© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Από το Μέτσοβο στο Κάνσας με υποτροφία

Istorima Code
11020
Story URL
Speaker
Λεωνίδας Δράμη (Λ.Δ.)
Interview Date
08/07/2022
Researcher
Μαρία Γκίνα (Μ.Γ.)
Μ.Γ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, ονομάζομαι Γκίνα Μαρία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, έχουμε 9 Ιουλίου του 2022 και βρίσκομαι στο Μέτσοβο μαζί με τον Λεωνίδα. Γεια σου, Λεωνίδα.

Λ.Δ.:

Τι κάνεις, Μαρία μου;

Μ.Γ.:

Καλά, εσύ;

Λ.Δ.:

Πολύ ωραία.

Μ.Γ.:

Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για εσένα;

Λ.Δ.:

Σίγουρα. Τι ακριβώς θες να μάθεις;

Μ.Γ.:

Ποιος είσαι; Πού γεννήθηκες;

Λ.Δ.:

Το όνομα μου είναι Λεωνίδας, επίθετο Δράμη. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μέτσοβο, Ελλάδα. Έρχομαι από γονείς Αλβανούς, αλβανικής καταγωγής. Μετά την Τρίτη Λυκείου και τα τελευταία χρόνια σπούδασα στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πήγα με υποτροφία, έπαιξα ποδόσφαιρο, πήγα πανεπιστήμιο, σπούδασα και τώρα σπουδάζω οικονομικά, συγγνώμη, σπούδασα οικονομικά. Δουλεύω στον τομέα της οικονομίας, σε μια μεγάλη εταιρεία, σε έναν μεγάλο όμιλο και τα βράδια εργάζομαι ως προπονητής για μικρά παιδιά στο ποδόσφαιρο.

Μ.Γ.:

Στην Αλβανία δεν έζησες καθόλου;

Λ.Δ.:

Δεν έζησα ποτέ. Αλβανία πήγαινα μόνο όταν ήμουν μικρός, ξες, με τον μπαμπά με τη μαμά, Χριστούγεννα, Πάσχα. Δεν έζησα ποτέ στην Αλβανία, έχω μεγαλώσει μόνο στο Μέτσοβο μέχρι τα 18 μου.

Μ.Γ.:

Πώς ήταν στο Μέτσοβο;

Λ.Δ.:

Ήταν ωραία. Χρειάζεται καμιά φορά να φύγεις, να πας κάπου για να εκτιμήσεις κάποια πράγματα. Δηλαδή όταν έφυγα στην Αμερική τα τελευταία χρόνια, εκεί είναι που εκτίμησα πιο πολλά πράγματα για το Μέτσοβο. Οικογένεια πρώτα από όλα, η ζωή, τρόπος διασκέδασης, το φαγητό και, κάτι πολύ μικρό, όπως ας πούμε και η παρέα, το νερό, το οξυγόνο, ο καθαρός αέρας. Μπορεί παλιά, ας πούμε, να υπήρχαν προβλήματα νεολαίας, τσακωμοί, αλλά όταν φεύγεις και πας κάπου το εκτιμάς ακόμη πιο περισσότερο. Γι’ αυτό μπορώ να πω το Μέτσοβο ήταν φανταστικό, ιδιαίτερα τα παιδικά χρόνια.

Μ.Γ.:

Πώς έφυγες στην Αμερική;

Λ.Δ.:

Αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Ήμουν πάντα παθιασμένος με την μπάλα, το ποδόσφαιρο. Δηλαδή από μικρό παιδί που θυμάμαι, θα έβγαινα έξω από το σπίτι και το πρώτο πράγμα που θα έκανα ήταν να παίξω ποδόσφαιρο. Οι γονείς μου δεν συμφωνούσαν, με τα μεσημέρια να ανεβαίνω πάνω, τα απογεύματα, προπονήσεις στη βροχή, στο χιόνι, αλλά το ’κανα. Και αυτό που μου έδωσε περισσότερη ώθηση ήταν το γεγονός ότι εμένα στην τοπική ομάδα δεν με αποδέχτηκαν ποτέ, λόγω καταγωγής, ωστόσο αυτό μου έδωσε μια ώθηση εγώ να το παλέψω, να γίνω καλύτερος και να κατορθώσω ακόμη πιο πολλά πράγματα. Έτσι, αναζήτησα κάτι άλλο. Αναζήτησα κάτι στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα Ευρώπη, ίσως Γερμανία, Αγγλία. Ωστόσο, όταν είδα, όταν έψαχνα 14 και 15 χρονών στα website, στον υπολογιστή, ευκαιρίες που υπήρχαν, έβλεπα και για Αλβανία, είδα και για Ιταλία. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ότι ήταν ένας τεράστιος οργανισμός στην Αμερική που λεγόταν College Life Italia. Είναι σε, συγγνώμη θα το πω και στα αγγλικά, combined with U.S., που στην ουσία κάνουν αυτό: έρχονται και διαλέγουν παίχτες από την Ευρώπη, συγκεκριμένα Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, τους διαλέγουν και τους φέρνουν στην Αμερική και τους δίνουν υποτροφία, scholarship, either 100%, or, ή το 50%. Μπορεί να πάρεις οποιαδήποτε υποτροφία. Σου την πληρώνουν εκείνοι, σου πληρώνουν φαγητό, σου πληρώνουνε σπίτι και σου δίνουν την ευκαιρία εσύ να κάνεις αυτό που σου αρέσει στην Αμερική. Όταν εγώ το είδα αυτό, μου άρεσε πάρα πολύ σαν ιδέα και το κυνήγησα. Έτσι, 16 χρονών, πήγα στην Ρώμη της Ιταλίας, πέρασα δοκιμαστικά το showcase of Rome που ήταν για μια εβδομάδα και εκεί τα έδωσα όλα. Και δίνοντάς τα όλα, έμαθα πολλά πράγματα, έκανα πολλές παρέες. Και είδα και πολλούς προπονητές από την Αμερική, πάρα πολλοί προπονητές, που, πώς το λένε, they are willing.

Μ.Γ.:

Πρόθυμοι.

Λ.Δ.:

Πρόθυμοι. Που ήταν πρόθυμοι να πάρουν παιδιά, να τους δώσουν υποτροφία ώστε εκείνοι να έρθουν να σπουδάσουν στην Αμερική και να παίξουν ποδόσφαιρο στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Όταν εμένα θυμάμαι, την τρίτη ή τέταρτη μέρα, δεν μου είχε μιλήσει κανείς προπονητής, και έτσι είχα discouraged, πώς το λένε το.

Μ.Γ.:

Αποθαρρυνθεί.

Λ.Δ.:

Αποθαρρυνθεί, έτσι. Είχα αποθαρρυνθεί πολύ. Αλλά θυμάμαι ή την τρίτη ή την τέταρτη μέρα, μου μίλησε ένας προπονητής, μου έδωσε υποτροφία, μου είπε τα πάντα για το Κάνσας Σίτι, την πολιτεία του Κάνσας Σίτι όπου σπούδασα και τώρα δουλεύω, και ήταν αυτή η ευκαιρία που εγώ πιστεύω έψαχνα. Και έτσι την άρπαξα και πήγα στο εξωτερικό.

Μ.Γ.:

Σε ηλικία 16 ετών πήγες στην Ιταλία;

Λ.Δ.:

16 ετών ήταν που πήγα στην Ιταλία, ναι. Ωστόσο, για να σπουδάσεις στο πανεπιστήμιο της Αμερικής, πρέπει να έχεις [00:05:00]τελειώσει το λύκειο. Εμένα σαφώς δεν μπορούσα όταν ήμουν 16 χρονών, αλλά υπογράφεις συμβόλαιο ότι στα 18 σου, το κολέγιο αυτό, το πανεπιστήμιο που πήγα, θα με έπαιρνε ως ποδοσφαιριστή και θα μου έδινε και κάποια υποτροφία. Εγώ αυτό το συμβόλαιο υπέγραψα και αυτό που εγώ έπρεπε να κάνω για τα επόμενα δύο χρόνια είναι να αθλούμαι τρομερά, να είμαι σε μια πάρα πολύ καλή σωματική κατάσταση, ψυχική σαφώς, και να έχω καλούς βαθμούς. Διότι στο εξωτερικό δεν θα σε αποδεχτούν χωρίς να έχεις καλούς βαθμούς. Και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που εγώ κυνήγησα όσο ήμουν στο Μέτσοβο από 16 μέχρι 18. Ήταν να ήμουν σε μια πάρα πολύ καλή αθλητική κατάσταση, έμαθα τα αγγλικά πάρα πολύ καλά, πήγα και στο private schools, στο, φροντιστήρια. Στα φροντιστήρια. Έτσι και μετά στα 18 μου ήταν που έφυγα.

Μ.Γ.:

Όλα αυτά που έψαχνες, τις υποτροφίες, τα έκανες μόνος σου;

Λ.Δ.:

Όλα αυτά τα έκανα μόνος μου, ωστόσο, δεν μπορώ να κρύψω ότι είχα και βοήθεια. Είναι ένας φίλος του πατέρα μου που μένει στην Αμερική κι αυτός μου έδωσε πολλές οδηγίες και πολλές συμβουλές. Το πώς εγώ πρέπει να κινούμαι, το τι πρέπει να κάνω ας πούμε, το πώς λειτουργούν τα πράγματα, διότι όταν μιλάς με προπονητές της Αμερικής, η κουλτούρα και οι άνθρωποι εκεί είναι διαφορετικοί. Οπότε είχα έναν μέντορα από πίσω μου, να μου λέει πώς πρέπει εγώ να μιλήσω με τον προπονητή, τι διαπραγματεύσεις πρέπει να κάνω. Ας πούμε εγώ δεν γνώριζα ότι μπορείς να διαπραγματευτείς την υποτροφία. Εάν ο προπονητής σού έλεγε ότι θα σου δώσουμε 60%, πολλοί από εμάς σκεφτόμαστε ότι το 60% είναι κάτι το υπέροχο. Και σαφώς θα την αρπάξω την ευκαιρία. Αλλά στην Αμερική και στους προπονητές αρέσουν όταν βλέπουν κάποιον να έχει κότσια, που λέμε, και ίσως να κυνηγάει κάτι καλύτερο και να πει «Ξέρεις τι; Δεν μου αρκεί το 60%, θέλω παραπάνω, θέλω 75». Οπότε αυτός ο φίλος του πατέρα μου, που μένει στην Αμερική τα τελευταία τριάντα χρόνια, με βοήθησε πολύ σε αυτόν τον τομέα, ώστε εγώ να τα βγάλω πέρα.

