© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μετανάστρια στον Καναδά τη δεκαετία του '50

Istorima Code
11038
Story URL
Speaker
Ευαγγελία Κυριαζή (Ε.Κ.)
Interview Date
26/05/2021
Researcher
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ; (Γ.Α.)
Γ.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα σας;

Ε.Κ.:

Ευαγγελία.

Γ.Α.:

Και το επίθετο;

Ε.Κ.:

Κυριαζή, τώρα. 

Γ.Α.:

Είναι Πέμπτη 27 Μαΐου 2021, είμαι με την Ευαγγελία Κυριαζή στο σπίτι της στην Ηγουμενίτσα. Ονομάζομαι Αποστόλου Γιαννούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε πο΄υ γεννηθήκατε, πότε;

Ε.Κ.:

Στην Πλακωτή γεννήθηκα το '36, 1936, τις 14 Ιουλίου. 

Γ.Α.:

Μπορείτε να μου πείτε πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια, πώς ήταν; 

Ε.Κ.:

Τα παιδικά μου χρόνια, ναι. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά παρόλο ήταν οι πόλεμοι, ο πόλεμος κι όλα αυτά, αλλά επειδής ο πατέρας μου πήγαινε, αγωγιάτης τους έλεγαν, με μουλάρι, με άλογο ξέρω γω, αυτός είχε ένα μουλάρι. Ερχόταν έπαιρνε λάδια από δω κι έφευγε με μια που την έλεγαν κάπα που αυτό, γιατί έβρεχε, χειμώνα και κάναν αυτά. Τα έπαιρνε από δω, ερχόταν στο χωριό, έκανε κάνα δυο μέρες, τρεις, δεν ήταν αυτό, και έφευγε πάλι και πήγαινε προς τα Γιάννενα, πούλαγε το λάδι και έφερνε και είχαμε πάντα, δεν μας έλειψε τίποτα εμάς. Σε άλλους, όμως, έλειψε το ψωμί, δεν είχαν να φάνε, έφαγαν, φάγανε όχι μπομπότα, κριθάρι, το αλέσανε και φάγανε ο κόσμος. Άλλοι έλεγαν, εγώ δεν το έχω δει, έλεγαν ότι φάγανε γκόρτσα. Γκόρτσα είναι τα αγριοαχλάδια, γκόρτσα, τα αλέσανε, τα ξεράνανε, τα αλέσανε και φάγανε. Εμάς στο σπίτι δεν μας έλειψε τίποτα, γιατί, επειδής, δούλευαν κι άλλοι, αλλά ο καθένας με την τύχη του. Και είχαμαν καλή, η μάνα ήταν πολύ νοικοκυρά. Οι γυναίκες οι παλιές ήταν πολύ αυτό. Και δεν μας έλειψε τίποτα, πέρασα καλά. Μετά εγώ είχα δύο αδέρφια μεγαλύτερα από εμένα και εγώ ήμουν μία κοπέλα. Με τον Σπύρο, τον λένε Σπύρο, έχω 12 χρόνια διαφορά. Εγώ, όμως, ο πατέρας μου μού είχε μεγάλη αγάπη, μεγάλη αγάπη, και μέχρι και τώρα που ζούσε, και πάντα ό,τι ήθελα δεν μου χάλαγε χατίρι. Ερχόταν που πήγαινε και γύριζε, θα έφερνε τις καραμέλες, θα έφερνε κάποια, κάτι, ένα μπισκότο λέγανε έτσι, ένα cookies, ένα μπισκότο. Και περισσότερο σ’ εμένα από τα αγόρια, γιατί είχε αδυναμία. Αυτά ήταν τότε. Μετά, πέρα για τον πόλεμο, πήγαμε και κρυφτήκαμε όταν έπεφταν τα αεροπλάνα, τα αεροπλάνα έριχναν, βομβαρδίζαν. Τα έβλεπες τα αεροπλάνα πολλά ε; Πάρα πολλά από πάνω. Και φύγαμε, φοβηθήκανε όλοι στο χωριό, σε όλα τα χωριά και εδώ στην Πλακωτή που σταμάταμε, που φεύγουμε για να πάμε μες στην Πλακωτή, προς τα πάνω εκεί που είναι οι πέτρες, οι πέτρες, ήταν σπηλιά. Σπηλιές, όχι μία και δύο. Και πήγαμε και μείναμε κάτι μέρες. Εκεί μείναμε, πόσο μείναμε τώρα δεν ξέρω. Καμία εβδομάδα; Λιγότερο; Μείναμε εκεί πέρα στη σπηλιά μέσα για να μη μας σκοτώσουν τα αεροπλάνα. Ήταν πολύ φόβος τότε, ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Οπότε μετά εμείς, όμως, εδώ είχαμε το μαγαζί, που είχε, το είχε πάρει ο παππούς μου, ο Μπάτσης, και είχε δύο κοπέλες. Μία τη μάνα μου και μία τον Νίκο το Σταυρόπουλο. Τον έχω πρώτο ξάδερφο, ήταν αδερφές. Και είχε πάρει δύο μαγαζιά αυτός, ένα της μιανής, ένα της αλλνής. Και ο πατέρας μου, το είχανε πάρει, ήμασταν στο χωριό, δεν ξέραμε, μας έλεγε η μάνα «ου, έχετε, υπάρχει ένα μέρος στην Ηγουμενίτσα που έχουμε μαγαζί, είναι μια θάλασσα». Ακούγαμε εμείς, τι πάει να πει θάλασσα; Τέλος πάντων, όλα αυτά ήρθε μετά ο πατέρας μου εδώ και πήρε το μαγαζί, αν και το είχαν επιτάξει, έτσι έλεγαν, το είχαν κλείσει, το πήραν και το φόρτωσαν διάφορα πράγματα μέσα για να μην το πάρουμε.  Αλλά ο πατέρας μου, η μάνα μου ήταν πολύ πιο έξυπνη εδώ που τα λέμε, ο πατέρας μου ήταν πολύ αυτό, φοβιτσιάρης λίγο. Και του λένε «Θα φύγεις». Πήγε ο πατέρας μου να ρθεί να καθίσει. «Φύγε», του είπαν, «εμείς εδώ θα το βάλουμε τρόφιμα», ό,τι ήθελαν, ξέρω εγώ τι βάζανε. Και τους λέει, του λέει η μάνα μου «Δεν θα φύγεις από 'κεί» του είπε «θα μείνεις εκεί, θα πάρεις πορτοκάλια», του λέει, «και θα πας, θα καθίσεις σε μια γωνιά και δεν θα φύγεις». Και αλήθεια δεν έφυγε. Έκατσε εκεί, ε, είδαν αυτοί τι είδαν, πέρασε και η φουρτούνα η μεγάλη και φύγαν και μείναμε στο μαγαζί, έμεινε στο μαγαζί. Περάσαν κάτι χρόνια, εγώ ήρθα εδώ περίπου το '44, ήρθα εδώ να μείνουμε μόνιμα με τη μάνα μου. Τα παιδιά ερχόταν πάνω κάτω, τα αδέρφια μου. Ήταν μεγαλύτερα. Πάνω κάτω ερχόταν, εδώ, στον πατέρα. Αυτή ήταν η ζωή. Ύστερα εδώ πάλι πάθαμε και εδώ μια νίλα. Κάτι έγινε, αλλά αυτό ακριβώς δεν το θυμάμαι τώρα πώς έγινε, και λένε «Όλοι να φύγετε να πάτε Κέρκυρα, πού θα πάτε, γιατί θα γίνει πόλεμος, θα γίνει φασαρία». Και μας διώχνουν και πήγαμε Κέρκυρα. Μείναμε σε ένα σχολείο μέσα, όχι εμείς, όλος εδώ. Μείναμε σε ένα σχολείο κάπου 1 μήνα; Λίγο λιγότερο; Κάπου εκεί. Μείναμε εκεί. Οπότε μετά ξεκαθαρίστηκε εδώ κι αυτά. Ήταν και τότε που διώξανε τους Τούρκους από την Ρίζιανη, τους Τούρκους τους διώξανε. Εκείνο ήταν, τι ήταν όταν διώξανε τους Τούρκους από Ρίζιανη, από Παραπόταμο, από Δράμεση. Όλα αυτά τα χωριά ήταν Τούρκοι μέσα. Τότε τι γινότανε; Τι να σου πω! Φώναζαν, έκαναν, όταν, μεγάφωνα, τ' αυτά. Μεγάλη φασαρία κάνανε τότε. Και τους διώξανε τους Τούρκους. Και μετά τι έκαναν; Όλοι οι Έλληνες, εμείς όλοι, παράδειγμα ο πατέρας μου κι άλλοι δεν έχουν πάει, αλλά όλοι όσοι ήταν αυτό, πήγαν και πήραν τα μέλια, τα τυριά, τα λάδια, το τι δεν είχαν οι Τούρκοι, νοικοκυραίοι οι Τούρκοι. Όταν βομβάρδιζαν εδώ στη Ρίζιανη και εμείς στο χωριό τώρα, ακουγόταν αυτά όλα. Ξέρεις, και φώναζαν ο κόσμος, φοβόταν. Φόβος μεγάλος, μεγάλος.  Μετά πάλι στην Παραμυθιά πέρα που τους σκότωσαν. Σκότωσαν κι απ’ την Οσδίνα κι απ’ την Πλακωτή, πολλούς. Τους βάλαν, έκαναν τον τάφο και το χαντάκι και τους σκοτώσανε. Πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου εκεί, από την Οσδίνα, από άλλους. Πολλοί ανθρώποι τότε. Εκείνο ήταν πολύ τρομακτικό, πολύ φόβος. Δηλαδή με λίγα λόγια ήταν πολύ άσχημα εκείνα τα χρόνια, πολύ άσχημα η ζωή.

Ε.Κ.:

Αλλά, όμως, να, ήρθανε τα πράγματα και ήρθαν όλα μια χαρά. Ύστερα στον Καναδά εγώ που πήγα είχε πάει ο αδερφός μου ο μεγάλος. Όχι ότι αυτό, το έλεγε θα το κάνω, το έκανε. Ξέρω γω, έφυγε από δω, πήγε από 'δώ, πήγε από 'κεί. Κατάφερε κι έφτασε στον Καναδά. Και μου έλεγε εμένα καμία φορά «Α, μωρέ, θα δεις εσύ», πέντε χρόνια διαφορά με αυτόν, Θεός σχωρέσ’ τον. «Θα πάω εγώ καμιά φορά στην Αμερική», έτσι λέγανε, «στην Αμερική και θα αυτό κι σένα». «Άμα ιδώ εγώ τη μύτη μου», του έλεγα εγώ, «θα με δεις και μένα». «Θα πας εσύ τώρα και να ρθώ κι εγώ». Και αλήθεια πήγε. Και εφόσον πήγε, εγώ παντρεύτηκα το '55, πάλι τώρα, τον Ιούλιο, το '55, στις 17 Ιουλίου παντρεύτηκα, έμεινα και έγκυος. Γέννησα την Μαίρη 1η Αυγούστου το '56, στον χρόνο επάνω. Και αμέσως, αφού είχε πάει αυτός και είχε τακτοποιηθεί, λέει και μου έκανε τα χαρτιά και πήγα. Μας έκανε τα χαρτιά εμάς, πήγα νόμιμα εγώ.  Αλλά εκεί που πήγα όμως, εκεί ήταν η στεναχώρια. Εγώ δεν είχα φύγει, εγώ παντρεύτηκα κι έμεινα στους δικούς μου μέσα, στο ξενοδοχείο εκεί, και δεν είχα φύγει ποτέ από τους δικούς μου. Όταν πήγα εκεί μετά, ο αδερφός μου βρήκε μια Ελληνοκαναδέζα και νοίκιασε το σπίτι, δεν τον ένοιαζε πόσα θα του έπαιρνε, τι θα έκανε, φτάνει να αυτό. Και με αφήνει εμένα εκεί, με την Μαίρη μωρό, 14 μηνών ήταν δεν ήταν. Με αφήνει [00:10:00]εμένα εκεί και παίρνει τον άντρα μου και φεύγουν τόσο μακριά, όχι Αθήνα, μακριά μακριά, north. Χειμώνας τότε, τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Ήμουν κι εγώ εκεί που αλλάξανε, που είναι πιο καλά, από τον καιρό, απ' όλα. Τότε ήταν χειμώνας μεγάλος, αλλά δεν ήταν και εδώ. Ήμασταν σου λέω...Και φτάσανε και πήγανε και δούλεψαν, ο άντρας μου δούλεψε στα ανθρακωρυχεία μέσα. Έσπαγε πέτρες, έκανε λεφτά αλλά δύσκολη δουλειά. Εγώ να κλαίω κάθε μέρα. Έφυγα από τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τους δικούς μου. Μου φεύγει κι ο άντρας μου και ήμουν 20-21 χρονών ήμουν, δεν ήμουν αυτό. Και μου έφυγε κι αυτός εκεί και μου έλεγε αυτή η καημένη, Θεός σχωρέσ’ την: «Θα ρθεί καιρός», μου λέει, «που θα σταματήσεις». Εγώ έγραφα, και τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε. Αυτή είχε ένα τηλέφωνο, τι είχαν, ούτε οι δικοί μου είχαν, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Οπότε έκλαιγα κάθε μέρα και έλεγα στον άντρα μου. Ο άντρας μου, όμως, εκεί που πήγε σπίτια δεν υπήρχαν, μόνο ήταν τροχόσπιτα. Αλλά με όλες τις ανέσεις μέσα. Ήταν ένα δάσος και τροχόσπιτα, πολλά! Οπότε κάνει κι αυτός μαζί με τον αδερφό μου, κάνει χαρτιά εκεί, γιατί εγώ δεν σταμάταγα άλλο κάθε μέρα αυτό, και νοικιάζει ένα τροχόσπιτο, το πλήρωσε, μετά πάλι τα δίνεις, δεν... Και πήγα εγώ και έμεινα στο τροχόσπιτο με τον άντρα μου και με τον αδερφό μου μαζί. Έμεινα εκεί. Αλλά εκεί πάγωναν τα νερά, έπρεπε να βγεις έξω να ξεπαγώσεις τα νερά για να μπορέσεις να έχεις νερό μέσα για να φας, να πιείς, να μαγειρέψεις, οτιδήποτε. Πολλή μεγάλη φασαρία. Μεγάλο αυτό. Και μετά, εκεί είχα μείνει κι έγκυος στον Κώστα τον δικό μου, και μετά κάνει, έφτιαξαν σπίτια στην πόλη, λίγο έξω, και έφτιαξαν καινούρια σπίτια και επειδής περίμενα κι άλλο παιδί, είχα και ένα κι αυτά, μου δίνουν, μας δίνουν σπίτι, η εταιρεία που δούλευε. Και έτσι πήγαμε και ζήσαμε καλά. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, περίπου 3 χρόνια που ήμασταν εκεί, και μετά ήρθαμε προς τα εδώ. Πήγαμε σε άλλη πόλη και μετά ήρθαμε Τορόντο, και εκεί ήμασταν τελευταία. Αυτά που λες. Τώρα αν θέλεις κάτι άλλο εσύ να με ρωτήσεις, ό,τι θέλεις, μπορείς. 

