© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Υπηρετώντας δυο «καρδιές»: Ο καρδιολόγος Γιώργος Σάρρος αφηγείται στιγμές απ' την πορεία του στην παραδοσιακή μουσική και στο λαϊκό τραγούδι
Istorima Code
11028
Story URL
Speaker
Γεώργιος Σάρρος (Γ.Σ.)
Interview Date
05/10/2022
Researcher
Θάνος Κώτσης (Θ.Κ.)
[00:00:00]Λέγομαι Σάρρος Γεώργιος του Νικολάου και της Αναστασίας.
Είναι Πέμπτη 6 Οκτώβρη του 2022, είμαστε με τον Γιώργο Σάρρο στην Καλλιθέα Αττικής. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, ερευνητής του Istorima.
Κύριε Γιώργο, ξεκινώντας θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για τη ζωή σου απ’ τα παιδικά σου χρόνια.
Ωραία. Εγώ γεννήθηκα τον Γενάρη του 1958 στην Παναγία Καλαμπάκας, την νέα Κουτσούφλιανη που ήταν τότε το όνομά της, τη δεκαετία του ’50. Ένα ιστορικό χωριό. Οι γονείς μου ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι εκεί, όμως έφυγα πολύ μικρός από το χωριό μου, στα τέσσερά μου χρόνια, το ’62, λόγω του ότι ο πατέρας μου έγινε δασοφύλακας και πήγαμε σε ένα χωριό στον Ασπροπόταμο. Ακολούθησε μια πορεία συνεχών μεταθέσεων του πατέρα μου. Πήγαμε μετά στα Χάσια, σε άλλο χωριό, στην πόλη των Τρικάλων για μερικούς μήνες, μετά στην Πύλη Τρικάλων για άλλα τριάμιση χρόνια και ώσπου καταλήξαμε το ’74 στην Αθήνα. Τα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι αρκετά πράγματα όσο ζούσα στο χωριό μέχρι τεσσάρων χρόνων, που είναι λίγο περίεργο, αλλά κατάλαβα ότι η μνήμη ενεργοποιείται από κάποιο έντονο ερέθισμα, οπτικό ή ηχητικό. Και θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι ξεκινάει η μνήμη μου από τότε που προσπαθούσε ο πατέρας μου σαν φωτογράφος που ήταν –ασκούσε και το επάγγελμα του φωτογράφου δεκαετία του ’50–, σαν φωτογράφος που ήταν προσπαθούσε να με φωτογραφίσει, ενώ ήμουν ενός έτους στο χιόνι, έξω, στην αυλή. Με κρατούσε η ξαδέρφη μου αγκαλιά, θυμάμαι όλους τους διαλόγους και τι φορούσα, και ήθελε να φωτίζει ο ήλιος το πρόσωπό μου, αλλά αντανακλούσε και στο χιόνι και ο ήλιος δυνατά, κρατούσα πολύ ζόρι μεσάνυχτα τα μάτια. Και από εκεί και πέρα μετά ξεκινάνε άλλες αναμνήσεις, των δύο ετών, των τριών ετών και τα λοιπά. Πώς μέθυσα από μούστο στα τριάμιση χρόνια μου. Πώς πήγαινα να πάρω λουκούμια και κουραμπιέδες απ’ το μπαούλο που έκρυβε η μητέρα μου, γιατί τότε ήταν μεγάλη φτώχεια και τα κρατάγανε τα γλυκά για τους επισκέπτες. Θυμάμαι που έπεσα από τη σκάλα, γιατί ήθελα να κάνω ακροβασία σε ένα κουβά. Επεισόδια με τους Αραπάδες που κάναν τότε στο χωριό. Την κάλτσα με τη στάχτη και μόλις είδα ότι κοπανάγανε την κάλτσα με τη στάχτη στα πρόσωπα των ανθρώπων, εγώ τρομοκρατήθηκα, ενώ είχα ντυθεί αραπάκι και ήθελα να πάω μαζί τους, πήγα και κρύφτηκα στην ποδιά της μάνας μου. Αυτά, μέχρι την ηλικία τεσσάρων χρόνων. Μπορώ να πω ότι, παρόλο που η πορεία μου ήταν πάρα πολύ κουραστική, γιατί το να αλλάζεις περιβάλλοντα κάθε τόσο και να ξεστήνεις και να στήνεις πάλι σπιτικό, είναι εξουθενωτικό, και σωματικά και ψυχικά, για τα παιδιά. Αλλάζεις σχολείο, έζησα μονοθέσιο σχολείο που ήμουνα με έναν δάσκαλο και ήταν όλες οι τάξεις στην ίδια αίθουσα, είκοσι παιδιά μόνο. Μαζευόντουσαν κι απ’ τα γύρω χωριά. Απομόνωση, γιατί ήταν πολύ λίγες οικογένειες και έπεφτε πάρα πολύ χιόνι και ήμασταν απομονωμένοι. Για να παραγγείλουμε, ξέρω γω, ένα στιλό, ένα τετράδιο ξέρω γω, ερχόταν μετά από είκοσι μέρες το φορτηγό που κουβαλούσε άχυρα κυρίως. Θέλω να πω ότι από τη μια μεριά ήταν δοκιμασία. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, με ωφέλησε, δεν μπορώ να πω. Γιατί το μονοθέσιο είχε το εξής πλεονέκτημα για τα μικρά παιδιά των μικρότερων τάξεων. Εγώ θυμάμαι ότι ήμουνα ούτε καν στην πρώτη δημοτικού, με είχε στριμώξει ο πατέρας μου για να μη χαζεύω έξω, ας πούμε, και παίζω και τα λοιπά, με έβαλε στο δημοτικό, ότι είναι η Πρώτη μικρή, μου είπε αυτή την ιστορία. Κι άκουγα τα μαθήματα της Πέμπτης, της Έκτης, την Ιστορία, τη Γεωγραφία, που είχα πάθος, δηλαδή, να τα ακούω αυτά. Και όσο να ’ναι, επειδή ο εγκέφαλος του πιο μικρού παιδιού είναι καθαρός, και είναι όπως είναι ο σκληρός δίσκος, που καταγράφει κάποια αρχεία και δεν χρειάζεται να καθαρίσεις, να σβήσεις κάποια αρχεία για να το ξαναγεμίσεις πάλι, εγώ κατέγραφα τα πάντα. Και την επόμενη μέρα, ο δάσκαλος ρωτούσε «Ποιος θα μας πει;», ρωτούσε τους μαθητές της Πέμπτης, ας πούμε «Ποιος θα μας πει την Ιστορία;». Δεν σήκωνε κανένας χέρι και σήκωνα εγώ. Και τρώγαν ξύλο εκείνοι, το λέω έτσι σαν ένα παράδειγμα. Αυτές οι εμπειρίες ήταν μεν κουραστικές, αλλά ήταν και χρήσιμες, γιατί γνώρισα διαφορετικές κοινωνίες, διαφορετική ψυχολογία, διαφορετική δομή. Αλλιώς λειτουργούσαμε στο χωριό μου, ας πούμε, αλλιώς λειτουργούσαμε στα άλλα τα χωριά.
Ποια ήταν η διαφορά δηλαδή;
Η διαφορά ήταν στον τρόπο που ζούσαν στην καθημερινότητά τους. Δηλαδή έβλεπα, ας πούμε, τώρα στο χωριό μου, παράδειγμα, είχαμε την αλληλεγγύη, αλλά υπήρχε και έντονη φαγωμάρα. Δηλαδή τότε παλιά μαλώναν για τα αυλάκια, μαλώνανε για τους φράχτες, πού μπαίνει ο φράχτης του ενός ή του αλλουνού. Υπήρχε, όμως, η αλληλεγγύη, γιατί τα χωριά τότε ήταν αυτόνομες οικονομικές μονάδες, ήτανε οργανισμοί δηλαδή που λειτουργούσαν αυτόνομα. Είχαν το σιτάρι τους, το καλαμπόκι τους, είχαν τις ντομάτες, τις πιπεριές, είχαν τα οπωροφόρα δέντρα, είχαν καρυδιές, κορομηλιές, καστανιές και τα λοιπά. Είχαν τη γουρουνοπούλα, είχανε τα πρόβατα, είχανε τα [00:05:00]μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα λοιπά. Είχαν τρόπο να ζήσουν αυτόνομα, δεν εξαρτιόντουσαν ούτε από τη ΔΕΗ, ούτε από τον μισθό, ούτε από κάποια επιχορήγηση και κάποια επιδότηση, που τώρα είμαστε τόσο εξαρτώμενοι. Τότε, λοιπόν, ήταν ανεξάρτητοι, παρόλο το ήταν φτωχοί. Κοπιάζαν μεν, αλλά μπορούσαν να ζήσουν. Θυμάμαι τον παππού μου, δεν ήταν ποτέ με γεμάτες τσέπες, με λεφτά, είχε το πενηνταράκι του, το δίφραγκό του τέλος πάντων, και γυρνούσε από το καφενείο μετά από τρεις ώρες κι είχε το λουκούμι στην τσέπη, γιατί κέρδιζε στα χαρτιά και το μοίραζε στα εγγόνια, από μια μπουκίτσα. Ζούσαμε όμως, και ζούσαμε καλά. Γιατί υπήρχε και, ας το πούμε έτσι, ο συνωστισμός μέσα σε ένα σπίτι. Ήταν οι παππούδες, οι πατεράδες και τα παιδιά, τα εγγόνια. Ακούγαμε, παίρναμε μηνύματα, ιστορίες από τους παλιούς. Μαζευόντουσαν στο τζάκι, μαζευόντουσαν να καθαρίζουν τα καλαμπόκια στην αυλή, η γειτονιά όλη. Ήταν ένα πανηγύρι η καθημερινότητα δηλαδή. Για εμάς τα παιδιά, που δεν αισθανόμασταν την ευθύνη της επιβίωσης, περνάγαμε μπορώ να πω καλά, δηλαδή δημιουργούσαμε παιχνίδια μόνοι μας. Βρίσκαμε από τα σκουπίδια καπάκια και φτιάχναμε, συνδέαμε ένα σύρμα και κάναμε ρόδες, ή άλλα καπάκια και βάζαμε ένα σκοινί και μιλάγαμε τηλέφωνο, παίζαμε το τηλέφωνο, ή βρίσκαμε παλιά σίδερα σιδερώματος και ανοίγαμε δρόμους στο λιβάδι. Υπήρχαν οι εμπειρίες που το παιχνίδι το δημιουργούσαμε εμείς. Δεν ερχόταν ένα πλαστικό παιχνίδι που σου στερούσε και τη φαντασία της δημιουργίας. Ήταν τελείως διαφορετικά. Είχαμε πολλά ερεθίσματα στο να δημιουργήσουμε και βέβαια βιώναμε την κοινωνικότητα, το ζούσαμε, το βιώναμε αυτό το πράγμα, καταλαβαίναμε ότι ήμασταν μέρος ενός κοινωνικού συνόλου και αγκαλιαζόμασταν μεταξύ μας, παρόλο που ήμασταν όλοι μπαλωματήδες. Εγώ, θυμάμαι χαρακτηριστικά τώρα, η μητέρα μου… Είχε τρυπήσει το παντελόνι μου στα γόνατα, γιατί πέφταμε και χτυπούσαμε. Πίσω ήταν κι εκεί τρύπιο. Τι να κάνει η φουκαριάρα, ήταν καφέ σκούρο ριγέ παντελόνι, θυμάμαι τώρα, και έκοψε ύφασμα από μια κουβέρτα σάπια, που ήταν φαγωμένη, τα έβαψε καφέ, λίγο πιο ανοιχτά, αρκετά πιο ανοιχτά, τα έραψε ένα στο ένα γόνατο, ένα στο άλλο και ένα πίσω στρογγυλό. Ήμουνα ακριβώς σαν τον Καραγκιόζη, ένα τέτοιο πράγμα. Ντρεπόμουν μεταξύ των μπαλωματήδων να κυκλοφορήσω, αλλά όμως ήταν ένας τρόπος που ζούσαμε, δεν γινόταν διαφορετικά. Παρόλη τη φτώχεια ,ζούσαμε, έτσι όπως ζούσαμε, και το απολαμβάναμε θα έλεγα.