Μ.Γ.:

Και πήγες λοιπόν στην Ιταλία;

Λ.Δ.:

Έτσι. Πήγα στην Ιταλία, ναι.

Μ.Γ.:

Η εμπειρία εκεί;

Λ.Δ.:

Πολύ ωραία. Πολύ ωραία η Ιταλία, συγκεκριμένα στην Ρώμη. Είχαμε πάει και σχολικές εκδρομές εμείς στην Ιταλία, αλλά η Ρώμη ήταν πανέμορφη. Μπορώ να πω ο τρόπος αθλητισμού και η βάση που δίνουν στο ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο διαφορετική. Δηλαδή οι προπονήσεις μας ήτανε εννιά ώρες την ημέρα, που εδώ στην Ελλάδα, ας πούμε, και Α΄ Εθνική πιστεύω να παίζεις, δεν δίνεις, δεν κάνεις τόσο πολλές προπονήσεις. Εκεί δίναν πολλή βάση στο ποδόσφαιρο, τα παίρνουν πολύ πιο σοβαρά τα πράγματα. Αυτό ήταν που μου άρεσε Ιταλία και πιστεύω συνδυάστηκε πολύ καλά και με την προσωπικότητά μου και με το ποιος είμαι.

Μ.Γ.:

Πόσο καιρό έμεινες εκεί;

Λ.Δ.:

Μια εβδομάδα, κάπου στις 8-9 μέρες ήτανε, εάν θυμάμαι καλά. Έχουν περάσει και λίγα χρόνια.

Μ.Γ.:

Και πήρες τελικά την υποτροφία;

Λ.Δ.:

Κατάφερα να την πάρω, ναι. Μέχρι την τελευταία μέρα, στην ουσία έχεις προπονητές που έρχονται και σου μιλάνε και σου δείχνουν ενδιαφέρον. Ωστόσο, εσύ δεν ξέρεις κάτι και δεν γνωρίζεις κάτι, εάν θα μπορέσεις να πάρεις την υποτροφία, πόσο τοις εκατό θα είναι, οπότε εγώ αναγκάστηκα να κάτσω μέχρι την τελευταία μέρα, για να μάθω τι υποτροφία μου δίνανε και αν πραγματικά υπήρχε πανεπιστήμιο που ήθελε να με πάρει για να παίξω ποδόσφαιρο στο κολεγιακό πρωτάθλημα και να μπορέσω να σπουδάσω εκεί ως φοιτητής.

Μ.Γ.:

Και επέστρεψες στο Μέτσοβο για δύο χρόνια;

Λ.Δ.:

Επέστρεψα στο Μέτσοβο δύο χρόνια όπου ο στόχος μου ήταν ένας, ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο και αγγλικά. Και πολύ καλοί βαθμοί, διότι αυτά μετράνε στην Αμερική, αυτό σου δίνει την δυνατότητα να τα συνδυάσεις. Θέλουν να είσαι και καλός μαθητής, να έχεις πολύ καλούς βαθμούς, ωστόσο θέλουν να έχεις και την αθλητική ικανότητα. Στην Αμερική δεν μπορείς να είσαι κάποιος μεσαίος, ή να σου λείπουν διάφορα πράγματα, ή εσύ να είσαι τεμπέλης, να μην προπονείσαι. Πρέπει να είσαι στην καλύτερη σωματική κατάσταση που ήσουν ποτέ. Εμένα από τα 16 μέχρι τα 18 μου αυτός ήταν ο στόχος μου μόνο.

Μ.Γ.:

Δεν έδωσες εδώ Πανελλήνιες;

Λ.Δ.:

Δεν… Το σκεφτόμουν, διότι δεν ξέρεις τι γίνεται. Μπορεί ο προπονητής να άλλαζε τη σκέψη του και να έλεγε μετά από ένα χρόνο, «Ξέρεις τι; Δεν σε θέλουμε». Χίλια δυο μπορεί να συνέβησαν. Μπορεί να μην πήγαινα, έτσι; Θυμάμαι τους τρεις πρώτους μήνες, πήγαινα φροντιστήριο για το κάθε μάθημα της κατεύθυνσής μου και διάβαζα όσο πιο πολύ μπορούσα γιατί θα έδινα Πανελλαδικές. Ωστόσο, αυτό με απέτρεψε από τον αθλητισμό και από τα αγγλικά, διότι έδωσα πολλή βάση στα μαθήματα και κατάλαβα ότι τελικά αυτός δεν είναι ο στόχος μου. Στόχος μου ήταν ότι ήθελα να πάω Αμερική, να σπουδάσω και να παίξω μπάλα στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Οπότε μετά τους τρεις μήνες, ήμουν all in που λέμε σε αυτό μόνο. Και τα μαθήματα τα άφησα, δεν έδωσα Πανελλαδικές, έδωσα μόνο βάση στα μαθήματα γενικής, για να μπορέσω να αποφοιτήσω και [00:10:00]να έχω όσο το δυνατόν καλύτερους βαθμούς.

Μ.Γ.:

Θυμάσαι τη στιγμή που σε προσέγγισε αυτός ο προπονητής;

Λ.Δ.:

Ναι, το θυμάμαι, το θυμάμαι.

Μ.Γ.:

Πώς ήταν;

Λ.Δ.:

Δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω, αλλά ήταν το κάτι ξεχωριστό, διότι εκεί αλλάζουν όλα. Εκεί, δηλαδή, βλέπεις μέλλον. Δεν είναι, ξες, δεν γίνεται κάθε μέρα και συγκεκριμένα, σε εμάς, παιδιά που έχουν μεγαλώσει στο Μέτσοβο. Ήμασταν 2.000-3.000 κάτοικοι. Και δεν νομίζω να το είχα φανταστεί ποτέ, κανείς, να έρθει και να σου πει «Ξέρεις τι; Μου αρέσεις, έχεις πολύ καλές ικανότητες. Με την κατάλληλη προπόνηση και την κατάλληλη διατροφή, έχουμε, σου προσφέρουμε σιγουριά, σου προσφέρουμε πτυχία, υποτροφία, και σε πανεπιστήμιο της Αμερικής». Δεν το ακούς αυτό το πράγμα κάθε μέρα. Και θυμάμαι ότι όταν το άκουσα, πραγματικά έπεσα από τα σύννεφα. Ήταν, δηλαδή, ήταν κάτι που δεν νομίζω να, δεν θα μπορέσω να το ξεχάσω.

Μ.Γ.:

Πώς ένιωσες;

Λ.Δ.:

Ήτανε… Πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή; Ήταν το κάτι ξεχωριστό. Δηλαδή θυμάμαι ήμουν με τον πατέρα μου –ο οποίος ο πατέρας μου είναι μεγάλος υποστηρικτής και πάντα υποστήριζε τις αποφάσεις μου–, θυμάμαι στο ξενοδοχείο όταν πήγαμε μαζί εκείνο το βράδυ, δηλαδή έκλαιγα, έκλαιγα κι εγώ, αυτός, από τη χαρά μας. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, ήταν το κάτι το συναρπαστικό, δηλαδή… Και το κάτι τρομακτικό, γιατί στην ουσία τώρα κοιτάς για κάτι άλλο. Για κάτι καινούριο, κάτι πολύ πιο διαφορετικό από ό,τι έχεις φανταστεί ποτέ. Δηλαδή ήταν μια μοναδική εμπειρία.

Μ.Γ.:

Ήσουν 16 χρονών;

Λ.Δ.:

Σωστά.

Μ.Γ.:

Πώς πήρες την απόφαση να κυνηγήσεις κάτι τέτοιο σε αυτή την ηλικία;

Λ.Δ.:

Πιστεύω ήταν πάντα στον χαρακτήρα μου. Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ. Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με κάτι απλό μόνο. Πιστεύω με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι έρχομαι από γονείς μετανάστες και εμείς ποτέ δεν είχαμε καμιά ιδιαίτερη οικονομική δυνατότητα. Και θυμάμαι μικρός ήθελα πολλά πράγματα. Ήθελα να πάρω ρούχα, να βγαίνω έξω με τους φίλους μου. Και ένα πενηντάλεπτο, που λέμε, που ζητούσα από τους γονείς μου, δεν μπορούσαν να μου το δώσουν και το καταλαβαίνω. Οπότε αναγκάστηκα από 12 χρονών να γίνω σερβιτόρος. Έμαθα πολλά. Έμαθα από μικρή ηλικία το πώς είναι να δουλεύεις πολύ, πώς είναι να δουλεύεις για 10 ευρώ την ημέρα, που λέει ο λόγος, και να δουλεύεις δεκαπέντε ώρες, να μιλάς σε κόσμο, πώς να φέρεσαι ευγενικά, το ένα, το άλλο. Όλα αυτά, μετά από κάποια συγκεκριμένη ηλικία, ναι μεν ήταν καλά, αλλά δεν νομίζω να μπορούσα να κάνω αυτό για όλη μου τη ζωή. Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με αυτή την ιδέα. Και πάντα ήθελα το κάτι παραπάνω. Και αυτό είναι που με έκανε να κυνηγήσω τα πιο τρελά μου όνειρα.

Μ.Γ.:

Αυτά τα δύο χρόνια που ήσουν εδώ, πριν φύγεις, τι σκεφτόσουν;

Λ.Δ.:

Τον στόχο μου. Ότι είχα έναν στόχο. Υπήρχαν πολλοί, πώς το λέμε όταν… There were many problems on my way.

Μ.Γ.:

Εμπόδια;

Λ.Δ.:

Ήταν πολλά εμπόδια. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Όπως, ας πούμε, σε αυτή την ηλικία μαθαίνεις να καπνίζεις, έτσι, βγαίνεις με την παρέα πιο πολύ, you know, τα κορίτσια και τα αγόρια, εκεί που γίνονται καταστάσεις, δηλαδή όλα αυτά παίζουν τον ρόλο τους. Και πολλές φορές εγώ έχω δει και από φίλους, είχαν πάρα πολύ καλή προοπτική και δυστυχώς δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν, διότι μπήκαν αυτά στη μέση: το τσιγάρο, το ποτό, ξέρεις, οι παρέες. Διάφορα εμπόδια που μπορεί να σε αποπροσανατολίσουν από τον στόχο σου. Στο κεφάλι μου, ωστόσο, ήταν πάντα ένας στόχος. Τη στιγμή που μου είχε δοθεί εμένα αυτήν η ευκαιρία, δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο πάρα να πάω στην Αμερική, να κάνω αυτό που εγώ θέλω, που ήταν να σπουδάσω και να παίξω ποδόσφαιρο στο κολεγιακό πρωτάθλημα για ένα καλύτερο αύριο. Και έτσι το κυνήγησα.