Γ.Α.:

Εσείς φύγατε το '44 από την Πλακωτή και ήρθατε εδώ πέρα, στην Ηγουμενίτσα.

Ε.Κ.:

Εδώ, εδώ, εδώ, εδώ. Ναι, ναι. Εδώ εγώ με τη μάνα μου. Ο πατέρας μου είχε έρθει γρηγορότερα ναι. 

Γ.Α.:

Και εδώ πέρα πού μένατε;

Ε.Κ.:

Επειδή είχαμε το μαγαζί, έκαναν ένα πατάρι και ανεβαίναμε από ένα παράθυρο και μέναμε. Το έκλεισαν με κάτι χαρτιά εκεί και μέναμε με μια, από ένα παράθυρο, και μέναμε από πάνω και το μαγαζί από κάτω. Καφεγαλακτοπωλείο το είχε ο πατέρας μου. Και μετά κάναμε σιγά σιγά το ξενοδοχείο κι αυτά. Στην αρχή αρχή, ναι. Μετά, σιγά σιγά κάναμε έναν όροφο, κάναμε και τον άλλον. Εκεί τους άφησα εγώ τώρα, όπως είναι τώρα εκεί πέρα. Τους άφησα εγώ εκεί, ναι. 

Γ.Α.:

Και αυτό που μου αναφέρατε πριν και μου είπατε ότι ξεκίνησε κάτι, ένας πόλεμος, ήταν ο Εμφύλιος μεταξύ…

Ε.Κ.:

Ο Εμφύλιος ναι, ναι, ναι, ναι. Ναι, μεταξύ ο ένας τον άλλον. Πιο πολύ ήταν κι οι Γερμανοί με τους Ιταλούς τότε, ξέρεις. Ήταν, ερχόταν αυτοί οι καραμπινιέρηδες κάπως τους έλεγαν, είχαν μεγάλο αυτό. Σου λέω φόβος, τρόμος, σκότωναν, έκαναν.... Πολλά πράγματα, πολλά πράγματα έχουνε κάνει. Βέβαια, μέσα στο χωριό εμάς, δόξα τω Θεώ, και στις Πέντε Εκκλησιές, δεν έχουνε κάνει, μόνο επάνω πάνω στο εικόνισμα που έχουν σκοτώσει, έναν-δυο, κάτι έχουν σκοτώσει. Ένας ήταν πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου κιόλας από το, όχι από εδώ, από άλλο, από Κατσαίους να πούμε το σόι. Ναι. Εκεί ήταν πιο χειρότερα, εκεί πάνω. Πώς είχε γίνει αυτό δεν ξέρω,τώρα. 

Γ.Α.:

Και αυτό που μου αναφέρατε και μου είπατε ότι φύγατε και πήγατε στην Κέρκυρα. Αυτό πότε γίνεται, ποια περίοδο;

Ε.Κ.:

Αυτό τώρα ποια χρονολογία να είναι; Τι να σου πω, περίπου. Προτού βέβαια, προτού προτού να παντρευτώ εγώ και να κάνω, γιατί εγώ θα ήμουν 15 χρονών. Λιγότερο; Κάπου εκεί πρέπει να ήταν. Τώρα αυτό θα σε γελάσω, δεν το θυμάμαι ακριβώς. Καθίσαμε, καθίσαμε καιρό και εκεί πέρα, γιατί είπανε θα πάρουνε τους άντρες για φανταριλίκι και διώξανε τα γυναικόπαιδα να φύγουνε, και μείναμε εκεί πέρα, σ’ ένα σχολείο μέσα. Εκεί μαγείρευαν οι γυναίκες, πώς μαγείρευαν, πώς έκαναν τώρα, ε, παιδάκι κι εγώ. Μπορεί να ήμουν και μικρότερη, τι να σου πω. Γιατί... Όχι, μικρότερη ήμουν, γιατί με τον Σπύρο, τον αδερφό μου, ο Σπύρος γεννήθηκε αργότερα, όχι, όχι, μικρότερη. Μπορεί να ήμουν καμία 8-9 χρονών. Ε, τότε με όλη αυτή την αναμπουμπούλα, με όλα αυτά, ε, τότε μπορεί. 

Γ.Α.:

Και πώς μετακινηθήκατε; Σας πήρανε με τα καΐκια;

Ε.Κ.:

Με τα καΐκια ναι, ναι, ναι. Ναι, φύγαμε όλοι, φύγανε. Μας βάλανε μέσα σε σχολεία εκεί, όλοι μαζί. Τώρα παιδάκι ήμουν, τώρα, κατάλαβες. Ναι, ναι, μικρότερη ήμουν. Ε, τότε, τότε με τις φασαρίες αυτές όλες. Το '45, '46; Κάπου, κάπου, κάπου εκεί πρέπει να είναι. Μετά από το μέχρι το '50, για παράδειγμα, και γρηγορότερα, είχαν σταματήσει αυτά, δεν ήτανε... Οπότε… Εγώ παντρεύτηκα το '55, νωρίτερα, ναι. Ποια χρονολογία ακριβώς δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Αλλά πρέπει να ήμουν, όχι, όχι, πολύ μικρότερη, ναι. Από 10 κάτω, όχι απάνω, πρέπει να είναι που πήγαμε Κέρκυρα. 

Γ.Α.:

Και μετά επιστρέφετε πάλι στην Ηγουμενίτσα. 

Ε.Κ.:

Ναι, ναι, ναι. Και πάλι φύγανε, πέρασε η μπόρα αυτή, φύγανε. Οι Γερμανοί ήταν, οι Ιταλοί ήταν; Φύγανε αυτοί, τέλος πάντων, με τους Τούρκους που ήταν εδώ πάλι φασαρία. Φύγανε αυτοί όλοι, ξεδιαλέχθηκε. Ήρθαμε πίσω, δεν, πόσο θα καθόμασταν, ναι. 

Γ.Α.:

Και μετά τι κάνατε εδώ πέρα; Ξεκινήσατε πηγαίνατε σχολείο;

Ε.Κ.:

Ναι, πήγα σχολείο εδώ, πήγα σχολείο εδώ. Ναι. Είχα πάει και μια χρονιά στο σχολείο στο χωριό, αλλά όχι ακριβώς, γιατί πηγαινοερχόμασταν εμείς κι αυτό. Μία χρονιά. Βέβαια εγώ είχα χάσει χρονιά, χρονιές, και δεν τελείωσα σχολείο εγώ. Μέχρι Τετάρτη, γεννήθηκε ο αδερφός μου και μετά σταμάτησα. Οπότε, ναι, προτού πήγαμε και στην Κέρκυρα, ναι, μικρή, μικρότερη ήμουν, ναι. Αυτά.

Γ.Α.:

Και το '55 παντρεύεστε.

Ε.Κ.:

Το '55 παντρεύτηκα, τον Ιούλιο. Είμαι γεννημένη στις 14, 17 παντρεύτηκα. Το '55. 19 χρονών. Ναι. Και το '57, τον Δεκέμβριο, το '57, έφυγα για Καναδά. Για Καναδά το '57. 

Γ.Α.:

Επειδή εκείνη την περίοδο συνήθως γινόντουσαν προξενιά, εσείς παντρευτήκατε με προξενιό ή θέλατε;

Ε.Κ.:

Όχι, ούτε και με προξενιό δεν παντρεύτηκα ούτε και, τον ήθελα, με ήθελε. Θα σου δείξω κάτι φωτογραφίες μέσα μετά. Αλλά δεν είχαμε αυτό. Με ήθελαν κι άλλα παιδιά. Εκείνα τα χρόνια ήθελαν να τις δώσουν μικρές τις κοπέλες, δεν τις αφήναν μεγάλες. Αλλά επειδής ξέραμε τους δικούς του, και αυτόν τον ίδιον, ερχόταν στο μαγαζί στον πατέρα μου τώρα, ερχόταν στο ξενοδοχείο τώρα, κοιμόταν. Αυτός ό,τι δουλειές είχαν, δεν έφευγαν, εδώ από Κορύτιανη είναι, αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν την ίδια ώρα ή την ίδια μέρα, και σε φορτηγά και όπου να 'ναι από αυτοκίνητα. Οπότε και με ήθελε και τον ήθελα, αλλά επειδής ήταν σε χωριό αυτός, εγώ ήμουν σε πόλη, ήξεραν ότι ο πατέρας μου λίγο αδυναμία που μου είχε κι αυτά, δεν περίμεναν για να παντρευτώ εγώ, να τον πάρω αυτόν. Ήταν και λίγο πιο φτωχοί, ξέρεις, αλλά ήταν από καλή οικογένεια και δεν κοιτάξαμε εμείς αυτά. Αλλά τον ήθελα, όμως, τον ήθελα, ναι. Κι αυτός με ήθελε και μου λέει καμία φορά «Άμα ήξερα που με ήθελες» μου λέει. Αυτός μόλις [00:20:00]γύρισε από φαντάρος, 25 χρονών ήταν. Είχαμε έξι χρόνια διαφορά, γύρισε από φαντάρος, μετά έλεγαν «Να βρει να παντρευτεί, να κάνει κάτι», ξέρω εγώ τι να κάνεις. Αλλά έτσι ήταν η ζωή τότε. Ναι, οπότε έγινε και παντρευτήκαμε.