Όταν φύγατε απ’ το χωριό;
Όταν έφυγα απ’ το χωριό μου, όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, δεν έφυγα ας το πούμε έτσι, δεν το συνειδητοποίησα τι γινότανε, ήμουνα μικρός. Αλλά θυμάμαι ότι φορτώσαμε στο φορτηγό καυσόξυλα για να έχουμε για να ζεσταθούμε, τα βασικά πράγματα, δυο-τρεις κουρελούδες, αν θυμάμαι καλά, και εκεί που πήγαμε, το πρώτο μαξιλάρι ήτανε ένα φαγωμένο σαμάρι από γάιδαρο. Δεν είχαμε μαξιλάρια και τέτοια, αυτά ήταν πολυτέλεια. Το βράδυ βλέπαμε –γιατί ήμασταν σε ένα σπίτι με πέτρες, πλάκες απάνω, το οποίο είχε τρύπες, έλειπαν πλάκες–, και βλέπαμε τα αστέρια. Όταν φυσούσε αέρας, έπεφτε κάνα πετραδάκι στα κεφάλια. Όταν έβρεχε, έπεφτε νερό και η μάνα μου έβαζε τα μπρακατσούλια που λέγαμε, καραβάνες μπρούτζινες, τις έβαζε στο σημείο που έσταζε για να μη βραχεί η κουρελού. Δεν υπήρχε στρώμα από κάτω, καθόμασταν στα σανίδια. Φυσούσε αέρας ας πούμε, τώρα πέρναγε κι απ’ το υπόγειο γι’ αυτό σηκωνόταν λίγο η κουρελού, αλλά υπήρχε μια αντίσταση στα σανίδια, ζεσταινόμασταν με την κουρελού. Φτώχεια. Και το πρώτο, θυμάμαι, έδεσμα, για να έχουμε σαν οικογένεια κάτι να τρώμε, δανείστηκε ο πατέρας ένα τενεκέ τυρί, πέντε κιλά τυρί, από έναν γείτονα εκεί στο χωριό που πήγαμε, εκεί, και το τυρί αυτό ήταν σκουληκιασμένο. Και θυμάμαι τώρα, επειδή το σπίτι δεν είχε, δεν είχαμε βρύση μέσα και τα λοιπά ούτε τουαλέτα, είχαμε έναν νιπτήρα, αυτόν το τενεκεδένιο τον τσίγκινο, τον είχαμε καρφώσει στο δέντρο, σε ένα δέντρο της αυλής. Και πηγαίναμε, ανοίγαμε τον νιπτήρα, βάζαμε το κομμάτι με το τυρί από κάτω, για να φύγει το σκουληκάκι, να περάσει από κάτω να καθαρίσει και μετά το τρώγαμε. Ή μια ελιά, ας πούμε, την κάναμε οκτώ μπουκιές, θυμάμαι χαρακτηριστικά. Και η επωδός, η μόνιμη επωδός της μητέρας μου όταν μαγείρευε, ήταν «πολύ ψωμί λίγο φαγητό». Δεν υπήρχε, δηλαδή, η πολυτέλεια να έχεις ένα πιάτο φαΐ δικό σου, γεμάτο το πιάτο για να το ευχαριστηθείς. Πρώτη φορά που κατάλαβα ότι μπορώ να έχω ένα πιάτο γεμάτο ήταν στα συσσίτια που εφαρμόστηκαν το ’64-’65 στο δημοτικό σχολείο, με την έξωθεν βοήθεια τότε. Είχαμε την κυρα-Αγλαΐα που μαγείρευε και πρώτη φορά είδα το πιάτο μου γεμάτο φασολάδα, μακαρονάδα, πλιγούρι, τα φαγητά αυτά τα οποία τρώγαμε τέλος πάντων. Ευχαριστήθηκα φαγητό, γιατί μέχρι τότε άντε να παλεύαμε και με ένα κομμάτι ψωμί, μια φέτα ψωμί τέλος πάντων, να βάζαμε λίγη ζάχαρη επάνω και ρίχναμε νερό για να μην πάρει ο αέρας τη ζάχαρη. Λάδι δεν είχαμε, δεν υπήρχε λάδι. Το λάδι που χρησιμοποιούσαν στα [00:10:00]ορεινά χωριά τότε, ήταν η λίπα από το γουρούνι, το λίπος από το γουρούνι, το οποίο το χρησιμοποιούσαν και έτσι φτιάχναν και τις πίτες μπορώ να πω και το… Ό,τι μαγείρευαν, δηλαδή, χρησιμοποιούσαν το λίπος το χοιρινό. Τελικά το χοιρινό ήτανε τραπεζικός λογαριασμός για κάθε οικογένεια, δηλαδή, φτιάχναν τσιγαρίδες, φτιάχναν τα γουρουνοτσάρουχα, φτιάχναν τα λουκάνικα, φτιάχναν πάρα πολλά πράγματα με το γουρούνι. Έτσι ζούσαμε, δηλαδή, κάτω από αυτές τις συνθήκες. Περάσαμε πείνα, δηλαδή, ουσιαστική πείνα. Περίεργο μεν, αλλά στις αρχές δεκαετίας του ’60 περάσαμε πείνα.
Τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα ποια ήταν;
Θα σου φανεί λίγο περίεργο. Ναι μεν στο χωριό μου υπήρχαν κομπανίες που ερχόντουσαν, αλλά δεν θυμάμαι πολλά πολλά πράγματα, έφυγα τεσσάρων χρόνων. Αυτά που άκουσα πρώτα πρώτα, ήταν τα λαϊκά ακούσματα. Δηλαδή, βάζαν τότε το ραδιόφωνο, είχαν και τα πρώτα πικάπ, αυτά μετά με τον χωνί. Βάζαν τους δίσκους πάνω. Ακούγαμε Καζαντζίδη, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά, αυτούς τους παλιούς λαϊκούς τραγουδιστές. Και τότε μάλιστα με είχε εντυπωσιάσει ένα τραγούδι και είχα ζητήσει με πάθος από τον πατέρα μου, όταν ήμουνα εφτά χρονών, οχτώ, του είχα ζητήσει να μου πάρει μπουζούκι. Γιατί το ’χα ακούσει, τι είχα ακούσει δηλαδή; Ένα τραγούδι, «Της Λαρίσης το ποτάμι», που λέγε ο Ζαγοραίος, και μου έκανε εντύπωση το μπουζούκι, το παίξιμο, και λέω «Αυτό το όργανο πρέπει να το πάρω». Βέβαια το απέκτησα πολύ αργότερα. Τα ακούσματα τώρα, παρότι ο πατέρας μου τη δεκαετία του ’50 έπαιζε κλαρίνο, επαγγελματικά θα έλεγα, είχε ξεκινήσει ερασιτεχνικά. Το αγόρασε με πολύ κόπο, γύρω στο ’57, ναι, γύρω στο ’57 αγόρασε το κλαρίνο, και άσκησε το επάγγελμα του κλαρινίστα στην περιοχή και έπαιξε με αρκετά βιολιά, δηλαδή, με τον Κώστα τον Φασούλα, ας πούμε, απ’ τα Γρεβενά, απ’ την Κρανιά που ήτανε, με άλλα συγκροτήματα, άλλους οργανοπαίχτες από το Μέτσοβο. Πήγαινε σε γάμους, σε πανηγύρια είχε πάει, είχε φτάσει και στο Περιβόλι, είχε πάει και στην Καρδίτσα κάτω. Θέλω να πω, εκείνα τα χρόνια πήγαινε ως νέος κι έχει παίξει κοντά και σε μεγάλους κλαρινίστες, όπως ήταν ο Γιάννης ο Ντόκος, ο παλιός, ο κορυφαίος κλαρινίστας της ορεινής Καλαμπάκας τότε. Όταν, όμως, διορίστηκε σαν δασοφύλακας έφυγε το ’62 απ’ το χωριό, πούλησε το κλαρίνο, δεν μπορούσε να ασχοληθεί άλλο με το κλαρίνο, ήταν δημόσιος υπάλληλος πλέον και είχε εξασφαλίσει ένα μισθό για να επιβιώσει. Γιατί, ως γνωστόν, μόνο από τη μουσική δεν μπορεί να ζήσει εύκολα κανείς. Και έτσι προχώρησαν τα πρώτα ακούσματα. Εγώ απέκτησα για πρώτη φορά όργανο, μουσικό όργανο, έπιασα μουσικό όργανο στα χέρια μου, ήταν κιθάρα, το 1973, σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Μου την αγόρασε ο πατέρας μου. Ήταν το πρώτο όργανο που πραγματικά το έψαχνα με πάθος μόνος μου, δεν μου έδειξε κανένας τίποτα, και προσπαθούσα να βγάλω τραγούδια έστω και συλλαβιστά. Μετά να προσπαθήσω να κάνω συγχορδίες, με δύο χορδές, με τρεις χορδές και λοιπά. Χωρίς να ξέρω καν τα πατήματα, χωρίς να ξέρω τις συγχορδίες, τίποτα. Αυτό έγινε το ’73. Το ’78 μου πήρε ο πατέρας μου το λαούτο, αγόρασε κι εκείνος κλαρίνο ξανά πάλι και μπορώ να πω ότι ήταν η κινητήρια δύναμη. Ό,τι έμαθα στη μουσική, ό,τι κατέκτησα στη μουσική, το οφείλω στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε πάθος με το κλαρίνο, αγόραζε κλαρίνα, πουλούσε κλαρίνα, διόρθωνε κλαρίνα. Είχε πάει κοντά στον Αράχωβα, τον μεγάλο τεχνίτη εδώ στην Αθήνα, είχε μάθει κοντά του όλη την τέχνη, γιατί, κάποια στιγμή, του έλεγε «Φτιάξε μου αυτό», δεν θυμάμαι το μικρό το όνομα του Αράχωβα, «Φτιάξε μου αυτό το κλαρίνο». Μία, δύο, τρεις, του λέει, «Κάτσε κάτω να με δεις τι κάνω εγώ και να το κάνεις κι εσύ». Είχε πάρει όλα τα εργαλεία, ξεβίδωνε τα κλειδιά, τα ίσιωνε, τα μπάλωνε, έφτιαχνε τις τάπες, τις μπουκαδούρες τις διόρθωνε, τους φελλούς, όλα αυτά. Και καθόταν ώρες ολόκληρες στο σπίτι με αυτό. Μερικές φορές με εκνεύριζε, γιατί έχω διάβαζα, ήμουνα φοιτητής πλέον, και εκείνος έπαιζε τις κλίμακες στο κλαρίνο. Ανεβοκατέβαινε συνέχεια τις κλίμακες. Αυτό θα ήτανε για μένα ένας εξάωρος-εφτάωρος εφιάλτης. Δηλαδή, δεν τον είχα ακούσει ποτέ να παίξει τραγούδι. Κοιτούσε να μάθει, και πολύ καλά έκανε, κοιτούσε να μάθει πρώτα τις κλίμακες, τους δρόμους. Τους είχε μάθει τέλεια, το έπαιζε κομπολόι το κλαρίνο. Μετά, παίρνοντας εμένα το λαούτο, άρχισε να μου λέει, «Έλα με συνοδεύσεις». Εκείνος με έβαλε στην έννοια του ρυθμού. Τα τραγούδια τα δικά μας –της ορεινής Καλαμπάκας, τα βλάχικα, τα συγκαθιστά κι όλα αυτά– τα οποία έχουν κάποια περίεργα τέμπα, εκεί δυσκολευόμουνα να τον ακολουθήσω. Ή πήγαινα λίγο πιο γρήγορα ή λίγο πιο αργά. Έπρεπε να σταθεροποιηθώ, έπρεπε να παίξω στάνταρ, να μην κάνω λάθος χτύπημα στο λαούτο. Και πρόχειρα, τέλος πάντων, έμαθα κάποιες νότες, κάποια ακομπανιαμέντα. Βέβαια, στην αρχή με ένα ακομπανιαμέντο, έβγαζα ολόκληρο πανηγύρι. Έπιανα ένα σολ μινόρε και τραγουδούσα όλη την Ήπειρο, όλα τα πωγωνίσια, δεν [00:15:00]ξεκολλούσε το χέρι από κει. Όχι ότι ξεκολλάει και τώρα, αλλά, τέλος πάντων, τότε ήμουνα τελείως στη στοιχειώδη αντίληψη της μουσικής. Αργότερα, βέβαια, συν τω χρόνω, με προμήθευσε με όλα τα όργανα ο πατέρας. Δηλαδή μου αγόρασε ακορντεόν, βιολί, πήρε μπουζούκι, ειδική παραγγελία σε κατασκευαστή εδώ στην Αθήνα, στον Καλκέψο. Και η ενασχόλησή του με το κλαρίνο, μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω όλους τους μεγάλους μουσικούς. Όλοι οι μεγάλοι κλαρινίστες που μπορείς να φανταστείς έχουν περάσει από το σπίτι μου, το σπίτι μας. Ήταν ο Τάσος ο Χαλκιάς, Βασίλης ο Μπατζής, ο Κώστας ο