Μ.Γ.:

Και όταν τελείωσες την Τρίτη Λυκείου, πώς πήγες ακριβώς στην Αμερική;

Λ.Δ.:

Τρίτη Λυκείου θυμάμαι όταν τελειώσαμε τις εξετάσεις, τις γενικές, χρειαζόντουσαν, πρώτα απ’ όλα χρειαζόταν πολλές προϋποθέσεις για να πας στην Αμερική. Ένα κολέγιο δεν μπορεί να σε αποδεχτεί έτσι. Ναι μεν είχα αυτό το συν, ότι μου είχε δοθεί η ευκαιρία να πάω, ωστόσο χρειάζονται πολλά χαρτιά. Χαρτιά όπως πρέπει να δηλώσεις τους βαθμούς σου από Πρώτη γυμνασίου, Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη. Έτσι και στο λύκειο: Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη λυκείου. Πρέπει να περάσεις το TOEFL exam, που είναι κέντρο εξέτασης για τα αγγλικά σου, και πρέπει να περάσεις ένα συγκεκριμένο σκορ. Εάν εσύ δεν περνούσες αυτό το σκορ, δεν μπορούσες να πας στο πανεπιστήμιο της Αμερικής. Νομίζω, εάν θυμάμαι καλά, νομίζω η βάση ήταν στα 71 και νομίζω έπρεπε να πάρεις 71 και πάνω, ώστε εσύ να μπορέσεις να πας εκεί. Κάτι λιγότερο από αυτό, δεν θα σε παίρνανε. Στην ουσία, έπρεπε να διαβάσω πολλά αγγλικά, διότι το exam, το τεστ αυτό, ήταν νομίζω έξι ώρες. Και είχε από όλα: είχε listening, speaking, grammar, τα πάντα. Νομίζω έβγαλα 76 ή 78, που δεν ήταν τέλειο, αλλά ήταν επαρκή [00:15:00]για εμένα να περάσω. Όχι μόνο αυτό. Ήθελα και το EST. Το EST είναι ένα τεστ που το δίνουν στην Αμερική μετά το λύκειο, ώστε να δουν τα πανεπιστήμια πού βρίσκεται η γνώση σου. Πόσο καλός είσαι με τα μαθήματα. Δηλαδή χωρίς να δώσεις το EST και να περάσεις μια συγκεκριμένη βαθμολογία, δεν μπορείς να πας στην Αμερική. Και έπρεπε να δώσω και αυτό το exam. Που στην ουσία κατάλαβαν ότι εγώ έχω κάποια κενά, διότι είναι και η γλώσσα, αλλά αυτά αντιμετωπίζονται μόνο εάν εσύ είσαι διατεθειμένος να μάθεις. Και για αυτόν τον λόγο, στην Αμερική θυμάμαι, στο πρώτο έτος, μου πρόσφεραν και βοήθεια στα αγγλικά. Δηλαδή όταν πήγα εκεί, δεν τα μιλούσα τέλεια και μου δώσαν ένα έξτρα  [Δ.Α.] everyday. Να διαβάσω πιο πολύ τα αγγλικά, έτσι ώστε να κάνω catch up, που λέμε, με τους συμμαθητές μου από την Αμερική.

Μ.Γ.:

Τι άλλα χαρτιά έπρεπε να έχεις;

Λ.Δ.:

Έπρεπε σίγουρα βίζα. Ήθελε να έχεις διαβατήριο, οπότε εγώ δεν θυμάμαι να είχα διαβατήριο. Νομίζω τότε το πήρα, όταν ήταν να φύγω, που πήγαμε στην αστυνομία, που νομίζω έγινε πολύ γρήγορα το όλο, το όλο σκηνικό έγινε σε δεκατέσσερις μέρες. Ωστόσο, το πιο tricky που λέμε, το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η βίζα. Πρέπει ο καθένας που πάει στην Αμερική να έχει μία βίζα. Και εμένα μου είχε δώσει το χαρτί, μου την είχε δώσει την πρόταση το κολέγιο, να πάω να φοιτήσω στην Αμερική, μου είχε δώσει τα έγγραφα όλα αυτά που χρειαζόταν, εγώ είχα περάσει τα τεστ αυτά που είπα προηγουμένως, το EST και το TΟΕFL. Ωστόσο, τελευταίο στάδιο ήταν να πάρω την αμερικάνικη τη βίζα από την πρεσβεία, πρεσβεία της Αμερικής στην Αθήνα. Για κάποιον λόγο οι γονείς μου πίστεψαν ότι αν εγώ πήγαινα στην Αλβανία να περάσω αυτήν την συνέντευξη, θα ήταν καλύτερα. Και έτσι και το έκανα. Και πήγα στην Αλβανία. Παρόλο που εγώ έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, πήγα και το έκανα στην Αλβανία. Όπου και μου το αρνήθηκαν. Μπορεί το αμερικάνικο πανεπιστήμιο να σου έχει κάνει τα έγγραφα έτοιμα και να σου έχει δώσει την πρόταση, ωστόσο εάν εσύ δεν καταφέρεις να πάρεις από την πρεσβεία τη βίζα, δεν μπορείς να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν μου είπαν το «όχι» στην Αλβανία, ήταν ένα, ήταν νομίζω τρεις εβδομάδες με πολύ κλάμα, unlimited stress, κάτι που, στην ουσία, μου γκρεμίστηκαν όλα μου τα όνειρα. Ωστόσο, όταν έμαθα από το κολέγιο ότι εγώ μπορώ να κάνω κι άλλη προσπάθεια για βίζα και αυτή την φόρα μπορώ να πάω και κάπου άλλου, και το γεγονός ότι εγώ είχα και αλβανική και ελληνική υπηκοότητα, με βοηθούσε πολύ. Διότι αυτή τη στιγμή μπορούσα να πάω στην Αθήνα και να κάνω την συνέντευξη, και όχι να ξαναπάω στην Αλβανία, που κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε να είχα πάει καν, διότι δεν έμεινα ποτέ εκεί. Αλλά ναι. Πήγα στην Αθήνα, πέρασα τη συνέντευξη. Η συνέντευξη ήταν περίπου μισή ώρα. Διεξάγεται στα αγγλικά. Πρέπει εσύ να δείξεις ότι είσαι καλός στα αγγλικά, ότι μιλάς καλά αγγλικά. Σου κάνουν διάφορες ερωτήσεις που εσύ πρέπει να είσαι προετοιμασμένος και σου λένε εκεί το «ναι» ή το «όχι». Και τότε στην Αθήνα θυμάμαι ότι μου το αποδέχτηκαν. Το επόμενο σαββατοκύριακο ή τριήμερο μετά από αυτό, θυμάμαι ακριβώς ότι ήταν Παρασκευή η συνέντευξή μου, για εμένα αυτό το σαββατοκύριακο ήταν ένα unlimited party, που το λέμε.

Μ.Γ.:

Ξένοιασες;

Λ.Δ.:

Ήταν ένα, δεν ξέρω, ήταν ένα κατόρθωμα. Δηλαδή ακόμα θυμάμαι το κλάμα και… Θυμάμαι όταν βγήκα έξω από την πρεσβεία που ούρλιαξα. Ένα ούρλιαγμα που, ναι, το κατάφερα! Δηλαδή το όνειρό μου μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Ιδιαίτερα μετά το γεγονός ότι μου την απέρριψαν τη βίζα αυτή στην Αλβανία. Στην Αθήνα θυμάμαι εκείνη την μέρα ήταν το κάτι διαφορετικό. Δεν νομίζω να έχω ζήσει τέτοια χαρά, τέτοιο κατόρθωμα, αυτό, ότι το κατάφερα. Ήταν πραγματικά το κάτι άλλο.

Μ.Γ.:

Τι άλλες διαδικασίες έπρεπε να κάνεις πριν φύγεις;

Λ.Δ.:

Πριν φύγω, εάν θυμάμαι καλά, έπρεπε να παραδώσω τους βαθμούς μου στο εξωτερικό. Έπρεπε να τα μεταφράσω, διότι δεν μπορούν, έπρεπε να τα δουν μεταφρασμένα στα ελληνικά και σφραγισμένα από δικηγόρους, οπότε αυτό ήταν μια διαδικασία. Ποιο άλλο; Ήταν να περάσω τα δύο exams, τα δύο τεστ που έδωσα. Να πάρεις τη βίζα από την πρεσβεία. Τι άλλο έπρεπε να κάνω; Πιστεύω αυτά ήτανε. Αυτά τα κύρια. Μετά εκεί κάνεις άλλα. Όταν πας εκεί, δίνεις κι εκεί ένα τοπικό τεστ, για να δουν πού βρίσκεσαι, πάλι με τα αγγλικά. Έπρεπε να κάνω ιατρικές εξετάσεις, για να μπορέσω να μπω στην ομάδα. Ήτανε, με συγχωρείς, ήταν θυμάμαι εξετάσεις, όπως και εδώ, βλέπουν την ταχύτητά σου, πόσο, τι αντοχή είχα, αν είχα κάνα πρόβλημα καρδιάς ή αν είχα κάνα ψυχικό, ψυχολογικό θέμα, τεστ ορατότητας, όσφρησης, όλα αυτά. Θυμάμαι τα πέρασα με πολλή άνεση. Πιστεύω αυτά ήταν κάποια και δεν λέω ότι ήταν εύκολα [00:20:00]να τα περάσεις. Όλα αυτά τα τεστ που ανέφερα προηγουμένως και η προετοιμασία ήταν πολύ μεγάλη. Δηλαδή είναι έξι-εφτά στάδια που πρέπει να τα κάνεις καλά κατά κανόνα, για να μπορέσεις να πετύχεις και να σπουδάσεις στο εξωτερικό.

