερμανική κοινωνία, για το πώς είναι να ζεις μακριά από τους αγαπημένους σου ανθρώπους, αλλά και για την επιστροφή στην Ελλάδα δεκατέσσερα χρόνια μετά.
Narrators
Δημήτρης Μουσελίμης
Field Reporters
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ;
Tags
Interview Date
26/07/2021
Duration
49'
Summary
Η δεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας τη δεκαετία του '50 ώθησε πολλούς ανθρώπους στη μετανάστευση. Από τα χωριά της Θεσπρωτίας και συγκεκριμένα από την Αγία Κυριακή (Πόποβο) και την Μαζαρακιά έφυγαν πολλοί προς αναζήτησης εργασίας. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημήτρης Μουσελίμης, ο οποίος αναγκάστηκε να εκγατασταθεί στην Γερμανία, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του, και να δουλέψει σε ορυχεία. Μια δουλειά δύσκολη και επικίνδυνη σε βάθος 1.200μ κάτω από τη γη. Παρά τις συνθήκες, ο Δημήτρης Μουσελίμης λέει πως ένιωσε άνετα, όταν μπήκε στο ορυχείο. Εκτός από τις συνθήκες εργασίας, περιγράφει τις περιορισμένες δραστηριότητές του εκτός δουλειάς, αφού η κούραση ήταν ανασταλτικός παράγοντας για να βγει έξω και να διασκεδάσει. Μιλάει επίσης, για τη γερμανική κοινωνία, για το πώς είναι να ζεις μακριά από τους αγαπημένους σου ανθρώπους, αλλά και για την επιστροφή στην Ελλάδα δεκατέσσερα χρόνια μετά.
Narrators
Δημήτρης Μουσελίμης
Field Reporters
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ;
Tags
Interview Date
26/07/2021
Duration
49'