Μάντζιος, ο Νίκος ο Φιλιππίδης, ο Γιώργος ο Κωτσίνης, ο Χαρμαλιάς, ο Σωτηρόπουλος… Όλοι οι μεγάλοι κλαρινίστες, ό,τι μπορείς να φανταστείς δηλαδή, είχαν περάσει απ’ το σπίτι. Ο Μάνθος ο Σταυρόπουλος ο ντεφίστας, ο οποίος, μάλιστα, ο πατέρας μου ασχολήθηκε και με τη δημιουργία ντεφιού, δηλαδή έπαιρνε το ξύλο, το έφτιαχνε. Είχε πάρει τον Μάνθο στο σπίτι, του έδειχνε πώς να το... Και ο Μάνθος βέβαια έπαιζε ωραίο κλαρίνο, πάρα πολύ ωραίο. Μάλιστα, είχα καταγράψει κάποιες κασέτες με τον Μάνθο και με τον Κώστα τον Μάντζιο, που δεν τον γνώριζα μέχρι τότε, και δυστυχώς έχουν σβηστεί όλα αυτά τα αρχεία, έχουν χαθεί απ’ τις πολλές μετακομίσεις, έχασα αρκετά αρχεία. Με τον πατέρα μου βασικά, δηλαδή, μπήκα σε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα έμπαινε με τίποτα και μπήκα σε μια, θα έλεγα, καλή ηλικία αλλά και δύσκολη συνάμα, γιατί είχα το διάβασμα του πανεπιστημίου και η Ιατρική ήταν μια δύσκολη επιστήμη, απαιτούσε πολύ διάβασμα. Και επειδή, όσες φορές ερχόταν φίλοι στο σπίτι, και καλούσε πολλές φορές φίλους, και γινότανε γλέντια στο σπίτι. Είχαμε ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα, την πιο παλιά πολυκατοικία, του 1926 κατασκευή. Ένα διαμέρισμα σκοτεινό στο πίσω μέρος, ανήλιαγο, δεν υπήρχε ήλιος εκεί πέρα. Έβλεπες ήλιο κατά τις τρεις η ώρα το μεσημέρι, που έπεφτε λίγο πλάγια, μέχρι στις πέντε, ένα δίωρο δηλαδή από τα πίσω τζάμια, από εκεί υπήρχαν τζάμια μόνο, δεν υπήρχαν... Κι εκεί μαζευόμασταν σε ένα χώρο όπως είναι εδώ το σαλόνι τώρα, πόσο είναι; Είκοσι τετραγωνικά; Σαράντα άτομα. Χορεύαμε, τραγουδάγαμε, γινόταν τι να πω. Έβλεπα τη μητέρα μου, που δούλευε παραδουλεύτρα, και έφτιαχνε τραπέζι για σαράντα άτομα, παρ’ όλο που ήταν κουρασμένη. Το έκανε με χαρά, δηλαδή είχαμε ανοιχτό σπίτι. Αυτό ήταν ευλογία για μένα, δηλαδή, παρόλο που στο πέμπτο έτος της Ιατρικής, που ήταν και το πιο εύκολο έτος, έχασα δύο μαθήματα στις εξετάσεις, γιατί το προηγούμενο βράδυ, πριν δώσω εξετάσεις την επόμενη μέρα έδινα εξετάσεις, μαθήματα, ήρθε ένας φίλος του πατέρα μου, Σταυρόπουλος, από κάτω απ’ την Πελοπόννησο. Ο Μπάμπης, πολύ καλό παιδί, κλαρίνο κι αυτός, ερασιτέχνης κλαρινίστασ, μερακλής. Ήρθε, λοιπόν, κι εγώ ντράπηκα να πω ότι «Παιδιά, εγώ δίνω εξετάσεις αύριο, δεν μπορώ να σας συντροφεύσω». «Έλα, έλα να μας κάνεις παρέα» και καθίσαμε και ξενυχτήσαμε μέχρι τις πέντε η ώρα το πρωί. Εκείνος είχε σουβλατζίδικο τότε στον ηλεκτρικό σταθμό της Καλλιθέας. Μόλις έκλεινε στις έντεκα η ώρα το βράδυ, ήρθε σ΄ εμάς. Μία, δυο, έχασα τα μαθήματα. Βέβαια τα πέρασα στην επόμενη εξεταστική, αλλά ήταν το τίμημα, το πιο ήπιο τίμημα που πλήρωσα γι’ αυτό το πράγμα. Ίσως να το όφειλα στον πατέρα μου, γιατί, σου λέω, με έβαλε στον κόσμο της μουσικής και το κυριότερο που κατάφερε να κάνει, είναι να με κάνει να έχω αντίληψη του χρόνου και του μέτρου. Τα τέμπα, δηλαδή, που λέμε, που είναι πάρα πολύ σημαντικά, αν κάνεις λάθος χτύπημα, τον έβγαλες τον άλλον, έβγαλες τον κλαρινίστα, έβγαλες τον χορευτή, τον έβγαλες εκτός ρυθμού, τέλος πάντων, το ’χασες. Και μπορώ να πω ότι με έκανε να μπω και με πάθος στη δημοτική μουσική, συγχρόνως όμως να ασχοληθώ και με τη λαϊκή μουσική. Δηλαδή ασχολήθηκα με το τραγούδι αναγκαστικά. Για να μπορώ να το συνοδεύω με το κλαρίνο, ασχολήθηκα με το να τραγουδάω. Με το λαούτο τραγουδούσα κιόλας. Και απ’ το υστέρημά μου –η μάνα μου η φουκαριάρα μου δίνε ένα εικοσάρι τότε, «Πάρε είκοσι δραχμές, παιδί μου»–, εγώ πήγαινα και αγόραζα δίσκους των 33 στροφών. Παπασιδέρης, Κιτσάκης, όλους τους κλασικούς, Φώτης Χαλκιάς, Κολλητήρη, όλους τους παλιούς, και μάθαινα τα δημοτικά τραγούδια από τους δίσκους, πέρα από το ραδιόφωνο. Ασχολήθηκα ειδικά με το δημοτικό τραγούδι εκείνη την περίοδο και μπόρεσα να τραγουδάμε μαζί με τον πατέρα μου τσάμικα, συρτά, καλαματιανά, ηπειρώτικα, όλα αυτά τα, ειδικά αυτά τα, θρακιώτικα και τέτοια, [Δ.Α.] τα ξέραμε. Βέβαια, παράλληλα, τη δεκαετία του ’70, όταν ελευθερώθηκε το ραδιόφωνο τότε, ακούγαμε πάρα πολύ παλιό λαϊκό τραγούδι και ειδικά τον Καζαντζίδη. Εγώ μεγάλωσα με τον Καζαντζίδη και βέβαια λέω [00:20:00]σε φίλους μου ότι «Δεν θα βρείτε πιο μελαγχολικό άνθρωπο από μένα, γιατί από τη μια μεριά, με ανέθρεψε ο Καζαντζίδης με τα τραγούδια του κι από την άλλη το ηπειρώτικο μοιρολόι». Τα ακούσματα αυτά που ακούγαμε παλιά, τις αρχές δεκαετίας του ’60, από το ραδιόφωνο κυρίως, τι ακούγαμε, Γιάννενα, Αμαλιάδα και Αλβανία. Στα χωριά απάνω στην Πίνδο, αυτά τα ραδιόφωνα ακουγόντουσαν, δεν ακουγόντουσαν άλλοι σταθμοί. Και εκεί ακούγαμε κλαρίνα, μοιρολόγια, Ήπειρο και πάλι Ήπειρο. Όλα αυτά έπεφταν σαν σταγόνες και ποτίζαν το δέντρο της ψυχής. Και έχουμε μεγαλώσει με αυτά τα ακούσματα. Και απ’ την άλλη μεριά, ο Καζαντζίδης. Διαμόρφωσαν τα δύο αυτά ακούσματα μια ηθική και μια στάση ζωής. Γιατί και το δημοτικό τραγούδι έχει μια διαχρονική ηθική – και στον στίχο και στον ρυθμό, στον τρόπο, και στον χορό. Γιατί δεν υπάρχει ανώτερος, σπουδαιότερος τρόπος να κοινωνικοποιηθεί ένα άτομο από το να πιαστεί χέρι χέρι με τον άλλον και να χορέψει στον ίδιο ρυθμό και να τραγουδήσει με πάθος μα μελωδία, ένα στίχο. Δεν υπάρχει καλύτερο σχολείο κοινωνικοποίησης, είναι ό,τι το καλύτερο. Και βέβαια, όταν ακούς τον στίχο ενός δημοτικού τραγουδιού, που εκφράζει παράπονα ζωής. Γιατί ένα τραγούδι αν δεν έχει πόνο, ας μην γελιόμαστε, κατά 90% δεν είναι τραγούδι. Είτε στον έρωτα, είτε στον ξενιτεμό, είτε στον θάνατο, είτε ακόμα και στις χαρές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ηπειρώτες ξεκινάνε με μοιρολόι και τελειώνουν με μοιρολόι. Καλούν και τους πεθαμένους, ζούνε, δηλαδή έχουν αυτή την αυτογνωσία, θα έλεγα, την κυτταρική γνώση, ότι η ζωή και ο θάνατος είναι αυθύπαρκτοι, είναι σε ένα πρόγραμμα. Συνεχίζουμε να υπάρχουμε μετά τον θάνατο, καλούμε τους πεθαμένους, σαν να τους έχουμε μπροστά μας, γι’ αυτό πηγαίνουν και παίζουνε. Κι εγώ έχω παίξει σε τάφο επάνω, γιατί πιστεύω ότι, ούτως ή άλλως, η ζωή συνεχίζεται και μετά θάνατον. Και βέβαια η ομορφιά τού να κλαις ή να καλείς, με θλιμμένο τρόπο, ανθρώπους οι οποίοι έχουνε φύγει ή να τους αφιερώνεις λίγο απ’ τον χρόνο σου, να ξεφεύγεις λίγο από τα τετριμμένα της καθημερινότητας και να οδηγείσαι σε μια άλλη επικοινωνία, να κάνεις που λέμε γρέκι με τους νεκρούς, να έχεις μια επικοινωνία. Καλύτερη επικοινωνία απ’ το τραγούδι, και το μοιρολόι ειδικά, δεν υπάρχει. Δεν μπορεί… Και το μνημόσυνο κι η ψαλμωδία καλές είναι, αλλά το να τραγουδήσεις ένα μοιρολόι… Εγώ άκουγα τον Τάσο τον Χαλκιά στα μοιρολόγια που είχε και σκεφτόμουνα τον παππού μου που είχε πολεμήσει οχτώ χρόνια από τη ζωή του, από το ’12 μέχρι το ’22 με κάποιες διακοπές, από το Μπιζάνι, Βόρειο Ήπειρο, Κορυτσά πάνω, Λαχανά, μέχρι, έφτασε μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ. Αυτή τη ζωή, αυτού του ανθρώπου, δεν μπορώ να μην την σκέφτομαι μοιρολογώντας. Έφαγε τα καλύτερα χρόνια της νιότης του εκεί. Δεν μπορεί να μη σκέφτομαι μοιρολογώντας τη ζωή της μάνας μου, που ζει ακόμα, η οποία ορφάνεψε στα δώδεκά της χρόνια, μεγάλωσε τα τέσσερα αδέρφια της. Πέντε παιδιά ήτανε, μεγάλωσε η ίδια τα τέσσερα αδέρφια της, μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, απέκτησε τέσσερα παιδιά και έζησε, έκανε το, έστυβε την πέτρα, έκανε από το τίποτα, δημιουργούσε πλούτο. Εμείς δεν είμαστε ικανοί να συγκριθούμε με τέτοιους ανθρώπους, μόνο μια υπόκλιση και τίποτα άλλο. Βέβαια, σκεπτόμενος τη ζωή της, κλαίω, στεναχωριέμαι γιατί πέρασε έτσι και βρισκόμαστε σε μια αδυναμία να της παράσχουμε έστω και την παραμικρότερη χαρά. Ίσως να έχει πάρει κάποιες χαρές, τις οποίες δεν θέλω να τις αξιολογώ, γιατί είναι ελάχιστες μπροστά στην προσφορά της. Αυτά έτσι με την ενασχόληση με τη μουσική. Βέβαια, μετά, πέρα από το οικογενειακό, την οικογενειακή ενασχόληση, προσπάθησα, έκανα κάποια βήματα παραπέρα. Δηλαδή, συγχρόνως με την Ιατρική, που ήταν πολύ κοπιαστική και πολύωρη, δημιουργήσαμε κάποια συγκροτήματα, στην αρχή ερασιτεχνικά, μαζευόμασταν σε σπίτια με γιατρούς, με καθηγητές, με φίλους άλλους και τα λοιπά. Τραγουδάγαμε, παίζαμε μπουζούκια, και με το λαούτο λέγαμε, και με το ακορντεόν λέγαμε κάποια τραγούδια.