Μ.Γ.:

Και πριν φύγεις, είχες ενημέρωση για το πότε ξεκινάς το πανεπιστήμιο;

Λ.Δ.:

Τα πάντα όλα. Δηλαδή νομίζω εννιά μήνες πριν ήταν που, ήταν συγκεκριμένη ημερομηνία που έπρεπε να ήμουν εκεί. Ήταν συγκεκριμένη ημέρα που έπρεπε, νομίζω δύο εβδομάδες πριν αρχίσει το σχολείο, έπρεπε να ήμουν στο γήπεδο, για να δω τους προπονητές μου, τους συμπαίκτες μου. Αυτοί σου κάνουν κι ένα τουρ εκεί, που σου δείχνουν πού είσαι, πού θα είναι τα αποδυτήρια κι όλα αυτά. Αλλά πρέπει να είσαι εκεί πριν το σχολείο, ώστε να δώσεις και άλλες εξετάσεις, όπως είπα πριν. Πρέπει να δουν το ακαδημαϊκό σου level, να δούνε πού βρίσκεσαι, τι βοήθεια θες με τα αγγλικά. Όλα αυτά, ας πούμε, μου δώσανε να καταλάβω ότι πρέπει να βρίσκομαι εκεί πριν αρχίσει το σχολείο. Το σχολείο, αν θυμάμαι καλά, άρχιζε κάπου στις 18 Αυγούστου. Εκεί ξεκινάει, εκεί, κάπου 18 με 23. Κι εγώ ήμουν στην Αμερική νομίζω 9 ή 11 Αυγούστου, αν θυμάμαι καλά. Δύο εβδομάδες πριν αρχίσει το σχολείο.

Μ.Γ.:

Πότε αποφάσισες ποιες ημερομηνίες θα φύγεις;

Λ.Δ.:

Ήταν όλα πολύ, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Δηλαδή με το που τελείωσα θυμάμαι, με το που τελείωσα τις εξετάσεις, δεν είχα κλείσει ακόμη εισιτήριο, διότι δεν είχα πάρει τη βίζα. Εμένα μου αρνήθηκαν τον Ιούλιο, μου αρνήθηκαν τη βίζα στην Αλβανία και τέλη Ιουλίου ήταν που εγώ πέρασα τη συνέντευξη στην Αθήνα. Από τη στιγμή που περνάς εσύ την συνέντευξη, μπορείς να κλείσεις εισιτήριο κατευθείαν. Και στην ουσία έγιναν όλα τόσο γρήγορα που εγώ μέχρι που να καταλάβω ότι φεύγω, είχα φύγει, είχα κλείσει εισιτήριο ήδη! Και κάπως έτσι γίναν όλα.

Μ.Γ.:

Οι γονείς σου;

Λ.Δ.:

Κλάμα. Σαφώς και πολύ κλάμα. Θυμάμαι τη μητέρα μου και τον πατέρα μου που με πήγαν στο αεροδρόμιο. Θυμάμαι συγκεκριμένα όταν γύρισα το κεφάλι και είδα το κλάμα στον πατέρα μου, στη μητέρα μου και στην αδερφή μου. Στον αδερφό μου όχι πολύ, διότι αυτός πάντα ήθελε έτσι να δείξει ότι είναι δυναμικός! Αλλά θυμάμαι ότι υπήρχε πολύ κλάμα. Για πολλές μέρες προσπαθούσαμε να το καταλάβουμε, ότι αυτό πραγματικά συνέβη, ότι έγινε. Ήταν δύσκολα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα, δεν μπορώ να το κρύψω αυτό. Αλλά ήταν και στην ουσία πολύ καλό, δηλαδή οι γονείς μου θέλανε εμένα να φύγω, διότι θέλανε ένα καλύτερο αύριο για εμένα. Και με υποστήριξαν σε κάθε μου απόφαση. Και με βοήθησαν με τα όλα τους, έδωσαν τα πάντα και μπορώ να πω ότι χάρη σε αυτούς είμαι σήμερα εκεί που βρίσκομαι.

Μ.Γ.:

Εσύ την ημέρα που έφυγες πώς ήσουν;

Λ.Δ.:

Μεγάλη χαρά. Ακόμη το θυμάμαι. Πολύ μεγάλη χαρά, πολύ ενθουσιασμένος, ήμουν έτοιμος για νέες εμπειρίες. Ήμουν έτοιμος για νέα γλώσσα, νέο τρόπο ζωής, τα πάντα, όλα αλλάζουν. Όταν φεύγεις στο εξωτερικό, είναι τελείως διαφορετικά. Συγκεκριμένα όταν πας σε μια άλλη ήπειρο. Θυμάμαι ότι τους πρώτους μήνες ήταν εξαιρετικά. Ήταν, δηλαδή, το κάτι άλλο. Έκανα πράγματα που ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα δεν μπορείς να τα φανταστείς.

Μ.Γ.:

Δεν φοβήθηκες ποτέ;

Λ.Δ.:

Φοβήθηκα μετά, αργότερα. Όταν δηλαδή… Εμείς λέμε στην αρχή εκεί ήταν σαν honeymoon ένα πράγμα, όλα είναι υπέροχα. Δηλαδή δεν, είναι όλα καινούρια, όλα σου φαίνονται ωραία. Μετά από κάποιους μήνες, όμως, αρχίζουν και οι στεναχώριες. Αρχίζει η πραγματικότητα, οι δυσκολίες. Τώρα καταλαβαίνεις ότι είσαι μακριά από τους γονείς σου, δεν έχεις πια ένα ζεστό φαγητό στο σπίτι, αυτό που έκανε η μαμά. Δεν έχεις το κρεβάτι έτοιμο, τα ρούχα δεν τα έχεις πλυμένα. Στο εξωτερικό δεν υπάρχουν φιλίες, να πας να πεις να πάω να πιω έναν καφέ με τον φίλο μου ή θα πάω να πιούμε ένα τσιγάρο και θα πιούμε μπιρίτσα το βράδυ. Όλα αυτά δεν τα έχεις. Και… Ή ένα ελληνικό φαγητό ή το καθαρό νερό, το καθαρό οξυγόνο. Όλα αυτά αρχίζεις και τα καταλαβαίνεις. Και μετά από κάποιους μήνες ήρθε κι η λύπη, ήρθαν κι οι στεναχώριες, που λες «Δεν το περίμενα, δεν ήμουν ετοιμασμένος γι’ αυτό». Διότι με το κάθε καλό, έρχεται και κάτι αρνητικό, έτσι δεν είναι; Οπότε, ναι, υπήρχαν δυσκολίες πολλές.

Μ.Γ.:

Εσύ όταν πήγες, πού έμενες;

Λ.Δ.:

Στο Κάνσας Σίτι. Στην πολιτεία του Κάνσας. Είναι λίγο περίπλοκο, διότι είναι η μόνη πολιτεία που είναι έτσι. Εγώ έμεινα στο Κάνσας Σίτι Μιζούρι. Το Κάνσας και το Μιζούρι είναι δύο διαφορετικές πολιτείες. Ωστόσο, η πόλη που εμείς μένουμε, η κεντρική πόλη, είναι η μισή ανήκει στην πολιτεία του Κάνσας και η μισή ανήκει στην πολιτεία του Μιζούρι. Εγώ φοίτησα στο πανεπιστήμιο που λέγεται University of Missouri Kansas City. Πολλές φορές ήταν που δούλεψα και στο Κάνσας Σίτι Κάνσας και πολλές φορές ήταν και που δούλεψα και έμεινα στο Κάνσας Σίτι Μιζούρι. Διότι, όπως ανέφερα, είναι δύο πολιτείες σε μια [00:25:00]πόλη.

Μ.Γ.:

Σου είχε δοθεί, όμως, στέγαση από το πανεπιστήμιο σε κάποια εστία;

Λ.Δ.:

Τα πράγματα όταν πήγα εκεί, δεν πήγαν ακριβώς όπως ήθελα. Τι θέλω να πω με αυτό; Ενώ όταν ήμουν 16, είχαμε συμφωνήσει ότι θα υπάρχει μεγάλο βοήθημα όσον αφορά την εστία, όσον αφορά το φαγητό, όσον αφορά την υποτροφία, κατάλαβα ότι πηγαίνοντας εκεί, πρέπει να το κερδίσεις. Πρέπει και εκεί να δείξεις, δηλαδή, ότι το αξίζεις. Και θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ήμασταν σε εκείνη την ομάδα, ήμασταν είκοσι οχτώ παιδιά. Και τα κολέγια εκεί δεν μπορούν να δώσουν σε όλους πλήρη υποτροφία, πλήρη στέγαση ή πλήρη φαγητό. Οπότε κατάλαβα ότι η στέγαση και το φαγητό ήταν κάτι που έπρεπε να ερχόταν από εμένα. Οπότε στην ουσία εγώ έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Και αναγκάστηκα να ζητήσω βοήθεια και να βρω δουλειά. Βρήκα πολλούς ντόπιους που με βοήθησαν. Το καλό με το εξωτερικό, και στην Αμερική, είναι ότι εάν χρειαστείς βοήθεια, οι άνθρωποι θα σου τη δώσουνε. Πραγματικά εγώ ήμουν σε σημείο καμιά φορά που δεν είχα φαγητό. Παρόλο που ήμουν φοιτητής σε σχολείο και είχα μία κάποια υποτροφία, δεν μου κάλυψαν τα πάντα. Και τα σχολεία της Αμερικής είναι πάρα πολύ ακριβά. Στο πανεπιστήμιό μου για να φοιτήσεις θέλει 150.000 τετραετία, στα τέσσερα χρόνια. Εγώ είχα πάρει μια υποτροφία της τάξης των 60%. Οπότε χρειαζόντουσαν ακόμη 60.000 για να έχω, για να τελειώσεις το σχολείο. Και αυτά είναι ποσά που εμείς δεν τα είχαμε ποτέ και δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα. Οπότε αναγκάστηκα να δουλέψω.

Μ.Γ.:

Δηλαδή πήγες στην Αμερική και ήσουν μόνος σου εκεί;

Λ.Δ.:

Ήμουνα μόνος μου.