Γ.Α.:

Δηλαδή εσείς τον ξέρατε από το μαγαζί; Τον είχατε γνωρίσει;

Ε.Κ.:

Τον ήξερα, ναι, ναι, ναι, ναι. Τον ήξερα, τον ήξερα, με ήξερε. Ήξερα τη μάνα του, ήξερα τον πατέρα του. Η πεθερά μου, κάθε παιδί όταν πήγαινε, είχε τέσσερα αγόρια και μια κόρη. Η κόρη ήταν η πιο μεγάλη, η οποία ήταν παντρεμένη στην Σέλιανη, γιατί ο πεθερός μου κρατούσε από Σέλιανη, η πεθερά μου ήταν από Κορύτιανη, εδώ. Αυτή αρρώσταινε, όταν πήγαιναν τα παιδιά φαντάροι. Και αρρώστησε μια φορά και ήρθε, πήγε στο νοσοκομείο, στους Φιλιάτες, και όταν γύρισε, τώρα ετούτα τα λέμε όλα, όταν γύρισε από το νοσοκομείο δεν ήταν κατευθείαν, έπρεπε να έρθουν από 'δώ κι από 'δώ να πάνε... Ήτανε χειμώνας κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Κι εμείς είχαμε μια παράγκα απ' έξω, την οποία την έχουν αποθήκη τώρα οι εδώ οι δικοί μου, μια παράγκα απ' έξω, παράγκα ήταν, και κάναμε φωτιά και ο πατέρας μου έβραζε γάλα εκεί, έπαιρνε τα γάλατα κι έκανε γιαούρτια εκεί και δίναμε. Και ήρθε, λέει ο πεθερός μου, τον πατέρα μου τον λέγανε Γρηγόρη, « Γρηγόρη να πάει η βάβω να καθίσει λίγο μέσα στο, στην Γρηγόραινα εκεί;». «Ναι» του λέει. Επειδή είχαμε φωτιά, είχαμε ζέστη. «Ναι» του λέει ο πατέρας μου. Κι ήρθε. Εγώ ήμουν 12 χρονών τότε κι η πεθερά μου με είδε και λέει –εκεί παιδάκι εγώ τώρα, έμπαινα έβγαινα ποιος ξέρει– «Αυτή εγώ θα την πάρω νύφη». Ανύπαντρο άλλο μεγαλύτερο. «Θα την πάρω νύφη, αυτή θα 'θελα εγώ να πάρω νύφη για τον Δήμο». Τον άντρα μου τον λένε Δημήτρη και τον λέγανε Δήμο αυτοί, Δήμο, Δήμο. «Αυτή θέλω» έλεγε αυτή. Και το είχε πει. Εγώ το άκουσα εκεί και μου έμεινε. Ήταν όμορφος ο άντρας μου πολύ. Να στον δείξω. Εγώ το άκουσα εκείνο και το 'βαλα στο μυαλό μου, ξέρεις. Και όταν πήγε φαντάρος και γύρισε, έκανε ασβεσταριές, τέτοια πράγματα. Ο αδερφός του, μεγαλύτερος, και ο πεθερός μου αυτοί κάναν τέτοια πράγματα. Ήρθε ένα βράδυ να φέρει αυτός πράγματα εδώ να δώσει, ξέρω 'γώ που τα πήγαιναν, και εγώ κατέβαινα απ' αυτό τη σκάλα να πάω σε άλλο δωμάτιο σακάτω, δεν ξέρω πού, κι αυτός ανέβαινε. Τον είδα εγώ με τον φαντάρο, τον έχω φωτογραφία εκείνη, μου έχει μείνει. Τον είδα, λέω μέσα μου, τον ήθελα πολύ, τον ήθελα. Αλλά χωρίς να πούμε τίποτα, τίποτα, μιλιά. Ούτε αρραβωνιασμένη κάθισα εγώ, είκοσι τρεις μέρες, τίποτα. Τελείωσε, ντάνγκα ντάνγκα παντρευτήκαμε και τελείωσε. Έτσι που λες, αυτή ήταν η ζωή. Έτσι ήταν τα πράγματα τότε. Μετά παντρεύτηκε ο αδερφός του, μεγαλύτερος, έκανε γάμο, μας καλέσανε στον γάμο τον πατέρα μου. Πήγαινε ο πατέρας μου σε όλους, σε βλάχους έχω πάει, σε βλάχικους γάμους, σε πολλούς. Εγώ κι αυτός, δεν έβρισκε άλλος κανένας σειρά. Μικρή ήμουν 12, 13, 14, κάπου εκεί. Στους γάμους και στα πανηγύρια εγώ κι αυτός. Και μου άρεσε εμένα πολύ αυτό. Κατάλαβες; Πήγα στον γάμο, μας κάλεσαν στον γάμο, πήγα στον γάμο του κουνιάδου μου, πήγαμε στον γάμο. Το βράδυ όλο εκεί, γλέντια, αυτά που κάνανε εκείνα τα χρόνια, που δεν πιστεύω να τα 'χεις συναντήσει. Γλέντια, όχι αστεία. Ε, εκεί πήγαν πήραν και τη νύφη, εκεί εμείς, εγώ με κάτι κοπέλες τις γνώριζα πάλι που ερχόταν... Εγώ γνωρίζω πολύ κόσμο, τους πιο παλιούς τώρα, που ερχόταν στο μαγαζί μας, στο, κατάλαβες στο ξενοδοχείο, στο μαγαζί και γνωρίζω πολύ κόσμο αλλά τους παλιούς. Ε, και απ' αυτό γνώριζα κοπέλες. Και η νύφη, εκείνη τα χρόνια, έριχνε μια κουλούρα, την έκανε τρεις φορές έτσι όταν πήγαινε στο σπίτι της πεθεράς, τρεις φορές έτσι, και την πέταγε, ξέρεις, και όποιος την πιάσει. Και μου λέει μια κοπέλα εμένα εκεί –φίλες τώρα εμείς– «Πάμε μέσα» μου λέει. Είχαν ένα χαμηλό αυτοί, το είχαν μαγαζί οι πεθεροί μου εδώ. Μου λέει «Πάμε μέσα, γιατί», μου λέει, «τώρα τρέχουν τα παιδιά, τ’ αγόρια», μου λέει, «τ’ αγόρια για να πιάσουνε την κουλούρα», και ξέρεις τώρα να μην αυτό εμάς, το είχανε προσβολή. Και πέφτει η κουλούρα στο, όσα είναι τυχερά παιδί μου, πέφτει επάνω στα κεραμίδια κι εμείς ήμασταν σε ένα παράθυρο έτσι και είχαμε βγάλει και κεφάλι έτσι λίγο απ' έξω. Πέφτει επάνω στα κεραμίδια και από 'κεί και πέφτει στα χέρια μου. Σ’ εμένα και στην κοπέλα την άλλη, αλλά σ’ εμένα έπεσε. Τα παιδιά τρέχανε τώρα, την παράτησα εγώ μετά, απ' ό,τι μου είχε πει αυτή. Δεν ήξερα κι εγώ τι ακριβώς κάνουνε. Κατάλαβες; Ήξερα για κουλούρα και για τέτοια, γιατί τα κάναν και στο χωριό. Πήγαινα στο χωριό συχνά, και στην Οσδίνα και στην Κοκκινιά έχω πάει, έχω συγγενείς. Δεν άφηνα πουθενά να μην πάω. Ναι. Κι έτσι που λες με τον άντρα μου. Εκεί γνωρίστηκα. Τον ήξερα από 'δώ, τέλος πάντων, δεν υπήρχε θέμα. 

Γ.Α.:

Δηλαδή εσείς το ανακοινώσατε στους γονείς σας ότι εγώ…

Ε.Κ.:

Όχι, ο πατέρας μου. Ήξερε, καταλάβαινε, και τον ήθελε ο πατέρας μου πολύ, ξέχασα να σου πω. Ο πατέρας μου, μόλις τον έβλεπε και ερχόταν στο μαγαζί, ο άντρας μου είχε σγουρό μαλλί, όπως έχει κι ο Κώστας τώρα, αλλά το είχε τσακιστό, ο Κώστας τ' αφήνει. Σγουρό μαλλί. Μόλις ερχόταν στο μαγαζί μέσα, η χτένα, υπήρχαν, τα μαγαζιά είχαν και καθρέφτες πολύ εκείνο τον καιρό. Έμπαιναν μέσα, κοίταγαν τον καθρέφτη. Αυτός κοίταζε έτσι, ξέρεις, αυτό, χτενιζόταν κι αυτό. «Ετούτο το παιδί εγώ θέλω», τον άκουγα εγώ τώρα, «θέλω εγώ για την Βαγγελή μου» έλεγε αυτός. Μιλιά εγώ. «Τούτο θέλω εγώ». Μετά, αυτός ήξερε λίγο κουρέας, όχι ότι είχε πάει, και ήλεγε απ’ την αρχή, εμείς είχαμε τον διάδρομο εκεί που, το ένα το μαγαζί του Σταυρόπουλου, το ένα τ' αυτό, ήταν ο διάδρομος μαζί αλλά τώρα είναι των δικών μου εδώ. Και ήταν, είχαμε, ήταν ένας κουρέας εκεί πέρα, εκεί στον διάδρομο, ένας κουρέας, και έλεγε ο πατέρας μου «Ένας, δεν θέλω εγώ να ξέρει τίποτα, ένας κουρέας να είναι, όπως ο Σιούτης εδώ», κάποιος που τον έλεγαν. Έτσι τόση δουλειά είχε, είχε δουλειά. Τόσο αυτό, ένας κουρέας. Κι αυτός όχι ότι και ήξερε. Πώς αυτό, δεν ξέρω, πήγε φαντάρος «Τι ξέρεις;», «Ξέρω ετούτο», «Τι ξέρεις;», «Ξέρω εκείνο», και άρχισε εκεί πέρα, όχι μαγειρική. Μάγειρας, μάγειρας; Τα πιο καλά φαγητά. Καλύτερα από μένα σε πολλά πράγματα, παράδειγμα τότε, τώρα, ε. Πολύ αυτό. Οπότε έτσι ήταν εκείνον τον καιρό. Και ήξερε ο πατέρας μου «Τον θέλω», δεν ήταν χαζός. Ο πατέρας μου ήταν μέχρι εκεί πάνω, θηρίο. Δεν του έμοιασε κανένας. Τέλος πάντων. Η μάνα μου ήταν κοντή, η μάνα μου ήταν κοντούλα. Την έμοιασα. Έτσι που λες. Εσύ άμα θέλεις κάτι άλλο κι αυτό πες μου. 

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε λίγο... Θυμάστε ο γάμος σας πώς ήταν; 

Ε.Κ.:

Ο γάμος μου; Θα σου τον δείξω μέσα τώρα να ιδείς φωτογραφία. Παντρεύτηκα, δεν κάναμε μεγάλο γάμο. Ήρθαν αυτοί καμιά δεκαπενταριά από κει, οι πιο στενοί, κι εμείς εδώ, φίλοι, φιλενάδες εδώ. Ήρθανε, πήγαμε μετά την εκκλησία, εδώ, στεφανώσαμε, κάναμε το τραπέζι μες στο μαγαζί μας, μες στο μαγαζί. Απέναντι ήταν ένας απ’ το μαγαζί μας, ήταν ένας μάγειρας, είχε μαγειρείο και επειδής τότε του είχαν πει τι φαγητά θα κάνει, και τα έφερνε από τακ, από απέναντι τα έφερνε κατευθείαν κι αυτό. Και καλός, καλός. Θα δεις τώρα φωτογραφίες. Καλός ήταν ο γάμος, δεν ήταν αυτό, ήταν καλός. Με κλαρίνα, μ' αυτά... Ε, μέχρι αυτό, και το απόγευμα μετά εμείς πήγαμε Κέρκυρα. Δυο-τρεις μέρες. Έτσι ήταν, ήταν, έτσι ήταν τα χρόνια τότε. Δεν είναι όπως τώρα. Η ζωή έχει περιπέτειες, αλλά είχα καλό άνθρωπο όμως. Αυτό μετράει. Τι να κάνουμε. Μου έφυγε γρήγορα όμως, πολύ γρήγορα όμως.