Αλλά τη δεκαετία του ’90, άρχισε πλέον να σχηματοποιείται περισσότερο αυτό και ασχολήθηκα, μπορώ να πω, και επαγγελματικά. Δηλαδή τραγουδούσα πλέον πάρα πολύ έντονα παλιά λαϊκά, ό,τι παλιό λαϊκό υπήρχε. Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης Γαβαλάς, Αγγελόπουλος και όλα αυτά, τα τραγουδούσα. Και φτιάξαμε συγκρότημα με έναν καθηγητή φιλόλογο, τον Ηλία τον Παπαφράγκο, που ήταν απ’ τα Μέγαρα. Αυτός με μύησε στο ρεμπέτικο. Ήταν ένα είδος το οποίο δεν είχα πολυασχοληθεί και δεν με συγκινούσε ιδιαίτερα, γιατί δεν είχε αυτή την κλίμακα, την ουσάκ, που ήταν ο Καζαντζίδης ας [00:25:00]πούμε. Είχε άλλο στιλ, όμως και εκεί υπήρχαν τραγούδια-διαμάντια, τα οποία πραγματικά τα αγάπησα, δηλαδή εκεί τότε είχα γνωρίσει, έτυχε να είχα γνωρίσει τη δεκαετία του ’80, πολύ μικρότερο, τον Γιώργο τον Κωτσίνη. Τότε, τη δεκαετία του ’80, είχαν γνωρίσει και τον Νίκο τον Φιλιππίδη. Λοιπόν, μια μέρα με παίρνει ο Γιώργος τηλέφωνο, μου λέει «Πώς τα περνάς και με τα λαϊκά και τα λοιπά», γιατί είχαμε κάνει με τον Γιώργο κάποια γλέντια σε σπίτια με το κλαρίνο, εδώ, κι εγώ με το λαούτο και με άλλα παιδιά. «Τι να περάσω, βρε Γιώργο, τώρα; Τι να πεις», λέω ρεμπέτικα» λέω τώρα. Λέει «Γιατί;». Λέω «Τραγούδια είναι αυτά;». Λέει «Γιατί; Για πες μου κανένα». «Τα τσόκαρά σου φόρεσες και βγήκες στην πλατεία. Είναι τραγούδι τώρα αυτό;». Λέει, σιώπησε για λίγο ο Γιώργος, λέει «Ναι, έχεις δίκιο, ρε Γιώργο. Αν ήταν», λέει, «σε διαφορετική, σε ηπειρώτικο», λέει, «θα ήταν “τα τσόκαρά σου φόρεσες και…”»! Έσκασα στα γέλια εν τω μεταξύ εκεί πέρα. Κατάλαβα, συνειδητοποίησα ότι αυτό που έλεγα ήταν μια άσχημη αντίληψη που είχα, γιατί όλα τα είδη της μουσικής έχουν φοβερή αξία. Ο λόγος που έχει γραφτεί το κάθε τραγούδι, το κάθε τραγούδι έχει την ιστορία του. Έχει τον δημιουργό του, αυτός που συνέλαβε την ιδέα. Αυτός που τη συνέλαβε έχει κάποια εικόνα που την κατέγραψε. Και όλα τα τραγούδια είναι εικόνες και έχουν σχέση με πρόσωπα, με χώρο, με τα ζώα. Αν σκεφτούμε τα «Μαύρα μου χελιδόνια», το ηπειρωτικό τραγούδι, αυτό το καταπληκτικό τραγούδι, έχει να κάνει με τα περιστέρια, με τα χελιδόνια, με τα μηνύματα. Πόσες φορές δεν έχει υμνηθεί ένα πουλί; Πόσες φορές δεν έχει υμνηθεί ένα δέντρο, ένα λουλούδι; Και στο δημοτικό και στο λαϊκό τραγούδι. Και μερικές φορές, ξέρεις, μου φαίνεται λίγο, έτσι, αναλογιζόμενος, λέω «Πού είναι τα όρια του λαϊκού, με το δημοτικό τραγούδι;». Τελικά, δεν υπάρχουν όρια, είναι όμορα, συγκοινωνούντα και, μπορώ να πω, είναι αυτά τα οποία χαρακτηρίζουν την εθνική μας ταυτότητα, τη συλλογική μας μνήμη. Δεν μπορώ να διαχωρίσω, να αφαιρέσω τον Τσιτσάνη από έναν δημοτικό καλλιτέχνη, έναν δημοτικό δημιουργό. Επίσης, ένα άλλο φαινόμενο το οποίο με προβληματίζει και μας προβληματίζει όλους γενικά, είναι αυτό το περίφημο νεοδημοτικό τραγούδι, που λέμε ότι τώρα έχουν πάψει τα δημοτικά. «Από πότε», λέω, «πάψαν τα δημοτικά», ρωτάω κάποιους μουσικολόγους, «από πότε πάψαν τα δημοτικά να δημιουργούνται;». Λέει «Από τη δεκαετία του ’40-’50», και αυτόματα βάζουμε κάποια τείχη και λέμε ότι μέχρι εκείνη τη γενιά δημιουργούσαν τραγούδια δημοτικά. Δηλαδή από εκεί και πέρα δεν υπάρχει ταυτότητα, δεν υπάρχει δημιουργία; Οι επόμενες γενιές δεν έχουν δικαίωμα να αφήσουν σφραγίδα; Παραλμβάνουμε μόνο το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» και το κουβαλάμε επί αιώνες για να μη χαθεί αυτό το τραγούδι και σταματάμε, κόβουμε τη δικιά μας φαντασία να δημιουργήσουμε μα μελωδία, ένα στίχο; Εγώ πιστεύω ότι όλα περνάνε απ’ την κρησάρα της κοινωνικής κρίσης και μένουνε στην ιστορία όταν δοκιμάζονται εν τοις πράγμασι, στο πεδίο, στο πανηγύρι που λέμε. Και τι καταγράφεται και τι μένει στη μνήμη του κάθε ανθρώπου. Μουσικολογικά, ναι, μπορεί να δεχτώ, ότι τότε, επειδή δεν υπήρχαν οι συνθέτες των τραγουδιών, το λένε δημοτικό τραγούδι, γιατί δεν υπάρχει, είναι μια αφηρημένη έννοια ο δημιουργός. Μετά, αυτό με τα δικαιώματα, τέλος πάντων, που σκοτώνει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία της δημιουργίας, είτε δημοτικό λέγεται είτε λαϊκό, εκεί πλέον, ας το πούμε έτσι, μπαίνει σε κάποια κλισέ, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τα προηγούμενα. Τραγουδούσε ο Παπασιδέρης την «Παπαλάμπραινα» ή το «Πουλάκι ξένο». Κάποιος άνθρωπος το έγραψε αυτό, απλά δεν έχουμε, δεν ξέρουμε το όνομά του. Σε μερικά μπορεί να ξέρουμε, αλλά μείναν, τελικά καταγραφτήκαν σαν δημοτικά τραγούδια, γιατί αντέξαν στον χρόνο και άντεξαν στην κριτική. Και πιστεύω, λοιπόν, ότι όλες οι γενιές έχουν δικαίωμα να δημιουργούν, βέβαια με κάποιο σεβασμό στον δρόμο έτσι. Υπάρχει ένας δρόμος ανοιχτός, μια λεωφόρος, τη δημοτική παράδοση, και προχωράμε σε αυτό τον δρόμο με σεβασμό. Δεν μπορούμε να βάλουμε… Γιατί τώρα τα πανηγύρια έχουν μετατραπεί, γιατί είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, τα πανηγύρια έχουν μετατραπεί σε άλλο στιλ. Είτε βρίσκεσαι στο Μαρόκο, είτε βρίσκεσαι στην Ιορδανία, είτε στο Πακιστάν, είτε στην Κοκκινομαγούλα, είναι το ίδιο πράγμα. Δεν είμαι, σ’ αυτό είμαι άκρως αντιθέτος.
Εσύ τώρα, στα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα, τι θυμάσαι σε σχέση με το δημοτικό τραγούδι;
Εγώ, ναι… Επαγγελματικά, θα έλεγα, στο δημοτικό τραγούδι δεν ασχολήθηκα συστηματικά, αποσπασματικά μόνο. Από τα τέλη [00:30:00]της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’90, μέχρι το 2000. Μετά, για προσωπικούς λόγους, οικογενειακούς, σταμάτησα τελείως το τραγούδι, και το λαϊκό και το δημοτικό, για δεκαπέντε χρόνια, και επανήλθα μετά το 2015. Εκεί μπορώ να πω ότι ωφελήθηκα πάρα πολύ από τη φιλία μου και τη γνωριμία μου με τον Νίκο τον Φιλιππίδη και τον Γιώργο τον Κωτσίνη. Δύο κορυφαίοι μουσικοί. Μου έκανε εντύπωση πώς ο Νίκος ο Φιλιππίδης, ας το πούμε έτσι, που τον θεωρώ κορυφαίο όλων των εποχών. Μπορεί να υπάρχουν μεγάλοι κλαρινίστες, αλλά είναι ο πιο πλήρης, ο πιο ευρύς σε γνώσεις και παιξίματα. Ό,τι είναι να σου παίξει, θα στο παίξει, δεν υπάρχει, μέχρι και κρητικά. Και βεβαίως ο πιο ηθικός άνθρωπος που υπάρχει στον πλανήτη της δημοτικής παράδοσης. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, σου είπα και πριν, αλλά πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος… Και τον έχω χαρακτηρίσει αδίστακτα ως τον Άγιο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Είναι κι ο πατέρας του κι ο θειός του κι όλα αυτά… Ήταν άλλη πάστα ανθρώπων, έτσι, με πολύ σεβασμό. Και μου κάνε εντύπωση πώς αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, με καλούσε να πηγαίνω να παίζω με το λαούτο και να τραγουδάω μαζί του. Αυτό έγινε τέλη της δεκαετίας του ’80 και μέχρι τα μέσα του ’90. Μετά ασχολήθηκα έντονα με το λαϊκό και δεν είχα και χρόνο δηλαδή, είχα και την Ιατρική συνάμα. Μετά άρχισα να γράφω βιβλία, συγγραφές και απασχολιόμουν πάρα πολύ με άλλα πράγματα. Μπορώ να πω ότι αυτό, και με τον Γιώργο τον Κωτσίνη, που ήταν μικρό παιδάκι τότε και παίζαμε έτσι, συγκεντρωνόμασταν πότε στο σπίτι του, πότε στο σπίτι μου, πότε σε άλλα σπίτια, γλεντάγαμε. Ήταν αυτή η παρέα, την οποία με νοσταλγία τη θυμόμαστε όλοι, γιατί πολλές φορές, ο Γιώργος, όταν τηλεφωνιόμαστε, μου λέει «Τι ωραία που θα ’ταν να συναντιόμασταν να κάναμε ένα γλέντι. Έχω βαρεθεί αυτά που, τις συναυλίες κι όλα αυτά». Είναι αξιοζήλευτο η παρέα, το γλέντι της παρέας. Δεν χρειάζονται πολλά άτομα, χρειάζονται πέντε-δέκα μερακλήδες. Το παραπάνω… Λέει: «Δύο πράγματα πειράζουν: το πολύ και το καθόλου». Αν έχεις κάνει επιλογή ανθρώπων, οι οποίοι με λαχτάρα περιμένουν αυτό το πράγμα, γιατί τρέφονται και ψυχικά κυρίως από αυτό, νομίζω ότι είναι η απόλυτη ευτυχία. Κάνεις ένα ωραίο γλέντι, ξεκινάς και δεν ακούς τα χαχανητά, ας το πούμε έτσι. Λέει ο άλλος μοιρολόι, σιωπούν όλοι ή συμμετέχουν με ένα μουρμουρητό, το ίσο που λέμε. Γιατί έχω τύχει σε γλέντια, να τραγουδάω εγώ ένα θλιβερό τραγούδι και ακούς την άλλη να σκάει στα γέλια. Όχι για τον τρόπο που τραγουδάω εγώ, αλλά σκάει γιατί έχει την παρέα της και χαχανίζει. Εκεί έρχονται και τα λόγια του Καζαντζίδη, που έλεγε ότι εγώ θέλω ανθρώπους οι οποίοι να έρχονται και όχι να ακούω, λέει, τα πιρούνια και τα κουτάλια και τα φωτάκια να σπάνε και να κάνουν και να ράνουν. Θέλω να με σέβονται, να με ακούν και να με σέβονται.
Έχεις κάποιο γλέντι που να ξεχωρίζεις από εκείνη την εποχή, κάτι που να σου έκανε πολλή εντύπωση ή από κάποιον απ’ τους μουσικούς τους μεγάλους που ανέφερες.