Μ.Γ.:

Δεν είχες κανέναν γνωστό στο Κάνσας;

Λ.Δ.:

Δεν είχα κανέναν. Ωστόσο, όπως ανέφερα και πριν, είχα τον φίλο του πατέρα μου, που με βοήθησε αρκετά. Ωστόσο, δεν μέναμε μαζί. Αυτός θα με βοηθούσε στο τηλέφωνο. Θα μου έλεγε τι να κάνω, πώς να το κάνω, ωραία; Με κάλεσε και στο σπίτι του, σαφώς. Και φάγαμε μαζί, ωραία; Και με βοήθησε αρκετά. Δεν με βοήθησε από οικονομική άποψη, με βοήθησε στο να έχω ένα πιάτο φαΐ, όταν εγώ πεινούσα. Με βοήθησε στο πώς μπορώ εγώ να βρω δουλειά. Όλα αυτά, είχα ένα στήριγμα. Πιστεύω χωρίς στήριγμα, να τα βγάλεις έτσι πέρα μόνος σου, μπορώ να το χαρακτηρίσω ως κάτι ακατόρθωτο. Διότι ο κόσμος εκεί για να φας, ο τρόπος ζωής είναι πολύ ακριβός. Για να φας, πρέπει να πληρώσεις. Για να μείνεις κάπου, πρέπει να πληρώσεις. Και η οικονομία εκεί είναι διαφορετική, όλα είναι πολύ πιο ακριβά. Οπότε είχα ένα στήριγμα.

Μ.Γ.:

Αλλά προσγειώνεσαι σε ένα αεροδρόμιο και είσαι μόνος σου.

Λ.Δ.:

Στην ουσία, ναι.

Μ.Γ.:

Σε μία άλλη ήπειρο.

Λ.Δ.:

Σε μία άλλη ήπειρο, μόνος σου, με δύο βαλίτσες. Δεν ξέρεις κανέναν. Δεν έχεις κανέναν. Όλοι οι φίλοι, οικογένεια που έχεις, που μεγάλωσες είναι πίσω. Και στην ουσία, τώρα βρίσκεσαι σε ένα στάδιο που τα πάντα… You figure out on your own, είναι αυτό που λέμε εμείς. Πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου.

Μ.Γ.:

Και τι έκανες εκείνη την πρώτη μέρα, πώς βρήκες την άκρη;

Λ.Δ.:

Όπως… Όταν προσγειώθηκα στην Αμερική, είχα τον φίλο του πατέρα μου, που με υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο και πέρασα το πρώτο βράδυ μαζί του, το πρώτο βράδυ. Όχι, λάθος. Την πρώτη εβδομάδα μαζί του. Την πρώτη εβδομάδα έκατσα στο σπίτι του. Εκεί αυτός μου έδωσε ένα πιάτο φαΐ και μου είπε κάποια πράγματα. Μου έδωσε εφτά μέρες στέγαση και με βοήθησε στο να πηγαινοέρχομαι. Εκείνες τις πρώτες εφτά ημέρες ήταν που εγώ, ας πούμε, έπρεπε να πάω σχολείο, να γνωρίσω τους προπονητές μου, να δω τον καινούριο χώρο, πού θα εγκατασταθώ. Αλλά οι Αμερικάνοι έχουν μια διαφορετική κουλτούρα. Στην ουσία εκεί ο γονιός, όταν είσαι 18 χρονών, τα παιδιά τα διώχνουν έξω από το σπίτι. Διότι θέλουν και τα αγόρια και τα κορίτσια με έναν τρόπο να γίνουν, δεν θέλω να πω πιο άντρες, αλλά θέλουν να αποκτήσουν μια δυνατότητα από μόνοι τους. Δηλαδή να μην τους δίνονται όλα έτοιμα. Και αυτό ο φίλος του πατέρα μου μού το εξήγησε πάρα πολύ καλά και μου είπε «Για μια εβδομάδα θα σε έχω εδώ πέρα, αλλά μετά από μια εβδομάδα δεν μπορείς να κάτσεις στο σπίτι μου. Πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου, πρέπει να μου δείξεις, και όπως κάνουν όλοι οι άλλοι εδώ στην Αμερική, ότι μπορείς να τα καταφέρεις και μόνος σου». Αυτός σαφώς ήταν κάτι το πολύ δύσκολο και κάτι που έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου, δηλαδή από το πουθενά, δεν έχω ούτε ένα στήριγμα. Αλλά ποιο ήταν το καλό; Ότι όταν βρίσκεις σχολείο, εκεί τα πανεπιστήμια είναι 20.000 και 30.000 φοιτητές, είναι πάρα πολύ μεγάλα. Κάνεις φιλίες, μαθαίνεις κόσμο, μιλάς με καθηγητές, προπονητές, εξελίσσεσαι, αναπτύσσεσαι σαν άνθρωπος. Και στην ουσία μπήκα σε ένα survival mode. Ένα mode που έπρεπε εγώ τώρα να τα βγάλω πέρα με αυτά που είχα και από πίσω είχα [00:30:00]πάντα τους γονείς μου, μέσω του τηλεφώνου βέβαια, να με εμψυχώνουνε και να με υποστηρίζουν στα εύκολα και στα δύσκολα.

Μ.Γ.:

Και τελικά βρήκες στέγασε μόνος σου;

Λ.Δ.:

Βρήκα στέγαση μόνος μου. Βρήκα. Η φοιτητική εστία, δυστυχώς, δεν ήταν καλυμμένη και για να μείνεις στη φοιτητική εστία είναι πολύ ακριβή. Έτσι αυτό που έκανα, όπως και πολλοί άλλοι, ήταν να βρω στέγαση κοντά στο σχολείο. Το καλό είναι ότι κοντά στο σχολείο υπάρχουν χιλιάδες φοιτητές και πολλοί που ψάχνουνε για στέγαση. Πολλές, πολλά φοιτητικά σπίτια και εκεί στην ουσία δεν χρειάζεται να ξέρεις κάποιον. Πραγματικά υπάρχουν αφίσες στον δρόμο που λένε ότι ζητείται roommate. Πώς το λένε;

Μ.Γ.:

Συγκάτοικος.

Λ.Δ.:

Συγκάτοικος. Ζητείται συγκάτοικος εδώ, ζητείται συγκάτοικος εκεί… Και στην ουσία έπαιρνα τηλέφωνα. Έπαιρνα τηλέφωνα, emails, τα πάντα. Μέχρι που βρήκα έναν φίλο. Με αυτόν τον φίλο συνδέθηκα πιο πολύ και αυτός με πήρε σπίτι του, όπου ήταν και άλλα τρία παιδιά και στην ουσία ήμασταν τέσσερις φοιτητές σε ένα σπίτι.

Μ.Γ.:

Πώς ήταν η εμπειρία αυτή;

Λ.Δ.:

Φοβερή, το κάτι άλλο. Πραγματικά ήταν πολύ ωραία, παρόλες τις δυσκολίες ή μπορεί να μην έχεις οικογένεια ,αλλά βρήκα και άλλα παιδιά που ήταν σαν εμένα, διότι έρχονται στην Αμερική, έρχονται παιδιά από όλο το εξωτερικό. Παιδιά από Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, βρήκα και Έλληνες, βρήκα και Αλβανούς. Βρήκα από την Κίνα, Ιαπωνία, Άραβες, Σαουδική Αραβία, από την Αφρική, Νιγηρία, Κένυα, δηλαδή και με αυτούς τους ανθρώπους, στην ουσία, γίνεσαι ένα. Γίνεσαι μία οικογένεια. Διότι και αυτοί έχουν αφήσει την οικογένειά τους πίσω. Κι εκεί έχουμε ο ένας τον άλλον. Οπότε η εμπειρία αυτή ήταν φοβερή. Πραγματικά.

Μ.Γ.:

Και η σχολή πώς ξεκίνησε;

Λ.Δ.:

Η σχολή ξεκίνησε με αγγλικά. Για να μπω εγώ στο πανεπιστήμιο, στο διδακτορικό, συγγνώμη, στο ακαδημαϊκό, ήθελα να ξέρω τα αγγλικά 100%, που λέμε. Εγώ παρόλο που είχα πάρα πολύ καλή γνώση, μπορούσες να πεις ότι 100% δεν τα ήξερα. Έτσι μου δόθηκε μια βοήθεια για έξι μήνες. Βοήθεια, όμως, που έπρεπε κι αυτή να την πληρώσω. Και μου είπαν «Για να μπεις εσύ στο freshmen year», που είναι το πρώτος έτος, «πρέπει να συμπληρώσεις έξι μήνες κάνοντας μόνο αγγλικά κάθε μέρα». Και μετά από όταν τελειώσεις τους έξι μήνες, πρέπει να περάσεις και το τεστ. Αν δεν περάσεις το τεστ, κάνεις κι άλλους έξι μήνες. Εγώ ευτυχώς το τελείωσα με όλα Α. Και έτσι, μετά από έξι, μήνες πήγα στο ακαδημαϊκό.

Μ.Γ.:

Τι σπούδασες;

Λ.Δ.:

Ξεκίνησα με ψυχολογία. Μένοντας εκεί, καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος έχει άλλα προβλήματα. Προβλήματα, δηλαδή εγώ κατάλαβα ότι πολύς κόσμος στην Αμερική έχει ψυχολογικά προβλήματα. Και στο εξωτερικό πιστεύω αυτό είναι ένας τομέας που δεν φοβόμαστε να μιλάμε, δεν υπάρχει στίγμα και κατάλαβα ότι ο κόσμος μιλάει πολύ για αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα. Όπως το στρες, το άγχος, το depression που λέμε εκεί. Είναι το bipolar disorder, που είναι, νομίζω, αν το θυμάμαι καλά, όταν έχεις διχασμένη προσωπικότητα. Όλα αυτά είναι προβλήματα που εκεί τα έχουν πολλοί άνθρωποι και στην ουσία αυτό με, κάπως σαν να με εμψύχωσε ότι εγώ θέλω να ακολουθήσω αυτόν τον τομέα και ίσως να δώσω βοήθεια σε αυτούς τους ανθρώπους. Τα δύο πρώτα χρόνια έκανα ψυχολογία. Δεν μπορώ να κρύψω ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολη, πάρα μα πάρα πολύ δύσκολη. Δηλαδή τα τεστ, ο τρόπος που εσύ μάθαινες, ο τρόπος που, δεν ξέρω, που ερχόσουν σε επαφή με άλλους ψυχολόγους, με άλλους μαθητές, καθηγητές, το διάβασμα… Ήταν πάρα πολύ, μα πάρα πολύ… Δηλαδή ήτανε κάτι… Και συγκεκριμένα εμένα αυτό που με δυσκόλεψε πιο πολύ ήταν και η γλώσσα. Δηλαδή άλλο το να ξέρεις τη γλώσσα πάρα πολύ καλά και άλλο τώρα να είσαι στον ακαδημαϊκό τομέα και να μαθαίνεις ψυχολογία στα αγγλικά. Δηλαδή αυτό εμένα με δυσκόλεψε αρκετά πολύ. Και μετά τα δύο χρόνια προσπάθησα να βρω ένα πιο εύκολο κλάδο, τον κλάδο της οικονομίας. Αριθμοί, επενδύσεις, χρηματιστήριο, οικονομικά, management, καινοτομία. Όλα αυτά ήταν αυτά που εγώ σπούδασα τα επόμενα δύο χρόνια, που ήταν πιο εύκολα στην ουσία, δεν μπορώ να πω ότι ήταν πολύ εύκολα, ήταν πιο εύκολα από την ψυχολογία. Αλλά ήταν κάτι που εγώ βρήκα και ένα, ένα πάθος. Δηλαδή μου άρεσε πολύ αυτό που έκανα. Και το συνέχισα μέχρι και την ημέρα της αποφοίτησής μου.