Ε.Κ.:

Ούτε 73 ακριβώς δεν ήτανε. Τότε που έπρεπε να ζήσω, γιατί δυσκολεύτηκα και στον Καναδά μη νομίζεις, δεν ήταν όλα [00:30:00]ρόδινα. Δούλεψα σκληρά, πάρα πολύ σκληρά, εφτά χρόνια δούλευα. Για εφτά χρόνια κάθε μέρα, 14 με 15 ώρες την ημέρα δούλευα. Αν ήταν το μαγαζί, τα Χριστούγεννα συνήθως, κι ήταν Έλληνες και ήθελαν, το κλείνανε, εγώ σερβιτόρα ήμουνα, και το κλείνανε, θα πήγαινα να κάνω με τον άντρα μου, με τα παιδιά μου, αλλιώς όχι. Πάσχα; Δυο-τρεις φορές αν έχω κάνει αυτό, Πάσχα, αυτά τα χρόνια. Τα εφτά  χρόνια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ μου. Κούραση; Μου πέφτανε τα χέρια. Ύστερα εμείς εκεί τα πιάναμε έτσι τα πιάτα, εδώ, όχι δίσκους. Έπιανε τούτο εδώ δέκα πιάτα, ένα κοντά το άλλο, πανητά αυτά. Τρία ποτήρια έπιανα, γεμάτα ε, τρία ποτήρια γεμάτα. Ήμουν πολύ καλή, όμως, και παρ' όλο που αυτό, ήμουν πολύ γρήγορη. Πολύ γρήγορη στη δουλειά. Πού με έβλεπες, πού παρουσιαζόμουν, δεν μπορούσες να καταλάβεις.  Η μία –πέθανε η καημένη, Θεός σχωρέσ’ την,  από την Βέλλιανη πέρα εδώ– έλεγε «Μώρε σπίρτο, μώρε σπίρτο» μου ’λεγε. Τόσο πολύ. Εδώ παρουσιαζόμουν, εκεί βρισκόμουν. Πολύ γρήγορη. Μας έκανε και η ανάγκη, να βγάλεις λεφτά. Κατάλαβες; Ο άνδρας μου είχε ένα κουρείο δικό του. Νοίκιασε και είχε δουλειά δικιά του. Είχε πελάτη; Εντάξει. Δεν είχε; Δεν τον πείραζε. Αλλά τελευταία έκανα περισσότερα λεφτά εγώ απ' αυτόν. Ήταν τα τυχερά εκεί. Δεν ήταν μεγάλος ο μισθός, αλλά τα tips πάρα πολλά. Πήγαινες με τις τσέπες άδειες και γύριζες με τις τσέπες γεμάτες. Πολύ καλά, πολύ καλά. Πήγα και μια φορά το '99, πήγα με τις κοπέλες, με την Λένα, με την Χαρά και με την Μαίρη, πήγαμε. Εκείνο ήταν το τελευταίο μου ταξίδι, δεν αυτό. Ο άντρας μου δεν τον πείραζε, εγώ όμως ήθελα. Και τώρα αν ήμουν νέα και τώρα θα πήγαινα μια βόλτα. Να ήμουν τουλάχιστον, όχι πολύ, τώρα είμαι 85 χρονών, να ήμουν 10-15 χρόνια νεότερη, θα πήγαινα μια βόλτα. Ζεις, κατάλαβες; Και ήμασταν καλά, είχαμε καλές φιλίες εκεί. Εδώ ο κόσμος δεν ζει, δεν συναντιέται, δεν έχει επαφές. Συγγενείς, ξεσυγγενείς πιο χειρότερα. Τι σου είπα προηγουμένως; Ότι εγώ στην Οσδίνα τα έχω φέρει όλα γύρω εκείνα τα σπίτια, μπορεί κι εσύ να μην τα έχεις φέρει όλα. Των Μπατσαίων, του αλλουνού, των Τζακαίων, όλα τα έχω φέρει γύρα, γιατί γινόμασταν συγγενείς. Τώρα πέρα βρέχει, δεν γίνεται ο άνθρωπος συγγενής. Τι δεύτερον ξάδερφο, ή πρώτον, καλά πρώτον, εντάξει, δεύτερον και τρίτον, πώς είσαι εσύ τώρα με τα παιδιά μου παράδειγμα, η μάνα σου, όχι εσύ, να πούμε, κατάλαβες; Γινόταν ο κόσμος εκείνα τα χρόνια, τώρα δεν είναι αυτά, δεν υπάρχει. Διαφορετικά είναι. Αυτά, Γιάννα μου. Ό,τι θέλεις εσύ, ρώτησε με. Πιες και κάτι. 

Γ.Α.:

Να σας ρωτήσω. Όσο ήσασταν εδώ πέρα στην Ηγουμενίτσα και παντρευτήκατε, τι κάνατε, πώς ήταν η ζωή σας εδώ. Βγαίνατε; Είχε καφενεία; Τι είχε η πόλη; 

Ε.Κ.:

Τι είχε; Λίγα πράγματα. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Τούτο το μέρος εδώγια, αυτό από κάτω μέχρι πάνω πάνω λεγόταν και Γράβα. Έτσι το λέγανε εδώ, Γράβα. Εδώ δεν ήταν, εδώ είχε κάτι χαμηλά σπίτια, κάτι άλλα χαμηλά πιο πέρα. Όχι εδώ κοντά, δεν υπήρχαν. Είχα φιλενάδες. Έβγαινα στα σπίτια, στα σπίτια. Μια φιλενάδα παιδάκι κι εγώ τώρα, δεν ήμουν και καμιά αυτό, πήγαινα με τις φιλενάδες, έπαιζα, έκανα. Η μάνα δεν μου έλεγε τίποτα, αλλά πάλι όμως μέσα στο σπίτι βοήθαγα τη μάνα μου. Ό,τι μπορούμαν. Πλέναμε τα ρούχα του ξενοδοχείου όλα με το χέρι, τα έπλενε η μάνα μου, Θεός σχωρέσ’ την, με το χέρι, δεν υπήρχε πλυντήρια τότε. Τόσα σεντόνια, τόσα αυτά να πούμε, τα ’πλενε. Κι εγώ εκεί, ό,τι μπορούσα να κάνω, κατάλαβες; Το μόνο πράγμα που δεν είχα μάθει προτού να πάω, δεν ήξερα να κάνω φύλλα, πίτα. Κι εμείς οι Ηπειρώτες τη θέλουμε την πίτα. Δεν ήξερα φύλλα και την πίτα τη θέλουμε, ενώ τα άλλα ήξερα, γιατί με έβαζε η μάνα μου, χα, κάν’ το εκεί και το έκανα. Αλλά όταν πήγα στον Καναδά και θέλησα, εκεί που ήταν ο άντρας μου μέσα στη γη, τόσα μέτρα κάτω, εκεί έκοψε ένα ξύλο και το ’χω, να σου το δείξω κιόλας. Το έχω, μου ’κοψε ένα ξύλο και μου το 'φερε κι έκανα πίτες. Δεν ήταν καλή, καλό; Το πέταγα. Δεν μου έκανε κανένας παρατήρηση, ούτε η πεθερά ούτε ο άντρας αυτό, και είχαμε πιαστεί, είχαμε λεφτά μπορούσαμε να ζήσουμε αυτά τα πράγματα, κατάλαβες; Οπότε δεν με πείραζε. Κάνε χαχα, τακ και κάνω τώρα. Αλλά τώρα δεν μπορώ. Τώρα δεν μπορώ και βάζω την Κλεοπάτρα, της λέω «Κάνε εσύ τα φύλλα» κι εγώ της λέω... Η Μαίρη μου δεν ξέρει να κάνει ακόμα καλά. Κάνετε εσείς; Ούτε κι εσείς. Η Λένα δοκίμασε κάποτε και καλά τα ’χε κάνει, αλλά πέρασαν και κάτι χρόνια που έκανε. Τώρα έχει τον μπέμπη, άσ’ την τώρα, βοήθεια θέλει τώρα. Ε, τα μαθήματα. Έτσι που λες. 

Γ.Α.:

Και πώς αποφασίζετε να φύγετε κι εσείς για τον Καναδά;

Ε.Κ.:

Κοίταξε, ε, ήταν καλύτερα. Λέμε θα πάμε Αμερική, Αμερική, λέμε αυτό. Πάμε Αμερική, εκεί θα βρούμε, όπως ’λέγαν όλοι, θα βρεις τα δολάρια, λες και θα σου τα δώσουν. Ε, για καλύτερα πήγαμε κι εμείς, για καλύτερα, και καλύτερα μας βγήκε. Κάναμαν ετούτο όλο εδώ, πέρα που έχουμε το μαγαζί, το φροντιστήριο από πάνω. Πάλι το οικόπεδο μου το ’δωσε ο πατέρας μου εκεί πέρα. Τα άλλα όλα τα κάναμε μόνοι μας, εμείς. Κάναμε περιουσία μεγάλη, μεγάλη περιουσία έχουμε κάνει. Ασχέτως τώρα που έγιναν τα πράγματα και λες να μην είχα τίποτα, παρά μονάχα ένα σπίτι μόνο. Κατάλαβες; Ναι, γι' αυτό φύγαμε. Για καλύτερη ζωή φύγαμε. Σου είπα, η Αμερική ακουγόταν, η Αμερική. Τελείωσε, αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Οπότε τι να κάνουμε; 

Γ.Α.:

Θυμάστε πώς ήταν το ταξίδι που κάνατε;

Ε.Κ.:

Αααα, θυμάμαι, θυμάμαι το ταξίδι. Α, μπράβο, πες μου ό,τι θέλεις. Το ταξίδι, φύγαμε από δω, πήγαμε μείναμε, επειδής, τέλος πάντων… Φύγαμε και πήγαμε… Όταν πήγαμε στον Πειραιά τώρα να πάρουμε το καράβι, ήταν του Αγίου Νικολάου. Την ώρα που εμείς μπαίναμε στο καράβι, εκείνη την ώρα έβγαζαν τον Άγιο Νικόλαο στον Πειραιά και ανεβαίναμαν επάνω. Μας πήγε ο αδερφός μου, αυτός ζει αλλά γέρασε τώρα, αυτό. Μας πήγε εκεί, μπήκαμε πήγαμε, το παιδί εγώ στα χέρια μωρό, αυτά, τέλος πάντων. Φτάσαμε, με το καράβι τώρα για να φτάσουμε πού; Και φτάσαμε, λέγεται Χάλιφαξ. Στο Χάλιφαξ βγήκαμε αλλά τι; Κάναμε, ήταν χειμώνας και κάναμε δώδεκα μερόνυχτα. Έβλεπες ουρανό και θάλασσα. Τίποτε άλλο, τίποτε άλλο, τίποτε άλλο. Καλά έκανες και με ρώτησες. Τίποτε άλλο. Οπότε σου ερχόταν, Δεκέμβριος τώρα, δεν έμεινε κανένας, είχαν βάλει τριχιές δεμένες για να πάμε τουαλέτα, να πάμε αυτό, για να μπορείς να κρατηθείς, γιατί τα κύματα έβγαιναν πάνω από το καράβι, ε, μέρα νύχτα αυτά. Παρακαλούσες να πεθάνεις και δεν έβγαινε η ψυχή. Πολλή νίλα αυτό. Ένας από την Θεσσαλονίκη και ο άντρας μου, αν ήταν κι αλλού σε άλλο μέσα εκεί δεν ξέρω, αυτοί οι δυο δεν, ζαλίστηκαν, αλλά όχι… Όλοι οι άλλοι καταής, παιδί μου, και βγήκαμε στο Χάλιφαξ, έτσι λεγόταν. Βγήκαμε εκεί, από εκεί έπρεπε να πάρουμε τρένο τώρα να φτάσουμε εκεί που έπρεπε να πάμε. Εγώ φτάσαμε στο Σάντμπουρι, έτσι λεγόταν Σάντμπουρι. Φτάσαμε στο Σάντμπουρι εκεί, μας περίμενε ο αδερφός μου, εκεί που σου είπα γρηγορότερα, είχε νοικιάσει και σπίτι. Μ’ άφησε εμένα, κάθισε και μια βραδιά εκεί, πού τον είδαμε μας είδε, πήρε τον άντρα μου κι έφυγε. Κι εκεί που ήταν, [00:40:00]πόσο μακριά ήταν. Αλλά και με το τρένο κάναμε τρεις μέρες, τέσσερις να φτάσουμε. Πάλι και κάτι στάσεις και κάτι αυτά, αργήσαμε πάλι. Ταλαιπωρία εκεί μεγάλη. Αυτό ήταν το ταξίδι εκεί πέρα. Αλλά το καράβι όμως. Και δεν το θέλω και καθόλου. Γύρισα με καράβι στα 7 μου χρόνια, γύρισα με καράβι, αλλά μετά το αεροπλάνο δεν τ’ αλλάζω με τίποτα. Παρόλο που συμβαίνουν τόσα, δεν τ’ αλλάζω το αεροπλάνο. Είναι Θεού χαρά. Και το λεωφορείο που είχα έρθει κάνα δυο φορές από Αθήνα εδώ, πωπω, χάλια. Αυτά που λες. 