Να σου πω. Είχε κάνει κάποια στιγμή γλέντι ο πατέρας μου στο σπίτι και είχε πάρει έναν βιολίστα, τον Κώστα τον Γκίκα απ’ τα Τρίκαλα, ο οποίος ήταν φοβερός βιολίστας, πολύ μεγάλο βιολί. Είχαν μαζευτεί σαράντα πέντε-πενήντα άτομα, είχε γεμίσει το σπίτι, δεν χωράγαμε. Έγινε ένα γλέντι, τι να πω τώρα, από τις δέκα η ώρα, οχτώ η ώρα, εννιά η ώρα το βράδυ μέχρι στις πέντε η ώρα το πρωί. Ασταμάτητα. Χορό, τραγούδι... Έβλεπα τις θειές μου με τις μαντίλες, έβλεπα τις ανιψιές μου, κοριτσάκια μικρά –που έχω βίντεο απ’ αυτά, απ’ αυτό το γλέντι– και ανθρώπους οι οποίοι, τι να σου πω τώρα, το ζούσαν το πράγμα, γινόταν ένας χαμός. Θυμάμαι είχε έρθει ο Πέτρος ο Τζούμας, ο τραγουδιστής, Ηπειρώτης, είχε έρθει στο σπίτι. Έπαιζε ο πατέρας μου κλαρίνο κι εμείς πιαστήκαμε στον χορό. Εγώ παράτησα το λαούτο και τραγουδούσε ο Πέτρος και χορεύαμε. Θυμάμαι τον Μάνθο τον Σταυρόπουλο, που ήρθε να φτιάξει ντέφι, και μετά ξεκινάμε ένα γλέντι στο σπίτι, και αρπάζει, εκεί που έπαιζε το ντέφι και το κοπάναγε στον αέρα και όλα αυτά, πιάνει το κλαρίνο και αρχίζει να παίζει ένα πωγωνίσιο, τρελαθήκαμε. Ήταν λίγο πριν τον γράψει η Δόμνα η Σαμίου σε αυτό το «Πήγαινα τον δρόμο δρόμο», που το ’λεγε τέλεια, ήταν η πιο τέλεια... Το είχε τραγουδήσει στο σπίτι μου μέσα –για πρώτη φορά το άκουγα σ’ αυτή την εκτέλεση, σ’ αυτή την ερμηνεία– και συγκινήθηκα. Μετά με τον Φιλιππίδη, πόσες φορές έχουμε μαζευτεί σε αυτό το σπίτι στην Καλλιθέα! Πάμπολλες φορές. Να ζήσει χίλια χρόνια αυτός ο άνθρωπος, και αυτός και ο αδερφός του, ο πατέρας του έφυγε. Ερχόταν και αναρωτιέμαι πώς εγώ τολμούσα και καλούσα αυτούς ανθρώπους στο σπίτι χωρίς πληρωμή. Ερχόταν οι άνθρωποι και γλεντάγαμε και γινόταν τρικούβερτα γλέντια στην ταράτσα πάνω. Δεν είχαμε την πολυτέλεια με τέντες. Βάναμε σαν τους, συγγνώμη που θα το πω, σαν τους γύφτους με σεντόνια, ξέρεις τώρα, τα δέναμε με μανταλάκια ή με σύρματα [00:35:00]για να αποκτήσουμε ίσκιο. Και κάναμε γλέντια και μας ακούγανε γύρω οι πολυκατοικίες, κοιτάγανε, αλλά εμείς το βιολί μας. Περνάγαμε όμορφα. Με τον Γιώργο τον Κωτσίνη επίσης, πολύ όμορφα γλέντια, δηλαδή σε σπίτια, σε διάφορα σπίτια στην Ηλιούπολη και τα λοιπά. Αυτό ήταν η ερασιτεχνική ή ελαφρά ημιεπαγγελματική ενασχόληση με το δημοτικό τραγούδι, με τη δημοτική μουσική δηλαδή γενικότερα. Δεν είχα σχηματίσει κάποιο συγκρότημα. Ο πατέρας μου ο φουκαράς πάλευε να κάνει συγκρότημα, αλλά δεν κατάφερε ποτέ, γιατί από τη μεριά τη δικιά μου, εγώ σπούδαζα, μετά με την Ιατρική είχα ενασχολήσεις, είχα τους γάμους, είχα αυτά, είχα άλλα θέματα ας πούμε στην καθημερινότητά μου, και δεν μπορούσα να τον στηρίξω σ’ αυτό. Η δυσκολία για το να κάνεις συγκρότημα ήταν πολύ μεγάλη, γιατί δυστυχώς, πρέπει να τα λέμε κι αυτά, οι άνθρωποι λειτουργούν σε ομάδες. Οι ομάδες πολλές φορές δεν μπορούν να δεχθούν και να συγχωνεύσουν μέσα άνθρωπο ο οποίος είναι μιας άλλης κατηγορίας. Και αυτό ήταν ένα μείον για τον πατέρα μου. Δεν μπόρεσε να συγχωνευτεί με επαγγελματίες μουσικούς, να κάνει ένα σταθερό συγκρότημα, δεν ήταν εύκολο να το κάνει. Στηρίζονταν σε μένα, ίσως και δεν πίστευε κι ο ίδιος ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί, γιατί ήταν ενεργός στη δασική υπηρεσία. Η δημοτική μουσική, όσο να ’ναι, απαιτεί παρουσία, απαιτεί χρόνο, απαιτεί πρόβες, απαιτεί συνευρέσεις με την κομπανία για να μπορέσεις να παρουσιάσεις κάτι σωστό. Δεν μπορούσε να το διαθέσει αυτό κι αυτό ήταν ένα μείον, δεν το κατάφερε. Οπότε κι εγώ μετά, ανάλογα με το τι συναντούσες στον δρόμο σου, προσάρμοζες και τη δικιά σου πορεία. Εγώ μετά συναντήθηκα με φίλους γιατρούς. Να σου πω ότι εφημέρευα στο νοσοκομείο, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ήμουνα στην Πολυκλινική, έκανα τότε το, τα χρόνια της καρδιολογίας. Και σε εφημερία τώρα, εγώ είχα πάρει το μπουζούκι, ένας συνάδελφος παθολόγος, ειδικευόμενος ιατρός, είχε πάρει την κιθάρα, ένας χειρουργός έπαιζε ντέφι πάνω στο τραπέζι. Κατά τις τρεις η ώρα, ενώ γλεντάγαμε εμείς τώρα στο δωμάτιο των γιατρών, στον χώρο, στον πέμπτο όροφο της Πολυκλινικής, έρχεται ένας άνθρωπος από το βάθος και λέει «Θα σταματήσετε επιτέλους; Τι το κάναμε εδώ πέρα; Ταβέρνα;». Να σου πω ήταν από τα γεγονότα.. Γιατί τότε μαζευόμασταν σε σπίτια φίλων γιατρών και τα λοιπά και κάναμε γλέντια λαϊκά, πολύ έντονα. Συγχρόνως με τα δημοτικά, ήταν μία ομάδα με τα λαϊκά και μία ομάδα με τα δημοτικά. Και μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα όλο αυτό, όλη αυτή την πορεία την ευχαριστήθηκα. Επαγγελματικά, βέβαια, ασχολήθηκα μόνο με το λαϊκό στην αρχή. Το ’95 κάναμε μία κομπανία, η οποία ξεκίνησε και παίζαμε τότε σε μια ταβέρνα, στο «Άλμπουρο», στο Περιστέρι, και συγχρόνως παίζαμε και στο «Jazz bar» στο Κολωνάκι. Παίζαμε αποσπασματικά στο «Τρύπιο Κατοστάρι», πέρα, στην Ηλιούπολη. Παίζαμε στα Μέγαρα αποσπασματικά. Ένα καλοκαίρι παίξαμε ολόκληρο στα Μέγαρα. Μετά μας καλούσαν σε σπίτια, γιατί τότε, μαζί με τον Ηλία τον Παπαφράγκο που έπαιζε μπουζούκι, ήμουνα εγώ, που έπαιζα τουμπερλέκι τότε και τραγουδούσα, ήταν ο Οδυσσέας ο Ζαγρέδος με την κιθάρα και ήταν και η Μαριάννα η Τζίμα η τραγουδίστρια. Η οποία η Μαριάννα η Τζίμα ήταν μια καταπληκτική φωνή, δηλαδή είτε άκουγες Γιώτα Λύδια, Βίκυ Μοσχολιού, κάτι ανώτερο, ας πούμε έτσι, ασύλληπτη στις μελωδίες, στη μελωδικότητα της φωνής της. Τραγουδούσε ρεμπέτικα, λαϊκά καταπληκτικά. Και ήμασταν, τραγουδούσαμε όλοι. Ο Ζαγρέδος είναι και συνθέτης τώρα, ήταν κι από τότε βέβαια, αλλά εξελίχθηκε, είναι καθηγητής μουσικής στα ΕΠΑΛ. Και μπορώ να πω ότι είχαμε τέτοια χημεία… Τραγουδούσαμε και οι τέσσερις εν τω μεταξύ. Και κάναμε και τριφωνίες, τετραφωνίες μέσα, ένα πράγμα ωραίο, γεμάτο. Μπορώ να σου πω ότι εκεί τραγουδούσα, υποχρεωτικά τραγουδάς και δημοτικά με τη λαϊκή κομπανία. Ξεκινούσε ο μπουζουξής με την «Ιτιά» και εγώ έλεγα σωρηδόν άλλα δέκα τσάμικα από πάνω. Προχωρούσα μετά, με μια ανάσα, χωρίς ενδιάμεσο παίξιμο του μπουζουκιού, από στίχο σε στίχο, δέκα τσάμικα, δέκα πωγωνίσια, ό,τι μας ερχόταν, μπεράτια και τα λοιπά, τα λέγαμε όλα. Ώσπου φτάσαμε, έφτασε η χάρη μας να παίξουμε στην Νέα Υόρκη. Με τον Γιώργο τον Κωτσίνη κλαρίνο, με την κομπανία τη λαϊκή εκεί πέρα. Περάσαμε πολύ όμορφα, αλλά μετά, λόγω προσωπικών θεμάτων, οικογενειακών, τα παράτησα, παρόλο που ο Γιώργος με τίμησε με πρόσκληση και δεν μπόρεσα να πάω, να ξαναπάω δηλαδή στην Αμερική. Σταμάτησα για δεκαπέντε χρόνια κι επανήλθα [00:40:00]πάλι στον χώρο της μουσικής γνωρίζοντας κάποια παιδιά. Τότε έτυχε για δύο χρόνια να ζω στην Κρήτη με την πρώην σύζυγο και εκεί φτιάξαμε μια κομπανία. Γνώρισα παιδιά που περιφερόντουσαν στα μαγαζιά, ένας μπουζουξής και ένας κιθαρίστας, και φτιάξαμε ένα συγκροτηματάκι εκεί πέρα. Παίζαμε κάθε Σάββατο σε ένα μαγαζί, σε μια ταβέρνα. Συνεχίσαμε με αυτά τα παιδιά και στην Αθήνα. Εγώ έφυγα το ’15 από την Κρήτη, γύρισα στην Αθήνα. Μέχρι το ’17, το καλοκαίρ,ι παίζαμε, δηλαδή 15-16-17, τρία χρόνια παίζαμε συνεχόμενα σε διάφορα μαγαζιά των Αθηνών. Το ’16 γνωρίζομαι με τον Αντώνη τον Κακούρη, ένα παιδί νεαρό από την Κόνιτσα πάνω, απ’ την Καστάνιανη –που είναι και το χωριό του Νίκου του Κατσαρού, που ήμασταν φίλοι από τη δεκαετία του ’80– και αρχίσαμε να παίζουμε μαζί, δημοτικά. Στην αρχή λίγο, ξέρεις, με μια δυσκολία. Το παιδί τότε μάθαινε κλαρίνο, αλλά μέρα με την ημέρα εξελισσόταν και είχε πάθος με το κλαρίνο. Ώσπου φτιάξαμε μια κομπανία, πότε με ακορντεόν συνοδεία πότε με βιολί, το ντέφι ο Νίκος Κατσαρός και τα λοιπά, και εντρύφησα και στα κονιτσιωτικα πλέον. Ένα μέρος που ναι μεν είχα πάρει μια ιδέα από τη δεκαετία του ’80 ας πούμε, ’90, αλλά δεν είχα ασχοληθεί έτσι ιδιαίτερα. Δυο-τρία τραγούδια τα είχα ακούσει και τα έλεγα. Αλλά ασχολήθηκα και έζησα πλέον την ομορφιά των πανηγυριών στην Κόνιτσα. Η Κόνιτσα, λοιπόν, ήταν ό,τι πέρασα στα παιδικά μου χρόνια στον Ασπροπόταμο, που είχαμε τον Κώστα τον Φιλίππου, τον επονομαζόμενο Καρακώστα, τον Κώστα Καρακώστα, όχι τον μεγάλο, τον παλιό. Λοιπόν, ό,τι ζούσαμε εκεί πέρα με το, στα σκέτα, γύρω γύρω από τον πλάτανο, στην πλατεία, ο χορός και τα λοιπά, και την ομορφιά αυτή, ο πρώτος ο χορευτής να έχει το κλαρίνο μπροστά του και ο τελευταίος ποτέ να χάνει τον ήχο και πότε να