Μ.Γ.:

Άρα ξεκινώντας το πανεπιστήμιο δεν είχες σίγουρο το τι θα σπουδάσεις;

Λ.Δ.:

Ναι. Σε κάθε έτος μπορείς να αλλάξεις. Σου δίνονται, το καλό στο εξωτερικό είναι ότι σου δίνονται πολλές ευκαιρίες και συγκεκριμένα στην Αμερική σου δίνονται ευκαιρίες για το τι εσύ θες να σπουδάσεις. Εσύ μπορεί τα πρώτα τρία χρόνια να έχεις σπουδάσει μαθηματικά και ξαφνικά να σου αλλάξει το μυαλό και να πεις «Εγώ θέλω να κάνω Ιστορία». Η δυνατότητα αυτή σου δίνεται. Ωστόσο, θα χρειαστεί και πιο πολλά χρόνια εκπαίδευσης και πιο πολλά διαβάσματα κι όλα αυτά. Το καλό με εμένα ήταν ότι οικονομικά έπρεπε να πάρω λίγα ακόμα παραπάνω μαθήματα, αλλά τα συνδύασα μέσα στα επόμενα αυτά δύο [00:35:00]χρόνια. Στην Αμερική, ένας μέσος φοιτητής παίρνει κάπου στα τέσσερα με πέντε μαθήματα για να τελειώσει το σχολείο του σε τέσσερα-πέντε χρόνια. Εμένα όταν μου είπαν το δεύτερο έτος, που θα πήγαινα στο τρίτο έτος, ότι χρειάζεται να πάρω πιο πολλά μαθήματα στην οικονομία, δεν πήρα πέντε μαθήματα το κάθε semester, πήρα έξι ή εφτά, για να μπορέσω να ανταποκριθώ στα requirements που αυτοί είχανε και να μπορέσω να τελειώσω το σχολείο στα τέσσερα, τεσσεράμισι χρόνια.

Μ.Γ.:

Και το τελείωσες;

Λ.Δ.:

Και το τελείωσα.

Μ.Γ.:

Η στιγμή της αποφοίτησης;

Λ.Δ.:

Όχι ακριβώς όπως την περίμενα. Διότι η στιγμή της αποφοίτησης στην Αμερική είναι το κάτι συγκλονιστικό. Δηλαδή όταν αποφοιτείς, η τελευταία εβδομάδα είναι μόνο για τους, αυτούς που αποφοιτάνε. Βγαίνει ο κόσμος έξω, παρτάρει, κάνει τo πάρτι που λέμε, ανακοινώνουν τα ονόματά σου σε ένα μεγάλο στάδιο, στις κάμερες, σου δίνουν το χέρι, φοράς αυτήν την…

Μ.Γ.:

Τήβεννο.

Λ.Δ.:

Ναι, τη στολή αυτή. Πετάμε το καπέλο πάνω. Αλλά εγώ αποφοίτησα στην πιο δύσκολή χρονιά, Μαρία. Το 2020, επί κορονοϊού. Κι όλα αυτά δεν συνέβησαν. Οπότε όταν εγώ ένιωσα έτσι μια περηφάνια για εμένα, ότι «Ναι, το κατόρθωσα», δεν έγινε κάνας, έτσι μεγάλο πάρτι, celebration που λέμε. Και η στιγμή της αποφοίτησης έγινε online. Δηλαδή πραγματικά είχες μια οθόνη που σου έλεγε «Συγχαρητήρια, Λεωνίδα και εδώ είναι το δίπλωμά σου». Το δίπλωμα σου δεν σου το δίνανε καν στο χέρι. Μας το στείλανε με mail. Οπότε ενώ όλα αυτά τα χρόνια έχεις προσπαθήσει τόσο πολύ και η στιγμή της αποφοίτησης είναι κάτι μοναδικό για τον κάθε φοιτητή, πραγματικά εμείς τότε του ’20 που αποφοιτήσαμε, για όλους εμάς ήταν ένα καταραμένο έτος, πραγματικά. Αλλά, ναι, στην ουσία όμως ήταν και το κάτι μοναδικό, διότι πέτυχα τον στόχο μου, πέτυχα αυτό που εγώ ήθελα. Ναι μεν δεν ήταν κάτι το ουάου, με τα δεδομένα του ’20, επί κορονοϊού, αλλά πραγματικά όμως ήτανε, γιατί πήρα πτυχίο. Από την οικογένειά μου δεν έχει κατορθώσει κανείς να πάει πανεπιστήμιο και έτσι ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα, και για την οικογένειά μου και για εμένα. Και όταν πραγματικά ήρθε το δίπλωμα, που ήρθε στο σπίτι μου εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν δηλαδή το κάτι μοναδικό, ήταν δηλαδή ουάου. Όλα αυτά τα χρόνια προσπάθειας, μέρες που έκλαιγα, μέρες που δεν ένιωθα καλά, μέρες που διάβαζα πολύ, που δούλευα πολύ, που η ψυχολογία μου ήταν μηδέν. Όλα αυτά τελικά… Εμείς το λέμε εκεί You paid off, που στην ουσία το κατόρθωσα.

Μ.Γ.:

Δούλευες εκεί;

Λ.Δ.:

Δούλεψα γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Θα σου πω κάτι. Όταν είσαι φοιτητής στην Αμερική και έρχεσαι από εξωτερικό, δεν σου επιτρέπεται να δουλεύεις. Εμένα, δηλαδή, δεν μπορούσα να δουλέψω κάπου. Δεν σε έπαιρνε κανείς για δουλειά. Η μόνη δουλειά που μπορούσες εσύ να κάνεις ήταν στο πανεπιστήμιο. Αλλά και στο πανεπιστήμιο, αυτά που δίνανε στους φοιτητές, γιατί, να στο πω στα ίσα, όταν δουλεύεις στο πανεπιστήμιο, δεν δουλεύεις κάπου, οπότε η πληρωμή ήταν σαν να βρίσκεσαι στην Ελλάδα ένα πράγμα. Που δεν σου έβγαιναν ούτε για ένα σάντουιτς, που λέει ο λόγος. Έτσι κι εγώ αναγκάστηκα να βρω δουλειά που πληρώναν μετρητά. Εμείς εκεί το λέμε under the table. Έκανα δουλειές που δεν απαιτούσαν χαρτιά, που δεν έβλεπε κανείς. Σαφώς και δεν έχεις ασφάλεια, τίποτα. Δουλεύεις μόνο για μετρητά. Για να τα βγάλω πέρα εγώ έπρεπε να είμαι και στο σχολείο, να διαβάζω, έπρεπε να ήμουν και αθλητής, που ο αθλητισμός εκεί είναι πάρα πολύ σημαντικός και έπρεπε να δίνεις βάση σαν να παίζεις στην Α΄ Εθνική εδώ στην Ελλάδα. Δηλαδή είσαι πραγματικά ένας αθλητής. Δυόμισι ώρες προπονήσεις κάθε μέρα και αγώνες τα σαββατοκύριακα. Να τα συνδυάσεις και με κολέγιο και με δουλειά, σαράντα-πενήντα ώρες δουλειά την εβδομάδα. Πραγματικά, τώρα που το βλέπω και το αναλογίζομαι, δεν ξέρω πώς το έκανα. Ήταν πολύ δύσκολο.

Μ.Γ.:

Και με τον αθλητισμό ξεκίνησες κανονικά με το ποδόσφαιρο, στο πρωτάθλημα;

Λ.Δ.:

Ξεκίνησα στο πρωτάθλημα, έπαιξα. Έπαιξα για ενάμιση χρόνο. Είχα κάποιους τραυματισμούς. Και όταν είσαι εκεί στο πανεπιστήμιο, τώρα έχεις πάρει την υποτροφία, μαθαίνεις κι άλλα πράγματα. Και μαθαίνεις κι άλλους κλάδους και μαθαίνεις κι από άλλους φοιτητές. Κι εγώ στο δεύτερο έτος, πηγαίνοντας στο τρίτο, κατάλαβα ότι εάν είχα καλούς βαθμούς, εγώ μπορούσα να πάρω μια καλύτερη υποτροφία από την αθλητική. Δεν μπορώ να σου κρύψω ότι κουράστηκα πάρα πολύ σε κάποια φάση. Δηλαδή δεν ήταν λίγες οι φορές που εγώ ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω πίσω. Διότι τα στρες, τα άγχη, το να συνδυάζεις τόσα πολλά πράγματα μαζί –τον αθλητισμό, τη δουλειά, το σχολείο– δεν είναι και λίγο. Και το να βρίσκομαι μακριά από την οικογένειά μου, όλα αυτά έπαιξαν έναν ρόλο. Και έφτασα σε μια απόφαση ότι κάτι έπρεπε να αφήσω, διότι δεν γινόταν να τα βγάλω άλλο πέρα. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Κοιμόμουν κάθε μέρα τρεις-τέσσερις ώρες. Δεν γίνεται ο ανθρώπινος οργανισμός να τα βγάλει κάθε μέρα με δυο-τρεις ώρες ύπνο. Και έκανα μια πάρα πολύ σημαντική απόφαση, την οποία ακόμη και σήμερα καμιά φορά νιώθω τύψεις. Αλλά έπρεπε να κάνω αυτό που έπρεπε να κάνω στην ουσία. Και ήταν να [00:40:00]παρατήσω το ποδόσφαιρο. Επικεντρώθηκα πιο πολύ στο διάβασμα και στο να δουλεύω. Γιατί; Γιατί το ποδόσφαιρο ήταν μια συγκεκριμένη υποτροφία, της τάξεως των 50-60%, που δεν ανέβαινε άλλο. Και άμα έχεις πάρα πολύ καλούς βαθμούς στο σχολείο, δεν μπορούσαν να σου δώσουν και άλλη υποτροφία. Έπρεπε να είσαι εξαίρετος μαθητής, ένας Einstein για να πάρεις και αθλητική και από το πανεπιστήμιο υποτροφία, για βαθμούς. Αλλά εγώ όταν έμαθα ότι άμα βγάλω καλούς βαθμούς, η υποτροφία θα ήταν παραπάνω από 60%. Και όταν το κατάλαβα ότι εγώ εάν βγάλω καλούς βαθμούς, μπορώ να πάρω μια καλύτερη υποτροφία, πήρα την απόφαση να παρατήσω το ποδόσφαιρο, να επικεντρωθώ στα μαθήματά μου και στη δουλειά που πληρωνόμουνα, έτσι ώστε να μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Να πληρώσω το ενοίκιό μου, τη σχολή μου, το φαγητό μου, τα πάντα.