Γ.Α.:

Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν φύγατε από δω, από την πόλη, αφήσατε τους γονείς, τους συγγενείς; 

Ε.Κ.:

Κλάμα, κλάμα, σου είπα. Κλάμα, κλάμα, που πήγα εκεί και δεν ήταν, γιατί εγώ τότε κατάλαβα που παντρεύτηκα, γιατί εγώ έμεινα μέσα στους δικούς μου. Κατάλαβα ότι που παντρεύτηκα, κατάλαβα ότι είχα ένα μωρό παιδί χωρίς... Ήταν η μάνα μου εδώ, ήταν αυτά, στα 20 τη γέννησα την Μαίρη, είχα αυτό. Πάω εκεί, φεύγει κι ο άντρας μου δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα. Κλάμα μέρα νύχτα κι έγραφα γράμματα, κι έγραφα, κι έγραφα… Και μου ’λεγε αυτή η συγχωρεμένη «Θα ρθεί καιρός που θα ξεχάσεις». Μου ’λεγε «Θα ρθεί καιρός, θα περάσει, μην κάνεις έτσι». Με φρόντισε, όμως, πολύ. Αλλά λεφτά ο αδερφός μου της, για να, ξέρεις. Φτωχή ήταν κι εκείνη, μη νομίζεις και εκεί ότι ήταν πλούσιος ο κόσμος. Όσοι δούλευαν, ήταν. Όσοι δεν δούλευαν, όπως ήταν και όπως είναι. Άμα δεν δουλέψεις, δεν μπορείς να βγεις πέρα. Ε, γι' αυτό φύγαμε και πέρασε η ζωή μου. Ε, μετά ήταν διαφορετικά, μετά που πήραμε το σπίτι εκεί πέρα κι αυτά... Γέννησα και τον Κώστα, μάθαμε και τη γλώσσα καλύτερα. Εγώ δεν πήγα σχολείο, δεν πήγα, αλλά συνεννογιόμουν τα πάντα όμως, δεν είχα πρόβλημα. Και τις παραγγελίες μου τις έμαθα και τις έγραφα. Γιατί χωρίς αυτό, να γράφεις, σε 1.000 άτομα μέσα, δεν μπορούσες να θυμηθείς τις παραγγελίες σου. Τα έγραφα. Τώρα όμως παίρνω και ξεχνάω, να σου πω. Είναι και χρόνια, είναι και χρόνια κι εδώ. Βέβαια, είχα ένα παιδί κάποτε εδώ, από το Αφγανιστάν, δεν ξέρω πούθε ήταν, ένα κοντούλικο, ένα τσιγγανάκι το ’λεγες, τόσο καλό παιδί κι αυτό ήξερε κι αυτό, όπως ήξερα κι εγώ, μη νομίζεις, και τα μιλάγαμε. Τώρα εγώ, τα μιλάνε οι κοπέλες, τα μιλάω κι εγώ λίγο στον Αναστάση, αλλά με βολεύουν καλύτερα τώρα τα δικά μου, τα ελληνικά μου, κατάλαβες; Και παίρνω κι αυτό, αλλιώς. Ναι συνεννογιόμουν παντού, δεν είχα πρόβλημα. Όχι. Ήμουν δραστήρια χωρίς, σου είπα, ούτε να πάω σχολείο ούτε τίποτα. Πού σχολείο; Έλεγες πού να δουλέψω. Ναι, και ιδίως τέτοια δουλειά που βρήκα εγώ τώρα. Μου άρεσε, όμως, η δουλειά. Πήγα σε ένα ρέστοραν να πιούμε καφέ το πρωί που έψαχνα για δουλειές και βλέπω μια σερβιτόρα και είχε πάρει τα πιάτα εδώ, και πώς είναι καμιά φορά. Αισθάνθηκα μια αυτό ότι, α να το κάνω παράδειγμα, πώς να στο πω. Και πραγματικά αυτό έκανα και δεν την άλλαζα με τίποτα.  Πήγα μια φορά στο Μόντρεαλ, είχα μια φιλενάδα. Ιστορίες, παιδί μου. Είχα μια φιλενάδα και ο άντρας της δούλευε με τον δικό μου, εκεί, στα ανθρακωρυχεία μέσα. Εγώ ήμουν έγκυος στον Κώστα, στον Gus. Πήγα εκεί, μου λέει αυτή, αυτή έμενε στο Μόντρεαλ. Είχε έρθει κι αυτή εκεί, τέλος πάντων, κανονίσαμε με τον άλλον και κάπου κάπου είναι αυτός πάλι εδώ κοντά κάπου είναι, τέλος πάντων αν θυμηθώ. Και κινάμε, μου λένε, μου λέει «Δεν έρχεσαι κι εσύ;». Δεν ήμουν πολύ έγκυος εγώ, κάνα 2 μηνών, δεν ξέρω. «Δεν έρχεσαι», μου λέει αυτή, «στο Μόντρεαλ;». Δεν είχαμε τότε καλά πιαστεί, ο άντρας μου ήταν εκεί μέσα που δούλευε κι εγώ… «Έλα», μου λέει, «θα πιάκεις δουλειά» μου λέει. Τι; «Μοδίστρα». Ήξερα λίγο μοδίστρα, όχι τη μοδίστρα, αλλά ήξερα, είχα πάει, είχαμε εδώ, έχω πάει και μου ’πιανε το χέρι κι αυτά. Πήγα εγώ εκεί πέρα, που λες, για να, στο Μόντρεαλ, μαζί… Και την κοπέλα εγώ, ε; Τέλος πάντων, πηγαίνω εκεί, πάω στη δουλειά. Σε, να σου δίνουν κομμάτι και να το δώκεις φόρεμα. Η μηχανή αυτή ήταν με το ρεύμα. Εγώ δεν ήμουν μαθημένη. Μου λένε εκεί «Θα πάρεις, για να μπεις μέσα τώρα σήμερα που ξεκινάς, θα έχεις ένα ψαλίδι δικό σου». Πήρα ένα ψαλίδι δικό μου, αγόρασα ψαλίδι, πήγα. Πάω να πάρω τα κομμάτια. Μόλις πήγαινα να βάλω το κομμάτι εδώ, εκείνο έχει ιστορία, αυτό, πήγαινα να κάνω «γκρ» να βάλω το πόδι να ξεκινήσει, πήγαινε αλλού γι’ αλλού η μηχανή. Δεν μπορούσα με τίποτα. Έδωσα, πήρα, τέλος πάντων, έκανα. Δεν έβγαλα τίποτα εγώ. Πήγε μεσημέρι, λέει μεσημέρι είναι, break time τώρα λέει, θα πας να καθίσεις, να καθίσετε. Βγαίνω εγώ και δεν ξαναμπήκα μέσα, δεν ξαναπήγα. Άφησα και το ψαλίδι μου και όλα, δεν ξαναπήγα μέσα. Οπότε έμεινα τρεις μήνες σε κάποια δικιά μας, από τις Πέντε Εκκλησιές, Νίκα, ήταν κι αυτή εκεί. Και νοίκιασα σπίτι, το σπίτι τους εκεί νοίκιασα κι αυτό, κι έμεινα τρεις μήνες εκεί εγώ, χωρίς τον άντρα μου πάλι. Άλλη στεναχώρια εκείνη πάλι χωρίς, χωρίς τον άντρα μου, να πούμε. Και μετά που πήρε το σπίτι, που πήρε σπίτι μετά ο άντρας μου, σου είπα προηγουμένως, πήγα κι εγώ κι έμεινα εκεί και τακτοποιηθήκαμε. Είχαμε σπίτι μετά εκεί υπερλούξ. Ε, καινούριο κιόλας, κι αυτά. Είναι, είναι ιστορίες, είναι ιστορίες, είναι πολλές ιστορίες. Πρέπει για, να κάθεσαι αυτό. Ξέρεις πότε τα σκέφτομαι όλα; Τη νύχτα, τη νύχτα τα σκέφτομαι όλα, τα βρίσκω όλα. Η μέρα περνάει, πότε δω πότε κει. Έτσι που λες. 

Γ.Α.:

Δηλαδή πόσο διάστημα μείνατε χώρια με τον άντρα σας;

Ε.Κ.:

Ε, 2-3 μήνες στην αρχή που έμενα, ε, τόσο, 3-4 μήνες χώρια. Δεν έμεινα πιο περισσότερο, όχι. Και δεν ήθελα να μείνω. Και μέχρι τώρα, άμα αυτό, δεν ήθελα να μείνω χωρίς τον άντρα μου, ποτέ. Πάντα, πάντα, πάντα. Κι εδώ που ήρθαμε, και παρέες που κάναμε κι αυτά, μαζί, ναι. Κι αυτός κι εγώ, ήμασταν αυτό. Ε, ήτανε, ήτανε διαφορετικά μωρέ, ήταν διαφορετικά, ήμασταν αλλιώς ο κόσμος, τώρα δεν τους νοιάζει τώρα, ούτε στις γυναίκες ούτε στους άντρες. Εύκολα χωρίζουνε, εύκολα τα φτιάχνουνε. Τι να πεις, δεν ξέρω. Όχι, πέρασα καλή ζωή εγώ. Από το '55 μέχρι άσ’ το να πάει. Τέλος πάντων. 

Γ.Α.:

Αυτό που μου είπατε πριν, ότι μετά μείνατε σε μία περιοχή που ήταν στη δουλειά του άντρα σας. 

Ε.Κ.:

Ναι;

Γ.Α.:

Και ζούσατε σε τροχόσπιτο;

Ε.Κ.:

Αααα εκεί; Ναι, ναι. Έμεινα περίπου 8-9 μήνες εκεί. Έμενα εκεί στο τροχόσπιτο, ναι, αλλά ήταν με κρεβατοκάμαρες, με τα πάντα μέσα. Μεγάλα τροχόσπιτα. Κι όλα τέτοια ήταν εκεί, εκεί ήταν όλο τροχόσπιτα. Από την ώρα που έφυγα εγώ από τη γριά, που με αφήσανε και φύγανε, εκεί πήγα στο τροχόσπιτο. Δεν μπορούσαν, έπρεπε να βρουν σειρά, κάποιος να φύγει για να βρούμε τροχόσπιτο για να πάμε. Κι έμεινα κάπου 8-9 μήνες έμεινα στα τροχόσπιτα. Και μετά φτιάξανε, είχαν ήδη βάλει νερό, φτιάξανε τα σπίτια πιο έξω από εκεί, πόσο να ήταν, 4 χιλιόμετρα, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, και πήγα στο σπίτι εκεί μετά και μείναμε εκεί. Ναι, ήταν πόλη εκεί. Εκεί βάφτισα και το παιδί μου, τον Κώστα. Εκεί. Εκεί γεννήθηκε, στο νοσοκομείο εκεί, ναι. 

Γ.Α.:

Η περιοχή αυτή με τα τροχόσπιτα είχε μόνο τροχόσπιτα, ήταν σαν χωριό; 

Ε.Κ.:

Μόνο, όχι, μόνο τροχόσπιτα ήταν. Ήταν μια, πώς να το πούμε, ένα χωράφι, τι να πω τώρα, πώς να το εξηγήσω αυτό. Μια [00:50:00]περιοχή όλο τροχόσπιτα και μέσα που ήταν που πήγαιναν και δούλευαν, έσπαγαν πέτρες, ουράνιο. Έβγαζε ουράνιο εκεί, ουράνιο έβγαζε. Εκεί έπρεπε να κάθεσαι από πάνω και να σπας τις πέτρες σε σίδερα κι αυτό. Άμα έπεφτες μέσα, πήγες… Και την πάτησα μια φορά. Ήταν τότε που την Μαίρη αυτό κι έγκυος εγώ. Το τροχόσπιτο μέσα είχε τρία ρολόγια. Ένα στο σαλόνι, ένα στην κουζίνα εδώ, ένα είχαμε εμείς, το ξυπνητήρι κι αυτά στην κρεβατοκάμαρα, τρία ρολόγια. Και εγώ σηκώνομαι, έπρεπε να ρθεί ο άντρας μου τώρα –δούλευε το βράδυ, δούλευε βραδινός– κι έπρεπε να ρθεί. Εγώ ήξερα τώρα ότι εκεί είναι επικίνδυνα, γιατί άμα πέσει μέσα, πάει, τον έλιωσε ο μύλος. Και δίπλα είχαμε έναν, ήταν πολλοί, αλλά ήταν Γάλλος δίπλα από εμάς, τον έλεγα Μαρς. Κι εκεί, καμιά φορά, σηκώνομαι το πρωί εγώ, βλέπω το ρολόι. Παράδειγμα, αν ήταν 08:00 που να ήταν ο άντρας μου σπίτι, εγώ το είδα 10:00, δεν ξέρω πόσο το είδα. Βλέπω το ένα, βλέπω το άλλο, βλέπω το άλλο και όλα τα έβλεπα το ίδιο. Τώρα έξω χειμώνας, χιόνια, δεν μπόρεγες να βγεις. Τώρα τι να κάνω εγώ εκεί; Γλώσσα τίποτα. Αυτό πάλι ήταν τρομακτικό. Πηγαίνω, σηκώνομαι, την κοπέλα στα χέρια, δεν την άφηνα πάλι μωρό, και φεύγω και πάω και χτυπάω την πόρτα του Γάλλου μέσα, οικογενειάρχης κι αυτός. Χτυπάω εκεί, ήξερα εγώ να πω, ήξερα μόνο που ήταν Τζίμης. «Τζίμης, Τζίμης» και κλάμα κι αυτό. Κατάλαβε αυτός τώρα. Τι κάνει; Σηκώνεται ο άνθρωπος, με παίρνει μες στο αυτοκίνητο μαζί με την κοπέλα και πάμε. Δεν ήταν μακριά πολύ, αλλά ήταν αυτό, ούτε 3 λεπτά, 4 με τ’ αμάξι αυτός. Πήγαμε εκεί, μόλις μπαίνω μέσα εγώ για να πάμε στο γραφείο να ρωτήσουμε, δεν είχα πάει άλλη φορά, βλέπω το ρολόι απέναντι, η ώρα ήταν κανονικιά. Τέλος πάντων. Αφού πήγαμε εκεί, λέει αυτός έτσι κι έτσι. Ειδοποιούν αυτοί κάτω, μέσα στη γη, λένε ότι αυτό «Όχι, δεν έχει τελειώσει» λένε αυτοί. Με είδαν εμένα, γλώσσα δεν ήξερα. Εγώ, όμως, μόλις είδα εκεί κατάλαβα. Μετά μου λέει αυτός «Πάμε». Με πήρε πάλι και κλάμα εγώ μετά κι όταν ήρθε ο Δήμος. Κλάμα, να μην μπορώ να σταματάω, να κάνω. Είπα, τι να σου πω, το τι περνάει ο άνθρωπος; Με λίγα λόγια, μεγάλες ιστορίες, μεγάλες ιστορίες. Είπα πάει τώρα. Και τι να κάνω; Και ο αδερφός μου τώρα είχε φύγει από κει, είχε πάει αλλού, σε άλλη πόλη εκείνος πάλι, δεν ήταν εκεί. Οπότε τι θα έκανα εγώ; Γλώσσα τίποτα σου λέω, τίποτα. Ε, Τζίμης και αου αου και τίποτα άλλο, δεν ήξερα, καλά που το ’ξερα κι αυτό! Τέλος πάντων, μακάρι να σε βοηθήσουν, παιδί μου. Να είσαι καλά και να σε βοηθήσουν. Ό,τι μπορείς, ό,τι νομίζεις ότι σου είναι χρήσιμο. Και ακόμα θέλεις κάτι να με ρωτήσεις. 

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε λίγο πώς περνούσατε τις μέρες σας εκεί πέρα; 

Ε.Κ.:

Πού; 

Γ.Α.:

Στον Καναδά. 

Ε.Κ.:

Στον Καναδά; Πώς περνούσα τις μέρες; Αφού δούλευα, περνούσαν οι μέρες.

Γ.Α.:

Πριν ξεκινήσετε τη δουλειά, όταν ήσασταν…

Ε.Κ.:

Ααα, ε, νοικοκυρά στο σπίτι. Μαγείρεμα, να μαγειρέψω να φάμε, να ρθεί ο άντρας να φάει ή και ο αδερφός μου όταν ήταν εκεί. Ήταν εντάξει, δεν υπήρχε θέμα. Εντάξει. Την κοπέλα την είχα, έγκυος έμεινα. Δεν μείναμε και πολλά χρόνια εκεί. Εκεί δεν μείναμε πολύ καιρό, γιατί μετά έκλεισε. Αυτό μετά έκλεισε το εργοστάσιο αυτό και γι’ αυτό και φύγαμε, και καλύτερα.

Ε.Κ.:

Κι ο άντρας μου επειδή ήξερε κουρέας, πήγαμε σε μια άλλη πόλη, λεγόταν North Bay, πήγαμε εκεί και δούλευε αυτός, έπιασε δουλειά σε ένα κουρείο. Εγώ στο σπίτι και τότε, αλλά βρήκα, βρήκα Έλληνες τώρα εδώ. Εδώ βρήκα Έλληνες. Φιλενάδες, κάναμε τραπέζια, πότε κάναν αυτοί, πότε κάναμε εμείς. Εμείς περάσαμε καλά μετά. Τραπέζια...Ο άντρας μου ήταν πολύ με την παρέα, με κόσμο. Ιδίως στο Τορόντο, στο Τορόντο ήμασταν... Μόλις αυτό θα πήγαινα, εγώ δούλευα τώρα περισσότερο, αλλά τα παιδιά μας, όμως, τα κοιτάξαμε μόνοι μας. Ένας μέρα αυτός, και ένας νύχτα. Εγώ μέρα κι αυτός, λάθος έκανα. Ναι, εγώ μέρα κοίταγα τα παιδιά, δούλευα βραδινή, γιατί εγώ μπορούσα, κι αυτός δούλευε την ημέρα, κατάλαβες; Και δεν τ’ αφήσαμε πουθενά τα παιδιά, ούτε σε πεθερούς, ούτε υποχρεώσεις πουθενά, ούτε τίποτα, τίποτα, καθόλου.  Έτσι που λες. Κάναμε παρέες πολλές, κουμπάρους έχω πολλούς στον Καναδά. Έχουμε βαφτίσει, έχουμε στεφανώσει. Άλλη μια περιουσία θα είχα, γιατί εκεί κάναμε και δώρα, δεν κάναμε κολοκύθια αυτό, άλλη μια περιουσία θα είχα. Γλέντια; Μπαίναμε και στον χορό, ας ήμουν  κουρασμένη. Ερχόμουν, τα τακτοποιούσε, όμως, όταν ερχόταν στο σπίτι μας και ήταν ο άντρας μου κι εγώ δούλευα, τα έκανε όλα. Μάγειρας; Τι να σου πω, πολύ καλός, πολύ καλός. Και νοικοκύρης; Τα πάντα. Τα πιάτα εδώ ποτέ δεν ήθελε να έχω πιάτα άπλυτα. Ποτέ εγώ δεν έχω ποτέ πιάτο άπλυτα εδώ. Τα πιάτα άπλυτα ποτέ. Στο, εκεί πέρα αυτός το σκούπιζε κιόλας, εγώ τ΄ αφήνω καμιά φορά, αλλά πιάτο άπλυτο δεν βρίσκεις στην κουζίνα. Τακτική πολύ, πώς συνηθίζει ο καθένας, κατάλαβες; Όχι, ήμασταν καλά. Κάναμαν γλέντια, κάναμαν παρέες. Σου είπα, έχω κουμπάρους πολλούς, πάρα πολλούς, βαφτίσαμε πολλά παιδιά, ήμασταν καλά, ήμασταν καλά. Και εδώ πάλι που ήρθε, με όλους παρέα έκανε, με όλους. Και εδώ ξεκινάγαμε, είχαμε ένα ζευγάρι, ο άντρας μου το μόνο πράγμα που δεν οδηγούσε, δεν το, κι ο Gus δεν το θέλει πολύ τ’ αμάξι. Δεν οδηγούσε και βάζαμε, είχαμε έναν καθηγητή εδώ μέσα, του δίναμε, βάζαμε τη βενζίνη και ξεκινάγαμαν, μόλις τελείωνε κι αυτός, σαββατοκύριακα κι αυτά, φτάναμε Κορύτιανη στο χωριό επάνω, φτάναμε πέρα Βρυσέλλα είχαμε φίλους, μπαίναμαν και στον χορό μες στη μέση στον δρόμο. Ναι, ναι, περάσαμε καλά κι εδώ. Γιατί παντρεμένη δεν έκατσα καιρό εδώ, πριν, νεοπαντρεμένη δηλαδή.   

Γ.Α.:

Και στον Καναδά αρχίσατε να δουλεύετε ως –πέρα από αυτό που μου είπατε λίγο που πήγατε για μοδίστρα, αλλά δεν καθίσατε–, μετά σερβιτόρα. 

Ε.Κ.:

Όχι, ρε, την ίδια ώρα, την ίδια. Σερβιτόρα ξεκίνησα. Σου είπα, το είδα εκεί πέρα μου άρεσε πήγα, σου είπα αυτό, εκείνη την ώρα δεν ξέρω πώς το πήρα. Έπλυνα πιάτα στην αρχή, έπλυνα πιάτα στην αρχή. Τέτοιες λεκάνες πιάτα, σε έναν Κινέζο κιόλας. Όχι στο Τορόντο, ήταν στο North Bay, που φύγαμε από πάνω από το Maine, Maine λεγόταν εκεί που φύγαμε από κει. Έπλυνα πιάτα [01:00:00]πρώτα κι από εκεί παίρνεις και α, α είχες μια ιδέα, ξέρω γω. Σερβιτόρα, σερβιτόρα. 

Γ.Α.:

Πώς ήταν αυτό το επάγγελμα δηλαδή; Αντιμετωπίσατε δυσκολίες;

Ε.Κ.:

Όχι, όχι δεν βρήκα δυσκολία. Δεν βρήκα γιατί μου άρεσε, σου λέω. Ύστερα έμαθα, τις έγραφα τις παραγγελίες για να μη βρω δυσκολία, να μου πεις εσύ άλλο κι εγώ να πάω… Δεν είχα ένα τραπέζι, δύο, πώς πάτε εσείς εδώγια. Εδώγια; Εδώ κάτω κοροϊδεύουν και φωνάζουν κιόλας. «Ου, άργησες, έκανες αυτό». Εκεί έπρεπε τάκα τάκα, γιατί έβγαιναν το μεσημέρι να φάνε, και πιο πολλοί Οβραίοι, ε. Και οι Οβραίοι είναι, το θέλουν, και τελευταίος να είναι, πρώτος θέλει να φάει. Αλλά ήμουν και καλαμπουρτζού όμως. Χα, χα, χα, αυτό, αυτό, εκεί, «Τι κάνεις, πώς είσαι;», «Να», έλεγα στα ελληνικά. Όχι εγώ, όλοι μας στα ελληνικά «Δεν πας στον διάολο!». Κατάλαβες; Ε, όχι, όχι, όχι, ήμουν καλά, ήμουνα καλά. Δεν βρήκα δυσκολία, όχι. Μου άρεσε, μου άρεσε. Σου είπα, εκεί δεν μπόρεσα, πήγα σου λέω δυο ώρες, τρεις που ήταν και σηκώθηκα κι έφυγα. Άφησα και το ψαλίδι, το έλεγα όλο τον καιρό. Όχι, όχι, πέρασα καλά. Αυτή ήταν η ζωή, έτσι ήταν. Έτσι ήταν. Κι ακόμα μπορεί να καθόμασταν αργότερα, αλλά επειδής η Μαίρη ήταν έγκυος στην Λένα, η Λένα μάς έφερε εδώ. Ήρθαμε ακριβώς τον Φλεβάρη εδώ και η Λένα γεννήθηκε τον Απρίλη, ναι. Και γι' αυτό και ήρθαμε, αλλιώς μπορεί να είχαμε καθίσει λίγο ακόμα. Κι εδώ δεν έχω παράπονο, έχω τα παιδιά μου, είμαι ευτυχισμένη, έχω τα παιδιά μου, έχω τα εγγόνια μου προς το παρόν, τους έχω όλους. Τα χρόνια μου πέρασαν, οπότε πόσο θα πάω; Κατάλαβες; Α, μετά ας γίνει ό,τι θέλουν. Τώρα έχω και τα δισέγγονά μου. 