επανέρχεται ο ήχος. Αυτή η ομορφιά, το στερεοφωνικό της φύσης είναι ασύλληπτο σε ομορφιά. Και να ακολουθούν… Εμείς ήμασταν μικρά παιδάκια και θυμάμαι ότι ήμασταν στην ουρά του χορού, αλλά στο τέλος, εμένα με βάζανε να χορέψω μπροστά τσάμικο, γιατί είχα μάθει τσάμικο. Που λες τώρα εσύ γιατί πηδάω από μία χρονολογία στην άλλη, αλλά έχει σημασία. Ζώντας το πανηγύρι της Κόνιτσας, θυμήθηκα τα πανηγύρια των παιδικών μου χρόνων. Και εκεί ήταν η ομορφιά, ότι σε σπίτι φιλικό πηγαίναμε και μαθαίναμε, βάζαμε το πικάπ και μαθαίναμε σε σκοτεινό δωμάτιο, γιατί ντρεπόμασταν, σε σκοτεινό δωμάτιο μας έδειχναν οι μεγάλοι τα βήματα και μετά πηγαίναμε στο φως και δείχναμε τι είχαμε μάθει. Μία, δυο, τρεις είχαμε… Και κάναμε και τα σκέρτσα που λέμε, τα χτυπήματα του ποδιού, το πήδημα στον αέρα, τις στροφές και τα λοιπά. Αυτά τα μαθαίνουν τα χορευτικά. Και είχα το θράσος να μπω πρωτοχορευτής στα σκέτα με κλαρίνο τον Φιλίππου, τον Καρακώστα να μου παίζει κι εγώ να χορεύω τσάμικο. Και μετά με παίρνανε, με σήκωναν στον αέρα και μου δίναν λουκούμι για βραβείο. Θέλω να πω ότι η ενσωμάτωση και το βάπτισμα ήταν καθαρά βιωματικό. Δηλαδή δεν ήταν κάτι στημένο, το ζούσες. Τότε περιμέναμε τα πανηγύρια, ήταν σταθμός. Γιόρταζε το χωριό τον πολιούχο, είχε πανηγύρι. Δεν είναι η γιορτή της πατάτας, και του αγγουριού, και των σπόρων, και του αρνιού, και του λουκάνικου που είναι τώρα. Εγώ ανοίγω θέματα με την κουβέντα, αλλά είναι κάποια πράγματα που με ενοχλούν. Αναγνωρίζω ότι οι σύλλογοι έχουν ανάγκη να επιβιώσουν, γιατί έχουν αυξημένες ανάγκες, δημιουργούν αυξημένες ανάγκες. Έχουν τα χορευτικά, έχουνε εφημερίδες, έχουνε υποχρεώσεις, εκδηλώσεις άλλες και τα λοιπά ή βοηθάνε ανθρώπους. Αλλά δεν μπορεί να ευτελίζουμε την έννοια της πανήγυρης. Η πανήγυρις είναι ένας ιερός εορτασμός. Το χωριό μου, φερ’ ειπείν, η Παναγία Καλαμπάκας, έχει μοναστήρι, γι’ αυτό πήρε και το όνομα Παναγία, την Ιερά Μονή Λιμποχόβου Γενέσεως της Θεοτόκου που εορτάζει 8 Σεπτεμβρίου. Τότε γινόταν το πανηγύρι στο χωριό. Η αδελφότητα, την οποία ίδρυσε ο πατέρας μου το ’76, η αδελφότητα λοιπόν [Δ.Α.], συν τω χρόνω, εφήρμοσε πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο. Καλώς καμωμένο, αλλά υποβαθμίστηκε τελείως το πανηγύρι, το καθαυτού πανηγύρι που ήτανε τον Σεπτέμβριο. Αναγνωρίζω ότι οι ανάγκες και οι εξελίξεις, η αστυφιλία, φεύγει ο κόσμος, δεν μπορεί να επιστρέψει τον Σεπτέμβρη ή να καθίσει μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου στο χωριό για να κάνει το πανηγύρι. Αναγνωρίζω πολλές ανάγκες, αλλά όμως το να κάνουμε πανηγύρια για το πανηγύρι, έτσι για να δείξουμε ότι κάτι κάνουμε, με βρίσκει λίγο αντίθετο. Ύστερα, δεν μπορώ να καταλάβω το έντονο πάθος που [00:45:00]έχουν ορισμένοι να τρέχουν από πανηγύρι σε πανηγύρι. Εντάξει, βρε αδερφέ. Χόρεψες, γλέντησες, την άλλη μέρα θα πας σε άλλο πανηγύρι; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα.
Ενώ απ’ τα πανηγύρια στην Κόνιτσα; Τι θυμάσαι τώρα που έτσι σε στιγμάτισε από ό,τι καταλαβαίνω.
Τα πανηγύρια στην Κόνιτσα ήταν ακριβώς ένα ζωντάνεμα της παιδικής μνήμης. Έζησα πάλι τα πανηγύρια στα σκέτα, βίωσα αυτό το γλέντι, το αγκάλιασμα των νέων ανθρώπων. Και το χαιρόμουνα και όταν έβλεπα νέους ανθρώπους που κλαίγανε με το βαρύ τραγούδι, με το «Ψες, προψές βγήκε ο χάρος», ή «Ποιος πλούσιος απέθανε», ή να λένε ένα μοιρολόι στις πέντε η ώρα το πρωί και να κάθονται όλοι γύρω γύρω γονατιστοί και να κλαίνε, ή κάποιοι που είχαν χάσει κάποιον φίλο τους να κλαίνε στη μέση, στο χοροστάσι, και να συνεχίζουμε εμείς να παίζουμε και μαζί με αυτούς να κλαίμε κι εμείς. Εγώ δεν κρατιέμαι κιόλας, είμαι ευσυγκίνητος. Ήταν πράγματα τα οποία, πραγματικά, ήταν τροφή ψυχής και μπορώ να πω ότι δεν είναι εύκολο να τα ζήσει κανένας. Στάθηκα πολύ τυχερός που τα έζησα αυτά. Βέβαια, για τον μουσικό, τον ανεπιτήδευτο μουσικό, εδώ έρχεται ο ερασιτεχνισμός, είναι εξουθενωτικό. Γιατί εγώ, όταν τραγουδάω, τραγουδάω από ψυχής, με το λαρύγγι, δεν τραγουδάω προσποιητά, με τον ουρανίσκο που κάνουν ορισμένοι, και καλά κάνουν, για να προστατεύσουν το λαρύγγι τους. Το πιο ευαίσθητο όργανο δεν είναι το λαούτο. ,ου σπάγαν οι χορδές βέβαια, αλλά το πιο ευαίσθητο όργανο είναι το λαρύγγι. Κι έφτασα πολλές φορές να παίρνω φάρμακα για να μπορέσω να ανταποκριθώ στις ανάγκες των πανηγυριών γιατί ήταν απανωτά. Εκεί, πλέον, το ’19, μετά από τέσσερις χρονιές, τους είπα ότι είναι η τελευταία χρονιά που έρχομαι, ανεβαίνω Κόνιτσα και το έκανα και για άλλους λόγους, τους οποίους δεν μου επιτρέπεται να πω, αλλά γεύτηκα αυτό που γεύτηκα, μπορώ να πω ότι έχω πάρα πολύ καλές αναμνήσεις, παρά τις δοκιμασίες. Ταλαιπωρούσα, βέβαια, και τη γυναίκα μου, γιατί τραβούσε βίντεο. Όλα αυτά τα βίντεο που αναρτώ κατά καιρούς, υπάρχουν άνθρωποι που τα τραβάνε, οι οποίοι τραβάν μαρτύριο. Το να στέκεσαι με το τηλέφωνο ή με την κάμερα, να είσαι, έτσι, στον αέρα, χωρίς τρίποδα και τα λοιπά με τις ώρες, μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να εκφράσω και βέβαια δεν την έχω αναφέρει ποτέ, πουθενά. Απλώς γεύομαι εγώ λίγο τα σχόλια και διάφορα, αυτά τα like, που μας έχουν φάει τα like, που δεν με συγκινούν ιδιαίτερα, αλλά εγώ το κάνω βασικά γιατί μου αρέσει να μοιράζομαι κάποια πράγματα. Είναι κακό, άκουγα έναν κλαρινίστα από το χωριό μου, ένα νεαρό παιδί. Νεαρός; Γύρω στα 40. Μου λέει «Ρε Γιώργο», λέει, «έχω πάρει απ’ τον Μάσσιο και από τον Μπάο τον Αυγέρα απ’ το Μέτσοβο, έχω πάρει ένα παίξιμο, το οποίο», λέει, «δεν υπάρχει, δεν μπορεί να το παίξει κανένας, το έχω μόνο εγώ και δεν μπορώ να το παίξω», λέει, «σε παρέα, έτσι, γιατί θα το αντιγράψουν». Του λέω «Η σκέψη σου είναι τελείως λάθος». Λέει «Θα μου παίρνουν τις δουλειές και τα λοιπά». Εγώ αναγνωρίζω ότι η πίτα των πανηγυριών και των γλεντιών, τα κομμάτια της πίτας έχουνε μικρύνει, γιατί έχουν αυξηθεί οι οργανοπαίχτες, έχουν βγει σχολές μουσικών. Έχουν βγει αξιόλογοι μουσικοί, λαουτιέρηδες τώρα… Κεντάνε. Βιολιά, κλαρίνα, φωνές… Καταπληκτικοί. Και χαίρομαι όταν βλέπω νέα παιδιά, νέες κομπανίες να παίζουν, να παίζουν λες και έχουν βιωματική, κουβαλάνε ένα βιωματικό πράγμα, χωρίς να έχουνε ζήσει αυτά που έχω ζήσει εγώ. Κι όμως αποδεικνύονται πιο ζεστοί και πιο ικανοί να παράξουν κάτι το πολύ, πολύ όμορφο. Λυπάμαι, όμως, όταν βλέπω ανθρώπους νέους που να έχουν τέτοιες αντιλήψεις, ότι... Μα εσύ, βρε αγαπητέ μου, από κάπου το πήρες αυτό, το έμαθες, στο δείξανε. Δείξ’ το κι εσύ για τον άλλον, δεν χάλασε ο κόσμος. Δεν θα χάσεις πανηγύρι επειδή έμαθε και ο άλλος να παίζει το «Λιβανατέικο», δεν είναι δυνατόν. Εδώ η παράδοση είναι μια σκυτάλη, όσο και νέος να είσαι. Να έχουμε τη διάθεση να μοιραζόμαστε πράγματα και να μετουσιώνουμε στην πράξη τον πολιτισμό της ψυχής. Γιατί αν δεν υπάρχει πολιτισμός ψυχής, δεν υπάρχει πολιτισμός. Θυμάμαι παλιά ένα θέμα έκθεσης: «Ο πολιτισμός της ψυχής είναι η ψυχή του πολιτισμού», και αυτό είναι γεγονός. Αν δεν υπάρχει ατομικός πολιτισμός ψυχής, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός γενικότερα. Ο καθένας μας διαμορφώνει τον εαυτό του, τον χτίζει, προχωράει στον περίγυρό του και βοηθάει και την κοινωνία με το παράδειγμά του, με την παρουσία του, για να διαμορφωθεί προς το καλύτερο. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να κρατάμε για τον εαυτό μας πράγματα. [00:50:00]Ο πατέρας μου είχε ένα αρχείο τεράστιο φωτογραφικό της εποχής από την εποχή του ’50, το οποίο το έχω πολλές φορές αναρτήσει. Ή και από άλλους ανθρώπους που έχω πάρει φωτογραφίες ή τις έχω σκανάρει, δεν τις κρατάω για τον εαυτό μου. Βλέπω ορισμένους, αρπάζουνε βίντεο, λένε «Εδώ είμαστε στο Κεράσοβο το ’89 και κάμερα ο Γιώργος», λες και ήμουν απεσταλμένος αυτουνού που το γράφει. Είναι ασέβεια, βέβαια, αλλά δίνω τόπο στην οργή. Ξέρεις, λέω, κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουνε ότι πρέπει να τιμούν και την πηγή. Δεν με ενδιαφέρει αν πουν κάποιο καλό λόγο. Να πουν ότι αυτό είναι από το αρχείο του τάδε. Δεν μπορώ… Έχω γράψει πέντε βιβλία. δεν μπορώ να βάλω μΙα φωτογραφία από κάποια οικογένεια που πήρα και να μην αναφέρω το όνομά της οικογένειας και να πω ότι είναι απ’ το αρχείο μου. Ναι, το μάζεψα στο αρχείο μου, αλλά προέρχεται από εκεί.