Μ.Γ.:

Και μετά την αποφοίτησή σου, τι έκανες; Με τι ασχολήθηκες;

Λ.Δ.:

Ήμουναν στα τελευταία χρόνια του πανεπιστημίου, ήμουναν σερβιτόρος. Την δουλειά την ήξερα πάρα πολύ καλά, διότι την είχα κάνει και στην Ελλάδα. Ήταν πάρα πολύ επιτυχημένη δουλειά στην Αμερική και στο εξωτερικό, διότι εκεί ο κόσμος έχει διαφορετική κουλτούρα και όταν πας και τρως κάπου, κατά κανόνα, κατά νόμο, σου αφήνουν ένα 20% του λογαριασμού, που πάει σε εσένα. Έτσι κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα όσο πιο καλύτερα μπορούσα. Ήμουν πολύ ευγενικός με τους πελάτες μου, άρεσε πολύ στον κόσμο που βλέπαν έναν, ας πούμε, ξένο, με μία προφορά και θέλανε ο κόσμος να μάθουν και πιο πολλά από εμένα. Και σαφώς αυτό ερχόταν με ένα παραπάνω τιπ. Και έτσι εγώ, ας πούμε, είχα μια πάρα πολύ καλή δουλειά ως σερβιτόρος, αλλά τελειώνοντας τη σχολή, σαφώς και θες να κάνεις πρακτική στον κλάδο σου. Και έτσι έψαξα πολύ, έψαξα και για internships και για πρακτική, έψαξα και για δουλειές και για οχτώ μήνες δεν βρήκα κάτι. Μέχρι που τελικά βρήκα. Βρήκα μια εταιρεία, έναν όμιλο αξίας τριών δισεκατομμυρίων ευρώ, τεράστιος όμιλος, που μου έδωσε μια ευκαιρία να δουλέψω. Και όταν αυτοί είπαν το «ναι», εγώ την άρπαξα κατευθείαν.

Μ.Γ.:

Και σήμερα εκεί δουλεύεις;

Λ.Δ.:

Και σήμερα εκεί δουλεύω. Και μετά από δύο χρόνια, εκεί δουλεύω, εκεί εργάζομαι. Στην αρχή μπήκα στον τομέα των επενδύσεων, που επενδύσεις, όπως γνωρίζουμε και εδώ, χρηματιστήριο και όλα αυτά, θέλει να είσαι πάρα πολύ έξυπνος, θέλει να είσαι και λίγο, πώς να το πω; Όταν… Να είσαι πάρα πολύ καλός με τα μαθηματικά, με τους αριθμούς, διότι έχεις πελάτες, έχεις τράπεζες, έχεις διάφορα. Και δεν ξέρω γιατί, αλλά εμένα δεν μου πήγαινε αυτός ο ρόλος πάρα πολύ. Ενώ ο τομέας των πωλήσεων ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ, διότι ήταν στην ουσία μπίρι μπίρι, ομιλητό. Όπως βλέπεις, μ’ αρέσει να μιλάω. Και είχα καταλάβει ότι στους ντόπιους τους Αμερικανούς άρεσε πάρα πολύ να ακούνε κάποιον με μια διαφορετική εμπειρία, με μια διαφορετική προφορά. Με αυτό το κάτι διαφορετικό, ρε παιδί μου, τους άρεσε, πήγαινε πολύ εκεί. Κι έτσι και το εκμεταλλεύτηκα. Πήγα στον τομέα των πωλήσεων της εταιρείας, ζήτησα να με κάνουν μετάθεση εκεί, όπου και την πήρα και έτσι και σήμερα εργάζομαι εκεί.

Μ.Γ.:

Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις στην Ελλάδα μετά την αποφοίτηση;

Λ.Δ.:

Το σκέφτηκα, να σου πω την αλήθεια. Το σκέφτηκα πάρα πολλές φορές. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένιωθα ότι «Τι κάνω εδώ; Γιατί είμαι εδώ; Ας γυρίσω πίσω». Διότι τα πράγματα που στερείσαι εκεί είναι ένα καλό φαγητό, όπως είπα και πριν, είναι ένα καλό οξυγόνο, είναι το καλό το νερό, να βλέπεις την οικογένειά σου, τους φίλους σου, ο τρόπος που εσύ μεγάλωσες, διότι αυτά δεν τα έχεις εκεί. Αλλά εκεί έχεις άλλα πράγματα. Έχεις οργάνωση, έχεις ένα μέλλον, έχεις ένα καλύτερο αύριο. Είσαι ασφαλισμένος. Έχεις καλά λεφτά. Εμένα μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω πάρα πολλά πράγματα αυτν τη στιγμή και δεν μπορώ να σου κρύψω ότι έχω και δεύτερη δουλειά, που είμαι προπονητής σε ποδοσφαιρική ακαδημία. Ποιος; Εγώ. Που είμαι μόνο 24 χρονών. Μου έχουν δώσει παιδιά από 12 χρονών μέχρι και 15 να τα εκπαιδεύσω στο ποδόσφαιρο. Που εάν ήθελα να κάνω αυτό το πράγμα εδώ στην Ελλάδα, πιστεύω είναι κάτι το ακατόρθωτο. Το ίδιο γίνεται και με την εταιρεία. Η δουλειά που έχω, ο ρόλος αυτή τη στιγμή που έχω, ναι μεν είναι αγχωτικός, ναι μεν έχει τα βάσανά του, όπως και το καθετί, αλλά αυτά που εγώ παίρνω και αυτά που μου δίνει η εταιρεία, και το μέλλον, και τις άδειες, και την ασφάλεια, και το γεγονός ότι σε δέκα χρόνια εγώ μπορεί να είμαι και μέτοχος της εταιρείας και μάνατζερ και VP, το vice president, γιατί σου δίνονται αυτές οι δυνατότητες. Και όταν κάθομαι και το σκέφτομαι και λέω «σου δίνονται αυτές οι δυνατότητες στην Ελλάδα; Δυστυχώς όχι». Γι’ αυτό και όποτε σκέφτομαι ότι θέλω να γυρίσω πίσω, προσπαθώ να σκεφτώ τον εαυτό μου πού θα είμαι καλύτερα στο μέλλον. Και αυτό με κρατάει εκεί.

Μ.Γ.:

Όλα αυτά τα χρόνια που λείπεις, έχεις έρθει στην Ελλάδα άλλη φορά;

Λ.Δ.:

Έχω έρθει. Ήρθα το πρώτο έτος πανεπιστημίου, ήρθα και το τρίτο έτος. Ήρθα δυο φορές. Ωστόσο, είναι και αυτό το [00:45:00]οικονομικό κομμάτι, ότι ήμουν φοιτητής, χρωστούσα πάρα πολλά στο πανεπιστήμιο και στον τρόπο ζωής, διότι εκεί τα ενοίκια, το φαγητό είναι πολύ πιο ακριβό. Και δεν μου δινόταν αυτήν η δυνατότητα εμένα να έρθω πίσω, ως, με συγχωρείς, παρόλο που ήθελα πολύ. Τελευταία φορά που ήρθα ήταν πριν τρία χρόνια. Λόγω κορονοϊού, λόγω εγώ αποφοίτησα, προσπαθούσα να βρω καινούρια δουλειά. Προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου στο εξωτερικό. Μετά το σχολείο, μετά το πανεπιστήμιο. Και ήταν δύσκολα για εμένα αυτό. Ωστόσο, τον τελευταίο αυτό ενάμιση χρόνο, τον έχω καταφέρει, έχω μπει σε μια βάση και μου δίνεται η δυνατότητα τώρα να έρχομαι και στην Ελλάδα, να βλέπω τους φίλους μου, την οικογένειά μου, συμμαθητές όπως εσένα και να κάθομαι λίγες μέρες, να τρώω ένα καλό φαγητό της μαμάς, να περάσω τις διακοπές μου, να πηγαίνω στη θάλασσα με την παρέα. Μέχρι που να γυρίσω πίσω.

Μ.Γ.:

Έχεις ταξιδέψει σε άλλες πολιτείες, έχεις κάνει άλλα ταξίδια;

Λ.Δ.:

Ναι, έχω πάει. Έχω πάει σε αρκετές πολιτείες. Έχω πάει και στο Λας Βέγκας –που ήταν πανέμορφο–, έχω πάει και στο Τέξας –ήταν πολύ ωραίο–, στο Κολοράντο – Κολοράντο έχει πολλά βουνά, πάρα πολύ ωραία. Έχω πάει, πού αλλού που έχω πάει; Φλόριντα. Φλόριντα είναι λίγο πολύ σαν την Ελλάδα, πολλές παραλίες, ειδικά εκεί στο Μαϊάμι που θυμάμαι, πανέμορφα. Άλλος τρόπος διασκέδασης, άλλες εμπειρίες. Άλλη κουλτούρα. Δηλαδή ήταν όλα υπέροχα. Το μόνο κακό της Αμερικής είναι ότι όπου και να πας, θα δεις το ίδιο πράγμα όσον αφορά τις αλυσίδες εστιατορίων, όσον αφορά το φαγητό, όσον αφορά τους ανθρώπους. Δεν αλλάζουν πάρα πολλά, αλλάζουν οι ομορφιές και τα τοπία. Γι’ αυτό το πράγμα πας στην Αμερική, σε άλλες πολιτείες.