Γ.Α.:

Θυμάστε κανένα άλλο περιστατικό που να συνέβη στον Καναδά, που να το έχετε ακόμα έτσι έντονα στη μνήμη σας;

Ε.Κ.:

Δεν νομίζω κάτι πιο αυτό, δεν νομίζω, κάτι που να με αυτό. Να πω που ανέβηκα στο CN Tower, το πιο ψηλό; Εντάξει. Κάτω τους έβλεπες σαν ούτε κουνούπι, απάνω που ανεβήκαμε, πάνω αυτά. Έχω πάει Niagara Falls, καταρράκτες κι αυτά, ωραία μέρη. Στην Αμερική περάσαμε απέναντι, πήγαμε. Βέβαια, ταξίδι, όχι ότι να μείνουμε. Υπάρχουνε, κοίταξε, άλλα αυτά, υπάρχουν πράγματα που σου θυμίζουν. Εγώ τώρα που τα έζησα, εντάξει, τα σκέφτομαι, μου αρέσουνε. Τώρα κάτι άλλο έτσι πιο αυτό δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν ήταν τίποτα άλλο για να το θυμηθώ. Όχι, τα θυμάμαι, τα θυμάμαι. Αναλόγως, θυμάμαι πράγματα πολλά, όχι αναλόγως, πάρα πολλά. Κι ο Σπύρος ο αδερφός μου εδώ, κι αυτός με ρωτάει για τους παλιούς. «Εσύ, Βαγγελή», μου λέει, «που αυτό». Και του λέω πολλές φορές για πράγματα. Αυτός ξέρει τώρα τα δικά του που είναι και μορφωμένος κι αυτό, ξέρει δικά του, αλλά εγώ όμως τα θυμάμαι. Όπως είπαμε τους πολέμους, τα αυτά, αυτά όλα. Ήταν δύσκολη, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ιδίως εδώ με τον πόλεμο ήταν δύσκολα. Φοβόμασταν, τι, ψέματα; Φοβόμασταν. Ήρθαν οι χωροφύλακες «Μέσα, μέσα, κρυφτείτε». Ιδίως στο χωριό πάνω. Ε, κι εδώ το ίδιο ήταν, αλλά αλλιώς ήμασταν εμείς. Φύγαμε νωρίς από το χωριό και ήταν καλύτερα, ενώ στο χωριό πήγαιναν, έπλεναν τα ρούχα στο, παράδειγμα, στο χαντάκι που τρέχει το νερό. Πήγαιναν έπλεναν με τ’ αυτά, πήγαιναν έπαιρναν το νερό. Δύσκολη η ζωή, την έχω δει, την έχω, δεν την έκανα, αλλά την είδα, δύσκολη. Ύστερα να πας να κάνεις τα χωράφια, να κάνεις, πάλι δύσκολη. Τα έχω δει αυτά όλα, όλα αυτά τα έχω δει. Πήγαινε, πήγαινε η μάνα μου, μ’ άρεσε, ε, παιδάκι τώρα εγώ ήθελα να τα βλέπω, απορία πιο πολύ. Ήταν, είναι. Άμα θυμάσαι και τίποτα άλλο πες μου, ρώτησέ με ό,τι θέλεις να σου πω.

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε λίγο, όταν πήγατε στον Καναδά, ήταν κάτι που σας έκανε εντύπωση;

Ε.Κ.:

Αααα εντύπωση; Να σου πω. Ναι, καλά που το είπες. Όταν φύγαμαν από δω και μπήκαμε, που πήραμε το καράβι και φύγαμε από τον Πειραιά, όταν προχωράγαμε, προχωράγαμε, ήρθαν, ερχόταν τα Χριστούγεννα τώρα για εκεί. Και πρώτη φορά, εδώ δεν υπήρχαν φώτα να βάλουν, να κάνουν χριστουγεννιάτικα, να αυτό, και έβλεπες τον τόπο όλον όταν πλησιάζεις… Πέρασαν δυο-τρεις μέρες, πλησιάζαμε σε πιο αυτό, έβλεπες τα φώτα στα δέντρα, που περίμεναν τα Χριστούγεννα, τα φώτα κι έλεγες «Τι είναι εδώ; τι πράγμα είναι αυτό;». Το έβλεπες και χαιρόσουν. Σαν όνειρο τώρα και ιδίως εγώ. Τώρα κι άλλα παιδιά που ήμασταν πιο νέοι. Είχα και την κοπέλα εγώ, το μυαλό μου αλλιώς, ζαλισμένη μέσα στο καράβι. Αλλά αυτό ήταν το πιο όμορφο πράγμα. Όταν έβλεπες, όπου και να περνούσες, κι ας μην ήταν χωριό, δεν ξέρω πόσο μακριά ήταν τα χωριά, έβλεπες τα δέντρα όλα, όλα τα δέντρα με τα φώτα. Πού ξέραμε εμείς από δω τέτοια πράγματα; Πολύ, πολύ όμορφα. Και το άλλο πάλι, όταν μπήκαμε στο καράβι, μας έφερναν να φάμε, μας έφερναν κι ωραία φαγητά, αλλά το ψωμί, δεν μου άρεσε το σλάις ψωμί, το σλάις. Παρόλα που ήταν μαλακό, ωραίο, μου φαινόταν γλυκό. Και τι θα φάω τώρα, τι θα κάνω. Όταν πήγα μετά, εκεί στη γριά που πήγα, λέω το ψωμί και η καημένη αυτή, αυτή ήταν εκεί τώρα, παίρναμε ψωμί από bakery, από φούρνο δηλαδή τώρα. Και το ’χα μάθει μετά κι αυτό, αλλά μετά έμαθα και το σλάις καλύτερα. Ενώ πρώτα δυσκολεύτηκα πολύ, μου φαινόταν ότι δεν πρόκειται, τι θα φάω τώρα. Κάτι τέτοια πράγματα έτσι. Αλλά με τα φώτα όμως… Κι όταν πήγα εκεί μετά και σ’ αυτήν, ερχόταν όποιος, άμα ερχόταν κι επειδής πήγα και εγώ, μου έφερναν κάτι, ένα κουτί σοκολατάκια, γειτονιά της που ήξεραν που έχω μικρό παιδί, ένα δωράκι, κάτι για τη μικρή. Ναι, αυτά, τα κάνουν αυτά εκεί. Ξέρεις. Και ήξεραν τώρα, ξένη εγώ, και κάτι έφερναν, ναι. Κι εκείνο σου έδινε αυτό, όχι σε έκανε καλά, αλλά σου ’δινε χαρά. 

Γ.Α.:

Μου είπατε πως κάνατε φιλίες στον Καναδά. 

Ε.Κ.:

Ναι, ναι, ναι, ου, καλά! Πολλές φιλίες, όχι φιλίες! Φιλίες για φιλίες. Φιλίες. Μετά έφερα και δικούς μου ανθρώπους εγώ. Έφερα πρώτα, έφερα δυο κουνάδια, προτού γεννηθεί ο Gus, προτού γεννηθεί, ήρθαν τα δυο μου τα κουνιάδια. Ο ένας ζει ακόμα τώρα, είναι 82 χρονών και είναι εδώ τώρα, εδώ, και μένει πέρα στο Αγρίνιο, ήταν η γυναίκα του από ’κε. Η γυναίκα του πέθανε, τέλος πάντων, ήρθε, φεύγει, πηγαινοέρχεται αυτός πάνω κάτω. Ο άλλος ήταν μαθηματικός εδώ, αλλά πήγε εκεί και σπούδασε κι έγινε professional, έγινε μεγάλος αυτό και τρανός. Kαι παντρεύτηκε και πήρε μια δεύτερη ξαδέρφη δικιά μου. Ήρθε εδώ για βόλτα αυτός, την είδε αυτή, είχε μακριά μαλλιά, μια μέρα αυτό, αλλά, τέλος πάντων, πέθανε αυτός στα χιόνια, εκεί που τα καθάριζε 56 χρονών, θα σου τον δείξω, θα τον δεις. Λεβεντόπαιδο, ε; Και πέθανε. Έχει τρία παιδιά, η κοπέλα νομίζω είναι γιατρός κάτι,  και τ’ άλλα τα δυο είναι αγόρια. Έχω κάνει φιλίες πολλές, πάρα πολλές φιλίες. Φιλίες, τραπέζια, γλέντια, πότε στο δικό μου το σπίτι, πότε στο δικό τους. Τα ετοίμαζε ο άντρας μου εμένα κι εγώ ας δούλευα, τους μάζευε όλους. Έπαιρνε τηλέφωνο ότι «Ελάτε, απόψε θα ρθείτε σπίτι μου». Τα είχε έτοιμα. Πήγαινε στο σπίτι το δικό σου, πήγαινε σ’ έναν από [01:10:00]δω από τον Παραπόταμο, και εκεί είναι ακόμα αυτός, πήγαινε και, σου είπα, είχα μια από την Βέλιανη, μια φίλη μου, αυτή η γυναίκα του. Πήγαινε, με έπαιρνε τηλέφωνο εμένα στο μαγαζί και μου έλεγε «Κοίταξε, εγώ τώρα τελείωσα τη δουλειά». Έκλεινε αυτός νωρίτερα, εγώ αργούσα περισσότερο 9, 10 ξέρω εγώ τι ώρα. «Έφυγα τώρα και πήγα στον Τέλη κι εσύ θα πάρεις το subway», το μέσα, το υπόγειο, πώς τα λέμε εδώ, πώς τα λέμε, μέσα του υπογείου, μωρέ, πώς τα λέτε;

Γ.Α.:

Το μετρό.

Ε.Κ.:

 Το μετρό, α μπράβο. «Θα πάρεις», μου έλεγε, «το subway και θα ρθείς». Έπαιρνα κι εγώ και πήγαινα εκεί. Κι αυτός δεν μάζευε μόνο εκεί, έπαιρνε και τον άλλον του κουμπάρο, έπαιρνε και τον άλλο, έχω Τριπολιτσιώτες... Γνωρίσαμε κόσμο και κόσμο. Και καλός ο κόσμος όλος. Ήμασταν σαν οικογένεια εκεί. Τι σου είπα και γρηγορότερα ότι εδώ δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Ούτε με συγγένεια ούτε με τίποτα. Εδώ είναι, έχεις μια φιλία με κάποιον μόνο και την κρατάς; Ναι, αλλιώς δεν είναι ο κόσμος εδώ, όχι. Εδώ τηράνε πώς, και άμα κάνω εγώ κάτι παραπάνω, εκείνος έχει, γιατί να μην έχω εγώ, ή εγώ έκανα και τι έκανε εκείνος και τι έκανε ο άλλος; Τον ενδιαφέρει τι κάνει ο καθένας. Εκεί δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Εκεί πηγαίνεις κι έρχεσαι πολύ καλύτερα. Κι εγώ εδώ πέρα δεν έχω φιλίες, εδώ, εδώ δεν έχω φιλίες. Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, ε, δυο-τρεις, μια απέναντι εδώ, η Σοφία, εδώ απέναντι, κι αυτή πολύ καλή. Δυο-τρεις, δεν έχω, δεν έχω, να πάω στα σπίτια του άλλου ή τι κάνεις εσύ, τι κάνω εγώ, δεν με ενδιαφέρει. Κατάλαβες; Δεν έχω τέτοια πράγματα. Ο καθένας όπως τα βλέπει. Αυτά.

Γ.Α.:

Σας αντιμετώπισαν καλά, δηλαδή, στον Καναδά σαν Έλληνες που πήγατε μετανάστες. 

Ε.Κ.:

Μόνο καλά, μόνο καλά; Πήραμε και υπηκοότητα μετά, τα πήραμε όλα, όλα, τα πήραμε, δώσαμε σαν εξετάσεις όπως τώρα, και πήραμε και την υπηκοότητα κι όλα. Διαβατήρια καναδέζικα κι όλα. Και τώρα, άμα θέλω να πάω, πάω όποια ώρα θέλω πηγαίνω. Να ’χα νιάτα. Ναι, ναι, όλα, όλα, καλά, καλά, καλά. Δεν υπήρχε, δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι διαφορετικός. Μόνο που η ζωή είναι δύσκολη όμως. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Αν είσαι κανένας όπως ήταν ο δικός μου άντρας και μάζευε κι άλλους 5-10 και μαζευόμασταν, καλώς. Αλλιώς, άμα ήσουν λίγο, κανένας λίγο κλειστός, και δικοί μας άνθρωποι από δω, λίγο κλειστός με την οικογένεια σου μόνο κι αυτά, είχαμε κάνα δυο άτομα τέτοια, σπίτι δουλειά, σπίτι δουλειά. Αυτή η ζωή δεν γίνεται. Εγώ, σου είπα, έχω πολλούς κουμπάρους εκεί, κι εκεί κι εδώ, αλλά εκεί έχω πολλούς κουμπάρους. Βαφτίζαμε, στεφανώναμε, πολύς. Είναι αλλιώς, πώς είναι ο χαρακτήρας του καθενός. Εμείς ήμασταν διαφορετικά, όχι γιατί ήμασταν εμείς, ήταν ο άντρας μου και μαζί μ’ αυτόν ήμουν και εγώ. Γιατί, κοίταξε, άμα δεν είχε αυτός την παρέα του, με ποιον θα έκανε; Ήμασταν, ήμασταν παρέα είχαμε καλή αυτό. Εγώ έχω πολλά ξαδέρφια τώρα, πρώτα ξαδέρφια εκεί, τους έβγαλα εγώ πάνω. Εκεί που δεν επιτρεπόταν τότε. Έβγαλα μια πρώτη μου ξαδέρφη, η οποία ήταν ο άντρας της από την Πέρδικα, μια μικρότερη από μένα, έβγαλα αυτή πρώτα και δεν μπορούσες να την βγάλεις. Δεν έβγαιναν εύκολα. Και έβαλα τον κουνιάδο μου τον μικρό να κάνει πρόσκληση ότι την θέλει για παντρειά αυτή, αυτή τον είχε βρει τον άντρα της εδώ, κάποιος Αρμενιάκος τον είχε. Δούλευε στη ΜΟΜΑ αυτός εκείνα τα χρόνια, μπορεί να ξέρεις, δεν ξέρω. Τον γνώρισε αυτή στο χωριό, τέλος πάντων, τα είχανε φτιάξει, αυτή τα έφτιαξε, παρ’ όλ’ αυτά τα έφτιαξε, και στο χωριό. Και ο πατέρας μου εδώ: «Τι θα κάνεις, θα βγάλεις την Σταυρούλα στον Καναδά». «Μωρέ, δεν μπορώ». «Θα την βγάλεις». Θυσία εγώ, ήταν κι ο χαρακτήρας του τέτοιος για τους δικούς του ανθρώπους. «Θα την βγάλεις», «Μωρέ, δεν μπορώ». Τέλος πάντων, τι θα κάνω τώρα; Με τον άντρα μου, χωρίς τον άντρα μου δεν έχω κάνει τίποτα. Κρυφό, θα σου πω μια αυτό. Τέλος πάντων. «Θα την βγάλεις» μου λέει. Λέω: «Τώρα τι να κάνουμε, ωρέ Δήμο;». Ο πατέρας μου… Ύστερα του είχε και αδυναμία του Δήμου και ο Δήμος στον πατέρα μου. Του λέει: «Τι θα κάνουμε τώρα;», του λέει: «Θα το, θα πούμε», μου λέει, «του Βαγγέλη, του Βαγγελάκη», μου λέει, «να κάνει τα χαρτιά». Κι έκανε ο κουνιάδος μου χαρτιά ότι την περιμένει, τη θέλει για να την παντρευτεί, την έβγαλα επάνω.