Τώρα, με αφορμή αυτό που λες, θες να μου πεις και λίγο, με αυτή τη δουλειά που γίνονται τα τραγούδια της Κουτσούφλιανης, την εμπειρία σου; Πώς ξεκίνησε όλο αυτό και πώς προέκυψε; Και πώς το κάνατε;
Θα σου πω. Το ’96, μ’ ένα τυχαίο τηλεφώνημα, ήμουνα στο χωριό μου και μ’ έψαχνε ένας αντιδήμαρχος στο χωριό. Μάλλον όχι, τότε δεν ήταν δημαρχείο. Μου λέει: «Γιώργο, έρχεσαι λίγο στο κοινοτικό γραφείο;». Έψαχναν την αδερφή μου βασικά, που είναι αρχιτέκτονας. Μου λέει… Γιατί είχαμε κάνει μια συνάντηση το Πάσχα, ήταν καλοκαίρι του ’96. Προσπαθούσαν, λοιπόν, να φτιάξουνε, να προετοιμαστούν για τα εκατό χρόνια του Ολοκαυτώματος της Κουτσούφλιανης. Εγώ μέχρι τότε είχα βαθιά μεσάνυχτα για το γεγονός. Λέει «Είναι εκεί η Ντίνα;», λέω «Όχι, δεν είναι». «Δεν έρχεσαι εσύ να μας πεις καμιά ιδέα;». Πηγαίνω εκεί πέρα κι εγώ. «Να έρθω», λέω. Ήταν καμιά δεκαριά άτομα, οι οποίοι είχαν ξαναμαζευτεί μερικούς μήνες πριν, και συζητάγαμε τι πρόκειται να κάνουμε για τον εορτασμό των εκατό χρόνων που θεωρούσαν ότι ήταν το 1997. Ο μόνος που είχε μαζέψει κάποια στοιχεία, ιστορικά θα έλεγα, ήταν ο Θανάσης ο Στράτης, ένας γαμπρός στο χωριό, Ηπειρώτης, από την Ελαία Πρεβέζης, ο όποιος είχε μαζέψει ένα ντοσιέ και είδε ότι τα γεγονότα του ολοκαυτώματος είχαν γίνει τον Μάιο του ’98, δεν είχε προσδιορίσει ακριβώς την ημερομηνία, αλλά βρήκε κάποια στοιχεία. Εγώ ενθουσιάστηκα με αυτό που είδα και λέω «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να γράψουμε την ιστορία του χωριού». Δεν υπήρχε τίποτα μέχρι τότε, καμιά αναφορά. Με ειρωνευτήκαν ορισμένοι, «Να γράψουμε βιβλίο τώρα, να κάνουμε μια γιορτούλα εκεί πέρα να τιμήσουμε...». Τι να τιμήσουμε όμως; Αφού δεν ξέραμε. Λέγαν οι παλιοί την παλιά Κουτσούφλιανη, τη σημερινή Κουτσούφλιανη που μετονομάσαμε, και νέα Κουτσούφλιανη, την Παναγία. Οι κάτοικοι του χωριού λεγόταν Κουτσουφλιανιώτες και πάει λέγοντας. Τέλος πάντων, εγώ αφού… Με αφορμή αυτό, λέω «Δεν μπορεί. Θα πάω στην Αθήνα, θα ψάξω όλες τις παλιές εφημερίδες». Μπήκα, λοιπόν, σε έναν αγώνα, μπορώ να σου πω και οδυνηρό. Έψαξα ό,τι βιβλιοθήκη μπορείς να φανταστείς, ό,τι παλαιοβιβλιοπωλεία υπάρχουν στην Αθήνα, τα έτρεξα. Μοναστηράκι, κάπου μέσα στο Κολωνάκι, εκεί, στην Σόλωνος και τα λοιπά, κάτι υπόγεια, κάτι βιβλιοθήκες, Γεννάδειο, Παλιά Βιβλιοθήκη της Βουλής, η Λένορμαν, κάτω, η αποθήκη, και τα λοιπά. Και έβρισκα ντοκουμέντα, τι ακριβώς είχε γίνει στο χωριό μου στις 13 Μαΐου του 1898. Ήταν το μοναδικό χωριό που δόθηκε στους Τούρκους μετά τον άτυχη πόλεμο του 1897. Το ’97 οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλία μέσα σε ένα μήνα και επειδή από το χωριό μου, την Κουτσούφλιανη, την παλιά Κουτσούφλιανη, αυτή που κάψαν τελικά, ορμήσανε προς τη Μακεδονία, ήταν Τουρκία τότε, ορμήσαν οι αντάρτες της εθνικής εταιρείας, που ήταν και ο Παύλος Μελάς… Ηγέτης της εθνικής εταιρίας ήταν ο πατέρας του, Μιχαήλ Μελλάς. Λοιπόν, ήταν το μοναδικό χωριό που τελικά δόθηκε στην Τουρκία από όλη την Θεσσαλία και το κάψανε οι ίδιοι οι κάτοικοι 13 Μαΐου του 1898. Το είχανε πάρει απόφαση από πριν, είχαν συνεδριάσει κάτω από το πλατάνι που έχουμε του Αγίου Κοσμά, που είχε φυτέψει ο Άγιος Κοσμάς το 1775. Συνεδριάσανε, αποφασίσανε, ότι αν δοθεί το χωριό στην Τουρκία, θα το κάψουμε. Και το πραγματοποίησαν όταν οριστικοποιήθηκε πλέον την άνοιξη, γιατί ανέβαλαν την οριστική οριοθέτηση. Οριστικοποίησαν, λοιπόν, την οριοθέτηση τότε και το κάψανε οι κάτοικοι. Εγκατέλειψαν, πήραν τα οστά των προγόνων, τα λείψανα, έκαψαν τους πρόσφατα ταφέντες έξω απ’ το νεκροταφείο, τους ξεθάψαν, τους κάψανε, και μεταφέραν ό,τι υλικό, πόρτες, παράθυρα, τα μεταφέραν στο Λιμπόχοβο, στη σημερινή Παναγία. Και εγκατασταθήκαν στα λιβάδια γύρω από τη Μονή Λιμποχόβου. Αυτό σαν γεγονός εμένα με συγκλόνισε, γιατί κάθε φορά που έβλεπα ντοκουμέντα, έκλαιγα. Ευτυχώς είχα βρει έναν φίλο τότε, αστυνομικό, ο οποίος έγραφε κι αυτός για το δικό του χωριό, ο [00:55:00]οποίος έκανε βάρδιες στη Λένορμαν, κάτω, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στην αποθήκη μάλλον, που ήταν πρώην καπνεργοστάσιο εκεί πέρα. Και μου λέει «Γιώργο, όταν έχω βράδια βραδινή»… Γιατί δεν μας αφήναν να φωτοτυπήσουμε και δεν είχαμε και τα τηλέφωνα να φωτογραφίσουμε, δεν είχα και καμία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, δεν είχα λεφτά να πάρω. Μου λέει «Θα ρθείς στη βάρδια το βράδυ που έρχομαι, είμαι εγώ και ό,τι βρούμε, θα το φωτοτυπούμε». Έτσι κι έγινε. Έκλαιγε και αυτός μαζί μου. Είχαμε γεμίσει σκόνες, γιατί οι εφημερίδες... Ανοίγαμε τώρα εφημερίδες που ήταν τόμοι ολόκληροι. Όλη η σκόνη ερχόταν… Και ήταν η πρώτη φορά που πήρα αναρρωτική άδεια από τη δουλειά μου, δέκα μέρες, γιατί έκανα επιπεφυκίτιδα από μύκητες. Συγχρόνως τότε τραγουδούσα κιόλας, στην ταβέρνα, λαϊκά, και θυμάμαι ότι κάθε λίγο και λιγάκι έβαζα σταγόνες στο μάτι. Λοιπόν, δεν μπορούσα να λείψω. Τέλος πάντων να μην τα πολυλογώ. Γράψαμε το πρώτο βιβλίο το ’97, το δημοσιεύουμε, προχειρογραμμένο, βιαστικά. Σε έντεκα μήνες έγινε αυτό. Και ακολούθως, το επόμενο έργο που θα κάναμε για τον εορτασμό των εκατό χρόνων του ’98, είχα την ιδέα να γράψουμε τα παραδοσιακά τραγούδια της Κουτσούφλιανης. Και τους λέω ότι θα το αναλάβω. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να συζητήσουμε τον Κώστα τον Ζούκα, τον μεγάλο τραγουδιστή που είχαμε στο χωριό, θείος μου, ξάδερφός του πατέρα μου. Γιατί από το σόι του πατέρα μου, η μάνα του, η γιαγιά μου δηλαδή, ήταν το γένος Ζούκα, απ’ το Κεράσοβο της Κόνιτσας είχαν κατέβει. απευθύνθηκα στον Κώστα τον Ζούκα. Λέω «Τι τραγούδια έχουμε εδώ, του χωριού, καταδικά μας, όχι μετσοβίτικα και τέτοια. Εμείς, σαν Κουτσουφλιανιώτες. Τι τραγούδια έχουμε». «Άσε με να σκεφτώ», λέει. Βρήκε δύο, τρία… Τέσσερα είχε μαζέψει στην αρχή; Μην τα πολυλογώ, λέω «Θέλω να μου βρεις τον Μάσσιο, να συνεννοηθείς με τον Στέργιο τον Μάσσιο, για κλαρίνο, και να του πεις “Αυτά είναι τα τραγούδια, αυτές είναι οι μελωδίες”, τι παίξιμο μπορεί να κάνει». Πηγαίνει στον Μάσσιο, μην τα πολυλογώ, του λέει ο Στέργιος «Ρε Κώστα, σ’ αυτό το τραγούδι τι να βάλω; Δεν μπορώ να σκεφτώ». Λέω «Θείε, έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε δουλειά. Γιατί αν καλέσω εγώ τον Μάσσιο, να ρθεί συγκρότημα στην Αθήνα, να τους πληρώσουμε, ξενοδοχεία και τα λοιπά, να καθίσουν»… Γιατί και το στούντιο είναι μια ολόκληρη διαδικασία, έτσι. Δεν πηγαίνεις στούντιο όποτε θέλεις εσύ. Πρέπει να κανονίσεις με τους ανθρώπους εκεί, να κανονίσει τις ώρες… Να μην τα πολυλογώ, λέω «Ο μόνος που μπορεί να μας κάνει τη δουλειά είναι ο Νίκος ο Φιλιππίδης». Μάλιστα, είχα κάνει συζήτηση με τον Γιώργο τον Κωτσίνη και, προς τιμήν του, μου λέει, «Θέλεις βλαχοκλάρινο και ο μόνος που μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά είναι ο Νίκος ο Φιλιππίδης». Παίρνω τον Νίκο, γιατί είχα σκοπό να τους βάλω και τους δύο, αλλά, προς τιμήν του πάλι λέω, «Όχι», λέει, «ένας θα την κάνει δουλειά και αυτός ο πλέον κατάλληλος είναι ο Νίκος». Παίρνω τον Νίκο, με χαρά το δέχτηκε, δεν το συζητάμε. Του έδωσα, έκανα μιαα προεργασία εγώ για να βρω τις τονικότητες με το λαούτο, πήγαινα, μαζευόμασταν στα γραφεία της αδελφότητας ή στο σπίτι μου και τα λοιπά… Και μαζευόντουσαν οι μεγάλες γυναίκες, άνδρες του χωριού και τα λοιπά, ποιοι ήταν καλοί τραγουδιστές και τους προβάριζα να δω. Φεύγανε οι γυναίκες, δηλαδή ξεκινάγανε από ρε και καταλήγανε στο μι. Άλλες ξεκίναγαν από ντο κατέληγαν στο ρε, δεν είχαν σταθερή τονικότητα. Ώσπου, τις ζόρισα, τις έφτανα σ’ αυτό, εδώ είμαστε. Κατέγραφα το τραγούδι, το μαγνητοφωνούσα, τα έδινα όλα αυτά συγκεντρωμένα στον Νίκο τον Φιλιππίδη, άκουγε τις μελωδίες και το δούλευε μέσα του. Πηγαίναμε στο στούντιο, λοιπόν, κλείναμε πάντα στούντιο, γιατί οι περισσότεροι ήταν εργαζόμενοι, απ’ τις δέκα η ώρα το βράδυ, στο Sierra του Άκη του Γκολφίδη. Τότε έτυχε να τον γνωρίσω γιατί, τότε, εκείνη την περίοδο, είχαμε γράψει με τον Πύργο της Κόνιτσας κάποια τραγούδια για την Ήπειρο της πεντατονίας. Τέλος πάντων, πήγαμε εκεί