Μ.Γ.:

Δεν το έχεις μετανιώσει που έφυγες;

Λ.Δ.:

Όχι. Υπήρξαν φορές που έχω πει, στα δύσκολά μου, έχω πει «Και να ήμουν Ελλάδα. Αχ και να είχα ένα καλό φαγητό». Αχ και το ένα, αχ και το άλλο. Ωστόσο, όμως, το σκέφτομαι από τη θετική πλευρά και λέω ότι αυτά που εγώ έχω καταφέρει και κατορθώσει, και η δυνατότητα που μου δίνεται να κάνω ακόμη περισσότερα, δεν μπορούσα, πιστεύω, να τα πετύχω εδώ στην Ελλάδα ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, πραγματικά. Οπότε δεν το μετανιώνω.

Μ.Γ.:

Μέχρι τώρα υπάρχει κάποια εμπειρία που έχεις βιώσει και σου έχει μείνει πολύ έντονα χαραγμένη;

Λ.Δ.:

Και καλές και κακές. Πολλές μπορώ να πω. Ας πούμε εμπειρίες όταν σταμάτησα την μπάλα. Από μικρός είχα αυτό το πάθος με το ποδόσφαιρο. Ότι θα γίνω ποδοσφαιριστής, ότι το κυνήγησα τόσο ψηλά, ότι έφτασα στην Αμερική να παίζω στο κολεγιακό πρωτάθλημα, να μου δοθεί η δυνατότητα να παίξω ακόμη και στο MLS, που είναι το πρώτο πρωτάθλημα της Αμερικής και άμα κατορθώσεις κάτι τέτοιο, μετά βλέπεις και ένα καλύτερο μέλλον και στην Ευρώπη. Οπότε εγώ όταν έπρεπε να το αποχωριστώ αυτό το όνειρο και στην ουσία να πω «γεια», δεν μπορώ να κρύψω ότι είχα μία κατάθλιψη για πολλούς μήνες. Διότι όλα αυτά τα χρόνια έχω προπονηθεί στο ποδόσφαιρο, έχω κάνει πολλές θυσίες. Και ήρθε η ώρα δηλαδή να κρεμάσω τα παπούτσια μου και να πω το «αντίο». Αυτό με επηρέασε πολύ, διότι ήμουν και σε μια μικρή ηλικία και ακόμη είχα χρόνο να καταφέρω κάτι. Ωστόσο, όμως, άλλαξαν και τα προτερήματά μου, αυτά που εγώ κυνηγούσα. Πλέον κυνηγούσα κάτι άλλο. Πλέον κυνηγούσα πώς εγώ θα επιβιώσω. Εγώ δεν μπορούσα να επιβιώσω και να τα συνδυάσω όλα. Έπρεπε να βγάλω λεφτά. Έπρεπε να δουλέψω για να πληρώσω τη σχολή μου. Έπρεπε να πάρω πτυχίο. Και πιστεύω αυτή είναι μια πολύ δραματική εμπειρία που εγώ πέρασα εκεί, όταν αποχωρίστηκα τον λόγο που εγώ πήγα εκεί, που ήταν το ποδόσφαιρο, ήταν ο αθλητισμός. Αλλά συνέχισα για να κατορθώσω άλλα πράγματα.

Μ.Γ.:

Καλή εμπειρία;

Λ.Δ.:

Πολύ καλή, πάρα πολύ καλή. Ναι μεν υπήρξαν δυσκολίες, αλλά όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάτι μοναδικό. Γνώρισα ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Μπορώ να σου πω ότι ξέρω λίγα, λίγες λέξεις από τι; Από ισπανικά, από γαλλικά, ιταλικά, από ταϊλανδέζικα, γιαπωνέζικα, κινέζικα, που λέμε, από, ακόμη και αραβικά. Διότι μαθαίνεις τόσο πολύ κόσμο, περνάς τόσο ωραίες εμπειρίες με διάφορες κουλτούρες από όλο τον κόσμο, διάφορα φαγητά, διάφοροι άνθρωποι. Και το πανεπιστήμιο της Αμερικής είναι μια τρομερή φοιτητική ζωή, περνάς πολύ όμορφα, περνάς πολύ ωραία. Και δηλαδή ναι μεν η μόνη δυσκολία που ήταν, ήταν στο να τα βγάλω εγώ πέρα και το γεγονός ότι ήμουν μακριά από την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Αλλά από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα είναι ένα πολύ θετικό και χαρούμενο experience, εμπειρία της ζωής μου.

Μ.Γ.:

Η καλύτερη εμπειρία που έχεις βιώσει μέχρι τώρα στην Αμερική;

Λ.Δ.:

Η καλύτερη εμπειρία που έχω βιώσει; Ήταν πολλές. Ήταν από τη στιγμή που πήγα εκεί, από τη στιγμή της αποφοίτησής μου, από τη στιγμή που βρήκα δουλειά. Αλλά πιστεύω η καλύτερη εμπειρία που έχω ζήσει μέχρι τώρα είναι η εμπειρία της προπονητικής μου. Όπως σου είπα πριν, κάνω δυο δουλειές. Μετά την εταιρεία, [00:50:00]τα βράδια, πάω και προπονώ και κάνω ποδόσφαιρο. Παίζουμε και τουρνουά με τις ομάδες, παίζουμε αγώνες και ταξιδεύουμε. Και το 2022, τώρα τον Μάρτιο, εγώ με την Κ13 των αγοριών μου κατάφερα να κερδίσουμε το τουρνουά σε όλη την πολιτεία. Μάλιστα έχω και φωτογραφίες, μπορώ να σου δείξω αργότερα. Με κύπελλα, με μετάλλια, γνωριστήκαμε σε όλη την πολιτεία. Εκεί ένιωσα, δεν ξέρω αν τον ξέρεις, Ζοζέ Μουρίνιο, είναι ένας πολύ μεγάλος προπονητής σε όλο τον κόσμο, στο ποδόσφαιρο. Ένιωσα έτσι για ένα πράγμα. Ένιωσα number one, διότι το να καταφέρεις να κερδίζεις ένα τουρνουά σε μια πολιτεία με πάρα πολλές ομάδες, στην Κ13, με παιδιά 13 χρονών, ήταν το κάτι μοναδικό. Πιστεύω αυτήν ήταν, είναι μία εμπειρία χαραγμένη, που έχει μείνει μαζί μου και θα μείνει μαζί μου για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Μ.Γ.:

Και αυτή είναι η τρίτη φορά, λοιπόν, που έρχεσαι Ελλάδα;

Λ.Δ.:

Τρίτη φορά που έρχομαι Ελλάδα.

Μ.Γ.:

Πώς νιώθεις;

Λ.Δ.:

Πολύ ωραία. Πολύ ωραία γιατί είχα πολύ καιρό να έρθω, είχα τρία-τέσσερα χρόνια να έρθω. Οι πρώτες μέρες ήταν πολύ συναισθηματικά φορτισμένες μέρες, διότι, μετά από πολύ καιρό, είδα τον αδερφό μου, την αδερφή μου, που τους άφησα μωρά και τώρα έχουν γίνει ολόκληροι άντρας και γυναίκα. Τους γονείς μου. Κλάψαμε μαζί όταν είδαμε ο ένας τον άλλον μετά από πόσο καιρό. Την παρέα μου, τους συμμαθητές μου, άτομα που εγώ μεγάλωσα και κάναμε παρέα. Το φαγητό, καφές, το στοίχημα, τα πάντα όλα. Δηλαδή παρόλο που εγώ με αυτά μεγάλωσα, ήταν κάτι πρωτόγνωρο πάλι. Διότι εκεί δεν τα έχουμε αυτά. Και οι διακοπές μέχρι τώρα είναι πραγματικά φανταστικές.

Μ.Γ.:

Λεωνίδα, ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν έχω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Θέλεις εσύ να συμπληρώσεις κάτι;

Λ.Δ.:

Πιστεύω αυτό, κάτι που θέλω να συμπληρώσω για τη σημερινή νεολαία είναι να κυνηγήσουν τα όνειρα τους. Να κυνηγήσουν τους στόχους τους, να μην τα παρατήσουν ακόμη και αν οι γονείς τους λένε «ναι», ακόμη και αν κανένας δεν πιστεύει σε αυτούς. Διότι το έκανα εγώ. Άκουσα πολλά «όχι», άκουσα πολλά «δεν», κόσμο να μην πιστεύει σε εμένα, αλλά αυτό ήταν το motivation μου, αυτό ήταν που μου έδινε εμένα κίνητρο. Και παρόλο που ήμουν ένας γιος μετανάστη από την Αλβανία, είχα πάρα πολλές δυσκολίες στην αρχή. Και στην Ελλάδα είχα δυσκολίες, και από άτομα εδώ πέρα και στο εξωτερικό ας πούμε. Δηλαδή πολλές φορές φιλίες και άνθρωποι σε αποπροσανατολίζουν και δεν σε βοηθάει κανείς στο να κυνηγήσεις αυτό που εσύ θέλεις. Οπότε ένα σημαντικό advice που θα δώσω σε κάθε παιδί της νεολαίας αυτής είναι να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Διότι εγώ κυνήγησα το φεγγάρι. Να φτάσεις στο φεγγάρι, που λέει ο λόγος. Και στο φεγγάρι να μην φτάσεις, εάν το κυνηγήσεις πραγματικά, θα φτάσεις κάποια αστέρια, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτό το advice δίνω στη σημερινή νεολαία.

Μ.Γ.:

Λεωνίδα, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Λ.Δ.:

Εγώ ευχαριστώ πολύ, Μαρία.

Μ.Γ.:

Να μας ευχηθώ ξανά καλή αντάμωση.

Λ.Δ.:

Έτσι.

Μ.Γ.:

Να είσαι καλά, καλή επιστροφή.

Λ.Δ.:

Σε ευχαριστώ πολύ. Και εσύ να είσαι καλά.