Γ.Α.:

Και πότε γυρνάτε στην Ελλάδα;

Ε.Κ.:

Για πάντα; Γυρίσαμε στις 20, τον Φλεβάρη, το πότε γυρίσαμε; Το '82, το '82. 27 Φλεβάρη, κάτι τέτοιο νομίζω. 

Γ.Α.:

Και η επιστροφή σας στην Ελλάδα τι συναισθήματα σας άφησε ή μάλλον που φύγατε, φεύγετε από τον Καναδά, ενώ έχετε ζήσει τόσα χρόνια.

Ε.Κ.:

Ε, κοίταξε αφού είχαμε την Μαίρη εδώ όμως, φέραμε την Μαίρη εδώ, είχε κάτι χρόνια η Μαίρη εδώ, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς εδώ. Φέραμε την Μαίρη για να βρει κάποιο παιδί εδώ. Εμείς ρίξαμε τα λεφτά μας όλα εδώ πέρα, Γιάννα μου, κι αφού τα ρίξαμε όλα τα λεφτά εδώ, έπρεπε κάπως να γυρίσουμε. Τα παιδιά μας μεγαλώνανε, η Μαίρη μου, μεγάλη τώρα, για παντρειά. Ε, και ήρθε εδώ, την έφερα εγώ. Αυτό ήταν πάλι. Όταν έφευγα εγώ τώρα κι αυτή την άφησα στον Πειραιά πάλι, στο αεροδρόμιο πάλι. Έτρεμε η καημένη που την άφησα πίσω, δεν είχα χωριστεί ποτέ από τα παιδιά μου. Αλλά έκανε, ήρθε η Μαίρη, αν δεν είχε έρθει η Μαίρη, δεν ερχόμασταν και χαμένα θα πήγαιναν κι εδώ και πέρα κι όλα, χαμένα θα πήγαιναν. Αλλά ήρθε η Μαίρη, βρήκε και τον άντρα της εδώ, τον προκομένο κι αυτόν, τέλος πάντων, και γυρίσαμε. Γυρίσαμε μετά, είχαμε το μυαλό μας για εδώ, είχαμε. Είχα κουραστεί κι εγώ πολύ να σου πω την αλήθεια, είχα κουραστεί πολύ. Πάρα πολύ. Βάραγαν τα πόδια μου φωτιές τη νύχτα. Ξέρεις τι είναι 14-15 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Μεγάλη δουλειά. Για εφτά χρόνια. Εγώ με τον άντρα μου δεν είχα κρυφά, όμως, τίποτα. Αυτό που ήθελα να σου πω προηγουμένως. Ό,τι κάναμε, κάναμε μαζί. Ποτέ δεν είχα κρυφό πράγμα. Μια φορά θέλησα, πήρα ένα λαχείο. Περνούσα μέσα σε μια πλαζ, γιατί ήταν σε, τώρα τελευταία ήταν πλαζ το αυτό, το μαγαζί, το ρέστοραν που δούλευα. Κοντά στο σπίτι μου, δυο βήματα. Μπήκα στο αυτό και έδιναν τα λαχεία 1 δολάριο, 1 δολάριο 1 λαχείο. Τέλος πάντων, παίρνω κι εγώ ένα. Δεν χαλάω εγώ εύκολα λεφτά, είμαι λίγο πιο αυτό. Δεν τα αυτό και γι’ αυτό κι έγινε κι η προκοπή. Δεν χαλάω εύκολα λεφτά έτσι. Λέω, εκεί που πρέπει, ναι, αλλά εκεί που είναι κάτι γι' αυτό, δεν, είμαι πιο... Λέω τώρα θα πάρω ετούτο το λαχείο. Αν τίποτα κερδίσω, είχαμε το μυαλό τώρα να γυρίσουμε για εδώ, αν τίποτα κερδίσω, τότε θα του πω του Δήμου. Τέλος πάντων, πήγα στο σπίτι, πέρασε μια μέρα, δύο, εγώ τρωγόμουν λες και τι ήταν, όλο κι αυτό εγώ κάτι. «Μωρ’, τι έχεις εσύ;», «Τίποτα δεν έχω, τίποτα, κουράστηκα», «Ε, καλά». Άι πάλι την άλλη ώρα αυτό. Δεν πέρασε μια μέρα, δύο «Να σου πω», του λέω εγώ, «πήρα ένα λαχείο 1 δολάριο». «Α, μωρέ χαζή», μου λέει αυτός, «πήρες ένα αυτό» κι έδωσα, κι έδωσα το δολάριο. Ήξερα που δεν κερδίζεις. Δεν πηγαίνω εγώ πολύ με την κέρδα, δεν το ’χω. Ακούω εδώ που κερδίζουνε, που κάνουν αυτά, δεν αυτό. Λέω, μου λέει αυτό,  «Ω, έδωσα το δολάριο». «Καλά έκαμες και το έδωσες, τι έγινε ένα δολάριο», μου λέει, «εσύ βγάζεις τόσα». Ε, και δεν μπορώ, δεν κρύβω. Δηλαδή ειλικρίνεια μεγάλη με τον άντρα μου και γι’ αυτό νομίζω κάναμε και προκοπή. Πολλή ειλικρίνεια και αυτός και εγώ. Εγώ γύριζα κάθε εβδομάδα, πληρωνόμουν από τη δουλειά μου, δεν ήταν πολύς ο μισθός, ήταν, τυχερά ήταν. Τα μάζευα όλη την εβδομάδα τα τυχερά, δούλευε κι αυτός, τα μάζευε, Κυριακή πρωί αυτός σηκωνόταν, εγώ δούλευα, σηκωνόταν με τον καφέ του, έπαιρνε όλα τα ψιλά τα δικά μου, τα [01:20:00]έκανε ρολό, τα πήγαινε στην τράπεζα. Έλεγε πού θα πληρώσουμε ενοίκιο, πού θα πληρώσουμε εκείνο, πού χρωστάμε, τι κάνουμε, ετούτα είναι δικά μας. Όλα με λεπτομέρεια, δεν είχαμε αυτό. Είχαμε πολλή ειλικρίνεια. Και νομίζω αυτό, δεν ξέρω μπορεί εγώ να έχω εγώ το μυαλό τέτοιο, δεν ξέρω, εγώ είμαι πολύ, είμαι ειλικρινής. Και θέλω να είσαι κι εσύ ειλικρινής. Άμα κάτι, εγώ λέω κι εσύ ξέρεις αυτό, εκείνο μου κακοφαίνεται. Θέλω ειλικρίνεια. Θέλεις κάτι; Δυσαρεστήθηκες κάτι, ρε παιδί μου, από μένα; Πες το μου. Ξέρεις εγώ εκεί.

Γ.Α.:

Ωραία, για πείτε μου γι’ αυτή τη φωτογραφία. 

Ε.Κ.:

Τη θέλεις αυτή εδώ τώρα ή να την πάρω εγώ στα χέρια;

Γ.Α.:

Όχι, κρατήστε την εσείς και πείτε μου. 

Ε.Κ.:

Α, οκ. Κοίτα, άκου τώρα. Αυτή είναι της Αγίας Τριάδας. Εδώ είναι μια φιλενάδα μου, η οποία είναι από την Κρυόβρυση, πώς λέγεται, Κρυοπηγή; Από την Πρέβεζα από πάνω. Ήμασταν πολύ φιλενάδες και την είχα πάρει και είχαμε πάει και στο πανηγύρι μαζί, στην Πλακωτή. Ανύπαντρη. Κι εγώ εδώ. Τη βλέπεις; Εμένα; Εκεί, ένα βελούδο φόρεμα είχα εκεί. Εδώ είναι ο άντρας μου. Εδώ είναι ξάδερφος πρώτος του πατέρα μου. Εδώ τώρα, γι’ αυτό την έβαλα εγώ έτσι και την ήθελα, αλλά επειδής, τι να τις κάνω τόσες που έχω. Εδώ είναι που παντρευτήκαμε. Κοίταξε τώρα, δες την εδώ, εδώ. Εδώ είναι της Αγίας Σωτήρος. Παντρευτήκαμαν 17 Ιουλίου και στις 6 του Αυγούστου πήγαμε στην Πλακωτή τώρα. Πώς είναι εκείνα τα χρόνια. Εδώ χορεύουμε τώρα. Εδώ είναι θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, ο οποίος πέθανε στον Καναδά. Αυτινού παιδιά έβγαλα απάνω, την κοπέλα είχα βγάλει. Εδώ είναι ένας χωριανός. Κάπου εδώγια πίσω, πού είναι ο πατέρας μου; Εδώ πίσω ο πατέρας μου. δεν φαίνεται. Αυτές. Γι’ αυτό τις κράτησα ετούτες τώρα. Δεν βγάζαμε, μωρέ, φωτογραφίες ήταν πολύ αυτό…

Γ.Α.:

Σε αυτή εδώ την πρώτη μου είπατε πως δεν ήσασταν ακόμα μαζί.

Ε.Κ.:

Όχι, όχι, δεν ήμασταν εδώ. Εδώ δεν ήμασταν. Γνωριζόμασταν, ήταν κουτσά στραβά, κι αυτοί είχαν το μυαλό τους και που κοιμήθηκε στο σπίτι μας το βράδυ, δεν είχαμε. Προτού να παντρευτώ, με ακούει και εκείνο τώρα, δεν είχαμε ούτε ένα φιλί με τον άντρα μου. Τίποτα. Του είπε ο πατέρας μου «Άμα, όταν έρθεις στο μαγαζί κάτω, απάνω», του είπε, «στο σπίτι, στο ξενοδοχείο, απάνω», του είπε, «δεν θα πας άμα είναι η Βαγγελή μόνη της». Και ο άντρας μου το τήρησε. Και του έλεγα «Πώς δεν μου είπες ένα φιλί, ένα αυτό», μετά, όταν παντρευτήκαμε. «Σεβάστηκα τον πατέρα σου», μου λέει, «σεβάστηκα κι αφού ήξερες ότι θα…». Είκοσι τρεις μέρες παντρευτήκαμε «Γιατί» μου λέει «να αυτό». Τίποτα, καθόλου. Κατάλαβες; Έτσι ήταν ο κόσμος, όχι όλοι, ο καθένας όπως το έβλεπε. Αλλά ξέραμε εκεί τώρα ότι…

Γ.Α.:

Κι αυτή πού είναι η φωτογραφία;

Ε.Κ.:

Καναδά, Καναδά. Όλα, όλα Καναδά. Δεν έχω... Καναδά. Έχω φωτογραφίες, ιιι, ούτε λίγες. Τέλος πάντων.