πέρα, πριν από μας ήταν η Γλυκερία, ήταν η Αλεξίου, ήταν μεγάλοι τραγουδιστές. Εμείς περιμέναμε απ’ έξω. Από τις δέκα η ώρα το βράδυ μέχρι τις έξι η ώρα το πρωί υπήρχε η εγγραφή. Το πρόβλημα ήταν… Μερικά προβλήματα που αντιμετώπισα κατά τη διάρκεια της εγγραφής… Γιατί φαίνονται απλά, ακούς ένα τραγούδι και… Έλεγε τώρα η μάνα μου, θυμήθηκε ένα τραγούδι, «Τα λιβάδια πρασινίζουν». Ώσπου να το παίξουν, να το γράψουμε αυτό το ένα τραγούδι τριών λεπτών, κάναμε δυόμιση ώρες. Κάνανε λάθη οι γυναίκες, έγραφα εγώ τα λόγια με μεγάλα γράμματα στα χαρτιά, τα προβάραμε λίγο πριν δυο-τρεις φορές, μετά έμπαιναν, παίρναν τις θέσεις τους και το λέγανε. Εγώ έκανα και τον διευθυντή ορχήστρας –ο ανίδεος, ο άσχετος– για να μπορέσω να τους συντονίσω. Έκανα αυτό μου έλεγε το τσερβέλο μου. Μπορώ να πω ότι είμαι πάρα πολύ τυχερός, γιατί κατέγραψα αυτή τη δουλειά που κάναμε τότε. Καταγράφτηκαν φωνές σπάνιες, σπάνιες φωνές. Πέρα απ’ τον Κώστα τον Ζούκα, που έδωσε τα ρέστα του… Τότε ο άνθρωπος αντιμετώπιζε και προβλήματα με το αναπνευστικό του, και τον έτρεχα στο Ωνάσειο να κάνει κάποιες εξετάσεις, ήμασταν μαζί στο σπίτι. Λοιπόν, τον θυμάμαι, ήταν τρεις η ώρα, και τραγουδούσε το «Δεν ήμουν νιος καμιά [01:00:00]φορά» κι είχε ανοίξει τα πόδια του για να μην πέσει απ’ την κούραση, ήταν κατακουρασμένος, αλλά αυτή η κούραση του έδωσε, αν θέλεις, την όλη ομορφιά να το τραγουδήσει, ότι πραγματικά ένας γέρος κλαίει και λέει αυτό το παράπονο, «Δεν ήμουν νιος καμιά φορά». Μοναδική ερμηνεία. Ή τραγουδούσε, ας πούμε, η θεία μου η Νίτσα, που ήταν ξαδέρφη της μάνας μου, τραγουδούσε το «Τζούε ντι τι λιάτσινι», που είναι ένα τραγούδι το οποίο δεν το είχα ακούσει, το είχα δει μόνο σαν στίχους σε καταγραφή ενός λαογράφου του 1912, ’13, σε ένα βιβλίο, δεν ήξερα τι είναι, τι είναι αυτό, πότε λέγεται και όλα αυτά. Γιατί για κάθε τραγούδι, πρέπει να πεις τι λέγατε, πώς το λέγατε, πώς το τραγουδούσατε, γιατί οι περισσότεροι δεν θυμόντουσαν. Και μπορώ να πω ότι γράψαμε συνολικά σαράντα ένα τραγούδια, εκδόθηκαν τα είκοσι οκτώ, έκανα μια επιλογή. Είχαμε την ατυχία μερικά τραγούδια τα όποια τραγουδήθηκαν τέλεια, υπήρχε ένα πρόβλημα με την ηχοληψία και είχαν κάποια προβλήματα και δεν μπορέσαμε να το επαναλάβουμε μετά. Και τότε, συγχρόνως πριν εκδοθεί το cd, κάναμε μια εκπομπή με το φίλο μου τον Παναγιώτη τον Μυλωνά στην τηλεόραση, να παρουσιάσουμε τα τραγούδια, για να παρουσιαστούν τη χρόνια του ’98, και πήγαμε στο θέατρο «Δόρα Στράτου» με το χορευτικό της αδελφότητας και κάναμε την εκπομπή αυτή. Ήταν ωραίες εποχές. Ήταν εργώδεις μεν, αλλά ήταν δημιουργικές. Το χάρηκα, το έζησα πάρα πολύ έντονα αυτό. Και με το βιβλίο της ιστορίας και με τα τραγούδια αυτά, τα οποία πολλοί μπορεί να μην τα δίνουν σημασία, ίσως αυτά εκτιμηθούν πολύ αργότερα, να εκτιμηθούν απ’ τις πολύ μεθεπόμενες γενιές, γιατί συνήθως τα ίδια τα χωριά δεν αξιολογούν τον πλούτο τους. Αισθάνομαι ότι κάτι έκανα στο να αναδείξω λίγο την ταυτότητα της γενέτειράς μου, παρόλο που δεν έχω μεγάλη ιστορία ζωής, διαβίωσης στο χωριό. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι κάτι, αυτό το γενεαλογικό δέντρο, το κυτταρικό, η κυτταρική μνήμη, που σε κρατάει δεμένο με τη ρίζα σου. Λένε ορισμένοι έξυπνοι ότι δεν έχουν ρίζες οι άνθρωποι, έχουν πόδια, αλλά αυτά είναι φιλοσοφίες ανοήτων. Ρίζα έχουμε, προερχόμαστε από κάπου, προσκυνάμε, μας τραβάει ο τόπος αυτός. Δεν πάει να λαχταράμε θάλασσες και ταξίδια στο εξωτερικό, η γενέτειρά μας είναι το κέντρο του κόσμου. Εκεί γεννηθήκαμε, εκεί μας έταξε ο Θεός και οφείλουμε, κατά κάποιο τρόπο, να μην περάσουμε απαρατήρητοι. Κάτι να φτιάξουμε στη ζωή μας, γιατί η διαδρομή μας είναι σύντομη, κάτι να μείνει πίσω. Και θεωρώ ότι, από αυτή την άποψη, στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί πρόλαβα ανθρώπους, οι οποίοι ήταν πραγματικά σε πολύ καλή φάση. Και τραγουδιστικά, στη ζωή τους ήταν σε μία ηλικία πολύ ώριμη και μπορούσαν να δώσουν αυτά τα οποία κουβαλούσαν χρόνια απ’ τις μανάδες και τα λοιπά. Και το επόμενο βήμα ήταν η καταγραφή της λαογραφίας, που έγινε το 2000, σε συνεργασία με δυο Γερμανούς, οι οποίοι με καλέσανε εκείνοι για να γράψω, εγώ τα είχα παρατήσει σχεδόν, γιατί είχα κουραστεί. Αλλά, τέλος πάντων, συνεργάστηκα και καταγράψαμε κι εκεί, και με βίντεο και με κασέτες, κάποια άλλα τραγούδια, που τραγουδάνε οι γυναίκες, νανουρίσματα, ταχταρίσματα και τα λοιπά, τα οποία ήταν και αυτά… Υπήρχε δυσκολία στην ανάκληση, να έρθουν στην επιφάνεια, γιατί λέει… Μου λέγε τώρα μια γιαγιούλα ας πούμε, ήταν 79 χρόνων. «Εμείς, παιδί μου», λέει, «τι μας λες νανουρίσματα και ταχταρίσματα. Εμείς τα παιδιά μας μάς τα μεγάλωνε η πεθερά. Δεν μας αφήναν, δεν μας δίναν το δικαίωμα να ασχολούμαστε με το παιδί. Η δουλειά μας ήτανε να δουλεύουμε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στο χωράφι, να μαγειρεύουμε, να κάνουμε πίτες, να κάνουμε το ένα, το άλλο. Και η ενασχόληση μας με το παιδί ήταν ελάχιστη». Αυτό λέγαν κι αυτό ήταν και αλήθεια. Αλά όμως κι εκεί καταγραφήκαν θησαυροί. Θέλω να πω ότι ποτέ μην αφήνουμε κάτι για αύριο. Έχεις ένα άτομο; Πέντε άτομα; Δέκα; Πιάσε κατέγραψε τους, γιατί η καταγραφή, η στιγμιαία καταγραφή, η τωρινή, που μπορεί να θεωρείται κάτι το απλό, για τις επόμενες γενιές θα είναι κάτι το περιζήτητο και σπάνιο. Όπως μια φωτογραφία ασπρόμαυρη που τη βλέπουμε και μας λέει χίλια πράγματα. Βλέπουμε την ενδυμασία του άλλου, βλέπουμε το χτένισμα του άλλου, βλέπουμε τη στάση, βλέπουμε πώς καθόταν οι άντρες και ήταν όρθιες γυναίκες, αξιολογούμε κάποια στοιχεία, πώς ήταν οι ποδιές των γυναικών ή πως ήταν τα κτίσματα, πίσω, οι καλύβες. Όλα αυτά δίνουν μια πληθώρα πληροφοριών και πολύ δε περισσότερο όταν έχεις να κάνεις με ηχητικό και οπτικό ντοκουμέντο, που πιστεύω ότι όλες οι [01:05:00]βιβλιοθήκες πρέπει να μεταμορφωθούν έτσι, να ψηφιοποιηθούν, να έχουν υλικό, ακουστικό και οπτικό, και να είναι εύκολα προσβάσιμο, να μην δυσκολεύεται ο άλλος. Εγώ πήγαινα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής για τα ντοκουμέντα, για το χωριό μου, και δεν μου επιτρέπαν να φωτοτυπήσω, λέει, γιατί, άκου τώρα, γιατί λέει θα χαλάσουν οι εφημερίδες. «Μα», λέω, «ψηφιοποιείστε τις». «Δεν μπορώ», λέει, «να τις ψηφιοποιήσουμε, γιατί οι βουλευτές ζητάνε, λένε να ψηφιοποιήσουμε τις τωρινές εφημερίδες που γράφουν τα άρθρα τους αυτοί». Και έκανα επιστολή στη Βουλή τότε, γιατί πήγαιναν κάποιοι επιτήδειοι στις εφημερίδες και έκοβαν με τα ξυραφάκια μια φωτογραφία που τους ενδιέφερε ή ένα άρθρο, το κόβανε, αφού δεν τους φωτοτυπούσανε. Κάναν την αθλιότητα αυτή. Εγώ μόλις προσπαθούσα να ανοίξω ένα φύλλο εφημερίδας, που άκουγα ένα κρατς –ήταν αναπόφευκτο, γιατί ορισμένες σελίδες ήταν διπλωμένες κάπου στη γωνία–, το ρίχνα το φύλλο κάτω, το παράταγα, ούτε καν. Προσπαθούσα μετά, με τρόπο, να το ξετυλίξω για να μπορέσω να το ανοίξω, με σεβασμό σε αυτό το αρχειακό υλικό. Και πιστεύω, λοιπόν, ότι μας δίνει ευκαιρία, μας δίνεται τώρα η ευκαιρία για τις επόμενες γενιές. Και η πιο εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία είναι δεδομένο, τρομερό πλεονέκτημα. Και η αποθήκευση των πραγμάτων, το γεγονός ότι δακτυλογραφούν πλέον στο κομπιούτερ και δεν χρειάζεται να δακτυλογραφείς κάτι κι άμα κάνεις λάθος, άντε με μπλάνκο και ιστορίες, ή με καρμπόν που ήταν παλιά. Είναι πολλές οι δυνατότητες πλέον, πανεύκολα, με ένα μαγνητόφωνο, με μια κάμερα, με ένα τηλέφωνο κινητό, να καταγράψεις, όπου και να πας. Σε ένα καφενείο, πας στο καφενείο του χωριού, βάλε το κασετόφωνο και γράψε τις φωνές στο καφενείο. Και άκουσε τες μετά με προσοχή, να δεις τι πλούτο μπορεί να αποκτήσεις από εκεί μέσα. Ακόμα και τα σχόλια που κάνουνε, η συζήτηση μεταξύ κυνηγών, σου λέω εγώ παράδειγμα, ή χαρτοπαικτών, οτιδήποτε, ή μια πρόβα στα όργανα, ή ένα γλεντάκι, κατέγραψέ το όλο. Δεν ξέρεις τι θησαυρός μπορεί να βγει από ένα γλέντι. Ένα τραγούδι που ν’ αξίζει. Είναι σημαντικό.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να είσαι καλά, να είσαι καλά. Εγώ σ’ ευχαριστώ.